Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2022

Μνήμη θανάτου- Θάνατος και Απώλεια π. Αντώνιος Μπλουμ Μητροπολίτης Σουρόζ

 ὲ παλιότερες ἐποχές, ὅταν οἱ Χριστιανοί βρίσκονταν πλησιέστερα στὶς παγανιστικές τους ρίζες καὶ στὴ φοβερή καὶ συνταρακτικὴ ἐμπειρία τῆς μεταστροφῆς τους, μιλοῦσαν γιὰ τὸ θάνατο ὡς μιὰ γέννηση στὴν αἰώνια ζωή.

Δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονταν ὡς τέλος, ὡς μιὰ ἔσχατη ἧττα, ἀλλὰ ὡς μιὰ ἀρχή.

Θεωροῦσαν τὴ ζωὴ ὡς ἄνοδο πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸ θάνατο ὡς τὴν πύλη ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ εἰσέλθουμε σ' αὐτήν.

Αὐτὸ μάλιστα ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί, τόσο συχνά, οἱ πρῶτοι Χριστιανοί συνήθιζαν νὰ ὑπενθυμίζουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸ θάνατο μὲ φράσεις ὅπως «ἔχε μνήμη θανάτου», ἐνῶ στὶς εὐχὲς ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς πολύτιμη κληρονομιὰ ὑπάρχει μιὰ αἴτηση, μὲ τὴν ὁποία ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει «μνήμη θανάτου».

Ὅταν ἀναφέρονται αὐτὲς οἱ λέξεις στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἡ ἀντίδρασή του εἶναι συνήθως ἡ ἀπόρριψη καὶ ἡ ἀποστροφή.

Μήπως σημαίνουν αὐτὲς οἱ λέξεις ὅτι θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε πὼς ὁ θάνατος εἶναι σὰν τὴ Δαμόκλειο σπάθη, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ τρίχα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας καὶ πώς, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, μπορεῖ τὸ συμπόσιο τῆς ζωῆς νὰ τερματιστεῖ τραγικά;
Σημαίνουν μήπως πὼς ὁποτεδήποτε βροῦμε μιὰ χαρά, θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι αὐτὴ θὰ ἔχει ἕνα τέλος;

Πρέπει μήπως νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ συσκοτίζεται τὸ φῶς κάθε μέρας μὲ τὸ φόβο ἑνὸς ἐπικείμενου θανάτου;
Ὄχι, δὲν αἰσθάνονταν ἔτσι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί.
Αὐτὸ ποὺ αἰσθάνονταν εἶναι ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μιὰ ἀποφασιστικὴ στιγμή, ὅταν ὅσα μποροῦμε νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ φθάνουν σ' ἕνα τέλος.

Πρέπει λοιπόν νὰ βιαστοῦμε νὰ ἐπιτύχουμε πάνω στὴ γῆ ὅσα μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ, κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο, ἕνα σκοπὸ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε στὴ ζωή, γιὰ νὰ γίνουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο ποὺ κληθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνουμε, γιὰ νὰ πλησιάσουμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε αὐτὸ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», γιὰ νὰ γίνουμε ὅσο τὸ δυνατόν καλύτερα μιὰ ἀπαραμόρφωτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του λέει ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ ζήσουμε, ἐπειδὴ ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός. Ζοῦμε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μας σὰν νὰ γράφουμε βιαστικά, ἀπρόσεχτα, ἕνα πρόχειρο γραφτὸ ποὺ μιὰ μέρα θὰ καθαρογραφεῖ.
Εἶναι σὰν νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ κτίσουμε καὶ μαζεύουμε ὅλα τὰ χρειώδη ποὺ ἀργότερα θὰ ὀργανωθοῦν σὲ ὀμορφιά, ἁρμονία καὶ νόημα. Ζοῦμε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, δίχως νὰ ὁλοκληρώνουμε ἢ νὰ τελειοποιοῦμε αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστά μας.

Λέμε στὸν ἑαυτό μας: ἀργότερα θὰ κάνω κάτι, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀργότερα, κάποια μέρα θὰ κάνω τὸ καθαρὸ γράψιμο. Ἀλλὰ τὰ χρόνια περνοῦν καὶ δὲν κάνουμε τίποτε.

Αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο ἐπειδὴ πλησιάζει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἐπειδὴ σὲ κάθε περίοδο τῆς ζωῆς μας δὲν ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ κάνουμε ὅσα ἡ προηγούμενη περίοδος μᾶς ἔχει ἐπιτρέψει νὰ κάνουμε.

Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε μιὰ ὄμορφη καὶ γεμάτη νεότητα κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὡριμότητας, ὅπως δὲν μποροῦμε, σὲ μεγάλη ἡλικία, νὰ ἀποκαλύψουμε στὸν Θεό καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ πιθανῶς θὰ ἤμασταν στὰ χρόνια τῆς ὡριμότητας.
Ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ἀλλά, μόλις περάσει, δὲν εἶναι πλέον δυνατόν νὰ γίνουν αὐτὰ.

Ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει φωτιὰ στὰ μάτια τῶν νέων, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει καὶ φῶς στὰ μάτια τῶν γερόντων.

Ὁ καιρὸς τῆς δυνατῆς φωτιᾶς περνᾶ, ὁ καιρὸς τοῦ φωτὸς πλησιάζει, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ γίνουμε φῶς, δὲν μποροῦμε πλέον νὰ κάνουμε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶχαν γίνει τὴν ἐποχὴ ποὺ ἤμασταν φωτιά.

Ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός.
Ὅταν μᾶς λένε ὅτι πρέπει νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο, δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς δώσουν φόβο γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ ζήσουμε μὲ ὅλη τὴν ἔνταση ποὺ θὰ εἴχαμε ἂν συνειδητοποιούσαμε ὅτι κάθε στιγμὴ εἶναι μόνο ἡ στιγμὴ ποὺ κατέχουμε, καὶ ὅτι ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς πρέπει νὰ εἶναι τέλεια: μᾶς ὑποδεικνύεται ὄχι τὸ βάθος ἀλλὰ ἡ κορυφὴ τοῦ κύματος, ὄχι μιὰ ἧττα ἀλλὰ ἕνας θρίαμβος.

Ἔτσι, ἡ μνήμη θανάτου φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ κάνει τελικὰ τὴ ζωὴ ἔντονη.

Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσουν γιὰ κάποια περίοδο μ' ἕναν ἑτοιμοθάνατο, μ' ἕνα πρόσωπο ποὺ γνωρίζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ θανάτου, καὶ ἔχουν συνειδητοποιήσει κι αὐτοὶ αὐτὸ τὸ γεγονός, θὰ πρέπει νὰ κατανοήσουν τὸ τὶ μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ μιὰ σχέση ἡ παρουσία τοῦ θανάτου.

Σημαίνει πὼς κάθε λέξη ὀφείλει νὰ περιλαμβάνει ὅλο τὸ σεβασμό, ὅλη τὴν ὀμορφιά, ὅλη τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πιθανῶς νὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση νάρκης σ' αὐτὴν τὴ σχέση.

Σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀσήμαντο, ἐπειδὴ ὅσο ἀσήμαντο κι ἂν εἶναι κάτι, μπορεῖ νὰ γίνει εἴτε ἔκφραση ἀγάπης ἢ ἀκόμη καὶ ἄρνησή της.

Αὐτὸ εἶναι κάτι πολύ σημαντικό, ἐπειδὴ χρωματίζει ὅλη μας τὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ μεγάλη πρόκληση, σὲ κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτυχθοῦμε στὸ πλῆρες μέτρο τῆς ἡλικίας καὶ στὸ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ εἴμαστε ὅλα ὅσα μποροῦμε νὰ γίνουμε, χωρίς ἐλπίδα νὰ βελτιωθοῦμε ἀργότερα ἂν δὲν φροντίσουμε νὰ εἴμαστε σωστοὶ ἀπὸ σήμερα.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ, στοὺς "Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ", μιλᾶ γιὰ τὴν κόλαση.
Λέει πὼς ἡ κόλαση μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ σὲ δύο λέξεις: «πολὺ ἀργά!»

Μόνο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῆς τῆς φοβερῆς συνειδητοποίησης:
εἶναι πολύ ἀργά.

Λέξεις ἢ χειρονομίες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γεμίσουν μιὰ σχέση δὲν μποροῦν πλέον νὰ λεχθοῦν ἢ νὰ πραγματοποιηθοῦν.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ στὸ τέλος, ἀλλὰ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παρὰ μόνο μ' ἕναν ἄλλο τρόπο, μὲ πολύ πόνο.

Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ἦρθε νὰ μὲ δεῖ ἕνας ἡλικιωμένος γύρω στὰ ὀγδόντα πέντε. Ἤθελε νὰ μὲ συμβουλευτεῖ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ μὲ τὴν ἀγωνία μὲ τὴν ὁποία εἶχε ζήσει γιὰ περίπου ἑξῆντα χρόνια. Στὸν ἐμφύλιο πόλεμο τῆς Ρωσίας εἶχε σκοτώσει τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ποὺ καὶ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσε. Ἀγαποῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο πολύ. Σκόπευαν νὰ παντρευτοῦν, ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς σκοποβολῆς, αὐτὴ εἶχε τρέξει ξαφνικὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴ γραμμὴ σκόπευσης καὶ ἔτσι ἦταν πολύ ἀργὰ γιὰ νὰ ἐκτρέψει τὴ βολή του.

Γιὰ ἑξῆντα χρόνια δὲν εἶχε μπορέσει νὰ βρεῖ εἰρήνη.
Ὄχι μόνο εἶχε κόψει τὸ νῆμα μιᾶς ζωῆς ποὺ τοῦ ἦταν ἄπειρα πολύτιμη, ἀλλὰ μιᾶς ζωῆς ποὺ ἄνθιζε καὶ ποὺ ἦταν ἐξίσου πολύτιμη καὶ γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε.

Μοῦ εἶπε ὅτι προσευχόταν, ζητοῦσε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Κύριο, εἶχε ἐξομολογηθεῖ, εἶχε μετανοήσει, εἶχε λάβει τὴν ἄφεση καὶ τὴ Θεία Κοινωνία - εἶχε κάνει ὅλα ὅσα ἡ φαντασία του καὶ ἡ φαντασία αὐτῶν ποὺ εἶχε στραφεῖ γιὰ συμβουλὲς εἶχε προτείνει, ποτὲ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ εἰρήνη.

Μὲ μιὰ ἔμπνευση ἔντονης καὶ δυνατῆς συμπάθειας, τοῦ εἶπα:
«Στρέφεσαι στὸν Χριστὸ ποὺ δὲν ἔχεις δολοφονήσει, στοὺς ἱερεῖς ποὺ δὲν ἔχεις πληγώσει. Γιατί δὲν ἔχεις σκεφτεῖ νὰ στραφεῖς στὸ κορίτσι ποὺ σκότωσες;»

Ἐξεπλάγη. Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει;
Δὲν εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων πάνω στὴ γῆ;
Καὶ ὅμως, ἔτσι εἶναι.

Τοῦ εἶπα λοιπόν πὼς, ἂν τὸ κορίτσι ποὺ πυροβόλησε μποροῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει, νὰ μεσολαβήσει γι' αὐτὸν, τότε ἀκόμη κι ὁ Θεὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν προσπεράσει ἀσυγκίνητος.

Ὑπάρχει μιὰ ἱστορία γιὰ τὸν προφήτη Δανιήλ.
Ὁ Δανιὴλ προσεύχεται καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέει ὅτι ἡ προσευχή του εἶναι μάταιη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα, ποὺ τὸν φθονεῖ, προσεύχεται ἐνάντια στὴν προσευχὴ τοῦ Δανιήλ καὶ ἔτσι ἡ προσευχή της εἶναι σὰν δυνατὸς ἄνεμος ποὺ σβήνει τὴ φλόγα τῆς προσευχῆς ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔλπιζε πὼς θὰ φθάσει στὸν οὐρανό.

Αὐτὴ ἦταν ἡ εἰκόνα ποὺ πιθανῶς μοῦ ἦρθε ὑποσυνείδητα. Τοῦ πρότεινα νὰ κάθεται μετὰ τὴ βραδυνὴ προσευχή καὶ νὰ διηγεῖται στὴν κοπέλα γι' αὐτὰ τὰ ἑξῆντα χρόνια πνευματικῆς ἀγωνίας, γιὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ σπαταλήθηκε, γιὰ τὸν πόνο ποὺ εἶχε ὑπομείνει, καὶ νὰ τῆς ζητήσει συγγνώμη καὶ κατόπιν νὰ τῆς ζητήσει νὰ μεσολαβήσει γι' αὐτὸν στὸν Κύριο νὰ στείλει εἰρήνη στὴν καρδιά του, ἂν βεβαίως τὸν εἶχε κι αὐτὴ συγχωρήσει.

Τὸ ἔκανε, καὶ ἦλθε ἡ εἰρήνη.
Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὅ,τι ἔχει μείνει ἀτέλειωτο στὴ γῆ. Ὅ,τι ἔχει ἀποτύχει στὴ γῆ μπορεῖ νὰ θεραπευθεῖ ἀργότερα, ἀλλὰ τὸ τίμημα μπορεῖ νὰ εἶναι πολλὰ χρόνια πόνου καὶ τύψεων, δακρύων καὶ μοναξιᾶς.

Τώρα, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ θάνατο, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν φανταστοῦμε οὔτε ὡς ἕνα ἔνδοξο οὔτε ὡς ἕνα ἄθλιο γεγονός.

Ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς στὴ Βίβλο καὶ στὰ Εὐαγγέλια εἶναι πιὸ περίπλοκη ἀπ' αὐτήν.
Νὰ τὸ θέσω ἀλλιῶς: ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δημιούργησε γιὰ τὸ θάνατο καὶ γιὰ τὴν καταστροφή.
Μᾶς δημιούργησε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Μᾶς κάλεσε στὴν ἀθανασία - ὄχι μόνο στὴν ἀθανασία τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀθανασία ποὺ δὲν γνωρίζει θάνατο.

Ὁ θάνατος εἰσῆλθε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.
Εἰσῆλθε ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Θεό, στράφηκε μακριὰ ἀπ' Αὐτόν, ἔψαξε νὰ βρεῖ τρόπους μὲ τοὺς ὁποῖους θὰ μποροῦσε νὰ κάνει πράγματα μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Τὴ γνώση ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε μέσω τῆς κοινωνίας μὲ τὴ γνώση καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ τὴν ἀποκτήσει μόνος του.
Ἀντὶ νὰ ζεῖ κοντὰ στὸν Θεό, διάλεξε τὴ δική του ἀνεξαρτησία.

Ὁ Γάλλος πάστορας Ρολλάν ντε Κυρί γράφει κάπου, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἀποτελεῖ ἴσως μιὰ καλὴ εἰκόνα, ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔστρεφε τὴν πλάτη του στὸν Θεό καὶ κοίταζε τὸ ἄπειρο μπροστά του, τὴ στιγμὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχε Θεὸς γι' αὐτὸν καὶ, καθὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ζωῆς, δὲν γινόταν παρὰ νὰ πεθάνει.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ θάνατο ὑπάρχει μιὰ τραγωδία.
Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ὁ θάνατος εἶναι τερατώδης, δὲν θὰ ἔπρεπε κἂν νὰ ὑπάρχει, Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως, μιά, ἀτέλειωτη διάρκεια χρόνου χωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεό, πολλὲς χιλιάδες χρόνων ζωῆς δίχως καμιὰ ἐλπίδα ὅτι θὰ ὑπάρξει ἕνα τέλος σ' αὐτὸν τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἦταν κάτι τὸ πολύ τρομακτικότερο κι ἀπὸ αὐτὴν τὴ διάλυση τοῦ σωματικοῦ μας πλαισίου, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα τέλος σ' αὐτὸν τὸ φαῦλο κύκλο.

Ἔτσι, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη πλευρὰ τοῦ θανάτου: ὅσο στενὴ πύλη κι ἂν εἶναι, εἶναι ὡστόσο ἡ μόνη πύλη ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀποδράσουμε ἀπὸ τὸν φαῦλο κύκλο τοῦ ἀτελείωτου χρόνου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό - ἕνας κτιστὸς ἀτελείωτος χρόνος, ὅπου δὲν ὑπάρχει, χῶρος γιὰ νὰ ξαναγίνουμε μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ μέτοχοι τῆς Θείας φύσης.

Γι' αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μπόρεσε νὰ πεῖ: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστός καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος». Ἐπειδὴ ὅσο ζῶ ἀτέλειωτη σ' αὐτὸ τὸ σῶμα θὰ εἶμαι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστό.

Γι' αὐτὸ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο λέγει ὅτι γι' αὐτὸν τὸ νὰ πεθάνει δὲν σημαίνει ὅτι ἁπλῶς ρίχνει ἀπὸ τοὺς ὤμους του τὴν πρόσκαιρη ζωή, σημαίνει ὅτι ἐνδύεται τὴν αἰωνιότητα.

Ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ ἕνα τέλος, εἶναι μιὰ ἀρχή.
Εἶναι μιὰ πόρτα ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν ἀπεραντωσύνη τῆς αἰωνιότητας, ποὺ θὰ ἦταν κλειστὴ γιὰ μᾶς γιὰ πάντα ἂν ὁ θάνατος δὲν μᾶς ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὴν ἐνσωμάτωσή μας στὰ γήινα πράγματα.

Αὐτὲς οἱ δυὸ πλευρὲς πρέπει νὰ παίξουν ἕναν σημαντικὸ ρόλο στὴ στάση μας ἀπέναντι στὸ θάνατο. Ὅταν πεθαίνει κάποιος, νομιμοποιούμαστε νὰ εἴμαστε συντετριμμένοι.

Μποροῦμε νὰ παρατηροῦμε μὲ τρόμο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἁμαρτία σκότωσε τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε.
Μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ θάνατο ὡς τὴν τελευταία λέξη, τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς.
Ἔχουμε δίκιο ὅταν κλαῖμε πάνω στὸν κεκοιμημένο, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ συμβεῖ. Τὸ πρόσωπο αὐτὸ σκοτώθηκε ἀπὸ τὸ κακό.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μποροῦμε νὰ χαιρόμαστε ἐπειδὴ μιὰ νέα ζωή, ἀπεριόριστη, ἐλεύθερη, ἄρχισε γι' αὐτὸν ἢ γι' αὐτήν.

Καὶ πάλι, μποροῦμε νὰ κλαῖμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ τὴν ἀπώλεια ποὺ νιώθουμε, τὴ μοναξιά μας, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ πρέπει νὰ μάθουμε τὶ εἶχε ἤδη προβλέψει καὶ προείπει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη:
«κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη».

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ξεθωριάσει ἡ μνήμη τοῦ ἀγαπημένου, ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ μὴ μιλοῦμε γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἀγαπημένο στὸν ἀόριστο:
«Τὸν ἀγαποῦσα, ἤμασταν τόσο κοντά»,
ἀλλὰ μᾶς κάνει νὰ σκεφτόμαστε στὸν ἑνεστῶτα:
«Τὸν ἀγαπῶ, εἴμαστε τόσο κοντά».

Στὴν Καινὴ Διαθήκη, βρίσκουμε κάτι ἀκόμη σπουδαιότερο ἀπ' αὐτὸ. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος οὐσιαστικὰ κατεβλήθη.
Ὁ θάνατος ἔχει καταβληθεῖ μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους.

Κατεβλήθη, ἐπειδὴ γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ τὴν τελευταία λέξη καὶ καλούμαστε νὰ ἐγερθοῦμε ξανά καὶ νὰ ζήσουμε.

Ὁ θάνατος νικήθηκε ἐπίσης μὲ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ κατὰ τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου, μὲ τὴν εἰς Ἄδου κάθοδο, ἐπειδὴ ἡ φρικτότερη ἄποψη τοῦ θανάτου, ὅπως τὴ συνέλαβε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἦταν ὅτι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶχε ἐπιφέρει τὸ θάνατο, εἶχε γίνει ὁριστικός, ἀκατάλυτος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.

Ὅσοι εἶχαν πεθάνει -καὶ αὐτὸ ἐφαρμόζεται σὲ ὅλους- ὅσοι λοιπόν εἶχαν πεθάνει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ, Τὸν ἔχασαν γιὰ πάντα στὸ θάνατο.
Ἡ Σεόλ τῆς Παλαιάς Διαθήκης εἶναι ὁ τόπος ὅπου δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ τόπος τοῦ χωρισμοῦ, τῆς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπανόρθωτης ἀπουσίας.

Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἄδη, ὁ θάνατος ἔφθασε στὸ τέλος του.
Ὑπάρχει ὁ χωρισμὸς πάνω στὴ γῆ καὶ ὁ πόνος τοῦ χωρισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἀντίθετα, ὁ θάνατος εἶναι ἡ στιγμή καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο, ὅσο κι ἂν ἤμασταν χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο κι ἂν ἤμασταν ἀτελῶς ἑνωμένοι ἢ ἐναρμονισμένοι μαζί Του, παρουσιαζόμαστε μπροστά Του.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου.
Δὲν μᾶς λέει συνεχῶς,
«Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμο, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον»;
Στεκόμαστε λοιπόν μπροστὰ σ' Αὐτόν, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία.

Ἔτσι, ὁ θάνατος διαθέτει μιὰ περιπλοκότητα -θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε ἕναν διφορούμενο χαρακτῆρα-, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα, ἂν εἴμαστε λαὸς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ παραβλέψει τὴ γέννηση τοῦ κεκοιμημένου στὴν αἰωνιότητα, ἐπειδὴ εἴμαστε τόσο πληγωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπώλεια καὶ ἀπὸ τὴ γήινη μοναξιά μας.

Ὑπάρχει στὸ θάνατο καὶ μιὰ δύναμη τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἐγγίζει. Ἂν ἡ ἀγάπη μας εἶναι πιστή, ἂν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ θυμόμαστε, ὄχι μόνο μὲ τὸ μυαλὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά μας, αὐτούς ποὺ ἔχουμε ἀγαπήσει πάνω στὴ γῆ, τότε, σύμφωνα μὲ τὸν Χριστό:
«ὅπου γἀρ ἐστίν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».

Εἶναι δύσκολο, ἂν ὄχι καὶ ἀδύνατο, νὰ μιλοῦμε γιὰ τὰ ζητήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἂν αὐτὰ δὲν εἶναι προσωπικά.

Συναντοῦμε τὸ θάνατο πρῶτα ἀπ' ὅλα στὴ ζωή μας, ὄχι ὡς ἕνα θέμα πάνω στὸ ὁποῖο στοχαζόμαστε, ἂν καὶ συμβαίνει κι αὐτὸ, ἀλλὰ κυρίως ὡς ἀποτέλεσμα κάποιας ἀπώλειας, δικῆς μας ἢ κάποιου ἄλλου.
Μάλιστα, αὐτὴ ἡ ὑποκατάστατη ἐμπειρία τοῦ θανάτου εἶναι ποὺ λειτουργεῖ ὡς ὑπόβαθρο γιὰ νὰ στοχαζόμαστε ἐκ τῶν ὑστέρων πάνω στὴ βεβαιότητα τοῦ δικοῦ μας θανάτου, καὶ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετιζόμαστε μ' αὐτὸν.

Ὁ πατέρας μου ἦταν ἕνας ντροπαλὸς ἄνθρωπος.
Μιλοῦσε λίγο, καὶ ἔτσι μιλούσαμε λίγο καὶ μεταξύ μας.
Ἀνήμερα τὸ Πάσχα αἰσθάνθηκε λίγο ἀδιάθετος καὶ ξάπλωσε.

Κάθισα κοντά του καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μας μιλήσαμε τελείως ἀνοιχτά.
Δὲν ἦταν τόσο τὰ λόγια μας ποὺ ἦταν σημαντικά.
Ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
Οἱ πόρτες ἄνοιξαν.
Ἡ σιωπὴ ἦταν τόσο ἀνοιχτή καὶ βαθιὰ ὅσο καὶ οἱ λέξεις.

Κατόπιν ἔπρεπε νὰ φύγω.
Χαιρέτησα ὅλους ὅσοι ἦταν στὸ δωμάτιο, ἀλλὰ ὄχι αὐτὸν, ἐπειδὴ αἰσθάνθηκα πώς, ἔχοντας συναντηθεῖ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴχαμε συναντηθεῖ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποχωριστεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Δὲν ὑπῆρξε χαιρετισμός.
Δὲν ὑπῆρξε κἂν ἕνα «εἰς τὸ ἐπανιδεῖν», ἐπειδὴ εἴχαμε συναντηθεῖ, καὶ αὐτὸ ἦταν γιὰ πάντα.

Πέθανε τὴν ἴδια νύχτα.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο ὅπου ἐργαζόμουν καὶ μοῦ εἶπαν πὼς εἶχε πεθάνει, προχώρησα στὸ δωμάτιό του καὶ ἔκλεισα τὴν πόρτα πίσω μου.

Αὐτὸ ποὺ ἀντιλήφθηκα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἦταν ἡ ποιότητα καὶ τὸ βάθος τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἦταν μιὰ ἀπουσία θορύβου, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ Γάλλου συγγραφέα Ζώρζ Μπερνανός, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μυθιστορήματά του -«μιὰ σιωπὴ ποὺ ἦταν παρουσία».
Ἔπιασα μάλιστα τὸν ἑαυτό μου νὰ λέει:
«καὶ οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος. Τὶ ψέμα».

Αὐτὸ ἴσως ἐξηγεῖ τὸ γιατί ἡ στάση μου ἀπέναντι στὸ θάνατο εἶναι τόσο μονόπλευρη: ἐπειδὴ βλέπω τὴ δόξα του καὶ ὄχι μόνο τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπώλεια.
Ἡ ἐμπειρία μου ἀναφέρεται στὸν ξαφνικὸ θάνατο, στὸν ἀπροσδόκητο θάνατο, στὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται σὰν «κλέφτης ἐν νυκτί».

Ἂν τέτοιες ἐμπειρίες βρεθοῦν μπροστά σας, θὰ καταλάβετε ἴσως τὸ γιατί κάποιος μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ χαίρεται, ὅταν ἡ καρδιά του βρίσκεται σὲ ἔντονο πόνο καὶ ἀγωνία, καὶ τὸ πώς -σ' αὐτὸ θὰ ἐπιστρέψουμε ἀργότερα- μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε στὴν ἐξόδια ἀκολουθία μας:
«Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Γι' αὐτὸ καὶ χρησιμοποιοῦμε τὰ λόγια ἑνὸς ψαλμοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια ἀκολουθία, ὡσὰν ὁ κεκοιμημένος, στρεφόμενος πρὸς ἐμᾶς, νὰ μᾶς ἔλεγε:
«Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε».

Πολύ συχνότερα, ὅμως, ἀντὶ γιὰ ἕναν ξαφνικὸ θάνατο, ἀντιμετωπίζουμε μιὰ μακρόχρονη ἢ ὁλιγόχρονη ἀρρώστια, ἢ γηρατειά, ποὺ σταδιακὰ μᾶς φέρνουν εἴτε στὸν τάφο, εἴτε στὴν ἐλευθερία μας, ἀνάλογα ἀπὸ ποιὰ πλευρὰ θὰ τὸ δεῖ κανείς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη συνάντηση ποὺ λαχταρᾶ ὁ καθένας μας, συνειδητά ἢ ἀσυνείδητα, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίζεται σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του, ποὺ εἶναι ἡ πρόσωπο μὲ πρόσωπο συνάντησή μας μὲ τὸν ζῶντα Θεό, μὲ τὴν Αἰώνια Ζωή, καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του.

Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς ἀρρώστιας, ἢ τῶν προϊόντων γηρατειῶν, πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ καὶ νὰ κατανοηθεῖ δημιουργικὰ καὶ χρήσιμα.

Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς, ποὺ φέρνει μεγάλη πνευματικὴ ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὅταν βλέπουν ἕνα ἀγαπημένο τους πρόσωπο νὰ γερνάει, νὰ χάνει, τὶς σωματικές καὶ πνευματικές του ἱκανότητες, νὰ φαίνεται πὼς χάνει ό,τι ἦταν τὸ πιὸ πολύτιμο πρᾶγμα: τὸ καθαρὸ μυαλό, τὴν πνευματώδη ἀνταπόκριση στὴ ζωή.

Πολύ συχνά, αὐτὴ ἡ πορεία βρίσκεται στὴ μία πλευρά. Κλείνουμε τὰ μάτια μας γιὰ νὰ μὴ βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε νὰ δοῦμε καὶ νὰ προβλέψουμε.
Μὲ ἀποτέλεσμα, ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, νὰ εἶναι ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ ὄχι μόνο διαθέτει τὸν τρόμο τοῦ ἀπροσδόκητου θανάτου, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιπλέον τρόμο νὰ μᾶς κτυπᾶ στὴν πλέον εὐαίσθητη χορδή μας.

Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ὁ πόνος, ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγωνία ἔχουν ἀνεβάσει τὴν ἔντασή τους μέσα μας, ἀφοῦ ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε νὰ τοὺς δώσουμε ἐλευθερία ἔκφρασης καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ὡριμάσουν.
Τὸ κτύπημα γίνεται ἀκόμη πιὸ ὀδυνηρό καὶ καταστροφικὸ ἀπ' ὅ,τι στὴν περίπτωση ἑνὸς ξαφνικοῦ θανάτου, ἐπειδὴ, χώρια ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας ποὺ δημιουργεῖ, στὴ συνέχεια μεμφόμαστε καὶ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ὅτι δὲν κάναμε ὅλα ὅσα θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε κάνει.

Ἂν τὰ εἴχαμε κάνει, αὐτὸ θὰ μᾶς ὠθοῦσε στὴν ἀλήθεια καὶ θὰ ξεσκέπαζε σὲ μᾶς καὶ στὸν θνήσκοντα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος ἄνοιγε σιγὰ - σιγὰ τὴν πόρτα - καὶ πὼς αὐτὴ ἡ πόρτα θὰ ἄνοιγε διάπλατα μιὰ μέρα καὶ τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ διαβεῖ δίχως νὰ κοιτάζει πίσω.

Εἶναι σημαντικὸ γιὰ ὅλους μας, ὁποτεδήποτε ἀντιμετωπίζουμε αὐτὴ τὴν ἀπώλεια ποὺ πλησιάζει σταδιακά, νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε ἀπ' ἀρχῆς μὲ ἐκεῖνον τὸν ὄμορφο καὶ ἰσορροπημένο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε ὅσο τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο βρίσκεται ἀκόμη ἐν ζωῇ καὶ ἀνάμεσά μας.
Ἀπέναντι στὴ σκέψη τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου ὑπάρχει ἡ πραγματικότητα μιᾶς ζωντανῆς παρουσίας.
Μποροῦμε κάθε στιγμὴ νὰ ἀκουμπᾶμε στὴν ἀσφάλεια αὐτῆς τῆς παρουσίας ἐνῶ ὅλο καὶ περισσότερο θὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν περιπλοκότητα τῆς ἐπερχόμενης ἀπώλειας.
Αὐτὴ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴ δύναμη τῆς πραγματικότητας καὶ στὴν ἀστάθεια τῆς σκέψης εἶναι ποὺ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὸ θάνατο πολύτιμων γιὰ μᾶς ἀνθρώπων.

Αὐτὴ ἡ προετοιμασία συνεπάγεται ἐπίσης -ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως- μιὰ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο ποὺ νὰ ἀναγνωρίζει ἀφ' ἑνὸς τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας, ἀλλὰ νὰ ἀναγνωρίζει ἐπίσης καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μιὰ πύλη ποὺ ἀνοίγει στὴν αἰώνια ζωή.
«Τὸ νὰ πεθάνω δὲν σημαίνει νὰ ἀπεκδυθῶ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ νὰ ἐνδυθῶ τὴν αἰωνιότητα», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Μποροῦμε τώρα νὰ δώσουμε λίγα παραδείγματα γι' αὐτὴ τὴν περίοδο προετοιμασίας.

Ἡ μητέρα μου πέθανε ἀπὸ καρκίνο ποὺ τὴ βασάνισε γιὰ μιὰ περίοδο περισσότερο ἀπὸ τρία χρόνια.
Ἐγχειρίστηκε, ἀλλὰ ἀνεπιτυχῶς.
Ὁ γιατρὸς μοῦ μίλησε γι' αὐτὸ καὶ κατόπιν πρόσθεσε:
«Φυσικά, δὲν θὰ πεῖς τίποτε στὴ μητέρα σου».
Τοῦ εἶπα: «Θὰ τὸ πῶ». Καὶ τὸ εἶπα.
Θυμᾶμαι πὼς τὴν πλησίασα καὶ τῆς εἶπα ὅτι εἶχε τηλεφωνήσει ὁ γιατρός καὶ μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἡ ἐγχείρηση δὲν εἶχε πετύχει.
Σιωπήσαμε γιὰ ἕνα λεπτό καὶ κατόπιν ἡ μητέρα μου εἶπε:«Καὶ ἔτσι θὰ πεθάνω».
Τῆς εἶπα: «Ναί».
Κατόπιν ἔμεινα κοντά της, ἐντελῶς σιωπηλός, ἐπικοινωνῶντας μαζί της δίχως λέξεις.
Δὲν νομίζω ὅτι κάναμε τίποτε σκέψεις.
Εἴχαμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε κάτι ποὺ εἶχε εἰσβάλει στὴ ζωή μας καὶ τὴν εἶχε ἀλλάξει τελείως.
Αὐτὸ δὲν ἦταν κάποια σκιά, ἕνα κακό, κάποιος τρόμος.
Ἦταν τὸ ἔσχατο.
Καὶ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτὸ τὸ ἔσχατο χωρίς ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε πὼς θὰ ἐκτυλισσόταν.
Μείναμε μαζί ὅσο αἰσθανθήκαμε ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνουμε.
Καὶ μετὰ ἡ ζωὴ συνεχίστηκε.

Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ μὴν κλειστοῦμε οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή, ἡ μητέρα μου κι ἐγώ, σ' ἕνα ψέμα, νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε σὲ μιὰ κωμωδία, στερημένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε βοήθεια.
Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ νὰ μπῆκα στὸ δωμάτιο τῆς μητέρας μου μ' ἕνα ψεύτικο χαμόγελο, ἢ λέγοντας κάτι τὸ ψεύτικο.
Δὲν ὑπῆρξε καμία στιγμὴ ποὺ νὰ παίξαμε τὴν κωμωδία μιᾶς ζωῆς ποὺ κατακτᾶ τὸ θάνατο, ποτὲ δὲν ἰσχυριστήκαμε ὅτι ἡ ἀρρώστια θὰ φύγει, ὅταν καὶ οἱ δυὸ γνωρίζαμε ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ συμβεῖ.
Δὲν ὑπῆρξε καμιὰ στιγμὴ ποὺ νὰ στερήθηκε ὁ ἕνας τὴ βοήθεια τοῦ ἄλλου.
Ὑπῆρξαν στιγμὲς ποὺ ἡ μητέρα μου αἰσθάνθηκε νὰ χρειάζεται βοήθεια.
Θὰ κτυποῦσε τότε τὸ κουδούνι καὶ θὰ ἐρχόμουν, καὶ θὰ μιλούσαμε γιὰ τὸν ἐπερχόμενο θάνατο καὶ τὸ αἴσθημα ἀπώλειας ποὺ εἶχα.
Ἀγαποῦσε τὴ ζωή. Τὴν ἀγαποῦσε βαθιά.
Λίγες μέρες πρὶν πεθάνει ἔλεγε ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ ζήσει 150 χρόνια ὑποφέροντας, ἀντί νὰ πεθάνει.
Μᾶς ἀγαποῦσε.
Θλιβόταν γιὰ τὸν χωρισμό: «Ω! Γιὰ τὸ ἄγγιγμα ἑνὸς χαμένου χεριοῦ καὶ τὸν ἦχο μιᾶς φωνῆς ποὺ ἀκόμη ὑπάρχει».

Κατόπιν, ὑπῆρξαν ἄλλες στιγμὲς ποὺ αἰσθάνθηκα τὸν πόνο, καὶ πήγαινα τότε καὶ μιλοῦσα γι' αὐτὸν στὴ μητέρα μου.
Μὲ στήριζε καὶ μὲ βοηθοῦσε νὰ ἀντικρύσω τὸν θάνατο.
Αὐτὴ ὑπῆρξε μιὰ βαθιά καὶ ἀληθινὴ σχέση, δίχως κανένα ψέμα μέσα της.
Σ' αὐτὴν τὴ σχέση εἶχε βρεῖ θέση ὁτιδήποτε εἶναι ἀληθινό.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη πλευρά, ποὺ τὴν ἀνέφερα προηγουμένως.
Ἐπειδὴ ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ ἐπέλθει ἀνὰ πᾶσα στιγμή, καὶ τότε θὰ εἶναι πολύ ἀργὰ νὰ διορθωθεῖ κάτι ποὺ ἦταν στραβό, ὅλη ἡ ζωὴ πρέπει κάθε στιγμὴ νὰ γίνεται μιὰ ἔκφραση, ὅσο τὸ δυνατόν τελειότερη καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένη, σχέσης σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης.
Μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ μετατρέψει ὅσα πράγματα φαίνονται μικρά καὶ ἀσήμαντα σὲ σημεῖα μεγάλα καὶ σημαντικά.

Ὁ τρόπος ποὺ προετοιμάζεις ἕνα φλιτζάνι τσάϊ πάνω σ' ἕνα δίσκο, ποὺ τοποθετεῖς τὰ μαξιλάρια κάτω ἀπὸ ἕναν ἄρρωστο, ὁ τρόπος ποὺ ἠχεῖ ἡ φωνή σου, ὁ τρόπος ποὺ κινεῖσαι - τὰ πάντα μποροῦν νὰ γίνουν ἔκφραση ὅλων ὅσων ὑπάρχουν σὲ μία σχέση.

Ἂν ὑπάρχει μιὰ λανθασμένη παρατήρηση, ἂν ὑπάρχει ἕνα ρῆγμα, ἂν κάτι ἔχει στραβώσει, πρέπει νὰ διορθωθεῖ ἀμέσως, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ἀναπόφευκτη βεβαιότητα ὅτι ἀργότερα θὰ εἶναι πολύ ἀργά.
Ὁ θάνατος μᾶς κάνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, μὲ μιὰ ἁδρότητα καὶ σαφήνεια ποὺ τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ μεταδώσει.

Εἶναι σημαντικό, εἴτε ἀντικρύζοντας τὸ θάνατό μας εἴτε ἀντιμετωπίζοντας τὸ θάνατο κάποιου ἄλλου, νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν αἰωνιότητα.

Πρὶν ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια, ἕνας ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε στὸ νοσοκομεῖο, μὲ μιὰ φαινομενικὰ συνηθισμένη ἀρρώστια.
Μετὰ τὶς ἐξετάσεις βρέθηκε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χειρουργηθεῖ.
Τὸ πληροφορήθηκε ἡ ἀδελφή του καθώς καὶ ἐγώ, ἀλλὰ ὄχι αὐτός. Αἰσθανόταν ἀκμαῖος, δυνατός καὶ πάρα πολὺ ζωντανός.

Μοῦ εἶπε: «Ἔχω τόσα νὰ κάνω καὶ βρίσκομαι ἐδῶ, καθηλωμένος στὸ κρεβάτι, γιὰ πόσο ἀκόμη;»
Τοῦ εἶπα: «Πόσο συχνὰ δὲν μοῦ ἔχεις πεῖ ὅτι ὀνειρεύεσαι τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ σταματήσεις τὸ χρόνο ὥστε νὰ μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀντὶ νὰ φτιάχνεις; Ποτὲ δὲν τὸ ἔκανες.
Ὁ Θεὸς τὸ κάνει τώρα γιὰ σένα. Τώρα εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ εἶσαι».

Ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ «εἶναι», σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ θὰ τὴν ἀποκαλούσαμε ἐντελῶς θεωρητική, ἔμεινε ἔκπληκτος καὶ εἶπε: «Τὶ πρέπει νὰ κάνω;»

Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος δὲν καθορίζονται μόνο ἀπὸ φυσιολογικὲς ἀλλαγὲς -ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ τὴν παθολογία -ἀλλά καὶ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ καταστρέφουν τὴν ἐσωτερική μας ἐνέργεια.
Αὐτὰ εἶναι ὅλα ὅσα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἀποκαλέσει ἀρνητικὲς σκέψεις καὶ αἰσθήματα, τὸ καθετὶ ποὺ ἐξασθενίζει τὴ ζωὴ μέσα μας, τὸ καθετὶ ποὺ ἐμποδίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ νὰ ξεχυθεῖ σὰν ποτάμι, καθαρό καὶ ἐλεύθερο.

Τοῦ πρότεινα λοιπόν νὰ τακτοποιήσει ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλά καὶ μέσα του ὅλα ὅσα ὑπῆρξαν λανθασμένα στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸν ἴδιο, σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς του, καὶ νὰ ἀρχίσει ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ὅταν μάλιστα τὸ κάνει αὐτὸ γιά, τὸ τώρα, ἂς προχωρήσει πίσω στὸ παρελθὸν γιὰ νὰ τὸ καθαρίσει, γιὰ νὰ κάνει εἰρήνη μὲ τοὺς πάντες, λύνοντας τοὺς κόμβους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει κάθε κακό, γιὰ νὰ μετανοήσει, γιὰ νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ εὐγνωμονήσει μὲ ὅλη του τὴ ζωή - πράγματι, ἡ ζωή του εἶχε σταθεῖ σκληρή.

Ἔτσι, μέρα μὲ τὴ μέρα, μῆνα μὲ τὸ μῆνα, περάσαμε ἀπὸ ὅλη αὐτὴν τὴ διαδικασία.
Ἔκανε εἰρήνη μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή.
Καὶ τὸν θυμᾶμαι στὸ τέλος, ξαπλωμένο στὸ κρεβάτι του, τόσο ἀδύνατο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὸ κουτάλι, νὰ μοῦ λέει μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν:
«Τὸ σῶμα μου ἔχει, κιόλας πεθάνει, καὶ ὅμως ποτὲ δὲν ἔνιωσα τόσο πολὺ ζωντανός, ὅπως νιώθω τώρα».
Εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἦταν μόνο τὸ σῶμα του, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἦταν τὸ σῶμα του, καὶ ὅτι διέθετε μιὰ πραγματικότητα ποὺ ὁ θάνατος τοῦ σώματός του δὲν μποροῦσε νὰ καταστρέψει.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ σπουδαία ἐμπειρία.
Εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας, σὲ κάθε στιγμή, ἂν θέλουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ δύναμη τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα μας καὶ συνεπῶς νὰ ἀποβάλουμε τὸ φόβο γιὰ ὁτιδήποτε συμβεῖ στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ποὺ ἐπίσης μᾶς ἀνήκει.


 Ἀντώνιος (Μπλουμ)
Μητροπολίτης Σουρόζ (Σουγδαίας)
Andrew Walker - Κώστας Καρράς (επιμ.),
Ζωντανὴ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο,
μτφρ Ἰωσήφ Ροηλίδης, εκδ. 
Ἑστία, Ἀθήνα 2001.

Πηγή: Μυριόβιβλος

πηγ'η

Η αντιμετώπιση του θανάτου

 


ΑνάστασιςΠολλά πράγματα θέλουμε να μαθαίνουμε και να κατανοούμε, προπαντός όμως τον καιρό που θα γίνει η συντέλεια του κόσμου. Ο απόστολος Παύλος, για να περιορίσει την άκαιρη αυτή πολυπραγμοσύνη μας, γράφει σε μιαν επιστολή του: «Σχετικά με το χρόνο του ερχομού του Κυρίου, αδελφοί, δεν χρειάζεται να σας γράψω, γιατί κι εσείς το ξέρετε πολύ καλά, ότι η ημέρα του Κυρίου θα έρθει απροειδοποίητα, όπως ο κλέφτης τη νύχτα» (Α' Θεσ. 5:1-2).

θάνατος - θανάτου

Τί θα κερδίσουμε, δηλαδή, αν γνωρίζουμε πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού; Πέστε μου. Ας υποθέσουμε ότι θα γίνει ύστερ' από είκοσι χρόνια ή τριάντα ή εκατό. Ποιά σημασία μπορεί να έχει αυτό για μας; Μήπως για τον καθένα μας η συντέλεια δεν έρχεται με το τέλος της ζωής του; Γιατί, λοιπόν, πονοκεφαλιάζεις και βασανίζεσαι για το τέλος του κόσμου; Δυστυχώς, όμως, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, στις οποίες αδιαφορούμε για τα ζητήματα που μας αφορούν άμεσα και καταπιανόμαστε με τα ζητήματα των άλλων, παραμελούμε τις δικές μας υποθέσεις και φροντίζουμε για τις ξένες, έτσι και σε τούτη την περίπτωση• αντί ο καθένας μας να ενδιαφέρεται για το δικό του τέλος, θέλουμε να μάθουμε με λεπτομέρειες πώς και πότε θα έρθει το κοινό τέλος όλων μας.

θάνατος - θανάτου

Αν θέλετε να πληροφορηθείτε, γιατί είναι άγνωστο στον καθένα μας το τέλος της ζωής του και γιατί ο θάνατος έρχεται ξαφνικά, όπως ο κλέφτης τη νύχτα, θα σας το πω, καθώς μάλιστα νομίζω ότι σωστά γίνεται έτσι. Αν, λοιπόν, ο καθένας μας ήξερε τη χρονική στιγμή του θανάτου του, κανείς μας δεν θα φρόντιζε να κάνει ενάρετα έργα, όσο θα ζούσε, αλλά, γνωρίζοντας ποια θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του, αφού πρώτα θα έκανε αμέτρητα κακά, θα μετανοούσε λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του και θα έφευγε για την άλλη ζωή απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του. Αν δηλαδή τώρα, που ο φόβος από την άγνοια του χρόνου του θανάτου συγκλονίζει τις ψυχές μας, αφού περάσουμε όλη μας τη ζωή μέσα στην αμαρτία, μόλις στις τελευταίες μας στιγμές αποφασίζουμε οι περισσότεροι να μετανοήσουμε, εφόσον βέβαια προλάβουμε, ποιος από μας θα φρόντιζε για την αρετή, αν ξέραμε σίγουρα το πότε θα πεθάνουμε; Τίποτα δεν θα διστάζαμε να πράξουμε ως την ημέρα εκείνη. Από τους εχθρούς μας θα παίρναμε εκδίκηση, όσους θέλαμε θα σκοτώναμε, τα άγρια πάθη της ψυχής μας θα ικανοποιούσαμε σε βάρος των συνανθρώπων μας, και μετά, πριν πεθάνουμε, θα... μετανοούσαμε!

θάνατος - θανάτου

Πέρα απ' αυτό, ούτε πράξεις αληθινής αυτοθυσίας θα υπήρχαν ούτε οι γενναιόψυχοι άνθρωποι θα είχαν καμιάν ανταμοιβή, γιατί, όταν θ' αντιμετώπιζαν τολμηρά και ατρόμητα τους διάφορους κινδύνους, θα αντλούσαν το θάρρος τους από τη βεβαιότητα ότι δεν ήρθε η ώρα να πεθάνουν. Και ο πιο δειλός ακόμα θα ριχνόταν αδίσταχτα στη φωτιά, έχοντας τη γνώση ότι δεν κινδυνεύει να πάθει κανένα κακό. Γιατί αυτός που γνωρίζει ότι μπορεί να χάσει τη ζωή του σε κάποιον κίνδυνο και εντούτοις δεν διστάζει να εκτεθεί στον κίνδυνο αυτό, αποδεικνύει με ασφάλεια τη γενναιότητα και την αυτοθυσία του.

θάνατος - θανάτου

Όποιος έχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη και κατευθύνεται από την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, ούτε και το θάνατο θα θεωρήσει σαν θάνατο. Ο δίκαιος, δηλαδή, που βαδίζει στο δρόμο του Θεού και καθημερινά περιμένει να μπει στη βασιλεία Του, δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν στενοχωριέται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, όταν λ.χ. αντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενή ή φίλο του. Γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος, γι' αυτούς που έζησαν ενάρετα στη γη, δεν είναι παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια.

θάνατος - θανάτου

Γι' αυτό μπροστά στις πόλεις και στα χωριά υπάρχουν τα κοιμητήρια και οι τάφοι, για να μας θυμίζουν συνέχεια την ανθρώπινη θνητότητα. Έτσι, καθώς μπαίνουμε σε μια μεγάλη και πλούσια πόλη ή σ' ένα ωραίο και γραφικό χωριό, πριν δούμε τις ομορφιές και τα αξιοθέατά τους, βλέπουμε το τέλος και την κατάληξη κάθε ομορφιάς, κάθε πλούτου, κάθε δόξας.

θάνατος - θανάτου

Όταν, πάλι, ένας άνδρας και μια γυναίκα παντρεύονται, υπογράφουν συχνά ένα συμβόλαιο, με το οποίο ρυθμίζουν από πριν την τύχη της περιουσίας τους σε περίπτωση θανάτου του ενός ή του άλλου: «Αν ο σύζυγος πεθάνει πριν από τη σύζυγο, θα γίνει τούτο. Αν η σύζυγος πεθάνει πριν από το σύζυγο, θα γίνει τούτο και τούτο». Καλά-καλά δεν γνωρίστηκαν ακόμα, καλά-καλά τη ζωή τους δεν άρχισαν, και το θάνατο σκέφτονται. Πολλές φορές, μάλιστα, το συμβόλαιο αναφέρει τι θα γίνει, αν πεθάνει το παιδί, που θα γεννήσουν: «Αν το παιδί, που θα γεννηθεί, πεθάνει, θα γίνει αυτό κι αυτό». Ακόμα δεν φάνηκε ο απόγονος, και εκδόθηκε η απόφαση του θανάτου του!

θάνατος - θανάτου

Τί θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι, πηγαίνοντας στο συμβολαιογραφείο για τη σύνταξη ενός συμβολαίου, ο καθένας γνωρίζει πως ο θάνατος θα επισκεφθεί κάποια στιγμή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρωπο. Το θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνατος, ξεχνάει όσα έγραψε και άλλα λέει. "Έπρεπε να πάθω εγώ τέτοιο πράγμα;", φωνάζει με θρήνους και αναστεναγμούς ο άντρας που χήρεψε. "Περίμενα να με βρει τέτοια συμφορά και να χάσω τη γυναίκα μου;". Τί λες, άνθρωπέ μου; Όταν ήσουνα, ή μάλλον νόμιζες πως ήσουνα, μακριά από το θάνατο, ήξερες καλά τους φυσικούς νόμους• τώρα που έπαθες τη συμφορά, τους ξέχασες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να σε οδηγήσει στην εγκράτεια, επειδή σε θεωρεί ικανό για μεγαλύτερους αγώνες, για ανώτερη πνευματική ζωή, και γι' αυτό σε ελευθέρωσε από τον συζυγικό δεσμό.

θάνατος - θανάτου

Κι εσύ πάλι, η γυναίκα, που έχασες τον άντρα σου, γιατί κλαις; Μήπως επειδή έχασες τον προστάτη σου κι έμεινες έρημη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέτοιο. Γιατί δεν έχασες το Θεό, που είναι ο πραγματικός προστάτης όλων μας. Αφού έχεις βοηθό το Θεό, δεν έχεις ανάγκη από κανέναν άλλο. Μήπως, και όταν ζούσε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδινε όλα; Αυτό να σκέφτεσαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτήρας μου, ποιόν θα φοβηθώ; Ο Κύριος είναι ο υπερασπιστής της ζωής μου, τί θα με κάνει να δειλιάσω;» (Ψαλμ. 26:1). Τώρα πια Αυτός, «ο πατέρας των ορφανών και συμπαραστάτης των χηρών» (Ψαλμ. 67:6), θα φροντίζει για σένα περισσότερο απ' όσο φρόντιζε πριν. Βλέπεις, λοιπόν, ένα συγγενή σου να φεύγει απ' αυτόν τον κόσμο; Μην τρομάζεις, μη θρηνείς, μη συντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στον εαυτό σου, εξέτασε τη συνείδησή σου και σκέψου ότι σε λίγο καιρό σε περιμένει κι εσένα το ίδιο τέλος.

θάνατος - θανάτου

"Μα ο νεκρός", θα μου πεις, "σαπίζει, γίνεται σκόνη". Ακριβώς γι' αυτό πρέπει να χαίρεσαι περισσότερο. Όταν θέλει κανείς να ξαναχτίσει ένα σπίτι, που πάλιωσε και έγινε ετοιμόρροπο, αφού πρώτα βγάλει τους ενοίκους, το κατεδαφίζει και το φτιάχνει πιο καλό. Και όταν γίνεται αυτό, οι ένοικοι δεν λυπούνται, επειδή βγήκαν από το παλιό σπίτι, αλλά μάλλον ευχαριστημένοι είναι. Δεν τους νοιάζει, βλέπεις, για την κατεδάφιση, που βλέπουν με τα μάτια τους, γιατί συλλογίζονται τη νέα και ωραία οικοδομή, που θα ανεγερθεί, κι ας μην τη βλέπουν ακόμα.

θάνατος - θανάτου

Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Όταν πρόκειται να διαλύσει το σώμα μας, βγάζει πρώτα την ψυχή, που κατοικεί μέσα σ' αυτό, όπως θα την έβγαζε από ένα παλιό και ετοιμόρροπο σπίτι, για να την εγκαταστήσει πάλι με μεγαλύτερη δόξα στο νέο σπίτι, που θα οικοδομήσει. Και ο Αδάμ, όταν δημιουργήθηκε, δεν είδε ότι πλάστηκε από χώμα. Ο Θεός, δηλαδή, δεν έπλασε την ψυχή πρώτη, για να μη δει τη δημιουργία του σώματος. Γι' αυτό η ψυχή δεν γνώριζε την ευτέλεια του σώματος. Όταν, όμως, γίνει η κοινή ανάσταση, τότε η ψυχή θα βρεθεί σ' ένα νέο άφθαρτο σώμα, όχι πια στο παλιό χωμάτινο ένδυμά της.

θάνατος - θανάτου

  Ο νεκρός, κι αν δεν βλέπει τον εαυτό του, βλέπει όμως εκείνους που πέθαναν πιο μπροστά να γίνονται σκόνη, και διδάσκεται πολλά. Για κοίτα πόσο μαζεμένοι και συγκρατημένοι είναι μπροστά στους νεκρούς ακόμα και οι πιο περήφανοι, ακόμα και οι πιο απόκοτοι άνθρωποι! Ακούγεται η λέξη "θάνατος", και η καρδιά όλων σπαρταράει από το φόβο. Και φιλοσοφούμε γύρω από τους τάφους και σκεφτόμαστε που καταλήγουμε και φλυαρούμε για τη ματαιότητα των εγκοσμίων, αλλά, μόλις απομακρυνθούμε, ξεχνάμε την ευτέλειά μας. Να, για παράδειγμα, όταν βρεθεί κανείς στην κηδεία ενός φίλου του, γυρίζει στο διπλανό του και του λέει λόγια σαν και τούτα: "Αλήθεια, πόσο ταλαίπωροι είμαστε! Πόσο ασήμαντη είναι η ζωή μας! Τί γινόμαστε, άραγε, μετά το θάνατο; Αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε και να μην κακολογούμε, να μην αδικούμε, να μη μνησικακούμε...". Φαίνεται να μιλάει με τόση ειλικρίνεια, ώστε, καθώς τον ακούς, δεν αμφιβάλλεις ότι την ίδια κιόλας στιγμή θ' απαρνηθεί ολότελα την κακία του και θ' αρχίσει να ζει ενάρετα. Μα, αλίμονο, μετά την κηδεία θα ξεχάσει και το φόβο του και τα λόγια του, και θα συνεχίσει να ζει στην αμαρτία, όπως πρώτα.

θάνατος - θανάτου

Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο θέμα μας. Πες μου, για ποιό λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς το Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του. Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του» (Σοφ. Σολ. 4:11). Ήταν μήπως νέος; Και γι' αυτό ακόμα ευχαρίστησε το Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν' αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν' αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στο Θεό, όπου θ' απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία.

θάνατος - θανάτου

Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για το χωρισμό από τ' αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ' όσο πρέπει. Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας. Με το ν' αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτ' άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκες άνθρωπος, επομένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος; Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως; Μήπως επιδιώκεις να ζήσεις χωρίς τροφή; Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθάνεις; Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος• γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νομοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα. Ας μη μοιάζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους. Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν. Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.

θάνατος - θανάτου

Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ' εμάς όσα ανήκουν σ' Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε άλλον; Μη λες, "Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω"• γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτωχούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.

θάνατος - θανάτου

Δεν βλέπεις ότι τα σώματά μας τα υπηρετούν τα χέρια; Δεν βλέπεις ότι το στόμα μασάει την τροφή, πριν τη δεχθεί το στομάχι; Μήπως το στομάχι λέει, "Αφού δέχτηκα την τροφή, δικαιωματικά τα κατέχω όλα"; Τα μάτια πάλι, μήπως, επειδή αυτά δέχονται το φως, το κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους και δεν το θέτουν στην υπηρεσία όλου του σώματος; Ή μήπως τα πόδια, επειδή μόνο αυτά βαδίζουν, τον εαυτό τους μόνο μετακινούν και όχι το σώμα ολόκληρο; Αλλά και από τους επαγγελματίες, αν θελήσει ο καθένας να μην παραχωρήσει και σε άλλους την ωφέλεια από το επάγγελμά του, όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον εαυτό του θα ζημιώσει. Ακόμα και οι φτωχοί, αν ήταν τόσο κακοί όσο εσείς, οι πλούσιοι, που τίποτ' άλλο δεν σκέφτεστε παρά το πως θ' αυξήσετε τα κέρδη σας, και δεν έδιναν από το υστέρημά τους στους πιο φτωχούς και αναγκεμένους, γρήγορα θα σας έριχναν κι εσάς στη φτώχεια.

θάνατος - θανάτου

"Μα έχασα το μονάκριβο παιδί μου", θα πει ίσως κάποιος, "που πάνω του στήριζα τόσες ελπίδες". Και τί μ' αυτό; Ευχαρίστησε το Θεό, που πήρε το παιδί σου, και τότε δεν θα είσαι κατώτερος από τον Αβραάμ, που οδήγησε το γιο του Ισαάκ στο βουνό για να τον θυσιάσει, ύστερ' από θεία εντολή. Όπως εκείνος αγόγγυστα πρόσφερε το μονάκριβο παιδί του στο Θεό, έτσι πρόσφερέ το κι εσύ, και δεν θα πάρεις μικρότερη αμοιβή. Μην κλαις, μη βαρυγγωμάς, μην αναστενάζεις. Πες ό,τι είπε και ο μακάριος Ιώβ, όταν έχασε όλα του τα παιδιά: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι τ' όνομά Του δοξασμένο παντοτινά» (Ιώβ 1:21). Έτσι αποστόμωσε και τη γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα και τούτα τα λόγια, που προκαλούν το θαυμασμό μας: «Αν δεχτήκαμε από τα χέρια του Κυρίου τα αγαθά, δεν θα υπομείνουμε και τις συμφορές;» (Ιώβ 2:10). Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ, καθώς μάλιστα το παιδί σου δεν έπεσε στα χέρια εχθρού ή κακούργου, αλλά πήγε κοντά στο Θεό, που φροντίζει γι' αυτό περισσότερο από σένα και που γνωρίζει το συμφέρον του καλύτερα από σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, που βρίσκονται στη ζωή, έκαναν μαρτυρική τη ζωή των γονιών τους.

θάνατος - θανάτου

"Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;", θα με ρωτήσεις. Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού είναι πιο σίγουρη από τη δική τους. Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στραβό δρόμο. Γι' αυτό, σου το ξαναλέω, μη θρηνείς. Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ. "Και πώς να μη θρηνώ", θα πεις, "που δεν είμαι πια πατέρας;". Τί λόγια είναι τούτα; Μήπως έχασες το παιδί σου; Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις πιο σίγουρα. Δεν έπαψες να είσαι πατέρας. Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος! Μη νομίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου. Όπως θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδίζουν πια". Αλλά να σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα θα πει καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια θα περπατήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θ' αναστηθεί άφθαρτο και θα πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο". "Αλλά δεν γνωρίζω που πήγε", ίσως θα μου πεις. Πώς δεν το γνωρίζεις; Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, είναι γνωστό που θα πάει. "Γι' αυτό ακριβώς κλαίω", θα εξηγήσεις, "γιατί έφυγε φορτωμένο με αμαρτίες". Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα έκλαιγες και δεν θα βαρυγγωμούσες; Τώρα παραπονιέσαι στο Θεό και Του λες: "Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;". Τότε θα Του έλεγες: "Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;". Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι. Αν το παιδί ήταν αμαρτωλό, γιατί έπαψε πια ν' αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στην ψυχή του. Ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοηθήσεις• όχι με δάκρυα και θρήνους, αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές. Αυτά καθορίστηκαν από τους αγίους αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζονται. Και όταν εμείς κάνουμε γι' αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παιδί σου ήταν καλό και ενάρετο, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι. Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.

θάνατος - θανάτου

Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών. Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε. Όποιος φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχετε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλ' ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά. Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ' ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.

θάνατος - θανάτου

Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη βασιλεία των ουρανών και σφάξε με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη σφαγή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ' εκείνα τα αγαθά. "Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα", ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιός είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ' αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Αβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Αβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.

θάνατος - θανάτου

Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Αβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιός από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στη αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;

θάνατος - θανάτου

Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ' αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποιά ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοήσουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλλιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από το θάνατο.

θάνατος - θανάτου

Μ' αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσ' από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συνοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναίκα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.

θάνατος - θανάτου

Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθησαν στο χώμα• κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σοφ. Σειρ. 11:5). Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα. Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.

θάνατος - θανάτου

Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τί απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή; Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.

θάνατος - θανάτου

Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τί έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω• δίψασα και μου δώσατε να πιω• ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι' αυτό;

θάνατος - θανάτου

Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ' ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου νά 'ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

θάνατος - θανάτου

Πηγή: Βιβλίο «Θέματα ζωής».
Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου.
Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, Τόμος

πηγή

Δούλος του φόβου, δούλος του θανάτου

 Θάνατος

Μπροστὰ στὸν θάνατο οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύναμοι σὰν τὰ κουνούπια, σὰν τὰ πετραδάκια.
Γιὰ ποιὸ πρᾶγμα καυχᾶσθε ὦ ἄνθρωποι;
Γιὰ τὸν πλοῦτο, τὴν ἐπιστήμη, τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν κουλτούρα;
Ὅλα αὐτὰ εἶναι σκύβαλα - σὺ καὶ ἐγὼ δοῦλοι τοῦ θανάτου! Κάθε ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος τοῦ φόβου, δοῦλος τοῦ θανάτου.

Μπορεῖ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ χαρά;
Ὄχι δὲν μπορεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἀντικρίσει σοβαρὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ σοβαρότητα θὰ κοιτάξει τὸν θάνατο σὰν τὸν ἔσχατο σταθμὸ αὐτῆς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει χαρὰ σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει γι' αὐτὸν καμιὰ ἀπόλαυση ἐδῶ. Ὅλες οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἕνα ψέμα, ἐὰν ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα τὸν τελευταῖο σταθμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Ποιὸς εἰσήγαγε τὸν θάνατο σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο;
Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;
Στὸν ἄνθρωπο ἀνήκει δυστυχῶς, αὐτὸς ὁ γεμάτος ντροπὴ ρόλος αὐτῆς τῆς ζωῆς, τῆς εἰσαγωγῆς δηλ. τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο.
Δὲν τὸ ἔπραξαν αὐτὸ μήτε οἱ τίγρεις μήτε οἱ ἀλεποῦδες, τὸ ἔπραξε ὁ ἄνθρωπος.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα ντροπιασμένο μπροστὰ σὲ ὅλα τὰ ζώα καὶ ὅλα τὰ φυτά καὶ ὅλα τὰ πετούμενα.
Πρέπει νὰ ντρέπεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἐκλιπαρεῖ γιὰ συγνώμη ἀπὸ τὸ κάθε πουλὶ γιὰ τὸ ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔφερε τὸν θάνατο στὸν κόσμο αὐτό, ἔφερε τὸν θάνατο καὶ στὰ πουλιά καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ φυτά.
Τὰ πάντα φθείρονται καὶ ἀποθνήσκουν.

Μέχρι πότε ὅμως;
Μέχρι τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅταν ὁ Κύριος θὰ κρίνει τὸν κόσμο καί, στὴ θέση τῆς παλαιᾶς γῆς, θὰ δώση καινὴ γῆ, ὅταν ὅλα θὰ γίνουν ἀθάνατα ἐπάνω της.
Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε μὰ οὔτε καὶ ξέρουμε νὰ τὸ συλλάβουμε, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ καλὴ εἴδηση τοῦ Κυρίου καὶ Χριστοῦ μας.

Ιουστίνος Πόποβιτ

Ο Χριστός βαδίζει αργά μέσα στην ιστορία

        

Ο Χριστός βαδίζει αργά μέσα στην ιστορία.
Αργά σαν βαθύ ποτάμι, που κάποιο παιδί θα το νόμιζε ακίνητο, αλλά που ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να του φτιάξει φράγμα.

Αργά σαν σιτάρι, που σπέρνεις το φθινόπωρο και το χειμώνα νομίζεις ότι είναι νεκρό.Ακόμα δεν ήρθε η άνοιξη για το σπόρο του Χριστού.
Ο δρόμος Του είναι δύσκολος.Γι' αυτό βαδίζει αργά.

Πορεύεται μέσα από λακκούβες αίματος, μέσα από το σκοτάδι των αμαρτιών, και μέσα από τα αγκάθια των ληστών.

Είναι στενός ο δρόμος Του και πολλοί πεσμένοι αμαρτωλοί βρίσκονται στον γκρεμό και στις δυο πλευρές του δρόμου Του.

Εκείνος πρέπει να σκύβει και στις δυο πλευρές, να τους σηκώνει και να τους τραβά πίσω Του και να περπατά προς τα μπρος.

Γι' αυτό βαδίζει αργά.
Βαδίζει αργά, γιατί το πλήρωμά Του είναι μακριά.
Το πλήρωμά Του εκτείνεται στα πέρατα της ιστορίας και η θέση Του είναι στα έσχατα...
Αγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς 

''Αργά βαδίζει ο Χριστός''Εκδ.''Εν Πλω''
το μεταφέρουμε από εδώ

κήρυγμα Κυριακής προ Χριστουγέννων «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυὶδ, υἱού Ἀβραάμ»

 Κήρυγμα Κυριακής προ Χριστουγέννων 

«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυὶδ, υἱού Ἀβραάμ».

Σχεδόν ολόκληρη η Ευαγγελική περικοπή σήμερα αδελφοί μου είναι ένας μακρύς οικογενειακός κατάλογος που μας παραθέτει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος.

Ίσως στους περισσότερους να φαίνεται παράξενος και κουραστικός όμως αυτός έχει ένα πολύ σημαντικό σκοπό. Θέλει να μας αποδείξει ότι το πρόσωπο που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία «εκ Πνεύματος Αγίου» είναι ο Μεσσίας. Απευθυνόμενος προς τους ομοεθνείς του Εβραίους να τους τονίσει ότι είναι Αυτός που αιώνες περίμεναν, να τους λυτρώσει «εκ των αμαρτιών αυτών». Γι αυτό και στο τέλος της περικοπής αναφέρει την προφητεία του προφήτη Ησαΐα «ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ», ο Θεός ήλθε ανάμεσά μας.

Ο γενεαλογικός κατάλογος σε συνδυασμό με όλες εκείνες τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης καταδεικνύουν την ιστορικότητα και αυθεντικότητα του προσώπου του Χριστού μας σε συνδυασμό με την Θεότητα του. Ο σκοπός του Ευαγγελιστή Ματθαίου είναι να τονίσει την Θεανδρικότητα του Χριστού μας.

Πλησιάζει αδελφοί μου η κοσμοχαρμόσυνη ημέρα της Γεννήσεως του Σωτήρος Χριστού μας. Ίσως για τους περισσότερους ανθρώπους του κόσμου να είναι μια σημαντική γιορτή που δίνει χαρά και σπάει την καθημερινότητα. Όμως για μας τα συνειδητά μέλη της Εκκλησίας, που βιώνουμε τα γεγονότα μέσα στον Λειτουργικό και λατρευτικό χωροχρόνο της πίστεως μας είναι συγκλονιστικά, βιωματικά και σωτήρια.

Το μυστήριο της σαρκώσεως και Γεννήσεως του Χριστού μας, φανερώνει την «άφατη κένωση του Θεού για τον δικό μας πλουτισμό».

Είναι ένα διαρκές γεγονός μέσα στην ζωή της Εκκλησίας όπως άλλωστε όλα τα γεγονότα της ιεράς παρουσίας του Χριστού μας στην γη. Μέγα το μυστήριο της Γέννησης. Με τα ανθρώπινα μέτρα δεν μπορεί να κατανοηθεί. Οι άγιοι πατέρες, ακόμη και αυτοί κυριεύονται από φόβο και αδυναμία να κατανοήσουν το Μυστήριον. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει σχετικά για την Γέννηση του Κυρίου μας: «φοβάμαι να προχωρήσω στην έρευνα, δεν κατέχω τον τρόπο, δεν ξέρω που να στρέψω την ροή του λόγου, τι να πω, για ποιο να μιλήσω; Βλέπω την μητέρα, αντικρίζω το παιδί, όμως τον τρόπο της γεννήσεως δεν καταλαβαίνω! Νικιέται ο

φυσικός νόμος, νικιέται και η τάξη του κόσμου, όπου η θέληση του Θεού εκφράζεται. Ο Μονογενής που υπάρχει προ των αιώνων στον κόλπο του Πατρός, ο ασύνθετος, ο ασώματος περιβλήθηκε το σώμα που υπόκειται στην φθορά».

Πλησιάζουν Χριστούγεννα αδελφοί! Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να θεώσει εμάς τους πεσμένους ανθρώπους. Προσέλαβε την δική μας φύση προκειμένου να μας εντάξει και πάλι στον αρχαίο προορισμό του Παραδείσου.

Και πάλι στολισμοί, φώτα, βιτρίνες επιδερμικές ετοιμασίες. Μόνον σ’ αυτό θα μείνουμε; Ο Θεός θέλει «τῶν Γενεθλίων τὰς εἰσόδους ἐπί τῶν ψυχικῶν θησαυρισμάτων, οὕτω  Χριστὸν θεοπρεπῶς ἐναγκαλισώμεθα» μας λέγει ο Άγιος Αθανάσιος, δηλαδή την είσοδο της Γεννήσεως ας την θεωρήσουμε ψυχικό θησαυρό και έτσι όπως αξίζει σε Θεό ας τον αγκαλιάσουμε και να τον δεχτούμε.

Φάτνη η καρδιά μας! Η ψυχή μας ας μεταβεί μέχρι την Βηθλεέμ να δούμε τον λόγο τον αληθινό της Γεννήσεως του Χριστού μας!

Κάθε ορθόδοξος Ναός, κάθε Αγία Τράπεζα είναι η Βηθλεέμ, ο Χριστός μας περιμένει. «Δεύτε πάντες λάβετε Αυτόν ως Σώμα και Αίμα εις άφεσιν αμαρτιών». Αμήν!

Πηγή

Ποια είναι η «επί γης ειρήνη» του Αγγελικού ύμνου της Βηθλεέμ;

 

του μακαριστού π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου

Ελάχιστα χωρία της Αγίας Γραφής έχουσι τόσον οικτρώς παρερμηνευθεί όσον το χωρίον Λουκ. β΄ 14.

Πρόκειται περί του Ύμνου όστις εψάλλετο υπό των Αγγέλων κατά την θεσπεσίαν εκείνην νύκτα της κατά σάρκα γεννήσεως του Ανάρχου Θεού Λόγου, του Κυρίου Ιησού.

Η παρερμηνεία αυτή υπό πολλών ορθοδόξων δεν είναι βεβαίως ηθελημένη και σκόπιμος (μόνον οι αιρετικοί παρερμηνεύουσιν ηθελημένως), αλλ’ οφείλεται εις άγνοιαν του καθόλου νοήματος της Αγίας Γραφής. Ένεκεν αυτής της αγνοίας καθ’ έκαστον έτος εν τη ημέρα των Χριστουγέννων ακούομεν κηρύγματα ή αναγιγνώσκομεν δημοσιεύματα πολλών διδασκάλων του Ευαγγελίου της ημετέρας Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, αποδυρόμενα διότι οι πόλεμοι δεν έλαβαν ακόμη τέλος και τα όπλα δεν κατηργήθησαν και η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου δεν επεκράτησεν εισέτι επί της γής.

Ακόμη και εις επισήμους Εκκλησιαστικάς Εγκυκλίους βλέπομεν διατυπουμένας τοιαύτας θέσεις, ως και παρακλήσεις προς τον Θεόν όπως επί τέλους επιτρέψει την επικράτησιν επί της γής της ειρήνης αυτής «ήτις επί δύο σχεδόν χιλιάδας ετών εξακολουθεί να παραμένει μακράν της πραγματικότητος, απλή ελπίς, απλούν όνειρον, απλή και εναγώνιος προσδοκία».

Αγνοούσιν οι ευλογημένοι ότι η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ήδη πραγματικότης και έχει επικρατήσει επί της γής απ’ αυτής της σαρκώσεως του Κυρίου. Κακώς και εκ παρεξηγήσεως εκλαμβάνομεν την ειρήνην αυτήν ως εξωτερικήν, ως κατάστασιν φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, ατόμων προς άτομα και λαών προς λαούς, ως κατάπαυσιν των πολέμων και των μαχών. Τοιαύτην ειρήνην ουδέποτε επηγγείλατο το Ευαγγέλιον.

Η ειρήνη του Ευαγγελίου είναι εσωτερική, είναι η κατάστασις γαλήνης, ήτις βασιλεύει εν τη ψυχή του πιστού ανθρώπου, του ανθρώπου όστις έχει φιλίαν και κοινωνίαν προς τον Θεόν.

Είναι ειρήνη μεταξύ ανθρώπου και Θεού και ουχί ανθρώπων προς ανθρώπους.

Είναι η κατάλυσις του «μεσοτοίχου του φραγμού», όπερ εχώριζε γην και Ουρανόν, άνθρωπον και Θεόν· είναι η λήξις της ανταρσίας, το τέλος της επαναστάσεως του πλάσματος προς τον Πλάστην.

Αυτήν την ειρήνην ήλθε κομίζων εις τον κόσμον ο Υιός του Θεού. Και έκτοτε πας ο πιστεύων εις Ιησούν Χριστόν Σαρκωθέντα, Σταυρωθέντα, και Αναστάντα, έχει πλέον φίλον τον Θεόν, ευρίσκεται εις κοινωνίαν υιικήν προς Αυτόν. Δεν είναι πλέον αντάρτης, δεν είναι αποστάτης, δεν είναι εχθρός του Θεού. Συνεφιλιώθη και «αποκατηλλάγη» προς Αυτόν δια του Αιωνίου Μεσίτου Κυρίου Ιησού Χριστού.

Η διά της παραβάσεως του Αδάμ κατάστασις ανταρσίας και εχθρότητος προς τον Θεόν ανήκει πλέον εις το παρελθόν και αποτελεί, διά τον πιστόν άνθρωπον, απλήν πικράν ανάμνησιν. Από της εποχής του Κυρίου και δυνάμει της Σταυρικής Αυτού Θυσίας, εισήλθεν ο άνθρωπος εις νέαν περίοδον, εις νέαν κατάστασιν· εις κατάστασιν Χάριτος, Φιλίας, Υιοθεσίας. Αι περί ειρήνης υποσχέσεις του Ευαγγελίου εις αυτήν την ειρήνην αναφέρονται και ουχί εις την εξωτερικήν ειρήνην.

«Ειρήνην αφίημι υμίν», έλεγεν ο Κύριος προς τους Αποστόλους,«ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Και ίνα τονίσει ότι η ειρήνη αυτή είναι άλλου είδους ειρήνη, συμπληροί: «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ’ 27). Και αλλαχού ομιλών περί της εξωτερικής ειρήνης, λέγει ότι δεν κομίζει τοιαύτην ειρήνην.

Απεναντίας προβλέπει ότι η εις Αυτόν πίστις θα αποβεί αιτία διαστάσεων και πολέμων μεταξύ των ανθρώπων. Οι άπιστοι θα διώκωσι τους πιστούς του Ιησού και ούτως οι πόλεμοι όχι μόνον δεν θα ελαττωθώσιν, αλλά θα αυξηθώσιν, εφόσον εις τους υπάρχοντας θα προστεθεί και ο κατά της νέας πίστεως.

«Μη νομίσητε», λέγει, «ότι ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 34-35).

Πριν δε οδηγηθεί εκουσίως εις τον Γολγοθάν, ίνα πιεί φρικτού θανάτου ποτήριον, παρείχεν εις τους Αποστόλους την εσωτερικήν ειρήνην, ήτις δεν θα επηρεάζετο υπό των μυρίων εξωτερικών θλίψεων και διωγμών. Παρά πάντα ταύτα θα υπήρχεν, ακριβώς διότι ήτο εσωτερική:

«Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε. Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. ιστ’ 33). Εχαρίζετο εις τους Αποστόλους ειρήνην, καίτοι εγνώριζεν ότι επώδυνοι θάνατοι ανέμενον αυτούς, καίτοι ρητώς έλεγεν ότι απέστειλεν αυτούς ως «πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Ήτο δυνατόν λοιπόν να παρέχει εξωτερικήν ειρήνην; Αναμφιβόλως όχι!

Και ο θείος Παύλος αυτής της εσωτερικής, της προς τον Θεόν ειρήνης είναι κήρυξ και απόστολος. «Δικαιωθέντες ούν εκ πίστεως, ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» γράφει προς Ρωμαίους (ε’ 1). Γράφων δε προς Εφεσίους, λέγει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «η ειρήνη ημών», είναι ο τους ανθρώπους «αποκαταλλάξας τω Θεώ» διά του σταυρού, ός έλθών, «ευηγγελίσατο ειρήνην…, ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν… προς τον πατέρα» (Εφεσ. β’ 14-18).

Συμπέρασμα: Η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ειρήνη του ανθρώπου προς τον Θεόν και ουχί εξωτερική. Η ειρήνη αυτή επεκράτησεν όντως «επί γης», εφόσον πλέον αυτή συνεφιλιώθη προς τον ουρανόν δια της μέχρι Σταυρού ταπεινώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Περιττόν βεβαίως να λεχθεί ότι ο έχων «ειρήνην προς τον Θεόν» άνθρωπος, είναι ειρηνικός και προς τους έξω. Πάντας αγαπά, ουδένα μισεί. Μόνος αυτός δύναται να λέγει το «και μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός» (Ψαλμ. 119,6). Αγαπά και ευεργετεί και αυτούς ακόμα τους εχθρούς του. Η εσωτερική ειρήνη είναι προϋπόθεσις της εξωτερικής. Και η εξωτερική είναι όχι απλώς ανεπίτευκτος, αλλά αδιανόητος άνευ της εσωτερικής. Η δε τραγωδία της συγχρόνου εποχής εις τούτο ακριβώς έγκειται: Ενώ εκήρυξε τον πόλεμον κατά του Θεού, επιζητεί εναγωνίως την ειρήνην μεταξύ των ανθρώπων. Ενώ αδιαφορεί παντελώς δια την εσωτερικήν ειρήνην, επιδιώκει κραυγαλέως την εξωτερικήν. Εκριζοί το δένδρον και αναμένει καρπούς, κρημνίζει την οικίαν και αναζητεί θαλπωρήν, απομακρύνεται εκ του ηλίου και θέλει φώς!…

Ανέκαθεν η ειρήνη, «το γλυκύ πράγμα και όνομα», ήτο «ποθούμενη τοις πάσιν ανθρώποις» (Εσθ. γ΄, 12α). Ουδεμία όμως εποχή είχε τόσον πόθον, τόσην δίψαν ειρήνης, όσον και όσην η εποχή μας. Θα επιτύχει λοιπόν αυτή όπου όλαι οι άλλαι εποχαί απέτυχαν οικτρώς; Θα κατορθώσει δηλαδή να οικοδομήσει την ειρήνην άνευ Θεού; Θα καταργήσει τους φρικαλέους σημερινούς εξοπλισμούς; Θα καταστήσει τους πολέμους μακρινήν ιστορικήν ανάμνησιν; Με βοηθόν ποίον; Την Επιστήμην; Την Τεχνολογίαν; Τον Ανθρωπισμόν; Τη Φιλοσοφίαν; Τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συστήματα;

Αλλά εκ του βάθους των αιώνων ακούεται σαφής και κατηγορηματική η συγκλονιστική προειδοποίησις, ης την αξίαν και την αλήθειαν επιβεβαιοί φευ! η πικρότατη πείρα των διαρρευσασών έκτοτε τριών σχεδόν χιλιετιών «εάν θέλητε και εισηκούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθαι· εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιραν υμάς κατέδεται· το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα» (Ησ. α΄19-20). Εάν η «μάχαιρα» θα είναι η γνωστή και συνήθης ή άλλη τις, νέας κατασκευής, προϊόν εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, τούτο μικράν σημασίαν έχει….

«Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν, Κύριε ο Θεός ημών, κτήσαι ημάς…» (Ησ. κστ’ 12-13).

πηγή «ΚΟΙΝΩΝΙΑ» φύλλον Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 1984

Το είδαμε εδώ και εδώ

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2022

Τί ήταν τελικά το Άστρο της Βηθλεέμ

 βηθλεέμ

Περισσότερα από 2.000 χρόνια έχουν περάσει από τη νύχτα που εμφανίστηκε στον ουρανό το Άστρο της Βηθλεέμ, με τους επιστήμονες και τους θεολόγους να έχουν διαφορετικές εξηγήσεις για το φαινόμενο.

Από θρησκευτικής πλευράς, το Άστρο της Βηθλεέμ αναφέρεται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο σε μία μόνο περικοπή (κεφάλαιο Β’. 2), στην οποία αναφέρεται μόλις τέσσερις φορές. Από τα λόγια του Ματθαίου, προκύπτουν κάποια συμπεράσματα αρκετά χρήσιμα για την κατανόηση αυτού του φαινομένου.

Το Άστρο της Βηθλεέμ έπρεπε να ήταν κάτι ασυνήθιστο για να έλξει την προσοχή των Μάγων και να κάνουν ένα τόσο μακρινό ταξίδι, ενώ παράλληλα, θα έπρεπε να βρίσκεται στην ίδια θέση για εβδομάδες ή μήνες, μιας και οι Μάγοι είχαν αρκετά μεγάλη απόσταση να διασχίσουν.

Επίσης, θα έπρεπε να είναι δυσδιάκριτο στο πολύ κόσμο, διότι φαίνεται πως μόνο οι Μάγοι το είχαν δει. Δεν το διέκριναν στον ουρανό ή είχαν ακούσει κάτι γι’ αυτό ούτε οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, το ίδιο και ο Ηρώδης.

Από επιστημονικής πλευράς, ορισμένοι ερευνητές υπέθεσαν ότι το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν κάποιο μετέωρο, φαινόμενα τα οποία δεν είναι καθόλου σπάνια και συνεπώς δεν θα είχε προκαλέσει την εντύπωση των Μάγων για να κάνουν ένα τόσο μακρινό ταξίδι.

Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι η εμφάνιση κάποιου κομήτη. Συνολικά, έχουν καταγραφεί από τους αρχαίους χρόνους έως και τη γέννηση του Χριστού 135  κομήτες. Όπως αναφέρει ο Ωριγένης Αδαμάντιος, μάρτυρας του Χριστιανισμού και δάσκαλος που έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα:

«Έχω τη γνώμη ότι το άστρο που εμφανίστηκε στους σοφούς της Ανατολής… ήταν ένα από εκείνα τα φωτεινά σώματα που εμφανίζονται από καιρό σε καιρό και που οι Έλληνες οι οποίοι συνηθίζουν να τα ξεχωρίζουν με ονομασίες ανάλογα με τη μορφή και το σχήμα τους τα ονόμαζαν κομήτες, φωτεινές δοκούς, θυσάνους, άστρα με ουρά, καράβια και με διάφορα άλλα ονόματα».

Εν τούτοις είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι το Άστρο των Χριστουγέννων ήταν ένας κομήτης, αφ’ ενός μεν γιατί θα τον έβλεπαν όλοι, αφ’ ετέρου δε γιατί οι αρχαίοι λαοί θεωρούσαν τους κομήτες ως προάγγελους δυσάρεστων γεγονότων και καταστροφών.

Μήπως το Άστρο των Χριστουγέννων ήταν κάποιος νόβα, κάποιο «καινοφανές» άστρο ή μήπως σούπερ νόβα; Καθώς τα άστρα γερνάνε γίνονται ασταθή στις θερμοπυρηνικές τους αντιδράσεις και φτάνει μια στιγμή που το άστρο αυτό αποβάλλει με μια ή περισσότερες εκρήξεις μερικά από τα εξωτερικά του στρώματα αερίων και έτσι παρουσιάζεται λαμπρότερο από ότι ήταν πριν.

Έτσι, άστρα που ήταν πολύ αμυδρά, όταν μετατραπούν σε νόβα γίνονται εύκολα ορατά. Όταν ένα άστρο μεταβληθεί σε σούπερ νόβα, διασπάται κυριολεκτικά στα «εξ ων συν ετέθη» και μπορεί να εκπέμψει εκατομμύρια φορές περισσότερο φως και ακτινοβολία απ’ ότι ο Ήλιος μας.

Το Άστρο της Βηθλεέμ όμως, δεν θα πρέπει να ήταν ένα παρόμοιο άστρο, καθώς θα υπήρχε κάποια ένδειξη των αστρονόμων της εποχής εκείνης και ο κάθε άνθρωπος της εποχής θα μπορούσε να δει ένα νόβα ή σούπερ νόβα, ενώ, όπως φαίνεται, το παρατήρησαν μόνο οι Μάγοι.

Μία ακόμα θεωρία για την εξήγηση αυτού του φαινομένου διατυπώθηκε από τον Γιόχαν Κέπλερ, ο οποίος υποστήριξε πως αυτό που οδήγησε τους Μάγους στον Ιησού ήταν μια σύνοδος πλανητών ή συζυγία. Οι πλανήτες, στις κανονικές τους κινήσεις γύρω από τον Ήλιο φαίνονται να κινούνται από τη Δύση προς την Ανατολή.

Οι πλανήτες που βρίσκονται πλησιέστερα στον Ήλιο φαίνονται όμως να κινούνται ταχύτερα και οι πιο απομακρυσμένοι δείχνουν να κινούνται βραδύτερα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ένας από τους πλανήτες είναι δυνατόν να φτάσει και να προσπεράσει κάποιον άλλον. Το προσπέρασμα αυτό ονομάζεται σύνοδος ή συζυγία των δύο πλανητών.

Οι πλανήτες Δίας και Κρόνος στη διάρκεια του 7 και του 6 π.Χ. έλαβαν μέρος σε μία τριπλή ή μεγάλη συζυγία. Αν το Άστρο της Βηθλεέμ όμως ήταν μια συζυγία, θα το γνώριζαν οι αστρονόμοι της εποχής καθώς η μελέτη του ουρανού ήταν αρκετά ανεπτυγμένη την εποχή εκείνη.

Στην πορεία των χρόνων διατυπώθηκαν και άλλες θεωρίες για την «ταυτότητα» του Άστρου. Το 1911, ο Γερμανός Alfred Jeremias υποστήριξε πως το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν το λαμπρότερο άστρο του αστερισμού του Λέοντος, ο Βασιλίσκος, ενώ το 1913 ο A. Stenzel υποστήριξε πως «οδηγός» των Μάγων ήταν ο κομήτης του Χάλεϊ.

Μία ακόμη θεωρία, του Έλληνα αστρονόμου Κωνσταντίνου Χασάπη υποστηρίζει πως το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο πλανήτης Κρόνος τον οποίο αποκαλεί «ηγετικό πλανήτη της μεγάλης συγκεντρώσεως του 6 π.Χ.», ενώ ο αείμνηστος Κ. Χασάπης ορίζει τη γέννηση του Χριστού στις 6 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ. και το προσκύνημα των Μάγων στις 19 του ίδιου μήνα.

Αυτή η ημερομηνία γέννησης του Χριστού φαίνεται αρκετά δύσκολο να είναι και η σωστή, καθώς ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι ο Ιησούς γεννήθηκε την εποχή που οι βοσκοί «φυλάσσουν φυλακάς νυκτός επί την ποίμνη αυτών». Αυτή η εποχή είναι απίθανο να είναι οι τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου καθώς τότε η Βηθλεέμ είναι βυθισμένη στην παγωνιά και τη βροχή.

Πιθανότερη εποχή να συνέβη η γέννηση του Χριστού είναι η άνοιξη, όταν τα νεογέννητα αρνάκια χρειάζονται τη βοήθεια των βοσκών, ερμηνεύοντας κατά γράμμα αυτά που αναφέρει το κατά Λουκά Ευαγγέλιο.

Βλέπουμε πως οι θρησκευτικές και επιστημονικές αντιλήψεις και θεωρίες δεν «συμβαδίζουν» σε κάποιο σημείο για την ταυτότητα του Άστρου της Βηθλεέμ. Εμείς θα κλείσουμε με τα λόγια του Άγιου Δαμασκηνού του Στουδίτη :» Ακόμα και φυσικό φαινόμενο να ήταν, συνέβη συγκεκριμένη στιγμή μετά από παρέμβαση του θεού».

Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...