Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 28, 2011

Φλογισμένοι οδοιπόροι & ερημίτες στο Σινά




Οι αββάδες του Σινά φορείς της Ορθοδόξου Παραδόσεωςπ. Ιερόθεου Βλάχου, μητροπολίτη Ναυπάκτου
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί

Εάν ο Μωϋσής έγινε τύπος κάθε Χριστιανού και κάθε ορθοδόξου μοναχού, αυτό πολύ περισσότερο ισχύει για τον σιναΐτη μοναχό, που εξέλεξε να έχη ως πνευματική του παλαίστρα τον χώρο της θεοπτίας. Αισθάνεται ότι είναι διάδοχος των μεγάλων εκείνων Προφητών, του Θεσβίτου Ηλιού και του θεόπτου Μωϋσέως, των οποίων η ζωή συνδέθηκε στενά με το όρος του Σινά. Η συνεχής θέα του όρους Χωρήβ, του τόπου της βάτου και της αγίας Κορυφής ασκούσε έντονη έλξη και μυστική παρότρυνση. Άλλωστε, στον χώρο αυτό, εν συνδυασμώ με την χώρα της Αιγύπτου, βιώθηκε ο αρχαίος μοναχισμός. Έτσι, το όρος Σινά είναι τα άγια των αγίων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, και οι σιναΐτες μοναχοί αισθάνονται διάδοχοι κατά πνεύμα των μεγάλων εκείνων Προφητών. Είναι οι κατ’ επαγγελίαν κληρονόμοι της ζωής εκείνων. Η ζωή την οποία αναλύει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στον βίο του Μωϋσέως επηρέασε βαθύτατα την ζωή, την σκέψη και την διδασκαλία των σιναϊτών πατέρων, όπως θα το δούμε πιο κάτω.

Τα γρανιτώδη όρη και η άξενη έρημος της Χερσονήσου του Σινά14 [ οι παραπομπές αρχίζουν από το 14, γιατί αυτό το κείμενο είναι κομμάτι μεγαλύτερου κεφαλαίου - δυστυχώς οι υποσημειώσεις δεν είναι ανεβασμένες στο Διαδίκτυο] διεδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στον χαρακτηρισμό του σιναΐτου μοναχού. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλά ότι η έρημος με τον περιορισμό των αισθήσεων, βοηθά στην απόσπαση του νού από την διάχυσή του στο περιβάλλον και την συγκέντρωσή του στην καρδιά. Ο απαράκλητος τόπος αναπτύσσει σε έντονο βαθμό την μετάνοια και την ξενιτεία. Τότε σε βαθειά μετάνοια ο νούς του ανθρώπου αίρεται από κάθε περιοριστικό όριο και ανέρχεται με "θανατηφόρον δίψαν" στο κάλλος του Θεού. Γι’ αυτό και πολλοί ασκητές επέλεξαν αυτόν τον τόπο για να ζήσουν την ζωή του Θεού, να θεραπευθούν από όλα τα πάθη και να ενωθούν με τον Θεό. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι και ο Απόστολος Παύλος μετά την αποκάλυψη του Χριστού πήγε στην έρημο της Αραβίας για να κλαύση τις αμαρτίες του και εκεί έπεσε σε ακράτητο στεναγμό και δάκρυα.

Ο τύπος του σιναΐτου μοναχού διαποτίζεται από την άσκηση και την μυστική θεολογία. Μπορεί κανείς να προσθέση ότι η χαρακτηριολογία και ο τύπος του επηρεάζεται και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Ο σιναΐτης ασκητής είναι εξωτερικά σκληρός, αντέχει στις δυσκολίες της ερήμου, είναι τραχύς στις εξωτερικές κοσμικές συνθήκες ζωής, αλλά ταυτόχρονα πολύ ευαίσθητος εσωτερικά. Συνδυάζει την αρρενωπότητα και την ευαισθησία, που είναι πραγματικά γνωρίσματα των ορθοδόξων μοναχών, οι οποίοι διαφέρουν σαφώς από δυτικούς μοναχούς.
Στην συνέχεια θα ήθελα να αναφέρω μερικά τέτοια παραδείγματα αγίων μοναχών, που ασκήθηκαν στον σιναϊτικό χώρο, στα οποία φαίνεται η βίωση, στην προσωπική τους ζωή, της ασκήσεως και της μυστικής θεολογίας.
α) Η ασκητική ζωή των αββάδων του Σινά έφθασε σε μεγάλο βαθμό και ύψος. Φυσικά, όταν ομιλούμε για άσκηση εννοούμε την τήρηση των εντολών του Χριστού και την προσπάθεια του ανθρώπου να μεταμορφώση όλες τις ψυχοσωματικές δυνάμεις, ώστε ενώ προηγουμένως λειτουργούσαν παρά φύσιν, τώρα να λειτουργούν κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. [ γι' αυτό η χριστιανική άσκηση δεν είναι μια υπερφυσική σκληραγώγηση ούτε και προέρχεται από μίσος προς το σώμα]. Η έρημος του Σινά βοήθησε πολύ στην βίωση αυτής της ασκήσεως [αββάς = πατέρας, λέξη συριακής προέλευσης].Η ασκητική ζωή βιώνεται και ολοκληρώνεται μέσα σε βαθυτάτη μετάνοια. Η μετάνοια αυτή είναι καρπός της ελλάμψεως της Χάριτος του Θεού, αλλά συγχρόνως εκφράζεται με την βαθυτάτη αυτομεμψία. Κάποιος Γέροντας που ασκήτευσε στην περιοχή της Ραϊθού ήταν σε όλη του την ζωή "σύννους" και συνεχώς, ό, τι και αν έκανε, επανελάμβανε την φράση: "Άρα τί γίνεται", δηλαδή τί συμβαίνει με μένα; Όλη του την ζωή την πέρασε άλλοτε σιωπώντας και άλλοτε λέγοντας αυτήν την μικρή φράση15. Η μετάνοια συνδέεται με ολοκληρωτική μεταστροφή και αναγέννηση του ανθρώπου. Ένας ασκητής του Σινά σε ερώτηση κάποιου αδελφού πώς να προσεύχεται απάντησε: "Εγώ τέκνον, όταν εύχομαι ούτως λέγω, "Κύριε αξίωσόν με δουλεύσαί σοι, ως εδούλευσα τον Σατανάν, και αξίωσόν με αγαπήσαί σε, ως ηγάπησα την αμαρτίαν"16. Η απάντηση αυτή είναι εκφραστικότατη, γιατί δείχνει ότι η αληθινή μετάνοια είναι μεταστροφή και αναγέννηση του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι την αγάπη που αισθάνεται κανείς προς την αμαρτία, πρέπει να την στρέψη ολοκληρωτικά στον Θεό. Και φυσικά αυτό δεν είναι έργο ανθρώπινο, αφού παρακαλεί τον Θεό να τον αξιώση αυτής της μεγάλης εργασίας.



Δεν είναι άσχετη με την μετάνοια η μνήμη του θανάτου. Και αυτή η μνήμη είναι χάρισμα από τον Θεό, που γίνεται με την έμπνευση της θείας Χάριτος. Κάποιος ασκητής που ασκήτευσε σ’ ένα "μικρόν κελλίον" στο όρος Σινά κάθε ημέρα θρηνούσε μνημονεύοντας τον θάνατο17. Για τον μεγάλο σιναΐτη μοναχό άγιο Ιωάννη, τον συγγραφέα της Κλίμακος, στον οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω, λέγεται ότι παρέμεινε στην άσκηση σαράντα ολόκληρα χρόνια "τώ πυρί της θείας αγάπης αεί πυρπολούμενος και μελέτην θανάτου τον βίον τιθέμενος"18.Επειδή ο βίος των ασκητών αυτών ήταν μελέτη θανάτου, γι’ αυτό και ήταν γεμάτος από ζωή. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του Ησυχίου του Χωρηβίτου, ο οποίος ύστερα από την ανάνηψη από μια βαρειά ασθένεια και τα όσα είδε κατά την ώρα της προσεγγίσεως του θανάτου, παρέμεινε μέσα στο κελλί του, απομακρυσμένος από τα βλέμματα των άλλων αδελφών, δώδεκα ολόκληρα χρόνια, τρώγοντας μόνον ψωμί και νερό. Μετά από δώδεκα χρόνια σιωπής και μονώσεως, όταν πλησίαζε η ώρα του θανάτου του, είπε στους αδελφούς του: "Ουδείς μνήμην θανάτου εγνωκώς, δυνήσεται αμαρτήσαί ποτε". Διασώζεται δε η πληροφορία ότι οι αδελφοί, αφού τον ενταφίασαν, ύστερα από λίγες ημέρες, ανεζήτησαν το λείψανό του και δεν το βρήκαν19. Αυτό σημαίνει ότι εκείνος που διακρίνεται για το χάρισμα της μνήμης του θανάτου ουσιαστικά διέρχεται το στάδιο της αναμαρτησίας και της θεώσεως.
Οι σιναΐτες ασκητές γνώριζαν πολύ καλά ότι και το σώμα πρέπει να θεωθή, γι’ αυτό και πρέπει να συμμετάσχη στην άσκηση. Θαυμάζει κανείς όταν μελετά τους βίους των ασκητών του Σινά, όπως μας παραδίδονται σε διάφορα κείμενα. Η σωματική άσκηση ήταν πολύ μεγάλη. Δύο αδέλφια που μόναζαν πολλά χρόνια στην κορυφή του όρους ήταν ενδεδυμένα συνεχώς με "σιδηροπουκάμισα"20. Κάποιος άλλος πατέρας κλείστηκε σ’ ένα σπήλαιο κατά την διάρκεια της Αγίας Τεσσαρακοστής και δέχθηκε τον πόλεμο του διαβόλου. Ο διάβολος γέμισε ολόκληρο το σπήλαιο από κοριούς, ώστε δεν υπήρχε καθόλου τόπος καθαρός, απηλλαγμένος από αυτούς. Ο Γέροντας εκείνος έλεγε: "Εάν δέη με αποθανείν, ουκ εξέρχομαι έως της αγίας εορτής". Τελικά λυτρώθηκε από τον πόλεμο αυτόν του διαβόλου, γιατί την τρίτη εβδομάδα των Νηστειών εισήλθαν στο σπήλαιο πλήθος μυρμηγκιών και εξαφάνισαν τους κοριούς21.
Η νηστεία και η δίψα, λόγω ασκήσεως, αλλά και λόγω ελλείψεως, ήταν μια φοβερή άσκηση και δοκιμασία. Για τον όσιο Ιουλιανό λέγεται ότι πορευόμενος προς το Σινά "τό ποθούμενον όρος", δεν περνούσε μέσα από πόλεις και χωριά, αλλά από την άβατο έρημο. Κατά την πορεία του δεν κρατούσε τίποτε άλλο παρά ψωμί και αλάτι, ένα ξύλινο ποτήρι και ένα σφουγγάρι, ώστε αν βρη νερό βαθειά στην γή, να τοποθετήση το σφουγγάρι εκεί και στην συνέχεια να στραγγίση το νερό στο ποτήρι22. Ο αββάς Ιωάννης, ηγούμενος της Ραϊθού, έλεγε στους αδελφούς του ότι γνώρισε γέροντες ασκητές που έζησαν στον χώρο εκείνο εβδομήντα χρόνια τρώγοντας μόνον χόρτα και χουρμάδες23.
Ένας αναχωρητής διηγόταν ότι ζούσε σε μια σπηλιά κοντά σε μια μικρή πηγή και έναν φοίνικα. Κάθε μήνα ένα κλαδί του φοίνικα παρήγαγε καρπό και έτρωγε ολόκληρο τον μήνα. Τον επόμενο μήνα παρήγαγε το άλλο κλαδί. Με τέτοια σωματική άσκηση ήταν ολοκληρωτικά αφιερωμένος στον Θεό24. Ο αββάς Γεώργιος Βυζάντιος μαζί με τον μαθητή του Γεώργιο μόναζαν σ’ ένα νησί της Ερυθράς θάλασσας. Το νερό το κουβαλούσαν σε μια μικρή σχεδία από την ξηρά. Ύστερα από μια τρικυμία χάθηκε η σχεδία και έμειναν χωρίς νερό. Όταν αργότερα τους επισκέφθηκαν οι αδελφοί, τους βρήκαν πεθαμένους και επάνω σ’ ένα δέρμα χελώνας ήταν το εξής γραμμένο: "Ο αδελφός Γεώργιος επί ημέρας κη’ μη πιών ύδωρ ετελεύτησε, εγώ δε έχω ημέρας λζ’" 25.
Με όλη την άσκηση που έκαναν επεδίωκαν να αποκτήσουν το έλεος του Θεού. Η άσκηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον για την θεραπεία της ψυχής και την μέθεξη της Χάριτος του Θεού. Το σώμα, λόγω των παθών, εμποδίζει την πορεία της ψυχής προς την θέωση και αντιδρά. Γι’ αυτό η άσκηση είναι απαραίτητη για την μεταμόρφωσή του.
Οι άγιοι σύζυγοι Γαλακτίων και Επιστήμη, ασκητές του Σινά και τελικά μάρτυρες (θανατώθηκε επί Δεκίου, 250 μ.Χ.). Από εδώ.

β) Αν η σωματική άσκηση βοηθά και το σώμα να καθαρισθή, η πλήρης θεραπεία του ανθρώπου είναι όταν καλλιεργή την εσωτερική καρδιακή εργασία. Οι ορθόδοξοι μοναχοί δεν αποβλέπουν απλώς στην καταδυνάστευση του σώματος, αλλά στην μεταμόρφωσή του και στην αποκάλυψη των νοερών δυνάμεων της ψυχής. Αν η σωματική άσκηση, όπως την είδαμε προηγουμένως, περικλείεται στην πράξη, η νοερά ησυχία, η καθαρότης του νοός βρίσκεται στην αρχή της θεωρίας. Οι σιναΐτες πατέρες γνώριζαν ότι είναι δυνατόν κανείς να είναι "πρακτικός μέγας", αλλά αφελής στην πίστη και έτσι να περιπίπτη σε διάφορα σφάλματα26. Γι’ αυτό απαιτείται παράλληλος αγώνας και για την νοερά έλλαμψη.Ο αββάς Επιφάνιος ο Έγκλειστος, κατόπιν πολλής υπακοής στον Χριστό, δέχθηκε "πολύν πλούτον και φωτισμόν της εκλάμψεως του Αγίου Πνεύματος... δια του θείου φωτός" 27.
Γνωρίζουμε από την ορθόδοξη εμπειρία των αγίων μας ότι μετά από την κάθαρση της καρδιάς, ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Θεού, αποκτά τον φωτισμό του νοός και εισέρχεται στην θεωρία [=όραση, θέα] του Θεού. Η κάθαρση της καρδιάς συνίσταται στην αποβολή όλων των λογισμών από αυτήν. Ο αββάς Σιλουανός, περιγράφοντας τον τρόπο ζωής που ακολούθησε και έφθασε στην φρόνηση του Θεού, είπε: "Ουδέποτε αφήκα εις την καρδίαν μου λογισμόν παροργίζοντα τον Θεόν"28. Αυτή η εργασία στην γλώσσα των Πατέρων λέγεται και νήψη νοός. Ο ίδιος δε αββάς διασώζει τον τρόπο τον οποίο μετερχόταν, ώστε, και όταν ακόμη εργαζόταν το εργόχειρό του, να μη απασχολήται ο νούς του σε αυτήν την εργασία29.
Πίνακας με το όρος Σινά, που αποδίδεται στο Δομίνικο Θεοτοκόπουλο (από το site του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης)

Δηλαδή, οι σιναΐτες πατέρες, ύστερα από πολλά χρόνια ασκήσεως, κατώρθωσαν να ξεχωρίζουν τον νού από την λογική, ώστε να είναι ελευθερωμένος από κάθε άλλη εργασία, αφού στην κατάσταση αυτή η λογική μπορεί να έχη συνείδηση του περιβάλλοντος κόσμου και να ασχολήται με τις καθημερινές φροντίδες, ενώ ο νούς να είναι απασχολημένος με τον Θεό. Αυτό λέγεται καθαρότης νοός. Ένας αββάς που ασκήτευσε στις σπηλιές, πάνω από την σπηλιά του Ιωήλ, είχε διαρκή νήψη και πάντοτε εξήταζε τον νού του εάν έλεγε στίχους των ψαλμών ή εάν προσευχόταν. Αν διαπίστωνε ότι ο νούς του βρισκόταν κάπου αλλού, τότε τον επιτιμούσε30. Και εδώ βλέπουμε την αρχαία παράδοση ότι η νοερά προσευχή γινόταν ή με στίχους των ψαλμών ή με την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Όταν ο ασκητής αποκτήση την νοερά καθαρότητα και την νοερά έλλαμψη, τότε έχει και το χάρισμα της διακρίσεως. Σε αυτήν την κατάσταση ξεχωρίζει το δαιμονικό από το θεϊκό, το κτιστό από το άκτιστο. Έτσι διακρίνει το θέλημα του Θεού από το θέλημα του διαβόλου, την εμφάνιση του Θεού από την εμφάνιση του διαβόλου ως αγγέλου φωτός. Ο αββάς Νισθερώος, που ασκήτευσε ένα διάστημα στην Ραϊθώ, δίδασκε ότι η σωτηρία του ανθρώπου πορεύεται από διαφορετικούς δρόμους, ήτοι από την φιλοξενία του Αβραάμ, την ησυχία του Προφήτου Ηλία και την ταπείνωση του Δαυΐδ. Και οι τρεις ζούσαν διαφορετικό τρόπο ζωής, αλλά όμως ο Θεός ήταν μαζί τους. Το θέμα, λοιπόν, είναι να υπάρχη η Χάρη του Θεού μέσα μας31.
Ο προφήτης Ηλίας. Φωτο από το post Ο σύγχρονος άγιος του Δυτικού Ρεθύμνου

γ) Οι σιναΐτες πατέρες όμως έφθασαν και στην θεωρία του Θεού, όπως το βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις. Ο άνθρωπος με την Χάρη του Θεού φροντίζει να καθαρίση την καρδιά του, στην συνέχεια έρχεται στην νοερά-καρδιακή προσευχή και έπειτα, εάν ο Θεός θελήση, φθάνει και στην αποκάλυψη, την φανέρωση της δόξης Του. Θα αναφέρω κάπως αδόκιμα και ξερά μερικές τέτοιες θεωρίες σιναϊτών πατέρων.
Ο Ιωσήφ ο Ραϊθηνός, κατά την διάρκεια της προσευχής του, φλεγόταν από την Χάρη του Θεού. Όταν κάποιος τον πλησίασε στο καλύβι του τον βρήκε σε έκσταση. "Θεωρεί αυτόν όλον από κεφαλής μέχρι ποδών ιστάμενον ως φλόγα πυρός"32. Σε αυτήν την κατάσταση παρέμεινε πέντε ολόκληρες ώρες. Αυτή είναι η θεία αρπαγή για την οποία κάνουν λόγο πολλοί Πατέρες στα έργα τους. Το ίδιο βλέπουμε και στην ζωή του αββά Σιλουανού. Ο μαθητής του Ζαχαρίας τον βρήκε "εν εκστάσει και αι χείρες αυτού (ήσαν) εις τον ουρανόν". Και όταν τον ρώτησε που βρισκόταν, εκείνος απάντησε: "Εγώ εις τον ουρανόν ηρπάγην και είδον την δόξαν του Θεού και εκεί ιστάμην έως άρτι και νυν απελύθην"33. Πρέπει να σημειώσουμε τα δύο ρήματα "ηρπάγην" και "απελύθην", τα οποία δείχνουν ότι η αρπαγή και η θεωρία είναι εμπειρία της Χάριτος και γίνονται με την ενέργειά της. Δεν είναι έκσταση της λογικής, αλλά αρπαγή του νού. Ο ίδιος αββάς διηγείται ότι κατά την διάρκεια της αρπαγής είδε την Δευτέρα Παρουσία, την κρίση του Θεού και μάλιστα είδε πολλούς μοναχούς να οδηγούνται στην Κόλαση και πολλούς κοσμικούς να πηγαίνουν στην Βασιλεία του Θεού34.
Στους βίους των σιναϊτών πατέρων μπορεί κανείς να δη και να θαυμάση τέτοιες περιπτώσεις θεοφανείας, αφού αξιώθηκαν του ακτίστου Φωτός. Αυτό, βέβαια, ήταν καρπός ασκήσεως, αλλά κυρίως ευδοκίας του Θεού. Κάποιος διακονητής στην αγία Κορυφή, που λεγόταν Ελισσαίος, έβλεπε όχι μια ή δύο φορές, αλλά κάθε νύκτα το πυρ να κάθεται επάνω στον άγιο Ναό της θείας νομοθεσίας35. Ζούσαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ήταν φυσικό σε αυτούς να μετέχουν της θείας Χάριτος και να αποκτούν εμπειρίες του Θεού. Είναι πολύ χαρακτηριστική η φράση: "Εν μια ουν των ημερών εξήλθεν ο καθ’ είς ημών καθ’ εαυτόν αδολεσχήσαι τη του Θεού θεωρία εις την έρημον"36. Πραγματικά, η έλλαμψη του νοός και η θεωρία του Θεού είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, αφού ο Αδάμ πλάστηκε εξ αρχής σε αυτήν την κατάσταση.
Ο δρόμος προς την Αγία Κορυφή, το σημείο της παράδοσης των 10 Εντολών από το Θεό στο Μωυσή

Το όρος Σινά δεν ήταν χώρος θεοφανείας μόνον για τον Μωϋσή, αλλά και για πολλούς ασκητάς που μόνασαν εκεί και ήταν διάδοχοι κατά πνεύμα του μεγάλου εκείνου θεόπτου Προφήτου. Όταν ο άγιος Συμεώνης επισκέφθηκε το ποθούμενον όρος και μάλιστα το σημείο εκείνο όπου ο Μωϋσής αξιώθηκε να δη τον Θεό, γονάτισε και δεν σηκώθηκε έως ότου άκουσε την δεσποτική φωνή που του εξέφραζε την ευμένεια. Αποτέλεσμα αυτής της θεοπτίας ήταν ότι ολόκληρη την εβδομάδα την πέρασε σκυμμένος χωρίς να φάγη το παραμικρό37. Πρόκειται εδώ για την θεοπτία και την αναστολή των σωματικών ενεργειών. Γιατί, πράγματι, κατά την θεοπτία αναστέλλονται όλες οι σωματικές ενέργειες του ανθρώπου, αφού τότε ο άνθρωπος δεν αισθάνεται την ανάγκη να φάγη, να κοιμηθή και γενικά δεν αισθάνεται την ενέργεια των δερματίνων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος.
δ) Ο άνθρωπος, μετέχοντας της ακτίστου Χάριτος του Θεού και βιώνοντας την μακαρία κατάσταση της θεώσεως, αποκτά και διάφορα πνευματικά χαρίσματα. Και αυτό είναι φυσική κατάσταση του θεόπτου. Ο Μωϋσής με την θεοπτία έγινε οδηγός των Εβραίων και τους κατηύθυνε προς την γη της επαγγελίας. Με την δύναμη του Θεού νικούσε όλες τις δυσκολίες και υπερνικούσε όλα τα εμπόδια. Από τα πολλά χαρίσματα που είχαν αποκτήσει οι σιναΐτες πατέρες, όπως διασώζονται στα διάφορα περιστατικά, θα αναφέρω τρία.
Το πρώτο είναι οι διάφορες θαυματουργίες. Τα θαύματα που γίνονται από τους αγίους είναι ένδειξη ότι ο Θεός αναδεικνύει τον άνθρωπο εκείνο ως άγιο. Ο αββάς Ίσαυρος θεράπευσε έναν παράλυτο, ο οποίος τον επισκέφθηκε κατόπιν παροτρύνσεως της ιδίας της Θεοτόκου38. Κάποιος μοναχός, ονομαζόμενος Μωϋσής, που καταγόταν από την Φαράν, έκανε πολλά θαύματα. Τον θεωρούσαν δεύτερο Προφήτη Ηλία. Ό,τι ζητούσε από τον Χριστό του το έδινε: "Πάντα γαρ όσα ήτει και αυτός τον Κύριον, εχορήγει αυτώ". Έκανε πολλά θαύματα, κυρίως είχε το χάρισμα κατά των ακαθάρτων πνευμάτων. Έτσι, θεράπευε πολλούς ασθενείς και σχεδόν όλο τον λαό, που βρισκόταν στα μέρη της Φαράν, τον οδήγησε στην χριστιανική πίστη με το θαυματουργικό χάρισμα που είχε39.
Το δεύτερο είναι ότι οι σιναΐτες πατέρες σαν αληθινοί άνθρωποι του Θεού έγιναν με την Χάρη του Θεού κύριοι της γής, από την άποψη ότι ακόμη και τα άλογα ζώα τους έκαναν υπακοή [ "άλογα" = μη λογικά (δεν έχει σχέση με το άλογο = ίππος). Δες πολλά στο Οι άγιοι και τα ζώα]. Δεν ήταν θηριοδαμαστές, αφού δεν αποκτούσαν κυριαρχία πάνω στα άλογα ζώα, κατόπιν ιδιαιτέρας σωματικής ασκήσεως και γνώσεως της τεχνικής μεθόδου, αλλά λόγω της μεθέξεως της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού.Ο αββάς Σέργιος, επιστρέφοντας κάποια μέρα από το διακόνημά του [=την εργασία του, την υπηρεσία του], είδε ένα λιοντάρι που βρισκόταν στην οδό. Οι άνθρωποι που συνόδευαν τον αββά, μαζί με τα ζώα που είχαν έφυγαν από τον φόβο τους. Τότε ο αββάς Σέργιος πλησίασε το λιοντάρι, του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί και είπε: "Λάβε την ευλογίαν των πατέρων και άπελθε εκ της οδού, ίνα παρέλθωμεν" [=πάρε την ευλογία των πατέρων και φύγε από το δρόμο, για να περάσουμε]. Και το λιοντάρι έκανε τελεία υπακοή40. Ένας άλλος ερημίτης, που ζούσε μέσα σ’ έναν λάκκο, όταν είδε ένα λιοντάρι να έρχεται, από μακρυά του έκανε νόημα να πάη από το άλλο μέρος. Το λιοντάρι υπάκουσε στον λόγο του ερημίτου και αφού του έφερε τον καρπό των φοινίκων, στην συνέχεια έφυγε πιο πέρα και ξαπλώνοντας κάτω, κοιμήθηκε41. Τα άλογα ζώα κάνουν υπακοή στους αγίους γιατί αισθάνονται την Χάρη του Θεού να εκπορεύεται από αυτούς. Έτσι, βλέπουμε πώς οι άγιοι φέρνουν μια ισορροπία στην δημιουργία, ημερεύουν και τα άγρια ζώα.
Φωτο από το post Το υποτακτικό λιοντάρι

Το τρίτο είναι ο τρόπος της κοιμήσεώς τους. Στην ζωή των σιναϊτών πατέρων βλέπουμε καθαρά ότι οι περισσότεροι είχαν οσιακό τέλος. Με τον τρόπο της ζωής τους υπερέβησαν τον θάνατο, δεν τον εφοβούντο και πραγματικά ο θάνατος ήταν ένας ύπνος. Ο αββάς Γεώργιος ο Αρσελαΐτης κατάλαβε τον θάνατό του και κάλεσε ένα αγαπητό του πρόσωπο να έλθη για να τον ασπασθή πριν φύγη για τον Κύριο. Αυτό πραγματοποιήθηκε μετά από δώδεκα ημέρες. Προείδε τον ερχομό του αγαπητού του προσώπου. Όταν ήλθε, "ποιήσας ευχήν ο γέρων και ασπασάμενος αυτόν και μεταλαβών των αγίων μυστηρίων, ανακλίνας εαυτόν απήλθεν προς Κύριον"42. Στο περιστατικό αυτό φαίνεται και το ανθρώπινο, αφού ζητά να αποχαιρετίση ένα αγαπητό του πρόσωπο, αλλά και το υπεράνθρωπο, αφού με την Χάρη του Θεού υπερέβη τον θάνατο. Κάποιος άλλος ερημίτης προείδε τον θάνατό του και γι’ αυτό στον αββά Ζώσιμο που τον επισκέφθηκε είπε: "Φύσει, τέκνον, καλώς ήλθες. Ο Θεός γαρ ήγαγέν σε ώδε, ίνα το σώμά μου θάψης". Και μετά από λίγο, αφού τον ευλόγησε και ζήτησε την ευχή του, "έθηκεν εαυτόν και ανεπαύσατο ο δούλος του Θεού"43. Έτσι, καταλαβαίνουμε καλά ότι ο θάνατος στους δικαίους ανθρώπους είναι πραγματικά ένας ύπνος.
Σε πολλούς αγίους η βαθυτάτη μετάνοιά τους, αλλά και η μεγάλη αυτομεμψία τους εκδηλώνεται ακόμη και κατά την ώρα του θανάτου. Ένας ερημίτης, προβλέποντας τον θάνατό του, κάλεσε κάποιον γείτονά του να είναι κοντά την ώρα εκείνη και του έδωσε την παραγγελία να μη τον ενταφιάση, αλλά να πετάξη το σώμα του στην έρημο για να το καταφάγουν τα θηρία και τα πουλιά, "διότι ήμαρτε τω Θεώ πολλά και ουκ έστιν άξιον ταφήναι". Την τρίτη ημέρα μετά την κοίμησή του αποκαλύφθηκε ο ίδιος στον αδελφό εκείνο, κατά την διάρκεια του ύπνου και του είπε ότι βρήκε μεγάλο έλεος από τον Θεό για την μεγάλη του ταπείνωση44.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης γράφει την Κλίμακα [=Σκάλα], ένα κλασικό έργο που αναλύει τα πάθη (πνευματικές & σωματικές εξαρτήσεις) και τις αρετές. Αναλυτικά γι' αυτόν εδώ, ενώ όλο το έργο εδώ.

ε) Όλα όσα αναφέραμε προηγουμένως δείχνουν ποιά είναι η θεολογία και ποιός είναι ο θεολόγος στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ουσιαστικά πρόκειται για ολόκληρη ζωή. Η θεολογία είναι εμπειρία. Θεολόγος είναι ο άνθρωπος εκείνος που απέκτησε μέθεξη Θεού και ενώθηκε εν Χάριτι με τον Θεό. Και όταν αυτή η ζωή κινδυνεύη να διαστραφή, τότε οριοθετείται, γίνεται δόγμα. Οπότε το δόγμα είναι καρπός της εμπειρίας και οδηγεί τον άνθρωπο προς την εμπειρία του Θεού.
Οι αββάδες που ασκήτευσαν στον σιναϊτικό χώρο ζούσαν τον Θεό, γνώριζαν από την πείρα τους τί είναι η θεία Χάρη, ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Και όταν χρειάστηκε, διατύπωσαν αυτήν την προσωπική εμπειρία. Βοηθούσαν τους ποιμένας της Εκκλησίας στον αντιαιρετικό τους αγώνα, προσεύχονταν για να παραμένη αλώβητη η ορθόδοξη πίστη και ποικιλοτρόπως βοηθούσαν το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας είναι ο Θεόδωρος της Ραϊθού, που έζησε τον ΣΤ’ αιώνα ως πρεσβύτερος σε Μονή πλησίον της Ραϊθού45. Ο χρόνος κατά τον οποίο έζησε ο Πρεσβύτερος Θεόδωρος ήταν κρίσιμος και ταραχώδης. Είχε προηγηθή η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος στην Χαλκηδόνα που εθέσπισε την δογματική αλήθεια ότι η θεία και η ανθρώπινη φύση είναι ενωμένες στην υπόσταση του Λόγου ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως. Όμως μετά την Σύνοδο εξακολούθησαν οι συζητήσεις σχετικά με τα κρίσιμα αυτά θέματα, αφού άλλοι αρνήθηκαν τις αποφάσεις της, άλλοι προσπάθησαν να δώσουν διαφορετική ερμηνεία και άλλοι τις αποδέχθηκαν. Ο Πρεσβύτερος Θεόδωρος της Ραϊθού έπαιξε σπουδαίο ρόλο σε όλη αυτήν την συζήτηση.
Το μόνο γνωστό κείμενό του είναι η "προπαρασκευή", στο οποίο κάνει ανάλυση των όρων που είχαν επικρατήσει την εποχή εκείνη. Μελετώντας κανείς την "προπαρασκευή" διαπιστώνει ότι ο Πρεσβύτερος Θεόδωρος αφ’ ενός μεν είναι επηρεασμένος πολύ από τον Μ. Βασίλειο και τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, των οποίων χωρία μνημονεύει σχεδόν αυτολεξεί46, αφ’ ετέρου δε επηρέασε και τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Δεν ξέρουμε, βέβαια, θετικά αν ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γνώριζε την "προπαρασκευή", αλλά οπωσδήποτε έχουν και οι δύο (Πρεσβύτερος Θεόδωρος και Ιωάννης Δαμασκηνός) τις ίδιες πηγές και ομοιάζουν σε πολλά τα κείμενά τους. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο υπότιτλος του όλου έργου: "Θεοδώρου πρεσβυτέρου της Ραϊθού προπαρασκευή τις και γυμνασία τω βουλομένω μαθείν, τις ο τρόπος της θείας ενανθρωπήσεως και οικονομίας, καθ’ όν πέπρακται, και τίνα τα προς τους ταύτην μη ορθώς νοούντας λεγόμενα παρά των της εκκλησίας τροφίμων"47.
Το όλο έργο μπορεί να χωρισθή σε δύο επί μέρους ενότητες. Η μία είναι παρουσίαση των διδασκαλιών διαφόρων αιρετικών, όπως του Μάνεντος, του Παύλου Σαμοσατέως, του Απολλιναρίου, του Θεοδώρου Μομψουεστίας, του Νεστορίου, του Ευτυχούς κλπ. Η δεύτερη ενότητα είναι ανάλυση διαφόρων θεολογικών όρων, που χρησιμοποιούνται για το Χριστολογικό δόγμα.
Δεν πρόκειται να κάνω ανάλυση όλων των θέσεων του Πρεσβυτέρου Θεοδώρου, αλλά να υπογραμμίσω ότι δέχεται την επικρατήσασα ορολογία των Καππαδοκών Πατέρων, ιδιαιτέρως του Μ. Βασιλείου περί ταυτίσεως της ουσίας με την φύση, και της υποστάσεως με το πρόσωπο.

Αναλύοντας την διαφορά μεταξύ ουσίας και υποστάσεως λέγει ότι η ουσία φανερώνει μόνον αυτό το είναι, ενώ η υπόσταση δηλώνει όχι μόνο το είναι, αλλά "καί το πώς έχειν και το οποίον τι είναι". Έτσι η ουσία φανερώνει το κοινό, ενώ η υπόσταση το ειδικό. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του ανθρώπου λέγει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινά γνωρίσματα, αφού όλοι "ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν". Όμως ο καθένας έχει και διάφορα συμβεβηκότα, δηλαδή διαφορετική πατρίδα, γένος, όνομα, επάγγελμα, πράξεις, πάθη κλπ. Αυτά τα τελευταία ξεχωρίζουν τους ανθρώπους μεταξύ τους48. Το άθροισμα των συμβεβηκότων διακρίνουν την υπόσταση από την ουσία49. Δεν υπάρχει ουσία χωρίς την υπόσταση ούτε υπόσταση χωρίς την ουσία. Όταν μιλούμε για διαφορά μεταξύ υποστάσεως και ουσίας συγχρόνως μιλούμε και για την ομοιότητα, "ίνα μη παντάπασιν αποξενώσθαι της ουσίας ταύτην νομίσης"50.
Ενώ δεν υπάρχει ουσία χωρίς την υπόσταση και αντίστροφα, εν τούτοις εμείς πρώτα καταλαβαίνουμε σε γενικές γραμμές την υπόσταση και έπειτα η ουσία μας διδάσκει για τον εαυτό της δια της υποστάσεως. Πρώτα αντιληφθήκαμε τον Πέτρο "ότι εστί" και στην συνέχεια "τό τί εστιν", ότι, δηλαδή, είναι άνθρωπος, ζώο λογικό και θνητό51.
Όταν με τον λόγο αναιρήται η ουσία, τότε συναναιρείται και η υπόσταση, δηλαδή όταν δεν υπάρχη ο άνθρωπος, τότε δεν υπάρχει και ο Πέτρος ή ο Παύλος. Όταν όμως αναιρήται η υπόσταση, δεν σημαίνει ότι αναιρείται και η ουσία, αφού όταν αναιρήται ο Πέτρος, δεν καταστρέφεται και ο άνθρωπος52. Αυτό λέγεται συγκαταβατικά, διότι δεν υπάρχει ουσία χωρίς την υπόσταση και αντίστροφα, αφού η υπόσταση ορίζεται ως ουσία με τα ιδιώματα.
Βέβαια, όσα λέγονται για την υπόσταση λέγονται και για το πρόσωπο, αφού δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ προσώπου και υποστάσεως.
Από τα λίγα αυτά, που παραθέσαμε προηγουμένως, φαίνεται καθαρά ότι ο χώρος του Σινά ανέδειξε μεγάλους ασκητάς και θεολόγους της Εκκλησίας. Στον χώρο αυτό βιώθηκε μια ζωντανή θεολογία, η οποία, όταν παρουσιάσθηκαν διάφορες αιρέσεις, διατυπώθηκε και σε όρους για να διασφαλίση την ορθόδοξη πίστη, την Αποκάλυψη του Θεού. Ουσιαστικά οι ασκητές του Σινά συντόνιζαν την άσκηση στην δογματική αλήθεια της Εκκλησίας.
Άγγελοι μεταφέρουν το σώμα της αγίας Αικατερίνης στην κορυφή του Σινά, όπου ανακαλύφθηκε άφθαρτο


Τώρα αξίζει να δεις: Όλα τα αποσπάσματα του ίδιου βιβλίου που υπάρχουν στο σχετικό site.

Δυο σύγχρονοι μοναχοί του Σινά δολοφονούνται από δουλέμπορους, γιατί τους αντιστάθηκαν (εδώ).


πηγή

Κυριακή, Νοεμβρίου 27, 2011

Γράμμα απο τον Γέροντα Εφραίμ Αριζόνα

Ιερά Μονή αγίου Αντωνίου 7/1/2010
Ευλογημένη μου ψυχούλα του Κυρίου Ιησού .......( εδώ έγραφε το όνομα)
Υγίαινε και σώτου εν τη μνήμη του Αληθινού Θεού μας.
Εύχομαι να αγωνίζεσαι να σώσεις την καλή σου ψυχούλα. Πρέπει να αγωνιζώμεθα, μνημονεύοντας το Πανάγιον όνομα του Κυρίου μας Ιησού " Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με'' Παναγία θεοτόκε βοήθει μοι" Αυτά τα δύο Πανάγια ονόματα αν τα κρατήσεις γενναία στη ψυχή σου δηλ. νοερώς και στοματικά να τα προσφέρης, θα τύχης μεγάλης βοήθειας στην ασφάλεια της ψυχής σου, της ζωής σου. Οι δαίμονες μόνο έτσι κτυπιούνται και διώκονται από κοντά μας. Θα είσαι οπλισμένη αλλά και ψυχικά χαρούμενη. Να εξομολογήσαι τακτικά και να υπακούης στον πνευματικό σου πατέρα.
Να προσέχεις το στοματάκι σου να μην κατακρίνεις κανένα και να αγαπάς τους εχθρούς σου και να τους προσεύχεσαι. Να κατακρίνεις μόνο τον εαυτόν σου. Να αγαπάς την Εκκλησία, τον εκκλησιασμό. Να νουθετάς τα παιδιά σου και με το παράδειγμα σου. Στην προσευχή σου να προσεύχεσαι για όλο τον κόσμο. Εγγύς το τέλος μας. τα γεγονότα μας πληροφορούν ότι να είμεθα έτοιμοι. Κορούλα μου σε χαιρετώ με πατρική αγάπη και στοργή.
+ Γ. Εφραίμ
==============================================================
Γράμμα 2
Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου 12/7/ 2011
Ευλογημένη ψυχούλα του θεού .............,
Διάβασα τα όσα μου έγραψες. θα σου γράψω μερικές συμβουλές.
Η Ευχή του Ιησού μας ναναι η τροφή, το ποτό, το οξυγόνο και η αναπνοή μας. Δεν γίνεται Ζωή Χριστού μέσα μας, χωρίς το πανάγιον Όνομα Του Ιησού μας. 
Αυτή η προσευχή είναι ατομική βόμβα κατά του διαβόλου, γι αυτό και έχει τόση δυσκολία στην προσπάθεια να την κρατήσουμε στην αναπνοή μας, στην καρδιά μας - με ένα λόγo: Χωρίς Ιησού είμεθα νεκροί ψυχικώς. Επειδή εγώ ζω αυτήν την νεκρότητα της βρώμικης ψυχής μου, σου το γράφω σαν μία μεγάλη αλήθεια και διαπίστωση.
Βίαζε, παιδάκι μου, τον εαυτό σου να προσεύχεται. προσπάθησε να κρατάς τον νου σου από τον μετεωρισμό και διασκορπισμό. Ο διασκορπισμός του νου φέρνει όλη τη σαβούρα της κοσμικής βρωμιάς στην ψυχή μας, με αποτέλεσμα να λερώνεται όλος ο ψυχοσωματικός εαυτός μας και έτσι, η χάρις του θεού να φεύγει από την ψυχή μας και να νοιώθουμε έλεγχο τρανταχτερό στην συνείδησι.
Αγωνίσου να δώχνεις τους κακούς και βρώμικους και υπερήφανους λογισμούς του διαβόλου. Να είσαι πανέτοιμη και ρωμαλέα στον Ζήλο ( τον κατά θεόν) και άκρως νηπτική ώστε μόλις η ψυχή αντιληφθεί πως έφθασαν οι κακές σκέψεις, αυτομάτως να δουλέψει ο νηπτικός μηχανισμός, δηλ. η ετοιμότητα και η μαχητικότητα της ψυχής προς ανατροπή της επιθέσεως με την ευχή, καταστροφή των βρώμικων φαντασιών, και με το πνευματικό μαστίγιο της αυτομεμψίας. Με τέτοια αντιμετώπιση, το αποτέλεσμα θάναι θετικό και σωτήριο.
Την αυτομεμψία, ψυχούλα μου, να την υπεραγαπήσουμε. Να την έχουμε σαν καινούργιο γυαλιστερό μαχαίρι, και τα μάτια μας τετρακόσια, μόλις δούμε να εμφανίζεται η φωτιά της κατάκρισης, αμέσως το σπαθί (στην αυτομεμψία) να κτυπήσουμε τον διάβολο, πριν μας σπαθίσει αυτός να κατακρίνουμε.
Η αυτοκατηγορία είναι ο πρόδρομος της χαριτωμένης και πανέμορφης ταπείνωσης.
"Μάθετε απ΄μένα να είστε ταπεινοί και πράοι κι τότε θα νοιώσετε την ομορφά της αγάπης μου". 
Χωρίς ταπείνωση, σκέτο βρώμικο σώμα, χωρίς ψυχή. Όταν όμως μας αγγίξει η θεοχαρίτωτη ταπείνωση του Ιησού, τότε όλα ευωδιάζουν Ουράνιο μύρον οσφραίνεται η κουρασμένη ψυχούλα μας και δεν ξέρει πως να ευχαριστήση Τον θείον Δοτήρα.
Στην κάθε σου δυσκολία και μπλέξιμο λογισμών τρέχε στον πνευματικό σου, να σε ξεμπλέξει με την εμπειρία του και την φώτηση του. Και μόνον με την εξομολόγηση θα νοιώσεις ελάφρωση και αναπτέρωση.
Με ανύστακτες ευχούλες και αγάπη σε χαιρετώ.
+ Ο ελάχιστος 
Γ. Εφραίμ
Το γράμμα έγινε αντιγραφή από το γνήσιο γράμμα( το γνήσιο είναι γραμμένο με πολυτονική γραφή). Δημοσιεύεται μόνο για τον λόγο να ωφεληθούν και άλλες ψυχούλες , όπως αυτής της αμαρτωλής που το έλαβε.

Η έκφραση της Πρόνοιας του Θεού.(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)

 






Οι πολυποίκιλες εκφράσεις της Πρόνοιας του Θεού φαίνονται σ’ ένα ξεχωριστό θαυμαστό γεγονός που συνέβη στη μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, τον καιρό του οσίου Νεοφύτου, ανιψιού του οσίου Ευθυμίου. Μετά την κοίμηση του Ευθυμίου, ο Νεόφυτος άρχισε να κτίζει μια νέα και μεγαλύτερη εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο τον Θαυματουργό. Κάποτε όμως οι προμήθειές του εξαντλήθηκαν. Τότε ύψωσε τα χέρια στο Θεό και Τον ικέτευσε και ο Θεός τον βοήθησε με έναν εκπληκτικό τρόπο.
Κοντά στη μονή Δοχειαρίου υπήρχε μια χερσόνησος με την ονομασία Λόγγος ή Συκά. Εκεί ο Νεόφυτος είχε ένα μικρό μετόχι κοντά στο οποίο υπήρχε το πέτρινο άγαλμα ενός ανθρώπου, με την εξής αινιγματική επιγραφή: «Αυτός που θα με χτυπήσει στο κεφάλι, θα βρει πολύ χρυσό!». Ήταν πολλοί αυτοί που κτύπησαν το άγαλμα στο κεφάλι, αλλά δεν βρήκαν τίποτε! Χρειάστηκε κάποτε ο Νεόφυτος να στείλει τον Βασίλειο, έναν δόκιμο της μονής, σε κάποια υπόθεση. Έτσι λοιπόν ένα πρωί ο Βασίλειος στάθηκε δίπλα στο άγαλμα και αναρωτιόταν για το νόημα της μυστηριώδους επιγραφής. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανέτειλε ο ήλιος και έριξε τη σκιά του αγάλματος προς τα δεξιά.
Ο Βασίλειος χτύπησε το κεφάλι της σκιάς με μια πέτρα και έσκαψε από κάτω, όπου βρήκε πράγματι ένα δοχείο γεμάτο με χρυσά νομίσματα. Αμέσως έτρεξε και ανέφερε το γεγονός στον ηγούμενο Νεόφυτο.

 Ο ηγούμενος έδωσε οδηγία σε τρεις ενάρετους μοναχούς να πάνε μάζι με τον Βασίλειο, με βάρκα της μονής, στην τοποθεσία και να μεταφέρουν πίσω τα χρυσά νομίσματα. Πράγματι, οι μονάχοι έφτασαν εκεί, φόρτωσαν στη βάρκα το πολύτιμο φορτίο και απέπλευσαν για το ταξίδι επιστροφής τους στη μονή. Όμως, ενώ έπλεαν στη θάλασσα, τους πείραξε ο διάβολος προκαλώντας τους να πάρουν το χρυσάφι για τους εαυτούς τους. Τότε οι έντιμοι αυτοί μοναχοί, παραπλανημένοι από αυτόν, έδεσαν τον Βασίλειο με ένα σκοινί και με μια πέτρα στο λαιμό του τον πέταξαν στη θάλασσα. Τη στιγμή, που καταποντιζόταν στα βάθη της θάλασσας, εμφανίστηκαν ξαφνικά οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ ως δύο περίλαμπροι νεαροί άνδρες και τον άρπαξαν! Αστραπιαία τον έφεραν πίσω στη μονή και τον τοποθέτησαν μπροστά στην Ωραία Πύλη, μέσα στην κλειδωμένη εκκλησία.
Όταν την επόμενη μέρα οι μοναχοί άνοιξαν την πόρτα, βρήκαν τον Βασίλειο να κείτεται καταγής, δεμένος χειροπόδαρα μπροστά στο ιερό. Ο ηγούμενος τον ρώτησε έκπληκτος και αυτός του διηγήθηκε τα θαυμαστά γεγονότα. Ύστερα κατέφθασαν στην εκκλησία οι τρεις εκείνοι μοναχοί. Μόλις τον αντίκρισαν, έμειναν εμβρόντητοι. Ο ηγούμενος τούς τιμώρησε αυστηρά, πήρε το χρυσάφι και με αυτό ολοκλήρωσε την οικοδόμηση της εκκλησίας. Ωστόσο την αφιέρωσε στους αγίους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ και όχι στον άγιο Νικόλαο, όπως αρχικά είχε σχεδιάσει. Γι’ αυτό, ενώ η παλαιά εκκλησία της μονής Δοχειαρίου είναι αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο, η νέα είναι προς τιμήν των αγίων Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» – Νοέμβριος,  εκδ. Άθως

Πώς σώθηκε ένας απελπισμένος

 



Την εποχή που ζούσε ο παπα-Κοδράτος στην Ι.Μ. Καρακάλλου επεσκέφθη το Άγιον Όρος ένας λαϊκός προσκυνητής που ήθελε να εξομολογηθεί τις μεγάλες του αμαρτίες. Πήγε στις Καρυές, στον π.Αβέρκιο που έφτιαχνε κομπολόγια, και ζητούσε επίμονα εξομολόγο.
Ο π.Αβέρκιος θεώρησε καλό να τον στείλει στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου που βρίσκεται κοντά στις Καρυές. Ήταν καλός πνευματικός, αλλά αυστηρός στους κανόνες, που τους έβαζε χωρίς επιείκεια.
Ο άνθρωπος πήγε στο Κουτλουμούσι και εξομολογήθηκε. Επέστρεψε όμως «κάλαμος συντετριμμένος». Χωρίς καμμία διάθεση. Γεμάτος θλίψη και αθυμία.
-Τι έκανες; Εξομολογήθηκες; τον ρώτησε ο π.Αβέρκιος.
-                           Ναι πάτερ, αλλά…
Ο π. Αβέρκιος τον κοίταξε. Ήταν θλιμμένος, κάτωχρος, με μια λύπη που δεν είναι κατά Θεόν, αλλά την φέρνει ο διάβολος για να παγιδεύσει θανατηφόρα τις ψυχές.
-Τι έχεις; Πες μου. Τι σου συμβαίνει;
-Πάτερ, δεν υπάρχει πια για μένα ζωή. Δεν πρέπει να ζω. Θα ήταν προτιμότερο να πνιγώ, είπε με φαρμακερό πόνο.
-Μα γιατί; Δεν εξομολογήθηκες;
-Εξομολογήθηκα, αλλά ο πνευματικός μου είπε πως οι αμαρτίες μου είναι πολύ βαρειές. Δεν ξέρω. Πώς να στο πω; Μ’ έχει φέρει σε απόγνωση.
Όταν άκουσε αυτά ο π.Αβέρκιος και είδε το πνεύμα της λύπης και της απελπισίας να απλώνει ύπουλα το πέπλο του πάνω από την ψυχή του ταλαίπωρου εκείνου ανθρώπου, πιάνει και γράφει ένα γράμμα στον Σεβασμιώτατο Μελιτουπόλεως Ιερόθεο, που ασκήτευε τότε στον Μυλοπόταμο. Εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει, να βρει διέξοδο για την ψυχή αυτή.
Έδωσε το γράμμα στα χέρια του προσκυνητού και , του είπε δυο αδελφικά, ενθαρρυντικά λόγια και του έδειξε τα μονοπάτια που θα τον οδηγούσαν στο ερημικό κελλί του Σεβασμιωτάτου.
Ο Δεσπότης ήταν στον κήπο, όταν πήγε ο προσκυνητής. Φορούσε έναν απλό σκούφο και σκάλιζε.
-Τι θέλεις, αδελφέ μου; είπε στον απελπισμένο άνθρωπο που έφθασε με το γράμμα στο χέρι.
-Θέλω εξομολόγηση Σεβασμιώτατε.
-Άκου, παιδί μου. Εγώ δεν εξομολογώ. Όμως θα σε στείλω σ’ έναν εκλεκτό πνευματικό στην Ι. Μονή Καρακάλλου. Τον λένε παπα-Κοδράτο.
Παίρνει μολύβι και χαρτί, γράφει μια επιστολή στον παπα-Κοδράτο και τον στέλνει στον έμπειρο ιατρό των ψυχών.
Περπάτησε εκείνος στο ανηφορικό μονοπάτι που βγάζει στο Μοναστήρι και σε λίγο έφθασε. Οι πατέρες τον εφίλεψαν, όπως κάνουν σε κάθε επισκέπτη, με πολλή αγάπη και χαρά. Μετά ειδοποίησαν τον Γέροντα.
-Να έρθει στο Ηγουμενείο, παρήγγειλε εκείνος. Εκεί τον δέχθηκε σαν να τον εγνώριζε χρόνια. Με αγάπη. Σαν πατέρας. Κι ο άνθρωπος βιαζόταν να βγάλει το βάρος που τον επίεζε καταθλιπτικά μ’ έναν φόβο πρωτογνώριστο, σχηματισμένο ίσως από την πρώτη δραματική εξομολόγησή του. Έμοιαζε με κυνηγημένο πουλί που είχε μεγάλες πληγές, αλλά πιο μεγάλη αγωνία. Ο διάβολος τον έχει δέσει. Όμως δεν θα χαιρόταν. Η ψυχή του βρισκόταν τώρα πια στα χέρια του Χριστού, στα χέρια του παπα-Κοδράτου, που διέθεταν την τέχνη και την δύναμη να σπάσουν τα δεσμά των αμαρτιών και της απογνώσεως. Ήταν στα χέρια του ιατρού που θα έκανε την εγχείρηση και θα θεράπευε τον τραυματία με την χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Ο προσκυνητής αντίκρυζε στο πρόσωπο του πνευματικού τον άνθρωπο του Θεού και σκιρτούσε από χαρά.
«Είναι κάτι φυσικό-γράφει ο άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος- να βλέπει ο άρρωστος τον ιατρό και να αισθάνεται χαρά. Έστω κι αν δεν λάβει καμμία ωφέλεια από αυτόν. Απόκτησε λοιπόν και συ, ω θαυμάσιε-λέει προς τον ποιμένα- έμπλαστρα, κολλύρια, ποτά, σπόγγους, αναισθητικά, φλεβοτόμα, καυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρια, επιδέσμους. Αν δεν έχουμε αυτά, πως θα φανεί η επιστήμη μας;» (Λόγος προς ποιμένα).
Ο παπα-Κοδράτος ήταν εξοπλισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά όργανα που αποτελούν την αληθινή επιστήμη του ποιμένος.
Ο άρρωστος προσκυνητής επιθυμούσε να γίνει σύντομα η επέμβασις. Ο παπα-Κοδράτος δεν βιαζόταν. Κάθησε κοντά του. Προσπάθησε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα γνωριμίας, φιλίας και εμπιστοσύνης με τον εξομολογούμενο, παρ’ όλο που εκείνος βιάσθηκε να του συστηθεί:
-         Είμαι ένας αμαρτωλός, πάτερ.
-         -Καλά. Μα εγώ σε βλέπω σαν άγγελο του Θεού. Πες μου, έχεις παιδιά; Πότε ήρθες στο Άγιον Όρος; Τι δουλειά κάνεις;
Συζήτησαν αρκετά, ώσπου η ποθητή προετοιμασία έγινε. Μετά έβαλε «ευλογητός».
-         Έλα παιδί μου, του είπε. Βλέπεις αυτή την εικόνα του Χριστού; Μη κρύψεις τίποτε. Όλα τα ξέρει ο Κύριος. Όλα τα βλέπει. Όλα τα ακούει. Κι εγώ είμαι ομοιοπαθής με σένα άνθρωπος. Θάρρος λοιπόν.
Αβίαστα και φυσικά άδειασε και ξεχύθηκε όλο το φαρμάκι κι όλος ο πόνος της καρδιάς του ανθρώπου. Με συντριβή. Χωρίς αμφιβολία για το έλεος του Θεού που τον έβλεπε ολοζώντανο στην μορφή και στο πετραχήλι του γέροντος πνευματικού. Εξομολογήθηκε καθαρά. Μετανόησε ειλικρινά. Έκλαψε. Η ψυχή του, ο λόγος του, η στάσις του, όλα μιλούσαν σαν να απήγγελναν τον 50ο ψαλμό του Δαβίδ, τον ψαλμό της μετανοίας : «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός».
Τι άλλο ζητεί ο φιλάνθρωπος Θεός από τον άνθρωπο; Μετάνοια. επιστροφή. Αυτός είναι ο μοναδικός για τον Παράδεισο. Ο δρόμος που περπάτησε ο τελώνης, η πόρνη, ο ληστής. Αυτόν τον δρόμο άνοιξε ο Κύριος και στην πληγωμένη αυτή ψυχή με την υπεύθυνη πατρική παρουσία του σοφού Του οικονόμου στο ιερό μυστήριο της αφέσεως.
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ο παπα-Κοδράτος όταν άκουσε τον εξομολογούμενο, όταν, ως συνήθως, δάκρυσε μαζί του, κι όταν πια τον συμβούλευσε σκύβοντας επάνω στα τραύματά του με ευσπλαχία, του είπε:
-Είδε ο Θεός, παιδί μου, την μετάνοιά σου και τα δάκρυά σου. Άκου λοιπόν. Σήμερα είναι Μ. Πέμπτη. Όλοι οι πατέρες νηστεύουν για να κοινωνήσουν. Κάθησε κι εσύ εδώ αυτές τις ημέρες. Στο καθαρό και άγιο περιβάλλον της Μονής θα δεις καλύτερα τον εαυτό σου. Θα προσευχηθείς μαζί μας, θα νηστέψεις. Και θα κοινωνήσεις. Θα λειτουργήσω εγώ και θα σε κοινωνήσω. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι. Μηκέτι αμάρτανε».
Η αγαλλίασις του ανθρώπου, μετά το τέλος της εξομολογήσεως, ήταν απερίγραπτη. Όλα τριγύρω έλαμπαν με το φως της ειρήνης, της συγγνώμης, του ελέους του Θεού. Είχε σωθεί. Και η χαρά του παπα-Κοδράτου, που έγινε για άλλη μία φορά σωσίβιο σ’ ένα ναυάγιο της ζωής, ήταν όμοια μ’ εκείνη την χαρά που δοκιμάζει ο Χριστός όταν βρίσκει ένα «απολωλός», όμοια μ’ εκείνο το πανηγύρι που γίνεται στον Ουρανό «επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».
«Κοδράτος ο Καρακαλληνός»
Σύγχρονες αγιορείτικες μορφές

Μορφές πνευματικότητας του σύγχρονου Αθεϊσμού

 




Χρίστου Βασιλειάδη
Θεολόγου-Φιλολόγου.
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΓΚΟΛΠΙΟ

Εισαγωγή

Με τον κατεστημένο τρόπο σκέψης, είναι βέβαια σχεδόν αυτονόητο, ο τίτλος του άρθρου να μοιάζει παράδοξος. Δεν είναι όμως κατά βάθος τέτοιος, παρά μόνο επιδερμικά και φαινομενικά.

Αντίθετα πάντως με την αντίληψη των περισσότερων πιστών, οι καλλιεργημένοι άθεοι της εποχής μας, όσο κι αν είναι ακόμη και υλιστές, κάθε άλλο παρά αρνούνται την ύπαρξη πνεύματος στον άνθρωπο. Οι άθεοί μας, λοιπόν, δείχνουν γενικά αρκετή διάθεση να δεχθούν την περίφημη εκείνη θεωρία του Teilhard de Chardin, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη του σύμπαντος γνώρισε μέχρι στιγμής τρεις κύριες φάσεις: την υλόσφαιραν, τη βιόσφαιραν και τη νοόσφαιραν. Αν, λοιπόν, κάτι αρνούνται οι άθεοι, αυτό μόνον είναι η ύπαρξη αθάνατης ανθρώπινης ψυχής, ικανής δηλαδή να ζήσει μια ζωή χωριστή απ΄ εκείνη του σώματος. Ομως δεν θέτουν γι΄ αυτό το λόγο υπό αμφισβήτηση και την πρωτοτυπία της νοοσφαίρας, ούτε το ότι μόνον ο άνθρωπος, απ΄ όλα τα όντα του σύμπαντός μας έχει πρόσβαση σ΄ αυτή.

Οπωσδήποτε δε κι αυτοί οι άθεοι επίσης θεωρούν ότι οι αλτρουϊστικές, ηθικές, αισθητικές, πολιτισμικές αξίες ανήκουν στη δικαιοδοσία του πνεύματος και ότι μ΄ αυτή τουλάχιστον την έννοια είναι, άρα, οπωσδήποτε πνευματικές.

Πολλοί, λοιπόν, απ΄ τους ίδιους αυτούς ανήγαγαν στον απόλυτο βαθμό τη μια ή την άλλη απ΄ αυτές τις αξίες. Αφιερώνουν μάλιστα συχνά όλες τους τις προσπάθειες, δηλαδή ακόμη και ολόκληρη τη ζωή τους, στην υπηρεσία του ιδανικού τους και φθάνουν έτσι σε μια υψηλή βαθμίδα ηθικής και πνευματικής τελειότητας. Ετσι, λόγου χάριν, διαβάζουμε ότι ο τάδε άθεος, γιατρός της Βόρειας Γαλλίας, δέχθηκε να πειραματισθεί πάνω στον εαυτό του το φάρμακο, απ΄ το οποίο έλπιζε πολλοί ασθενείς να βρουν μεγάλη βοήθεια. Κι αφού έτσι χρειάσθηκε να του ακρωτηριάσουν το ένα πόδι, αυτός συνέχισε με τον ίδιο ζήλο τα πειράματά του, οπότε χάνει στη συνέχεια το άλλο πόδι, αλλά κατόπιν και τα χέρια, για να πεθάνει τελικά μέσα σε αφόρητους πόνους. Και δεν είναι μοναδική η περίπτωσή του, διότι πάμπολλοι επιστήμονες και ερευνητές άθεοι αφιερώνονται ολοκληρωτικά σε προσπάθειες, απ΄ τις οποίες δεν έχουν να περιμένουν κανένα προσωπικό όφελος, τουλάχιστον υλικό. ΄Αλλοι πάλιν άθεοι αφιερώνουν τον εαυτό τους με την ίδια ανιδιοτέλεια αλλά και γενναιοψυχία στην υπηρεσία της επικράτησης της δικαιοσύνης. Έτσι, π.χ. κατά τη ναζιστική κατοχή σε πολλές χώρες, μεταξύ των τυφεκισθέντων αντιστασιακών υπήρχαν όσοι «πίστευαν στον ουρανό», αλλά και άλλοι που δεν πίστευαν εκεί καθόλου. Και στις δυό περιπτώσεις οι εκτελεσθέντες πέθαναν με την ίδια αφοβία και με την ίδια πεποίθηση στην αποτελεσματικότητα της θυσίας τους.

Επομένως, κάθε άλλο παρά καταχρηστικά μπορούμε να κάνουμε λόγο για πνευματικότητα τέτοιων αθέων. Αυτή τους δε η πνευματικότητα είναι, κατά περίπτωση, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή και λίγο - πολύ διατυπωμένη με αξιώσεις ακόμη και θεωρητικά. Και άλλοι μεν αντλούν τα κίνητρα της δράσης και τη δικαίωση της ύπαρξής τους από το Μαρξισμό, άλλοι από τον Υπαρξισμό, κι άλλοι ακόμη και από τη φιλοσοφία του Nietzsche, για να μη κάνουμε λόγο και για την ψυχανάλυση του Freud ή τον επιστημονισμό του Rostand ή του Huxley.

Επομένως, δεν υπάρχει μια μόνο μορφή πνευματικότητας του αθεϊσμού, αλλά βέβαια πολλαπλές, οι οποίες μεταξύ τους διαφέρουν το ίδιο, όπως μεταξύ των θρησκευτικών μορφών πνευματικότητας διαφέρει π.χ. η χριστιανική από τη βουδδιστική ή η ισλαμική από την πολυθεϊστική των Ινδιών.

Οπως, λοιπόν, οι θρησκευτικές μορφές πνευματικότητας έχουν από κοινού την πίστη σε μια υπερβατική αρχή, το ίδιο οι αθεϊστικές συναντώνται σε κάποια βασικά αιτήματα.

Πρώτο απ΄ αυτά είναι βέβαια η άρνηση κάθε υπερβατικότητας και κάθε υπερεμπειρικής πραγματικότητας, στην οποία να οφείλει τάχα να αναφερθεί κατά τη δράση του ο άνθρωπος, κι από όπου να αναμένει επιβράβευση ή καταδίκη για τις πράξεις του. Το άτομο, έτσι, δεν θεωρείται υπεύθυνο παρά μόνο ενώπιον του εαυτού του και μπροστά στους συνανθρώπους του. ΄Ολοι δηλαδή οι άθεοι λίγο - πολύ υιοθετούν ρητά το περίφημο αξίωμα που διατύπωσε ο Karl Marx : «Μπρος λοιπόν, να κατασκευάσουμε το ύψιστο ον απ΄ τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο».

Μέχρι δε πρόσφατα, την πνευματικότητα αυτή όλων σχεδόν των αθέων την εχαρακτήριζε κυρίως η αντίθεσή της προς την κυριαρχούσα θρησκευτική πνευματικότητα της εποχής τους ή μιας κοινωνικής ομάδας.

Έτσι, στα μάτια μεν των τότε συγχρόνων τους και των επίσημων εκπρόσωπων της θρησκείας, έφθασαν να θεωρηθούν άθεοι π.χ. ο φαραώ Akh-el-Athon, «ο μεθυσμένος αυτός από τη θεότητα βασιλιάς», ο Σωκράτης, ο Μωάμεθ, ο Gandhi, αλλά κι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, καθώς και πολλοί απ΄ τους καλλίτερούς του μαθητές, που οι περισσότεροί τους θανατώθηκαν με βασανιστήρια και με την κατηγορία του αθεϊσμού ή της ασέβειας προς το Θεό.

Κοντύτερα δε σε μας και μέσα στο χώρο του Χριστιανικού μας πολιτισμού, πολλοί άνδρες και γυναίκες χαρακτηρίζονταν και κατηγορούνταν σαν άθεοι, μόνο και μόνο επειδή πίστευαν ότι η επικρατούσα θρησκευτική πίστη ήταν το κύριο εμπόδιο στην πραγματοποίηση εκείνου του ιδανικού της δικαιοσύνης, της προόδου και της ελευθερίας, που αποτελεί την ουσία της δικής τους πνευματικότητας.

Άλλωστε, η Εκκλησία δεν είχε συνδέσει τη μοίρα της με τη μοναρχία και τον καπιταλισμό και δεν αντιτέθηκε στην κοινωνική πρόοδο, αλλά και στην επιστημονική έρευνα; Και μόνο τα ονόματα του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου προκαλούσαν βρασμό ψυχής και αγανάκτηση στους παπούδες μας.

Στις μέρες μας πάλιν πολλοί καλλιεργημένοι άθεοι θέλουν να είναι και απόλυτα άθεοι, απορρίπτουν δε όχι μόνο μια συγκεκριμένη θρησκεία, αλλ΄ όλες συλλήβδην ακόμα κι εκείνα τα υποκατάστατα θρησκειών ή μυστικισμών όπως δηλαδή συγκεκριμένα λειτούργησαν, ως γνωστόν, για λογαριασμό της μάζας των απίστων ο κομμουνισμός, ο ναζισμός, ο φασισμός αλλά και ο ίδιος ο καπιταλισμός.

Στα μάτια, λοιπόν, τέτοιων θρησκευτικών υποκατάστατων, το νόημα της ζωής μέσα από τον αγώνα υπέρ μιας ιδεώδους κοινωνίας δεν είναι παρά η μετατόπιση του παλιού εκείνου ονείρου, ενός δηλαδή απραγματοποίητου παραδείσου. Και μέσα στον ίδιον τον αθεϊσμό ήταν που οι οπαδοί του ήθελαν ορισμένως να βρουν τους λόγους και τα κίνητρα για ζωή και ελπίδα.
 
Φωτο από άρθρο για "Εκκλησία αθεϊστών" στο Ντάλλας
Ο αθεϊσμός λοιπόν ώφειλε να μη αποτελεί μια απλή άρνηση των θρησκευτικών δογμάτων, αλλά επιπλέον να επεξεργάζεται και τη δική του αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη, να γίνεται δηλαδή ό,τι λέμε μια θετική πρόταση, αλλά και μια θετική πραγματικότητα. Και είναι μεν ανάγκη να αναγνωρίζουμε ότι μέχρι σήμερα αυτή τουλάχιστον η θέληση για οικοδόμηση ενός θετικού αθεϊσμού, ελεύθερου δηλαδή από κάθε μυστικισμό και προ παντός απ΄ τα υποκατάστατα του τελευταίου αυτού, δεν τήρησε τις υποσχέσεις της. Τα περισσότερα, λοιπόν, έργα τα αφιερωμένα στη δικαίωση του αθεϊσμού εμφανίζονται, αν μη αποκλειστικά, κυρίως όμως σαν κριτική των θρησκειών και των διαφόρων μορφών πίστης. Έτσι, λοιπόν, και ρωτήσει κανείς ένα άθεο το λόγο για τον οποίον είναι άθεος, ο τελευταίος αυτός θα αναφερθεί σχεδόν πάντα στο παράλογο των θρησκευτικών δογμάτων, και στην αδυναμία του να τα θεωρήσει αληθινά, κάθε φορά δηλαδή που δεν περιορισθεί ο ίδιος να καταγγείλει τη μετριασμένη αξία καθώς και την υποκρισία των πιστών που αυτός συμβαίνει να γνωρίζει ή νομίζει ότι γνωρίζει. Είναι λοιπόν φανερό, ότι ένας άθεος που θέλει να δώσει ένα θετικό περιεχόμενο στην ύπαρξή του, είναι υποχρεωμένος και να θεμελιώσει την πνευματικότητά του πάνω σε κάτι άλλο εκτός εκείνου του σχέτου, καθαρού και γνήσιου αθεϊσμού.

Εδώ, εξ άλλου, δεν υπάρχει και τίποτε που να μπορεί να μας καταπλήξει : Η απλή δηλαδή στέρηση ή άρνηση κάποιου πράγματος - και στην περίπτωση αυτή του Θεού - δεν μπορεί να επαρκέσει για να θεμελιώσει μια πνευματικότητα.

Η έκταση, έπειτα, του σύγχρονου αθεϊσμού είναι ένα απ΄ τα χαρακτηριστικά του, τουλάχιστον στις χώρες, όπου επικρατεί ο Χριστιανικός πολιτισμός. Διότι δεν αποτελεί πλέον εκείνος το χαρακτηριστικό μόνο κάποιων ατόμων, που είναι τρόπον τινά οι γνωστοί σαν οι αφορισμένοι, δηλαδή αποκομμένοι απ΄ την κοινωνία, ούτε και το προνόμιο μιας μειονοψηφίας, που όπως π.χ. τον 18ο αιώνα, θα εθεωρείτο ιδιαίτερα διαφωτισμένη. Ο αθεϊσμός έγινε τώρα ο κλήρος, αν μη της πλειονότητας των συγχρόνων μας, τουλάχιστον ενός μεγάλου ποσοστού των τελευταίων αυτών. Και τείνει να γίνει ο γενικός κανόνας της κοινωνικής ζωής.

Ενέχει πάντως ιδιαίτερη σημασία το να μη θεωρήσουμε σαν οπαδούς αυτής της αθεϊστικής πνευματικότητας και τη μάζα όσων στη ζωή τους η πίστη στο Θεό δεν έχει καμία θέση: αυτοί γενικά δεν έχουν βέβαια ούτε άθεη αλλ΄ ούτε και θρησκευτική πνευματικότητα, αφού οι πόρτες της νοόσφαιρας δεν έχουν ακόμη ανοίξει μπροστά τους.

Στις μέρες μας, λιγότερο από άλλες θλιβερές εποχές, η άθεη πνευματικότητα θεωρεί τον εαυτό της υποχρεωμένο να καταπολεμάει το Χριστιανισμό - είτε στο όνομα των φώτων του λογικού είτε σ΄ εκείνο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αλλ΄ επίσης και κάθε επιστήμονας ξέρει ότι σήμερα πλέον είναι πολυάριθμοι οι εξέχοντες εκείνοι σοφοί, που πιστεύουν στο Θεό και αποτελούν μέρος των ένθερμων πιστών του ποιμνίου μιας εκκλησίας, η οποία ούτε βέβαια πλέον τους καταδικάζει, ούτε πια δυσπιστεί σ΄ αυτούς.

Έτσι π.χ. και οι αγωνιστές υπέρ της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, απ΄ την πλευρά τους, γνωρίζουν όλοι τους ότι υπάρχουν ένθερμοι Χριστιανοί, που, όπως κι αυτοί, αφιερώνονται με τον ίδιο ζήλο στους ίδιους ιερούς σκοπούς. Όλοι μας επίσης ξέρουμε ότι σήμερα τόσο το πνεύμα της ελευθερίας όσο και της ανεξιθρησκείας βρίσκει όλο και λιγότερη αντίσταση μέσα στους κόλπους των εκκλησιών.

Επομένως, η άθεη πνευματικότητα τείνει επί τέλους από αρνητική να γίνει θετική με την έννοια ότι αντί να αποτελεί απλή άρνηση του χριστιανικού κόσμου των αξιών, προσπαθεί αυτή η ίδια να αποβεί εκείνος ο κόσμος αξιών, ο οποίος μπορεί θαυμάσια να εναρμονισθεί κατά ένα τρόπο τουλάχιστον μερικό με τον κόσμο αξιών του Χριστιανισμού.
Άριστη μελέτη για το φαινόμενο της αθεΐας

Εξ άλλου, η παρατηρούμενη εξέλιξη και του ελευθεροτεκτονισμού, ιδίως στις δυτικές χώρες έχει σ΄ αυτό το σημείο ιδιαίτερη σημασία.

Έτσι, ενώ κατά τον 18ον και 19ον αιώνα ο τελευταίος αυτός καταπολεμούσε την εκκλησία εξ αιτίας της κοσμικής της εξουσίας, της εχθρότητάς της προς το διαφωτισμό της λογικής και της κοινωνικής προόδου, και ενώ τότε ήταν περισσότερο αντικληρικαλιστικός παρά άθεος ο ελευθεροτεκτονισμός και απέρριπτε μεν τον καθολικισμό αλλ΄ εξακολουθούσε να ομολογεί πίστη εις το Θεό, δηλαδή στον Ιησού Χριστό, μόλις όμως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν που οι ελευθεροτέκτονες συγκρούσθηκαν με όλα τα δόγματα του Χριστιανισμού, αρνήθηκαν την ύπαρξη του Θεού, και βέβαια και τη θεότητα του Χριστού.

Συνέχιζαν πάντως αυτοί να θεωρούν ζήτημα τιμής τους την τήρηση των κύριων ηθικών απαιτήσεων του Χριστιανισμού με την ίδια αυστηρότητα με όση τις τηρούσαν οι άριστοι μεταξύ των πιστών, έχοντας την αξίωση ότι έτσι αποδεικνύουν ακριβώς άχρηστη την «υπόθεση για ένα Θεό» αναφορικά πάντα με την κοινωνικότητα και την εντιμότητα του ανθρώπου.

Σήμερα πια η πλειονοψηφία των ελευθεροτεκτόνων, και κυρίως οι νέοι, δεν δείχνουν καμιά εχθρότητα κατά του Χριστιανισμού. Συχνά μάλιστα έχουν φίλους μεταξύ των πιστών και δεν αρνούνται γενικά να τελέσουν ακόμη και το γάμο τους στην εκκλησία τουλάχιστον «για να κάνουν το χατήρι της πεθεράς τους» και να μη τη λυπήσουν ή και δεν θα έβλεπαν πάλιν τίποτε το ανάρμοστο στην παρουσία π.χ. θρησκευόμενων μέσα στις μασονικές στοές.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι ελευθεροτέκτονες έπαυσαν να είναι άθεοι. Αντίθετα μάλιστα, είναι άθεοι κατά τρόπο ριζοσπαστικότερο εκείνου των προγενέστερών τους, οι οποίοι μάλιστα, για να δείξουν χονδροειδώς την αθεΐα τους, έτρωγαν επίτηδες και επιδεικτικά τη Μεγάλη Παρασκευή λουκάνικα και θεωρούσαν ότι θίγονταν η αξιοπρέπειά τους με το να παρευρεθούν, έστω από λόγους κοινωνικής αβροφροσύνης και ευγένειας, σε κάποια θρησκευτική τελετή.

Στους σημερινούς πάντως ελευθεροτέκτονες, επίσημα τουλάχιστον, δεν τίθεται καν πλέον ζήτημα θρησκευτικό. Στην δε ιδιωτική και δημόσια διαγωγή τους δεν αναφέρονται καθόλου στις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής ηθικής. Αλλού δηλαδή είναι που αναζητούν την αιτιολόγηση, τη δικαίωση και το λόγο ύπαρξής τους.

Μορφές αθεϊστικής πνευματικότητας
 

(Μέρος Β΄)

Η πνευματικότητα του σύγχρονου αθεϊστικού ορθολογισμού


Λούντβιχ Φόυερμπαχ
Όλοι οι δάσκαλοι της αθεϊστικής πνευματικότητας την απιστία τους, ως γνωστόν, τη θεωρούν θεμελιωμένη στο ίδιο το λογικό. Και κριτικάρουν μεν τη θρησκευτική πίστη από άποψη ιστορίας και επιστημών της φύσης. Ακόμη δε και φιλοσοφίες τόσο αντιορθολογιστικές, όπως του Nietzsche και του Sartre θεωρούν αποδεδειγμένο πια και ανεπίδεκτο αντίρρησης το ουσιώδες εκείνο μέρος των κριτικών του Feuerbach, του Marx καθώς και άλλων «επιστημονικών» αντιπάλων της θρησκείας. Στην πραγματικότητα όμως λίγοι σήμερα είναι οι καλλιεργημένοι άθεοι, που είναι τέτοιοι για λόγους αυστηρά ορθολογικούς. Τα ορθολογιστικά αντιθρησκευτικά επιχειρήματα δεν τους φαίνονται πια και τόσο δόκιμα παρά μόνο για τα υπαρξιακά κίνητρά τους προς απιστίαν. Οι άθεες, λοιπόν, μορφές πνευματικότητας, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες, αποτελούν μίγμα ορθολογικού και συναισθηματικού στοιχείου, με γενική την υπεροχή του συναισθηματικού.

Η δε διαφορά ανάμεσα στις άλλες άθεες και στην κυρίως ορθολογιστική πνευματικότητα συνίσταται στο ότι οι πρώτες δεν ασχολούνται τόσο με την ίδια την αλήθεια, όσο με κάποιες άλλες ανθρώπινες αξίες, που θεωρούνται ότι τις αρνείται ή τις απειλεί η θρησκεία, ενώ η δεύτερη διακηρύττει τον εαυτό της ιδιοκτήτη της αλήθειας και κάτοχο της διανοητικής πια βεβαιότητας περί του ψεύδους της θρησκείας, κάθε δηλαδή θρησκείας.

Είναι δε γνωστόν, ότι το 18ο και το 19ο αιώνα η πνευματική ζωή της μεγίστης πλειονοψηφίας των αθέων διακήρυχνε ορισμένως ότι είναι ορθολογιστική. ΄Ετσι, στο όνομα αυτού του ορθολογισμού τόσο οι μνημονευθέντες ελευθεροτέκτονες όσο και άλλοι «φιλελεύθεροι» αγωνίζονταν κατά της επιρροής της Εκκλησίας και υπέρ της λαϊκοποίησης των σχολείων και άλλων δημοσίων θεσμών. Η επιστήμη εθεωρείτο τότε συνώνυμη των φώτων ενώ αντίστοιχα η θρησκεία, του σκοταδισμού. Και ενώ οι πιστοί πιάνονταν από αρχαίες βεβαιότητες - συμπεριλαμβανομένης της φυσικής του Αριστοτέλη και της αστρονομίας του Πτολεμαίου, - όσοι όμως προσχωρούσαν με ενθουσιασμό στις ανοιχτές προοπτικές της μοντέρνας επιστήμης, θεωρούσαν καθήκον τους να διακόψουν όχι μόνο με την αρχαία κοσμολογία και φυσική, αλλ΄ εξίσου και με τη θρησκεία, η οποία τόσο σ΄ αυτούς όσο και στους ίδιους τους πιστούς φαινόταν αχώριστη απ΄ αυτή την κοσμολογία και φυσική.

Αυτή δε η κοινή, δηλαδή η αμφίπλευρη πεποίθηση για μια ριζική αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και την επιστήμη παρατάθηκε σχεδόν μέχρι περίπου το 1930. Και η σπουδή της φιλοσοφίας ακόμη δε περισσότερο των φυσικών επιστημών εθεωρείτο επικίνδυνη, αν όχι θανάσιμη, για την πίστη τόσο στα μάτια των πιστών όσο και των απίστων.

Οι δάσκαλοι λοιπόν του αθεϊσμού θεωρούσαν τον εαυτό τους ικανό και επιφορτισμένο με την αποστολή να απαλλάξει, αποδεσμεύσει και απελευθερώσει τα νεανικά πνεύματα που ήθελαν να νοιώθουν ότι ξεπερνούν όλες εκείνες τις επιβιώσεις των αρχαίων δεισιδαιμονιών. Και πολλοί ήταν αυτοί που έχασαν τότε την πίστη τους, ακριβώς δηλαδή κατά τη διδασκαλία της φιλοσοφίας. Σήμερα πια οι φιλοσοφικές σπουδές έχασαν, εν πολλοίς, τον χαρακτήρα τους σαν θανάσιμου κινδύνου για την πίστη.

Πολυάριθμοι, εξ άλλου, στις μέρες μας είναι οι επιστήμονες εκείνοι και οι διάσημοι φιλόσοφοι που ομολογούν αυθόρμητα και από μόνοι τους τη θρησκευτική πίστη.

Εν τούτοις, ο κυρίως ορθολογιστικός αθεϊσμός δεν έχει εξαφανισθεί ολότελα απ΄ τη σκηνή της σύγχρονης σκέψης. Πάντα έχει οπαδούς και μέσα στην πνευματική ζωή αυτής της εποχής παίζει ένα ρόλο που δεν μας επιτρέπεται ούτε να υποτιμήσουμε, ούτε και να αγνοήσουμε.

Πάντως, οι άθεοι ορθολογιστές, με σχεδόν σπάνιες εξαιρέσεις, αποδείχνονται σήμερα πολύ λιγότερο δογματικοί και επομένως πιο λίγο σίγουροι για τους εαυτούς τους παρά παλαιότερον. Σπανίζουν δε και όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένη αλλά και ελεύθερη βάσει μόνο των νόμων του λογικού. Οι περισσότεροί τους, εξ άλλου, είναι μάλλον αγνωστικιστές παρά άθεοι. Δεν βεβαιώνουν δηλαδή την ανυπαρξίαν του Θεού και κάθε υπερφυσικής τάξης, αλλά περιορίζονται να κάνουν απλώς την παρατήρηση ότι πουθενά δεν βλέπουν καμιά επιστημονική απόδειξη για το Θεό.

Έτσι σαν οι εξοχότεροι εκπρόσωποι αυτής της ορθολογιστικής πνευματικότητας λόγου χάριν στη σύγχρονη Γαλλία πρόβαλαν ο συγγραφέας Jean Guéhenno [φωτο] και ο βιολόγος Jean Rostand. Στο πρόσωπο κυρίως του τελευταίου αυτού πολλοί νέοι διανοούμενοι βρήκαν το πρότυπο και ίνδαλμά τους. Όμως, έχει ιδιαίτερη σημασία το ότι ο ίδιος αυτός, ο κυριότερος δηλαδή δάσκαλος της ορθολογιστικής πνευματικότητας, ομολογεί ότι οι δικές του πεποιθήσεις δεν αποτελούν στην ουσία τους παρά άλλες μορφές «πίστης». Στο βιβλίο του δε με τίτλο : «Αυτό που πιστεύω», γράφει : «Ομολογώ ότι αναφορικά με κάποιες απ΄ τις γνώμες μου, δοκίμασα αμηχανία να τις δικαιολογήσω λογικά, και μάλιστα αυτές, στις οποίες είμαι περισσότερο προσκολλημένος και ιδιαίτερα βασισμένος». Γράφει επίσης : «Μέσα στα εσώψυχα και ενδόμυχά μου δεν δέχομαι ότι και όσοι πιστεύουν διαφορετικά από μένα έχουν λιγότερο ορθή κρίση και δεν λησμονώ πόσο εύθραυστες είναι γενικά οι γνώμες μας σαν ανθρώπων και πόση σχετικότητα τις χαρακτηρίζει». Αυτή η γλώσσα, που τη διακρίνει ταπείνωση, μετριοπάθεια όσο και σχετικότητα φαίνεται, αλήθεια, τόσο διαφορετική απ΄ εκείνη, που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι του αθεϊστικού ορθολογισμού άλλοτε, όπως π.χ. ο Renan, o Taine ή και ο Alain. Μπορεί δε αυτή ορθά και ακριβοδίκαια να θεωρηθεί χαρακτηριστική της νοοτροπίας των επιστημόνων της εποχής μας.

Ο Jean Rostand, επίσης, κάθε άλλο παρά πιστεύει ότι ο ορθολογιστικός αγνωστικισμός, που κατ΄ αυτόν είναι η μόνη νόμιμη επιστημονικά στάση απέναντι στο θρησκευτικό πρόβλημα, διαλύει την ηθική ή δίνει έδαφος για απελπισία ή και για αναρχία. Ο ίδιος δε, απ΄ την άλλη, δεν συμμερίζεται καθόλου τη γνώμη των μαρξιστών και άλλων κοινωνιολόγων, σύμφωνα με την οποία η ηθική είναι λίγο πολύ μια αυθαίρετη δημιουργία της κοινωνίας, η οποία και νοιάζεται για την αυτοσυντήρησή της μέσω αυτής της ηθικής.

Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, η ηθική έχει πολύ βαθειές και μάλιστα βιολογικές ρίζες, σε μόνη δε την ίδια την πράξη της ζωής υπάρχει ό,τι απαιτείται για την υπέρβαση ακριβώς της εγωιστικής εκείνης φιλαυτίας απ΄ την οποίαν βασικά και υποφέρει η ανθρωπότητα, διαπιστωμένα πια.

Ο Rostand, λοιπόν, είναι άθεος όχι γιατί τάχα απέδειξε την ανυπαρξία του Θεού, αλλά γιατί βλέπει ότι τίποτε στο επιστημονικό επίπεδο, το μόνο, κατ΄ εκείνον, έγκυρο και με αρμοδιότητα, δεν θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τη θρησκευτική διδασκαλία.

Είναι, λοιπόν, αυτονόητο, τόσο γι΄ αυτόν όσο και για όσους μένουν πιστοί στον ορθολογισμό, ότι μόνη η επιστημονική γνώση είναι ικανή να προσεγγίσει την αλήθεια, κι όταν ακόμα δεν πρόκειται παρά για εκείνη την κλασματική αλήθεια που, ως γνωστόν, θηρεύει η επιστήμη γενικά.


Η αθεϊστική μαρξιστική πνευματικότητα

Η αντιπροσωπευτικότερη όμως απ΄ όλες τις μορφές αθεϊστικής πνευματικότητας της εποχής μας είναι αναμφισβήτητα ο μαρξιστικός κομμουνισμός. ΄Εχει δε αυτός τα δόγματά του, τη δική του ηθική, τη λειτουργία του και εφοδιάσθηκε με τέτοια διοργάνωση, που πολλοί αρέσκονται να υπογραμμίζουν τις ομοιότητές της μ΄ εκείνην της καθολικής Εκκλησίας: με ιεραποστολική δηλαδή προπαγάνδα, με ιερά εξέταση, με συνόδους, με πίνακα απαγορευμένων βιβλίων, κ.λπ.

Η δε ψυχολογική ανάλυση πούγινε στον ίδιο τον Karl Marx και τους κύριους μαρξιστές δεν αφήνει καμία αμφιβολία πια για την καθαρά συναισθηματική υφή του αθεϊσμού τους. Σε αντίθεση δηλαδή μ΄ ό,τι πολλοί οπαδοί τους πιστεύουν, η συνεισφορά εκ μέρους του ίδιου του μαρξισμού στην ορθολογιστική κριτική της θρησκείας έχει πολύ λίγη σημασία, σπουδαιότητα και βαρύτητα. Κι αυτό διότι ο μαρξισμός συγκεκριμένα ιδιοποιήθηκε ουσιαστικά την εφαρμογή στο θρησκευτικό τομέα της εξελικτικής εκείνης θεωρίας της αλλοτρίωσης, που είχε ήδη διατυπώσει ο Feuerbach.

Ετσι, λοιπόν, στα πρώτα του γραπτά, ο Karl Marx μιλάει βέβαια με ενθουσιασμό και σχεδόν με λυρικό θαυμασμό για εκείνον τον Προμηθέα της μυθολογίας, που, ως γνωστόν, προσδεμένος σ΄ ένα βράχο διεκήρυσσε την περιφρόνησή του στους τιμωρούς του θεούς. Ο Marx δηλαδή βλέπει εδώ το σύμβολο εκείνου του ανθρώπου, που θέλει να πραγματώσει τον εαυτό του και που απευθύνει πρόκληση στους θεούς, οι οποίοι φαίνονταν να θέλουν να υποκαταστήσουν τον άνθρωπο αδρανοποιώντας και εκμηδενίζοντάς τον έτσι.

«Προτιμώ νάμαι προσδεμένος σ΄ αυτό το βράχο, κραυγάζει ο Προμηθέας, παρά να είμαι ο υπηρέτης του Δία πατέρα!». Επομένως, λοιπόν, αφ΄ ότου οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πλήρως την ατομικότητά τους, οφείλουν να θέλουν να θραύσουν όλες τις αλυσίδες που δεσμεύουν την ελευθερία τους και μειώνουν την αξιοπρέπειά τους.

Σιγά - σιγά πάντως ο μαρξιστικός αυτός αθεϊσμός προσλαμβάνει ένα χαρακτήρα ειδικότερα πολιτικό και θέλει παράλληλα και συγχρόνως τον εαυτό του αυστηρά «επιστημονικό».

Αλλ΄ ακόμη κι όπως είναι σήμερα αυτός, αποδεικνύεται ότι συνεχίζει την προμηθεϊκή εκείνη εξέγερση και του νεαρού τότε μαθητή του Hegel, μια εξέγερση δηλαδή που ρίχνει τις ρίζες της βαθιά στον ασυνείδητο ψυχισμό αυτού του μαθητή, δηλαδή αυτού του ίδιου Marx, γυιού ενός φιλελεύθερου εβραίου της Ρηνανίας, πούγινε Χριστιανός περισσότερο από ιδιοτέλεια ελπίζοντας, με απατηλή ελπίδα, να ξεφύγει έτσι απ΄ τη μοίρα του σαν εβραίου.

Η κεντρική πάντως πρόταση του μαρξιστικού αθεϊσμού είναι και παραμένει η κατάλυση της θρησκευτικής αλλοτρίωσης.

Κ. Οπρισάν, ο φιλόσοφος & μάρτυρας 
στην κομουνιστική Ρουμανία
Πρόκειται συγκεκριμένα για ιδέα δανεισμένη απ΄ τον Feuerbach, αλλά που μέσα στη μαρξιστική πνευματικότητα κατέχει θέση άπειρα σπουδαιότερη παρά στις μάλλον αφηρημένες θεωρήσεις, που κάνει εκείνος, γνωστός σαν ο συγγραφέας της «Ουσίας του Χριστιανισμού». Ο μαρξισμός δηλαδή ακολουθώντας τον Feuerbach διδάσκει, ότι ο άνθρωπος δεν τολμά να ιδιοποιηθεί ακριβώς ό,τι το υψηλότερο υπάρχει μέσα στη δική του φύση. Το προβάλλει, λοιπόν, πάνω σε μια απατηλή πραγματικότητα, που την ονομάζει Θεό. Και αυτό δε που τελικά προέχει είναι να μάθουμε στους ανθρώπους να εκμεταλλεύονται αυτό το καλλίτερο μέρος του εαυτού τους, που το αλλοτριώνει ακριβώς η θρησκεία. Απ΄ τους κύριους δε, αν μη ο κυριώτερος, σκοπούς της κοινωνικής επανάστασης είναι, ακριβώς να επιτρέψει και διευκολύνει αυτή την ποθητή εκμετάλλευση απ΄ τον άνθρωπο της συνολικότητας της αληθινής ουσίας του.

Η θρησκευτική δε αλλοτρίωση στον ορθόδοξο μαρξισμό παρουσιάζεται σαν η πηγή και η μήτρα όλων των άλλων αλλοτριώσεων - και έτσι φαίνεται αληθινό το ότι ο μαρξισμός είναι λιγότερο μια κοινωνική και οικονομική ιδεολογία παρά μια μεταφυσική.

Ο Μαρξισμός, έπειτα, δεν αμφισβητεί ούτε και την σχετική τελειότητα ή και την ανωτερότητα του Χριστιανισμού σε σχέση δηλαδή με άλλες θρησκείες. Ακριβώς όμως : όσο πιο τέλειο συλλαμβάνει κανείς το Θεό, τόσο μεγαλύτερη θα προκύψει και η αντίστοιχη και συνοδευτική αλλοτρίωση που υφίσταται ο άνθρωπος. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι ο μαρξιστικός κομμουνισμός θεωρεί ότι πρέπει ο ίδιος να καταπολεμάει το Χριστιανισμό με πολύ μεγαλύτερη βία απ΄ ό,τι τις άλλες θρησκείες. Και ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο δείχνεται ακόμα πιο εχθρικός ειδικά κατ΄ εκείνου του Χριστιανισμού, που εξακολουθεί να μένει πιστός στη γνήσια ευαγγελική έμπνευση παρά εναντίον του άλλου, του συμβατικού ή συμβιβασμένου Χριστιανισμού που ασπάζονται δηλαδή οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι «νομιμόφρονες» στοχαστές του.

Ο Feuerbach στο έργο του «Η ουσία του Χριστιανισμού» γράφει: «Αν η θειότητα της φύσης είναι το θεμέλιο όλων των θρησκειών, συμπεριλαμβανομένου του Χριστιανισμού, η θέωση όμως του ανθρώπου αποτελεί τον τελικό τους σκοπό. Η δε μεγάλη καμπή της ιστορίας θα είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή, που ο άνθρωπος θα συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος Θεός του ανθρώπου, δηλαδή ο μόνος Θεός για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος : Homo homini Deus (= ο άνθρωπος προς τον συνάνθρωπόν του είναι Θεός). Βέβαια ένα τέτοιο λεκτικό μοιάζει να σοκάρει, να ηχεί παράταιρα, κακόφωνα και παράφωνα, αφού φαίνεται υπερβολικά θρησκευτικό για ένα μαρξιστικό αθεϊσμό, ο οποίος πάση θυσία θέλει να είναι και να παραμένει αμόλυντος από τον ρύπον της θρησκείας και με καθαρότητα υλιστική σαν δηλαδή παρθενικός υλισμός. Αλλά διαδηλώνοντας ο μαρξισμός μαζί με τον ίδιο τον Karl Marx, ότι ο άνθρωπος είναι εκείνος που οφείλει να γίνει για τον άνθρωπο το ύψιστο ΄Ον, δίνει έτσι στον εαυτό του σαν επιδίωξή του την ίδια εκείνην του Feuerbach.

Και επειδή για το Μαρξισμό η θρησκεία αποτελεί την αιτία αλλά και το αποτέλεσμα της πολιτικής και οικονομικής αλλοτρίωσης, ο επαναστατικός αγώνας πρέπει να διεξαχθεί ταυτόχρονα και στα δύο μέτωπα, δηλαδή το θρησκευτικό και το πολιτικο - οικονομικό.

Για λόγους όμως τακτικής, μπορεί βέβαια κανείς να τονίσει άλλοτε την αντιθρησκευτική πάλη, και άλλοτε τον αντικαπιταλιστικόν αγώνα. Και μ΄ αυτή την ευκαιρία, θα είναι δυνατό στο Μαρξισμό, πάντα κατά περίπτωση, να συμμαχεί με τους «φιλελεύθερους αθέους» - εκ τούτου δε προέρχεται και η τακτική του «λαϊκού μετώπου».

Άλλοτε πάλιν θα κάνουν οι μαρξιστές έκκληση στις προοδευτικές χριστιανικές δυνάμεις, προκειμένου να καταπολεμήσουν εκείνο το μορμολύκειόν τους, δηλαδή τον καπιταλισμό : Εκ τούτου προκύπτει και η γνωστή πολιτική τους της «τεταμένης χειρός» προς τους πιστούς. Ποτέ όμως δεν ξεφεύγει απ΄ το οπτικό πεδίο του μαρξιστικού κομμουνισμού ότι εδώ πρόκειται για απλούς χειρισμούς και για τακτική και μόνο, που τους υπαγορεύει η μοναδική και πάντα ίδια στρατηγική του Μαρξισμού.

Ό,τι στην προσπάθειά του να καθορίσει τη δική του αντίληψη περί ανθρώπου και άρα τη δική του πνευματικότητα, επιρρίπτει ο Μαρξισμός στη θρησκεία και ιδιαίτερα στο Χριστιανισμό, είναι η υποτιθέμενη εχθρότητα, που ο τελευταίος αυτός τρέφει κατά της φύσης του ανθρώπου.

Γράφει, λοιπόν, ο Μαρξ : «Ο Χριστιανισμός θέλησε να μας ελευθερώσει από την κυριαρχία της σάρκας και από τις επιθυμίες μας, για το μοναδικό λόγο ότι τις θεωρεί σαν πράγματα ξένα σε μας τους ίδιους. Θέλησε δηλαδή να μας απαλλάξει απ΄ τις απαιτήσεις της φύσης μας, γιατί πίστευε, ότι η φύση μας δεν μας ανήκει». Γράφει επίσης : «Ο αγώνας κατά της θρησκείας συνεπάγεται, κατά μια κάποια αντανάκλαση, εκείνον κατά ενός κόσμου, για τον οποίο η θρησκεία αποτελεί το πνευματικό άρωμα». Απ΄ αυτό έπεται ότι ούτε συμβιβασμός ούτε ανεκτικότητα επιτρέπονται στις σχέσεις Μαρξισμού - Χριστιανισμού. Τόσον ο Μαρξ όσον και ο μαθητής του Λένιν διακήρυξαν βέβαια, ότι η θρησκεία πρέπει να θεωρείται «ιδιωτική υπόθεση», αλλά πρόκειται σ΄ αυτήν την περίπτωση για διεκδίκηση πάντα και μόνο μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας, όπου στα χρόνια τους η θρησκεία απολάμβανε γενικά πολυάριθμα δημόσια προνόμια. ΄Ομως ούτε στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κόμματος, ούτε και στους κόλπους του κομμουνιστικού κράτους εθεωρείτο η θρησκεία ιδιωτική υπόθεση. Κι αυτό διότι πράγματι, ο Κομμουνισμός δεν είναι απλά μια νέα φιλοσοφία της γνώσης, αλλά αναλαμβάνει το έργο της ριζικής μεταμόρφωσης του κόσμου και του ανθρώπου.

Δεν θα του ήταν, λοιπόν, δυνατόν, όπως σ΄ εκείνους τους αθεϊσμούς του 18ου αιώνα, να περιορισθεί στην απλή καταγγελία του μάταιου και απατηλού χαρακτήρα της θρησκείας.

Η κριτική επί της θρησκείας πρέπει κατ΄ ανάγκην να γίνει και κριτική της κοινωνικής τάξης, που η θρησκεία της στα μάτια του Μαρξ θεωρείται το θεμέλιόν της κι αυτό γιατί μόνο μ΄ αυτή την προϋπόθεση μπορεί ο άνθρωπος να απαλλαγεί απ΄ τις αυταπάτες και να συμπεριφερθεί «σαν ώριμο και λογικό άτομο».

Τόχουμε πει κι όλας : «Η από κοινού φιλοδοξία όλων των σύγχρονων μορφών αθεϊστικής πνευματικότητας είναι η ποθητή εκείνη, όσο και νοσταλγική εξύψωση του ανθρώπου, κάτι δηλαδή που την εμφάνισαν σαν να προϋποθέτει τη ρήξη όλων των δεσμών, που αυτός στη διάρκεια της μακράς εξελικτικής διαδικασίας είχε σφυρηλατήσει συγκεκριμένα με την υπερβατική θεότητα. Εξ άλλου, ούτε οι μαρξιστές ούτε και οι οπαδοί πολλών άλλων μορφών άθεης πνευματικότητας αμφισβητούν ότι τόσον η θέληση για ελευθερία, όσον και η αξιοπρέπεια του μοντέρνου ανθρώπου σε σημαντικό μέρος της αποτελεί ομολογουμένως έργο του ίδιου του Χριστιανισμού».

Αλλά, κατά τους ίδιους, ο Χριστιανισμός δεν υπήρξε παρά μια μόνο «στιγμή» μέσα στο διαλεκτικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Σαν τέτοιος, δηλαδή, θεωρείται αυτός ότι κατά το παρελθόν προσέφερε μεν αυθεντικές υπηρεσίες. ΄Ομως και μόνον ο ισχυρισμός του ότι αποτελεί την απόλυτη και οριστική εκείνη αλήθεια, την προσαρμοσμένη δηλαδή σ΄ όλες τις εποχές και συνθήκες ύπαρξης, θεωρείται ότι αποτελεί εκείνη την κατασκευή απ΄ τον ίδιο το Χριστιανισμό μιας οπωσδήποτε συντηρητικής και αντιδραστικής δύναμης, προπαντός δηλαδή απ΄ τη στιγμή που οι πραγματικές συνθήκες ύπαρξης της ανθρωπότητας έχουν ήδη αλλάξει ριζικά.

Βέβαια, ο Μαρξισμός κονταροκτυπιέται και με τους εφημέριους - υπερασπιστές των χρηματοκιβωτίων και με τους πάπες - όργανα του ιμπεριαλισμού, αλλά εδώ δεν πρόκειται παρά για προπαγάνδα, που στοχεύει στην άγρευση των αγραμμάτων και την απόσπασή τους απ΄ την επιρροή της θρησκείας. Στην πραγματικότητα, τη θρησκεία σαν τέτοια και μάλιστα καθαυτήν είναι που, και με τις αγνότερές της προθέσεις, μορφές και πραγματώσεις και προ παντός μάλιστα τότε ακριβώς είναι που τη θεωρεί ο Μαρξισμός σαν ολέθρια αλλοτρίωση της ανθρώπινης ουσίας.

Συνέβη δε μάλιστα, βάζοντας αρκετό νερό στο κρασί τους, και το εξής φαινομενικά παράδοξο και οπωσδήποτε αντιφατικό αλλά διαφωτιστικό : να μιλούν δηλαδή οι επί κεφαλής του σοβιετικού κράτους - και με κάποιο θαυμασμό για τις πραγματώσεις ακόμη και του καπιταλισμού και αυτού του ίδιου του τσαρισμού. Έτσι π.χ. ο ίδιος ο Στάλιν, στην τελευταία φάση της ζωής του ευχαρίστως θεώρησε τον Ιβάν τον Τρομερόν καθώς και το Μεγάλο Πέτρο σαν τους προδρόμους του αλλά και ο Μάο-τσε-τουγκ δεν πήγε πίσω σ΄ αυτήν την επίδοση, όταν εξήρε εκείνο το μεγαλείο του Τζέγκις Χαν. Όλως διόλου όμως αντίθετα, όταν συγκεκριμένα πρόκειται για τη θρησκεία, τότε είναι που κάθε ηρεμία και γαληνότητα εξαφανίζεται απ΄ τον κομμουνιστή και ό,τι μιλάει μέσα του είναι μόνο μίσος και περιφρόνηση γι΄ αυτήν, κάτι που μαρτυρεί φανατισμόν και έλλειψη υπεύθυνης σχετικής πληροφόρησης. Κατά την κρίση μάλιστα του Λένιν, και αυτός ακόμη ο ίδιος ο Μαρξ, με το να ονομάζει τη θρησκεία απλά σαν όπιο για το λαό, της δείχνει έτσι ήδη, υπερβολική τιμή και αξία. Kατά τη γνώμη δηλαδή του Λένιν, ο Μαρξ βλέπει στη θρησκεία μόνο κάτι σαν «κακής ποιότητας βότκα», κάτι δηλαδή βλαβερό μεν, αλλ΄ υποφερτό, στο κάτω - κάτω της γραφής κάτι σαν αναγκαίο κακό και μόνο.

Επομένως δεν νομίζουμε ότι κάνουμε λάθος εάν βεβαιώσουμε ότι ο Μαρξισμός είναι λιγότερο μια οικονομική ή πολιτική θεωρία παρά μια νέα αλλά και άθεη πίστη, η οποία, ως εκ τούτου, αδυνατεί να είναι ανεκτική έναντι οιασδήποτε άλλης μορφής αντίπαλης και ανταγωνιστικής πίστης. Κάτι, δηλαδή, σαν αθέμιτος ανταγωνισμός στα πλαίσια της αγοράς.

Ωστόσον, ένας καλός μαρξιστής, αν και γεννημένος τον 20ο αιώνα, ψυχολογικά παραμένει άνθρωπος του 19ου αιώνα. Δηλαδή καχυποπτεύεται ό,τι είναι «συναίσθημα», γιατί αυτός θάθελε να ζήσει αποκλειστικά και μόνο σύμφωνα με το λογικό. Λίγο - πολύ ασύνειδα, έχει την τάση να εξορθολογικεύει κι ό,τι, τόσο στη ζωή του όσο και στις πράξεις του, πηγάζει αναντίρρητα απ΄ την πιο εξώφθαλμη, κτυπητή και χειροπιαστή συναισθημα-τικότητα. Ως προς τούτο, λοιπόν, μοιάζει αυτός καταπληκτικά μ΄ εκείνους τους Χριστιανούς που εδώ και ένα αιώνα, και αυτοί, απ΄ την πλευρά τους ισχυρίζονταν ότι η θρησκευτική πίστη αποτελούσε αποκλειστικό «ενέργημα του λογικού» και ευχαρίστως ειρωνεύονταν κι αυτοί εξ ίσου τον «ευσεβή εκείνο συναισθηματισμό» μιας μερίδας πιστών.

Αλλά και η ίδια η γνωστή τυφλή υπακοή του στρατευμένου κομμουνιστή στα συνθήματα του κόμματος, μας δίνει λαβή να κάνουμε τη σκέψη για την περίφημη εκείνη διατύπωση : «Πιστεύω ακριβώς επειδή αυτό είναι παράλογο», που συνήθως την εκτοξεύουν κατά της θρησκείας. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί ο κομμουνιστής το βρίσκει φυσιολογικό όχι μόνο οι πράξεις αλλά και οι ενδότατες σκέψεις του να συμμορφώνονται χωρίς τον παραμικρό δισταγμό στην εκάστοτε τοποθέτηση ακόμη και παράλογη του κόμματος.

Στις ξακουστές δε δίκες εκκαθάρισης, που για μια εποχή έκαναν θραύση σ΄ όλες τις κομμουνιστικές χώρες, δεν περιοριζόταν το δικαστήριο στην απαίτησή του να ομολογήσουν οι κατηγορούμενοι πράξεις ένοχες, αλλ΄ ώφειλαν εξίσου να εξομολογηθούν αυτοί και τις «εγκληματικές» τους σκέψεις.

Και μέχρι μεν το 20ο Συνέδριο του σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος, οι κομμουνιστές απ΄ ολόκληρο τον κόσμο χωρίς αναστολές ελάτρευσαν σαν επίγειο θεό τους «τον μεγαλοφυή πατέρα των λαών», προκειμένου, όμως στη συνέχεια, χωρίς και πολύ δισταγμό, να προσχωρήσουν (ίσως κάποιοι με κάποια κρυφή ανακούφιση), στη νέα όσο και γνωστή εκείνη ερμηνεία των πράξεων και κινήτρων του Στάλιν.

Κοντολογής, στα μάτια του ψυχολόγου, ο κομμουνιστικός μαρξισμός εμφανίζεται, ανάμεσα στις μορφές άθεης πνευματικότητας της εποχής μας σαν αυτή που μοιάζει πιο πολύ σ΄ αυτές της ίδιας της θρησκευτικής πνευματικότητας. Και ναι μεν υπό φιλοσοφική έννοια, αυτή η μαρξιστική πνευματικότητα είναι οπωσδήποτε αθεϊστική, όμως ψυχολογικά βιώνεται απ΄ τους οπαδούς της ακριβώς σαν μια θρησκεία. Έτσι, όσοι, ακολουθώντας τον Berdiaeff, τοποθετούν τον κομμουνισμό επί της ευθείας γραμμής των χριστιανικών αιρέσεων, κάθε άλλο παρά φαίνεται να έχουν άδικο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΠΟΛΛΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΒΟΥΝ............ΜΟΝΑΧΟΣ ΖΩΣΙΜΑΣ.


Κάθε φορά πού ρωτούσαμε τον Γέροντα τι γεγονότα πρόκειται να συμβούν μας έλεγε: «Πολλά πρόκειται να συμβούν αλλά ποτέ δεν πρέπει να βάζουμε ημερομηνία και να ορίζουμε ημερα, γιατί ό Θεός για την μετάνοια κάποιου άνθρωπου μπορεί να δώσει παράταση και έτσι να πέσουμε έξω, όπως και πολλές φορές πολλοί πέσανε έξω.
Είναι ή εποχή πού θα καθαρίσει ή ήρα από το στάρι.
Αυτό δεν θα γίνει με πόλεμο αλλά ή ήρα από το στάρι είναι ή προαίρεση του καθενός, αν θα πάρουν το τσιπάκι ή όχι και αν θα σφραγιστούν.
Όταν θα έρθει ή ώρα, πολλοί θα προβληματιστούν, γιατί θα έχουν παιδιά και θα σκέφτονται πώς θα ζήσουν. Γι` αυτό λέγει «πολλοί εκλεκτοί θα πλανηθούν». Είναι ή εποχή πού θα βγουν οι μεγαλύτεροι μάρτυρες του Χριστού. Για να μπορέσουμε να αντέξουμε, πρέπει να γίνουμε χριστιανοί, όπως θέλει ό Θεός και όχι όπως θέλουμε εμείς.

Να αγωνιστούμε να κρατήσουμε την ευσέβεια για να είναι μαζί μας ό Χριστός για να μάς δυναμώνει και να μας προστατεύει. Αυτό πού πάντα πρέπει να έχουμε στον νου μας είναι πώς, ότι και να συμβεί και ότι και να μάς πουν, εμείς πρέπει μπροστά μας να βλέπουμε και να ακολουθούμε τον Χριστό.
ΖΩΣΙΜΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ (1937-2010) ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΙΜΩΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗ

Τὸ παιδὶ τοῦ διαζυγίου

Λαζαράτου Ἑλένη (Ἐπίκ. Καθηγήτρια Παιδο-ψυχιατρικῆς. Ἰατρικὴ Σχολὴ Παν/μίου Ἀθηνῶν)



Ὁρισμένες φορὲς οἱ γονεῖς, μετὰ ἀπὸ μία ἐπώδυνη πορεία, φθάνουν στὴν ἀπόφαση τοῦ διαζυγίου. Οἱ συνθῆκες δὲν εἶναι εὔκολες γιὰ κανένα καὶ κανεὶς δὲν βγαίνει ἱκανοποιημένος ἀπὸ ἕνα διαζύγιο.

Ὅταν οἱ γονεῖς φθάνουν σ' αὐτὴ τὴν ἀπόφαση πρέπει νὰ σκεφτοῦν τὸν ἀντίκτυπο ποὺ θὰ ἔχει στὰ παιδιὰ καὶ πῶς προτίθενται νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν. Τὸ διαζύγιο εἶναι ἀπὸ τὶς χειρότερες ἐμπειρίες στὴ ζωὴ ἑνὸς παιδιοῦ καὶ τὸ ἂν θὰ προκαλέσει ψυχολογικὰ προβλήματα ἤ ὄχι ἐξαρτᾶται ἀφ` ἑνὸς μὲν ἀπὸ τὴν προσωπικότητα τοῦ παιδιοῦ καὶ ἀφ` ἑτέρου ἀπὸ τὸ χειρισμὸ τῶν γονέων. Οἱ γονεῖς ἔχουν τὴν ὑποχρέωση νὰ προστατεύσουν τὸ παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὶς συγκρούσεις καὶ τὶς βίαιες καταστάσεις ποὺ πιθανὸν ὑπάρχουν στὴν οἰκογένεια.

Ἡ τραυματικὴ ἐμπειρία τοῦ διαζυγίου ἔχει ἄμεσα καὶ ἔμμεσα ἀποτελέσματα. Τὰ ψυχολογικὰ προβλήματα ἐκδηλώνονται κυρίως ὅταν τὸ παιδὶ βρίσκεται στὸ μέσον τῆς σύγκρουσης, ὅταν εἶναι μάρτυρας σὲ σκηνὲς ἐχθρότητας μεταξὺ δύο ἀνθρώπων ποὺ ἀγαπάει καὶ πρέπει νὰ ἀποφασίσει ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἔχει δίκιο. Ἡ ψυχικὴ ἔνταση τοῦ παιδιοῦ εἶναι πολὺ μεγάλη ὅταν ἀποτελεῖ μέρος τῆς διαμάχης τῶν δύο ἐμπόλεμων γονέων καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὶς κατηγορίες, ποὺ οἱ γονεῖς ἐκτοξεύουν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου γιὰ ἀδιαφορία, ἐγκατάλειψη, ἀνεπάρκεια ἢ μεροληπτικὴ στάση. Συχνὰ ἐπίσης τὸ παιδὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ ρύθμιση οἰκονομικῶν διαφορῶν μεταξὺ τῶν δύο γονέων.

Μελέτες δείχνουν ὅτι τὰ παιδιὰ ἐλπίζουν στὴν ἐπανασύνδεση τῆς οἰκογένειας ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ 10 - 15 χρόνια. Στὴν ἐνήλικη ζωὴ τους ἔχουν μειωμένη ἱκανότητα νὰ διαμορφώσουν σταθερὲς σχέσεις μὲ πρόσωπα τοῦ ἄλλου φύλου. Τὸ παιδὶ τοῦ διαζυγίου ἔχει πολλὲς πιθανότητες νὰ γίνει ἕνας ὀξύθυμος, ἀνασφαλὴς καὶ ἐπιθετικὸς ἐνήλικος.

Μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες παραμέτρους, ποὺ καθορίζει τὶς ἐπιπτώσεις τῆς διάλυσης τῆς οἰκογένειας στὰ παιδιά, εἶναι ἡ στάση τῶν γονέων πρὶν καὶ μετὰ τὸ διαζύγιο. Τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ συνήθως τίθεται ἀφορᾶ στὴν ἀνακοίνωση τοῦ διαζυγίου. Οἱ ἐξηγήσεις ποὺ θὰ δοθοῦν στὸ παιδὶ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ κοντὰ στὴν ἀλήθεια. Τὰ παιδιὰ μικρῆς ἡλικίας ἔχουν τὴν τάση νὰ ἑρμηνεύουν τὰ πάντα μὲ ἐπίκεντρο τὸν ἑαυτό τους. Ἔτσι συχνὰ βιώνουν τὸ διαζύγιο ὡς ἐγκατάλειψη, ἀπόρριψη ἢ ἐνοχοποιοῦνται ὅτι εἶναι κακὰ παιδιὰ καὶ ὁ γονιὸς ποὺ ἔφυγε δὲν τὰ ἀγαπᾶ. Τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ μποροῦν νὰ καταλάβουν τὶς δυσμενεῖς συνέπειες ποὺ ἔχει γιὰ τοὺς ἐνήλικες ἕνας ἀποτυχημένος γάμος καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς πραγματικοὺς λόγους τοῦ διαζυγίου. Σημαντικὸ εἶναι ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν γονιὸ ποὺ φεύγει νὰ συνεχίσει νὰ εἶναι συχνὴ καὶ καθορισμένη. Τὸ παιδὶ ποὺ περιμένει τὸ γονέα, ὁ ὁποῖος δὲν ἔρχεται, βλέπει τοὺς φόβους ἐγκατάλειψης νὰ ἐπιβεβαιώνονται καὶ βυθίζεται σὲ πραγματικὴ ἀπελπισία

Ἡ μόνιμη κατοικία τοῦ παιδιοῦ θὰ πρέπει νὰ εἶναι στὸ σπίτι τοῦ ἑνὸς γονιοῦ. Τὸ νὰ μοιράζει ἐξίσου τὸ χρόνο του σὲ δύο σπίτια τὸ ἀποστερεῖ ἀπὸ κάθε ἔννοια μόνιμου δικοῦ του χώρου καὶ τὸ κρατάει σὲ διαρκῆ σύγχυση. Ἂν ὑπάρχουν ἀδέλφια δὲν θὰ πρέπει νὰ χωρίζονται τὶς μέρες τῶν ἐπισκέψεων. Τὴ στιγμὴ τοῦ διαζυγίου τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας γίνονται ἀκόμη πιὸ σημαντικά. Οἱ σχέσεις τῶν ἀδελφῶν ἰσχυροποιοῦνται καὶ τὰ ἀδέλφια προστατεύονται μεταξύ τους ἀπὸ τυχὸν αὐθαιρεσίες τῶν γονέων καὶ ἀπὸ τὸ ἄγχος τοῦ ἀποχωρισμοῦ.

Τὰ ζητήματα πειθαρχίας εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ δὲν πρέπει νὰ παραβλεφθεῖ γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ διαζυγίου. Ὁ γονιός, μὲ τὸν ὁποῖο μένουν μαζί, ἔχει συνήθως τὴν τάση ὑπερπροστασίας καὶ χαλάρωσης τῶν κανόνων πειθαρχίας γιὰ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο καὶ τὸ στρὲς τοῦ παιδιοῦ. Τὰ περισσότερα παιδιὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ σταθερὰ ὅρια καὶ κανόνες πειθαρχίας. Σὲ μιὰ φάση τῆς ζωῆς τους, ποὺ νοιώθουν ὅτι τὰ πάντα ἀλλάζουν γύρω τους, ἡ πειθαρχία ἀποτελεῖ ἀσφαλῆ βάση γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ κυριαρχήσουν στὸ ἄγχος τους καὶ νὰ συνεχίσουν νὰ τὰ καταφέρνουν στὶς σχολικές τους ἐπιδόσεις καὶ τὴν κοινωνική τους ζωή.

Σημαντικὸς παράγων γιὰ τὴν ψυχικὴ ἰσορροπία τοῦ παιδιοῦ καὶ τὴ φυσιολογική του ἐξέλιξη εἶναι ἡ αἴσθηση συνέχειας. Οἱ δύο γονεῖς, παρ` ὅλο ποὺ δὲν συνεχίζουν τὴ ζωή τους ὡς ζευγάρι, θὰ πρέπει νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ παίρνουν κοινὲς ἀποφάσεις γιὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὸ παιδί.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...