Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Ο Άγιος Νεκτάριος θεραπεύει δαιμονισμένο κατά την άφιξή του στην Αίγινα - Συγκλονιστικό Θαύμα


Ο άγιος Νεκτάριος πήγε κατά τα τέλη του καλοκαιριού του 1904 στην Αίγινα. Σκοπός του ήταν να ιδρύσει την μονή, η οποία τώρα φέρει το όνομά του. 
Καθώς πλησίαζε το καράβι που τον μετέφερε στο νησί, ένας νεαρός δαιμονόπληκτος, ο Σπύρος, έπεσε στο κατώφλι του φαρμακείου της Αίγινας και άρχισε να φωνάζει :
 

- Έρχεται, έρχεται ο Δεσπότης ! Τρέξτε να τον προϋπαντήσετε ! Έρχεται ο άγιος που θα σώσει το νησί !...



Προσπάθησαν να τον ησυχάσουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Ο Σπύρος συνέχισε να φωνάζει. Ένα πλήθος περιέργων μαζεύτηκε και διαρκώς μεγάλωνε. Κοίταζαν με θλίψη το σωριασμένο παλικάρι και απορούσαν με τα λεγόμενά του.




Μερικοί έτρεξαν στον παπά - Μιχάλη, τον εφημέριο. 
 

- ο Σπύρος, παπά, μαντεύει για κάποιον δεσπότη. Έρχεται, φωνάζει, ένας δεσπότης που θα σώσει το νησί.



Ο παπά – Μιχάλης έσπευσε να δει τί συμβαίνει. Διέσχισε τον κλοιό των συγκεντρωμένων και πλησίασε τον Σπύρο. Εκείνος εξακολουθούσε να φωνάζει : 
 

- Έρχεται ο δεσπότης από την Ριζάρειο ! Ο Θεός λυπήθηκε τον τόπο ! Έρχεται ο άγιος Πενταπόλεως !...



Ο Ιερεύς παρακολούθησε αρκετά τον σωριασμένο νέο, που από την προσπάθεια να φωνάζει έβγαζε αφρούς από το στόμα. Έπειτα έφυγε συλλογισμένος και κατευθύνθηκε στην αποβάθρα του λιμανιού. Εκείνη την ώρα ήρθε το καράβι από τον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες ο παπά – Μιχάλης διέκρινε τον δεσπότη.



Έσκυψε με ευλάβεια και του φίλησε το χέρι.
 

- Σεβασμιώτατε, καλώς ήρθατε στην Αίγινα. Πρώτη φορά έρχεσθαι εδώ ; 
 

- Πρώτη, απήντησε χαμογελώντας.
 

- Ορίστε, πάμε για το σπίτι….. Μόνο………..

- Επιθυμείτε τίποτε ; 
 

- Να, εδώ λίγο πιο πέρα, μας συγκλόνισε ένα γεγονός.

- Τί συνέβη ; 
 

- Υπάρχει κάποιος φτωχός νέος, που σέρνεται στην αγορά, κλείνει τα μάτια και προφητεύει τα μέλλοντα. Αυτός βρίσκεται τώρα σωριασμένος και φωνάζει ότι θα έρθετε σεις και θα σώσετε τον τόπο. Σας αποκαλεί μάλιστα άνθρωπο του Θεού… Άγιο ! 
 

- Πού ακριβώς βρίσκεται αυτός ο νέος ;
 

- Από δω, Σεβασμιώτατε.



Προχώρησαν και έφθασαν στο κατώφλι του φαρμακείου. Ο Σπύρος εξακολουθούσε να φωνάζει : 
 

- Έρχεται ο δεσπότης………. Έρχεται να σώσει τον τόπο…… Θα φτιάξει εκκλησία……… Θα φτιάξει το πιο μεγάλο Μοναστήρι.



Ο Άγιος κοντοστάθηκε. Ύψωσε το πρόσωπο στον ουρανό και προσευχήθηκε. Έπειτα σήκωσε την ράβδο του, το μόνο σημάδι της αρχιερωσύνης του, και βουλώνοντας το στόμα του παλικαριού είπε : 
 

- «Το πνεύμα του πύθωνος, το πονηρόν και ακάθαρτον σε επιτάσσω εν ονόματι του Χριστού του Εσταυρωμένου, να εξέλθεις από τον νέον τούτον».



Αμέσως τότε ο Σπύρος αναστέναξε και σηκώθηκε όρθιος ! Άνοιξε τα μάτια.  Έπειτα έσκυψε και γεμάτος ευγνωμοσύνη φίλησε το χέρι του οσίου, που τον θεράπευσε.


Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!. Κυριακή Β΄ Ματθαίου. (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!
«Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ, δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
  Κυριακή Β΄ Ματθαίου (Ματθ. δ΄ 18-23)

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

Ἦταν αἱ πρῶται ἡμέραι ἀκόμη. Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος, ἔρριχνεν ἁπαλὰ τὶς ἀκτῖνες τοῦ σωτηρίου φωτός Του εἰς τὴν γῆν, ποὺ ζοῦσε στὸ φρικτὸ σκοτάδι τῆς πλήρους ἀγνοίας τῶν ἐθνικῶν, ἤ τῆς ἀναιμικῆς πίστεως τῶν Ἰουδαίων. «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»..... Ἔτσι ἤρχισε τὸ κήρυγμά Του.
Ἡ βασιλεία, ποὺ θὰ ἀντικαθίστα τὴν «χώραν»καὶ τὴν «σκιὰν» τοῦ θανάτου, ἐπλησίαζε...
Μίαν ἡμέραν, ἐνῷ περιπατοῦσεν εἰς τὴν παραλίαν τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδεν ἐκεῖ τοὺς ἀδελφούς, τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἀνδρέαν. Ἔρριχαν τὰ δίχτυα εἰς τὴν θάλασσαν. Ψαράδες ἦταν..
-Ἐλᾶτε κοντὰ μου καὶ θὰ σᾶς κάμω «ἁλιεῖς ἀνθρώπων», τοὺς εἶπε. Τίποτε ἄλλο. Καμμιὰν ἄλλην ἀμοιβὴν καὶ ὑπόσχεσιν. Ἀλληλοκοιτάχτηκαν. Καὶ χωρὶς συζήτησιν, ἄφησαν τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἠκολούθησαν. 
Λίγο πιὸ κάτω ἦσαν ἄλλοι δύο ἀδελφοί: Ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωνάννης. Κοντά των καὶ ὁ πατέρας των, ὁ Ζεβεδαῖος. Τακτοποιοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὰ δίχτυα. Μὲ ἁπλότητα καὶ χωρὶς πολλὰ λόγια ἐκάλεσε καὶ τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀδελφούς. Δὲν ἐπερίμεναν περισσότερο. Σηκώθηκαν. Ἄφησαν τὸν πατέρα τους καὶ τὰ δίχτυα καὶ «εὐθέως» ἠκολούθησαν τὸν Χριστόν...

Δὲν τὸν ἠρώτησαν ποῦ θὰ πάνε! Τί θὰ κάμουν!  Πῶς θὰ ζήσουν!  Ἀ μ έ σ ω ς   καὶ χωρὶς ἀναβολὴν παρέδωκαν τοὺς ἑαυτοὺς των  ὁ λ ο ψ ύ χ ω ς  εἰς τὸν Χριστόν.
Αὐτὸ τὸ «εὐθέως», ποὺ σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὑαγγελιστής, εἶναι πολὺ σημαντικόν, ἀγαπητέ μου ἀναγνῶστα. Ἀφορᾶ καὶ ἡμᾶς. Ἄς τὸ μελετήσωμεν προσεκτικά. 
Δεῦτε ὀπίσω μου...
Ἔτσι ἐκάλεσεν ὁ Κύριος τοὺς μαθητάς Του.  Χωρὶς καμμίαν ἄλλην ἐλκυστικὴν  πρότασιν. Ἁπλῶς τοὺς ὑπεσχέθη νὰ τοὺς κάμῃ «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Περίεργος, βέβαια, κλῆσις. Ἀσφαλῶς δὲν θὰ κατάλαβαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸ βαθύτερον νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Ἦτο χωρὶς λάμψιν ὁ Διδάσκαλος. Χωρὶς πλοῦτον. Χωρὶς μέγαρα καὶ ἀνέσεις. Ἄν ἠρνοῦντο, θὰ ἦτο φυσικόν, δικαιολογημένοι. Καὶ ὅμως δὲν ἠρνήθησαν. Ἐπίστευσαν χωρὶς ἐπιφύλαξιν. Ἠκολούθησαν ἄνευ ἀναβολῆς. Ὁλοψύχως.
Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἤμειψε. Τοὺς ἀνέδειξε πράγματι «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἐτράβηξαν εἰς τὴν θείαν «σαγήνη», εἰς τὸ εὐλογημένο δίχτυ τῆς πίστεως, τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐθεμελίωσαν ἔτσι τὸν νέον κόσμον. Αὐτοὶ ἔγιναν οἱ οἰκοδόμοι. Δοξασμένοι καὶ αἰώνιοι.
Τὶ θὰ ἔχαναν ἄν δὲν ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστόν!  Ἄν ἀνέβαλλον!  Ἄν ἔλεγαν: «ἔχομεν δουλειές», ἀργότερα! 
Θὰ ἔμεναν ἀφανεῖς ψαράδες, ποὺ θὰ τοὺς ἔτρωγε τὸ κῦμα, ἡ ἀγωνία καὶ ἡ βιοπάλη... ὅπως τόσοι ἄλλοι στὴν ἐποχή των... Καὶ ὅμως χάρις εἰς τὸ «εὐθέως» ἐσώθησαν.
«Δεῦτε ὀπίσω μου». λέγει καὶ εἰς ἡμᾶς, φίλε ἀναγνῶστα, ὁ Κύριος. Ὄχι βέβαια διὰ νὰ μᾶς κάμῃ «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ὡρισμένοι παίρνουν καὶ αὐτὴν τὴν τιμητικὴν ἀποστολήν.  Καὶ γίνονται οἱ σύγχρονοι μικροὶ ψαράδες, ποὺ προσελκύουν εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν τοὺς ἄλλους.
Οἱ ἄλλοι ὅλοι καλοῦνται ἀπὸ τὸν Χριστὸν διὰ νὰ γνωρίσουν βαθύτερα τὸ θέλημά Του, νὰ γίνουν συνειδητότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, νὰ αἰσθανθοῦν δυνατότερα τὶς συγκινήσεις τῆς ἁγίας καὶ εὐλογημένης γνησίας χριστιανικῆς ζωῆς, νὰ καταστοῦν «υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας», νὰ ἀναδειχθοῦν «ἅλας τῆς γῆς», πολῖται τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Μεγάλη ἡ κλῆσις. Καὶ ὑψηλή. Καὶ αἰωνίων συνεπειῶν. Καὶ τὸ ἄξιον προσοχῆς εἶναι, ὅτι δὲν ζητεῖ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὰς οἰκογενείας μας καὶ τὰς ἐργασίας μας. Οὔτε νὰ ὑποστῶμεν ταλαιπωρίας καὶ θυσίας, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι. Ἐκεῖνοι Τὸν ἠκολούθησαν μέχρι τέλους καὶ ἔδωσαν καὶ τὸ αἷμα των δι’ Αὐτόν. Ἀπὸ ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ζητεῖ μόνον νὰ διακόψωμεν τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτίαν, νὰ εἴμεθα πρᾷοι καὶ εἰλικρινεῖς, ἄνθρωποι τῆς ἀγάπῃς καὶ τῆς καλωσύνης, ψυχαὶ μὲ ἰδανικὰ καὶ ἀνώτερα αἰσθήματα, ὑπάρξεις μὲ δημιουργικὴν πνοὴν καὶ εὐγενεῖς ἐπιδιώξεις. Μὲ ἄλλας λέξεις, ζητεῖ νὰ μᾶς κάμη προσωπικότητας, ποὺ θὰ ξεχύνουν ἄρωμα καὶ πολιτισμὸν κὰι θὰ δημιουργοῦν γύρω των ἀτμόσφαιρα πλυμμυρισμένην ἀπὸ φῶς καὶ ἀρετήν. 
Κρῖμα ὅμως!  Ἡ ἀπάντησις εἰς τὴν κλῆσιν τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς στερεότυπη: «Σήμερα ἔχομε δουλειές. Αὔριον βλέπομεν». «Ἄν περάσῃ καὶ αὐτὸς ὁ χρόνος». «Ἔχομε καιρόν». «Βρὲ ἀδελφέ, μὴ βιάζεσαι. Δὲν χάθηκε ὁ κόσμος».  Καὶ ὁ καιρὸς περνᾷ. Καὶ ἡ ἡλικία προχωρεῖ καὶ αὐτή.  Καὶ τὰ μαλλιὰ ἀσπρίζουν. Καί....
Γιὰ σταθῆτε. Τὸ λάθος μας εἶναι φοβερόν.
Αὐτὴ ἡ ἀναβολὴ ἠμπορεῖ νὰ θάψῃ τὴν αἰώνιαν εὐτυχίαν μας.  Δὲν λέγομεν ὑπερβολάς. Γιατὶ λησμονοῦμεν δυὸ σοβαρὰς πλευρὰς τοῦ θέματος; 
Πρῶτον. Ποῦ τὸ ξέρεις;
Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ ζήσωμεν ἀρκετὰ ἀκόμη χρόνια, ὥστε νὰ δικαιολογῆται αὐτὴ ἡ ἀναβολή; Δὲν βλέπομεν γύρω μας πόσον ἀδυσώπητος εἶναι ὁ θάνατος; Τὸ δρεπάνι του κοφτερό, θερίζει ἀπροειδοποίητα τοὺς φτωχοὺς ὁδοιπόρους τῆς γῆς.... Δὲν κάμει διακρίσεις.  Βασιλεῖς καὶ μεγάλοι εἰς τὸν τάφον, ὅπως καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ ἄσημοι.
Ἔρχεται ὡς «κλέπτης ἐν νυκτί» ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου, διὰ νὰ θέσῃ τέρμα εἰς ὄνειρα καὶ ἐπιδιώξεις, διὰ νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κυνηγᾷ τὴν «χίμαιραν», διὰ νὰ διαλύσῃ οἰκογενείας, διὰ νὰ διαψεύσῃ προσδοκίας, διὰ νά....
Καὶ ἄν ἔλθῃ, ἀδελφέ, εἰς ὥραν, ποὺ ἡμεῖς ἔχομεν ἀκόμη ἁπλωμένα τὰ δίχτυα τῶν ὑποθέσεών μας, χάριν τῶν ὁποίων ἀνεβάλαμεν τὴν προσέλευσίν  μας εἰς τὸν Χριστόν; Ἄν ἔλθῃ εἰς τοιαύτην ὥραν; Γυμνὴ ἡ ψυχή μας, τραυματισμένη ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ διαβόλου, ρυπαρὰ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, ἀνίσχυρη, ἔνοχος, ἀπροσταύτευτη, ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ ὅλα καὶ ἀπὸ ὅλους, τί θὰ ἀπαντήσῃ εἰς τὸν Θεόν, πῶς θὰ δικαιολογηθῇ διὰ τὴν ἀναβολή, διὰ τὴν κατάπτωσίν της; 
Μή!  Μὴ ἀναβάλωμεν δι’ αὔριον, ὅ,τι ἠμποροῦμεν νὰ κάνωμεν σήμερον. Τὸ «αὐριον» δὲν εἶναι ἰδικόν μας. Εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ μὴ τὸ ἀντικρύσωμεν. Τὸ «σήμερον» μόνον μᾶς ἀνήκει. Ἄς μὴ τὸ ἀφήσωμε νὰ παρέλθῃ ἀνεκμετάλλευτον καὶ νεκρόν. Ὁ δρόμος τοῦ «αὔριον» ὁδηγεῖ εἰς τὴν πόλιν τοῦ «ποτέ», λέγει μία σοφὴ παροιμία. 
Πολλὰ ἔργα ἔμειναν στὴ μέση, ἐνῷ ἦτο δυνατὸν νὰ ὁλοκληρωθοῦν. Ἡ συνεχὴς ἀναβολὴ τὰ ἐματαίωνεν. Ἔτσι ἦλθεν ὁ θάνατος καί.... Ἄς κάμωμεν, λοιπόν, χωρὶς ἀναβολὴν τὸ καθῆκόν μας. Εἶναι πιὸ ἀργὰ ἀπὸ ὅ,τι νομίζομεν. Τὸ κερὶ τῆς ζωῆς μας σβήνει κάποτε ἀπότομα. Καὶ ἄν ἤδη πλησιάζῃ;
Καὶ δεύτερον. Θὰ τὸ θέλῃς τότε;
Ἀναβάλλομεν. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς. Ἡμεῖς τίποτε. «Ὅταν γηράσω. Ἔχω καιρόν». Πολὺ καλά. Ἔχεις καιρόν. Δηλ. ἄν τὸν ἔχῃς. Ἔστω ὅμως. Θὰ ἕχῃς ἇρά γε τότε τὴν διάθεσιν; Καὶ ἄν σκληρυνθῇ ἡ ψυχή; Καὶ ἄν ἡ ἁμαρτία διαποτίσῃ τὸ εἶναι μας κατὰ τρόπον μόνιμον καὶ ὁλοκληρωτικόν; Καὶ πεθάνῃ μέσα μας ἡ ἐπιθυμία μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς; Καὶ διαστραφῇ ἡ συνείδησις; Καὶ νεκρωθῇ ἡ πίστις; 
Ἡ διάθεσις τῆς ψυχῆς πρὸς μετάνοιαν ὁμοιάζει μὲ εὐαίσθητο σπάνιο λουλούδι. Φυτρώνει ὡρισμένην ἐποχὴν καὶ χρειάζεται πολὺ ὁμαλὰς καιρικὰς συνθήκας.  Στὸ χειμῶνα, στὸ λίβα δὲν ἀντέχει.  Καίεται καὶ ξηραίνεται....
Πόσες ψυχὲς ἔπαθαν αὐτὴν τὴν φθοράν!  Πόσοι ἄφησαν τὴν εὐκαιρίαν νὰ περάσῃ, καὶ ἀργότερα δὲν ξανῆλθε ἤ δὲν ἦσαν πιὰ πρόθυμοι νὰ τὴν ἐκμεταλευθοῦν!  Καὶ ἔφυγαν μὲ τὰ μεγάλα χρέη ἀνεξόφλητα!  Ὑπόδικοι!  Χρεῶσται!  Γιὰ πάντα. Χωρὶς ἐλπίδα πιὰ ἀλλαγῆς!  Μὴν ποῦμε, λοιπόν, ὅτι θὰ «ἀκολουθήσω τὸν Χριστὸν ἀργότερα». 
Αὐτὸ σημαίνει ματαίωσιν.  Καὶ αὐτὴ ἡ ματαίωσις εἶναι ὄλεθρος. Χωρὶς τέλος.  Χωρὶς ἐλπίδα μεταβολῆς. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς, εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορινθ. στ΄ 2) . «Νῦν».  Τώρα. Ὅχι αὔριον.  Λοιπὸν, ἀδελφοί, «μὴ καθεύδωμεν, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν» (Α΄ Θεσ/κεῖς ε΄ 6), μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἡ ἀναβολὴ εἶναι ὕπνος ὕπουλος. Ἀποκοιμίζει τὸν ἄνθρωπον σὲ στιγμὴν, ποὺ ὁ διάβολος κάμει ἀνεμπίδιστα τὸ ἔργον τῆς φθορᾶς. 
Βγάζει σιγὰ-σιγὰ  τὰ ἀγκωνάρια ἀπὸ τὴν οἰκοδομήν. Μᾶς ξεγελάει μὲ τὴν σκέψιν, ὅτι ἔχομεν καιρόν.... Και αἴφνης, ὅλα γίνονται συντρίμμια. Τὸ σπίτι πέφτει. Καὶ παρασέρνει μὲ τὴν πτῶσιν του τὰ πάντα. Ψυχήν, σωτηρίαν, παράδειον... Τρομερόν! 

Ἀγαπητοί,

Ἦταν κλειδοῦχος σὲ σιδηροδρομικὸ σταθμό. Χρόνια πολλά.  Κανόνιζε μὲ τὰ κλειδιὰ του τὶς γραμμές. Ἤξερε πότε ἔρχονται τὰ τραῖνα.
Μιὰ βραδιὰ εἶχαν ἔλθει κάποιοι φίλοι του. Θέλησε νὰ τοὺς περιποιηθῇ. Ἔστρωσαν τραπέζι στὸ σπίτι του. Εἶχαν καὶ λιγάκι κρασί.  Ἦλθαν στὸ κέφι... Ὥρα 10.30΄ μ.μ.  Σκοτάδι ἔξω.  Στὶς 12.15΄ περνοῦσεν ἡ ταχεῖα. Ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ἐλεύθερη τὴ γραμμή. Δὲν σταματοῦσε σ’ αὐτὸν τὸν σταθμόν.  Κοίταξε τὸ ὡρολόγι του.
-Ἔχουμε ἀκόμη καιρό, εἶπε. Ἀργότερα.
Ὥρα 11. 39΄.... 12.... 12.14΄... Σφυρίζει ἡ ταχεῖα... Θυμήθηκε τότε, ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀνοίξῃ τὴ γραμμή... Ἔτρεξε.  Δὲν ἐπρόφθασε. Σὲ λίγο ἀκούστηκε ἕνας δαιμονιώδῃς κρότος. Φωνές, κλάματα, αἵματα... Καὶ τὸ σκοτάδι ἀπαίσιο... Τὶ εἶχε συμβῇ... Ἡ ταχεῖα μπῆκε σὲ ἄλλη γραμμή. Ἔπεσαν ἐπάνω σὲ σταματημένα βαγόνια. Σύγκρουσις τρομερά. Ἔξετροχιάσθη.  Νεκροὶ καὶ τραυματίαι ἀρκετοί.... Ὁ κλειδοῦχος τρελλάθηκε ἀπὸ τὴ θλῖψι του. Ἐγύριζε χρόνια στοὺς δρόμους καὶ ἐφώναζε: 
-Ἐγὼ φταίω.  Ἐγὼ φταίω.

Ἀδελφοί μου,

 Ἀπὸ τὰ συντρίμμια τοῦ τραίνου, ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν τραυματιῶν, ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔρχεται καθαρὰ ἡ προτροπή, ποὺ μᾶς λέγει:
-Σᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ Τὸν ἀκολουθήσετε. Μὴ ἀναβάλλετε οὔτε στιγμήν. Ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία σας. Σπεύσατε!  Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!....




Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.52-56)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία 
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 
Άναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com

Σε κάποιον μοναχικό για την ταραχή της ψυχής

Σε κάποιον μοναχικό για την ταραχή της ψυχής
Όλα τα έχεις, μόνο γαλήνη δεν έχεις. Όλα θα τα έδινες για τη γαλήνη, αλλά η γαλήνη, δεν έρχεται. Ήδη από την εποχή του πολέμου ταραχή βασιλεύει στην ψυχή σου. Διαρκώς σκέφτεσαι: «Πυροβόλησα στη μάχη, ίσως σκότωσα κάποιον .
Ίσως η μάνα κάποιου να θλίβεται για την απώλεια του γιού της και μαζί η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα αδέλφια του και οι άλλοι συγγενείς του. Ίσως καταριούνται τον δολοφόνο του και δολοφόνος είμαι εγώ. Ποιος ξέρει τι θα βρει εμένα και τα παιδιά μου;». Με τέτοιες σκέψεις περπατάς, εργάζεσαι, ξαπλώνεις και σηκώνεσαι. Η ταραχή και ο φόβος βασανίζουν άγρια την ψυχή σου.
Δεν ακούς σε κάθε λειτουργία τη θαρραλέα ευλογία της Εκκλησίας του Θεού: «Εἰρήνη πᾶσι»! Ειρήνη σε όλους! Ποιος άλλος στον κόσμο εκτός Εκκλησίας προφέρει αυτές τις υπέροχες λέξεις; Και αυτό το κάνει με θέρμη και με τόσο πλήρη και πολύπλευρη σημασία. Ειρήνη μεταξύ πολιτικών και πολιτών, ειρήνη εξωτερική και εσωτερική, ειρήνη μεταξύ ανθρώπων και λαών, ειρήνη με τον Θεό και με τη συνείδηση, ειρήνη με τους υποστηρικτές και με τους διώκτες, με τη ζωή και το θάνατο , με τη γη και τους ουρανούς , με μια λέξη «ειρήνη η υπερέχουσα πάντα νουν» ( Φιλιπ.4,7 ) . Αυτήν την ειρήνη κηρύττει η Εκκλησία σ’ όλες τις χώρες του κόσμου.
Να πώς μιλά ο χριστιανός ποιητής:
Αν η ζωή σε βασανίζει
νου και καρδιά σου παίρνει,
αν με μοχθηρία στη σκλαβιά σε μαθαίνει
και αγάπη και πίστη σβήνει
γονάτισε με καυτά δάκρυα,
το βάθρο του Σταυρού αγκάλιασε
και θα συμφιλιωθείς με τους ουρανούς,
μ’ εσένα και με τους ανθρώπους!
( Ρώσος ποιητής Νικήτας: Προσευχή ενός παιδιού)
Γονάτισε μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό, την Άρχουσα ειρήνη, ακούμπησε το ματωμένο πόδι Του και η ειρήνη θα σου επιστραφεί. Γιατί αυτός είναι η ειρήνη μας ( Εφ. 2,14 ) . Γι’ αυτό όταν η Εκκλησία λέει «Εἰρήνη πᾶσι» είναι σαν να λέει «Χριστός τοῖς πᾶσι! Ο Χριστός με όλους! Ο Χριστός σε όλα!». Αμήν.
Ο Χριστός να σου σώσει ειρήνη και ας είναι μαζί σου!

«ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
Δεν φτάνει μόνο η πίστη…
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Β΄»
Εκδόσεις «εν πλώ»

Εορτή του Αγίου Ιουλιανού από τη Κιλικία

Εορτή του Αγίου Ιουλιανού από τη Κιλικία

Γιορτάζουμε σήμερα 21 Ιουνίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Ιουλιανού από τη Κιλικία.
Ο Άγιος Ιουλιανός ήταν από τη Διοκαισάρεια της Κιλικίας. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης βουλευτής, αλλά η μητέρα του είχε προσχωρήσει στη χριστιανική θρησκεία. Γι' αυτό και ανέθρεψε το γιο της Ιουλιανό σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου.
Ο Ιουλιανός αγάπησε τόσο πολύ τον εσταυρωμένο Κύριο, ώστε σε ηλικία 18 χρονών ομολόγησε με πολύ θάρρος την πίστη του στον έπαρχο Μαρκιανό, ενώ γνώριζε ότι τον περίμεναν άγρια βασανιστήρια.
Πράγματι, μόλις το άκουσε αυτό ο έπαρχος, διέταξε και τον έδειραν ανελέητα, και κατόπιν τον έριξαν στην πιο άθλια φυλακή. Έπειτα ο Μαρκιανός κάλεσε τη μητέρα του Ιουλιανού να επισκεφθεί το γιο της και να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό.
Η χριστιανή γυναίκα, όταν συνάντησε το νεαρό σπλάχνο της, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Προέτρεψε τον Ιουλιανό, να μείνει στο ύψος του χριστιανικού του φρονήματος και τον ενθάρρυνε να υπομείνει όλα τα μαρτύρια.
Έτσι και έγινε. Όταν έπαρχος ξανακάλεσε τον Ιουλιανό, αυτός με περισσότερο θάρρος ομολόγησε μπροστά του και πάλι το Χριστό. Εξοργισμένος τότε ο έπαρχος Μαριανός έκλεισε τον Ιουλιανό μέσα σε ένα σάκο με δηλητηριώδη φίδια και τον έριξε στο πιο βαθύ σημείο της θάλασσας, όπου μαρτυρικά ο Ιουλιανός παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό.
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Μητρικαίς υποθήκαις μυστανωνούμενος, πανευκλεής στρατιώτης ώφθης Χριστού του Θεού, παντευχίαν μυστικήν περιζωσάμενος. όθεν καθείλες τον έχθρον, ως γενναίος αριστεύς, και ήθλησας θεοφρόνως, Ιουλιανέ θεόφρον, υπέρ ημών αεί πρεσβεύων Θεώ.

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2014

ΤΙ ΕΙΔΑ ΚΑΙ ΤΗ ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΟΘΕΟ ΖΕΡΒΑΚΟ

«Όταν βγεις απ’ εδώ να πεις για το φώς πού είδες, αφού πρώτα το πάρεις σαν δώρημα απ’ το Χριστό μας. Διαφορετικά, μίλησε με τη σιωπή πού κηρύττει κι αυτή με τον τρόπο της». 

O παππούς πατήρ Φιλόθεος πάλι μου μίλησε για την έσχατη μέρα πού την διαισθάνεται πολύ κοντά. Ζω, μου ‘ πε, με την αγωνία του κόσμου, του κόσμου πού ‘γινε μάζα, και πορεύεται σαν πρόβατο σε σφαγή, χωρίς διαμαρτυρία και προσπάθεια να ξεφύγει απ’ τα χέρια του βέβαιου θανάτου. Ο Σατανάς έχει υπνώσει τούς ανθρώπους και τούς χρησιμοποιεί.

ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ ΤΟ 1967-1968: 

 Τα μάτια του παππούλη, ήταν γεμάτα δάκρυα και το πρόσωπό του είχε φανερή την έκφραση
του πόνου και της αγωνίας. Έπειτα σιώπησε και τον αισθανόμουν και έβλεπα να ‘ναι βυθισμένος κάπου. Αυτή η σιωπή λάβαινε έκταση μα και μεγαλείο. Θέλησα κι εγώ να προσηλώσω τη μνήμη μου πάνω στο Σταυρό που ‘χα αντίκρυ μου κι έμεινα για ώρα βυθισμένος στο θαύμα του Θείου Πάθους!! Έπειτα από αρκετή ώρα, μέσα απ’ την προσήλωσή μου, είδα ένα σκοτάδι να φεύγει κι ένα φώς παράξενο και πρωτόγνωρο να λούζει τον παππού, όχι όμως και μένα. Το πρόσωπο του, άρχισε να αλλοιώνεται και να παίρνει μια έκφραση!!
«Ω, Θεέ, να μπορούσα να την περιγράψω ή να την έχω σαν εικόνα όλη μου τη ζωή! Αισθανόμουν πώς κάποιος του μιλούσε και ο ίδιος απαντούσε, μα δεν άκουγα τίποτα. 
Η βεβαιότητα μου αυτή δέ γεννούσε αμφισβήτηση, αλλά ούτε και ερώτηση. Είχα καθηλωθεί στο θαυμασμό μέσα αλλά και στο φόβο της αδυναμίας μου να νιώσω, τί γίνεται κει μπροστά μου… Ο παππούς, τώρα παρακαλούσε, ικέτευε και τον είδα να σκύβει πάνω στο πάτωμα το κεφάλι ταπεινά και λέει «ευχαριστώ»!!
Μέσα μου αισθανόμουν ειρήνη, απέραντη ειρήνη και ούτε ήθελα να ρωτήσω ή να ζητήσω κάτι. Ήμουν γεμάτος από κάτι πού δεν ήξερα, μα ωστόσο με πλημμύριζε χαρά και με γέμιζε ελπίδα. Η σιωπή εκεί μέσα, μιλούσε με πολλές γλώσσες κι ήταν τόσο όμορφη πού θα ‘θελα να μην έχει τέλος.
Έξω φυσούσε παγωμένος αέρας και το κρύο σε περόνιαζε ως το κόκκαλο, μα μες στην καρδιά μου είχα ζεστασιά. Ήθελα αυτό πού είχα, σχεδόν λαχταρούσα, να το δώσω σ’ όλους τούς ανθρώπους. Γιατί εδώ τώρα, τούς αγαπούσα σαν τον εαυτό μου και τούς πονούσα σαν τη σάρκα μου..
Έπειτα ο παππούς, μ’ αγκάλιασε στοργικά και μούπε: «Όταν βγεις απ’ εδώ να πεις για το φώς πού είδες, αφού πρώτα το πάρεις σαν δώρημα απ’ το Χριστό μας. 
Διαφορετικά, μίλησε με τη σιωπή πού κηρύττει κι αυτή με τον τρόπο της». Η Παναγία μου είπε, πώς του απεκάλυψε μια εικόνα που ‘δειχνε τούς ποιμένες να ‘ναι δεμένοι σ’ ένα βράχο και οι κουρούνες να τούς τρώνε τα σπλάχνα και να τούς κτυπούν με μανία με το ράμφος των. Όταν τον ρώτησα για την εικόνα δεν μου απάντησε, αλλά μου ‘δειξε μια άλλη εικόνα πού παρίστανε ανθρώπους μυριάδες, αμέτρητους, πού βούλιαζαν σε μια ατέρμονη πεδιάδα, λες και τούς ροφούσε η λασπουριά, φωνάζοντας απέλπιδες φωνές. Στη θέα αυτή ένιωθες φρίκη και γέμιζες αγωνία..
Κι άκουσα μου πε ο παππούς, τη φωνή του Προφήτη με το στόμα τ’ Άγιο της Παναγιάς, να μου λέει: «Οι ποιμένες κατέστρεψαν το αμπέλι μου και το μετέτρεψαν σε βούρκο». Ο παππούς λέγοντας μου αυτά, είχε πάνω του όλο το παράπονο του κόσμου και όλο τον καημό της ζωής. Τον άφησα περίλυπο στη σιγή του και τον παρεκάλεσα φιλώντας του το χέρι, να προσευχηθεί για μένα.. Έξω, η καμπάνα της Ι. Μονής, σήμαινε τον Εσπερινό!!
ΠΗΓΗ  το είδαμε εδώ

"ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΙΑ" (ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ)

















Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΖΕΙ ΜΟΝΟ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΑΣ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΑΓΡΥΠΝΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΠΟΛΕΜΟΙ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Η ΣΑΡΚΟΛΑΓΝΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΣΕΞΟΥΑΛΙΣΜΟΣ ΓΙΝΟΥΝ ΝΟΜΟΙ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΝΟΜΟΙ ...
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΤΟΥΣ ΠΟΝΗΡΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ, ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΧΟΡΤΑΓΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΤΩΝ ΣΑΡΚΙΚΩΝ ΜΕΙΞΕΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ ΦΑΓΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΕΣΕΩΝ, ΤΗΝ ΕΞΙΛΕΩΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟ, ΔΙΑΡΚΕΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ, ΕΙΔΙΚΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΟΙ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΕΣ ΤΡΟΦΕΣ, ΟΙ ΠΡΟΣΜΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΤΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΓΕΙΩΣΟΥΝ ΤΙΣ ΟΡΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΙΣΜΑ ΤΩΝ ΥΔΡΟΦΟΡΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΑΠΟ ΒΑΡΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΚΟΠΟ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΟΥΝ ΠΡΟΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ...
Η ΟΣΙΑ ΕΔΩΣΕ ΤΡΟΜΕΡΗ ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΤΡΩΓΑΝ ΤΟΝ ΝΟΥ ΤΗΣ, ΜΑΥΡΙΖΑΝ ΤΗ ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑΖΑΝ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ...
ΕΠΕΦΤΕ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΙΖΕ ΜΕ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΣΤΕΡΕΥΕ ...
ΜΕΡΕΣ ΠΟΛΛΕΣ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΡΑΜΜΕΝΑ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟ ΕΚΛΙΠΑΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΗΣ ΔΩΣΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗ ΓΑΛΗΝΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 17 ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ...
ΜΟΛΙΣ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΠΕΔΡΑΣΕ ΣΤΗ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ, ΑΝΑΔΟΜΗΣΕ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ...
ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΝΟΜΟΣ, ΟΧΙ Ο ΦΥΣΙΚΟΣ, ΠΟΥ ΤΗΝ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΑΠΕΞΑΡΤΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΛΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΖΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ...
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΖΩΣΙΜΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ Ο Ο ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΡΥΣΕ ΝΑ ΥΠΕΡΙΠΤΑΤΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ...
 ΕΚΕΙΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΚΡΙΘΗΚΕ ΗΤΑΝ Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΚΟ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗ ...
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΡΟΩΘΗΣΕ ΟΛΑ ΤΟΥ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΙΩΝΙΣΕ ΤΙΣ ΑΣΧΗΜΙΕΣ ΤΩΝ ΣΑΡΚΙΚΩΝ ΠΑΘΩΝ, ΤΗΣ ΠΑΡΑΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΓΝΕΙΑΣ ...
Η ΙΔΙΑ ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ΟΤΙ ΠΡΟΕΒΕΙ ΣΕ ΑΝΗΚΟΥΣΤΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΣΕΛΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΡΗΣΕ ΠΩΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΝ ΑΝΕΧΤΗΚΕ ...
ΑΥΤΕΣ ΟΜΩΣ ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ, ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟ ΑΣΚΗΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΓΩΝΑ ΣΥΓΧΩΡΕΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ, ΣΑΝ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΠΟΥ ΟΠΩΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ, ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΟΥΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΑΜΠΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ...
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑ ΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΚΑΙ ΦΟΒΕΡΟ ΟΠΛΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ "ΚΑΚΟ" ...
ΣΤΗ ΘΥΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ, ΑΥΤΟ ΘΑ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, 
ΓΙ ΑΥΤΟ ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΛΕΙΨΑΝΑ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΝ, (ΠΑΛΙ ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΓΡΙΜΙΟΥ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ) ΚΑΙ ΘΑ ΤΙΘΕΝΤΑΙ ΔΙΑΡΚΩΣ ΣΕ ΛΑΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ, ΩΣΤΕ Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΡΟΥΝ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Η ΑΙΤΙΑ ΑΛΛΗΣ ΜΙΑΣ ΝΙΚΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ "ΚΑΚΟΥ" ...
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ ...
ΕΧΘΕΣ ΠΕΘΑΝΕ ΤΟ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΒΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ ΠΡΟΣΘΕΤΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΘΥΜΑ ΣΤΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΜΕ ΜΟΡΦΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑΣ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ...
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΟΤΙ ΘΑ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΑΝΕΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΒΙΑΣΤΩΝ, ΤΩΝ ΚΤΗΝΟΒΑΤΩΝ ΠΟΥ ΗΔΗ ΕΧΟΥΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΣΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΑ !!!

ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ, ΟΠΩΣ ΤΑ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ:
      
<<Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν,«ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ  καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα».
Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει. Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ πῆρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο.
Κατὰ τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο, πάλεψε πολὺ σκληρὰ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ποὺ τὴν πολεμοῦσε μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς.
Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλὲς ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καὶ «πορνικῶν ᾀσμάτων» καὶ πολλοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ὠθοῦσαν πρὸς τὴν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμὸς μέσα της, ἔπεφτε στὴν γῆ, τὴν ἔβρεχε μὲ δάκρυα καὶ δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴ γῆ «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στὴν Παναγία, τὴν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας ποὺ ἔκανε. Τὸ ἱμάτιό της σχίσθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν παγετὸ καὶ «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».
Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγῶνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχὴ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς της, καθὼς ἐπίσης ἐθεώθηκε καὶ τὸ σῶμα της.
Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα.
Ἦταν γυμνὴ ἀλλὰ τὸ σῶμα της ὑπερέβη τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τὸ σῶμα τρεφόταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στὴ περίπτωσή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτὴ ἡ ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι ἡ ψυχή της δεχόταν τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καὶ στὸ σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Ἐκείνη τὴν περίοδο ἀσκήτευε σὲ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ ἁγιότητα βίου. Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθὼς τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω τοῦ ὅτι ζοῦσε μέχρι τὰ πενήντα τρία του χρόνια μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἦταν φημισμένος στὴν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμὸς κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἄλλος μοναχὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσει ἢ νὰ τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νὰ πορευθεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἀκτημοσύνη, μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καὶ ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας  τους μερικὲς τροφὲς καὶ ἔφευγαν στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δὲ στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ὡς κανόνα νὰ μὴν συναντᾶ κανεὶς τὸν ἄλλο ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἔκανε τὴν περίοδο αὐτή.
Αὐτὸν τὸν κανόνα ἐφάρμοσε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πορεύθηκε στὴν ἔρημο, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία νὰ εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιὸ βαθειὰ σὲ αὐτή, μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δὲ ὅπου εὑρισκόταν.
Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμὴ ποὺ κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἔψελνε, εἶδε στὸ βάθος μία σκιὰ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Στὴν ἀρχὴ θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικὸ φάντασμα, ἀλλὰ ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα – τὸ σῶμα αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες – καὶ εἶχε στὸ κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες, ποὺ δὲν ἔφθαναν πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό. Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τὴν Ὁσία Μαρία, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καὶ σὲ κάποια στιγμή, ἐνῷ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ διαπιστώσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καὶ ἐκεῖνο. Καὶ ὁ Ἀββᾶς κραύγαζε μὲ δάκρυα πρὸς αὐτὸ ὥστε νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σὲ κάποιο χείμαρρο καὶ ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἀββᾶ, τοῦ εἴπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ νὰ τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναῖκα γυμνὴ καὶ ἔχει ἀκάλυπτα τὰ μέλη τοῦ σώματός της. Τὸν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νὰ τῆς δώσει τὴν εὐχή του καὶ νὰ τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ καλύψει τὸ γυμνὸ σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καὶ τότε ἐκείνη στράφηκε πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή της, ἐνῷ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Καὶ παρέμειναν καὶ οἱ δυὸ γονατιστοὶ «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Ἐπειδὴ ὁ Ἀββᾶς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τοὺς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, ποὺ ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄυλο πνεῦμα.
Ἡ Ὁσία Μαρία κατὰ τὴν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ζωή της, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νὰ ἔλθει κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς, σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντὰ σὲ μία κατοικημένη περιοχή, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεγάλης μετάνοιας ποὺ μεταμόρφωσε τὴν ὕπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδὴ εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κοινωνήσει τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν κανόνα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴν ἱερὰ μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ δεῖ καὶ πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δὲν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθὼς ἤθελε ὅλος αὐτὸς ὁ χρόνος νὰ ἦταν μία ἡμέρα.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπὸ κάποια ἀρρώστια δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἔτσι παρέμεινε στὸ μοναστήρι. Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νὰ πορευθεῖ στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη βρεγμένη φακὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Ὁσία Μαρία. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νὰ ἔλθει στὸν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ μὴν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ δεῖ ἐκ νέου.
Μετὰ τὴν θερμὴ προσευχὴ τὴν εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νὰ πατᾶ πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στὴν συνέχεια ἡ Ὁσία τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸ χείμαρρο ποὺ τὴν εἶχε συναντήσει τὴν πρώτη φορά, ζήτησε τὴν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή της καὶ τὴν ἄφησε νὰ φύγει«στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Ἐκείνη ἔφυγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδὴ πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς βιαζόταν νὰ φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» νὰ δεῖ «τὸ γλυκύτατο θήραμα», τὴν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῇδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἔχει. Καὶ προσευχόμενος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τὰς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολὰς ὁρῶσαν κειμένην τῷ σχήματι». Βρῆκε δὲ καὶ δική της γραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν  τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τὴν βρῆκε δηλαδὴ νεκρή, κείμενη στὴν γῆ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καὶ γραφὴ ποὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἐνταφιάσει.
Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σὲ μία ὥρα ἀπόσταση τὴν ὁποία διήνυσε τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σὲ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Τὸ σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.
Στὴν συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολὺ καὶ εἶπε ψαλμοὺς κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Καὶ μετὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τὰ τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σκάψει καὶ βρισκόταν σὲ ἀπορία. Τότε«ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδὴ εἶδε ἕνα λιοντάρι νὰ στέκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι καλόπιανε τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε καὶ μὲ τὶς κινήσεις του καὶ μὲ τὶς προθέσεις του, νὰ προχωρήσει στὸν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπὸ τὸ ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τὸ παρακάλεσε νὰ σκάψει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸν λάκκο, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδὴ μὲ τὰ μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τὸ λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.
Ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἔφυγαν καὶ οἱ δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἡμῶν».
Καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτὸ τὸ βίο «κατὰ δύναμιν» καὶ «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».
Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πῶς μία πόρνη μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καὶ πῶς ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλπίδα μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση. Στὸ πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἡδονὴ καὶ κυνηγᾶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία της καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ τετιμημένο της σῶμα, καθὼς ἐπίσης νὰ τὴ σέβονται καὶ τὰ ἄγρια ζῶα.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μὲ τὴν μετάνοιά της, τὴν βαθιά της ταπείνωση, τὴν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἐνὸς μὲν προσφέρει μία παρηγοριὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ταπεινώνει ἐκείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δὲν ἡμέρωσε μόνο τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδὴ τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ ὑπερέβη ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡμέρωσε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.
Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά.>>

«Μικρὰ ἐν πετεινοῖς μέλισσα» (Σοφ. Σειρὰχ ια´ 3)


Ποιός θὰ πρόσεχε πότε τὴν µέλισσα; Φαίνεται τόσο ἀσήµαντη µέσα στὸν κόσµο τῶν φτερωτῶν!
  Μέσα στὶς χιλιάδες ποικιλίες τῶν ἐντόµων καὶ τῶν πτηνῶν εἶναι σχεδὸν ἕνα τίποτα. «Μικρὰ ἐν πετεινοῖς µελισσα», λέει ἁπλὰ ὁ σοφὸς Σειρὰχ (ια´ 3). Μπῆτε σ᾽ ἕνα κῆπο τώρα τὴν ἄνοιξη. Περπατῆστε σ᾽ ἕνα λειβάδι τὸ καλοκαίρι. Ἂν ὑπάρχουν ἔντοµα, ποὺ θὰ τραβήξουν τὴν προσοχή σας, αὐτὰ θὰ εἶναι οἱ πεταλοῦδες. Πολύχρωµες, πετοῦν ράθυµα, χαριτωµένα, ἔτσι ποὺ φαίνονται σὰν νὰ ἐπιδιώκουν νὰ προσελκύσουν τὸ βλέµµα. Ἐνῶ οἱ µέλισσες; Ἔρχονται καὶ φεύγουν βιαστικά. Οὔτε κὰν προφθαίνει κανεὶς νὰ τὶς κοιτάξει. Μικρά, ἄσχηµα, ἴσως, ἀσήµαντα ἔντοµα. Μικρά; Ἀσήµαντα; Καὶ ὅµως … «Μικρὰ ἐν πετεινοῖς µέλισσα». Ἀλλά: «ἀρχὴ γλυκασµάτων ὁ καρπὸς αὐτῆς», λέει ἡ Σοφία.
. Καρπὸς αὐτοῦ τοῦ µικροῦ ἐντόµου, ποὺ «δὲν µᾶς γεµίζει τὸ µάτι» εἶναι τὸ µέλι. Γλυκύτατος καρπός, ἀρχὴ καὶ βάση γλυκισµάτων, φτιαγµένος ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθέων. Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ εὐγενικότερα προϊόντα τῆς Δηµιουργίας. Αὐτὸ τὸ ἑλκυστικότατο µὲ τὸ λεπτὸ ἄρωµα µέλι µᾶς τὸ δίνει πρόσχαρα, δουλεύοντας ἀκαταπόνητα, ἡ µικρή, ἡ ἀσήµαντη µέλισσα. Ποιός θὰ πρόσεχε ποτὲ µία µέλισσα; Δὲν διαθέτει προσόντα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κολακεύουν τὸ µάτι, ποὺ προσελκύουν τὸ βλέµµα …




«Μικρὰ ἐν πετεινοῖς µέλισσα … » Πόσες φορὲς ἀντικρίζοντας τὸν α´ ἢ β´ ἄνθρωπο µέσα στὴν καθηµερινὴ ζωὴ δὲν περνᾶµε σηκώνοντας ἀδιάφορα τοὺς ὤµουςΓιατί αὐτὸς ὁ α´ ἢ β´ εἶναι «µικρὸς ἐν ἀνθρώποις». Εἶναι ἀσήµαντος, φτωχός, ἄσχηµος, ἄσηµος. Περνάει ἀπαρατήρητος, γιατί δὲν ἔχει τίποτα ποὺ νὰ αἰχµαλωτίζει τὴν προσοχή µας. Ἴσως ἴσως περνάει ὄχι ἁπλῶς ἀπαρατήρητος, ἀλλὰ προκαλεῖ καὶ τὴν περιφρόνηση ἢ τὴν δυσφορία µας.
 Συµβαίνει συχνὰ δίπλα σ᾽ αὐτὸν τὸν ἀσήµαντο ἄνθρωπο νὰ εἶναι κάποιος σπουδαῖος, κάποιος ἀξιοπρόσεκτος. (Στὸν ἴδιο κῆπο δὲν πετοῦν οἱ ὄµορφες πεταλοῦδες καὶ οἱ µικρὲς µέλισσες;) Μᾶς σταµατοῦν τὰ ὄµορφα καλοπεριποιηµένα ροῦχα του. Ἡ κοµψότητά του, ἡ λάµψη του, τὸ στὺλ τοῦ ντυσίµατός του. Μᾶς µαγεύει ἡ ὡραιότητα τοῦ προσώπου του, οἱ χαριτωµένοι καὶ ἁβροὶ τρόποι του, ὁ ἀέρας τοῦ βαδίσµατος, τὸ χαµόγελό του. Μπροστὰ σ᾽ αὐτὸν τὸν τύπο, ποὺ µᾶς κάνει νὰ στεκόµαστε µἐ ἀνοιχτὸ τὸ στόµα ἀπὸ θαυµασµό, ὁ ἄλλος, ὁ «µικρὸς καὶ ἀσήµαντος ἐν ἀνθρώποις», µᾶς φαίνεται ἀκόµη πιὸ µικρός. Μᾶς φαίνεται ὄχι πιὰ σὰν κάποιος, ἀλλὰ σὰν κάτι, µἐ τὸ ὁποῖο δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἀσχοληθεῖ κανείς.
.Σ᾽ αὐτή µας τὴν κατάσταση, σ᾽ αὐτὴ τὴν στάση, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ µᾶς λέει ξεκάθαρα: Κάνετε λάθος, διότι ἐµπιστευόσαστε µόνο στὰ µάτια σας. Κρίνετε µὲ βάση αὐτὸ ποὺ βλέπετε. Νὰ τὸ σφάλµα σας! Γι᾽ αὐτό, λέει ὁ Θεός, µὴ βιαστεῖτε νὰ ἐνθουσιαστεῖτε µὲ κάποιον ποὺ παρουσιάζει ὀµορφιὰ καὶ κάνει ἐντυπωσιακὴ ἐµφάνιση. Καὶ µὴ σπεύσετε νὰ ἐκδηλώσετε τὴν δυσφορία σας γιὰ τὸν ἄλλο, ποὺ φαίνεται µικρὸς καὶ ἀσήµαντος (Σοφία Σειρὰχ ια´ 2).

. «Μικρὰ … µέλισσα». Μικρὸς καὶ ἀσήµαντος σοῦ φάνηκε, ὁ ἄνθρωπος ποὺ συνάντησες χθές. Ἔτσι σοῦ τὸν παρουσίασαν τὰ µάτια σου. Ὅµως ποιὸς ξέρει, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ὑποφέρει γεµάτος ὑποµονή! Καὶ ἔτσι δίνει στὸ σπίτι του, στὴν γειτονιά του, στὸν κόσµο τὸ µέλι τῆς ὑποµονῆς καὶ τῆς καρτερίας, τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς παρηγορίας! Ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα ἄλλοι φανταχτεροὶ κύριοι χύνουν παντοῦ ὅπου σταθοῦν τὸ φαρµάκι τῆς ἀπογοητεύσεως καὶ τῆς γκρίνιας.
. Νόµισες ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ὁ α´ ἢ ὁ β´, ποὺ εἶδες σήµερα τὸ πρωὶ πηγαίνοντας στὴν δουλειά σου. Τὸ παρουσιαστικό τους ἦταν τόσο φτωχό! Ἆραγε ὅµως γνωρίζεις τί γίνεται παραπέρα; Ξέρεις ἂν ὁ α΄ ἢ ὁ β´ εἶναι ἄνθρωποι τίµιοι, ἂν εἶναι ἕνας πατέρας, ποὺ ἀποτελεῖ καύχηµα γιὰ τὴν οἰκογένειά του, µια µητέρα ἡρωική, ἕνας ἀδελφὸς ποὺ κρατάει τὸ βάρος µιᾶς ὁλόκληρης οἰκογένειας;
. Καθὼς ἤσουν προχθὲς στὸ λεωφορεῖο, χωρὶς νὰ τὸ θέλεις, ἔριξες ἕνα βλέµµα στὸν ἄνθρωπο ποὺ καθόταν κοντά σου. Ἀδύνατος, µικροκαµωµένος, ἀσθενικός, ἀρκετὰ δειλὸς καὶ ἀδέξιος. «Ἀνθρωπάκι», ψιθύρισες µέσα σου. Ἔτσι σὲ πληροφοροῦσαν τὰ µάτια σου. Αὐτὸ τὸ ἀνθρωπάκι, ποὺ δὲν τὸ λογαριάζεις, µπορεῖ νὰ εἶναι µιὰ µέλισσα. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας παράγων καλοσύνης στὸ περιβάλλον του, µιὰ ψυχὴ ποὺ σκορπίζει τὸ ἄρωµα τοῦ καλοῦ Θεοῦ στοὺς κύκλους τῶν γνωστῶν της.
. Σήµερα, αὔριο, ὅταν θὰ ἀνταµώσεις αὐτοὺς τοὺς ἀναρίθµητους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ σοῦ φανοῦν µικροὶ καὶ ἀνάξιοι λόγου, µὴ στρέψεις ἀλλοῦ περιφρονητικὰ τὸ κεφάλι. Θυµήσου τὸν σοφὸ καὶ αἰώνιο λόγο: «Μικρὰ ἐν πετεινοῖς µέλισσα» καὶ ὄµως «ἀρχὴ γλυκασµάτων ὁ καρπὸς αὐτῆς». Θυµήσου καὶ προσευχήσου:
* * *
. Κύριε, µὴ ἐπιτρέψεις στὰ µάτια µου νὰ µὲ ξεγελάσουν καὶ νὰ µὲ κάνουν νὰ θεωρῶ µικρὸ καὶ ἀσήµαντο ἔστω κι ἕναν ἄνθρωπο. Κύριε, κάνε µε νὰ σέβοµαι καὶ νὰ ἀγαπῶ βαθιὰ τοὺς ταπεινοὺς καὶ καταφρονεµένους.
. Κύριε, ἀξίωσε τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀσήµους ἀνθρώπους νὰ εἶναι οἱ µέλισσες τῆς κοινωνίας µας. Νὰ τοὺς γλυκαίνεις µὲ τὴν ἐλπίδα, τὴν ὑποµονή, τὴν ἀγάπη, τὴν τιµιότητα. Ἀµήν.

Από το περιοδικό. «ΖΩΗ»
ἀρ. τ. 4280, Ἰούν. 2014

Το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...