ΑΜΦΙΕΣΙΣ -
ΕΞΑΧΡΕΙΩΣIΣ - ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΣ…
Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ἀπεκδύεται
τόν παλαιό του ἑαυτό ἐνώπιον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τόσο καί περισσότερο καλύπτει
διά τοῦ ἐνδύματος τό σῶμα του, δηλαδή τόν ἔμψυχον ναόν τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν
κάποια πράγματα εἰς τήν ζωή καί εἰς τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν
δικλεῖδες ἀσφαλείας γιά τήν συνοχή, τήν ὀρθή πορεία καί τήν ἀνάπτυξι τῆς ἴδιας
τῆς κοινωνίας. Σέ περίπτωσι πού ἕνας ἤ περισσότεροι ἤ καί ὁμάδες ὁλόκληρες ἀνθρώπων
περιφρονοῦν τούς κανόνες αὐτούς καί ἐφαρμόζουν τά ἀντίθετα, τότε νομοτελειακῶς ἐπέρχεται
ἡ κοινωνική ἀλλοίωσις καί αὐτός ὁ ὄλεθρος.
Ἄνευ ἀντιρρήσεως,
μία τέτοια «βαλβίδα ἀτομικῆς καί βεβαίως κοινωνικῆς ἀσφαλείας», πού εἰς τάς ἡμέρας μας ἔχει σχεδόν ἀχρηστευθῆ, εἶναι ἡ ἐνδυμασία. Ἡ ἐνδυμασία
καί ἡ ἐμφάνισις, ὄχι μόνον τῶν γυναικῶν, ἀλλά καί τῶν ἀνδρῶν οὐ μήν ἀλλά καί αὐτῶν
τῶν ἐφήβων ἀκόμη καί τῶν μικρῶν παιδιῶν. Τό θέμα αὐτό εἶναι ἄκρως σοβαρό καί
στήν οὐσία του πνευματικό. Διά τοῦτο μέ συνοχή καρδίας καί πόνο γιά τό σημερινό
κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου πού ὡδήγησε στόν ἐκφυλισμό πού ὅλοι βιώνομε, θά ἐγγίξωμε
τό θέμα τῆς σεμνότητος, τῆς σωστῆς ἐνδυμασίας καί τῆς ἐν γένει ἀξιοπρεποῦς ἐμφανίσεως
καί συμπεριφορᾶς.
Δυστυχῶς,
ὄχι μόνον οἱ μακράν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, ἀλλά καί αὐτοί πού λέγουν ὅτι πιστεύουν
καί ὅτι ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησίαν, παρουσιάζουν ἐπί τοῦ θέματος τέτοιαν σύγχυσιν
πού ἀκούονται νά ὑποστηρίζουν ὅτι τό θέμα τῆς ἀμφιέσεως δέν ἔχει σχέσι μέ τήν Εὐαγγελική
διδασκαλία. Βεβαίως, μέ τήν θέσι τους αὐτή ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ἔχουν κἄν γεῦσι
ἀπό Ὀρθόδοξη πνευματικότητα.
Ἀλλά
πρίν περάσωμε εἰς τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί εἰς τό τί διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἄς
ρίξωμε μία σύντομη ματιά εἰς τό τί διδάσκουν οἱ σοφοί πρόγονοί μας. Ἐδῶ πλέον
δέν μᾶς ἐλέγχουν οἱ Ἅγιοι, ἀλλά οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι πού δέν ἐγνώριζαν τήν
Χάρι τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Πλάτων
γράφει: «Θεωρῶ χαμένον, ἐκεῖνον πού ἔχασε τήν αἰδῶ», δηλαδή τήν ἐντροπήν. Ὁ δέ Ἡρόδοτος
ὑποστηρίζει ὅτι: «Ὅταν ἡ γυναῖκα ἀποβάλῃ τόν χιτῶνα, ἀποβάλει καί τήν αἰδῶ».
Καί ὁ Πλούταρχος θά τονίσῃ: «Ἡ μυαλωμένη γυναῖκα οὔτε τόν πῆχυ τοῦ χεριοῦ της
δέν ἀφήνει ἐλεύθερο γιά νά τόν βλέπουν δημοσίᾳ». Ὁμολογουμένως, θά ἀρκοῦσαν αὐτές
οἱ φράσεις πού ἐσημειώσαμε ἐκ τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γραμματείας, ὥστε νά λήξῃ
κάθε περαιτέρω συζήτησις «τοῖς νοῦν ἔχουσι» περί τοῦ θέματος.
Ὅμως γιά
νά θαυμάσωμε τούς «Χριστιανούς» πρό Χριστοῦ, ἄς κλείσωμε τήν παράγραφο τῶν
προγόνων μας μέ τούς σοφούς γίγαντες τοῦ πνεύματος, Σωκράτη καί Ἀριστοτέλη. «Ὅποιος
δέν σέβεται τήν αἰδῶ, πρέπει νά τιμωρῆται μέ τήν μεγαλυτέρα τῶν ποινῶν, διότι
τοῦτο θεωρεῖται ἀσθένεια τῆς Πόλεως», διδάσκει ὁ ἁπάντων ἀνδρῶν σοφώτερος
Σωκράτης. Ὁ δέ Ἀριστοτέλης ἐδίδασκε στόν μαθητή του Μέγα Ἀλέξανδρο: «Τό χρῶμα τῆς
ἐντροπῆς (κόκκινον) εἶναι τό ὡραιότερον».
Ἀλλά ἐάν
αὐτά ἐδίδασκαν οἱ σοφοί καί οἱ φιλόσοφοι, ἐμπνεόμενοι ἐκ τοῦ «σπερματικοῦ
λόγου» καί γνωρίζοντες ἄριστα τήν δομήν τῆς κοινωνίας καί τούς κανόνες τῆς εὐπρεποῦς
συμπεριφορᾶς πού διέπουν μία πολιτισμένη κοινωνία, ἄς σκεφθοῦμε τό κατάντημα τῶν
σημερινῶν λεγομένων Χριστιανῶν, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά τους διαφέρει
παρασάγγας ἀπό τήν συμπεριφορά ἐκείνων πού ἐλάτρευαν «τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ»!
Καί μιᾶς
καί ἀναφερθήκαμε εἰς τόν Ἀριστοτέλη καί εἰς τόν Μέγα Ἀλέξανδρο, γιά ὅσους ἰσχύει
ὁ Εὐρυπίδειος μακαρισμός «ὄλβιός ἐστιν ὅστις ἱστορίας ἔσχε μάθησιν», θά
γνωρίζουν καί τό περιστατικό μέ τόν βασιλέα Φίλιππο καί πῶς ἡ διακριτική
παρατηρητικότης ἑνός αἰχμαλώτου σέ μία ἄκρως προσωπική λεπτομέρεια τῆς ἐμφανίσεως
τοῦ Ἄνακτος τῆς Μακεδονίας τοῦ ἔσωσε τήν ζωήν.
Ἀναφερόμεθα
εἰς τό περιστατικόν κατά τό ὁποῖον ὅταν κάποτε εἶχαν συλληφθῆ πολλοί αἰχμάλωτοι
καί ἐνῷ ὁ Φίλιππος ἐκάθητο σέ μία ὄχι εὐπρεπῆ στάσι ἔχοντας ἀνασηκώσει τήν
χλαμύδα του, ἕνας ἀπό τούς αἰχμαλώτους ἐφώναξε: «Λυπήσου με Φίλιππε, εἶμαι
φίλος σου ἀπό τόν πατέρα σου». Ὅταν ὁ Φίλιππος τόν ἐρώτησε «πότε ἔγινες ἐσύ
φίλος καί πῶς;», ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Θέλω νά σοῦ τό πῶ ἀπό κοντά». Καί ὅταν τόν ἔφεραν
κοντά, τοῦ εἶπε: «Κατέβασε λίγο τήν χλαμύδα, διότι ἔτσι
ὅπως κάθεσαι ἐκθέτεις τόν ἑαυτόν σου». Καί ὁ Φίλιππος εἶπε: «Ἀφῆστε τον.
Πράγματι, δέν ἤξερα πώς σκέπτεται σωστά γιά μένα καί εἶναι φίλος».
Ἐπιπροσθέτως
δέ, θά πρέπῃ νά γνωρίζωμε καί νά ἀπαντοῦμε πρός ὅσους ἀνερυθριάστως προβάλλουν τά γυμνά ἀγάλματα
γιά νά στηρίξουν τήν δική τους ἀδιαντροπιά, μέ ἐκεῖνο πού εἶναι ἱστορικῶς ἀποδεδειγμένο:
Ὅτι ἡ γυμνότης τῶν ἀγαλμάτων ἐπεκράτησε εἰς τήν Ἑλλάδα μετά τήν πτῶσι τῆς ποιότητος τοῦ
πολιτισμοῦ μέ ὅλα τά ἐθνικά, πνευματικά καί κοινωνικά ἐπακόλουθα. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια
ἡ κοινωνιολογική πραγματικότης ἀποδεικνύει πώς μέ γυμνά σώματα οἱ ἄνθρωποι ἐμφανίζονται σέ λαούς ἀπολιτίστους.
Φυσικά,
τήν ἀναίδεια ἀκολουθεῖ ἡ ἀχαλίνωτος γενετήσιος ἀκολασία. Ὅσοι δέ ἀρνοῦνται αὐτήν
τήν πραγματικότητα φαίνεται πώς ἔχουν παύσει νά ζοῦν ἐντός τῶν πραγματικῶν
διαστάσεων τῆς ζωῆς καί ἔχουν περάσει εἰς τόν χῶρον τῆς ψυχοσωματικῆς ἀνεπαρκείας
μεταλασσόμενοι, προϊόντος τοῦ χρόνου, εἰς βοσκηματώδη ὄντα τοῦ κοινωνικοῦ ἀμοραλισμοῦ.
Ὄχι, δέν ὑβρίζομε, ἀλλά ἀφοῦ ἐπιζητοῦν «τόν πραγματισμόν», ὅπως λέγουν, διά τῆς
ἀδιαντροπίας ἄνευ καλυμμάτων, ἔ λοιπόν, ἄς ποῦμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους.
Ἡ
διαστροφή τῆς λογικῆς καί ἡ φαιδρότης τοῦ θεάματος ἔφθασαν σέ τέτοιο ἀπίστευτο
βαθμό, ὥστε βλέπει κανείς, ἰδίως στίς μεγάλες πόλεις, κάποιες «γυναῖκες» πού ὑπερμαχοῦν
τοῦ γυμνισμοῦ, αὐτές μέν νά ἀπεκδύωνται τῶν ἐνδυμάτων τους τά δέ ταλαίπωρα
σκυλάκια πού σύρουν κοντά τους νά τά ἔχουν «ἐνδεδυμένα» μέ περιποιημένες
κομμώσεις, κλπ. Ἔτσι, τώρα, ἐμπρός εἰς ἕνα τοιοῦτον θέαμα γεννῶνται δύο ἀπορίες:
Πρῶτον, ποιός ἐκ τῶν δύο εἶναι ὁ ἀφέντης, ὁ ἄνθρωπος ἤ τό κτῆνος, τό κτῆνος ἤ ὁ
ἄνθρωπος καί, δεύτερον, ποιός σέρνει ποιόν καί ποιός προστατεύει ποιόν; Δέν γνωρίζει κανείς, ἐάν πρέπῃ νά κλαύσῃ ἤ
νά γελάσῃ... Ἀλλά,
πρός τί οἱ ἀπορίες; Εὑρισκόμεθα εἰς τόν χῶρον ὅπου ἐγεννήθη ἡ ἱλαροτραγωδία...,
δηλαδή καί μή χειρότερα.
Ἐπίσης εἶναι
ἐντελῶς ἀπαράδεκτο ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως καί κοσμίας συμπεριφορᾶς ἡ ἐμφάνισις ἀνδρῶν
μέ γυναικεία κόμμωσι καί γυναικῶν μέ ἀνδρική. Ἀπαράδεκτο ἀκόμη εἶναι καί ἡ ὁμοία
ἐνδυμασία τῶν δύο φύλων, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει τά χαρακτηριστικά των μέ τά ὁποῖα ὁ
Θεός ἐκόσμησε τόν ἄνθρωπο κατά τήν Δημιουργία. Ἐπιπροσθέτως, καί ἡ παραλλαγή τῶν
σωμάτων μέ σατανικά τατουάζ, ὅπως καί μέ περίεργα σκουλαρίκια-χαλκάδες, κλπ.,
σέ διάφορα μέρη τοῦ σώματος, ὁδηγεῖ εἰς τόν ἐκφυλισμόν τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλα αὐτά
ἀλλοιώνουν τήν εἰκόνα τήν ὁποία ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο καί τόν παρουσιάζουν ὡς
ἕνα ὄν πού ἔχασε τόν προσανατολισμό του καί σύρεται ὡς ἕρμαιον ὑπό τοῦ
Διαβόλου.
Καί μετά
ἀπό αὐτήν τήν νότα τῆς τοῦ συρμοῦ ἐξαχρειώσεως, ἄς περάσωμε νά δοῦμε σοβαρά τήν
κατάστασιν καί τί ἀκριβῶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι
τόσο σημαντικό τό θέμα τῆς ἐνδυμασίας καί τῆς ἐν γένει εὐπρεποῦς συμπεριφορᾶς,
διότι αὐτές ἐκπηγάζουν ἀπό τό ἐσωτερικό περιεχόμενο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τό ὁποῖο
ἐκφράζουν καί ἀποκαλύπτουν, πρᾶγμα πού καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τονίζει λέγοντας «ἐκ
γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι,
κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ιε´, 19).
Σέ ἄλλο
δέ σημεῖο ὁ Χριστός ἀποκαλύπτει σέ τί πνευματικό ἐπίπεδο θά πρέπῃ νά εὑρίσκεται
ὁ ἄνθρωπος καί πόση προσοχή καί ἐγρήγορσι χρειάζεται νά ἔχῃ ἀφοῦ «...πᾶς ὁ βλέπων
γυναῖκα πρός τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ»
(Ματθ. ε´, 28).
Ἐπίσης,
λέγει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὡσαύτως
καί τάς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετά αἰδοῦς καί σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς,
μή ἐν πλέγμασιν ἤ χρυσῷ ἤ μαργαρίταις ἤ ἱματισμῷ πολυτελεῖ, ἀλλ᾽ ὅ πρέπει
γυναιξίν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι᾽ ἔργων ἀγαθῶν» (Α´ Τιμόθ. β´, 9-10).
Δηλαδή, οἱ γυναῖκες νά στολίζουν τούς ἑαυτούς τους μέ ἐνδυμασία σεμνή, μέ
συστολή καί σοβαρότητα, ὄχι μέ ἐπιτηδευμένη κόμμωσι ἤ χρυσά κοσμήματα ἤ
μαγαριτάρια ἤ πολυτελῆ ἐνδύματα, ἀλλά μέ ὅ,τι ἁρμόζει σέ γυναῖκες πού σέβονται
τόν Θεόν, δηλαδή σέ ἐκεῖνες πού στολίζονται μέ καλά ἔργα.
Ἔτσι
λοιπόν ἡ ἐνδυμασία ἀποτελεῖ κριτήριον πνευματικοῦ καί ἠθικοῦ ἐπιπέδου, τόσον γι᾽
αὐτούς πού ἐμφανίζονται ἄσεμνα καί ἡμίγυμνοι, ὅσο καί γι᾽ αὐτούς πού ἀποδέχονται
τόν ἀπαράδεκτον αὐτόν τρόπον συμπεριφορᾶς. Καί τοῦτο διότι οἱ μέν καί μόνον διά
τῆς παρουσίας των ἀποτελοῦν σκάνδαλο γιά τίς ψυχές καί κατά τόν λόγον τοῦ
Κυρίου «οὐαί τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾽ οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται» (Ματθ. ιη´, 7), οἱ
δέ διά τῆς ἀνοχῆς των ἀποδεικνύουν τήν ἠθική
τους ρηχότητα καί τήν πνευματική τους ἀναλγησία.
Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον
μᾶς ἀποκαλύπτει ἀκόμη διά τοῦ Προφήτου Δαυΐδ εἰς τόν Ψαλμόν του, ὅτι «αὕτη ἡ ὁδός
αὐτῶν σκάνδαλον αὐτοῖς, καί μετά ταῦτα ἐν τῷ στόματι αὐτῶν εὐδοκήσουσι» (Ψαλμ.
μη´, 14). Δηλαδή, αὐτός
ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τῶν ἀσεβῶν τούς γίνεται πρόσκομμα καί ἐμπόδιο γιά τήν ἀρετή.
Παρά ταῦτα ὅμως, μετά τόν θάνατόν των εὑρίσκονται ἄνθρωποι τόσον ἀνόητοι, ὥστε
νά ἐπαινοῦν μέ τά λόγια τους τήν διαγωγή
τῆς ζωῆς τῶν ἀσεβῶν.
Ὅπως ὁ
βίος τοῦ συνειδητοῦ πιστοῦ ὁδηγεῖ στόν ἀγῶνα καί στήν οὐσιαστική ζωή τῆς
Χάριτος, ἔτσι ἀπό τῆς ἀντιθέτου τώρα πλευρᾶς τό ἀπρόσεκτο ντύσιμο καί ἡ
προσκόλλησις στίς ἐπιταγές τῆς προκλητικῆς ἐμφανίσεως ἐπιφέρει τόν θάνατον, ὅπως
ἀκριβῶς στήν περίπτωσι τοῦ Ὀλοφέρνους, πού δραματικά μᾶς περιγράφει τό βιβλίον
τῆς Ἰουδίθ: «Τό σανδάλιον αὐτῆς ἥρπασεν ὀφθαλμόν αὐτοῦ, καί τό κάλλος αὐτῆς ἠχμαλώτισε
ψυχήν αὐτοῦ, διῆλθεν ὁ ἀκινάκης τόν τράχηλον αὐτοῦ». (Ἰουδίθ, ιστ´, 9). Δηλαδή,
τό σανδάλιόν της εἵλκυσε τόν ὀφθαλμόν του, τό κάλλος της ἠχμαλώτισε τήν ψυχήν
του, ἀλλά τελικῶς τό ξίφος διεπέρασε τόν τράχηλόν του. Βλέπομε τά «ἄδηλα καί
κρύφια» τῶν αἰσχρῶν καί ἀπροσέκτων ἀνθρώπων τί ἀποτελέσματα ἐπιφέρουν. Ἄς μή
διαφεύγῃ δέ ποτέ ἀπό τόν νοῦν μας ἡ προσευχητική ἐπίκλησις «φύλαξόν με ἀπό
παγίδος ἧς συνεστήσαντό μοι καί ἀπό σκανδάλων τῶν εργαζομένων τήν ἀνομίαν»
(Ψαλμ. ρμα´, 9).
Τοῦ
λόγου δέ τούτου τό ἀληθές, τό ἐπιβεβαιώνουν τόσον οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, ὅσον καί οἱ
Ὅσιοι Ἀσκηταί πού προσέφεραν τό αἷμα τους καί τό λευκό μαρτύριο τῆς
συνειδήσεως, ὥστε νά ἐφαρμόσουν τόν Εὐαγγελικόν λόγον. Ἐπίσης καί αὐτοί οἱ ἔγγαμοι
Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀπέδειξαν ὅτι γιά τήν ζωή τῶν πιστῶν δέν ὑπάρχει
τό ''δέν μπορῶ'' ἀλλά τό ''δέν θέλω''. Καί οἱ νοοῦντες νοήτωσαν.
Ἑπομένως,
μετά ἀπό αὐτήν τήν ζωντανή πραγματικότητα, τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων περί
τοῦ ἀπολύτου, τοὐτέστιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καί εἰς τό θέμα αὐτό;
Προσθέτομε
δέ ἐδῶ, ὅτι ἡ πραγματικότης αὐτή ἀποτελεῖ ἀμετάθετο νόμο τῆς ψυχοσωματικῆς
φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι εἶναι πολύ καλά γνωστός αὐτός ὁ νόμος στούς
διαστροφεῖς καί σαρκολάτρες, οἱ ὁποῖοι πασχίζουν συνειδητά νά διαβρώσουν τόν
πληθυσμό τῆς γῆς καί μάλιστα τήν νεολαία. Κυρίως αὐτό συμβαίνει στήν πατρίδα
μας τήν Ἑλλάδα, πού τόσο ἔχει εὐλογηθῆ ἀπό τόν Θεόν καί προορισμόν ἔχει νά
διαδίδῃ τήν Ὀρθοδοξία καί ὅ,τι ὑψηλόν εἰς πάντα τά Ἔθνη. Πρᾶγμα τό ὁποῖο
γνωρίζουν καλῶς οἱ μισέλληνες, Ἑλληνομάχοι καί Χριστιανομάχοι, διά τοῦτο καί
προσπαθοῦν παντί τρόπῳ, μέσῳ καί τοῦ δαιμονίου τῆς μόδας καί μέσῳ τῶν Μ.Μ.Ε.
(Μέσων Μαζικοῦ Ἐξανδραποδισμοῦ) ἀλλά καί ἄλλων παραγόντων, νά ἐκφυλίσουν καί νά
σκλαβώσουν τήν νέαν γενεάν.
Τό
πνευματικό αὐτό σκλάβωμα, πού ὡς ἐπακόλουθο ἔχει νά ἐπιφέρῃ καί τό Ἐθνικό σκλάβωμα εἰς τούς λαούς οἱ ὁποῖοι ὑποκύπτουν
εἰς τά «πάθη τῆς ἀτιμίας», ἀναμφιβόλως ξεκινᾶ ἀπό τήν στιγμήν κατά τήν ὁποίαν ὁ
ἄνθρωπος χάνει τόν αὐτοσεβασμό καί τήν ἀξιοπρέπειά του καί
καταλήγει νά ἀπεκδύεται τήν ἐνδυμασία πού σκοπόν ἔχει νά καλύπτῃ τά μέλη τοῦ
σώματος.
Ἔτσι λοιπόν, ἀφ᾽ ἧς
στιγμῆς δέν εἴμεθα πλέον ἱκανοί νά ἐρυθριάσωμε, θά πρέπῃ νά παραδεχθοῦμε ὅτι
πέσαμε εἰς τό βάραθρο καί ὅτι τά πάντα πλέον εἶναι πιθανά νά συμβοῦν… Ἀλλά καί ἐδῶ
νά σταματούσαμε, στήν ἀδιαντροπιά δηλαδή καί στό ξεγύμνωμα, δέν εἶναι καθόλου
μικρό τό κακό, ἀφοῦ διά τῆς ἀσέμνου ἐνδυμασίας οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν, σκανδαλίζουν, κλπ., μέ ἀποτέλεσμα νά χάνωνται ψυχές.
Ὅμως, ἔχομε καί ἀκόμη μεγαλύτερα βάραθρα εἰς
τόν κατρακυλισμόν αὐτόν, διά τόν ὁποῖον ὁ ᾅδης «ἐπλάτυνε τό στόμα του» μέ αὐτές
τίς πτώσεις πού ἐπιφέρει ὁ «κατακλυσμός τῆς ἁμαρτίας». Πρόκειται γι᾽ αὐτό πού
βλέπομε σέ ὅλα τά κοινωνικά πλέον στρώματα νά αὐξάνῃ καί πού ὀνομάζεται
''κοινωνία καταργήσεως τῆς ἑτερότητος τῶν δύο φύλων'' (unisex). Ἐάν εἰς τήν
προηγουμένη περίπτωσι εἰς τήν ὁποία ἀναφερθήκαμε κυριαρχῇ ἡ προκλητικότης τοῦ
φύλου, ἐδῶ, εἰς τήν περίπτωσι τῆς καταργήσεως τῆς ἑτερότητος τῶν δύο φύλων, ἔχομε
τό ἐντελῶς ἀφύσικο, τήν κατάργησι δηλαδή τῶν δύο φύλων πού ἐδημιούργησε ὁ Θεός ἐξ
ἀρχῆς κατά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Παρουσιάζεται δηλαδή, ὄχι ἁπλῶς ἀνερυθριάστως,
ἀλλά ἐντελῶς προκλητικῶς καί δίχως ἴχνος φόβου Θεοῦ μία ἰσοπέδωσις πού τελικά οὐδείς
γνωρίζει ποιός εἶναι ποιά καί ποιά εἶναι ποιός.
Ἔτσι ἔχομε ἕναν ἀνδρογυνισμόν καί μίαν γυνανδρίαν πού καταργοῦν τά δύο φῦλα
καί παρουσιάζουν τό τερατούργημα τῆς συνθέσεως ἤ ἀπορροφήσεως τῶν δύο φύλων εἰς
ἕνα, πού μπορεῖ καί νά λάβῃ τήν ἀπαισία καί ἀηδιαστική ὀνομασία «τρίτο φῦλο».
Χρειάζεται ἄραγε
νά περιγράψωμε τά ἰδιαίτερα ἐξωτερικά χαρακτηριστικά τοῦ ἀφύσικου αὐτοῦ τρόπου
ζωῆς πού ξεκινᾶ καί αὐτός ἀπό τήν ἐνδυμασία καί
καθορίζει τόν τρόπο αὐτῆς τῆς μή φυσιολογικῆς συμπεριφορᾶς; Ἄν καί κινδυνεύωμε νά κατηγορηθοῦμε
ὅτι κάνομε διαφήμισι σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν συμπεριφορά, ὅμως, ὅπως οἱ ἰατροί
περιγράφουν τίς ἀσθένειες ὄχι γιά νά πολλαπλασιασθοῦν τά μικρόβια ἀλλά γιά νά ἐξαλειφθοῦν,
ἔτσι καί ἐμεῖς ἐγγίζομε τήν μολυσμένη αὐτή ψυχική καί κοινωνική πληγή γιά νά
τονίσωμε τήν ἔξαρσι τῆς ἀσθενείας καί νά ἐπισημάνωμε τήν ἀνάγκη τῆς θεραπεία
της.
Τό περισσότερο ἐπικίνδυνο
εἶναι ὅτι τό συνονθύλευμα αὐτό τῶν δύο φύλων δέν ἀποτελεῖ μία περιθωριοποίησι
καί ἕνα ἀκραῖο φαινόμενο, ἀλλά γενικεύεται παρουσιάζοντας ὁλονέν καί
περισσότερο ἕνα αὐξανόμενο κῦμα ἀποδοχῆς καί προσαρμογῆς τῶν ἀνθρώπων εἰς τόν ἀφύσικον
αὐτόν τρόπον συμπεριφορᾶς καί ἐνδυμασίας. Ἰδίως ἡ
νοοτροπία αὐτή ἐπιπολάζει εἰς τούς νέους ἀνθρώπους.
Ἐάν ὅμως αὐτά ἰσχύουν
γιά ὅλην τήν κοινωνία, ἄς δοῦμε ἐάν καί κατά πόσον τό μικρόβιον τῆς ἀδιαντροπιᾶς
καί γενικῶς τοῦ ἀσέμνου ἔχει περάσει καί εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας. Τῆς Ἐκκλησίας,
ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν συμπεριφοράν τῶν ἀνθρώπων ἐντός τῶν ἱερῶν ναῶν.
Τό κακόν ἔχει
τόσον πολύ προχωρήσει ἐντός τῶν ἱερῶν ναῶν, ὥστε σέ ἀρκετές τῶν περιπτώσεων μέ
τό θέαμα πού ἀντικρύζει κανείς νομίζει ὅτι εὑρίσκεται ὄχι ἐντός ἱεροῦ ναοῦ, ἀλλά
σέ ''πασαρέλα'' καί σέ ἐπίδειξι ἀκραίας κοσμικῆς μόδας. (Τό ὅτι ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι
οἱ ὁποῖοι ἐνδύονται ὑποκριτικῶς, σεμνά ἐντός καί ἄσεμνα ἐκτός τῶν ἱερῶν ναῶν, εἶναι
καί αὐτό ἕνα ἄλλο πολύ σοβαρό θέμα, τό ὁποῖο ἔχομε ἤδη σχολιάσει σέ ἄλλο
κείμενό μας).
Ὅμως, μέσα εἰς αὐτήν
τήν ἀλλοπρόσαλλη καί ἀπαράδεκτη κατάστασι, ἄς περάσωμε νά δοῦμε ποιός εἶναι ὁ
κυρίως ὑπεύθυνος γι᾽ αὐτό κι ἔτσι ἀπό τό κεφάλαιο τῆς διαγνώσεως νά προχωρήσωμε
εἰς τόν τρόπον τῆς θεραπείας.
Ἄς τό παραδεχθοῦμε
καί ἄς τό ὁμολογήσωμε εὐθαρσῶς. Κυρίως ὑπεύθυνοι γιά τό κατάντημα αὐτό τῶν ἱερῶν
Ναῶν, τῶν ἱερῶν Μονῶν καί Προσκυνημάτων εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου οἱ ὑπεύθυνοι
κληρικοί, μοναχοί καί μοναχές πού ἀνέχονται αὐτόν τόν ἐξευτελισμόν τῶν προσώπων
καί δή τῶν Χριστιανῶν, εἴτε ἀπό ἀνοικονόμητη οἰκονομία, εἴτε γιά νά γεμίζουν οἱ ἐκκλησίες, εἴτε γιά νά γεμίζουν τά
παγκάρια, εἴτε γιά διαφόρους ἄλλους λόγους, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπικρατῇ αὐτό τό
χάος καί ἀντί οἱ ψυχές νά οἰκοδομοῦνται, νά ἀδειάζουν ἀπό Χάρι Θεοῦ. Ἔτσι, ἄλλοι
μέν μετατρέπουν τόν οἶκον τοῦ Κυρίου εἰς «οἶκον ἐμπορίου», ἄλλοι δέ ἐμπαίζονται
ὑπό τοῦ Διαβόλου νομίζοντες ὅτι ἔτσι «οἰκονομοῦν», προσεγγίζουν, προσελκύουν,
κλπ., ἀνθρώπους εἰς τήν Ἐκκλησία.
Καί ἄς μή εὑρεθοῦν
τώρα κάποιοι «μόρφωσιν ἔχοντες εὐσεβείας» νά ὑποστηρίξουν ὅτι ἐδῶ κυριαρχεῖ ἡ ἁπλότης
καί ἡ πνευματικότης, διότι μόνον αὐτά δέν ὑφίστανται. Διότι, ὅσο περισσότερο
γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστόν, τόσο περισσότερο προσέχει τήν ἐξωτερική του ἐμφάνισι
καί τήν ἐν γένει συμπεριφορά πού ἀποκαλύπτουν καί ἐκφράζουν τήν ποιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ
του περιεχομένου.
Καί τοῦτο φαίνεται
σέ πλεῖστες ὅσες τῶν περιπτώσεων μέσα εἰς τήν Ἱερά Παράδοσι, κυρίως ὅμως τό
βλέπομε εἰς τόν πρωτοκορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων, τόν Πέτρο, γιά τόν ὁποῖον τό Ἱερόν
Εὐαγγέλιον ἀναφέρει πώς ὅταν ἤκουσε ἀπό τόν Ἰωάννην ὅτι «ὁ Κύριός ἐστι», τότε ἀμέσως
«...τόν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γάρ γυμνός» (Ἰωάν. κα´, 7 ).
Μέ
τόση λοιπόν ἀπερισκεψία βαρύνονται καί μέ ποιμαντική ἀδιαφορία χρεώνονται στίς
χαλεπές ἡμέρες πού ζοῦμε οἱ κληρικοί μας; Εἶναι καί αὐτά σημεῖα τῶν ἡμερῶν μας, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν
τήν κοινωνία μας σέ καταστροφή. (Βεβαίως,
ὑπάρχουν καί κάποιοι λίγοι ναοί καί μοναστήρια πού οἱ ὑπεύθυνοι δέν ἐπιτρέπουν
τέτοιες καταστάσεις, καί εὖγε τους!!!)
Καί ἐφθάσαμε εἰς τό σημεῖον, ὄχι ἁπλῶς νά μήν ἀκούεται
πλέον λόγος γι᾽ αὐτά τά θέματα ἀπό τούς ὑπευθύνους, ἀλλά νά κινδυνεύῃ νά
χαρακτηρισθῇ κάποιος ὡς «ἠθικιστής», «σκοταδιστής», διώκτης, κλπ., ἐάν τολμήσῃ
νά κάνῃ λόγο γιά τό αἶσχος αὐτό πού ἐπικρατεῖ κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λατρείας εἰς
τούς Ἱερούς Ναούς, καί ὄχι μόνον.
Εἶναι δέ ἡ ὅλη
κατάστασις τόσο τραγική, ὥστε κάποια φορά ἕνας πιστός, ὅταν ἠρωτήθη ὑπό τοῦ ἐφημερίου
τῆς ἐνορίας του γιατί δέν τόν ἔβλεπε τελευταίως εἰς τόν ναό (ὁ πιστός ἐκκλησιαζόταν
σέ ἄλλον ναό ὅπου ἐπρόσεχαν τά στοιχειώδη), ἀπήντησε: «Πάτερ μου, στόν ναό ὅταν
πηγαίνω θέλω νά προσεύχωμαι καί ὄχι νά κολάζωμαι, διότι δέν εἶμαι ἄσαρκος ἄγγελος,
ἀλλά ἄνθρωπος σάρκα φέρων καί ἐν τῷ κόσμῳ οἰκῶν».
Ἀπορεῖ δέ κανείς
καί διερωτᾶται γιατί ὑπάρχει αὐτή ἡ γενική παγερή ἀδιαφορία καί αὐτός ὁ
συμβιβασμός τῶν ποιμένων, τῶν πιστῶν, τῶν ἐκπαιδευτικῶν, τῶν γονέων,
τῶν ἐνηλίκων, τῶν νέων καί γενικῶς τῶν καθ᾽ ὕλην ἁρμοδίων ἔναντι αὐτῆς τῆς φοβερᾶς ἁμαρτίας, πού ξεκινᾶ
ἀπό τήν ἄσεμνη ἐνδυμασία καί φθάνει ἕως τά διαζύγια, τίς πορνεῖες, μοιχεῖες,
προγαμιαῖες σχέσεις, ἐξωγαμιαῖες σχέσεις, διαστροφές, ὁμοφυλοφιλίες,
ναρκωτικά... ἕως καί τίς ἐγκληματικές ἀμβλώσεις.
Ἀλήθεια, ποῦ θά
φθάσῃ πλέον αὐτή ἡ κατάστασις πού γενικεύεται καί κατακλύζει ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα;
Δυστυχῶς, ἡ ἐξαίρεσις τείνει νά καταστῇ κανόνας καί σπάνια σήμερα βλέπεις ἄνθρωπο
νά σκέπτεται, νά ὁμιλῇ καί νά συμπεριφέρεται ὅπως ἐπιτάσσουν τό Εὐαγγέλιο καί οἱ
Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Φυσικά, ἡ ἄσεμνος ἐνδυμασία μέ ὅλα τά
παρεπόμενα οὐδέ καί ὡς ἐξαίρεσις πρέπει νά ὑφίσταται.
Ἐάν τώρα προσθέσωμε ὅτι ἐξέλιπε δυστυχῶς
ἀπό τήν ποιμένουσα Ἐκκλησία, ἀπό τήν ἐκπαίδευσι, ἀπό τήν οἰκογένεια καί γενικῶς
ἀπό ὁποιονδήποτε θεσμό ὁ σωτήριος ἔλεγχος, ἡ κατάστασις θά βαίνῃ ἀπό τό κακόν εἰς
τό χειρότερον. Ναί, ὁ ἅγιος αὐτός καί σωτήριος ἔλεγχος, διά τόν ὁποῖον ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει ὅτι «ἐάν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κοινωνίας λείψῃ τό
ἅλας τοῦ ἐλέγχου, τά πάντα σήπονται καί καταστρέφονται».
Καί καλόν εἶναι εἰς
τό σημεῖον αὐτό νά μνησθοῦμε τῶν πατρικῶν συμβουλῶν καί νουθεσιῶν τοῦ ὁσίου
Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, ὁ ὁποῖος, ἴσως περισσότερο ὅλων τῶν ἄλλων πατέρων τῆς
γενεᾶς του, ἐκήρυττε γιά τό θέμα τῆς Ὀρθοδόξου χριστιανικῆς, σωστῆς καί εὐπρεποῦς
ἐνδυμασίας ἀνδρῶν καί γυναικῶν.
Μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ
ὅσιος Γέρων ἔλεγε: «Ἐάν οἱ γυναῖκες δέν διορθώσουν τό τοιοῦτον (τήν ἐνδυμασία
τους) συντόμως θά ἔλθῃ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ. Μέ τέτοια ἐνδυμασία πού ντύνονται
πολλές γυναῖκες, ἐάν δέν διορθωθοῦν νά ντύνωνται σεμνά, ὡς πρέπει σέ Χριστιανές
γυναῖκες, ἄς γνωρίζουν ὅτι εἶναι βδελυκτές εἰς τόν Θεόν καί δέν πρέπει νά
μπαίνουν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἰς τήν αὐλήν τοῦ ναοῦ»(1).
Ἄν αὐτά ἔλεγε ὁ
Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος εἰς τήν ἐποχή του, θά εἴμαστε ἄραγε ἐμεῖς ὑπερβολικοί,
μέ τά ὅσα συμβαίνουν σήμερα, ἄν θά λέγαμε ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά περνοῦν οὔτε ἔξω
ἀπό τήν αὐλή τῆς ἐκκλησίας, γιά νά μή ποῦμε οὔτε ἀπό τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός
τήν ἐκκλησία; (Φυσικά, μέ αὐτό δέν ἐννοοῦμε σέ καμμία τῶν περιπτώσεων ὅτι ἐπιθυμοῦμε
οἱ ἄνθρωποι νά ἀποκοποῦν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλοίμονο, ἀλλά ὅτι πρέπει νά
διορθώσουν τήν συμπεριφορά τους).
Καί εἶναι ἐπίσης ἀλήθεια
ὅτι ὅσον ὑψηλότερος εἶναι ὁ πνευματικός δείκτης μιᾶς κοινωνίας, τόσον σεμνότερη
εἶναι καί ἡ ἐνδυμασία τῶν ἀνθρώπων, καί δή τῶν γυναικῶν, ὅπως ἤδη ἐτονίσαμε.
Ἔτσι καί εἰς τόν χῶρο
τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον περισσότερον οἱ πιστοί, κλῆρος καί λαός, ὁδεύουν πρός τήν ἀρετή,
τήν κάθαρσι καί τήν ἁγιότητα, τόσον καί
περισσότερον προσέχουν τήν ἀμφίεσί τους, τήν στάσι τους εἰς τήν κοινωνία καί
μάλιστα τήν ὅλη τους προσευχητική στάσι ἐντός τῶν Ναῶν καί τῶν Ἁγίων
Προσκυνημάτων.
Ἐξ αἰτίας δέ αὐτῆς
τῆς ἀγρύπνου προσοχῆς καί τοῦ ἀγῶνος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὁ Ἑλληνορθόδοξος
πολιτισμός καθώρισε ἔθιμα τά ὁποῖα βοηθοῦν σημαντικῶς εἰς τήν διατήρησιν τῶν εὐπρεπῶν
καί χρηστῶν ἠθῶν, ὅπως ἐπίσης κανόνα καί μέτρον τῆς γυναικείας ἐνδυμασίας. Κατ᾽
αὐτά, ἡ ἐμφάνισις καί ἡ συμπεριφορά τῶν γυναικῶν πρέπει νά εἶναι τέτοια, ὥστε
νά μή προκαλῇ ἁμαρτωλούς λογισμούς καί ἡ ὅλη τους παρουσία νά ἀποπνέῃ εὐωδία Χριστοῦ
καί νά φανερώνῃ τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιά ὅσους ἀγωνίζονται
νά βιώσουν τήν ὀμορφιά καί τήν Χάρι τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος εἶναι ἀπολύτως
γνωστόν ὅτι ἡ αἰδώς καί ἡ θυγάτηρ αὐτῆς, ἡ σεμνότης, ἀποτελοῦν τήν πρώτην
γραμμήν ἀμύνης. Ἔσπασε αὐτή ἡ γραμμή; Ἤ, τό ἀκόμη χειρότερον, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος
ἀπορρίπτει καί ἀχρηστεύει αὐτήν τήν γραμμήν; Τότε ἰσχύει τό γνωμικόν: «Ὅταν ἀπό
μόνος σου γίνεσαι σκώληκας, μή διαμαρτύρεσαι ὅταν
οἱ ἄλλοι σέ ποδοπατοῦν».
Ὅσον ἀφορᾶ τώρα εἰς
τά ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποιοῦν ὡρισμένοι, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ὅτι λόγῳ
θερμῶν καιρικῶν συνθηκῶν ἀπεκδύονται τῆς ἐνδυμασίας των, ἤ πάλιν ἰσχυρίζονται ὅτι
λόγῳ ψυχρῶν καιρικῶν συνθηκῶν ἡ ἀνδρική ἐνδυμασία εἶναι πιό πρακτική γιά τίς
γυναῖκες, κλπ., ὅλα αὐτά δέν εἶναι παρά «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Καί τό μόνο
πού μπορεῖ νά πῇ κανείς εἶναι ὅτι «ἡ ἀπολογία χεῖρον ἐστί τῆς κατηγορίας». Ἐξ ἄλλου,
εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν καί ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἰατρικῆς ἀπόψεως ὅτι τό κάλυμμα
τοῦ δέρματος διά τοῦ ἐνδύματος, ὄχι μόνον προστατεύει ἀπό τίς καυστικές ἡλιακές
ἀκτῖνες, ἀλλά καί τό ὅτι καλυμμένος ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὀλιγώτερον τήν ἄνοδον
τοῦ ὑδραργύρου. Ὅλοι αὐτοί ὅμως φαίνεται ὅτι μᾶλλον καθοδηγοῦνται ἀπό οἴκους
μόδας, κλπ., καί ὅτι ἀναπαύονται εἰς τήν κοινῶς λεγομένη ''ξετσιπωσιά''.
Ἀλλά, ἄς λεχθῆ καί
τοῦτο. Ἀποτελεῖ μέγα σφάλμα τό ὅτι τείνει νά καθιερωθῇ σέ ναούς, ἀκόμη καί σέ ὡρισμένα
μοναστήρια, ὁ «μικτός ἐκκλησιασμός». Καί εἶναι σφάλμα αὐτό, διότι ἡ παράδοσις
θέλει τόν διαχωρισμό τῶν θέσεων μεταξύ ἀνδρῶν καί γυναικῶν ἐν ὥρᾳ Θείας
Λατρείας καί προσευχῆς.
Τώρα, ἄς δοῦμε καί
τήν στάσι τῶν Ἁγίων μας ὅσον ἀφορᾶ τήν σεμνότητα.
Μέ συγκίνησι ἄς ρίξωμε τήν ματιά μας σέ μία μάρτυρα τῶν πρώτων
μαρτυρικῶν αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία σέ αὐτήν τήν ζωή ἀπέφυγε τόν
καύσωνα τῆς ἁμαρτίας, γεύθηκε τά κάλλη τοῦ Παραδείσου καί ἀπήλαυσε τήν δρόσον
τοῦ Πνεύματος. Πρόκειται γιά τήν Ἁγία Μάρτυρα Περπέτουα.
Τό μαρτυρολόγιον τῆς
Ἁγίας ἀναφέρει πώς ὅταν τήν καλλιπάρθενο Μάρτυρα τήν ἔρριψαν εἰς τά πεινασμένα
θηρία, αὐτά τήν ἐτραυμάτισαν καί τῆς ἔσχισαν τόν χιτῶνα μέ ἀποτέλεσμα νά φανῇ ὁ
μηρός της. Τότε ἐκείνη ἀμέσως ἔσπευσε νά καλύψῃ τόν γυμνόν της μηρό ὑπολογίζοντας
περισσότερο εἰς τήν σεμνότητα παρά εἰς τούς φρικτούς της πόνους.
Καί τώρα προβάλλει
τό ἐρώτημα, πού ὄντως μᾶς καυτηριάζει: Μπορεῖ νά ὑπάρξῃ σύγκρισις, μεταξύ τῆς δῆθεν
καλοκαιρινῆς θερμότητος πού ἰσχυρίζονται ἤ φέρουν ὡς πρόφασιν κάποιες γυναῖκες,
μέ τά φρικτά μαρτύρια καί τό μαρτύριον τῆς συνειδήσεως πού καλύπτει ἀκόμη καί
τά ἄκρα τοῦ σώματος; Ὑπάρχουν λοιπόν κάποιοι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἁγιάζουν τήν ἀτμόσφαιρα
καί ἄλλοι, πού, λόγῳ τοῦ διασυρμοῦ των, κολλάζουν ψυχές.
Ἐδῶ ἐπιβάλλεται νά
παρουσιάσωμε καί ἄλλο ἕνα διαμάντι πού ἁλλιεύσαμε ἐπί τοῦ θέματος μέσα ἀπό τόν ὠκεανό
τῶν Συναξαρίων. Πρόκειται γιά τήν Μάρτυρα Καικιλία, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή
τῶν διωγμῶν καί τοῦ Κολοσσαίου τῆς Ρώμης. Τότε δηλαδή πού ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε
καλωπισμένους ναούς, διέθετε ὅμως χρυσούς Χριστιανούς!
Ἡ Καικιλία ἦταν
τυφλή καί εὑρίσκετο ἐμπρός εἰς τά ἐπικείμενα μαρτύρια
νομίζουσα ὅτι ἦταν μόνη μέ τόν δικαστή της. Ὅλοι οἱ παρόντες, κατά διαταγήν τοῦ
δικαστοῦ, παρέμεναν σιωπηλοί, κρατοῦσαν ἀκόμη καί τήν ἀναπνοή τους γιά νά μή
γίνουν ἀντιληπτοί. Ὅταν μετά τήν ἀνάκρισι διεπιστώθη πώς ἦταν ἀδύνατον νά ἀρνηθῇ
τόν Χριστόν, ἐδόθη ἡ ἐντολή τοῦ μαρτυρίου. Τότε ψίθυρος ἀγανακτήσεως κατά τοῦ
δικαστοῦ ἠκούσθη ἀπό ὅλα τά μέρη. Ἄς ἀφήσωμε ὅμως τόν ἱερό Συναξαριστή νά μᾶς
διηγηθῇ ἐπακριβῶς τήν συγκλονιστική ἐκείνη στιγμή:
«Ἡ
Καικιλία μόλις τότε ἐννόησεν ὅτι περιεστοιχίζετο ἀπό ὁλόκληρον πλῆθος. Ὁλόκληρον
τό πρόσωπόν της, ὁ τράχηλός της, τό μέτωπόν της, ἐκοκκίνισαν ἀμέσως ἐξ ἐντροπῆς.
Ὁ δικαστής μέ ἄγριον βλέμμα ἐπέβαλε σιγήν εἰς τά πλήθη καί ὅλοι τότε ἤκουσαν
τήν Καικιλίαν, τῆς ὁποίας ἡ φωνή ὑψοῦτο θερμοτέρα ἀπό κάθε ἄλλην φοράν:
- Κύριέ
μου, ἠγαπημένε μου Νυμφίε, ἐπάκουσόν μου! Ἐζήτησα πάντοτε νά εἶμαι πιστή εἰς
Σέ. Ἐπίτρεψον οἱαδήποτε δεινά νά ὑποφέρω. Ἕν μόνον μή ἐπιτρέψῃς! Τήν σύγχυσιν
καί τήν ἐντροπήν τήν ὁποίαν θά ὑπομείνω ὅταν μέ ἴδουν γυμνήν τόσοι ὀφθαλμοί. Πάρε με κοντά Σου ἀπό τῆς στιγμῆς αὐτῆς. Μή
ἐπιτρέψῃς ποτέ νά μέ ἀτιμάσουν καί νά μολύνουν τόν ναόν τοῦ σώματός μου, τόν ὁποῖον
πάντοτε προσεπάθησα νά διατηρήσω καθαρόν.
Νέος ψίθυρος
συμπαθείας ἠκούσθη.
-
«Στρατιῶτα!», ἐφώναξε ὀρυόμενος ὁ δικαστής. «Τί κάθεσαι; Κάμε τό καθῆκον σου».
Ὁ δήμιος ἐπροχώρησε.
Ἔτεινε τήν χεῖρα γιά νά ἀποσπάσῃ τά ἐνδύματα τῆς μάρτυρος. Παρευθύς ὅμως ἀπεμακρύνθη καί
στραφείς πρός τόν δικαστήν εἶπε:
- «Εἶναι
πλέον πολύ ἀργά. Ἀπέθανεν!»
- «Ἀπέθανεν;»,
ἀνέκραξεν ὁ δικαστής. «Τόσον
γρήγορα; Εἶναι ἀδύνατον!»
Ὅταν ζοῦσε ἦτο
τυφλή ἐκ γενετῆς. Δέν
εἶχε δεῖ ἄλλα σώματα, οὔτε καί τό δικό της. Ὅμως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τήν
καθωδηγοῦσε εἰς τό τί εἶναι ἀρεστόν καί φέρει χαράν καί εὐλογίαν καί εἰς τό τί
εἶναι ἁμαρτία καί φέρει ἐντροπήν.
Καί μετά
ἀπό αὐτά, ἄς κύψωμε τήν κεφαλήν καί ἄς ἀναθεωρήσωμε πολλές παραμέτρους, τόσον εἰς
τήν καθημερινή μας ζωή, ὅσο καί εἰς τήν συμπεριφορά μας εἰς τούς ἱερούς ναούς.
Ἀλλά ἐάν
ἡ Ἁγία Καικιλία ἦτο τυφλή, τώρα, ὦ θαύματος καινοῦ, ἕνας ἤδη νεκρός μάρτυς
προστατεύει τό μαρτυρικόν του σῶμα. Πρόκειται γιά τόν Ἅγιον Γεώργιον τόν
Χιοπολίτην (1785-1807). Ἀρκεῖ μία ἁπλῆ ἀνάγνωσις ἀπό τήν περιγραφή πού κάνει ὁ ἀείμνηστος
Φώτης Κόντογλου γιά νά συγκλονισθῇ ὁ πιστός ἐφ᾽ ὅρου ζωῆς. Εἰς τό μαρτυρολόγιον
αὐτό μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρεται πώς ὅταν τόν ἀπεκεφάλισαν ἦτο μόλις 22 ἐτῶν. Ὅταν
ὁ δήμιος ἐσήκωσε τό ἄψυχο κορμί, ὁ Ἅγιος γιά νά μή φανῇ ἡ γυμνότης, καίτοι ἀποκεφαλισμένος,
ἔπιασε τά ροῦχα του μέ τά ἴδια του τά χέρια, ἀκριβῶς γιά νά δείξῃ τήν σεμνότητα
πού πρέπει νά ἔχουν οἱ Χριστιανοί! Χρειάζεται σχόλιο;
Τοῦτο
μόνο σημειώνομε. Ζωντανοί καί νεκροί, νέοι ἄνδρες καί ἁγνές θυγατέρες προτιμοῦσαν
νά δώσουν τό αἷμα τους παρά νά σπιλώσουν τήν ἁγνότητά τους, ἔστω καί μέ τό
βλέμμα τῶν ἀνθρώπων.
Διερωτώμεθα,
σήμερα εἰς τήν ἐποχή μας σέ ποιό ἐκ τῶν δύο φύλων προσάπτεται τελικά ὁ
προσδιορισμός τοῦ «ἀσθενοῦς», ὅπως ἐπίσης εἶναι ἀπορίας ἄξιον μέ τό
«συνονθύλευμα» καί τήν «συγχώνευσι» τῶν δύο φύλων πού ἐπιδιώκουν οἱ «μεγάλοι γλωσσοπλάστες» τί ὅρο θά ἐφεύρουν...
Ἄς κατανοήσῃ ἐπί τέλους τό ''ἀμφιλεγόμενον'' «ἀσθενές φύλον» ὅτι αὐτό τό ὁποῖο ἀποτελεῖ
ἰδίωμα τῶν γυναικῶν ἐκείνων οἱ ὁποῖες κατά τήν ἐνάσκησι τοῦ ἐπαισχύντου ἐπαγγέλματός
των ἀποκαλύπτουν τήν αἰσχρότητα τῶν μελῶν των, δέν μπορεῖ νά ἀποτελῇ κανόνα ἐνδυμασίας
γιά καμμία σοβαρή γυναῖκα, ἄγαμη καί ἔγγαμη, μικρή καί μεγάλη, πόσῳ μᾶλλον γιά Ὀρθόδοξη
Χριστιανή. Γιά γυναῖκα πού πρέπει νά ἀποτελῇ πρότυπο καί, πάνω ἀπ᾽ ὅλα,
συνειδητό μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς
προβληματισθοῦμε λοιπόν, πρίν ἐπέλθῃ γενική συνειδησιακή πώρωσις καί παύσουν νά
ὑπάρχουν ζωντανά πνευματικά κύτταρα εἰς τήν κοινωνία, καί ἄς ὁλοκληρώσωμε τό
θέμα μας, τό ὁποῖο ἔχει περισσότερον βάθος ἀπ᾽ ὅσο παρουσιάσαμε καί ἀπ᾽ ὅσο ἐκ
πρώτης ὄψεως μπορεῖ κανείς νά φαντασθῇ.
Ἄς
στρέψωμε τό βλέμμα μας εἰς τήν προσωπικότητα τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Εἰς τήν
Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί εἰς τήν ἰδική μας Μητέρα, ἡ ὁποία
ἀποτελεῖ τήν Σκέπην, τήν Προστασίαν, ἀλλά καί τό τρισευλογημένο Πρότυπο ὅλων τῶν
γυναικῶν πού ἀθλοῦνται μέσα σέ ἀλλοπρόσαλλες συνθῆκες ζωῆς καί ζοῦν μέσα σέ μία
τρισάθλια κοινωνία, ἡ ὁποία κοινωνία ὁδηγεῖ μέσα ἀπό ὅλα αὐτά πού προανεφέραμε
στόν ἐκφυλισμό τῶν ἀνθρώπων.
Τό
μοναδικό παράδειγμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τό ὁποῖον - παρά τό ὅτι ἔζησε σέ ἁμαρτωλό
περιβάλλον ἐκείνην τήν ἐποχή - ἔλαμψε ὡς φωτεινόν μετέωρον, πρέπει νά ἐμπνέῃ
κάθε Χριστιανή γυναῖκα πού ἀγωνίζεται νά ἐφαρμόσῃ τήν Χριστοποίησι εἰς τήν ζωή
της. Καί μόνον ἡ Θεομητορική Της μορφή ἐμπνέει καί παραδειγματίζει γιά τήν ἐξωτερική
ἐμφάνισι, τήν παρουσία, τήν συμπεριφορά
καί τό ἦθος μας.
Ἐρώτησαν
κάποτε μία νεαρή πῶς διατηρεῖ τήν ἁγνή καί γεμάτη χάρι ἐμφάνισί της. Καί ἀπήντησε:
«Κάθε ἡμέρα συμβουλεύομαι τόν ''καθρέφτη'' μου». «Τί τό ἰδιαίτερο ἔχει αὐτός ὁ
καθρέφτης;», τήν ἐρώτησαν. Τότε ἐκείνη ἔβγαλε ἀπό τήν τσάντα της, μέ προσοχή
καί εὐλάβεια, τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας, τήν ἀσπάσθηκε καί εἶπε: «Αὐτός εἶναι
ὁ δικός μου καθρέφτης»!
Ἔτσι,
καταλήγομε εἰς τό ὅτι ἀπό τόν καθένα μας ἐξαρτᾶται, ὡς πρόσωπα, κοινωνία καί ἔθνος,
νά καταστοῦμε εἰκόνες Χάριτος καί σεμνότητος.
Ὡσαύτως,
εἰς τήν προαίρεσί μας ἐπαφίεται καί ἡ ἐφαρμογή
τοῦ ὕμνου «Μέσῳ πυρός ἱστάμενοι καί μή φλεγόμενοι» (Δανιήλ Γ´ καί Ἀκάθιστος Ὕμνος,
η´ ᾠδή), πού ἀναφέρεται μέν εἰς τούς Τρεῖς Παίδας ἐν τῇ καμίνῳ, προσαρμόζεται
δέ ἀπολύτως εἰς τόν καύσωνα τῶν πειρασμῶν καί εἰς τά σκάνδαλα τῆς χωρίς Θεόν
σκολιᾶς, διεφθαρμένης καί διεστραμμένης κοινωνίας ἐν μέσῳ τῆς ὁποίας ζοῦμε καί ἀγωνιζόμεθα, ἀλλά καί ἐπαγγέλλεται τήν δρόσον τοῦ Πνεύματος πού θά
ἐπισκιάσῃ κάθε ἀγωνιζομένη κατά Θεόν ψυχή.
Ἀμήν.
(1) «Γιά τά ἄτοπα στούς Ναούς καί
στίς περιόδους τῶν ἑορτῶν», «Λόγοι καί Παραινέσεις», Γέροντος Φιλοθέου
Ζερβάκου, «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»