Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 29, 2011

Κυριακή του Τυφλού- Προσοχή στα μάτια (Του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)


Προσοχὴ στὰ μάτια

(Ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)

ΕΟΡΤΗ σήμερα, ἀγαπητοί μου. Ἑορτὴ ἡ Κυριακή, μὲ τὴν ὁποία τιμοῦμε τὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου. Σήμερα ὅμως ἑορτάζουν καὶ οἱ τυφλοὶ ἀδελφοί μας, διότι παντοῦ διαβάστηκε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Τυφλοῦ.
Ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίουεἶχε στερηθῆ τὸ φῶς ἐκ γενετῆς. Δὲν ἔβλεπε καθόλου, ζοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι. Καὶ ξαφνικὰ ὁ Χριστός, μὲ μία ἁπλῆ κίνησι, τοῦ ἔδωσε μάτια κι ὁ τυφλὸς εἶδε. Τί εἶδε; Ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ ἔπλασε ὁ Δημιουργός·τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα, τὴ θάλασσα, ποτάμια καὶ λίμνες, δέντρα καὶ δάση, ζῷα καὶ πουλιά. Εἶδε πρὸ παντὸς τὸ συνάνθρωπό του. Καὶ πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο εἶδε τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα του, ποὺ ὣς τότε τοὺς ἄκουγε μὰ δὲν τοὺς εἶχε δεῖ. Ἀλλ᾽ ἀκόμα,πάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, εἶδε τὸ ὡραιότερο ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο· εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸν πλάστη του, τὸ Χριστό! Κάποιος ἅγιος λέει·Θά ᾿θελα κ᾽ ἐγὼ νὰ ἤμουν τυφλός, γιὰ νὰ δῶτὸ Χριστὸ ὅπως ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου.
Μὲ ἀφορμὴ τὸ θαῦμα αὐτὸ ἂς ἀναλογισθοῦμε καὶ τὸ θαῦμα ποὺ κάνει ὁ Χριστὸς σ᾽ ἐμᾶς. Ποιό θαῦμα; Τὰ μάτια ποὺ μᾶς χαρίζει! Μικρὸ θαῦμα εἶνε τὸ μάτι; Σήμερα ὑπάρχουν πολλὲς φωτογραφικὲς μηχανές. Ποιές εἶνε καλύτερες, οἱ γιαπωνέζικες, οἱ ἀμερικάνικες, οἱ ἐγγλέζικες;… Ἡ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανὴ εἶνε τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει τὸν κατασκευαστή της, καὶ θαυμάζουμε τὶς φωτογραφίες ποὺ βγάζει, ἀσπρόμαυρες καὶ ἔγχρωμες. Τί εἶνε ὅμως οἱ μηχανὲς αὐτὲς ἐν συγκρίσει μὲ τὰ μάτια, ποὺ παίρνουν συνεχῶς ἄπειρες ἔγχρωμες φωτογραφίες καὶ ταινίες ὁλόκληρες! Μέγα μυστήριο τὸ μάτι· φτάνει, καὶ μόνο αὐτό, ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ τυφλός, ὅταν εἶδε τὸ φῶς του, ἔπεσε καὶ προσκύνησε τὸ Χριστό.
Ὅπως ἐκεῖνος, ἀδελφοί μου, εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας, γιατὶ μᾶς ἔδωσε τὸ πολύτιμο αὐτὸ ὄργανο, τὰ μάτια, τὴν ὑπέροχη αὐτὴ αἴσθησι ποὺ λέγεται ὅρασις.
Ἂς τὸν εὐχαριστήσουμε, ἀλλὰ καὶ ἂς προσέξουμε. Διότι τὰ μάτια ἀνεβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ τὰ μάτια τὸν κατεβάζουν στὸν ᾅδη καὶ στὴν κόλασι. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια, γιὰ νὰ βλέπουμε τὰ ὡραῖα ποὺ ἔφτειαξε καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε. Τρέχει ὁ κόσμος καὶ πληρώνει νὰ δῇ θεάματα· ἀνέβα σὺ σὲ μιὰ κορυφὴ καὶ ἀπόλαυσε πανόραμα·πήγαινε σὲ καταρράκτες, σὲ χιονισμένα τοπία· στρέψε τὸ βλέμμα σου τὴ νύχτα στὸν οὐρανὸ καὶ δὲς τὰ ἄστρα… Δὲν ὑπάρχει ὡραιότερος κινηματογράφος καὶ θέατρο ἀπὸ τὴ δημιουργία. Τὰ μάτια πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνται καλά, νὰ βλέπουν«ὀρθά»(Παρ. 4,25), νὰ μὴ βλέπουν τὰ ἁμαρτωλὰ πράγματα. «Ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα», λέει ὁ ψαλμῳδός(Ψαλμ. 118,37). Γιατὶ ἀπὸ τὰ μάτια, ὅταν δὲν χρησιμοποιοῦνται ὅπως θέλει ὁ Θεός, γεννῶνται μεγάλες συμφορές, ἐγκλήματα καὶ δράματα.
Θέλετε παραδείγματα; Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τί ἦταν ὁ Δαυΐδ; Ὁ πιὸ ἔνδοξος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ νίκησε ὅλους τοὺς ἀντιπάλους. Καὶ ὅμως ἔπεσε·διέπραξε δύο φοβερὰ ἁμαρτήματα· σκότωσε καὶ μοίχευσε. Πῶς; Ἀπὸ ἕνα βλέμμα. Ἀνέβηκε στὴν ταράτσα τῶν ἀνακτόρων, εἶδε ἀπὸ ᾿κεῖ σὲ κάποιο σπίτι μιὰ γυναῖκα γυμνὴ νὰ κάνῃ λουτρό, νικήθηκε ἀπὸ σφοδρὴ ἐπιθυμία, καὶ γιὰ νὰ τὴν πάρῃγυναῖκα του σχεδίασε τὸν φόνο τοῦ συζύγου της. Μιὰ ματιὰ τὸν κατέστρεψε. Μετανόησε κατόπιν,ἔγραψε τὸν γνωστὸ πεντηκοστὸ ψαλμὸ«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός…», καὶ μούσκευε τὴ νύχτα τὸ προσκέφαλό του μὲ δάκρυα.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Διαβάστε στὸνπροφήτη Δανιὴλ πῶς δύο δικασταὶ -«ἀρεοπαγῖτες» τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ θεωροῦνταν ὑπόδειγμα ἤθους, νικήθηκαν κι αὐτοὶ ἀπὸ τὰ μάτια, ὅταν κρύφτηκαν καὶ εἶδαν μία γυναῖκα ποὺ λουζόταν. Γιὰ νὰ καλύψουν τὴν ἁμαρτία τους φτασαν στὸ σημεῖο νὰ τὴ συκοφαντήσουν, ἀλλ᾽ ἀποκαλύφθηκαν καὶ τιμωρήθηκαν.
Δὲν εἶνε ἕνα καὶ δυὸ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ μάτια. Καὶ σήμερα ὁ κίνδυνος εἶνε μεγάλος. Ὁ σατανᾶς γέμισε τὸν κόσμο. Δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιδιώξῃ κανεὶς νὰ δῇ· τὰ γυμνὰ εἶνε τώρα μπροστά του σὲ κάθε βῆμα. Στοὺς δρόμους οἱ γυναῖκες περπατοῦν ἡμίγυμνες καὶ προκαλοῦν. Κινηματογράφοι καὶ θέατρα προβάλλουν ὅ,τι πρόστυχο καὶ γκαγκστερικό. Ἦρθε τέλος καὶ ἡ τηλεόρασι καὶ τὸ κακὸ ὡλοκληρώθηκε.
Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας στὴ Λάρισσα, ἦρθε κάποιος κι ἄνοιξε ἐκεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους κινηματογράφους· καὶ μαζεύτηκε ἀπ᾽ ἔξω οὐρά. Τότε ἕνας ἀθῷος χωριάτης, ποὺ εἶχε κατεβῆ μὲ τὴ γκλίτσα του ἀπὸ τὴ ῾Ραψάνη, βλέποντάς τους εἶπε· ―Μὰ τί πάθανε αὐτοί; καρβέλια μοιράζουν αὐτοῦ πέρα καὶ τρέξανε σὰν πεινασμένοι; Τὸν ἄκουσα καὶ τοῦ λέω· ―Πεινασμένοι εἶνε, μὰ ὄχι γιὰ ψωμὶ ἀλλὰ γιὰ σάρκες, ποὺ τὶς τρῶνε μὲ τὰ μάτια… Ἡ ἁμαρτία αὐτή,ὅπως εἶπε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε πολὺ σοβαρή, εἶνε μοιχεία(βλ. Ματθ. 5,28).
Καὶ τ᾽ ἀποτελέσματα; Φρικτά. Ἕνα παιδὶ εἶδε σὲ ταινία νὰ σφάζουν, καὶ τὴν ἄλλη μέρα πῆρε ἕνα μαχαίρι κ᾽ ἔσφαξε ἕνα μικρότερο παιδάκι τῆς γειτονιᾶς. Ἕνας ἄλλος μικρὸς εἶδε πῶς κρεμάστηκε κάποιος, καὶ πῆγε κι αὐτὸς καὶ ἀπαγχονίστηκε. Εἶνε τόσα καὶ τόσο τρομερὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ γίνονται, ὥστε στὴν Ἀμερικὴ μαζεύτηκαν ἐπιστήμονες, ἐξέτασαν ἐπὶ ἕνα ἔτος τὸ ζήτημα αὐτό, διαπίστωσαν ὅτι ἡ χώρα κινδυνεύει νὰ καταστραφῇ, καὶ κατέληξαν σὲ ἕνα σύνθημα, ποὺ πρέπει νὰ τὸ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς· προτρέπουν ὅλους νὰ κλείσουν τὴν τηλεόρασι.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶπε, ὅτι τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ ἔρθῃ ὅταν δοῦμε τὴ γυναῖκα νὰ περπατάῃ γυμνὴ στὸ δρόμο καὶ ὅταν ὁ διάβολοςθὰ βγάλῃ ἕνα κουτὶ ποὺ θὰ τρελλάνῃ ὅλους.Αὐτὰ πραγματοποιήθηκαν στὶς ἡμέρες μας. Θά ᾿ρθουν χρόνια, ἔλεγε μιὰ ἄλλη προφητεία, ―καὶ ἦρθαν ἤδη― ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ συμπεριφέρωνται ἀδιάντροπα, σὰν τὰ σκυλιὰ στοὺς δρόμους. Πρῶτα ἡ γυναίκα ἀρρώσταινε, καὶ προτιμοῦσε νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ καλέσῃ γιατρὸ καὶ νὰ δείξῃ τὸ κορμί της. Τέτοια ἁγνότητα εἶχε ἡ πατρίδα μας. Τώρα οἱ γυναῖκες δείχνουντὶς σάρκες τους σὰν κρέατα Ἀργεντινῆς κρε-μασμένα στὰ τσιγγέλια τοῦ διαβόλου. Ξευτελίστηκε ἡ γυναίκα. Μιὰ ἐφημερίδα στὸ Παρίσι ἔγραψε πρὸς ἐντροπήν μας· Τὸ πιὸ φτηνὸ κρέας τῆς Εὐρώπης εἶνε στὴν Ἑλλάδα τὸ γυναικεῖο. Ὦ Θεέ μου! Μιὰ πατρίδα ποὺ ἔχτισε Παρθενῶνες, ποὺ ἔψαλε τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο στὴν Παναγία μας, ποὺ περνοῦσαν ἑκατὸ χρόνια καὶ διαζύγιο δὲν ἀκουγόταν – στὸν Πόντο λένε ὅτι πέρασαν πεντακόσα χρόνια καὶ κροῦσμα πορνείας καὶ μοιχείας δὲν ὑπῆρχε. Ποῦ καταντήσαμε τώρα! φθάσαμε ἐκεῖ ποὺ ἔλεγε μιὰ ἄλλη προφητεία, ὅτι θά ᾿ρθουν χρόνια ποὺ θὰ γίνωνται τόσο αἰσχρὰ πράγματα, ὥστε θὰ λένε· Καλότυχοι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν μάτια καὶ αὐτιά. Σήμερα προτιμότερο νὰ μὴ βλέπῃς καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς τὰ αἴσχη καὶ τὶς βλασφημίες.
Καὶ αὐτὰ μὲν ὁ κόσμος· ἀλλὰ ὁ Χριστιανός;Δὲν εἶσαι ἐν τάξει ἂν ἔχῃς τὰ μάτια γουρλω-μένα στὸ γυαλὶ καὶ ξεχνᾷς τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου· ἁμαρτάνεις, κόλασι ἔχεις μέσα σου. Τὰ μάτια αὐτά, τὰ κολασμένα, δὲν εἶνε ἄξιαν᾽ ἀντικρύσουν τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων, νὰ δοῦν τὴ λειτουργία καὶ τὰ ἅγια καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅποιος χάσκει στὰ αἴσχη, εἶνε ἀνάξιος νὰ κοινωνήσῃ τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ὁ Χριστιανὸς ἀγωνίζεται νὰ ἔχῃ μάτια ἁγνά, παρθενικά, ἀγγελικά. Διαφορετικά, θὰ δώσουμελόγο γιὰ κάθε ἄθεσμο βλέμμα.
Γι᾽ αὐτὸ σᾶς ζητῶ νὰ δώσετε μιὰ ὑπόσχεσι. Τὸ κάνετε; πέφτω καὶ σᾶς προσκυνῶ – δὲν τὸ κάνετε; μένω λυπημένος· κρίμα στὸ χριστιανικό σας ὄνομα καὶ στὶς τόσες θρησκευτικές σας ἐκδηλώσεις. Ποιά εἶνε ἡ ὑπόσχεσι· κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις! Ἂν τὸ κάνετε αὐτό, θά ᾽νε ὅ,τι καλύτερο. Ἀλλιῶς, ἡ ἁμαρτία θά ᾽νε μεγάλη. Λιγώτερο ἁμαρτάνει ἕ νας ποὺ τρώει κρέας Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἀπ᾽ αὐτὸν ποὺ κάθε βράδυ τρώει μὲ τὰ μάτια γυμνὰ κρέατα. Στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ στὸ Σικάγο τῆς Ἀμερικῆς, ποὺ εἶνε ἡ πατρίδα τῆς τηλεοράσεως, κλείνουν τὶς τηλεοράσεις· ἐμπρὸς λοιπὸν κ᾿ ἐμεῖς μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα νὰ τὶς κλείσουμε.
Εἴμαστε σὲ χρόνια σκληρά, ἂς ἀγωνιστοῦμε. Ὅσοι πιστοί! Πόσο χάρηκα ὅταν σκόρπισα μὲ τὴ«Σπίθα» παντοῦ ἕνα ἄρθρο γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἔλαβα γράμματα ποὺ μοῦ ἔλεγαν· Κλείνουμε τὴν τηλεόρασι, δὲν τὴν ξανανοίγουμε!Ὑπάρχουν καὶ εὐγενεῖς ἄνθρωποι· δὲν πέφτει ὁ σπόρος μόνο σὲ βράχια καὶ ἀγκάθια.
Ἂς παρακαλέσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσῃ μάτια καθαρὰ στὴ ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ δοῦμε μιὰ μέρα τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς ἁγίους, καὶ νὰ ὑμνοῦμε διαπαντὸς Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ.ναὸ Ἁγ. Ἀχιλλείου νησῖδος Πρεσπῶν τὴν 15-5-1977 μὲ ἄλλο τίτλο

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ – Η Τραγική Άλωση, 29,30,31 Μαίου 1453

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ – Η Τραγική Άλωση, 29,30,31 Μαίου 1453
Ο Σουλτάνος για να εξάψει και φανατίσει το φρόνημα του στρατού είχε υποσχεθεί τριήμερη διαρπαγή της πόλεως κι’ ιδιοποίηση όλων των κινητών πραγμάτων, εφόσον η Κωνσταντινούπολη θα περιερχόταν στους Τούρκους ύστερα από αγώνα. Ο Μωάμεθ είχε πει την προηγούμενη μέρα στους στρατιώτες: «Ήθελα μόνον να θυμίσω σε σας τις έκτακτες αμοιβές, που θα τύχετε, έκτος από την τιμή και τη δόξα, κατόπιν από τη νικηφόρα έφοδο. Και πρώτα μέσα στην Πόλη υπάρχει πλούτος πολύς και παντοδαπός, ο μεν στα βασίλεια, ο δε στους οίκους, ο δε καλλίτερος και περισσότερος στα ιερά, βρισκόμενος από αναθήματα από χρυσό κι’ άργυρο κατασκευασμένα κι’ από λίθους πολύτιμους. Αυτά όλα σεις θα τα πάρετε. Έπειτα θα βρείτε ευγενείς και επίσημους άντρες, που οι περισσότεροι θα γίνουν δούλοι σας, οι άλλοι θα πουληθούν από σας και γυναίκες πλείστες κι’ ωραιότατες, νέες ευπρόσωπες και παρθένες στην ώρα γάμου, ευγενείς από ευγενείς. Από αυτές μερικές θα γίνουν γυναίκες σας και τις άλλες θα πουλήσετε· θα κερδίσετε πολλά σε απόλαυση και σε πλούτο, θα είναι δε στη διάθεσή σας τα παιδιά και πλείστοι και ωραιότατοι των καθώς πρέπει.
Προσφέρω σε σας τώρα τη διαρπαγή πόλεως μεγάλης και πολυάνθρωπης, βασίλισσας των πάλαι Ρωμαίων και σε ύψος ευδαιμονίας και τύχης υπάρξασα, κεφαλήν συμπάσης της οικουμένης, θα έχετε ως λεία πλούτον άπειρον, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πάντα τον άλλον αυτής κόσμον και την καταστασιν» (Κριτόβαυλος σελ. 89-90, Δούκας, σελ. 288).
Το τουρκικό έθνος, λέει ο Μόρτμαν, είναι φιλοχρήματο και φιλάργυρο και η φυσική αυτή ιδιότητα ενήργησε πολύ ισχυρότερα παρά κάθε διαταγή του Σουλτάνου. Τα ίδια αναφέρει κι’ ο Δούκας: «Φιλοχρήματον γαρ το γένος τούτο, ει και φονεύς πατρικός εμπέσει εν ταις χερσίν αυτών, διά χρυσού απολύουσι». Τίποτε άλλο δεν σκέπτονταν οι στρατιώτες του Μωάμεθ παρά με τι τρόπο ν’ αρπάξουν αιχμαλώτους και λάφυρα. Εκείνοι που μπήκαν πρώτοι από την Ξυλόκερνη πύλη και κατόπιν οι άλλοι, αφού ο Κωνσταντίνος έπεσε, ρίχτηκαν ακάθεκτοι και φωνάζοντας. Στιγμές απογνώσεως και φρίκης για τους κατοίκους. Και στην αρχή σκότωναν, όσους εύρισκαν στους δρόμους αδιάκριτα γυναίκες, γέροντες, παιδιά. Κατόπιν επιδόθηκαν στη λεηλασία τα πληρώματα του στόλου. Μόλις είδαν τις τούρκικες σημαίες στα τείχη, άφηναν τα πλοία, έριχναν τα όπλα και έβγαιναν στη ξηρά, για να κουρσέψουν. Αυτοί που έβοσκαν τα ζώα τα άφηναν για να τρέξουν για κούρσος. Άλλοι έμπαιναν κι’ άλλοι έβγαιναν. Οι τελευταίοι ήσαν Έλληνες, που έτρεχαν προς το Γαλατά για να σωθούν. Όσοι πολεμούσαν ακόμη στους πύργους υποχρεώθηκαν να βγουν και να καταφύγουν στα πλοία τους, όπως οι Κρητικοί, που πολεμούσαν στον πύργο Βασιλείου και Κωνσταντίνου, κατά ανώτερη διαταγή του Σουλτάνου. Άλλοι έσπευδαν στις πλούσιες μονές της Χώρας και του Αγίου Ιωάννου στις Βλαχέρνες. Οι αδελφοί Μποκιάρδοι, κλεισμένοι σ’ ένα πύργο, τους απώθησαν προς στιγμή, μα κατόπιν αναγκάστηκαν να καταπαύσουν τον αγώνα και παραδόθηκαν. Ύστερα προχώρησαν στα ενδότερα. Η πόλη πλέον τους άνηκε. Στις 8 το πρωί ξεχύθηκαν σε όλες τις συνοικίες, αρπάζοντας, σκοτώνοντας, αιχμαλωτίζοντας. Ιδίως επέμειναν στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει οι περισσότεροι, νομίζοντας πως θα τις σεβαστούν, ως άσυλα. Αλλά είχαν διαψευσθεί. Οι Τούρκοι συστηματικά λήστευαν τα πάντα κι’ αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους μη λογαριάζοντας, αν ήσαν εκκλησιές ή κοινά σπίτια. Η αιχμαλωσία γενικώς ήταν ο κανόνας. Στο ναό της Αγίας Θεοδοσίας, η οποία γιόρταζε εκείνη την ήμερα κι’ οπού είχαν προσέλθει πολλοί και μάλιστα πολλές, αιχμαλωτίστηκαν όλοι.
Στους ναούς, ιδίως σ’ εκείνον της Αγίας Σοφίας, είχαν καταφύγει οι περισσότεροι κάτοικοι. Παράδοση παλαιά υπήρχε πως η Πόλη θα κυριευθεί, αλλά μόλις οι εχθροί θα έφθαναν στον κίονα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κάποιος Άγγελος θα κατέβαινε από τα ουράνια και θάδινε στον πρώτο τυχόντα μια ρομφαία και θάλεγε : «Λάβε την ρομφαία ταύτη και εκδικήσου τον λαόν του Κυρίου». Τότε οι Τούρκοι θα έφευγαν μέχρι των ορίων της Περσίας και η Πόλη θα σωζόταν. Τέτοιες ελπίδες τρέφοντας οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Αγία Σοφία πολλές χιλιάδες. Σε μια στιγμή ο ναός γέμισε από πιστούς. Οι Τούρκοι αφού πλησίασαν στην Αγία Σοφία κι’ ακούγοντας πως μέσα εκεί δεν είχαν μόνο καταφύγει πολλές χιλιάδες χριστιανών, αλλ’ είχαν κρυφτεί από χρόνια οι θησαυροί της πόλεως, όρμησαν και με τα τσεκούρια έριξαν κάτω τις πόρτες. Μπήκαν μέσα κι’ επιδόθηκαν στη λεηλασία και προ πάντων στην αιχμαλωσία. Οι θρήνοι και κοπετοί, οι παρακλήσεις και ικεσίες δεν έφθαναν για να μετριάσουν τη λύσσα και τη μανία των Τούρκων στρατιωτών. Νήπια, παιδιά μικρά και μεγάλα δεν γλύτωσαν από τη σφαγή, οι δε παρθένες, οι γυναίκες κι’ οι άντρες όλοι έγιναν έρμαια της θηριωδίας ή της αιχμαλωσίας των Τούρκων.
Κι’ οι θηριωδίες αυτές κι’ οι αιχμαλωτισμοί μέσα στην Αγία Σοφία βάσταξαν ως το μεσημέρι και πλέον. Εικόνες, ιερά σκεύη, αφιερώματα, δισκοπότηρα, όλα, όλα αρπάχτηκαν. Ο πορθητής, αφού πείστηκε πως η Κωνσταντινούπολη είχε οριστικά πια πέσει στα χέρια των Τούρκων, μπήκε μέσα στην Πόλη, ακολουθούμενος από πασάδες, μπέηδες, δερβίσηδες κι’ άλλους και περικυκλωμένος από σημαίες κι’ άλλα σήματα των Τούρκων, επί τέλους έφθασε θριαμβευτής στην εκκλησιά γύρω στις 12. Αφού ξεπέζεψε, μπήκε στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε. Μετέβαλε δε το ναό σε τζαμί. Αυτός ήταν ο θρίαμβος του Μωάμεθ. Η ψυχή του είχε μαλαχτεί κάπως και φέρθηκε μ’ επιείκεια. Στην είσοδο του ναού είδε κάποιο μουσουλμάνο να σπάει ένα μάρμαρο. Ο πορθητής τον πλησίασε και τον επίπληξε, τείνοντας το χέρι στο σπαθί του. «Μας αρκεί ο θησαυρός και η αιχμαλωσία· αι δε οικοδομαί της πόλεως εμοί τυγχάνουσι». Οι ακόλουθοί του τον έπιασαν και τον έριξαν έξω. Κατόπιν ο Σουλτάνος ανέβηκε στην Αγία Τράπεζα κι’ έκανε την προσευχή του. Αλλ’ αν ο Μωάμεθ είχε δειχθεί επιεικής, οι Τούρκοι συνέχισαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία. Ο Σουλτάνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Είχε υποσχεθεί την τριήμερη λεηλασία , το περίφημο «κούρσος».
Οι Τούρκοι συστηματοποίησαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία απ’ αυτή την ημέρα της αλώσεως : έμπαιναν σε ένα σπίτι και σήκωναν αμέσως σημαία, δείγμα του πως το σπίτι εκείνο είχε κουρσευτεί και καταληφθεί, και δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν άλλοι. Εκεί συγκέντρωναν τα κούρσα και συγχρόνως οργίαζαν μέχρις ότου περάσει το τριήμερο. Συνήθως καταλάμβαναν και το σπίτι κι’ έμεναν διαρκώς εκεί, αν και τα σπίτια χωρίς εξαίρεση, άνηκαν στο Σουλτάνο. Πολλές φορές, επειδή δεν είχαν προφθάσει να το  καταλάβουν έρχονταν στα χέρια με τους κατέχοντες και πολλοί φόνοι σημειώθηκαν από την αφορμή αυτή. Η αιχμαλωσία ήταν καθολική και κανείς δεν τη διέφυγε είτε επίσημος είτε ανεπίσημος. Είχε οργανωθεί κι’ ο στρατός αποτελούσε συμμορία, που λήστευε τα πάντα και αιχμαλώτιζε. Δεν διέκρινε κανείς τάξη. Ο Καρδινάλιος Ισίδωρος πιάστηκε αιχμάλωτος, πουλήθηκε και κατόρθωσε να φύγει. Ο ιστοριογράφος Φραντζής αιχμαλωτίσθηκε με όλη του την οικογένεια, αλλ’ αγοράστηκε από τον αρχιιπποκόμο του Σουλτάνου. Τα παιδιά του παρέμειναν στο γυναικωνίτη του Μωάμεθ. Ήσαν νέα κι’ ωραία. Ο Λιμενάρχης Α. Διέγος κατέφυγε στο Γαλατά, καθώς κι’ ο Βάρβαρος, ο συγγραφέας ενδιαφέροντος ημερολογίου για την άλωση. Ο Ιερώνυμος Μινώτος κι’ ο Πέτρος Γουλιανός, ο ένας πρέσβης της Ισπανίας, ο άλλος  δε πρόξενος της Βενετίας αιχμαλωτίστηκαν. Ο Οχράν ο ξάδελφος του Μωάμεθ σκοτώθηκε. Άλλοι έφυγαν με πλοία από το Γαλατά, γιατί οι Τούρκοι ναύτες είχαν επιδοθεί στη λεηλασία και αιχμαλωσία και τους άφησαν κι’ αναχώρησαν. Επίσης ο Νοτα­ράς που ευχόταν την είσοδο των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, συνελήφθηκε αιχμάλωτος, αλλ’ αφέθηκε ελεύθερος κατά προσταγή του Σουλτάνου.
Ο Σουλτάνος, αφού προσκύνησε στην Αγιά Σοφιά, βγήκε από την πόλη και γύρισε στη σκηνή του. Αλλά την άλλη μέρα, στις 30 Μαΐου, ίππευσε κι’ ήρθε να επισκεφθεί και πάλι την  Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να τη δει λεπτομερέστερα: «Ο δε Σουλτάνος εισελθών εις την πόλη, έβλεπε το πλήθος των απολυμένων και την ερήμωση των οικιών και την παντελή φθορά αυτής και τον όλεθρο. Και οίκτος κατέλαβε αυτόν ευθύς και …δάκρυο αφήκε των οφθαλμών και, εκβαλών μέγα και περιπαθή στεναγμόν, είπε : «Οποίαν πόλιν παρεδώκαμεν εις διαρπαγήν και ερήμωσιν !» (Κριτοβούλου σελ. 98). Τότε ζήτησε πληροφορίες για τους άρχοντες της πόλεως και τότε είπε να ελευθερωθεί και παρουσιασθεί μπροστά του ο Νοταράς. Αφού τον ήλεγξε, γιατί κράτησε τόσα χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα, ζήτησε πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο και που βρισκόταν τώρα. Ερευνούσε από το πρωί. Όταν εμφανίστηκε η κεφαλή του κομμένη, τον ρώτησε αν είναι αυτή του Βασιλέως και στην καταφατική του απάντηση, έσκυψε και τη φίλησε. Κατόπιν πρόσταξε οι χριστιανοί να τον κηδέψουν με βασιλικές τιμές. Και πραγματικά οι χριστιανοί πήραν το ακέφαλο πτώμα και το έθαψαν, όπως άλλοτε τους Αυτοκράτορες τιμητικά, αφού έτσι είχε προστάξει ο Σουλτάνος. Τον έθαψαν κατ’ αρχάς στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου ήταν η βασιλική εκκλησία, με τους τάφους των Αποστόλων και άλλων Αυτοκρατόρων. Όταν όμως κατόπιν ο ναός γκρεμίστηκε, το 1456  μ. Χ. και χτίστηκε το περίφημο τέμενος του Σουλτάνου Φετιχέ Τζαμί, τότε ο αρχιτέκτονας Χριστοδούλου, που ήταν χριστιανός, μετακόμισε και τα οστά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην εκκλησιά της Αγίας Θεοδοσίας και τ’ απόθεσε στην κρύπτη κάτω από τον δεξιό πενσό. Αυτή είναι η μόνη, πιθανώς η μόνη, αλήθεια για τον τάφο του τελευταίου Κωνσταντίνου, για τον οποίο γράφτηκαν πάρα πολλά. Ο Σουλτάνος εξέθεσε κατόπιν το κεφάλι του αυτοκράτορα κάτω από τη στήλη του Αυγουσταίου, για να το δουν οι χριστιανοί και να πεισθούν πως αυτός είναι πλέον ο διάδοχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είχε στιγμές επιείκειας, γενναιοδωρίας και μεγαλείου και αφού απόλυσε τον Νοταρά, που τον επισκέφθηκε  στο σπίτι του, ύστερα, έφθασε στα Ανάκτορα των Βλαχερνών, τα οποία ήσαν κενά.
Την τρίτη μέρα πάλι περιηγήθηκε το Γαλατά, όπου έδωσε τα γνωστά προνόμια στην Πόλη, γιατί οι Γενουάτες τον είχαν βοηθήσει κατά την πολιορκία. Το έγγραφο των προνομίων δόθηκε την 31 Μαΐου. Τους υποχρέωνε όμως να γκρεμίσουν τα τείχη κι’ εκείνοι που αναχώρησαν να γυρίσουν πίσω, αλλιώς θα έχαναν τις περιουσίες τους. Το βράδυ κάλεσε σε μεγάλο γεύμα όλους τους αξιωματούχους κι’ όσους είχαν διαπρέψει κατά την άλωση. Κατά το γεύμα μέθυσε και λέγεται πως ζήτησε το γιο του Νοταρά, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Ο Σουλτάνος, θανατώνοντας τον Νο­ταρά και τους γιους του εφάρμοζε την νέα πολιτική του, που ήταν η πολιτική της δημιουργίας νέας τάξεως διά της εξοντώσεως όλων των παλαιών αρχόντων. Το τριήμερο κούρσος είχε τελειώσει πια και το τρομερό κι’ αιματόβρεκτο δράμα της αλώσεως, ένα από τα δραματικότερα που γνώρισε ο κόσμος, είχε πάρει τέλος.
Ο Σουλτάνος την άλλη  μέρα απέλυσε το στρατό, ο οποίος είχε καταντήσει ορδή μέσα στην Κωνσταντινούπολη παρά στρατός πειθαρχημένος κι’ ακούγοντας τον αρχηγό  του.   Ο  στρατιωτικός  όχλος είχε καταντήσει ανυπόφορος και  ο Σουλτάνος πολλές φορές εξοργίστηκε για τα όργια, τα οποία έκανε. Λύσσαξε κυριολεκτικώς, βλέποντας τα τόσα έκτροπα, τις τόσες ακολασίες, τους τόσους αιχμαλωτισμούς. Αλλ’ ήρθε ο καιρός της αναχωρήσεως. Έβλεπες τότε τους στρατιώτες ντυμένους περίεργα, με   ιερατικά   ενδύματα  και πετραχήλια, άλλους με πολυτελή γυναικεία φορέματα, άλλους φορώντας χρυσά κι’ ασημένια κοσμήματα, άλλους μεταφέροντας πολύτιμα αντικείμενα   των   εκκλησιών,   μέσα στα πλοία, με άπειρες γυναίκες και παιδιά, που οδηγούσαν στην αιχμαλωσία και την ατίμωση. Δεν έμεινε σχεδόν τίποτε στην Κωνσταντινούπολη, και καθένας μπορούσε να πάρει οτιδήποτε. Ο στόλος μετέφερε στα λιμάνια  της  Ανατολής,   όλο  εκείνο το φορτίο, πραγμάτων και προσώπων για να πουληθεί ή κρατηθεί από τους κατόχους. Πόσοι ήσαν οι αιχμάλωτοι δεν είναι δυνατό να καθαρισθεί ακριβώς.
Ο Βάρβαρος, σημειώνει στο Ημερολόγιο του πως οι αιχμάλωτοι, επίσημοι κι’ ανεπίσημοι ανέβηκαν συνολικά σε 60.000 ίσοι σχεδόν ήσαν οι κάτοικοι της πόλεως, έξω από κείνους που σκοτώθηκαν ή δραπέτευσαν. Τα δε λάφυρα ανήλθαν σε 300.000 δουκάτα, εξόν από κείνα που χάθηκαν ή κρύφτηκαν στη γη ώστε, αν πιστέψουμε στο Βάρβαρο, όλοι οι κάτοικοι σχεδόν αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στις αγορές των δούλων της Ανατολής. Η ιδέα αυτή φαίνεται πως είναι αληθινή. Είναι γνωστό πως μετά την άλωση, η Κωνσταντινούπολη έμεινε για καιρό έρημη. Εξαιρούμε εκείνους που αγοράστηκαν από το Σουλτάνο, οι οποίοι σχετικά ήσαν λίγοι. Ο αστικός και εργατικός πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως σχεδόν εξαφανίστηκε, όσος ήταν αδύνατο να εξαγορασθεί. Από τους άλλους τα μεν κορίτσια και τα παιδιά πουλήθηκαν στην Ανατολή και γέμισαν τα χαρέμια των Τούρκων, οι δε άνδρες εξοντώθηκαν από τις κακουχίες ή πέθαναν στα χωράφια των Τούρκων, ως δουλοπάροικοι. Αυτός υπήρξε ο απολογισμός της αλώσεως από απόψεως αιχμαλωτισμού.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν πια τουρκική. Η αρχαία λαμπρή πρωτεύουσα του Μεγάλου Κωνσταντίνου άνηκε στο Μωάμεθ το Β’, το μεγαλοφυή και δαιμόνιο, αλλά βάρβαρο κατακτητή, που κατόρθωσε να πάρει την πρωτεύουσα και να κλείσει ιστορικό βίο ένδεκα αιώνων. Το Οθωμανικό κράτος με την άλωση, εδραιώθηκε πια οριστικά στην Ευρώπη και μέχρι σήμερα κατέχει τα εδάφη της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν έχασε την Αίγυπτο, τα Νησιά, και τη Βαλκανική, όμως παραμένει στην Μικρά Ασία και σε άλλα μέρη. Η δε πολιτική, την οποία εφάρμοσε ο Μωάμεθ ο Β’ στους λαούς που κατέκτησε, η κάπως ανεξίθρησκη κι’ ανεκτική από άποψη συμφέροντος, επέτρεψε σε αυτούς την μελλοντική αναγέννηση. Με τα προνόμια, που χορήγησε σε αυτούς κι’ ιδίως στον Πατριάρχη των Ελλήνων, είχε ενεργήσει σχεδόν σαν φιλέλληνας, χωρίς να το εννοήσει. Κράτος θρησκευτικό, το Οθωμανικό, που μέσα στη Θρησκεία ενυπάρχει κι’ η πολιτική, είχε δώσει στους Έλληνες μαζί με την εκκλησιαστική ανεξαρτησία και τη δύναμη της πολιτικής αναγεννήσεως, να δημιουργήσουν και πάλι νέο ιστορικό βίο. Ο Πατριάρχης έγινε, καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, ο εθνάρχης του ελληνικού Γένους. Το Βυζαντινό κράτος συντρίβεται. Ο λαός μένει όρθιος διά της εκκλησίας.
(Φάνης Μιχαλόπουλος. «Κιβωτός», Τα ιστορικά της Αλώσεως )

Η τελευταία ημέρας της πολιορκίας της Πόλης

undefined

Τοιχογραφία της τελευταίας ημέρας της πολιορκίας της Πόλης μπροστά από τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο Μωάμεθ ο Β' Ο ''Πορθητής'' παρακολουθεί τη μάχη…. Οι δύο πύργοι πού προστατεύουν τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού με το ''Περιτείχιον'', έχουν καταληφθεί από τους Τούρκους που έχουν ήδη μπήξει επάνω τις εχθρικές σημαίες (φλάμπουρα). Μια σκισμένη ελληνική σημαία με το δικέφαλο αετό κρέμεται ακόμα από το δεξιό πύργο (βαμμένη κίτρινη και όχι κόκκινη όπως ήσαν οι κρατικές βυζαντινές σημαίες με το δικέφαλο, αλλά σκόπιμα κίτρινη από το τούρκο τοιχογράφο ώστε να θιγεί η Ορθοδοξία)...Εν μέσω αυτού του δράματος κεντρικός πρωταγωνιστής η παραδομένη στις φλόγες πύλη του Ρωμανού.

Ιστορικά ο Μεχμέτ (Μωάμεθ ο Β') δεν εισήλθε από τη πύλη του Ρωμανού στην αλωμένη Πόλη, αλλά από τη Πύλη του Χαρίσιου μερικά μέτρα πιο πάνω, γιατί αυτή ήταν ελεύθερη από πτώματα και γκρεμισμένα κτίσματα. Μπήκε στη Πόλη (με μεγάλο φόβο και δέος, μην πιστεύοντας ακόμα ότι πράγματι την είχε αλώσει!).
Ήταν επτά το πρωί της 29ης Μαΐου 1453...


Κυριακή του Τυφλού

Κυριακή του Τυφλού
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής,
η απόδοσή του στην νεοελληνική.

***
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο
Κεφ. 9, χωρίο 1 έως 38
Η θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ

Θ´.1 Τῷ καιρῷ ἐκείνω, παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.

13 ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.



17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.

29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο πού είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς, ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ' αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου πού με έστειλε, ως πού ακόμη είναι ήμερα, έρχεται νύχτα, οπού κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως είμαι του κόσμου. Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε, πήγαινε να νίφτεις στη δεξαμενή του Σιλωάμ, πού στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος». Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας. Οι γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι πού τον έβλεπαν και ήξεραν πώς πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι πού καθόταν και ζητιάνευε; Άλλοι έλεγαν πώς αυτός είναι- άλλοι πώς κάποιος όμοιος του, εκείνος έλεγε πώς εγώ είμαι, του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε, ένας άνθρωπος πού λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε, πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου, πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου. Του είπαν που είναι εκείνος; Λέγει, δεν ξέρω. Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του, και αυτός τους είπε, έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους, αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου. Άλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους. Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τί λες γι' αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πώς είναι προφήτης. Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι' αυτόν πώς ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι πού φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους, αυτός είναι ο γιος σας, πού λέτε πώς γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πώς αυτός είναι ο γιος μας και πώς γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε ή ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε, ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε, ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του. Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή εφοβούντο τους Ιουδαίους γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει τον Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι' αυτό οι γονείς του είπαν πώς ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο πού ήταν τυφλός και του είπαν, Να δοξάζεις το Θεό, εμείς ξέρουμε πώς αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Εκείνος απάντησε και είπε. Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω, ένα ξέρω, πώς πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι, και τί σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε, λίγο πριν σας είπα και δεν ακούσατε; τί πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθηταί του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς είμαστε μαθηταί του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πώς, Θεός μίλησε στον Μωυσή, γι' αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από που είναι. Ο άνθρωπος απάντησε και είπε, εσείς δεν ξέρετε από που είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πώς ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους πού τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε πού κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πώς άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου πού γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από τον Θεό. Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πώς τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε, συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε, Και ποιος είναι Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε, και τον είδες και αυτός πού σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός, πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε.

29 Μαΐου Συναξαριστής

Κυριακή του Τυφλοῦ, Θεοδοσίας Παρθενομάρτυρος, Κυρίλλου Μάρτυρα, Ὀλβιανοῦ Ἱερομάρτυρα καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρός καὶ τῆς συζύγου αὐτοῦ τῶν μαρτύρων, Ρεστιτούτου Μάρτυρος, Ἀλεξάνδρου Πατριάρχου, Μαξιμίνου Ἐπισκόπου, Σισιννίου Ἱερομάρτυρα και τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτυρίου καὶ Ἀλεξάνδρου, Μαξίμου Ἐπισκόπου, Ἱερεμίου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Θεοδοσίας Ὁσιομάρτυρος, τῶν Ὁσίων Βότου, Φήλικος καὶ Ἰωάννου τῶν Ἐρημιτῶν, Ἐθελμπέρτου βασιλέως, Ὑπομονῆς Ὁσίας, Ἀνδρέου Νεομάρτυρος, Ἰωάννου τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, Ἰωάννου Νάννου του νεομάρτυρος, Εὐθυμίου Ἱερομάρτυρος, Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου, Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου «Ἐγγύηση τῶν Ἁμαρτωλῶν»




Κυριακή του Τυφλοῦ
 
  Τὸ εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς του Τυφλοῦ, ἀποτελεῖ μία ἀδιάψευστη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο τέλειος ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός.

Ὅπως διαβάζουμε στὸ Κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιον (κεφ. θ, 1 – 38), ὁ Χριστός, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, συναντάει ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Ὁ Κύριος, ἔκανε πυλό, ἀφοῦ ἔφτυσε στὸ χῶμα, τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ τὸν ἔστειλε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.
Ὁ τρόπος αὐτὸς θεραπείας, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πλάθει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα, τώρα ὁ Χριστός, πλάθει τὰ μάτια τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ πάλι ἀπὸ χῶμα.
Ὁ ἴδιος Θεός! Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν στέλνει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ζητάει τὴ δική του ἑκούσια καὶ ἐλεύθερη συμμετοχή του στὸ θαῦμα. Ὁ τυφλὸς ὅμως μὲ πίστη, ὑπακούει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει καὶ πλένεται καὶ ἐπιστρέφει βλέποντας.
 Ὅμως, ἡ ζωὴ τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, δὲ ἔγινε εὐκολότερη. Γίνεται στόχος τῆς κακίας καὶ τοῦ μίσους τῶν Φαρισαίων, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ μὲ ζῆλο πίστευαν στὸ Θεὸ καὶ στὴν τήρηση τοῦ Νόμου Του.

Ἀνακρίνουν τὸν τυφλὸ καὶ ἀντὶ νὰ πιστέψουν καὶ ἐκεῖνοι βλέποντας ζωντανὸ τὸ θαῦμα μπροστά τους, κλείνουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους. Ὁ θρησκευτικὸς φανατισμός τους, ὄχι μόνο τοὺς κλείνει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ ἐξαφανίζει ἀπὸ τὴν ψυχή τους τὴ διάκριση ἀλλὰ τοὺς ἀπομακρύνει τελικὰ καὶ ἀπὸ τὸ Θεό.

Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸ παιδί τους ποὺ γεννήθηκε τυφλό, γιὰ νὰ μὴν γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Τόση ἦταν ἡ πίστη τους καὶ ἡ χαρά τους ποὺ ἀπέκρυψαν ἀποφεύγοντας μὲ μαεστρία νὰ ὁμολογήσουν ἕνα ἀληθινὸ γεγονός.
«Ἔχει ἡλικία αὐτὸν νὰ ρωτήσετε»! Ἴσως ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς χάλασε τὰ σχέδια, ἀφοῦ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς γιός τους ζητιάνευε. Ἴσως τοὺς χάλασε τὴν ἡσυχία τους ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ παρουσιαστοῦν στὴ συναγωγὴ καὶ νὰ ἀνακριθοῦν μὲ τὸν κίνδυνο νὰ γίνουν ἀποσυνάγωγοι.
Καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ποὺ εὐεργετούμαστε καθημερινὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ντρεπόμαστε ἢ φοβόμαστε νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μας. Βάζουμε τὰ συμφέροντά μας πάνω ἀπὸ τὸ Θεό, πιστεύοντας ἐνδόμυχα πὼς Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει!
Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει ἀλλὰ θὰ δεῖ καὶ τὴν πίστη μας καὶ τὶς προτεραιότητες ποὺ ἔχουμε βάλλει στὴ ζωή μας. Θὰ δεῖ ποιοὺς θεοὺς ἔχουμε βάλλει στὴ θέση Του καὶ μὲ τὸ δικό του τρόπο δὲ θὰ πάψει νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς Ἐκεῖνος εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου.

Ὁ τυφλός, τελικὰ δὲ θεράπευσε μόνο τὰ μάτια τοῦ σώματός του ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς του. Ἀναγνωρίζει καὶ προσκυνεῖ τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲ διστάζει νὰ τὸ ὁμολογήσει στοὺς θρησκευτικοὺς ἄρχοντες μὲ θάρρος ποὺ θὰ τὸ ζήλευαν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς.
Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ πίστη, χρειάζεται καὶ ἡ ὁμολογία πίστεως γιὰ νὰ γίνουμε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ μᾶς ὁμολογήσει καὶ Ἐκεῖνος μπροστὰ στὸν Πατέρα Του, μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’.
Τὸν συνάναρχον Λόγον Πατρὶ καὶ Πνεύματι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα εἰς σωτηρία ἡμῶν, ἀνυμνήσωμεν πιστοὶ καὶ προσκυνήσωμεν· ὅτι ηὐδόκησε σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, καὶ θάνατον ὑπομεῖναι, καὶ ἐγεῖραι τοὺς τεθνεῶτας, ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναστάσει αὐτοῦ.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον.

Μεγαλυνάριον.
Ἤνοιξας Σωτήρ μου τοὺς ὀφθαλμούς, τοῦ τυφλοῦ ἐκ μήτρας, ὡς φιλάνθρωπος πλαστουργός, τοῦ πηλοῦ τῇ χρήσει, καὶ Σιλωὰμ τῇ νίψει· διό σε ὡμολόγει, Θεὸν καὶ Κύριον.




Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Παρθενομάρτυρας
 

Ἡ Ἁγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ζῆλο της ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτὴ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καὶ ἑλκύοντας πολλὲς ἀπὸ αὐτές.
Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, βρισκόμενη στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καὶ δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα Οὐρβανοῦ. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρὸς βασανισμὸς αὐτῆς.
Τῆς κόπηκαν οἱ μαστοὶ καὶ τῆς καταξεσκίσθηκαν τὰ πλευρά, ἡμιθανὴς δέ, πιεζόταν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Θεοδοσία, μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, δήλωσε καὶ πάλι ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπὸ ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νὰ ριχθεῖ στὴ θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία
πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.




Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκ Καισαρείας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κύριλλος ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας. Βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ὅταν ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ τὸν ἀποκλήρωσε.
Ὁ Ἅγιος συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ τὸν δελεάσει, τὸν ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν πατέρα του καὶ ὑποσχέθηκε τὴν ἀποκατάστασή του. Τότε ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Χαίρω, διότι ὑπομένω γιὰ τὸν Χριστό.
Ἀρνοῦμαι κάθε γήινη χαρὰ καὶ ὑλικὸ ἀγαθό, ἀφοῦ μπορῶ νὰ εἶμαι χαρούμενος καὶ πλούσιος στὸν οὐρανό, διότι θὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Δὲν φοβᾶμαι τὸ θάνατο, γιατὶ ὑπάρχει ἡ αἰώνια ζωή».
Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ταράχθηκε, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ σκοτώσει ἕνα τόσο νέο ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ ἐκφοβισμούς. Ἄναψαν μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ ἀπείλησαν ὅτι θὰ τὸν ρίξουν στὶς φλόγες, γιὰ νὰ καεῖ. Ὁ Ἅγιος τοὺς παρακαλοῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ φθάσει κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 251 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.




Ὁ Ἅγιος Ὀλβιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ὀλβιανοῦ. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀναίας ἢ Ἀνέου καὶ συνελήφθη γιὰ τὴν ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως δράση του.
Ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Σέξτου Αἰλιανοῦ, διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ τοὺς μαθητές του, νεωκόρους τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, Ἀγριππίνου καὶ Κλημεντίου. Ὁ Ἅγιος ὅμως, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, , καθὼς κατακάηκε μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ στὰ σπλάχνα καὶ στὰ νῶτα.
Ἐμμένοντας καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὴ Χριστιανικὴ πίστη του, ὁδηγήθηκε πρὸς τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν κάψουν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του.




Ὁ Ἅγιος Ἄνδρας καὶ ἡ Σύζυγος αὐτοῦ οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν, ἀφοῦ συνετρίβησαν διὰ ξύλων τὰ ὀστά τους.




Ὁ Ἅγιος Ρεστιτοῦτος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρεστιτοῦτος μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.).





Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀχιλλᾶ καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸς πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ καὶ διαδόχου αὐτοῦ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας.
Στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ἀνῆλθε τὸ 313 μ.Χ. καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση, τὴν πραότητα τοῦ χαρακτῆρος καὶ τὶς λοιπὲς ἀρετές του.  Ὅταν τὸ 319 μ.Χ. ὁ Ἄρειος δίδαξε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν αἵρεσή του, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος προσπάθησε πατρικὰ νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν διαδίδει τὶς πλανεμένες του δοξασίες, πλὴν ὅμως ὁ Ἄρειος, συνεπικουρούμενος καὶ ἀπὸ ἄλλους ὁμόφρονές του, ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑποστηρίζει αὐτὲς μὲ τὰ δαιμονικὰ σοφίσματά του.
Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ κλήθηκε δύο φορὲς σὲ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ κλήρου τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ δὲν συμμορφώθηκε, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκηρύχθηκε ὡς ἀσεβὴς καὶ βλάσφημος.
Παρακάθισε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, παρὰ τὸ γήρας του, στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τὸν Ἄρειο διὰ τῶν λόγων του, ὑπέγραψε μὲ τοὺς ἄλλους Πατέρες τὴν καταδίκη αὐτοῦ.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐξακολούθησε νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τὸ 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου καὶ θεοφιλοῦς ποιμαντορίας δεκατριῶν ἐτῶν καὶ ἀφοῦ ἐπέβαλε ὡς διάδοχό του τὸν μαθητὴ καὶ συμμαχητή του, Μέγα Ἀθανάσιο (τιμᾶται 18 Ἰανουαρίου).




Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Τρεβήρων

Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σίλλυ κοντὰ στὴν πόλη Πουατιὲ τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Τὸ 332 μ.Χ. ἔγινε Ἐπίσκοπος Τρεβήρων καὶ ἀναδείχθηκε πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ὑποδέχθηκε καὶ περιέθαλψε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τὸ 343 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν Πάπα Ἰούλιο Α’ καὶ τὸν Κορδούης Ὅσιο καὶ ὑποστήριξε μὲ ζῆλο τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Ἅγιος πρέπει νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, ἀφοῦ τὸ 347 μ.Χ. τὸν εἶχε διαδεχθεῖ ὁ Παυλίνος.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 352 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος τὸν περιγράφει ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ θαρραλέους Ἐπισκόπους τοῦ καιροῦ του.




Ὁ Ἅγιος Σισίννιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτὸν Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σισίννιος ὁ διάκονος, Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος, μαρτύρησαν τὸ 397 μ.Χ., στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Περὶ τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος.





Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ἐπίσκοπος Βερόνας

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Βερόνας τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.




Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ὁ Δαμασκηνός

Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ἔχει καταταγεῖ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.




Οἱ Ὅσιοι Βότος, Φήλικας καὶ Ἰωάννης οἱ Ἐρημίτες

Οἱ Ὅσιοι Ἰωάννης, Βότος καὶ Φήλικας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰσπανία καὶ ἔζησαν τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Βότος καὶ ὁ Φήλικας ἦταν ἀδελφοὶ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ἀναζητοῦσαν ἕνα ἐρημητήριο, γιὰ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή.
Τότε συνάντησαν σὲ ἕνα σπήλαιο τοῦ ὄρους τῶν Πυρηναίων τὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Ἔμειναν μαζί του καὶ ἐκεῖνος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή τους. Κοιμήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 750 μ.Χ.




Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ὁ βασιλεύς

Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν εὐσεβέστατος βασιλέας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Πολὺ νέος διαδέχθηκε τὸν πατέρα του στὸν θρόνο καὶ βασίλευσε ἐπὶ σαράντα τέσσερα ἔτη. Διακήρυττε ὅτι, ὅσο ὑψηλότερα βρίσκεται κάποιος, τόσο ταπεινότερος πρέπει νὰ εἶναι, καὶ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ἐφάρμοζε ὡς κανόνα καὶ τρόπο βίου.
Ἐπιθυμώντας νὰ ἐξασφαλίσει διαδοχή, ζήτησε νὰ νυμφευθεῖ τὴν Ἀλφρέδα, θυγατέρα τοῦ βασιλέα τῆς Μερσία, Ὄφφα. Φιλοξενήθηκε λίγες ἡμέρες στὴν αὐλὴ τοῦ μέλλοντος πεθεροῦ του, δολοφονήθηκε ὅμως τὸ 794 μ.Χ., πρὶν τὸ γάμο, ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς βασίλισσας, ἡ ὁποία φιλοδοξοῦσε νὰ προσαρτήσει τὸ βασίλειό του στὸ δικό τους.
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἐνταφιάσθηκε σὲ ἄγνωστο τόπο, ὁ τάφος του ὅμως ἀποκαλύφθηκε διὰ οὐρανίου φωτός.




Ἡ Ὁσία Ὑπομονή

Ἡ Ὁσία Ὑπομονὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν ἡ «Ἑλένη ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὴ Αὐγούστα…» καὶ αὐτοκρατόρισσα Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα. Ἦταν ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1391-1425 μ.Χ.) καὶ μητέρα δύο, στὴ συνέχεια, αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η’ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ’ Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ ἡρωικοῦ ἐθνομάρτυρος αὐτοκράτορα.
Ὁ ἱστορικὸς Χρυσολωρᾶς γράφει γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ τὴ σύζυγό του Ἑλένη, τὴν μετέπειτα Ὁσία Ὑπομονή: τοὺς διέκρινε «ὁσιότης μὲν εἰς Θεόν, δικαιοσύνη δὲ πρὸς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ πλέον κατοικοῦσε μέσα τους ὁ ἔρως πρὸς τὸν Χριστόν».
Ἦταν ἕνα ζεῦγος, ποὺ ἐνῶ περνοῦσε ἀπὸ συνεχεῖς φοβερὲς ἐξωτερικὲς φουρτοῦνες, ὅμως μεταξύ του εἶχε συνευδοκία, δηλαδὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλοκατανόηση. Ἦταν «ἁγία Δέσποινα» (=ἁγία ἀρχόντισσα), κατὰ τὸν ἱστορικὸ Γεώργιο Φραντζῆ, «καλὴ κἀγαθὴ ψυχή», κατὰ τὸν Πλήθωνα.
Ἦταν στήριγμα τοῦ συζύγου της, διότι εἶχε μεγάλη πίστη καὶ μεγάλη ὑπομονή. Τοὺς υἱούς της τοὺς ἀνέτρεφε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ὥστε νὰ εἶναι πάντοτε μονιασμένοι καὶ στὴν καρδιά τους νὰ βασιλεύει ἡ πίστη καὶ κάθε ἀρετή.
Ἀπὸ αὐτοὺς δύο ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας, ὁ Κωνσταντίνος ὁ ΙΑ’, ἔγινε θρύλος καὶ ἔμπνευση στὸ Ἑλληνικὸ Γένος. Τὰ ἄλλα τέσσερα ἔγιναν ἡγεμόνες στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ τρεῖς ἔγιναν στὸ τέλος μοναχοί. Οἱ δύο θυγατέρες της σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀπεβίωσαν.
Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἡ Ἁγία ἔγινε μοναχὴ σὲ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Μετὰ εἴκοσι πέντε χρόνια μοναχικῆς ζωῆς κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ γνωστὸς λόγιος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Γεώργιος Γεμιστός ἢ Πλήθων γράφει γι’ αὐτὴν ὅτι διέθετε «σύνεσιν καὶ τελείαν σοφρωσύνην» σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητος ποὺ λίγες μοναχὲς τὴν ἔφθαναν.
Καὶ πρὶν γίνει μοναχὴ ἀναφέρει ἕνας ἄλλος σύγχρονός της ἦταν τὸ καύχημα γιὰ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της, ἀλλὰ καὶ καύχημα γιὰ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πλήθων γράφει ἀκόμα ὅτι: «Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεῖ κανεὶς ὅμοια μ’ αὐτὴν γυναίκα, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια ἀξιώματα, οὔτε ἄλλη μὲ τόσα χαρίσματα καὶ τόσες ἐνάρετες πράξεις».




Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀργέντης ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀνδρέας ὁ Ἀργέντης καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1465, συγκαταλεγόμενος ἔτσι μεταξὺ τῶν πρώτων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποίοι θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως.




Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν σαλός

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὸ χωριὸ Πούκχοβο στὴ περιοχὴ τοῦ Οὔστγιουγκ ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Σάββα καὶ τὴ Μαρία. ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας.
Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε τίποτα, παρὰ μόνο λίγο ψωμί καὶ ἔπινε λίγο νερό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὀρλέτσκ καὶ ἔγινε μοναχή. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἄρχισε τὴν ἄσκηση μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ σαλότητα καὶ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ζώντας σὲ μία καλύβα τοῦ Οὔστγιουγκ.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1494 καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.




Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νάννος ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἢ Νάννος συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν Βίων τῶν Ἁγίων καὶ Μαρτύρων καὶ κυριευμένος ἀπὸ ἐνθουσιασμό, ποὺ ἐνισχυόταν ἀπὸ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, θέλησε νὰ εἰσέλθει καὶ αὐτὸς στὸ χορὸ τῶν Μαρτύρων.
Ὁ μόνος τρόπος γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του ἦταν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ κατόπιν νὰ ἀποπλύνει τὴν ἄρνησή του μὲ τὶ αἷμα του, καθιστώντας μὲ αὐτὸ τὸν ἰδιότυπο τρόπο τὸν ἑαυτό του ἐξ ἀρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.
Ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἰωάννης, καταγόταν ἀπὸ τὸ Γυναικόκαστρο, χωριὸ ποὺ βρίσκεται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐνῶ ἡ μητέρα του Θωμαΐδα ἀπὸ τὸ χωριὸ Κολόβι, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Πολύγυρο τῆς Χαλκιδικῆς.
Καὶ οἱ δύο ὅμως ζοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου νυμφεύθηκαν καὶ ἔφεραν στὸν κόσμο τὰ δυό τους παιδιὰ, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι γεννήθηκε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου· γιὰ νὰ διακρίνεται ὅμως ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν φώναζαν Νάννο.
Ὁ πατέρας τοῦ Νάννου λοιπὸν ἦταν ὑποδηματοποιός. Πρὸς ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Σμύρνη. Ὅταν ἀργότερα οἱ δύο υἱοί του μεγάλωσαν, τοὺς πῆρε κοντά του καὶ τοὺς ἔμαθε τὴν τέχνη του.
Στὴ Σμύρνη ο νεαρὸς καὶ εὐσεβὴς Ἰωάννης περνοῦσε τὶς ἡμέρες του ἐργαζόμενος, ἐνῶ τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν ἀφιέρωνε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, στὴν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ Βίων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνάψει μέσα στὴν καρδιά του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου.
Παρακινούμενος ἀπὸ αὐτή του τὴν ἐπιθυμία προσποιήθηκε ὅτι θέλει νὰ προσέλθει στὸ Μωαμεθανισμό, ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὸ μαρτύριο. Ἔτσι, ἐντελῶς ξαφνικά, στὶς 3 Μαΐου τοῦ 1802, χωρὶς νὰ φανερώσει τίποτε σὲ κανέναν καὶ ἐνῶ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του σὲ κάποια δουλειά, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τῶν Τούρκων καὶ δήλωσε ὅτι θέλει νὰ προσχωρήσει στὴ θρησκεία τους.
Ὁ πατέρας του, ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ υἱοῦ του καὶ φοβούμενος μήπως τοῦ συνέβη κάποιο κακό, ἄρχισε νὰ τὸν ἀναζητᾶ μαζὶ μὲ μερικοὺς συγγενεῖς του, ὁπότε καὶ πληροφορήθηκαν τὴν ἐξωμοσία του. Ἔσπευσαν τότε ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν εὕρουν, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν τὸν λόγο ποὺ τὸν ὁδήγησε σ’ αὐτὴν τὴν πράξη καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν μεταπείσουν.
Δυστυχῶς ὅμως μάταια κόπιασαν, διότι οὔτε κἄν μπόρεσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, ἀφοῦ οἱ Τούρκοι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν, μόλις τοὺς εἶδαν, τοὺς ἀπομάκρυναν βίαια ἀπὸ κοντά του. Ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν προσηλωμένη στὸ μαρτύριο, θεωρώντας τὴν ἄρνηση ὡς τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του, προσπάθησε ἐπανειλημμένα νὰ γνωστοποιήσει τὴν πρόθεσή του στοὺς συγγενεῖς του, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταφέρει, ἀφοῦ αὐτοὶ τὸν ἀπέφευγαν πλέον ὡς ἀρνησίθρησκο. Ὅταν τέλος, μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες, ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του καὶ κατάλαβε ὅτι σκόπευε νὰ μαρτυρήσει, τοῦ ἔστειλε μήνυμα πὼς ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει στὸ ἔργο του.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, στὶς 25 Μαΐου καὶ ἡμέρα Κυριακή, ἐνδύθηκε μὲ χριστιανικὰ ἐνδύματα, φόρεσε στὸ κεφάλι του τὸ τούρκικο κάλυμμα καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο τῶν Τούρκων, γιὰ νὰ ὁμολογήσει  πλέον αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ Χριστιανική του ἰδιότητα καὶ ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Ἰωάννης καὶ ὄχι Μεχμέτ.
Οἱ Τούρκοι ἔμειναν ἔκπληκτοι  ἀπὸ τὶς δηλώσεις του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν. Τοῦ παρουσίασαν μάλιστα γιὰ νὰ τὸν δελεάσουν μία πολύτιμη στολὴ καὶ πολλὰ χρήματα, ποὺ θὰ γίνονταν δικά του, ἐάν ὁμολογοῦσε τὸν Μωάμεθ ὡς Θεό.
Ἔφθασαν δὲ στὸ σημεῖο νὰ τοῦ προτείνουν νὰ δηλώσει ἐνώπιόν τους πὼς παραμένει Τοῦρκος καὶ κατόπιν ἦταν ἐλεύθερος νὰ φύγει καὶ νὰ πάει ὅπου θέλει πιστεύοντας ὁ,τιδήποτε ἤθελε. Γι’ αὐτοὺς ἀρκοῦσε μόνο νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ δικαστήριο ὡς Μεχμέτης καὶ ὄχι ὡς Ἰωάννης.
Παρ’ ὅλες ὅμως τὶς ἑλκυστικὲς προτάσεις ποὺ τοῦ ἔκαναν, δὲν κατάφεραν νὰ κλονίσουν τὸ γενναῖο του φρόνημα καὶ νὰ τὸν παρασύρουν στὴ γνώμη τους.
Κάποιος Τοῦρκος ἀγᾶς, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰωάννης θὰ παρέμενε Τοῦρκος εἴτε τὸ ἤθελε, εἴτε ὄχι· πρότεινε λοιπὸν νὰ τὸν στείλουν στὸ Ἀλγέρι μ’ ἕνα πλοῖο, τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖτο μόνο ἀπὸ Τούρκους.
Ὁ Ἰωάννης, ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ καὶ φοβούμενος μήπως ματαιωθεῖ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ μαρτύριο ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε, προφασίσθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ δοθοῦν δύο ἡμέρες διορία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ τὶς προτάσεις τους.
Οἱ Τούρκοι, πιστεύωντας πὼς τελικὰ θὰ ὑποχωροῦσε ὁ Ἰωάννης, τοῦ παραχώρησαν τὴν διορία ποὺ τοὺς ζήτησε γιὰ νὰ ἀποφασίσει, χωρὶς ὅμως νὰ σκεφθοῦν ὅτι ἕτσι θὰ ἔχαναν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸ πλοῖο στὸ Ἀλγέρι.
Μετὰ τὸ τέλος τῆς δεύτερης ἡμέρας τὸν κάλεσαν νὰ παρουσιασθεῖ στὴ συνέλευσή τους, γιὰ νὰ δώσει τὴν τελικὴ ἀπάντηση. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβαιωθεῖ νωρίτερα γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου, δήλωσε πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε μετανοιώσει, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦσε τῶρα ἀκόμα περισσότερο τὸ μαρτύριο. Μὴ ἔχοντας πλέον ἄλλη ἐκλογὴ οἱ Τούρκοι, ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν.
Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὸ θέλησαν νὰ ἐπιχειρήσουν ἄλλη μία φορὰ νὰ τὸν μεταπείσουν. Γι’ αυτὸ κάλεσαν τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ φοβόταν, ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ, λέγοντας πὼς δὲν εἶχε πλέον καμία σχέση μαζί του.
Ἔτσι, στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1802 καὶ ἡμέρα Πέμπτη, ὁ Ἰωάννης ὁδηγήθηκε στὸ Σοὰν Παζάρι, τόπο τῶν θανατικῶν ἐκτελέσεων. Πλῆθος λαοῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ μαρτύριό του, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Τοῦρκοι, Φράγκοι καὶ Ἀρμένιοι, ποὺ ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ γενναιότητα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρος.
Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του πολλοὶ Χριστιανοὶ προσπάθησαν νὰ ἐξαγοράσουν κάτι δικό του, γιὰ νὰ τὸ ἔχουν ὡς φυλακτό. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ Τοῦρκοι συγκέντρωσαν πάνω ἀπὸ 3.000 γρόσια· ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ θέλουν νὰ ἀκρωτηριάσουν τὸν Μάρτυρα, γιὰ νὰ κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Μόσχα, ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ κατατεμάχιση τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Νεομάρτυρος, ἐπιχείρησε νὰ τὸ ἐξαγοράσει, πράγμα ποὺ κατόρθωσε δωροδοκώντας τὸν κριτή, ποὺ ἦταν φίλος του, καὶ τὸν ἔπαρχο, καὶ ἔτσι τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ παραλάβει τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.




Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ζήλων

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος, κατὰ κόσμον Εὐστράτιος Ἀγρίτης ἢ Ἀγριτέλλης, γεννήθηκε στὶς 6 Ἰουλίου 1876 στὰ Παράκουλα τῆς Λέσβου. Σὲ ἡλικία μόλις ἐννέα ἐτῶν, ὁ Εὐστράτιος εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ Λειμῶνος, ὅπου ὁ ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Γεωργιέλλης, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.
Τὸ 1889 γράφεται στὴ Λειμωνιάδα Σχολὴ καὶ γιὰ ἕνδεκα χρόνια παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα καὶ τὴ χριστομάθεια τοῦ ὑποδειγματικοῦ αὐτοῦ ἀρρεναγωγείου. Τὸ 1892 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴ Σχολὴ παίρνοντας τὸ ἀπολυτήριο μὲ ἄριστα, πράγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγγραφεῖ τὸ 1900 στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς Λειμῶνος.
Τὸ 1906 χειροτονεῖται διάκονος στὴ μονὴ Χάλκου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γρεβενῶν Ἀγαθάγγελο καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὑποβάλλει στὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου του διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα: «Σκοπὸς τοῦ Μοναχικοῦ βίου στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.».
Ἀφοῦ παίρνει τὸ πτυχίο του μὲ ἄριστα, ἐπιστρέφει στὴ μονὴ Λειμῶνος στὴ Λέσβο καὶ διορίζεται ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ διακρίνεται γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα, τὸ πλούσιο περιεχόμενο τοῦ λόγου του καὶ ἐπισκέπτεται τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις τῆς ἐπαρχίας, εὐαγγελίζοντας τὸν Χριστό καὶ κηρύττοντας τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα. Τὸν ἴδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στὴ Σκόπελο, ὅπου καὶ παραμένει ἕνα ἔτος.
Τὸ 1910 χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης.
Τὸ 1911 χειροτονεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐπίσκοπος καὶ ἀναλαμβάνει νὰ διαποιμάνει τὴ Ἐπισκοπὴ Ζήλων. Ἀπὸ τὴν Ἀμισὸ (Σαμψούντα), ὅπου ἐγκαθίσταται, ἐπιδίδεται σὲ ἕναν εὐγενὴ καὶ σπάνιο ἀγώνα γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς, ἔχοντας στὴν εὐθύνη του 340 περίπου ἐνορίες καὶ 150.000 Ἕλληνες.
Τὸ 1913 ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος τοποθετεῖται στὴν ἐπαρχία Πάφρας. Σὲ διάρκεια δέκα ἐτῶν, σημειώνει λαμπρὴ πνευματικὴ τροχιὰ καὶ ἡγετικὴ πορεία, κτίζοντας στὴν Πάφρα καὶ σὲ πολλᾶ χωριὰ, σχολεῖα, ἀρρεναγωγεῖα καὶ παρθεναγωγεῖα καὶ ἐκκλησίες, φροντίζοντας γιὰ τὴν τοποθέτηση δασκάλων καὶ ἱερέων, ἀπαραίτητων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.
Τὸ 1914 πολλοὶ Παφρηνοί, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐθυμίου, ἀρνήθηκαν νὰ καταταγοῦν στὸν Τουρκικὸ στρατὸ καὶ βγῆκαν στὰ βουνὰ ὡς φυγόστρατοι, ὅπου ἀρχίζουν νὰ δημιουργοῦνται τὰ πρῶτα ἀντάρτικα τμήματα.
Φοβερὴ γενοκτονία ξεσπᾶ, ἰδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῆς Πάφρας καὶ Σαμψούντας, μεταβάλλοντας τὴν δράση τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθυμίου ἀπὸ προσπάθεια ἀναπτύξεως σὲ προσπάθεια περισσυλογῆς. Τὸ 1917 ἀναλαμβάνει ἡγετικὸ ρόλο σὲ ἔνοπλες ὁμάδες ἀνταρτῶν κατευθύνοντάς τις κατὰ τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἐνόπλων, ποὺ δροῦσαν ὡς ἔμμισθοι τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Ἑλλήνων.
Τὴν περίοδο 1914-1916 καὶ 1918-1919, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ἀνακωχῆς, παρότρυνε ὅλα τὰ σχολεῖα καὶ τὸν λαὸ τοῦ Πόντου νὰ παραστοῦν σύσσωμοι στὴν ἐτήσια τελετὴ τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς αὐτοκτονίας τῶν τριάντα καὶ πλέον νεαρῶν κοριτσιῶν τοῦ Ἀσὰρ τῆς Πάφρας. Ἡ τελετὴ αὐτὴ πραγματοποιεῖτο κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου, ὡς ἀνάμνηση τῆς αὐτοθυσίας τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἔπεσαν τὸ 1860 ἀπὸ τὸ κάστρο τοῦ Ἄλυ καὶ αὐτοκτόνησαν, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1917, μεγάλη δύναμη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ περικυκλώνει στὸ βουνὸ Νελτὲς τὴ μονὴ τῆς Παναγίας, τῆς Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα καὶ 60 ἔνοπλους ἀντάρτες. Μετὰ ἀπὸ ἑξαήμερη ἀντίσταση, οἱ περισσότεροι ἔγκλειστοι σκοτώνονται ἢ αὐτοκτονοῦν.
Τὸ 1919, σὲ ἀνταπόδοση τῶν προηγουμένων, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ὁ Εὐθύμιος συγκεντρώνει 12.000 ἀντάρτες ἔξω ἀπὸ τὴν κωμόπολη Τσασοὺρ μὲ γενικὸ ἀρχηγὸ τὸν Κυριάκο Παπαδόπουλο μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοσχερὴ καταστροφὴ τῆς πόλεως καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῶν Τούρκων ἐνόπλων.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ Τούρκοι καταζητοῦν τὸν Εὐθύμιο, θεωρώντας τὸν ἐπίσημο ἀρχηγὸ τῶν ἀνταρτῶν τοῦ Δυτικοῦ Πόντου.
Τὸ 1921, μὲ ἀπόφαση τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες, οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἀρχιμανδρίτες τοῦ Πόντου ὄφειλαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Πόντο καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς ἕδρες τους. Οἱ μόνοι ποὺ δὲν ὑπάκουσαν στὴν ἐντολὴ αὐτὴ ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης. Στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, οἱ Κεμαλικοὶ συλλαμβάνουν τὸν Εὐθύμιο, τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἀϊβαζίδη μαζὶ μὲ προύχοντες τῆς πόλης.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁδηγεῖται στὴν Ἀμάσεια, ὅπου καταδικάζεται σὲ θάνατο καὶ κλείνει στὶς φυλακὲς Σούγια τῆς Ἀμασείας, ποὺ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ τόπο κολάσεως ἀπὸ τὶς ὀδύνες καὶ τὸν πόνο τῶν βασανιστηρίων, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος ὑποκύπτει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πληγῶν του τὸ 1921 καὶ λαμβάνει τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Τὸ 1992 ὁ Εὐθύμιος κατατάσσεται στὴ χορεία τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ 1998 ἀνοικοδομεῖται παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ Λειμῶνος, στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μηθύμνης.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.




Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 11 Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.




Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἡ Ἐγγύηση τῶν Ἁμαρτωλῶν»

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε.
Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας.
Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».
Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 7 Μαρτίου

Για την Άλωση της Πόλης


Ο Άγ.Συμεών Θεσσαλονίκης

       «Πού είναι σήμερα ένας ζηλωτής της ευσε­βείας; Πού είναι ένας να ποθεί να κακοπαθήσει για την (ορθόδοξο) πίστι; Πού είναι ένας να βδε­λύσσεται τα έργα των απίστων; Δεν υπάρχει κα­νείς. Όλοι σχεδόν δείχνουν ζήλο για την ζωή των απίστων. Τις εναγείς πράξεις τους τις θεω­ρούν αγαθές, θαυμάζουν και ποθούν τον πλούτο, επαινούν και επιζητούν την πρόσκαιρη τρυφή που αποπνέει δυσωδία και εκπηγάζει σκώληκες. Και χάριν αυτής της τρυφής προδίδουν, αλλοί­μονο, και  τους Χριστιανούς στους απίστους και τα χριστιανικά πράγματα... Αλλά και πολλοί ανόητοι, με τον παραμικρό πειρασμό... γίνονται αποστάται και αρνηταί του Θεού και συναριθμούν οι ταλαίπωροι τους εαυτούς των με τους ασε­βείς... Ποιος να μη θρηνήσει γι' αυτά; Ποιος, έ­στω κι αν έκλαιγε σ' όλη του τη ζωή, θα πενθού­σε γι' αυτούς αρκετά; Γι' αυτούς που χάθηκαν, για τους υβριστάς του Θεού, γι' αυτούς που υπο­δουλώθηκαν στους δαίμονες για την πρόσκαιρη ζωή, για την φθαρτή ηδονή, για  την άθεη και ρυ­παρή ζωή;

Το Κούρσεμα της Πόλης ( Φώτη Κόντογλου)


ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
undefined
     Σαν πατήθηκε πειά η πόρτα του Ρωμανού και σκοτώθηκε ο βασιλιάς, οι Τούρκοι γιουργιάρανε μέσα στην Πόλη σαν τ’ αγριεμένο ξεροπόταμο που κατεβαίνει στενεμένο ανάμεσα στ’ αψηλά βράχια, ύστερ’ από νεροποντή. Δε μπαίνανε εκατό-εκατό, μηδέ διακόσιοι, μα χιλιάδα απάνω στη χιλιάδα. Τέτοια ήτανε η μανία τους μη δεν προφτάξουνε να κουρσέψουνε, που απ’ το στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους και πολλοί σκάσανε ποδοπατημένοι απ’ τους δικούς τους. Και σα μπαίνανε μέσα στο κάστρο, σκορπίζανε άλλος εδώ, άλλος εκεί, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας όποιον βρίσκανε μπροστά τους, είτε γυναίκα, είτε παιδί, είτε άντρα.
Το μεγάλο μακελειό βάσταξε απ’ την ανατολή του ηλίου ίσαμε το μεσημέρι. Πολλοί χριστιανοί κρυφτήκανε μέσα σε λαγούμια και σε σπηλιές κ’ ύστερα τους βρήκανε και τους σκλαβώσανε.
Φτάνοντας οι Τούρκοι στην πλατεία, ανεβήκανε στον πύργο και κατεβάσανε τη βυζαντινή σημαία και τη σημαία τ’ άγιου Μάρκου και ισάρανε στον τόπο τους το σαντάρδο του σουλτάνου. Τα κάστρα από τη μιαν άκρη ίσαμε την άλλη πέσανε στα χέρια του Τούρκου. Μονάχα οι Κρητικοί, που βρισκόντανε μέσα στους πύργους του Λέοντα και του Βασιλείου, βαστήξανε τον πόλεμο ίσαμε το μεσημέρι. Ο σουλτάν Μεμέτης σαν τάκουσε θαύμασε την παλληκαριά τους και τους άφησε να φύγουνε στην πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι είχανε απάνω τους.
Όπως είπα πρωτύτερα, πολύς κόσμος έτρεξε στη θάλασσα να γλυτώση, μα έπεσε μαζεμένος στα καράβια και πολλά βουλιάξανε και πνιγήκανε πολύς λαός. Οι πορτιέρηδες, βλέποντας τον κόσμο που ωρμούσε από τις πόρτες, θυμηθήκανε ένα παλιό ρητό πώλεγε πως η πόλη θα ξαναπαιρνότανε απ’ τα χέρια των Τούρκων αν γυρίζανε πίσω οι Χριστιανοί, κλειδώσανε τις πόρτες και ρίξανε τα κλειδιά έξω απ’ το κάστρο. Τότε δα φούντωσε η σφαγή, που δε μπορεί να τη χωρέση το μυαλό του άνθρωπου. Όσοι γλυτώσανε χάσανε τα φρένα τους και τρέχανε να κλειστούνε στην Άγια-Σοφιά. Κείνη την ώρα ήτανε πώχαν’ η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα. Θεέ μεγαλοδύναμε, απάνω σ’ αυτούς τους συμφοριασμένους έπεσε όλη η οργή σου! Μερμήγκια αμέτρητη πλημμύρισε την εκκλησιά, απάνω, κάτω, στο νάρθηκα, στ’ άγιο βήμα, σε κάθε μεριά. Σφαλίξανε τις πόρτες και παρακαλούσανε με μεγάλες φωνές το Θεό να τους λυπηθή. Οι κουμπέδες κ’ οι θεόρατες καμάρες αντιβουίζανε και ρίχνανε πιο πολλή τρομάρα στις καρδιές των κοριτσιών• τα μικρά παιδάκια ξεψυχούσανε απ’ το φόβο τους. Σε λίγο φτάξανε οι Τούρκοι και πιάσανε να βαράνε με τους μπαλτάδες τις πόρτες. Το κοπάδι, που ήτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερά σε κάθε τσεκουριά.
Ποια γλώσσα μπορεί να πη τι γίνηκε σαν μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, βαστώντας στα χέρια τους άλλοι ματωμένα μαχαίρια μια οργυιά μάκρος, άλλοι πελέκια ακονισμένα, άλλοι κοντάρια, π’ αστράφτανε οι σουβλερές μύτες τους. Η εκκλησιά πιτσιλίστηκε απ’ τα αίματα σε δυό μπόγια ύψος, πώλεγες πως ήτανε χασάπικο. Όσοι απομείνανε ζωντανοί είχανε τρελλαθή. Οι Τούρκοι δένανε τους άντρες με σκοινιά, τις γυναίκες με τις ζώνες τους. Έβλεπες αφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζί με τους υπηρέτες, κυράδες με τις δούλες, παπάδες με γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στο αίμα. Ο ένας μπροστά στον άλλον βιάζανε τις γυναίκες, ανάμεσα σε κουφάρια και σε λαβωμένους που μουγκρίζανε. Άλλοι πάλι από κείνα τ’ αγρίμια ξεγυμνώνανε την εκκλησιά. Μέσα σε μια ώρα απομείνανε μονάχα οι τοίχοι. Δεν αφήσανε μηδέ καντήλι, μηδέ δισκοπότηρο, μηδέ βαγγέλιο, μηδέ εικόνα, μηδέ ρούχα, τίποτα! Πως περνά η ακρίδα από ‘να καταπράσινο περιβόλι κ’ ύστερα, σαν κάνη φτερά, αφήνει χώμα μοναχό, έτσι απόμεινε κ’ η Άγια-Σοφιά ξεγυμνωμένη.
Το μαχαίρι κ’ η φωτιά βάσταξε τρία μερόνυχτα, όπως είχε ταμένο στους στρατιώτες του ο σουλτάνος. Η απέραντη Κωνσταντινούπολη αντιλαλούσε μέρα νύχτα. Τι αίμα και τι δάκρυα χυθήκανε! Χιλιάδες καρδιές χτυπούσανε, τέτοια συμφορά δε μπορεί να τη συλλογισθή άνθρωπος. Άλλοι σφαζόντανε πριν πάνε στα σπίτια τους, άλλοι καταφέρνανε να φτάξουνε στα δικά τους μα δε βρίσκανε τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. Αντρόγυνα χωριζόντουσαν, ο ένας Τούρκος έσερνε τον άντρα κι’ ο άλλος τη γυναίκα. Τα παιδιά τα ξεκολλούσανε απ’ το λαιμό της μάννας, τα κορίτσια τα σέρνανε απ’ τα μαλλιά μέσα στο δρόμο. Πεινασμένα σκυλιά πίνανε το αίμα π’ άχνιζε μέσα στα χαντάκια. Πειό πολλά ήτανε τα κομμένα κεφάλια, που κειτόντανε στο χώμα, παρά οι πέτρες της γης. Φρόνιμες νοικοκυράδες, που δεν τις είχε δη ο ήλιος, ατιμαζόντανε γυμνές μέσα στις πλατείες. Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι με βαρειά σεντούκια, που τους τάχανε φορτωμένα οι ζεμπέκηδες και τους δέρνανε σαν γαϊδούρια και τους τραβούσανε με το καπίστρι πούχανε περασμένο στο λαιμό τους. «Και ην ιδείν ορμαθούς εξερχόμενους απείρους ώσπερ αγέλας».
Στα καράβια δεν είχε απομείνει μηδέ ένας Τούρκος, γιατί ριχτήκανε στο πλιάτσικο. Με μεγάλη μανία γυρεύανε να βρούνε τα γυναικεία μοναστήρια, τα πατούσανε και κουβαλούσανε τις καλογρηές μέσα στα καράβια κ’ εκεί ο διάβολος πειά μπορεί να πη το τι γίνηκε. Πολλές γυναίκες, για να ξεφύγουνε την ατιμία, πέσανε και πνιγήκανε στη θάλασσα και στα πηγάδια.
Οι Τούρκοι είχανε τούτη τη συνήθεια, άμα μπαίνανε μέσα σ’ ένα σπίτι για να κουρσέψουνε, στήνανε μια σημαία απάνω στα κεραμίδια. Οι άλλοι Τούρκοι, βλέποντας τούτη τη σημαία, δε μπαίνανε ποτέ μέσα, μα τραβούσανε πάρα πέρα, ναβρούνε άλλο σπίτι λεύτερο. Ίσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε απάνω στην Πόλη, γιατί οι Τούρκοι βάζανε πολλές παντιέρες στο ίδιο σπίτι για να κάνουνε πανηγύρι.
Όλη τη μέρα σφάζανε. Τόσο μουσκεμένη ήτανε η γης, πώλεγες πως έβρεξε αίμα, κι’ όπου έβρισκε χαντάκι το αίμα έτρεχε σα νάτανε βροχονέρι. Τα κουφάρια τα ρίχνανε στο μπουγάζι του Βοσπόρου, και το ρέμα τα κατρακυλούσε σα νάτανε πεπόνια, Χριστιανοί-Τούρκοι ανακατεμένοι.
Ο σουλτάνος δε μπήκε μέσα στην Πόλη με το στρατό, παρά απόμεινε στο στρατόπεδο. Κατά το μεσημέρι οι πασάδες του πήγανε τα κλειδιά, σημάδι πως ήτανε πειά δική του η Κωνσταντινούπολη. Τότε καβαλλίκεψε και μπήκε με τη συνοδεία του μέσα στο κάστρο και τράβηξε ίσια στην Αγιά-Σοφιά. Δε μπήκε μέσα στην εκκλησιά με τάλογο, παρά ξεπέζεψε και μπαίνοντας μέσα θαύμασε πολλήν ώρα και περιεργάσθηκε το χτίριο. Ύστερα φώναξε έναν χότζα και τούπε ν’ ανεβή απάνω στον άμβωνα και να φωνάξη την προσευχή τους «Αλλάχου εκπέρ, Αλλάχου εκπέρ, Μουχαμετούλ ρεσούλ Ουλλάχ.» Σαν τελείωσε ο χότζας, ανέβηκε ο ίδιος στην Άγια Τράπεζα και το ξανάπε.
Την ώρα πώβγαινε έξω, είδε έναν Τούρκο που τσάκιζε τα μάρμαρα. Ο Μεμέτης τον βάρεσε με το καμουτσί λέγοντας του: «Κιοπέκ, σας άφησα το θησαυρό και τους ανθρώπους, μα τα χτίρια είνε δικά μου!»
Από κει τράβηξε με τους πασάδες και ρώτηξε για το βασιλιά της Πόλης, ζη ή πέθανε. Και σαν τούπανε πως σκοτώθηκε, πρόσταξε και πλύνανε πολλά κεφάλια στο μέρος που χάθηκε, για να τον γνωρίσουνε, μα δε μπορέσανε μέσα σε τέτοιο πλήθος. Σε λίγο όμως βρέθηκε το κορμί του και το γνωρίσανε απ’ τα κόκκινα ποδήματά του με τους κεντημένους αητούς. Κόψανε το κεφάλι και το βάλανε σε μια πλατεία κοντά στ’ άγαλμα του Γιουστινιανού και κει στάθηκε ίσαμε το βράδυ. Ύστερα το μπαλσαμώσανε και τώστειλε ο σουλτάνος στην ανατολή από χώρα σε χώρα, για να δη ο κόσμος τη νίκη του. Το σώμα το πήρανε οι Χριστιανοί και το θάψανε.
Τα πλιάτσικα κ’ οι σκλάβοι, άλλα στοιβαχθήκανε στις τέντες, άλλα φορτωθήκανε στα καράβια και τραβήξανε να τα πουλήσουνε, όπως έστερξε ο σουλτάνος. Κάθε Τούρκος ήτανε φορτωμένος. Τι μαλάματα, τι ασήμια, τι χαλκώματα, τι ρούχα μεταξωτά, τι βιβλία! Καράβια ολάκερα γεμίσανε καλόγερους και καλογρηές. Έβλεπες ζεϊμπέκια ψειριασμένα νάνε ντυμένα με ρούχα δεσποτικά, άλλοι φοράγανε χρυσά πετραχήλια, άλλοι κορώνες και καλυμμαύχια στο κεφάλι. Σκυλιά δεμένα με ζώνες κεντημένες, επιγονάτια και φελόνια για σαγή στ’ άλογα. Μέσα στους ασημένιους δίσκους βάζανε ντομάτες και κρέατα, πίνανε κρασί μέσα στα δισκοπότηρα. Φορτώσανε στις καρότσες βιβλία, που δεν είχανε μετρημό και τα σκορπίσανε σ’ ανατολή και δύση. Για ένα γρόσι πουλιόντανε ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας κ’ οι άλλοι ξακουσμένοι σοφοί της αρχαιότητας, γραμμένοι σε πετσί, με χρυσοκοντυλιές και με χρυσά δεσίματα. Τα εικονίσματα τα σκίζανε με το τσεκούρι και βράζανε κρέας μέσα στα καζάνια.
Τη δεύτερη μέρα, δηλαδή στις 30 Μαγιού, ξαναμπήκε στην Πόλη ο σουλτάνος, με πολλή παράταξη, κι’ αφού τριγύρισε σε διάφορα μέρη, πήγε και στο παλάτι. Και βλέποντας το έρημο είπε έναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητή για την ματαιότητα του κόσμου.
Ήτανε πειά πεθαμένη και θαμμένη η ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, η Θεοσκέπαστη, η Νέα Σιών, η Εφτάλοφη, το καμάρι της Ανατολής, πώβρισκε άνθρωπος και του πουλιού τα γάλα. Πούχε το κάστρο με τους τρακόσους πύργους, τα παζάρια, τα αρτοπρατεία, τα χαλκοπρατεία, τα αργυροπωλεία, τα βλατοπωλεία, τα κηροπωλεία, τα λουτρά, τα συντριβάνια, τις βρύσες, τις δεκαεννιά στέρνες, τα Ιπποδρόμια, τα παλάτια, τις τρακόσες εκκλησιές και τα διακόσια μοναστήρια, τ’ αμέτρητα τ’ αγάλματα κι’ ό,τι μπορεί να βάλη ο νους τ’ ανθρώπου. «Τη δεύτερη δε από της ημέρας εκείνης, εισελθών ο Μεχμέτης, περιόδευσε την πόλιν και ην η πάσα άοικος, ούτε άνθρωπος, ούτε κτήνος, ούτε όρνεον κραυγάζον ή λαλούν εντός.»
Κοντά στο παλάτι ετοιμάσανε ένα μεγάλο τραπέζι για το σουλτάνο, κι’ αφού έφαγε, ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε. Τότε πρόσταξε να του πάνε το ναύαρχο Νοταρά με τα παιδιά του και να τους αποκεφαλίσουνε. Πρώτα σφάξανε τα παιδιά μπροστά στο συμφοριασμένον τον πατέρα, πώλεγε ολοένα «δίκαιος ει, Κύριε!», κ’ ύστερα τον ίδιον. Δεν περάσανε λίγες μέρες και πρόσταξε να κόψουνε και το Χαλίλ πασά, που τον υπωπτευότανε πως είχε προδώσει τα μυστικά του στους γραικούς.
Το τέλος της Πόλης φαίνεται ακόμα πειό λυπητερό άμα συλλογισθή κανένας πως χαλάσθηκε το μήνα Μάη, τις μέρες που μοσκοβολούσανε οι πασκαλιές κ’ οι τριανταφυλλιές. Ανήμερα που σκλαβώθηκε η Πόλη ήτανε της Αγίας Θεοδοσίας, που τη γιορτάζανε πάντα οι Πολίτες στις 29 Μαγιού με μεγάλη δόξα στην εκκλησιά της, που γίνηκε ύστερα τζαμί. Μ’ όλη την αγωνία που περνούσανε, οι γυναίκες την είχανε στολισμένη, κατά τα συνηθισμένα, με στεφάνια και με περιπλοκάδες από τριαντάφυλλα. Την ώρα, που μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, ψέλνανε ακόμα οι ψαλτάδες. Τους περάσανε όλους απ’ το μαχαίρι, κι’ από τότε βαστά η ονομασία «Γκιούλ Τζαμί», δηλαδή «Το Τζαμί με τα τριαντάφυλλα», και μ’ αυτό τόνομα στέκει ως τα σήμερα. Μέσα σ’ αυτή την εκκλησιά λένε πως υπάρχει κ’ ένα μνημόρι, οπώχει απάνω στην πλάκα τούρκικα γράμματα, που λένε «Εδώ κείτεται ένας μαθητής του Χριστού» και πως αυτός είνε ο τάφος του βασιλιά Παλαιολόγου.
Τους Γενοβέζους του Γαλατά ο σουλτάνος δεν τους πείραξε, γιατί σταθήκανε φίλοι του στον πόλεμο, τους χάρισε μάλιστα και προνόμια. Το φιρμάνι που τους έδωσε αρχίξει με τούτα τα λόγια: «Εγώ ο μέγας αυθέντης και μέγας Αμηράς σουλτάνος ο Μεχμέτ Μπέης, ο υιός του μεγάλου αυθέντου Αμηρά Σουλτάνου του Μουράτ Μπέη. Ομνύω εις τον Θεόν του ουρανού και της γης και εις τον μέγαν ημών προφήτην Μωάμεθ, και εις τα επτά μουσάφια όπού έχομεν και ομολογούμεν, και εις τας ρκδ’ (124) χιλιάδας προφήτας του Θεού και προς τας ψυχάς του πάππου μου και του πατρός μου, και προς εμαυτόν και προς τα παιδιά μου, και στο σπαθί οπού ξώννομαι…».

Επιστολή Μίκη σε «αγανακτισμένους»

Πρώτη καταχώρηση: Σάββατο, 28 Μαΐου 2011, 18:39
Ανοικτή επιστολή στους πολίτες που βρίσκονται συγκεντρωμένοι στις πλατείες της χώρας απέστειλε ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης.

Ολόκληρη η επιστολή

Χαιρετίζουμε τους δεκάδες, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, κυρίως νέους μας, που μαζεύτηκαν στις πλατείες όλων των μεγάλων πόλεων, διαδηλώνοντας την αγανάκτησή τους για το Μνημόνιο-μνημόσυνο, ζητώντας να φύγει η Κυβέρνηση της Ντροπής και όλο το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίστηκε δημόσια αξιώματα, καταστρέφοντας, λεηλατώντας και υποδουλώνοντας την Ελλάδα.
Η θέση όλων αυτών δεν είναι στη Βουλή, είναι στη φυλακή. Χαιρετίζουμε τις πρώτες Γενικές Συνελεύσεις που πραγματοποιούνται στο κέντρο των πόλεών μας, τον αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα που πασχίζει να ανακαλύψει το πρωτοφανέρωτο κίνημα των νέων μας.

Χαιρετίζουμε τους εργαζόμενους των δημόσιων επιχειρήσεων, που άρχισαν από χτες διαδηλώσεις, απεργίες και καταλήψεις, υπερασπιζόμενοι το κράτος μας, που χρειάζεται απελπιστικά, όχι την κατεδάφιση που προγραμματίζει το ΔΝΤ, αλλά τη ριζική του βελτίωση και μεταρρύθμιση. Με τις κινητοποιήσεις τους, οι εργαζόμενοι του Ταμιευτηρίου, της ΔΕΗ, του ΟΠΑΠ υπερασπίζονται τη δική μας περιουσία, την περιουσία του ελληνικού λαού, που επιχειρούν τώρα να λεηλατήσουν οι ξένες τράπεζες, μέσω μιας κυβέρνησης-μαριονέτας τους στην Αθήνα.

Ο παραδειγματικά ειρηνικός χαρακτήρας των διαδηλώσεων απέδειξε ότι, όταν η αστυνομία και οι προβοκάτορες δεν έχουν πάρει εντολή να επέμβουν, δεν ανοίγει μύτη. Καλούμε τους Έλληνες αστυνομικούς να μη δεχτούν να γίνουν τα όργανα των σκοτεινών δυνάμεων που θα θελήσουν ασφαλώς, σε κάποια στιγμή, να ματοκυλίσουν τους νέους μας και τους εργαζόμενους. Η θέση τους, το καθήκον τους και το συμφέρον τους είναι στο πλευρό του ελληνικού λαού, της ειρηνικής του διαμαρτυρίας και διεκδίκησης, είναι στο πλευρό της Ελλάδας και όχι στων ξένων δυνάμεων που υπαγορεύουν στη σημερινή κυβέρνηση την πολιτική της.

Ένα χρόνο μετά την ψήφιση του Μνημονίου, και οι πέτρες ακόμα ομολογούν την αποτυχία του. Μετά από αυτή την εμπειρία δεν δικαιολογείται πλέον καμιά αυταπάτη. Ο δρόμος που πήρε και συνεχίζει η κυβέρνηση Παπανδρέου, υπό την καθοδήγηση των ξένων τραπεζών και υπηρεσιών, της Goldman Sachs και των Ευρωπαίων υπαλλήλων της, οδηγεί στην καταστροφή της Ελλάδας. Είναι επιτακτική ανάγκη να σταματήσει τώρα, είναι επιτακτική ανάγκη να φύγουν τώρα. Κάθε μέρα που περνάει οι πράξεις τους ομολογούν πόσο επικίνδυνοι είναι για τη χώρα.

Διερωτώμεθα γιατί ο Εισαγγελέας δεν έχει επέμβει ακόμα εναντίον του Υπουργού Οικονομικών, για τις νέες δηλώσεις του περί επικείμενης χρεοκοπίας και άδειων ταμείων. Γιατί δεν έχει επέμβει για τις δηλώσεις περί εξόδου από το ευρώ του Προέδρου του ΣΕΒ και της Επιτρόπου. Γιατί δεν έχει επέμβει για τη μαζική τρομοκρατία, με την οποία, μια χρεοκοπημένη κυβέρνηση, σε συνεργασία και καθ’ υπαγόρευση της τρόικας, επιχειρεί ακόμα μια φορά να εκβιάσει τον ελληνικό λαό. Με τους Τιτανικούς, με τις εντατικές, με όλα αυτά που βγαίνουν και λένε για να τρομάξουν τους ΄Ελληνες, κατάφεραν να εξευτελίσουν τη χώρα διεθνώς και να την οδηγήσουν πραγματικά στο χείλος της χρεοκοπίας. Αν ένας διευθυντής επιχείρησης μιλούσε για την επιχείρησή του με τον τρόπο που ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί του μιλάνε για την Ελλάδα, θα σάπιζε τώρα πίσω από τα κάγκελα της φυλακής καταδικασμένος για βαριά απιστία.

Απευθυνόμαστε και στους λαούς της Ευρώπης. Ο αγώνας μας δεν είναι μόνο αγώνας για την Ελλάδα, είναι αγώνας για μια ελεύθερη, ανεξάρτητη, δημοκρατική Ευρώπη. Μην πιστεύετε τις κυβερνήσεις σας, που λένε ότι τάχα εσείς βοηθάτε την Ελλάδα με τα λεφτά σας. Μην πιστεύετε τα χονδροειδή, εξωφρενικά ψέματα των βρώμικων εφημερίδων, που θέλουν να σας πείσουν ότι το πρόβλημα δημιουργήθηκε δήθεν γιατί οι ΄Ελληνες είναι τεμπέληδες, όταν δουλεύουν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, περισσότερο από όλους τους Ευρωπαίους! Την κρίση δεν την προκάλεσαν οι εργαζόμενοι, την προκάλεσε και τη χρησιμοποιεί το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο και οι πολιτικοί στην υπηρεσία του.

Τις μεγάλες τράπεζες και μόνο αυτές βοηθάνε τα προγράμματά τους, δήθεν σωτηρίας, αυτές ακριβώς που επέβαλαν μέσω των πολιτικών και των κυβερνήσεων που έχουν εξαγοράσει, το οικονομικό μοντέλο που οδήγησε στη σημερινή κρίση. Δεν υπάρχει καμιά άλλη λύση από τη ριζική αναδιάρθρωση του χρέους όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλης της Ευρώπης. Δεν μπορεί οι τράπεζες και οι κάτοχοι χρήματος, που προκάλεσαν την κρίση, να μην πληρώσουν ούτε ένα ευρώ για τις ζημιές που επέφεραν! Δεν μπορεί οι τραπεζίτες να 'ναι το μοναδικό ασφαλές επάγγελμα στον κόσμο! Δεν υπάρχει καμιά άλλη λύση από την αντικατάσταση του σημερινού οικονομικού μοντέλου της Ευρώπης, που είναι φτιαγμένο για να δημιουργεί χρέος, με επιστροφή σε μια πολιτική τόνωσης της ζήτησης και της ανάπτυξης, και τον προστατευτισμό, με δραστικό επανέλεγχο του Χρήματος. Ή τα Κράτη μας θα κυριαρχήσουν στις αγορές ή αυτές θα τα καταπιούν, και μαζί τους η Δημοκρατία, και όλα τα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Η Δημοκρατία γεννήθηκε στην Αθήνα, όταν ο Σόλων διέγραψε τα χρέη των φτωχών στους πλούσιους.

Ας μην επιτρέψουμε τώρα στις Τράπεζες να καταστρέψουν την ευρωπαϊκή Δημοκρατία, για να αποσπάσουν τα μυθώδη ποσά που οι ίδιες δημιούργησαν ως χρέος. Πώς μπορεί να προτείνεται, για να διοικήσει την Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης, ένας άνθρωπος της Goldman Sachs… Τι είδους κυβερνήσεις, τι είδους πολιτικούς έχουμε στην Ευρώπη;

Δεν σας ζητάμε να υποστηρίξετε τον αγώνα μας για λόγους αλληλεγγύης, ούτε γιατί στα δικά μας χώματα γεννήθηκε ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, ο Περικλής και ο Πρωταγόρας, οι ιδέες της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της Ευρώπης. Δεν ζητάμε ιδιαίτερη μεταχείριση, γιατί υποστήκαμε, ως χώρα, μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην Ευρώπη, αγωνιζόμενοι για να μην επικρατήσει στην ήπειρό μας ο φασισμός.

Σας ζητάμε να το κάνετε για το δικό σας συμφέρον. Αν αφήσετε τώρα την ελληνική, την ιρλανδική, την πορτογαλική, την ισπανική κοινωνία να καταστραφούν, στο βωμό του Χρέους και των Τραπεζών, θα έρθει σύντομα η δική σας σειρά. Δεν θα ευημερήσετε εν μέσω ευρωπαϊκών κοινωνικών ερειπίων.

Εμείς αργήσαμε, αλλά ξυπνήσαμε. Ξυπνήστε κι εσείς. Ας φτιάξουμε μαζί μια νέα Ευρώπη της ανάπτυξης, της δημοκρατίας, της ευημερίας, της ειρήνης, αντάξια της ιστορίας, των αγώνων, του πνεύματός της. Αντισταθείτε στον ολοκληρωτισμό των αγορών, που απειλεί να διαλύσει την Ευρώπη, κάνοντάς την Τρίτο Κόσμο, να βάλει τον ένα ευρωπαϊκό λαό εναντίον του άλλου, να καταστρέψει την ήπειρό μας, ξανακάνοντας επίκαιρο τον φασισμό.

Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο, 28 Μαΐου 2011, 18:39

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...