Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

π.Αθανάσιος Μυτιληναίος: Ξημερώνομαι και βραδιάζομαι σαν κάτι να περιμένω.. Γιατί δεν πάμε καλά ως λαός

Συλλογή ἀναφορῶν τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου για τήν Ἑλλάδα «Μόνο ἡ μετάνοια καταργεῖ ἤ μεταθέτει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.

Ἄν προσέχαμε ὅλα αὐτά τά σημάδια πού μᾶς δίνονται, θά ἤμαστε καί προσεκτικότεροι στή ζωή μας. Ἐγώ δέν σᾶς κρύβω ὅτι φοβᾶμαι, τρέμω, ὅτι ὁ λαός μας θά πληρώσει, γιατί ἀποδώσαμε, μέ τήν ἀρχαία ἔννοια τῆς λέξεως, τήν ὕβριν στόν Ἰησοῦ Χριστό.


 Ναί, θά πληρώσουμε καί πολύ ἀκριβά. Δέν ξέρομε πότε. Σᾶς εἶπα, ἡ κιβωτός 120 χρόνια κατασκευαζόταν, γιατί περίμενε ὁ Θεός τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων. Δέν ξέρω, ὁ Θεός πάντως νά μᾶς ἐλεήσει, ὅσο ἐγκαίρως, νά μετανοήσουμε καί νά ἐπιστρέψομε στήν καθαρά πίστη, στόν Ἰησοῦ Χριστό».
(Πράξεις, ὁμιλία 170ή)

«Εἶχε πεῖ ὁ Πλήθων μία κουβέντα -πού δίδασκε εἰδωλολατρία-, ὅταν πρό ἐτῶν τή διάβασα ἔμεινα ἔκπληκτος: «Καί ὅμως [εἶπε], κάποια ἡμέρα ἡ Ἑλλάς θά ξαναγίνει εἰδωλολατρική»! Αὐτό, ὅταν τό διάβασα ἀνατριχίασα, γιατί τό πίστεψα καί ἐκεῖ στούς πρόποδες τοῦ Ταΰγετου, ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Πλήθων καί δίδασκε, πῆγε ὁ δικός μας ὁ Θεοδωρακόπουλος, νά ἱδρύσει Σχολή, συνεχιστής ἐκείνης τῆς Σχολῆς τοῦ Πλήθωνος, πού δίδασκε εἰδωλολατρία. Εἶναι ἀξιοθρήνητο πρᾶγμα!».
(Βασιλειῶν Γ΄, ὁμιλία 19η)

«Προσέξτε τώρα ἐδῶ κάτι, πολύ νά προσέξομε αὐτό, γιατί δυστυχῶς δέν τό ἔχομε προσέξει δεόντως καί μένομε ἐγκληματικῶς ἀπαθεῖς. Ὁ μουσουλμανισμός ἐπιχειρεῖ τόν κύκλο τῆς γῆς. Αὐτό τό ὁποῖο λέμε ἕνα τόξο, ἐδῶ στά Βαλκάνια, μουσουλμανικό, καί τό βλέπομε, βεβαίως ἀπό πολιτικῆς πλευρᾶς, εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ἕνα τόξο. Ἐπιχειρεῖ, θά ἐπαναλάβω καί νά τό θυμᾶστε, ἐπιχειρεῖ τόν κύκλο τῆς γῆς! Ὅπως καί ἐγώ θυμᾶμαι τόν μακαριστό πατέρα Ἄγγελο Νησιώτη, πού εἶχε πεῖ -πρό τοῦ ’40- καί ἔλεγε: «Φοβηθεῖτε τόν μουσουλμανισμό, εἶναι ὁ φοβερότερος ἐχθρός, φοβηθεῖτε!». Τό κράτησα στή μνήμη μου καί τό ἀνεκάλεσα πολλές φορές, ἰδίως τά τελευταῖα χρόνια, πού βλέπω αὐτή τήν κίνηση τοῦ μουσουλμανισμοῦ. Τί; Ξέρετε πόσα ἑκατομμύρια μουσουλμάνοι ὑπάρχουν στήν Ἀσία, Πολυνησία, Ἀφρική; Πολλά ἑκατομμύρια μουσουλμάνοι ὑπάρχουν. Τό εἶπαν: «Θά ἐπιχειρήσομε ἐπίθεση κατά τῆς Εὐρώπης»! Τό εἶπαν, νά μήν πῶ τώρα πολιτικά πρόσωπα, δέν μοῦ ἀρέσει νά ἀνακατεύω πολιτικά πρόσωπα, ὅτι: «Ἡ Εὐρώπη θά γίνει μουσουλμανική, θά πάψει νά εἶναι χριστιανική»! Ξέρετε πόσα τεμένη ὑπάρχουν στό Παρίσι; Ἐμεῖς ἐν ὀνόματι τῆς ἀνεξιθρησκείας κτλ. τούς πάντες ὑποδεχόμεθα. Ἑτοιμάζουν νά κάνουν καί στήν Ἀθήνα τέμενος μουσουλμανικό, ἐνῶ ἀναφέρθηκε ἐκεῖ, στά Ἐμιρᾶτα τῆς Ἀραβίας, ἀπέναντι ἀπό τό Ἰράκ, ζητήθηκε νά γίνει Λειτουργία φέτος [1992] τό Πάσχα, ὄχι μόνο νά γίνει ναός ἀπό τούς ἐκεῖ Ἕλληνες, -ἐνῶ ἐκεῖνοι ζητοῦν στήν Ἀθήνα νά γίνει ναός-, ἀλλά οὔτε καν σέ ἕνα δωμάτιο τῆς Πρεσβείας, νά γίνει Θεία Λειτουργία Πασχαλινή! Ναί, γιατί ἔχει τό στοιχεῖο τοῦ φανατισμοῦ. Ἀνεξιθρησκεία γιά τούς μουσουλμάνους δέν ὑπάρχει, εἶναι παραμύθια αὐτά. Γι’ αὐτό λοιπόν ἐπιχειρῶντας νά καταλάβει τήν Εὐρώπη θρησκευτικῶς, θά τήν καταλάβει καί πολιτικῶς».
(Σειράχ, ὁμιλία 141η)

…«Ἄν μέ ρωτήσετε ποιά εἶναι ἡ ὑψηλότερη φιλοπατρία πού θά μποροῦσε ἕνας πολίτης νά διαθέτει ὑπέρ τῆς πατρίδας του, θά σᾶς ἔλεγα εἶναι αὐτή: «Τό νά μήν ἁμαρτάνει ὁ ἴδιος καί νά βοηθᾶ μέ κάθε τρόπο τήν πατρίδα του νά ἀνεβαίνει πνευματικά.». Δέν ὑπερηφανεύομαι, ἀλλά δοξάζω τό Θεό, ὁ Θεός μέ βοήθησε, αὐτή τή θέση πού σᾶς λέω αὐτή τή στιγμή τήν εἶχα ὅταν ἤμουν στρατιώτης, τήν ἴδια θέση. Οὔτε ἀφαίρεσα, οὔτε πρόσθεσα σέ αὐτά πού σᾶς λέω. Καί τότε τό ἔλεγα σέ συναδέλφους ὅτι ὁ καλύτερος, ὁ ὑψηλότερος, ἔχων τήν φιλοπατρία μέσα του εἶναι ὁ Χριστιανός. Αὐτός πού ζεῖ ἀληθινή χριστιανική ζωή».
(Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 17η)

«Ἐγώ ἔχω πεῖ τό ἑξῆς: Νά μή ζῶ, ἄν ὁ Θεός ἐπιτρέψει καί ἔρθει στήν Ἑλλάδα ἡ δυτική πνευματικότητα, νά μή ζῶ, νά μή τό δῶ! Ἐάν ζῶ καί ἔλθει, σᾶς βεβαιώνω, δέν ξέρω πῶς θά αἰσθανθῶ, εἶναι φοβερή ἡ δυτική πνευματικότητα σέ σχέση μέ τήν ἀνατολική πνευματικότητα. Ἀπορρέει ἀπό τίς δογματικές τοποθετήσεις».
(Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 43η)

«Ἄν μέ ρωτήσετε, χωρίς βέβαια νά διεκδικῶ προφητικό χάρισμα, ἀλλά εἶναι κάτι πού κάθε πιστός μπορεῖ νά τό δεῖ, ἄν θά ἔπρεπε νά μέ ρωτήσετε: «Πῶς τά βλέπετε τά πράγματα στή σύγχρονη ζωή μας ἐδῶ στήν Ἑλλάδα [ἡ ὁμιλία ἔγινε στίς 17-1-1982] καί σέ μία παγκόσμια κλίμακα;», θά σᾶς ἔλεγα: «Πολύ ἄσχημα!». Ἐγώ ξημερώνομαι καί βραδιάζομαι πάντοτε σάν κάτι νά περιμένω. Εἶναι τά τελευταῖα χρόνια αὐτό, σάν κάτι περιμένω. Τί περιμένω; Τί νά σᾶς πῶ πιό πολύ, κάτι περιμένω. Γιατί δέν πᾶμε καλά ὡς λαός. Ἔχομε τόσο ξεφρενιάσει, ἔχομε βγάλει στή δημοσιότητα πιά τό βρώμικο ὑποσυνείδητό μας καί κινούμεθα μέ τέτοιο βαθμό καλπάζοντα ἀποστασίας, ὥστε δέ μένει παρά νά ἐξαντληθεῖ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καί νά ἔρθει τιμωρία. Ἔτσι τό αἰσθάνομαι».
(Ἀποκάλυψις, ὁμιλία 38η)…

πηγή
το είδαμε εδώ

Ὁμιλία Τελώνου καὶ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14)






Μή λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας

Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του», πού σημαίνει ὅτι: δέν εἴμαστε οὔτε πέτρες, οὔτε σπουργίτια, οὔτε πρόβατα. Ἀλλά εἴμαστε αἰώνιοι, καί ἔχομε τήν δυνατότητα νά διακρίνομε ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό.

Νά ζοῦμε -καί πρέπει νά ζοῦμε- ποθώντας τό καλό.

Νά ἀγωνιζόμαστε νά φεύγομε ἀπό τό κακό καί νά ἀγαπᾶμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε τό καλό.

Γιά νά μᾶς βοηθήσει, μᾶς ἔδωσε νόμο, ὁδηγίες.

Οἱ ὁδηγίες καί οἱ ἐντολές Του, προέρχονται ἀπό ἀγάπη καί στοργή. Ὅπως ὁ κάθε πατέρας ἀπό ἀγάπη καί στοργή συμβουλεύει τά παιδιά του, νά μή καοῦν, νά μή πέσουν, νά μή χτυπήσουν· οὔτε σωματικά, οὔτε ψυχικά, οὔτε κοινωνικά.

Ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, μᾶς συμβουλεύει συνεχῶς, νά μή πέσομε οὔτε ψυχικά, οὔτε πνευματικά. Καί ποτέ νά μή γίνει κάτι ἀφορμή, νά χάσομε τήν ὁμοιότητα μας μέ Αὐτόν καί τήν αἰώνια ζωή.

Γιατί ἡ χειρότερη ζημία εἶναι νά χάσει κανείς τήν αἰώνια ζωή.

Τί νά τό κάνεις, νά περάσεις ὅσο τό δυνατόν καλύτερα ἐδῶ στή γῆ, ἔστω ἑκατό χρόνια, διασκεδάζοντας, τρώγοντας καί πίνοντας, ἄν πρόκειται νά ζημιωθεῖς τήν ψυχή σου;

Γι’ αὐτό ὁ Θεός, ὁ πατέρας μας, μᾶς λέγει μέ ἀγάπη ὅτι πρέπει συνεχῶς νά ψάχνομε τόν ἑαυτό μας, νά βλέπομε, ὅσο πιό πολλές φορές, τόσο πιό καλά, πῶς πᾶμε καί νά γυρίζομε κοντά Του...

Μά εἴμαστε πολυάσχολοι.

Ἔχομε δουλειές, ἐπικοινωνίες μέ τούς ἄλλους. Θέλομε νά κουβεντιάσομε, νά φλυαρίσομε.

Ἀκόμη, ἔχομε σωματικές ἀνάγκες. Νά φᾶμε, νά κοιμηθοῦμε.

Μᾶς ἀπασχολοῦν τόσες κοινωνικές ὑποχρεώσεις· καί ὅλα αὐτά μᾶς κάνουν νά λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά ἀφήνομε στήν ἄκρη τίς οὐσιαστικές μας ἀνάγκες. Ἀποτέλεσμα;

Ἀλλοιωνόμαστε ἐσωτερικά. Ζημιωνόμαστε βαθειά. Ξεχνᾶμε τήν ψυχή μας. Ξεχνᾶμε τήν αἰώνια ζωή.

Γι’ αὐτό ὁ Θεός μᾶς εἶπε:

Κάθε μέρα, πρωί καί βράδυ, νά κάνεις προσευχή. Γιατί; Γιά νά ψάχνεις λίγο τόν ἑαυτό σου. Νά τόν βλέπεις πῶς στέκει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καί κάθε ἑβδομάδα, μακάρι περισσότερες φορές, νά βρίσκεις τήν εὐκαιρία νά πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία, νά προσεύχεσαι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Νά Τόν παρακαλεῖς νά σέ φωτίζει, νά μή ξεφύγεις ἀπό τό ἅγιο θέλημά Του. Καί μέσα στήν Ἐκκλησία νά κάνεις βαθύτερο αὐτοέλεγχο, γιά νά βλέπεις πῶς βαδίζεις καί ποῦ στέκεις.

Εἶσαι στό δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς;

Ἤ μήπως βαδίζεις γιά τήν ἀπώλεια.


Ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη

Σ’ αὐτό, μᾶς σπρώχνουν ὅλα ὅσα ἔχουν ὁρισθεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ μεγάλες γιορτές, καί οἱ προπαρακευαστικές περίοδοι, ὅπως εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσαρακοστή. Πού μᾶς λένε: «πῶς θά πᾶς κοντά στόν Χριστό καί στήν ἀνάστασή Του; ἄν δέν προετοιμαστεῖς καί σύ γιά τήν ἀνάσταση»;

Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη, μεγαλύτερη ἀπό τό νά φάω, νά πιῶ, νά περπατήσω, νά κοιμηθῶ. Μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἀνάγκες, εἶναι νά στρέφομαι πρός τόν Θεό καί νά ἀναζητῶ νά ἔχω καλή ἐπικοινωνία μαζί Του.

Δηλαδή; Νά εἴμαστε ἄνθρωποι...

Εὔκολα ἐγώ, ἀπρόσεκτος ἄνθρωπος, κάνω ἕνα λάθος καί πικραίνω τόν συνάνθρωπό μου. Ἄς ποῦμε τόν προσβάλω. Τοῦ λέω λόγια πού ἡ ἀγάπη καί ἡ τιμή, πού πρέπει νά ἔχω σέ ὅλους, δέν θά τά ἐπέτρεπαν. Ἀλλά, τό λάθος ἔγινε... Ἅμα μείνω στή διαπίστωση, πάει ἡ φιλία. Μέ τί μοῦτρα νά παρουσιαστῶ μπροστά του;

Τόν βρίσκω λοιπόν καί τοῦ λέω ταπεινά: «Ἀδελφέ μου, εἶναι ἀλήθεια, δέν φέρθηκα καλά. Εἶπα κάτι, εἰς βάρος σου. Σέ καταλαβαίνω. Πληγώθηκες. Ὅμως, ἄν θέλεις, πίστευσέ με, μετάνοιωσα. Σέ ἀγαπάω. Σέ θέλω κοντά μου».

Διορθώνεται ἔτσι τό κακό;

Ναί, σέ κάποιο βαθμό βέβαια.

Γιατί κάτι μένει ὑπόλοιπο. Ἴσως μιά μικρή πικρία. Μά ὅσο περισσότερη ταπείνωση δείχνεις, τόσο πιό πολύ φεύγει ἡ πικρία ἀπό τόν ἄλλο. Καί καμιά φορά φτάνει νά πεῖ:

«Χαλάλι ὅτι ἔγινε. Τώρα ἔχομε καλύτερη ἐπικοινωνία ἀπό πρίν».

Θέλοντας νά μᾶς τά διδάξει ὅλα αὐτά ὁ Σωτήρας μας, εἶπε τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Μέ ἁπλᾶ λόγια, μᾶς παρουσιάζει τά πρόσωπά τους καί τό θέμα. Μᾶς λέει:

Πῆγαν στήν Ἐκκλησία, νά προσευχηθοῦν, δυό ἄνθρωποι ἐντελῶς διαφορετικοί. Ἕνας Φαρισαῖος καί ἕνας τελώνης. Ὁ ἕνας τοῦ κόσμου καί τῆς πιάτσας. Ὁ ἄλλος τῆς εὐσέβειας. Γιά τόν ἴδιο σκοπό πῆγαν. Νά προσευχηθοῦν. Μπῆκαν στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἴδια διάθεση. Ἔμειναν ἐκεῖ κάποια ὥρα. Μετά ἔφυγαν.

Ἀλλά τί διαφορά! Ὁ ἕνας δικαιωμένος, ὁ ἄλλος κατάκριτος. Τό τραγικό καί παράξενο εἶναι, ὅτι ἔφυγε δικαιωμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία, εὐάρεστος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τῆς πιάτσας.

Καί ἐκεῖνος πού φαινόταν τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἔφυγε κατάκριτος. Γιατί;


Ἡ προσευχή τοῦ φαρισαίου

Ἐρώτημα πού ἀσφαλῶς ἀπασχολεῖ ὅλους μας καί μάλιστα πολύ ἔντονα. Εἴτε εἴμαστε ἀπό ἐκείνους πού ἐρχόμαστε συχνά στήν Ἐκκλησία, εἴτε εἴμαστε –πολύ περισσότερο- ἀπό ἐκείνους πού προτιμᾶμε ἄλλες ἀπασχολήσεις.

Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ καθαρά στό ἐρώτημά μας.

Ὁ Φαρισαῖος, μπῆκε στό ναό, στάθηκε μέ καμάρι - ἐπειδή ἦταν τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωπος - καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Τί ἔλεγε; Ἔχει σημασία. Αὐτά τά πράγματα εἶναι ζωή μας. Καί μάλιστα ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς μας. Γιατί ἡ ἀληθινή ζωή μας εἶναι μόνο κοντά στό Θεό. Στήν Βασιλεία Του.

Ἀρχίζει λοιπόν ὁ φαρισαῖος:

«Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι». Τί ὡραία ἀρχή!

Τήν ἀκοῦς καί εὐφραίνεται ἡ καρδιά σου. Καί περιμένεις νά δεῖς, γιατί εὐχαριστεῖ τόν Θεό.

Συνεχίζει. «Οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων. Δέν εἶμαι ἁμαρτωλός καί παληάνθρωπος σάν τούς ἄλλους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί. Μά προπαντός δέν εἶμαι σάν αὐτό τό ἀπόβρασμα, πού στέκεται δίπλα μου, δῆθεν νά προσευχηθεῖ. Ἐγώ νηστεύω, δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Κάνω ἐλεημοσύνες. Κάνω δωρεές. Καί γενικά, ζῶ καλά».

Παρότι ὅλα αὐτά εἶναι κατωρθώματα δικά του, καλές πράξεις δικές του, πάλι λέμε μέσα μας: Ἀφοῦ εἶπε: «ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι», γιατί ὅλα αὐτά δέν τά συνδέει μέ τόν Θεό; Ποῦ τά ὀφείλει; Γιατί δέν λέει «σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, πού μοῦ ἔδωσες χάρη, φωτισμό, ἔλεος νά καταλάβω ποιός εἶναι ο σκοπός τῆς ζωῆς καί νά ἀγωνίζομαι νά κάνω ἔργα εὐάρεστα, ἐνώπιόν Σου»;

Γιατί λέει ἁπλῶς «εὐχαριστῶ, γιατί δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους. Ἐγώ εἶμαι καλός. Δέν εἶμαι ἅρπαγας, οὔτε λωποδύτης, οὔτε παληάνθρωπος, οὔτε μοιχός».

Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία αὐτό πού κάνει ὁ φαρισαῖος. Δηλαδή τό ὅτι δέν σχετίζει τίς ἀρετές του μέ τόν Θεό.

Τί ἔπρεπε νά πεῖ;

«Ὅλα Κύριε, εἶναι δῶρα Σου! Χαρίσματά Σου. Δύναμή Σου. Ἔλεός Σου. Ἄν δέν ἤσουν δίπλα μου, στό πλευρό μου, νά μέ φωτίζεις, νά ξεσηκώνεις τήν συνείδησή μου, πόσα κακά ἔργα δέν θά ἔκανα»;

Μά ὁ φαρισαῖος ἐπιμένει:

«Ἐγώ ἔκοψα τή ζωή μου ὄμορφα. Καί τήν ἔφτειαξα ὄμορφα. Κάτι ἄλλοι, δέν τήν ἔχουν φτειάξει ἔτσι. Αὐτοί δέν μοιάζουν μέ μένα. Δέν εἶναι καλοί ἄνθρωποι».

Φαντασθεῖτε κάποιον, νά εἶναι ὅτι εἶναι, νά φτειάχνει μόνος τό ποτραῖτο του καί νά ἰσχυρίζεται: «Ὅποιος δέν μου μοιάζει, δέν εἶναι ὄμορφος. Οὔτε εἶναι καλά· εἶναι ἄρρωστος. Πῶς πρέπει νά εἶναι;

Ὅπως ἐγώ!

Πάνω-κάτω αὐτό λέει ὁ φαρισαῖος. Γιατί βλέπει τόν ἑαυτό του τέλειο.


Ἄς ταπεινωθοῦμε μπροστά στό Θεό

Ὁ τελώνης, τί ἔκανε;

Δέν θεώρησε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά σταθεῖ κάπου μπροστά νά τόν βλέπουν. Κρύφτηκε πίσω ἀπό μιά κολώνα. Καί ψέλλιζε: «Θεέ μου, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Συγχώρησέ με. Εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ξέφυγα ἀπό τόν νόμο Σου. Λυπήσου με, Θεέ μου.

Μᾶς λέγει ὁ Χριστός, ὅτι γι’ αὐτό του τό φρόνημα, ἔφυγε δικαιωμένος πιό πολύ ἀπό τόν φαρισαῖο, πού ὄχι μόνο εἶχε ἀποφύγει τίς χονδρές ἁμαρτίες, μά εἶχε καί καλά ἔργα. Γιατί;

Γιατί ὁ ἕνας, ὁ τελώνης εἶχε σωστή τοποθέτηση, ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Σκέφτηκε πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία:

Πῶς θά φτειάξω τήν σχέση μου με τόν Θεό;

Σέ τί κατάσταση βρίσκομαι μέχρι τώρα;

Τί πρέπει νά κάνω;

Καί πῆγε καί προσευχήθηκε «τύπτων τό στῆθος του», πού σημαίνει: «Ἐγώ φταίω. Τούτη ἡ καρδιά φταίει καί αὐτό τό ξεροκέφαλο». Γιατί τό λέμε ἔτσι;

Ὁ Θεός, μᾶς ἔδωσε τήν καρδιά, νά ἀγαπᾶμε τό καλό. Ὄχι νά τήν ἀφήνομε νά κολλάει σέ ἀρρωστημένα πάθη καί συναισθήματα.

Ἤ μήπως δέν εἶναι ἀρρωστημένο τό μῖσος;

Οἱ πόθοι τῆς ἁμαρτίας;

Ἡ κακία; Ὁ ἐγωισμός;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο νά πιστεύω, ὅτι ἐγώ ἔχω τήν σωστότερη κρίση στόν κόσμο καί τήν μεγαλύτερη ἀξία;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο πράγμα νά πιστεύω, ὅτι θά ρυθμίσω ἐγώ τή ζωή μου, καλύτερα ἀπό ὅτι μοῦ τήν ρυθμίζει ὁ Θεός, ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος μέ τόν λόγο Του;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο, νά μήν ἐνδιαφέρεσαι νά κάνεις τόν ἑαυτό σου ὄμορφο, γιά νά βρεθεῖς στό σαλόνι τοῦ Θεοῦ στήν αἰώνια ζωή; Ἀλλά νά προτιμᾶς νά βρεθεῖς στό σκουπιδοντενεκέ τῆς αἰωνιότητας, μέ τά σκουπίδια ἀπό τόν ὄμορφο κόσμο τοῦ Θεοῦ, μέ τό νά ἐμμένεις στήν ἁμαρτία;

Ὁ φαρισαῖος δέν εἶχε οὔτε τοποθέτηση σωστή ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, οὔτε σχέση σωστή μέ τόν Θεό.


Ποιά ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό;

Ποιά εἶναι ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό;

Ξέρω ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός μας· ὁ Εὐεργέτης μας.

Ὅτι καλό ἔχομε στό σῶμα, στήν καρδιά, στήν ψυχή μας, δωρεές Του εἶναι. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι δική Του προσφορά σ’ ἐμᾶς.

Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Ἔφτειαξε τόν κόσμο ὁ Θεός καί ἔβαλε τόν ἄνθρωπο σάν βασιλιά τῆς κτίσεως. Καί ὅλοι μας λίγο-πολύ, ἔχομε τήν δυνατότητα, νά βλέπομε τήν ὀμορφιά τῆς φύσεως καί νά τήν ἀπολαμβάνομε.

Καί κάτι ἀκόμη ἔχομε τήν δυνατότητα νά κάνομε. Νά ἐρχόμαστε σέ μιά ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό. Ποιός εἶναι ὁ νόμος πού ρυθμίζει αὐτή τήν καλή ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό; Ἡ ἀγάπη!

Ἅμα θέλω νά εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἔχω καλή ἐπικοινωνία -καί νά φροντίζω νά ἔχω- μέ ὅλους, γιατί εἶναι καί αὐτοί τοῦ Θεοῦ καί ἀδέλφια μου. Πρέπει λοιπόν νά τούς ἀγαπάω. Νά ἀγωνίζομαι νά ἔχω ἀπέναντί τους, καλά αἰσθήματα.

Δηλαδή; Νά θέλω νά τούς κάνω καλό. Νά τούς τιμῶ. Νά τούς σέβομαι. Ὅταν κάποιος κακολογεῖ τούς ἄλλους, δέν τούς ἀγαπάει.

Τό λάθος τοῦ φαρισαίου ἦταν:

Κακολογοῦσε τούς ἄλλους. Ξεχώριζε τόν ἑαυτό του ἀπό αὐτούς.

-Ἄλλο ἐκείνη ἡ παληοφάρα. Ἄλλο ἐγώ! Ὁ καλός ἄνθρωπος...

Ἀκόμη δέν εἶχε σωστή σχέση οὔτε μέ τόν Θεό.

Ὅποιος ἔχει σωστή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγαπᾶ τό θέλημά Του. Θέλει νά βρίσκεται εὐθυγραμμισμένος μαζί Του. Κοντά Του. Καί ὅτι ὁ Θεός θέλει, ἐκεῖνο καί αὐτός ἀγαπᾶ.

Ὁ Θεός θέλει νά ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους;

Τούς ἀγαπᾶμε!

Νά τούς τιμᾶμε;

Τούς σεβόμαστε.

Ὁ φαρισαῖος, δέν τά ἔκανε αὐτά. Γι’ αὐτό, δέν ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία δικαιωμένος, ἀλλά ζημιωμένος.

Ὁ τελώνης, ὅταν μπῆκε στήν Ἐκκλησία, ξέχασε τόν παλαιό του ἑαυτό, καί μίλησε μέ τόν Θεό εἰλικρινά: «Θεέ μου, εἶμαι στή ζωή μου λάθος. Ἐλέησέ με. Δεῖξε καί σέ μένα τήν εὐσπλαγχνία Σου».

Νά ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό.


Ὅταν ὁ τελώνης γίνεται φαρισαῖος

Μιά ἀκόμη παρατήρηση:

Θά ἦταν γιά μᾶς εὐκταῖο, νά εἴμαστε στήν πιάτσα, στήν καθημερινή ζωή δηλαδή, σάν τόν φαρισαῖο.

Δηλαδή, οὔτε ἅρπαγες, οὔτε ἄδικοι, οὔτε μοιχοί, οὔτε λωποδύτες, οὔτε βλάσφημοι, οὔτε ὑβριστές.

Μακάρι στήν ἐπικοινωνία μας μέ τούς ἄλλους νά εἴχαμε αὐτές τίς καλές ἀρχές.

Ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἴμαστε σάν τόν τελώνη...

Νά λέγαμε στό Θεό: «Κύριε, ἀγωνίζομαι ἔξω στήν κοινωνία νά ἀποφεύγω ὅτι τό ἀντίθετο στό θέλημά Σου. Ὅμως πόσα εἶναι ἐκεῖνα στά ὁποῖα σφάλλω. Καί προπαντός, πόσο ἡ καρδιά μου, ἀπέχει ἀπό αὐτό πού Σύ θέλεις:

Νά ἔχω πολλή ἀγάπη καί βαθύ σεβασμό. Σέ Σένα, στόν ἑαυτό μου, στό σῶμα καί τήν ψυχή μου καί στούς ἄλλους. Πόσες φορές σφάλλω. Συγχώρησέ με!».

Ἄν ρίξομε μέσα μας μιά ματιά, λίγο-πολύ, μοιάζομε συγχρόνως στόν φαρισαῖο καί στόν τελώνη. Γιατί, ἐνῶ κάνομε τά ἔργα τοῦ τελώνη –παληανθρωπιές δηλαδή- ἐπιμένομε νά συγκρίνομε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἄλλους. Ἐπειδή τούς βρίσκομε λίγο κατώτερους ἀπό ἐμᾶς. Καί τούς κατακρίνομε καί τούς κακολογοῦμε. Γιατί;

Γιατί ξεχνᾶμε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν κατάστασή μας.

Ὅταν κανείς ξεχνᾶ σταθερά καί μόνιμα τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ξεφεύγει ἐντελῶς. Πόσοι ἀπό μᾶς ξεφεύγομε πολύ βαθειά καί γιά πολύ, ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Καί ὅταν θυμηθοῦμε ὅτι πρέπει νά γυρίσομε, ἀντί νά πάρομε τό φρόνημα τοῦ τελώνη καί τά μυαλά του, ὅταν πῆγε νά προσευχηθεῖ, βλέπομε τόν ἑαυτό μας, μέ τά μάτια τοῦ φαρισαίου ἀπό τήν ἀνάποδη. Καί τί λέμε;

«Ἐγώ, μπορεῖ νά κάνω ὅτι κάνω στήν πιάτσα. Ἀλλά ἡ καρδιά μου εἶναι καλύτερη ἀπό ἐκείνους τούς παληοφαρισαίους πού πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία».

Δηλαδή κάνομε τήν κατάκριση τοῦ φαρισαίου καί τίς βρωμοδουλειές τοῦ τελώνη μαζί. Ὅλα στραβά.


Νά ζηλέψομε τό ἄριστο

Ποιό εἶναι τό σωστό;

Τό σωστό εἶναι: Στήν Ἐκκλησία σάν τόν τελώνη. Ἔξω, στόν κόσμο, νά φερόμαστε ὅσο τό δυνατόν πιό καλά. Αὐτό εἶναι τό καλύτερο.

Τό ἀκόμη πιό καλό εἶναι:

Νά ἔχομε τήν ταπείνωση τοῦ τελώνη.

Νά κάνομε ὅλα τά καλά ἔργα πού ἀπαιτεῖ ὁ Θεός· καί ἐπιπλέον,

στή σχέση μας τήν καθημερινή μέ τούς ἀνθρώπους, νά τούς ἀντιμετωπίζομε μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί καλωσύνη καί

νά εὐγνωμονοῦμε γιά κάθε καλό τόν Θεό.

Λέει ἕνας σοφός:

Ἡ προσευχή τοῦ τελώνη «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», εἶναι ὅλη κι ὅλη ἕξη λέξεις. Μά εἶναι τόσο χαριτωμένα λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού ὅταν ὁ ἄνθρωπος τά λέει, τά αἰσθάνεται καί τά ἔχει στήν καρδιά του, τά λόγια αὐτά, ἀνοίγουν τήν καρδιά τοῦ Θεοῦ. Καί τά αὐτιά Του.

Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Θεός μᾶς ἀκούει. Γιατί ὁ Θεός εἶναι τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως.

Ἀρχίζοντας τήν προπαρασκευή γιά τό Πάσχα, μᾶς λέει ὁ Χριστός:

-Κάνετε σωστές τίς σχέσεις σας μέ τόν Θεό. Ἑτοιμασθεῖτε. Ἀνασκουμπωθεῖτε. Ψάξετε τόν ἑαυτό σας. Ἀποφασίστε νά βαδίσετε καλύτερα. Σταθεῖτε μέ ταπείνωση καί συντριβή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀρχή καί ξεκίνημα «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά ἔχομε αὐτή τήν σωστή νοοτροπία, πού κυβερνᾶ καλά τή ζωή, τά ἔργα, καί τά αἰσθήματά μας. Ἀμήν.


(Διασκευασμένες ὁμιλίες πού ἔγιναν τήν 1/2/2004 ἄγνωστο ποῦ· καί στίς 16/2/2003 στό Νικολίτσι.

"Η υπαρξιακή μοναξιά του Φαρισαίου"


(π. Φιλόθεος Φάρος) 

Με το περιστατικό του Ζακχαίου γίνεται εμφανές ότι ο άνθρωπος πρέπει να κατέβει απ' το μυαλό στην καρδιά για να συναντήσει το Χριστό, ενώ το περιστατικό της Χαναναίας υποδηλώνει ότι για να επιτύχει ο άνθρωπος αυτή τη συνάντηση, πρέπει να ανακαλύψει και να χρησιμοποιήσει μια διάσταση της υπάρξεώς του που ονομάζουμε πίστη και που έχει τη δυνατότητα να τον φέρει σε επαφή με την υπερβατική πραγματικότητα που είναι η κατεξοχήν πραγματικότητα.
Η πίστη δεν είναι ο διανοητικός καταναγκασμός που ξέρει ο δυτικός χριστιανισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει επειδή υπάρχει το Α ή το Β λογικό επιχείρημα. Η πίστη δεν είναι μια τυφλή αποδοχή πραγματικοτήτων τις οποίες δεν έχει διαπιστώσει ο άνθρωπος, αλλά είναι ο δρόμος και ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος κάνει αυτές τις διαπιστώσεις.


Η ορθόδοξη πνευματική παράδοση δεν ζητάει από τον άνθρωπο να δεχθεί κάτι που δεν έχει διαπιστώσει. Δεν τον αναγκάζει να δεχθεί ότι ο Ιησούς είναι "ον έγραψε ο Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται", δηλαδή ο Σωτήρας, αλλά του ζητάει να έλθει και να δει με τα ίδια του μάτια, "έρχου και ίδε".

Η δεύτερη λοιπόν προϋπόθεση για την συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι η αναζήτησή Του από τον άνθρωπο με αυτή τη διάσταση της υπάρξεώς του που μόνο αυτή έχει αυτή τη δυνατότητα.

Η τρίτη προϋπόθεση γι' αυτή τη συνάντηση είναι η εγκατάλειψη της απατηλής και ανυπόστατης πίστεως του ανθρώπου στη δική του θεότητα. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να συναντήσει τον πραγματικό Θεό όσο συνεχίζει να λατρεύει ως Θεό τον εαυτό του και όσο συνεχίζει να περιμένει τη σωτηρία από τον εαυτό του, όπως έκανε ο Φαρισαίος της παραβολής, ο οποίος προσευχήθηκε "σταθείς προς εαυτόν".

Ο Φαρισαίος δεν μπορούσε να συναντήσει το Θεό και να νιώσει την παρουσία Του γιατί δεν στρεφόταν προς τον Θεό αλλά προς τον εαυτόν του. Ο Φαρισαίος στην πραγματικότητα δεν πίστευε στο Θεό, γιατί δεν είχε ποτέ του γεύση του Θεού και δεν γεύθηκε τον Θεό γιατί δεν τον αναζήτησε.

Ο Φαρισαίος δεν πάει στο Ναό για να συναντήσει το Θεό, αλλά γιατί χρειάζεται έναν επίσημο χώρο για να αυτοαποθεωθεί.

Όλοι, αν ψάξουμε, θα βρούμε ένα τέτοιο στοιχείο αυτοαποθεώσεως στη συμμετοχή μας στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Το στοιχείο αυτό μπορούμε να το βρούμε και σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής, που μας αρέσει να αποκαλούμε αρετές και με τις οποίες επιδιώκουμες την αυτοδικαίωσή μας.

Η προσπάθεια του Φαρισαίου να αυτοαπωθεωθεί είναι ένδειξη μιας βαθιάς εσωτερικής απελπισίας που προέρχεται από την αδυναμία του να βρει τον πραγματικό Θεό και τελικά δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο γιατί τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από το Θεό. και όσο πιο πολύ απομακρύνεται από το Θεότόσο περισσότερη απελπισία αισθάνεται και τόσο περισσότερο εντείνει την αυτοαπωθέωσή του.

Ακόμη ο Φαρισαίος αισθάνεται την ανάγκη να αυτοεξυψωθεί, γιατί στην πραγματικότητα βαθιά μέσα του αυτοπεριφρονείται. Επειδή όμως δεν μπορεί να εξυψώσει τον εαυτό του, χαμηλώνει τους άλλους για να κερδίσει από τη σύγκριση. Ταπεινώνοντας όμως τους άλλους, τους απορρίπτει και απορρίπτοντάς τους, τους αποκόπτει και αποκόπτεται απ' αυτούς. Έτσι δεν μπορεί να συναντήσει ούτε το Θεό ούτε το συνάνθρωπο και δοκιμάζει μια συγκλονιστική υπαρξιακή μοναξιά.

Γι' αυτό η Εκκλησία προβάλλει σ' αυτό το πρώιμο στάδιο της λειτουργικής διαδικασίας που οδηγεί στη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό την κατάντια του Φαρισαίου, γιατί όσο ο άνθρωπος παραμένει σε μια ανάλογη κατάντια, αυτή η συνάντηση είναι εντελώς αδύνατη

Κυριακή Τελώνου καὶ Φαρισαίου Ἡ αὐτάρκεια καί ἡ ταπείνωση


Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: “Θεέ μου, σ' εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ' ὅλα τά εἰσοδήματα μου”. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ» (Λουκ. 18, 10-14).

Δύο χαρακτηριστικούς τύπους ἀνθρώπων μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή: Ἕνα Φαρισαῖο καί ἕναν τελώνη πού προσεύχονται στό Ναό. Ἀποτελοῦν τούς δύο ἀντίθετους πόλους τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ εὐσεβής καί δίκαιος στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὁ γνώστης τοῦ Νόμου, ὁ ἀνήκων στήν ὁμάδα τῶν Φαρισαίων πού ἦταν ἡ ἄρχουσα θρησκευτική τάξη. Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς τάξεως τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀνθρώπων πού τό ἐπάγγελμά τους ἦταν συνυφασμένο μέ τήν ἁρπαγή, τή βιαιότητα, τήν ἀπομύζηση τῶν ὑπαρχόντων τοῦ λαοῦ. Τελώνης στή συνείδηση ὅλης τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν.

Τί λέγουν λοιπόν οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι στήν προσευχή τους; Ἄς δοῦμε κατ’ ἀρχήν τήν προσευχή τοῦ Φαρισαίου, προσπαθώντας νά διερευνήσουμε ἐάν ὁ τύπος αὐτοῦ τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου εἶναι γνωστός καί σέ μᾶς σήμερα: «Θεέ μου, σ' εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ' ὅλα τά εἰσοδήματά μου». Ἡ προσευχή αὐτή εἶναι ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἀρετῶν του. Ἀπαριθμεῖ ὁ Φαρισαῖος τά ἔργα του καί αἰσθάνεται ἀσύγκριτη ὑπεροχή ἔναντι τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους γενικά χαρακτηρίζει ὡς ἁμαρτωλούς. Εὐχαριστεῖ τόν Θεό ἤ μᾶλλον συγχαίρει τόν ἑαυτό του, γιατί ὑπερέχει ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους. Δέν αἰσθάνεται νά τοῦ λείπει τίποτε! Εἶναι αὐτάρκης καί δέν φαίνεται νά ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ ἔχει τόσα δικά του ἔργα στά ὁποῖα μπορεῖ νά στηριχθεῖ καί γιά τά ὁποῖα μπορεῖ νά καυχηθεῖ. Σάν κέντρο τοῦ κόσμου βλέπει ὄχι τόν Θεό ἀλλά τόν ἑαυτό του μέ τίς πανθομολογούμενες ἀρετές του. Τόν Θεό τόν χρειάζεται μόνο γιά νά ἐπιβεβαιώσει καί νά ἀναγνωρίσει τίς ἀρετές του. Δέν εἶναι δυνατό νά ἔχει ὁ Θεός διαφορετική γνώμη γιά τόν φτασμένο αὐτόν ἐνάρετο ἄνθρωπο! Αἰσθάνεται τόσο κοντά στόν Θεό, σάν νά ἔχει συνάψει συμφωνία μαζί του γιά νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν ἀπό κοινοῦ ὅλους τους ἁμαρτωλούς!

Συμφωνεῖ ἄραγε καί ὁ Θεός μέ τή βεβαιότητα αὐτή τοῦ Φαρισαίου; Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει τό τέλος τῆς παραβολῆς. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τήν προσευχή τοῦ τελώνη. Αὐτός συντριμμένος ἀπό τίς ἁμαρτίες του καί βλέποντας ὅτι κάθε δική του πράξη καί ἐκδήλωση συνδέεται μέ τήν ἁμαρτία, ζητεῖ ταπεινωμένος καί κτυπώντας τό στῆθος του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Δέν κρίνει κανένα, κατακρίνει μόνο τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο βλέπει τελείως χαμένο χωρίς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

«Δικαιώθηκε», βρῆκε δηλ. χάρη, καί «ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό», μᾶς λέγει τό τέλος τῆς παραβολῆς, ὁ ταπεινός τελώνης καί ὄχι ὁ ὑψηλόφρων Φαρισαῖος. Διότι «ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ». Αὐτό τό τέλος τῆς διηγήσεως θά πρέπει νά ξαφνίασε ἀρκετά τοὺς ἀκροατές τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ὅλοι πίστευαν στή θρησκευτική ὑπεροχή τῶν Φαρισαίων ἔναντι τῶν ἁμαρτωλῶν τελωνῶν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως θέλει νά ἀνατρέψει τήν ἐπικρατοῦσα γνώμη, πού βλέπει τελείως ἐξωτερικά τίς ἀνθρώπινες ἐκδηλώσεις καί νά δείξει ὅτι τά βάθη τῆς καρδιᾶς, πού βλέπει μόνο ὁ Θεός, δέν συμφωνοῦν πάντα μέ τή φαινομενική ζωή.

Βέβαια πρέπει νά λεχθεῖ πρός ἀποφυγή παρεξηγήσεως, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν κατηγορεῖ τόν Φαρισαῖο γιατί εἶναι ἐνάρετος ἄνθρωπος καί ἐκτελεϊ τά θρησκευτικά του καθήκοντα- ἀλλά τόν κατηγορεῖ γιατί σ’ αὐτά στηρίζει τή ζωή του καί ὄχι στόν Θεό, γιατί αἰσθάνεται αὐτάρκεια καί δέν ὑποπτεύεται καθόλου ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἐπίσης, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐπαινεῖ τόν τελώνη γιά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀλλά γιατί ἔχει συνείδηση αὐτῆς καί τοποθετεῖ σωστά τόν ἑαυτό του μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ζητώντας τό ἔλεός του. γιατί ἀπό τόν Θεό περιμένει τή σωτηρία του, μή ἔχοντας τίποτε δικό του στό ὁποῖο νά στηριχτεῖ.

Ἡ παραβολή ἀπευθύνεται, ὅπως λέγεται λίγο πρίν ἀπ’ αὐτήν στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, πρός αὐτούς «πού ἦταν σίγουροι γιά τήν εὐσέβειά τους καί περιφρονοῦσαν τούς ἄλλους», πρός ἀνθρώπους δηλ. τούς ὁποίους συναντᾶ κανείς σέ ὅλες τίς ἐποχές, Ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας τόν ἐαυτό τους θρησκευτικῶς αὐτάρκη καί φτασμένο στήν ἀρετή, κατακρίνουν τούς ἄλλους, τούς θεωροῦν ἀνεπανόρθωτα πεσμένους στήν ἁμαρτία καί ἐνασμενίζονται στό νά περιγράφουν τίς τιμωρίες πού ὅρισε ὁ Θεός γι’ αὐτούς, ξεχνώντας ὅτι καί αὐτοί βρίσκονται κάτω ἀπό τήν ἀδέκαστη κρίση τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή μιὰ τέτοια συμπεριφορά ἐμπεριέχει ὑποκρισία, στά Νέα Ἑλληνικά τό φαρισαῖος ἀπέβη συνώνυμο τοῦ ὑποκριτής.

Ἡ Ἐκκλησία τοποθετώντας τήν περικοπή αὐτή ὡς ἀνάγνωσμα στήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου θέλει νά προφυλάξει τούς πιστούς ἀπό τόν «ὑψηλόφρονα λογισμό» τοῦ Φαρισαίου, πού εἶναι δυνατό νά φωλιάζει ἐπίσης καί σέ κάθε εὐσεβῆ χριστιανό, καί νά προβάλει τό ὑπόδειγμα τοῦ τελώνη πού μετανοιωμένος γιά τή ζωή του προσεύχεται μέ συντριβή. Ὁ ἀκόλουθος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας συνοψίζει ἄριστα τό μήνυμα τῆς παραβολῆς:
«Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν
καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν ἐν στεναγμοῖς,
πρός τόν Σωτήρα κραυγάζοντες:
ἴλαθι, μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε».


Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου «Το κλειδί της πνευματικής ζωής»


«Το κλειδί της πνευματικής ζωής» είναι ένα κείμενο του Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου, για τη μετάνοια, την αναμόρφωση του ανθρώπου, με αφορμή την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου, την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου.

Ἡ πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου. Ἐκεῖ ὁ Κύριος ξεκάθαρα μᾶς δείχνει ἕναν ἄνθρωπο γεμάτο ἁμαρτία, τελείως ἀνήθικο, ὁ ὁποῖος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δικαιώνεται. Ταυτόχρονα μᾶς δείχνει καί ἕναν ἠθικό ἄνθρωπο, εὐσεβῆ καί «θρῆσκο», ὁ ὁποῖος τηρεῖ ὅλες τίς διατάξεις τοῦ νόμου, ἀλλά ἀντί νά δικαιωθεῖ ἀπό τόν Θεό κατακρίνεται, γιατί δέν βρῆκε το κλειδί μέ τό ὁποῖο ἀνοίγει τή θύρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτό τό κλειδί εἶναι τό κλειδί τῆς μετάνοιας καί τῆς ταπείνωσης. Αὐτά πᾶνε μαζί. Ἔτσι δέν μπορεῖ κανένας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ταπείνωση νά ἔχει μετάνοια, ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ να μετανοήσει. Μόνο ὁ ταπεινός μετανοεῖ πραγματικά, γιατί μετάνοια σημαίνει συντριβή τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, καί μέσα ἀπ’ αὐτή τη συντριβή ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐπικαλεσθεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο εἶναι τό μόνο πού μπορεῖ νά τόν σώσει.
Ἡ μετάνοια εἶναι ὀδύνη, πόνος. Ἔτσι ὅμως μπορεῖς νά ἀναμορφωθεῖς. Ἡ μετάνοια εἶναι τό κλειδί πού ἀνοίγει τή θύρα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τέτοια πού δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει ποτέ τήν ἀναμαρτησία. Μόνο ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος ἦταν ἀναμάρτητος και κατά χάριν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ἔλαβε αὐτό τό χάρισμα ἀπό τόν Θεό. Δεν μποροῦμε νά ἔχουμε ἕνα ὅραμα ὅτι κάποτε θά γίνουμε ἀναμάρτητοι, γιατί εἶναι ἀδύνατο.
Ἀφοῦ λοιπόν ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα δεδομένο ἀναπόφευκτο, πρακτικά γιά ἐμᾶς, ἐκεῖνο το ὁποῖο θά μπορέσει νά μᾶς παραστήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τά ἔργα μας καί ἡ ἀρετή μας ἀλλά ἡ πραγματική μετάνοιά μας. Ἔτσι καταρρίπτουμε τόν μύθο ὅτι θά γίνουμε μόνο ἠθικοί καί ἐνάρετοι, γιατί ὅσο ἠθικοί καί ἄν εἴμαστε, σίγουρα ἔχουμε καί ἁμαρτίες. Ἔτσι τή σχέση μας μέ τόν Θεό δέν μποροῦμε νά τήν οἰκοδομήσουμε πάνω στό ὅτι θά ξεφύγουμε ἀπό τήν ἁμαρτία ἀλλά στό γεγονός τῆς μετάνοιας. Μαθαίνουμε νά μετανοοῦμε καί νά στεκόμαστε σωστά μπροστά στόν Θεό μέσα σ’ ἕνα πνεῦμα μετάνοιας.
Ἡ μετάνοια λοιπόν γεννᾶται ἀπό τήν ταπείνωση. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος μετανοεῖ και δέν δικαιολογεῖται. Ἀπό τή στιγμή πού δικαιολογεῖται κάποιος δέν μπορεῖ νά μετανοήσει. Ὅταν παρέχει στόν ἑαυτό του ἐλαφρυντικά, μειώνει ταυτόχρονα τή φλόγα τῆς μετάνοιας. Γι’ αὐτό οἱ πατέρες δέν δεχόντουσαν καμία δικαιολογία, ὄχι πώς δέν ὑπάρχει δικαιολογία ὅταν ἁμαρτάνει κάποιος, ἀφοῦ ὅλοι μας ὅταν ἁμαρτάνουμε ὑποκείμεθα σέ κάποιο γεγονός. Ὡστόσο, ἄν ἀντιμετωπίσει κανείς την ἁμαρτία μέ πόνο καί στέκεται ὅπως οἱ Ἅγιοι χωρίς δικαιολογία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί μαθαίνει τό ἦθος τοῦ Τελώνου, τότε αὐτό εἶναι ἡ βάση τῆς ἐπιτυχίας. Ὅλα τά ἄλλα μᾶς ὁδηγοῦν πρός αὐτή τήν κατάσταση.

Σωστός με το Θεό και τους ανθρώπους (Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου)

Ποιά είναι η σωστή σχέση με τον Θεό;
Ξέρω ότι ο Θεός είναι δημιουργός μας. Είναι ευεργέτης μας. Ό,τι καλό έχουμε στο σώμα, στην καρδιά, στη ψυχή μας, δωρεές Του είναι. Όλος ο κόσμος είναι δική Του προσφορά σ’ εμάς.
Λέει η Αγία Γραφή: Έφτιαξε τον κόσμο ο Θεός και έβαλε τον άνθρωπο σαν βασιλιά της κτίσεως. Και όλοι μας λίγο-πολύ, έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε την ομορφιά της φύσεως και να την απολαμβάνουμε.
Και κάτι ακόμη έχουμε τη δυνατότητα να κά­νουμε: Να ερχόμαστε σε μια ανθρώπινη επικοινωνία μεταξύ μας και με τον Θεό. Ποιός είναι ο νόμος που ρυθμίζει αυτή την καλή επικοινωνία μεταξύ μας και με τον Θεό; Η αγάπη!
telkfar1
Άμα θέλω να είμαι άνθρωπος του Θεού, πρέ­πει να έχω καλή επικοινωνία -και να φροντίζω να έχω με όλους, γιατί είναι και αυτοί του Θεού. Είναι αδέλφια μου. Πρέπει λοιπόν να τους αγαπάω. Να αγωνίζομαι να έχω απέναντί τους καλά αισθήμα­τα. Δηλαδή, να θέλω να τους κάνω καλό. Να τους τιμώ. Να τους σέβομαι.
Όταν κάποιος κακολογεί τους άλλους, δεν τους αγαπάει. Το λάθος του φαρισαίου ήταν: Κα­κολογούσε τους άλλους. Ξεχώριζε τον εαυτό του από αυτούς. Έλεγε:
  • Άλλο εκείνη η παλιοφάρα. Άλλο εγώ, που είμαι καλός άνθρωπος!…
* * *
Δεν είχε όμως σωστή σχέση ούτε με τον Θεό.
Όποιος έχει σωστή σχέση με τον Θεό, αγαπά το θέλημά Του. Θέλει να βρίσκεται ευθυγραμμισμένος μαζί Του. Κοντά Του. Και ό,τι ο Θεός θέλει, εκείνο και αυτός αγαπά.
Ο Θεός θέλει να αγαπάμε τους άλλους; Τους αγαπάμε! Θέλει να τους τιμάμε; Τους σεβόμαστε.
Ο φαρισαίος, δεν τα έκανε αυτά. Γι’ αυτό δεν έφυγε από την Εκκλησία δικαιωμένος, αλλά ζημι­ωμένος.
Ενώ ο τελώνης, όταν μπήκε στην ’Εκκλησία, ξέχασε τον παλιό του εαυτό, και μίλησε με τον Θεό ειλικρινά:
«Θεέ μου, είμαι στη ζωή μου λάθος. Ελέησέ με. Δείξε και σε μένα την ευσπλαγχνία Σου».
Να, η σωστή σχέση με τον Θεό.
Όταν ο τελώνης γίνεται φαρισαίος
Μια ακόμη παρατήρηση:
Θα ήταν για μας ευκταίο να είμαστε στην κα­θημερινή μας ζωή σαν τον φαρισαίο. Δηλαδή, ούτε αρπαγές, ούτε άδικοι, ούτε μοιχοί, ούτε λωποδύ­τες, ούτε βλάσφημοι, ούτε υβριστές. Μακάρι στην επικοινωνία μας με τους άλλους να είχαμε αυτές τις καλές αρχές.
Αλλά μέσα στην Εκκλησία, να είμαστε σαν τον τελώνη. Να λέγαμε στον Θεό: «Κύριε, αγωνίζομαι έξω στην κοινωνία να αποφεύγω ό,τι το αντίθετο στο θέλημά Σου. Όμως πόσα είναι εκείνα στα οποία σφάλλω! Και προπαντός, πόσο η καρ­διά μου απέχει από αυτό που Συ θέλεις! Θέλημά Σου είναι να έχω πολλή αγάπη και βαθύ σεβασμό. Σε Σένα, στον εαυτό μου, στο σώμα και τη ψυχή μου και στους άλλους. Αλλά πόσες φορές σφάλλω; Συγχώρησέ με, Κύριε!».
Το ιδανικό, λοιπόν, θα ήταν να είχαμε τις αρετές του φαρισαίου και την ταπείνωση του τελώνη.
Εμείς, όμως, εφαρμόζουμε το αντίθετο: Ενώ κάνουμε τα έργα του τελώνη -παλιανθρωπιές δη­λαδή- φουσκώνουμε από τον εγωισμό του φαρισαίου. Επιμένουμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους, και πάντοτε να τους βρίσκουμε λίγο κατώτερους από εμάς. Και τους κατακρίνου­με και τους κακολογούμε. Γιατί;
Γιατί ξεχνάμε τον νόμο του Θεού και την κα­τάστασή μας. Όταν κανείς ξεχνάει σταθερά και μόνιμα τον νόμο του Θεού, ξεφεύγει εντελώς. Πό­σοι από μας ξεφεύγουμε πολύ μακριά και για πολύ χρόνο από το θέλημα του Θεού;
Και όταν θυμηθούμε ότι πρέπει να γυρίσουμε, αντί να πάρουμε το φρόνημα του τελώνη και τα μυαλά του, γινόμαστε φαρισαίοι από την ανάποδη. Και τί λέμε;
«Εγώ, μπορεί να κάνω ό,τι κάνω στην πιάτσα. Αλλά η καρδιά μου είναι καλύτερη από εκείνους τους παλιοφαρισαίους που πηγαίνουν στην Εκκλη­σία»!
Δηλαδή κάνουμε την κατάκριση του φαρισαίου και τις βρομοδουλειές του τελώνη μαζί. Όλα στραβά!
Να ζηλέψουμε το άριστο
Ποιό είναι το σωστό;
Το σωστό είναι: Να έχουμε την ταπείνωση του τελώνη. Αλλά και να κάνουμε όλα τα καλά έργα που απαιτεί ο Θεός, ευγνωμονώντας Τον που μας δίνει Εκείνος τη δύναμη να τα κάνουμε· και επιπλέον, στη σχέση μας την καθημερινή με τους ανθρώπους, να τους αντιμετωπίζουμε όχι με υπε­ροψία και κατάκριση, αλλά με απέραντη αγάπη και καλωσύνη.
Η προσευχή του τελώνη «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», είναι όλη κι όλη έξι λέξεις. Μα είναι τόσο χαριτωμένα λόγια ενώπιον του Θεού, που όταν ο άνθρωπος τα λέει, τα αισθάνεται και τα έχει στην καρδιά του, τα λόγια αυτά ανοίγουν και την καρδιά του Θεού και τα αυτιά Του. Από κει και πέρα ο Θεός μάς ακούει. Γιατί ο Θεός είναι της αγάπης και της ταπεινώσεως.
Αρχίζοντας την προπαρασκευή για το Πάσχα, μας λέει ο Χριστός:
  • Κάνετε σωστές τις σχέσεις σας με τον Θεό. Ετοιμασθείτε. Ανασκουμπωθείτε. Ψάξετε τον εαυτό σας. Αποφασίστε να βαδίσετε καλύτερα. Σταθείτε με ταπείνωση και συντριβή ενώπιον του Θεού. Αρχή και ξεκίνημα: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Να μας φωτίζει ο Θεός να έχουμε αυτό το σω­στό φρόνημα, να κυβερνάει τη ζωή, τα έργα, και τα αισθήματά μας. Αμήν.
(+Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, Η χαρά διά του Σταυρού, εκδ. Ι. Μονή Προφήτου Ηλιού-Πρέβεζα, σ.14-18).

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ) – 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
- Τελώνου & Φαρισαίου -
(Λουκ. 18, 10-14)
«Καί ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστώς…»
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, αἰσθάνεται πηγαία τὴν ἀνάγκη νὰ προσεύχεται πρὸς τὸν Θεό. Ὅσο μάλιστα πιὸ δυνατὴ εἶναι ἡ πίστη, τόσο πιὸ μεγάλη εἶναι καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ προσευχή. Ἡ προσευχὴ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ. Τὸν τρέφει καὶ τὸν ἀνακαινίζει.
Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς εἶναι πολὺ μεγαλύτερη σήμερα, στὰ πλαίσια τῆς σύγχρονης ἐκκοσμικευμένης ἐποχῆς στὴν ὁποία ζοῦμε. Ὁ πιστὸς αἰσθάνεται σήμερα τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς περισσότερο ἀπ’ ὅτι στὸ παρελθόν, διότι μὲ τὴν προσευχὴ σώζεται ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορη μοναξιά του. Ἀντλεῖ δύναμη γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ποὺ καλεῖται καθημερινὰ νὰ διεξαγάγει.
Ὡστόσο, ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων σήμερα δὲν προσεύχεται πιά. Ἢ προσεύχεται πολὺ σπάνια καὶ πάλι σὲ στιγμὲς ἐξαιρετικές. Ἡ κρίση τῆς πίστεως ποὺ κυριαρχεῖ γύρω μας γίνεται καὶ κρίση τῆς προσευχῆς. Ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀνήκουμε στὸ στρατόπεδο τῶν πιστῶν δὲν προσευχόμαστε συχνά. Δὲν προσευχόμαστε σωστά.
Τὸν ὀρθὸ τρόπο προσευχῆς μᾶς ὑποδεικνύει ἡ σημερινὴ παραβολή, ποὺ ἀναγιγνώσκεται στοὺς ναούς μας κάθε χρόνο κατὰ τὴν παροῦσα Κυριακή, πρώτη της ἱερῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου. Ἡ γνήσια καὶ θεάρεστη προσευχὴ ἐνσαρκώνεται ἀπὸ τὸν τελώνη τῆς παραβολῆς. Ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος, ἡ προσευχή του εἰσακούστηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ τελώνης κατέβηκε στὸ σπίτι του δικαιωμένος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ προσευχήθηκε –τρόπος ποὺ εἵλκυσε τὴν ἐπιδοκιμασία τοῦ Κυρίου– μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ὑπόδειγμα καὶ γιὰ μᾶς. Νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ προσευχόμαστε ὅσο γίνεται πιὸ σωστά.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο πού μᾶς ἐπισημαίνει ἡ εὐαγγελικὴ ἀφήγηση εἶναι: «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστῶς…». Ἡ προσευχή, ὅσο κι ἂν ἀποτελεῖ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καὶ κίνηση πνευματική του ἀνθρώπου, δὲν πραγματοποιεῖται ἐρήμην τοῦ σώματός του. Στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς στρατεύεται ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ συμπράττει καὶ συναγωνίζεται καὶ τὸ σῶμα. Ἡ στάση τοῦ σώματος ἐμπνέει καὶ βοηθᾶ τὴν ψυχὴ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὸν τελώνη τῆς παραβολῆς. Ὁ τελώνης στέκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο. Στέκεται διακριτικά. Στέκεται μὲ δέος, μὲ φόβο Θεοῦ. Ἡ στάση μας κατὰ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόμαστε ἐκφράζει τὴν ποιότητα τῆς προσευχῆς μας. Μιὰ στάση ποὺ τὴν διακρίνει ἡ εὐλάβεια, τὸ δέος καὶ ἡ συντριβὴ βοηθᾶ νὰ ἐπικοινωνήσουμε πραγματικὰ μὲ τὸν Κύριο. Μᾶς κάνει νὰ συναισθανόμαστε ὅτι βρισκόμαστε σ’ ἕναν ἱερὸ χῶρο, τόπο προσευχῆς καὶ λατρείας. Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι στεκόμαστε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ συνδιαλεγόμαστε μαζί Του. «Ἐν τῷ ναῷ ἐστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἐστᾶναι νομίζομεν…».
Ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση τῆς προσευχῆς. Καὶ ὅταν λέμε ταπείνωση κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἐννοοῦμε βαθιὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Αὐτὴ ἡ ταπείνωση σφραγίζει καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ τελώνη, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι»· δὲν ἤθελε, δηλαδή, οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό. Τὸ σκυμμένο κεφάλι καὶ τὸ χαμηλωμένο βλέμμα τοῦ τελώνη μαρτυρεῖ τὴν ταπείνωση καὶ τὴ συντριβή του, ποὺ μεταποιεῖται σὲ θερμὴ ἱκεσία, σ’ ἕνα πύρινο αἴτημα, ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τὸν συγχωρήσει.
Χωρὶς ταπείνωση καὶ χωρὶς συντριβὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ προσευχηθοῦμε. Ὁ Θεὸς ἐπιβλέπει «ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν» (Ψαλμ. 101, 18). Προσευχόμαστε μὲ ταπείνωση καὶ συντριβή; Ἑλκύουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εἰσακούει τὴν προσευχή μας. Προσευχόμαστε μὲ αὐτοπεποίθηση καὶ κομπασμό; Ὁ Θεὸς ἀπορρίπτει τὴν προσευχή μας. Ἀρνεῖται νὰ δεχτεῖ τὴν ἱκεσία μας.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας ὁδηγεῖ στὴ συντριβὴ καὶ τὴ μετάνοια. Καὶ τὰ ἱερὰ αὐτὰ συναισθήματα ποὺ συγκλονίζουν τὴν καρδιά του, ὁ τελώνης τὰ ἐκφράζει μὲ τὸ χτύπημα τοῦ στήθους του: «ἀλλ’ ἔτυπτε τὸ στῆθος αὐτοῦ».
Τὸ στῆθος ἐμπερικλείει καὶ τὴν καρδιά μας. Καὶ ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἐὰν εἶναι ἡ καρδιὰ καθαρή, γίνεται ὁ τόπος ὅπου ἐπαναπαύεται ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντίθετα, ἂν ἡ καρδιὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ πάθη γίνεται κατασκότεινος ἅδης.
Ἡ προσευχή μας ἀπαιτεῖ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια. Καὶ τὴν εἰλικρίνεια τῆς μετανοίας μας ἐκφράζει καὶ τὸ χτύπημα τοῦ στήθους. Παράλληλα φανερώνει τὴν ἐσωτερικὴ διάσταση τῆς προσευχῆς. Τὸ χρέος νὰ προσευχόμαστε «ἐν τῷ κρυπτῷ», ὅπως ἀλλοῦ συνιστᾶ ὁ Κύριος μας (Ματθ. 6,6).
Ἡ προσευχὴ, ποὺ συνεχῶς (αὐτὸ φανερώνει ἡ μετοχὴ «λέγων») ἀπηύθηνε πρὸς τὸν Θεὸ ὁ τελώνης, ἦταν: «ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Δηλαδή: Θεέ μου, σπλαχνίσου καὶ συγχώρεσέ με τὸν ἁμαρτωλό. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ τελώνη μᾶς δείχνουν τὴν βαθιὰ αὐτογνωσία ποὺ εἶχε. Γνώριζε καλὰ καὶ συναισθανόταν βαθιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲ ζητᾶ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ Θεὸ παρὰ νὰ τὸν σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ τὸν ἐλεήσει.
Τὴν προσευχή μας, κοντὰ στὰ ἄλλα, θὰ πρέπει νὰ τὴ διακρίνει καὶ ἡ αὐτογνωσία. Χωρὶς συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καὶ ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας μας δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε σωστά. Ἡ ἔπαρση καὶ ἡ ἠθικὴ αὐτάρκεια ἀποτελοῦν τὴ μεγαλύτερη ἀπειλή τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί, φυσικά, καὶ τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ δὲ ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ ἀποτελεῖ τὸ κύριο αἴτημά μας στὴν προσευχὴ εἶναι ὁ Κύριος νὰ μᾶς χαρίσει τὸ ἔλεός Του. Ὅταν ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ζητοῦμε τὰ πάντα. Καὶ ὅταν μᾶς δίνει ὁ Θεὸς τὸ μέγα ἔλεός Του, μᾶς δίνει τὰ πάντα. Κάθε ἀγαθό. Ὅλες τὶς εὐλογίες Του.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἀναφέρεται στὸ Γεροντικὸ πώς κάποτε μερικοὶ μοναχοὶ ρώτησαν τὸν ἀββά Ἀγάθωνα: «Ποιὰ ἀρετή, πάτερ, τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι αὐτὴ ποῦ ἔχει περισσότερο κόπο;». Καὶ ὁ ἀββάς τοὺς εἶπε: «Συχωρήσατε μέ, ἀλλὰ θαρρῶ πὼς δὲν ὑπάρχει ἄλλος μεγαλύτερος κόπος, ἀπὸ αὐτὸν ποὺ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό. Διότι πάντοτε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ προσευχηθεῖ, οἱ δαίμονες θέλουν νὰ τὸν ἀνακόψουν, ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι μὲ τίποτε ἄλλο δὲν ἐμποδίζονται, ὅσο μὲ τὴν προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό. Καὶ κάθε ἀρετὴ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιδιώξει ὁ ἄνθρωπος, ἂν δείξει στὴν προσπάθειά του ἐγκαρτέρηση, βρίσκει ἀνάπαυση. Ὅμως τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς μέχρι τὴν ἔσχατη ἀναπνοή μας ἀπαιτεῖ ἀγώνα».
Ὅσο ὑψηλὸ ἔργο εἶναι ἡ προσευχή, τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια ἀπαιτεῖ. Γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε χρειάζεται ἀγῶνας. Γιὰ νὰ ’ναι ἡ προσευχή μας γνήσια ἀπαιτεῖται προσοχή. Ὁ τελώνης τῆς σημερινῆς παραβολῆς μᾶς προσφέρει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὑπέροχα ὑποδείγματα ἀληθινῆς καὶ θεάρεστης προσευχῆς. Ἀμήν
π. Δ.Χ.Χ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σύγχρονοι ὑπερήφανοι. Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου (Λουκ. 18,10-14) (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο. Ἀρχίζει μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Τελώνου «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Τὸ Τριῴδιο λέει σὲ ὅλους μας σήμερα· Ἄνθρωποι ὑπερήφανοι, ταπεινωθῆτε. Μᾶς παρουσιάζει τὴν παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου, ποὺ εἶνε σὲ ὅλους μας γνωστή.


Σήμερα, ἀκόμη ἁπλούστερα, τὸ Τριῴδιο μᾶς δείχνει δύο δρόμους καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ ἐκλέξουμε. Ὁ ἕνας δρόμος ὁδηγεῖ στὸ γκρεμό, ὁ ἄλλος στὸν οὐρανό. Ὁ ἕνας δρόμος εἶνε τοῦ διαβόλου, ὁ ἄλλος εἶνε τοῦ Θεοῦ. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ δρόμοι; Ὁ ἕνας δρόμος εἶνε τῆς ὑπερηφανείας, καὶ ὁ ἄλλος εἶνε τῆς ταπεινώσεως.
Ὑπερηφάνεια – ταπείνωσις, δύο δρόμοι τῆς ζωῆς. Ποιόν ἀκολουθοῦμε; Τὸν πρῶτο δρόμο, τῆς ὑπερηφανείας, ἀκολούθησε ὁ φαρισαῖος· τὸ δεύτερο δρόμο, τῆς ταπεινώσεως, ἀκολούθησε ὁ τελώνης.
Σήμερα ἡ ταπείνωσι εἶνε σπάνιο πρᾶγμα. Εὐκολώτερο εἶνε νὰ βρῇς στὸν κόσμο διαμάν τι, παρὰ νὰ βρῇς ταπεινὸ ἄνθρωπο, ταπεινὴ γυναῖκα, ταπεινὸ ἄντρα καὶ ταπεινὸ ἀκόμη παιδί. Ζοῦμε σὲ αἰῶνα ὑπερηφανείας.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια νὰ πῶ λίγα λόγια. Δὲν θέλω σήμερα νὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ κορυφαία ἁμαρτία, ἐκείνη ποὺ γκρέμισε τὸν πρῶτο ἀρχάγγελο ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Δὲν θέλω ἀ κόμα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ ἁμαρτία ἐκείνη ποὺ
κλείνει τὴν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ διὰ παντὸς κι ὅτι κανένας ὑπερήφανος δὲν θὰ διαβῇ τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου. Θὰ σᾶς μιλήσω κάπως χαμηλότερα, κάπως ὑλικώτερα, μὲ τὴ γλῶσσα τὴν κοινωνική. Θὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια δὲν ἔχει συνέ πειες μόνο στὴν ἄλλη ζωή, στὴν ὁποία πιστεύ ουμε ἀκράδαντα οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ ἔχει συνέπειες καὶ ἐδῶ στὴν ἐπίγειο ζωή· ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε διάλυσι, στοιχεῖο διαλυτικό, κα ταστρεπτικό, ὄλεθρος, καὶ γιὰ τὰ ἄτομα καὶ γιὰ τὶς οἰκογένειες καὶ
γιὰ τὰ ἔθνη.
* * *
Μεγάλο θέμα ἀνοίγουμε, ἀγαπητοί μου, πέλαγος εἶνε. Θὰ σᾶς παρουσιάσω σύντομα μερικοὺς τύπους συγχρόνων ὑπερηφάνων.
Ὑπερηφάνων, ποὺ δὲν καυχῶνται γιὰ ἀρετές, ὅπως ὁ φαρισαῖος, ἀλλὰ καυχῶνται γιὰ πολὺ
κατώτερα πράγματα. Ποιά εἶν᾽ αὐτά;
 -Ἂν θέλετε νὰ δῆτε τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, θὰ τὸν δῆτε πρῶτα - πρῶτα μέσα στὸ σπίτι· εἶνε τὸ παιδί, ὁ μικρὸς φαρισαῖος. Τὸ ἔντυσαν ἡ μάνα κι ὁ πατέρας μὲ τὰ καλύτερα ῥοῦχα, τοῦ ἔδωσαν λεφτὰ στὸ χέρι… Αὐτὰ ὅμως θὰ τὸ καταστρέψουν· καὶ οἱ γονεῖς θὰ πληρώσουν μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο τὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ τὸ φορτώνουν.
-   Κάποιος ἄλλος, ποὺ ἔμαθε λίγα γράμματα καὶ πῆρε ἕνα χαρτί, τὸν βλέπεις, ὅταν πηγαίνῃ στὸ χωριό του, δὲν καταδέχεται νὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα του. Νομίζει πὼς θὰ πέσῃ ἡ ἀξιοπρέπειά του. Μένει ὀκνηρός. Ἐνῷ σὲ ἄλλες χῶρες τὰ παιδιὰ βοηθοῦν τοὺς γονεῖς, ἐδῶ ὁ ὑπερήφανος νέος δὲν θέλει νὰ ἐργασθῇ.
-  Βλέπεις τὸν ἄλλο, τὸν ὥριμο, νὰ μεταχειρίζεται ὅλα τὰ ἄτιμα μέσα, γιὰ ν᾿ ἀνεβῇ στὴν ἐξουσία. Χωρὶς πραγματικὴ ἀξία καταλαμβάνει τὰ πιὸ μεγάλα ἀξιώματα. Κι ὅταν γίνῃ μεγάλος, δὲν σκέπτεται πῶς νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ λαό, ἀλλὰ μέρα - νύχτα προσπαθεῖ νὰ προβάλλῃ τὸν ἑαυτό του, τὸ ἐγώ του, τὸ ὑπερήφανο τὸ ἑωσφορικὸ τὸ φαρισαϊκὸ ἐγώ του.
-  Νά κ᾿ ἕνα κορίτσι, ποὺ τῆς πέρασε ἀπ᾽ τὸ μυαλὸ ἡ ἰδέα πὼς εἶνε κάποια καλλονή, κάποιο ἐξαιρετικὸ ταλέντο. Τὴ βλέπεις νὰ πηγαίνῃ στὸ σχολεῖο καὶ νὰ μαθαίνῃ μερικὰ γράμματα, νὰ πηγαίνῃ στὸ ᾠδεῖο καὶ νὰ μαθαίνῃ νὰ παίζῃ βιολὶ ἢ νὰ τραγουδάῃ, κι ἀμέσως αὐτὴ ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες, καὶ νομίζει πὼς εἶνε σπουδαία.
Τὴ ζητοῦν σὲ γάμο νέοι ἄξιοι γιὰ οἰκογένεια, ἐργατικοὶ καὶ ὑγιεῖς καὶ ῥωμαλέοι, κι αὐτὴ τοὺς κλείνει τὴν πόρτα καὶ περιμένει νά ᾿ρθῃ τὸ πριγκιπόπουλο ἀπ᾽ τὸν οὐρανό. Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ πριγκιπόπουλο δὲν ἔρχεται, τὴ βλέπεις καὶ μαραίνεται, καὶ καταστρέφεται· καταντᾷ γεροντοκόρη. Καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτὴν ὑποφέρουν ἡ μάνα, ὁ πατέρας, ὅλη ἡ οἰκογένεια.
Ἐνῷ ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς γειτονιᾶς, ποὺ δὲν ἔχει τέτοιες ὑπερήφανες ἰδέες, παίρνει ἕνα φτωχαδάκι εὐλογημένο, ἕνα ἐργατικὸ παιδί, καὶ ζοῦν μιὰ ζωὴ εὐτυχισμένη, καὶ θεμελιώνουν σπίτι μὲ βάσι τὴν ταπείνωσι, κι ἀπὸ τὸ σπίτι αὐτὸ βγαίνουν παιδιὰ ποὺ θὰ τιμήσουν καὶ θὰ εὐφράνουν τοὺς γονεῖς.
Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, δὲν εἶνε μόνο αὐτὴ ποὺ κλείνει τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου· εἶνε κι αὐτὴ ποὺ σκορπᾷ τὴ δυστυχία ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀλλοίμονο στὰ σπίτια ποὺ ἔχουν ὑ περήφανους γονεῖς, παιδιά, κόρες.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ἡ ὑπερηφάνεια δὲν εἶνε μόνο μέσα στὸ σπίτι· εἶνε παντοῦ. Ὑπερηφανεύονται οἱ ἐργάτες, ὑπερηφανεύονται οἱ ἐργοστασιάρχες, ὑπερηφανεύονται οἱ κεφαλαιοῦχοι, ὑπερηφανεύονται οἱ ἀξιωματοῦχοι, ὑπερηφανεύονται οἱ ἡγεμόνες καὶ οἱ βασιλεῖς, ὑπερηφανεύονται περισσότερο ἀπ᾿ ὅ -
λους σήμερα οἱ ἐπιστήμονες· αὐτοὶ καυχῶνται, ὅτι ἡ ἐπιστήμη θὰ κατορθώσῃ τὰ πάντα.

Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι μοιάζουν μ᾿ ἐκείνους ποὺ μετὰ τὸν κατακλυσμὸ προσπάθησαν νὰ χτίσουν κάποιο πύργο ὑψηλό, καὶ ξαφνικὰ τὸ ἔργο διεκόπη. Ὁ πύργος ἐκεῖνος ἔμεινε ἔτσι, γιατὶ ἔγινε σύγχυσι γλωσσῶν, κι αὐτοὶ σκορπίστηκαν. Ἡ γενεά μας ἔχει τόσο ὑπερηφανευθῆ καὶ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Θεό, ἔγινε ἀποστάτις· γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει φόβος ὁ πύργος της, αὐτὸς ὁ πολιτισμός, νὰ κατακρημνισθῇ, καὶ νὰ ἐφαρμοσθῇ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ\τὸ «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14).
Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας εἶνε αἰώνια.
Γιά στάσου, ὑπερήφανε ἄνθρωπε. Δὲ μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, εἶσαι πλούσιος σὰν τὸν Ἀβραάμ; εἶσαι ἔνδοξος σὰν τὸ Δαυΐδ; εἶσαι σοφὸς σὰν τὸ Σολομῶντα; Ἔ, ἄκουσε λοιπὸν αὐτούς, ποὺ ἔφθασαν πολὺ ψηλά, πῶς ἐκφράζονται γιὰ τὴ σμικρότητα καὶ ἐλεεινότητα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Ὁ μὲν Ἀβραὰμ λέει· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός»· ἐγώ, λέει, Κύριε, εἶμαι μιὰ φούχτα στάχτη (Γέν. 18,27).
Ὁ Δαυῒδ λέει αὐτὸ ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι «ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος»· κάθε ἄνθρωπος μαραίνεται σὰν τὸ λουλούδι καὶ σβήνει σὰν τὸ ὄνειρο (πρβλ. Ψαλμ. 89,5-6). Καὶ ὁ Σολομῶν, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγραψε κάτι ποὺ εἶνε τὸ συμπέρασμα τῆς πείρας τοῦ ἀνθρώπου· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα
ματαιότης», ὅλα εἶνε μάταια (Ἐκκλ. 1,2).
Νά λοιπὸν τί εἶσαι, ἄνθρωπε· ἕνα σκουλήκι ποὺ σέρνεται κάτω στὴ γῆ. Μὰ ἐγώ, θὰ πῇς, δὲν καυ χῶμαι γιὰ πλούτη· ἐγὼ καυχῶμαι γιὰ τὶς ἀρετές μου, τὶς προσευχές, τὶς ἐλεημοσύνες, τὴν εὐλάβεια, τὴν ἁγιότητά μου.
Γιά ἔλα νὰ σὲ δῶ ποιός εἶσαι. Ὅσο ψηλὰ κι ἂν ἔφτασες, ποτέ δὲν μπορεῖς νὰ φτάσῃς τὴν Παναγία μας, ποὺ εἶνε ἡ «ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν». Καὶ ὅμως ἡ Παναγία εἶχε φρόνημα ταπεινὸ καὶ ἔλεγε· «Ἐπέβλεψεν (ὁ Κύριος)\ἐπὶ τὴν ταπεί νωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. 1,48). Ὅσο ἅγιος καὶ θαυματουργὸς κι ἂν εἶσαι, δὲν μπορεῖς ποτὲ νὰ φτάσῃς τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ ἔφτασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ.
Καὶ ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ζοῦσε τὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγε «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20), ἔλεγε καὶ ὅτι «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
* * *
Ἀδελφοί μου, τὸ συμπέρασμα· Ὄχι τὸ δρόμο τῆς ὑπερηφανείας, ποὺ βάδισε ὁ ἑωσφόρος, ποὺ βάδισε ὁ φαρισαῖος, καὶ καταστράφηκαν· ὅλοι νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Τελώνης μὲ τὸ «Ἱ λά σθητί μοι…» (Λουκ. 18,13), τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς Ἰησοῦς.
Αὐτὸ τὸ δρόμο νὰ βαδίσουμε.
Ἂς φωνάξουμε λοιπὸν ὅλοι σήμερα τὸ «Ἱλάσθητίμοι» (ἔ.ἀ.). Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, μαζὶ μὲ τὸν Ἄσωτο, νὰ φωνάξουμε τὸ «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21). Καὶ προχωρώντας νὰ περάσουμε τὰ σκαλιὰ ὅλα τοῦ Τριῳδίου καὶ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νὰ φτάσουμε στὴ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42).
Καὶ τέλος νὰ φτάσουμε στὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ποῦμε· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ Σὲ δοξάζειν» (παννυχ. Ἀναστ.).

(†)ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸνἹ. Ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Θησείου - Ἀθηνῶν τὴν 29-1-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 4-2-2001, ἐπανέκδοσις μὲ νέο τίτλο 14-1-2013.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ’ ΛΟΥΚΑ, ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 18: 10-14 (21-2-2016)

Από σήμερα μπαίνει η Εκκλησία μας στην περίοδο του Τριωδίου. Οι Πατέρες της Εκκλησίας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία διηγήθηκε ο Κύριος προκειμένου να διδάξει την θεοφιλή αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την εωσφορική έπαρση. Αυτό γίνεται για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, στην οποία έχει οδηγηθεί ο άνθρωπος με την εγωπάθειά του. Είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μία λίαν νοσηρή κατάσταση εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια. Θέλει να μας δείξει πως η αληθινή μετάνοια του ανθρώπου αρχίζει με την αρετή της ταπεινοφροσύνης, που τελικά οδηγεί τον άνθρωπο κοντά στο Θεό. Αντίθετα η υπερηφάνεια απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό και τον οδηγεί στην αιώνια καταστροφή. Η περίοδος του Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν περίοδος αγώνα κατά της εγωπάθειας και άσκηση της αρετής της ταπείνωσης, που είναι μονόδρομος για τη σωτηρία μας.
Διήγηση της περικοπής
Το σημερινό ευαγγέλιο μας αναφέρει δύο τάξεις ανθρώπων, δύο διαφορτικούς κόσμους. Η μία είναι η τάξη των Φαρισαίων, οι οποίοι ήταν  τυπολάτρες και  η οποία τάξη αυτών εκπροσωπεί την υποκρισία και την εγωϊστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντιθέτως, οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας. Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα και το θεωρούσε δεδομένο ότι ο Θεός έπρεπε να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει όμως το Θεό έκανε ανάρμοστη σύγκρισή του ευατού του με τους άλλους ανθρώπους και συγκεκριμένα με το συμπροσευχόμενό του τελώνη. Αντίθετα, ο αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, του οποίου όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή, αλλά αντιθέτως κατακρίθηκε για την εγωπάθειά του.
Ταπείνωση
Όπως διαπιστώνουμε, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Χριστός καυτηριάζει την υπερηφάνεια, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην καταστροφή της ψυχής του και εξυμνεί την ταπείνωση, γιατί «η ταπείνωσις προς ύψος ανάγει δικαιοσύνης, η δε οίησις προς βυθόν κατάγει της αμαρτίας». Η ταπείνωση είναι η πρώτη αρετή του χριστιανού, γιατί μέσω αυτής αναγνωρίζουμε τα σφάλματα μας και τις παραλείψεις μας και  ζητούμε απεγνωσμένα το έλεος και τη συγχώρεση του Θεού.  Η ταπείνωση επειδή εκ φύσεως ανυψώνει τον άνθρωπο και έχει την αγάπη του Θεού και αφανίζει σχεδόν όλα τα κακά που υπάρχουν μέσα μας, είναι δυσκολοκατόρθωτη.
Αυτή την τελεία ταπείνωση είχε και ο τελώνης όταν ανέβηκε στο ναό συντετριμμένος, γνωρίζοντας τον ψαλμό «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει», γιατί, όπως συμπληρώνει ο ψαλμωδός, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος». Δηλαδή για να επιζητήσει κάποιος το έλεος του Θεού και να λάβει τη Θεία χάρη πρέπει να ταπεινωθεί, με απώτερο σκοπό της σωτηρία του.
Η ταπείνωση δεν είναι ηθικολογία για το Χριστιανό. Η ταπείνωση είναι το αντίδοτο της έπαρσης, του εγωισμού, που οδήγησαν τον άνθρωπο στην πτώση. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αναφέρει για την ταπείνωση ότι, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», γι’ αυτό κάθε άνθρωπος δεν πρέπει να υπερηφανεύεται, όπως ο Φαρισαίος, νομιζόμενος ότι έτσι θα λάβει τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό και η αληθινή ταπείνωση δεν μιλάει, δεν λέει ταπεινολογίες, όπως για παράδειγμα «είμαι αμαρτωλός, ανάξιος, ελάχιστος πάντων». Ο ταπεινός άνθρωπος φοβάται μήπως με τις ταπεινολογίες πέσει στην κενοδοξία. Η χάρις του Θεού δεν πλησιάζει εδώ. Αντίθετα η χάρις του Θεού βρίσκεται εκεί όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, η θεία ταπείνωση, η τελεία εμπιστοσύνη ενώπιον του Θεού, όπως ο Τελώνης. Να εξαρτάσαι δηλαδή από το Θεό, να αφήνεις τον εαυτό σου στο Θεό: «η τέλεια ταπείνωση είναι το να αποδίδεις κάθε επιτυχία σου και κάθε κατόρθωμά σου στη Χάρη του Θεού. Αυτή ήταν η τέλεια ταπείνωση που είχαν οι άγιοι», κατά τον Αββά Δωρόθεο. Με άλλα λόγια, η ταπείνωση πρέπει να είναι μίμηση Χριστού. Όπως εκείνος «εκένωσεν εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών», δηλαδή, όντας ο ίδιος Θεός, ταπείνωσε τον εαυτό του και έγινε άνθρωπος, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να δείξουμε και εμείς κενωτική πορεία στη ζωή μας.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την ταπείνωση: «θεμέλιο της πνευματικής μας ζωής είναι η ταπείνωση. Όσα κι αν κτίσεις και ελεημοσύνη και προσευχές και νηστείες και οποιαδήποτε άλλη αρετή, αν δε βάλεις πρώτα ως θεμέλιο αυτή, ματαιοπονείς και όλα όσα χτίζεις θα γκρεμιστούν εύκολα, όπως έπεσε το σπίτι εκείνο, που είχε οικοδομηθεί στην άμμο. Δεν υπάρχει κανένα, μα κανένα από τα κατορθώματά μας, που δεν έχει ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη, για να μπορέσει να σταθεί. Ποιο θέλεις να αναφέρουμε; Τη σωφροσύνη; την περιφρόνηση των χρημάτων; το καθετί; όλα αποδεικνύονται ακάθαρτα και θεομίσητα και αηδή χωρίς ταπείνωση. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να την έχουμε πάντοτε μαζί μας και στα λόγια μας και στα έργα μας και στις σκέψεις μας και πάνω στην ταπείνωση να χτίζουμε όλη μας τη ζωή». Ακόμη, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «η ταπεινοφροσύνη έβαλε τον τελώνη πάνω από το Φαρισαίο. Η υπερηφάνεια νίκησε και τις ασώματες δυνάμεις και τις έκανε διαβολικές. Η ταπεινοφροσύνη και η αναγνώριση των αμαρτημάτων έβαλε στον παράδεισο τον ληστή πιο μπροστά από τους Αποστόλους. Αν λοιπόν, αυτοί που ομολογούν τα αμαρτήματά τους αποκτούν τόση παρρησία, οι άλλοι που βλέπουν στον εαυτό τους τόσα αγαθά και παρ’ όλα αυτά διατηρούν ταπεινή την ψυχή τους, πόσα στεφάνια θα πετύχουν;». Η αρετή της ταπεινοφροσύνης είναι πάντοτε συνδεδεμένη με τη μετάνοια, γιατί για να μετανοήσει κάποιος πρέπει να ταπεινωθεί, να αναγνωρίσει δηλαδή τις αμαρτίες που έπραξε για να οδηγηθεί προς την ειλικρινή μετάνοια.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αναφέρει για την ταπείνωση: «όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα, έτσι και την ταπεινοφροσύνη την ακολουθεί το έλεος του Θεού. Η ταπεινοφροσύνη είναι η στολή της θεότητας. Επειδή ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατέρα, που έγινε άνθρωπος επάνω στη γη, αυτήν ντύθηκε και έζησε μαζί μας». Ακόμη και ο ίδιος ο Χριστός ταπεινώθηκε με τον ερχομό του πάνω στη γη και αυτό φαίνεται στους παρακάτω στίχους:  «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. 11:29), ή: «ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον  αντί πολλών» (Μάρκ. 10:43-45).
Τέλος για να κατανοήσουμε τη σημασία που έχει η ταπείνωση στον άνθρωπο πρέπει να εντρυφήσουμε στα σοφά λόγια του Μεγάλου Βασιλείου: «για να καταλάβεις πόσο σπουδαίο αγαθό είναι η ταπείνωση, φτιάξε με την φαντασία σου δύο αμάξια και ζεύξε στο ένα την αρετή με την υπερηφάνεια και στο άλλο την αμαρτωλότητα με την ταπεινοφροσύνη. Και θα δεις ότι το ζεύγος της αμαρτωλότητας θα ξεπεράσει την αρετή. Και αυτό, όχι φυσικά από την δική του ικανότητα, αλλά από την δύναμη της ταπεινοφροσύνης, που πάει μαζί της. Το άλλο ζευγάρι πάλι θα καθυστερήσει όχι από την αδυναμία της αρετής, αλλά από το υπέρογκο βάρος της υπερηφάνειας. Διότι όπως η ταπεινοφροσύνη, με το μεγάλο πνευματικό ύψος νικά την βαρύτητα της αμαρτίας και κατορθώνει να ανέβει στον ουρανό, έτσι και η υπερηφάνεια, με το υπέρογκο βάρος της, κατορθώνει να υπερνικήσει την ανάλαφρη αρετή και να την τραβήξει προς τα κάτω με ευκολία».
Η Εκκλησία, έχοντας υπόψη τη σημασία της ταπείνωσης, θέσπισε την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, η οποία σημαίνει γι' Αυτήν τη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρωπίνου γένους, αρχίζοντας από τη στηλίτευση του εγωισμού, ως την πρωταρχική αιτία της πτώσεως, η οποία είναι η έπαρση - ο εγωισμός. Για το λόγο αυτό, θέλοντας δηλαδή να προστατεύσει τους πιστούς από την έπαρση τους παροτρύνει να αποφύγουν την υψηγορίαν του Φαρισαίου, διδάσκοντάς τους με την υπέροχη υμνωδία της ημέρας αυτής: «Υψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν του Τελώνου αρίστην, ίν' υψωθώμεν βοώντες τω Θεώ συν εκείνω΄ Ιλάσθητι τοις δούλοις Σου, ο τεχθείς εκ Παρθένου, Χριστέ Σωτήρ, εκουσίως», και «Μη προσευξόμεθα φαρισαϊκώς, αδελφοί΄ ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς δια νηστείας κράζοντες΄ Ιλάσθητι ημίν, ο Θεός τοις αμαρτωλοίς».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...