Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαΐου 05, 2015

Μεσοπεντηκοστή

Αποτέλεσμα εικόνας για μεσοπεντηκοστή

 Τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γιὰ νὰ δεῖ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 μ.Χ. στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικὰ τοῦ ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία τοῦ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτι γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία.
Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πατριάρχη. Καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο ἔπαιρνε μέρος καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγει τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτι.
Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράταση τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάσιμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:
«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».
Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθεῖ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός»«Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι. Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐξελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Ἰω. 7, 14 – 30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἡ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμο. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφοὺς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ’ ἤχου:
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.Δόξα σοι».
Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώρα μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράση τοῦ Κυρίου. «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37 – 38). Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικὴ ἀδεία μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ’ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποῦ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα» (Ἰω. 4, 14). Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημό τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτεμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ’ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ’ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:
«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».
Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ’ καὶ τὸ δεύτερό του δ’ ἤχου:
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:
«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλὴ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περίφημους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμους σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Γνώση τοῦ Θεοῦ!

http://www.imaik.gr/wp-content/uploads/Untitled-149.jpg

  Ο άγιος σε προχωρημένη ηλικία.
Ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου

Ο Πατέρας μᾶς ἀγάπησε τόσο, πού μᾶς ἔδωσε τόν Υἱό Του. ᾿Αλλά καί ὁ ῎Ιδιος ὁ Υἱός θέλησε καί ἐνσαρκώθηκε κι ἔζησε μαζί μας στή γῆ. Κι οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι καί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων εἶδαν τόν Κύριο κατά σάρκα, ἀλλά δέν τόν ἐγνώρισαν ὅλοι ὡς Κύριο. Σ᾿ ἐμένα δέ, τόν γεμάτον ἁμαρτίες, δόθηκε ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα νά γνωρίσω πώς ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι Θεός.
 
῾Ο Κύριος ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί ἐμφανίζεται σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὁ ῎Ιδιος εὐδοκεῖ. Καί ἡ ψυχή, ὅταν δῆ τόν Κύριο, εὐφραίνεται ταπεινά γιά τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Δεσπότη καί δέν μπορεῖ πιά ν᾿ ἀγαπήση τίποτε ἄλλο τόσο, ὅπως ἀγαπᾶ τόν Δημιουργό της. Κι ἄν ἀκόμα ὅλα τά βλέπη κι ὅλους τούς ἀγαπᾶ, ὅμως πάνω ἀπ᾿ ὅλους θά ἀγαπᾶ τόν Κύριο. 
 
῾Η ψυχή γνωρίζει αὐτή τήν ἀγάπη, δέν μπορεῖ ὅμως νά τήν μεταδώση μέ λόγια, γιατί γνωρίζεται μόνο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. 
 
῾Η ψυχή ξαφνικά βλέπει τόν Κύριο καί Τόν ἀναγνωρίζει. 
 
Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψη αὐτή τή χαρά καί ἀγαλλίαση; 
 
Μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γνωρίζεται ὁ Κύριος καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα γεμίζει ὅλο τόν ἄνθρωπο.καί τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τό σῶμα. 
 
῎Ετσι γνωρίζεται ὁ Θεός καί στόν οὐρανό καί στή γῆ. 
 
῾Ο Κύριος μοῦ ἔδωσε κατά τό ἄμετρο ἔλεός Του κι ἐμέ τοῦ ἁμαρτωλοῦ αὐτή τή χάρη, γιά να γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό καί νά στραφοῦν πρός Αὐτόν. 
 
Γράφω στό ὄνομα τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. 
 
Ναί, τήν ἀλήθεια. 
 
Μάρτυράς μου ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος. 
 
῾Ο Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ σάν παιδιά Του καί ἡ ἀγάπη Του εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη τῆς μάνας.γιατί ἡ μάνα μπορεῖ νά λησμονήση τό παιδί της, ἐνῶ ὁ Κύριος ποτέ δέν μᾶς λησμονεῖ. Κι ἄν ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος δέν ἔδινε τό ῞Αγιο Πνεῦμα στόν ὀρθόδοξο λαό καί τούς μεγάλους μας ποιμενάρχες, δέν θά μπορούσαμε νά γνωρίσωμε πόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶ. 
 
῎Ας εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος καί ἡ μεγάλη Του εὐσπλαγχνία πού δίνει σ᾿ ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς τή χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Πλούσιοι καί βασιλιάδες δέν γνωρίζουν τόν Κύριο, ἀλλά ἐμεῖς οἱ φτωχοί μοναχοί καί βοσκοί γνωρίζομε τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhneqpwdn3_jCY-aPIztxnMQyli4mLvUMp_dLSqoRe_ZmEA2xaX4Pgh7T0_foC3KgxUHwFh60415dS4JM2g5ZEQOxeoZ5lJjcw9__H1ELdR7fkDRc_CeiXX_4MmgMp2S1KRSsLYTCLNH0SJ/s1600/Agios+Silouanos+o+Athonitis8.jpg
  
Ο άγιος Σιλουανός σε πρώιμη φωτογραφία του.
Γιά νά γνωρίση κανείς τόν Κύριο δέν χρειάζεται νά εἶναι πλούσιος ἤ ἐπιστήμονας, ἀλλά χρειάζεται νά εἶναι ὑπάκουος, ἐγκρατής, νά ἔχη πνεῦμα ταπεινό καί ν᾿ ἀγαπᾶ τόν πλησίον. ῾Ο Κύριος θ᾿ ἀγαπήση μιά τέτοια ψυχή, θά τῆς φανερώση ὁ ῎Ιδιος τόν ῾Εαυτό Του καί θά τήν διδάξη τή θεία ἀγάπη καί ταπείνωση καί θά τῆς δώση κάθε τι ὠφέλιμο γιά νά βρῆ ἀνάπαυση κοντά στόν Θεό. 
 
῞Οσα κι ἄν μάθουμε, εἶναι πάρα ταῦτα ἀδύνατο νά γνωρίσωμε τόν Κύριο, ἄν δέν ζήσωμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του. Γιατί ὁ Κύριος δέν γνωρίζεται μέ τήν ἐπιστήμη, ἀλλά μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Πολλοί φιλόσοφοι καί ἐπιστήμονες ἔφτασαν μέχρι τήν πίστη στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἐγνώρισαν τόν Θεό. Κι ἐμεῖς οἱ μοναχοί μελετοῦμε μέρα καί νύχτα τόν νόμο τοῦ Κυρίου, ἀλλά δέν ἐγνώρισαν ὅλοι τόν Θεό - ἀπέχομε πολύ ἀπ᾿ αὐτό - παρότι ὅλοι πιστεύουν. 
 
῎Αλλο νά πιστεύης πώς ὑπάρχει Θεός κι ἄλλο νά γνωρίζης τόν Θεό. 
 
Νά τό μυστήριο.῾Υπάρχουν ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο.ὑπάρχουν ψυχές πού δέν Τόν γνώρισαν, ἀλλά πιστεύουν.ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλες, πού οὔτε Τόν γνώρισαν οὔτε πιστεύουν - κι ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν ἀκόμα ἐπιστήμονες καί διανοούμενοι. 
 
῾Η ἀπιστία προέρχεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. ῾Ο ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται πώς θά γνωρίση τά πάντα μέ τό νοῦ του καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι᾿ αὐτόν, γιατί ὁ Θεός γνωρίζεται μόνο μέ ἀποκάλυψη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῾Ο Κύριος ἀποκαλύπτεται στίς ταπεινές ψυχές. Σ᾿ αὐτές δείχνει ὁ Κύριος τά ἔργα Του, πού εἶναι ἀκατάληπτα γιά τό νοῦ μας. Μέ τό φυσικό μας νοῦ μποροῦμε νά γνωρίσωμε μόνο τά γήϊνα πράγματα, κι αὐτά μερικῶς, ἐνῶ ὁ Θεός καί ὅλα τά οὐράνια γνωρίζονται μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. 
 
Μερικοί μοχθοῦν ὅλη τή ζωή τους γιά νά μάθουν τί ὑπάρχει στόν ἥλιο ἤ στή σελήνη ἤ κάτι παρόμοιο, ἀλλ᾿ αὐτά δέν ὠφελοῦν τήν ψυχή. ῎Αν ὅμως προσπαθούσαμε νά γνωρίσωμε τί ὑπάρχει μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά, τότε θά βλέπαμε στήν ψυχή τοῦ ἁγίου τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί στήν ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ σκοτάδι καί κόλαση. Κι εἶναι ὠφέλιμο νά τό ξέρωμε, γιατί θά εἴμαστε αἰώνια εἴτε στή Βασιλεία εἴτε στή κόλαση. 
 
῾Ο νωθρός στή προσευχή ἐξετάζει μέ περιέργεια πάντα, ὅσα βλέπει στή γῆ καί στόν οὐρανό, ἀλλά δέν γνωρίζει ποιός εἶναι ὁ Κύριος οὔτε προσπαθεῖ νά τό μάθη καί ὅταν ἀκούη διδασκαλία γιά τόν Θεό λέει· 
 
“Μά πῶς εἶναι δυνατό νά γνωρίσωμε τόν Θεό; Καί σύ ἀπό πού Τόν γνωρίζεις;” 
 
Θά σοῦ πῶ.Μαρτυρεῖ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Αὐτό γνωρίζει καί μᾶς διδάσκει. 
 
“᾿Αλλά μήπως τό Πνεῦμα εἶναι ὁρατό;” 
 
Οἱ ᾿Απόστολοι Τό εἶδαν νά κατεβαίνη σέ πύρινες γλῶσσες κι ἐμεῖς Τό αἰσθανόμαστε μέσα μας. Εἶναι γλυκύτερο ἀπό κάθε τι γήϊνο. Αὐτό γεύονταν οἱ Προφῆτες καί μιλοῦσαν στόν λαό κι ὁ λαός τούς πρόσεχε. Οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι πῆραν ῞Αγιο Πνεῦμα καί κήρυξαν σωτηρία στόν κόσμο χωρίς νά φοβοῦνται τίποτε, γιατί τό ῞Αγιο Πνεῦμα τούς ἐνίσχυε. ῾Ο ᾿Απόστολος ᾿Ανδρέας εἶπε στό ἡγεμόνα τῶν Πατρῶν πού τόν ἀπειλοῦσε πώς θά τόν σταυρώση, ἄν ἐξακολουθῆ νά κηρύττη· 
 
“῎Αν φοβόμουν τόν Σταυρό, δέν θά τόν ἐκήρυττα”. 
 
Τό ἴδιο καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ᾿Απόστολοι καί μετά οἱ μάρτυρες καί ὕστερα οἱ ἅγιοι ἀσκητές πήγαιναν χαρούμενοι στό μαρτύριο καί τά πάθη. Κι ὅλα αὐτά, γιατί τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τό ἀγαθό καί γλυκύ, ἔλκει τήν ψυχή στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου κι ἔτσι ἡ ψυχή δέν φοβᾶται τά βασανιστήρια, ἕνεκα τῆς γλυκύτητας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. 
 
Πολλοί ἅγιοι μάρτυρες γνώρισαν μέσα στά βασανιστήρια τόν Κύριο καί τή βοήθειά Του. Πολλοί μοναχοί ἀντέχουν σέ μεγάλη ἄσκηση καί σέ πολλούς κόπους γιά χάρη τοῦ Κυρίου. Κι αὐτοί γνώρισαν τόν Κύριο καί παλαίβουν γιά νά νικήσουν τά πάθη καί προσεύχονται γιά ὅλη τήν οἰκουμένη καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τούς ἐμπνέει τήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς. Γιατί ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς, αὐτός δέν γνώρισε ἀκόμη ὅλο τόν πλοῦτο τῆς χάρης τοῦ Κυρίου, ὁ ῾Οποῖος πέθανε στό Σταυρό γιά τούς ἐχθρούς καί μᾶς ἔδωσε τόν ῾Εαυτό Του ὡς πρότυπο καί μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή ν᾿ ἀγαποῦμε τούς ἐχθρούς. 
 
῾Ο Κύριος εἶναι ἀγάπη. Καί μᾶς ἔδωσε ἐντολή ν᾿ ἀγαποῦμε ἀλλήλους καί ν᾿ ἀγαπούμε τούς ἐχθρούς.καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει αὐτη τήν ἀγάπη.

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhy5m_zubxu-yLpwiLfCi6_QZVnU5jiyiI_-ZaSvo1tOLMKr-BjJ5URFpWbI1fGFM4OZF3_UVRQnOruFTY1MIw6VUsu-QgyIMk5biAcu2Ys7TtO-5esxhw3YcpeCJJqYzU4BUV2tD7AVsK-/s1600/Agios+Silouanos+o+Athonitis7b.jpg
Ψυχή πού δέν γνώρισε τό ῞Αγιο Πνεῦμα δέν καταλαβαίνει πῶς εἶναι δυνατό ν᾿ ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς καί δέν τό δέχεται αὐτό. ῾Ο Κύριος ὅμως σπλαγχνίζεται τούς πάντες κι ὅποιος θέλει νά εἶναι μέ τόν Κύριο ὀφείλει ν᾿ ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς. 
 
῞Οποιος γνώρισε τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γίνεται ὅμοιος μέ τόν Κύριο, ὅπως εἶπε ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος.“῞Ομοιοι Αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα Αὐτόν καθώς ἐστιν” καί θά βλέπωμε τή δόξα Του. 
 
Λές πώς πολλοί ἄνθρωποι πάσχουν ἀπό πολλές δυστυχίες καί ἀπό κακούς ἀνθρώπους. Σέ παρακαλῶ ὅμως, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό τό ἰσχυρό χέρι τοῦ Θεοῦ καί τότε ἡ χάρη θά σέ διδάξη καί θά ἐπιθυμῆς καί σύ ὁ ἴδιος νά πάσχης γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Νά τί θά σέ διδάξη τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο γνωρίσαμε ἐμεῖς στήν ᾿Εκκλησία.
 
῞Οποιος ὅμως κατηγορεῖ τούς κακούς ἀνθρώπους, ἀντί νά προσεύχεται γι᾿ αὐτούς, αὐτός δέν θά γνωρίση τή χάρη τοῦ Θεοῦ. 
 
῎Αν θέλης νά μάθης πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, μίσησε τίς ἁμαρτίες καί τούς κακούς λογισμούς καί προσευχήσου ἔνθερμα μέρα καί νύχτα καί θά σοῦ δώση ὁ Κύριος τή χάρη Του καί θά γνωρίσης μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα τόν Κύριο καί μετά θάνατον, ὅταν θά πᾶς στόν παράδεισο, θ᾿ ἀναγνωρίσης κι ἐκεῖ μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα τόν Κύριο, ὅπως τόν γνώρισες στή γῆ. 
 
Καί στόν οὐρανό καί στή γῆ ὁ Κύριος γνωρίζεται μόνο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί ὄχι μέ τήν ἐπιστήμη. Καί τά παιδιά πού δέν σπούδασαν καθόλου γνωρίζουν τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής βρικόταν ἀκόμα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του ὅταν αἰσθάνθηκε τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου. ῾Ο Συμεών ὁ Στυλίτης ὁ Θαυμαστορείτης ἦταν ἑφτά χρονῶν, ὅταν Τοῦ φανερώθηκε ὁ Κύριος καί Τόν ἐγνώρισε. ῾Ο ῞Οσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ βρισκόταν σέ ὥριμη ἡλικία ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίστηκε κατά τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας. Κι ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος ἐγνώρισε τόν Κύριο στά βαθειά γηρατειά του καί Τόν δέχτηκε στά χέρια του. 
 
῎Ετσι ὁ Κύριος προσαρμόζεται μ᾿ ἐμᾶς, γιά νά παρηγορήση κάθε ψυχή ὅσο τό δυνατόν περισσότερο. 
 
῾Η ἀγάπη τοῦ Κυρίου δέν γνωρίζεται ἀλλιῶς, παρά μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Καί εἰρηνική ψυχή, πού κρατᾶ καθαρή τή συνείδηση, ἀπό τή θεωρία τῆς δημιουργίας γνωρίζει τόν Θεό, γιατί αὐτός ἔκτισε τόν οὐρανό καί τή γῆ. Κι αὐτό εἶναι, παρότι μικρό ακόμη, ἔργο τῆς χάρης. Χωρίς ὅμως τή χάρη δέν μπορεῖ ὁ νοῦς μᾶς νά γνωρίση τόν Θεό, ἀλλά σύρεται πάντα πρός τή γῆ, πρός τόν πλοῦτο, πρός τή δόξα, πρός τίς ἡδονές. 
 
῞Οπως ἡ ἀγάπη τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί τά πάθη Του ὑπῆρξαν τόσο μεγάλα, πού δέν μποροῦμε νά τά καταλάβωμε, γιατί ἀγαποῦμε λίγο τόν Κύριο. ῞Οποιος ὅμως ἀγαπᾶ περισσότερο, αὐτός μπορεῖ νά καταλάβη βαθύτερα καί τά πάθη τοῦ Κυρίου. ῾Υπάρχει ἀγάπη μικρή, ὑπάρχει μέση, ὑπάρχει καί ἡ τέλεια ἀγάπη. Κι ὅσο τελειότερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο τελειότερη ἡ γνώση.

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjYzaW_cKeV5m2uIXkuhnFUTKcgGeK69juNmcmCP8BPglgXYJ3M6qEYbOQiEriUsSGDOknkHySVy_m0nKFfMy0DZoqzypZTCWIhsb0ZP-s09zcgI-gFQYbcyIYiTW_eHGKhYFoWkqOx6pRq/s400/Agios+Silouanos+o+Athonitis6b.jpg
Γενικῶς καθένας μας μπορεῖ νά κρίνη γιά τόν Θεό κατά τό μέτρο τῆς χάρης τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πού ἐγνώρισε. Γιατί πῶς εἶναι δυνατόν νά σκεφτώμαστε καί νά κρίνωμε γιά πράγματα πού δέν εἴδαμε ἤ γιά τό ὁποῖα δέν ἀκούσαμε καί δέν ξέραμε; Νά, οἱ ῞Αγιοι λέγουν πώς εἶδαν τόν Θεό. ᾿Αλλά ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι πού λέγουν πώς δέν ὑπάρχει Θεός. Εἶναι φανερό πώς μιλοῦν ἔτσι, γιατί δέν γνώρισαν τόν Θεό, αὐτό ὅμως δέν σημαίνει καθόλου πώς ὁ Θεός δέν ὑπάρχει. 
 
Οἱ ῞Αγιοι μιλοῦν γιά πράγματα πού πραγματικά εἶδαν καί γνωρίζουν. Δέν μιλοῦν γιά κάτι πού δέν εἶδαν. Δέν λέγουν, ἐπί παραδείγματι, πώς εἶδαν ἕνα ἄλογο ἕνα χιλιόμετρο μῆκος ἤ ἕνα πλοῖο δέκα χιλιομέτρων, πού δέν ὑπάρχουν. Κι ἐγώ νομίζω πώς, ἄν δέν ὑπῆρχε Θεός, δέν θά μιλοῦσαν κἄν γι᾿ Αὐτόν στή γῆ. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως θέλουν νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό δικό τους θέλημα, καί γι᾿ αὐτό λένε πώς δέν ὑπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας ἔτσι μᾶλλον πώς ὑπάρχει. 
 
Καί τῶν ἐθνικῶν ἡ ψυχή αἰσθανόταν πώς ὑπάρχει ὁ Θεός, ἄν καί δέν ἤξεραν νά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό. Τό ῞Αγιο Πνεῦμα ὅμως δίδαξε τούς ἅγιους Προφῆτες, ἔπειτα τούς ᾿Αποστόλους, κατόπι τούς ἅγιους Πατέρες καί τούς ἐπισκόπους μας κι ἔτσι ἔφτασε μέχρι ἐμᾶς ἡ ἀληθινή πίστη. Καί ἐμεῖς γνωρίσαμε τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα, καί ὅταν Τόν γνωρίσαμε, τότε στερεώθηκε σ᾿ Αὐτόν ἡ ψυχή μας. 
 
Γνωρίσατε λαοί, πώς κτισθήκαμε γιά νά δοξάσωμε τόν οὐράνιο Θεό καί μήν προσκολλᾶσθε στή γῆ, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας καί μᾶς ἀγαπᾶ σάν πολυπόθητα παιδιά Του. 
 
Ο ᾿Ελεήμων Κύριος ἔδωκε τό ῞Αγιο Πνεῦμα στή γῆ καί στό ῞Αγιο Πνεῦμα στερεώθηκε ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία. 
 
Τό ῞Αγιο Πνεῦμα μᾶς ἀπεκάλυψε ὄχι μόνο τά ἐπίγεια, ἀλλά καί τά ἐπουράνια. Μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γνωρίσαμε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. ῾Η ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι φλογερή. Γεμάτοι ἀπό ἀγάπη οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι διέτρεξαν ὅλη τήν οἰκουμένη καί διψοῦσε τό πνεῦμα τούς, νά γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τόν Κύριο. 
 
Τό ῞Αγιο Πνεῦμα χαροποιοῦσε τούς ἀγαπημένους τοῦ Θεοῦ Προφῆτες κι ὁ λόγος τούς ἦταν δυνατός καί εὐχάριστος, γιατί κάθε ψυχή ἐπιθυμεῖ ν᾿ ἀκούση τό λόγο τοῦ Κυρίου.
 
῎Ω θαῦμα! ῾Ο Κύριος δέν μέ παρέβλεψε, ἐμέ τόν τόσο μεγάλο ἁμαρτωλό, ἀλλά μοῦ ἔδωσε νά Τόν γνωρίσω μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. 
 
῞Ω Πνεῦμα ῞Αγιο, Μεγάλε Βασιλιά! Τί νά σοῦ ἀνταποδώσω ἐγώ, ἡ ἁμαρτωλή γῆ; ᾿Εσύ μοῦ ἀπεκάλυψες ἕνα ἀκατάληπτο μυστήριο. ᾿Εσύ μοῦ ἔδωσες νά γνωρίσω τόν Κτίστη μου. ᾿Εσύ μοῦ ἔδωσες νά γνωρίσω πόσο ἄμετρη εἶναι ἡ ἀγάπη Του γιά μᾶς. 
 
῾Ο Κύριος εἶπε.“οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς”. Καί βλέπομε πώς πραγματικά δέν μᾶς ἐγκατέλειψε, ἀλλά μᾶς ἔδωσε τό ῞Αγιο Πνεῦμα. 
 
Τό ῞Αγιο Πνεῦμα δίνει ἀοράτως στήν ψυχή τή γνώση. Στό ῞Αγιο Πνεῦμα βρίσκει ἡ ψυχή τήν ανάπαυση. Τό ῞Αγιο Πνεῦμα εὐφραίνει τήν καρδιά καί τῆς δίνει χαρά ἐπί γῆς. Πόση ἄραγε θά εἶναι ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίαση στούς οὐρανούς; ᾿Εμεῖς γνωρίσαμε μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐκεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά εἶναι τέλεια. ῞Ω, ἐγώ ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος! ᾿Εγνώρισα μόνο στήν τελειότητά της τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν μπορῶ νά τήν ἀποκτήσω καί καθημερινά θρινεῖ ἡ ψυχή μου καί συνεχῶς σκέφτομαι. “ἀκόμη δέν ἔλαβε ἡ ψυχή μου αὐτό πού ποθεῖ”. 
 
῞Οταν τό ῞Αγιο Πνεῦμα ἐπεφοίτησε στούς ᾿Αποστόλους, τότε ἔμαθαν μέ τήν πείρα τους τί εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο.
 
“Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν”, λέγει ὁ ᾿Απόστολος (Γαλ. δ´ 19). 
 
Πόσο εὐτυχής θά ἤμουν ἄν ὅλοι οἱ λαοί ἐγνώριζαν τόν Κύριο! 
 
Κύριε, δῶσε Σύ ὁ ῎Ιδιος, νά Σέ γνωρίσουν μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.ὅπως ἔδωσες στούς ᾿Αποστόλους τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί Σέ γνώρισαν, δῶσε ἔτσι καί σ᾿ ὅλο τόν κόσμο νά Σέ γνωρίση μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.
 
Πηγή: paterikakeimena.blogspot.gr

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος Κὺριε, δος ὓδωρ πιεῖν π. Χρίστος Πιτυρίνης

Κὺριε, δος ὓδωρ πιεῖν 

h_samareitidaΚυριακή της Σαμαρείτιδος σήμερα, ἀδελφοί μου, καί ὅλο τό Εὐαγγέλιο μᾶς μιλᾶ γιά μία δίψα, γιά μία αἰώνια ἔλλειψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀναζήτηση αὐτή, ἀλλά καί ἡ ἱκανοποίησή της ἦταν ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα αἰτήματα τοῦ ἀνθρώπου ὅλα τού  τά χρόνια. Ἡ γυναίκα ἀπό τή Σαμάρεια προσφέρει νερό στό Χριστό μας χωρίς νά ξέρει ποιός εἶναι καί ὅτι τελικά Ἐκεῖνος θά τήν ξεδιψάσει. Τό πηγάδι εἶναι βαθύ καί ὁπωσδήποτε μπορεῖ νά καλύψει τό ἐσωτερικό κενό πού δημιούργησε ἡ προσκόλλησή μας σέ ἄλλου εἴδους «νερά», ἄσχετα μέ τήν ψυχική μας δίψα.
Αἰῶνες τώρα ἀντλοῦμε συμβουλές καί ἰδέες ἀπό ἀκατάλληλους ἀνθρώπους χωρίς πίστη καί μεταφυσικές ἀνησυχίες. Οἱ διάφοροι «Μεσσίες» μᾶς ἔχουν κουράσει, ἀλλά καί ἡ διάθεσή μας νά βροῦμε τό νερό τῆς ζωῆς ἔχει ἐπικίνδυνα ἀλλοτριωθεῖ. Ὁ Χριστός ξεδιψᾶ σήμερα τήν γυναίκα πού Τόν πλησίασε μέ τόν λόγο καί τήν παρηγοριά Του πού εἶναι βάλσαμο, διότι ἀναφέρονται στήν ἀγάπη, τή συγχώρεση, τήν καθαρότητα καρδιᾶς, ψυχῆς καί σώματος καί δίνουν ταυτόχρονα καί τίς ἀνάλογες ἐμπειρίες σ’ αὐτόν πού τίς ψάχνει.

Ὁ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ σου προσφέρει γαλήνη καί δύναμη ἐνῶ ὁ σατανικός ἄνθρωπος σέ γεμίζει μέ ταραχή, πονηριά καί σού δημιουργεῖ διάθεση γιά ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τῆς ζωῆς. Σ’ αὐτή τή βάση ἐπάνω ἄς κρίνουμε καί ὅλες ἐκεῖνες τίς μορφές πού πέρασαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἀλλά καί  τίς τεχνολογικές προόδους καί τ’ ἀποτελέσματά τους.
Τό δέντρο φαίνεται ἀπό τούς καρπούς του, ἀδελφοί μου, καί δυστυχῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ εὐτυχία δέν βρίσκεται στά γλέντια, τίς σαρκικές ἀπολαύσεις, τήν κακῶς ἐννοούμενη ἀνεξαρτησία ἀκόμα καί στή σύγχυση τοῦ ρόλου τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας. Εἴμαστε ἀνικανοποίητοι οἱ ἄνθρωποι καί χρειαζόμαστε κάποιον ἄλλον γιά νά συμπληρώσουμε τήν ἀδυναμία μας.
Τρέχουμε συνεχῶς καί μέ πολύ ἄγχος γιά τή ζωή μας χωρίς μετάνοια, χωρίς συγχώρεση, χωρίς προσευχή, χωρίς νά προσπαθοῦμε συνεχῶς ν’ ἀντλοῦμε ἀπό τήν οὐράνια πηγή τοῦ Χριστοῦ, νερό σωτηρίας. Ὅλες οἱ ἐπιστῆμες πλέον παραδέχονται τήν εὐεργετική παρουσία τῆς πίστεως στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνθρωποι πού πιστεύουν γίνονται καλύτεροι, ξεμπλέκουν ἀπό τά ναρκωτικά, δημιουργοῦν ὄμορφες οἰκογένειες, πετυχαίνουν καί γιά τούς ἄλλους, ζοῦν καί χαίρονται μέσα σ’ ἕνα κόσμο τόσο ἄχαρο.
Πιστεύουν στό Θεό, ἀλλά δέν στέκονται μέ σταυρωμένα τά χέρια Διαρκῶς ἀναζητοῦν τό πνεῦμα Του, τήν ἁγιότητά Του καί δέν προσπαθοῦν νά δημιουργήσουν ἄλλους Θεούς πού θά βολεύουν τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους. «Πνεῦμα ὁ Θεός» γι’ αὐτό καί ζητᾶ τίς ἁμαρτίες μας καί τήν καρδιά μᾶς πρῶτα καί μετά τά προσκυνήματα, τά τάματα καί τό κερί μας. Δυστυχῶς πολλές φορές «ἀφήνουμε τό γάμο καί πᾶμε στά πουρνάρια» ὅπως λέει ἡ σχετική θυμόσοφη ἑλληνική παροιμία μας.
Τελειώνοντας, ἀδελφοί μου, θέλω νά προσέξετε κάτι σημαντικό ἀπό τήν σημερινή συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ την  Σαμαρείτιδα, ἡ ὁποία ὅπως γνωρίζετε εἶναι ἡ σημερινή ἑορταζόμενη Ἁγία Φωτεινή ἡ ἱεραπόστολος πού ἄλλαξε τή  δική της ζωή καί αὐτῶν πού τήν πλησίασαν μετά ἀπό ἐκείνη τή συνάντηση. Ὁ Χριστός λοιπόν μίλησε μαζί της μία ὥρα πού ἦταν γιά ὅλους ὥρα ξεκούρασης. Ἡ ἕκτη ὥρα, δηλαδή τρεῖς τό μεσημέρι, ὅπως θά λέγαμε σήμερα. Αὐτό τό γεγονός μᾶς κάνει νά σκεφτόμαστε ὅτι οἱ ἐλεύθερες ὧρες μας δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά εἶναι ἄχρηστες ὧρες. Φεύγουν συνέχεια καί εἶναι πολύτιμες.
Πάντοτε καί παντοῦ μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τόν Χριστό. Πάντοτε νά δροσίζουμε τόν ἄλλο μέ τό νερό Του, τό νερό τῆς παρηγοριᾶς, τῆς κατανόησης, τῆς ἀγάπης. Πάντοτε νά καθαρίζουμε τά πνευματικά νεφρά μας, τίς αἰσθήσεις μας δηλαδή, πού λερώνονται συνεχῶς καί δέν καθαρίζουν χωρίς τό νερό τῆς αἰωνιότητας. Πάντοτε νά δυναμώνουμε τόν ἄλλον ἀλλά καί τόν ἑαυτό μας, διότι δίνοντας χαρά καί ἀγάπη, παίρνουμε χαρά καί ἀγάπη ἀπό τούς ἄλλους, ἰδίως ὅταν μᾶς λείπει πολύ. Ἄς ζητήσουμε ταπεινά καί ἐμεῖς νερό ἀπό τόν Χριστό. Ἐκεῖνος δέν φοβᾶται νά μᾶς ζητήσει τήν καρδιά μας. Ἄς Τοῦ τήν δώσουμε γιά νά κερδίσουμε τήν αἰώνια Βασιλεία Του, τήν ὁποία εὔχομαι σέ ὅλους. Ἀμήν.

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ «Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε δετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. 4,28-29) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣΚυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

«Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε δετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. 4,28-29)


     ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣΚΑΤΩ στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἦταν μία πόλι ποὺ ὠνομαζόταν Σιχάρ. Κατοικοῦνταν ἀπὸ Σαμαρεῖτες.
Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα παιδιά. Οὔτε στὰ σπίτια τους πήγαιναν, οὔτε τὰ κορίτσια τους παίρνανε, οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν πίνανε ἀπ᾿ αὐτούς, οὔτε καλημέρα ἢ καλησπέρα δὲν τοὺς λέγανε. Δὲν περνοῦσαν οὔτε ἀπὸ τὰ χωράφια τους. Καὶ ἂν τύχαινε νὰ περάσῃ κανείς, τίναζε τὰ παπούτσια του.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, νάτος, μπῆκε στὴ Σαμάρεια. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως δὲν εχανε ἀκούσει τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ξέρανε τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Ποιός τοὺς ἔφερε κοντά Του; Οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε ἱεροκήρυκας, ἀλλὰ μιὰ γυναίκα.
Μήπως αὐτὴ ἡ γυναίκα ἤτανε καμμιὰ δασκάλα, καμμιὰ καθηγήτρια, καμμιὰ μορφωμένη ποὺ ἤξερε πολλὰ γράμματα; Ὄχι. Ἤτανε μιὰ ἀγράμματη καὶ μάλιστα ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Πολὺ ἁμαρτωλή. Ἤτανε ἕνα κάρβουνο τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε διαμάντι. Τί μεγάλα θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες αὐτὴ τὴ γυναῖκα τὴν ἀγράμματη καὶ ἁμαρτωλὴ τιμοῦμε ὅλοι, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες. Αὐτή, μόλις ἐγνώρισε τὸ Χριστό, ἔτρεξε καὶ εἶπε·
―Ἐλᾶτε, συγχωριανοί μου, νὰ δῆτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς μου. Μήπως εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστός;
Ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ στὸ Χριστό, καὶ δὲν χόρταινε ν᾿ ἀκούῃ τὰ λόγια του. Ἔπεσαν στὰ πόδια του παρακαλώντας νὰ μείνῃ κοντά τους. Καὶ ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ δυὸ μέρες. Καὶ πίστεψε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό τους.
Αὐτὰ λέει σήμερα μὲ ἁπλᾶ καὶ σύντομα λόγια τὸ Εὐαγγέλιο.

* * *

Καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τί ἔγινε;
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ἄλλαξε ζωή. Ἀπὸ Σαμαρείτισσα ἔγινε Φωτεινή. Ἀπὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς, ἀπὸ σκοτεινὴ ἔγινε φωτεινή. Καὶ τί ἔκανε; Τ᾿ ἄφησε ὅλα, πῆρε ἕνα ῥαβδὶ καὶ περπατοῦσε σὲ βουνὰ καὶ ῥεματιὲς κηρύττοντας τὸ Χριστό, μὲ φλόγα. Ὅταν ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔκλαιγε. Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πῆγε σὲ πολλὰ μέρη. Κατέληξε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ κήρυξε τὸ Χριστό, καὶ βαπτισθήκανε πολλοὶ καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Σμυρνιῶτες κτίσανε πρὸς τιμήν της τὴν πιὸ ὄμορφη ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἦταν ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης τὸ 1922, καὶ μετὰ ἔβαλαν φωτιὰ οἱ Τουρκαλάδες καὶ τὴν ἔκαψαν. Δὲν ὑπάρχει πιά.

* * *

Ποιός λοιπὸν ἔφερε τόσο κόσμο στὸ Χριστό; Μιὰ γυναίκα, ἡ ἁγία Φωτεινή.
Γι᾿ αὐτὸ ὅ,τι ἔκανε ἡ ἁγία Φωτεινή, νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
―Μπᾶ, θὰ μοῦ πῆτε, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας καὶ τὶς δουλειές μας, νὰ πάρουμε ἕνα ῥαβδὶ καὶ νὰ τρέχουμε γιὰ νὰ κηρύττουμε τὸ Χριστό; Μὰ τρελάθηκες; Ἔχουμε γυναῖκα καὶ παιδιά…
Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾷς νὰ κηρύξῃς τὸ Χριστὸ κάτω στὸ Νεῖλο ποταμὸ καὶ στὶς Ἰνδίες. Ἐδῶ, στὸ χωριό σου καὶ στὴν πόλι σου νὰ τὸν κηρύξῃς. Θὰ μοῦ πῇς·
―Μὲ ποιό τρόπο;
Θὰ σοῦ πῶ. Ἀπὸ τὸ πρωῒ ποὺ σηκώνεσαι μέχρι τὸ βράδι ἡ γλῶσσα σου δὲν σταματᾷ. Κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου, μὲ τὰ παιδιά σου, μὲ ὅλους. Κουβεντιάζεις στὸ καφενεῖο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ. Ἂν μετρήσω τὶς λέξεις ποὺ λὲς ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδι, εἶνε χίλιες λέξεις. Ἂν ψάξω μέσα στὶς χίλιες αὐτὲς λέξεις, θὰ βρῶ τὸ διαμάντι; Γιατὶ οἱ λέξεις ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι εἶνε χαλίκια καὶ ἄμμος. Διαμάντι εἶνε ὁ Χριστός. Εἶπες μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό; Μπά!
Ὅταν βάπτισα στὴ Φλώρινα τοὺς τσιγγάνους, ρωτῶ ἕναν ἔξυπνο γύφτο ἀπ᾿ αὐτούς·
―Τόσα χρόνια, ποὺ μένεις ἐδῶ στὴ Φλώρινα, δὲ μοῦ λές, ἄκουσες ποτὲ κανένα νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό;
―Ναί, μοῦ λέει, ἄκουσα· ὅταν τὸν βλαστημᾶνε!
Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάντια φτάσαμε· νὰ ἀκούεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μόνο στὶς βλαστήμιες.
Γιὰ καλὸ ἡ λέξι Χριστὸς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη σου. Κουβεντιάζεις γιὰ ὅλα· γιὰ τὰ γίδια, γιὰ τὰ χωράφια, γιὰ τὰ λεφτά, γιὰ τὶς καταθέσεις, γιὰ τὶς παντρειὲς καὶ τὰ διαζύγια. Γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν μιλᾷς.
Τὸ νὰ μὴ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ σοῦ δίνει τὸ φῶς, τὸν ἀέρα, τὸ ψωμί, τὰ πάντα, εἶνε ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ ἁγία Φωτεινὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, ἔτσι νὰ μιλᾷς κ᾿ ἐσὺ γι᾿ αὐτόν.
Νὰ μιλᾷς μέσα στὸ σπίτι. Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάσῃ, φώναξε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, καὶ μίλα τους γιὰ τὸ Χριστό. Πάρε καὶ διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο.
Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, καὶ ὅλα θὰ τὰ ξεχάσουν τὰ παιδιά, καὶ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ πλούτη. Ἕνα δὲν θὰ ξεχάσουν ποτέ. Ὅτι τοὺς μιλοῦσες γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν θὰ ξεχάσουν ποτὲ τὴ μάνα, τὸν πατέρα καὶ τὴ γιαγιά, ποὺ τοὺς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Δάκρυα μοῦ ἔρχονται στὰ μάτια ὅταν θυμᾶμαι τὸ πατρικό μου σπίτι. Μᾶς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Στὴ Ῥωσία ἄθεοι ἦταν. Καμπάνα δὲν χτυποῦσε, κήρυγμα δὲν ἐπιτρεπόταν, τὸ κατηχητικὸ ἀπαγορευόταν. Παιδάκι νὰ πλησιάσῃ παπᾶς δὲν τολμοῦσε. Στὰ σχολεῖα πολεμοῦσαν τὴν πίστι. Πῶς κρατήθηκε ἡ Ἐκκλησία; Ποιός δίδασκε τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Οἱ Ῥωσίδες μανάδες καὶ οἱ γιαγιάδες! Μακάρι νὰ πιστεύαμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅπως ἐκεῖνες. Τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, παίρνανε τὰ παιδιά, τὰ γονάτιζαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς κάνανε μάθημα.
Στὸ ἄθεο ἐκεῖνο καθεστὼς ἔβλεπες στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὺς καὶ δικαστὰς ποὺ πιστεύανε στὸ Χριστό. Καὶ ἀποροῦσαν οἱ ἄπιστοι, ποιός τοὺς δίδαξε τὴ θρησκεία!
Ὄχι μόνο δὲν ἔσβησε ἡ πίστι στὴ Ῥωσία, ἀλλὰ καὶ θριάμβευσε. Γιατί; Γιατὶ ὑπῆρχαν οἱ Σαμαρείτισσες.
Πάρτε λοιπὸν κ᾿ ἐσεῖς τὰ παιδιά σας καὶ μιλῆστε τους γιὰ τὸ Χριστό.
Θὰ γεράσῃς μιὰ μέρα καὶ θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ὅταν σὲ θυμᾶται τὸ παιδάκι, θὰ λέῃ· Ἄχ, καλή μου μάνα, ποὺ μοῦ σταύρωνες τὰ χεράκια καὶ μὲ μάθαινες τὴν προσευχή, εὐλογημένη νά ᾿σαι!
Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω νὰ πᾶτε στὴν Ἀφρικὴ καὶ νὰ κηρύξετε τὸ Χριστό, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σας.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ ἡ μαϊμοῦ ἔχει γλῶσσα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ. Καὶ τὸν παπαγάλο μπορεῖς νὰ τὸν μάθῃς δυὸ – τρεῖς λέξεις, ἀλλὰ δὲν τὶς καταλαβαίνει. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζωντανὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος μιλάει. Καὶ εἶνε μεγάλο προνόμιο αὐτό.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, ὄχι γιὰ νὰ βρίζῃς, νὰ καταριέσαι καὶ νὰ στέλνῃς τὸ παιδί σου στὸ διάβολο· ὄχι γιὰ νὰ βλαστημᾷς καὶ νὰ κοτσομπολεύῃς, ὄχι γιὰ νὰ συκοφαντῇς καὶ νὰ αἰσχρολογῇς. Ὄχι γιὰ νὰ κάθεσαι μὲ τὶς ὧρες στὰ καφενεῖα καὶ στὶς τηλεοράσεις καὶ νὰ συζητᾷς τὰ ασχη ποὺ βλέπεις. Γιατὶ τότε δὲν  εἶσαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κτῆνος.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, γιὰ νὰ πῇς μόλις σηκωθῇς τὸ πρωΐ· Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποῦ μοῦ ἔδωσες τὸ φῶς. Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ μεσημέρι νὰ πῇς· Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ ψωμί. Καὶ ὅταν βραδιάσῃ νὰ πῇς· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ φύλαξες ὅλη τὴν ἡμέρα.
Δὲς τὰ πουλάκια, ποὺ κελαϊδᾶνε καὶ λένε· Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήκω τὴν Κυριακὴ νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ὑμνήσῃς τὸ Θεό.
Νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸ Χριστό. Μὲ τὴ ζωή σου καὶ τὸ παράδειγμά σου. Τότε θὰ εἶσαι Χριστιανός. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ εἶσαι Χριστιανός, ἀλλὰ θὰ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ χειρότερος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους.
Εθε ὁ Θεὸς τὰ λίγα αὐτά, ποὺ επαμε μὲ ἁπλᾶ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ τὰ κατανοήσουμε, καὶ μιμούμενοι κ᾿ ἐμεῖς τὴ Σαμαρείτισσα νὰ εμεθα πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἀμήν.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
Ομιλία που έγινε στην Σιταρια Φλωρίνης στις 7-5-1972,

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰωάν. 4,5-42) ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΔΙΨΟΥΝ Κ” ΕΜΕΙΣ ΑΔΡΑΝΟΥΜΕ; «…Ὃς δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα»(Ἰωάν. 4,14) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰωάν. 4,5-42)

ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΔΙΨΟΥΝ Κ” ΕΜΕΙΣ ΑΔΡΑΝΟΥΜΕ;

«…Ὃς δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα»(Ἰωάν. 4,14)
Tου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
π. Αυγ. ομιλΟ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε αὐτάρκης. Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἀφήνει τὴν ὑστάτη του πνοή, χρειάζεται γιὰ νὰ ζήσῃ ὡρισμένα πράγματα. Πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε χρήσιμα καὶ κάνουν τὴ ζωή του εὐχάριστη, ὅπως εἶνε λ.χ. ἕνα καλὸ σπίτι, ἕνα ὑγιεινὸ ροῦχο, ἕνα μέσο μεταφορᾶς. Ὡρισμένα ὅμως δὲν εἶνε ἁπλῶς χρήσιμα, εἶνε κυριολεκτικῶς ἀπαραίτητα· χωρὶς αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητα εἶνε καὶ τὸ νερό. Χωρὶς νερὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ. Ἡ δίψα εἶνε ἀνάγκη ἐπιτακτική. Καὶ αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος ἀκόμα, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη αὐτή.
Ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀνάγκες μόνο τὸ σῶμα· ἀνάγκες ἔχει καὶ ἡ ψυχή. Ἔχει ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, πόθους, λαχτάρες. Ἑλκύεται ἀπὸ ἀξίες, ὀνειρεύεται ὕψη, ἀναζητεῖ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ γαλήνη, ποθεῖ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνάπαυσι… Καὶ ἂν αὐτὰ ἀναζητῇ ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων, ἡ ψυχὴ τοῦ Θεανθρώπου τί ἐπιθυμεῖ ἆραγε;
Τὴν ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δίδει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Σαμαρείτιδος.

* * *

  Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπως μᾶς διηγεῖται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ «ἠγαπημένος» μαθητής του, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων καὶ κατευθύνεται πρὸς βορρᾶν. Εἶνε Μάιος, καὶ ὁ ἥλιος ῥίχνει τὶς καυστικές του ἀκτῖνες· ἐπικρατεῖ μεγάλη ζέστη. Ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὴ συνοδεία τῶν μαθητῶν του βαδίζει· δὲν ὑπολογίζει τὴ ζέστη, τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα. Ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες τῆς γῆς, πλούσιοι μὲ τὶς ἀστραφτερές σας λιμουζίνες, ἰδέστε καὶ θαυμάστε τὴν ἁπλότητα τῆς ζωῆς Ἐκείνου! Δὲν ἔχει ἅμαξα ποὺ τὴν σύρουν ὑπερήφανα ἄλογα. Αὐτὸς ποὺ εἶπε ὅτι «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58), πεζοπορεῖ σὰν τὸν πιὸ φτωχὸ ἄνθρωπο. Βαδίζει δεκάδες χιλιόμετρα, διασχίζει κατὰ μῆκος τὴν ἐπαρχία τῆς Ἰουδαίας, περνάει τὰ σύνορα καὶ μπαίνει στὴν ἄλλη ἐπαρχία, τῆς Σαμαρείας. Νά τώρα φαίνεται ἀπὸ μακριὰ ἡ πόλι τῆς Συχάρ. Ἐκεῖ, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, σὲ μία πηγή, στὸ ἱστορικὸ φρέαρ (πηγάδι) τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ, κάθεται ὁ Κύριος.
Γιατί κάθεται ἐδῶ ὁ Χριστός; Ἁπλῶς γιὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ; Καὶ γιατί δὲν κάθησε σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο τῆς μακρᾶς καὶ κουραστικῆς ὁδοιπορίας του; Ἔχει τὸ λόγο του. Κάθεται στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, γιὰ νὰ δροσίσῃ κάποια διψασμένη πνευματικῶς ψυχή, ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ πάρῃ νερὸ ὡδηγημένη ἐκεῖ ἀπὸ τὴ σωματική της δίψα. Κάθησε δηλαδὴ ἐκεῖ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τραβήξῃ μέσα ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας μία ψυχὴ ποὺ χρόνια ὁλόκληρα ἐκυλίετο στὴ σαρκικὴ ἀκαθαρσία, νὰ τὴν καθαρίσῃ καὶ νὰ τὴν κάνῃ, ἀπὸ μαύρη – κατάμαυρη ποὺ ἦταν, λευκὴ σὰν τὸ χιόνι. Γιὰ μία ψυχὴ λοιπὸν σηκώθηκε ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα καὶ ἦρθε στὴ Σαμάρεια. Ἀλλὰ τί λέω; Ἡ ἀπόστασι αὐτὴ εἶνε μικρὴ ἐμπρὸς στὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴν ἰλιγγιώδη ἀπόστασι ποὺ διήνυσε ὅταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἦρθε στὴ γῆ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, ὅταν «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Β΄ Βασ. 22,10· Ψαλμ. 17,10· πρβλ. 143,5). Ἐνανθρώπησε, καὶ ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ σώσῃ ἔστω καὶ μία ψυχὴ ἁμαρτωλή. Δηλαδή, καὶ ἂν ἀκόμη κάτω ἐδῶ στὴ γῆ ὑπῆρχε μία μόνο ψυχὴ ἁμαρτωλή, γι᾿ αὐτὴν καὶ μόνο θὰ ὑπέφερε προθύμως τὰ πάντα (τοὺς ἐμπτυσμούς, τὴ μαστίγωσι, τὸ ἀγκάθινο στεφάνι, τὴν κόκκινη χλαμύδα καὶ πρὸ πάντων τὸ σταυρικὸ θάνατο), γιὰ νὰ τὴν πάρῃ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ σατανᾶ καὶ νὰ τῆς χαρίσῃ τὴ σωτηρία.
Καὶ ποιά εἶνε ἡ ψυχὴ αὐτή, τὴν ὁποία ἐκεῖ παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ ἦρθε νὰ σώσῃ ὁ Θεάνθρωπος; Εἶνε, ὅπως επαμε, μιὰ δυστυχισμένη ἁμαρτωλὴ ὕπαρξι, στὴν ὁποία κανείς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς δὲν ἔδινε σημασία. Εἶνε μία γυναίκα τῆς Σαμαρείας, ποὺ μέρα μεσημέρι, ὅταν κανείς δὲν ἐκινεῖτο ἀπὸ τὴν πολλὴ ζέστη, ἔρχεται στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὰ δοχεῖα στὰ χέρια, γιὰ νὰ πάρῃ νερό.
Καθὼς πλησιάζει στὸ πηγάδι, ἀντικρύζει κάποιον ποὺ καθόταν δίπλα ἐκεῖ. Ἦταν ὁ Κύριος. Εἶχε μείνει μόνος, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν μεταβῆ στὴν κωμόπολι γιὰ ν᾿ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἀφήνει λοιπὸν τὴ στάμνα ἡ Σαμαρεῖτις, βγάζει νερὸ καὶ τὴ γεμίζει. Τῆς λέει ὁ Κύριος· ―«Δός μοι πιεῖν» (Ἰωάν. 4,7), δός μου λίγο νερὸ νὰ πιῶ. Ἐκείνη, ἀντὶ νὰ δώσῃ νερὸ στὸ διψασμένο, ἐξέφρασε ἔκπληξι πῶς τῆς ζητάει νερό, καὶ τοῦ λέει· ―Πῶς ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα Σαμαρείτιδα, ἐνῷ σὺ εἶσαι Ἰουδαῖος;… Τὸ εἶπε αὐτό, διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν καμμία ἐπικοινωνία καὶ καμμία σχέσι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν θανασίμως τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Σαμαρεῖτες τοὺς Ἰουδαίους· κι ἂν ἀκόμα καιγόταν κανεὶς ἀπὸ τὴ δίψα, ὁ ἄλλος δὲν τοῦ ἔδινε νερό. Ἔτσι ὅμως, μὲ τὸ νὰ ζητήσῃ ὁ Κύριος νερό, ἀρχίζει μία διαλογικὴ συζήτησι μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός. Ὁ Κύριος τῆς λέει· ―Ἂν γνώριζες ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό, ἐσύ θὰ τοῦ ζητοῦσες κ᾿ ἐκεῖνος θὰ σοῦ ἔδινε «ὕδωρ ζῶν». ―Πῶς εἶνε δυνατόν, ρωτᾷ ἡ γυναίκα, ἐφ᾿ ὅσον οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶνε βαθύ, νὰ βγάλῃς νερὸ καὶ νὰ δώσῃς καὶ σ᾿ ἐμένα; ―Ὅποιος πίνει ἀπ᾿ τὸ νερὸ αὐτό, τῆς ἀπαντᾷ ὁ Κύριος, θὰ διψάσῃ πάλι· ὅποιος ὅμως πιῇ ἀπ᾿ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ ξαναδιψᾴσῃ ποτέ πιά… Ἡ καημένη ἡ γυναίκα δὲν εἶχε ἐννοήσει γιὰ ποιό νερὸ τῆς μιλοῦσε ὁ Χριστός, καὶ λέει· ―Κύριε, δός μου αὐτὸ τὸ νερό!… Γνωρίζοντας ὁ Κύριος τί κατὰ βάθος ζητοῦσε ἡ ψυχή της, μὲ ἄριστο παιδαγωγικὸ τρόπο τὴ διαφωτίζει. Τὴ μεταφέρει ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ πνεῦμα, ὑψώνει τὸ νοῦ της στὶς ἰλιγγιώδεις κορυφὲς τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Καὶ τέλος ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ὑψίστη ἀποκάλυψι· ὅτι αὐτός, μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλεῖ, εἶνε ὁ διος ὁ Μεσσίας Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου.
Ἡ ἡμέρα αὐτή, ποὺ ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει καὶ πιστεύει στὸ Χριστό, εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς της, ἡμέρα ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς της. Παίρνει τὸ ὄνομα Φωτεινή, καὶ ἕνας νέος κόσμος ἀνατέλλει τώρα μπροστά της. Ἡ μοιχαλίδα, ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα, γίνεται εὐαγγελίστρια – ὤ τῶν θαυμάτων σου, Χριστέ! Αὐτὴ τώρα θὰ καλέσῃ σὲ μετάνοια ὅλο τὸν κόσμο τῆς πόλεώς της καὶ ὅλη τὴν οἰκογένειά της. Θὰ τρέξῃ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα της, σὲ ἄλλες χῶρες, γιὰ νὰ κηρύξῃ παντοῦ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Καὶ πράγματι περιώδευσε ἐν συνεχείᾳ ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία μέχρι τὶς ἀκτὲς τοῦ Αἰγαίου πελάγους. Ἔφθασε μάλιστα καὶ στὴν ὡραία ἑλληνικὴ πόλι τῆς Σμύρνης, ἡ ὁποία πρὸς τιμὴν τῆς εὐαγγελιστρίας αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἀνεγείρει κατόπιν μεγαλοπρεπέστατο ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματί της, τὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἑορτάζει σήμερα, τετάρτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα.

* * *

  Καταλάβατε, ἀγαπητοί μου, ποιά εἶνε ἡ δίψα τοῦ Θεανθρώπου; Ὁ Κύριος βάδισε χιλιόμετρα ὁλόκληρα γιὰ νὰ σώσῃ μία ψυχή. Κ᾿ ἐμεῖς; Δυστυχῶς ἀδρανοῦμε. Τί θά ᾿πρεπε νὰ κάνουμε; Μποροῦμε ὅλοι νὰ γίνουμε κήρυκες, ὁ καθένας στὸν κύκλο του, μέσα στὸ σπίτι μας, στὴ γειτονιά μας, στὴν ἐργασία μας, ἐκεῖ ποὺ περιμένουν ἀναρίθμητες ψυχὲς περιφρονημένες ἀπὸ τὸν κόσμο, κουρασμένες ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Ἂς τὶς πλησιάσουμε καὶ ἂς τὶς ἀνακουφίσουμε μὲ τὰ ὡραῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ τοὺς ποῦμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος, καὶ ἂν κάποιος πιῇ ἀπ᾿ τὸ δικό του τὸ νερό, δὲν θὰ ξαναδιψάσῃ ποτέ.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτό, πρέπει νὰ πιοῦμε ἐμεῖς πρῶτοι ἀπ᾿ τὸ νερὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ πιοῦμε – πότε; Ὅταν ἐκτελοῦμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔχουμε ζωντανὴ σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ μυστήριά της, ὅταν διαδίδουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθοῦμε τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἐλπίδα νὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ καὶ θὰ μπορέσουμε κι ἄλλους νὰ σώσουμε, ὥστε ὅλοι νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνιο βασιλεία, τὴν ὁποία κληρονόμησε καὶ ἡ ἁγία Φωτεινή. Γένοιτο.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως Θεοτόκου Νέας Μεσημβρίας Γεφύρας – Θεσ/νίκης 15-5-1955)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...