Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

«Για να υπομένεις τον άλλον πρέπει να τον αγαπάς»


Εικόνα




«Για να υπομένεις τον άλλον πρέπει να τον αγαπάς».



“ – Γέροντα, όταν περνούμε κάποιον πειρασμό, μια μεγάλη δοκιμασία, τι να κάνουμε;

- Τι να κάνετε; Υπομονή να κάνετε.

Η υπομονή είναι το ισχυρότερο φάρμακο που θεραπεύει τις μεγάλες και μακροχρόνιες δοκιμασίες.

Οι περισσότερες δοκιμασίες μόνο με την υπομονή περνούν.

Η μεγάλη υπομονή ξεδιαλύνει πολλά και φέρνει θεϊκά αποτελέσματα∙ εκεί που δεν περιμένεις την λύση, δίνει ο Θεός την καλύτερη λύση.

Να ξέρετε ότι ο Θεός ευαρεστείται ,όταν ο άνθρωπος περνά δοκιμασίες και υπομένη αγόγγυστα δοξάζοντας το άγιο όνομά Του .

«Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν», λέει ο Άγιος Ιάκωβος. Γι’ αυτό να προσευχώμαστε να μας δίνη ο Καλός Θεός υπομονή, ώστε να τα υπομένουμε όλα αγόγγυστα και με δοξολογία.

Η ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι μια συνεχής άσκηση και ο καθένας μας ασκείται με διαφορετικό τρόπο.

Να σκέφτεσθε τι τράβηξε ο Χριστός σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια !

Πόσα προβλήματα του δημιουργούσαν οι Εβραίοι και δεν μιλούσε καθόλου!

Ενώ είχε πληροφορία από τον Θεό ότι θα πάη στην Ρώμη, έμεινε στην φυλακή δυο χρόνια ,γιατί ο ηγεμόνας καθυστερούσε την δίκη.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος πάλι τι υπέφερε! Για έναν μικρό γογγυσμό υπέστη ναυάγιο…

Βλέπετε, επιτρέπει ο Θεός να ταλαιπωρηθούν για μικρά πράγματα οι Άγιοι, για να έχουμε εμείς παραδείγματα, ώστε να αντιμετωπίζουμε τους πειρασμούς με υπομονή ,με προσευχή, αλλά και με χαρά.

Για να υπομείνης τον άλλον , πρέπει να τον αγαπήσης.



- Γέροντα, πώς αποκτιέται η υπομονή;

- Η υπομονή έχει βάση την αγάπη. «Η αγάπη πάντα υπομένει», λέει ο Απόστολος.

Για να υπομείνης τον άλλον, πρέπει να τον αγαπήσης, να τον πονέσης. Αν δεν τον πονέσης, τον βαριέσαι.



- Γέροντα, να μιλήσω για μια δυσκολία που αντιμετωπίζω ή να σιωπήσω;


- Αν δεν μιλήσης για την δυσκολία σου από αγάπη, για να μη δυσκολέψης τους άλλους, θα διατηρήσης την ειρήνη μέσα σου.

Αυτή η δυσκολία θα φέρη την ευλογία του Θεού.

Καλύτερα να δυσκολευθής εσύ, παρά να δυσκολευθή ο άλλος εξαιτίας σου.

Μια φορά επέστρεψα αργά στο Kελλί από την Λιτανεία της Μονής Κουτλουμουσίου.

Ήμουν κατακουρασμένος και πονούσα πολύ, γιατί τότε είχα πρόβλημα με την μέση μου .

Βρήκα απ’ έξω να ,με περιμένη ένα γεροντάκι ογδόντα πέντε χρονών που ήθελε να μείνη το βράδυ στο Κελλί.

Είχε αφήσει και την βαλίτσα του πιο κάτω, γιατί δεν μπορούσε να την σηκώση.

Αφού του εξήγησα ότι δεν μπορούσε να διανυκτερεύση σε μένα , φορτώθηκα στον ώμο μου την βαλίτσα του και τον πήγα στο ξενοδοχείο, μισή ώρα ανήφορο∙ του έδωσα και πεντακόσιες δραχμές για τα έξοδά του.

Έκανα λίγη υπομονή και μετά ήμουν αναπαυμένος , γιατί αναπαύθηκε ο άλλος.



- Γέροντα, όταν η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι είναι ζορισμένη, την λυπάμαι και την κάνω υπομονή∙ αυτό έχει μέσα αγάπη;


Και πού ξέρεις αν δεν είσαι εσύ η αιτία που είναι η άλλη ζορισμένη και σε κάνει εκείνη υπομονή;
πηγή

Αν νομίζης ότι εσύ είσαι σε καλύτερη πνευματική κατάσταση και την κάνης υπομονή, τότε πρέπει να λυπάσαι τον εαυτό σου.

Όταν υπάρχη πραγματική αγάπη και υπομονή, δικαιολογεί κανείς τον άλλον, και μόνον τον εαυτό του κατηγορεί.

«Θεέ μου, είμαι ένοχος, λέει, μη με υπολογίζης εμένα∙ πέταξέ με στην άκρη και βοήθησε τον άλλον».

Αυτή είναι η σωστή τοποθέτηση, η οποία έχει και πολλή ταπείνωση, και τότε δέχεται ο άνθρωπος πλούσια την Χάρη του Θεού.

Θα εύχωμαι να γίνης «σκύμνος» πνευματικός, σαν τα μπρούντζινα λεονταράκια που με την πλάτη στηρίζουν τα μανουάλια της εκκλησίας και ούτε ταράσσονται ούτε ακούνε ούτε μιλάνε, αλλά σηκώνουν βάρος στην πλάτη τους. Αμήν.



«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Ε΄
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2007.     

Διάλογος του Μεγάλου Αντωνίου μετά του Δαίμονος!




















Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἠσκήτευεν εἰς τὴν ἔρημον, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ 
Δαίμων τὰ μεσάνυκτα, καὶ τοῦ ἐκτύπησε τὴν πόρτα διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξῃ. 
Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα του, 
βλέπει ἔξαφνα ἄνθρωπον ἀλλόκοτον καὶ ἔστεκεν ἔξω. 

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ κτυπᾶς τὰ μεσάνυκτα τὴν 
πόρταν, καὶ τὶ θέλεις";

Λέγει του ὁ μιαρὸς Δαίμων "Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαίμων".

Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος "Πῶς ἦλθες, παγκάκιστε ἐδῶ";
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Δαίμων "Ἦλθα νὰ σοῦ εἰπῶ πῶς μάχονται οἱ
 καλόγηροι καὶ λοιποὶ Χριστιανοί, ὑβριζόμενοι κατὰ πᾶσαν ὥραν, 
καὶ πῶς τοὺς κοσμικοὺς γυρίζω εὔκολα εἰς τὸ θέλημά μου". 

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Παγκάκιστε, διατὶ κάμνεις αὐτό";

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἐγὼ φθονῶ τοὺς καλογήρους, διότι 
ὁ αὐθέντης μου ὁ Ἑωσφόρος ἔχει πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, 
ἐπειδὴ μέλλει ὁ Θεὸς ν΄ἀποκαταστήσῃ τὸ Τάγμα τῶν Ἀγγέλων
 ὁποῦ ἐξέπεσεν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ κάμῃ Ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς καλοὺς 
Ἱερεῖς καὶ τοὺς ταπεινοὺς Μοναχούς, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν
 τόσον φθόνον εἰς αὐτούς".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐπειδὴ ἦλθες ἐδῶ, ὦ Δαίμων, ὁρκίζω σὲ εἰς τὸν Θεὸν 
τοῦ παντὸς τὸν κτίσαντα τὰ πάντα, νὰ σταθῇς αὐτοῦ ἕως οὗ νὰ 
ὁμολογήσῃς ὅλα ὅσα πράττεις".

Λέγει του ὁ Δαίμων "Διατὶ μὲ ἔδεσες Ἀντώνιε, ἐγὼ ἤλθα νὰ σοῦ πῶ 
τὸ καύχημά μου μόνον τό πῶς μάχονται οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ 
χριστιανοί, καὶ σὺ μὲ ἔδεσες";

Λέγει ὁ Ἅγιος "Εἶπέ μοι τὰ ἔργα τῶν Δαιμόνων, τὶ κάμνωσιν εἰς 
τοὺς Μοναχοὺς καὶ λοιποὺς χριστιανούς".

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἄκουσον Ἀντώνιε ἡμεῖς εἴμεθα πρῶτα ἄγγελοι
 καὶ ὁ Ἑωσφόρος, ὁ πρῶτος μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν ἐξέπεσε,
 διότι ἠθέλησε νὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ἐπάνωθεν τοῦ Θεοῦ, συλλογιζόμενος
 δὶς τὸν ἑαυτὸν του νὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν Θεόν. 
«Καὶ ἔσομαι ὁμοίως τῷ Ὑψίστῳ». Καὶ μόλις τὸ ἐσυλλογίσθη, παρευθὺς 
ἔπεσε κάτω εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾅδου, ἀκολουθοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμεῖς, 
καὶ ἐξ αἰτίας τούτου, ἀπὸ ἄγγελοι ἐγείναμεν δαίμονες, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν
 τὸν φθόνον εἰς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς,
 καὶ τοὺς πειράζομεν. Ἀλλὰ ἄλλο δὲν μας θανατώνει περισσότερον
 ἀπὸ τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν καὶ τὴν ταπείνωσιν ὁποῦ κάμνουν 
οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί- διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πασχίζομεν
 κατὰ πολλὰ διὰ νὰ τοὺς κάμωμεν οὔτε νὰ προσεύχωνται οὔτε νὰ νηστεύωσιν, 
ἀλλὰ νὰ ἀμελῶσι καὶ νὰ ὑπερηφανεύωνται, καὶ ἄλλοι νὰ λέγωσιν 
ὅτι εἶναι εὔμορφοι, ἐνῶ εἶναι ἄσχημοι, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι προκομμένοι
 καὶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ἄλφα, καὶ βάνωμεν πολλὴν ἔχθραν ἀνάμεσον 
τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου διὰ νὰ μαλώνουν, καὶ ἐξ΄αἰτίας τούτου πηγαίνωμεν
 ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἄλλους κάμνωμεν νὰ ἀρνῶνται τὸν Χριστόν, 
καὶ ἄλλους νὰ ἀφίνουν τὴν μοναχικὴν ζωὴν καὶ νὰ γίνωνται κοσμικοί, 
καὶ μ΄αὐτὸν τὸν τρόπον τοὺς πέρνομεν μαζί εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. 
Ἀλλ' ἄκουσε καὶ τοῦτο, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ἄλλο δὲν μᾶς πειράζει οὔτε ἡ 
προσευχή, οὔτε ἡ νηστεία, ὅσον ἡ ταπείνωσις. Καὶ αὐτὴν τὴν βλέπομεν 
εἰς πολλοὺς μοναχοὺς καὶ εἰς ὀλίγους κοσμικούς, ἀλλὰ αὐτοὺς τόσον 
πολὺ σπουδάζωμεν νὰ τοὺς σείρωμεν εἰς τὸν ἑαυτὸν μας, ὅσον 
τὸ σκουλίκι ὁποῦ βόσκει εἰς τὶ δένδρον καὶ πασχίζει νὰ τὸ ξηράνη
 καὶ νὰ τὸ καταντήση ἄχρηστον εἰς τὸ νὰ κάμῃ καρπὸν ὥστε νὰ 
βαλθῇ εἰς τὴν φωτιάν. Τέτοιας λογῆς λοιπὸν πασχίζομεν καὶ ἡμεῖς
 ὥστε νὰ ξηράνωμεν τὴν καρδία αὐτῶν ὁποῦ πράττουσι τὰ ἔργα τοῦ 
Θεοῦ. Ὕστερον νὰ τοὺς ῥίξωμεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ τοὺς κοσμικοὺς διατὶ τοὺς πειράζετε";

Λέγει του ὁ Δαίμων - ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς διὰ τὸν Ἀδὰμ ἔῤῥιψε τὸν
 πρῶτον μας, καὶ ἔχομεν πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, βλέπεις δὲ καὶ 
ἐτοῦτα τὰ μαχαίρια ὁποῦ ἔχω εἰς τὴν ζῶσίν μου. Ὅλα δι' αὐτοὺς 
τὰ ἔχω, καὶ ὅταν μεθύσωσιν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοὺς βάνω εἰς μάχην
 πολλὴν καὶ ἀπὸ λόγον εἰς λόγον πιάνονται, καὶ ἐγὼ ἀναμαζώνω 
τους καὶ σφάζονται, καὶ ὄχι ἐγὼ μοναχός μου, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποί μου ἀδελφοί.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἀδελφοί σου";

Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις καὶ
 πηγαίνουν ἐκεῖ διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ πῶς λέγουν τὰ ὀνόματά των";

Λέγει του ὁ Δαίμων "Τὸν ἕνα τὸν λέγουν Κενόδοξον, 
ἤγουν τῆς κενοδοξίας, καὶ τὸν ἄλλον Θυμώδη, ἐπειδὴ θυμώνει 
τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέρνονται, κάμνοντας καὶ ἀλλὰ πολλότατα
 κακά, δηλαδὴ νὰ πηγαίνωσιν εἰς τὰ κριτήρια, νὰ ἐξοδεύωσι τὸν βίον
 τους, ἔχοντες καὶ ἡμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς πολὺ διάφορον τουτέστι μερδικόν, 
μόνον ἐκείνους ἔχομεν ἐχθροὺς ὁποῦ δὲν ἀφίνουν τοὺς ἄλλους νὰ 
πηγαίνουν εἰς τοὺς Κριτάς, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐκείνους ὁποῦ δὲν 
κάμνουν τὸ θέλημα μας πολλὰ τοὺς πολεμοῦμεν, ἀλλὰ δὲν κάμνωμεν 
τίποτε, καὶ ὅταν ὑπάγωμεν εἰς τὸν πρῶτον μας πολὺ μᾶς μαλώνει καὶ 
ὑβρίζει. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ σε, νὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ ὑπάγω, ὅτι πολὺν
 καιρὸν ἔκαμα ἐδῶ, καὶ ἄργησα, καὶ πλέον μὴ μὲ ἐρωτᾷς, διότι πολὺ 
θέλει μὲ παιδεύσει ὁ αὐθέντης μου.

Λέγει του ὁ Ἅγιος, τόσους χρόνους ἔχετε, παγκάκιστοι ἐχθροί, 
ὁποῦ πειράζετε τὸν κόσμον καὶ ἀκόμη δὲν ἐχορτάσατε; Ἀμὴ πάλιν
 ὁρκίζω σε, εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεὸν νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν 
εἰς ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω.

Τότε λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, διατὶ μὲ ἔδεσες περισσότερον, 
ὁποῦ ἐγὼ βιάζομαι; πηγαίνω διατὶ πολὺν καιρὸν ἄργησα ἐδῶ ὁποῦ
 ἕως τώρα ἤθελα γυρίσει εἰς τὸ θέλημά μου πολλοὺς ἀνθρώπους, 
ἀλλὰ σὺ δὲν μὲ ἀφίνεις, καὶ ὅταν ὑπάγω μὲ μαλώνει ὁ αὐθέντης μου, 
ἐρῶτα με λοιπὸν ὀγρήγορα, διότι ὅλοι μου οἱ ἀδελφοὶ ὑπάγουν μὲ
 κανίσκια εἰς τὸν αὐθέντην μας τὸν πρῶτον, καὶ δὲν ἔχω μὲ τὶ νὰ 
ὑπάγω κ΄ἐγώ, ἐπειδὴ μὲ κατέστησες ἄμοιρον τῆς χάριτός μου, 
καὶ μὲ μαλώνουν οἱ ἀδελφοί μου ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τὰ πανηγύρια.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖον εἶναι τὸ μεγαλήτερον σκάνδαλον ὁποῦ δίδετε 
ἐσεῖς οἱ δαίμονες εἰς τοὺς ἀνθρώπους;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Κενοδοξίαν καὶ εἰς τοῦτο ἐγὼ πιάνω καὶ τοὺς 
δαιμονίζω, διὰ νὰ πιασθοῦν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ἔπειτα φθάνει καὶ ὁ
 θυμώδης ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφὸς καὶ τοὺς δίδει διπλῆν τὴν 
κενοδοξίαν καὶ τότε πιάνωμεν καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν πολλά, 
καὶ οὕτω κάμνουν τὸ θέλημα μας καὶ τότε ὑπάγωμεν εἰς τὸν
 αὐθέντην μας, καὶ αὐτὸς πολὺ μᾶς χαίρεται, καὶ μᾶς ἀξιώνει 
εἰς μεγαλητέραν τιμήν".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ πῶς δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεόν, 
ἀλλὰ τολμᾶτε καὶ κάμνετε σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς;"

Λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, ἡμεῖς ἔχομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν
 θέλημα, καὶ ὅ,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, ἀφινοντὰς μας καὶ

 οἱ Ἄγγελοί του νὰ πράξωμεν ὅ,τι θέλωμεν καὶ ἡ παραχώρησις 
αὕτη δίδεται εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς 
ἀπίστους• διατὶ ὅσοι ἔχουν πίστιν σταθερὰν δὲν κάμνουν 
τὰ θελήματα μας, διὰ τοῦτο πηγαίνουμεν καὶ εἰς τὰ τραπέζια 
ὁποῦ ἔχουν παιγνίδια, καὶ κανένας δὲν μας ἐμποδίζει, 
καὶ χαιρόμεθα καὶ ἡμεῖς μαζί μὲ αὐτούς, καὶ γίνονται ἰδικοὶ 
μας ὑπηρέται, καὶ ἀφίνοντες τὸν Θεὸν λατρεύουν ἡμᾶς ἀγκαλὰ 
καὶ πολλαὶς φοραῖς μᾶς ὑβρίζουν, ἀλλ´ ὅταν πίνουν τὸ κρασὶ
 μὲ τὰ παιγνίδια, πάλιν κάμνουν τὸ θέλημα μας".

Λέγει του ὁ Ἅγιος ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὲ εἰπῇς καὶ τοῦτο 
"Δηλ. τὴν Κυριακὴν τὶ κάμνετε εἰς τοὺς χριστιανούς;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς καθόλου δὲν ἀναπαυόμεθα ὅλον τὸν καιρόν,
 οὔτε παύομεν τὰ σκάνδαλα, μόνον εἰς αὐτὰ εὑρισκόμεθα παντοτεινά, 
καὶ τὴν Κυριακὴν κάμνομεν πολλὰ εἰς τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄλλους κάμνομεν 
νὰ ῥάπτουν, ἄλλους νὰ πραγματεύωνται, ἄλλους νὰ γελοῦν, ἄλλους νὰ 
τραγωδώσι, καὶ εἰς τὰς γυναίκας, ἄλλας νὰ τὶς κάμνωμεν νὰ κεντῶσιν, 
ἄλλας νὰ πραγματεύονται τὴν Κυριακήν, κάμνομεν τοὺς ἄνδρας καὶ 
τὰς γυναίκας νὰ πολυκοιμῶνται καὶ νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν,
 τοὺς δίδομεν πόνον εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ εἰς ἄλλο μέρος τοῦ κορμίου,
 διὰ νὰ εὐρίσκουν πρότασιν, νὰ λέγωσι πῶς δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάγουν
 εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τὸν χειμῶνα τοὺς δίδομεν ζέσταν, καὶ τὸ 
καλοκαίριον γλυκύτητα εἰς τὸν ὕπνον καὶ βάρος εἰς τὴν κεφαλὴν 
διὰ νὰ μὴ σηκωθοῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ οὕτω κάμνουν
 καὶ αὐτοὶ τὰ θέλημα μας. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν,
 φεύγωμεν ἀπ΄αὐτοὺς καὶ πηγαίνομεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὸ 
θέλημα μας, νὰ ἔχουν καὶ νὰ κρατοῦν τὸν βίον τους σιμά των ὡς νὰ 
δουλεύουν τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς ἑορτὰς νὰ μὴν τιμοῦν.

Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ τιμοῦν τοὺς ἁγίους, παρακαλοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι
 δι αὐτοὺς τὸν Θεόν, καὶ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ 
ξαναφεύγουν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς θρηνοῦμεν πῶς τοὺς ἐχάσαμεν, 
διατὶ δὲν κάμνουν πλέον τὸ θέλημα μας, καὶ διὰ τοῦτο ὁ πρῶτος μας, 
πολλὰ συγχίζεται καὶ θλίβεται δι' αὐτούς, τότε δὲ κάμνει σύναξιν 
μεγάλην εἰς ὅλους τοὺς Δαίμονας καὶ πολλὰ πολλὰ τοὺς μαλώνει 
καὶ τοὺς ὑβρίζει, πῶς δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν σκάνδαλα εἰς τοὺς 
χριστιανούς, τοὺς ἐορτάζοντας τὰς Κυριακάς, διὰ τοῦτο μαλώνει 
ἡμᾶς καὶ τότε πηγαίνομεν καὶ ἡμεῖς καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν καὶ 
οὕτω κάμνουν πάλιν τὸ θέλημα μας, καὶ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸν αὐθέντην
 μας, καὶ μᾶς χαίρεται κατὰ πολλάς, καὶ μᾶς ἀξιόνει εἰς περισσοτέραν 
τιμήν, καὶ πάλιν στέλλει καθ' ἕναν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς διαφόρους ὑπηρεσίας, 
δηλαδὴ ἄλλους εἰς τὴν θάλασσαν νὰ παρακινοῦν τοὺς ναύτας νὰ πνίγουν 
τοὺς ἐπιβάτας διὰ νὰ πάρουν τὸν βίον τοὺς ἂν ἔχουν, ἄλλους εἰς τὰ 
ποτάμια, καὶ πάλιν στέλλει τὸν ἔξαρχον μὲ ἑκατὸν πεντήκοντα Δαίμονας 
νὰ ταράσσουν τὴν θάλασσαν διὰ νὰ κινδυνεύουν τὰ καράβια, 
καὶ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ναῦται καὶ νὰ ὑβρίζουν τὴν πίστιν τους, καὶ νὰ 
λέγουν πολλὰς ἄλλας βλασφημίας, ἄλλους διὰ νὰ φονεύουν τοὺς ἀνθρώπους, 
καὶ ἄλλους εἰς τὰ παιγνίδια διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα νὰ μαλώνουν καὶ νὰ ὑβρίζωνται 
ἕνας τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ὁλίγον εἰς ὁλίγον πιάνονται καὶ
 δέρνονται καὶ ἔτζι κάμνουν τὸ θέλημα μας, δίδοντες εἰς αὐτοὺς πολὺν θυμὸν
 διὰ νὰ χάνουν τὸν μισθὸν τους ἀπὸ τὸν Ἅγιον ὁποῦ ἐορτάζουν, καὶ ἄλλοι 
πάλιν δαίμονες εἰσχωροῦν εἰς ἀνδρόγυνα καὶ κάμνουν πολλὴν μάχην,
 καὶ ἄλλοι εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν περισσὸν βίον, διὰ νὰ σκληρύνουν, 
τὰς καρδίας τῶν καὶ νὰ μὴ λυπῶνται τοὺς πτωχοὺς διόλου, ἀλλὰ μόνον 
νὰ παίρνουν τῶν πτωχῶν τὸ ἀμπέλι, ἢ τὸ χωράφι, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν 
πολὺ νὰ μὴ λυπῶνται οἱ πλούσιοι τοὺς πτωχούς".

Τότε λέγει του ὁ Ἅγιος "Ὁρκίζω σὲ εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, 
νὰ μοῦ εἰπῇς καὶ τοῦτο τὶ ἔχετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες μὲ τοὺς πτωχούς;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς διάφορον δὲν ἔχομεν, 
παρὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ κλέπτουν, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἰδικοὶ μας δοῦλοι 
ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ φυλάττουν τὴν πίστιν τους διάφορον δὲν ἔχομεν."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ δίδουν τὰ ἀργύρια τους μὲ
 τὸ διάφορον πῶς τοὺς ἔχετε;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ἰδικοὶ μας φίλοι."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ μαντεύουν πῶς τοὺς ἔχετε;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ὡσὰν μανάδες μας, ἐπειδὴ πλανοῦν 
τὸν κόσμον, καὶ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν πολὺ διάφορον ἀπὸ αὐτούς, 
διατὶ ἀφίνουν τὸν Θεόν, καὶ κάμνουσι τὸ ἰδικὸν μας θέλημα, ἐπειδὴ κάμνουν
 τὸν ἑαυτόν τους διὰ Θεὸν καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς διὰ νὰ δώσωμεν εἰς τὸν
 ἄρρωστον τὴν ὑγείαν του, καὶ τότε ὁ μαντατοφόρος Δαίμων στέλλει
 δώδεκα ὑπηρέτας νὰ κάμουν φαντασίαν, πῶς ἀπὸ τὴν μαντείαν ἐσηκώθη
 ὁ ἄρρωστος, καὶ εὐθύς, ὁ μαντατοφόρος Δαίμων γράφει εἰς τὸ κατάστιχον
 του ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θέλημα του, διὰ τοῦτο 
καὶ ὁ αὐθέντης μας πολλὰ τοὺς χαίρεται, καὶ τοὺς ἀξιόνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐκείνους ὁποῦ δὲν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν πῶς τοὺς ἔχετε;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ὡσὰν οἱ γονεῖς τὰ παιδία των - διατὶ ἡμέραν Κυριακὴν
 μᾶς ἅρπαξεν ὁ Χριστὸς ὅσους εἴχαμεν εἰς τὴν κόλασιν."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Διατὶ ἐβάλλατε τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸν ἐσταύρωσαν;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Δὲν τὸ ἠξεύραμεν ὅτι ἦτον ὁ Θεός, ἀμὴ ἐνομίζαμεν αὐτὸν
 διὰ Προφήτην καὶ ἠπατήθημεν. Διότι τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν τὰς ἠξεύρει. 
Λοιπὸν παρακαλῶσε Ἀντώνιε, ἄφησέ με νὰ ὑπάγω, διότι πολὺ ἄργησα, 
καὶ πλέον μὲ τοὺς ἀδελφούς μου δὲν θὰ ἔχω ἀνάπαυσιν."

Λέγει του ὁ Ἅγιος, "Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν σὲ ἀφίνω ἂν δὲν μοῦ εἰπῇς 
ἀκόμη τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων."

Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Δαίμων λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον 
"Πολὺ κακὸν ἔκαμες εἰς ἐμέ, Ἀντώνιε, καὶ μὲ ἀργοπορεῖς κάθοντάς 
με ἐδῶ ἀδιαφόρευτον. Καὶ κατὰ πολλὰ ζημιώνομαι, χάνοντας 
καὶ τὴν ὑπόληψίν μου ἀπὸ τὸν αὐθέντην μου."

Λέγει του ὁ Ἅγιος εἶπέ μοι καὶ τοῦτο "Αὐτοὺς ὁποῦ δὲν ἀγαποῦν 
ἕνας τὸν ἄλλον, πῶς τοὺς ἔχετε";

Λέγει ὁ Δαίμων "Ἐδικοὶ μας κουμπάροι εἶναι, διότι καὶ ἡμεῖς ἀγάπην 
ἀναμεταξὺ μας δὲν ἔχομεν, καὶ ἐκεῖ ὁποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀγάπη δὲν
 ἠμποροῦμεν νὰ ἐμβῶμεν εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ ἐνεργήσωμεν ὅλα ἐκεῖνα 
ὁποῦ θέλομεν καὶ ἀρέσουν τοῦ αὐθεντὸς μας, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ
 περισσότερον ἄλλο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἰμὴ τὴν ἀγάπην, διὰ τοῦτο
 καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔχουν τὴν ἀγάπην πρὸς τοὺς γειτόνους των, στεκόμεθα
 μακρὰν ἀπὸ αὐτούς.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ αὐτοὺς ὁποῦ δίδουν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς
 πῶς τοὺς ἔχετε";

Λέγει του ὁ Δαίμων "Πολλαῖς μαχαιριαῖς ἐμπήγουν εἰς τὴν καρδίαν μας
 ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ λυποῦνται τοὺς πτωχούς, διότι εὐσπλαγχνίζεται καὶ αὐτοὺς
 ὁ Θεός, καὶ ἅμα δώσουν τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς σβύνονται ἀπὸ
 τὸ κατάστιχον τῶν γραμμάτων μας αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ἡμεῖς χάνομεν τὸν 
κόπον μας, καὶ δὲν ἔχομεν ἀπὸ αὐτοὺς ποσῶς διάφορον."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ κρατοῦν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, 
πῶς τοὺς ἔχετε;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶνε τραπεζῖται ἐδικοὶ μας, ἐπειδὴ αὐτοὶ 
ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πέρνουν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο 
τὸ ἁρπάζομεν ἡμεῖς, καὶ διὰ τοῦτο ποτέ τους δὲν χορταίνουν,
 καὶ εἰς αὐτὸ χαιρόμεθα πολὺ• ἀλλὰ δὲν ἤξευρα πῶς ἔχεις νὰ μὲ 
κρατήσῃς ἐδῶ τόσον καιρόν, ἀλλὰ ἤθελα νὰ φύγω μακρὰν 
ἀπὸ ἐσένα ὥσπερ δαίμων".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ἐγὼ θαυμάζω πῶς ἐσεῖς οἱ δαίμονες κάμνετε 
τόσον κακὸν εἰς τὸν κόσμον"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Διὰ τοῦτο μᾶς ἐκαταράσθη ὁ Θεός, 
διὰ νὰ μὴν ἔχωμεν κανένα καλόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καλωσύνην ν΄ἀπέχωμεν 
πάντοτε καὶ διὰ τοῦτο ἐργαζόμεθα κάθε λογῆς κακὸν εἰς τὸν κόσμον,
 ὡς καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς, καὶ εἰς τοὺς πατριάρχας, καὶ εἰς τοὺς μητροπολίτας
 καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ ὁσίους καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ πλουσίους, 
καὶ εἰς ὅλους δίδομεν σχεδὸν τὴν φιλαργυρίαν, τὴν μάχην, τὴν ζηλίαν, 
τὸν φθόνον καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κακά, καὶ ὡς ἐκ τούτου γίνονται φίλοι μας.
 Καὶ τὶ νὰ σὲ εἰπῶ, Ἀντώνιε, αἱ τέχναι μας εἶναι ἀμέτρηται."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ εἰς τὰ παιδία τὶ κάμνετε ἐκεῖ ὁποῦ παίζουν;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἐκεῖ ἔχομεν ἡμεῖς τὴν χάριν μας καὶ κάμνομεν πολλὰς 
τέχνας διὰ νὰ σφαγοῦν ἢ νὰ ἐβγάλουν τὰ ὀμμάτια τους, ἢ νὰ τσακίσουν τὰ χέρια 
τοὺς καὶ τὰ ποδάρια τοὺς, καὶ ἀλλὰ πολλὰ κακὰ ἐργαζόμεθα διὰ νὰ θυμώνεται 
τὸ ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, καὶ νὰ πηγαίνουν οἱ γονεῖς των εἰς τὰ κριτήρια καὶ εἰς 
τοὺς αὐθεντάδες νὰ ἐξοδιάζουν τὸ βίον τους καὶ νὰ χαλοῦν τὰ ὑπάρχοντα 
τους καὶ νὰ τὰ φθείρουν τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι διάφορον ἐδικόν μας
 ὁποῦ ἔχωμεν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ εἰς τὸν διδάσκαλον, ὁποῦ μανθάνει 
τὰ παιδία ἱερὰ γράμματα, ὑπάγετε καὶ ἐκεῖ νὰ κάμνετε σκάνδαλα;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς αὐτὰ ὑπάγομεν, ἀμὴ στεκόμεθα ἀπὸ μακράν, 
διότι κρατοῦν τὰ βιβλία καὶ διαβάζουν τὰ γράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα 
πολλά μᾶς κατακρίνουν καὶ μᾶς κατηγοροῦν, διὰ τοῦτο δὲν ὑπάγωμεν
 σιμά των, παρ΄ὅταν παύσουν καὶ δὲν διαβάζουν, τότε ὑπάγωμεν
 κοντά των καὶ βάνωμεν εἰς αὐτὰ πολλοὺς λογισμοὺς διὰ νὰ μισοῦν 
τὸ γράμματα, διὰ νὰ μὴ διαβάζουν, ὥστε νὰ μισοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, 
καὶ νὰ κάμνουν τὸ θέλημα μας, διατὶ διαβάζοντας πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ
 παιδία γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν καὶ ἔχουμεν πολλὴν ἀδικίαν ἀπὸ αὐτά,
 καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν νὰ κάμνουν τὸ θέλημα μας βάνοντας εἰς αὐτά,
 μεγάλας παιδεύσεις καὶ τιμωρίας, καὶ τότε τὰ γράφομεν εἰς τὸ κατάστιχον
 μας, συντρίβοντες ἀπὸ αὐτὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ὅσοι ἀναγινώσκουν
 τὰ γράμματα πολλὰ μᾶς ὑβρίζουν, καὶ διὰ τοῦτο κάμνομεν τὰ παιδία 
νὰ μισοῦν τὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τὰ ἰδοῦν, κάμνοντες καὶ τοὺς
 γονεῖς των νὰ γίνωνται ἀμελεῖς καὶ νὰ μὴν τὰ παιδεύουν εἰς τὰ γράμματα"
 ἐπειδὴ διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων δοξάζεται ὁ Θεὸς διὰ τὴν πολλὴν χάριν 
ὁποῦ ἔχουν.

Ταῦτα ἄκουσας ὁ Ἅγιος παρὰ τοῦ Δαίμονος, εἶπεν εἰς αὐτὸν 
«Ἐπιτιμήσει σὲ Κύριος ὁ Θεός, διάβολε, εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, 
τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῆς ἀγγέλοις αὐτοῦ». 
Καὶ παρευθὺς ἔγεινεν ἄφαντος ὁ Δαίμων ἀπ´ αὐτόν. 

Καὶ μείνας ὁ Ἅγιος ἐκστατικὸς ἐκείνην τὴν ὥραν, εἶπε "Θεὲ Παντοκράτωρ 
καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν 
καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, αὐτὸς δεσπότα φιλάνθρωπε, ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ 
τὰς χεῖρας τοῦ παμπόνηρου διαβόλου" καὶ ποιήσας προσευχὴν ὁ Ἅγιος 
ὕπνωσεν ὁλίγον. Προσελθὼν λοιπὸν Ἄγγελος Κυρίου εἶπε πρὸς αὐτὸν "
Ἀντώνιε, εἶδες τὸν πονηρὸν δαίμονα;" Ναί, εἶδα αὐτὸν ἀπεκρίθη
 ὁ Ἅγιος -ἀμὴ ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ συντυχαίνεις; Λέγει του ὁ Ἄγγελος 
"Ἐγὼ εἶμι ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ ἤλθα νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ γράψεις τὰς 
πανουργίας τῶν δαιμόνων καὶ νὰ τὰς φανέρωσης εἰς τὸν Κόσμον".

Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ ὅσιος, ἐνεθυμήθη τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, 
καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπεν "Εὐχαριστῶ σοι Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ 
ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, ὁποῦ ἔστειλας τὸν Ἄγγελόν σου λέγοντάς μου
 νὰ γράψω τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πῶς αὐτοὶ κάμνουσι φθόνους,
 φόνους, μάχας καὶ ζηλοφθονίας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνεργοῦν 
εἰς αὐτοὺς νὰ ἐχθρεύωνται ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τιμοῦν τὴν ἁγίαν 
Κυριακήν, ὁποῦ ἔγεινεν ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος 
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"

Διὰ τοῦτο τέκνα μου ἀγαπητὰ ἐν Χριστῷ, παρακαλῶ νὰ ἀκούσητε ταύτην
 μου τὴν νουθεσίαν, καὶ νὰ ἀπέχητε ἀπὸ κάθε λογῆς παιγνίδια καὶ ἀτοπήματα,
 ἐπειδὴ αὐτὰ χαίρονται νὰ βλέπουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὁποῦ προξενοῦν 
εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀμέτρητα σκάνδαλα, καὶ νὰ παρακαλῆτε τὸν Θεὸν νὰ
 σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰς ἐνέδρας τοῦ μιαροῦ ἐχθροῦ μας, 
δαίμονος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν βοηθὸν μας, οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς \
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ (17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ) π.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ





«Ο Αντώνιος γεννήθηκε 
το 251 μ.Χ. στην κωμόπολη 
Κομά της Αιγύπτου. 
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς
 Χριστιανοί, πλούσιοι και 
αριστοκράτες που του μετάγγισαν 
την πίστη τους στον Χριστό. 
Σε νεαρή ηλικία τους έχασε
 κι έμεινε μόνος με τη μικρή αδελφή του. Είκοσι ετών περίπου νιώθει 
την κλήση του Θεού να αποσυρθεί από τα κοσμικά και να αφιερωθεί
 πλήρως στον Θεό. Εμπιστεύεται την αδελφή του σε παρθενώνα 
(ένα είδος γυναικείου μοναστηριού) της περιοχής του, μοιράζει 
στους φτωχούς όλη την περιουσία που είχε από τους γονείς του
 και αποσύρεται πρώτα κοντά στο χωριό του κι ύστερα σε
 πιο απομακρυσμένες κι ερημικές περιοχές. 
Η δίψα του κι ο πόθος του για τον Θεό και την αρετή ήταν
 πολύ μεγάλοι. Όπου άκουγε ότι υπάρχει κάποιος ενάρετος
 ασκητής πήγαινε και τον επισκεπτόταν για να τον μιμηθεί 
στον καλό τρόπο της ζωής του. Σιγά σιγά έτσι απέκτησε
 σχεδόν όλες τις αρετές, χαρακτηριζόμενος από όλους θεοφιλής. 
Ο Θεός επέτρεψε, για να του αυξήσει τις δωρεές και τα 
χαρίσματα, να μπει και στη σκληρή δοκιμασία των δαιμονικών
 πειρασμών. Μέσα από το καμίνι αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, 
αναδείχτηκε ως «χρυσός εν χωνευτηρίω». Προχώρησε 
πολύ στην αγιότητα, απέκτησε τα μεγάλα χαρίσματα της
 διόρασης και της προόρασης, καθώς και της διάκρισης 
των πνευμάτων. Η φήμη του από τα θαύματα και τα χαρίσματά 
του άρχισε να απλώνεται παντού. Έγινε πρότυπο στους
 πάντες, κοσμικούς και μοναχούς. Η ταπείνωσή του όμως τον 
κρατούσε προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Αποσύρθηκε 
σε ακόμη ερημικότερες περιοχές, μα ο πιστός λαός τον 
αναζητούσε οπουδήποτε. Τέλος σε βαθύτατο γήρας, 
το 356 μ.Χ., σε ηλικία 105 ετών, αφού έδωσε τις 
τελευταίες συμβουλές στους συνασκητές του και με την ε
ντολή να τον θάψουν σε μέρος που δεν θα το γνωρίζει κανείς, 
παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού
 του, μέσα σε άφατη χαρά και ιλαρότητα».
Ο Μέγας Αθανάσιος, ο 
οικουμενικός αυτός
 Πατέρας και Διδάσκαλος
 της Εκκλησίας μας, ο οποίος 
και συνέγραψε τον βίο του
 αγίου Αντωνίου 
– στην πραγματικότητα μία εκτεταμένη επιστολή – 
λέει ότι είναι «μεγάλο κέρδος γι’ αυτόν και να θυμάται
 μόνον τον Αντώνιο». Ο ιερός Αυγουστίνος, ο μεγάλος αυτός
 άγιος της Εκκλησίας, πήρε την οριστική απόφαση να μεταστραφεί 
στη χριστιανική πίστη και να βαπτιστεί, με την καθοδήγηση 
βεβαίως του επισκόπου Μεδιολάνων αγίου Αμβροσίου, 
όταν μελέτησε τον βίο του αγίου Αντωνίου. 
Ο σπουδαίος ασκητής του Γεροντικού, ο οποίος ζήτησε 
από τον Θεό να του φανερώσει όλους τους μεγάλους αγίους
 της εποχής του, είδε να εκπληρώνεται το αίτημά του, 
πλην του Αντωνίου. Και στο ερώτημά του στον Κύριο
 γιατί συνέβη αυτό, έλαβε την πληροφορία ότι 
«ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά μου και δεν μπορείς να τον δεις». 
Όταν μιλάμε για τον άγιο Αντώνιο λοιπόν δεν μιλάμε για 
απλό άγιο της Εκκλησίας. Το πνευματικό ύψος του είναι 
τρισμέγιστο, φθάνει μέχρι και σ’ αυτά τα «κράσπεδα» 
της Τριαδικής Θεότητος.
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ηλία και τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ό,τι ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος είδε σαν τρόπο ζωής στον προηγηθέντα από αυτόν όσιο Παύλο τον Θηβαίο («του Παύλου συμμέτοχος του Θηβαίου»),  το ίδιο αγωνίστηκε και αυτός να πράξει. Νέος προφήτης Ηλίας και νέος Ιωάννης Πρόδρομος ο όσιος Παύλος, παρομοίως και ο άγιος Αντώνιος. Κατά πώς το λέει και το απολυτίκιό του: «Τον ζηλωτήν Ηλίαν τοις τρόποις μιμούμενος, τω Βαπτιστή ευθείαις ταις τρίβοις επόμενος, Πάτερ Αντώνιε» (μιμήθηκες στον τρόπο της ζωής τον ζηλωτή Ηλία κι ακολούθησες τους ίσιους δρόμους του Βαπτιστή,
 πάτερ Αντώνιε). Κι ακόμη: τον παραλληλίζει και με τον Μωυσή, 
ονομάζοντάς τον «νέον Μωυσή», διότι «στην έρημο έστησε 
το τρόπαιο κατά των εχθρών και των αντιπάλων,
 ως αρχηγός του λαού» («Νέος Μωυσής γενόμενος,
 εν ερήμω το τρόπαιον κατά των εχθρών και πολεμίων έστησας, 
λαού προηγούμενος»). Δεν παραξενεύουν λοιπόν οι 
χαρακτηρισμοί που του αποδίδει η Εκκλησία μας διά 
των ύμνων της: «Πατήρ Πατέρων», «φωστήρ φωστήρων», 
«οικουμένης το κλέος», «ο επί γης άγγελος και εν ουρανοίς
 άνθρωπος Θεού».
Ο άγιος υμνογράφος
 κάνοντας, με τα
 δεδομένα της 
ζωής του οσίου και
 με φωτισμό Θεού,
 μία πνευματική 
«ακτινογραφία»
 του Αντωνίου, επικεντρώνει στην καρδιά του: ήταν ένα πυρακτωμένο
 καμίνι αγάπης και έρωτα που η φλόγα του ανέβαινε διαρκώς 
στο ακρότατο των επιθυμητών, στην πιο υψηλή κορυφή της αγάπης, 
τον ίδιο τον Θεό. «Σε ο ένθεος έρως ανέφλεξε και την ψυχήν ανεπτέρωσε 
αυτό ποθήσαι, το της αγάπης όντως ακρότατον» (ο θείος έρωτας σου 
έβαλε φωτιά και έδωσε φτερά στην ψυχή σου να ποθήσεις το πράγματι
 ακρότατο όριο της αγάπης, τον Θεό δηλαδή). Αυτός ο έρωτάς του 
ήταν η κινητήρια δύναμη για να απαγκιστρωθεί από όλες τις γοητείες
 του παρόντος κόσμου του απατεώνος, και στη συνέχεια με την πολλή
 άσκησή του και την ησυχία να αυξηθεί  σ’ αυτήν την  αγάπη του 
Θεού, να ενωθεί πλήρως με Αυτόν και να γεμίσει από όλα τα καλά που
 ο Θεός ξέρει να δίνει: όχι κάτι από Αυτόν, αλλά ολόκληρο τον
 Εαυτό Του. 
«Τότε κατεφρόνησας σαρκός και αίματος και έξω κόσμου 
γεγένησαι, πολλή ασκήσει και ησυχία τούτω ενούμενος
 όθεν επλήσθης, ως εζήτησας, των εκείθεν καλών και 
ανέλαμψας, ως αστήρ, καταυγάζων τας ψυχάς ημών, Αντώνιε» 
(Τότε λοιπόν, με τον θείο έρωτά σου, έκανες πέρα οποιαδήποτε  
σχέση με άνθρωπο και ήλθες στην έρημο, αγωνιζόμενος να 
ενωθείς με Αυτόν με την πολλή άσκηση και την ησυχία. 
Γι’ αυτό και γέμισες, όπως ζήτησες, από τα καλά του Θεού
 και έλαμψες σαν ήλιος, φωτίζοντας τις ψυχές μας, Αντώνιε).
Ο άγιος υμνογράφος με τα παραπάνω λεγόμενά του δίνει απάντηση και σε ένα ερώτημα που μπορεί να δημιουργηθεί και σε εμάς σήμερα: τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να δώσει τόση χάρη στον Αντώνιο; Κάνει διακρίσεις ο Θεός; Αγάπησε περισσότερο εκείνον από ό,τι εμάς ή άλλους άλλων εποχών; Η απάντηση είναι αρνητική. Ο Θεός αγαπά τους πάντες εξίσου.«Ουκ έστιν προσωπολήπτης ο Θεός». Ό,τι αγάπη είχε στον Αντώνιο έχει και σε εμάς και σε όλους τους ανθρώπους. Ποιο λοιπόν το «μυστικό» του Αντωνίου; «Ως εζήτησας» σημειώνει ο υμνογράφος. Η απάντηση βρίσκεται στη μικρή αυτή φράση. Ο άγιος Αντώνιος πυρακτώθηκε από την χάρη του Θεού, έγινε όλος φωτιά, διότι και ο ίδιος αναζητούσε τον Θεό. Κι εκεί υπάρχει το έλλειμμα το δικό μας.
 Ε μ ε ί ς  δεν αναζητούμε τον Θεό ή αν Τον αναζητούμε, 
Τον αναζητούμε με πολύ αναιμικό τρόπο. Ο Θεός προσφέρεται 
στον άνθρωπο κατά την αναλογία και της δικής του επιθυμίας. 
Μεγάλη αναζήτηση; Μεγάλη και η προσφορά.
 Μικρή αναζήτηση; Μικρή και η προσφορά.
 Με άλλα λόγια και εμείς θα μπορούσαμε να αναδειχτούμε 
άγιοι της περιωπής του αγίου Αντωνίου. 
Καταθέτουμε όμως την καρδιά και τη διάθεσή μας
 στον Θεό με απόλυτο τρόπο, χωρίς προαπαιτούμενα, 
σαν τον άγιο Αντώνιο; Την ευθύνη της μικρής ή και της μηδαμινής
 χάρης του Θεού μέσα μας πρέπει να την αναζητήσουμε στον
 ίδιο μας τον εαυτό.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...