Ὁ Ὅσιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης
Ὁ Ὅσιος Βουκόλος τιμᾶται σὰν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Σμύρνης, ποὺ ἐκλέχθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, ὅταν αὐτὸς πῆγε στὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τὴν ἐπιστασία τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Στὴ διακονία του αὐτή, ὁ ζηλωτὴς αὐτὸς Ἱεράρχης, ὑπηρέτησε μὲ ὅλη τὴν εὐσυνειδησία, τὴν θερμότητα καὶ τὴν αὐταπάρνηση τῶν ἡρωικῶν καὶ μαρτυρικῶν ἐκείνων χρόνων. Ὑπῆρξε πραγματικὸς πατέρας πρὸς τοὺς χριστιανούς καὶ στὴ διδασκαλία καὶ στὴν ὑπεράσπισή τους, ὅταν κινδύνευαν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου.
Πρὸς δὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ πλήθη, συμπεριφερόταν μὲ θαυμάσια σύνεση καὶ ἀγάπη, προσέχοντας μὲν νὰ μὴν τὰ ἐρεθίζει, ἀλλὰ καὶ προσπαθώντας μὲ ὅλη του τὴν τέχνη, νὰ ἑλκύει πολλοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη.
Οἱ πρὸς τιμήν του ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι τονίζουν τὴν εἰλικρινὴ πίστη του, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του, τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής του. Θεωροῦν μάλιστα ὅτι ὁ Ἅγιος Βουκόλος ὑπέδειξε διάδοχό του τὸν ἱερὸ Πολύκαρπο.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς διαλάμπων ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι, τοῦ ἐν τῷ στήθει τοῦ Δεσπότου πεσόντος, ἐκ πόθου προσεπέλασας τῷ θείῳ φωτί· ὅθεν ὡς θεόπνευστος, Ἱεράρχης ἐμπρέψας, ἴθυνας τὴν ποίμνην σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, Πάτερ Βουκόλε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Βουκόλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἱερωσύνης τῷ φωτὶ διαλάμπων, ἐφωταγώγησας λαοὺς Ἱεράρχα, τὸ τῶν εἰδώλων σκότος τε ἠφάνισας αἴγλῃ ἰαμάτων δέ, τῶν παθῶν τὴν ὁμίχλην, λύσας μεταβέβηκας, πρός τὸ ἄδυτον φέγγος, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων ἐκτενῶς, τῶν σὲ τιμώντων, Βουκόλε Μακάριε.
Κοντάκιον.
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸ καθαρόν, καὶ διαυγὲς τοῦ βίου σου, ὁ Μαθητής, ὁ τῷ Χριστῷ ἐράσμιος, ἀτεχνῶς ὡς θεασάμενος, Βουκόλε Πάτερ ἱερώτατε, ποιμένα Ἐκκλησίας σε καθίστησι, καὶ λύχνον εὐσεβείας φαεινότατον· τῶν τρόπων αὐτῷ γὰρ ἐκοινώνησας.
Μεγαλυνάριον.
Τῷ ἠγαπημένῳ μύστῃ Χριστοῦ, Βουκόλε θεόφρον, μαθητεύσας ὡς καθαρός, ὤφθης Ἐκκλησίας, ποιμὴν τῆς ἐν τῇ Σμύρνῃ, καὶ τῷ καλῷ ποιμένι, ταύτην ὡδήγησας.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Ἐμέσῃ
Μαρτύρησε στὰ τέλη τοῦ τρίτου αἰῶνα μετὰ Χριστὸν στὴνἜμεσα (ἢ Ἔμισα), πόλη τῆς Κοίλης Συρίας, ποὺ φέρει σήμερα τὸ ὄνομα Χάρις. Ὁ Ἰουλιανὸς αὐτός, γιατρὸς στὴν τέχνη, ἂν καὶ ἀσθενής, ἔμαθε ὅτι εἶχαν συλληφθεῖ καὶ καταδικασθεῖ νὰ σπαραχθοῦν ἀπὸ τὰ θηρία ὁ ἐπίσκοπος Ἐμέσης Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης Μώκιος.
Σηκώθηκε λοιπόν, καὶ ἔτρεξε νὰ συμμεριστεῖ τὴν τύχη τους. Μόλις ἔφτασε στὸν συγκεκριμένο τόπο, ὅρμησε καὶ τοὺς φίλησε. Οἱ στρατιῶτες τὸν τράβηξαν καὶ τὸν κτύπησαν ἄγρια. Ἡ συνέχεια εἶναι εὐνόητη. Καταδικάστηκε καὶ αὐτὸς σὲ θάνατο, καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιμος
Ἡ ἁγία Φαῦστα ἦταν ἀπὸ εὐγενὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια τῆς Κυζίκου. Σὲ ἡλικία 13 χρονῶν, ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς. Ἀλλὰ οἱ κακοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐπηρεάσουν τὴν τρυφερὴ καρδιά της. Ἡ χριστιανικὴ ἀνατροφή, βαθύτατα χαραγμένη στὴν ψυχή της, τὴν ἔκανε νὰ ἀποτροπιάζεται τὰ πλάνα καὶ ἀπατηλὰ λόγια.
Τὸ ἔτος 299 μ.Χ. ἡ νεαρὴ Φαῦστα, προσκλήθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Παρουσιάστηκε λοιπὸν μπροστὰ στὸν συγκλητικὸ Εὐϊλάσιο, γέροντα 80 χρονῶν, καὶ ἄφοβη μπροστὰ στὶς ἀπειλές του, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος ὅτι εἶναι καὶ θὰ παραμείνει χριστιανή. Ἀκολούθησαν ἄγρια βασανιστήρια, ποὺ ἡ Φαῦστα τὰ ὑπέμεινε μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Κατόπιν τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ Ἁγία βγῆκε ἄθικτη.
Ὅλα αὐτὰ ἔκαμψαν τὸ εἰδωλολατρικὸ φρόνημα τοῦ γέροντα Εὐϊλασίου καὶ ὤ! τοῦ θαύματος ἔγινε χριστιανός. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Μάξιμο. Προσκάλεσε λοιπὸν τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τοῦ ἔκανε παρατήρηση μὲ τὰ πιὸ ὑβριστικὰ λόγια. Ὁ Εὐϊλάσιος ἀτάραχος, διηγήθηκε τὰ γεγονότα μὲ τὴν Φαῦστα.
Ἀλλ᾿ ὁ Μάξιμος, τυφλωμένος ἀπὸ θυμό, διέταξε καὶ βασάνισαν ἄγρια τὸν γέροντα Εὐϊλάσιο καθὼς καὶ τὴν Φαῦστα. Καὶ οἱ δυό, ὅμως, βγῆκαν νικηφόρα ἀπὸ τὸ καμίνι αὐτῶν τῶν φρικτῶν βασανιστηρίων. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε καὶ πάλι τὸ θαῦμα του. Ὁ ἔπαρχος ὁμολόγησε καὶ αὐτὸς τὸν Χριστό, ζητῶντας μὲ συντριβὴ συγχώρεση ἀπὸ τὴν νεαρὴ Φαῦστα.
Ἡ εἴδηση δὲν ἄργησε νὰ φτάσει στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, ποὺ μὲ διαταγή του θανατώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι.
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Σιλουανός
Ἦταν ἀδελφικοὶ φίλοι, νέοι στὴν ἡλικία καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Περγέτης
Βλέπε σχετικῶς τὴν 8η Φεβρουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ λαμπρότερες μορφὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος. Στολίζει τὸν 9ο αἰῶνα, σὰν ὁ ἔξοχωτερος τῶν πρωταγωνιστῶν του. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 820 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 810), ἀπὸ πλούσια καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια.
Ἀναδεικνύεται γρήγορα στὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες. Ἦταν μεγαλοφυΐα, πολὺ πλατὺ καὶ θετικὸ μυαλό, καὶ ἡ κρίση, ἡ μνήμη καὶ ἡ πολυμάθειά του προκαλοῦσαν καταπληκτικὴ ἐντύπωση. Ὁ Φώτιος διαπρέπει στὸν πολιτικὸ στίβο, ἀλλὰ ἡ ἀνωμαλία, ποὺ δημιουργεῖται ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μὲ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἰγνατίου, γρήγορα τὸν φέρνει - σὰν τὸν καταλληλότερο ἄνθρωπο - στὸ ἐκκλησιαστικὸ πεδίο.
Μέσα σὲ ἕξι μέρες παίρνει ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης καὶ γίνεται Πατριάρχης τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 857 ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαμείας Εὐλαμπίου, διότι ἡ κατάσταση ἔπρεπε νὰ ὀμαλοποιηθεῖ.
Ἀπὸ τότε, ἔδωσε πολλοὺς ἀγῶνες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα κατὰ τῶν παπικῶν. Ἔμεινε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο γιὰ 10 χρόνια, ἐπαύθη τὸ 867 ἀπὸ τὸν Βασίλειο τὸν Μακεδόνα καὶ ἐξορίστηκε στὴ Μονὴ Σκέπης στὰ θρακικὰ παράλια του Βοσπόρου.
Ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ τὸν διαδέχτηκε, μὲ σύνοδο ποὺ ἔγινε στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (869), καθήρεσε καὶ ἀναθεμάτισε ὅλους τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μ. Φωτίου. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰγνατίου, ἐπανῆλθε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν θρόνο ὁ Μ. Φώτιος (878). Ὅμως, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ σοφός, ποὺ ὑπῆρξε καὶ μαθητής του, κατάφερε νὰ τὸν ἐκδιώξει ἀπὸ τὸ θρόνο (886).
Ἔτσι, ὁ Φώτιος θὰ τελειώσει τὴν πολυτάραχη ζωή του στὶς 6 Φεβρουαρίου 891 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 898), σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ τὸ ὀνόμαζαν τῶν Ἀρμενίων.
(Ἡ ἑορτή του καθιερώθηκε ἐπίσημα μόλις τὸ 1912).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγὴς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ Φώτιε μέγιστε· οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἑῴας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατήρει Πάτερ ἄσειστον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστὴρ ὁ τηλαυγέστατος
Καὶ ὀρθοδόξων ὁδηγὸς ὁ ἐνθεώτατος
Στεφανούσθω νῦν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων.
Ἡ θεοφθόγγος κιθάρα ἡ τοῦ Πνεύματος,
Ὁ στερρότατος αἱρέσεων ἀντίπαλος·
Ὧ καὶ κράζομεν, χαῖρε πάντιμε Φώτιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὀρθοδόξων φωταγωγέ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφοστόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις κακοδόξων, ἡ δίστομος ῥομφαία, ὦ Φώτιε τρισμάκαρ, ῥητόρων ἔξοχε.
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ μαθητής του
Ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Μεγάλης ἐγκράτειας καὶ ἄσκησης καὶ οἱ δυό τους, ἦταν συγχρόνως στολισμένοι μὲ ἀξιόλογη γνώση τῶν θρησκευτικῶν ζητημάτων. Γιὰ τὴν ὁδηγία καὶ τὸν φωτισμὸ τῶν πιστῶν, διατύπωσαν μαζὶ πολλὲς ἐρωτήσεις, ποὺ τὶς λύσεις τους ἔγραψε μὲν ὁ ἕνας, ἀλλὰ καὶ ἕνα μέρος ὁ ἄλλος. Τὸ βιβλίο αὐτὸ τυπώθηκε στὴ Βενετία τὸ 1816. Τὸν ὅσιο Ἰωάννη, ποὺ ἐπέζησε τοῦ διδασκάλου του, διέκρινε προφητικὸ χάρισμα, καθὼς καὶ θεραπευτικό. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος, ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, τὸν εἶχε σὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ τιμή. Καὶ οἱ δυὸ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν ἰσάγγελον βίον πολιτευσάμενοι, Βαρσανούφιε Πάτερ σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, τῆς ἀσκήσεως λαμπροὶ ἀστέρες ὤφθητε, καὶ μοναζόντων ὁδηγοί, πρὸς τὴν κρείττονα ὁδόν, ὡς πλήρεις φωτὸς τοῦ θείου, ἐκδυσωποῦντες ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, ἀρετῶν τὰς χάριτας, μυσταγωγοῦσι τοὺς πάντας, μέγας μέν, ὁ Βαρσανούφιος πέλων Γέρων, ἄλλος δέ, ὁ Ἰωάννης ὅσιος Γέρων, οὓς αἰνέσωμεν συμφώνως, ὡς τῆς Τριάδος θείους θεράποντας.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις Βαρσανούφιε ἱερέ, ζωῆς τῆς ὁσίας, θεοφόρε ὑφηγητά· χαίροις Ἰωάννη, τῆς χάριτος ταμεῖον, οἱ ὁδηγοὶ οἱ θεῖοι, ἡμῶν καὶ ἔφοροι.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν στὶς ἀρετὲς περιβόητος καὶ τόσο θαυμάσιος, ὥστε ἂν καὶ ἀγωνιζόταν μέσα σὲ μεγάλους Ὁσίους, τοὺς ξεπέρασε μὲ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία του.
Αὐτὸς κατοικοῦσε στὰ μέρη τῆς Θηβαΐδας κοντὰ στὴν πόλη Λυκώ. Ἡ Λυκώ ἦταν πόλη τῆς Θηβαΐδας, περιοχὴ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Θήβα.
Ὁ Ἰωάννης γνώρισε τὶς περισσότερες παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ μὲ τὴν μεγάλη του ἀρετή, ἄσκηση καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὶς ξεπέρασε. Ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ ἀσθένειες.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος
Γι᾿ αὐτὸν μᾶς ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ τὸν γνώρισε προσωπικά.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ στὴν ἀρχὴ ἀσκήθηκε μέσα σ᾿ ἕνα στενότατο κελί. Ἔπειτα ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα βουνό, κοντὰ στὴν πόλη Κύρου, ὅπου βάδισε τὸν ἀσκητικὸ δρόμο μὲ αὐστηρότητα. Στὸ ὄνομα τῆς ἀκτημοσύνης δὲν ἔκτισε ποτὲ καλύβη. Προσευχόταν στὸ ὕπαιθρο, ὄρθιος καὶ μὲ σιδερένια βάρη ἐπάνω του. Ἡ δὲ νηστεία του ἦταν αὐστηρότατη.
Ἔτσι καλὰ ἀφοῦ ἀγωνίστηκε, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος
Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος οἱ μάρτυρες ἐν Καισαρείᾳ
Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἐπὶ ἡγεμόνα Σαπρικίου μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284 – 304 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος (Βέλγος)
Ὁ Ἅγιος Ἄμανδος γεννήθηκε κοντὰ στὴν Ἀκυϊτανία περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ σπούδασε θεολογία στὴ Ρώμη. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία μόνασε σὲ μοναστήρι τῆς νήσου Γιέ. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας του δὲν ἤθελε νὰ γίνει ὁ υἱός του μοναχὸς καὶ τοῦ ἔφερνε ἐμπόδια, ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴν πόλη Τούρ, ὅπου ἦταν ἐπὶ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔγκλειστος σὲ ἕνα κελὶ στὰ τείχη τῆς πόλεως. Σὲ ἕνα προσκύνημά του στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, στὴ Ρώμη, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος τοῦ φανέρωσε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ κηρύξει ὁ Ἅγιος τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς λαοὺς τῆς Βελγικῆς. Γι’ αὐτὸ ἐπέστρεψε στὴν πόλη Μπούρζ, ὅπου χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ ἄρχισε τὴν ἱεραποστολική του δράση στοὺς λαοὺς τῆς Γάνδης, τῆς Φλάνδρας, τῶν Πυρηναίων καὶ τῆς Γασκώνης.
Μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο προσκύνημά του στὴ Ρώμη, στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐξελέγη τὸ ἔτος 647 μ.Χ. Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μάαστριχτ. Ἐκεῖ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἐξημέρωση τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων τῶν ἐθνικῶν λαῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔσωσε, μὲ τὴν προσευχή του, τὸ ποίμνιό του ἀπὸ φυσικὲς καταστροφές. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης († 16 Σεπτεμβρίου), συνεκάλεσε τοπικὲς Συνόδους κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως καὶ διακονίας, ὁ Ἅγιος Ἄμανδος, ἀφοῦ ἐνθρόνισε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Ρεμάκ, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο. Συνέχισε ὅμως τὸ κηρυκτικὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο τελείωσε στὴ Γασκώνη καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ τοῦ Ἐλνόν, τὸ ἔτος 680 μ.Χ.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Ἰκαλτοέλι ἔζησε μεταξὺ τοῦ 11ου καὶ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Ἰκάλτο καὶ γνώρισε τὴ βυζαντινὴ παράδοση ἀπὸ τὴν παραμονή του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1127 στὴ Γεωργία.