Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

Κυριακὴ Εἰκοστὴ Τετάρτη (Ἐφεσ. β΄ 14-22)

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))


 
13 Νοεμβρίου 1966


Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,

Σήμερα ἂς μὴ μιλήσουμε ἐμεῖς· ἂς πάρουμε μία ὁμιλία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κι ἂς τὴν ἐξηγήσουμε στὴ γλώσσα μας. Ἂς ἐξηγήσουμε πρῶτα τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα κι ὕστερα ἂς ἀκούσουμε νὰ μᾶς μιλάη ἐπάνω στὸ ἴδιο κείμενο ὁ ἱερὸς Πατέρας.

Ἀδελφοί, τέτοιος ἔπρεπε σ' ἐμᾶς ἀρχιερέας νὰ εἶναι ὅσιος, ἄκακος, ὁλοκάθαρος, ἔξω ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ παραπάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, νὰ προσφέρη θυσίες πρῶτα γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες κι ὕστερα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ· γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιατί εἶναι ἀναμάρτητος, καὶ γιὰ τὸ λαό, γιατί αὐτὸ τὸ ἔκαμε μιὰ γιὰ πάντα, ὅταν πρόσφερε τὸν ἑαυτό του. Γιατί ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βάζει ἀνάμεσα στὸ λαὸ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἔχουνε τὶς ἀνθρώπινες ἀτέλειες, ὅμως ὁ λόγος καὶ ὁ ὅρκος τοῦ Θεοῦ ὕστερα ἀπὸ τὸ νόμο, δηλαδὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη, βάζει ἀρχιερέα τὸν υἱό του, ποὺ εἶναι τέλειος στὸν αἰώνα. Καὶ μ' ἕνα λόγο, ἔχομε τέτοιον ἀρχιερέα, ποὺ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς θείας μεγαλωσύνης στοὺς οὐρανούς, καὶ εἶναι λειτουργὸς τῶν Ἁγίων καὶ τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, ποὺ τὴν ἔχτισε ὁ Κύριος κι ὄχι ἄνθρωπος.

Ἐπειδὴ λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τέτοιον ἔχομε ἀρχιερέα, ὅπως μᾶς τὸν περιγράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, γι' αὐτὸ ἂς τὸν μιμηθοῦμε κι ἂς βαδίσουμε στὰ ἴχνη του. Δὲν ὑπάρχει, γι' αὐτὸ κι ἂς μὴν ἐλπίζουμε σὲ ἄλλη θυσία γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μία θυσία προσφέρθηκε στὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν Μέγαν Ἀρχιερέα, ὅπου μὲ αὐτὴν πρόσφερε τὸν ἑαυτὸν του· μία θυσία μᾶς καθάρισε καὶ μᾶς ἀποκατάστησε ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὕστερα ἀπ' αὐτὴ τὴ θυσία, ἂν δὲν θὰ τὴν ἐκτιμήσουμε, δὲν μᾶς μένει παρὰ τιμωρία καὶ καταδίκη. Καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἀπόστολος διαρκῶς μᾶς μιλάει γιὰ ἕναν Ἀρχιερέα καὶ γιὰ μία θυσία, γιὰ νὰ μὴ θαρρῆ κανεὶς πὼς εἶναι πολλὲς θυσίες κι ἔτσι χωρὶς φόβο ν' ἁμαρταίνη.

Ὅσοι λοιπὸν καταξιωθήκαμε νὰ λάβουμε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὴ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσοι ἔχουμε τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσοι ἔχουμε θέση στὴν τράπεζα τῆς ἀθανασίας καὶ κοινωνοῦμε ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐμεῖς λοιπὸν ἂς φυλᾶμε γιὰ πάντα τὴν εὐγένεια καὶ τὴν τιμὴ μὲ τὴν ὁποία μᾶς τίμησε ὁ Θεός. Κι ἂς μὴν ἁμαρταίνη κανεὶς μὲ τὴν πρόφαση τάχα καὶ τὴν ἐλπίδα πὼς ἔχει νὰ μετανοήση, πὼς πρὶν ν' ἀποθάνη θὰ τρέξη νὰ ξομολογηθῆ καὶ νὰ ζητήση τὴ συχώρεση τοῦ Θεοῦ, γιατί πολλὲς φορὲς δὲν τὸ κατορθώνουν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι.

Παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ πιστέψετε σ' αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ μὴ σᾶς περάση ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς τὸ λέγω γιὰ νὰ σᾶς φοβίσω. Ξέρω πολλοὺς ποὺ τὸ ἔπαθαν αὐτό· ἁμάρταιναν μὲ τὴν ἀπαντοχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μετανοήσουν κι ἦρθε ἡ τελευταία τους ὥρα κι ἔφυγαν ἀμετανόητοι. Γιατί ὁ Θεὸς γι' αὐτὸ ἔδωκε τὴ μετάνοια· γιὰ νὰ συχωρέση τὶς ἁμαρτίες, ὄχι γιὰ νὰ τὶς πληθύνη. Ὅταν ὅμως κανεὶς χρησιμοποιῆ τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ γιὰ εὐκαιρία ν' ἁμαρταίνη περισσότερο, τότε λοιπὸν ἡ μετάνοια γίνεται αἰτία τῆς ἀμέλειας καὶ τῆς ὀκνηρίας μας. Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, προσέχετε. Κανένας ἂς μὴν εἶναι σὰν μισθωτός, κανένας ἂς μὴν εἶναι ἀφιλότιμος, κανένας ἂς μὴν ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὰν κάτι βαρὺ καὶ κουραστικό. Μὰ ἂς ἐργασθοῦμε τὴν ἀρετὴ μὲ προθυμία καὶ μὲ χαρά. Ἤ τάχα κι ἂν δὲν ἦταν μισθός, δὲν θὰ 'πρεπε λοιπὸν νὰ ὑπάρχη τὸ καλὸ κι ἡ ἀρετὴ στὸν κόσμο; Ἀλλ' ὅμως, ἔστω καὶ μὲ μισθὸ καὶ μὲ πληρωμή, ἂς γίνουμε καλοὶ καὶ ἐνάρετοι. Γιατί πῶς ἐτοῦτο δὲν εἶναι τάχα ντροπὴ καὶ καταδίκη; Ἂν δὲν μὲ πλήρωσης, λέγει, δὲν γίνομαι καλὸς ἄνθρωπος, φεύγω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Λοιπὸν τολμῶ κι ἐγὼ νὰ πῶ κάτι· Ποτὲ δὲν θὰ εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος κι ἂς δείχνης σωφροσύνη, ὅταν τὸ κάνης ἐπειδὴ θὰ λάβης μισθό. Γιατί ποτὲ δὲν θὰ ἐκτίμησης τὴν ἀρετή, ἂν δὲν τὴν ἀγαπᾶς. Ὁ Θεὸς ὅμως, γιὰ τὴν πολλὴ ἀσθένειά μας, θέλησε ἡ ἀρετὴ νὰ γίνη ἐπιτέλους μισθὸς καὶ πληρωμή· ἐμεῖς ὅμως οὔτε καὶ ἔτσι εἴμαστε ἐνάρετοι.

Ἂς ἐξετάσουμε τώρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τί τάχα εἶναι βαρὺ καὶ κουραστικὸ ἀπ' αὐτὰ ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Θεός. Νὰ 'χης, λέγει, τὴ γυναίκα σου καὶ νὰ 'σαι φρόνιμος, νὰ τὴ σέβεσαι καὶ νὰ τὴν τιμᾶς. Ἐτοῦτο λοιπὸν εἶναι βαρύ; Κι ὅμως πολλοὶ δὲν ἔχουν γυναίκα κι εἶναι φρόνιμοι καὶ κάνουν ἐγκράτεια· κι ὄχι μόνο χριστιανοί, μὰ καὶ εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ κάνει ὁ εἰδωλολάτρης ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ ματαιοδοξία καὶ δείχνεται ἀνώτερος, ἐσὺ δὲν τὸ κάνεις οὔτε γιὰ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.

Νὰ δίνης, λέγει, στοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὰ καλά σου. Κι ἐτοῦτο τάχα εἶναι βαρύ; Μὰ κι ἐδῶ μᾶς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί της Ἐκκλησίας, ποὺ δίνουν ὁλόκληρες περιουσίες ἀπὸ κενοδοξία, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν προσωπικό τους ἐγωισμό.

Ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν αἰσχρολογῆς· μέσα στὴν αἰσχρολογία εἶναι καὶ ἡ βλασφημία. Εἶναι τάχα κι ἐτοῦτο δύσκολο; Μὰ κι ἂν δὲν ἔδινε ὁ Θεὸς τὴν ἐντολὴ καὶ πάλι θὰ 'πρεπε ν' ἀποφεύγουμε τὴν αἰσχρολογία σὰν ἔντιμοι ἄνθρωποι. Πὼς ὄχι ἡ ἐντολή, μὰ ἡ αἰσχρολογία κι ἡ βλασφημία εἶναι δύσκολο πράγμα, τὸ βλέπουμε στὸ πῶς ὁ καθένας ντρέπεται καὶ κοκκινίζει, ὅταν τοῦ ξεφύγη κανένας αἰσχρὸς καὶ βλάσφημος λόγος, παρεκτὸς κι ἂν εἶναι μεθυσμένος.

Νὰ μὴ μεθᾶς λέγει ἄλλη ἐντολή, καὶ πολὺ σωστὰ τὸ λέγει. Γιατί τὸ μεθύσι ἀπὸ μόνο του εἶναι κόλαση καὶ τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶπε νὰ στερῆς τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ βασανίζης τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ νὰ μὴ μεθᾶς. Δηλαδὴ νὰ μὴν ξευτελίζης καὶ ντροπιάζης τὸν ἑαυτό σου, ἔτσι ποὺ νὰ τοῦ ἀφαιρῆς κάθε ψυχικὸ καὶ λογικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου.

Μὴν τάχα καὶ δὲν πρέπει νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὸ σῶμα; Ὄχι, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Δὲν λέγω αὐτό, ἀλλὰ λέγω νὰ μὴ φροντίζης γιὰ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του καὶ νὰ μὴν ἀνάβης μέσα σου φωτιά. Ὅπως ἀκριβῶς λέγει ὁ ἅγιος Παῦλος «τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας».

Ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν ἁρπάζης καὶ νὰ μὴν κλέβης καὶ νὰ μὴν εἶσαι πλεονέκτης· νὰ μὴν παίρνης ψεύτικους ὅρκους στὰ δικαστήρια καὶ νὰ μὴν παραβαίνης ὅσα ὁρκίζεσαι κι ὅσα ὑπόσχεσαι. Ποιὸν κόπο τάχα καὶ ποιὸν ἱδρώτα χρειάζονται αὐτά;

Κι ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν κατηγορῆς καὶ νὰ μὴ συκοφαντῆς. Ἔχει κι ἐτοῦτο κανέναν κόπο; Τὸ ἀντίθετο μάλιστα εἶναι πολὺ κουραστικό. Γιατί, μόλις κατηγορήσης κάποιον, ἀμέσως σὲ πιάνει ἀνησυχία καὶ σὲ βασανίζει ἡ ὑποψία· μὴν τύχη κι ὅ,τι εἶπες τὸ μάθη καὶ τὸ ἀκούση ἐκεῖνος ποὺ τὸν κατηγόρησες, ἐκεῖνος ποὺ τὸν συκοφάντησες.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τίποτα δύσκολο καὶ τίποτα βαρὺ δὲν μᾶς προστάζει ὁ Θεός, ἂν βέβαια θέλουμε. Εἰδεμὴ καὶ δὲν θέλουμε, τότε καὶ τὰ εὐκολώτερα μᾶς φαίνονται βουνά. Τίποτα ἀπ' ὅσα προστάζει ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κόπο, ἂν θέλη ὁ ἀνθρωπος· γιατί ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου κι ἀπὸ τὴ θεία χάρη ἐξαρτῶνται τὰ πάντα. Ἂς θελήσουμε λοιπὸν κι ἂς ἀγαπήσουμε τὰ καλὰ σ' ἐτοῦτο τὸ βίο, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν

ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΕΡΓΙΟΣ: «ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ!»

 

Ξέρω ότι όσοι σκέφτονται την κόλαση δε θα φθάσουν εκεί και ο Σέργιος είναι ένας απ’ αυτούς. Έφυγε πριν από 14 χρόνια – ήταν τότε 15 χρονών – με τα πόδια για το Άγιον Όρος! Και μετά από επτάμιση μήνες έφτασε στο περιβόλι της Παναγίας.
Ξεκίνησε από το Τομπολσκ (δυτική Σιβηρία) & δια μέσω Εκατερινμπουργκ, Σαμάρα, Σαράτωβ, Ροστόβ και Ντον, έφτασε στην Ουκρανία μέσω Ντόνετσκ, Κέρσον (εδώ κόντεψε να πνιγεί στον ποταμό Νίπρου, όπου τον έσωσαν κάποιοι ψαράδες), Οδησσό, Βεσσαραβία και πέρασε στη Ρουμανία όπου διέσχισε τον Δούναβη κολυμπώντας 45 λεπτά, έπειτα Βουλγαρία και Ελλάδα, όπου έφτασε στο Άγιον Όρος.
Η αλήθεια είναι ότι όπου υπάρχει θάρρος, υπάρχει και αγιοσύνη. Μεγάλη εμπιστοσύνη στην Παναγία είχε ο Σεργκέι Αλεξέεβιτς. Η Μπορογκόντνιτσα, όπως ο ίδιος λέει, με προστάτευσε και δεν αισθάνθηκα να με πιέζουν τα επίγεια και οι βιοτικές ανάγκες. Ο Σεργέι είναι ένας νεαρός και φτωχός μοναχός, που δεν έχει τίποτα στον κόσμο. Είναι 29 ετών και βρίσκεται στο Αγ. Όρος ήδη 14 χρόνια. Ασκητεύει σ’ ένα από τα πιο σκληρά μέρη του Όρους – στα Καρούλια- και είναι υποτακτικός του Αββα Παμβώ.

Οι μοναχοί αυτού του τόπου είναι πραγματικά σταυρωμένοι μεταξύ ουρανού και γης και σε πολλούς απ’ αυτούς δε μπορείς να φτάσεις εάν δε σου ρίξουν μια σκάλα.
Όταν είδα για πρώτη φορά τον Σέργιο είπα ¨κοίτα ένας αληθινός χριστιανός που δεν έχει καθόλου πονηρία¨ εξαιτίας της ψυχικής γαλήνης με την οποία με πλησίασε. Είχε έρθει στη σκήτη Λάκκου, για τη γιορτή του Αγ. Δημητρίου κι ενώ εμείς είχαμε έρθει με το λεωφορείο, αυτός είχε έρθει από την Αγ. Παύλου περπατώντας τρεις ώρες.
Ήρθε και μου μίλησε με τα ελάχιστα ρουμάνικα που γνώριζε, αλλά πέρα από τα λόγια, αισθάνθηκα ότι ο Σέργιος δεν έχει φέρει μαζί του στο Όρος καμία από τις πονηριές του αιώνος τούτου, ούτε μια βρώμικη σκέψη, αλλά μόνο την αθωότητα της παιδικής του ηλικίας. Και από πάνω θεωρεί ότι δεν υπέφερε αρκετά ακόμη κι αν οι γονείς του – γιατροί χειρούργοι και οι δύο – σκοτώθηκαν στην Τσετσενία όταν ο Σέργιος ήταν 12 ετών. ¨Τι είναι τα βάσανα μου μπροστά σ΄ αυτά του Χριστού; ¨ Αυτόν την αδελφή του και τον αδελφό του, τους υιοθέτησε μια οικογένεια γιατρών, χειρουργοί και αυτοί, οι οποίοι πήγαν στην Τσετσενία αλλά γλύτωσαν. Απαλλαγμένος από τις βιοτικές μέριμνες, έχει τόσην ελευθερία, που εμείς του κόσμου δύσκολα μπορούμε να την αποκτήσουμε. Γι’ αυτό αλλά και για την παντοτινή του χαρά να βλέπει στον καθένα μας το Θεό, τον ζήλεψα. Όταν τον ρώτησα,τι έκανε με το σχολείο αφού έφυγε από το σπίτι τόσο νωρίς, μου είπε. «Αν ήξερα όσα ξέρετε εσείς και δεν ήξερα πώς να σώσω την ψυχή μου, τι θα μου χρησίμευε;».
''Εφοίτησα λίγους μήνες στην Αθωνιάδα και κατάλαβα ότι όπου υπάρχει η σοφία του Θεού, δε χρειάζεται η εγκόσμια μόρφωση. Το Θεό μπορείς να Τον αγαπήσεις, αλλά ποτέ να Τον σκεφτείς.''
Αμήν, του απάντησα , ενώ κατεβαίναμε το μονοπάτι μεταξύ Σιμωνόπετρας και Γρηγορίου για τη γιορτή της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας. Είπαμε κι άλλα με το Σέργιο, στον οποίο όλο φώναζα, ¨ Σιγά πιο σιγά¨. Μου έλεγε ότι δε μπορεί να πάει πιο σιγά επειδή πάντοτε σκέφτεται το θάνατο, την κόλαση, την κρίση – άλλες φορές τον παράδεισο και την Ανάσταση- και ξεχνάει να περπατήσει αργά.
Φθάσαμε αργά και δεν ξεκουραστήκαμε παρά στις τρεις το πρωί και για δύο ώρες. Το πρωί χαιρετηθήκαμε επειδή ο αββάς Παμβώ του είχε δώσει τριήμερη άδεια για να προσκυνήσει και τώρα βιαζόταν να επιστρέψει στην υπακοή του.
Κοιτάζοντας τον προχωρώντας, σκέφτηκα ότι τα βήματα των μοναχών ζωγράφιζουν κάτι σαν ουράνια νησιά στο Άγιον Όρος.


www.agiooros.net/

Κυριακή ΙΓ' Λουκά (η προσκόληση στα χρήματα)

(Λουκ. 18, 18-27)

Η διήγηση της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής αποτελεί ως προς το περιεχόμενό της συνέχεια της παραβολής του άφρονα πλουσίου που ακούσαμε την περασμένη Κυριακή. Εκεί ο Χριστός αποκάλεσε άφρονα τον άνθρωπο που φροντίζει μόνο για την δική του προσωπική απόλαυση και γίνεται δέσμιος του εγωισμού του και τελικά της ολιγοπιστίας του προς τον Θεό. Σήμερα, στον άρχοντα που Τον ρωτά τί πρέπει να κάνει για να κερδίσει την αιώνιο ζωή, του απαντά να τηρεί τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης. Και στην απόκριση του ανθρώπου ότι από μικρός τηρεί αυτές τις εντολές, ο Κύριος τον καλεί να πουλήσει τα υπάρχοντά του, να τα μοιράσει στους φτωχούς και να Τον ακολουθήσει. Λυπήθηκε ο άρχοντας κι έφυγε, και ο Χριστός μονολόγησε: “πόσο δύσκολο είναι να μπουν στη βασιλεία του Θεού εκείνοι που έχουν χρήματα”, πιο δύσκολο και από το να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας1. “Και ποιός μπορεί τελικά να σωθεί;”, Τον ρώτησαν. Κι Εκείνος απάντησε ότι τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό.
Όπως στην παραβολή του άφρονα πλουσίου ο Χριστός δεν κατέκρινε τα υλικά αγαθά αλλά την προσκόλληση του ανθρώπου σε αυτά, έτσι και σήμερα, δεν κατακρίνει τα χρήματα, αλλά την αδυναμία του ανθρώπου ή την απροθυμία του να αποχωριστεί τον πλούτο προκειμένου να κερδίσει την αιωνιότητα. Πολλοί θεωρούν ότι ο Χριστός εξαιρεί από τον Παράδεισο όλους εκείνους που διαθέτουν χρήματα ή υλικά αγαθά, ότι καταδικάζει εκ προοιμίου τους πλούσιους και ότι μας θέλει φτωχούς, ρακένδυτους, κακομοίρηδες. Αυτό είναι μια μεγάλη παρεξήγηση, και φαίνεται καθαρά από τη σημερινή αφήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά.
Φαίνεται καταρχάς από την πρώτη απάντηση που δίνει ο Χριστός στον άρχοντα, ότι για να κερδίσει την αιώνιο ζωή αρκεί να τηρεί τις εντολές του Θεού. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος που διηγείται το ίδιο περιστατικό2, τονίζει μια σημαντική λεπτομέρεια: ο πλούσιος τον ρωτά τί πρέπει επιπλέον να κάνει, ώστε να είναι τέλειος, και τότε ο Χριστός του απαντά να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να Τον ακολουθήσει. Επομένως, και από τις δύο διηγήσεις φαίνεται ότι το πρώτιστο που ζητά ο Θεός από εμάς είναι να σεβόμαστε και να τηρούμε τις εντολές του Θεού, να είμαστε δίκαιοι και άνθρωποι αγάπης.
Ότι ο Χριστός δεν απορρίπτει τους πλούσιους φαίνεται επίσης και από το ότι δεν θεωρεί πως είναι αδύνατο να σωθούν, αλλά δύσκολο. Τόσο δύσκολο, που χρειάζεται η βοήθεια του ίδιου του Θεού. Και τούτο επειδή ο άνθρωπος που κατέχει πολλά χρήματα εύκολα προσκολλάται στα υλικά αγαθά και εξαρτάται από αυτά, σε βαθμό που να μη μπορεί πλέον να απεγκλωβιστεί από το κυνήγι του χρήματος, της άνεσης και της ευημερίας. Όταν όλα αυτά αποκτήσουν τόση μεγάλη σημασία και γίνουν προτεραιότητα στη ζωή μας, τότε και η καρδιά μας γίνεται σκληρή απέναντι στο συνάνθρωπο και απέναντι στον ίδιο το Θεό. Άρα ο Χριστός δεν καταδικάζει αυτόν καθαυτό τον πλούτο, αλλά την προσκόλληση σε αυτόν, την ψυχική εξάρτηση, την προσκόλληση της καρδιάς μας σε αυτόν. Και γι' αυτό λέει ότι είναι πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα μέσα από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας εξαρτημένος από τα χρήματα πλούσιος.
Ίσως νομίσουμε ότι τα λόγια αυτά του Κυρίου δεν μας αφορούν άμεσα, μιας που η πλειονότητά μας δεν είμαστε πλούσιοι. Ωστόσο, ο κίνδυνος να προσκολληθεί η καρδιά μας και η φροντίδα μας στα βιοτικά πράγματα, στην απόκτηση αγαθών και στην επιδίωξη του πλούτου, είναι κοινός για τον κάθε άνθρωπο. Όπως είναι κοινός και ο πνευματικός κίνδυνος να θέσουμε όλες αυτές τις υλικές μέριμνες στην κορυφή των προτεραιοτήτων της ζωής μας. Το βλέπουμε καθημερινά γύρω μας, με πόση αγωνία και άγχος ο σύγχρονος άνθρωπος κυνηγά την ευημερία και γίνεται δέσμιος του καταναλωτικού πνεύματος. Βλέπουμε πώς ο αγώνας για την απόκτηση όλο και περισσοτέρων αγαθών καταλήγει σε μια ατέρμονη αίσθηση του ανεκπλήρωτου μέσα μας.
Μέσα μας όμως οφείλουμε να αναζητήσουμε την προσωπική μας ευτυχία. Μέσα μας οφείλουμε να ανακαλύψουμε το θησαυρό μας. Μέσα μας βρίσκεται η Βασιλεία του Θεού3, στην αγάπη και τη δικαιοσύνη του Θεού. Ο αγώνας μας αυτός για την εσωτερική μας τελείωση δεν είναι εύκολος, έχει ως εμπόδιο την ίδια μας τη διάθεση να θέτουμε σε πρώτη προτεραιότητα τα βιοτικά, τα υλικά, τα χρήματα. Δεν είναι όμως ένας αγώνας ατελέσφορος. Αρκεί να μη ξεχνάμε, μέσα στην καθημερινότητά μας, να στρέφουμε το βλέμμα μας και την ελπίδα μας στον Θεό, τον μόνο που μπορεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά και κατορθωτά.

1 Λουκ. 18, 24-25.
2 Ματθ. 19, 16-26.
3 Λουκ. 17, 21: “ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν”.


undefined


Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2009/11/29-11-09.html#ixzz1elX0BGx3

Κυριακή ΙΓ. Λουκά – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., λόγοι Μ. Βασιλείου και Μ. Αθανασίου περι ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής.

Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Ιη. 18 – 27.
Τω καιρώ εκείνω, επηρώτησεν τον Ιησούν τις αυτόν άρχων λέγων: διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω? Είπε δέ αυτώ ο Ιησούς: τί με λέγεις αγαθόν? Ουδείς αγαθός, ει μή είς, ο Θεός. Τας εντολάς οίδας” μή μοιχεύσης, μή φονεύσης, μή κλέψης, μή ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Ο δέ είπε: ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Ακούσας δέ ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ: έτι έν σοι λείπει, πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. Ο δέ ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο’ ήν γάρ πλούσιος σφόδρα. Ιδών δέ αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον, είπε: πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού! Ευκοπώτερον γάρ εστι κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Είπον δέ οι ακούσαντες: και τίς δύναται σωθήναι? Ο δέ είπε: τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν.
Απόδοση.
Κάποιος άρχοντας τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς “αγαθό;” Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας: ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μη¬τέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος.
Όταν ο Ιησούς τον είδε πολύ στενοχωρημένο, είπε: «Πόσο δύ¬σκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού! Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυ¬πα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: “Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά».
Επιμέλεια κειμένου, Ιωάννης Τρίτος.
Α) Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου
Β) Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του Μεγάλου
Λόγοι περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής
«Έτι εν σοι λείπει. Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς,
και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς, και δεύρο ακολούθει μοι»
Α.
Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για την σωτηρία μας, όρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενίαν. Ώστε όποιος δεν ημπορεί να υπομείνη το άθλημα της παρθενίας, να έρθη σε κοινωνία γάμου με γυναίκα, γνωρίζοντας ότι θα ζητηθή λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσή του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και ετεκνοτρόφησαν. Τοιούτος ήταν στην Παλαιά Διαθήκη ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προετίμησε τον Θεόν και εδέχθη να θυσιάση τον μονογενή υιόν του χωρίς οίκτον. Είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχθή αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν ήκουσε το «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς». Ακόμη μεγαλυτέραν αρετήν επέδειξεν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυίδ και ο Σαμουήλ. Στην Καινή Διαθήκη τοιούτοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι. Θα ζητηθούν λοιπόν από κάθε άνθρωπον οι καρποί της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθή όποιος παραβή αυτές ή κάποιες από τις άλλες εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», και «oς ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής».
Άραγε το σκέπτεσαι, ότι και στους εγγάμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιον θα ζητηθή από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και εγγάμους. Διότι θα είναι αρκετή, γι’ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνίαν, η παραχώρησις της ακρατείας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ. Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές, έχουν νομοθετηθή για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευηγγελίζετο τις εντολές του Πατρός, απηυθύνετο προς αυτούς που ζουν στον κόσμο. Και κάποτε που συνέβη να ερωτηθή ιδιαιτέρως από τους μαθητάς του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω».
Μην επαναπαυθής λοιπόν εσύ, που προετίμησες τον γάμον, σαν να έχης δικαίωμα να ζήσης με τρόπον κοσμικόν. Οφείλεις να καταβάλης περισσοτέρους κόπους και προσοχήν για να επιτύχης την σωτηρίαν, αφού εξέλεξες να ζης μέσα στις παγίδες και στο βασίλειον των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις εμπρός στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμίαν αυτών. Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγης την πάλη προς τον αποστάτην, ούτε θα ημπορέσης να τον νικήσεις χωρίς να κοπιάσης πολύ για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Διότι πώς θα αρνηθής την μάχη προς τον εχθρόν, ενώ ζης μέσα στο σκάμμα της μάχης; Και αυτό είναι ολόκληρος η γη, στην οποίαν ο εχθρός, όπως διδασκόμεθα από το βιβλίον του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίον να καταπίη. Εάν λοιπόν αρνήσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστήν, να μεταβής σε άλλον κόσμον, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθης πώς να αγωνίζεσαι εναντίον του, διδασκόμενος την τέχνη της πάλης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθής από αυτόν εξ αγνοίας, και παραδοθής στο αιώνιον πυρ.
Και αυτά μεν ελέχθησαν προς τους εγγάμους, εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικόν φρόνημα και αμελούν όσον αφορά στην τήρηση των εντολών του Χριστού. Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνης συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτόν σου προς υπομονήν των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στην σύγκλητο των μοναχών. Στην αρχή της αποταγής σου να φερθής με γενναιότητα ώστε να μην παρασυρθής από την σφοδρά συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξης τα θνητά με τα αθάνατα. Και όταν εγκαταλείπης τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτης στους κόλπους των πτωχών, τα ευρίσκεις πολύ επηυξημένα κοντά στον Θεόν. Όσον αφορά στην ιδική μου ζωήν, και εγώ εδαπάνησα πολύν χρόνον στην ματαιότητα και ηφάνισα όλην σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψη των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας». Όταν όμως κάποτε, σαν να εξύπνησα από βαθύν ύπνον, έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φως της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστον «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», εθρήνησα πολύ για την ελεεινήν μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθή χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας. Και μάλιστα πριν από όλα, εφρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίον από την μακροχρόνιο συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστραφή. Διαβάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιον, είδα εκεί ότι το μεγαλύτερον εφόδιο προς τελείωσιν είναι η πώλησις των υπαρχόντων και η διάθεσίς των προς τους πτωχούς αδελφούς, και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωήν αυτήν και το να μην επιστρέφη η ψυχή προς καμμίαν συμπάθεια προς τα παρόντα.
Πράγματι, αυτός που κατέχεται από την σφοδράν επιθυμία να ακολουθήση τον Χριστόν, δεν ημπορεί πλέον να επιστρέψη σε κανένα από τα εγκόσμια ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων. Όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου, τότε έχει θέση και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά─. Ούτε να υποχωρήση στον ανθρώπινον φόβον, όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατώρθωσαν οι άγιοι, ούτε να δειλιάση από τον χλευασμόν των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας, ώστε να νικηθή από την περιφρόνησή των. Εάν όμως θέλη να γνωρίση ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθον αυτών που ακολουθούν τον Κύριον, ας ενθυμηθή τον Απόστολον, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτόν του και προς ιδικήν μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασισθή δηλαδή στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον. Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ., φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον φαρισαίος, κατά ζήλον διώκων την Εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος. Αλλά άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι δια τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και θεωρώ πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι’ ον τα πάντα εζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδίσω». Και πράγματι, για να είπω κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινόν, εάν ο Απόστολος παρομοίασε τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποιαν εποχήν, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινεν ως εμπόδια για την γνώση του Χριστού και την δικαιοσύνην αυτού και για την συμμόρφωσή μας προς τον θάνατον αυτού, τι θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους; Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσωμε τον λόγο με ιδικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότης να παραθέσωμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσωμε την φοβισμένην ψυχήν, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως: «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναταί μου είναι μαθητής», και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι». Αλλά και στη παραβολή του εμπόρου είναι, για κάθε συνετόν άνθρωπο, σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί», λέγει «η βασιλεία των ουρανών, ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν». Είναι πράγματι φανερόν, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθή εδώ ως παρομοίωσις της επουρανίου βασιλείας, την οποίαν ο λόγος του Κυρίου μάς δεικνύει ότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε εάν δεν θυσιάσωμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας, και πλούτον και δόξαν και οικογένειαν και ό,τι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο. Έπειτα ο Κύριος διεκήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθή το επιζητούμενον, όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες: «Ουδείς δύναται», είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν», και πάλιν, «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Έναν θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξωμε, τον επουράνιον, ώστε σ’ αυτόν να έχωμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδία σου έσται», λέγει ο Κύριος. Εάν λοιπόν αφήσωμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινον και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάπτεται σ’ αυτά ωσάν σε βόρβορον, η ψυχή κατ’ ανάγκη δεν θα ημπορή να ιδή τον Θεόν ούτε να κινηθή προς επιθυμίαν του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμασθή για εμάς. Την απόκτησιν αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχωμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγή να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζη τον κόπο που τα συνοδεύει.
Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξεν ο λόγος, είναι λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής, και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρωμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεόν. Είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» και, με λίγα λόγια, μετάθεσις της ανθρωπίνης καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμεν ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Και το ακόμη μεγαλύτερον, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος «δι’ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ων». Εάν δεν κατορθώσωμε αυτή την ομοίωση, είναι αδύνατον να φθάσωμε στον κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού τρόπον ζωής. Διότι πώς ημπορεί να κατορθωθή η συντριβή της καρδίας, ή η ταπείνωσις του φρονήματος, ή η απαλλαγή από τον θυμόν, από την λύπην, από τις φροντίδες, και με ένα λόγον, από τα ολέθρια πάθη της ψυχής, μέσα στον πλούτο, στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλληση και εξοικείωση με όλα αυτά; Πράγματι, όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι’ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποία λογική του επιτρέπει να συμπνίγεται, ως από ακάνθες, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας είπε: «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται, και ου τελεσφορούσιν». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.
Β. Πράγματι, τα χρήματα είναι το όργανον του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα την εμπαθή σου τέχνην, δηλαδή την γαστριμαργία και την καλοπέραση, και έτσι θα ημπορέσης ευκόλως να περικόψης τον όγκο των χρημάτων σου. Είναι βαρύ, πιστεύω, ενώ υπάρχει αυτή η τέχνη, να μην υπάρχει το όργανο. Διότι όποιος δεν απέβαλε το πρώτο, πώς θα ημπορέση να εκδιώξη το δεύτερο; Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Σωτήρ, κατά την συζήτησή του με τον πλούσιο νεανία, δεν τον προστάσσει αμέσως να αποβάλη τα χρήματα, αλλά προηγουμένως τον ερωτά εάν έχη τηρήσει τις εντολές του νόμου. Και όπως θα έκαμε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τον ερωτά: Εάν έμαθες τα γράμματα του αλφαβήτου, εάν εδιδάχθης τις συλλαβές, εάν έχης μάθει τουλάχιστον τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και στην τελειοτάτην ανάγνωση. Δηλαδή «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι». Και νομίζω ότι εάν δεν έδιδε την διαβεβαίωσιν ότι έχει εκτελέσει αυτά τα οποία του εζητήθησαν, δεν θα τον προέτρεπε προς την ακτημοσύνη. Διότι ποίος θα ημπορούσε να προχωρήση στην ανάγνωσιν, αφού δεν εγνώριζε να συλλαβίζη;
Είναι τέλειον αγαθόν η ακτημοσύνη, για όσους έχουν την δυνατότητα. Αυτοί που την υπομένουν, αισθάνονται στην σάρκα μίαν στενοχωρία, στην ψυχήν όμως έχουν άνεση. Όπως ακριβώς τα στερεά ενδύματα, εάν πατηθούν και περιστραφούν βιαίως, πλένονται και καθαρίζονται, έτσι και η δυνατή ψυχή, με την εκούσια πτωχεία γίνεται πολύ σταθερά. Αυτοί όμως που έχουν ασθενέστερον λογισμό, παθαίνουν το αντίθετο. Διότι μόλις ολίγον πιεσθούν, καταστρέφονται σαν τα εσχισμένα ενδύματα, χωρίς να ημπορούν να υπομείνουν την πλύση που προξενεί η αρετή. Και ενώ ένας είναι ο τεχνίτης, το τέλος των ενδυμάτων είναι διαφορετικό. Διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνο καθαρίζεται και ανανεώνεται. Θα ημπορούσε λοιπόν κανείς να ειπή ότι η ακτημοσύνη είναι κειμήλιον αγαθόν για όσους έχουν ανδρείον φρόνημα. Διότι αποτελεί χαλινόν των πρακτικών αμαρτημάτων.
Πρώτα όμως πρέπει κανείς να εξασκηθή με τους κόπους. Εννοώ την νηστεία, την χαμαικοιτία και την λοιπήν άσκηση και με τον τρόπον αυτό να αποκτήση αυτήν την αρετή. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, αλλά έσπευσαν αιφνιδίως να απορρίψουν την περιουσία των, ως επί το πλείστον μετενόησαν. Καλή λοιπόν η ακτημοσύνη, γι’ αυτούς που είναι συνηθισμένοι στις αρετές. Διότι, αφού απέβαλαν όλα τα περιττά, στρέφουν το βλέμμα προς τον Κύριον, ψάλλοντας καθαρώς το Θείον εκείνο λόγιον το οποίο λέγει: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι. Και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία (στην κατάλληλη στιγμή δηλαδή)». Και με άλλον τρόπο πάλιν ωφελούνται από την αποβολήν του πλούτου. Επειδή δεν έχουν τον νου των στους θησαυρούς της γης, ενδύονται την βασιλεία των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβεια αυτό που λέγει ο υμνωδός Δαυίδ. «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι (δηλαδή υπάκουος και χωρίς απαιτήσεις)». Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα, κάμνουν την εργασία τους και αρκούνται μόνο στις τροφές που έχουν ανάγκη για να ζήσουν, έτσι και οι εργάτες της ακτημοσύνης, Θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνον για την καθημερινήν τροφήν που χρειάζεται το σώμα. Αυτοί κρατούν το θεμέλιον της πίστεως. Προς αυτούς έχει λεχθή από τον Κύριο, να μη μεριμνούν για την αύριον, και ότι «τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Σε αυτά τα λόγια εβασίσθησαν, αφού είναι λόγια του Θεού και λέγουν με παρρησία το γραφικόν εκείνο λόγιον: «Επίστευσα, διό ελάλησα».
Αλλά και ο εχθρός, από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλυτέραν ήττα, διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψη. Επειδή οι περισσότερες από τις θλίψεις και τους πειρασμούς προέρχονται από τις χρηματικές ζημίες. Πράγματι, τι έχει να κάμη στους ακτήμονες; Τίποτε. Να κάψη χωράφια; Δεν έχουν. Να αφανίση τα ζώα τους; Ούτε από αυτά διαθέτουν. Να κάμη κακό στα φίλτατά των πρόσωπα; Αλλά και αυτά τα αποχαιρέτησαν προ πολλού. Είναι μεγίστη λοιπόν μάστιγα κατά του εχθρού, και πολύτιμος θησαυρός για την ψυχήν η ακτημοσύνη.
Αυτά σας τα λέγω για να σας ασφαλίσω από τον εχθρόν. Δεν αρμόζουν όμως οι λόγοι μου σε όλους, αλλά μόνον σε αυτούς που επιθυμούν τον μοναχικόν βίον. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι κατάλληλος μία και η αυτή τροφή για όλα τα ζώα, έτσι και σε όλους τους ανθρώπους δεν συμφέρει ο ίδιος λόγος. «Ου δει γαρ οίνον νέον», λέγει, «βαλείν εις ασκούς παλαιούς». Πράγματι, διαφορετικά διατρέφονται εκείνοι που εμφορούνται από την επιθυμία της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά εκείνοι που γεύονται την ασκητικήν και πρακτικήν ζωή, διαφορετικά δε, κατά την δύναμή τους, εκείνοι που ζουν στον κόσμο και επιδιώκουν τα έργα της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή από τα ζώα άλλα μεν ζουν στην ξηράν, άλλα στο ύδωρ και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι: άλλοι μεν κατέχουν τον μέσον τρόπον ζωής, όπως τα χερσαία, άλλοι δε ατενίζουν προς τα ύψη ωσάν τα πετεινά, άλλοι δε έχουν καλυφθή από τα ύδατα των αμαρτιών όπως οι ιχθύες. Διότι λέγει: «Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και κατεπόντισέ με καταιγίς πολλών αμαρτημάτων». Και αυτή μεν είναι η φύσις των ζώων. Εμείς όμως, αναπτερωμένοι σαν τους αετούς, ας ανέλθωμε στα υψηλότερα και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα». Ας γίνομε κύριοι εκείνου που κάποτε ήταν άρχοντας. Αυτό όμως θα το επιτύχωμε εάν όλην μας την διάνοια την προσφέρωμε στον Σωτήρα.
Ο πόθος αυτής της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεόν των όλων είναι που παρακινεί όσους θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογήν του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης. Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες και, ακολουθώντας το πατερικόν απόφθεγμα: «ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης», καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται αποκλειστικώς στον μεγαλειώδη αγώνα της ενώσεως με τον Θεόν. Αυτήν την οδόν ηκολούθησαν όλοι οι πατέρες του μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων ας αναφέρωμε τον ηγέτην και καθηγητήν της ερήμου Αντώνιον τον Μέγαν, ο οποίος από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτόν τον προβληματισμό. Δεν ήταν ακόμη είκοσι ετών όταν, καθώς επήγαινε μίαν ημέρα προς τον ναό, συγκέντρωσε τον νου του και περιπατώντας εσυλλογίζετο πώς οι μεν Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ηκολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε χριστιανοί των Πράξεων επωλούσαν τα υπάρχοντά των και τα έφερναν και τα άφηναν εμπρός στα πόδια των Αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους έχουν ανάγκη, ποία δε και πόση αμοιβή τους αναμένει στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν εσκέπτετο αυτά, εισήλθε στην Εκκλησία, και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμήν εκείνη το Ευαγγέλιον. Ήκουσε τότε τον Κύριο να λέγη προς τον πλούσιον: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ». Και ο Αντώνιος, επειδή είχε, ως από θείον χάρισμα, ζωντανήν μέσα του την μνήμην των αγίων, σαν να έγινε μόνο γι’ αυτόν το ανάγνωσμα, εξήλθεν αμέσως από την Εκκλησία, και τα μεν κτήματα που είχεν από τους προγόνους του (ήσαν περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα εχάρισε στους συγχωριανούς του, για να μην ενοχλήσουν σε τίποτε αυτόν και την μικρή του αδελφή με την οποίαν έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο των γονέων του. Όσα δε άλλα είχαν κινητά τα επώλησεν όλα, και, αφού συγκέντρωσε αρκετά χρήματα, τα έδωσε στους πτωχούς, κρατώντας μόνον ολίγα για την αδελφή του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησίαν ήκουσε να λέγη ο Κύριος στο Ευαγγέλιον: «Μη μεριμνήσητε περί της αύριον». Δεν άντεξε τότε να περιμένη άλλο, και αφού εξήλθεν εμοίρασε και εκείνα στους πτωχούς. Ενεπιστεύθη την αδελφή του σε γνωστές και εμπείρους παρθένους, και αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να ανατρέφεται, ήρχισεν ο ίδιος την ζωήν της ασκήσεως πλησίον της οικίας του, προσέχοντας στον εαυτόν του και ζώντας με καρτερίαν και υπομονήν. Αργότερα, ο πόθος που είχε προς τον Θεόν, τον οδήγησε στην βαθυτέραν έρημον, όπου κατέστη φωστήρ της οικουμένης… Αλλά και το ότι η φήμη του είχε επεκταθή παντού και εθαυμάζετο μεν από όλους, τον αγαπούσαν δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν ιδεί, είναι γνώρισμα της αρετής του και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος, καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα ούτε από την ανθρωπίνην σοφίαν ούτε από κάποια τέχνην, αλλά μόνον από την θεοσέβειάν του. Και κανείς δεν ημπορεί να αρνηθή ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού. Διότι ποίος, ενώ ήταν κρυμμένος και διέμενε στο όρος, θα εγίνετο πασίγνωστος και στην Ισπανία και την Γαλλία και την Αφρικήν, εάν δεν είχε μέσα του τον Θεόν, ο οποίος κάνει γνωστούς παντού τους ιδικούς τον ανθρώπους και μάλιστα το είχε υποσχεθή αυτό και στον Αντώνιον από την αρχή; Και αν αυτοί αποκρύπτουν την ζωή και τις πράξεις των και αν επιδιώκουν να διαφεύγουν της προσοχής των ανθρώπων, ο Κύριος όμως τους προβάλλει ενώπιον όλων ωσάν φώτα, ώστε και με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν όσοι πληροφορούνται περί αυτών, ότι οι εντολές είναι δυνατόν να κατορθωθούν, και έτσι να αυξάνουν τον ζήλο τους για την οδό της αρετής.
Αυτά όλα ας τα ακούσουν και οι άλλοι αδελφοί, για να μάθουν ποίος πρέπει να είναι ο βίος των μοναχών και να πεισθούν ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν», και εκείνους που τον υπηρετούν μέχρι τέλους” όχι μόνον στην Βασιλεία των Ουρανών τους οδηγεί, αλλά και στην παρούσα ζωήν, μολονότι αυτοί κρύπτονται και προσπαθούν συνεχώς να αναχωρούν, τους καθιστά παντού φανερούς και περιβοήτους τόσον για την αρετή τους όσον και για την ωφέλεια που προξενούν στους άλλους.
Και εάν χρειασθή, ας αναγνωσθούν αυτά και στους εθνικούς. Ώστε να αντιληφθούν, έστω και με αυτόν τον τρόπον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όχι μόνον Θεός είναι και Υιός του Θεού, αλλά ότι και εκείνοι που τον λατρεύουν γνησίως και πιστεύουν σ’ αυτόν ευσεβώς, δηλαδή οι χριστιανοί, αποδεικνύουν εμπράκτως ότι οι δαίμονες, τους οποίους αυτοί οι ειδωλολάτρες θεωρούν ως Θεούς, όχι μόνο δεν είναι θεοί, αλλά και καταπατούνται και καταδιώκονται από αυτούς ως πλάνοι και φθορείς των ανθρώπων, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 421 και εξής.
Επιμέλεια Δημήτρης Δημουλάς

Ομιλία εις την ΙΓ΄ Κυριακή του Λουκά Αρχιμανδρίτου Κοσμά Λαμπρινού

Πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των Ουρανών!»
Χρήμα! Πλούτος! Γενικά η ιδιοκτησία είναι έννοιες που για τη κατάκτηση των οποίων πολύς αγώνας έγινε και γίνεται. Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιθυμεί το χρήμα γιατί του εξασφαλίζει ανέσεις και χαρές της ζωής αυτής. Όμως ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι σκλάβος του χρήματος όπως ο νέος τον οποίο μας παρουσιάζει σήμερα ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς.
Ο νέος του Ευαγγελίου πλησίασε το Χριστό και τον ρώτησε πως θα κληρονομούσε την αιώνια ζωή. Ασφαλώς το ερώτημα αυτό είναι πολύ ωραίο γιατί αν δεν είχε μέσα του το «μικρόβιο» της φιλαργυρίας θα τον οδηγούσε στον ουρανό. Ο νέος όμως όταν άκουσε το Χριστό ότι πρέπει να δώσει όλη την περιουσία του στους φτωχούς, να ακολουθήσει το Χριστό με όλες τις συνέπειες που είχε αυτή η ακολουθία (διωγμούς δηλ.) και κατόπιν να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, «περίλυπος γενόμενος», όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής, διότι είχε τεράστια περιουσία, έφυγε από το Χριστό και πήγε στα πλούτη του. Έτσι ο Χριστός είπε ότι είναι δύσκολο ανθρωπίνως να μπει πλούσιος στον Παράδεισο. Δεν είπε ότι είναι αδύνατο. Και οι πλούσιοι αν αποκοπούν από τα πλούτη τους θα γίνουν πολίτες της βασιλείας των ουρανών.
Έτσι γεννάται ένα ερώτημα. Μήπως το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία του Χριστού είναι αντίθετη στον πλούτο και την ιδιοκτησία του ανθρώπου; Κάθε άλλο. Όπως βλέπουμε στην Παλαιά Διαθήκη, αρχικά, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων ο Θεός είπε στους πρωτοπλάστους να κατακυριεύουν (της γης), που σημαίνει ότι θα εργάζονται σ’ αυτήν και θα παίρνουν αμοιβή για τον κόπο τους. Ακόμα, πολύ καλύτερα, στην Καινή Διαθήκη, τώρα, και στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε ότι ο Θεός μακαρίζει αυτούς που δίδουν ελεημοσύνη. «Μακάριον εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35).
Για να δώσει όμως κάποιος σημαίνει ότι έχει. Για παράδειγμα οι άγιες Μυροφόρες που ήταν ευκατάστατες γυναίκες «διηκόνουν Αυτώ (τω Χριστώ) από των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8,3). Βοηθούσαν οι μυροφόρες από την περιουσία τους. Αλλά δυστυχώς ενώ αυτές έκαναν καλή διαχείριση του πλούτου που είχαν, ένας «μαθητής», που ήταν μάλιστα και ταμίας στην ομάδα των 12 Μαθητών του Χριστού όχι μόνο δεν βοηθούσε αλλά και έκλεβε από το ταμείο.
Ο Χριστός όμως ενώ το ίδιο το χρήμα δεν το καταδικάζει αυτό καθ’ εαυτό, για τους πλουσίους ομιλεί με τα πιο σκληρά λόγια. «Ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών» (Λουκ. 6,24), τους λέει. Όχι γιατί ο πλούτος είναι από μόνος του κακός, αλλά γιατί οι πλούσιοι εύκολα γίνονται δούλοι του χρήματος και ξεχνούν το Θεό.
Μη νομίζετε όμως ότι και η πτωχεία από μόνη της σώζει τον άνθρωπο, παρ’ όλο που ο Χριστός μακαρίζει τους πτωχούς με τα λόγια «μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Λουκ. 6,20). Και ο πτωχός αν δεν είναι ενωμένος με τη πίστη του Χριστού δεν μπορεί να σωθεί. Απλά έχει περισσότερες πιθανότητες σωτηρίας γιατί δεν θα είναι δεσμευμένος με τα βιωτικά αγαθά.
Σε τελευταία ανάλυση τόσο ο πλούτος όσο και η πτωχεία αν χρησιμοποιηθούν σωστά από τον άνθρωπο θα τον ωδηγήσουν στη βασιλεία των ουρανών. Άρα η Εκκλησία δεν απορρίπτει την ιδιοκτησία αλλά επισημαίνει τους κινδύνους που έχει ο πλούτος για την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Του λέει δηλ. ότι ο πλούτος κάνει τον άνθρωπο δούλο του χρήματος. Κι ενώ αυτός (ο πλούσιος) είναι κύριος, στην ουσία είναι δούλος του μαμμωνά. Κι ενώ ο χριστιανός πλούσιος πρέπει να είναι δούλος του Χριστού, στην ουσία είναι δούλος του χρήματος. Επίσης του επισημαίνει η Εκκλησία ότι το χρήμα μπορεί να τον βάλει σε μεγάλες περιπέτειες πνευματικού περιεχομένου. Μπορεί να τον ρίξει δηλ. στην αμαρτία. Γιατί το χρήμα είναι σαν το νερό. Όταν είναι ήρεμο δροσίζει και ζωογονεί τον άνθρωπο, όταν όμως είναι ορμητικό πνίγει και καταστρέφει ό,τι βλέπει στο δρόμο του. Έτσι και το χρήμα όταν διαχειρίζεται σωστά από τον άνθρωπο τον δροσίζει πνευματικά ενώ όταν κατακυριεύεται απ’ αυτό τον ρίχνει στην αδικία και στην αμαρτία.
Γιατί οι κυνηγοί του χρήματος εύκολα αδικούν τον πλησίον τους, εύκολα φοροδιαφεύγουν ή αμαρτάνουν ποικιλώνυμα τυφλωμένοι από τη λάμψη του χρυσού. Γι’ αυτό και ο Κύριος κάνει την μελαγχολική διαπίστωση «πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλεία του Θεού!». Δεν λέει ότι είναι αδύνατον να σωθούν και οι πλούσιοι αλλά ότι είναι πολύ δύσκολο, όσο δύσκολο είναι μια καμήλα να χωρέσει από τρύπα βελόνας.
Κι όμως ο Χριστός δεν αρνείται στους πλουσίους τη βασιλεία Του. Αρκεί κι αυτοί να χρησιμοποιούν το χρήμα όπως θέλει ο Χριστός. Και ο Χριστός αρχικά θέλει να μην κερδίζουμε περιουσίες με αθέμιτα μέσα αλλά με τον τίμιο ιδρώτα μας. Όχι κλέβοντας και αδικώντας τους συνανθρώπους μας, ούτε αδικώντας τον εργοδότη μας ή και τον εργάτη μας. Και δεύτερον χρησιμοποιώντας την περιουσία μας για το καλό των συνανθρώπων μας. Υπάρχουν πλούσιοι που θα μπορούσαν να θρέψουν ολόκληρους λαούς με τις περιουσίες τους και δεν το κάνουν. Αν το έκαναν αυτό η ελεημοσύνη τους αυτή θα τους έβαζε κατά το λόγο του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην βασιλεία του Θεού.
Στην κατοχή, και στην πόλη της Κοζάνης το 1942-43 ο πρώην Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος, αρχιμανδρίτης εκείνα τα χρόνια, έλεγε από άμβωνος ότι οι πλούσιοι που κρύβουν στα χρηματοκιβώτιά τους τις περιουσίες τους και δεν τις δίνουν για να σωθούν άνθρωποι που πέθαιναν τα χρόνια εκείνα από τη πείνα ήταν εγκληματίες. Μην νομίζετε όμως ότι μόνο τότε υπήρχε φτώχεια. Και σήμερα υπάρχει. Ίσως όχι σε τέτοια κατάσταση αλλά υπάρχει και πρέπει οι πλούσιοι της εποχής μας να βοηθούν τους ενδεείς ανθρώπους της εποχής μας. Να βοηθούν όσους έχουν ανάγκη βοηθείας γιατί τούτο θα αποτελέσει και ως ευχαριστία προς το Θεό που τους χάρισε την περιουσία.
Ο Θεός δεν έδωσε την περιουσία στον πλούσιο-στον κάθε πλούσιο- για να την κακοδιαχειρίζεται αλλά για να συντηρεί τις ανάγκες των συνανθρώπων του. Αδελφοί μου! Ο νέος του Ευαγγελίου δεν άκουσε τη σύσταση του Χριστού, δεν έβγαλε από μέσα του το σαράκι της φιλαργυρίας και έτσι έχασε την ευκαιρία να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Εμείς που ακούμε το Χριστό τι κάνουμε; Δίνουμε τα φθαρτά, που είναι τα χρήματα, για να αποκομίσουμε τα άφθαρτα της βασιλείας των Ουρανών; Δίνουμε τα παροδικά για να κερδίσουμε τα αιώνια; Κάνουμε σωστή χρήση του χρήματος; Αν ναι, σίγουρα θα κληρονομήσουμε αυτό που ποθεί κάθε ανθρώπινη ψυχή. Την αιώνια ζωή. Αμήν

Κυριακή ΙΓ΄Λουκά

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
Λκ. 18, 18 – 27

18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Ακούσαμε, σήμερα, την δέκατη Τρίτη Κυριακή του ευαγγελιστή Λουκά, αγαπητοί μου αδελφοί, την περικοπή με τον πλούσιο νέο, που ρώτησε τον Χριστό τί πρέπει να κάνει, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Την ίδια ερώτηση, όπως θυμάστε είχε κάνει και ο νομικός, στον οποίο απάντησε ο Κύριος με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Οδοδείκτης για τη σωτηρία τότε ήταν η τήρηση της εντολής της αγάπης. Και, σήμερα, ακούμε τον Ιησού να φανερώνει τις εντολές του μωσαϊκού νόμου ως οδοδείκτες σωτηρίας, και, ιδιαίτερα, τις εντολές που αφορούν τη μοιχεία, τον φόνο, την κλοπή, την ψευδομαρτυρία και την τιμή προς τους γονείς. Στην επιμονή του άρχοντα ότι φύλαξε από τα παιδικά του χρόνια τις εντολές αυτές, του λέει ο Ιησούς ότι μόνο ένα πράγμα ακόμα του λείπει. Να πουλήσει τα υπάρχοντά του, να τα μοιράσει στους φτωχούς, ώστε να αποκτήσει θησαυρό στον ουρανό και να τον ακολουθήσει. Ο νέος τότε λυπήθηκε βαθειά, καθώς ήταν πολύ πλούσιος. Βλέπουμε έτσι, πώς ο πλούτος μπορεί να γίνει εμπόδιο, για να κληρονομήσει κάποιος τη βασιλεία των ουρανών. Όπως ακριβώς ακούσαμε και την προηγούμενη Κυριακή, στην παραβολη του άφρονος πλουσίου. Του πλουσίου, που έκανε σχέδια να γκρεμίσει τις αποθήκες του και να χτίσει μεγαλύτερες, για να τρώει, να πίνει και να ευφραίνεται, σαν να ήταν αθάνατος. Έτσι, όταν ζήτησε την ψυχή του ο Θεός την ίδια νύχτα που έκανε τους μάταιους διαλογισμούς του, παρουσιάστηκε ενώπιον του Θεού με άδεια χέρια. Ανελεήμων και σκληρόκαρδος. Και κρίθηκε τελικά από τις ίδιες του τις πράξεις.
Για αυτό ακούσαμε τον Κύριο, σήμερα, να λέει στον πλούσιο νέο, γίνε ελεήμων και θα αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό. Βέβαια, όπως μας είπε ο πατήρ Παρθένιος την προηγούμενη Κυριακή είναι εύκολο να βρίσκουμε προφάσεις και να λέμε ότι εμείς δεν είμαστε πλούσιοι και πόσο ελεήμονες θα είμασταν, αν είχαμε πλούτο στα χέρια μας. Λοιπόν, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει η ελεημοσύνη μας όσο αυτή γίνεται από το υστέρημά μας, για να θυμηθούμε και το ευαγγελικό δίλεπτο της χήρας. Άλλωστε είναι παρατηρημένο ότι οι φτωχοί και οι πονεμένοι άνθρωποι, αυτοί είναι που δείχνουν την αγάπη τους με τον πιο συγκινητικό τρόπο, μοιράζοντας και στον αναγκεμένο πλησίον εξ όλης καρδίας ό,τι δύνανται.
Είναι σημαντικό πάντως να παρατηρήσουμε για άλλη μια φορά τη σύνδεση από τον Χριστό του πλούτου με την αιώνια ζωή, καθώς παρατηρεί βλέποντας τη λύπη του νέου, πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Μάλιστα λέει ότι πιο εύκολα περνάει μία καμήλα μέσα από την τρύπα της βελόνας παρά ένας πλούσιος στον παράδεισο. Και στην ένσταση των μαθητών του, τότε ποιός μπορεί να σωθεί, απαντά ο Χριστός ότι τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό. Δηλαδή, δεν πρέπει να απελπίζεται κανείς είτε πλούσιος είτε φτωχός, αρκεί να ελπίζει στο έλεος του Θεού. Άλλωστε η σωτηρία δικό του δώρο είναι. Με την ελεημοσύνη δεν εξαγοράζουμε τη σωτηρία μας, αλλά προσφέρουμε στον Θεό θυσία ευάρεστη, για την οποία μας αντιπροσφέρει το δικό Του έλεος.
Κλείνοντας, είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι ο πλούτος δεν είναι κακό πράγμα, όταν αποκτάται με τίμιο τρόπο, αλλά ευλογία του Θεού. Μία ευλογία, που μας εμπιστεύεται για να την αξιοποιήσουμε ως καλοί οικονόμοι. Δεν είναι εμπόδιο για τον παράδεισο ο ίδιος ο πλούτος αλλά η νοοτροπία που έχουν συνήθως οι πλούσιοι. Πώς δηλαδή θα τον αυξήσουν, γενόμενοι άπληστοι και αχόρταγοι σαν τον άφρονα πλούσιο, με αποτέλεσμα να βιώνουμε σήμερα την λεγόμενη οικονομική κρίση. Και όπως λένε άνθρωποι φωτισμένοι, δεν είναι κρίση οικονομική αλλά ηθική και πνευματική. Κρίση, που φανερώνει την αποστασία από τον Θεό, την κλειστότητα και τον εγωϊσμό των ανθρώπων. Γιατί, αν ακούγαμε και ζούσαμε το ευαγγέλιο, αν τηρούσαμε την εντολή του Χριστού διάδος πτωχοίς, η κρίση θα αποτελούσε παρελθόν στην ιστορία των ανθρώπων. Αυτός είναι και ο μοναδικό τρόπος θεραπείας της. Προς την κατεύθυνση αυτή ας αγωνιζόμαστε όλοι με την αγάπη μας, όσο για τη σωτηρία μας, ας την εναποθέσουμε με πίστη στην αγάπη και το έλεος του Τριαδικού μας Θεού.

http://stin-enoria.blogspot.com/2009/11/blog-post_28.html

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ' ΛΟΥΚΑ ( Λουκ 18, 18-27 ) ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ


Ο άρχοντας της συναγωγής που ήλθε «πειράζων» τον Χριστό στη σημερινή ευαγγελική διήγηση, ζούσε μέσα του ένα βασανιστικό πρόβλημα.
Αναζητούσε την αιώνια ζωή χωρίς να βρίσκει ικανοποίηση στους βαθείς του πόθους του. Γι' αυτό ρώτησε τον Χριστό «διδάσκαλε ἀγαθέ , τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω ;»
Από τον διάλογο που ακολούθησε φάνηκε ότι ήταν τηρητής κάποιων βασικών διατάξεων του Μωσαϊκού νόμου . «Τάς ἐντολάς οἶδας», του είπε ο Χριστός και του απαρίθμησε στη συνέχεια τις αρνητικές εντολές του νόμου καθώς και την εντολή που αναφέρεται στην τιμή του πατέρα και της μητέρας . «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου», ήταν η απάντησή του. Ενώ τηρούσε όλες τις διατάξεις του νόμου, δεν έβρισκε μέσα σ' αυτές την αιώνια ζωή. Έμενε ανικανοποίητος. Δεν αισθανόταν την εμπειρία της αιώνιας ζωής και γι' αυτό την αναζητούσε με αγωνία.
Πολλοί θα θεωρούσαν αυτόν τον άνθρωπο ως κάποιον που ψάχνει το μέλλον και χάνει το σήμερα. Αναζητά την αιώνια ζωή που αφορά, όπως νομίζουν, τη μετά θάνατο κατάστασή μας, ενώ θα έπρεπε ν' ασχολείται με τα καθημερινά πρακτικά προβλήματα. Σαν άνθρωπος του νόμου θα έπρεπε να δείξει ενδιαφέρον για τις εντολές που έχουν κοινωνικό περιεχόμενο. Για όλες αυτές τις εντολές η απάντησή του ήταν αποστομωτική « ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμιν ἐκ νεότητός μου» .
Δεν παραθεωρούσε τις εντολές που αφορούσαν τις κοινωνικές σχέσεις.
Δεν ήταν κλέφτης και σεβόταν τη ζωή των συνανθρώπων του.
Όμως ήταν ανικανοποίητος. Θα λέγαμε, ότι είχε κατανοήσει την ανεπάρκεια της ηθικιστικής θεωρήσεως του νόμου, την εξάντλησή του στην καλή εξωτερική συμπεριφορά. Κι ενώ η φαρισαϊκή συνείδηση έφθανε στο αδιέξοδο, ο Χριστός έδειξε την ολοκλήρωση του δρόμου. Στο « όλα αυτά τα εφύλαξα από την νεότητά μου» ο Χριστός του αποκρίθηκε : « ἔτι ἕν σοί λείπει» ώστε να γίνεις άριστος και να έχεις την βεβαιότητα, ότι θα κληρονομήσεις την αιώνια ζωή.
Πριν πούμε για το ένα που έλλειπε , ας κάνουμε κάποιες επισημάνσεις.
Ο « ἄρχων» που συζητούσε με τον Χριστό, ζούσε την ανεπάρκεια του ηθικισμού, ήταν εκκοσμικευμένος. Ο ηθικισμός είναι συνέπεια της εκκοσμίκευσης.
Είναι η καλλιέργεια μιας «ευσεβούς» επιφάνειας, ενώ η καρδιά είναι δέσμια του κόσμου. Ηθικιστής δεν είναι αυτός που αφιερώνει τη ζωή του στο Θεό, αλλά αυτός που είναι δέσμιος στον πλούτο του, δίνει στον Θεό μόνο ό, τι μπορεί να τον δείξει ενάρετο στα μάτια του κόσμου.
Αυτός όμως ο τρόπος ζωής δεν συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό, αλλά δημιουργεί αδιέξοδα .
Γενικά όταν λέμε «εκκοσμίκευση» εννοούμε την υποταγή του πιστού στην νοοτροπία του κόσμου, το χάσιμο της εσωτερικής ζωής και την υποκατάσταση του ανακαινιστικού έργου της εκκλησίας με μεθόδους του κόσμου. Μια κατηγορία «εκκοσμικευμένων» προτείνει : η εκκλησία να ελευθερωθεί από τους «τύπους» του παρελθόντος και να μετατρέψει το κήρυγμα της μετανοίας σε κήρυγμα που θα καταφάσκει στη ζωή.
Έργο της θα έπρεπε να είναι η αγάπη που υλοποιείται με πολύμορφη κοινωνική προσφορά και παρέμβασή της στα σημερινά προβλήματα του κόσμου.
Πίσω όμως από μια τέτοια νοοτροπία κρύβεται η αδυναμία μας να απαγκιστρωθούμε από τον πλούτο των απολαύσεων και των ανέσεων καθώς και η δίψα για κοινωνική προβολή και καταξίωση , Γι' αυτό και σαν κορυφαίο έργο της εκκλησίας κατανοούμε μόνο το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας. Ενώ όταν μας προβάλλουν την ολοκληρωτική εγκατάλειψη του κόσμου για τον Χριστό γινόμαστε περίλυποι, όπως ο σημερινός άρχοντας του ευαγγελίου.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι η φιλανθρωπία δεν είναι έργο της εκκλησίας. Αντίθετα, είναι έκφραση της ζωής της. Στην ορθόδοξη Παράδοση όμως οι κοινωνικές παρεμβάσεις συνδέονται με την εσωτερική καλλιέργεια που πραγματοποιούνται εν Πνεύματι Αγίω. Είναι απαύγασμα της αγάπης για τον άνθρωπο και τον κόσμο που πηγάζει από την ορθόδοξη άσκηση και το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.
Ο «άρχων» που ζητούσε να μάθει πως κληρονομείται η αιώνια ζωή, ήταν εσωτερικά δούλος στα υλικά που κατείχε νόμιμα.
Δεν μπορούσε να «σταυρώσει» τον κόσμο, γιατί σ' αυτόν στήριζε την ανικανοποίητη ζωή του. Ο Χριστός γνωρίζοντας τη μεγάλη του εξάρτηση από τον πλούτο, του επεσήμανε, ότι το ένα που του έλλειπε, ήταν η απελευθέρωσή του από αυτόν. Ο λόγος αυτός του Χριστού ήταν βαρύς για τον άρχοντα της συναγωγής γι' αυτό «περίλυπος ἐγένετο».
Η λύπη του μοιάζει με την κατάθλιψη πολλών που δεν μπορούν να αντέξουν την ατμόσφαιρα της εκκλησίας, την άσκηση που δεσμεύει την ψυχή από τα πάθη . Η εκκοσμίκευση έχει παραλύσει τα νεύρα της ψυχής μας. Συμβιβάζονται με τον «άρχοντα του κόσμου ετούτου».
Οι δικές μας εξαρτήσεις μας γεννούν το ερώτημα : « τίς δύναται σωθῆναι;»
Η απάντηση του Χριστού είναι κατηγορηματική «τά άδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστί»
Αντί να κάνουμε τα πάθη μας ιδεολογία και θεολογία για να δικαιολογούμε τους εαυτούς μας, ας θέσουμε με ταπείνωση αλλαγής την αδυναμία μας στον Θεό.

π.Γ.Στ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ ΛΟΥΚΑ«Διάδος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ»



«Διάδος πτωχοίς και  έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρον ακολούθει μοι»
Αγαπητοί  μου αδελφοί,
Στην σημερινή  ευαγγελική  περικοπή, η οποία αποτελεί τον χρυσούν κανόνα της μεγάλης διδασκαλίας του Θεανθρώπου Ιησού, καταγράφονται η αγάπη και η αγαθοεργία, μεγάλες  αρετές  που πρέπει ο κάθε χριστιανός να πράττει, χωρίς διάκριση σε κάθε άνθρωπο πού έχει την ανάγκη και χρήζει της  βοήθειας του.
Η αγάπη προς όλους τους ανθρώπους  χωρίς διάκριση, μάλιστα δε προς στους δυστυχείς και πτωχούς και πονεμένους, είναι η αληθινή αρετή και συνθήκη απαραίτητος δια την  απόκτηση  της κληρονομιάς των αιωνίων και αφθάρτων αγαθών· «διάδος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ».
Ο πλούσιος της  σημερινής ευαγγελικής περικοπής, ενώ  τηρούσε κατά γράμμα τις δέκα  εντολές, έλλειπε  όμως από αυτόν η πρώτη και μεγάλη εντολή, η εντολή της αγάπης.
Στην ψυχή του η αγάπη προς τους πτωχούς και ταλαιπωρημένους ανθρώπους ήταν ξένη και ως εκ τούτου ήταν σκληρός  και απάνθρωπος, δεν αγαπούσε τους πτωχούς, δεν  ήταν φιλόπτωχος, φιλεύσπλαχνος, φιλάνθρωπος.
Αν και είχε  ακούσει  την διδασκαλία  του Σωτήρος Χριστού και ζητούσε επιμόνως από τον Κύριο να γνωρίσει το πως θα κερδίσει την βασιλεία των ουρανών, εν τούτοις δεν απαρνείται  τον πλούτο, αλλά δέσμιος αυτού κινείται ζητώντας τα  πρόσκαιρα  και μάταια αγαθά, αγνοώντας το «μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σής και βρώσις αφανίζει και όπου  κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι».
Η προσήλωσή του προς τα εφήμερα  και πρόσκαιρα αγαθά  του κόσμου τούτου  είχαν σκληρύνει την καρδιά του και δεν ήθελε να πιστέψει ότι όλα  εδώ στη γη μένουν και ότι «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».
Διά τον νομομαθή και πλούσιο αυτό νέο δεν υπήρχε ούτε πτωχός, ούτε ταλαίπωρος, ούτε δυστυχής  άνθρωπος· μόνο τον εαυτό του σκέπτεται και  δεν πονά κανένα, μα κανένα συνάνθρωπό του, δεν πονά και δεν συμμερίζεται τον πόνο και την δυστυχία του πτωχού αδελφού του.
Ο πλούσιος αυτός αλλά και άρχοντας του λαού δεν ενεργεί και δεν πράττει εκείνα που λέγει ο νόμος του Θεού: «αγαπήσεις  τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Δεν γνωρίζει την αρετή της  φιλοπτωχίας, δεν πράττει, όπως οφείλει κατά τον νόμο, την αρετή της φιλανθρωπίας, της ελεημοσύνης.
Η φιλανθρωπία, η μεγάλη αυτή αρετή με  την οποία ο άνθρωπος κερδίζει την ουράνιο βασιλεία, είναι δι΄αυτόν ξένη. Στην προτροπή από τον φιλάνθρωπο Κύριο ότι, «ένα ακόμη σου λείπει, πώλησε όλα όσα έχεις και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς και έλα να με ακολουθήσεις», αυτός κλαίει και λυπάται, διότι ήταν «πλούσιος σφόδρα».
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, που αποτελεί τον χρυσούν κανόνα της  μεγάλης διδασκαλίας του Κυρίου μας, καλεί τον άνθρωπο της κάθε  εποχής,  και  ιδιαίτερα τον  χριστιανό που  γνωρίζει το άγιο ευαγγέλιο, να δείξει  την αγάπη προς  τους πτωχούς, εάν θέλει να κερδίσει την αιώνιο βασιλεία.
Η φιλοπτωχία είναι αρετή μεγάλη, την οποία οφείλει να εκτελεί ο χριστιανός χωρίς καμία διάκριση και  μάλιστα πρέπει η φιλοπτωχία  να γίνεται κατά το θέλημα  του πρώτου και μεγάλου Φιλανθρώπου  του Ιησού Χριστού, ο Οποίος πτώχευσε δια να  πλουτίσει τον παραπεσόντα στην αμαρτία  άνθρωπο και να τον ενώσει με τον  ουράνιο Πατέρα Του.
Δεν αρκεί όμως μόνο να προσφέρει κανείς υλική βοήθεια στον πτωχό και αδύναμο άνθρωπο, αλλά η προσφορά αυτή πρέπει να γίνεται μετά πολλής  προσοχής και διάκρισης και με μεγάλη μυστικότητα κατά το πρόσταγμα του Κυρίου Ιησού: «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η  δεξιά σου».
Δυστυχώς πολλοί πλούσιοι πολλές φορές ευεργετούν τους πτωχούς, όχι από αγάπη αλλά για επίδειξη και υπερηφάνεια, από ιδιοτέλεια, και με τελικό σκοπό το πώς να φανούν στον περίγυρό τους ότι  είναι ελεήμονες, είναι φιλάθρωποι, είναι φιλόπτωχοι και ενεργούν κατά το΄Αγιον Ευαγγέλιο.
Οι άνθρωποι αυτοί ομοιάζουν με τον άρχοντα πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, ο οποίος «περίλυπος εγένετο, ήν γάρ πλούσιος σφόδρα», καθώς και με τον τυπολάτρη και κομπορρήμονα Φαρισαίο, οποίος με ελαφρά την συνείδηση έλεγε: «εγώ δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ».
Ας γνωρίζουν οι άνθρωποι αυτοί ότι την βοήθεια την οποίαν προσφέρουν στους πτωχούς, δια να φανούν ότι κάμνουν έργο φιλανθρωπίας, δεν είναι αγνή, δεν είναι ταπεινή, δεν είναι ευάρεστη στον Θεό και δεν ωφελεί τελικά την ψυχή τους: «Αμήν γάρ λέγω  υμίν, ότι απέχουσι από τον μισθόν αυτών».
Ευτυχείς είναι οι άνθρωποι εκείνοι, που από ειλικρινή αγάπη συντρέχουν και βοηθούν τους πτωχούς και ανακουφίζουν τις δυστυχίες τους: «Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ».
Ο φιλόπτωχος και ο ευεργετικός άνθρωπος λαμβάνει πλούσια την αμοιβή και ανταπόδοση, ενώ αντίθετα ο άσπλαχνος και εδώ στη γη τιμωρείται αλλά και κατά την μέλλουσα κρίση θα  στερηθεί των αιωνίων αγαθών: «κρίσις», λέγει η αγία Γραφή, «τω μη ποιήσαντι έλεος».
Ο Πτωχεύσας δια τον άνθρωπο Κύριος δεν καταδικάζει τον πλούτο, αλλά καταδικάζει την κακή χρήση του πλούτου, καταδικάζει τον άνθρωπο εκείνο που δεν συμμερίζεται τον αδελφό του στην ανάγκη του, στην θλίψη του, στην στενοχώρια του.
Ο άνθρωπος αυτός δεν κάνει καλή χρήση των αγαθών που του έδωσε ο Δωροδότης Θεός και μάλιστα δεν τα  αξιοποιεί κατά το ευαγγέλιο και δεν κάμνει πράξη το «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι και ο έχων βρώματα ομοίως ποιήτω».
Εάν ο άνθρωπος, ο πλούσιος άνθρωπος, πράξει  κατά το ευαγγέλιο και βοηθήσει τον πτωχό συνάνθρωπό του, τότε  πραγματικά αισθάνεται χαρά και αγαλλίαση ότι έκαμε μία καλή και θεάρεστη πράξη.
Αντιθέτως, εκείνος ο άνθρωπος πού έχει και κατέχει και δεν ανταποκρίνεται στην εντολή της αγάπης, μένει ξένος και μακριά από την πραγματικότητα αυτής της ζωής, και μάλιστα εν γνώσει του, δεν ακολουθεί την προσταγή του Κυρίου το «δεύρο ακολούθει μοι.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Η φιλοπτωχία, την οποία μας καλεί να πράξουμε η σημερινή ευαγγελική περικοπή, είναι αρετή μεγάλη και εκδήλωση καθαρή της χριστιανικής αγάπης και μάλιστα κατά τους πατέρας της Εκκλησίας μας Μέγα Αντώνιο, Μέγα Βασίλειο, Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Ιωάννη τον Ελεήμονα…. είναι το κλειδί δια να ανοίξει κανείς την είσοδο του Παραδείσου.
Δια τούτο ας  μη περιφρονούμε τους  πτωχούς και αδυνάτους συνανθρώπους μας, εάν θέλουμε και επιζητούμε και εμείς να έχουμε θησαυρό στους ουρανούς. Αλλά χωρίς καμία διάκριση να ανοίγουμε την πόρτα μας σ΄εκείνους που την κτυπούν και ζητούν την βοήθεια μας, δια να ανοίξει και για εμάς διάπλατα η πύλη του παραδείσου την ημέρα εκείνη την μεγάλη και φωταυγή.
Το «διάδος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ», οι λόγοι αυτοί του Θεανθρώπου Ιησού ας πληρούν τις καρδίες μας όλες τις ημέρες της επί γης παρουσίας μας, εάν θέλουμε να έχουμε αναφαίρετο θησαυρό στους ουρανίους θαλάμους.
ΑΜΗΝ.
Ο.Λ.Κ.Α.Π./ΠΗΓΗ

Κυριακή ΙΓ’ Λουκά – Ο πλούσιος νέος

Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ιη΄ 18-27
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Ο πλούσιος νέος

Διάθεση θυσίας

Ο πλούσιος νέος είχε μεγάλα πνευματικά ενδιαφέροντα. Ήταν κι άρχοντας της Συναγωγής και είχε μεταφυσικές αναζητήσεις. Μόλις λοιπόν αντίκρισε τον Κύριο, Τον πλησίασε και με ισχυρό ενδιαφέρον Τον ρώτησε: Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Κι ο Κύριος του απάντησε: Γιατί με ονομάζεις «αγαθό», αφού νομίζεις ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος; Κανείς δεν είναι απολύτως αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός. Γνωρίζεις τις εντολές! Να μη μοιχεύσεις· να μη φονεύσεις· να μην κλέψεις· να μην ψευδομαρτυρήσεις· να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Εκείνος ξαφνιασμένος από την απροσδόκητη αυτή απάντηση είπε με απορία: Μα όλα αυτά τα φύλαξα από τα παιδικά μου χρόνια! Ένα σου λείπει ακόμη, ανταπάντησε ο Κύριος. Πούλησε την περιουσία σου, μοίρασέ την στους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό· κι έλα να με ακολουθήσεις. Αυτός όμως όταν το άκουσε αυτό, λυπήθηκε πολύ. Διότι ήταν πολύ πλούσιος και δεν ήθελε να αποχωρισθεί τα πλούτη του. Κι έφυγε από το Χριστό.
Πώς όμως αρνήθηκε την προτροπή του Κυρίου ο νέος αυτός, ο οποίος είχε τόσο μεγάλες πνευματικές αναζητήσεις; Είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την αιωνιότητα, κάτι που δεν έχουν οι πολλοί άνθρωποι, που ζουν μόνο για τις ηδονές και την ύλη. Ήθελε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Και γι’ αυτό από τα παιδικά του χρόνια αγωνιζόταν να τηρεί τις εντολές του Θεού. Κι έψαξε να βρει τον κατάλληλο διδάσκαλο για να πάρει απάντηση σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα. Διότι προσδοκούσε ότι ο Κύριος θα μπορούσε να τον οδηγήσει με ασφάλεια στην αιώνια ζωή. Περίμενε λοιπόν ν’ ακούσει κάτι ιδιαίτερο και ανώτερο από αυτά που έκανε. Όταν όμως πήρε την απάντηση αυτή, ξαφνιάστηκε. Αυτός είχε ζωή καθαρή, είχε πίστη, είχε αναζητήσεις, δεν είχε όμως αυτογνωσία και διάθεση θυσιαστικής υπακοής. Επιθυμούσε την άλλη ζωή, αλλά ήταν κυριευμένος από το φοβερό πάθος της φιλαργυρίας. Κι ενώ στην αρχή φάνηκε πρόθυμος να ακούσει τις οδηγίες του Κυρίου και να τις εφαρμόσει, στη συνέχεια όταν του τέθηκε το δίλημμα, ή ο Χριστός ή ο χρυσός, προτίμησε τα πλούτη του κι αρνήθηκε την αιώνια Βασιλεία.
Δεν αρκεί λοιπόν μόνο να πιστεύουμε και να ποθούμε την αιώνια ζωή. Δεν αρκεί να έχουμε πνευματικά ενδιαφέρονται και να ακούμε θρησκευτικές ομιλίες, δεν μας εξασφαλίζει το γεγονός ότι πολλοί έχουμε από τα παιδικά μας χρόνια τηρήσει κάποιες βασικές εντολές. Μπορεί κάποιο πάθος μας να αποβεί καταστροφικό για τη σωτηρία μας, εάν δεν έχουμε διάθεση υπακοής και θυσίας. Γι’ αυτό χρειάζεται να μάθουμε να υπακούμε στις εντολές του Θεού. Σε όλες κι όχι μόνο σ’ εκείνες που θέλουμε. Εάν θέλουμε να είμαστε γνήσιοι μαθητές του Χριστού, πρέπει να Τον ακολουθούμε όπου μας καλέσει, θυσιάζοντας τα πάντα γι’ Αυτόν, όσο κι αν αυτό μας φαίνεται δύσκολο ή ακατόρθωτο.

Με τη χάρη του Θεού

Όταν ο Χριστός είδε το νέο να φεύγει τόσο πολύ λυπημένος, είπε: Πόσο δύσκολα θα μπουν στη Βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν χρήματα! Είναι ευκολότερο μία καμήλα να περάσει από τη μικρή τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά να μπει ένας πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού. Εκείνοι τότε που το άκουσαν αυτό, απόρησαν: Μα τότε ποιος μπορεί να σωθεί; Κι ο Κύριος απάντησε: Εκείνα που είναι αδύνατο να γίνουν με την ασθενική δύναμη του ανθρώπου, αυτά είναι κατορθωτά και δυνατά με τη Χάρη του Θεού.
Η Χάρις του Θεού λοιπόν κάνει δυνατά όχι μόνο τα δύσκολα αλλά και τα αδύνατα. Διότι μόνο με τη Χάρη του Θεού μπορεί ο πλούσιος να απαγκιστρωθεί από την προσκόλλησή του στα πλούτη του. Βέβαια και γενικότερα όλες οι προσκολλήσεις στα διάφορα πάθη που έχουν οι άνθρωποι μόνο με τη Χάρη του Θεού μπορούν να υπερνικηθούν. Ο Κύριος τονίζει όμως την προσκόλληση στον πλούτο, επειδή αυτή δημιουργεί πολύ μεγάλη εξάρτηση. Αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο και τον κυριεύει. Τον ταυτίζει με την ύλη και τον σκληραίνει πολύ. Γι’ αυτό ο Κύριος μας εξηγεί ότι η απεξάρτηση από τα πλούτη είναι αδύνατη με τις φτωχές μας ανθρώπινες δυνάμεις και δυνατή μόνο με τη Χάρη του .
Γενικότερα όμως όλοι μας, σ’ όποιο πάθος κι αν έχουμε κάποια αδυναμία, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι στο δρόμο προς τη Βασιλεία του Θεού χρειαζόμαστε όλοι μας τη Χάρη του Θεού. Μόνο με τις δικές μας δυνάμεις τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε κανένα πάθος. Διότι η πνευματική ζωή είναι ζωή υπερφυσική, είναι θαύμα χάριτος του Θεού. Το να αποκολληθεί η καρδιά του ανθρώπου από την ύλη, τον κόσμο και τη σάρκα και να στραφεί προς το Θεό και τα ουράνια αποτελεί θαύμα της Χάριτος του Θεού. Η θεία Χάρις μας απαλλάσσει από τα πάθη μας, μας κινεί σε μετάνοια, μας καθαρίζει, μας αναγεννά, μας αγιάζει. Εμείς κάνουμε το ελάχιστο, προσφέρουμε τη διάθεσή μας, και το μεγάλο και ακατόρθωτο το εργάζεται η Χάρις του Θεού. Ας κάνουμε λοιπόν εμείς το ελάχιστο, για να μας προσφέρει ο Θεός το άπειρο, την παντοδύναμη Χάρη του.
Από το περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τ. 1989

Ὁλοκληρωμένοι ἢ μισοὶ χριστιανοί; (Λουκ. 18, 18-27)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)



Κυριακὴ ΙΓ’ Λουκᾶ

Εἶναι συμπαθὴς ἡ περίπτωση τοῦ Ἰουδαίου ἄρχοντα ποὺ ἔχοντας τηρήσει ἀπὸ τὴ νεότητά του ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ρωτάει τὸν Ἰησοῦ, τί τοῦ μένει ἀκόμη νὰ κάνει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τί κρατᾶ συνήθως τὸν ἄνθρωπο γερὰ δεμένο στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾶ: « Ἕνα σοῦ λείπει ἀκόμη, πούλησε τὴν περιουσία σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς· ἔτσι θὰ ἔχεις θησαυροὺς στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις στὸ δύσκολο δρόμο τοῦ σταυροῦ».

Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτὸς ἄρχοντας ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον τηροῦσε τὸ Νόμο κι εἶχε μέσα του τὴν ἐπιθυμία τῆς τελειότητας. Ὁ Νόμος ὅμως τῆς Π. Διαθήκης καταλήγει, ὁλοκληρώνεται καὶ κορυφώνεται στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Κι ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ δὲν συνίσταται μόνο στὴν τήρηση τῶν βασικῶν ἐντολῶν ἀλλὰ στὴν πλήρη ἀποδέσμευση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατᾶ κολλημένο στὸ χῶμα ἀφ’ ἑνὸς καὶ στὸ ὁλοκληρωτικὸ δέσιμό του στὸ Θεό, ἀφ’ ἑτέρου. Ἡ στάση τοῦ πλούσιου αὐτοῦ Ἰουδαίου ποὺ λυπήθηκε βαθύτατα γιὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔφυγε μὴ μπορώντας νὰ τὴν ἀκολουθήσει, δείχνει πόσο δύσκολο εἶναι νὰ δοθεῖ κανεὶς ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Κι ἀκόμη μαρτυρεῖ πόσο εὔκολο εἶναι νὰ δημιουργεῖ μιὰ ψεύτικη ἱκανοποίηση μέσα στὴν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἱκανοποίηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν τήρηση ὁρισμένων, ἔστω βασικῶν ἐντολῶν.

Πιστεύει κανεὶς πολὺ γρήγορα ὅτι ξόφλησε τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ νὰ τηρήσει μερικὲς τυπικὲς διατάξεις, μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσει κανονικὰ ὅλες τὶς νηστεῖες, μὲ τὸ νὰ ἐκκλησιάζεται πυκνά, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι παραβάτης τῶν βασικῶν ἐντολῶν. Σὲ μιὰ κρίσιμη ὅμως στιγμὴ τῆς ζωῆς του ποὺ καλεῖται νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὰ χρήματά του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὴν κοινωνικὴ ἢ ἐπαγγελματικὴ θέση του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἐπίγειους δεσμούς του, δὲν θυσιάζει τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ Θεό, ἀποδείχνοντας ἔτσι ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του καλύπτει ἕνα μόνο μέρος τῆς ζωῆς του, αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά, κι ὄχι τὸ σύνολό της, κι ὄχι ὅλο τὸ βάθος της· ὅτι συνίσταται στὴν ἀνώδυνη τήρηση ἐντολῶν κι ὄχι στὴν ὀδυνηρὴ ὑποταγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς δὲν κατηγορεῖ τὸν εὐσεβῆ συνομιλητή του γιὰ ὅ,τι ἔκανε, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι παρέλειψε νὰ κάνει· δὲν τὸν κατακρίνει γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί βλέπει ὅτι αὐτὲς δὲν ἐντάσσονται στὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμό του στὸ Θεὸ κι εἶναι μεμονωμένες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, ἄν καὶ- κατὰ πάντα- σωστὲς καὶ ἀξιέπαινες. Βλέπει ἀκόμη ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ ζωὴ του μέσα στὴν κοινωνία· ὅτι ὁ δρόμος ποὺ τὸν φέρνει στὸ Θεὸ δὲν περνάει μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀδελφῶν καὶ δὲν διασταυρώνεται μὲ τοὺς δρόμους τῶν συνανθρώπων του. Εἶναι ἕνας μονόδρομος ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἱκανοποίηση μέσα στὴ συνείδησή του, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος δὲν δέχεται συμβιβασμούς, ὑποκρισίες καὶ ψευτιές.

Στὴν περικοπὴ μᾶς ὑπογραμμίζονται τρεῖς κυρίως ἀλήθειες:

1) Ὁ Θεός, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀπόλυτη ἀπαίτηση ἀπ’ ὅλους, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ μονόπλευρες ἐκδηλώσεις· ζητάει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι μόνο μερικὲς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις, μερικὲς ἀρετές του, μερικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν του.

2) Ἐκεῖνο ποὺ ἐμποδίζει τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσκόλληση στὸν ἐπίγειο θησαυρισμό.

3) Αὐτὸ ποὺ φαίνεται δύσκολο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ εἶναι δηλ. ὄχι μερικὰ ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένος στὸ Θεό, γίνεται εὔκολο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βίωση καὶ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς χάρης μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν «τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό», τότε ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ εἶναι πράγμα ἀκατόρθωτο καὶ ἀπραγματοποίητο

Ἡ κλῆσις τοῦ νεανίσκου (Λουκ. ιη΄18-27)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)



 Ὁ Κύριος κατὰ τὴν εὐλογίαν τῶν παιδιῶν εὑρίσκετο εἴς τινα οἰκίαν ἐν Περαίᾳ. «Ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν» ἐξελθόντος δηλαδὴ Αὐτοῦ ἐκ τῆς οἰκίας ταύτης καὶ βαδίζοντος πρὸς Ἱεροσόλυμα (1) «προσδραμὼν» τρέξας πρὸς Αὐτὸν «προσελθὼν» καὶ πλησιάσας «εἷς νεανίσκος καὶ γονυπετήσας αὐτῷ ἠρώτα λέγων˙ Διδάσκαλε ἀγαθὲ τί ποιήσω» τί νὰ κάμω «ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» ἵνα ἀποκτήσω τὴν αἰώνιον ζωήν; Ὁ προσελθὼν οὗτος νεανίσκος ἦτο «ἄρχων» ἐπίσημός τις λόγῳ κοινωνικῆς θέσεως, τὴν ὁποίαν κατεῖχεν ἢ λόγῳ τοῦ πλούτου του. Προσέρχεται μετὰ ζήλου ὡς φαίνεται ἐκ τῶν λέξεων «προσδραμὼν» καὶ «γονυπετήσας».

Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ˙ «Tί μὲ ἐρωτᾷς περὶ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τί λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰμὴ εἷς ὁ Θεός». Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται, ὅτι εἶναι Θεός, διότι δὲν λέγει «δὲν εἶμαι ἀγαθός», ἀλλὰ διορθώνει ἐσφαλμένην ἀντίληψιν τοῦ νεανίσκου, τὴν ἑξῆς: Ὁ νεανίσκος βλέπων τὸν Χριστὸν ὡς ἁπλοῦν ἄνθρωπον καὶ διδάσκαλον ὀνομάζει αὐτὸν «ἀγαθὸν» καὶ ταυτοχρόνως ζητεῖ ἀπὸ Αὐτὸν τί «ἀγαθὸν» πρέπει νὰ πράξῃ, ἵνα εὕρη τὴν «αἰώνιον ζωὴν» τὴν εὐτυχίαν του. Ὁ νεανίσκος δηλαδὴ ὀνομάζων διὰ τῆς αὐτῆς λέξεως «ἀγαθὸς» τὸν ὡς ἄνθρωπον νομιζόμενον ὑπ' αὐτοῦ Ἰησοῦν καὶ τὴν ὑψίστην ἐντολήν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἐπιτύχῃ τὴν αἰώνιον ζωήν, συγχέει ἄνθρωπον καὶ Θεὸν καὶ νομίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ δώσῃ τὴν εὐτυχίαν εἰς ἄλλον ἄνθρωπον. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: Ἡ εὐτυχία δὲν πηγάζει ἀπὸ ἄνθρωπον, ὅπως μὲ νομίζεις. Ἡ «αἰώνιος ζωὴ» εἶναι ἡ ἐν τῷ Θεῷ εὐτυχία. Αὕτη ὡς τοιαύτη ἔχει πηγὴν τὸν Θεόν.

Ὁ Κύριος οὕτω κατευθύνας τὸν νεανίσκον λέγει: «εἰ θέλεις εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν» ἂν θέλῃς νὰ ἀποκτήσῃς τὴν μακαριότητα «τήρει τὰς ἐντολάς». Αἱ θεῖαι ἐντολαὶ εἶναι ἔκφρασις τοῦ θείου θελήματος, ἑπομένως εἶναι ἀγαθαί, εἶναι τὸ ὕψιστον ἀγαθόν, τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου θὰ εὕρῃς τὴν «αἰώνιον ζωὴν» τὴν εὐτυχίαν σου. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἑβραϊκὸς Νόμος εἶχε διατυπωθῆ ὑπὸ τῶν Γραμματέων καὶ Ραββίνων εἰς 613 ἐντολάς, ὁ νεανίσκος ἀπαντᾷ˙ «ποίας» ἐντολὰς ἀπὸ ὅλας αὐτὰς πρέπει νὰ τηρῶ κατὰ προτίμησιν; Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου. Ὁ νεανίσκος νομίσας, ὅτι τοῦ ὑπελείπετο ἔργον τι, τὸ ὁποῖον θὰ ἔκαμε διὰ τῶν πολλῶν χρημάτων τοῦ ἀπαντᾶ. «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου» αὐτὰ τὰ ἔκαμα ἀπὸ μικρὸ παιδί˙ «τί ἔτι ὑστερῶ;» τί ὑπολείπεται, ἵνα τέλειος γίνω; Πράγματι ὁ νεανίσκος ἦτο εἰλικρινὴς καὶ εἶχε φυλάξει αὐτὰ ἔστω κατὰ τὸν πρὸ Χριστοῦ βαθμὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ, διότι κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον «ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ» παρατηρήσας αὐτὸν συμπαθῶς «ἠγάπησεν αὐτὸν» τὸν ἐξετίμησεν.

Ὁ Κύριος «εἶπεν αὐτῷ˙ ἕν σοι ὑστερεῖ» ἓν πρᾶγμα σοῦ λείπει˙ «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι» ἐὰν θέλῃς, νὰ γίνῃς τέλειος «ὕπαγε, πώλησον τὰ ὑπάρχοντα, δὸς πτωχοῖς» δῶσε αὐτὰ ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς «καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν Οὐρανῷ» καὶ θὰ ἀποκτήσῃς Οὐράνιον θησαυρόν, ἀμοιβὴν πλουσίαν δηλαδὴ μετὰ θάνατον. Δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ πλήρης πτωχεία, διότι τοιαύτην εἶχον καὶ πρὸ Χριστοῦ φιλόσοφοί τινες. Πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν Χριστόν. Διὰ τοῦτο λέγει ὁ Κύριος: «δεῦρο, ἀκολούθει μοι» ἔλα κοντά μου. Ἡ κλῆσις αὕτη εἶναι οὐχὶ γενικὴ δι' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰδικὴ διὰ τὸν νεανίσκον. Ὁ Κύριος συνιστᾷ τοιαύτην αὐταπάρνησιν εἰς τὸν νεανίσκον, διότι οὗτος ἦτο πλεονέκτης καὶ ἤθελε νὰ γίνῃ ἄνθρωπος τέλειος. Ἡ πλεονεξία του ἀλλὰ καὶ ἡ κατὰ βάθος ἀγαθότης του φαίνεται ἐκ τῶν ἑξῆς: «ἀκούσας ὁ νεανίσκος τὸν λόγον» τοῦτον τοῦ Κυρίου δὲν ὠργίσθη, ἀλλὰ «στυγνάσας, σκυθρωπάσας ἀπῆλθε περίλυπος λυπούμενος» ἔφυγε λυπημένος «ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα» ἦτο πολὺ πλούσιος «ἔχων κτήματα πολλὰ» λέγουν οἱ Εὐαγγελισταί. Μεγάλος πειρασμὸς εἶναι ὁ πλοῦτος, διότι ἐνέκρωσε τὴν ἀγαθὴν διάθεσιν τοῦ ζηλωτοῦ νεανίσκου!

«Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον» λυπηθεὶς ἐκ τούτου καὶ «περιβλεψάμενος» ἰδὼν γύρω Του, ἵνα διεγείρῃ τὴν προσοχὴν τῶν παρισταμένων, λέγει εἰς τοὺς μαθητάς Του: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν» σᾶς δηλῶ, «ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται» δυσκόλως πλούσιος θὰ εἰσέλθῃ «εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» καὶ κατὰ τὸν Μᾶρκον ἀκριβέστερον «πὼς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν!» Πόσον δύσκολον εἶναι ἡ εἴσοδος τῶν πλουσίων εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν! Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὰ χρήματα, δὲν εἶναι πολῖται τοῦ Οὐρανοῦ! Ὁ Κύριος προσθέτει πόσον δύσκολον εἶναι αὐτὸ καὶ λέγει: «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν». Κάμηλος ἐνταῦθα εἶναι τὸ ζῷον ἡ κάμηλος ἢ ἡ κάμιλος τὸ καραβόσχοινον. Κάμηλος εἶναι ὁ πλούσιος μὲ τὰ πολλά του λεπτὰ διὰ τὸν ὄγκον καὶ τὸ ξένον φορτίον του, ὅμοια πρὸς τὸ τῆς καμήλου. «Τρυμαλιὰ ραφίδος» τρύπα βελόνης εἶναι ὁ στενὸς δρόμος τοῦ πλουσίου διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον ἡ φορτωμένη κάμηλος νὰ διέλθῃ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης, κατὰ παρόμοιον τρόπον εἶναι ἀδύνατον οἱ πλεονέκται πλούσιοι ἄνευ μετανοίας διὰ τῆς θείας βοηθείας νὰ εἰσέλθωσι διὰ τῆς στενῆς ὁδοῦ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, διότι τὰ καθήκοντα τῶν πλουσίων εἶναι περισσότερα καὶ δυσκολώτερον ἐκτελοῦνται.

Οἱ παρευρισκόμενοι ἐκεῖ ἄνθρωποι καὶ «μαθηταὶ ἀκούσαντες ἐθαμβοῦντο» ἐξεπλήσσοντο, διότι ἐνόμιζον τὸν πολὺν πλοῦτον ὡς δεῖγμα θείας εὐνοίας καὶ ὄχι ὡς πειρασμόν. Οὗτοι «περισσῶς ἐξεπλήσσοντο» ὑπερβολικὰ ἠπόρουν «λέγοντες πρὸς ἑαυτοὺς» μεταξύ των «καὶ τίς δύναται σωθῆναι;» τίς δύναται νὰ σωθῇ, ἀφοῦ ἄλλοι εἶναι πλούσιοι, ἄλλοι ἀγαποῦν τὸν πλοῦτον. Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας» μὲ προσοχὴν δηλαδὴ παρατηρήσας «εἶπεν αὐτοῖς» ἀπήντησεν εἰς αὐτούς: «Παρ' ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ τῷ Θεῷ πάντα δυνατά». Τόση εἶναι ἡ δύναμις τοῦ πλούτου, ὥστε μόνον ὁ Θεὸς δύναται νὰ μᾶς ἀποσπάσῃ ἀπὸ αὐτόν, ἂν θελήσωμεν καὶ ἡμεῖς.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπαντᾷ: «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθησαμέν σοι• τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» ποία ἡ ἀμοιβή μας; Ποῖα πάντα ἀφῆκεν ὁ Πέτρος; Δίκτυα, πλοῖον, κάλαμον! Ζητεῖ μισθόν! Ὁ Κύριος ἀμείβει καὶ τὴν ὀλίγην αὐταπάρνησιν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς˙ ἀμὴν λέγω ὑμῖν» σᾶς δηλῶ «ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκαλουθήσαντές μοι» ὅτι σεῖς οἱ ἀκόλουθοί Μου « ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθήσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ». «Παλιγγενεσία» εἶναι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου. Δώδεκα φυλαί, τὰς ὁποίας θὰ κρίνωσιν οἱ Ἀπόστολοι καθήμενοι ὡς δικασταί, εἶναι ὄχι μόνον οἱ κατὰ σάρκα, ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ πνεῦμα ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, Ἰουδαῖοι καὶ Χριστιανοί, θὰ δικάσωσι δὲ οἱ Ἀπόστολοι διὰ τοῦ βίου των σιωπηρῶς, διότι ἐφήρμοσαν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἄλλοι ἠμέλησαν.

Κατόπιν ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γενικώτερον καὶ λέγει: «Οὐδείς ἐστιν, ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς» οὐχὶ δι' ἄλλον λόγον, ἀλλὰ «ἕνεκεν ἐμοῦ» πρὸς χάριν Μου «καὶ ἕνεκεν τοῦ Εὐαγγελίου, ἐὰν μὴ λάβῃ» ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς θὰ λάβῃ «ἑκατονταπλασίονα» ἑκατὸν φορὰς περισσότερα «νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ» εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον «οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγρούς», θὰ λάβῃ δὲ ταῦτα καὶ ἐδῶ «μετὰ διωγμῶν» ἐν μέσῳ διωγμῶν «καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ» εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν θὰ λάβῃ «ζωὴν αἰώνιον» αἰώνιον μακαριότητα. Ἡ ἀμοιβὴ θὰ εἶναι ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, διότι ὁ πιστὸς θὰ εὕρῃ 100 φορὰς περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀφῆκεν. Ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς πνευματικοὺς θὰ εὕρῃ ὁ πιστὸς πολλοὺς τόσον ἐδῶ ὅσον καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Παρ’ ὅλους τοὺς διωγμοὺς θὰ ὑπάρξῃ μεγάλη ἀμοιβὴ ὄχι μόνον εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Καὶ οἱ διωγμοὶ μνημονεύονται ὡς δωρεά, διότι «ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον εἰς Αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ Αὐτοῦ πάσχειν» κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον. Φιλιπ. 1,29.

Ὁ Κύριος θέλων νὰ τονίσῃ, ὅτι ὁ κληθεὶς πιστὸς πρέπει νὰ παραμείνῃ μέχρι τέλους εἰς τὴν πίστιν του, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναί τις μεγαλύτερος εἰς τὴν θέσιν ἢ τὰ χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα ἐγνώρισε τὸν Χριστόν, μικρότερος ὅμως εἰς τὴν πίστιν λέγει: « Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι μεγαλύτερος, δὲν ἕπεται, ὅτι εἶναι καὶ καλλίτερος. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κληρονομική. Ὁ Νεανίσκος ἦτο πρῶτος ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Φιλάργυρος ὅμως ὢν καὶ μὴ ὑπακούσας εἰς τὴν κλῆσιν ἔγινε τελευταῖος. Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν τελευταῖοι ἀπὸ κοινωνικῆς ἀπόψεως. Ὑπακούσαντες ὅμως καὶ τὰ πάντα ἀφήσαντες, ἔγιναν πρῶτοι.


Θέμα : Τὸ ψεῦδος — Ἀλήθεια.

Μία ἐκ τῶν ἄλλων ἐντολῶν, τὰς ὁποίας συνέστησεν ὁ Κύριος εἰς τὸν νεανίσκον, εἶναι καὶ τὸ «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» δὲν πρέπει νὰ λέγωμεν ψέμματα. Δὲν ὑπάρχει χειροτέρα καὶ περισσότερον διαδεδομένη ἀσθένεια ἀπὸ τὸ ψεῦδος. Δὲν ὑπάρχει ἑπομένως ἀναγκαιότερον φάρμακον ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὰ δύο.

Α.' Ψ ε ῦ δ ο ς . Τοῦτο ἔχει ποικίλας μορφάς. Εἶναι ἁπλοῦν, διπλοῦν, πολλαπλοῦν. Ἁπλοῦν εἶναι ὅταν ἄλλα λέγουν τὰ χείλη καὶ ἄλλα ἡ καρδία. Διπλοῦν εἶναι ἡ διπλοπροσωπία ἤτοι ἄλλα λέγομεν ἐμπρὸς ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἄλλα ὄπισθέν του. Πολλαπλοῦν εἶναι, ὅταν διὰ τὸ ἴδιον πρόσωπον ἄλλο λέγεις εἰς τὸν Α καὶ ἄλλο εἰς τὸν Β. Ἂς ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὸ πρῶτον.

Ἁπλοῦν ψεῦδος. Ἄλλα ἤκουσες καὶ ἄλλα λέγεις. Ἄλλα εἶδες καὶ ἄλλα μαρτυρεῖς. Ἄλλα πράττεις καὶ ἄλλα περισσότερα καλὰ καὶ ὀλιγώτερα κακὰ ὁμολογεῖς. Ἄλλα πιστεύεις μέσα σου καὶ ἄλλα ὑπάρχουν εἰς τὰ χείλη σου. Ἐπάνω εἰς τὸν θυμόν σου ἢ εἰς τὸν ἐνθουσιασμόν σου ποσάκις δὲν εἶπες ψέμματα; Κατὰ τὴν ἀκατάσχετη φλυαρίαν σου διηγούμενος διάφορα γεγονότα πόσες φορὲς δὲν προέβης εἰς διαφόρους ἐκδόσεις ἐπηυξημένας, διὰ νὰ ἀπόδειξῃς, ὅτι ἔχεις πνεῦμα καὶ νὰ προκαλέσῃς τὰ γέλια; Ἐπάνω εἰς τὸ ὑλικόν σου συμφέρον ποσάκις δὲν ἐψεύσθης, διὰ νὰ μὴ χάσῃς τὸν πελάτην σου; Ἐπάνω εἰς τὸν ἐγωισμόν σου ποσάκις δὲν ἐψεύσθης, διὰ νὰ μὴ εἴπῃς κάτι σωστὸν τὸ ὁποῖον θὰ σοῦ ἔδιδε ταπεινὸν φρόνημα, συντριβήν; Χειρότερον ὅμως εἶναι τὸ ψεῦδος εἰς τὴν διπλοπροσωπίαν.

Ἡ διπλοπροσωπία. Εἶσθε μία παρέα καὶ ὡς θέμα συζητήσεως ἔχετε πρόσωπόν τι ἀπόν. Λέγονται κατ' αὐτοῦ τὰ ἐξ ἁμάξης. Ἐμφανίζεται τὸ πρόσωπον αὐτό; Ἀρχίζουν οἱ λιβανισμοί του! Εἶσθε μία παρέα ἀπὸ φίλους ἢ φίλες. Τὰ λόγια σας εἶναι ἀμοιβαῖα θυμιάματα. Φεύγει ἓν μέλος τῆς παρέας. Ἀρχίζουν τὰ ξομπλιάσματα. Πόθεν τοῦτο; Τὸ πρόσωπον τοῦ κρινομένου εἶναι σπαθὶ μαγικό, χειρότερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου γλῶσσαν. Σοῦ μεταμορφώνει τὰ πάντα. Σὲ κάμνει μικρὸ παιδί, ὥστε νὰ τὸν θυμιᾷς, ὅταν εἶναι ἐμπρός σου, ἐνῷ λέγεις ὅσα παίρνει ἡ σκοῦπα, ὅταν εἶναι ἀπόν. Γίνεσαι γουστέρα ὅταν εἶναι ἐνώπιόν σου καὶ λεοντάρι, ὅταν εἶναι μακράν σου. Ἡ διπλοπροσωπία σὲ μεταβάλλει εὐκολώτατα διὰ τῶν ψευδολογιῶν σου ἀπὸ γουστέρα εἰς λεοντάρι καὶ ἀπὸ λεοντάρι εἰς γουστέρα. Τὸ ψεῦδος σὲ κάμνει κατὰ τὴν διπλοπροσωπίαν σου δειλὸν καὶ φλύαρον. Ἀλλὰ καὶ ἡ δειλία σου καὶ ἡ φλυαρία σου σὲ σπρώχνουν εἰς τὴν διπλοπροσωπίαν αὐτήν. Σὲ ὁδηγεῖ ἡ δειλία σου εἰς τὸ ψεῦδος, διότι δὲν τολμᾷς νὰ εἴπῃς ἐνώπιόν του τὴν ἀλήθειαν. Σὲ ὠθεῖ ἡ φλυαρία σου νὰ ψεύδεσαι, διότι δὲν μπορεῖς νὰ συγκράτησῃς τὴν γλῶσσαν σου. Καλά! δὲν σέβεσαι τὴν ἀπουσίαν τοῦ κρινομένου, δὲν σέβεσαι τὴν παρουσίαν του, ἀναλογιζόμενος τί εἶπες, ὅταν ἦτο ἀπὼν καὶ τί λέγεις τώρα; Δὲν σέβεσαι τουλάχιστον τὸν ἑαυτόν σου ; Χειροτέρα ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν διπλοπροσωπίαν εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ ψεύδους τῆς πολυπροσωπίας.

Ἡ Π ο λ υ π ρ ο σ ω π ί α. Διὰ τὸ ἴδιον πρόσωπον ἄλλα λέγομεν ἐνώπιόν του, ἄλλα εἰς ἄλλον τινὰ καὶ διαφορετικὰ εἰς τρίτον. Εἶσαι ὑφιστάμενος καὶ ἔχεις τὸν προϊστάμενόν σου. Ἄλλα λέγεις ἐνώπιόν του, ἄλλα λέγεις εἰς συνάδελφόν σου φιλικῶς διακείμενον πρὸς αὐτὸν καὶ ἄλλα εἰς ἄλλον, ὁ ὁποῖος διάκειται ἐχθρικῶς πρὸς αὐτόν. Σοῦ ἀρέσει νὰ συμφωνῇς μὲ ὅλους πλὴν τοῦ ἑαυτοῦ σου. Οἱ τοιοῦτοι λέγονται πολιτικάντες. Κοροϊδεύουν ὅλους. Ὁμοιάζουν σὰν τοὺς ἀράπηδες τῶν καπνοδόχων, οἱ ὁποῖοι στρέφονται πρὸς τὴν ἑκάστοτε διεύθυνσιν τῶν ἀνέμων. Καπνὸν ἔχουν μέσα τους, παφιλένιοι εἶναι ἀπ' ἔξω, ἀράπηδες εἶναι μέσα καὶ ἔξω!

Κάποτε εἴς τι χωρίον δύο ἀντίδικοι μετέβησαν εἰς τὸν οἰκεῖον εἰρηνοδίκην πρὸς ἐκδίκασιν τῆς διαφορᾶς των. Καὶ οἱ δύο ἀντίδικοι, ἀλλὰ χωριστὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον ἀνέφερον τὰς ἀπόψεις των καὶ κατέθετε ἕκαστος εἰς τὸν Εἰρηνοδίκην τὸ σχετικὸν φιλοδώρημα. Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀκούσας τὸν πρῶτον καὶ ἰδὼν τὸ γενναῖον φιλοδώρημά του εἶπεν εἰς αὐτόν: Ἔχεις δίκαιον. Μετ' ὀλίγον ἔρχεται ὁ δεύτερος ἀντίδικος κομίζων καὶ αὐτὸς γενναῖον φιλοδώρημα. Ἐκθέτει τὴν ἄποψίν του. Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀπαντᾷ καὶ εἰς αὐτόν: Ἔχεις δίκαιον. Ἡ παροῦσα τότε γυναῖκα του ἐρωτᾷ τὸν Εἰρηνοδίκην, ποιός ἐκ τῶν δύο ἔχει δίκαιον; Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀπαντᾷ : Καὶ σὺ ἔχεις δίκαιον! Κωμικὸν εἶναι τὸ παράδειγμα; Τέτοια εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολυπρόσωποι. Πόσοι ἐκ τῶν μειδιασάντων δὲν θὰ εἶναι ἔνοχοι; Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τὸ μειδίαμα ἂν ἦτο δάκρυ, θὰ ἦτο καταλληλότερον διὰ τὸν λυτρωμόν μας. Ποῖον τὸ φάρμακον; Ἡ ἀλήθεια!

Β'. Ἡ Ἀ λ ή θ ε ι α. Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι διὰ νὰ εἴπουν τὴν ἀλήθειαν πρέπει νὰ ὑβρίσουν. Ὄχι. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρά, ὄχι ὅμως καὶ ὕβρις. Διὰ τοῦτο ἔχει ἀνάγκην ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀλήθειαν βοηθήματός τινος καὶ τοῦτο εἶναι ἡ εὐγένεια, ἵνα γίνῃ δεκτή. Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν πρέπει νὰ ἔχῃ δύο πράγματα: θάρρος καὶ εὐγένειαν. Θάρρος διὰ νὰ λεχθῇ καὶ φανῇ, εὐγένειαν διὰ νὰ εἰσακουσθῇ.

Θάρρος! Μεγάλο θάρρος μέχρι ἀγῶνος χρειάζεται ἐπάνω εἰς τὸν θυμόν σου καὶ εἰς τὸν ἐνθουσιασμόν σου, νὰ εἶσαι ἀκριβὴς εἰς τὰ λόγια σου καὶ εἰλικρινὴς εἰς τὸν ἄλλον, νὰ εὕρῃς καὶ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν. Μεγάλο θάρρος μέχρι ἀγῶνος χρειάζεσαι, ὅταν ἀπὸ τὴν παρέαν ἀνάβῃ ἡ φλυαρία καὶ πρόκειται νὰ θέσῃς χαλινόν τινα ἀληθείας εἰς τὴν γλῶσσαν σου. Μεγάλον θάρρος μέχρι αὐτοθυσίας χρειάζεσαι νὰ εἴπῃς εἰς τὸν πελάτην σου, πότε θὰ εἶναι ἕτοιμον τὸ παραγγελθὲν φόρεμα ἢ ἔπιπλον. Μέγα θάρρος χρειάζεται νὰ λέγῃς εἰς τὸν φίλον σου τὴν ἀλήθειαν. Μεγαλύτερον ὅμως θάρρος χρειάζεσαι, ὄχι μόνον ὅταν δὲν λέγῃς ψέμματα, ἀλλὰ καὶ ὅταν διευκολύνῃς τοὺς ἄλλους νὰ μὴ σοῦ λέγουν ψέμματα. Τοῦτο θὰ γίνῃ, ὅταν δὲν σοῦ κακοφαίνεται, διότι σοῦ λέγουν τὴν ἀλήθειαν, ὅταν δὲν σοῦ ἀρέσουν αἱ κολακεῖαι. Τὸ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν, εἶναι θάρρος, ἀλλὰ πολλάκις καὶ ἐγωισμός. Τὸ νὰ σοῦ εἴπουν τὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ τὴν δεχθῇς καὶ μάλιστα, ὅταν διευκολύνῃς τοὺς ἄλλους πρὸς τοῦτο, εἶναι μεγαλύτερον θάρρος, διότι εἶναι καὶ ταπείνωσις.

Εὐγένεια! Ἀλλὰ τὸ γλύκασμα τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ εὐγένεια. Πόσην ἀλήθειαν καὶ εὐγένειαν πραγματικὴν ἔχεις, ὅταν λέγῃς εἰς τὸν πελάτην σου πότε ἀκριβῶς θὰ εἶναι ἕτοιμη ἡ παραγγελία του! Πόσην εὐγένειαν ἔχεις, ὅταν δὲν ἔχῃς φλυαρίαν, ἀλλὰ ὀλίγα καὶ σωστὰ λόγια! Πόση εὐγένεια εἶναι, ὅταν ἤρεμος ἀπὸ θυμὸν καὶ ὑπερβολικὸν ἐνθουσιασμόν, λέγῃς τὴν ἀλήθειαν! Πόσην εὐγένειαν καὶ θάρρος ἔχει ἡ σιωπή σου, ἵνα μὴ εἴπῃς ψευδῆ πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν πιστεύεις. Ὅταν σιωπᾷς, διὰ νὰ μὴ εἴπῃς ψέμματα, πόσον θάρρος, ἀλλὰ καὶ εὐγένειαν ἔχεις! Ὅταν ἐρωτώμενος διὰ ἕνα πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον δὲν γνωρίζεις, ἀπαντᾷς δὲν ξέρω, πόσον θάρρος καὶ εὐγένειαν δεικνύεις! Πόσον θάρρος καὶ εὐγένειαν δεικνύεις, ὅταν δὲν φαίνεσαι διπρόσωπος, ἀλλὰ σιωπᾷς ἢ μὲ τρόπον εὐγενῆ λέγεις εἰς τὸν φίλον σου τὴν πραγματικήν σου γνώμην! Πόσην εὐγένειαν ἔχεις, ὅταν δὲν εἶσαι πολυπρόσωπος, ὅταν δὲν θέλῃς νὰ κοροϊδεύῃς τοὺς ἄλλους συμφωνῶν δῆθεν μὲ ὅλους! Εὐγένεια καὶ θάρρος δεικνύεις, ὅταν φροντίζῃς νὰ εὑρίσκῃς τρόπους γλυκεῖς διὰ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν. Οὔτε θράσος, ὥστε νὰ ὑβρίζῃς, οὔτε δειλία, ὥστε νὰ μὴ λέγῃς τὴν ἀλήθειαν. Ἀλλὰ θάρρος καὶ εὐγένειαν.

Κλασσικὸν παράδειγμα θάρρους καὶ εὐγενείας πρὸς τὴν ἀλήθειαν εἶναι τὸ κάτωθι. Ὁ Διόνυσος, ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν, ἐπεδεικνύετο ὡς ποιητής. Ἡμέραν τινὰ ἐκάλεσε τὸν ποιητὴν Φιλόξενον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπαγγέλλει τὸ ποίημά του καὶ ζητεῖ τὴν γνώμην του. Ὁ ποιητὴς ὁμολογεῖ ὅτι τὸ ποίημα δὲν ἀξίζει. Ὁ ποιητὴς φυλακίζεται εἰς τὰς «Λατομίας», ὑγρὰς φυλακὰς ἐντὸς βράχου τινός. Μετὰ καιρὸν καλεῖται ὑπὸ τοῦ ἰδίου Τυράννου ὁ εἰς τὰς φυλακὰς εὑρισκόμενος. Φιλόξενος καὶ εἰς ἔνδειξιν δῆθεν ἐκτιμήσεως παραθέτει εἰς αὐτὸν πλουσίαν τράπεζαν. Κατὰ ταύτην ὁ Τύραννος πάλιν ἀπαγγέλλει ποίημά του καὶ ζητεῖ τὴν γνώμην τοῦ ποιητοῦ Φιλοξένου. Ὁ Φιλόξενος ἐγείρεται διὰ νὰ φύγῃ. Ὁ Τύραννος τὸν ἐρωτᾷ, ποὺ πηγαίνει. Ἐκεῖνος ἀπαντᾷ. Εἰς τὰς Λατομίας. Οἱ παριστάμενοι ἐγέλασαν. Πόσην εὐγένειαν καὶ ἀλήθειαν ἔδειξεν ὁ Φιλόξενος! Ἐπροτίμησε νὰ φυλακισθῇ παρὰ νὰ μὴ εἴπῃ τὴν ἀλήθειαν. Πόσον θάρρος! Πηγαίνει μόνος του εἰς φυλακὴν σιωπῶν. Πόση εὐγένεια! Ἂς ἔχωμεν θάρρος μέχρι αὐτοθυσίας, εὐγένειαν μέχρι σιωπῆς. Ἰδοὺ ἡ ποικιλία καὶ εὐκολία τοῦ ψεύδους, ἡ δυσκολία καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀληθείας. Ἂς λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...