Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΝΗΠΙΩΝ.ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ. ΤΟΥ ΗΡΩΔΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΗΡΩΔΙΑΔΟΣ. Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ

Συνέντευξη Θανάση Ν. Παπαθανασίου


ΠΡΟΦΙΛ

Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, διδάκτωρ Θεολογίας και πτυχιούχος Νομικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Υπήρξε θεολόγος καθηγητής στο Λύκειο Ζεφυρίου Δυτικής Αττικής από το 1992 και τώρα υπηρετεί ως διδάσκων (ΕΔΙΠ) στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας. Διδάσκει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και είναι αρχισυντάκτης του θεολογικού περιοδικού «Σύναξη» από το 1998. Ζει στην Αθήνα με τη σύζυγό του Ελένη Ταμαρέση και τον γιο τους Αλέξανδρο – Αρέθα.

Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου ανήκει στους Θεολόγους με σημαντική συγγραφική παρουσία. Μεταξύ των έργων του συναντούμε τα βιβλία, Η ρήξη με το μηδέν, Σφηνάκια πολιτικής θεολογίας (εκδ. Αρμός, Αθήνα 2015), Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται, Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης (εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 22008), Με την ψυχή στα πόδια. Από το μνήμα το κενό στους δρόμους του κόσμου (εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2007),Ο Θεός μου ο αλλοδαπός (εκδ. Ακρίτας 32007), Ορθόδοξη θεολογία και Κοινωνική Δικαιοσύνη (εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002), Κανόνες και ελευθερία. Οι μεταμορφώσεις του 108ου κανόνα της τοπικής Συνόδου της Καρθαγένης και οι περιπέτειες της ελεύθερης αποδοχής του Χριστιανισμού (εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 2006, τρίγλωσσο: ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά).

ΤΕΤ Α ΤΕΤ
Ελένη Ζάχαρη: Κύριε Παπαθανασίου, καλώς ήρθατε σ’ αυτή τη γωνία του διαδικτύου. Είναι τιμή και χαρά η παρουσία ενός ανθρώπου που αγωνίζεται χρόνια στην εκπαίδευση, στη συγγραφή, στον διάλογο, να “επί-κοινωνήσει”, με όλους ανεξαιρέτως, το ‘Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;’.
 Θανάσης Ν. Παπαθανασίου: Καλώς σας βρίσκω! Το ερώτημα που αναφέρετε (και το οποίο βέβαια το βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο, διατυπωμένο από τον Χριστό) απευθύνεται –ήρεμο και ταυτόχρονα απαιτητικό– σε όλους μας. Η διαδρομή μας στην ζωή είναι μια πάλη με ερωτήματα, κι αυτό είναι ωραίο! Τα ερωτήματα αξιώνουν πανστρατιά των παραμέτρων της ανθρώπινης ύπαρξης: της καρδιάς, του νου, της εμπειρίας, της προσδοκίας, και πάντως δεν την θέλουν μαρμαρωμένη και ανεύθυνη. Αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο, θα έλεγα, είναι η ευθύνη αναμέτρησης με ερωτήματα που αφορούν τα ουσιώδη της ζωής, το νόημά της.
 ΕΖ: Στις μέρες μας, η απάντηση στο ερώτημα είναι τόσο περίπλοκη όσο και εντελώς απλή. Είναι αυτή που η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, δίνει στο διηνεκές. Το ζήτημα που τίθεται είναι αν οι άνθρωποι ακούνε. Ποια η εμπειρία σας ως θεολόγου που ζει και δρα στην εποχή του;
ΘΠ: Προφανώς η απάντηση των πιστών είναι ότι αναγνωρίζουν τον Χριστό ως χορηγό του νοήματος της ζωής. Αλλά αυτή η αναγνώριση δεν είναι απλώς θέμα μιας δήλωσης ή ιδεολογικής διακήρυξης. Αρθρώνεται ως στάση ζωής, έμπρακτη βιωτή των ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να λαμβάνουν τοις μετρητοίς αυτά που ο Χριστός ζητά. Οπότε, το ζήτημα είναι αν η απάντηση αντέχεται από όλους τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων όσων αυτοπροσδιορίζονται ως Χριστιανοί!
Η έννοια του Σώματος του Χριστού είναι πολύτιμη (δείχνει μια βαθιά,  οργανική σχέση), ταυτόχρονα όμως ο Χριστός είναι και ο κριτής της Εκκλησίας, η οποία και με τον λόγο και με την πράξη και με την σιωπή (κοντολογίς με τον τρόπο ύπαρξής της) θα πρέπει να αποδεικνύεται πιστή στον Κύριό της και στο Ευαγγέλιό του. Και όσον αφορά τους ανθρώπους που δεν νιώθουν πιστοί, σχηματικά θα έλεγα ότι κατά βάση τους συναντάς σε μια ταλάντευση. Σε μια ταλάντευση μεταξύ δίψας και μηδενισμού. Δίψας για κάποιο βαθύ νόημα πέρα από την μιζέρια της καθημερινής φθοράς από τη μια, μηδενισμού όσον αφορά το νόημα της ζωής από την άλλη.
Η δίψα, για την οποία μίλησα, είναι σπουδαία λειτουργία του ανθρώπου, ακόμα κι όταν ο διψασμένος δεν προσφεύγει στο νερό της χριστιανικής πίστης. Είναι μια αναζήτηση, με την οποία οι Χριστιανοί δύνανται και οφείλουν να διαλεχθούν και στην οποία δύνανται και οφείλουν να καταθέσουν την μαρτυρία τους για το νερό που εμπιστεύονται για να αρδεύει την ύπαρξή τους. Κοινό γλωσσάρι μεταξύ των δύο μερών είναι η πανανθρώπινη εμπειρία της δίψας, και μάλιστα όταν πρόκειται για δίψα ανθρωπιάς και δικαιοσύνης. Από την άλλη, όμως, ο μηδενισμός (όταν είναι πράγματι μηδενισμός, κι όχι δίψα καμουφλαρισμένη με επιθετικότητα), είναι αληθινό πρόβλημα. Όχι τόσο γιατί απορρίπτει την πίστη, αλλά κυρίως γιατί σημαίνει προγραμματική παραίτηση του ανθρώπου από το ερώτημα περί του νοήματος. Σημαίνει μια απάθεια απέναντι στην ζωή. Κάτι σαν αποδοχή της αφυδάτωσης ως ευτυχίας!
ΕΖ: Πλησιάζουμε στην κορύφωση αυτής της περιόδου, και μια ευχή ακούγεται και γράφεται παντού: «Καλά Χριστούγεννα». Άραγε ο σύγχρονος άνθρωπος έχει επίγνωση αυτού που λέει; Ποια η ουσία της φράσης/ευχής;
ΘΠ: Μοιραία χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως «ο σύγχρονος άνθρωπος», προκειμένου να συνεννοηθούμε για το σήμερα. Στην πραγματικότητα ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι (στον πληθυντικό) που ζουν στο σήμερα, κι έτσι συναντούμε πλήθος στάσεων: και βάλτωμα και προκοπή, και ευαισθησίες και αναισθησίες, και διαύγεια και σύγχυση. «Καλά Χριστούγεννα» σημαίνει να δεξιωθούμε την αδιανόητη αγάπη του Θεού, και να ζήσουμε όντως την Χριστού Γέννα.
Αλλά βλέπουμε ότι συχνά η ευχή αυτή αντικαθίσταται από την απίστευτα θολή «Καλές γιορτές». Φυσικά και θέλουμε όλοι να είναι καλές οι γιορτές! Αλλά γιορτή χωρίς περιεχόμενο, τι λογής γιορτή είναι; Αν μιλάμε για Χριστούγεννα, τότε περιεχόμενο της γιορτής είναι η στράτευση ενός Θεού στο πλάι του πάσχοντος ανθρώπου, ώστε ο άνθρωπος να πάψει να έχει ημερομηνία λήξης. Πιστευτό ή όχι, λόγος ύπαρξης της γιορτής είναι αυτή η μεταφυσική πρόκληση, το στοίχημα για άλμα στα άπειρα ενός μυστηρίου. Μπορεί να είναι χοντρό αυτό που θα πω, αλλά γιορτή χωρίς περιεχόμενο (χωρίς περιεχόμενο για το οποίο να αξίζει να πετάξεις την σκούφια σου από χαρά) μοιάζει με την ευχαρίστηση την οποία παρέχει ένα καταπληκτικό, πλούσιο και παννόστιμο γεύμα, αλλά…  γεύμα θανατοποινίτη.
 ΕΖ: Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, μπαίνει στην Ιστορία αδιάφορα; Είναι ένας ‘παρεμβατικός’ τρόπος, όπως θα έλεγε ένας ερμηνευτής με πολιτική ματιά, είναι ανθρωποκεντρικός, όπως θα έλεγε κάποιος ουμανιστής φιλόσοφος; Τι σημαίνει το γεγονός αυτήςτης παρέμβασης για τον άνθρωπο;
 ΘΠ: Για την Εκκλησία ο Θεός πάντα δρα μέσα στην ιστορία. Τώρα όμως μιλάμε για το μοναδικό γεγονός της ενανθρώπισής Του. Αυτή λοιπόν είναι μια είσοδος απελευθερωτική. Ούτε τουριστική επίσκεψη είναι, ούτε ιμπεριαλιστική εισβολή. Ο Θεός κάνει εαυτό του την ανθρώπινη πραγματικότητα, ώστε να φέρει ελευθερία από κάθε είδος θανάτου. Θάνατος είναι η βιολογική αποσύνθεσή μας, θάνατος η απόρριψη του άλλου, θάνατος η κοινωνική αδικία. Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο ίδιος Χριστός προσδιόρισε τον ερχομό του ως εξής: Ήρθα, είπε, για «να αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους τσακισμένους ψυχικά· στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους· να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στον λαό του». Υπ’ αυτήν την έννοια, θα λέγαμε ότι είναι μια πρωτοβουλία πνευματική και πολιτική ταυτόχρονα, δηλαδή μια πρωτοβουλία που αγκαλιάζει σύνολο τον άνθρωπο, σύνολο τον κοινό βίο, σύνολα τα σύμπαντα. Και ο άνθρωπος έτσι καλείται σε μια σύστοιχη στάση ζωής, σε μια στάση ζωής ρήξης προς κάθε λογής δυνάμεις του θανάτου.
ΕΖ: Μετά την ‘Πτώση’ του Ανθρώπου διαβάζουμε στην Αγία Γραφή το πρώτο μεγάλο έγκλημα, την δολοφονία του Άβελ από τον Κάιν. ΄Ως σήμερα οι πόλεμοι μοιάζουν να αναπαριστούν την αδελφοκτονία με απόλυτη συνέπεια. Τραγικές επιπτώσεις τους, οι καταπιέσεις μειονοτήτων, γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις, κύματα προσφύγων και μεταναστών. Από την άλλη, η στάση των ανθρώπων στις χώρες υποδοχής είναι γνωστή. Τρόμος για την αλλοίωση των εθνικών χαρακτηριστικών, της θρησκείας, της γλώσσας, φόβος μη μας ακουμπήσουν “οι μολυσμένοι”, οι αλλόθρησκοι! «Χωράνε» τέτοιες αντιδράσεις στην Ορθόδοξη πίστη, στην Ορθόδοξη θεολογία;
 ΘΠ: Για τον Χριστιανό κάθε πόλεμος είναι εμφύλιος πόλεμος. Αυτό πηγάζει από την ανθρωπολογία του Χριστιανισμού, δηλαδή από την πίστη του ότι κάθε άνθρωπος (κυριολεκτικά κάθε άνθρωπος) είναι εικόνα του Χριστού. Μπορεί να φαίνεται εύκολη κουβέντα, αλλά στην πραγματικότητα είναι δυσβάσταχτη. Γίνεται δυσβάσταχτη η απαίτηση του Χριστού, ως «κολλητό μας» (αυτό σημαίνει η φράση «ο πλησίον μας», που χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο) να αναγνωρίσουμε τον κραυγαλέα άλλον: τον διαφορετικό πολιτισμικά, θρησκευτικά, εθνικά. Το μεταναστευτικό ζήτημα στις μέρες μας είναι εξαιρετικά δύσκολο. Δύο λόγους θα αναφέρω μόνο, ενδεικτικά.
Ο πρώτος λόγος είναι η τρομακτική κυριαρχία ενός δουλεμπορίου με σύγχρονους όρους, απόνερα ενός παγκόσμιου συστήματος όπου ο άνθρωπος γίνεται πάμφθηνο αναλώσιμο, και οι χώρες μετατρέπονται σε χώρους – σε χώρους αποθήκευσης. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι γεννιούνται τεράστια προβλήματα για την δημοκρατία, είτε διότι συγκροτούνται πολιτισμικές κοινότητες με αυταρχικές παραδόσεις και δυσανεξία προς την ελευθερία, είτε διότι ως απάντηση στην τρέχουσα καταρράκωση της πολιτικής προβάλλονται ολοκληρωτικές, μισαλλόδοξες, μέχρι και ναζιστικές ιδεολογίες. Αλλά οι εκκλησιαστικοί άνθρωποι, ακόμα κι αν βρίσκονται σε αμηχανία όσον αφορά εξεύρεση πρακτικών και αποτελεσματικών λύσεων, οφείλουν να μείνουν πιστοί στον Κύριό τους. Δεν μπορούν να διαγράψουν από το Ευαγγέλιό του την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ακόμα κι αν αυτή ηχεί παράλογη και προκλητική σήμερα. Η ανάγκη να μη χαθεί το ευαγγελικό μήνυμα, η ανάγκη να μη δίνει ο φόβος τον τόνο στους μαθητές Εκείνου ο οποίος χαιρετούσε με την προτροπή «μη φοβού», είναι ανάγκες ζωτικές, κατεξοχήν σε περιόδους κρίσεων. Διότι ακριβώς σ’ αυτές τις περιόδους το κακό, η αγριάδα και το μίσος εμφανίζονται ως στοιχεία λογικά και αποδοτικά. Ανάγκη πάσα, λοιπόν, να μη νοθευτεί το ευαγγελικό μήνυμα μέσα στον ορυμαγδό. Κι αυτό σημαίνει δύσκολα πράγματα. Σημαίνει διαύγεια περί τα κριτήρια. Η ανοιχτότητα της Εκκλησίας, που έχω προσπαθήσει να σκιαγραφήσω, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ουδετερότητα ή πλαδαρότητα. Η Εκκλησία οφείλει να κρατά ολοζώντανα τα κριτήριά της στην πράξη, και να είναι μεροληπτική: πάντα με το μέρος των θυμάτων της ιστορίας και όχι ομοτράπεζη των θυτών. Πάντα βλέποντας τον άλλον ως δυνατότητα πλουτισμού, ως χώρο μυστικής δράσης του Θεού. Αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το να λιγώνεται κανείς με την πολυπολιτισμικότητα σε επίπεδο μόδας ή life style. Τα επίπεδα αυτά διαιωνίζουν την χρησιμοποίηση των ανθρώπων και την επιφανειακή επαφή με τους πολιτισμούς. Αντιθέτως, η έγνοια για τα ουσιώδη μάς καλεί σε κριτική ανοιχτότητα. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ελευθερία ως σφραγίδα του Θεού πάνω στον άνθρωπο είναι αδιαπραγμάτευτα ζητήματα, και κρίνουν κάθε πράξη, κάθε πολιτισμό, κάθε πίστη: χριστιανική, μουσουλμανική, αφρικανική, άθρησκη, άθεη. Επιτρέψτε μου να επαναλάβω κάτι που συχνά χρειάζεται να τονίζω: Κάθε ετερότητα είναι δεκτή ως εταίρος συνύπαρξης και ως δυνατότητα πλουτισμού της ανθρώπινης ύπαρξης, πλην μιας ετερότητας: Εκείνης η οποία μισεί την ετερότητα!
ΕΖ: Η Μικρασιάτισσα γιαγιά σας, η Μαρία, έζησε την προσφυγιά, έζησε ‘τον άλλο’ άνθρωπο και σας συμβούλευε (όπως λέτε στο βιβλίο σας «Ο Θεός μου ο Αλλοδαπός») να ανοίγετε την πόρτα πάντα όταν την χτυπάει πρόσφυγας ή αναγκαιμένος. Εσείς πώς βιώσατε και βιώνετε ώς σήμερα αυτή την προτροπή;
ΘΠ: Ως αγκίθα στο πλευρό μου, που δυσκολεύει την παραίτηση σε βαθύ ύπνο. Αναμετριόμαστε καθημερινά με την αλήθεια. Δεν χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω σ’ αυτό.
ΕΖ: Μια από τις συντάκτριες του περιοδικού μας, η συγγραφέας κ. Λίζα Διονυσιάδου, έγραψε αυτές τις μέρες στο facebook περίπου: “ Έρχονται Χριστούγεννα. Μην ξεσκίσετε την Αγάπη.”. Γιατί οι άνθρωποι ‘αγαπούν’ τόσο πολύ κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών;
ΘΠ: Η αγάπη είναι το μεδούλι της ανθρώπινης ύπαρξης και το κορυφαίο κριτήριο της χριστιανικής ύπαρξης. Αλλά έχει γίνει μια φθαρμένη λέξη. Πιπιλίζεται αδάπανα για να σημανθεί ό,τι πιο ναρκισσιστικό και εγωπαθές. Χρησιμοποιείται δηλαδή με την έννοια «γουστάρω κάτι», «θέλω να αποχτήσω κάτι», «μου αρέσει κάτι». Λησμονείται ότι η αγάπη είναι κάτι που θέλει δύναμη πολλή και άσκηση γερή και άνοιγμα στον άλλον. Αγάπη είναι το άνοιγμά μου σε κάποιον που είναι όχι-εγώ. Και μιλώ για άνοιγμα θυσιαστικό. Ο άλλος να γίνεται όρος της ύπαρξής μου, και να ψευτίζω, αν υπάρχω από μόνος μου. Κατά τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, λοιπόν, γίνονται διάφορες συγκρούσεις μέσα στον άνθρωπο. Από τη μια νιώθει ότι η αγάπη είναι το μόνο ουσιαστικό πράγμα, η μόνη αυθεντικότητα, ανώτερη ακόμη κι από την υγεία. Κάθε άνθρωπος, αν αποκρούσει κάπως τους περισπασμούς και την πολυπραγμοσύνη της αγχωτικής καθημερινότητας και αφουγκραστεί την ψυχούλα του, θα ακούσει μια πανανθρώπινη παράκληση: Θέλουμε να αγαπηθούμε και να αγαπάμε. Δίχως αυτά μένουμε λειψοί, εφιαλτικά λειψοί. Από την άλλη, όμως, χρειάζεται κόπος για να δεις ποιο αξίζει να είναι τελικά το «αντικείμενο» της αγάπης σου. Αν στρέψω την αγάπη μου σε κάτι που τελικά θα γίνει στάχτη, η ζωή μου θα βυθιστεί στο κενό. Αν όμως η αγάπη (το επαναλαμβάνω: η θυσιαστική αγάπη) είναι ο τρόπος ύπαρξης του άπειρου και αιώνιου Θεού, τότε είναι κάτι που δεν γίνεται στάχτη, κάτι που δεν θα υποταχτεί στη φτήνια και στον θάνατο. Ναι, μην «ξεσκίσουμε» την αγάπη! Να τη σπουδάσουμε σεβαστικά, με τα μπούνια της ύπαρξής μας!
ΕΖ: Ζούμε με Αλήθεια ή με “είδωλα αλήθειας” -κυρίως οι θρησκευόμενοι- και αν ναι, τι συνέπειες έχει αυτό για την προσωπική μας ελευθερία; Αυτή την οποία ήρθε να εγγυηθεί ο Χριστός με την κατά Σάρκα Γέννησή Του;
ΘΠ: Συγχωρήστε μου μια προσωπική αναφορά. Τον περασμένο Δεκέμβριο δημοσιεύτηκε στη «Σύναξη» (τ. 140) ένα κείμενό μου με τίτλο ««Η γοητεία της ειδωλολατρίας, ή Ποιες ασφάλειες αναζητούν οι Χριστιανοί όταν δεν αντέχουν την ελευθερία του Θεού». Προσπάθησα να ψηλαφίσω ακριβώς το θέμα που θέτετε. Φυσικά και καραδοκεί, θελκτική και αναπαυτική, η αντικατάσταση του ζωντανού και ανυπόταχτου Θεού από διαφόρων ειδών είδωλα! Προσέξτε! Όχι είδωλα άλλης θρησκείας, αλλά διάφορα ιερά (πράγματα, πράξεις κλπ.), τα οποία αντικαθιστούν τον Θεό. Είναι το σύνδρομο της πινακίδας. Αντί να καταλάβω ότι η πινακίδα είναι πολύτιμη υπό την έννοια ότι μου δείχνει προς τα πού βρίσκεται ο προορισμός μου (και άρα υπό την έννοια ότι στα σοβαρά πρέπει να δω την πινακίδα, αλλά κατόπιν να κινηθώ προς τον προορισμό), λατρεύω την ίδια την πινακίδα, ομνύω σ΄ αυτήν, την σφιχταγκαλιάζω και τελικά… μένω εκεί και άρα δεν πάω ποτέ στον προορισμό μου! Τραγωδία!

ΕΖ:  Σε κάποιον τοίχο ένας αντιεξουσιαστής υψώνει την ‘φωνή’ του, κάπου στο κέντρο της Αθήνας, και δηλώνει «Ένα Χαμόγελο θα σας θάψει»! Ποιο το κρυμμένο μήνυμα εδώ για όλους μας;

ΘΠ: Έχουμε λόγο να έχουμε χαρά! Έχουμε λόγο να μη γεμίζουμε από την κατήφεια και την μεμψιμοιρία! Το σύνθημα αυτό είναι βαθιά μεταφυσικό, ακόμα κι αν αυτός που το έγραψε θα δήλωνε αποφασισμένος άθεος! Υπάρχει μια πίστη μέσα σ’ αυτό. Υπάρχει δηλαδή μια περίεργη εμπιστοσύνη ότι η πραγματικότητα δεν αποτελείται απλώς από όλα τα δεινά, τα οποία μπορούμε να απαριθμήσουμε σε μακρύ κατάλογο. Δεν αποτελείται όμως ούτε από ισολογισμό θετικών και αρνητικών στοιχείων. Το χαμόγελο, και ειδικά το χαμόγελο το ανυπόταχτο, αυτό που υπάρχει ακόμα κι όταν όλα γύρω είναι γκρίζα, ριζώνει στην ουτοπία, στην πίστη ότι κάτι νέο, ελπιδοφόρο, ζείδωρο γεννιέται! Κάτι που ρηγματώνει όλα τα γκρίζα! Και γι’ αυτό, χαρά!
ΕΖ: Μια σκέψη-ευχή, αυθόρμητα, για τα επόμενα Χριστούγεννα;
ΘΠ: Καλή Ανάσταση! Κυριολεκτώ! Χριστός γεννάται και ξεκινά ένα έργο επίπονο, ένα έργο σύγκρουσης με τη θανατίλα. Το έργο αυτό δεν ολοκληρώνεται στις 26 Δεκεμβρίου. Περνά από την σταύρωση, οπότε και ολοκληρώνεται, θα έλεγα, η ενανθρώπησή Του. Με ποια έννοια; Όχι υπό την έννοια ότι δεν ήταν πλήρης η θεανθρώπινη υπόστασή Του, αλλά υπό την έννοια ότι στον Γολγοθά ο Χριστός προσέλαβε και τα πλέον έσχατα σημεία της ανθρώπινης τραγικότητας: τον άδικο και οδυνηρό θάνατο, την προδοσία και την εγκατάλειψη. Έτσι, τίποτα δεν μένει έξω από την ενανθρώπιση, από το να κάνει εαυτό του ο Θεός την ανθρώπινη συνθήκη. Και αυτή η διαδρομή, η διαδρομή της θυσιαστικής αλληλεγγύης, απολήγει στην Ανάσταση, οπότε ναι, τα Χριστούγεννα ολοκληρώνονται: Ο θάνατος συντρίβεται, κι εκεί που φαινόταν η σαπίλα να είναι το τέρμα κάθε ανθρώπινου κόπου (ακόμα και των ευγενέστερων), ανοίγονται ορίζοντες δίχως συρματοπλέγματα. Χριστός γεννάται, καλή Ανάσταση!
ΕΖ: Κύριε Παπαθανασίου, απλά και λιτά, να σας ευχαριστήσω από καρδιάς για τη συζήτηση αυτή που μας έκανε πλουσιότερους όλους, κάποιους μάλιστα πολύ περισσότερο κι αισθάνονται ευγνώμονες για τη “συνάντηση”. Εύχομαι σε όλους μας «Καλά Χριστούγεννα»! Ας γίνουμε όλοι μικρές Φάτνες για Εκείνον, προσφέροντας ακόμα κι ένα χαμόγελο με αλήθεια.
Σ’ εσάς και την οικογένειά σας πολλές θερμές ευχές! 
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.gr

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ


Είναι δαιμονικά όντα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενοχλούν κατά τις νύχτες τους ανθρώπους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος.

Οι καλικάντζαροι, έρχονται από κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρόνο, προσπαθούν με τσεκούρι, πριόνια κ.λ.π. να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε "χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του". Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο. Και πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ' την αρχή.
Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού. 
Είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα, όπως «Καλικάντζαροι» (Πανελλαδική κοινή ονομασία), «καρκάντζαλοι», «καρκάντζαροι», «λυκοκάντζαροι», «καλκατζόνια», «καλκάνια», «καλιτσάντεροι», «σκαλικαντζέρια», «σκαντζάρια», «τζόγιες», «καλοκυράδες», «βερβελούδες», «κωλοβελόνηδες» κ.ά.
Οι καλικάντζαροι δεν θα πρέπει να συγχέονται με άλλα «δαιμόνια» της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά που εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «παγανοί», «αερικά», «ξωτικά», «παρωρίτες», «τσιλικρωτά», «καλιοντζήδες», «πλανήταροι», «κατσιάδες», «κάηδες», «καλισπούδηδες», «καημπίλιδες», «σιβότες» και «σιφώτες», «χρυσαφεντάδες»
και που γενικά εμφανίζονται και συμπεριφέρονται ως καλικάντζαροι.

Σύμφωνα με μια θεωρία οι καλικάντζαροι προήλθαν από τους κανθάρους. Κάνθαροι ή καλικάντζαροι κατ' ευφημισμό ήταν βλαπτικά κολεόπτερα για τους αγρούς και για τ' αμπέλια. Ύστερα εμφανίστηκαν σαν δαιμόνια με μορφή κανθάρων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους οι μεταμφιεσμένοι και άλλα στοιχεία κυρίως παλαιά, προστέθηκαν και μεταπλάστηκαν στα σημερινά δαιμόνια τους καλικάντζαρους.
Άλλη θεωρία υποστηρίζει την άποψη πως οι καλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες κήρες δηλ. τις ψυχές των νεκρών. Σύμφωνα με άλλους οι καλικάντζαροι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους ελληνικούς Σατύρους.
Υπάρχει κι άλλη άποψη. Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Σ' αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοιοι είναι οι καλικάντζαροι που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλαστήσεως. Η βλάστηση αρχίζει να οργιάζει αυτή την εποχή. Σε τέτοια ανάστατη εποχή βρίσκουν ευκαιρία και οι Νεκρικοί Δαίμονες (που σχετίζονται με τους Βλαστικούς Δαίμονες, να επιφαίνονται πάνω στη γη. Εμφανίζονται δηλαδή οι νεκρικές ψυχές σαν Δαίμονες.

Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Είναι κακομούτσουνοι και σιχαμένοι. Καθένας από τους καλικάντζαρους έχει κι από ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους.
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, μαυριδεροί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, με τρίχες σε όλο τους το σώμα, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια τράγου ή γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι  αλλά και σαν «μικροί σατανάδες», άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.

Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση. Είναι κακά και πονηρά όντα και δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους, αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατρουλήδες κ.λ.π.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν.
Αλίμονο σε κείνον που θα πρέπει να βγει τη νύχτα και να πάει σε μακρινή δουλειά κυρίως έξω απ' το χωριό. Τα πνεύματα αυτά παρουσιάζονται μπροστά του με διάφορες μορφές για να τον εκφοβίσουν ή να τον βλάψουν. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν. Οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων. Τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχονται απ' έξω απ' το χωριό και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Έρχονται τις νύχτες του δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, απ΄ όπου μπορούν να μαγαρίσουν την κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, σκορπούν το αλεύρι ή την τέφρα από το τζάκι που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. Γι’ αυτό και τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι αναμμένα και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φωτιά οι καλικάντζαροι τη φοβούνται πολύ. Αν καμιά φορά μπει κάποιος καλικάντζαρος στο σπίτι οι νοικοκυρές το κυνηγάνε με πυρωμένα δαυλιά. Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!

Προκειμένου βέβαια οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα!
Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σ' αυτήν βάνουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν τα παιδιά απ' τ' αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί οι καλικάντζαροι, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα. 
Όταν οι νοικοκυρές έψηναν τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλεύρι, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και ζητούσαν ή βουτούσαν ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα.Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βάτραχοι, φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Αλλά η πιο προσφιλής τροφή για τους καλικάντζαρους ήταν το χοιρινό κρέας και κυρίως το παστό του (το πάχος), το οποίο όταν ψηνόταν και έπεφτε στην ανθρακιά, σκορπούσε μια πολύ ευώδη και πολύ ευάρεστη μυρωδιά. Γι' αυτό οι νοικοκυραίοι σκέπαζαν το χοιρινό με σπαραγγιά. Το σπαράγγι όταν είναι τρυφερό είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως μεγαλώσει γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος και γι' αυτό σκέπαζαν το χοιρινό για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Με σπαράγγια επίσης σκέπαζαν και τα λουκάνικα και οτιδήποτε είχαν ετοιμάσει που είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό.
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια. Γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, ή όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει.

Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
Α) Πράξεις χριστιανικής λατρείας: Το σημείο του Σταυρού στην πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων. Ακόμη η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
Β) Επωδές: όπως ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν.
Γ) Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, χαϊμαλιά πίσω απ’ την πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί.

Την ημέρα των Φώτων ο παπάς περνάει και αγιάζει τα σπίτια. Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν κατά τον αγιασμό των σπιτιών φωνάζουν σε ρυθμό:

«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!»

Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.)
Πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών και των οικιών της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι καλικάντζαροι πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους.

Ο Έλληνας που θυσίασε γυναίκα, παιδιά και γονείς για να σώσει το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822




Χριστούγεννα 1822. Δέκα χιλιάδες Τούρκοι, με επικεφαλής τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, πολιορκούν το Μεσολόγγι. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων δεν ξεπερνούσαν του 900 άντρες.

Η πολιορκία είχε κρατήσει ήδη δύο μήνες και οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Οι ασθένειες θέριζαν το στρατόπεδο, οι μισθοί καθυστερούσαν, γίνονταν συνεχώς επιθέσεις από ομάδες κλεφτών και είχαν αρχίσει κι οι συνηθισμένες διαφωνίες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών αξιωματικών. Τότε, ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιουταχής αποφασίζουν να κάνουν μία νυχτερινή επίθεση. Για εκείνη την εποχή, οι βραδινές επιχειρήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Δεν υπήρχαν φωτοβολίδες και προβολείς και ήταν τρομερά δύσκολο να συντονιστούν τα τμήματα. Αλλά ήταν τέτοια η ανάγκη των Τούρκων να σημειώσουν κάποια πρόοδο με την πολιορκία, που ήταν διατεθειμένοι να τολμήσουν ακόμα και αυτό. Σχεδίασαν, μάλιστα, να επιτεθούν παραμονή Χριστουγέννων, όταν όλοι οι Έλληνες θα βρίσκονταν στην εκκλησία.

Η θυσία του Γιάννη Γούναρη

Ίσως το Μεσολόγγι να είχε πέσει από την πρώτη πολιορκία, αν οι υπερασπιστές δεν είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια των Τούρκων στρατηγών. Ο σωτήρας των Μεσολογγιτών ήταν ο Γιάννης Γούναρης. Ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον τουρκικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια στην Άρτα.
Ο Γούναρης γνώριζε για τη νυχτερινή επίθεση, αλλά αν τολμούσε να προειδοποιήσει τους Μεσολογγίτες, θα καταδίκαζε σε θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ξέφυγε απ’ το τουρκικό στρατόπεδο, λέγοντας πως πήγαινε για κυνήγι και ενημέρωσε τους πολιορκημένους.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο επικεφαλής των Μεσολογγιτών, προέβλεψε σωστά ότι οι Τούρκοι θα έκαναν επίθεση από την ανατολική πλευρά του τείχους, που ήταν πιο αδύναμη. Ενίσχυσαν, λοιπόν, εκείνο το τμήμα και ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Είχαν πει σε όσους δεν πολεμούσαν να πάνε στις εκκλησίες και να κάνουν φασαρία, για να νομίσουν οι Τούρκοι ότι ο κόσμος γιορτάζει. Έτσι κι έγινε.
Οχτακόσιοι Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν στην ανατολική πλευρά του Μεσολογγίου και βρήκαν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες των Μεσολογγιτών ήταν ελάχιστες, οι απώλειες των Τούρκων ξεπερνούσαν τις 500. Δυστυχώς, ο πληροφοριοδότης που έσωσε το Μεσολόγγι, ο ηρωικός Γιάννης Γούναρης, δεν σώθηκε.
Οι Τούρκοι εκτέλεσαν τους γονείς, τη γυναίκα, τα παιδιά του και αρκετούς συγγενείς του. Αυτή τη μάχη μνημόνευσε κι ο Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο, γράφοντας:
«Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού»
Η αρχική φωτογραφία αποτυπώνει το Μεσολόγγι το 1908....



ΑΠΑΝΤΑ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ Για ποιο λόγο ανάβουμε κερί στην εκκλησία;


Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΕΡΙ


Για ποιο λόγο ανάβουμε κερί στην εκκλησία; Υπάρχει ιδιαίτερος συμβολισμός στο άναμμά του; Ερωτήματα, στα οποία δίνει απάντηση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Χρυσόστομος, ο οποίος επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η συνήθεια του ανάμματος περιέχει βαθύτατο συμβολισμό και ότι αποτελεί μια σημαντική κίνηση του ανθρώπου στην αναζήτηση του θείου να επικοινωνήσει με τον Θεό.

Μια από τις ευλογημένες συνήθειες των πιστών όταν εισέρχονται στον ναό είναι να παίρνουν ένα ή περισσότερα κεριά, να τα ανάβουν στην ορισμένη θέση (μανουάλι) και κατόπιν να προσκυνούν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του αγίου του ναού. Αυτή η συνήθεια, που ίσως τις περισσότερες φορές γίνεται μηχανικά, περιέχει βαθύτατο συμβολισμό. Καθετί που υπάρχει ή συμβαίνει στον Ιερό Ναό και στη Λατρεία της Εκκλησίας μας εγκρύπτει συμβολισμούς για να μας υπενθυμίζει τόσο γεγονότα της επίγειας ζωής του Κυρίου μας όσο και την υποχρέωση του πιστού να μη ραθυμεί, να μην εγκαταλείπεται στη βιοτική ραστώνη, αλλά να αφυπνίζεται πνευματικά αναλαμβάνοντας τα πνευματικά όπλα που η Εκκλησία μας του χορηγεί στον πνευματικό αγώνα», τονίζει ο ποιμενάρχης Νικοπόλεως και Πρεβέζης.
Στο ερώτημα τι συμβολίζει το κερί, επικαλείται απαντήσεις που δίνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικά, σημειώνει:
«Την απάντηση δίνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, στους οποίους προσφεύγουμε πάντοτε και οι οποίοι δίνουν απαντήσεις σε όλα και ας έζησαν αιώνες πριν.
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρει έξι συμβολισμούς για το κερί και βεβαίως αναφέρεται στο αποκαλούμενο καθαρό κερί, δηλαδή, το μελισσοκέρι. Λέγει ότι το κερί συμβολίζει:
 α) Την καθαρότητα της ψυχής μας, 
β) Το εύπλαστο της ψυχής μας, την οποία πρέπει να πλάσουμε σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου,
 γ) Την ευωδία της Θείας Χάριτος, την οποία πρέπει να εκπέμπει κάθε ψυχή, όπως το κερί διαθέτει γλυκεία μυρωδιά,
 δ) Όπως το γνήσιο κερί, καιόμενο ανακατεύεται με τη φωτιά και τις δίνει τροφή, έτσι και η ψυχή καιομένη από τον Θείο Έρωτα οδηγείται βαθμηδόν στη θέωση, 
ε) Το φως του Χριστού 
και
 στ) Την αγάπη και την ειρήνη με τις οποίες κυριευμένος ο πιστός γίνεται φωτεινός οδοδείκτης στους άλλους.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παραθέτει άλλους έξι συμβολισμούς και λόγους για τους οποίους ανάβουμε το κερί:
1) Για να δοξάζουμε το Θεό, ο οποίος είναι το Φως "Εγώ ειμί το Φως του κόσμου", (Ιωάνν. 8, 12),
 2) Για να διαλύουμε το σκοτάδι της νύχτας και να διώχνουμε μακριά το φόβο που προκαλεί το σκοτάδι, 
3) Για να δείχνουμε την εσωτερική χαρά της ψυχής μας,
 4) Για να αποδίδουμε τιμή στους αγίους της πίστεώς μας, μιμούμενοι τους Χριστιανούς των πρώτων αιώνων, που άναβαν κεριά στους τάφους των μαρτύρων, 
5) Για να συμβολίζουμε τα καλά μας έργα κατά το Κυριακόν Λόγιον "ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων" και 
6) Για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες όσων ανάβουμε τα κεριά και εκείνων υπέρ των οποίων τα ανάβουμε».
Ακολούθως, εστιάζει στο φως της φλόγας και υπογραμμίζει ότι «Το κερί βγάζει φλόγα και η φλόγα εκπέμπει φως. Το φως αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της λατρείας μας. Καλούμαστε να γίνουμε φως γιατί Εκείνος είναι το Φως. Στη προηγιασμένη Θεία Λειτουργία ο λειτουργός ιερέας κρατώντας αναμμένη λαμπάδα στρέφεται στους πιστούς και εκφωνεί "Φως Χριστού φαίνει πάσι". Στην ακολουθία της κουράς μοναχού ο προεστώς δίνει στον κεκαρμένο αναμμένη λαμπάδα και πάλι, λέγοντάς του "ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς", (Ματθ. ε, 16), αλλά και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ψάλλουμε "είδομεν το Φως το αληθινόν"».
Εν κατακλείδι, ο μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης δηλώνει: «Ο Χριστός μας καλεί συνεχώς να γίνουμε Φως με τη ζωή μας, με τους λόγους μας και με τα έργα μας.Συνεπώς, δεν είναι τυπική ή μηχανική πράξη το άναμμα του κεριού, αλλά μια σημαντική κίνηση του ανθρώπου στην αναζήτηση του Θείου να επικοινωνήσει με τον Θεό».

Γέροντας Γρηγόριος Δοχειαρίου: Μη μπερδεύετε τα καζάνια


Αποτέλεσμα εικόνας για Γρηγορίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους

Μη μπερδεύετε τα καζάνια
Αρχιμ. Γρηγόριος,  Καθηγούμενος Ι.Μ. Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Ἄλλο εἶναι τὸ καζάνι γιὰ τὸ φαγητό, ἄλλο εἶναι γιὰ τὰ χόρτα, ἄλλο εἶναι γιὰ τὴν μπουγάδα, ἄλλο τὸ καζάνι τοῦ τυροκομείου – αὐτὸ ἔχει εἰδικὴ κατασκευή· αὐτὸς ποὺ πήγαινε νὰ παραγγείλη καζάνι γιὰ τυροκομεῖο, χαρακτηριστικὰ ζητοῦσε «νὰ εἶναι ἀπὸ κάτω ὅπως ὁ κουμπὲς τῆς ἐκκλησίας»– ἄλλο τὸ καζάνι γιὰ τὸ τσίπουρο –εἶχε κι αὐτὸ εἰδικὴ κατασκευή· τὸ χαρακτηριστικό του ἦταν ὁ λουλᾶς– καὶ ἄλλο τὸ καζάνι ποὺ βράζει τὸ νερὸ γιὰ νὰ βαπτισθοῦμε.
Στὴν πατρίδα μου δὲν πρόσεχαν μόνον τὰ καζάνια. Πρόσεχαν καὶ τοὺς καπνοδόχους. Καὶ λέγαν μεταξύ τους οἱ ἐργάτριες τοῦ καλοῦ: «Πολὺ καπνὸ ἔχει τὸ τζάκι τοῦ γείτονα· σίγουρα θὰ βράζη νερὸ γιὰ μπουγάδα ἢ γιὰ χόρτα». Ὅταν ὅμως ὁ καπνὸς ἐξήρχετο σιγανά-σιγανά, σήμαινε ὅτι κάτι σπουδαῖο μαγειρεύει καὶ ἡ εὐωδιὰ τοῦ φαγητοῦ, στὴν ὁποία μετείχαμε ὅλοι, ἐκάλυπτε ὅλες τὶς μυρωδιὲς τῆς γειτονιᾶς.

Ὅταν ἡ καλὴ μάμμη καβούρντιζε τὸ κρεμμύδι, μόλις ρόδιζε, ἔβαζε λίγο στὸ κουτάλι κι ἔβγαινε στὴν γειτονιά, μήπως ὑπῆρχε καμμία ἔγκυος γυναίκα καὶ τῆς μύρισε τὸ κρεμμύδι. Θεωρούσανε τόσο δυνατὴ τὴν ὀσμὴ αὐτὴν, ποὺ πιστεύανε ὅτι, ἐὰν δὲν δοκίμαζε ἡ ἐγκυμονοῦσα, θά ᾽χανε τὸ παιδί. Γιὰ νὰ μὴ φέρη λοιπὸν κρῖμα, ἐξήρχετο μὲ τὶς τρύπιες παντόφλες, κρατώντας τὸ κουτάλι μὲ τὸ κρεμμύδι. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς ζωῆς. Μόνον μία εὐαίσθητη ψυχὴ μπορεῖ νὰ καταλάβη τὸ μυστήριο ποὺ ἐπιτελοῦσε αὐτὴ ἡ γιαγιά. Καὶ μάλιστα λέγαν ὅτι οἱ μυρωδιὲς αὐτὲς ἐπηρεάζουν πολὺ περισσότερο τὸ ἀρσενικὸ ἔμβρυο.
Οἱ παλιοὶ αὐτοὶ ἀνθρῶποι ποὺ ἔβλεπαν τὴν γιαγιὰ μὲ τὸ κουτάλι, τῆς ἔλεγαν:
– Πήγαινε, γιαγιά, στὸ σπίτι σου· δὲν κυοφορεῖται πουθενὰ πιὰ παιδί.
– Δὲν ἀκοῦς, γιαγιά, τὶ σοῦ λέει ἡ γειτονιά;
– Παιδί μου, καὶ ἕνα ζῶο νὰ κυοφορῆ, νὰ τοῦ δώσω ἀπ᾽ τὴν μυρωδιὰ τοῦ φαγητοῦ μου, νὰ μὴ χάση τὰ μικρά του.
Ἄλλη μυρωδιὰ εἶχε τὸ φαγητὸ ποὺ γινότανε στὸ ἀλουμίνι καὶ ἄλλη αὐτὸ ποὺ γινότανε στὸ πήλινο τσουκάλι. Ὁ σιγανὸς ἐκεῖνος δαυλὸς δὲν βίαζε τὰ πράγματα καὶ γινόταν τὸ φαγητὸ πιὸ νόστιμο, πιὸ εὐωδιαστό, πιὸ ἐπιθυμητὸ στὸν ὀσφραινόμενο καὶ στὸν γευόμενο.
Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἔρχονται στὴν μνήμη μου ἀπὸ τὰ ταπεινὰ χρόνια τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Σήμερα ὅμως δὲν παρασκευάζονται τὰ φαγητὰ ἔτσι ὅπως πρέπει καὶ στὸ κατάλληλο σκεῦος. Σήμερα δυστυχῶς οὔτε στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ διάκριση ὅτι ὅσα παρασκευάζει ὁ νοῦς μας δὲν μαγειρεύονται στὸ ἴδιο καζάνι καὶ δὲν σερβίρονται στοὺς ἴδιους συνδαιτυμόνες. Τὸ πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ μπορῆς τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τοῦ Εὐαγγελίου δηλαδή, νὰ τὴν κάνης στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους εὔκολη στὴν κατάποση καὶ στὴν χώνεψη.
– Μάννα, τί εἶπε σήμερα ὁ δεσπότης στὴν ἐκκλησία;
– Πολὺ ὡραῖα πράγματα, παιδί μου.
– Δηλαδή;
– Δὲν κατάλαβα τίποτα. (!)
Γραφίδες πολλὲς γεμίζουν ἀράδες, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι μαγειρεμένες στὸ κατάλληλο καζάνι, δὲν γίνονται κατανοητές. Ὅταν ἀκοῦς κηρύγματα, λὲς ἄθελά σου «Αὐτὸς δίνει φαγητὸ μὲ τὸ κουτάλι τοῦ γλυκοῦ κι ὁ ἄλλος μὲ τὸ κουτάλι τῆς σούπας». Αὐτὸ ἔχει πολλὲς αἰτίες καὶ ἀφορμές, γιατὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λένε, ἄλλα εἶναι στὸ καζάνι τῆς Ρώμης, ἄλλα εἶναι στὰ καζάνια τῶν δυτικῶν παραφυάδων καὶ ἄλλα εἶναι στὸ μεγάλο-μεγάλο καζάνι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἔρευνα εἶναι δύσκολη· αὐτὸ ἀπὸ ποῦ τὸ πῆρε, ποῦ τὸ μαγείρεψε καὶ τὶ θέλει νὰ μᾶς προσφέρη.
Τὸ καζάνι τῆς ἐρήμου δίνει ἄλλη νοστιμιὰ καὶ ἄλλη θρέψη στὸ φαγητό, τὸ καζάνι τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο ἄλλη καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ποὺ εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς βρασμένη σὲ ἐπικίνδυνα καζάνια, ἄλλα ξεγάνωτα, ἄλλα κακοειργασμένα, ἴσως ἐκεῖ τερματίζεται ἡ θεολογία καὶ ἀρχίζει ἡ ἐπιστήμη. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο νὰ κάνη ἐπιστήμη, ἀλλὰ θεολογία. Ἡ ἐπιστήμη οὔτε προσέχει τὸ καζάνι ποὺ θὰ χρησιμοποιήση, ἂν εἶναι τὸ κατάλληλο, οὔτε κἂν θὰ τὸ ξεπλύνη, μήπως σκόνη ἔχει κατακαθίσει στὰ τοιχώματά του.
Στὰ καζάνια τῶν ἐπισκόπων εἶναι σήμερα φοβερὰ δύσκολο νὰ μαγειρέψης, καὶ μάλιστα ὅταν στὴν βράση καὶ στὴν καύση τοῦ λόγου ἀνακατεύωνται καὶ τὰ προσωπικὰ λάθη καὶ θελήματα. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν κάνει σύβραση μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ καζάνι τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι καθαρό, νὰ μὴ παίρνη μπόχα ἀπὸ μυρωδιὲς ἀπὸ ἄλλα μαγειρέματα, ἀλλὰ μόνον τὴν εὐωδιὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅταν μαγειρεύης καὶ ἀναμειγνύης δυτικὲς καὶ προτεσταντικὲς διδασκαλίες καὶ αἱρέσεις, τὸ φαγητὸ γιὰ τὸν ὀρθόδοξο εἶναι σκέτο δηλητήριο. Ὁ ἄνθρωπος στὴν προσπάθειά του νὰ ἐρευνήση τὶ βότανα εἶναι αὐτὰ ποὺ παρασκεύασαν σήμερα αὐτὸ τὸ ἔδεσμα, χάνεται, βουλιάζει, παραπατεῖ καὶ παραπαίει στοὺς δρόμους. Ὅταν συλλογιοῦμαι πόσα τέτοια φαγητὰ ἔφαγα ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, πόσο στενοχωροῦμαι ποὺ δὲν εἶχα τὴν διάκριση νὰ ξεχωρίσω πατάτες μὲ ἀγκινάρες εἶναι ἢ πατάτες μὲ κρεμμύδια. Ὅλα αὐτὰ ὅταν μαγειρεύωνται, καὶ μάλιστα σὲ καζάνια μαγαρισμένα, δὲν ξεχωρίζεις τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ τρῶς, δὲν ὀσφραίνεσαι ἂν τὰ βότανα αὐτὰ δυσοσμοῦν ἢ εὐωδιάζουν.
Δυστυχῶς καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει πολλὰ καζάνια, τόσο σπουδαῖα, ποὺ ἄλλα βράζει τὸ ἕνα κελλὶ καὶ ἄλλα τὸ ἄλλο. Ἄλλα βράζει τὸ κοινόβιο καὶ ἄλλα τὸ ἰδιόρρυθμο. Μάλιστα στὴν ἐποχή μας μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι τῶν τελείων νὰ διακρίνουν τὰ δηλητηριώδη ἀπὸ τὰ ἀβλαβῆ. Πάω πολὺ κοντὰ στὰ ζῶα ὅταν τρῶνε καὶ θαυμάζω τὴν διάκριση ποὺ ἔχουν στὸ τὶ θὰ βάλουν μέσα τους. Γιὰ τὸ ἀληθινὸ τοῦ πράγματος, μνημονεύω ἕνα γεγονός:
Κάποτε στὸ πηγάδι τῶν γηρασμένων γονέων μου, ἀπ᾽ ὅπου πίναν νερό, κάποιος καλὸς γείτονας ἔρριξε ἕνα σκυλί. Βρόμισε τὸ σκυλὶ καὶ σκουλήκιασε. Ἔλεγαν τὰ γεροντάκια μεταξύ τους:
– Χάλασε ἡ γεύση τοῦ νεροῦ.
Τὸ ἀνεξήγητο τοὺς τὸ διευκρίνισαν τὰ ζῶα. Τοὺς ἔδιναν νερὸ καὶ δὲν τὸ ἔπιναν. Ἐρεύνησαν τὸ πηγάδι καὶ βρῆκαν ἀποσυντεθειμένο τὸ σκυλί. Ὁ ὄνος, αὐτὸ τὸ εὐλογημένο ζῶο, ποτὲ δὲν πίνει μαγαρισμένο νερό.
Ἄρα ἔχουν τὰ ζῶα ἰσχυρότερες αἰσθήσεις καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ δὲ φοβερώτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ὅτι, ἂν τὸ σκεῦος δὲν εἶναι κατάλληλο, ἂς τοὺς βάλης καὶ τὰ πιὸ θρεπτικὰ φαγητά, πολλὰ θὰ γυρίσουν μὲ τὴν μουσούδα τους τὸ δοχεῖο ἀνάποδα.
Γι᾽ αὐτό, προσέχετε κι ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς ἐκεῖ ποὺ περιοδεύετε τὶ σᾶς σερβίρουμε. Τὸ ψεύτικο καὶ τὸ φτιαχτὸ δὲν βοηθάει. Τὸ παραμύθι εἶναι χαμένη ὥρα καὶ τὸ λαλούμενο κύμβαλον ἀλαλάζον. Προσέχετε τὰ ὁράματα καὶ τὰ θαύματα. Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν εἶναι ἐξ οὐρανοῦ· εἶναι φαντασιώσεις, πλάνες.
Προσέχετε τοὺς ἱεροκήρυκες. Προσέχετε τοὺς διδασκάλους. Κοιτάξτε τον καλὰ σὲ τὶ καζάνι μαγειρεύει καὶ μετὰ γευθῆτε τὸ φαγητό. Κοιτάξτε πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποιοὶ ὑπάρχουνε καὶ ποιοὶ τὸν παρακινοῦνε καὶ ποιοὺς συναναστρέφεται. Νὰ προσέξουμε καὶ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ τὰ σκεύη μας καὶ τὰ ἐδέσματα ποὺ παρασκευάζουμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς πλησιάζουν. Νὰ πάρουμε πάνω μας τὴν εὐθύνη τῶν λόγων μας. Ρώτησα ἕνα Γέροντα:
– Δίδαξες ποτέ σου; Ὑπέδειξες;
– Ὅχι –μοῦ λέει– γιατὶ φοβᾶμαι τὴν εὐθύνη τῶν λόγων μου.
Δυστυχῶς, τὰ ἐργαστήριά μας δὲν παρασκευάζουν καλὰ σκεύη καὶ τὰ χρησιμοποιοῦμε ἀνεξέλεγκτα. Ἕνας ἱεροκήρυκας στὴν γιορτὴ Πέτρου καὶ Παύλου εἶπε ὅτι σήμερα γιορτάζουμε τὸν πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα.
– Ἅγιε δάσκαλε, κατάλαβες τὶ εἶπες σήμερα;
– Ὄχι –μοῦ λέει.
– Πῆρες μιὰ κουταλιὰ φαγητὸ μέσα ἀπὸ τὸ καζάνι ἑνὸς προτεστάντη διδασκάλου καὶ τὸ σερβίρισες.
– Δὲν καταλαβαίνω τὶ λέτε.
– Εἶπες στὸν κόσμο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα. Δὲν εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι ἡ Παναγία, καθ᾽ ὅσον τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος κατέχει.
Ἄχου. Ποιός τολμᾶ νὰ βάλη τὸ χέρι του σ᾽ αὐτὲς τὶς ζεματιστὲς κατσαρόλες; Ποιός μπορεῖ μὲ τὴν κουτάλα του ποὺ θὰ κενώση τὸ φαγητό, νὰ κάνη στὴν ἄκρια τὰ σκουλήκια, ποὺ εἴτε εἰσπήδησαν εἴτε ἐμεῖς τὰ συλλέξαμε;
Ἀδελφοί μου, προσέχετε τὰ σκεύη. Προσέχετε τὴν προπαρασκευὴ τῶν φαγητῶν, γιὰ νὰ μὴ δηλητηριάζουμε τὸν κόσμο καὶ φαρμακώνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὰ παιδιά μας.
Μακάρι ὁ μεγάλος Πελεκάνος ποὺ ἔσταξε αἷμα στὰ μικρά του ποὺ τὰ εἶχε δηλητηριάσει ὁ ὄφις, νὰ σταλάξη καὶ στὶς δικές μας καρδιές, γιὰ νὰ ζωοποιηθοῦμε.
Μὴ μπερδεύετε τὰ καζάνια. Δὲν εἶναι ὅλα τὸ ἴδιο.
Ἦταν τόσο σπουδαῖα τὰ καζάνια γιὰ τὴν λειτουργία μιᾶς οἰκογένειας, ποὺ τὰ βρίσκουμε καταγεγραμμένα μέχρι καὶ σήμερα στὰ προικοσύμφωνα, καὶ χρονολογημένα, ὅπως τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ὅσοι σεβάστηκαν τὴν παράδοση, τὰ κράτησαν. Οἱ ἄλλοι τὰ πούλησαν στὸν παλιατζῆ καὶ ἔκαναν τὸν παλιατζῆ ἀρχαιολόγο: «Κοίτα το· ἔχει καὶ χρονολογία.» Ἐσὺ ποὺ τὸ πούλησες, δὲν τὴν εἶδες τὴν χρονολογία; «Κοίτα το· ἔχει καὶ ντουρᾶ.» Ἔχει τὴν σφραγίδα τοῦ κατασκευαστῆ. Πουλήσαμε... καὶ τὶ δὲν ξεπουλήσαμε. Τῶν προγόνων μας τὰ καυχήματα.
– Κόρη μου, νὰ τὸ φυλάξης τὸ καζάνι. Τό ᾽χω ἀπὸ τὴν γιαγιά μου.
Ζήτησα τὸ καζάνι τοῦ τυροκομειοῦ τοῦ προπάππου μου, τὸ καθάρισα, τὸ συντήρησα καὶ τὸ ἔβαλα ἐπάνω στὸ τραπέζι, δοχεῖο ἀναμνήσεων καὶ ζωντανῶν παραδόσεων. Προσέχετε τὴν ἀλλοτρίωση. Ἕνας γέροντας ὅταν πῆγα στὸ κελλί του μοῦ εἶπε:
– Πρόσεχε τὴν καρέκλα ποὺ κάθισες· εἶναι τῆς μάμμης μου. Πρόσεχε τὴν στάμνα ποὺ ἔβαλες νερό· εἶναι προικιὸ τῆς μάννας μου.
Ὅλα αὐτὰ μᾶς φέρνουν κοντὰ στὴν μιὰ γενιά, στὴν γενιὰ ποὺ ἀνέθρεψε γενιές. Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι κενά· συνεχίζουν τὶς καλὲς γενιὲς τῶν προγόνων μας.
– Μὴ μοῦ τὴν σπάσης τὴν φρουτιέρα· μοῦ τὴν ἔφερε ὁ παπποῦς μου στὸ τελευταῖο του ταξίδι ἀπὸ τὴν Σμύρνη. Φύγαμε καὶ ἀπὸ πίσω εἴδαμε τὴν φωτιὰ καὶ τὸν χαλασμό.
Εἶναι δυνατὸν ἕνα πολὺ μικρὸ πραγματάκι νὰ ἀναμοχλεύη μέσα μας ὁλόκληρη ἱστορία. Σεβαστῆτε το. Δικό σας εἶναι. Ἀγαπῆστε το. Ἡ ἀνάμνησή του θὰ σᾶς φέρνη ὁλόκληρο κόσμο στὸν νοῦ σας.
Συγχωρέστε με. Πίνακες ζωγραφίζω καὶ σᾶς τοὺς παραδίδω ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τῶν προγόνων μας. Δὲν κάνω ἐπίδειξη. Ἰχνηλατῶ τὴν ζωὴ τῶν πατέρων μας.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...