- Στη νοτιοανατολική κορυφή του ξακουστού ομηρικού όρους Νήριτο, το οποίο δεσπόζει σε όλη την Ιθάκη, ανάμεσα σε πεύκα και κυπαρίσσια, είναι χτισμένο εδώ και 300 χρόνια, το Μοναστήρι της Παναγίας της Καθαριώτισσας. Στέκει εκεί σιωπηλό και μεγαλόπρεπο, σε πείσμα του χρόνου και των ανέμων. Λίγα μέτρα πιο πέρα από το Μοναστήρι βρίσκεται το καμπαναριό, σχεδόν «κρεμασμένο» στην άκρη του γκρεμού. Στο ισόγειο του καμπαναριού βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αγίων μας Κωνσταντίνου και Ελένης. Η κατασκευή του είναι «σύγχρονη», αφού το παλαιό καμπαναριό της Μονής, καταστράφηκε από το σεισμό του 1953. Από εκεί οι επισκέπτες του Μοναστηριού μπορούν να θαυμάσουν θέα απίστευτης ομορφιάς, όπως το νότιο τμήμα της Ιθάκης, το Βαθύ, το Περαχώρι, τον κόλπο του Αετού, τις νήσους Εχινάδες, την Κεφαλονιά, τα δυτικά παράλια της Αιτωλοακαρνανίας και στο βάθος αχνά την Πελοπόννησο και δεξιότερα τη Ζάκυνθο. «Υψηλή σκοπιά» ονομάζει αυτό το μέρος ο Ιθακήσιος ιστορικός Α. Λεκατσάς, στο βιβλίο του «Η Ιθάκη» και ο γεωγράφος Ιωσήφ Πάρτς μετά το πέρασμά του από το Μοναστήρι περί τα 1891, γράφει: “Πολλές από τις εύκολες στην πρόσβαση θέσεις του όρους είναι άξιες επισκέψεως, πάντως η ωραιότερη άποψη όλης της νήσου, είναι το Μοναστήρι της Παναγίας στα Καθαρά, το οποίο βρίσκεται σε ύψος 556 μέτρων. Το μαρμάρινο καμπαναριό του βρίσκεται ακριβώς στον γκρεμό πάνω από τον κόλπο του Μώλου *...» και συνεχίζει «...η εγκάρδια φιλοξενία του Μοναστηριού, το οποίο προσφέρει από τους αμπελώνες του πυρώδες ποτό, καθιστά δυνατή την απόλαυση της μαγευτικής εικόνας του ήλιου όταν αυτός ανεβαίνει πίσω από τα βουνά της Αιτωλίας τα οποία υψώνονται σαν σκοτεινές σκιαγραφίες επί διάπυρης χρυσής βάσης ή όταν δύει πίσω από τις κορυφές της Κεφαλληνίας και βυθίζεται στο βαθύ μπλε χρώμα του ταχέως επερχόμενου λυκόφωτος.». Το όνομα «Καθαρά» προέρχεται από τη λέξη «κάθαρα», που στην τοπική διάλεκτο σημαίνει «ξερόκλαδα» και τους μικρούς θάμνους που κόβονται και καίγονται για να καθαρίσει ο τόπος. Επειδή λοιπόν η ιερή εικόνα του Γενέσιου της Θεοτόκου με θαυματουργικό τρόπο βρέθηκε μέσα στα καιγόμενα κάθαρα, ονομάστηκε «Καθαριώτισσα». Για το όνομα «Καθαριώτισσα» υπάρχουν και μερικές άλλες εκδοχές, όμως η πιο αξιόπιστη και αυτή που πιστεύουν και δέχονται οι περισσότεροι, είναι αυτή που προαναφέραμε. Στην Ιθάκη, όπως και σε όλα τα Επτάνησα δεν πάτησε ποτέ Τούρκος και για το λόγο αυτό, στα χρόνια που η υπόλοιπη Ελλάδα στέναζε σκλαβωμένη στην Τούρκικη βαρβαρότητα, αλλά και στην περίοδο της επανάστασης του 1821, πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές άφηναν την ηπειρωτική Ελλάδα και έρχονταν στα Επτάνησα όπου ζούσαν για λίγο ελεύθεροι, ανακτούσαν δυνάμεις και γύριζαν πάλι πίσω στον αγώνα. Η ιστορία του Μοναστηριού αρχίζει γύρω στα 1696, η ιστορία όμως της εικόνας του Γενεσίου της Θεοτόκου, που είναι αφιερωμένο το Μοναστήρι, είναι ακόμη πιο παλιά. Χάνεται μέσα στην παράδοση του νησιού, διατηρείται όμως πάντοτε στις καρδιές και στα χείλη όλων των Θιακών. Υπάρχει μια σχέση αλληλεξάρτησης, κάπου η ιστορία παραχωρεί τη θέση της στην παράδοση και άλλοτε η παράδοση συμπληρώνεται από την ιστορία. Κάποιοι βοσκοί, λέει λοιπόν η παράδοση, Ηπειρώτες από τα Γιάννενα, καταδιωκόμενοι από τους Τουρκαλβανούς, με πόνο καρδιάς και φόβο, άφησαν τον τόπο τους και βιαστικά έφυγαν για να βρουν μέρος σίγουρο να μείνουν. Πάνω στη βιασύνη και την αγωνία της προσφυγιάς, λησμόνησαν να πάρουν μαζί με τα φτωχικά τους υπάρχοντα και μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που είχαν. Περιπλανήθηκαν αρκετές ημέρες εδώ κι εκεί και αποφάσισαν να περάσουν απέναντι στα Επτάνησα, που θεωρούνταν ασφαλές καταφύγιο για τους υπόδουλους Έλληνες. Έτσι λοιπόν η οικογένεια αυτή των Γιαννιωτών κατέφυγε στην Ιθάκη. Έστησαν τις καλύβες τους στους πρόποδες της υψηλότερης κορυφής του όρους Νήριτος στη νότια πλευρά του, στη σημερινή περιοχή Μαζός, ακριβώς απέναντι από το σημερινό Μοναστήρι, σε απόσταση περίπου 400 μέτρων. Μεγάλη όμως η στεναχώρια τους όταν είδαν ότι έλειπε από τα λιγοστά υπάρχοντά που πήραν μαζί τους η θαυματουργή εικόνα τους. Η θλίψη τους όμως δεν κράτησε πολύ. Κάποια νύχτα είδαν ακριβώς εκεί που βρίσκεται σήμερα ο ναός του Μοναστηριού, ένα δυνατό φως. Κατάλαβαν ότι σε εκείνο το σημείο κάτι συνέβαινε (το δυνατό φως είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα σχεδόν κάθε εύρεσης Ιερής Εικόνας της Παναγίας μας).Την επόμενη μέρα, παρ’ όλες τις έρευνες τους σε εκείνο το σημείο, δεν βρήκαν τίποτε. Το φως εξακολούθησε και για τις επόμενες νύχτες και έτσι σκέφτηκαν να κόψουν τα πουρνάρια, τα σχοίνα και γενικά όλους τους θάμνους και τα ξερόχορτα εκεί γύρω για να ερευνήσουν καλύτερα. Στο σωρό δε των κομμένων θάμνων έβαλαν φωτιά. Έκπληκτοι είδαν μέσα στη φωτιά κάτι να λάμπει δυνατότερα από τις φλόγες. Με μεγάλη χαρά και ιερή συγκίνηση είδαν αφού έσβησε η φωτιά, ανάμεσα στα αποκαΐδια, μια μαυρισμένη, όχι όμως και καμένη εικόνα. Σκούπισαν πρόχειρα την κάπνα και ώ του θαύματος, αναγνώρισαν την εικόνα που είχαν αφήσει στην Ήπειρο, την εικόνα του Γενέσιου της Θεοτόκου. Με δάκρυα στα μάτια όλοι ασπάστηκαν την ιερή εικόνα και την πήραν μαζί τους στις καλύβες τους. Παραδόξως όμως την άλλη μέρα, είδαν ότι η εικόνα έλειπε από τις καλύβες τους. Ψάχνοντας την βρήκαν στον τόπο που την είχαν βρει αρχικά, πάνω στις στάχτες. Αυτό το αξιοθαύμαστο έγινε τρεις φορές. Την έχαναν και την έβρισκαν πάντα στο ίδιο σημείο. Έτσι αποφάσισαν να χτίσουν σ’ εκείνο το σημείο μια εκκλησούλα, για να τοποθετήσουν μέσα τη θαυματουργή εικόνα. Το εκκλησάκι αυτό αποτέλεσε τον πρώτο πυρήνα και την αρχή της ιστορίας του Μοναστηριού της Παναγίας των Καθαρών. Η ακριβής χρονολογία χτισίματος του πρώτου ναού μέσα στον οποίο τοποθετήθηκε η ιερή εικόνα της Καθαριώτισσας, δεν είναι γνωστή, αφού δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές. Το πιθανότερο όμως είναι ότι το πρώτο εκκλησάκι χτίστηκε περί τα μέσα του 16ου αιώνα. Όπως αναφέρουμε και παραπάνω το Μοναστήρι άρχισε να χτίζεται το 1696 και όπως μας πληροφορεί ο Αθανάσιος Λεκατσάς στην ανέκδοτη ιστορία του «Περί Ιθάκης» όλοι οι κάτοικοι του νησιού πρόσφεραν για την ανέγερση και τη λειτουργία της Μονής. Αργότερα το 1702 και το 1703 ο Επίσκοπος Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης Τιμόθεος Τυπάλδος ανακήρυξε το Μοναστήρι της Παναγίας των Καθαρών σε κοινόβιο, δηλαδή οι μοναχοί που ζούσαν στο Μοναστήρι έπρεπε να τα έχουν όλα κοινά. Με έγγραφο του ίδιου Επισκόπου το Σεπτέμβριο του 1706 το Μοναστήρι απαλλάχθηκε από την υποχρέωση που είχε ως τότε να δίνει το 1/3 των δώρων και των λοιπών αφιερωμάτων στους αρχιερατικούς επιτρόπους. Πρώτος ηγούμενος και ανακαινιστής του Μοναστηριού ήταν ο ιερομόναχος Θεοφάνης Αλευράς από το 1696 ως το 1713. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα το Μοναστήρι άρχισε να παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα, κυρίως οικονομικά. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1910, οπότε επιτροπή από γυναίκες της πόλης της Ιθάκης, με πρώτη τη Ζαχαράτη Μαράτου, άρχισε να εργάζεται δραστήρια για την ανόρθωση της Μονής. Την προσπάθεια αυτή συνέχισε ο από το 1917 ηγούμενος Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Καλλίνικος από το κοντινό χωριό Ανωγή. Ο Ιερόθεος Καλλίνικος μέσα από τεράστιες δυσκολίες, όπως πολέμους και σεισμούς, κατάφερε με πολλούς κόπους και προσπάθειες να ανακαινίσει το Μοναστήρι. Όλοι οι Θιακοί συνέδραμαν στις εκκλήσεις του για την ανακαίνιση του Μοναστηριού, κυρίως οι εφοπλιστές της Ιθάκης και οι έχοντες την οικονομική άνεση. Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο Ιερομόναχος Σαμουήλ Μολφέσης. Ανακαίνισε κυρίως τους εξωτερικούς χώρους του Μοναστηριού και έμεινε ηγούμενος 18 χρόνια, έως την κοίμηση του το 1982.Από τότε τη Μονή διοικείται από τριμελή επιτροπή κληρικών, διορισμένη από το Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης. Στις αρχές του 1993 εγκαθίσταται στη Μονή ο Ιθακήσιος μοναχός Θεοδόσιος Βλησμάς, προερχόμενος από την Ιερά Σκήτη του Αγίου Όρους. Διορίζεται και αυτός στην τριμελή επιτροπή και αρχίζει μεγάλο ανακαινιστικό έργο με κόπο και αγώνα και τη συνδρομή των απανταχού της γης Ιθακησίων. Το έργο αυτό συνεχίζεται και σήμερα με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον. Το πανηγύρι του Μοναστηριού γίνεται κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, με ευπρέπεια και επισημότητα, με τη συμμετοχή του Μητροπολίτη, των αρχών του νησιού και του νομού, της φιλαρμονικής ορχήστρας του Κ.Ο.Ι και των Ιθακήσιων που φθάνουν στο Μοναστήρι από ολόκληρη την Ιθάκη, αλλά και από οποίο άλλο μέρος ζουν. Μικρότερο πανηγύρι γίνεται και στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα που γιορτάζεται η Ύψωση του Τ. Σταυρού. Κατά την παράδοση μετά τη λειτουργία εκείνης της μέρας, μοιράζονται στους προσκυνητές κουκιά νερόβραστα λόγω της νηστείας. Δύο φορές η εικόνα του Γενέσιου της Θεοτόκου μεταφέρθηκε με τα πόδια στην Πόλη της Ιθάκης. Η πρώτη το 1928 μετά από μεγάλους σεισμούς και η δεύτερη στις 23/3/1954, μετά τους φοβερούς και καταστρεπτικότατους σεισμούς του 1953. Πάμπολλα αφιερώματα βρίσκονται στην Ι. Εικόνα της Καθαριώτισσας, αλλά και μέσα στον Ι. Ναό της, δείγματα ευγνωμοσύνης στο πρόσωπό Της και σημάδια θεϊκών σημείων στη ζωή των ανθρώπων
Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2011
Η Παναγία των Καθαρών στην Ιθάκη
Ένταση στο Μοναστήρι της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου
Να αναφερθεί, ότι ο λαϊκός και ο μοναχός έκοβαν ξύλα, χωρίς σχετική άδεια στην περιοχή έξω από τη Μονή.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο λαϊκός έτρεξε προς την υπό κατάληψη Μονή, για να γλυτώσει την σύλληψη.
Τότε βγήκαν από μέσα αρκετοί καταληψίες κρατώντας ξύλα, και εγκλώβισαν τους αστυνομικούς με απειλές και ύβρεις.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν, ότι το επεισόδιο έληξε με την άφιξη περισσότερης αστυνομικής δύναμης από τις Καρυές και κατόπιν εντολής του Αστυνομικού Διευθυντή να μή γίνουν προσαγωγές, ώστε να μην κινδυνέψουν οι αστυνομικοί από τους καταληψίες
Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2011
Δεν θα σ' αφήσω αν δεν μ'ελεήσεις!
Δέξου, Πατέρα, τον νεκρό
που έχασε την ψυχή του.
Δέξου το καταγώγιο των αμαρτιών,
τον βλάσφημο, τον πονηρό,
τον αισχρό κι αδιάντροπο,
τον μολυσμένο στην ψυχή και στο σώμα.
Δέξου τον δούλο των πονηρών δαιμόνων.
Ελέησέ με τον ακάθαρτο,
τον κλέφτη και παραβάτη,
το βδέλυγμα της αμαρτίας.
Ελέησέ με, η πλούσια πηγή του ελέους
και μην αποστρέψεις το αγαθό σου πρόσωπο
από τον δούλο σου.
Μην πεις, Κύριε: - Δεν σε γνωρίζω!
Μην πεις: - Πού ήσουνα ως τώρα;
Μη με περιφρονήσεις
το χώμα, τη στάχτη, τη φθορά,
το όνειδος, το βδέλυγμα,
το ερείπιο των δαιμόνων,
το σκάνδαλο των ανθρώπων.
Μη με αποστραφείς, Δέσποτα,
αλλά λυπήσου με και σώσε με.
Γιατί ξέρω, φιλάνθρωπε,
ότι δεν θέλεις «τον θάνατο του αμαρτωλού,
ως το επιστρέψει και ζην αυτόν».
Δεν θα σ' αφήσω, αν δεν μ' ελεήσεις!...
Θαυμαστή εμφάνιση κηλίδων αίματος στον τόπο που μοναχοί σφαγιάστηκαν από τους Τουρκους μετά τη μάχη με τον Γεωργάκη Ολύμπιο (Μονή Σέκου,1821
Η Μονή Σέκου βρίσκεται στην Β.Α.Ρουμανία.Εκεί κατέφυγε μετά την αποτυχία του κινήματος των παραδουνάβιων χωρών ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης με 380 αγωνιστές.Η Μονή Σέκου η οποία είναι χτισμένη σαν ένα μεσαιωνικό κάστρο πρόσφερε ασφάλεια. Οι Τούρκοι προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να μπουν στο μοναστήρι αλλά δεν τα κατάφεραν. Έκαψαν το ξύλινο εκκλησάκι του Αϊ Νικολάου για να καταλάβουν τα τείχη, αλλά τίποτα.Στις 8-9 Σεπτεμβρίου 1821 οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση και τους ζητούν να παραδοθούν.Ο Γεωργάκης Ολύμπιος με 11 συντρόφους αποσύρθηκε στο κωδωνοστάσιο,έβαλαν φωτιά στην μπαρουταποθήκη και ανατινάχηκαν Μετά από πολλές μέρες μεγάλης αντίστασης οι Τούρκοι υποσχέθηκαν ότι αν ανοίξουν τις πόρτες δεν θα πειράξουν κανένα από τους διαβιούντες εκεί.Ο Φαρμάκης,με την παρέμβαση του προξένου της Αυστρίας συνθηκολόγησε. Τη στιγμή όμως που κάποιος άνοιξε τις μεγάλες πόρτες του μοναστηριού, οι μοναχοί βρέθηκαν στο έλεος των Τούρκων.Τους αιχμαλώτους τους σκότωσαν όλους. Ένα μέρος των μοναχών κατάφερε να φύγει στο δάσος , 24 όμως από αυτούς πέθαναν σαν μάρτυρες . Τους οχτώ από αυτούς τους σκότωσαν στην εκκλησία . Οι ταπεινές και αθώες μορφές των μοναχών δεν άγγιξαν τους απίστους.
Κατέστρεψαν την αγιογραφία της εκκλησίας,γκρέμισαν το μεγάλο πολυέλαιο και φεύγοντας ένας Τούρκος χάραξε την εικόνα της Παναγιάς με το γιαταγάνι, μη γνωρίζοντας ότι είναι θαυματουργή, και φθάνοντας στη πύλη της μονής έπεσε νεκρός. Στην εικόνα διατηρείται ακόμη το σημάδι από το γιαταγάνι στη μορφή της Παναγίας.
Τα σπαθιά των Τούρκων όμως διψούσαν για αίμα. Μπροστά στο καθολικό της μονής αποκεφάλισαν κάποιους μοναχούς που προσπάθησαν να φύγουν στο δάσος ενώ κοντά στο κελάρι αποκεφάλισαν τους τελευταίους μοναχούς που προσπάθησαν να κρυφτούν εκεί.Κοντά στα δύο παρεκκλήσια της μονής ,στη Κοίμηση της Θεοτόκου και στον Άγιο Νικόλαο κατεβαίνοντας τα σκαλιά βλέπεις το μέρος που μαρτύρησαν οι μοναχοί της μονής Σέκου,το 1821. Αυτό το μέρος το ήξερα από τους γέροντες της μονής και αυτοί με τη σειρά τους από τους πιο παλιούς γέροντες.
Ο ακαδημαϊκός Βιρτζιλ Κιντεα σε μια εργασία του το 1972 για το «Παλιό ρουμανικό βιβλίο»αναφέρει μια εργασία της μοναχής Ολυμπιάδας,ηγουμένης της Μονής Βαράτεκ,η οποία αναφέρει τα ονόματα των μοναχών:
Aρχ.Βασίλειος,Γαβριήλ μοναχός,Κάλιστρος μοναχός,Παμβώ μοναχός,Νεόφυτος μοναχός,Πρόκλος μοναχός,Παντελεήμων μοναχός,Παχώμιος μοναχός,Ανατόλιος μοναχός,Ονήσιμος μοναχός,Δαλμάτος μοναχός,Ιερεμίας μοναχός,Θωμάς μοναχός,Ιωάσαφ μοναχός,Πατρίκιος μοναχός,Γεδεών μοναχός,Βενιαμίν,μοναχός,Θεόδοτος μοναχός,Ιωνάς μοναχός και οι δόκιμοι Ιωάννης,Δημήτριος,Ιωάννης,Βασίλειος και Χατζη Ιωάννης
Είχα ακούσει από τους παλαιότερους ότι μέχρι τις μέρες μας,στον τόπο που μαρτύρησαν οι μοναχοί εμφανίζονται κηλίδες αίματος.Μόνο το είχα ακούσει.Αλλά,θαύμα,το είδα κι εγώ!Την ημέρα εκείνη ξεναγούσα ένα γκρουπ.
Ήξερα ότι το μέρος εκείνο είναι ευλογημένο,αλλά δεν περίμενα ότι τη στιγμή εκείνη θα έκλαιγαν οι μάρτυρες και μάλιστα με κηλίδες αίματος…Όχι γιατί δεν έχουν γιατί να κλάψουν,αλλά για την αναξιότητα μας να βλέπουμε τέτοια θαυμαστά γεγονότα.
Γονατίσαμε όλοι και κάναμε το σημείο του σταυρού.Δεν μπορώ να περιγράψω την ανατριχίλα που νοιώσαμε.
Μετά από εκείνη την ημέρα οι κηλίδες αίματος παρέμειναν για λίγο καιρό στο χώμα,μέχρι που εξαφανίστηκαν.Μετά εμφανιστηκαν πάλι και με βροχές μεγάλες και με καλό καιρό.
Σήμερα αυτό το μέρος είναι περιφραγμένο.Ένας ξύλινος σταυρός έχει υψωθει σ’αυτό το σημείο και από όπου ο Χριστός ατενίζει καθημερινά αυτούς που αναπαύονται εκεί,αλλά και αυτούς που έρχονται να προσκυνήσουν
Κατέστρεψαν την αγιογραφία της εκκλησίας,γκρέμισαν το μεγάλο πολυέλαιο και φεύγοντας ένας Τούρκος χάραξε την εικόνα της Παναγιάς με το γιαταγάνι, μη γνωρίζοντας ότι είναι θαυματουργή, και φθάνοντας στη πύλη της μονής έπεσε νεκρός. Στην εικόνα διατηρείται ακόμη το σημάδι από το γιαταγάνι στη μορφή της Παναγίας.
Τα σπαθιά των Τούρκων όμως διψούσαν για αίμα. Μπροστά στο καθολικό της μονής αποκεφάλισαν κάποιους μοναχούς που προσπάθησαν να φύγουν στο δάσος ενώ κοντά στο κελάρι αποκεφάλισαν τους τελευταίους μοναχούς που προσπάθησαν να κρυφτούν εκεί.Κοντά στα δύο παρεκκλήσια της μονής ,στη Κοίμηση της Θεοτόκου και στον Άγιο Νικόλαο κατεβαίνοντας τα σκαλιά βλέπεις το μέρος που μαρτύρησαν οι μοναχοί της μονής Σέκου,το 1821. Αυτό το μέρος το ήξερα από τους γέροντες της μονής και αυτοί με τη σειρά τους από τους πιο παλιούς γέροντες.
Ο ακαδημαϊκός Βιρτζιλ Κιντεα σε μια εργασία του το 1972 για το «Παλιό ρουμανικό βιβλίο»αναφέρει μια εργασία της μοναχής Ολυμπιάδας,ηγουμένης της Μονής Βαράτεκ,η οποία αναφέρει τα ονόματα των μοναχών:
Aρχ.Βασίλειος,Γαβριήλ μοναχός,Κάλιστρος μοναχός,Παμβώ μοναχός,Νεόφυτος μοναχός,Πρόκλος μοναχός,Παντελεήμων μοναχός,Παχώμιος μοναχός,Ανατόλιος μοναχός,Ονήσιμος μοναχός,Δαλμάτος μοναχός,Ιερεμίας μοναχός,Θωμάς μοναχός,Ιωάσαφ μοναχός,Πατρίκιος μοναχός,Γεδεών μοναχός,Βενιαμίν,μοναχός,Θεόδοτος μοναχός,Ιωνάς μοναχός και οι δόκιμοι Ιωάννης,Δημήτριος,Ιωάννης,Βασίλειος και Χατζη Ιωάννης
Είχα ακούσει από τους παλαιότερους ότι μέχρι τις μέρες μας,στον τόπο που μαρτύρησαν οι μοναχοί εμφανίζονται κηλίδες αίματος.Μόνο το είχα ακούσει.Αλλά,θαύμα,το είδα κι εγώ!Την ημέρα εκείνη ξεναγούσα ένα γκρουπ.
Ήξερα ότι το μέρος εκείνο είναι ευλογημένο,αλλά δεν περίμενα ότι τη στιγμή εκείνη θα έκλαιγαν οι μάρτυρες και μάλιστα με κηλίδες αίματος…Όχι γιατί δεν έχουν γιατί να κλάψουν,αλλά για την αναξιότητα μας να βλέπουμε τέτοια θαυμαστά γεγονότα.
Γονατίσαμε όλοι και κάναμε το σημείο του σταυρού.Δεν μπορώ να περιγράψω την ανατριχίλα που νοιώσαμε.
Μετά από εκείνη την ημέρα οι κηλίδες αίματος παρέμειναν για λίγο καιρό στο χώμα,μέχρι που εξαφανίστηκαν.Μετά εμφανιστηκαν πάλι και με βροχές μεγάλες και με καλό καιρό.
Σήμερα αυτό το μέρος είναι περιφραγμένο.Ένας ξύλινος σταυρός έχει υψωθει σ’αυτό το σημείο και από όπου ο Χριστός ατενίζει καθημερινά αυτούς που αναπαύονται εκεί,αλλά και αυτούς που έρχονται να προσκυνήσουν
Οι αφανείς ήρωες του Εικοσιένα. Κύπριοι εθελοντές που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Ελλάδας
Του Άντρου Παυλίδη*
Κύπριοι εθελοντές που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της ΕλλάδαςΟ πρόξενος της Ελλάδος στην Κύπρο Γ. Σ. Μενάρδος κατήρτισε, το 1866, μητρώο Ελλήνων υπηκόων της Κύπρου, από τους οποίους μερικοί ήσαν παλαιοί εθελοντές αγωνιστές στην Ελληνική Επανάσταση.
ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Βρέθηκαν και πολέμησαν εθελοντές Κύπριοι αγωνιστές
ΠΕΝΗΤΕΣ ρακένδυτοι, δυστυχούντες, έχοντας αρκετοί από αυτούς και πολυμελείς οικογένειες για να συντηρήσουν, περιφερόμενοι σε διάφορα μέρη του νεοϊδρυθέντος μικρού ελληνικού κράτους, με τις πληγές τους παράσημα που είχαν προστεθεί σε αριστεία ανδρείας τα οποία κερδήθηκαν με αίμα, έζησαν το υπόλοιπο της ζωής τους αθόρυβα και ήσυχα πολλοί Κύπριοι εθελοντές που, μετά το τέλος της επανάστασης, παρέμειναν στην Ελλάδα για την απελευθέρωση της οποίας είχαν αγωνιστεί και οι ίδιοι. Όταν πέρασαν αρκετά χρόνια, πολλοί από αυτούς, γέροντες πλέον, έσπευσαν να υποβάλουν στις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους τα πιστοποιητικά των αγώνων τους, υπογραμμένα από διάφορους γνωστούς οπλαρχηγούς, υπό τις διαταγές των οποίων είχαν πολεμήσει, προκειμένου να τους δοθεί κάποια πενιχρή σύνταξη. Χάρη σ' αυτά τα πιστοποιητικά, που διασώθηκαν στα ελληνικά κρατικά αρχεία, γνωρίζουμε σήμερα τα ονόματα και τη δράση αρκετών Κυπρίων εθελοντών αγωνιστών στην Ελληνική Επανάσταση.
Μερικούς άλλους τους γνωρίζουμε από διάφορες άλλες πηγές και μαρτυρίες. Σ' αυτούς περιλαμβάνονται και αγωνιστές που, μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, επέστρεψαν στην Κύπρο και πέρασαν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους στα χωριά τους, έχοντας όμως αποκτήσει πλέον την ελληνική υπηκοότητα. Ο πρόξενος της Ελλάδος στην Κύπρο Γ. Σ. Μενάρδος κατήρτισε, το 1866, μητρώο Ελλήνων υπηκόων της Κύπρου, από τους οποίους μερικοί ήσαν παλαιοί εθελοντές αγωνιστές στην Ελληνική Επανάσταση. Έτσι, γνωρίζουμε τα ονόματα λίγων ακόμη Κυπρίων αγωνιστών. Ωστόσο πολλοί άλλοι Κύπριοι εθελοντές στον τιτάνιο αγώνα για την ελευθερία της Ελλάδος παραμένουν αφανείς και άγνωστοι ήρωες. Είτε παρέμειναν στην απελευθερωμένη Ελλάδα και τα ονόματά τους δεν διασώθηκαν είτε έζησαν μέχρι τέλους του βίου τους σε άλλες χώρες είτε επέστρεψαν αργότερα στην Κύπρο χωρίς να διαλαλήσουν τη συμμετοχή τους στην επανάσταση, φοβούμενοι τις συνέπειες. Αυτοί παραμένουν άγνωστοι, μαζί με τις χιλιάδες ανώνυμων ηρώων του ελληνικού λαού, στον οποίο πρώτιστα ανήκουν οι δάφνες του '21.
Είναι, λοιπόν, αδύνατο να υπολογισθεί με ακρίβεια ο αριθμός των Κυπρίων εθελοντών στην Ελληνική Επανάσταση. Οι επώνυμοι ή γνωστοί από τις διάφορες πηγές αγωνιστές από την Κύπρο ξεπερνούν τους 90. Εάν λάβουμε υπόψη ότι οι περισσότεροι από όσους επέστρεψαν στη μη ελεύθερη πατρίδα τους φρόντισαν να κρύψουν την αγωνιστική τους δράση στην Ελλάδα, πολλών δε άλλων τα ονόματα δεν σώθηκαν επειδή παρέμειναν φτωχοί και άσημοι, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι Κύπριοι που πήραν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση αριθμούσαν αρκετές εκατοντάδες.
Δεν πήγαν όλοι μαζί από την Κύπρο στην επαναστατημένη Ελλάδα, ούτε και είχαν καταταγεί όλοι την ίδια εποχή. Μερικοί ζούσαν ήδη από πριν στην Ελλάδα (άλλοι ήσαν μεταξύ εκείνων που κατόρθωσαν να διαφύγουν από την Κύπρο και να σωθούν από τις εκτεταμένες σφαγές του Ιουλίου 1821, οπότε πήγαν στην Ελλάδα και κατετάγησαν), άλλοι πήγαν στην Ελλάδα μετά το 1821, στα χρόνια κατά τα οποία η επανάσταση συνεχιζόταν. Οι Κύπριοι αγωνιστές πολέμησαν στη στεριά και στη θάλασσα και ήσαν παρόντες στις κυριότερες και μεγαλύτερες συγκρούσεις, υπηρετώντας υπό τις διαταγές γνωστών οπλαρχηγών όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης, ο Κανάρης, ο Καραϊσκάκης, ο Τζαβέλας και άλλοι. Ακόμη, βρέθηκαν και σε συγκρούσεις όπου εγράφησαν, με αίμα, ολόκληρα έπη, όπως η μακρά αντίσταση του Μεσολογγίου. Κάποιοι από τους Κυπρίους εθελοντές υπήρξαν αξιωματικοί και υπαξιωματικοί και πολλοί τιμήθηκαν με μετάλλια και πιστοποιητικά ανδρείας.
Δεν πήγαν όλοι μαζί από την Κύπρο στην επαναστατημένη Ελλάδα, ούτε και είχαν καταταγεί όλοι την ίδια εποχή. Μερικοί ζούσαν ήδη από πριν στην Ελλάδα (άλλοι ήσαν μεταξύ εκείνων που κατόρθωσαν να διαφύγουν από την Κύπρο και να σωθούν από τις εκτεταμένες σφαγές του Ιουλίου 1821, οπότε πήγαν στην Ελλάδα και κατετάγησαν), άλλοι πήγαν στην Ελλάδα μετά το 1821, στα χρόνια κατά τα οποία η επανάσταση συνεχιζόταν. Οι Κύπριοι αγωνιστές πολέμησαν στη στεριά και στη θάλασσα και ήσαν παρόντες στις κυριότερες και μεγαλύτερες συγκρούσεις, υπηρετώντας υπό τις διαταγές γνωστών οπλαρχηγών όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης, ο Κανάρης, ο Καραϊσκάκης, ο Τζαβέλας και άλλοι. Ακόμη, βρέθηκαν και σε συγκρούσεις όπου εγράφησαν, με αίμα, ολόκληρα έπη, όπως η μακρά αντίσταση του Μεσολογγίου. Κάποιοι από τους Κυπρίους εθελοντές υπήρξαν αξιωματικοί και υπαξιωματικοί και πολλοί τιμήθηκαν με μετάλλια και πιστοποιητικά ανδρείας.
Φαίνεται, ακόμη, ότι κατά τη διάρκεια της επανάστασης είχε δημιουργηθεί για κάποιο διάστημα και ξεχωριστός λόχος Κυπρίων αγωνιστών, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι υπήρχε ξεχωριστή πολεμική σημαία Κυπρίων. Το λάβαρο αυτό σώθηκε και φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα. Είναι λευκού χρώματος, με μεγάλο γαλάζιο σταυρό στη μέση (στο επάνω εσωτερικό λευκό τετράγωνο (ένα από τα 4 που δημιουργεί ο σταυρός) αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα η φράση: ΣΗΜΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ. Το λάβαρο των Κυπρίων ήταν στερεωμένο σε ελαφρύ ξύλινο ιστό που στο επάνω μέρος του έφερε σιδερένιο σταυρό, ο οποίος κατέληγε σε λόγχη (έτσι, ο σημαιοφόρος μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει και ως όπλο).
Έξι Κύπριοι σε καταλόγους Υδραίων αγωνιστών
ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟΝ Κοινότητος Ύδρας απαντώνται στους καταλόγους αγωνιστών του νησιού αυτού και 6 Κύπριοι, μεταξύ των Υδραίων που πολέμησαν υπό τον Μακρυγιάνη, τον Δημήτριον Καλλέργη και τους Αθανάσιον και Νικόλαον Εμ. Παπάν. Ήσαν οι ακόλουθοι: Κυριάκος Κυπραίος, τζαούσης (=υπαξιωματικός), Σάββας Κυπραίος, Νικόλαος Βελάς Κυπραίος, Σίμων Κυπριώτης, Ιωάννης Κυπριώτης και Ιωάννης Κυπραίος τζαούσης.
Φαίνεται ότι μάλλον οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μέλη κυπριακών οικογενειών (κυρίως εμπόρων και ναυτικών) μόνιμα εγκατεστημένων στην 'Υδρα, που συμμετείχαν σε σώματα Υδραίων. Παρόμοια, και άλλοι Κύπριοι εγκατεστημένοι σε διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδος είχαν καταταγεί σε μονάδες που συγκροτήθηκαν στα μέρη στα οποία κατοικούσαν. Όπως για παράδειγμα ο αγωνιστής Κωνσταντίνος Κυπριώτης που μαρτυρείται από τα σχετικά πιστοποιητικά του ότι κατοικούσε, πριν από την επανάσταση, στα Ψαρά, πατρίδα του θρυλικού πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη. Ο αγωνιστής αυτός υπηρέτησε σε καράβια Ψαριανών που πήραν μέρος σε διάφορες συγκρούσεις, περιλαμβανομένου και του πυρπολικού του ιδίου του Κωνσταντίνου Κανάρη, πνίγηκε δε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια μιας ναυτικής επιχείρησης. Στο πυρπολικό του Κανάρη υπηρέτησε και ο γιος του Κυπρίου αυτού αγωνιστή, ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Κυπριώτης, ο οποίος πνίγηκε επίσης κατά τη διάρκεια άλλης ναυτικής επιχείρησης. Σώζονται, και για τους δύο, σχετικά πιστοποιητικά υπογραμμένα από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Κανάρη, εκδομένα το 1865 προς την οικογένειά τους.
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΟΠΛΑΡΧΗΓΩΝ
Αγγελής ο Κύπριος: Παντού καί πάντοτε έδειξεν ανδρείαν
Τα διάφορα πιστοποιητικά που εξεδόθησαν για Κυπρίους αγωνιστές και εδόθησαν στους ιδίους ή στους κληρονόμους τους από διάφορους αρχηγούς της επανάστασης, είναι τα περισσότερα γραμμένα μετά το 1844 και κυρίως μετά το 1864. Διότι με ψήφισμα της ελληνικής Εθνοσυνελεύσεως το 1844 και ιδίως με δεύτερο το 1864, είχαν συσταθεί επιτροπές για μελέτη σχετικών αποδεικτικών ώστε να παραχωρείται σύνταξη σε αγωνιστές ή στις οικογένειές τους. Τότε ήταν που έσπευσαν και πολλοί Κύπριοι ή μέλη των οικογενειών τους να εξασφαλίσουν και υποβάλουν πιστοποιητικά περί της συμμετοχής τους στον αγώνα. Αλλά ώς τότε ασφαλώς αρκετοί αγωνιστές θα είχαν ήδη πεθάνει ή φύγει από την Ελλάδα ή άλλοι δεν ενδιαφέρθηκαν ή και δεν μπόρεσαν να βρουν τους παλαιούς οπλαρχηγούς τους για να εξασφαλίσουν την υπογραφή τους. Συνεπώς, αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για να υποστηρίξουμε ότι οι Κύπριοι εθελοντές στην Ελληνική Επανάσταση ήσαν πολύ περισσότεροι από όσους μαρτυρούνται στις πηγές.
Ένας από τους Κύπριους αγωνιστές που εξασφάλισαν πιστοποιητικό για την προσφορά τους στην Ελληνική Επανάσταση ήταν ο Αγγελής ο Κύπριος. Στο σχετικό πιστοποιητικό αναφέρονται τα ακόλουθα:
Πιστοποιητικόν 574
Οι υποφαινόμενοι, τιμίως καί ευσυνειδήτως, διά τού παρόντος πιστοποιητικού πιστοποιούμεν ότι ο φέρων αυτό Αγγελής Κύπριος ονομαζόμενος απ' αρχής τού υπέρ ανεξαρτησίας ιερού ημών αγώνος εις χείρας λαβών τά όπλα καί στρατιώτης τού ιερού λόχου καταταχθείς διέμεινεν εν αυτώ καί υπό τόν Υψηλάντην μέχρι τής καταστροφής του καί υπ' άλλου από τό έτος 1821 μέχρι τού 1823. Από δέ τό έτος 1823 μέχρι τού 1825 υπηρέτησεν εις τά τότε πεζικά τάγματα καί έκτοτε διαρκώς εις αυτά εξηκολούθει νά υπηρετεί μέχρι τού έτους 1833, κατά τό οποίον καταχθείς εις τό πυροβολικόν υπηρέτησεν εις τό Σώμα τούτο ως επιλοχίας μέχρι τού έτους 1858, κατά τό οποίον μέ βαθμόν ανθυπασπιστού ετέθη υπό σύνταξιν εις ήν καί μένει ως τοιούτος. Ότι εις διαφόρους καί σχεδόν τάς πλείστας επιστημοτέρας και κινδυνεστέρας κατά τών εχθρών παρευρέθη μάχας, ως εκτός τής τού ιερού λόχου ως τήν εκστρατείαν τού Πέτα, εις τό Ναύπλιον, Νεόκαστρον και Ναυαρίνον, Αθηνών, Χαϊδάρι, εις τήν Κρήτην, εις τήν Χίον μέ τόν Φαβιέ εις Κάρυστον καί αλλαχού. Παντού καί πάντοτε έδειξεν ανδρείαν, καρτερίαν καί υπακοήν εις τούς ανωτέρους του καί ότι καί πληγήν εν τώ σώματί του φέρει, η ουλή τής οποίας αναφαίνεται. 'Οθεν καί ταύτα γνωστά διά τών Μητρώων απεδεικνύοντο καί παρ' ημίν επιβεβαιούμενα καί κατ' αίτησίν του αφιέμεθα αυτώ τό παρόν διά νά τού χρησιμεύση όθεν δεί καί διά τά περαιτέρω καί εις ένδειξιν υπογράφωμεν.
'Εν Αθήναις τήν 11ην Αυγούστου 1861.
Οι πιστοποιούντες Σ. Γ. Σονιέρος υποστράτηγος/Τ. Λαζαρέττου/Δ.
Κουτσογιαννόπουλος/Ζ. Χαρμόλαος.
Γενάρχης οικογένειας αγωνιστών
Ο Αντώνιος Ιακώβου Λοΐζου πήγε στην Ελλάδα από την Κύπρο σε ηλικία 20 χρόνων και υπηρέτησε υπό τον Φαβιέρο (πληγώθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακροπόλεως - Αθήνα), ήταν πατέρας του Σώζου Αντωνίου, που πολέμησε ως εθελοντής στην Κρήτη κατά την κρητική εξέγερση του 1866 και παππούς του δημάρχου Λεμεσού Χριστοδούλου Σώζου που αγωνίστηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους και σκοτώθηκε στο Μπιζάνι στις 6 Οκτωβρίου 1912. Ο Χρίστος Παπανικολάου Λειβαδίτης πήγε στην Ελλάδα από το 1819, από δε την αρχή της επανάστασης, το 1821, και για 10 χρόνια υπηρέτησε στον αγώνα στη θάλασσα, ως ναυτικός. Ο Θεοχάρης Τρίψιμος υπηρέτησε σε ομάδα ευζώνων. Ο Κυριάκος Χρήστου πήγε από την Κύπρο στην Ελλάδα το 1825 και υπηρέτησε για 11 χρόνια στον τακτικό στρατό. Ο Μάρκος Ιερώνυμος πήγε στην Ελλάδα το 1824 και πήρε μέρος στον αγώνα στη θάλασσα, ως ναυτικός, υπηρετώντας μέχρι τέλους του αγώνα.
Ο μαρτυρικός θάνατος του επισκόπου Φιλοθέου
Μαρτυρικό θάνατο βρήκε ο Κύπριος ιεράρχης, ο επίσκοπος (στην Αρκαδία της Πελοποννήσου) Φιλόθεος. Ο Φιλόθεος Χατζής, όπως ονομαζόταν, γεννήθηκε στην Κύπρο σε άγνωστο χρόνο και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Στο θρόνο Δημητσάνης ανήλθε το 1795. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση, ιδρύοντας ή ενισχύοντας σχολεία στην επισκοπική περιφέρειά του. Από τη στιγμή που μυήθηκε ο ίδιος στη Φιλική Εταιρεία, δόθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα. Ο ίδιος μύησε στη συνέχεια στη Φιλική Εταιρεία ομαδικά ολόκληρο τον πληθυσμό της Δημητσάνης, πράγμα που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο του αγώνα των Ελλήνων. Αλλά και πράγμα που εξυπηρέτησε ιδιαίτερα τον ετοιμαζόμενο αγώνα, γιατί στη Δημητσάνα έγινε κατορθωτό να λειτουργήσουν οι περίφημοι "μπαρουτόμυλοι" των αδελφών Νικολάου και Σπυρίδωνος Σπηλιωτοπούλου. Παράγονταν, δηλαδή, μεγάλες ποσότητες πυρίτιδας, η οποία αποθηκευόταν σε διάφορα μέρη για να χρησιμοποιηθεί με την έναρξη του αγώνα. Η όλη επιχείρηση κατασκευής και αποθήκευσης πυρίτιδας ήταν επικίνδυνη και γινόταν, βέβαια, με κάθε μυστικότητα και υπό την επίβλεψη του επισκόπου Φιλοθέου. Ωστόσο, κατά τις αρχές του 1821 ο Φιλόθεος προσεκλήθη από τους Τούρκους στην Τρίπολη (διοικητική πρωτεύουσα της Πελοποννήσου τότε, κοντά στη Δημητσάνα), μαζί με άλλους ιεράρχες της Πελοποννήσου, τους επισκόπους Μονεμβασίας, Χριστιανουπόλεως, Ωλένης, Ναυπλίου και Άργους και Ανδρούσης. Όλοι αυτοί, καθώς και άλλοι ακόμη πρόκριτοι, συνολικά 18 άτομα, συνελήφθησαν στην Τρίπολη και φυλακίστηκαν, με ογκώδεις αλυσίδες στο λαιμό. Ο Κύπριος ιεράρχης, μη αντέχοντας τη σκληρότατη διαβίωση στη φυλακή, πέθανε μέσα εκεί από τις κακουχίες, στις 10 Σεπτεμβρίου 1821. Λίγο ακόμη αν άντεχε, θα προλάβαινε την απελευθέρωση της Τρίπολης (Τριπολιτσάς) από τους Έλληνες (23 Σεπτεμβρίου 1821).
Από την Τριέστη στην επαναστατημένη Ελλάδα
Ο Κωνσταντίνος Ν. Κυπριώτης ήταν δάσκαλος στην Τριέστη, απ' όπου πήγε στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1826 και πολέμησε υπό διάφορους οπλαρχηγούς. Ο Χριστόδουλος Βασιλειάδης πήρε μέρος στον αγώνα από την έναρξή του υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς (αργότερα ακολούθησε το επάγγελμα του δασκάλου στην απελευθερωμένη Ελλάδα). Ως μπουλουκσής (= ομαδάρχης) υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα ο Νικόλαος Παπαϊωάννου. Ο Αντώνιος Παυλή Κύπριος υπηρέτησε, από το 1825, στον τακτικό στρατό ως λοχίας. Αξιωματικός έγινε ο Μιχαήλ Μάρκου, που πήγε στην Ελλάδα από την Κύπρο ευθύς μετά την έναρξη του αγώνα και υπηρέτησε καθ' όλην τη διάρκειά του υπό τον Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς, ενώ πήρε μέρος σε πολλές όσο και σημαντικές μάχες. Υπό τον Μακρυγιάννη και άλλους οπλαρχηγούς υπηρέτησε και ο Πέτρος Γεωργίου Μαλλιαρός (πολέμησε στους Μύλους και σε άλλες μάχες στην Πελοπόννησο, επίσης στην Κρήτη και αλλού).
Πολεμώντας με τους Μεσολογγίτες
ΑΞΙΟΛΟΓΗ πολεμική δράση είχε και άλλος Κύπριος αξιωματικός στην Ελληνική Επανάσταση, ο καπετάν Ιωάννης Κύπριος (ή και καπετάν Γιάννης Κυπριώτης), που είχε προβιβαστεί σε λοχαγό. Πριν από την έναρξη της επανάστασης εργαζόταν σε τουρκο-αιγυπτιακό καράβι (στην Τήνο, όπου βρέθηκε, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις παραμονές της κήρυξης του αγώνα), κατέλαβε το καράβι στο οποίο εργαζόταν και το οδήγησε στην Ύδρα. Αφού το εξόπλισε, το έθεσε στην υπηρεσία της επανάστασης και μ' αυτό πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις. Βρισκόταν, επίσης, στο Μεσολόγγι όπου πολέμησε και κατά την πρώτη και κατά τη δεύτερη πολιορκία του, όπως και στην Πελοπόννησο, στις κρίσιμες μάχες κατά του Δράμαλη υπό την αρχιστρατηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κυβέρνησε επίσης διάφορα άλλα πολεμικά καράβια, όπως το καράβι "Ποσειδών" και το δίκροτο "Αθηνά". Στη μάχη του Άργους πληγώθηκε σοβαρά στο κεφάλι. Μετά το τέλος του αγώνα παρέμεινε στην Ελλάδα, τιμήθηκε με το βαθμό του λοχαγού της Φάλαγγος και ονομάστηκε "αξιωματικός εις τήν ξηράν καί τήν θάλασσαν".
Στην επική αντίσταση του Μεσολογγίου, κατά τη διάρκεια της μεγάλης πολιορκίας του, βρέθηκαν και πολέμησαν και άλλοι εθελοντές Κύπριοι αγωνιστές: Ο Παντελής Γεωργίου Ορφανός, αξιωματικός, που πολέμησε επίσης στα Δερβενάκια, στην Κρήτη και αλλού, ο Γιάννης Πασαπόρτης, που πήρε μέρος και στη θρυλική Έξοδο του Μεσολογγίου και επέζησε, όπως εξάλλου και ο Χατζη-Χριστόδουλος Κοκκινόφτας και άλλοι.
Ιωάννης Σταυριανός και Γιώργης ο Κύπριος
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ συνεισφορά στον υπέρ ελευθερίας αγώνα των Ελλήνων είχαν Κύπριοι που υπηρέτησαν ως αξιωματικοί, όπως ο Ιωάννης Σταυρινός (ή Σταυριανός) και ο καπετάν Γιώργης ο Κύπριος. Ο τελευταίος πήγε ως εθελοντής στην Ελλάδα, από την αρχή της επανάστασης και πολέμησε καθ' όλην τη διάρκεια του αγώνα (διακρίθηκε ως αγωνιστής και ως αξιωματικός και προήχθη μέχρι το βαθμό του χιλιάρχου, πήρε μέρος στις πιο σημαντικές μάχες και εκστρατείες και μετά το τέλος του αγώνα παρέμεινε στην απελευθερωμένη Ελλάδα). Ο Ιωάννης Σταυρινός είχε γεννηθεί το 1804 στο χωριό Λόφου της επαρχίας Λεμεσού και πέθανε στην Ελλάδα το 1887. Ο πατέρας του ήταν εμπορευόμενος και ο Ιωάννης συχνά τον συνόδευε στα ταξίδια του (σε ένα ταξίδι στην Αλεξάνδρεια, το 1820, πατέρας και γιος μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία). Το 1822 ο πατέρας πέθανε, ο δε νεαρός Ιωάννης έφυγε ξανά για την Αλεξάνδρεια· εκεί, με τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς, συγκέντρωσε και εξόπλισε ομάδα από 7 άνδρες (4 Κυπρίους και 3 Κρητικούς), με την οποία πήγε στην Ελλάδα. Το 1823 εντάχθηκε στο σώμα του συμπατριώτη του καπετάν Γιώργη Κυπρίου ως μπουλουκσής (= ομαδάρχης) ενώ το 1825 μετεπήδησε στον τακτικό στρατό που στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, περιλαμβανομένης της υπό τον Καραϊσκάκη επιχειρήσεως στην περιοχή Αθήνας - Φαλήρου, όπου συνελήφθη αιχμάλωτος. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μαρτυρία του Σταυριανού ότι ο Καραϊσκάκης είχε σκοτωθεί από ελληνικό βόλι, πράγμα που ξεκαθαρίζει το όλο ζήτημα της δολοφονίας του μεγάλου εκείνου ήρωα. Αργότερα ο Σταυριανός κατόρθωσε να απελευθερωθεί και να επιστρέψει στη στρατιωτική του υπηρεσία. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας παρέμεινε εκεί και δημιούργησε οικογένεια. Ανήκε στη φιλελεύθερη παράταξη των αγωνιστών, που ετάχθησαν εναντίον του ξενόφερτου βασιλιά της Ελλάδος Όθωνος, γι' αυτό και υπέστη διώξεις.
Πήρε, μάλιστα, μέρος στη ναυπλιακή επανάσταση του 1862. Το 1863 αποστρατεύθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη. Έγραψε απομνημονεύματα (που σώθηκαν) με τον τίτλο "Πραγματεία τών περιπετειών τού βίου μου καί συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων έτι εν τή ελληνική ιστορία".
To λάβαρο των Κυπρίων
ΕΙΝΑΙ πιθανόν η πολεμική σημαία των Κυπρίων να ανήκε στους εθελοντές αγωνιστές που, τον Ιούνιο 1826, συμμετείχαν ομαδικά στη σύσταση ειδικού στρατιωτικού σώματος της Ιωνίου Φάλαγγος, η οποία πήρε στη συνέχεια μέρος σε πολλές και σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά, μέχρι τη διάλυσή της το 1827. Η Ιώνιος Φάλαγξ συνεστήθη κατόπιν "γενικής τών Ιώνων συνελεύσεως" και ονομάστηκε έτσι επειδή απετελείτο κυρίως από Έλληνες αγωνιστές της Ιωνίας - δυτική Μικρά Ασία (συμμετείχαν επίσης σ' αυτήν και Έλληνες από νησιά του ανατολικού Αιγαίου και από την Κύπρο, αλλά και από άλλα ελληνικά μέρη - Μακεδονία, 'Ηπειρος, Θράκη κ.τ.λ.). Από το σωζόμενο κατάλογο των 359 αγωνιστών της Ιωνίου Φάλαγγος, προκύπτει ότι οι 19 τουλάχιστον ήσαν Κύπριοι, διότι σαφώς μνημνονεύονται, αντί επιθέτου, με το εθνικό: Κυπραίος. Τα 19 μέλη της Ιωνίου Φάλαγγος ήσαν τα ακόλουθα (σε παρένθεση ο αριθμός τους στον κατάλογο των μελών της Φάλαγγος): Μιχάλης Κυπραίος (αρ. 142), Κωνσταντής Κυπραίος (αρ. 143), Γεώργιος Κυπραίος (αρ. 144), Κυριάκος Κυπραίος (αρ. 154), Σταύρος Κυπραίος (αρ. 155), Γαβριήλ Κυπραίος (αρ. 156), Ελευθέριος Κυπραίος (αρ. 160), Αβράμης Κυπραίος (αρ. 197), Κυριάκος Κυπραίος (αρ. 216), Σάββας Κυπραίος (αρ. 223), Χατζη-Αυγουστής Κυπραίος (αρ. 224), Δημήτριος Κυπραίος (αρ. 229), Φίλιππας Κυπραίος (αρ. 289), Κυριάκος Κυπραίος (αρ. 306), Χατζη-Πέτρος Κυπραίος (αρ. 331), Βασίλειος Κυπραίος (αρ. 343), Γιακουμής Κυπραίος (αρ. 344), Παρασκευάς Κυπραίος (αρ. 354) και Χριστοφής Κυπραίος (αρ. 355).
* Το κείμενο αυτό είναι ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Ιστορία της νήσου Κύπρου».
άδαςΜητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος "Οι Αρχιερείς και η Επανάσταση του 1821"
πηγή: romfea.gr
Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν προϊόν ενός στιγμιαίου ενθουσιασμού, αλλά αποτέλεσμα μεγάλης προετοιμασίας. Λέγοντας αυτό δεν εννοώ μόνον την διεργασία που έγινε από την Φιλική Εταιρεία, αλλά την προσπάθεια διάσωσης της συνείδησης του Γένους στις καρδιές των υποδούλων και διατήρησης της φλόγας της ελευθερίας.
Όσο και να θέλη κανείς να μυωπάζη, δεν μπορεί να αρνηθή την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας για την διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του Γένους και την αναζήτηση της ελευθερίας καθ' όλη την διάρκεια της δουλείας.
Βεβαίως, υπάρχουν μονίμως εκείνοι που αρνούνται την προσφορά των Κληρικών, πολύ δε περισσότερο των Αρχιερέων, κατά τον αγώνα του 1821 η την παραθεωρούν και υποτιμούν... Αλλά υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την προσφορά των Κληρικών, ειδικά των Αρχιερέων, κατά την Επανάσταση του 1821.
Για παράδειγμα, ο Charles Frazee στο βιβλίο του Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μεταξύ των άλλων καταγράφει την άποψη που είχαν οι Τούρκοι για τις ενέργειες των Αρχιερέων, γι' αυτό και τους φυλάκιζαν, όπως διασώζεται στο υπόμνημα του Pisani, που ήταν Βρετανός δραγουμάνος: «Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί πως ο ελληνικός Κλήρος είναι η πραγματική αιτία της εξεγέρσεως των Ελλήλων υπηκόων της Τουρκίας».
Νομίζω ότι είναι επίκαιρα, εκτός των άλλων, δύο σημαντικά βιβλία που εκδόθηκαν παλαιότερα, αλλά έχουν διαχρονική ισχύ, από τον επιστήμονα και ερευνητή Πέτρο Γεωργαντζή, διδάκτορα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Όταν ένα βιβλίο είναι προϊόν έρευνας σε αρχεία και μάλιστα γίνεται από ερευνητή επιστήμονα, έχει αξία που δεν αλλοιώνεται με την πάροδο του χρόνου.
1. Η συμμετοχή των Αρχιερέων στην Επανάσταση του 1821
Το πρώτο βιβλίο φέρει τον τίτλο Οι Αρχιερείς και το Εικοσιένα, (σελίδες 422), και απαντά στο ερώτημα ποιά ήταν η προσφορά των Αρχιερέων στην Επανάσταση, διότι μερικοί την αμφισβητούν ανεξέταστα, μέσα από διάφορες ιδεολογικές κατευθύνσεις, όπως γίνεται και τελευταία.
Το βιβλίο διαιρείται σε τρία μεγάλα μέρη, καθένα από τα οποία διαιρείται σε επί μέρους ενότητες. Το πρώτο μέρος ασχολείται με τις «συνθήκες διαβιώσεως των Αρχιερέων στην Τουρκοκρατία».
Το δεύτερο μέρος διερευνά «την προσφορά των Αρχιερέων στην παλλιγενεσία του 1821». Και το τρίτο μέρος παρουσιάζει τα «στοιχεία για την προσφορά των Αρχιερέων κατά το 1821», ήτοι αναφέρεται, κατά γεωγραφικές περιοχές, στους «Αρχιερείς εθελόθυτα θύματα», τους «μάρτυρες Αρχιερείς» και τους «αγωνιστές Αρχιερείς».
Στο σημαντικό και πρωτότυπο αυτό βιβλίο διερευνάται «χωρίς πάθος η φανατισμό» η προσφορά των Αρχιερέων κατά την Επανάσταση, με βάση τις ανέκδοτες και δημοσιευμένες πηγές και με βάση πάμπολλα βοηθήματα, ήτοι επιστημονικές μελέτες.
Στις ανέκδοτες πηγές συμπεριλαμβάνονται οι Πατριαρχικοί κώδικες και ο κώδικας αλληλογραφίας του Ιγνατίου Μητροπολίτου Ηρακλείας Θράκης.
Στην αρχή ο συγγραφέας καταγράφει την άποψη που επικρατούσε παλαιότερα ότι η Επανάσταση του 1821 ήταν ταξική και όχι εθνικοθρησκευτική και ακόμη ότι οι Αρχιερείς, εκτός από τρεις-τέσσερεις, αντέδρασαν στην επανάσταση.
Ο Κοδράτος μεταξύ άλλων έγραφε ότι "ο ανώτερος κλήρος και οι καλόγεροι ήταν δυνάστες του σκλαβωμένου λαού και ο ρόλος τους ήταν, σε πολλές περιπτώσεις, αντεθνικός". Και ο Σκαρίμπας μεταξύ των άλλων έγραφε: "Από τις εκατοντάδες των ιεραρχών μόνον 3-4 θυσιάστηκαν στους αγώνες του '21".
Στην συνέχεια, όμως, ύστερα από μελέτη και σωστή αξιολόγηση των πηγών, ο συγγραφεύς του βιβλίο αυτού αποδεικνύει, αφ' ενός μεν ότι ο χαρακτήρας της Επαναστάσεως του 1821 δεν ήταν ταξικός, αλλά θρησκευτικο-εθνικοαπελευθερωτικός, αφ' ετέρου δε ότι οι Αρχιερείς, όχι μόνον δεν αντέδρασαν στην Επανάσταση, αλλά την βοήθησαν αποτελεσματικά και ότι «οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες και Αρχιερείς αναδείχθησαν οι μόνοι συνήγοροι και υπερασπιστές του απλού ανώνυμου και αγενεαλόγητου λαού. Υπήρξαν όχι απλώς παραμυθητές, αλλά πραγματικοί Παράκλητοι...».
ο ότι η Επανάσταση, κατά τον συγγραφέα, ήταν θρησκευτική και εθνική και όχι κοινωνική, ταξική, τεκμηριώνεται πρώτον από τις απόψεις συγχρόνων μαρξιστών, όπως διατυπώθηκαν σε επιστημονικό συμπόσιο που έγινε στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών της Ελλάδας τον Αύγουστο του 1981 στην Αθήνα, που σε μερικά σημεία αναθεωρούν τις θέσεις παλαιών μαρξιστών, δεύτερον από τις μαρτυρίες των δημιουργών του Εικοσιένα, τρίτον από τις διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων και τέταρτον από τις κρίσεις των συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικών.
Σχετικά με την στάση των Αρχιερέων προ της Επαναστάσεως και κατά την Επανάσταση ο συγγραφεύς είναι πολύ αποκαλυπτικός. Με βάση ιστορικές πηγές και μαρτυρίες αποδεικνύει ότι οι Πατριάρχες και οι Αρχιερείς προέρχονταν από τα κατώτατα στρώματα του λαού και όχι από την λεγομένη «άρχουσα τάξη».
Έπειτα, οι Αρχιερείς δεν ήταν οι ευνοούμενοι των Τούρκων, γιατί δεν είχαν καθόλου ελευθερία κινήσεως, δεν είχαν ελευθερία λόγου και, όπως αποδεινύεται από πολλές μαρτυρίες, η στάση των κρατούντων στα αιτήματα των Αρχιερέων ήταν σκληρή.
Ακόμη, οι φόροι τους οποίους επέβαλαν οι Τούρκοι στους Αρχιερείς ήταν δυσβάστακτοι και αναφέρονται περιπτώσεις κατά τις οποίες Αρχιερείς η παρητούντο η απέθαναν από μελαγχολία, γιατί δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τους φόρους, που έπρεπε να αποδώσουν στους Τούρκους κατακτητές.
Πέρα από αυτά ο συγγραφεύς αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες, ότι κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθή στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες.
Επίσης, αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, και οι 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις». Το συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%.
Επισημαίνεται: «Αν όμως ληφθή υπόψη ότι οι πλείστοι Αρχιερείς της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Σερβίας η Βουλγαρίας, λόγω αδιαφορίας η αδυναμίας των Χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων της Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από την Θράκη, την Μακεδονία και τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και κάτω, είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων».
Ο συγγραφέας δεν αρκείται απλώς σε γενικές διαπιστώσεις, αλλά προχωρεί σε εξειδίκευση του θέματος, καταγράφοντας την δράση κάθε συγκεκριμένου Αρχιερέως, ώστε να μη αμφισβητηθούν από κάποιον «οι πίνακες των αρχιερέων αγωνιστών, μαρτύρων και θυμάτων του 1821», όπως φαίνεται στα ποσοστά που παρατίθενται.
Έτσι, αναφέρει ονομαστικά την προσφορά των Αρχιερέων της περιόδου εκείνης κατά γεωγραφικές περιοχές, ήτοι τους Πατριάρχες, τους Αρχιερείς της Θράκης, της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, του Αιγαίου Πελάγους, της Κύπρου, της Κρήτης, της Σερβίας, της Μικράς Ασίας, της Μολδαβίας.
Διαβάζοντας κανείς τα αυθεντικά βιογραφικά στοιχεία των Αρχιερέων της περιόδου εκείνης, εκπλήσσεται και θαυμάζει για την αγωνιστικότητά τους και την θυσιαστική τους προσφορά, αλλά και λυπείται για τα όσα αστήρικτα υποστηρίζουν οι αντίθετοι.
Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «καμμιά άλλη ομάδα η κατηγορία των Ελλήνων δεν έδωσε τόσα πολλά στον αγώνα, όσα οι κληρικοί και μάλιστα οι αρχιερείς.
Όχι μόνον σε ποσοστά συμμετοχής, αλλά κυρίως και κατ' εξοχή στο ειδικό βάρος, που ο καθένας απ' αυτούς διέθετε». Οι Έλληνες αγωνιστές εμψυχώνονταν βλέποντας τους Αρχιερείς «στα στρατόπεδα και τα ταμπούρια τους» και αυτό «ήταν το κατ' εξοχή βαρύ πυροβολικό που διέθεταν».
Επίσης, «οι αγχόνες και τα μαρτύρια των Πατριαρχών και των αρχιερέων ήταν η πύρινη ψυχική κινητήρια δύναμη που τους οιστρηλατούσε στην "νίκη η τη θανή"».
Και έχοντας υπ' όψη του όλη αυτήν την έρευνα που έκανε στις πηγές, καταλήγει: «Δεν νομίζω ότι θα είναι υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά των αρχιερέων ήταν ισότιμη και ισοβαρής με την παρουσία των μεγάλων καπεταναίων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Ανδρούτσου, Μπότσαη, Κανάρη κλπ.
Δεν υπήρξαν απλώς πολεμιστές, αλλά πραγματικοί πολέμαρχοι στις μάχες και τις θυσίες». Και το σημαντικότερο είναι ότι όταν «πέρασε η ώρα της προσφοράς και της θυσίας, ως νέοι Κιγκινάτοι, εναπέθεσαν καρυοφύλλια και γιαταγάνια, έβγαλαν φουστανέλλες και στολές, πήραν πάλι τις πατερίτσες τους και ξαναφόρεσαν το ράσο για να επανέλθουν και αφοσιωθούν στα αγιαστικά και ποιμαντικά τους καθήκοντα, έχοντας ήσυχη την συνείδησή τους –όσοι βέβαια επέζησαν– ότι τον αγώνα τον καλόν αγωνίσθηκαν και επετέλεσαν εύορκα το καθήκον τους».
Επομένως, είναι εντελώς αστήρικτες οι απόψεις αυτών που αμφισβητούν την προσφορά των Αρχιερέων στην Επανάσταση του 1821, αλλά είναι και ιδεολογικώς κακόβουλες, αφού κυριολεκτικά θυσιάσθηκαν για τον αγώνα, δίνοντας και την ίδια την ζωή τους.
2. Ο «αφορισμός» του Αλεξάνδρου Υψηλάντη
Το δεύτερο βιβλίο του Πέτρου Γεωργαντζή φέρει τον τίτλο Ο "αφορισμός" του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, (σελίδες 310), και ασχολείται με τον «αφορισμό» που εξέδωσε το Πατριαρχείο, για τον οποίον υπάρχουν μερικοί που κατηγορούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε .
Το σημαντικό αυτό βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο έχει τίτλο: «ιστορική διερεύνηση του "αφορισμού" του Μαρτίου 1821», και το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «εκκλησιαστικο-κανονική διερεύνηση του "αφορισμού"».
Στα δύο αυτά μέρη του βιβλίου υπάρχουν διάφορα κεφάλαια, τα οποία δίνουν πολλές πληροφορίες και προσφέρουν πολύτιμο υλικό για την κατανόηση αυτού του γεγονότος. Εκεῖνο που πρέπει να παρατηρηθή είναι ότι ο συγγραφεύς του αξιόλογου αυτού βιβλίου θέτει πάντοτε την λέξη «αφορισμός» μέσα σε εισαγωγικά, γιατί δεν αποδέχεται ότι το κείμενο που εξεδόθη ήταν αφοριστικό, για τους λόγους που θα εκτεθούν εν συντομία.
Στο βιβλίο αυτό δίνονται πάρα πολλά στοιχεία γύρω από τα ιστορικά δεδομένα τα οποία οδήγησαν στην έκδοση αυτού του «αφορισμού». Είναι δε απαραίτητο να διερευνώνται τα δεδομένα αυτά, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί κανείς να ερμηνεύση παρόμοια φαινόμενα και γεγονότα.
Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των κεφαλαίων του πρώτου μέρους, ήτοι: «χαρακτηρισμός του "αφορισμού"», «πρώτες διερευνήσεις περί του "αφορισμού"», «συνθήκες γραφής του "αφορισμού"», «συγγραφέας του "αφορισμού"», «οι δοκιμασίες των Αρχιερέων προ του "αφορισμού"», «οι αποδέκτες των κειμένων», «χρόνος υπογραφής του "αφορισμού"», «γιατί έγιναν δύο "αφοριστικά" κείμενα», «κομιστές των κειμένων», «η τύχη και η συμπεριφορά των Συνοδικών μετά τον "αφορισμό"», «οι Συνοδικοί αρχιερείς και η Φιλική Εταιρεία».
Και μόνον οι τίτλοι των κεφαλαίων δείχνουν την σπουδαιότητα του βιβλίου και των επί μέρους αναλύσεων. Θα ήθελα όμως να δούμε, έστω σύντομα, μερικά από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία που συνδέονται με τον «αφορισμό», και τα οποία δείχνουν τα πραγματικά δεδομένα κάτω από τα οποία εγράφη και υπεγράφη ο «αφορισμός».
Το πρώτο σημείο είναι ότι ο «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε , ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμηούς της Πολης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί - Αρχιερείς.
Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πυλη, και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, που απειλούντο με σφαγή.
Στους 49 λαϊκούς που ήταν παρόντες, συμμετείχαν ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας, ο μεγάλος διερμηνέας της Πυλης, ο διερμηνέας του στόλου, όλοι οι έγκριτοι «πολιτικοί», δηλαδή «επίτροποι του κοινού», οι Ελληνες μεγαλέμποροι της Πολεως, οι αρχιτεχνίτες, οι προϊστάμενοι των συντεχνιών κλπ. Και στους 23 Κληρικούς συγκαταλέγονται 2 Πατριάρχες και 21 Αρχιερεῖς.
Ολοι αυτοί βρίσκονταν κάτω από ασφυκτική πίεση, ζούσαν το δράμα του Ελληνισμού της Πόλης και έπρεπε να πάρουν μια απόφαση για να διασώσουν τους Ρωμηούς της Πολης από βέβαιη σφαγή.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι η Πατριαρχική Συνοδος ανέλαβε το χρέος να συντάξη ένα «αφοριστικό» κείμενο, με τρόπο όμως που να μην προκαλέση κακό στο Εθνος. Αυτό επιτεύχθηκε με πολλούς τρόπους.
Κατ ἀρχάς κωλυσιεργούσαν οι Πατριαρχικοί στην σύνταξη του «αφοριστικού» εγγράφου. Η κήρυξη της Επαναστάσεως έγινε από τον Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας την 24η Φεβρουαρίου 1821.
Το πρώτο «αφοριστικό» έγγραφο έγινε μετά από ένα μήνα, ήτοι την 23η Μαρτίου 1821, και, βέβαια, έφθασε στον προορισμό του μετά από λίγες ημέρες, όταν η Επανάσταση άρχισε στην Πελοπόννησο.
Επειτα χρειάστηκε να γίνουν δύο «αφοριστικά» έγγραφα, και αυτό ήταν μέσα στον διπλωματικό τρόπο με τον οποίον ενεργούσαν οι Πατριαρχικοί. Το πρώτο εστάλη σε όλους τους Αρχιερείς (23 Μαρτίου) και ήταν γραμμένο κατά τέτοιον τρόπο που δεν μπορεί να χαρακτηρισθή αφορισμός «εφ όσον δεν είχε ούτε καν τις τυπικά συνηθισμένες αφοριστικές εκφράσεις», και το δεύτερο εγράφη μετά από 4 ημέρες, ήτοι την 27η Μαρτίου, όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν την πλεκτάνη και την απάτη, και στην ουσία απεστάλη μόνο σε έναν Μητροπολίτη, τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Με αυτόν τον τρόπο και τα δύο αυτά «αφοριστικά» κείμενα δεν εξετέλεσαν τον προορισμό τους.
Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Πατριαρχικοί πλήρωσαν πολύ ακριβά την ενέργειά τους αυτή, ακριβώς γιατί ακόμη και αυτοί οι Τούρκοι αντελήφθησαν την πλεκτάνη τους. Από τους 23 Αρχιερεῖς που υπέγραψαν το «αφοριστικό» κείμενο, το ένα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε , πλήρωσαν με την ζωη τους την «απιστία» τους προς τον Σουλτάνο, το άλλο 1/3 δοκιμάστηκε σκληρά με φυλακίσεις, εξορίες και περιορισμούς.
Επίσης, πρέπει να σημειωθή ότι το 1/5 από τους Συνοδικούς Αρχιερείς έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Ακόμη είναι σημαντικό να λεχθή ότι το 1/3 των Συνοδικών Αρχιερέων ήταν «πλεγμένοι στις μηχανορραφίες» της Φιλικής Εταιρείας, καίτοι στα «αφοριστικά» κείμενα γράφουν ότι πρώτη φορά λάμβαναν γνώση για την σύσταση και τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας.
Χαρη της ιστορίας πρέπει να αναφερθή ότι το πρώτο «αφοριστικό» κείμενο, την λεγομένη «απανταχούσα», υπέγραψε και ο τότε ευρισκόμενος στην Πολη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αρτης Ανθιμος.
Ομως και εκείνος, όπως και άλλοι, όταν επέστρεψαν στις Επαρχίες τους, εξεδήλωσαν τα πραγματικά τους αισθήματα και αναδείχθηκαν μεγάλοι αγωνιστές.
Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Ναυπάκτου και Αρτης Ανθιμο, επειδή τον θεώρησαν «συνένοχο και κύριο υπεύθυνο της εξεγέρσεως των Ρουμελιωτών κατά της σουλτανικής αυτοκρατορίας» και χωρίς δίκη και απολογία τον έκλεισαν στις φυλακές του Φρουρίου της Αρτας, «όπου βασάνους πολλάς και τυραννίας υπέμεινεν γενναίως και καθείρξεις παρά των Οθωμανών, εμπαιγμούς τε και κολαφισμούς και πλείστα άλλα δεινά».
Μετά την απελευθέρωσή του, συνελήφθηκε εκ νέου και εξορίστηκε στα Μετέωρα και, όταν αργότερα το 1825 ελευθερώθηκε, κατέφυγε στην Ν. Ελλάδα, για να συμμετάσχη ενεργά στις μετέπειτα φάσεις του αγώνα. Ονομάστηκε μάλιστα για όλα αυτά τα βασανιστήρια που πέρασε «πολύαθλος».
Είναι σημαντικό το βιβλίο αυτό, γιατί δείχνει τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε το έθνος ολόκληρο για να επιτευχθή η ελευθερία, καθώς επίσης και τις θυσίες και την διπλωματικότητα που επεδείκνυε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Άλλοτε αντιμετώπιζε με επιτυχία τα ρεύματα του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ο οποίος στρεφόταν εναντίον της Ορθοδόξου Παραδόσεως, και άλλοτε αντιμετώπιζε με διακριτικότητα και ωριμότητα την βαρβαρότητα των Οθωμανῶν.
Η σημαντικότερη συμβολή του κ. Πετρου Γεωργαντζή στο θέμα αυτό είναι ότι με ισχυρά κανονικά επιχειρήματα αποδεικνύει ότι το λεγόμενο «αφοριστικό» αυτό κείμενο, από πλευράς κανονικότητος, δεν μπορεί να ονομασθή αφορισμός, και μάλιστα αυτό έγινε εν γνώσει του συντάκτου του κειμένου και των υπογραψάντων αυτό.
Πολλά επιχειρήματα χρησιμοποιεί για να στηρίξη την άποψη ότι ο «αφορισμός» δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες κανονικές προϋποθέσεις. Επίσης, σημειώνεται ότι για να είναι ο αφορισμός «ενεργεία» και «τελεστός», θα πρέπει το κείμενό του «να είναι οπωσδήποτε διατυπωμένο σε έγκλιση οριστική απλή και όχι δυνητική η ευχετική, χρόνο δε ενεστώτα παροντικό η άχρονο και όχι αποπειρατικό, και σε β πρόσωπο».
Το «αφοριστικό» κείμενο για τον Υψηλάντη δεν είχε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Εκτός του ότι δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες κανονικές προϋποθέσεις, συγχρόνως το πρώτο κείμενο του «αφορισμού» είναι διατυπωμένο σε έγκλιση ευχετική ευκτική («αφωρισμένοι υπάρχειεν»), στο δε δεύτερο «αφοριστικό» κείμενο από τους 12 ρηματικούς τύπους, οι 8 είναι σε έγκλιση ευχετική ευκτική, οι 3 σε έγκλιση προστακτική και μόνο 1 σε έγκλιση οριστική, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι διατυπωμένο σε δεύτερο πρόσωπο ενικού η πληθυντικού αριθμού.
Διαβάζοντας κανείς τα δύο αυτά βιβλία, διαπιστώνει ότι η μελέτη της ιστορίας απαιτεί σοβαρότητα, υπευθυνότητα, γνώση όλου του αρχειακού υλικού, και προ παντός αποδέσμευση από την τυραννία των διαφόρων ιδεολογικών αντιλήψεων.
Επίσης, στενοχωρείται για τον τρόπο με τον οποίον αναλύουν τα θέματα αυτά άνθρωποι που είναι προκατειλημμένοι, όπως γίνεται, δυστυχώς, πρόσφατα. Επικαλούνται την έρευνα, αλλά δυστυχώς η «έρευνα» είναι επιλεκτική
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
Αὐτὸς πρωτοκινήθη μ' ὀλίγους ἀνθρώπους κι ἀπάντησε τὴν πρώτην oρμὴν τῶν Τούρκων αὐτὸς κι o ἀγείμνηστος Δεσπότης τοῦ Σαλώνου. Αὐτοῖνοι κι ὁ ἀδελφός του Διάκου κι ὁ Μπατόγιαννης κι ὁ Καλύβας κι o ἀδελφός του Δεσπότη κι ἄλλοι ἀξιωματικοὶ μὲ τοὺς ὀλίγους τους στρατιῶτες, ἔλιωσαν ἀπάνω εἰς τὸ γιοφύρι τῆς Ἀλαμάνας, πολεμώντας μὲ τόσο πλῆθος Τούρκων.
Κι ὁ περίφημος γενναῖος Διάκος ἀφοῦ τελείωσε τὸν τζεμπιχανὲ [=τὰ πολεμοφόδια), καταπληγωμένον καὶ μισοσκοτωμένον τὸν ἔλαβαν ζωντανὸν οἳ Τοῦρκοι καὶ τὸν παλούκωσαν.
Στὴν θέσιν, ποὺ ἐπέθανες ἐσύ, Λεωνίδα, μὲ τοὺς τρακόσους σου, πέθαναν κι αὐτοίνοι δια την θρησκείαν καὶ τήν...
Πατρίδα.ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Α' ΜΑΡΤΙΟΣ 1952
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΑΣΤΗΡ"
Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011
Ποιὸς νὰ περιγράψει τὰ μεγαλεῖα σου, Παρθένε;
Ποιὸς νὰ περιγράψει τὰ μεγαλεῖα σου, Παρθένε;
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Ἔγινες Θεομήτωρ, ἕνωσες τὸ νοῦ μὲ τὸ Θεό, ἕνωσες τὸ Θεὸ μὲ τὴ σάρκα, ἔκανες τὸ Θεὸ υἱὸ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἄνθρωπο υἱὸ Θεοῦ, συμφιλίωσες τὸν κόσμο μὲ τὸν ποιητὴ τοῦ κόσμου.
Μᾶς δίδαξες μὲ ἔργα ὅτι τὸ θεωρεῖν δὲν προσγίνεται μόνο μὲ αἴσθηση ἢ καὶ λογισμὸ στοὺς πραγματικοὺς ἀνθρώπους (διότι τότε θὰ ἦσαν λίγο μόνο καλύτεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα), ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴ κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τὴ μέθεξη τῆς θείας χάριτος, κατὰ τὴν ὁποία ἐντρυφοῦμε στὰ θεοειδῆ κάλλη ὄχι μὲ λογισμούς, ἀλλὰ μὲ ἄυλες ἐπαφές.
Ἔκαμες τοὺς ἀνθρώπους ὁμοδίαιτους μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἢ μᾶλλον ἀξίωσες καὶ μεγαλύτερων βραβείων, ἀφοῦ συνέλαβες ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα θεανδρικὴ μορφὴ καὶ τὴν γέννησες παράδοξα καὶ κατέστησες τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπορρήτως συμφυῆ καί, θὰ λέγαμε, ὁμόθεη μὲ τὴ θεία φύση.
Ἂς φυλάττουμε ἑπομένως τὴ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς ἀλλήλους ἑνότητα, ποὺ ἔχει ἐντυπωθεῖ σ' ἐμᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ θείως, διὰ τῶν δεσμῶν τῆς ἀγάπης.
Ἂς βλέπουμε πάντοτε πρὸς τὸν ἄνω γεννήτορα.
Ἂς ὑψώσουμε ἄνω πρὸς αὐτὸν τὴ καρδία μας.
Ἂς παρατηρήσουμε τὸ μέγα τοῦτο θέαμα, τὴ φύση μας νὰ συνδιαιωνίζει ἀΰλως μὲ τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καί, ἀποβάλλοντας τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, ποὺ ἔχουμε ἐνδυθεῖ ἀπὸ τὴ παράβαση, ἂς σταθοῦμε σὲ ἁγία γῆ, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας μας τὴ δική του γῆ ἁγία διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πρὸς τὸ Θεὸ σταθερῆς ἀφοσιώσεως, νὰ φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι νὰ συνδιαιωνίσουμε σὲ δόξα τῆς τρισήλιας Θεότητος ποὺ πρέπει κάθε δόξα, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση τώρα καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμὴν
Ο δερνόμενος νικούσε τον δέρνοντα
Όντως τα μαρτύρια των αγίων είναι μεγαλύτερα και φοβερότερα από τους πολέμους των στρατιωτών.
Τί είναι το φοβερό στον αισθητό πόλεμο; Δύο στρατεύματα στέκονται από τα δύο μέρη αρματωμένα με άρματα, τα σπαθιά τους λάμπουν, οι σαΐτες οι περίσσιες σκεπάζουν τον αέρα, τα αίματα χύνονται στη γη ως ποτάμια. Αλλά των άγιων μαρτύρων ο πόλεμος προς τους ασεβείς βασιλείς, είναι φοβερότερος και παραδοξότερος. Διότι οι μεν βασιλείς και τύραννοι κάθονταν, οι δε μάρτυρες στέκονταν· οι βασιλείς αρματωμένοι, οι μάρτυρες γυμνοί κατά το σώμα· πολεμούσαν οι Μάρτυρες και νικούσαν οι γυμνοί τους αρματωμένους. Ποιός να μη θαυμάσει; Πώς να μη εκπλαγεί; Ο δερνόμενος νικούσε τον δέρνοντα, ο δεμένος τον λυμένο, ο καιόμενος τον καίοντα και ο αποθνήσκων τον φονεύοντα.
Και καθώς η πέτρα, που ονομάζεται διαμάντι, όταν την κτυπούν με το σίδερο, καθόλου δεν μαλάσσεται, μάλιστα συντρίβει το σίδερο, έτσι και των αγίων Μαρτύρων οι ψυχές, με τόσα βάσανα που τους τιμωρούσαν, δεν πάθαιναν τίποτε, αλλά μάλιστα τους βασανιστές και τυράννους νικούσαν. Διότι οι Μάρτυρες και στο ξύλο κρεμόντουσαν ως αρνιά άκακα, και τη φωτιά καταπατούσαν, και το σπαθί καταφρονούσαν και τα θηρία δεν έβαναν στο νου τους, και αυτόν τον θάνατον δεν φοβούνταν. Και καθώς χύνονται τα νερά της βροχής από τα κεραμίδια, έτσι και τα αίματα των Μαρτύρων χύνονταν στη γη από το κορμί τους κατά την ώρα του μαρτυρίου.
Αυτό το αίμα βλέποντας οι Άγγελοι χαίρονταν, οι δαίμονες έφριτταν, και αυτός ο διάβολος έτρεμε. Είδε το αίμα εκείνο ο διάβολος, και έφριξε διότι θυμήθηκε το Αίμα του Χριστού, που έχυσε στο Σταυρό. Προς αυτό το Αίμα έχοντας και οι Μάρτυρες το νου τους, πρόθυμα έχυναν το δικό τους.
Για τούτο όταν ανεβαίνουν στον ουρανό, οι Αρχάγγελοι τους τιμούν, οι Άγγελοι τους υποδέχονται, όλα τα τάγματα των ουρανών χαίρονται στην ανάβασή τους Και όπως όταν πηγαίνει ο στρατιώτης του βασιλιά σε ένα κάστρο, ή σε μια χώρα, και βγαίνουν οι άνθρωποι του τόπου να δουν και αυτόν, και τα άρματά του, έτσι και όταν ανεβαίνουν οι Μάρτυρες στον ουρανό, τους προϋπαντούν οι Άγγελοι, θαυμάζοντας τους αγώνες τους· έπειτα τους παίρνουν, και τους οδηγούν με πολλή τιμή στο Βασιλέα των ουρανών, αυτόν τον Κύριον Ιησούν Χριστό, εκεί στο θρόνο τον θεϊκό, που παραστέκονται χίλιες χιλιάδες Αρχαγγέλων, και μύριες μυριάδες Αγγέλων, εκεί που λάμπει το φως το αμέτρητο. Όταν δε πηγαίνουν να προσκυνήσουν το Θεό, αυτός περισσότερο τους δεξιώνεται, και περισσότερη τιμή τους δίδει ως φίλους του…
Για τούτο και εμείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας συλλογισθούμε τα έργα τους πρώτα, και τότε ας θαυμάσουμε και την ανταμοιβή που πήραν. Για τούτο και δαίμονες διώχνουν από ψυχές ανθρώπων, ασθενείς ιατρεύουν, άρρωστους υγιαίνουν, στους τυφλούς δίνουν το φως τους και άλλα μύρια θαύματα κάνουν. Και τί παράδοξο είναι; Ο Χριστός μοναχός του όρισε ότι όποιος πιστεύει σ’ εμένα, μεγαλύτερα θαύματα θα κάνει.
Λοιπόν και συ, ω άνθρωπε, εάν θέλεις να μιμηθείς τους Μάρτυρες, κάνε όπως σου λέω. Καταφρόνησαν εκείνοι τη ζωή τους; καταφρόνησε και εσύ τη χαρά του κόσμου. Εκείνοι έριξαν το κορμί τους στη φωτιά; Ρίξε και εσύ το βιός σου στα χέρια των πτωχών· όχι όλο, αλλ’ όσο μπορείς και δύνασαι, κατά Θεόν. Καταπάτησαν εκείνοι την φλόγα; Καταπάτησε και συ τα πάθη. Υπέμειναν εκείνοι τα βάσανα; Υπόμεινε και συ συκοφαντίες και βρισιές. Εκείνοι πέθαναν για το όνομα του Χριστού; Εσύ μην πεθάνεις, αλλά ας είσαι ζωντανός, και κάνε τις εντολές του Χριστού. Μη στοχάζεσαι μόνο την κακοπάθεια, αλλά κατάλαβε και της ψυχής την καλοπάθεια. Εάν καταφρονήσεις τα σαρκικά, εύκολα βρίσκεις τα πνευματικά· εάν καταπατήσεις τα κοσμικά, εύκολα απολαμβάνεις τα ουράνια· εάν μισήσεις την απόλαυση των σαρκικών επιθυμιών, εύκολα κερδίζεις τη Βασιλεία των ουρανών. Αυτής ας αξιωθούμε όλοι μας να απολαύσουμε διά πρεσβειών όλων των Αγίων.
(Από το βιβλίο θησαυρός Δαμασκηνού, έκδ. Σαλιβέρου. Λόγος κοινόλεκτος, ΛΔ΄)
δέρνοντα
Τί είναι το φοβερό στον αισθητό πόλεμο; Δύο στρατεύματα στέκονται από τα δύο μέρη αρματωμένα με άρματα, τα σπαθιά τους λάμπουν, οι σαΐτες οι περίσσιες σκεπάζουν τον αέρα, τα αίματα χύνονται στη γη ως ποτάμια. Αλλά των άγιων μαρτύρων ο πόλεμος προς τους ασεβείς βασιλείς, είναι φοβερότερος και παραδοξότερος. Διότι οι μεν βασιλείς και τύραννοι κάθονταν, οι δε μάρτυρες στέκονταν· οι βασιλείς αρματωμένοι, οι μάρτυρες γυμνοί κατά το σώμα· πολεμούσαν οι Μάρτυρες και νικούσαν οι γυμνοί τους αρματωμένους. Ποιός να μη θαυμάσει; Πώς να μη εκπλαγεί; Ο δερνόμενος νικούσε τον δέρνοντα, ο δεμένος τον λυμένο, ο καιόμενος τον καίοντα και ο αποθνήσκων τον φονεύοντα.
Και καθώς η πέτρα, που ονομάζεται διαμάντι, όταν την κτυπούν με το σίδερο, καθόλου δεν μαλάσσεται, μάλιστα συντρίβει το σίδερο, έτσι και των αγίων Μαρτύρων οι ψυχές, με τόσα βάσανα που τους τιμωρούσαν, δεν πάθαιναν τίποτε, αλλά μάλιστα τους βασανιστές και τυράννους νικούσαν. Διότι οι Μάρτυρες και στο ξύλο κρεμόντουσαν ως αρνιά άκακα, και τη φωτιά καταπατούσαν, και το σπαθί καταφρονούσαν και τα θηρία δεν έβαναν στο νου τους, και αυτόν τον θάνατον δεν φοβούνταν. Και καθώς χύνονται τα νερά της βροχής από τα κεραμίδια, έτσι και τα αίματα των Μαρτύρων χύνονταν στη γη από το κορμί τους κατά την ώρα του μαρτυρίου.
Αυτό το αίμα βλέποντας οι Άγγελοι χαίρονταν, οι δαίμονες έφριτταν, και αυτός ο διάβολος έτρεμε. Είδε το αίμα εκείνο ο διάβολος, και έφριξε διότι θυμήθηκε το Αίμα του Χριστού, που έχυσε στο Σταυρό. Προς αυτό το Αίμα έχοντας και οι Μάρτυρες το νου τους, πρόθυμα έχυναν το δικό τους.
Για τούτο όταν ανεβαίνουν στον ουρανό, οι Αρχάγγελοι τους τιμούν, οι Άγγελοι τους υποδέχονται, όλα τα τάγματα των ουρανών χαίρονται στην ανάβασή τους Και όπως όταν πηγαίνει ο στρατιώτης του βασιλιά σε ένα κάστρο, ή σε μια χώρα, και βγαίνουν οι άνθρωποι του τόπου να δουν και αυτόν, και τα άρματά του, έτσι και όταν ανεβαίνουν οι Μάρτυρες στον ουρανό, τους προϋπαντούν οι Άγγελοι, θαυμάζοντας τους αγώνες τους· έπειτα τους παίρνουν, και τους οδηγούν με πολλή τιμή στο Βασιλέα των ουρανών, αυτόν τον Κύριον Ιησούν Χριστό, εκεί στο θρόνο τον θεϊκό, που παραστέκονται χίλιες χιλιάδες Αρχαγγέλων, και μύριες μυριάδες Αγγέλων, εκεί που λάμπει το φως το αμέτρητο. Όταν δε πηγαίνουν να προσκυνήσουν το Θεό, αυτός περισσότερο τους δεξιώνεται, και περισσότερη τιμή τους δίδει ως φίλους του…
Για τούτο και εμείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας συλλογισθούμε τα έργα τους πρώτα, και τότε ας θαυμάσουμε και την ανταμοιβή που πήραν. Για τούτο και δαίμονες διώχνουν από ψυχές ανθρώπων, ασθενείς ιατρεύουν, άρρωστους υγιαίνουν, στους τυφλούς δίνουν το φως τους και άλλα μύρια θαύματα κάνουν. Και τί παράδοξο είναι; Ο Χριστός μοναχός του όρισε ότι όποιος πιστεύει σ’ εμένα, μεγαλύτερα θαύματα θα κάνει.
Λοιπόν και συ, ω άνθρωπε, εάν θέλεις να μιμηθείς τους Μάρτυρες, κάνε όπως σου λέω. Καταφρόνησαν εκείνοι τη ζωή τους; καταφρόνησε και εσύ τη χαρά του κόσμου. Εκείνοι έριξαν το κορμί τους στη φωτιά; Ρίξε και εσύ το βιός σου στα χέρια των πτωχών· όχι όλο, αλλ’ όσο μπορείς και δύνασαι, κατά Θεόν. Καταπάτησαν εκείνοι την φλόγα; Καταπάτησε και συ τα πάθη. Υπέμειναν εκείνοι τα βάσανα; Υπόμεινε και συ συκοφαντίες και βρισιές. Εκείνοι πέθαναν για το όνομα του Χριστού; Εσύ μην πεθάνεις, αλλά ας είσαι ζωντανός, και κάνε τις εντολές του Χριστού. Μη στοχάζεσαι μόνο την κακοπάθεια, αλλά κατάλαβε και της ψυχής την καλοπάθεια. Εάν καταφρονήσεις τα σαρκικά, εύκολα βρίσκεις τα πνευματικά· εάν καταπατήσεις τα κοσμικά, εύκολα απολαμβάνεις τα ουράνια· εάν μισήσεις την απόλαυση των σαρκικών επιθυμιών, εύκολα κερδίζεις τη Βασιλεία των ουρανών. Αυτής ας αξιωθούμε όλοι μας να απολαύσουμε διά πρεσβειών όλων των Αγίων.
(Από το βιβλίο θησαυρός Δαμασκηνού, έκδ. Σαλιβέρου. Λόγος κοινόλεκτος, ΛΔ΄)
δέρνοντα
Αρχιερείς και Φιλική Εταιρία
Είναι γνωστόν ότι ή Φ. Ε. «επήγασε από την μέσην (αστικήν) τάξιν των Ελλήνων». Εν τούτοις το εθνεγερτήριο σάλπισμά της δεν περιορίσθηκε μόνο στους εμπόρους, τεχνίτες και τούς άλλους αστούς επαγγελματίες αλλά απευθύνθηκε σ’ όλα τα στρώματα, τις τάξεις και βαθμίδες τής ελληνικής κοινωνίας, πού ζούσαν από το ταπεινότερο καλύβι μέχρι το πιο εκθαμβωτικό παλάτι των παραδουναβίων περιοχών.
Σ’ εκείνους όμως πού κατ’ εξοχήν απευθύνθηκε και από τούς οποίους ζήτησε γενναία υλική και μάλιστα ηθική συνδρομή, συμπαράσταση, συμπαράταξη, καταφύγιο και προετοιμασία ήταν ό κλήρος τής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Και ό κλήρος, με προεξάρχοντας αυτό τούτο το Πατριαρχείο στην Κων/πολη και τούς λοιπούς αρχιερείς στις επαρχίες, άκουσε με προφητική αγαλλίαση, δέχθηκε με ευφροσύνη ψυχής, αγκάλιασε ολόθερμα το ελπιδοφόρο τούτο ευαγγέλιο, το εγκολπώθηκε, το έκαμε δικό του κτήμα, βίωμα και μήνυμα και συμμετέσχε ενεργά σ’ όλους τούς οραματισμούς και τις επιδιώξεις τής Φ. Ε.
Να τι γράφει ό υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, ό Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, στα απομνημονεύματά του:
«Ο αξιοσέβαστος κλήρος των Ελλήνων χριστιανών ευρίσκετο τότε (δηλ. στην προεπαναστατική περίοδο) παντού εμπρός και έδιδε την βαρύτητα και την βεβαιότητα εις τον σκοπόν τής επαναστάσεως και ένεκα τούτου εις τούς Έλληνας εφαίνετο, ότι ή σημαία τής Επαναστάσεως είναι εις τας χείρας του Θεού, δια των λειτουργών της θρησκείας του.»
Έτσι λοιπόν οι Φιλικοί από αυτή σχεδόν τη γενέθλια ημέρα τής Εταιρείας, 14η Σεπτεμβρίου, εορτή τής Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, 1814, καθώς μαρτυρεί ό Ξάνθος «εκατήχησαν διάφορους ομογενείς. . .καί τινα ιερωμένους και ηγουμένους ελληνικών μοναστηρίων».
Με την πάροδο δε των χρόνων ολοένα και περισσότεροι κληρικοί, κατώτεροι και ανώτεροι, γεμάτοι λαχτάρα και οραματισμούς, πλαισίωναν τη Φιλική Εταιρεία.
Έτσι στην Πελοπόννησο π.χ. από τού 1818 τόσο έντονος ήταν ό πόθος και ή πίεση από μέρους των κληρικών για μύηση στη Φιλική Εταιρεία, ώστε ό ένας μετά τον άλλον μυούνται όλοι σχεδόν οι αρχιερείς τής περιοχής αυτής στη Φ. Ε. και αναδεικνύονται μάλιστα και Γενικοί έφοροι των άλλων φιλικών, όπως ό Π. Πατρών Γερμανός, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος και ό Χριστιανουπόλεως Γερμανός.
Αλλ’ αυτός ό πόθος για μύηση στη Φ. Ε. και κατ’ επέκταση για ελπίδα ελευθερίας δεν είχε καταλάβει μόνο τούς κληρικούς και μάλιστα τούς αρχιερείς τής Πελοποννήσου μα και των λοιπών τμημάτων και περιοχών τής Ελληνικής γης, καθώς και των παροικιών των άλλων χωρών.
Τόση έντονη και καθολική ήταν ή ένταξη των ανωτέρων κληρικών και μάλιστα των αρχιερέων στη Φ. Ε., ώστε αυτός ό επικριτής τής Φ. Εταιρείας και των αρχιερέων Γ. Σκαρίμπας να αναγκασθεί να ομολογήσει: «Η Φιλική Εταιρεία…στο «κόλπο» είχε «μυήσει» όλους σχεδόν τούς παλαιοελλαδίτες κοτσαμπασήδες και προπαντός τούς δεσποτάδες».
Μέσα λοιπόν στη διετία 1819-1821 ή συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αρχιερέων ο ένας ύστερα από τον άλλο μυήθηκαν και έγιναν ενεργά και δραστήρια μέλη τής Φ. Ε., ώστε να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλέγμα πού επεκτείνονταν σ’ ολόκληρο το δυτικό τμήμα τουλάχιστον τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έτσι από το σύνολο των 195-200 αρχιερέων, πού διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν κατά τούς χρόνους εκείνους σ’ ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος, υπάρχουν αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες ότι είχαν μυηθεί στη Φ. Ε. τουλάχιστον οι παρακάτω 81 αρχιερείς. Δηλ. περισσότεροι από το 1/3 του συνολικού αριθμού αυτών, χωρίς βέβαια να συνυπολογίζονται και εκείνοι πού πιθανώς να ήταν μεν μέλη τής Φ. Ε. αλλά δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ενδείξεις γι’ αυτή τους τη μύηση.
Αναλυτικώτερα κατά περιοχή αρχιερείς – μέλη της Φιλικής Εταιρείας, μαρτυρούνται:
Α’ Αρχιερείς τής Πελοποννήσου – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Μονεμβασίας Χρύσανθος
2) Χριστιανουπόλεως Γερμανός
3) Ναυπλίου και Άργους Γρηγόριος
4) Δημητσάνης Φιλόθεος
5) Ωλένης Φιλάρετος
6) Μεθώνης, Ναυαρίνου και Νεοκάστρου Γρηγόριος
7) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
8) Βρεσθένης Θεοδώρητος
9) Έλους Άνθιμος
10) Ανδρούσης Ιωσήφ
11) Π. Πατρών Γερμανός
12) Τριπολιτζάς Δανιήλ
13) Κορίνθου Ζαχαρίας
14) Κερνίτσης Προκόπιος
15) Μαΐνης Νεόφυτος
16) Μαΐνης Ιωσήφ
17) Ζαρνάτας Γαβριήλ
18) Ανδρουβίτσας Θεόκλητος
19) Πλάτζης Ιερεμίας
20) Καρυουπόλεως Κύριλλος
21) Μηλέας Ιωσήφ
22) Μαλτσίνης Ιωακείμ ή Ιερώνυμος
23) Χαριουπόλεως Βησσαρίων
Β’ Αρχιερείς της Στερεάς Ελλάδος – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Αθηνών Διονύσιος
2) Άρτης και Ναυπάκτου Πορφύριος
3) Σαλώνων Ησαΐας
4) Ταλαντίου Νεόφυτος
5) Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεος
6) Ρωγών Μακάριος
7) Ρωγών Ιωσήφ
8) Λοιδωρικίου Ιωαννίκιος
9) Μενδενίτσης Γρηγόριος
Γ’ Αρχιερείς νήσων Αιγαίου Πελάγους – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Καρύστου Νεόφυτος
2) Παροναξίας Ιερόθεος
3) Χίου Πλάτων
4) Ρόδου Αγάπιος
5) Σαντορίνης Ζαχαρίας
6) Κέας Νικόδημος
7) Τήνου Γαβριήλ
8) Μυτιλήνης Καλλίνικος
Δ’ Αρχιερείς τής Κρήτης – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Κρήτης (Ηρακλείου) Γεράσιμος
2) Κνωσού Νεόφυτος
3) Χερσονήσου Ιωακείμ
4) Αυλοποτάμου Παρθένιος
5) Αρκαδίας Νεόφυτος
6) Κυδωνίας Καλλίνικος
7) Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεος
8) Πέτρας Ιωακείμ
9) Σητείας Ζαχαρίας
10) Ιεράς Αρτέμιος
11) Κισσάμου (Χανίων) Μελχισεδέκ
12) Διουπόλεως (τιτουλ. επίσκοπος) Καλλίνικος
Ε’ Αρχιερείς τής Κύπρου – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Κύπρου Κυπριανός
2) Πάψου Χρύσανθος
3) Κιτίου Μελέτιος
4) Κυρηνείας Λαυρέντιος
ΣΤ’ Αρχιερείς τής Επτανήσου – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Ζακύνθου Αγαθάγγελος
Ζ’ Αρχιερείς τής Θεσσαλίας – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Λαρίσης Πολύκαρπος
2) Σταγών Αμβρόσιος
3) Φαναρίου και Φαρσάλων Δαμασκηνός
Η’ Αρχιερείς τής Μακεδονίας – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Σερρών Χρύσανθος
2) Κοζάνης Βενιαμίν
3) Ιερισσού και Αγ. Όρους Ιγνάτιος
4) Αρδαμερίου Ιγνάτιος
5) Γρεβενών Άνθιμος
6) Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου (τιτουλ.) Γρηγόριος
Θ’ Αρχιερείς τής Θράκης – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Δέρκων Γρηγόριος
2) Αγχιάλου Ευγένιος
3) Αδριανουπόλεως Δωρόθεος
4) Βάρνης Ζαχαρίας
5) Βιζύης Ιωάσαφ
6) Μαρωνείας Κωνστάντιος
7) Σιατίστης και Σισανίου Ιωαννίκιος
7) Μεσημβρίας Ιωσήφ
8) Σωζοαγαθουπόλεως Παΐσιος
9) Φιλιππουπόλεως Παΐσιος
I’ Αρχιερείς Παραδουναβίων χωρών – μέλη της Φιλικής Εταιρείας.
1) Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος
2) Μολδοβλαχίας Βενιαμίν
ΙΑ’ Αρχιερείς Μ. Ασίας – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας
1) Εφέσου Διονύσιος
ΙΒ’ Αρχιερείς Πατριαρχείου Αλεξανδρείας – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος
ΙΓ’ Αρχιερείς Πατριαρχείου Ιεροσολύμων- μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος (;)
Στην Κωνσταντινούπολη
Η Φιλική Εταιρεία όμως δεν περιορίσθηκε στη μύηση μόνον των αρχιερέων των διαφόρων επαρχιών αλλά τόλμησε να μεταφέρει και μεταδώσει το ευαγγέλιο τού λυτρωμού του Γένους και σ’ αυτούς τούς αρχιερείς, πού, λόγω καθηκόντων, ήταν υποχρεωμένοι να διαβιούν στο στόμα τού λύκου, την Κωνσταντινούπολη, όπως στον Εφέσου Διονύσιο και τον Δέρκων Γρηγόριο. Υπάρχουν μάλιστα πολλές βάσιμες υποψίες ότι και πολλοί άλλοι αρχιερείς τής Πόλεως – συνοδικοί και μη, – όπως και ό ίδιος ό Οικουμενικός Πατριάρχης, δεν ήταν άμοιροι και ανίδεοι τού ελπιδοφόρου μηνύματος των φιλικών.
Σχετικά ό Th.. Gordon έγραψε: «Δεν τολμούμε να βεβαιώσουμε πώς ό Πατριάρχης και τα μέλη τής Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι συνωμοσίας κατά τού κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε ότι ό Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη τής Εταιρείας και ότι μερικοί από τούς άλλους Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανογραφίες της.»
Ο δε Κ. Παπαρρηγόπουλος σημείωνε : «Εντός ολίγων ενιαυτών ή εταιρεία εξέτεινε τους πλοκάμους αυτής καθ’ άπασαν την Ανατολήν, από των Παριστρίων ηγεμονιών μέχρι της Μάνης και από των Ιονίων νήσων μέχρι των παραλίων τής Μικράς Ασίας…και επί τέλους περιέλαβε συνεργούς τούς εγκριτωτάτους του έθνους άνδρας, τον Πατριάρχην Γρηγόριον, πολλούς ιεράρχας, τούς Υψηλάντας…»
Και ό Απ. Βακαλόπουλος αναγνώριζε: «κάποια δειλή συνωμοτική κίνηση παρατηρείται, φαίνεται, και μέσα στα Πατριαρχεία. Μνημονεύεται γράμμα του «μεγάλου γραμματικού» του προς τον Ξάνθο».
Εξ άλλου, είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα γράψει ό ίδιος ό Εμμαν. Ξάνθος στα απομνημονεύματά του για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. «(Ο Φιλικός Ιωάννης Φαρμάκης) διαβάς και εις Άγιον Όρος του Άθωνος προς τοις άλλοις κατήχησεν και τον αοίδιμον Πατριάρχην Γρηγόριον». Όπως δε διευκρινίζει ένας μεταγενέστερος μελετητής, ό Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος,: «περί τα μέσα του 1818 (ενώ ό Γρηγόριος Ε’, ως εξόριστος, βρισκόταν στον Άθωνα) μεταβάς εις Άγιον Όρος ό Ιωάννης Φαρμάκης ανεκοίνωσεν εις τον Πατριάρχην τα τής Φιλικής Εταιρείας. Ακούσας ό Πατριάρχης έδειξε ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν υπέρ του πνεύματος αυτής. Όταν ανέπτυξεν κατήχησιν και εζήτησεν Όρκον, ό Πατριάρχης ηρνήθη ειπών «εμένα μ’ έχετε πού μ’ έχετε» και υπέδειξε ότι δεν ηδύνατο να ορκισθή ως κληρικός και ότι τοιούτος όρκος ηδύνατο να βλάψη».
Πάνω στο θέμα αυτό ό Τρικούπης έχει τη γνώμη ότι «εγνώριζε ό Πατριάρχης τα τής Φιλικής Εταιρείας αλλά συνωμότης κατά τής τουρκικής εξουσίας δεν ήτο». Ο Τούρκος όμως ιστορικός Σανί Ζαντέ δέχεται ότι «τα σχέδια τής Φ. Ε. ετηρούντο μυστικά μεταξύ Πατριαρχών, των μητροπολιτών, των παπάδων, των δημογερόντων και των προκρίτων.»
Κατά συνέπεια δεν ήταν μόνο οι παραπάνω 81 αρχιερείς πού μαρτυρούνται ως μέλη της Φ. Ε. αλλά ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός αυτών, ώστε και αν είναι υπερβολή να δεχθούμε τον ισχυρισμό τού Κ. Βοβολίνη ότι «ουδείς των Ελλήνων μητροπολιτών όλων των τμημάτων τής χώρας έμεινεν αμύητος», νομίζω ότι δεν θα είμασταν πολύ μακριά από την αλήθεια εάν δεχόμασταν ότι ή συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αρχιερέων ήταν μύστες τού σκοπού και των οραματισμών τής Φ. Ε. και περίμεναν με Συμεωνική αδημονία το «πλήρωμα τού χρόνου».
Και όταν κάποτε «ευδόκησε ό Θεός» να έλθει το έαρ της αναστάσεως τού Γένους, οι αρχιερείς όχι μόνο δεν αντέδρασαν, αποδοκίμασαν ή χλεύασαν την παλιγγενεσία, όπως διατείνονται οι κατήγοροί τους, αλλά επαναλαμβάνοντας το τού Συμεών «Νυν απολύεις τον δούλον σού Δέσποτα», έσπευδαν αυτόβουλοι και αυτόκλητοι να ευλογήσουν και να αδράξουν οι ίδιοι, εάν οι σωματικές τους δυνάμεις το επέτρεπαν, τα όπλα ή να προσφέρουν τον εαυτόν τους εξιλαστήρια «θυσία ευάρεστον» ‚προκειμένου να κορεσθεί επάνω τους ή μανία και ή εκδικητικότατα των τυράννων.
Έτσι π.χ. «Ο καθαγιασμός τής (πρώτης) επαναστατικής σημαίας (τού Υψηλάντη) έγινε την 26ην Φεβρουαρίου εις την εκκλησίαν των τριών Ιεραρχών, ιερουργούντος τού μητροπ. Ιασίου Βενιαμίν. Ο Ιεράρχης χωρίς να προσκληθή έσπευσεν εις την εκκλησίαν διά την εκτέλεσιν τού ιερού καθήκοντος.» Ο δε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας απευθυνόμενος στους κατοίκους τής Σύμης, πού τον ρώτησαν τι να κάμουν, στην παρακίνηση για ξεσηκωμό, τούς απάντησε: «Κάτοικοι των νήσων, όσοι μένετε ακόμη υπό τον τυραννικόν ζυγόν εγέρθητε, λάβετε τα όπλα υπέρ τής κοινής ελευθερίας, οι έχοντες καράβια μικρά ή μεγάλα οπλίσατε αυτά και ενωθήτε με τον ελληνικόν στόλον, συγκροτούμενον υπό τας ναυτικάς δυνάμεις των Υδριωτών και Σπετζιωτών και Ψαριανών και υποσχόμενοι ελευθερίαν όλου του Αιγαίου Πελάγους.»
Ο Φωτάκος έχοντας άμεση γνώση τής καθόλου βιωτής και συμπεριφοράς των κληρικών, και μάλιστα των αρχιερέων, αναφωνεί «τις δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον;» και προσθέτει «οι λειτουργοί ούτοι τού αληθινού θεού τού Υψίστου εφρόντισαν και ετοίμασαν το Έθνος των διά να επαναστατήση, ν’ αλλάξη τον δεσπότην τής δουλείας του, τον κατακτητήν των εθνικών του δικαιωμάτων και τον υβριστήν τής θρησκείας του και των ιερών του»
Και να ληφθεί υπόψη ότι όλη αυτή ή ενθουσιαστική και μεσσιανική αποδοχή και υιοθέτηση του ελπιδοφόρου μηνύματος τής Φ. Ε. γινόταν από μέρους των κατά τόπους ιεραρχών παρά τον προφανή, εξόφθαλμο και βέβαιο κίνδυνο, στον οποίο, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ό Περραιβός, αυτοί (μαζί με τούς προεστούς) «περισσότερο υπέκειντο.. .ως συνεχή σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων, αντιπρόσωποι όντες των επαρχιών.»
Ύστερα από όλα αυτά έχω τη γνώμη ότι το να αμφισβητήσει κάποιος την ενεργό, άμεση, υπεύθυνη και ουσιαστική συμμετοχή των αρχιερέων στη Φ. Ε. Φανερώνει, αν μη τι άλλο, έλλειψη αγαθής προαιρέσεως για την εξιχνίαση τής ιστορικής αλήθειας και εγωιστική έμμονή στη στείρα και παθιασμένη θέση τού «ού με πείσεις καν με πείσεις». Και τούτο γιατί οι αρχιερείς όχι απλώς έδωσαν και αυτοί το παρόν τους στο κάλεσμα τής Φ. Ε. και εγκολπώθηκαν τους οραματισμούς για αποτίναξη τού τυραννικού ζυγού με κάθε θυσία αλλ’ ακόμα και τέθηκαν επικεφαλής πολλών άλλων Φιλικών και ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο για την πραγμάτωση της εθνεγερσίας. Η ένταξη δε και σύνταξή τους στη Φ. Ε. δεν Φαίνεται να έγινε ασυνείδητα ή τυχαία ούτε από παραπλάνησή τους. Η συμμετοχή τους σ’ αυτή ήταν απόλυτα ενσυνείδητη και προϊόν τής προσωπικής τους επιθυμίας και της ελεύθερης βουλήσεώς τους, εκφράζει δε τούς μύχιους πόθους και τούς οραματισμούς αυτών για ανάσταση τού γένους χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας ή καιροσκοπισμού.
Τάχθηκαν, όλοι τους, ως άπλοί, πειθαρχικοί, στρατιώτες κάτω από την «αόρατη (και ανύπαρκτη) ανωτάτη αρχή» χωρίς να αξιώνουν ή να θέλουν να γίνουν αυτοί αρχηγοί ή έστω να πληροφορηθούν αυτή την αρχή. Γιατί ό πόθος τους δεν ήταν οι εξουσίες αλλά ή λύτρωση τού γένους. Όλοι τους ζούσαν όπως οι προφήτες τής Π. Δ. με τη μεσσιανική ελπίδα και τον οραματισμό τής ελευθερίας και σαν το δίκαιο Συμεών αναζητούσαν ανάμεσα στους συμπατριώτες τους τούς νέους εκείνους φερέλπιδες Μεσσίες, πού θα αναλάμβαναν να οδηγήσουν τον κατατυραννισμένο λαό τού Θεού, τον καθήμενο «εν σκότει και σκιά θανάτου» από την κόλαση τής δουλείας στον παράδεισο τής ελευθερίας και τού εθνικού Πάσχα.
Αν λοιπόν, όπως θέλουν να διατείνονται όσοι αρέσκονται να λασπολογούν κατά των τότε αρχιερέων, πραγματικά οι αρχιερείς δεν ήταν υπέρ τής αποτινάξεως τού ζυγού των δυναστών, κι’ αν ήταν στα αλήθεια τουρκόφιλοι και τουρκολάτρες ή δεν ήθελαν την επανάσταση, θα τούς δεχόταν οι εταίροι ως μέλη πιστά, αφοσιωμένα και έμπειστα της Εταιρείας και μάλιστα να τούς εμπιστεύονται ηγετικές θέσεις και να αναδεικνύονται έφοροι των άλλων Φιλικών; Ή κι’ αν από προσποίηση και υποκρισία κατόρθωναν να αποσπάσουν την εμπιστοσύνη των πρωτεργατών και αρχηγών τής Φ. Ε. και να διεισδύσουν μέσα σ’ αυτή, δε θα τούς ήταν εύκολο έπειτα να καταδώσουν όλο το δυναμικό και τα άτομα πού ήταν ενεργά και δραστήρια μέλη τής Φ. Ε.;
Ή ιστορία όμως τίποτε τέτοιο δε μαρτυρεί. Καμιά προδοσία από μέρους των κληρικών και μάλιστα των αρχιερέων. Αν και δεν είναι γνωστό αν έδιναν το φρικτό όρκο των λαϊκών Φιλικών, όμως ή διαβεβαίωση τους στην αρχιερωσύνη τους ήταν γι’ αυτούς φρικωδέστερος όρκος και ή αθέτηση του θα ήταν το πλέον επαχθές είδος επιορκίας.
Εάν υπήρχε και ή παραμικρή, όχι απόδειξη αλλά, έστω, υποψία για προδοτική συμπεριφορά ενός και μόνου αρχιερέως, ασφαλώς οι σύγχρονοί τους ιστορικοί και απομνημονευματογράφοι θα το σημείωναν και οι πολέμιοι των αρχιερέων Κορδάτος, Σκαρίμπας κ.λπ. θα την έκαμαν βούκινο και θα την ανέμιζαν σαν την αδιαμφισβήτητη απόδειξη τής τουρκοφιλίας και τουρκολατρίας αφ’ ενός και τής αντιδραστικότητας των αρχιερέων για ελευθερία τού γένους αφ’ ετέρου.
Αντίθετα ή ιστορία απέδειξε περίτρανα και οι πολέμιοι με την σιωπή τους παραδέχονται ότι οι αρχιερείς αναδείχθηκαν τα πιο πιστά και αφοσιωμένα μέλη τής Φιλικής Εταιρείας και χάρη στο ειδικό βάρος και υπευθυνότητα πού εγγυάτο ή προσωπικότητά τους κατόρθωσε ή Φ. Ε. να εξαπλωθεί και να αναδειχθεί ή μαμμή τής Ελληνικής παλιγγενεσίας.
Αυτός ό «επίτροπος τής ανωτάτης αρχής» τής Φ. Ε., ό Αλέξανδρος Υψηλάντης δείχνοντας το πόσο υπολόγιζε στη σύμπραξη των αρχιερέων για την προετοιμασία τού αγώνα έστειλε επιστολές προς όλους τούς αρχιερείς τού Αιγαίου Πελάγους ως συστατικό τού Φιλικού Δημ. Θέμελη. Θα το έκαμε αυτό αν δεν είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στους αρχιερείς;
Δίκαια λοιπόν ό Φωτάκος έγραψε ότι «κανείς (από τούς κληρικούς) έξω τού εθνικού κλήρου δεν εβάδισεν. Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν τής Τουρκικής δυναστείας ό,τι θέλει κανείς λέγει κατά αδυνάτων ανθρώπων. Οι εχθροί π. χ. τού Ελληνικού Έθνους και τής θρησκείας του είπον πολλά εναντίον του… .αλλά σ φ ά λ λ ο υ ν μ ε γ ά λ ω ς εις τούτο.»
Αλήθεια πόσο διαχρονικά είναι αυτά τα λόγια του Φωτάκου!
Κλείνοντας θα μπορούσε να λεχθεί ότι παρά τα κοάσματα παλαιών και νεωτέρων βατράχων «αλλ’ εκ τελμάτων», οι αρχιερείς υπήρξαν για τη Φ. Εταιρεία ό,τι ή σπονδυλική στήλη για το ανθρώπινο σώμα.
*Απαραίτητη σημείωση. Ότι βλέπετε και υπάρχει μέσα σε εισαγωγικά, ο συγγραφέας του έργου στο τέλος της σελίδας που βρίσκετε το κείμενο αυτό παραθέτει και την πηγή του. Σ’ ολόκληρο το βιβλίο (400 σελ. περίπου) υπάρχουν πάνω από 800 τέτοιες σημειώσεις(!!).
Πηγή: Η εκπληκτική έρευνα του Κου ΠΕΤΡΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΑΝΤΖΗ δ Θ., «ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ’21 (αντίδραση ή προσφορά; ), Ξάνθη 1905.
Σ’ εκείνους όμως πού κατ’ εξοχήν απευθύνθηκε και από τούς οποίους ζήτησε γενναία υλική και μάλιστα ηθική συνδρομή, συμπαράσταση, συμπαράταξη, καταφύγιο και προετοιμασία ήταν ό κλήρος τής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Και ό κλήρος, με προεξάρχοντας αυτό τούτο το Πατριαρχείο στην Κων/πολη και τούς λοιπούς αρχιερείς στις επαρχίες, άκουσε με προφητική αγαλλίαση, δέχθηκε με ευφροσύνη ψυχής, αγκάλιασε ολόθερμα το ελπιδοφόρο τούτο ευαγγέλιο, το εγκολπώθηκε, το έκαμε δικό του κτήμα, βίωμα και μήνυμα και συμμετέσχε ενεργά σ’ όλους τούς οραματισμούς και τις επιδιώξεις τής Φ. Ε.
Να τι γράφει ό υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, ό Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, στα απομνημονεύματά του:
«Ο αξιοσέβαστος κλήρος των Ελλήνων χριστιανών ευρίσκετο τότε (δηλ. στην προεπαναστατική περίοδο) παντού εμπρός και έδιδε την βαρύτητα και την βεβαιότητα εις τον σκοπόν τής επαναστάσεως και ένεκα τούτου εις τούς Έλληνας εφαίνετο, ότι ή σημαία τής Επαναστάσεως είναι εις τας χείρας του Θεού, δια των λειτουργών της θρησκείας του.»
Έτσι λοιπόν οι Φιλικοί από αυτή σχεδόν τη γενέθλια ημέρα τής Εταιρείας, 14η Σεπτεμβρίου, εορτή τής Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, 1814, καθώς μαρτυρεί ό Ξάνθος «εκατήχησαν διάφορους ομογενείς. . .καί τινα ιερωμένους και ηγουμένους ελληνικών μοναστηρίων».
Με την πάροδο δε των χρόνων ολοένα και περισσότεροι κληρικοί, κατώτεροι και ανώτεροι, γεμάτοι λαχτάρα και οραματισμούς, πλαισίωναν τη Φιλική Εταιρεία.
Έτσι στην Πελοπόννησο π.χ. από τού 1818 τόσο έντονος ήταν ό πόθος και ή πίεση από μέρους των κληρικών για μύηση στη Φιλική Εταιρεία, ώστε ό ένας μετά τον άλλον μυούνται όλοι σχεδόν οι αρχιερείς τής περιοχής αυτής στη Φ. Ε. και αναδεικνύονται μάλιστα και Γενικοί έφοροι των άλλων φιλικών, όπως ό Π. Πατρών Γερμανός, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος και ό Χριστιανουπόλεως Γερμανός.
Αλλ’ αυτός ό πόθος για μύηση στη Φ. Ε. και κατ’ επέκταση για ελπίδα ελευθερίας δεν είχε καταλάβει μόνο τούς κληρικούς και μάλιστα τούς αρχιερείς τής Πελοποννήσου μα και των λοιπών τμημάτων και περιοχών τής Ελληνικής γης, καθώς και των παροικιών των άλλων χωρών.
Τόση έντονη και καθολική ήταν ή ένταξη των ανωτέρων κληρικών και μάλιστα των αρχιερέων στη Φ. Ε., ώστε αυτός ό επικριτής τής Φ. Εταιρείας και των αρχιερέων Γ. Σκαρίμπας να αναγκασθεί να ομολογήσει: «Η Φιλική Εταιρεία…στο «κόλπο» είχε «μυήσει» όλους σχεδόν τούς παλαιοελλαδίτες κοτσαμπασήδες και προπαντός τούς δεσποτάδες».
Μέσα λοιπόν στη διετία 1819-1821 ή συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αρχιερέων ο ένας ύστερα από τον άλλο μυήθηκαν και έγιναν ενεργά και δραστήρια μέλη τής Φ. Ε., ώστε να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλέγμα πού επεκτείνονταν σ’ ολόκληρο το δυτικό τμήμα τουλάχιστον τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έτσι από το σύνολο των 195-200 αρχιερέων, πού διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν κατά τούς χρόνους εκείνους σ’ ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος, υπάρχουν αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες ότι είχαν μυηθεί στη Φ. Ε. τουλάχιστον οι παρακάτω 81 αρχιερείς. Δηλ. περισσότεροι από το 1/3 του συνολικού αριθμού αυτών, χωρίς βέβαια να συνυπολογίζονται και εκείνοι πού πιθανώς να ήταν μεν μέλη τής Φ. Ε. αλλά δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ενδείξεις γι’ αυτή τους τη μύηση.
Αναλυτικώτερα κατά περιοχή αρχιερείς – μέλη της Φιλικής Εταιρείας, μαρτυρούνται:
Α’ Αρχιερείς τής Πελοποννήσου – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Μονεμβασίας Χρύσανθος
2) Χριστιανουπόλεως Γερμανός
3) Ναυπλίου και Άργους Γρηγόριος
4) Δημητσάνης Φιλόθεος
5) Ωλένης Φιλάρετος
6) Μεθώνης, Ναυαρίνου και Νεοκάστρου Γρηγόριος
7) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
8) Βρεσθένης Θεοδώρητος
9) Έλους Άνθιμος
10) Ανδρούσης Ιωσήφ
11) Π. Πατρών Γερμανός
12) Τριπολιτζάς Δανιήλ
13) Κορίνθου Ζαχαρίας
14) Κερνίτσης Προκόπιος
15) Μαΐνης Νεόφυτος
16) Μαΐνης Ιωσήφ
17) Ζαρνάτας Γαβριήλ
18) Ανδρουβίτσας Θεόκλητος
19) Πλάτζης Ιερεμίας
20) Καρυουπόλεως Κύριλλος
21) Μηλέας Ιωσήφ
22) Μαλτσίνης Ιωακείμ ή Ιερώνυμος
23) Χαριουπόλεως Βησσαρίων
Β’ Αρχιερείς της Στερεάς Ελλάδος – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Αθηνών Διονύσιος
2) Άρτης και Ναυπάκτου Πορφύριος
3) Σαλώνων Ησαΐας
4) Ταλαντίου Νεόφυτος
5) Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεος
6) Ρωγών Μακάριος
7) Ρωγών Ιωσήφ
8) Λοιδωρικίου Ιωαννίκιος
9) Μενδενίτσης Γρηγόριος
Γ’ Αρχιερείς νήσων Αιγαίου Πελάγους – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Καρύστου Νεόφυτος
2) Παροναξίας Ιερόθεος
3) Χίου Πλάτων
4) Ρόδου Αγάπιος
5) Σαντορίνης Ζαχαρίας
6) Κέας Νικόδημος
7) Τήνου Γαβριήλ
8) Μυτιλήνης Καλλίνικος
Δ’ Αρχιερείς τής Κρήτης – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Κρήτης (Ηρακλείου) Γεράσιμος
2) Κνωσού Νεόφυτος
3) Χερσονήσου Ιωακείμ
4) Αυλοποτάμου Παρθένιος
5) Αρκαδίας Νεόφυτος
6) Κυδωνίας Καλλίνικος
7) Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεος
8) Πέτρας Ιωακείμ
9) Σητείας Ζαχαρίας
10) Ιεράς Αρτέμιος
11) Κισσάμου (Χανίων) Μελχισεδέκ
12) Διουπόλεως (τιτουλ. επίσκοπος) Καλλίνικος
Ε’ Αρχιερείς τής Κύπρου – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Κύπρου Κυπριανός
2) Πάψου Χρύσανθος
3) Κιτίου Μελέτιος
4) Κυρηνείας Λαυρέντιος
ΣΤ’ Αρχιερείς τής Επτανήσου – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Ζακύνθου Αγαθάγγελος
Ζ’ Αρχιερείς τής Θεσσαλίας – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Λαρίσης Πολύκαρπος
2) Σταγών Αμβρόσιος
3) Φαναρίου και Φαρσάλων Δαμασκηνός
Η’ Αρχιερείς τής Μακεδονίας – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Σερρών Χρύσανθος
2) Κοζάνης Βενιαμίν
3) Ιερισσού και Αγ. Όρους Ιγνάτιος
4) Αρδαμερίου Ιγνάτιος
5) Γρεβενών Άνθιμος
6) Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου (τιτουλ.) Γρηγόριος
Θ’ Αρχιερείς τής Θράκης – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Δέρκων Γρηγόριος
2) Αγχιάλου Ευγένιος
3) Αδριανουπόλεως Δωρόθεος
4) Βάρνης Ζαχαρίας
5) Βιζύης Ιωάσαφ
6) Μαρωνείας Κωνστάντιος
7) Σιατίστης και Σισανίου Ιωαννίκιος
7) Μεσημβρίας Ιωσήφ
8) Σωζοαγαθουπόλεως Παΐσιος
9) Φιλιππουπόλεως Παΐσιος
I’ Αρχιερείς Παραδουναβίων χωρών – μέλη της Φιλικής Εταιρείας.
1) Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος
2) Μολδοβλαχίας Βενιαμίν
ΙΑ’ Αρχιερείς Μ. Ασίας – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας
1) Εφέσου Διονύσιος
ΙΒ’ Αρχιερείς Πατριαρχείου Αλεξανδρείας – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος
ΙΓ’ Αρχιερείς Πατριαρχείου Ιεροσολύμων- μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
1) Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος (;)
Στην Κωνσταντινούπολη
Η Φιλική Εταιρεία όμως δεν περιορίσθηκε στη μύηση μόνον των αρχιερέων των διαφόρων επαρχιών αλλά τόλμησε να μεταφέρει και μεταδώσει το ευαγγέλιο τού λυτρωμού του Γένους και σ’ αυτούς τούς αρχιερείς, πού, λόγω καθηκόντων, ήταν υποχρεωμένοι να διαβιούν στο στόμα τού λύκου, την Κωνσταντινούπολη, όπως στον Εφέσου Διονύσιο και τον Δέρκων Γρηγόριο. Υπάρχουν μάλιστα πολλές βάσιμες υποψίες ότι και πολλοί άλλοι αρχιερείς τής Πόλεως – συνοδικοί και μη, – όπως και ό ίδιος ό Οικουμενικός Πατριάρχης, δεν ήταν άμοιροι και ανίδεοι τού ελπιδοφόρου μηνύματος των φιλικών.
Σχετικά ό Th.. Gordon έγραψε: «Δεν τολμούμε να βεβαιώσουμε πώς ό Πατριάρχης και τα μέλη τής Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι συνωμοσίας κατά τού κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε ότι ό Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη τής Εταιρείας και ότι μερικοί από τούς άλλους Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανογραφίες της.»
Ο δε Κ. Παπαρρηγόπουλος σημείωνε : «Εντός ολίγων ενιαυτών ή εταιρεία εξέτεινε τους πλοκάμους αυτής καθ’ άπασαν την Ανατολήν, από των Παριστρίων ηγεμονιών μέχρι της Μάνης και από των Ιονίων νήσων μέχρι των παραλίων τής Μικράς Ασίας…και επί τέλους περιέλαβε συνεργούς τούς εγκριτωτάτους του έθνους άνδρας, τον Πατριάρχην Γρηγόριον, πολλούς ιεράρχας, τούς Υψηλάντας…»
Και ό Απ. Βακαλόπουλος αναγνώριζε: «κάποια δειλή συνωμοτική κίνηση παρατηρείται, φαίνεται, και μέσα στα Πατριαρχεία. Μνημονεύεται γράμμα του «μεγάλου γραμματικού» του προς τον Ξάνθο».
Εξ άλλου, είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα γράψει ό ίδιος ό Εμμαν. Ξάνθος στα απομνημονεύματά του για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. «(Ο Φιλικός Ιωάννης Φαρμάκης) διαβάς και εις Άγιον Όρος του Άθωνος προς τοις άλλοις κατήχησεν και τον αοίδιμον Πατριάρχην Γρηγόριον». Όπως δε διευκρινίζει ένας μεταγενέστερος μελετητής, ό Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος,: «περί τα μέσα του 1818 (ενώ ό Γρηγόριος Ε’, ως εξόριστος, βρισκόταν στον Άθωνα) μεταβάς εις Άγιον Όρος ό Ιωάννης Φαρμάκης ανεκοίνωσεν εις τον Πατριάρχην τα τής Φιλικής Εταιρείας. Ακούσας ό Πατριάρχης έδειξε ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν υπέρ του πνεύματος αυτής. Όταν ανέπτυξεν κατήχησιν και εζήτησεν Όρκον, ό Πατριάρχης ηρνήθη ειπών «εμένα μ’ έχετε πού μ’ έχετε» και υπέδειξε ότι δεν ηδύνατο να ορκισθή ως κληρικός και ότι τοιούτος όρκος ηδύνατο να βλάψη».
Πάνω στο θέμα αυτό ό Τρικούπης έχει τη γνώμη ότι «εγνώριζε ό Πατριάρχης τα τής Φιλικής Εταιρείας αλλά συνωμότης κατά τής τουρκικής εξουσίας δεν ήτο». Ο Τούρκος όμως ιστορικός Σανί Ζαντέ δέχεται ότι «τα σχέδια τής Φ. Ε. ετηρούντο μυστικά μεταξύ Πατριαρχών, των μητροπολιτών, των παπάδων, των δημογερόντων και των προκρίτων.»
Κατά συνέπεια δεν ήταν μόνο οι παραπάνω 81 αρχιερείς πού μαρτυρούνται ως μέλη της Φ. Ε. αλλά ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός αυτών, ώστε και αν είναι υπερβολή να δεχθούμε τον ισχυρισμό τού Κ. Βοβολίνη ότι «ουδείς των Ελλήνων μητροπολιτών όλων των τμημάτων τής χώρας έμεινεν αμύητος», νομίζω ότι δεν θα είμασταν πολύ μακριά από την αλήθεια εάν δεχόμασταν ότι ή συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αρχιερέων ήταν μύστες τού σκοπού και των οραματισμών τής Φ. Ε. και περίμεναν με Συμεωνική αδημονία το «πλήρωμα τού χρόνου».
Και όταν κάποτε «ευδόκησε ό Θεός» να έλθει το έαρ της αναστάσεως τού Γένους, οι αρχιερείς όχι μόνο δεν αντέδρασαν, αποδοκίμασαν ή χλεύασαν την παλιγγενεσία, όπως διατείνονται οι κατήγοροί τους, αλλά επαναλαμβάνοντας το τού Συμεών «Νυν απολύεις τον δούλον σού Δέσποτα», έσπευδαν αυτόβουλοι και αυτόκλητοι να ευλογήσουν και να αδράξουν οι ίδιοι, εάν οι σωματικές τους δυνάμεις το επέτρεπαν, τα όπλα ή να προσφέρουν τον εαυτόν τους εξιλαστήρια «θυσία ευάρεστον» ‚προκειμένου να κορεσθεί επάνω τους ή μανία και ή εκδικητικότατα των τυράννων.
Έτσι π.χ. «Ο καθαγιασμός τής (πρώτης) επαναστατικής σημαίας (τού Υψηλάντη) έγινε την 26ην Φεβρουαρίου εις την εκκλησίαν των τριών Ιεραρχών, ιερουργούντος τού μητροπ. Ιασίου Βενιαμίν. Ο Ιεράρχης χωρίς να προσκληθή έσπευσεν εις την εκκλησίαν διά την εκτέλεσιν τού ιερού καθήκοντος.» Ο δε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας απευθυνόμενος στους κατοίκους τής Σύμης, πού τον ρώτησαν τι να κάμουν, στην παρακίνηση για ξεσηκωμό, τούς απάντησε: «Κάτοικοι των νήσων, όσοι μένετε ακόμη υπό τον τυραννικόν ζυγόν εγέρθητε, λάβετε τα όπλα υπέρ τής κοινής ελευθερίας, οι έχοντες καράβια μικρά ή μεγάλα οπλίσατε αυτά και ενωθήτε με τον ελληνικόν στόλον, συγκροτούμενον υπό τας ναυτικάς δυνάμεις των Υδριωτών και Σπετζιωτών και Ψαριανών και υποσχόμενοι ελευθερίαν όλου του Αιγαίου Πελάγους.»
Ο Φωτάκος έχοντας άμεση γνώση τής καθόλου βιωτής και συμπεριφοράς των κληρικών, και μάλιστα των αρχιερέων, αναφωνεί «τις δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον;» και προσθέτει «οι λειτουργοί ούτοι τού αληθινού θεού τού Υψίστου εφρόντισαν και ετοίμασαν το Έθνος των διά να επαναστατήση, ν’ αλλάξη τον δεσπότην τής δουλείας του, τον κατακτητήν των εθνικών του δικαιωμάτων και τον υβριστήν τής θρησκείας του και των ιερών του»
Και να ληφθεί υπόψη ότι όλη αυτή ή ενθουσιαστική και μεσσιανική αποδοχή και υιοθέτηση του ελπιδοφόρου μηνύματος τής Φ. Ε. γινόταν από μέρους των κατά τόπους ιεραρχών παρά τον προφανή, εξόφθαλμο και βέβαιο κίνδυνο, στον οποίο, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ό Περραιβός, αυτοί (μαζί με τούς προεστούς) «περισσότερο υπέκειντο.. .ως συνεχή σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων, αντιπρόσωποι όντες των επαρχιών.»
Ύστερα από όλα αυτά έχω τη γνώμη ότι το να αμφισβητήσει κάποιος την ενεργό, άμεση, υπεύθυνη και ουσιαστική συμμετοχή των αρχιερέων στη Φ. Ε. Φανερώνει, αν μη τι άλλο, έλλειψη αγαθής προαιρέσεως για την εξιχνίαση τής ιστορικής αλήθειας και εγωιστική έμμονή στη στείρα και παθιασμένη θέση τού «ού με πείσεις καν με πείσεις». Και τούτο γιατί οι αρχιερείς όχι απλώς έδωσαν και αυτοί το παρόν τους στο κάλεσμα τής Φ. Ε. και εγκολπώθηκαν τους οραματισμούς για αποτίναξη τού τυραννικού ζυγού με κάθε θυσία αλλ’ ακόμα και τέθηκαν επικεφαλής πολλών άλλων Φιλικών και ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο για την πραγμάτωση της εθνεγερσίας. Η ένταξη δε και σύνταξή τους στη Φ. Ε. δεν Φαίνεται να έγινε ασυνείδητα ή τυχαία ούτε από παραπλάνησή τους. Η συμμετοχή τους σ’ αυτή ήταν απόλυτα ενσυνείδητη και προϊόν τής προσωπικής τους επιθυμίας και της ελεύθερης βουλήσεώς τους, εκφράζει δε τούς μύχιους πόθους και τούς οραματισμούς αυτών για ανάσταση τού γένους χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας ή καιροσκοπισμού.
Τάχθηκαν, όλοι τους, ως άπλοί, πειθαρχικοί, στρατιώτες κάτω από την «αόρατη (και ανύπαρκτη) ανωτάτη αρχή» χωρίς να αξιώνουν ή να θέλουν να γίνουν αυτοί αρχηγοί ή έστω να πληροφορηθούν αυτή την αρχή. Γιατί ό πόθος τους δεν ήταν οι εξουσίες αλλά ή λύτρωση τού γένους. Όλοι τους ζούσαν όπως οι προφήτες τής Π. Δ. με τη μεσσιανική ελπίδα και τον οραματισμό τής ελευθερίας και σαν το δίκαιο Συμεών αναζητούσαν ανάμεσα στους συμπατριώτες τους τούς νέους εκείνους φερέλπιδες Μεσσίες, πού θα αναλάμβαναν να οδηγήσουν τον κατατυραννισμένο λαό τού Θεού, τον καθήμενο «εν σκότει και σκιά θανάτου» από την κόλαση τής δουλείας στον παράδεισο τής ελευθερίας και τού εθνικού Πάσχα.
Αν λοιπόν, όπως θέλουν να διατείνονται όσοι αρέσκονται να λασπολογούν κατά των τότε αρχιερέων, πραγματικά οι αρχιερείς δεν ήταν υπέρ τής αποτινάξεως τού ζυγού των δυναστών, κι’ αν ήταν στα αλήθεια τουρκόφιλοι και τουρκολάτρες ή δεν ήθελαν την επανάσταση, θα τούς δεχόταν οι εταίροι ως μέλη πιστά, αφοσιωμένα και έμπειστα της Εταιρείας και μάλιστα να τούς εμπιστεύονται ηγετικές θέσεις και να αναδεικνύονται έφοροι των άλλων Φιλικών; Ή κι’ αν από προσποίηση και υποκρισία κατόρθωναν να αποσπάσουν την εμπιστοσύνη των πρωτεργατών και αρχηγών τής Φ. Ε. και να διεισδύσουν μέσα σ’ αυτή, δε θα τούς ήταν εύκολο έπειτα να καταδώσουν όλο το δυναμικό και τα άτομα πού ήταν ενεργά και δραστήρια μέλη τής Φ. Ε.;
Ή ιστορία όμως τίποτε τέτοιο δε μαρτυρεί. Καμιά προδοσία από μέρους των κληρικών και μάλιστα των αρχιερέων. Αν και δεν είναι γνωστό αν έδιναν το φρικτό όρκο των λαϊκών Φιλικών, όμως ή διαβεβαίωση τους στην αρχιερωσύνη τους ήταν γι’ αυτούς φρικωδέστερος όρκος και ή αθέτηση του θα ήταν το πλέον επαχθές είδος επιορκίας.
Εάν υπήρχε και ή παραμικρή, όχι απόδειξη αλλά, έστω, υποψία για προδοτική συμπεριφορά ενός και μόνου αρχιερέως, ασφαλώς οι σύγχρονοί τους ιστορικοί και απομνημονευματογράφοι θα το σημείωναν και οι πολέμιοι των αρχιερέων Κορδάτος, Σκαρίμπας κ.λπ. θα την έκαμαν βούκινο και θα την ανέμιζαν σαν την αδιαμφισβήτητη απόδειξη τής τουρκοφιλίας και τουρκολατρίας αφ’ ενός και τής αντιδραστικότητας των αρχιερέων για ελευθερία τού γένους αφ’ ετέρου.
Αντίθετα ή ιστορία απέδειξε περίτρανα και οι πολέμιοι με την σιωπή τους παραδέχονται ότι οι αρχιερείς αναδείχθηκαν τα πιο πιστά και αφοσιωμένα μέλη τής Φιλικής Εταιρείας και χάρη στο ειδικό βάρος και υπευθυνότητα πού εγγυάτο ή προσωπικότητά τους κατόρθωσε ή Φ. Ε. να εξαπλωθεί και να αναδειχθεί ή μαμμή τής Ελληνικής παλιγγενεσίας.
Αυτός ό «επίτροπος τής ανωτάτης αρχής» τής Φ. Ε., ό Αλέξανδρος Υψηλάντης δείχνοντας το πόσο υπολόγιζε στη σύμπραξη των αρχιερέων για την προετοιμασία τού αγώνα έστειλε επιστολές προς όλους τούς αρχιερείς τού Αιγαίου Πελάγους ως συστατικό τού Φιλικού Δημ. Θέμελη. Θα το έκαμε αυτό αν δεν είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στους αρχιερείς;
Δίκαια λοιπόν ό Φωτάκος έγραψε ότι «κανείς (από τούς κληρικούς) έξω τού εθνικού κλήρου δεν εβάδισεν. Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν τής Τουρκικής δυναστείας ό,τι θέλει κανείς λέγει κατά αδυνάτων ανθρώπων. Οι εχθροί π. χ. τού Ελληνικού Έθνους και τής θρησκείας του είπον πολλά εναντίον του… .αλλά σ φ ά λ λ ο υ ν μ ε γ ά λ ω ς εις τούτο.»
Αλήθεια πόσο διαχρονικά είναι αυτά τα λόγια του Φωτάκου!
Κλείνοντας θα μπορούσε να λεχθεί ότι παρά τα κοάσματα παλαιών και νεωτέρων βατράχων «αλλ’ εκ τελμάτων», οι αρχιερείς υπήρξαν για τη Φ. Εταιρεία ό,τι ή σπονδυλική στήλη για το ανθρώπινο σώμα.
*Απαραίτητη σημείωση. Ότι βλέπετε και υπάρχει μέσα σε εισαγωγικά, ο συγγραφέας του έργου στο τέλος της σελίδας που βρίσκετε το κείμενο αυτό παραθέτει και την πηγή του. Σ’ ολόκληρο το βιβλίο (400 σελ. περίπου) υπάρχουν πάνω από 800 τέτοιες σημειώσεις(!!).
Πηγή: Η εκπληκτική έρευνα του Κου ΠΕΤΡΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΑΝΤΖΗ δ Θ., «ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ’21 (αντίδραση ή προσφορά; ), Ξάνθη 1905.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Μιλώντας γενικά, εντούτοις, υπάρχει μια ευδιάκριτη αδιαφορία για την εκκλησιαστική μουσική στη βυζαντινή λογοτεχνία πριν το 10ο αιώνα. Υ...
-
ΕΥΧΗ ΕΠΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΙΤΑΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαφελφείας ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Ουράνιος Άρτος, ο τη...
-
Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλεος, ο πο...
-
αντιγραφή απο Ένας λαμπρός Κληρικός,ένας φίλος και αδελφός "έφυγε" αργά εχθές το βράδυ για το αιώνιο ταξίδι που οδηγ...
-
ΕΙΝΑΙ ΑΤΙΜΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΙΑ ''ούτε η φύση δεν σας διδάσκει, ότι ο άνδρας μεν αν αφήνει μακρ...
-
Χριστιανική απάντηση στον αποκρυφισμό της Νέας Εποχής Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΙ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Ο Αποκρ...
-
Βιογραφία Η Αγία Ταμάρα η Μεγάλη, βασίλισσα της Γεωργίας, γεννήθηκε περί το 1165 μ.Χ. και καταγόταν από την αρχαία γεωργιανή δυναστεία...
-
Γιατί οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αγαπούμε μόνο αυτούς που μας αγαπούνε; Ο Χριστός αναφέρει στο ευαγγέλιο του Λουκά ότι «οι αμαρ...
-
Ἡ ἁγία αὐτὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀθυσσώκα τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς. Ἦταν πολὺ ὄμορφη κ...
-
Ο Μιλτιάδης Βιτάλης, γιος ευρωδικαστή και ανιψιός πρώην υπουργού αποκαλύπτει για πρώτη φορά το πως και από ποιούς διοικείται η πατρίδα μ...