Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2017

Συναξαριστής της 6ης Φεβρουαρίου


Ὁ Ὅσιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης

 


Ὁ Ὅσιος Βουκόλος τιμᾶται σὰν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Σμύρνης, ποὺ ἐκλέχθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, ὅταν αὐτὸς πῆγε στὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τὴν ἐπιστασία τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Στὴ διακονία του αὐτή, ὁ ζηλωτὴς αὐτὸς Ἱεράρχης, ὑπηρέτησε μὲ ὅλη τὴν εὐσυνειδησία, τὴν θερμότητα καὶ τὴν αὐταπάρνηση τῶν ἡρωικῶν καὶ μαρτυρικῶν ἐκείνων χρόνων. Ὑπῆρξε πραγματικὸς πατέρας πρὸς τοὺς χριστιανούς καὶ στὴ διδασκαλία καὶ στὴν ὑπεράσπισή τους, ὅταν κινδύνευαν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου.

Πρὸς δὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ πλήθη, συμπεριφερόταν μὲ θαυμάσια σύνεση καὶ ἀγάπη, προσέχοντας μὲν νὰ μὴν τὰ ἐρεθίζει, ἀλλὰ καὶ προσπαθώντας μὲ ὅλη του τὴν τέχνη, νὰ ἑλκύει πολλοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη.

Οἱ πρὸς τιμήν του ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι τονίζουν τὴν εἰλικρινὴ πίστη του, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του, τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής του. Θεωροῦν μάλιστα ὅτι ὁ Ἅγιος Βουκόλος ὑπέδειξε διάδοχό του τὸν ἱερὸ Πολύκαρπο.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς διαλάμπων ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι, τοῦ ἐν τῷ στήθει τοῦ Δεσπότου πεσόντος, ἐκ πόθου προσεπέλασας τῷ θείῳ φωτί· ὅθεν ὡς θεόπνευστος, Ἱεράρχης ἐμπρέψας, ἴθυνας τὴν ποίμνην σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, Πάτερ Βουκόλε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Βουκόλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κάθισμα 

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἱερωσύνης τῷ φωτὶ διαλάμπων, ἐφωταγώγησας λαοὺς Ἱεράρχα, τὸ τῶν εἰδώλων σκότος τε ἠφάνισας αἴγλῃ ἰαμάτων δέ, τῶν παθῶν τὴν ὁμίχλην, λύσας μεταβέβηκας, πρός τὸ ἄδυτον φέγγος, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων ἐκτενῶς, τῶν σὲ τιμώντων, Βουκόλε Μακάριε.

Κοντάκιον.
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸ καθαρόν, καὶ διαυγὲς τοῦ βίου σου, ὁ Μαθητής, ὁ τῷ Χριστῷ ἐράσμιος, ἀτεχνῶς ὡς θεασάμενος, Βουκόλε Πάτερ ἱερώτατε, ποιμένα Ἐκκλησίας σε καθίστησι, καὶ λύχνον εὐσεβείας φαεινότατον· τῶν τρόπων αὐτῷ γὰρ ἐκοινώνησας.

Μεγαλυνάριον.
Τῷ ἠγαπημένῳ μύστῃ Χριστοῦ, Βουκόλε θεόφρον, μαθητεύσας ὡς καθαρός, ὤφθης Ἐκκλησίας, ποιμὴν τῆς ἐν τῇ Σμύρνῃ, καὶ τῷ καλῷ ποιμένι, ταύτην ὡδήγησας.

 
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Ἐμέσῃ

Μαρτύρησε στὰ τέλη τοῦ τρίτου αἰῶνα μετὰ Χριστὸν στὴνἜμεσα (ἢ Ἔμισα), πόλη τῆς Κοίλης Συρίας, ποὺ φέρει σήμερα τὸ ὄνομα Χάρις. Ὁ Ἰουλιανὸς αὐτός, γιατρὸς στὴν τέχνη, ἂν καὶ ἀσθενής, ἔμαθε ὅτι εἶχαν συλληφθεῖ καὶ καταδικασθεῖ νὰ σπαραχθοῦν ἀπὸ τὰ θηρία ὁ ἐπίσκοπος Ἐμέσης Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης Μώκιος.

Σηκώθηκε λοιπόν, καὶ ἔτρεξε νὰ συμμεριστεῖ τὴν τύχη τους. Μόλις ἔφτασε στὸν συγκεκριμένο τόπο, ὅρμησε καὶ τοὺς φίλησε. Οἱ στρατιῶτες τὸν τράβηξαν καὶ τὸν κτύπησαν ἄγρια. Ἡ συνέχεια εἶναι εὐνόητη. Καταδικάστηκε καὶ αὐτὸς σὲ θάνατο, καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιμος

Ἡ ἁγία Φαῦστα ἦταν ἀπὸ εὐγενὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια τῆς Κυζίκου. Σὲ ἡλικία 13 χρονῶν, ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς. Ἀλλὰ οἱ κακοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐπηρεάσουν τὴν τρυφερὴ καρδιά της. Ἡ χριστιανικὴ ἀνατροφή, βαθύτατα χαραγμένη στὴν ψυχή της, τὴν ἔκανε νὰ ἀποτροπιάζεται τὰ πλάνα καὶ ἀπατηλὰ λόγια.

Τὸ ἔτος 299 μ.Χ. ἡ νεαρὴ Φαῦστα, προσκλήθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Παρουσιάστηκε λοιπὸν μπροστὰ στὸν συγκλητικὸ Εὐϊλάσιο, γέροντα 80 χρονῶν, καὶ ἄφοβη μπροστὰ στὶς ἀπειλές του, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος ὅτι εἶναι καὶ θὰ παραμείνει χριστιανή. Ἀκολούθησαν ἄγρια βασανιστήρια, ποὺ ἡ Φαῦστα τὰ ὑπέμεινε μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Κατόπιν τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ Ἁγία βγῆκε ἄθικτη.

Ὅλα αὐτὰ ἔκαμψαν τὸ εἰδωλολατρικὸ φρόνημα τοῦ γέροντα Εὐϊλασίου καὶ ὤ! τοῦ θαύματος ἔγινε χριστιανός. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Μάξιμο. Προσκάλεσε λοιπὸν τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τοῦ ἔκανε παρατήρηση μὲ τὰ πιὸ ὑβριστικὰ λόγια. Ὁ Εὐϊλάσιος ἀτάραχος, διηγήθηκε τὰ γεγονότα μὲ τὴν Φαῦστα.

Ἀλλ᾿ ὁ Μάξιμος, τυφλωμένος ἀπὸ θυμό, διέταξε καὶ βασάνισαν ἄγρια τὸν γέροντα Εὐϊλάσιο καθὼς καὶ τὴν Φαῦστα. Καὶ οἱ δυό, ὅμως, βγῆκαν νικηφόρα ἀπὸ τὸ καμίνι αὐτῶν τῶν φρικτῶν βασανιστηρίων. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε καὶ πάλι τὸ θαῦμα του. Ὁ ἔπαρχος ὁμολόγησε καὶ αὐτὸς τὸν Χριστό, ζητῶντας μὲ συντριβὴ συγχώρεση ἀπὸ τὴν νεαρὴ Φαῦστα.

Ἡ εἴδηση δὲν ἄργησε νὰ φτάσει στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, ποὺ μὲ διαταγή του θανατώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι.

 
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Σιλουανός

Ἦταν ἀδελφικοὶ φίλοι, νέοι στὴν ἡλικία καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

 
Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Περγέτης

Βλέπε σχετικῶς τὴν 8η Φεβρουαρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 


Ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ λαμπρότερες μορφὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος. Στολίζει τὸν 9ο αἰῶνα, σὰν ὁ ἔξοχωτερος τῶν πρωταγωνιστῶν του. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 820 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 810), ἀπὸ πλούσια καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια.

Ἀναδεικνύεται γρήγορα στὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες. Ἦταν μεγαλοφυΐα, πολὺ πλατὺ καὶ θετικὸ μυαλό, καὶ ἡ κρίση, ἡ μνήμη καὶ ἡ πολυμάθειά του προκαλοῦσαν καταπληκτικὴ ἐντύπωση. Ὁ Φώτιος διαπρέπει στὸν πολιτικὸ στίβο, ἀλλὰ ἡ ἀνωμαλία, ποὺ δημιουργεῖται ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μὲ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἰγνατίου, γρήγορα τὸν φέρνει - σὰν τὸν καταλληλότερο ἄνθρωπο - στὸ ἐκκλησιαστικὸ πεδίο.

Μέσα σὲ ἕξι μέρες παίρνει ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης καὶ γίνεται Πατριάρχης τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 857 ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαμείας Εὐλαμπίου, διότι ἡ κατάσταση ἔπρεπε νὰ ὀμαλοποιηθεῖ.

Ἀπὸ τότε, ἔδωσε πολλοὺς ἀγῶνες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα κατὰ τῶν παπικῶν. Ἔμεινε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο γιὰ 10 χρόνια, ἐπαύθη τὸ 867 ἀπὸ τὸν Βασίλειο τὸν Μακεδόνα καὶ ἐξορίστηκε στὴ Μονὴ Σκέπης στὰ θρακικὰ παράλια του Βοσπόρου.

Ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ τὸν διαδέχτηκε, μὲ σύνοδο ποὺ ἔγινε στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (869), καθήρεσε καὶ ἀναθεμάτισε ὅλους τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μ. Φωτίου. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰγνατίου, ἐπανῆλθε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν θρόνο ὁ Μ. Φώτιος (878). Ὅμως, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ σοφός, ποὺ ὑπῆρξε καὶ μαθητής του, κατάφερε νὰ τὸν ἐκδιώξει ἀπὸ τὸ θρόνο (886).

Ἔτσι, ὁ Φώτιος θὰ τελειώσει τὴν πολυτάραχη ζωή του στὶς 6 Φεβρουαρίου 891 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 898), σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ τὸ ὀνόμαζαν τῶν Ἀρμενίων.

(Ἡ ἑορτή του καθιερώθηκε ἐπίσημα μόλις τὸ 1912).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγὴς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ Φώτιε μέγιστε· οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἑῴας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατήρει Πάτερ ἄσειστον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστὴρ ὁ τηλαυγέστατος
Καὶ ὀρθοδόξων ὁδηγὸς ὁ ἐνθεώτατος
Στεφανούσθω νῦν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων.
Ἡ θεοφθόγγος κιθάρα ἡ τοῦ Πνεύματος,
Ὁ στερρότατος αἱρέσεων ἀντίπαλος·
Ὧ καὶ κράζομεν, χαῖρε πάντιμε Φώτιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὀρθοδόξων φωταγωγέ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφοστόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις κακοδόξων, ἡ δίστομος ῥομφαία, ὦ Φώτιε τρισμάκαρ, ῥητόρων ἔξοχε.

 
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ μαθητής του

 


Ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Μεγάλης ἐγκράτειας καὶ ἄσκησης καὶ οἱ δυό τους, ἦταν συγχρόνως στολισμένοι μὲ ἀξιόλογη γνώση τῶν θρησκευτικῶν ζητημάτων. Γιὰ τὴν ὁδηγία καὶ τὸν φωτισμὸ τῶν πιστῶν, διατύπωσαν μαζὶ πολλὲς ἐρωτήσεις, ποὺ τὶς λύσεις τους ἔγραψε μὲν ὁ ἕνας, ἀλλὰ καὶ ἕνα μέρος ὁ ἄλλος. Τὸ βιβλίο αὐτὸ τυπώθηκε στὴ Βενετία τὸ 1816. Τὸν ὅσιο Ἰωάννη, ποὺ ἐπέζησε τοῦ διδασκάλου του, διέκρινε προφητικὸ χάρισμα, καθὼς καὶ θεραπευτικό. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος, ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, τὸν εἶχε σὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ τιμή. Καὶ οἱ δυὸ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν ἰσάγγελον βίον πολιτευσάμενοι, Βαρσανούφιε Πάτερ σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, τῆς ἀσκήσεως λαμπροὶ ἀστέρες ὤφθητε, καὶ μοναζόντων ὁδηγοί, πρὸς τὴν κρείττονα ὁδόν, ὡς πλήρεις φωτὸς τοῦ θείου, ἐκδυσωποῦντες ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, ἀρετῶν τὰς χάριτας, μυσταγωγοῦσι τοὺς πάντας, μέγας μέν, ὁ Βαρσανούφιος πέλων Γέρων, ἄλλος δέ, ὁ Ἰωάννης ὅσιος Γέρων, οὓς αἰνέσωμεν συμφώνως, ὡς τῆς Τριάδος θείους θεράποντας.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Βαρσανούφιε ἱερέ, ζωῆς τῆς ὁσίας, θεοφόρε ὑφηγητά· χαίροις Ἰωάννη, τῆς χάριτος ταμεῖον, οἱ ὁδηγοὶ οἱ θεῖοι, ἡμῶν καὶ ἔφοροι.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν στὶς ἀρετὲς περιβόητος καὶ τόσο θαυμάσιος, ὥστε ἂν καὶ ἀγωνιζόταν μέσα σὲ μεγάλους Ὁσίους, τοὺς ξεπέρασε μὲ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία του.

Αὐτὸς κατοικοῦσε στὰ μέρη τῆς Θηβαΐδας κοντὰ στὴν πόλη Λυκώ. Ἡ Λυκώ ἦταν πόλη τῆς Θηβαΐδας, περιοχὴ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Θήβα.

Ὁ Ἰωάννης γνώρισε τὶς περισσότερες παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ μὲ τὴν μεγάλη του ἀρετή, ἄσκηση καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὶς ξεπέρασε. Ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ ἀσθένειες.

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος

Γι᾿ αὐτὸν μᾶς ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ τὸν γνώρισε προσωπικά.

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ στὴν ἀρχὴ ἀσκήθηκε μέσα σ᾿ ἕνα στενότατο κελί. Ἔπειτα ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα βουνό, κοντὰ στὴν πόλη Κύρου, ὅπου βάδισε τὸν ἀσκητικὸ δρόμο μὲ αὐστηρότητα. Στὸ ὄνομα τῆς ἀκτημοσύνης δὲν ἔκτισε ποτὲ καλύβη. Προσευχόταν στὸ ὕπαιθρο, ὄρθιος καὶ μὲ σιδερένια βάρη ἐπάνω του. Ἡ δὲ νηστεία του ἦταν αὐστηρότατη.

Ἔτσι καλὰ ἀφοῦ ἀγωνίστηκε, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεό.

 
Ὁ Ὅσιος Μακάριος
 

 
Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος οἱ μάρτυρες ἐν Καισαρείᾳ 

 


Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἐπὶ ἡγεμόνα Σαπρικίου μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284 – 304 μ.Χ.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος (Βέλγος)

 


Ὁ Ἅγιος Ἄμανδος γεννήθηκε κοντὰ στὴν Ἀκυϊτανία περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ σπούδασε θεολογία στὴ Ρώμη. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία μόνασε σὲ μοναστήρι τῆς νήσου Γιέ. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας του δὲν ἤθελε νὰ γίνει ὁ υἱός του μοναχὸς καὶ τοῦ ἔφερνε ἐμπόδια, ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴν πόλη Τούρ, ὅπου ἦταν ἐπὶ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔγκλειστος σὲ ἕνα κελὶ στὰ τείχη τῆς πόλεως. Σὲ ἕνα προσκύνημά του στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, στὴ Ρώμη, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος τοῦ φανέρωσε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ κηρύξει ὁ Ἅγιος τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς λαοὺς τῆς Βελγικῆς. Γι’ αὐτὸ ἐπέστρεψε στὴν πόλη Μπούρζ, ὅπου χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ ἄρχισε τὴν ἱεραποστολική του δράση στοὺς λαοὺς τῆς Γάνδης, τῆς Φλάνδρας, τῶν Πυρηναίων καὶ τῆς Γασκώνης.

Μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο προσκύνημά του στὴ Ρώμη, στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐξελέγη τὸ ἔτος 647 μ.Χ. Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μάαστριχτ. Ἐκεῖ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἐξημέρωση τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων τῶν ἐθνικῶν λαῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔσωσε, μὲ τὴν προσευχή του, τὸ ποίμνιό του ἀπὸ φυσικὲς καταστροφές. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης († 16 Σεπτεμβρίου), συνεκάλεσε τοπικὲς Συνόδους κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.

Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως καὶ διακονίας, ὁ Ἅγιος Ἄμανδος, ἀφοῦ ἐνθρόνισε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Ρεμάκ, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο. Συνέχισε ὅμως τὸ κηρυκτικὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο τελείωσε στὴ Γασκώνη καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ τοῦ Ἐλνόν, τὸ ἔτος 680 μ.Χ.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ ἐκ Γεωργίας

 


Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Ἰκαλτοέλι ἔζησε μεταξὺ τοῦ 11ου καὶ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Ἰκάλτο καὶ γνώρισε τὴ βυζαντινὴ παράδοση ἀπὸ τὴν παραμονή του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1127 στὴ Γεωργία.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 05, 2017

Ἡ είδωλοποίση τοῦ ἑαυτοῦ μας



Ἔχει τονισθεῖ ἀπό πολλούς. Τούς τελευταίους αἰῶνες, παρασυρμένος ὁ ἄνθρωπος ἀπό φιλοσοφικές θεωρήσεις, οἰκονομικά προτάγματα καί κοινωνικά συστήματα, ἔχει ξεχάσει τόν Θεό κι ἔχει αὐτονομηθεῖ ἔναντί του! Ζαλισμένος ἀπό ὑποσχέσεις γιά ἐπίγεια εὐδαιμονία καί ἀφοσιωμένος στό κυνήγι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δέν ἔχει τή δύναμη, οὔτε τή διάθεση, νά σηκώσει τό κεφάλι ἀπό τή λάσπη τῆς χοϊκότητάς του γιά νά ἀτενίσει τόν Οὐράνιο Πάτερα. Ἀκόμη κι ὅταν ἐγκλωβισμένος στό διαρκές τῶν πολλαπλῶν προβλημάτων, ἀκούει πολλούς μέ ὑπευθυνότητα νά διακηρύσσουν ὅτι ἡ κρίση δέν εἶναι οἰκονομική, ἀλλά πρώτιστα ἠθική καί πνευματική, ἀρνεῖται στήν πράξη νά μετατρέψει αὐτήν τήν παραδοχή σέ ἐνέργειες πού θά προκαλέσουν τήν πνευματική ἀνάσταση καί θά ἀνατρέψουν τή χαοτική πορεία πρός τήν κλιμακούμενη δυστυχία.

Ἐπιπλέον, διεκδικώντας ὁ καθένας τήν ἐξασφάλισή του, αὐτό πού στά νέα ἑλληνικά ὀνομάζουμε «βόλεμα», περιορίζεται στά προσωπικά του καί ἀδιαφορεῖ γιά τήν κοινωνία, τήν πατρίδα, τόν πλησίον… Θεωρεῖ πώς ἡ φροντίδα τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι τό μοναδικό καθῆκον, ἐνῶ κινεῖται σάν τά πάντα νά περιστρέφονται γύρω ἀπό αὐτόν. Τελικά, ἐπέρχεται καί τό πιστευμα πώς οἱ ἀπόψεις καί θεωρήσεις μας εἶναι οἱ μόνες σωστές καί ἀληθινές, κι ἔτσι ὁλοκληρώνεται ἡ διαδικασία θεοποιήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, διαδικασία τόσο διαφορετική καί ἀντίθετη ἀπό τόν τρόπο τῆς κατά χάριν θεώσεως, στόν ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ ὁ Χριστός!


Περίοδος προσευχῆς

Εἶναι γνωστή καί οἰκεία ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου σημασιοδοτεῖ τήν ἔναρξη τῆς πιό πνευματικῆς περιόδου τοῦ ἔτους, τῆς περιόδου τῆς προετοιμασίας μας γιά τή μεγαλύτερη ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Πάσχα. Κι ἡ περίοδος αὐτή παίρνει τό ὄνομά της ἀπό τό λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας πού ὀνομάζεται «Τριώδιο», καθώς ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ξεκινᾶ ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς πού διαβαζεται ἡ σημερινή παραβολή καί ἐκτείνεται μέχρι τήν παννυχίδα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθιερώνοντας αὐτήν τήν περίοδο ὡς περίοδο αὐξημένης προσευχῆς τόσο σέ ποσότητα, ὅσο καί σέ ποιότητα.

Ἀκριβῶς δέ ἐπειδή ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἀφορμή ἐντατικότερης καί θερμότερης προσευχῆς, γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας ξεκινᾶ τήν περίοδο μέ τή διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ γιά τόν τρόπο τῆς θεάρεστης προσευχῆς. Κι ἡ διδασκαλία αὐτή ἐμπεριέχεται σέ μιά ἱστορία, στή διδακτικότατη αὐτή παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, πού τόσο ἔχει ἀναλυθεῖ ἀνά τούς αἰῶνες καί ἔχει καταστεῖ ἀφορμή προβληματισμοῦ καί ἀποφάσεων.

Κύριο χαρακτηριστικό της, ἡ μέ ἁπλό τρόπο ἐπισήμανση τῶν πνευματικῶν κινδύνων πού ἀναιροῦν τήν προσευχή καί τήν μετατρέπουν σέ προσβολή πρός τόν Ἅγιο Θεό ἤ, ἀκόμη χειρότερα, σέ ἱεροσυλία. Συνάμα παρατίθεται ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἡ προσευχή φθάνει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καθίσταται θεάρεστη κι ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος χαριτώνεται καί πορεύεται τήν ὁδό τῆς Ἁγιότητας καί τῆς Θεώσεως.


«Πρός ἑαυτόν προσηύχετο»

Σάν νά εἶχε κατά νοῦ τόν ἄνθρωπο τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα ὁ Χριστός μας ὅταν περιέγραφε πρίν δύο χιλιάδες χρόνια τόν Φαρισαῖο! Ἀπερίφραστα καί ξεκάθαρα ὁ Χριστός τονίζει πώς ὁ Φαρισαῖος, ἄν καί βρισκόταν μέσα στόν Ναό, δέν προσευχόταν στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο εἶχε εἰδωλοποιήσει. Γι’ αὐτό καί ἡ γεμάτη ἔπαρση κι ἐπίδειξη προσευχή. «Ἐγώ εἶμαι τέλειος, οἱ ἄλλοι εἶναι γεμάτοι ἐλαττώματα. Έγώ κάνω ὅ,τι πρέπει καί μέ τό παραπάνω, οἱ ἄλλοι ὑστεροῦν κι εὐθύνονται γιά τό κακό στόν κόσμο. Ἐγώ δέν κάνω κανένα λάθος, δέν σφάλλω πότε, οἱ ἄλλοι εἶναι γεμάτοι ἁμαρτίες, πάντα σφάλλουν, μέ μεγαλύτερο λάθος τους τό ὅτι δέν σπεύδουν νά μέ παραδεχθοῦν ὡς ἀνώτερό τους». Πουθενά ἡ προοπτική της Οὐρανίου Βασιλείας, πουθενά ἡ προοπτική της αἰωνιότητας, πουθενά ἡ ἀναφορά στόν Πάτερα καί τοὺς ἀδελφούς, μᾶλλον κυρίαρχη ἡ κατάργηση τοῦ Πάτερα καί ἡ ἀπαξίωση τῶν ἀδελφῶν, ἤ ἀκόμη χειρότερα, κυρίαρχη ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ Πατέρα γιά τά «χάλια» ὅλων τῶν ἄλλων πού σέ καμία περίπτωση δέν λoγίζονται ὡς ἀδελφοί!

Ἀνέκαθεν ὁ ἄνθρωπος προσευχόταν. Τό πρόβλημα ὅμως, ἦταν σέ ποιόν ἀνέφερε τήν προσευχή του! Κι αὐτό τό πρόβλημα εἶναι ἔκδηλο κυρίως σήμερα, ὁπότε οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀναφέρονται στόν ἑαυτό τους καί καθόλου στόν Θεό. Προσπαθοῦν μόνοι τους νά βροῦν λύσεις στά προβλήματα, στίς δυσκολίες, στίς ἀντιξοότητες, ἐμπιστευόμενοι μόνον τήν κρίση τους καί τίς ὅποιες ἱκανότητές τους, δυσπιστώντας ταυτόχρονα ἔναντι τῶν ἄλλων. Ἔτσι ὅμως, δέν κατορθώνουν κάτι παραπάνω ἀπό τό νά ὑψώσουν κι ἄλλο τά τείχη πού τούς ἀπομονώνουν ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους καί τούς ἐγκλωβίζουν στή μοναξιά καί τήν ἀπελπισία.

Ἡ ἐποχή μας μᾶς καταντᾶ αὐτοκαταστροφικούς. Μᾶς καθοδηγεῖ νά πιστέψουμε μόνον στόν ἀτελή καί ἀδύναμο ἑαυτό μας. Μᾶς ἀρνεῖται τήν προοπτική της πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ἐξάρτησής μας ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀγάπη του. Μᾶς ἐγκλωβίζει στό «ἐδῶ καί τώρα» φορτώνοντάς μας μέ δισεπίλυτα προβλήματα, ὥστε νά ἀπασχολούμαστε διαρκῶς μέ αὐτά, νά χάνουμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας καί νά στερούμαστε τήν ἀναφορά μας στήν πηγή τῆς ζωῆς καί αἰτία τῆς ὕπαρξής μας. Σέ ὅλα αὐτά, μία εἶναι ἡ σωτηρία ἀντιμετώπιση. Τό γονάτισμα μπροστά στά εἰκονίσματα καί ἡ γεμάτη συντριβή καί μετάνοια τελωνική προσευχή: «Ὁ Θεός, ἰλασθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»!

πηγη

O Μέγας Φώτιος και ο σύγχρονος Οικουμενισμός


Ο ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Ὑπὸ τοῦ κ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ



O Μέγας Φώτιος και ο σύγχρονος ΟικουμενισμόςΠανηγυρικὸς Λόγος ἐκφωνηθεὶς ὑπὸ τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας Δογμάτων καὶ Συμβολικῆς κ. Ἀνδρέου Θεοδώρου ἐν τῇ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κατὰ τὴν συνοδικὴν θείαν Λειτουργίαν ἐν τῷ Καθολικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πεντέλης τὴν 6ην Φεβρουαρίου 1970, ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Φωτίου.
Ἡ 6η Φεβρουαρίου εἶναι ἡ ἡμερομηνία, τὴν ὁποίαν ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία ἡμῶν ὥρισεν εἰς μνήμην Φωτίου τοῦ Μεγάλου. Δι’ ὃ καὶ ἡμεῖς σήμερον, ἀγαλλομένῳ ποδὶ καὶ σκιρτώσῃ καρδίᾳ, προσήλθομεν εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναόν, ἵνα, ἐν ἱεροπρεπεῖ καὶ κατανυκτικῷ καὶ ἡσυχίῳ μοναστικῷ περιβάλλοντι, τιμήσωμεν τὸν ἑορταζόμενον Ἅγιον, ὅστις, διαγράψας τροχιὰν αἰγλήεσσαν καὶ λαμπροφόρον ἐν τῷ πνευματικῷ στερεώματι τῆς Ἐκκλησίας, κατέστη ἀστὴρ παμφαὴς καὶ πολύφωτος, ἀποστίλβων τὴν θεσπεσίαν μαρμαρυγὴν καὶ τὸ ἀείζωον πνευματικὸν κάλλος τῆς Ὀρθοδοξίας, καταλάμπων δὲ τοῖς ἑαυτοῦ μεγαλείοις ἐν οἷς ἐθαυμάστωσεν αὐτὸν ὁ Κύριος, ἅπαν τὸ οἰκουμενικὸν πλήρωμα τῆς γεραρᾶς καὶ σεπτῆς ἡμῶν Μητρὸς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱερὰ μνήμη τοῦ Φωτίου συνεδέθη πρὸς στιγμὰς ἐξόχως κρισίμους καὶ χαλεπὰς διά τε τὴν Ἀνατολικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος ἡμῶν. Συνεδέθη ἡ μνήμη αὐτοῦ πρὸς τὸ θλιβερὸν Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν, ἢ μᾶλλον πρὸς τὴν ἀπόσχισιν τῆς ἐν τῇ Δύσει Παπικῆς Ἐκκλησίας ἐκ τοῦ ἑνιαίου κορμοῦ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐπισυμβᾶσαν ὑπερμεσούσης τῆς Θ’ μ.Χ. ἑκατονταετηρίδος. Τὸ πελώριον ἠθικὸν ἀνάστημα τοῦ Φωτίου, ἐφ’ οὗ, ὡς ἐπὶ πέτρας ἀκλινοῦς, προσκρούσαντα διελύθησαν εἰς ἀφροὺς τὰ μανιώδη κύματα τοῦ παπικοῦ ἐπεκτατισμοῦ, καὶ ὅπερ τοσοῦτον σθεναρῶς ἐταπείνωσε τὴν ἐν τῇ Δύσει «ἐπηρμένην ὀφρύν» τοῦ παπικοῦ δεσποτισμοῦ καὶ τῆς ἀλαζονείας, ἐπέσυρεν, ὡς ἦτο φυσικόν, ἐν μὲν τῷ Βυζαντίῳ τὰς πολυειδεῖς κατ’ αὐτοῦ συκοφαντικὰς δυσφημήσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν ἀντιπάλων αὐτοῦ, ἐν δὲ τῇ Δύσει τὴν ἄκρατον μῆνιν τῶν ὑποτελῶν τοῦ παπισμοῦ, οἵτινες προσεπάθησαν ποικιλοτρόπως νὰ ἀμαυρώσουν τὴν φήμην του, καὶ νὰ παραστήσουν αὐτὸν ὡς τὸν πρῶτον καὶ κύριον ὑπαίτιον τοῦ ἐπισυμβάντος ἐκκλησιαστικοῦ Σχίσματος. Καὶ ἡ μὲν Ὀρθόδοξος Ἀνατολή, παραμερίσασα τὰς κατὰ τοῦ Φωτίου παντοειδεῖς ἐπιθέσεις τῶν ἀντιπάλων του, ἐδικαίωσε τοῦτον πανηγυρικῶς καὶ ἐν Συνόδοις Ἐκκλησιαστικαῖς καὶ ἄλλως, ἰδοῦσα ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ Φώτιον τὸν Μέγαν, τὸν σθεναρὸν καὶ συνετὸν ἀμύντορα τῶν πατρίων καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν ἄκαμπτον ὑπερασπιστὴν τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτῆς, ὃν κατεχώρισεν εἰς τὰς τάξεις τῶν Ἁγίων της καὶ κατέταξεν εἰς τὴν εὐγενῆ χορείαν τῶν λαμπρῶν ἀθλητῶν καὶ προμάχων τῆς πίστεως. Ἡ δὲ ἐπιστήμη τῆς Ἱστορίας, ἰδίᾳ ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν καὶ μάλιστα ἐν τῷ προσώπῳ διαπρεπῶν ῥωμαιοκαθολικῶν ἱστορικῶν ἐπιστημόνων καὶ θεολόγων, μετὰ ἀπὸ μακρᾶς καὶ ἐνδελεχεὶς ἐρεύνας καὶ σπουδάς, ἀποκαθῆρε τὴν μνήμην τοῦ ἱεροῦ ἀνδρός, ἀπαλλάξασα τοῦτον τῆς μομφῆς ἐπὶ κυρίᾳ ὑπαιτιότητι ἐν τῷ δημιουργηθέντι ἐκκλησιαστικῷ Σχίσματι.
* * *
Βεβαίως τὰ πρωταγωνιστήσαντα ἐν τῷ Σχίσματι πρόσωπα, Πάπας Νικόλαος Α’ καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Φώτιος, δὲν ἦσαν οἱ εφευρέται καὶ δημιουργοὶ τοῦ Σχίσματος, τὸ ὁποῖον, ὡς γνωρίζομεν, δὲν ἐξέσπασεν ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρία ἐν τῷ πνευματικῷ ὁρίζοντι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τῷ προσώπῳ τῶν δύο τούτων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν συνηντήθησαν καὶ συνεκρούσθησαν ὑπερμεσοῦντος τοῦ Θ’ μ.Χ. αἰῶνος, δύο κόσμοι σαφῶς διακεκριμένοι ἀλλήλων καὶ ἐν πολλοῖς ἀντίθετοι. Ἐκ τῆς συγκρούσεως δὲ ταύτης προῆλθε μὲν καθ’ ἱστορικὴν ἀναγκαιότητα ὁ φοβερὸς τοῦ Σχίσματος κεραυνός, τοῦτον ὅμως ἠρέμα καὶ βαθμηδὸν παρεσκεύασαν καὶ ἐν τέλει ἐδημιούργησαν σύννεφα πολλὰ καὶ πυκνά, συσσωρευθέντα ἐν τῷ πνευματικῷ ὁρίζοντι τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτως ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πάπα Νικολάου Α’ εὗρε τὸν κλασσικώτερον ἐκπρόσωπον αὐτοῦ εἷς κόσμος συγκεκριμένος καὶ ἴδιος μὲ σαφῆ καὶ ἔντονον ἐκκλησιαστικὴν καὶ πνευματικὴν ἰδιορρυθμίαν. Ἐν τῷ προσώπῳ Νικολάου Α’ ἀπέμαξε τὸ ἐντελέστερον ἰδεῶδες αὐτοῦ ὁ Παπισμός, ὑφ’ ὃν κυρίως νοοῦμεν τὸ πνεῦμα, τὰς τάσεις καὶ τὴν ἰδιομορφίαν, ἅτινα προσεκτήσατο βαθμηδὸν ἐν τῇ ῥοῇ τῶν αἰώνων ἡ ἐν τῇ Δύσει Χριστιανοσύνη. Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Νικολάου εὗρε τὴν ἀποκορύφωσιν καὶ τὴν τελείωσιν αὐτοῦ εἷς ἀντιβιβλικὸς δεσποτισμός, ὅστις, βοηθοῦντος εἰς τοῦτο τοῦ λατινικοῦ συγκεντρωτικοῦ, ἀπολυταρχικοῦ καὶ ἐπεκτατικοῦ πνεύματος, ἤρχισε νὰ κάμνῃ ἐνωρίτατα τὴν ἐμφάνισιν αὐτοῦ ἐν τῇ Δύσει, ἤδη ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ἀρχαίων παπῶν Βίκτωρος Α’ καὶ Στεφάνου Γ’ . Τὰ πρεσβεῖα τιμῆς, ἅτινα ἡ Καθολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία πρεπόντως ἀπένειμε τῷ Πάπᾳ ὡς ἐπισκόπῳ τῆς περιπτύστου παλαιᾶς Ῥώμης, τῆς παλαιφάτου καὶ λαμπρᾶς πρωτευούσης τῆς Ῥωμαϊκῆς Αυτοκρατορίας καὶ εὐκλεοῦς πόλεως τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων κατὰ παρεκδοχὴν τοῦ νοήματος βιβλικῶν χωρίων ἀπέβησαν σὺν τῷ χρόνῳ πρεσβεῖα ἐξουσίας καὶ ἀρχῆς. Ὃν δὲ τρόπον ὁ Πέτρος, κατὰ τὴν γνώμην τῶν παπικῶν, ὑπῆρξεν δῆθεν θείῳ δικαίῳ ὁ πρῶτος τοῦ συλλόγου τῶν Ἀποστόλων, οὕτω καὶ ὁ Πάπας, ὁ δῆθεν διάδοχος αὐτοῦ εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον τῆς Ῥώμης, κληρονομῶν τὸ πρωτεῖον ἐκείνου ἔδει νὰ ἡ θείῳ δικαίῳ, ἀντί PRIMUS INTER PARES, κατὰ τὴν ὀρθήν τοῦ τίτλου ἔννοιαν, PRIMUS SUPER OMNES, ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου, συγκεντρῶν ἐν ἑαυτῷ ἅπασαν τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησία διδακτικήν, νομοθετικήν, δικαστικὴν καὶ διοικητικὴν ἐξουσίαν, τῇ αὐθεντίᾳ τοῦ ὁποίου ἔδει νὰ ὑποτάσσωνται ἅπαντες ἐνεξαιρέτως οἱ ἐπίσκοποι καὶ αὐταὶ ἀκόμη αἱ Σύνοδοι Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Οὕτως ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εὑρεθεῖσα μακρὰν τοῦ συνοδικοῦ συστήματος διοικήσεως τῆς ἀρχαίας Ἀνατολῆς καὶ εἰς ἐν καὶ μόνον Πατριαρχεῖον ὀργανωθεῖσα, ἐτράπη ἰδίαν ὁδόν, ἐνσαρκώσασα βαθμηδὸν ἐν ἑαυτῇ τὸ πνεῦμα καὶ τὰς τάσεις τῶν ἀρχαίων Λατίνων, καταστάσα ἐν τούτῳ αὐτόχρημα λατινική. Τὸ ἀπολυταρχικὸν τοῦτο πρωτεῖον τοῦ Πάπα, ὑποδαυλιζόμενον ἀείποτε καὶ ἀναρριπιζόμενον ὑπὸ τοῦ ἐπεκτατικοῦ λατινικοῦ πνεύματος, ἔμελλε συντόμως νὰ ἔχῃ τὰς  φυσιολογικὰς ἐπεκτάσεις αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ πολιτικοῦ πεδίου. Κρατυνθὲν ἐκκλησιαστικῶς καὶ λαμπρυνθὲν ἐν τῇ συνειδήσει τῶν βαρβάρων λαῶν τῆς Δύσεως, παρ’ οἷς σπουδαίως εἰργάσθη πολιτιστικῶς ὁ Πάπας, τὸ παπικὸν τοῦτο πρωτεῖον ἔμελλε, ἰδίᾳ ἀφ’ ὅτου ἱδρύθη ἐν τῇ Δύσει τὸ παπικὸν κράτος καὶ τεχνηέντως ἐκραταιώθη ἡ ἐξουσία τοῦ Πάπα διὰ τῶν θρυλικῶν πλαστογραφιῶν καὶ Ψευδοϊσιδωρείων Διατάξεων καὶ τῆς Ψευδοκωνσταντινείου Δωρεᾶς, νὰ προσλάβῃ καὶ κοσμικὴν αἴγλην καὶ λαμπρότητα, τοῦθ’ ὅπερ ἄριστα ὑφηγεῖται ἡ βραδύτερον διατυπωθεῖσα περὶ δύο ξιφῶν (πνευματικοῦ καὶ πολιτικοῦ) θεωρία τοῦ Παπισμοῦ. Τὸ διττὸν τοῦτο πρωτεῖον στενοχωρούμενον καὶ οἱονεὶ ἀσφυκτιῶν ἐν τῇ Δύσει, ἐζήτει ἀφορμὴν νὰ ἐκχυθῇ ἀσυγκράτητον καὶ λάβρον καὶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ, εὑρὸν ἐπὶ τέλους τὸν κλασσικώτερον ἐνσαρκωτὴν αὐτοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ θρυλικοῦ Πάπα τοῦ Σχίσματος Νικολάου Α’.
* * *
Ἑτέρωθεν ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πατριάρχου Φωτίου συνηντᾶτο καὶ εὕρισκε τὸν κλασσικώτερον ἐκπρόσωπον αὐτοῦ εἷς ἄλλος κόσμος, μὲ ἔντονον ὁμοίως τὴν πνευματικὴν ἰδιομορφίαν αὐτοῦ. Ὁ Φώτιος ὑπῆρξεν ὁ τελειότερος ἐνσαρκωτὴς τοῦ ἰδεώδους τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Κατέχων ἀρτίαν καὶ παμμερῆ μόρφωσιν καὶ περικοσμούμενος διὰ σπανίων πνευματικῶν προσόντων καὶ προσωπικότητος ἰσχυρᾶς, ὅμως ἀπηχῶν ἐν ἑαυτῷ τὴν σύνεσιν, τὴν νηφαλιότητα, τὴν σεμνότητα καὶ τὸ ἐράσμιον πνευματικὸν κάλλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καὶ ἐν χριστιανικῇ μοναστικῇ ταπεινοφροσύνη ἀνατραφεὶς καὶ γαλουχηθεὶς, οὐδαμῶς ἔστεργε τὴν λαμπρότητα τοῦ οἰκουμενικοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνου, μονονουχὶ βίᾳ εἰς τοῦτον ἀνυψωθείς. Ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ ἔστιλβεν ἀσπασίως ἡ καθαρότης καὶ ἡ εὐγένεια τῆς ἀρχαίας ἀποστολικῆς παραδόσεως, ἡ ὡραιότης καὶ τὸ σπινθηροβόλον πνεῦμα μιᾶς γονίμου θεολογίας, οἵαν διέπλασεν ἡ συμβολὴ καὶ ἀγαστὴ ἐναρμόνισις τῆς θείας ἐξ ἀποκαλύψεως ἀληθείας πρὸς τὸν ἕλληνα λόγον καὶ τὴν σοφίαν, Θεολογίας ἥτις, καθημαγμένη ἐκ τῆς μακραίωνος πάλης αὐτῆς πρὸς τὰς αἱρέσεις καὶ τὴν πλάνην, διετήρησε καθαρὰν καὶ ἄσπιλον τὴν παραθήκην τῆς πίστεως, το κήρυγμα τοῦ Σωτῆρος καὶ τῶν Ἀποστόλων, τὸν θησαυρὸν τῆς θείας ἐξ ἀποκαλύψεως ἀληθείας. Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Φωτίου διεγράφοντο ἄριστα τὰ ἰδεώδη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ φλογερὸς ἔρως πρὸς τὸ δόγμα καὶ τὴν θείαν ἀλήθειαν, ἡ ἄκαμπτος μαχητικότης ὑπὲρ τοῦ προγονικοῦ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως θησαυροῦ, τὸ φιλελεύθερον καὶ δημοκρατικὸν πνεῦμα τοῦ συνοδικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος διοικήσεως, ἡ φευγαλέα ἀναδρομὴ τοῦ πνεύματος εἰς τὴν μυστικὴν ἐνατένισιν τῶν θείων πραγμάτων καὶ ἡ ἀποκόλλησις τούτου ἐκ τῶν ὑποθέσεων τῆς παρούσης ζωῆς.
* * *
Ἐν τῷ προσώπῳ λοιπὸν τῶν δύο τούτων ἰσχυρῶν ἀνδρῶν συνηντήθησαν, ὡς εἴπομεν, καὶ βίαιως συνεκρούσθησαν δύο ἐκκλησιαστικοὶ κόσμοι διάφοροι καὶ ἀντίθετοι ἀλλήλων. Ἐξωτερικὴν ἀφορμὴν διὰ τὴν σύγκρουσιν ἔδωσαν τὰ γνωστὰ ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας γεγονότα, ἡ εἰς τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνάρρησις τοῦ Φωτίου καὶ ἡ σύγκρουσις τούτου πρὸς τὸν Ἰγνάτιον καὶ ἡ παρ’ ἐνορίαν ἐπέμβασις τοῦ Πάπα εἰς τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας. Εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις ταύτας ὁ Πάπας ἐνόμισεν, ὅτι εὗρε τὴν κατάλληλον εὐκαιρίαν ἐνεργοῦ ἀναμίξεως καὶ ἐπιβολῆς τοῦ πρωτείου αὐτοῦ καὶ εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, γενόμενος ἐν προκειμένῳ ὁ κύριος πρωτουργὸς τοῦ Σχίσματος. Ὁ Φώτιος, ἀνεκτικὸς μέχρι τοῦδε ἔναντι τῶν ἀπειλῶν καὶ τῆς κατ’ αὐτοῦ πολεμικῆς τοῦ Νικολάου, ὅμως πρὸ τοῦ ἐπικρεμαμένου κινδύνου ἀνώρθωσε τὸ πελώριον πνευματικὸν ἀνάστημα αὐτοῦ καὶ ἔδρασεν ἀποφασιστικῶς καὶ ἀστραπιαίως. Αἱ δογματικαὶ κακοδοξίαι τοῦ Παπισμοῦ, εἰς ἃς εὐχερῶς παρήγετο τὸ πρωτεῖον καὶ τὸ ἀλάθητον, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ Filioque –τὸ ὁποῖον μέχρι τοῦδε ἡ Ἀνατολὴ δέν ἐπρόσεξεν ἀρκούντως, λόγῳ τῶν ἰδιαιτέρων ἀγώνων αὐτῆς πρὸς τὰς αἱρέσεις-  ἐξελθοῦσαι τοῦ θεωρητικοῦ πεδίου αὐτῶν ἐλάμβανον τώρα συγκεκριμένον χαρακτῆρα καὶ σημασίαν πρακτικὴν, συνδεδυασμένως δὲ πρὸς τὸ ἀπολυταρχικὸν πρωτεῖον καὶ τὸ ἀλάθητον, ἐτοποθετοῦντο τὸ πρῶτον ὀρθῶς ἐπὶ τῆς πραγματικῆς βάσεως αὐτῶν. Ὁ παπικὸς ἐπεκτατισμὸς ἐσήμαινεν οὐ μόνον ἀπορρόφησιν καὶ ἀφανισμὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ κατάλυσιν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἀφανισμὸν τῆς ὑποστάσεως καὶ ἰδιομορφίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ὁ κίνδυνος διεγράφετο ἐξόχως μέγας καὶ ἄμεσος. Ὁ Φώτιος, καὶ ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ σύνολος ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολή, ἀντέδρασεν ἐπαξίως τῶν ἱστορικῶν περιστάσεων καὶ παραδόσεων. Ἡ ἀρχὴ τοῦ Σχίσματος (867), ὅπερ παρὰ τὰς φιλενωτικὰς προσπαθείας τοῦ Φωτίου (Σύνοδος 879/80) ἔμελλε νὰ συμπληρωθῇ ὁριστικῶς τῷ 1054, ἦτο ἤδη γεγονός. Ἡ ὀξυδερκὴς διάνοια τοῦ Φωτίου συνέλαβε καὶ ἐστάθμισε θαυμασίως τὸ ὅλον ζήτημα. Ὁ προφητικὸς ὀφθαλμός του διεῖδε σαφῶς τὸν ὀλισθηρὸν καὶ ἐπισφαλῆ δρόμον ὅν ἔμελλε νὰ ἀκολουθήσῃ περαιτέρω τὸ παπικὸν πρωτεῖον, τὰς ποικίλας τῆς πίστεως παραχαράξεις καὶ τὰς παντοειδεῖς καταχρήσεις καὶ τὴν κατάπτωσιν καθόλου τῆς μεσαιωνικῆς Δύσεως, αἵτινες ἐγένοντο πρόξενοι καὶ ἄλλων ἀποσχίσεων, (Μεταρρύθμισις, Παλαιοκαθολικισμός) ἐν τοῖς κόλποις τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄμεσος καὶ ἀποφασιστικὴ δρᾶσις αὐτοῦ, τῆς ὁποίας αἱ λεπτομέρειαι εἶναι γνωσταὶ εἰς ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἔσωσε καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ ἀρρήκτως μετ’ αὐτῆς συνδεδεμένον καὶ ἀμεσώτατα κινδυνεῦον Ἑλληνικὸν Ἔθνος.
* * *
Ἡ ἱερὰ φυσιογνωμία τοῦ Φωτίου δικαίως ἀπετέλεσεν τὸ ἴνδαλμα τῆς Ὀρθοδοξίας, περιβεβλημένη ἀείζωον καὶ ἀεὶ νεάζουσαν διὰ τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον ἐπικαιρότητα. Εἰς τὰ λαμπρὰ ἴχνη τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς ἐβάδισεν ἔκτοτε ἀπαρατρέπτως ἡ Ὀρθοδοξία. Ἐμπνεόμενοι ὑπὸ τοῦ παραδείγματος αὐτοῦ ἤθλησαν ὑπέρ αὐτῆς ἐσμὸς ὅλος εὐσταλῶν ἀγωνιστῶν, Μιχαὴλ Κηρουλάριος, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, Γεννάδιος ὁ Σχολάριος καὶ πληθὺς ὅλη διαπρεπῶν Ὀρθοδόξων ἱεραρχῶν καὶ ἄλλων πεπαιδευμένων καὶ ελλογίμων ἀνδρῶν.
Ἀλλὰ καὶ σήμερον ἔτι Μακαριώτατε, καὶ δὴ καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην ἐποχὴν ἡ ἱερὰ τοῦ Φωτίου μορφὴ προβάλλει ἐξόχως ἐπίκαιρος διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ὁ αἰὼν τὸν ὁποῖον διέρχεται σήμερον ἡ ἀνὰ τὸν κόσμον χριστιανοσύνη εἶναι ὁ αἰὼν τοῦ λεγομένου διαχριστιανικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Αἱ ἀνὰ τὸν κόσμο διεσπαρμέναι καὶ ἀπεσχισμέναι ἀλλήλων Ἐκκλησίαι (ὁ ὅρος ἐνταῦθα καταχρηστικῶς), ζῶσαι ἐν μέσῳ περιβάλλοντος ἐξόχως ὑλιστικοῦ καὶ ἀντιμετωπίζουσαι ποικίλους καὶ θανασίμους ἐχθροὺς ἐν τῷ πεδίῳ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ πνευματικῆς ἀποστολῆς των, προσέτι δὲ βιοῦσαι ἐντόνως το δρᾶμα καὶ τὸ σκάνδαλον τῆς διαιρέσεως καὶ ὰποσχίσεως αὐτῶν, ποθοῦσι καὶ δικαίως ἐργάζονται ὑπὲρ τῆς ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐν πίστει ἑνότητος αὐτῶν. Ὄντως δὲ τὸ αἴτημα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι μέγιστον καὶ ἱερόν. Ὑπὲρ τούτου ἐδεήθη ὁ Σωτὴρ θερμῶς πρὸς τὸν Πατέρα αὐτοῦ ὀλίγον πρὸ τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου. Ἡ δὲ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία δέεται συνεχῶς ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως. Παρ’ ὅλην ὅμως τὴν σπουδαιότητα καὶ ἱερότητα τοῦ ἐν λόγῳ αἰτήματος, ἡ συμμετοχὴ ἐν τῷ οἰκουμενισμῷ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας δημιουργεῖ δι’ ἑαυτὴν πολλὰς δυσχερείας καὶ εὐθύνας καὶ προβλήματα ἐξόχως δύσκολα καὶ διαγράφει ὡρισμένας ἀπαρασαλεύτους προϋποθέσεις, ἅτινα πάντα πρέπει αὕτη νὰ ἔχῃ ἐν νῷ κατὰ τὰς οἰκουμενικάς της ἐπαφάς. Καὶ δή·
1) Οἱ μετέχοντες εἰς τὰς οἰκουμενικὰς ἐπαφὰς Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ οὐδόλως πρέπει νὰ χάνουν ἐκ τοῦ ὀπτικοῦ των πεδίου τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴν γνησίαν καὶ ἀληθῆ συνέχειαν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θεμελίου τῶν Ἀποστόλων ἱδρυθείσης. Καὶ τοῦτο μὲν δὲν πρέπει εὐκαίρως ἀκαίρως νὰ διατυμπανίζουν οὗτοι ἐπιδεικτικῶς καὶ κομπαστικῶς. Ὅταν ὅμως ὑπάρχῃ λόγος ἀποχρῶν, δὲν πρέπει νὰ διστάζουν ὅπως ἐν σεμνότητι καὶ μετριοφροσύνῃ ἐξαίρουν ἐνώπιον τοῦ διαχριστιανικοῦ κόσμου τὰ διαπιστευτήρια τῆς Ὀρθοδόξου μητρὸς αὐτῶν Ἐκκλησίας. Ἐνδεχομένη σιγὴ τούτων εἶναι ἔνοχος καὶ ἀπὸ πάσης πλευρᾶς ἀνεπίτρεπτος καὶ ἀσυγχώρητος.
2) Συνδεδυασμένως πρὸς τὰ ἀνωτέρω πρέπει πάσῃ δυνάμει νὰ ἀποκρούουν οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν περίφημον περὶ κλάδων θεωρίαν (Branch Theory), ἥτις ἀποτελεῖ τὴν σπονδυλικὴν στήλην τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς συγχρόνου Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία τῶν πολλῶν Ἐκκλησιῶν κατέχουσα μέρος μόνον τῆς ἀποκαλυφθείσης θείας ἀληθείας καὶ ἐν ἴσῳ μέτρῳ καὶ δὴ καὶ παραλλήλως φερομένη πρὸς τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας, ἀλλ’ εἶναι ἡ πραγματικὴ καὶ μοναδικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, κατέχουσα ἀείποτε καὶ διδάσκουσα ὀρθῶς τὸ σύνολον τὸ περιεχόμενον τῆς ἐξ ἀποκαλύψεως θείας ἀληθείας, ὅπερ διετήρησεν ἀσινὲς καὶ ἀμόλυντον ἐν τῇ παραδόσει καὶ συνειδήσει αὐτῆς μέχρι σήμερον. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς περὶ κλάδων θεωρίας θὰ ἐσήμαινεν αὐτόχρημα ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΝ τῆς Ὀρθοδοξίας.
3) Ὁ δογματικὸς μινιμαλισμὸς ὁ ἐνυπολανθάνων ἐν τῷ πνεύματι καὶ χαρακτηρίζων τὰς τάσεις τῶν συγχρόνων οἰκουμενικῶν φιλενωτικῶν προσπαθειῶν ἐγκρύπτει θανάσιμον κίνδυνον καὶ ὀλεθρίαν παγίδα διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Δι’ αὐτὴν τὸ δόγμα ἀποτελεῖ τὴν σώζουσαν ἀλήθειαν τῆς πίστεως, ἡ ἀθέτησις τῆς ὁποίας στερεῖ τὸν ἄνθρωπον τῆς σωτηρίας. Ἅπαντα τὰ δόγματα τῆς πίστεως τὰ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διδασκόμενα ἀποτελοῦν ἅλυσιν ἑνιαίαν καὶ ἀδιάσπαστον, ἡ ἀπόσπασις δ’ οἱουδήποτε ἐξ αὐτῶν συνεπιφέρει καὶ τῶν ὑπολοίπων τὴν κατάρρευσιν. Ἡ διάκρισις τῶν δογμάτων εἰς οὐσιώδη καὶ ἐπουσιώδη, κύρια καὶ δευτερεύοντα, ἥτις γίνεται πρὸς διευκόλυνσιν τῆς ἑνώσεως, εἶναι διάκρισις ἐσφαλμένη καὶ ἐκ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἀπαράδεκτος. Τὴν διάκρισιν ταύτην υἱοθετήσασα ἡ φιλειρηνιστικὴ κίνησις Γεωργίου τοῦ Καλλίξτου τὴν 17ην ἑκατονταετηρίδα ἀπέτυχε παταγωδῶς εἰς τὸ ἑνωτικὸν πείραμα αὐτῆς. Ἀλλὰ καὶ ὁ ὑποβιβασμὸς τῆς σημασίας τῶν δογμάτων ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ἐν τῷ προσώπῳ ἐνίων Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν καὶ Θεολόγων ἀποτολμώμενος εἶναι ἱστορικῶς μὲν ἄκριτος, ἐκκλησιολογικῶς δὲ θανάσιμος. Τὸν ὑποβιβασμὸν τοῦτον ἐξάρας ὁ εὐσεβισμὸς (τέλος τοῦ 17ου αἰῶνος) ἀπέτυχεν ὁμοίως εἰς τὰς εἰρηνιστικάς του προσπαθείας.
4) Ἡ ἄκριτος σπουδὴ περὶ τὴν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν ὁθενδήποτε προβαλλομένη ἀποτελεῖ ἀσύγγνωστον ἐπιπολαιότητα, διατρανοῦσα ἔλλειψιν πείρας θεολογικῆς καὶ ἱστορικῆς καὶ ἀπάμβλυνσιν συναισθήσεως ὀρθοδόξου εὐθύνης. Τὸ Σχίσμα παρασκεύασαν ὡς εἴδομεν αἰῶνες πολλοὶ καὶ ἀκολούθως ἐκραταίωσαν καὶ ἐπαγίωσαν βίος ἐκκλησιαστικὸς καὶ παραδόσεις ἑκατονταετηρίδων. Ταῦτα πάντα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρθῶσιν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ὡς διὰ μαγείας καὶ θαύματος. Χρειάζεται μακρότατον χρονικὸν διάστημα συνετῆς καὶ ἐπιμελημένης ἐργασίας καὶ ἀόκνων προσπαθειῶν. Οἱαδήποτε ἕνωσις ἐν σπουδῇ συντελουμένη καὶ δὴ καὶ ἐπὶ ἀθετήσει βασικωτάτων προϋποθέσεων καὶ ἀρχῶν, δὲν θὰ εἶναι ἕνωσις ἀλλ’ ἐξωτερικὴ συγκόλλησις Ἐκκλησιῶν, οἰκοδόμημα σαθρὸν ἄνευ θεμελίου καὶ ἐπὶ τῆς ἄμμου ἐκτισμένον.
5) Ὁ διατυμπανιζόμενος διάλογος τῆς ἀγάπης, ὁ προβαλλόμενος ὡς πανάκεια τοῦ διεκκλησιαστικοῦ δράματος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀποχωριζόμενος καὶ ἀποκοπτόμενος τῆς πραγματικῆς βάσεως αὐτοῦ, ἀποτελεῖ ματαιολογίαν καὶ κενόσπουδον προσπάθειαν. Ἀγάπη, ναί! Ὑψίστη ὑποχρέωσις καὶ καθῆκον παντὸς χριστιανοῦ. Ποία ὅμως ἀγάπη; Ὁ ἁπλοῦς καὶ ἄκαρπος συναισθηματισμός, ὁ ἐξαντλούμενος εἰς ἐναγκαλισμοὺς καὶ μειδιάματα; Ὄχι! Ἀλλὰ ἀγάπη νευρώδης καὶ αὐστηρά, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρητικότητα, ὅταν ἰδίᾳ πρόκειται περὶ ζητημάτων τῆς σωζούσης θείας ἀληθείας. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν ἀλήθειαν δέον νὰ εἶναι τὸ πρώτιστον χρέος τοῦ Ὀρθοδόξου καὶ τὸ μέτρον δι’ οὗ θὰ προσμετρῇ οὗτος τὰς διεκκλησιαστικὰς του ἐπαφάς. Ἔρως Ὀρθοδοξίας πρωτίστως καὶ κατόπιν τὰ ὑπόλοιπα. Ἀγάπα τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ πρᾶττε ὅ,τι θέλεις.
6) Ἀλλὰ καὶ ἡ κατὰ κόρον διατυμπανιχομένη ὑπό τινων μυστηριακὴ κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν (Intercommunio) καὶ ἐν αὐτῇ ἔτι τῇ δογματικῇ διαφορότητι καὶ διαστάσει αὐτῶν, ἀποτελεῖ ἀξιοθρήνητον ἄγνοιαν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Ἡ μυστηριακὴ κοινωνία εἶναι πάντοτε καρπὸς καὶ ἔκφρασις τῆς ἐν πίστει ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ θρυλούμενον κοινὸν ποτήριον τῆς ἀγάπης, ἀποτελεῖ τόλμην τοῦτ’ αὐτὸ ἱερόσυλον καὶ βέβηλον. Καὶ
7) Οἱαδήποτε φιλενωτικὴ Ὀρθόδοξος προσπάθεια δὲν πρέπει νὰ παραβλέπῃ τὸ Ὀρθόδοξον φρόνημα καὶ αἰσθητήριον τοῦ πληρώματος τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ. Ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς εἶναι ἄγαν εὐαίσθητος εἰς τὰ ζητήματα τῆς πατρώας του πίστεως. Φρουρὸς καὶ φύλαξ τῶν Ὀρθοδόξων του παραδόσεων δὲν θὰ διστάσῃ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς ἀξίους ποιμένας του νὰ πατάξῃ ἀμειλίκτως καὶ νὰ σαρώσῃ τὰ οἱαδήποτε τερατώδη καὶ ἀλλόκοτα κατασκευάσματα τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ὁ ἐνδεχόμενος ὅμως κατασκανδαλισμὸς τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ ἀσύγγνωστον ἁμάρτημα καὶ ἔγκλημα κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
* * *
Μακαριώτατε,
Ἐν μέσῳ τῆς δεινῆς συγχύσεως τῶν πραγμάτων ἐν τοῖς πλαισίοις τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ, ἐν τοῖς κόλποις τοῦ ὁποίου διαγράφονται πολλοὶ καὶ ζοφεροὶ κίνδυνοι διὰ τὴν πληρότητα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καὶ πίστεως, προβάλλει σήμερον ἐνώπιον ἡμῶν ἡ σεπτὴ μορφὴ τοῦ Μ. Φωτίου, ὡς φῶς παρήγορον καὶ καθοδηγητικόν.
Τοιούτους ἱεροὺς ἄνδρας χρειάζεται σήμερον ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία. Τὰ ἀδέξια καὶ ἐπιδεικτικὰ τανύσματα τῶν πτερύγων νεοσσιδέων τινῶν τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ ἐπιδεικτικῶς ἱπταμένων εἰς συμπόσια οἰκουμενικὰ καὶ ἄλλα, εἰς οὐδὲν ὠφελοῦσι, καὶ οὐδὲν θετικὸν ἀποφέρουσι. Δι’ ὃ ἂς ἀναλάβωμεν ἐν ἑαυτοῖς τὴν φλογερὰν ἀγάπην τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν ὑπὲρ τῆς ὁποίας τοσοῦτον ἀξιοζήλως ἤθλησε καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ ἀγωνισθῇ μέχρι θανὰτου. Νὰ διατηρήσωμεν τὴν Ὀρθοδοξίαν ἡμῶν, τὸ καύχημα καὶ τὸ στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν καὶ τοῦ Ἔθνους μακρὰν πάσης ἀλλοιώσεως καὶ παντὸς ἐν ἁμαρτίαις συμβιβασμοῦ. Νὰ ἀναλάβωμεν εὐθαρσῆ τὴν ὁμολογίαν αὐτῆς ἐν μέσῳ ἀδελφῶν πλανωμένων ἵνα ἐπιλάμψῃ αὐτοῖς τὸ ἀείζωον φῶς καὶ ἡ διαυγὴς καθαρότης της, δι’ ἧς ἡ θεία Πρόνοια ηὐδόκησε νὰ τὴν κατακοσμήση. Ὁ Μέγας Φώτιος, λοιπόν, ἔστω ἡμῖν σύμβολον Ὀρθοδοξίας, ἀθλητὴς τῆς πίστεως, παράδειγμα φωτεινὸν ἐμπνέον ἡμᾶς εἰς τὰς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων σχέσεις μας, ἵνα ἐν παντὶ προβάλλεται ἐπαξίως καὶ ἀναλάμπῃ τὸ πανακήρατον κάλλος τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ!



ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 
1 Μαρτίου 1970, 
ΕΤΟΣ Ι’,   ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛ. 116

Πλάνη ὁ καθαγιασμὸς δύο Ἁγίων Ποτηρίων εἰς μίαν θ. Λειτουργίαν. Λογικῶς καί θεολογικῶς ἀπαράδεκτος καινοτομία.

174.1.p.BEB
ΠΛΑΝΗ Ο ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ ΔΥΟ ΑΓΙΩΝ ΠΟΤΗΡΙΩΝ ΣΕ ΜΙΑ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ!
Ἡ προϊστορία αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου
Ἕνας παλαιός μαθητής μου στό Ἐκκλησιαστικό Λύκειο Ἀθηνῶν, καί σήμερα πρωτοπρεσβύτερος σέ ὅμορη Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, μέ πολύ συνειδητοποιημένη ποιμαντική διακονία, μέ εἶχε ρωτήσει πρίν ἀπό δύο χρόνια ἄν εἶναι δυνατόν νά καθαγιάζονται δύο ἤ περισσότερα Ἅγια Ποτήρια σέ μιά Θ. Λειτουργία, γιατί ὁ ἴδιος εἶχε ἰδεῖ μέ τά μάτια του σέ ἐνορίες τῆς Καστοριᾶς καί τοῦ λεκανοπεδίου τῆς Ἀττικῆς νά εἰσοδεύονται κατά τήν Μεγάλη Εἴσοδο δύο Ἅγια Ποτήρια! Τοῦ εἶχα ἀναπτύξει τότε προφορικά τήν ἐπιχειρηματολογία μου, ἀποδεικνύοντας  ὅτι αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο, καί λογικά καί θεολογικά καί ἐκεῖνος μέ παρεκάλεσε νά δημοσιεύσω αὐτά διότι –ὅπως μοῦ εἶπε– ἔχει προκληθεῖ μεγάλη σύγχυση ἐπί τοῦ προκειμένου.

Τότε, δέν θεώρησα τό θέμα ἐπεῖγον, μοῦ φάνηκε, μάλιστα, καί ὑπερβολικός ὁ φόβος του γιά τήν ἐξάπλωση μιᾶς τόσο αὐτονόητα παράλογης καί ἀθεολόγητης τελετουργικῆς πράξεως, καί, δεδομένων τῶν πολλῶν ὑποχρεώσεών μου, τό πρᾶγμα ἔμεινε σέ ἐκκρεμότητα.
Ὅμως, πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες, πληροφορήθηκα καί ἀπό ἄλλα πρόσωπα ὅτι ἡ ἀπίστευτη αὐτή τελετουργική αὐθαιρεσία πραγματοποιήθηκε καί σέ κεντρικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν(!), ὁπότε θεώρησα ὑποχρέωσή μου νά ἀσχοληθῶ μέ αὐτήν κατά ἀπόλυτη προτεραιότητα, στά πλαίσια, μάλιστα, τῆς εἰδικῆς στήλης τοῦ περιοδικοῦ μας, τῆς ἀφιερωμένης στήν συζήτηση Τελετουργικῶν Ἐρωτημάτων.
Περιγραφή τῆς Τελετουργικῆς παρεκτροπῆς
Κατ’ ἀρχάς, πρίν προχωρήσω στήν ἀνασκευή τῆς ἀνωτέρω Τελετουργικῆς παρεκτροπῆς, εἶναι ἀνάγκη νά περιγράψω λεπτομερέστερα τό πρόβλημα, καί γιά κείνους –κυρίως λαϊκούς– πού δέν ἔχουν ἰδιαίτερη ἐξοικείωση μέ τήν Τελετουργική ἀλλά καί γιά τούς Κληρικούς, πού δέν συνέπεσε νά ἀντιληφθοῦν τό θέμα.
Πρόκειται γιά ἕναν νεωτερισμό, ὁ ὁποῖος δέν ἔρχεται γιά νά λύση κάποιο ὑπαρκτό Λειτουργικό ἤ Τελετουργικό πρόβλημα, ἀλλά γιά νά δημιουργήση Τελετουργικό πρόβλημα, μέ προεκτάσεις καί ἐπιπτώσεις στήν Δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας, δεδομένου ὅτι ἡ Τελετουργική εἶναι ὑλοποίηση καί πραγμάτωση τῆς Δογματικῆς.
Ὑποτίθεται ὅτι ὁ νεωτερισμός ἔρχεται γιά νά δώση λύση, στήν ἀντιμετώπιση τῆς δυσχερείας τῶν Λειτουργῶν νά κοινωνήσουν πάρα πολλούς πιστούς ἀπό τό  Ἅγιον Αἷμα πού περιέχεται σέ ἕνα Ἅγιο Ποτήριο, γι’ αὐτό  καί ὑπαγορεύει στούς Λειτουργούς νά …καθαγιάζουν σέ κάθε Θ. Λειτουργία, δύο, τοὐλάχιστον, Ἅγια Ποτήρια, ὥστε τό περιεχόμενό τους σέ Νάμα, μετά τήν Μεταβολή του σέ Ἅγιο Αἷμα, νά ἐπαρκέση γιά ὅλους τούς μεταλαμβάνοντας!
Ὅμως, αὐτό εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀνύπαρκτο πρόβλημα, ἀφοῦ τό μέν θεωρούμενο ὡς πρόβλημα ἔχει πρό αἰώνων λυθεῖ, ὁ τρόπος δέ προσεγγίσεώς του προσβάλλει εὐθέως τήν ἐγκυρότητα τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας!
Θά προσπαθήσω, λοιπόν, νά ἐξηγηθῶ πιό ἀναλυτικά, θέτοντας λογικά καί θεολογικά ἐρωτήματα καί τά ἐπιχειρήματά μου, ἀλλά καί λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψει, εἰ δυνατόν, ὅλες τίς ἐκδοχές καί τίς ἐπιπτώσεις τοῦ θέματος.
Ἀναζητοῦμε λύση σέ λελυμένο θέμα;
Κατ’ ἀρχάς, διερωτῶμαι, πῶς δημιουργήθηκε ἐπί τῶν ἡμερῶν μας ἕνα θέμα, πού ποτέ δέν προϋπῆρξε στήν Ἐκκλησία μας; Ὑπῆρξε, ἄραγε σέ κάποιον Κληρικό πρόβλημα καί ἀπορία πῶς θά αὐξήση τήν ποσότητα τοῦ Ἁγίου Αἵματος στό Ἅγιο Ποτήριο τῆς Θ. Λειτουργίας προκειμένου νά ἐπαρκέση γιά τήν Θ. Κοινωνία τοῦ ἐκκλησιάσματός του, ὥστε νά ‘’σκαρφισθῆ’’ κάποιος στίς μέρες μας νά τοῦ λύση αὐτή του τήν ἀπορία, ὑποδεικνύοντάς του νά Καθαγιάζη δύο Ἅγια Ποτήρια(!) σέ μία Θ. Λειτουργία; Καί πῶς χωρίς νά διερωτηθοῦν τόν ἀκολούθησαν καί ἄλλοι Κληρικοί; Δέν μᾶς ἔφθαναν τόσα καί τόσα θεολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα καί ἔπρεπε νά δημιουργήσουμε καί ἕνα πρόσθετο Δογματικό πρόβλημα;
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἀπό αἰώνων ἔχει προλάβει τίς ἀπορίες μας, καί ἐπί τοῦ προκειμένου μᾶς ἔχει διδάξει καί ἐν γράμματι καί ἐν τῇ Λειτουργική Της πράξει, ὅτι μιά μικρή ποσότητα Οἴνου μετά τόν Καθαγιασμό καί τήν Μεταβολή του σέ «Αἷμα Χριστοῦ», πολλαπλασιάζεται μέ τήν προσθήκη οἱασδήποτε ποσότητος Νάματος, προκειμένου νά ἐπαρκέση γιά μεγάλο πλῆθος μεταλαμβανόντων.
 Αὐτό –πέραν τῆς ζώσης Παραδόσεως πού παρελάβαμε ἀπό τούς συγχρόνους ἁγίους Γέροντας– ἀποδεικνύεται καί μόνο ἀπό τήν Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία, κατά τήν ὁποία δέν καθαγιάζεται οὔτε Ἄρτος οὔτε Οἶνος, ἀλλά λειτουργοῦμε κατ’ αὐτές (τίς Τετάρτες καί Παρασκευές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς) μέ καθαγιασθέντα Ἅγιον Ἄρτον ἀπό τήν προηγουμένη Κυριακή, πού μόνο Αὐτός ἔχει ἐμβαπτισθεῖ στό Ἅγιον Αἷμα τῆς Κυριακάτικης Θ. Λειτουργίας, πληροῦντες τό Ἅγιον Ποτήριον ἐξ ὁλοκλήρου μέ ἁπλόν Νάμα (Οἶνον).
Σχετικῶς περιγράφει ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος σέ ἀνέκδοτη Πραγματεία του «Περί τῆς Προηγιασμένης Θ. Λειτουργίας»: «Ἐμβάλλεται ὁ προαγιασθείς καί προτελειωθείς ἅγιος Ἄρτος εἰς τό Μυστικόν Ποτήριον καί οὕτως ὁ ἐν τούτῳ οἶνος εἰς ἅγιον Αἷμα τοῦ Κυρίου μεταβάλλεται καί πιστεύεται μεταβάλλεσθαι» (Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τ. 3, σελ. 165, Ἀθῆναι 1961).
Καί ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως ἐπικυρώνει: «Μετέχων ὁ θεῖος Ἄρτος τοῦ ἁγιασμοῦ μεταδίδωσι καί τοῖς ἄλλοις τιμίοις δώροις. Ὁμοίως καί τῷ Ποτηρίῳ μεταδίδωσι τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς χάριτος» (Ἱστορία Ἐκκλησιαστική καί Μυστική Θεωρία, P.G. 98, 449)
Ἐάν, λοιπόν –γιά νά μεταλάβουν οἱ Πιστοί–  ὁ ἁπλός Οἶνος (Νάμα), μέ τόν ὁποῖο γεμίζουμε τό Ἅγιο Ποτήριο κατά τίς Προηγιασμένες (πού δέν γίνεται Θυσία, ὁπότε δέν γίνεται  καί ἐπίκληση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος  ὥστε νά μεταβληθῆ ὁ Οἶνος σέ «Αἷμα Χριστοῦ»), ἐνεργεῖ ὡς «φορεῖο» τῆς ἐλαχίστης ποσότητος τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὅσης, δηλαδή, ἔχει ἀπορροφηθεῖ στόν νοτισθέντα (ἀπό τήν προηγουμένη Κυριακή) Ἅγιον Ἄρτον τῆς Προηγιασμένης, πῶς δέν μπορεῖ νά ἐνεργήση ἡ προσθήκη οἱασδήποτε ποσότητος ἁπλοῦ Νάματος, ὡς «φορεῖο» τῆς ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρας ποσότητος (ἑνός Ἁγίου Ποτηρίου) Ἁγίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε νά πολλαπλασιασθῆ ἡ   Καθαγιασθεῖσα ποσότητα τοῦ Ἁγίου Αἵματος;
Ὅσοι ἔσπευσαν νά υἱοθετήσουν μιά τόσο ξένη πρός τήν Λειτουργική μας Παράδοση πρακτική, καθαγιάζοντες δύο ἤ περισσότερα Ἅγια Ποτήρια –θεωροῦντες, προφανῶς, ὅτι μόνο δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἔχουμε ἔγκυρη Θ. Κοινωνία–  δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι εὐθέως ἀμφισβητοῦν τήν ἐγκυρότητα τῆς Θ. Κοινωνίας τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ὁπότε τό θέμα λαμβάνει ἄλλες διαστάσεις;
Παρά ταῦτα, παρά τήν δυνατότητα πού μᾶς δίδει ἡ Ἐκκλησία μας νά αὐξήσουμε τήν ποσότητα τοῦ Ἁγίου Αἵματος στό Ἅγιο Ποτήριο διά τῆς προσθήκης Οἴνου (Νάματος), ὡς Κληρικός πού συνεπλήρωσα 45 ἔτη Ἱερωσύνης μαρτυρῶ ὅτι οὐδέποτε μέχρι σήμερα χρειάσθηκε νά προσθέσω Νάμα μετά τόν Καθαγιασμόν τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, παρ’ ὅτι στόν Ναόν μας κοινωνοῦμε τόν λαό σταθερά κάθε Κυριακή ἀπό τρία Ἅγια Ποτήρια, κατά δέ τίς μεγάλες ἑορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα, Πεντηκοστή, Μ. Πέμπτη, Μ. Σάββατον κ.ἄ.) ἀπό τέσσερα καί πέντε, στά ὁποῖα, βεβαίως, μοιράζεται τό Καθαγιασθέν περιεχόμενο τοῦ ΕΝΟΣ Καθαγιασθέντος Ἁγίου Ποτηρίου, χωρίς ἄλλη προσθήκη Νάματος. Ὑπῆρξαν, μάλιστα, ἡμέρες χειροτονιῶν πού τελέσθηκαν στόν Ναό μας, κατά τίς ὁποῖες συνελειτούργησαν δύο καί τρεῖς Ἀρχιερεῖς, 18-20 Πρεσβύτεροι καί 2 Διάκονοι, χωρίς νά χρειασθῆ προσθήκη Νάματος, ἐφ’ ὅσον ὁ Ναός μας διαθέτει εὐρύχωρα Ἅγια Ποτήρια καί ἕνα, χωρητικότητος 1,5 λίτρου. Ὑπάρχει, λοιπόν, καί αὐτός ὁ τρόπος καί γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά ἀντιληφθῶ τήν ἀφετηρία καί τίς πραγματικές ἐπιδιώξεις μιᾶς τόσο ἀντορθοδόξου λειτουργικῆς καινοτομίας.
Τί μαρτυρεῖ ἡ Λατρευτική καί Δογματική μας Παράδοση;
Πέραν, ὅμως, τῆς πρακτικῆς διαστάσεως τοῦ ζητήματος –λογικῆς καί θεολογικής– πρέπει νά ἐρωτηθοῦν οἱ καινοτομήσαντες, πῶς σκέπτονται νά ἀντιμετωπίσουν τήν ἐπί τοῦ προκειμένου βοῶσα γραπτή Λατρευτική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως π.χ. τοῦ ἀρχαιοτάτου ἁγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Ἔλεγχος τῆς ψευδωνύμου γνώσεως» ὁμιλεῖ σαφῶς περί «κεκραμένου ποτηρίου» καί ὄχι περί κεκραμένων ποτηρίων; Γράφει: «Ὁπότε οὖν καί τό κεκραμένον ποτήριον, καί ὁ γεγονώς ἄρτος ἐπιδέχεται τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ἡ Εὐχαριστία σῶμα Χριστοῦ..» (ΒΕΠΕΣ, 5, 25-28).
Πῶς θά ἀντιμετωπίσουν τά κείμενα τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, τά ὁποῖα αὐτά καί μόνα ἀποτελοῦν τόν γνώμονα τῆς δογματικῆς Λειτουργικῆς ἐγκυρότητος καί, μόνο βάσει αὐτῶν πρέπει νά κρίνεται τό ἐάν καί κατά πόσον εἶναι Δογματικά καί Λειτουργικά ἔγκυρες καί  οἱ ἄλλες διασωθεῖσες Θ. Λειτουργίες (Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, Ἁγίου Ἀποστόλου Μάρκου, Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κ.ἄ.), οἱ ὁποῖες, ἐπειδή διά μέσου τῶν αἰώνων ἔχουν ὑποστεῖ ἀλλοιώσεις καί νοθεύσεις, δέν ἀποτελοῦν Κριτήριο, ἀλλά κρίνονται ἀπό τίς δύο προαναφερθεῖσες (Μ. Βασίλειου καί Ἁγίου Χρυσοστόμου), πού ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία μας νά τελοῦνται καθ’  ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἔτους σέ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Οἰκουμένη;
Καί οἱ δύο Μεγάλοι Ἱεράρχαι στίς Θ. Λειτουργίες τους πρό τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, πρίν παραθέσουν τά συστατικά τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, μᾶς τονίζουν ὅτι ὁ Χριστός: Ἔλαβεν «Ἄρτον ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ καί ἀχράντοις καί ἀμωμήτοις χερσίν… Ὁμοίως καί.. Ποτήριον…», ὄχι Ποτήρια. Καί κατά τόν Καθαγιασμόν: «Ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον, τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου… Τό δέ ἐν τῷ Ποτηρίῳ τούτῳ, τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου».
Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἰδιαιτέρως κατηγορηματικός καί ὑπογραμμίζει: «Ἡμᾶς δέ πάντας, τούς ἐκ τοῦ Ἑνός Ἄρτου καί τοῦ Ποτηρίου μετέχοντας, ἑνώσαις ἀλλήλοις εἰς ἑνός Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν…».
Ὅταν, λοιπόν, ἀπαγγέλουμε τόσο συγκεκριμένα λόγια στή Θ. Λειτουργία, «…Ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίετε τόν Ἄρτον τοῦτον καί τό Ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν ἐμόν θάνατον καταγγέλλετε, τήν ἐμήν Ἀνάστασιν ὁμολογεῖτε… Τό δέ Ποτήριον τοῦτο, αὐτό τό τίμιον Αἷμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε ἐνώπιον μας ἀντί ἑνός Ποτηρίου, δύο ἤ τρία καί νά ἀληθεύουμε; Καί πῶς θά θεολογοῦμε ὀρθά μέ αὐτήν τήν παραχάραξη; Ἕνα εἶναι τό Ποτήριον τῆς Εὐχαριστίας, διότι, Ἕνα τό Θυσιαστήριον, Ἕνας ὁ Ἄρτος, Ἕνας ὁ Χριστός!
Συνεπῶς, οἱ ὅποιες ἐνστάσεις ὁρισμένων καί ἡ ἐπίκληση παλαιῶν κειμένων, πρό τοῦ Μ. Βασιλείου, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στήν εὐλόγηση πολλῶν Ποτηρίων κατά τήν Θ. Λειτουργία, δέν ἔχει καμμιά ἀποδεικτική σημασία ὑπέρ τῆς καινοτομίας τους, δεδομένου ὅτι ἀφ’ ἑνός μέν πολλά ἀπό τά κείμενα αὐτά ἔχουν ἀλλοιωθεῖ –ὅπως προείπαμε– ἀλλά καί διότι ὡς εὐλόγησις Ποτηρίων ἐννοεῖται σέ πολλά ἀπό αὐτά ἡ διανομή τοῦ ΕΝΟΣ Ἁγίου Ποτηρίου μετά τόν Καθαγιασμό σέ πολλά Ἅγια Ποτήρια, ὥστε, μεταδιδομένης τῆς Θ. Κοινωνίας ἀπό πολλούς Ἱερεῖς, νά διευκολύνονται χρονικά οἱ Πιστοί.
Μέ τήν ἴδια συλλογιστική, ὅτι, δηλαδή, ὅπου ἀναφέρονται σέ παλαιά κείμενα πολλά Ποτήρια, σημαίνεται καί Καθαγιασμός πολλῶν Ποτηρίων σέ μία Θ. Λειτουργία, θά μποροῦσε κάποιος κάλλιστα νά ἰσχυρισθῆ, ὅτι ἐπειδή ἡ Θ. Μετάληψις τοῦ Αὐτοκράτορος ἐγίνετο μέ ξεχωριστό Ἅγιο Ποτήριο  (λόγῳ τῆς ἰδιότητός του ὡς «ἐπισκόπου τῶν ἐκτός τῆς Ἱερωσύνης πραγμάτων»), αὐτό εἶναι ἀποδεικτικό ἐπιχείρημα ὅτι ἐγένετο καί ξεχωριστός Καθαγιασμός τοῦ Ποτηρίου τοῦ Αὐτοκράτορος! Ἐκεῖ μᾶς ὁδηγεῖ αὐτός ὁ παραλογισμός μας!
Ἡ εὐλόγησις δύο Ποτηρίων, ἐπίδραση Λατινικῆς πλάνης
Ὁλοκληρώνοντας τό θέμα μας, κρίνουμε ἀπαραίτητο νά ἐπιχειρήσουμε νά δώσουμε καί μιά ἱστορικοθεολογική ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού θέσαμε στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου μας: «Διερωτῶμαι, πῶς δημιουργήθηκε ἐπί τῶν ἡμερῶν μας ἕνα θέμα, πού ποτέ δέν προϋπῆρξε στήν Ἐκκλησία μας;».
Ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τέτοιο θέμα δημιουργήθηκε στόν Παπισμό ἀπό τόν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τήν χρήση ζέοντος στήν Θ. Κοινωνία, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἡ ἀνάμειξη τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μέ τό ζέον ὕδωρ τῆς Θ. Λειτουργίας προκαλεῖ φθορά(!) στό Μυστήριο: «Nullo modo debet aqua vino jam consecrato misceri, quia sequeretur corruption sacramenti pro aliqua parte». Σέ μετάφραση:  «Σέ καμμιά περίπτωση δέν πρέπει νά ἀναμιχθῆ τό νερό μέ τόν Καθαγιασμένον Οἶνον, διότι ἡ διαφθορά τοῦ Μυστηρίου θά ἐπεκταθῆ σέ ὁποιοδήποτε μέρος του» (Summa Theologiae IIIa p. 9, LXXXIII art. 6 ad quartum). Μάλιστα, στή Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας οἱ Δυτικοί ἐζήτησαν ἐξηγήσεις ἀπό τούς Ὀρθοδόξους «περί τῆς μετά τόν καθαγιασμόν ἀναμίξεως τοῦ ζέοντος ὕδατος μετά τοῦ καθηγιασμένου οἴνου» (Βλ. Π. Ν.Τρεμπέλα, Δογματική, τ. 3, σελ. 165, Ἀθῆναι 1961).
Εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντική ἡ ἐπισήμανση τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα ὅτι μόλις κατά τόν ἔνατον αἰῶνα ἐτέθη στή Δύση τό ἐρώτημα «ἐάν τά καθηγιασμένα ἤδη στοιχεῖα τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἀναμιγνυόμενα μετά μή καθηγιασμένων στοιχείων ἀφομοιοῦσι καί ταῦτα, καί ὁ Amalarius τοῦ Metz, ἐξ ἀφορμῆς τῆς κατά μόνην τήν Μ. Παρασκευήν τελουμένης ἐν τῇ Δύσει Προηγιασμένης Λειτουργίας, παρετήρησεν, ὅτι καθαγιάζεται ὁ μή καθηγιασμένος οἶνος διά τοῦ καθηγιασμένου Ἄρτου», καί ἡ γνώμη του ἐπεκράτησε, ἕως τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ ΙΓ αἰῶνα, ὅταν πλέον κυριάρχησε στούς Λατίνους ἡ πλάνη τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὅτι ἡ μεταβολή τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Οἴνου γίνεται μόνο κατά τήν στιγμή τῆς ἐκφωνήσεως «τῶν λόγων τῆς συστάσεως» τοῦ Μυστηρίου, «Λάβετε, φάγετε…» καί «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…», ὁπότε –κατά τήν ἄποψη αὐτήν– μετά ἀπό τήν χρονική αὐτή στιγμή δέν εἶναι δυνατόν νά προστεθῆ οἶνος. (Βλ. Π. Ν.Τρεμπέλα, ὅ.ἀ., σελ. 165.) 
 Προσωπική μου ἄποψη εἶναι ὅτι γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ Παπικοί κοινωνοῦν πλέον τούς λαϊκούς μόνο μέ ἅγιον Ἄρτο καί ἔπαψαν νά τούς μεταδίδουν καί τό ἅγιο Αἷμα. Ἐπειδή, δηλαδή, ἀρνοῦνται τήν προσθήκη Οἴνου μετά τόν Καθαγιασμό τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου. Χωρίς αὐτήν τήν προσθήκη οἴνου, θά ἦταν ἀδύνατον νά ἐπαρκέση ἡ ποσότητα τοῦ ἁγίου Αἵματος γιά νά μεταλάβουν ὅλους τούς Πιστούς, ἰδίως μιᾶς πολυπληθοῦς Λειτουργίας τοῦ Πάπα! Γι’ αὐτό καί ἐπενόησαν τήν θεωρία «τῆς συναφείας», ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἐπειδή δέν νοεῖται σῶμα ἄνευ αἵματος, ἄρα κοινωνοῦντες τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μετέχουν καί τοῦ Αἵματος Αὐτοῦ!
Πάντως, οὔτε οἱ Παπικοί, παρά τήν δική τους πλάνη, δέν ἔφθασαν στό σημεῖο νά εὐλογοῦν πολλά Ἅγια Ποτήρια σέ μιά Θ. Λειτουργία!
Θέλω νά πιστεύω ὅτι ἡ ἀνακίνηση τοῦ θέματος στίς μέρες μας, δέν ὑποδηλώνει καί θεολογική συγγένεια μέ τήν Λατινική πλάνη.
Ἐπιλεγόμενα
Θά μποροῦσε νά γραφῆ ἰδιαιτέρα καί ἐκτενής διατριβή γιά τό θέμα πού ἀπησχόλησε αὐτό μας τό ἄρθρο, ὅμως, μιά περιοδική ἔκδοση δέν συνεργεῖ σέ κάτι τέτοιο. Ἄλλωστε, ὅπως ἤδη ἀναπτύξαμε, πρόκειται γιά θέμα πού ἔχει λυθεῖ γιά τήν Ὀρθοδοξία καί, σέ συσχετισμό μέ τήν λογική τοῦ πράγματος, κάτι περισσότερο θά ἦταν περιττό, σέ αὐτήν τοὐλάχιστον τήν χρονική συγκυρία. Ἄν ὑπάρξουν, βεβαίως, καί πάλι ἐνστάσεις, πρέπει νά ἐπανέλθουμε. Πρός τό παρόν, ἄς συμμορφωθοῦμε μέ τήν παλαιά σοφή προτροπή: «Τῶν φρονίμων, ὀλίγα»!
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 174 - agnikolaos.gr

ΑΓΙΟΣ ΦΩΤΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, 6 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Θνήσκων Φώτιος,
 ου ταράττομαι λέγει,
Προς την τελευτήν, 
ων προητοιμασμένος.
Ο Μέγας Φώτιος έζησε κατά τους χρόνους που βασίλευσαν οι αυτοκράτορες Μιχαήλ (842 – 867 μ.Χ.), υιός του Θεοφίλου, Βασίλειος Α’ ο Μακεδών (867 – 886 μ.Χ.) και ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (886 – 912 μ.Χ.), υιός του Βασιλείου. Γεννήθηκε το 810 μ.Χ. (κατά άλλους το 820 μ.Χ.) στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, που αγωνίσθηκε για την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων. Οι γονείς ήταν ο Άγιος Σέργιος (βλέπε 13 Μαΐου) και Ειρήνη και καταδιώχθηκαν επί του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.). Ο Άγιος Σέργιος ήταν αδελφός του Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.) και περιπομπεύθηκε δέσμιος από το λαιμό ανά τις οδούς της Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε την περιουσία του και εξορίσθηκε μετά της συζύγου του και των παιδιών του σε τόπο άνυδρο, όπου από τις ταλαιπωρίες πέθανε ως Ομολογητής.
Ο ιερός Φώτιος διέπρεψε πρώτα στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Όταν με εντολή του αυτοκράτορα απομακρύνθηκε βιαίως από τον πατριαρχικό θρόνο ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ανήλθε σε αυτόν, το έτος 858 μ.Χ., ο ιερός Φώτιος, ο οποίος διακρινόταν για την αγιότητα του βίου του και την τεράστια μόρφωσή του. Η χειροτονία του εις Επίσκοπο έγινε την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 858 μ.Χ. υπό των Επισκόπων Συρακουσών Γρηγορίου του Ασβεστά, Γορτύνης Βασιλείου και Απαμείας Ευλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια εκάρη μοναχός και ακολούθως έλαβε κατά τάξη τους βαθμούς της ιεροσύνης.
Ο ιερός Φώτιος με συνοδικά γράμματα ανακοίνωσε, κατά τα καθιερωμένα, τα της εκλογής του στους Πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αλλά πριν ακόμα προλάβει να την παγιώσει επήλθε ρήξη μεταξύ των ακραίων πολιτικών και των οπαδών του Πατριάρχη Ιγνατίου, των «Ιγνατιανών». Οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Ειρήνης, αφόρισαν τον ιερό Φώτιο και ανακήρυξαν Πατριάρχη τον Ιγνάτιο. Ο Άγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στο ναό των Αγίων Αποστόλων για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος. Η Σύνοδος καταδίκασε ως αντικανονικές τις ενέργειες των «Ιγνατιανών» και τόνισε ότι ο Ιγνάτιος, αφού παραιτήθηκε από τον θρόνο, δεν ήταν πλέον Πατριάρχης και ότι εάν διεκδικούσε και πάλι την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, τότε αυτόματα θα υφίστατο την ποινή της καθαιρέσεως και του αφορισμού.
Ο μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας ιερούργησε, ως άλλος Απόστολος Παύλος, το Ευαγγέλιο. Αγωνίσθηκε για την αναζωπύρωση της ιεραποστολικής συνειδήσεως, που περιφρουρεί την πνευματική ανεξαρτησία και αυτονομία των ορθοδόξων λαών από εισαγωγές εθίμων ξένων προς την ιδιοσυγκρασία τους, με σκοπό την αλλοίωση της ταυτότητος και της πνευματικής τους ζωής. Διότι γνώριζε ότι ο μέγιστος εχθρός ενός λαού είναι η απώλεια της αυτοσυνειδησίας του, η φθορά της πολιτισμικής του ιδιοπροσωπίας και η αλλοίωση του ήθους του. Ο ιερός Φώτιος γνώριζε την ιεραποστολική δραστηριότητα του ιερού Χρυσοστόμου, αφού αναφέρεται πολλές φορές στο έργο αυτό και μάλιστα επηρεάστηκε από αυτή στο θέμα της χρήσεως των επιτόπιων γλωσσών και των μοναχών ως ιεραποστόλων. Επί ημερών του εκχριστιανίσθηκε το έθνος των Βουλγάρων, το οποίο μυσταγώγησε προς την αμώμητη πίστη του Χριστού και το αναγέννησε με το λουτρό του θείου Βαπτίσματος.
Ο ιερός Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους και επιτυχείς αγώνες υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εναντίων των Μανιχαίων, των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών και επανέφερε στους κόλπους της Καθολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας πολλούς από αυτούς.
«Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ…. καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται. Εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζὴ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερον τὲ καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται».
Ο λόγος αυτός, απόσταγμα της βαθιάς πίστεως και της κατά Θεόν σοφίας του Ισαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού, «μυρίαις ἀρεταὶς ἐξανθήσαντος καὶ πάση γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα εφαρμόζεται σε αυτόν τον ειπόντα, τον οποίο η αδιάφθορη συνείδηση της Εκκλησίας και του Γένους, ομολόγησαν αυτόν Άγιο και Ισαπόστολο «τοὶς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ως «ἀοίδιμον μὲν τοὶς διωγμοίς, δεδοξασμένον δὲ τοὶς θανάτοις».
Το θεολογικό του έργο δικαίωνε τους αγώνες της Εκκλησίας, βεβαίωνε την Ορθόδοξη πίστη και ενέπνεε την Εκκλησιαστική συνείδηση για την συνεχή εγρήγορση του όλου εκκλησιαστικού Σώματος. Υπό την έννοια αυτή η εκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στο πρόσωπό του τον υπέρμαχο της Ορθοδόξου πίστεως και τον εκφραστή του αυθεντικού φρονήματος της Εκκλησίας. Σε οιονδήποτε στάδιο του βίου και αν παρακολουθήσουμε τον ιερό Φώτιο, είτε στην βιβλιοθήκη, επιδιδόμενο σε μελέτες, είτε ως καθηγητή της φιλοσοφίας στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Μεσαιωνικής Ευρώπης της Μαγναύρας σε μια εποχή που η Δύση ήταν ακόμη βυθισμένη στο τέλμα των σκοτεινών αιώνων, είτε υπουργούντα σε αξιώματα μεγάλα και περιφανή της Πολιτείας, είτε κοσμούντα τον αγιότατο Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, είτε εξασκούμενο στην ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία, είτε υφιστάμενο την παραγνώριση των ανθρώπων και τις σκληρές στερήσεις δύο εξοριών, παντού αναγνωρίζουμε τον μαχόμενο υπέρ της αληθούς Ορθοδόξου πίστεως, της «ἀποστολικῆς τὲ καὶ πατρικῆς παραδόσεως» και «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», η οποία αποτελεί και το περιεχόμενο της πατερικής διδασκαλίας αυτού. Γι’ αυτό και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τη συνείδηση της Εκκλησίας περί της πρώιμης αγιοποιήσεως του μεγάλου Ιεράρχου, γράφει:
«Φώτιος γὰρ ἣν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτίσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεῖς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορία, τούτοις δὴ τοὶς ἀθλητικοὶς ἐκ προοιμίου ἀγώσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὐ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοὶς θαύμασι μαρτυρουμένη».
Η ζωντανή Ορθόδοξη πίστη, κατά τον ιερό Πατέρα, η πίστη της αληθείας, είναι η αρχή της Χριστιανικής μας υποστάσεως και επιβάλλει την συνεχή προσπάθεια για το «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοὶς οὐρανοὶς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», για την πραγμάτωση της «καινῆς κτίσεως», που επιτυγχάνεται με τη δυναμική γεφύρωση, σύνδεση και αλληλοπεριχώρηση του θείου και ανθρώπινου στοιχείου. Ο Χριστός ενώνει στο πρόσωπό Του τη θεία με την ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η θεότητα και η ανθρωπότητα έχουν εν Χριστώ ένα κοινό τρόπο υπάρξεως και αυτός ο τρόπος είναι η ενότητα, η αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, η κοινωνία της αγάπης. Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι μία αφηρημένη αρχή. Φανερώνεται σε εμάς, όπως φανερώνεται πάντοτε η φύση: μόνο ως τρόπος υπάρξεως, δηλαδή ως δυνατότητα ζωής. Είναι η δυνατότητα να ζήσουμε, να πληρωθεί η απύθμενη δίψα για ζωή που βασανίζει την ύπαρξή μας, να ζήσουμε όλες τις δυνατότητες της ζωής νικώντας την αναπηρία και τον θάνατο της τεμαχισμένης υπάρξεως. Αρκεί να αποδεχθεί ο άνθρωπος την αμαρτία και αποτυχία του και να ζήσει την κένωση του Χριστού, τη ζωή του Θεού.
Η αληθινή Χριστιανική ζωή είναι η γέφυρα που συνδέει τον ουρανό με την γη, η συνεχής πηδαλιούχηση του πορθμείου εκείνου, το οποίο, όπως λέγει ο ιερός Φώτιος, έρχεται από τον ουρανό και «διαπορθμεύει ἠμὶν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» και Χάρη. Αυτό ακριβώς είναι το αληθινό ήθος της Ορθοδοξίας: η αναγέννηση, ένωση, μετοχή και κοινωνία με τον Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος.
Το Ορθόδοξο, λοιπόν, ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου με τον Θεό Πατέρα εν Χριστώ διά του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός του όλου ανθρώπου στην οδό της θεώσεως αρχίζει να υπάρχει μόνο όταν έχουμε ως προϋπόθεση την ορθή πίστη, την ορθοδοξία. Γι’ αυτό ουδέποτε ο Άγιος ανέχθηκε οποιαδήποτε παρασιώπηση ή παραφθορά της αλήθειας.
Γράφει χαρακτηριστικά ο ιερός Φώτιος προς τον Πάπα Νικόλαο: «τὰ οἰκουμενικαὶς καὶ κοιναὶς τυπωθέντα ψήφοις πάσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διά της επιμελούς φυλάξεως της διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται, τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταὶς εὐσεβούντων ψυχαὶς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Έτσι η μία γενεά, μετά φόβου Θεού, παραδίδει στην επερχόμενη τα της πίστεως πολύτιμα κεφάλαια που έλαβε, με πλήρη συναίσθηση ότι και η επερχόμενη θα διατηρήσει αλώβητη την πίστη. Σε μία ομιλία του ο Άγιος εξαίρει τη σπουδαιότητα της συνεχιζόμενης ανελλειπώς διαδοχής:
«Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τᾶς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταὶς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταὶς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἳ προλαβούσαι διδάσκαλοι».
Η απαρίθμηση εδώ των Συνόδων δεν είναι συμπτωματική. Για τον Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το παρελθόν, η παράδοση, τα γενόμενα στο άγιο Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού δεν αποτελούν απλά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον αποτελούν υπόδειγμα, τύπο για το μέλλον του Κυριακού Σώματος. Γι’ αυτό και δεν επιμένει μόνο στην ιστορική παράδοση ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον κληρονομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας, αλλά προ παντός για την πληρότητα της αλήθειας, για την ταυτότητα και την συνέχεια της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας, για τη ζωή της μέσα στη χάρη, για το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον, για το μυστήριο της πίστεως.
Η ενότητα, η αγιότητα και η καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται και καταξιώνονται με την αποστολικότητά της. Στην αρχιερατική προσευχή του Ιησού ο αγιασμός και η καθολική ενότητα της Εκκλησίας συνδέονται άμεσα με την αποστολικότητα: «Ἶνα ὁ κόσμος πιστεύση, ὅτι Σὺ μὲ ἀπέστειλας». Έτσι η αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας, που εκφράζει και τα άλλα γνωρίσματά της. Η Εκκλησία είναι αποστολική, γιατί συνεχίζει την αποστολή του Χριστού και των Αποστόλων Του μέσα στον κόσμο. Ο ιστορικός σύνδεσμός της με τους Αποστόλους και η βεβαίωση του συνδέσμου αυτού με την αναγωγή των κατά τόπους Εκκλησιών και των Επισκόπων στους Αγίους Αποστόλους αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια της αποστολικής ιδιότητας και διαδοχής. Το ηθικό δε αίτημα της αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η υποχρέωση για πιστότητα στην αποστολική παράδοσή της, η οποία εξασφαλίζει την ταυτότητα και ενότητα του ζώντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα».
Αγωνιζόμενος ο Άγιος Φώτιος υπέρ «τῆς πίστεως ἠμῶν τῶν Χριστιανῶν…., τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στην εγκύκλιο επιστολή του, το 867 μ.Χ., που απευθυνόταν προς τους κατά Ανατολάς Επισκόπους και Πατριάρχες, στρέφεται στην καταπολέμηση της αιρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», που αποτελεί την ενότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδοξίας και συγχρόνως καλεί όλους να είναι άγρυπνοι εναντίων κάθε δυσέβειας. Ο Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ότι κάθε εκτροπή από την αληθή πίστη έχει ως συνέπεια την έκπτωση από την πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» και καταδικάζει, ως «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε εκτροπή από την Ορθοδοξία και την «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ή «καταφρόνησιν» από εκείνους που «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Επί της βάσεως αυτής αντέκρουσε όχι μόνο τους εικονομάχους αλλά και τις παπικές αξιώσεις και το γερμανοφραγκικό δόγμα του filioque, το οποίο διασαλεύει την κοινωνία των αγιοπνευματικών προϋποθέσεων και ενεργειών και δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία του Σώματος της Εκκλησίας και της κοινότητος των αδελφών.
Γι’ αυτό και η Σύνοδος, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 867 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές του ενέργειες, ενώ αποδοκίμασε τη διδασκαλία του filioque και τα ρωμαϊκά έθιμα. Μάλιστα η εγκύκλιος επιστολή του ιερού Φωτίου για τα θέματα αυτά, μετά τη συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως.
Η δολοφονία του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ’, στις 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., από τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα, συνοδεύτηκε και με κρίση στην Εκκλησία. Ο νέος αυτοκράτορας τάχθηκε υπέρ της προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης και αναζήτησε ερείσματα στοςυ «Ιγνατιανούς». Ο ιερός Φώτιος υπήρξε το θύμα αυτής της νέας πολιτικής σκοπιμότητας του αυτοκράτορα, ο οποίος εκθρόνισε τον Άγιο Φώτιο και αποκατέστησε στον θρόνο τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, στις 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Η Σύνοδος του έτους 869 μ.Χ., που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό της Αγίας Σοφίας, αναθεμάτισε τον Άγιο Φώτιο, όσοι δε Επίσκοποι χειροτονήθηκαν από αυτόν ή παρέμεναν πιστοί σε αυτόν καθαιρέθηκαν και όσοι από τους μοναχούς ή λαϊκούς παρέμειναν οπαδοί του αφορίσθηκαν. Ο ιερός Φώτιος καθ’ όλη την διαδικασία και παρά την προκλητική στάση των αντιπροσώπων του Πάπα τήρησε σιγή, τους υπέδειξε να μετανοήσουν και αρνήθηκε να δεχθεί την αντικανονική ποινή. Στη συνέχεια εξορίστηκε και υποβλήθηκε σε ποικίλες και πολλαπλές στερήσεις και κακουχίες. Επακολούθησε βέβαια η συμφιλίωση των δύο Πατριαρχών, Φωτίου και Ιγνατίου, αλλά ο θάνατος του Ιγνατίου, στις 23 Οκτωβρίου του 877 μ.Χ., επέτρεψε την αποκατάσταση του ιερού Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι το έτος 886 μ.Χ. κατά τον οποίο εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το διαδεχθέντα τον αυτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υιό του Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό.
Ο Άγιος Φώτιος κοιμήθηκε οσίως το έτος 891 μ.Χ. όντας εξόριστος στην ιερά μονή των Αρμενιανών, όπως άλλοτε ο θείος και ιερός Χρυσόστομος στα Κόμανα του Πόντου. Το ιερό και πάντιμο σκήνωμα του Αγίου και Μεγάλου Φωτίου εναποτέθηκε στην λεγόμενη μονή της Ερημίας ή Ηρεμίας, που ήταν κοντά στην Χαλκηδόνα. Παλιότερα η Σύναξή του ετελείτο στο Προφητείο, δηλαδή στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που βρισκόταν στη μονή της Ερημίας, ενώ τώρα τελείται στην ιερά πατριαρχική μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου ιδρύθηκε και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγῆς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ Φώτιε μέγιστε, οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἐώας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατηρεῖ Πάτερ ἄσειστον.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ὡς τῶν ἀποστόλων ὁμότροπος καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων ἱκέτευε, Φώτιε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρίσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...