Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2016

"Δε μας παρατάς με το Γέροντα!!" - Η έφηβη και ο άγιος: μια ιστορία για το σεβασμό, την αγάπη και την αιωνιότητα...


Γράφει η Μάρω Σιδέρη για τον Άγιο Πορφύριο

Κοιτάζω και ξανακοιτάζω την εικόνα του Γέροντα Πορφυρίου - του Αγίου Πορφυρίου, όπως ακούω να τον λένε οι πιστοί ολόγυρά μου. Κοιτάζω την αγιογραφία του με το φωτοστέφανο και νοιώθω ανόητη.

Θεέ μου, πόσο ανόητη!

Ήταν Άγιος λοιπόν εκείνος ο γέροντας που με υποδεχόταν χωρίς να μιλά όταν έμπαινα στο κελάκι του τρομαγμένη;
Ήταν άγιος εκείνο το γλυκό, υπομονετικό γεροντάκι που σεβάστηκε πάντα την άρνησή μου να ακούω συμβουλές τύπου Κατηχητικού και δε μου έδωσε ποτέ καμιά τέτοια συμβουλή;
Ήταν Άγιος λοιπόν! Κι εγώ νοιώθω ανόητη γιατί πάντα ήξερα ότι ήταν Άγιος, κι όμως  τον φοβόμουν.

Ένα παιδί ήμουν όταν τον γνώρισα, με όλα τα θέματα που έχει ένα παιδί που μπαίνει σε μια άγρια μαύρη εφηβεία.
Ένα παιδί, μεγαλωμένο με χριστιανικές αρχές που όμως ήθελε να τις γκρεμίσει γιατί δεν του άρεσαν, δεν το ικανοποιούσαν, το καταπίεζαν. Τέτοιο παιδί ήμουν όταν γνώρισα το Γέροντα, γι' αυτό και καταπιεζόμουν όταν έπρεπε να ακολουθήσω την οικογένειά μου που λαχταρούσε να τον επισκεφτεί.

Εκείνα τα Κυριακάτικα μεσημέρια όταν έπρεπε να βγάλω τα αγαπημένα μου τζιν και να φορέσω τη φούστα για να πάω να του φιλήσω το χέρι  με εξόργιζαν. Τη θυμάμαι αυτή την οργή που έσκαγε μέσα μου σιωπηλά - γιατί δεν τολμούσα να πω ότι δεν ήθελα να τον δω.
Δεν τολμούσα γιατί μέσα μου ήξερα ότι ήταν Άγιος - πώς να αρνηθώ την ευχή ενός τέτοιου ανθρώπου; Κι από την άλλη τον φοβόμουν που ήταν Άγιος.
Στην αρχή φοβόμουν γιατί  ένοιωθα ότι ήξερε τις σκέψεις και τις πράξεις μου και έτρεμα μην τις  αποκάλυπτε στη μαμά μου...

Κι όταν κατάλαβα ότι δεν αποκάλυπτε τίποτα, πάλι τον φοβόμουν γιατί πίστευα ότι με έκρινε για όσα είχα κάνει, όσα είχα πει, για ότι ήμουν, ότι δε με ενέκρινε για φιλαράκι του - και γιατί να το έκανε άλλωστε;
Είχε ήδη εγκρίνει για φιλαράκια του την αδερφή μου, τη μαμά μου, το μπαμπά μου.
Σ' εκείνους μιλούσε, τους καλωσόριζε, τους έδινε το σταυρό που κρατούσε στο χέρι να τον φιλήσουν.

Σε μένα δεν το έκανε... δεν άπλωνε το χέρι να του το φιλήσω... πλησίαζα μόνη μου, τρομαγμένη, καταπιέζοντας τον εαυτό μου να το κάνω και πάντα έφευγα με  τρόμο ότι δεν με είχε δεχτεί.
Ώσπου ένα μεσημέρι Σαββάτου, η μαμά μου ζήτησε επιτακτικά να ετοιμαστώ για να πάμε στο Γέροντα. Ήθελα να της πω ότι δεν ήθελα να έρθω μα δεν τόλμησα. Κι έτσι φώναξα ότι ήθελα να έρθω με το παντελόνι. Η μαμά μου ήταν ανένδοτη κι έτσι μπήκα οργισμένη στο δωμάτιό μου και πίσω από την ασφάλεια της μοναξιάς μου τον έβρισα. Τον έβρισα τόσο, που μετά από τόσα χρόνια ακόμα ντρέπομαι για όσα είπα μονάχη στο δωμάτιό μου. Μετά, βγήκα φορώντας τη φούστα μου,  μπήκα στο αυτοκίνητο, σιωπηλή  και πάντα με  την ίδια οργή μέσα μου. Όταν φτάσαμε στο κελάκι του, μπήκαμε όλοι μέσα - εγώ απλά τυπικά θα του φιλούσα το χέρι και θα έφευγα τρέχοντας έξω.

Εκείνο το απόγευμα ήταν η πρώτη φορά που με χαιρέτησε με το όνομά μου.
Έλα Μάρω μου είπε και μου άπλωσε το χέρι. Θεέ μου πόσο μου άρεσε που άκουσα τη φωνή του να με λέει όπως με φώναζαν οι φίλοι μου! Και πόση ανακούφιση αισθάνθηκα,  με την υποδοχή του! Ασφαλώς για να με υποδεχτεί έτσι για πρώτη φορά, ενώ εγώ είχα ξεσπάσει εναντίον του στο δωμάτιό μου, μάλλον δεν ήταν Άγιος. Μάλλον δεν ήξερε τι είχα πει...
Κι εκεί που πήγα μια ανάσα ανακούφισης τον άκουσα να μου λέει στοργικά- πολύ στοργικά: Μάρω θα μπορούσες να βγεις λίγο έξω, για να μιλήσω στο μητέρα σου;

Καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί εκείνη την ώρα! Ήμουν σίγουρη ότι, ως Άγιος, όχι μόνο είχε ακούσει όλα όσα είχα ψιθυρίσει, αλλά θα τα έλεγε όλα στη μαμά μου! Βγήκα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή κι όση ώρα  περίμενα απ έξω είχα ετοιμάσει στη σκέψη μου την άμυνά μου: είχα φορτώσει κι ήμουν έτοιμη για μάχη! Κι όμως καμιά μάχη δε συνέβη.
Δεν ξέρω τι της είπε, ξέρω  όμως ότι όταν  βγήκε από το κελάκι η μαμά μου μού ζήτησε συγγνώμη χωρίς να μου εξηγήσει γιατί.

Ξέρω ακόμα ότι δεν μου επέβαλε ποτέ ξανά να πάω μαζί τους στο Γέροντα. Μόνη μου πήγαινα, από ντροπή, γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι δεν ήθελα να πάω, γιατί ζήλευα τη σχέση που είχε η αδερφή μου μαζί του κι ας μην τον πήγαινα!
Ήθελα να τον αγαπάω κι ας μην τον αγαπούσα. Ήθελα να ένοιωθα την ευλογία του κι ας μην την ένοιωθα!
Ήθελα να με θεωρήσει φιλαράκι του κι ας μην αισθανόμουν ότι ήταν δικός μου φίλος.
Έπρεπε να βγω από το σκοτάδι της εφηβείας μου για να καταλάβω με ντροπή ότι εκείνος με είχε αποδεχτεί,  έτσι όπως ήμουν.

Κατάλαβα πως όταν δεν μου άπλωνε το χέρι να το φιλήσω, το έκανε όχι από αποδοκιμασία αλλά από αποδοχή. Στη μεταξύ μας σχέση εκείνος ήταν ο ειλικρινής κι εγώ η ψεύτικη. Εγώ πλησίαζα κι ας μην ήθελα, εκείνος όμως δεν άπλωνε το χέρι επειδή σεβόταν το φόβο και την αντίδρασή μου. Εγώ καταπίεζα τη Μάρω, ενώ εκείνος την αποδεχόταν κι έκανε αυτό που η Μάρω ήθελε...
Ακόμα και την οργή μου εκείνος την ερμήνευε σαν προσευχή.
Δε μου έκανε καμιά νύξη για το Χριστό, δε μου έδωσε καμιά συμβουλή, δε μου μίλησε για θαύματα για να με πείσει.

Κι όμως ξέρω πια ότι αυτή η σιωπή ήταν η πιο τρανή απόδειξη ότι με είχε αποδεχτεί σα φιλαράκι του, έτσι όπως ήμουν.
Ίσως γι' αυτό ήταν ο μόνος που δεν αντέδρασε όταν πέρασα στη Θεολογία.
Όλοι οι άλλοι, φίλοι συγγενείς θορυβήθηκαν: Η Μάρω στη Θεολογία; Ακόμα κι εγώ η ίδια δεν ήξερα γιατί είχα βάλει τη Θεολογία ως πρώτη επιλογή. Εκείνος όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε με συνεχάρη, ούτε θριαμβολόγησε. Κράτησε την ίδια σιωπηλή, ξεκάθαρη στάση που επιθυμούσε η ψυχή μου. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι βλέποντας το αγρίμι μέσα μου, με ανέθεσε απευθείας στο Θεό κι αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη απόδειξη ότι με ένοιωθε φιλαράκι του...

Αυτή τη σχέση την παθιασμένη την είχα με το Γέροντα ως το τέλος. Εγώ δε μαλάκωσα ποτέ κι εκείνος δεχόταν πάντα την ορμή μου σαν δείγμα αγάπης. Τον ξαναπρόσβαλα το Γέροντα, άλλη μια φορά και πάλι πίσω από την πλάτη του - ως γνήσια θρασύδειλη!
Πάλι Σάββατο ήταν  κι εγώ ήμουν φοιτήτρια πια και είχα εξεταστική.
Τη Δευτέρα έδινα μάθημα και στις 9 το βράδυ του Σαββάτου έμαθα ότι είχα διαβάσει λάθος ύλη.
Πανικοβλήθηκα κι όταν η μαμά μου προσπαθώντας να με ηρεμήσει μου είπε «Βρε τι σκας; Αφού έχεις το Γέροντα!», εγώ έγινα ηφαίστειο που έσκασε: «Δε μας παρατάς  με το Γέροντά σου! Τι να μου κάνει τωρα ο Γέροντας;»
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν   άκουσα τη μαμά μου να λέει: Γέροντα!... ναι εδώ είναι η Μάρω. Δίπλα μου!» ήθελα να έχει το πάτωμα μια καταπακτή για να χωθώ μέσα! Σα βρεμένο γατί πήρα το ακουστικό και η φωνή μου που τόσο σθεντόρια τον είχε αμφισβητήσει, τώρα είχε γίνει ψίθυρος.

Την απορία του δε θα την ξεχάσω ποτέ: «Άραγε, ποια από τις δυο σας με επικαλέστηκε στ' αλήθεια;» με ρώτησε, σα να ήθελε  να με διαβεβαιώσει ότι εκείνος ως Άγιος δεν άκουγε λόγια του στόματος αλλά της ψυχής... «θα μπορούσες να έρθεις αύριο να διαβάσεις εδώ;»  με ρώτησε με μια ευγένεια που όμοιά της δεν έχω συναντήσει. Είπα ναι, όλο ντροπή και χωρίς άλλα λόγια έκλεισε το τηλέφωνο. Το άλλο πρωί στις 7 ήμουν με τους γονείς μου στη Μαλακάσα. Ο Γέροντας είχε δώσει εντολή να ανοίξουν ένα γραφείο για να περιμένω- κι ας  είχε λειτουργία στο Ναό. Εκείνος με αποδεχόταν όπως ήμουν... Όταν με δέχτηκε στο κελάκι, μετά τις 10,  πάλι δεν είχε πολλά λόγια: «Αχ και να πίστευες λίγο! 10 θα έγραφες!» μου είπε απαλά κι άνοιξε το βιβλίο τέσσερις φορές. «δεν πειράζει όμως. Και το 5 καλό είναι!»

Από  τα τέσσερα θέματα διάβασα τα δύο. Τα άλλα τα βρήκα ανούσια και χαζά! Έπεσαν και τα τέσσερα κι εγώ πήρα 5! Καλό ήταν! Καλό μου έκανε!  Άλλωστε πάντα με το Γέροντα 5 έπαιρνα. Το παραπάνω δεν το αντέχω, ούτε το αξίζω και το ξέρω. Μου αρκεί όμως αυτό το 5... με κάνει να νοιώθω ότι τον έχω κοντά μου κι αυτό μου αρκεί.

Όσο για το ότι είναι Άγιος; Το ξέρω μα δε το αντέχει το μυαλό μου... Ο γέροντας ήταν άγιος πάντα, μόνο ένας Άγιος θα άντεχε κάποιαν σαν εμένα. Για μένα είναι Άγιος  μα παραμένει  ο Γέροντας, ο δικός μου Γέροντας, αυτός που χρησιμοποιεί  την απιστία και τον εγωισμό και την αμφιβολία μου ως μέσα για να επικοινωνήσει μαζί μου. Είναι ο Γέροντας που δε με μάλωσε ποτέ, δε με κολάκεψε ποτέ, δε με εγκατέλειψε ποτέ μα μόνο με τα εντελώς απαραίτητα λόγια.

Είναι ο Γέροντας που δε μου απαντά όταν απευθύνομαι σ' αυτόν από υποκριτικό καθωσπρεπισμό και που με καλωσορίζει πάντα  όταν του μιλάω απλά ως Μάρω...

Αποκριάτικο σχολικό πάρτυ;


Τα συναισθήματα; Πίκρα, αγανάκτηση, απογοήτευση, για άλλη μια χρονιά για τον Σύλλογο που υποτίθεται εκπροσωπεί όλους τους γονείς και κηδεμόνες. Και πάλι τα λόγια του αγίου γέροντά μου ηχούν στα αυτιά μου: «ακατήχητος λαός…».


Για άλλη μια χρονιά, ήρθε αυτή η πρόσκληση στα χέρια μας, από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Δημοτικού Σχολείου μας:
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΤΥ
Το Δ.Σ. του Συλλόγου μας, σας προσκαλεί στον αποκριάτικο χορό, που θα γίνει τηνΚυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016 & ώρα 12:00 π.μ. στο κοσμικό κέντρο «……………..».
Οι προσκλήσεις θα πωλούνται από Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου στον χώρο του σχολείου από τα μέλη του Συλλόγου.
Η τιμή της πρόσκλησης ανά άτομο, έχει ορισθεί στα … ευρώ και περιλαμβάνει:
  • Πλήρες μενού (για μικρούς και μεγάλους)
  • Παιχνίδια με μάγο
  • Παιχνίδια με ψυχαγωγό (ανιματέρ)
  • Μουσική από dj
  • Πλούσια λαχειοφόρο αγορά
Σας περιμένουμε να διασκεδάσουμε κάνοντας το καλύτερο για τα παιδιά μας.
Ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων
Τα συναισθήματα; Πίκρα, αγανάκτηση, απογοήτευση, για άλλη μια χρονιά για τον Σύλλογο που υποτίθεται εκπροσωπεί όλους τους γονείς και κηδεμόνες. Και πάλι τα λόγια του αγίου γέροντά μου ηχούν στα αυτιά μου: «ακατήχητος λαός…».
Από την τάξη μας, δηλαδή από 25 συνολικά, μόνο 3 παιδιά δεν θα πάνε στο αποκριάτικο πάρτυ, γιατί γνωρίζουν ότι τα καρναβάλια δεν έχουν σχέση με τον Χριστό. Τα υπόλοιπα θα πάνε γιατί «παιδάκια είναι, ας χαρούν».
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την πρόσκληση, βγάζει σημαντικά συμπεράσματα:
Ο τίτλος, δείχνει από μόνος του, πόση βαρύτητα έχει το αποκριάτικο πάρτι στη συνείδηση των γονιών. Σπουδαίο γεγονός και απαραίτητο κάθε χρονιά. Θα γίνει Κυριακή. Κυριακή, ημέρα γιορτινή, τα παιδάκια μας θα πάνε εκκλησία, θα κοινωνήσουν, και μετά; Πού θα τα πάμε μετά; Μα τελικά δεν κατάλαβε κανένας από τους γονείς ή από τους συγγενείς που ήρθαν στη βάπτιση του κάθε παιδιού, τί θα πει «αποτάσσομαι τον Σατανά και τοις έργοις αυτού, και πάση τη λατρεία αυτού, και πάσι τοις αγγέλοις αυτού, και πάση τη πομπή αυτού»;
Το «κοσμικό κέντρο» επίσης μου κάνει εντύπωση. Πόσο αρνητικοί είναι οι γονείς για να στείλουν τα παιδάκια τους στο κατηχητικό και από την άλλη, πως ευχαρίστως τα εκπαιδεύουν στις κοσμικές διασκεδάσεις.
Οι προσκλήσεις, πωλούνται στην αυλή του σχολείου. Στην αυλή του σχολείου μπορείς άνετα να προμηθευτείς προσκλήσεις για αποκριάτικα πάρτυ, αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις για την Ορθοδοξία. Θα σου πουν: «Μα καλά πού ζεις; Είσαι ακραίος. Και εκεί να μείνεις! Στην άκρη σου, μη μας χαλάς τα σχέδια».
Κορυφώνεται η αγανάκτηση, από το πλήρες πρόγραμμα το οποίο περιλαμβάνει – τί άλλο;- παιχνίδια με μάγο.
Το «κερασάκι» στην όλη υπόθεση είναι το εξής: κατά τη γνώμη των πλέον ειδικών, των μελών του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων, η προτεινόμενη διασκέδαση, είναι το καλύτερο  που θα μπορούσαμε να κάνουμε για τα παιδιά μας.
Για να πω την αλήθεια, δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ περεταίρω με το θέμα. Είμαστε εκ πεποιθήσεως κατά των καρναβαλιών, ξέρουμε ότι δεν θα συμμετέχουν τα παιδιά μας, και τέλος.
Άλλωστε έχω επανειλημμένα συζητήσει τέτοια θέματα με μέλη του Συλλόγου και με άλλους γονείς. Η έκφραση απορίας στο πρόσωπό τους είναι χαρακτηριστική: «Γιατί, τί κακό έχουν τα καρναβάλια;»
Αναφέρομαι στο γεγονός αυτό, γιατί θα ήθελα να προβληματιστούν όσοι το διαβάσουν και να το συζητήσουν με άλλους γονείς, που ίσως είναι μέλη τέτοιων Συλλόγων. Να προβληματιστούμε και να αναλογισθούμε όλοι την ευθύνη μας. Πού ακριβώς οδηγούμε τα παιδιά μας; Στην κοινωνία που ζούμε σήμερα, την κοινωνία της οικονομικής και πνευματικής κρίσης; Μα εδώ μας οδήγησε η απομάκρυνσή μας από τον Θεό και από το θέλημά Του. Αυτό είναι το όνειρο που έχουμε για τα παιδιά μας; Ας σκεφτούμε για μια στιγμή την ώρα της απολογίας μας. Όταν μας ρωτήσει ο Κύριος, γιατί ντύσαμε καρναβάλια τα αγγελούδια μας, τα παιδιά που μας χάρισε η αγάπη Του, θα απαντήσουμε «για να κάνουμε το καλύτερο για αυτά»;
Το καλύτερο για τα παιδιά μας δεν βρίσκεται στα αποκριάτικα πάρτυ. Δεν υπάρχει ούτε ένας Άγιος που να ντύθηκε καρναβάλι. Το καλύτερο για τα παιδιά αλλά και για εμάς, είναι να έχουμε επαφή με τον Θεό καθημερινά.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, πιστεύω πως αν κάθε Σύλλογος θέλει να κάνει το καλύτερο για τα παιδιά μας, μπορεί να κάνει πολλά. Άλλος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του. Είναι τόσα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά παιδιά και γονείς, γνωστές μας οικογένειες στα σχολεία της δικής μας γειτονιάς, που αν τα γνωρίζαμε, δεν θα είχαμε καν διάθεση για πάρτυ.
Μπορεί ένας Σύλλογος να συμβάλλει έστω και λίγο στην βελτίωση της μικρής αυτής κοινωνίας που λέγεται Σχολείο, αντί να πασχίζει να είναι πρώτος σε αποκριάτικα πάρτυ και εκδρομές δήθεν εκπαιδευτικού χαρακτήρα; Μπορεί να επεμβαίνει στην επιλογή των κινηματογραφικών ταινιών που παρακολουθούν τα παιδιά μας στα πλαίσια σχολικής εκδρομής; Οι περισσότερες είναι βλάσφημες και μεταφέρουν μηνύματα της νέας εποχής. Μπορεί να δώσει κίνητρα στα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου που κινδυνεύουν να πέσουν στα ναρκωτικά και παρασύρονται σε κλοπές, ώστε να ξεφύγουν από αυτή την καταστροφή; Έχουμε τέτοια κρούσματα στη γειτονιά μας και πολύ πρόσφατα. Μπορεί να βοηθήσει τις οικογένειές τους; Μπορεί μέσα από κατάλληλες ενέργειες να μειώσει έστω και κατά μία, τις εκτρώσεις που ξέρουμε πολύ καλά όλοι, ότι γίνονται ακόμα και από παιδιά του Δημοτικού;
Μπορεί ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων να φυλάξει τον Χριστό στα σχολεία μας; Να φυλάξει τις αξίες της πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας; Να διαδώσει την Ορθοδοξία που πολεμείται ακόμα και από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας;
Μπορεί να διοργανώσει ομιλίες για τα φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας, που αφορούν άμεσα τα Σχολεία μας, ώστε να ενημερωθούμε ως γονείς για τους κινδύνους που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε; Να ξέρουμε πως να προστατεύσουμε τα παιδιά μας από τη Νέα Εποχή;
Αυτές είναι οι σκέψεις ενός απλού γονέα. Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Τα σχόλια και οι ενέργειες, δικές σας. Οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες, να προστατεύουν τα παιδιά μας, τις οικογένειές μας και να φωτίζουν όσους έχουν ευθύνη για την Παιδεία του Γένους μας.
Δ.Π.
το είδαμε εδώ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ) Ματθ. ΙΕ΄ 21-28 Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Συγκλονιστική και πολύ διδακτική η περικοπή που μας περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Μας περιγράφει την ακράδαντη πίστη της Χαναναίας.
Η πονεμένη γυναίκα, που σημειωτέoν δεν ήταν Ιουδαία, ειδωλολάτρισσα ήταν, απευθύνεται προς Εκείνον από τον οποίον και μόνο μπορούσε να λάβει αυτό που ζητούσε. Δηλ. την θεραπεία της κόρης της.
Όσο και να θέλουν οι άνθρωποι, όσο κι αν προσπαθούν οι ιατροί, υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες υψώνουν τα χέρια, παραιτούμενοι όλων των φιλότιμων προσπαθειών τους… Και αυτό φυσικά θα συμβαίνει σε κάθε εποχή, διότι όχι μόνο η καθ΄αυτό σωματικές ασθένειες δεν θεραπεύονται πάντοτε, αλλά και διότι υφίστανται και οι λεγόμενες πνευματικές ασθένειες, που τα αποτελέσματά τους, τα προκαλούν τα ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα. Στις τραγικές δε αυτές περιπτώσεις, τον λόγο, δεν τον έχει η ανθρώπινη επιστήμη, αλλά η Χάρις Του Θεού.
Αυτό λοιπόν που οι άρχοντες του Ισραήλ, οι πωρωμένοι Εβραίοι δεν ήθελαν να παραδεχτούν, την δύναμη δηλ. Του Ιησού, το γνωρίζει και τα παραδέχεται η Χαναναία! Σε Αυτόν λοιπόν, Τον Κύριο Ιησού, έρχεται και υποβάλλει με ακλόνητη πίστη και βεβαία ελπίδα το αίτημά της. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό, ότι δεν παρακάλεσε μία μόνο φορά, αλλά έλεγε και ξαναέλεγε με συγκινητική επιμονή το «Κύριε υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», «Κύριε βοήθει μοι», όταν Ο Κύριος, ακριβώς για να αναδείξει αυτή την θερμή πίστη της, φαινόταν ότι δήθεν, δεν ήθελε να την βοηθήσει.
Αυτή λοιπόν η ζωντανή πίστη, σε συνδυασμό με την επίμονη προσευχή και τη θερμή ικεσία της, έγινε δεκτή και όχι μόνο θεραπεύθηκε η ταλαίπωρη κόρη της, αλλά τελικώς επαινέθηκε από τον ίδιο Τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό!
Να παραδεχθούμε φίλοι μου, ότι αυτή η Χαναναία, που δεν ανήκε βεβαίως στον Ιδουαϊκό λαό, γίνεται τώρα παράδειγμα προς μίμηση για εμάς τους Χριστιανούς που είμαστε στην εποχή Της Χάριτος και ζούμε εντός Της σωστικής κιβωτού, που ονομάζεται Ορθόδοξος Εκκλησία; Γιατί όχι;
Ας ταπεινωθούμε και ας την λάβουμε ως παράδειγμα, όσον αφορά τόσο την πίστη μας Στον Σωτήρα Χριστό, όσο και για την προσευχή μας.
Διότι, ναι μεν, πιστεύουμε. Αναμφιβόλως πιστεύουμε ότι ο Ιησούς είναι ο μεγάλος Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας. Έχουμε όμως μέσα στην καρδιά μας την θερμή προσευχή και την σταθερή επιμονή στο άγιο αυτό έργο, το οποίο εξομοιώνει τους ανθρώπους με τους Αγγέλους; Τις νοερές δυνάμεις που διηνεκώς υμνούν και δοξολογούν τον εν Τριάδι Θεόν;
Πιστεύουμε ότι η προσευχή είναι πραγματική συνομιλία με τον Κύριό μας; Τον Μεγάλο Αρχιερέα;
Προσερχόμαστε «μετά παρρησίας τω θρόνω της Χάριτος, ίνα λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν εις εύκαιρον βοήθειαν»; (Εβρ. Δ΄16). Δηλ. Πλησιάζουμε με θάρρος στο θρόνο της δόξης (στον ένδοξο θρόνο), για να λάβουμε έλεος και να επιτύχουμε χάρι για να βοηθηθούμε στον καιρό της ανάγκης;
Εάν ναι, τότε αυτό αποτελεί μεγάλη ευλογία που όμως είναι ανάγκη να πραγματοποιείται όχι αποσπασματικώς, αλλά συνεχώς και ολο ένα και περισσότερο, προϊόντος του χρόνου, να αυξάνουμε και να βελτιώνουμε αυτή την ιερά επικοινωνία μας με τον Θεό, μέσω της αγίας προσευχής.
Και φυσικά, αυτή η Πίστη, η ζωντανή και νευρώδης, η Ορθόδοξη Πίστη μας, θα μας δίνει πάντοτε την σταθερή επιμονή στην προσευχή, όπως ακριβώς και στην Χαναναία.
Αυτή ακριβώς την επιμονή υπονοεί και ο ίδιος ο Κύριος όταν μας διδάσκει «αιτήτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν», (Ματθ. Ζ΄7). Δηλ. Ζητείτε και θα σας δοθεί, αναζητείτε και θα βρήτε, κρούετε τη θύρα και θα σας ανοιχθεί.
Βεβαίως, μπορεί να μην λαμβάνουμε πάντοτε όσα ζητούμε. Τούτο όμως, δεν πρέπει σε ουδεμία των περιπτώσεων να μας αποθαρρύνει και να μας κάνει να σταματήσουμε ή έστω να χαλαρώσουμε την προσευχητική μας προσπάθεια.
Αυτό, η χαλάρωση δηλ. της προσευχής, εάν ξεκινήσει, είναι απαρχή πτώσεως πνευματικής και κατ΄επέκταση αποκοπής από την αγάπη του Θεού.
Πολύ δε περισσότερο, σε καμμία των περιπτώσεων, δεν πρέπει αδελφοί μου να επιτρέπουμε την θλίψη και την ψυχρότητα να εισέρχονται στο εσωτερικό μας, όταν νομίζουμε ότι δεν ακούγονται οι προσευχές μας. Αντιθέτως, αυτό να μας εμπνεύσει μεγαλύτερη επιμονή. Να ανοίγουμε ακόμα περισσότερο αυτήν ουράνια επικοινωνία, διότι, ακριβώς αυτήν την επικοινωνία, την θερμή επικοινωνία ζητά ο Θεός. Και όπως έλεγε ένας άγιος, ο Θεός, δεν είναι όπως οι άνθρωποι που κουράζονται εάν τους παρακαλέσουμε αρκετές φορές για κάτι και που τελικώς στενοχωρούνται και εξοργίζονται.
Ο Θεός, χαίρεται την προσευχητική επικοινωνία με τα τέκνα του και εάν τελικώς το αίτημά μας είναι προς το συμφέρον μας, τότε φυσικά θα μας δώσει αυτό που ζητούμε.
Εάν όμως, δεν είναι προς το συμφέρον μας, τότε βλέποντας την επιμονή μας και την θερμή ικεσία μας, θα μας δώσει κάτι πολύ καλύτερο απ΄αυτό που του ζητήσαμε!
Και είναι όντως, αλήθεια, ότι όταν χτυπάμε στον Θεό και δεν μας ανοίγει, δεν είναι διότι δεν μας ακούει, αλλ΄ότι ετοιμάζει να μας ανοίξει μια άλλη πόρτα πολύ καλύτερη, που ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε.
Αδελφοί μου, με τη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, εκτός των άλλων, ο Κύριος Ιησούς, θέλει να μας διδάξει «το δειν πάντοτε προσεύχεσθαι αυτούς και μη εκκακείν» (Λουκ. ΙΗ΄1). Δηλ. πρέπει με πίστη, επιμονή, υπομονή και καρτερία, συνεχώς να προσευχόμαστε και να μην αποκάμωμε όταν φαίνεται ότι οι προσευχές μας δεν εκπληρώνονται αμέσως.
Ας μη λησμονούμε δε ποτέ, αυτό που έγραψε μια ψυχή με μεγάλη πίστη και που συνεχώς στο νου και στην καρδιά είχε την θερμή ικεσία.
 Είσαι γεμάτος από γαλήνη; Προσευχήσου!
 Η προσευχή θα σου τη διατηρήσει.
 Πειρασμούς έχεις; Προσευχήσου!
 Η προσευχή θα σε στηρίξει και θα σε ενδυναμώσει.
 Αμάρτησες; Προσευχήσου!
 Η προσευχή θα σε επανορθώσει.
 Θλιμμένος είσαι και απογοητευμένος; Προσευχήσου!
Η προσευχή θα σε παρηγορήσει και θα σου δώσει νέες ψυχικές δυνάμεις.
Αμήν.

Ἡ Χαναναία (Ματθ. 15,21-28 Μάρκ. 7,24—30)



Ὁ Κύριος εὑρίσκεται εἰς τὴν πεδιάδα τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. (1) «Ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ἀπῆλθεν εἰς τὰ ὅρια» ἤτοι «εἰς» πρὸς «τὰ» μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος». Ὁ Κύριος δηλαδὴ ἀνεχώρησε πρὸ τὴν κατεύθυνσιν τῶν Φοινικικῶν αὐτῶν πόλεων, οὐχὶ ἵνα κηρύξῃ, ἀλλὰ ἵνα ἀποφύγῃ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ πλήθους, οἱ ὁποῖοι ἤθελον νὰ κάμωσιν Αὐτὸν Βασιλέα καὶ τὰς πλεκτάνας τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι, ὡς εἴδομεν προηγουμένως, ἐθύμωσαν, ὅταν ἤκουσαν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου περὶ τοῦ νομικοῦ, σωματικοῦ καθαρισμοῦ. Ὁ Κύριος φθάσας εἰς τὰ ὅρια Γαλιλαίας καὶ Φοινίκης εἰσέρχεται εἰς πόλιν τινὰ εὑρισκομένην ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. Εἰσελθὼν εἰς τὴν πόλιν ταύτην κατηυθύνετο, ἵνα εἰσέλθῃ «εἰς οἰκίαν» εἰς κἄποιο σπίτι «καὶ οὐδένα ἠθέλησε γνῶναι» δὲν ἤθελε δηλαδὴ νὰ γίνῃ εἰς οὐδένα γνωστὴ ἡ παρουσία Του. Ἡ φήμη Του ὅμως προέδραμεν Αὐτοῦ «καὶ οὐκ ἠδυνάσθη λαθεῖν» δὲν ἠδυνήθη δηλαδὴ νὰ μείνῃ ἄγνωστος.

«Ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία, ἧς τὸ θυγάτριον αὐτῆς εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἀκούσασα περὶ Αὐτοῦ, ἐξελθοῦσα ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἔκραξε λέγουσα˙ ἐλέησόν με, Κύριε υἱὸς Δαυΐδ˙ ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνὶς Συροφοινίκισσα τῷ γένει». Ἡ γυναῖκα αὕτη ὀνομάζεται Χαναναία, διότι ἦτο ἀπόγονος τῶν ἀρχαίων κατοίκων τῆς Παλαιστίνης, οἵτινες ὠνομάζοντο Χαναναῖοι καὶ οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν κατάκτησιν τῆς Παλαιστίνης ὑπὸ τῶν Ἑβραίων ἀπωθήθησαν εἰς τὰ βόρεια μέρη τῆς χώρας. Ὀνομάζεται δὲ Συροφοινίκισσα, διότι ἔζη εἰς τὴν Φοινίκην, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς τὴν Συρίαν ἤ ὡμίλει τὴν συρικὴν γλῶσσαν καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν Φοινίκην. Ὀνομάζεται ἐπίσης Ἑλληνίς, διότι ἦτο κατὰ τὴν θρησκείαν εἰδωλολάτρις. Ἡ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως ξένη λοιπὸν αὕτη γυνὴ ἀκούσασα, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔφθασεν εἰς τὰ ὅρια τῆς Φοινίκης καὶ ἔχουσα πεισθῇ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας τῶν Ἰουδαίων ἐξῆλθε τῶν ὁρίων τῆς Τύρου ἤ τῆς Φοινίκης καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ παρεκάλει τὸν Χριστὸν νὰ θεραπεύσῃ τὴν μικράν της κόρην, ἡ ὁποία ἦτο δαιμονόπληκτος.

Ὁ Κύριος ἐπιθυμῶν νὰ φανῇ ἡ πίστις τῆς γυναικὸς ταύτης «οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον», δὲν ἀπαντᾷ εἰς αὐτήν. Ἡ γυνὴ ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ παρακαλῇ Αὐτόν. «Οἱ μαθηταὶ προσελθόντες ἠρώτων Αὐτὸν λέγοντες ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν». Οἱ Ἀπόστολοι δηλαδὴ ἐκ συμπαθείας πρὸς αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ἵνα ἀποφύγωσι τὰς ἐπικρίσεις καὶ σχόλια τοῦ πλήθους καὶ ἀπαλλαγῶσιν αὐτῆς πλησιάσαντες παρακαλοῦσι τὸν Χριστόν, ἵνα κάμῃ τὸ αἴτημά της. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: «οὐκ ἀπεστάλην, εἰμὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Ὁ λόγος οὗτος ἦτο σκληρότερος τῆς σιωπῆς Του διὰ τὴν γυναῖκα. Τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου ἦτο δι’ ὅλον τὸν κόσμον. Προσωπικῶς ὅμως ὁ ἴδιος δὲν ἀπεστάλη διὰ τοὺς Ἐθνικούς, ἀλλὰ διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας, διότι ὁ χρόνος, τὸν ὁποῖον εἶχε πρὸς διάθεσιν δὲν ἤρκει καὶ διὰ τοὺς δύο Ἰουδαίους καὶ Ἐθνικούς. Οἱ Ἀπόστολοι θὰ συνεχίσουν τὸ ἔργον Αὐτοῦ πρὸς τοὺς Ἐθνικούς, τοὺς εἰδωλολάτρας.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Κύριος εἰσέρχεται μετὰ τῶν μαθητῶν Του εἴς τινα οἶκον. Ἡ γυνὴ αὕτη «εἰσελθοῦσα» εἰς τὸν οἶκον «καὶ ἐλθοῦσα» ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ «προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας Αὐτοῦ, λέγουσα˙ Κύριε βοήθει μοι»˙ ἐπιπροσθέτως ἡ γυνὴ αὕτη «ἠρώτα» παρεκάλει «δὲ Αὐτόν, ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς». Ὁ Κύριος, ὁ ταπεινώνων τὰς ταπεινὰς ψυχάς, ἵνα περισσότερον φανῇ ἡ ταπεινοφροσύνη αὐτῶν, λέγει πρὸς αὐτήν: «οὐκ ἔξεστιν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις». Δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ λάβωμεν τὸν ἄρτον, ὁ ὁποῖος προορίζεται διὰ τὰ τέκνα μιᾶς οἰκογενείας καὶ νὰ τὸν ρίψωμεν εἰς τὰ σκυλιὰ τοῦ σπιτιοῦ. «Ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα». Ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς εἰδωλολάτρας ὡς κυνάρια τοῦ σπιτιοῦ, διότι δὲν ἐπίστευον εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἀλλὰ εἰς τὰ εἴδωλα. Τοὺς δὲ Ἰσραηλίτας παρομοιάζει πρὸς τέκνα, διότι ἐπίστευον εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Ἂς χορτάσουν πρῶτον τὰ παιδιὰ τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἔπειτα βλέπομεν διὰ τὰ σκυλιά. Ἡ Χαναναία δὲν ἀπογοητεύεται. Ἡ πίστις καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τῆς γυναικὸς ταύτης λαμβάνουσι τὰ ταπεινωτικὰ ταῦτα λόγια τοῦ Κυρίου καὶ εὐφυέστατα αὕτη ἀπαντᾷ. «Ναὶ Κύριε ˙ καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ὑποκάτω τῆς τραπέζης ἐσθίουσι ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». «Ἡ γυνὴ αὕτη ὑποστηρίζει τὸ αἴτημά της χωρὶς νὰ ἀρνηθῇ τὴν προνομιοῦχον θέσιν τῶν Ἰουδαίων, διὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔδωσε τόσας εὐεργεσίας καὶ λίαν ταπεινωτικῶς λέγει: Ὅταν τρώγουν ἀκόμη καὶ δὲν ἔχουν χορτάσει τὰ παιδιὰ εἰς ἕνα σπίτι, ῥίπτουν καὶ κάτι εἰς τὰ σκυλάκια τοῦ σπιτιοῦ. Ἑπομένως δύναμαι καὶ ἐγὼ ὡς σκυλάκι ν’ ἀπολαύσω κἄτι, ἀφοῦ τόσα καλὰ ἔκαμες διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας.

Ὁ Κύριος θαυμάζων τὴν πίστιν τῆς γυναικὸς λέγει˙ «ὦ γῦναι μεγάλη σου ἡ πίστις .Ὁ Κύριος συνεχίζει πρὸς αὐτήν. «Δία τοῦτον τὸν λόγον ὕπαγε˙ Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις, ἐξελήλυθεν τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου». Ἐπειδὴ δέχεται νὰ ὀνομάζεται ἡ ἰδία καὶ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ σκυλάκι, διότι δέχεται ἔστω καὶ τὸ ἐλάχιστον, τὸ ψίχαλον, λαμβάνει τὸ μέγιστον τὴν θεραπείαν τῆς κόρης της! Καὶ πράγματι ἡ θυγάτηρ ἐθεραπεύθη τὴν ὥραν ταύτην, διότι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει: «ἰάθη» ἐθεραπεύθη «ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης». Ἡ γυνὴ «ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξεληλυθός». Ἡ μικρὰ δηλαδὴ αὕτη κόρη ἀνεπαύετο ἤρεμος εἰς τὸ κρεββάτι της ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς σπασμούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὑπέφερε μέχρι τώρα.



Θέμα: Πίστις δοκιμαζομένη καὶ πίστις θριαμβεύουσα

Ἡ δοκιμαζομένη καὶ θριαμβεύουσα πίστις φαίνεται ἐκ τῆς παρούσης εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς Χαναναίας καὶ ἐκ τῆς ζωῆς μας. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὰ δύο.

Ἀον Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Ἡ Χαναναία αὕτη δὲν ἦτο Ἰσραηλίτισσα, ὥστε νὰ τρέχῃ εἰς τὰς φλέβας της τὸ αἷμα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ εἰς τὴν ψυχὴν της τὸ πνεῦμα τοῦ Ἑβραϊκοῦ, τοῦ μόνου τότε ἀληθινοῦ νόμου. Ἦτο Συροφοινίκισσα, Χαναναία, κυνάριον, ὅπως βεβαιοῦσιν ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ὁ Κύριος. Καὶ ὅμως ἡ γυνὴ αὕτη εἶχε τοιαύτην πίστιν, ὥστε ἐθαύμασεν ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας ὁ Χριστός! Τὸ μέγεθος τῆς πίστεως τῆς γυναικὸς ταύτης φαίνεται ἀπὸ τὴν ποικιλίαν τῶν ἀρετῶν της, αἱ ὁποῖαι ἐπήγασαν ἐκ τῆς πίστεως καὶ ἀπὸ τὴν ποικιλίαν τῆς δοκιμασίας τῆς πίστεως ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ πρῶτον ἡ ποικιλία τῶν ἀρετῶν. Ἡ μητρική της ἀγάπη. Ἡ ἀρετὴ αὕτη δὲν φαίνεται μόνον ἐκ τοῦ ὅτι ὑπεβλήθη εἰς τὸν κόπον ἡ γυνὴ αὕτη νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῶν ὁρίων τῆς χώρας της καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ μεταβᾶσα πρὸς Αὐτὸν δὲν εἶπε θεράπευσον, εὐσπλαγχνίσου τὴν κόρην μου, ἀλλὰ «ἐλέησόν με, ὅτι ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Εὐσπλαγχνίσου ἐμέ. Ἐθεώρει ὡς ἴδιον δῶρον τὴν θεραπείαν τῆς κόρης της! Ὅσον μεγάλη ἦτο ἡ μητρικὴ αὕτη ἀγάπη, τόσον μεγάλη καὶ ἡ πίστις, ἀπὸ τὴν ὁποίαν αὕτη ἐπήγαζε, διὰ νὰ λεχθῇ μὲ τόσον ἐνθουσιασμόν. Ἡ πίστις τῆς Χαναναίας ἦτο πολὺ διαφορετική τῆς ὀλιγοπιστίας τοῦ πατρὸς τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ, ἂν καὶ οἱ δύο εἶχον τὸν αὐτὸν πόνον τοῦ δαιμονιζομένου τέκνου των. Ἡ πίστις της δὲν ἀναδεικνύει μόνον τὴν μητρικὴν ἀγάπην , ἀλλὰ καὶ πολλάς ἄλλας ἀρετάς τῆς γυναικὸς ταύτης. Δεικνύει τὴν ἐπιμονὴν της ἐν τῇ προσευχῇ, τὴν ταπείνωσίν της. Δεικνύει τρυφερότητα τοιαύτην, ὥστε ἔπειτα ἀπὸ 2.000 χρόνια τρυφεραίνει τὰς ἰδικάς μας καρδίας. Δεικνύει τοιαύτην εὐφυΐαν, ὥστε ἔκαμε τὸν Χριστὸν νὰ μὴ δύναται νὰ ἀρνηθῇ τὸ αἴτημά της.

Αἱ ἀρεταὶ αὗται ἐκδηλοῦνται, ὅταν ἡ πίστις της δοκιμάζεται. Καὶ συγκεκριμένως: Ἡ γυνὴ αὕτη φωνάζει, προσεύχεται πρὸς τὸν Κύριον περὶ τῆς θεραπείας τῆς κόρης της. Ὁ Κύριος σιωπᾷ. Ἐπερίμενε τις νὰ καμφθῇ ἡ πίστις της, νὰ τσακίσῃ ἡ προσευχή της. Ἐκείνη ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ προσεύχεται, νὰ παρακαλῇ, διότι ἡ πίστις της ἦτο μεγάλη. Κατόπιν ἀκούει τὸ ψυχρὸν ἐκεῖνο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου «ἀπόλυσον αὐτήν, ἵνα μὴ κράζῃ...». Οὔτε ἡ παγερὰ σιωπὴ τοῦ Κυρίου οὔτε ὁ ψυχρὸς λόγος τῶν μαθητῶν ἐκρύωσαν τὴν πίστιν της. Ἐκείνη παρακαλεῖ! Τέλος ὁ Κύριος ὀνομάζει αὐτὴν κυνάριον. Ἐπερίμενὲ τις νὰ σπάσῃ ἡ πίστις της. Καὶ ὅμως ἀναδεικνύεται διὰ τῆς φράσεως τῆς Χαναναίας. Ναὶ Κύριε˙ καὶ τὰ κυνάρια τρώγουσι ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῶν τραπεζῶν, ὅπου τρώγουσι τὰ παιδιά. Εἰς τὴν φράσιν ταύτην ὑπάρχουσιν ἡ εὐφυΐα, ἡ ταπείνωσις, ἡ τρυφερότης τῆς Χαναναίας. Ὅσον περισσότερον κτυπᾶται καὶ δοκιμάζεται ἡ πίστις της τόσον περισσότερον ἀναβλύζουν αἱ ἀρεταί της, τόσον αὐτὴ θριαμβεύει.

Εἶχε λοιπὸν δίκαιον ὁ Κύριος νὰ ἀμείψῃ τὴν θριαμβεύουσαν πίστιν ταύτην ἠθικῶς ἐπαινέσας τὴν Χαναναίαν καὶ σωματικῶς θεραπεύσας τὴν κόρην της εἰπὼν εἰς αὐτήν, «γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις». Ἐπειδὴ ἐζήτησε τὸ ἐλάχιστον, τὸ ψίχουλον, ἔλαβε τὸ μέγιστον, ὅ,τι θέλει. Πόσον μέγας εἶναι ὁ θρίαμβος οὗτος τῆς πίστεώς της! Ἰδοὺ ἡ δοκιμασία καὶ ὁ θρίαμβος τῆς πίστεως τῆς Χαναναίας.


Βον Ἐκ τῆς ζωῆς: Ἡ χριστιανικὴ πίστις ἡμῶν εἶναι δοκιμαζομένη καὶ θριαμβεύουσα ὄχι μόνον ἀτομικῶς ἀλλὰ καὶ ὁμαδικῶς. Ὁμαδικὴ δοκιμασία καὶ ὁμαδικὸς θρίαμβος ἀφορᾷ τὴν Χριστιανικὴν πίστιν. Καὶ ἰδού: Κατὰ τὰ πρῶτα 300 ὁλόκληρα χρόνια μέχρι τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἡ χριστιανικὴ πίστις ἐδοκιμάσθη καὶ ἐθριάμβευσεν, ὥστε παρ’ ὅλα τὰ μαρτυρικὰ μέσα, τὰ ὁποῖα διέθετε ἡ πανίσχυρος τότε Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, οἱ Χριστιανοὶ ἔζησαν εἰς τὰς κατακόμβας! Ἡ χριστιανικὴ πίστις διετήρηοε τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἀπὸ τοῦ 4ου αἰῶνος μέχρι τοῦ 1453, ἐπὶ 1000 ὁλόκληρα ἔτη! 400 περίπου χρόνια τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος εὑρισκόμενον ὑπόδουλον εἰς τὸν Τουρκικὸν ζυγὸν παρ’ ὅλα τὰ μαρτυρικὰ βάσανα καὶ τὸ τάγμα τῶν Γενιτσάρων, διέσωσε τὴν ἐθνικήν του συνείδησιν χάρις εἰς ποῖον μέσον; Τὴν χριστιανικὴν πίστιν του!.. Μικρὸς εἶναι αὐτὸς ὁ θρίαμβος τῆς πίστεώς μας, ἡ ὁποία ἐπὶ 700 ἔτη ἐδοκιμάσθη — 300 ὑπὸ Ρωμαίων καὶ 400 ὑπὸ Τούρκων — καὶ μέχρι τώρα 1950 ἔτη θριαμβεύει; Ὁ θρίαμβος οὗτος τῆς πίστεως γίνεται ἐξώφθαλμος, ἂν σκεφθῇ τὶς πόσαι ἄλλαι πίστεις ἐξηφανίσθησαν παλαιῶν καὶ νέων Αὐτοκρατοριῶν. Ποῦ εἶναι ἡ παλαιὰ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ὁ σημερινὸς Φασισμὸς τῶν 8.000.000 λογχῶν καὶ ὁ τρομερὸς Χίτλερ μὲ τὸν Φυλετισμόν του; Ἐξηφανίσθησαν! Ὁ Χριστὸς ὅμως θριαμβεύει!

Δοκιμασίαν καὶ θρίαμβον δὲν ἔχει μόνον ἡ Χριστιανικὴ πίστις, ἀλλὰ ἔχουσι καὶ οἱ πιστοὶ ὡς ἄτομα. Ἰδοὺ δὲ πῶς: Ὑβρίζεσαι ἀπὸ ἀνθρώπους. Ἀπαντᾷς καὶ σὺ διὰ τῆς ὕβρεως ἤ πιστεύων εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος λέγει «οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλίπω» ὑπομένεις τὴν ὕβριν, τὴν ὁποίαν ὡς δοκιμασίαν τῆς πίστεως καὶ ὑπομονῆς σου παρεχώρησεν εἰς σὲ ὁ Θεός; Συκοφαντεῖσαι. Δὲν λέγω, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπολογηθῇς. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ συκοφαντῇς καὶ σύ. Ἐὰν συκοφαντῇς, δὲν ὑπομένεις, δὲν πιστεύεις εἰς τὸν Θεόν. Εὑρίσκεσαι εἰς οἰκονομικὴν ἀνέχειαν. Ἡ πίστις σου δοκιμάζεται. Πιστεύεις, ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τρέφει τὰ πετεινὰ τοῦ Οὐρανοῦ, θὰ ἀφήσῃ σέ; Εὑρίσκεσαι εἰς νόσον ἀνίατον. Ἡ πίστις σου δοκιμάζεται, θὰ πιστεύσῃς εἰς τὸν Θεόν, ὅτι δὲν σὲ ἐλησμόνησε, ἀφοῦ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σου «ἠριθμημέναι εἰσὶ» εἶναι μετρημέναι! Εὑρίσκεσαι εἰς κίνδυνον θανάτου. Ἡ πίστις σου δοκιμάζεται. Ἀκούεις τὰ παρήγορα ἐκεῖνα λόγια τοῦ Κυρίου, ὅτι «ὁ πιστεύων εἰς Ἐμὲ κἄν ἀποθάνῃ ζήσεται;».

Ἐὰν ἔχῃς τὴν πίστιν, θὰ θριαμβεύσῃς. Πῶς; Δία τῆς ἠρεμίας σου! Τόση δὲ εἶναι ἡ ἠρεμία ἐκ τῆς πίστεως, ὥστε ἡ ἠρεμία αὕτη ὑπάρχει καὶ εἰς τὰς ἐρημίας καὶ Μονὰς ὅπου ἀσκηταὶ καὶ μοναχοὶ κοσμοῦν τὴν φύσιν. Διὰ τῆς πίστεως θὰ ἀπόκτησῃς ὑπομονὴν εἰς τὰς ἀσθενείας σου, ταπείνωσιν ἀπὸ τὰς ἀδίκους συκοφαντίας, συχνὴν προσευχήν, προσέγγισιν μὲ τὸν Χριστόν, τρυφερότητα καὶ ὄχι τσάκισμα ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ βίου σου, εὐφυΐαν καὶ ὄχι πονηρίαν εἰς τὰς δυσκολίας τῆς ζωῆς σου ὅπως ἡ Χαναναία. Ὁ δοκιμαζόμενος καὶ θριαμβεύων πιστὸς ὁμοιάζει πρὸς τὰ πτηνὰ ἐκεῖνα τῆς θαλάσσης, τὰ ὁποῖα ἐν καιρῷ θυέλλης ἀνέρχονται ὑψηλότερον πρὸς τὸν οὐρανόν, ὅπου ἠρεμοῦν. Καὶ ὁ πιστὸς ἐν καιρῷ θλίψεως ἀνέρχεται πρὸς τὸν Θεόν, ὅπου εὑρίσκει ἀνάπαυσιν. Μικρὸς εἶναι αὐτὸς ὁ θρίαμβος;

Ὁ θρίαμβος ὅμως τοῦ πιστοῦ εἶναι κυρίως εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ἀντὶ τῆς ταπεινώσεως καὶ ὑπομονῆς, τὰ ὁποῖα ἔχει ἐδῶ ὁ πιστός, ἐκεῖ θὰ ἔχῃ δόξαν. Ἀντὶ τῆς λύπης, τὴν ὁποίαν δοκιμάζει ἐδῶ, θὰ δοκιμάσῃ ἐκεῖ χαράν. Ὁποῖος θρίαμβος ἐκεῖ;

Ἑπομένως ἡ μὲν πίστις μας δοκιμάζεται καὶ θριαμβεύει ἐδῶ, οἱ δὲ πιστοὶ δοκιμάζονται ἐδῶ, θριαμβεύουν ἐδῶ ἰδίως ὅμως ἐκεῖ. Ἔτσι ἐμοίρασεν ὁ Θεὸς τὸν θρίαμβόν Του ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἵνα συνδέσῃ τοὺς δύο κόσμους παρόντα καὶ μέλλοντα.

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα δοκιμασίας καὶ θριάμβου πίστεως εἶναι τὸ κάτωθι γεγονός. Μὲ κἄποιον πλοῖον ταξιδεύουσιν εὐσεβεῖς τινες ἄνθρωποι. Τὸ πλοῖον τοῦτο καταλαμβάνεται ὑπὸ τρικυμίας, βυθίζεται καὶ οἱ ἐπιβᾶται μόλις κατώρθωσαν ὡς ναυαγοὶ νὰ ἐξέλθουν εἰς νῆσόν τινα τοῦ ὠκεανοῦ. Μεγάλη δοκιμασία! Μεταβαίνουσιν εἰς καλύβην τινὰ τῶν ἀγρίων ἰθαγενῶν. Προσεύχονται! Κατόπιν μεταβαίνουν εἰς τὴν παραλίαν, μήπως ἴδωσι πλοῖόν τι, εἰς τὸ πέλαγος. Βλέπουσιν ὅμως τὴν καλύβην των νὰ καίεται. Ἄλλη δοκιμασία! Ἦλθεν ὅμως καὶ ὁ θρίαμβος τῆς προσευχῆς τῶν. Τὴν φωτιὰν τῆς καιομένης καλύβας εἶδον ἐπιβάται πλοίου τινός, τὸ ὁποῖον διήρχετο ἐκεῖθεν καὶ προσῆλθον καὶ παρέλαβον αὐτούς. Ἂς ὑπομένωμεν λοιπὸν τὰς δοκιμασίας, ἵνα θριαμβεύσωμεν ἐδῶ ἤ ἐκεῖ. Ἀμήν.




(1) Μάτθ. 14, 34 -35.

Η ΧΑΝΑΝΑΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ












  Τρεις ανατροπές στις αντιλήψεις των ανθρώπων για το Θεό διαπιστώνουμε στην θαυματουργική θεραπεία από το Χριστό της κόρης μιας Χαναναίας. Η πρώτη ανατροπή έχει να κάνει με την ίδια την επίσκεψη του Χριστού στην περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Η Χαναναία ήταν ειδωλολάτρης και κατοικούσε σε έναν τόπο όπου οι κάτοικοι, εκτός από την λατρεία των ειδώλων, επιδίδονταν στην μαγεία. Χωρίς να το γνωρίζουν, είχαν παραδώσει τους εαυτούς τους στο πνεύμα του πονηρού. Ο Χριστός όμως, επισκεπτόμενος την περιοχή, δείχνει ότι ήρθε στον κόσμο για να φέρει το μήνυμα της Βασιλείας των Ουρανών κηρύσσοντας μετάνοια   ανάμεσα στους αμαρτωλούς.
         Η δεύτερη ανατρεπτική στάση έχει να κάνει με την αντίδραση του Χριστού στη στάση  της Χαναναίας. Εκείνη είχε αγωνία για την κόρη της, η οποία βασανιζόταν από δαιμόνιο, κάτι που φαίνεται να υπονοεί ότι η μητέρα της δεν ελεύθερη από τις επιδράσεις του διαβόλου και της ειδωλολατρίας και γι’ αυτό την πείραζε ο διάβολος. Μέσα στην αγωνία για το παιδί της στρέφεται προς το Χριστό  και ζητά το έλεός Του. Τον αποκαλεί «Υιό Δαβίδ». Μπορεί να γνώριζε τι σήμαινε η φράση αυτή. Ότι ο Ιησούς ανήκε στη γενιά από την οποία θα σώζονταν ο λαός του Ισραήλ. Μπορεί και να ρώτησε και να της είπαν ότι έτσι τον προσφωνούσαν. Όμως η θέα του προσώπου του Κυρίου κάνει την ψυχή της να γεμίσει με πίστη και την οδηγεί στο να απευθύνει το αίτημά της προς Αυτόν χωρίς να υπολογίσει τίποτε, ούτε την ειδωλολατρική της ταυτότητα ούτε την απόρριψη που πιθανότατα θα υφίστατο από όσους συνόδευαν το Χριστό. Κραυγάζει. Και οι μαθητές του Χριστού αντιδρούν αμέσως, προτρέποντάς τον να την διώξει, για να απαλλαγούν από την επιμονή και την ένταση της φωνής της. «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών» (Ματθ.  15, 23). Ο Χριστός όμως, δεν κάνει αυτό που αναμένουν οι άνθρωποι, αλλά ανοίγει διάλογο μαζί της.
           Η τρίτη ανατρεπτική στάση έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός απευθύνεται στη Χαναναία. Αντί να την ρωτήσει για τη δοκιμασία της ή να την νουθετήσει ή να δείξει ευσπλαχνία, της απαντά με τέτοιο τρόπο που φαίνεται ότι την απορρίπτει. Της δείχνει ότι δεν θέλει να έχει σχέση με τους ειδωλολάτρες, αλλά μόνο με τους Ισραηλίτες. Φαίνεται να ικανοποιεί έτσι τους φανατικούς Ισραηλίτες που πιθανόν να ήταν στη συνοδεία του. Όμως εκείνη επιμένει. Και στην δεύτερη παράκληση, στην οποία το προσωνύμιο πλέον γίνεται «Κύριε», δεν μένει δηλαδή στο γενικό χαρακτηρισμό που περιέγραφε τι προσδοκούσαν οι Ισραηλίτες από το Χριστό, αλλά του δείχνει τι είναι για την ίδια ο Χριστός, «ο Κύριος και Θεός», και πάλι ο Χριστός αρνείται να την βοηθήσει και της μιλά περιφρονητικά, αποκαλώντας την «κυνάριον». Και βλέποντας την επιμονή, την εξυπνάδα και την ταπείνωσή της να αποδέχεται ακόμη και τον χαρακτηρισμό, αρκεί να χορτάσει κοντά Του την ευσπλαχνία και την αγάπη, ο Χριστός θαυμάζει την πίστη της και κάνει το θαύμα. Σκληρότητα, δοκιμασία της πίστης και αποδοχή του αιτήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Χριστός αντιδρά, μη κάνοντας αυτό που θα περιμέναμε.
              Δεν μπαίνει ο Θεός στα ανθρώπινα καλούπια. Δεν κάνει όπως περιμένουν οι άνθρωποι. Δεν λειτουργεί με τα δικά μας κριτήρια. Δεν είναι ένας Θεός που αρκείται σ’ αυτούς που Τον ακολουθούν. Τολμά και βγαίνει από τα όρια του περιούσιου λαού. Τολμά και βγαίνει από τα συνηθισμένα, προκειμένου να κηρύξει μετάνοια και να δώσει ελπίδα και νόημα σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, δεν κάνει ό,τι ευχαριστεί τους δικούς Του. Δεν απολύει κανέναν που Τον αναζητά μόνο και μόνο γιατί δεν είναι όπως θέλουν όσοι νομίζουν ότι Τον γνωρίζουν και προσαρμόζουν το Ευαγγέλιο Του στον δικό τους τρόπο σκέψης. Αλλά και δεν βιάζεται πάντα να κάνει αυτό που οι άνθρωποι επιθυμούν. Να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, αλλά τους αφήνει να ανοίξουν αληθινά την καρδιά τους. Να επιμείνουν και να φανερώσουν πόσο πιστεύουν. Έχει τη δύναμη να εκπληρώσει τα πάντα. Αλλά θέλει και την συνέργεια του ανθρώπου. Ζητά την πίστη. Την δοκιμάζει. Ζητά την εξυπνάδα και το χάρισμα του ανθρώπου. Ζητά την μετάνοια και την ταπείνωσή του. Όχι γιατί ο Ίδιος ως Θεός έχει ανάγκη αυτά. Αλλά γιατί έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να εμπιστεύεται αληθινά, να μετανοεί για τον τρόπο της ζωής του και να συνειδητοποιεί την επίδραση του κακού και πώς μπορεί μέσα από την πίστη να την αποτινάξει.
            Η στάση του Χριστού είναι για εμάς τους χριστιανούς ένα μήνυμα υπέρβασης των πάγιων αντιλήψεων που έχουμε για Εκείνον και την πίστη. Είναι μία πρόκληση εξόδου μας από τα συνηθισμένα. Από την αίσθηση της αυτάρκειάς μας και την επανάπαυση ότι είμαστε υπεύθυνοι μόνο για την δική μας σωτηρία. Είναι μία πρόκληση να μην απορρίπτουμε, να μην απολύουμε κανέναν γιατί δεν φέρεται όπως εμείς πιστεύουμε ότι θα πρέπει να φέρεται. Είναι μία πρόκληση να μη βιαζόμαστε να κρίνουμε την σκέψη και τα έργα του Θεού, αλλά να επιμένουμε με την προσευχή, την αξιοποίηση των χαρισμάτων μας και την ταπεινότητα στο να βρισκόμαστε κοντά Του και να Τον αναγνωρίζουμε ως τον Κύριό μας.
            Ζούμε σε έναν κόσμο που όλα τα θέλει σύμφωνα με τα δικά του μέτρα, «εδώ και τώρα». Που δεν δίνει ευκαιρία σε όσους μπορεί να φαίνεται ότι είναι μακριά από το Θεό, όμως η ψυχή τους στη θέα του Προσώπου Του, όπως κι αν Αυτό εμφανίζεται, είτε δια της δοκιμασίας και της λύπης, είτε δια της αισθήσεως του κακού και της απογοητεύσεως από την κυριαρχία του επάνω μας, μετανοεί και αλλάζει, κρίνοντάς μας με την δύναμη της πίστης που επιδεικνύουν. Που παραμένει στην δική του αυτάρκεια, στην αίσθηση ότι είναι αρκετή η δική μας πρόοδος και δεν υπάρχει λόγος να βγαίνουμε από τα δικά μας μέτρα και όρια. Ζώντας λοιπόν σ’ έναν τέτοιο κόσμο, το παράδειγμα της Χαναναίας και η ανατρεπτική στάση του Χριστού μας καλούν να ξαναδούμε την χριστιανική μας αυτοσυνειδησία και αποστολή και να ελέγξουμε τον εαυτό μας για το πόσο και πώς πιστεύουμε. Και ο Κύριός μας θα μας δώσει τη δύναμη σε κάθε σταυρό και δοκιμασία της ζωής μας να Τον αναζητήσουμε και να γίνει και σε μας το θέλημά Του

Κυριακή τῆς Χαναναίας (Ματθ. 15, 21-28) «Ἐλέησόν με, Κύριε...» (Ματθ. 15, 22) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος


«Ἐλέησόν με, Κύριε...» (Ματθ. 15, 22)

+Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος   

Μία, ἀγαπητοί μου, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες κακίες ποὺ μαστίζουν τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ ἀχαριστία. Ἀντιθέτως μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀρετὲς εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη, νὰ αἰσθάνεσαι τὸν ἑαυτό σου ὑποχρεωμένο νὰ πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ στοὺς εὐεργέτες σου. Εὐγνωμοσύνη ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει στὸν πατέρα ποὺ τὸν γέννησε, στὴ μάνα ποὺ τὸν ἀνέθρεψε, στὸ δάσκαλο ποὺ τὸν δίδαξε, στὸν ἱερέα ποὺ τὸν εὐλογεῖ, σὲ κάθε εὐεργέτη του.

Ἀλλὰ τί εἶναι οἱ εὐεργέτες αὐτοί; Μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι. Ἕνας εἶναι ὁ μέγας εὐεργέτης –ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ αἰσθανόμεθα· καὶ αὐτὸς ὁ μέγας εὐεργέτης εἶναι ὁ Θεός, ὁ Κύριος τοῦ παντός. Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, εἶναι ἀμέτρητες. Ἂν μπορεῖς νὰ μέτρησης τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, θὰ μετρήσης καὶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς. Εὐεργεσίες τὴν ἡμέρα, τὴ νύχτα· τὸ χειμώνα, τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, τὸ φθινόπωρο...

Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ πάει νὰ κολυμπάει μέσα στὴν ἀχανὴ θάλασσα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται εἶναι μέσα στὸ πέλαγος τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Κάθε στιγμὴ ἡ καρδιά σας δὲν κάνει τὶκ-τάκ; Γιὰ σκεφτεῖτε, ἐκεῖ ποὺ κάθεστε, νὰ σταματήσει; Γιὰ αὐτὸ κάθε σφυγμὸς ἂς εἶναι κ' ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α' Θεσ. 5,18) νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό.

Μία ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τὸ ὅτι πηγαίνουμε στὸ ναό. Διότι ὁ ναὸς εἶναι τόπος Ἱερός· εἶναι οὐρανός, παράδεισος, κάτι πολὺ μεγάλο. Τὸ πιστεύεις; Ἔλα στὴν ἐκκλησία. Δὲν τὸ πιστεύεις; Κάθισε στὸ σπίτι σου. Μὲ πίστη νὰ πηγαίνεις στὸ ναὸ· τότε ὁ ναὸς λαμβάνει ἄπειρες διαστάσεις. Τί γίνεται ἐκεῖ; Μᾶς δέχεται. Ποιὸς μᾶς δέχεται; Ὁ ἄλφα, ὁ βῆτα, ὁ γάμα; Καὶ τί εἶναι καὶ ὁ ὑπουργός, καὶ ὁ πρωθυπουργός, καὶ ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας; Πελώρια μηδενικὰ μπροστὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ κυβερνᾶ τὰ σύμπαντα. Μᾶς δέχεται σὲ ἀκρόαση ὁ Θεὸς καὶ ἔχει τὰ αὐτιὰ του ἀνοιχτὰ ν' ἀκούσει τὶς δεήσεις μας. Ἐκεῖ δέχεται ἀκροάσεις, ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος τῆς ἱερᾶς συνεντεύξεως. Ἐκεῖ παρακαλοῦμε τὸν οὐράνιο Πατέρα νὰ μᾶς δώσει - τί; Προσέξατε - τὴ θεία λειτουργία. Ὅπως τὸ παιδὶ παρακαλεῖ τὸν πατέρα, ἔτσι κ' ἐμεῖς ζητοῦμε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Τί ζητοῦμε; Εἴκοσι αἰτήματα ἔχει ἡ Θεία Λειτουργία, τὸ ἕνα σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Τὸ πρῶτο ποὺ ζητοῦμε μόλις ἀρχίζει ἡ θεία λειτουργία· «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης»· «Πατέρα, δός μας τὴν εἰρήνη». Δὲν περιμένουμε οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ οὔτε ἀπὸ τὴ Δύση, ἀπ' αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν περὶ εἰρήνης ἀλλ' ἑτοιμάζουν πόλεμο. Ὑποκριταὶ μόνο στὴν Ἐκκλησία τὸ αἴτημα εἶναι ἁγνό. Καὶ τόσο ἐπίκαιρο. Ἂν γίνει τώρα πόλεμος, θὰ γίνει μὲ πυρηνικὲς βόμβες. «Δῶσε τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο, Κύριε».

«Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Τί ἄλλο ζητοῦμε. Τὴν «εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν»· «Κύριε, φύλαγε τὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες σου, νὰ στέκουν σταθερά, νὰ μὴν ἔρθουν βάρβαροι καὶ ἄθεοι νὰ τὶς κλονίσουν. Κράτησε τὴν Ἐκκλησία σου, Χριστέ, ἀσάλευτη μέχρι συντέλειας τῶν αἰώνων».

Τί ἄλλο ζητοῦμε. Τὴν ἑνότητα. Ὁ κόσμος εἶναι χίλια κομμάτια- οἱ λαοὶ χωρισμένοι παλεύουν σὰ λιοντάρια μεταξύ τους ἰδεολογικῶς.

Λέμε λοιπὸν «Σὲ παρακαλοῦμε, Κύριε, τὰ χίλια κομμάτια νὰ ἑνωθοῦν», νὰ γίνη «μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν» (Ἰωαν. 10,16). Ἑνότης, αἴτημα σπουδαιότατο· «Ὑπέρ... τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως».
«Κύριε, φώτισε τοὺς ἄρχοντες ποὺ μᾶς κυβερνοῦν. Δὸς τους μυαλό, καὶ πιὸ πολὺ δὸς τους καρδιά, νὰ σκέπτονται τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, γιὰ νὰ προοδεύει τὸ ἔθνος μας»

Τί ἄλλο ζητοῦμε. «Ἐνίσχυσε, Κύριε, τὸ στρατό μας ποὺ φυλάει τὰ σύνορα».

Τί ἄλλο ζητοῦμε; Θυμούμεθα τὸν κόσμο ὅλο στὴν ἐκκλησία. «Κύριε, προστάτευσε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς ἀρρώστους ποὺ βογκᾶνε στὰ κρεβάτια, τοὺς ναῦτες ποὺ ταξιδεύουν καὶ κινδυνεύουν μέσ' στὸν ὠκεανό. Κύριε, δὲς τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς δούλους...». Κανένα δὲν ἀφήνει ἡ Ἐκκλησία μας σὰν μάνα, ποὺ θυμᾶται ὅλα τὰ παιδιά της, ἔτσι καὶ αὐτὴ θυμᾶται ὅλους καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Σὲ κάθε δέηση ποὺ ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ζητοῦμε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά, Τί ἀπαντοῦν οἱ ψάλτες ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ; «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ λέει μόνο ὁ ψάλτης· πρέπει νὰ τὸ λέει ὅλη ἡ Ἐκκλησία. «Κύριε, ἐλέησον», σῶσε μας, δὸς μας αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη σὰν πατέρας ποὺ εἶσαι. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶναι ἡ πιὸ σύντομη προσευχή. Δύο λέξεις εἶναι, ἀλλὰ τί δύναμη ἔχουν, ὅταν λέγονται ὅπως πρέπει, μὲ βαθιὰ πίστη καὶ ἀφοσίωση!

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ εἶπε καὶ ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ ἔκανε θαῦμα. Ποιὰ ἦταν ἡ γυναίκα αὐτή; Ἦταν μία Χαναναία. Χαναναία δὲν εἶναι ἕνα γυναικεῖο ὄνομα· εἶναι ὄνομα ποὺ δηλώνει τὴν καταγωγὴ της (ὅπως λέμε Ἀθηναία, ἔτσι καὶ Χαναναία)· ἡ πατρίδα της ἦταν στὰ σύνορα τοῦ Ἰσραήλ. Ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ κοντά, αὐτὴ ἔτρεξε καὶ τοῦ φώναζε· «ἐλέησόν με, Κύριε» (Ματθ. 15,22). Τί ἤθελε; Εἶχε ἕνα κορίτσι δυστυχισμένο, ποὺ τὸ σπάρασσε τὸ δαιμόνιο· ἔπεφτε κάτω, ἄφριζε, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, φοβερὸ θέαμα. Κανένας μάγος, κανένας γιατρὸς δὲ μπόρεσε νὰ τὸ θεραπεύσει. Ἀπελπισμένη, ἔρχεται στὴν Ἐλπίδα καὶ λέει «Κύριε, ἐλέησον». Μὰ ὅταν ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαντᾶ φαίνεται νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται. Αὐτὴ δὲν ἀπελπίζεται. Τρέχει ἀπὸ πίσω, φωνάζει δυνατώτερα «Κύριε, ἐλέησον». Ἐπεμβαίνουν οἱ μαθηταὶ 

—Μά, Κύριε, δὲν ἀκοῦς; δὲν τὴ λυπᾶσαι, δὲν τὴν σπλαχνίζεσαι;... 

Εἶχε τὸ σκοπὸ του ὁ Χριστός. 

—Ἐγώ, λέει, τὸ ψωμὶ τὸ 'χω γιὰ τὰ παιδιά μου, ὄχι γιὰ τὰ σκυλιά. 

Τί ἐννοοῦσε· τὰ θαύματα τὰ κάνω στὸ λαό μου τὸν Ἰσραήλ, ὄχι στοὺς ἀκάθαρτους εἰδωλολάτρες (δὲν ἦρθε ἀκόμα ὁ καιρὸς γι' αὐτούς). Μία ὕβρις ἦταν αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός· τὴν εἶπε σκυλί. Ἀλλ' αὐτὴ δὲ θύμωσε, δὲν ἔφυγε. Πῆρε τὸ λόγο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔκανε ὅπλο της. 

— Ναί, λέει, Κύριε, παραδέχομαι ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι παιδί σου, εἶμαι ἕνα σκυλάκι στὴν αὐλή σου. Καὶ τὸ σκυλάκι ὅμως κάθεται κάτω ἀπ' τὸ τραπέζι. Τρώει τὸ ἀφεντικὸ φαγητό, κι αὐτὸ περιμένει νὰ φάει ἀπ' τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν. Ἕνα ψίχουλο, Κύριε, θέλω· δὲ ζητῶ τὸ ψωμί σου ὁλόκληρο... 

Τί μεγάλα λόγια αὐτά! Ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἄπειρο δύναμη τοῦ Χριστοῦ ζήτησε. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε αὐτὴ τὴν πίστη, αὐτὴ τὴν ταπείνωση, αὐτὴ τὴν ἐπίμονο προσευχή, τῆς εἶπε· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις...».

Ἂς διδαχθοῦμε, ἀγαπητοί μου, κ' ἐμεῖς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ψέμα· ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ζωντανή, ὁλοζώντανη. Μπορεῖ νὰ 'ναι ψέμα τὰ ἄστρα, ὁ ἥλιος, ἡ γῆ, τὰ πάντα· ἕνα δὲν εἶναι ψέμμα· Ὁ Κύριός μας. Νὰ μιμηθοῦμε λοιπὸν κ' ἐμεῖς τὴ Χαναναία. Ἂς γονατίζουμε καὶ ἂς προσευχώμεθα λέγοντας ἀκαταπαύστως τὸ «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ λέγανε οἱ ἅγιοι καὶ ἔκαναν θαύματα. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὸ λέγανε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ γονατιστοὶ καὶ μὲ δάκρυα. Στὴ Ρωσία ὁ πιστὸς λαὸς τὸ λέει καὶ βουίζει ἡ ἐκκλησία. Στὸ Ἅγιο Ὄρος κρατοῦν κομποσχοίνι ὅλη νύχτα· κάθε κόμπος κ' ἕνα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἐμεῖς; Τυπικῶς παρόντες στὴν ἐκκλησία τῷ σώματι, ἀπόντες τῷ πνεύματι χωρὶς συναίσθηση, χωρὶς ρίγος.

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶναι ἡ πιὸ μικρὰ προσευχή. Μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ κ' ἕνας ἀγράμματος, μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ καὶ τὸ μικρὸ παιδί, καὶ τὸ νήπιο, κι ὁ ἀσπρομάλλης γέρος. Καὶ ὁ Θεὸς ἀκούει τὸ «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ συνιστῶ κ' ἐγὼ σ' ἐσᾶς. Δὲν κάνεις μεγάλες προσευχές, δὲν εἶσαι διαρκῶς στὴν ἐκκλησία; Λέγε, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Κάθεσαι νὰ φᾶς, «Κύριε, ἐλέησον». Βράδιασε, «Κύριε, ἐλέησον». Ξημέρωσε, «Κύριε, ἐλέησον». Πᾶς στὴ δουλειά, «Κύριε, ἐλέησον». Σκάβεις τὴ γῆ, «Κύριε, ἐλέησον». Βόσκεις τὰ ζῶα, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἐργάτης, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἀξιωματικός, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι στρατιώτης, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἁμαρτωλός, «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα. Αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε θὰ μᾶς τὸ δώσει ὁ Θεός, γιατί εἶναι πατέρας. Λέει ὁ Χριστός· «Ποιὸς πατέρας ζητεῖ τὸ παιδὶ του ψωμί, καὶ τοῦ δίνει πέτρα; ἢ ζητεῖ ψάρι, καὶ τοῦ δίνει φίδι;» (Ματθ. 7,9-10, Λουκ. 11,11). Ἂν ὁ ἐπίγειος πατέρας ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ παιδιά του, πολὺ περισσότερο ἐκεῖνος ποὺ τοῦ λέμε «Πάτερ ἡμῶν...». Θὰ μᾶς τὰ δώσει αὐτὰ ὁ Θεός, ἐὰν πιστεύουμε πραγματικά, ἐὰν εἴμεθα Χριστιανοὶ· ἀμήν.


ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ «Τα Χαρακτηριστικά Της Πίστεως»


Ἡ περίπτωση τῆς Χαναναίας γυναίκας τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος μᾶς προσφέρει τὴν εὐκαιρία γιὰ μιὰ σύντομη ἀνάλυση τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῶν γνωρισμάτων της.
Κατ’ ἀρχὴν ἡ Χαναναία πιστεύει στὴ μεσσιανικὴ ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖο ἀποκαλεῖ «υἱὸν Δαυΐδ». Ἡ ἁπλότητα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐμπόδισε τοὺς Ἰουδαίους νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, δὲν ἐμποδίζει τὴν πιστὴ Χαναναία νὰ ἰδεῖ στὸ πρόσωπό Του τὸν ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ νικητὴ τῆς φθορᾶς καὶ ἐλευθερωτὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια.

Ἡ πίστη της παραμένει ἀνεπηρέαστη καὶ ἀκλόνητη ἀπὸ τὴ σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μπαίνει σὲ δοκιμασία ἀλλὰ δὲν κάμπτεται. Δὲν εἶναι λίγο πρᾶγμα, νὰ ζητᾶς ἀπὸ κάποιον κάτι, νὰ μὴ σοῦ ἀπαντᾶ, νὰ σὲ περιφρονεῖ, καὶ σὺ νὰ ἐπιμένεις. Μόνο ἂν εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ λάβεις τὸ αἰτούμενο, τολμᾶς καὶ ἐπιμένεις. Ἡ βεβαιότητα καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Ἰησοῦ κάνουν τὴν πίστη τῆς Χαναναίας σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη.
Συνοδεύεται ἡ πίστη της ἀπὸ ταπείνωση εἰλικρινή. Δέχεται ἡ ταπεινὴ αὐτὴ γυναίκα τὴν ἐξευτελιστικὴ παρομοίωσή της μὲ σκυλάκι, δὲν ἀγανακτεῖ, ἀλλ’ ἀπαντᾶ μὲ τρόπο ποὺ δείχνει τὴν ὑποταγή της. Ἴσως σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ πόνος γιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί της καὶ ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴ θεραπεία του τὴν κάνουν νὰ τὰ ἀνέχεται ὅλα. Ἡ πείρα ὅμως τῆς ζωῆς μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἐγωϊσμὸς πολλὲς φορὲς στέκεται ἐμπόδιο γιὰ νὰ ζητήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν του. Δὲν πρόκειται λοιπὸν στὴν περίπτωσή τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς γιὰ μιὰ ἀναγκαστικὴ ταπείνωση ἀλλὰ γιὰ μιὰ εἰλικρινὴ συντριβὴ μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνο πού μετρᾶ γιά τόν Θεό δέν εἶναι ἡ καταγωγή, τά προνόμια, ἡ θέση, ἡ μόρφωση, ἀλλά ἡ ζωντανή πίστη, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τούς ὀρθολογισμούς καί αὐτό μᾶς ἀποκαλύπτει τό πιό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό της.
Ἡ πίστη βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴ λογική. Ὁ ἄνθρωπος θέλει πολλὲς φορὲς στηρίγματα γιὰ νὰ πεισθεῖ, ζητᾶ ἀποδείξεις ποὺ νὰ ἱκανοποιοῦν τὸ μυαλό. Κι ὅταν δὲν τὰ ἔχει, ἀμφιβάλλει, κλονίζεται, πέφτει. Ἡ πίστη ὑπερβαίνει τὴ λογική, εἶναι ὑπέρλογη. Ἀνήκει στὴν τάξη τῆς καρδιᾶς κι ὄχι τοῦ μυαλοῦ. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πτωχὰ ὑποστηρίγματα τῆς λογικῆς γιὰ νὰ κρατηθεῖ∙ τὴν στηρίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ ὅλους μας ἡ λογικὴ παίζει σπουδαῖο ρόλο στὴ ζωή μας, ἡ πίστη ὅμως, εἶναι κάτι ἀνώτερο, ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἀποκτηθεῖ∙ κι ἀκόμη πιὸ δύσκολο νὰ διατηρηθεῖ σταθερή. Γι’ αὐτὸ τὸ αἴτημά μας καὶ ἡ προσευχή μας ἂς εἶναι πάντοτε: «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν»

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Κυριακή ΙΖ΄ Ματθαίου – Β΄ Κορ. 6,16-7,1(14/2/2016) Η διαφορετικότητα του Χριστιανού



Εντύπωση προκαλούν τά λόγια τοῦ Αποστόλου Παύλου πρός τούς Χριστιανούς της Κορίνθου, αγαπητοί μου αδελφοί, που διασώθηκαν στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα. Τούς συμβουλεύει νά ἀποχωριστοῦν ἀπό τούς ἂλλους ἀνθρώπους καί νά μήν ἒχουν σχέση μέ τόν κόσμο. Εξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε.Ο λόγος Του, ἂν δέν ἀναλυθεῖ, μπορεῖ νά παρεξηγηθεί.
Τό ἳδιο τό παράδειγμα τοῦ 'Ιησοῦ διδάσκει ὃτι δέν ἀπαγορεύεται ὀ διάλογος μέ τούς κακούς ἤ τούς ἀντιφρονοῦντες, οὖτε ἠ συναναστροφή μέ τούς ἀμαρτωλούς, κυρίως ὃταν αὐτή ἀποσκοπεῖ στή διόρθωση καί τή σωτηρία τους. Κατά συνέπεια, ἠ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δέ μπορεῖ νά ἒχει ἀντικοινωνικό καί μισαλόδοξο νόημα, ἀλλά ἒχει βαθύτερο νόημα καί περιεχόμενο.
Οι Χριστιανοί ὀφείλουμε, χωρίς νά ἀπομακρυνθοῦμε τοπικά ἀπό τόν κόσμο, νά διαχωρίζουμε τή θέση μας ἀπό ὃ,τι ἁμαρτωλό. Οφείλουμε μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας νά μαρτυροῦμε πίστη καί αφοσίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ και, ταυτόχρονα, νά διαμαρτυρώμαστε γιά τήν κυριαρχία τοῦ κακοῦ στόν κόσμο μας.
Οι Χριστιανοί πρέπει νά διαχωρίζουμε τή θέση μας ἀπό τόν ὑλιστικό τρόπο ζωῆς τῆς ἐποχῆς μας. Πρόκειται γιά μιά νοοτροπία πού ἀποϊεροποιεῖ τή ζωή καί τά ἒργα μας, τήν ἀπομακρύνει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή στηρίζει ἀποκλειστικά καί μόνο στά άνθρώπινα δεδομένα καί στίς πεπερασμένες ἀνθρώπινες κατακτήσεις. Καί εἶναι πολύ μεγάλος ὁ κίνδυνος νά παρασυρθεῖ κανείς, ἀφού οἱ καιροί μας διαπνέονται καί χαρακτηρίζονται ἀπό αὐτή τή νοοτροπία.
Ὀφείλουμε, ἐπίσης, νά ἀποστασιοποιούμαστε ἀπό τίς σύγχρονες ἱδέες καί τάσεις, πού δέ δέχονται τήν παρουσία καί τήν ὓπαρξη τοῦ Θεοῦ, Τόν ὁποίο τοποθετοῦν στή σφαίρα τῆς φαντασίας καί τῆς παιδικῆς ἀφέλειας. Ἀλλά οἱ ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας πολέμησαν μέ λύσσα τη Χριστιανική πραγματικότητα, σ’ όλη τή διάρκεια τῆς Ιστορίας, σκοπεύοντας στήν ἀποχριστοποίηση τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Ὃλοι οἱ ἀρνητές πέρασαν σάν διάττοντες ἀστέρες άπό τήν Ιστορἰα καί χάθηκαν στή λήθη τοῦ χρόνου. Ἠ Χριστιανική πίστη, ὃμως, ἒζησε καί θά ἐξακολουθήσει νἀ ζεῖ σέ πείσμα τῶν ἀρνητῶν της.
Ἒχουμε χρέος ζωῆς, ἐπίσης, ἐμείς οἱ Χριστιανοί νά ἀποστασιοποιούμαστε ἀπό τή ζωή τῆς ἁμαρτίας. Τό πνεύμα τῆς εποχής μάς παρασύρει πρός τόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας, πού θέλγει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, χαρίζει πρόσκαιρες ἀπολαύσεις καί ἰκανοποιήσεις, δημιουργεῖ σκοτοδίνη στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγώντας τον σέ δρόμους χωρίς γυρισμό. Ὁ σύγχρονος κόσμος στηρίζει τήν πρόοδο καί τήν εὐημερία στά πάθη, στίς ἀνομίες καί στήν κάθε είδους παρανομία, ἀδιαφορώντας γιά τήν ἀνθρώπινη ἀξία καί μοναδικότητα. Ὁ κόσμος χωρίς Χριστό ζεῖ χωρίς ἠθικές ἀναστολές καἰ ἀρχές. Σἐ ἓνα τέτοιο κόσμο οἱ Χριστιανοί δέν ἒχουν θέση συνύπαρξης καί συμπαράταξης. Ἡ θέση τους εἷναι ἓνας συνεχής ἀγῶνας διαμαρτυρίας, ἓνα συνεχές προσωπικό παράδειγμα ἁγιότητος, μέσα ἀπό τό ὁποίο θά προέλθουν ὑποδείγματα ζωῆς γιά τόν σύγχρονο πλανεμένο ἂνθρωπο.
Καί ὁ σύγχρονος κόσμος ἒχει ἀνάγκη σήμερα, αγαπητοί μου, ἀπό τέτοια παραδείγματα, πού εἲναι εἰκόνες φωτεινές πού μποροῦν νά περάσουν μυνήματα ἀρετῆς, δύναμης καί ἠρωισμοῦ. Εἶναι ἓνα καθήκον πού βαραίνει ἐμᾶς τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποίοι, ἂν συνειδητοποιήσουμε τό μεγάλο μας ρόλο, μποροῦμε νά θεμελειώσουμε ἓνα κόσμο σέ νέες βάσεις, μέ εὐοίωνο καί αἰσιόδοξο μέλλον, μέ προοπτική τήν συνταύτιση μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο. 

Περὶ τῆς Χαναναίας καὶ τῆς Παναγίας +Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος





Tὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται σὲ μία γυναίκα, τὴ Χαναναία. Τὴν ἀκούσατε νὰ φωνάζει τὸν Κύριο, νὰ τὸν ἔχει πάρει ἀπὸ πίσω παρακαλώντας τον κι Ἐκεῖνος νὰ μὴν τῆς ἀπαντᾶ. Οἱ μαθητὲς του ἀποροῦν γιατί δὲν τὴ βοηθᾶ ἢ γιατί δὲν τὴ διώχνει, παρὰ τὴν ἀφήνει νὰ ἱκετεύει. Κι Ἐκεῖνος ἐξηγεῖ τὴ σιωπή του: ἦλθα μόνο γιὰ τὸ Ἰσραήλ, ὄχι γιὰ τοὺς ξένους, ὄχι γιὰ ἀλλοεθνεῖς, ὅπως εἶναι ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ Χαναναία. Ὅμως, ἡ γυναίκα ἐπέμενε, τὸν πλησίασε καὶ τὸν προσκύνησε ζητώντας βοήθεια. Ὁ Κύριος, διδάσκοντας καὶ τοὺς μαθητὲς καὶ ἐκείνην κι ὅλους ἐμᾶς ἔκτοτε, ἀπαντᾶ προσβάλοντάς την: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ παίρνεις τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν σου καὶ νὰ τὸ πετᾶς στὰ σκυλιά». Παρομοιάζει ἔτσι τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πιὸ βασικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ψωμί. Ἡ γυναίκα δὲν ὑποχωρεῖ καὶ ἐπιμένει: « Ναὶ Κύριε, ὅμως τὰ σκυλιὰ τρῶν’ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν ἀφεντικῶν τους». Τότε, ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε, «Μεγάλη ἡ πίστη σου, γυναίκα· νὰ γίνει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ θέλεις».

Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸ περιστατικό. Ὁ Κύριος εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, καὶ πήγαινε στὴ Σιδώνα, στὸ σημερινὸ Λίβανο. Ἐκεῖ ἦταν ἡ χώρα τῶν Χαναανιτῶν, ἔθνους ποὺ ζοῦσε στὴν περιοχὴ πρὶν ἀκόμη ἔλθουν οἱ Ἰσραηλίτες μὲ τὸν Μωυσῆ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ἦσαν εἰδωλολάτρες, οἱ δὲ γυναῖκες των ἀσκοῦσαν τὴ μαγεία.

Ἐπῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στὰ μέρη της, ἀλλὰ ἔπρεπε ἡ ἴδια ἡ Χαναναία νὰ τὸν θελήσει, νὰ τὸν ἀναζητήσει, νὰ τὸν φωνάξει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της. Ἡ Χαναναία καταλαβαίνει τὴν ὕπαρξή του κοντά της, καὶ ἀρχίζει νὰ τὸν φωνάζει. Δὲν φωνάζει κάποιον γητευτή, κάποιον μάγο θαυματοποιό: Τὸν ἐπικαλεῖται μὲ τὴ συγκεκριμένη ἰδιότητά του, τρόπον τινὰ μὲ τὸ ὄνομά του: «υἱὸς Δαυίδ», ὁ Κύριος. Καὶ ὅσο τὸν ἐπικαλεῖται τόσο τὸν πλησιάζει, ὅσο τὸν ζητᾶ τόσο τὸν βρίσκει. Ὁ Κύριος στὴν ἀρχὴ δὲν τῆς μιλᾶ, ὁδηγώντας σὲ σκληρὴ δοκιμασία τὴν ἀντοχὴ τῆς πίστης της. Τὴν ἀφήνει νὰ τὸν ἀκολουθεῖ χωρὶς καμιὰν ἀπόκριση, κι ἔπειτα τῆς μιλᾶ προσβάλοντάς την. Δὲν πρόκειται, βέβαια, ἐδῶ γιὰ φυλετικὴ διάκριση, ἀλλὰ γιὰ προσβολὴ καὶ ἀπόρριψη τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τῆς μαγείας. Καὶ βλέπουμε πὼς ἡ πίστη τῆς Χαναναίας δὲν κλονίζεται καθόλου ἀπὸ τὴν προσβολή, παρὰ ζητᾶ ἔλεος, ζητᾶ τὴ θαυματουργικὴ παρέμβασή Του στὴ ζωὴ τὴ δική της καὶ τῆς κόρης της.

Οἱ φωνὲς τῆς Χαναναίας, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ προσευχὲς πρὸς τὸν Κύριο; Τὸ τρέξιμό της ὀπίσω του, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ στροφὴ τῆς ζωῆς της πρὸς τὸν λόγο Του; Ἡ ταπείνωσή της, ἡ παραδοχή της ὅτι ναί, εἶναι ἕνα ἀνάξιο σκυλὶ ποὺ ζητᾶ μόνο λίγα ψίχουλα εὐλογίας, αὐτὰ ποὺ περισσεύουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν πιστῶν, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ μετάνοια κι ἐξομολόγηση; Καὶ ἡ τελικὴ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ ἄνοιγμα τῆς ἀγκαλιᾶς Του, ἀπὸ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ στὴν ἀταλάντευτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου;


Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας δὲν ἀφηγεῖται ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου. Παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πλησιάζουμε τὸν Κύριο, τὸν μοναδικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βγαίνουμε ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν εἰδώλων τοῦ κόσμου τούτου καὶ ριχνόμαστε κλαίγοντας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα μας. Παρουσιάζει τὸ πῶς ἐργάζεται ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο ἐπιστροφῆς σ΄ Αὐτόν, χωρὶς νὰ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας. Παρουσιάζει τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτήρα μας. Παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀνοίγουμε τὴν ψυχή μας στὴ θαυματουργὸ χάρη Του. Μὲ ἄλλα λόγια, παρουσιάζει αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἑορτὴ τῆς σωτηρίας μας, παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησία.

Ἐκκλησία εἶναι ὁ μυστικὸς χῶρος ὅπου συναντώμεθα ὅλοι. Ἐδῶ ὁ Κύριος, ἐδῶ οἱ Ἄγγελοι, ἐδῶ οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ πιστοί. Ἐδῶ ἐπίσης, ἐδῶ μαζί μας, μᾶς τραβᾶ κοντὰ της γεμάτη ἀγάπη, ἡ Δέσποινα τοῦ οἴκου τούτου, ἡ Θεοτόκος.

Γιὰ νὰ ἀνοίξει ὁ Θεὸς τὴν ἀγκαλιά Του στὴ Χαναναία γυναίκα καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς, ἐργάσθηκε πολὺ ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἡ Μαρία δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνον μία εὐσεβὴς κοπέλα, ἡ ὁποία συμμετέχει στὴ σωτηρία μας μ’ ἕνα παθητικὸ τρόπο, δεχόμενη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔτσι ὅπως τῆς τὸ εἶπε ὁ Ἄγγελος. Δὲν εἶναι τὸ χῶμα ποὺ τὸ πῆρε στὰ χέρια Του ὁ Δημιουργὸς κι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο χωρὶς νὰ κάνει τίποτε αὐτὸ τὸ ἴδιο. Ἡ Μαρία συμμετεῖχε στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἐργάσθηκε γιὰ νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ χρειαζόταν τὸ φιλάνθρωπο σχέδιό Του νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει.

Ποιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα αὐτά, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας, Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «Βίος πανάμωμος, ζωὴ πάναγνος, ἄρνησις κακίας ἁπάσης, ἄσκησις ἀρετῆς ἁπάσης, ψυχὴ καθαρωτέρα φωτός, σῶμα διὰ πάντων πνευματικόν...» Ὅπως ψάλλουμε στὸν Ὄρθρο τῆς παραμονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, «Ἠράσθη τοῦ κάλλους σου Χριστός, Πανάμωμε, καὶ τὴν μήτραν σου κατώκησεν, ὅπως παθῶν ἐξ ἀμορφίας, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων λυτρώσηται...»

Ἀποδεχόμενη τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή της στὸ φιλάνθρωπο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ Μαρία λέγει ἡ ἴδια, ἐν πνεύματι προφητικῷ: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί». Καὶ πράγματι, τὸν ἴδιο κι ὄλας χρόνο, ἐμακάρισε τὴν Θεοτόκο πρώτη ἡ Ἐλισάβετ, ἀναφωνώντας πλήρης πνεύματος ἁγίου: « Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου».

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦμε χριστιανικὸ ναὸ χωρὶς τὴν εἰκόνα τῆς Δεσποίνης μας Θεοτόκου νὰ μᾶς ὑποδέχεται καὶ νὰ μᾶς εἰσάγει στὸ Μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθοῦμε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκεφθοῦμε τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ Ἐκείνην ποὺ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική της τελεία συνέργεια στὸ θέλημά Του, τὴν κατέστησε Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τὴν Κυρία Θεοτόκο φιλοτιμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πύλη τῆς ἡμετέρας ζωῆς, πρόξενο τῆς σωτηρίας μας. Ἔχουν γραφτεῖ λαμπρὲς σελίδες ποὺ ἐξηγοῦν τὴ θέση τῆς Θεοτόκου ὡς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ Μητέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν γραφτεῖ ἀπείρως λαμπρότερα, θεόπνευστα κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐξηγοῦν τὸ ἔργο τῆς Μαρίας καὶ ὑμνοῦν τὸ σεπτὸ πρόσωπό της.

Ἀλλὰ γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι κάθε χριστιανὸς ἔχει μέσα στὴ καρδιά του τὴν εἰκόνα Της. Ἐκεῖ, μέσα στὸ κρυμμένο βάθος τῆς ψυχῆς του, ὁ ἁπλὸς κι ἀνώνυμος ἄνθρωπος ποὺ διαφεύγει ἀπὸ τὸ δίχτυ τῆς ἱστορίας ὄχι ὅμως ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ἔχει πάντοτε ἀναμένο ἕνα καντήλι στὴν Παναγία. Κι ὅσο πυκνώνει τὸ νέφος τῆς ἀγωνίας, ὅσο θεριεύουν τὰ βάσανά μας, σ’ Ἐκείνης τὴν ἀγκαλιὰ σπεύδουμε νὰ κρυφτοῦμε, ν’ ἀφήσουμε τὰ δάκρυά μας νὰ τρέχουν στὴν ποδιά Της. Σ’ Ἐκείνην, τὴν Μυστηριακὴ Μητέρα μας καταφεύγουμε, περιμένοντας νὰ νιώσουμε τὸ χέρι Της νὰ μᾶς σκουπίζει τὰ δάκρυα, νὰ μᾶς δίνει δύναμη, νὰ γαληνεύει τὴν τρικυμισμένη μας ψυχή.

Σ’ Ἐκείνην καταφεύγει καὶ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων, ὅποτε νιώσει τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀφανισμοῦ του, καὶ ἀφήνεται στὴν χάρη Της, τὴν Ὑπέρμαχο. Τέτοια ὥρα, ἀγωνίας μεγάλης γιὰ τὸ Γένος καὶ τὸν Αὐτοκράτορα, ἀνηγέρθη καὶ ὁ ἱερὸς αὐτὸς ναός. (Κοσμοσώτηρας Φερῶν)

Σ’ Ἐκείνην καταφεύγω καὶ ἐγὼ σήμερα, παρακαλώντας Την νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τοῦ κτήτορος, καὶ ὑπὲρ τοῦ Γένους μας. Καὶ τὴν παρακαλῶ νὰ μᾶς δίνει τὴ χάρη νὰ τὴν νιώθουμε πάντοτε, νὰ τὴν νιώθουμε ὅλοι Παναγία καὶ Δέσποινά μας, ἀληθῶς καὶ σταθερῶς Κοσμοσώτηρα, ρόδον τὸ ἀμάραντον.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...