Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουνίου 29, 2011

Πέτρος και Παύλος: απόστολοι και μάρτυρες της Ευρώπης

 

Οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος -δύο διαφορετικοί άνθρωποι, τους οποίους τους κάλεσε ο Ιησούς Χριστός για να κηρύσσουν το ίδιο χαρμόσυνο μήνυμα της αγάπης και της σωτηρίας.
Πριν συναντήσει τον Χριστόν, ο οποίος τον ονόμασε Κηφά (πέτρα), ο Αγιος Πέτρος λεγόταν Σίμων. Γεννήθηκε στη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Ο πατέρας του λεγόταν Ιωνάς. Είχε αδελφό τον Ανδρέα, τον πρωτόκλητο. Ο Ανδρέας παρουσίασε τον Πέτρο στον Ιησού αφού πρώτα του είχε πει «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιω. 1,42). Ο Σίμων Πέτρος ήταν έγγαμος και ασχολούνταν με την αλιεία. Αυτή η απασχόληση τον βοήθησε να αντιμετωπίζει τα κύματα της θαλάσσης, να κοπιάζει, να χαίρεται τις επιτυχίες της δουλειάς και να αναλαμβάνει τις αποτυχίες. Είχε δυναμικό χαρακτήρα, ήταν αυθόρμητος και με πολύ ζήλο. Μια μέρα συνάντησε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, ο οποίος του άλλαξε τη ζωή και από κανονικό αλιέα τον έκανε «αλιέα ανθρώπων», δηλαδή απόστολο με σκοπό να μαζεύει ανθρώπους για τη Βασιλεία των Ουρανών, την οποίαν την κήρυττε ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και μετά ο Ιησούς, λέγοντας «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 4,7). Την ιουδαϊκή πίστη -κληρονομιά από την οικογένειά του- την καλλιέργησε στη συναγωγή, μέσα σ’ ένα ιουδαϊκό και ελαφρά ελληνιστικό περιβάλλον της Γαλιλαίας, όπου συνυπήρχαν διαφορετικές φυλές. Και όμως, ο Σίμων Πέτρος υπήρχε απλός άνθρωπος, δεν μιλούσε ελληνικά, γι’ αυτό μετά στην αποστολή του είχε βοηθό τον μαθητή του, τον Ιωάννη Μάρκο, ο οποίος μετέφραζε γι’ αυτόν από τα εβραϊκά στα ελληνικά.
Ο Άγιος Παύλος ονομαζόταν στην αρχή Σαύλος. Γεννήθηκε στη Ταρσό της Κιλικίας (σημερινή Τουρκία), στη διασπορά, σαν τέκνο Εβραίων εξορισμένων από τους Ρωμαίους. Υπήρξε άνθρωπος με βαθιά θεολογική μόρφωση την οποία την απέκτησε στην Ταρσό και στην Ιερουσαλήμ. Ήταν Ρωμαίος πολίτης, δηλαδή ήταν ένας διεθνής. Μιλούσε ελληνικά, σαν μαθητής του διδασκάλου Γαμαλιήλ, ενός θεολόγου του Νόμου του Μωϋσή και είχε πολύ ζήλο. Ήταν σύγχρονος του Ιησού, αλλά δεν τον είχε συναντήσει όσο ο Ιησούς ζούσε στη γη. Από ζήλο για την ιουδαϊκή παράδοση καταδίωκε την καινούργια κοινότητα των μαθητών του Ιησού. Όμως, ενώ κατεδίωκε τους χριστιανούς στη Συρία, κοντά στη Δαμασκό, συναντήθηκε με τον Ιησού που είναι ζωντανός στους ουρανούς, μέσα σ’ ένα απρόσιτο φως, ο οποίος τον ρώτησε «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις;» (Πρ. 9,4). Τότε κατάλαβε ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι ζωντανός και είναι ο αληθινός Μεσσίας. Τότε έμαθε ότι ο Ιησούς Χριστός, ο επικεφαλής της Εκκλησίας, είναι αχωρίστως συνδεδεμένος με την Εκκλησία -το Σώμα Του. Ο Σαύλος χτυπούσε τους χριστιανούς, αλλά ο Χριστός αισθανόταν τον πόνο τους, επειδή η ζωή τους ήταν η δικιά Του ζωή και η ζωή Του ήταν η ζωή τους. Μετά ο Σαύλος, ο διώκτης, αφού προσηλυτίστηκε και βαπτίστηκε, γίνεται ο Απόστολος Παύλος, ο πιο ζηλωτής ιεραπόστολος του Χριστού και της Εκκλησίας Του.
Διαφορετικοί όσον άφορα τον τόπο γεννήσεως και τον πολιτισμό, τη μόρφωση, οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος κλήθηκαν να γίνουν απόστολοι πάλι με διαφορετικό τρόπο και δέχτηκαν από τον Χριστό και από τις Εκκλησίες διαφορετικές αποστολές: ο Άγιος Πέτρος να κηρύσσει το Ευαγγέλιο στους Ιουδαίους και ο Άγιος Παύλος στα έθνη. ΟΆγιος Πέτρος είναι ένας από τους 12 Αποστόλους, ο Άγιος Παύλος είναι ο 13ος. Στο σχέδιο Του για την σωτηρία του κόσμου ο Χριστός προτιμάει κάθε άνθρωπο. ΟΆγιος Ανδρέας είναι ο πρωτόκλητος, ο Άγιος Πέτρος είναι ο πρώτος στις λίστες, ο Άγιος Ιωάννης είναι ο πιο αγαπημένος μαθητής, ο Άγιος Παύλος αν και ο τελευταίος που κλήθηκε, γίνεται πρώτος εκ πλευράς του ιεραποστολικού ζήλου. Με κάθε πρόσωπο και με κάθε λαό, ο Χριστός έχει στην αγάπη Του μια προτιμητέα και μοναδική σχέση, επειδή Αυτός προσφέρεται εντελώς σ’ όλους αυτούς που πιστεύουν σ’ Αυτόν και τον αγαπάνε.
Τί έχουν κοινό οι Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος; Το ουσιαστικό και την πληρότητα, δηλαδή τη ζεστή πίστη στο Χριστό και τη ζωντανή κοινωνία με Αυτόν. ΟΆγιος Πέτρος ομολόγησε τη θεότητα του Ιησού Χριστού: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. 16,16), και ο Άγιος Παύλος ομολόγησε ότι στον Χριστό «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος» (Κολ. 2,9) και μυστικώς, η χριστιανική πίστη είναι το μυστήριο του Θεού, ο οποίος «εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α’ Τιμ. 3,16). Και οι δύο Απόστολοι είχαν μια δυνατή εμπειρία της μετάνοιας και της αλλαγής: ο Πέτρος αρνήθηκε τον Χριστό τρεις φορές, ύστερα έκλαυσε πικρώς (Λκ. 22, 62) και αγάπησε τον Χριστό μέχρι το μαρτυρικό θάνατό του, ενώ ο Παύλος εδίωκε την Εκκλησία του Χριστού, ύστερα μετανόησε γι’ αυτό σε όλη του τη ζωή και εργάστηκε για να πλένει το σφάλμα του στην Εκκλησία και για την Εκκλησία, περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο.
Οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος, έχουν κοινή και την δυνατή τους αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Η Εκκλησία είναι θεμελιωμένη επάνω στην πέτρα της ομολογουμένης από τον Πέτρο πίστης, δηλαδή επάνω στην ομολογία της θεότητας του Ιησού Χριστού (Μθ. 16, 13-20). Γι’ αυτό ο Άγιος Πέτρος ο ίδιος ομολογεί ότι όχι αυτός, αλλά ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος που ενώνει, μέσα στην Εκκλησία, τους Ιουδαίους με τους άλλους λαούς του κόσμου: «προς ον προσερχόμενοι, λίθον ζώντα, υπό ανθρώπων μεν αποδεδοκιμασμένον. παρά δε Θεώ εκλεκτόν, έντιμον και αυτοί ως λίθοι ζώντες οικοδομείσθε, οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, ανενέγκαι πνευματικάς θυσίας ευπρόσδεκτους τω Θεώ διά Ιησού Χριστού… υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως οι ποτέ ου λαός, νυν δε λαός Θεού, οι ουκ ηλεημένοι, νυν δε ελεηθέντες (Α’ Πέ. 22, 4-5, 9-10). Γι’ αυτό, ο Άγιος Πέτρος απαιτεί να διατηρηθεί η σωστή πίστη και η ενότητα της Εκκλησίας, μη δίνοντας σημασία στις ψευδοπροφητείες: «Εγένετο δε και ψευδοπροφήται, εν τω λαώ ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας, και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι επάγοντες εαυτοίς ταχινήν απώλειαν…» (Β’ Πέ. 2,1-22).
Ο Άγιος Παύλος, δείχνοντας την αγάπη προς τον Χριστό λέει: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα; …πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών». Και σε άλλο σημείο ενδιαφέρεται για την Εκκλησία στο ιεραποστολικό του έργο: «χωρίς των παρεκτός η επισύστασίς μου η καθ’ ημέραν, η μέριμνα πασών των εκκλησιών» (Β’ Κορ. 11, 28).
Οι Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος έχουν κοινό και το μαρτύριό τους στη Ρώμη, την εποχή των διωγμών του αυτοκράτορα Νέρωνα εναντίον των χριστιανών, το έτος 67, το οποίο μαρτύριο γιορτάζεται στην παράδοση της Εκκλησίας κάθε 29 Ιουνίου. Έτσι, αυτοί μπορούν να ονομαστούν Απόστολοι της Ευρώπης και Μάρτυρες της Ευρώπης.
Τί αντιμετώπισαν αυτοί στην Ευρώπη την εποχή τους;
Πρώτον, μια πολυθεϊστική θρησκευτικότητα, ειδωλολατρική και ασαφή, η όποια συγχύζει τον Κτίστη και τήν κτίση (Ρωμ. 2,25) εξουδετερώνει την ελευθερία και μειώνει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, πολλαπλασιάζοντας τις μορφές της πνευματικής και κοινωνικής δουλείας.
Δεύτερον, αντιμετώπισαν την αυτάρκεια και την υπερηφάνεια της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας η οποία δεν μπορούσε να δεχθεί τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, δηλαδή την ταπεινή αγάπη του Παντοδύναμου και την Ανάσταση του σώματος, επειδή ο θάνατος κρατούσε όλο τον αρχαίο κόσμο σε μια δουλεία του πνεύματος: «και απαλλάξη τούτους, όσοι θανάτου διά παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ. 2,15). Επομένως, η πίστη στον Θεό, η οποία δεν ταυτίζεται με τον φθαρτό κόσμο και νίκησε τον θάνατο, δεν αποτελούσε τίποτα άλλο παρά την ελευθερία των ανθρώπων.
Τρίτον, αυτοί αντιμετώπισαν την αυτάρκεια και την εχθρότητα της αυτοκρατορικής πολιτικής εξουσίας. Οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος απαιτούν στις επιστολές τους σεβασμό στην αυτοκρατορική πολιτική εξουσία καθώς και τη διοικητική και στρατιωτική εξουσία. Επιπλέον, τις ονομάζουν υπηρέτες του κοινωνικού καλού και όργανο που τιμωρεί τους κακοποιούς (Α’ Πέτρου 2,13-14, Ρωμ. 13,1-13). Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιοι δεν ταύτιζαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη Βασιλεία των ουρανών και τον αυτοκράτορα με τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι αιωνίως ζωντανός. Γι’ αυτό έχουν υποφέρει για τον Χριστό μέχρι τον θάνατο. Οι Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος είναι για μας διδάσκαλοι της πίστεως, παραδείγματα ιεραποστόλων και πρεσβευτές για τη ζωή και την ενότητα της Εκκλησίας. Διά της ζωής, των πράξεων και των συγγραμμάτων τους, μας διδάσκουν να αγαπάμε τονΧριστό, το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία Του, να δουλεύουμε για τη θεραπεία και τη σωτηρία όλων των ανθρώπων χωρίς διάκριση όσον αφορά τη φυλή και το φύλο, το έθνος και την κοινωνική τάξη. Αυτοί είναι για μας διδάσκαλοι της συμφιλίωσης, της συγχώρησης, της ενότητας και της αγιότητας. Μας διδάσκουν να προσευχόμαστε αδιαλείπτως, να πράττουμε συνεχώς καλά έργα και να μην βασιστούμε ποτέ στον εαυτό μας, αλλά στη χάρη του Θεού του ζώντος, ο οποίος φανερώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Στην ορθόδοξη εικονογραφία, οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος, ο πρώτος και ο τελευταίος των Αποστόλων, συμβολίζουν την κοινωνία του Ισραήλ (Πέτρος) με όλους τους λαούς του κόσμου (Παύλος). Τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου συμβολίζουν τη μετάνοια και τη συγχώρηση, την ταπεινοφροσύνη και την αγάπη που διευκολύνουν την είσοδο στη Βασιλεία του Θεού. Το σπαθί του Αγίου Παύλου συμβολίζει τη δύναμη του πνευματικού λόγου που διακρίνει μεταξύ αιρέσεως και αληθείας, εγωισμού και αγάπης, θανάτου και ζωής.
Ας ικετεύουμε τους Αγίους Πέτρο και Παύλο, κορυφαίους των Αποστόλων, να μας βοηθούν να είμαστε και εμείς ζηλωτές ιεραπόστολοι της σημερινής Ευρώπης, όπως υπήρξαν αυτοί, ιεραπόστολοι της Ευρώπης της εποχής τους, για να μπορούμε να λέμε σ’ όλες τις Εκκλησίες της Ευρώπης: «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε, πάλιν ερώ χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4).
πηγή: Μητροπ. Μολδαβίας Δανιήλ (Daniel Ciobotea), Καθηγητού στο Παν/μιο του Ιασίου, «Πέτρος και Παύλος:απόστολοι και μάρτυρες της Ευρώπης», ΙΑ΄Παύλεια-Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου Ι. Μ. Βεροίας και Ναούσης, «Εκκλησία και κοινωνία κατά τον Απ. Παύλο», σ.101-105.
Στὴ μνήμη τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
Ἀντώνιος Πινακούλας (Πρεσβύτερος)


 
undefined


Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1. Ἡ θέση τῆς γιορτῆς στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος

2. Ἀναφορὰ στὴν ἑορτὴ καὶ ἀναγγελία τοῦ θέματος


1. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιορτάζουμε σήμερα τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Γιατί σὰν σήμερα μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ γιορτή τους, ἂν καὶ ἀκίνητη, ὁλοκληρώνει τὶς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα. Ἀρχίσαμε νὰ προετοιμαζόμαστε γι' αὐτὴν νηστεύοντας ἀπὸ τὴν ἑπομένη τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πάντων.

2. Τί σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, χρειάζεται πρῶτα νὰ μάθουμε ποιὰ εἶναι ἡ μαρτυρία τους. Ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἐπεισόδιο ἐκεῖνο ὅπου ὁ Χριστὸς ρωτάει τοὺς μαθητὲς του τί νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ποιὰ γνώμη ἔχουν ἐκεῖνοι γι' αὐτόν. Κι ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογεῖ καὶ λέει ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ ἦταν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ εὐαγγελιστὴς συνεχίζει γράφοντας ὅτι ὁ Χριστὸς τὸν ἐπαίνεσε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι πάνω σ' αὐτὸ ποὺ εἶπες ἐγὼ θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι αὐτὸ μαρτύρησαν καθ' ὅλη τὴ ζωή τους καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο πέθαναν μαρτυρικά. Αὐτὴ ἦταν ἡ μαρτυρία τους.


Β. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

1. Τί εἶναι μαρτυρία;

2. Τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων

1. Τί σημαίνει ὅτι γίνομαι μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ; Ὅταν ὁ Χριστὸς ρώτησε τοὺς μαθητὲς «Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ;», ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι «Λένε πὼς εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες». Μὲ λίγα λόγια τοῦ εἶπαν πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τὴν καλύτερη γνώμη γιὰ Ἐκεῖνον χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅμως τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια τὴ γνώριζαν μόνο οἱ Ἀπόστολοι. Ὅταν ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ», ὁ Χριστὸς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστικὸ ποὺ τοῦ τὸ μαρτύρησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀὐτὸ τὸ μυστικὸ δὲν τὸ μάθανε οἱ Μαθητὲς τυχαῖα. Δὲν τὸ ἄκουσαν κάπου ποὺ κυκλοφοροῦσε σὰν εἴδηση. Διαβάζουμε στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι «οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως» (Ἑβρ. 11, 39). Γιὰ ὅλους αὐτοὺς δίδεται ἡ μαρτυρία ὅτι ἦταν πιστοί. Καὶ βέβαια ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴν πίστη τῶν ἁγίων περισσότερο ἀπὸ ὅλους εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπόλυτος καὶ μοναδικὸς μάρτυρας πάντων τῶν ἀνθρώπων καὶ πάντων τῶν γεγονότων. Ἡ πίστη λοιπὸν τῶν μαθητῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ προϋπόθεση τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Πίστεψαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ περίμεναν καὶ σιγουρεύτηκαν ὅτι εἶναι ἴδιος ποὺ θὰ ξανάρθει.

Τί περιέχει τὸ μυστικό; Πρῶτα ἀπ' ὅλα περιέχει τὸ τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ πῶς διακρίνεται ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Τὸ δεύτερο ποὺ περιέχει εἶναι μία ἀπαίτηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστικὸ γι' αὐτὸν ποὺ τὸ μαθαίνει. Τὸ μυστικὸ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἐὰν εἶναι δυνατόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ τὸ μυστικὸ δὲν εἶναι σὰν τὰ ἄλλα μυστικά, ποὺ ὅποιος τὰ μαθαίνει τὰ κρύβει γιὰ νὰ μὴν τὰ μάθουν ἄλλοι. Ἐπίσης ὅποιος τὸ μαθαίνει δὲν τὸ μαθαίνει σὰν εἴδηση ἤ σὰν πληροφορία, ἀλλὰ ὅπως τὸ ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Πέτρος: ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἔτσι ὅσοι καὶ ἂν τὸ μάθουν, αὐτὸ θὰ παραμένει μυστικό, ἐπειδὴ εἶναι μυστικὸς ὁ τρόπος ποὺ ἀποκαλύπτεται. Ὅσο καὶ ἂν τὸ γνωρίσουν, αὐτὸ θὰ παραμένει ἄγνωστο ἐὰν καθένας ποὺ τὸ γνωρίζει δὲν τὸ ζήσει προσωπικά, ἐὰν δὲν τὸ βιώσει βαθιὰ μὲ τὴν καρδιά του.

2. Τὸ νὰ γνωρίσουν καὶ ἄλλοι τὸ μυστικὸ συνεπάγεται γιὰ τὸν κάτοχό του μία εὐθύνη. Μπροστὰ σ' αὐτὴν τὴ εὐθύνη δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὄχι, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ σημαίνει μεγάλες θυσίες, ἴσως καὶ τὸν θάνατο. Ἡ εὐθύνη αὐτὴ ὁδήγησε τοὺς Ἀποστόλους μέχρι τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Ὁδήγησε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ στὸν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἦταν πολὺ λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ ἤξεραν γιὰ ποιὸ λόγο μαρτύρησαν καὶ γιατί πέθαναν. Ἦταν οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μιὰ πολὺ μικρὴ ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἤξεραν τοὺς Ἀποστόλους. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νόμισαν πὼς δίκαια τιμωρήθηκαν, κάποια παράβαση εἶχαν κάνει καί, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν, δικάστηκαν καὶ τιμωρήθηκαν. Κι ὅταν ἀκούγανε ὅτι τιμωρήθηκαν γιὰ κάποιες ἰδέες ποὺ εἶχαν στὸ μυαλό τους, θὰ σκέφτονταν αὐτὰ ποὺ γράφει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅτι πέθαναν τζάμπα. «Ἐδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ' ἡμῶν πορεία σύντριμμα» (Σοφ. Σολ. 2, 2-3). Ἡ ζωὴ τους ἦταν μία συμφορὰ καὶ τὸ τέλος τους μία καταστροφή, σὰν ἕνα πράγμα ποὺ γίνεται συντρίμμια καὶ δὲν μένει τίποτα ἀπ' αὐτό, ἕνας θάνατος χωρὶς ἀξία. Ἔτσι εἶπαν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν στὸ μυαλό τους ἰδέες καὶ μάλιστα ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν κοινωνία καὶ τὸ κράτος. Καὶ καλά τοὺς ἔκαναν καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση. Ἔτσι σκέφτονταν.
Ὅμως, ἐνῶ αὐτοὶ μιλοῦσαν γιὰ τὸν ἴδιο θάνατο, ὅπως μιλοῦσαν καὶ οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὸ θάνατο τῶν Ἀποστόλων, μόνο οἱ χριστιανοὶ μαρτυροῦσαν γι' αὐτό. Ἐπειδὴ μόνο οἱ χριστιανοὶ γνώριζαν τὸ μυστικό τους. Κι ἐκεῖνοι μετέφεραν τὴ μαρτυρία τους στοὺς ἑπόμενους, μέχρις ἐμᾶς. Γιατί μόνο αὐτοὶ γνώριζαν τὸ μυστικό τους ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῶν Ἀποστόλων. Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ μαρτυρία δὲν εἶναι μία πληροφορία. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ μεταδίδεται ὡς γνώση. Εἶναι κάτι διαφορετικό. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ μαρτυρήσει γι' αὐτοὺς ποὺ μαρτύρησαν δεσμεύεται νὰ μᾶς μεταφέρει τὸ μυστικό τους. Εἶναι κάποιος ποὺ συμμετέχει σ' αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνοι ἔζησαν.


Γ. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ


1. Σύνδεση μὲ τὰ προηγούμενα
2. Ἡ δική μας μαρτυρία

3. Ἡ δική μας γιορτὴ



1. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ σήμερα λένε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ συνεχίζουν τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων; Εἴμαστε ἐμεῖς. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό; Θυμόσαστε, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅταν συμβαίνουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακά, ἔρχεται ἕνας δοῦλος γιὰ νὰ πεῖ στὸν Ἰὼβ ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὰ παιδιά σου «ξαφνικὰ φύσηξε ἄνεμος δυνατὸς ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἐρήμου, χτύπησε τὸ σπίτι ἀπὸ παντοῦ καὶ τὸ γκρέμισε. Τὰ παιδιὰ πλακώθηκαν στὰ ἐρείπια καὶ σκοτώθηκαν καὶ μόνο ἐγὼ κατάφερα νὰ γλιτώσω γιὰ νὰ σοῦ φέρω τὰ νέα» (Ἰὼβ 1, 19). Αὐτὸς ποὺ γλίτωσε ἀπὸ τὸν ἴδιο θάνατο, αὐτὸς ποὺ ἐπέζησε, τὴν ὥρα ποὺ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰὼβ πέθαιναν, αὐτὸς μετέφερε τὴ μαρτυρία. Μετέφερε κάτι ποὺ τὸ εἶχε μέσα του, ποὺ τὸ ζοῦσε ὁ ἴδιος, ἦταν κάτι ζωντανό, κάτι ποὺ τὸν εἶχε συνταράξει. «Ἐγὼ γλίτωσα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς πῶ». Κάπως ἔτσι λοιπὸν καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ μαρτυροῦσαν γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ἴδιο συνέβη σ' αὐτοὺς καὶ στοὺς Ἀποστόλους. Ἦταν κάτι τὸ κοινό. Ζοῦσαν τὴν ἴδια ἐμπειρία στὴν ὁποία τοὺς ὁδήγησε ἡ πίστη στὸ Χριστὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε.

2. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μποροῦμε νὰ δοκιμάσουμε τὴ δική μας κατάσταση. Μποροῦμε νὰ θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὸ ἐρώτημα. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὅπου συναζόμαστε, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ Χριστὸ μὲ τὰ λόγια ποὺ ἀπάντησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος; Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρῶτα πρέπει νὰ ξεχωρίσουμε τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὸ μαρτύριό τους. Τὸ μαρτύριό τους, ὁ θάνατός τους, μποροῦσε καὶ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ ἐὰν ἦταν ἄλλες οἱ πολιτικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. Ἀντίθετα, ἡ μαρτυρία τους εἶναι κάτι ποὺ ἔχει μόνιμη καὶ διαρκὴ σημασία. Εἶναι κάτι ποὺ προσδιορίζει τὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Χωρὶς τὴ μαρτυρία χριστιανοὶ δὲν ὑπάρχουν. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι, μπορεῖ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ καλὰ πράγματα, ἀλλὰ ἐὰν δὲν μεταφέρουμε στὸν κόσμο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τότε δὲν πιστεύουμε στὸ Θεό. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει νὰ προσανατολιστοῦμε, ὅσο εἶναι δυνατό, στὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων. Πίστη καὶ ἀφοσίωση στὸ πρόσωπό του, τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, συνείδηση ὅτι ἀνήκουμε σ' αὐτοὺς ποὺ κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ ἀποτελοῦμε μαζί τους τὴν Ἐκκλησία του.


3. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιορτάζουμε σήμερα τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων, ποὺ στὴ σκέψη μας τὸ θεωροῦμε δεδομένο. Σὰν κάτι ποὺ ἦταν αὐτονόητο γι' αὐτοὺς καὶ σχεδὸν ὑποχρεωτικό. Ἐμεῖς πανηγυρίζουμε γι' αὐτό, εἶναι μία χαρούμενη μέρα γιὰ ἐμᾶς. Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουν τὸ ὄνομά τους, εἶναι ἀκόμα πιὸ πολὺ χαρούμενοι γιατί ἔχουν τὴ γιορτή τους. Ἔχει σημασία ὅμως ἂν μᾶς συνδέει κάτι μὲ τὴ μαρτυρία τους. Μὲ αὐτὸ ποὺ τοὺς ὁδήγησε στὸ μαρτύριο. Ἐὰν μᾶς συνδέει κάτι μὲ τὸ δικό τους μυστικό, μὲ τὴ δική τους δέσμευση ἀπέναντι στὸ Θεό, τότε μποροῦμε νὰ γιορτάζουμε κι ἐμεῖς, ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὅπως ταιριάζει στοὺς Ἀποστόλους. Ἐὰν δηλαδή, ὅπως ἐκεῖνοι γνώρισαν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ αὐτὸ τὸ ὁμολογοῦσαν δημόσια κι αὐτὸ ἔγινε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους, ἔτσι κι ἐμεῖς ποὺ βαπτιστήκαμε στὸ ὄνομά του καὶ γίναμε χριστιανοὶ καὶ συναζόμαστε ἐδῶ κάθε Κυριακή, ἔχουμε τὴν ἴδια δέσμευση ἀπέναντί του. Ἐὰν αἰσθανόμαστε τὴν ἴδια εὐθύνη ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας κι ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Νὰ μεταφέρουμε τὴν ἴδια μαρτυρία.


Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

1. Περίληψη προηγουμένων

2. Προτροπὴ


1.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ μαρτυρῶ τὴν ἀλήθεια». Καὶ πρὸς τοὺς Φαρισαίους εἶπε: «Ἐσεῖς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια δὲν τὴ λαμβάνετε. Δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὶς καρδιές σας. Γιατί; Γιατί εἶστε μακριὰ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.» Ἀντίθετα, οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος, ποὺ τὸ μαρτύριό τους γιορτάζουμε σήμερα, ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μιλοῦν οἱ γενιὲς τῶν χριστιανῶν γι' αὐτοὺς δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Αὐτὸ ἔγινε γιατί ἔβαλαν βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοὺς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ τὸ βεβαίωσε μέσα τους ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ἀπέναντι σ' αὐτὸ τὸ μυστικὸ δεσμεύτηκαν καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ τὸ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

2. Ἀλλοίμονο σέ μᾶς, ἐὰν ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, ἡ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων, ἡ μαρτυρία τῶν μεγάλων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου δὲν παραλαμβάνεται. Ἀλλοίμονό μας, ἐὰν δὲν ὑποψιαζόμαστε κἄν τὴν ὕπαρξή της καὶ τὴν μπερδεύουμε μὲ ἄλλα πράγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦμε νὰ μαρτυρήσουμε στὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό. Τότε πιὰ ὡς Χριστιανοὶ θὰ ἔχουμε μόνο τὸ ὄνομα καὶ θὰ εἴμαστε πολὺ μακριὰ ἀπ' αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀλλὰ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς κάνει μάρτυρές Του, ὅπως Ἐκεῖνος θέλει. Ἀμήν
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
Γκλαβίνας Α. Α.



Ὁ Παῦλος γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας (Πρ. 22, 3) ἀπὸ Ἑβραίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμὶν (Ρωμ. 11, 1. Φιλιππ. 3, 6). Ὡς πρὸς τὴν ἐξήγηση τοῦ νόμου ἀνῆκε στοὺς Φαρισαίους (Φιλιππ. 3, 6), ἦταν ρωμαῖος πολίτης (Πρ. 16, 37-38), πολίτης τῆς ξακουστῆς πόλης Ταρσοῦ (Πρ. 21, 39). Τὸ ἑβραϊκό του ὄνομα ἦταν Σαούλ.

Ὁ Ἱερώνυμος ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος, κατὰ παράδοση, καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα τῆς Παλαιστίνης. Τοῦτο πιθανῶς νὰ σημαίνει ὅτι κάποιος πρόγονὸς του καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα.

Στὴν Ταρσό, ποὺ ἦταν τότε κέντρο ἑλληνικῆς παιδείας καὶ στωικῆς φιλοσοφίας, διδάχτηκε ὁ Παῦλος τὰ ἑλληνικὰ καὶ γνώρισε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Γι' αὐτὸ ὅταν μιλάει στοὺς Ἀθηναίους φέρνει στὸ νοῦ τους ἐκφράσεις γνωστὲς σ' αὐτούς, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες θέλει νὰ περάσει τὸ μήνυμά του καὶ νὰ δώσει ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸν τρόπο διοχέτευσης τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.

Ἡ ἑβραϊκή του καταγωγή, ἡ ἑλληνική του παιδεία καὶ ἡ ἰδιότητά του ὡς ρωμαίου πολίτη καθιστοῦσαν τὸν Παῦλο ἴσως τὸν πιὸ κατάλληλο κήρυκα τῶν χριστιανικῶν ἰδεῶν στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του. Ὁ κοσμοπολιτισμὸς του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ γίνει τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς Ταρσοῦ καὶ φανατικὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου καὶ τῶν ὁραματισμῶν τῶν ὁμοφύλων του: διδάχτηκα μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο τῶν πατέρων μας, ἀγωνίστηκα μὲ ζῆλο γιὰ τὸ Θεὸ (Πρ. 22, 3) καὶ ἤμουν ἄμεμπτος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου (Φιλιπ. 3, 6). Σ' αὐτὸ συνέτεινε περισσότερο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι νωρὶς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σπουδάσει τὸ νόμο κοντὰ στοὺς ραββίνους.

Οἱ εὔποροι, ὅπως φαίνεται, γονεῖς του θέλησαν ὄχι μόνο νὰ τὸν μορφώσουν περισσότερο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἴσως ἀπὸ ἐπιδράσεις ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν ἐπάνω του τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ διακινοῦνταν στὴν Ταρσὸ καὶ τὸ εἰδωλολατρικὸ καὶ ἑλληνιστικὸ περιβάλλον καθὼς καὶ ἡ διάδοση τῶν μυστηριακῶν θρησκειῶν.

Στὰ Ἱεροσόλυμα ἔμενε καὶ ἡ ἀδελφή τοῦ Παύλου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς Πράξεις, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀνεψιὸ του (Πρ. 23, 16). Στὴν πόλη αὐτὴ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Γαμαλιὴλ (Πρ. 22, 3), βυθίστηκε στὴ μελέτη τῆς νομικῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης τοῦ ραββινισμοῦ καὶ καυχόταν ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος τῆς διασπορᾶς πρόκοβε στὸν Ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες του, γιατί εἶχε μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές του παραδόσεις (Γαλ. 1, 14).

Ὁ Παῦλος φαίνεται ὅτι ἔμεινε διὰ βίου ἄγαμος, γιατί αὐτὸ ποὺ γράφει πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 9, 5), μήπως δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ἔχω μαζί μου στὰ ταξίδια «ἀδελφὴ γυναίκα», ὅπως κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι καὶ τὰ ἀδέρφια τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς; σημαίνει μᾶλλον τὸ δικαίωμα νὰ τὸν συνοδεύει στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες μία γυναίκα, χριστιανὴ ἀδερφή, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ ἐπιδίδεται ἀνενόχλητα στὸ ἔργο του. ’λλωστε εἶχε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ἀρρώστια ἀθεράπευτη ποὺ καὶ αὐτὴ ἴσως δὲν τὸν ἐπέτρεπε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια: Γιὰ νὰ μὴν περηφανεύομαι, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε μία ἀρρώστια, ἕνα ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ. Γι' αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὴ διώξει ἀπὸ πάνω μου. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ δωρεά μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου» (2 Κορ. 12, 7-9).

Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 5 καὶ 15 μ.Χ. Στὴν Ἱερουσαλὴμ πρέπει νὰ ἦρθε γύρω στὸ 30 καὶ δὲν εἶναι βέβαιο ἂν γνώρισε τὸ Χριστὸ κατ' ἄνθρωπο (πρβλ. 2 Κορ. 5, 16).

Στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου ὁ νεανίας καλούμενος Σαῦλο ς ἦταν παρὼν καὶ ὄχι μόνο στὰ πόδια του ἄφησαν οἱ λιθοβολήσαντες τὸ Στέφανο Ἰουδαῖοι τὰ ἱμάτιά τους ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἐπικροτοῦσε τὴ θανάτωση τοῦ Στεφάνου (Πρ. 7, 59-60). Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὁ Παῦλος φανατίστηκε ἀκόμη περισσότερο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ρήμαζε τὴν Ἐκκλησία, ἔμπαινε μὲ τὴ βία στὰ σπίτια, ἔσερνε ἔξω ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ τοὺς ἔριχνε στὴ φυλακὴ (Πρ. 8, 3).

Σὲ μία τέτοια στιγμὴ παροξυσμοῦ, τὸ 34, τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του καὶ ἀπὸ ἐχθρό του (πρβλ. Ρωμ. 5, 10) τὸν ἔκαμε ἐκείνη τὴ στιγμὴ σκεῦος ἐκλογῆς (Πρ. 9, 15). Τὸ ὅραμα τοῦ Παύλου στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 1-29. 22, 3-21. 26, 9-20• πρβλ. Γαλ. 1, 13-16. 1 Κορ. 15, 8. Φιλιππ. 3, 12. Ἐφ. 3, 3), ὅπου πήγαινε νὰ συλλάβει χριστιανούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρει στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 9, 1 ἑξ.), ἀποτελεῖ συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἡ Δαμασκὸς σημάδεψε καίρια τὴ ζωὴ τοῦ Παύλου καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς μεταστροφῆς του ἄρχισε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ θετικὴ μέτρηση.

Στὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος βαφτίστηκε καὶ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνανία (Πρ. 9, 17-19) καὶ ἀναχώρησε στὴν Ἀραβία (Γαλ. 1, 17), ἴσως γιὰ λόγους ἀσφάλειας.

Ἀπὸ τὴν Ἀραβία (τὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων στὰ νότια τῆς Δαμασκοῦ) γύρισε καὶ πάλι στὴ Δαμασκὸ (Γαλ. 1, 17), ὅπου γιὰ τρία χρόνια ἐργάστηκε ἱεραποστολικά, ἀπὸ τὸ 34 μέχρι τὸ 37. Ἐξαιτίας τῶν ἐπιβουλῶν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον του ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 23-25) καὶ στὴ φυγὴ του αὐτὴ συντέλεσε καὶ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέθας, βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν πιάσει (2 Κορ. 11, 32-33).

Τὸ 37 πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πέτρο καὶ ἐκεῖ ἔμεινε 15 ἡμέρες. Τότε γνώρισε, ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, μόνο τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (Γαλ. 1, 18-19). Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μαθαίνουμε ὅτι ὁ Βαρνάβας ἔκαμε γνωστὸ τὸν Παῦλο στοὺς χριστιανικοὺς κύκλους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν πιὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νὰ συνδεθεῖ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ τὸν φοβοῦνταν (Πρ. 9, 26). Στὶς λίγες ἡμέρες τῆς παραμονῆς του στὰ Ἱεροσόλυμα, συζητοῦσε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν φονεύσουν• γι' αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ τὸν πῆγαν μέχρι τὴν Καισάρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐξαπέστειλαν στὴν πατρίδα του Ταρσὸ (Πρ. 9, 26-30).

Γιὰ τὴ δράση τοῦ Παύλου στὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας (Γαλ. 1,21), στὴ δεκαετία ἀπὸ τὸ 37 μέχρι τὸ 47, γιὰ τὴν ὁποία ἄκουγαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ δόξαζαν τὸ Θεό, πὼς αὐτὸς ποὺ κάποτε τὶς καταδίωκε καὶ τώρα κηρύττει τὴν πίστη ποὺ ἄλλοτε προσπαθοῦσε νὰ ἐξαφανίσει (Γαλ. 1, 22-23), δὲν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο.

Ἀργότερα ὁ Βαρνάβας βρῆκε τὸν Παῦλο στὴν Ταρσὸ καὶ τὸν ἔφερε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀφοσιώθηκαν γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὸ κήρυγμα κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικοὺς (Πρ. 11, 25-26).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴ βοήθεια τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀντιοχείας πρὸς τοὺς ἀδελφούς τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ τὸ λιμὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλαυδίου (Πρ. Π, 27-30). Στὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἀντιόχεια πῆραν μαζί τους καὶ τὸ Μάρκο (Πρ. 12, 25). Ἴσως ὁ Παῦλος ἔκαμε ἀκόμη ἕνα ταξίδι στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὸ Βαρνάβα καὶ τὸν Τίτο (Γαλ. 2, 1 ἐξ.)

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἄρχισε τὸ τεράστιο ἔργο τοῦ Παύλου μὲ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία (47-48), στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε μαζὶ μὲ τὸ Βαρνάβα ἡ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Ἀντιόχειας (Πρ. 13, 2-3).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια κατέβηκαν στὴ Σελεύκεια, ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ δίδαξαν στὴ Σαλαμίνα, στὶς ἑβραϊκὲς συναγωγές. Κοντὰ τους ἦταν καὶ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, ὁ Μάρκος. Πέρασαν τὸ νησὶ μέχρι τὴν Πάφο• ἐδῶ πίστεψε ὁ ἀνθύπατος Σέργιος Παῦλος καὶ τιμωρήθηκε ὁ μάγος Ἐλίμας (Βαριησοῦς), Ἰουδαῖος ψευδοπροφήτης. Ἀπὸ τὴν Πάφο πῆγαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Ἀπὸ ἐδῶ τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ Μάρκος, ποὺ γύρισε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας ἦταν ὁ ἑπόμενος σταθμὸς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Στὴν πόλη αὐτὴ κήρυξαν ὄχι μόνο στὴ συναγωγὴ ἀλλὰ καὶ στοὺς Ἐθνικοὺς ποὺ ἦταν προσήλυτοι στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἡ παρουσία τους στὴν Ἀντιόχεια ἦταν ἐντυπωσιακή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν ἐναντίον τους τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλης. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἀναγκάστηκαν τότε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀντιόχεια καὶ νὰ πᾶνε στὸ Ἰκόνιο (Πρ. 13, 4-52). Καὶ ἐδῶ ὅμως τοὺς ἀκολούθησαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ Ἐθνικοὶ ἀλλὰ καὶ πάλι ἐκδιώχτηκαν, ὁπότε ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ τὰ περίχωρα, κηρύττοντες τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Στὰ Λύστρα ὁ Παῦλος θεράπευσε κάποιο χωλὸ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὸ Ἰκόνιο, ἀφοῦ ξεσήκωσαν τὸ λαὸ τῶν Λύστρων, λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο μέχρι θανάτου καὶ τὸν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὴ Δέρβη, ὅπου ἄγρευσαν ἀρκετούς. Ἀπὸ τὴ Δέρβη ἐπέστρεψαν στὰ Λύστρα, στὸ Ἰκόνιο καὶ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ στηρίζουν τοὺς πιστεύσαντες καὶ νὰ χειροτονήσουν γὶ αὐτοὺς Πρεσβυτέρους σὲ κάθε Ἐκκλησία. Μέσω τῆς Πισιδίας ἦρθαν στὴν Παμφυλία, κήρυξαν στὴν Πέργη καὶ κατέβηκαν στὴν Ἀττάλεια.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν περιοδεία αὐτή, ποὺ εἶχε στόχο τὶς μεγάλες ἰουδαϊκὲς κοινότητες τῆς Κύπρου καὶ Ἀσίας καὶ σὲ δεύτερο λόγο τοὺς Ἐθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους στρεφόταν ὁ Παῦλος μέσω τῶν Ἐθνικῶν προσηλύτων, ξαναγύρισαν στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας (Πρ. 14, 1-26).

Ἡ περιοδεία αὐτή, ποὺ ἦταν γεμάτη διωγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες (2 Τιμ. 3, 11), πέτυχε γιατί δημιουργήθηκαν πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικούς.

Στὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμειναν ἀρκετὸ καιρὸ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς (Πρ. 14, 28). Τὸ 49 ὁ Παῦλος ἔλαβε μέρος στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ξεκίνησε καὶ πάλι ὁ Παῦλος γιὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του (49-52)• αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως εἶχε ὡς συνοδὸ τὸ Σίλα καὶ ὄχι τὸ Βαρνάβα. Ὁ Βαρνάβας δὲ δέχτηκε νὰ λάβει μέρος στὴν περιοδεία αὐτή, γιατί ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ πάρουν μαζί τους τὸ Μάρκο, ποὺ τοὺς ἄφησε στὴ διάρκεια τῆς πρώτης περιοδείας καὶ γύρισε στὴν Ἀντιόχεια. Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ὁ Βαρνάβας πῆρε τὸ Μάρκο καὶ πῆγαν στὴν Κύπρο (Πρ. 15, 35-40).

Ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα πέρασαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντες τὶς Ἐκκλησίες στὶς χῶρες αὐτὲς (Πρ. 15, 41) καὶ ἔφτασαν στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα. Ἀπὸ τὴν πόλη αὐτὴ παρέλαβαν μαζί τους τὸν Τιμόθεο, ἀφοῦ τὸν περιέτεμαν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τοὺς Ἰουδαίους τῶν περιοχῶν ἐκείνων. Στὴ συνέχεια πέρασαν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, τὴ χώρα δηλ. τῶν παλαιῶν Γαλατῶν (Πρ. 16, 1-6). Ἐδῶ ὁ Παῦλος ἀσθένησε, ἀναγκάστηκε ἔτσι νὰ μείνει κοντὰ στοὺς Γαλάτες καὶ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ (Γαλ. 4, 13-15). Μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ὁ Παῦλος, ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέκαμψαν τὴ Μυσία καὶ ἀπέφυγαν τὴ Βιθυνία, κατέβηκαν στὴν Τρωάδα. Ἐδῶ προστέθηκε στὴ συνοδεία τους καὶ ὁ Λουκᾶς.

Ἐνῶ ὁ σκοπὸς τοῦ Παύλου, στὴ δεύτερή του αὐτὴ περιοδεία, ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ εἶχε ἱδρύσει πιὸ μπροστὰ καὶ νὰ ἰδεῖ πῶς ἔχουν, τώρα, μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν Τρωάδα, ἡ τωρινὴ περιοδεία του θὰ πάρει ἄλλη μορφὴ καὶ οἱ διαστάσεις της θὰ διευρυνθοῦν.

Ὕστερα ἀπὸ ἕνα νυχτερινὸ ὅραμα ἦρθε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνεργάτες του μέσω Σαμοθράκης στὴ Νεάπολη τῆς Μακεδονίας καὶ ἀπὸ τὴ Νεάπολη στοὺς Φιλίππους. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν Εὐρώπη ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο.

Στοὺς Φιλίππους ἔμειναν μερικὲς ἡμέρες καὶ βάφτισαν τὴ Λυδία καὶ τοὺς δικούς της. Ἡ θεραπεία ὅμως μιᾶς μαντευόμενης δούλης, ποὺ ἔφερνε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της, ἔγινε αἰτία νὰ ραβδιστοῦν καὶ νὰ μποῦν στὴ φυλακὴ γιὰ ἀντιρωμαϊκὲς δῆθεν ἐνέργειες. Οἱ κατηγορίες, ποὺ τοὺς προσάπτονται, ὅταν ὁδηγοῦνται βιαίως στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ παρουσιαστοῦν στὶς ἀρχές, εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες τους εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη, θέλοντας νὰ εἰσαγάγουν ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπονταν νὰ τὰ δεχτοῦν ἢ νὰ τὰ τηροῦν ὅσοι ἦταν Ρωμαῖοι. Ἔτσι οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες τῶν Φιλίππων ὑποκύπτουν στὸ ἀντιϊουδαϊκὸ πνεῦμα τῶν πολιτῶν καὶ τιμωροῦν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του ὡς Ἰουδαίους, χωρὶς κἄν νὰ ὑποψιάζονται ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸ μωσαϊκὸ νόμο καὶ γι' αὐτὸ ἀποτελοῦσε πρόκληση καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους.

Οἱ φυλακισμένοι Ἀπόστολοι ἐλευθερώθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοὶ ὁ φύλακάς τους μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς δικούς του (Πρ. 16, 7-40).

Ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, μέσω τῆς Ἀμφίπολης καὶ τῆς Ἀπολλωνίας, ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα καὶ τὸν Τιμόθεο ἦρθαν στὴ Θεσσαλονίκη, ρωμαϊκὴ ἀποικία μὲ δικαιώματα ἐλεύθερης πόλης, πρωτεύουσα τῆς μεγάλης σὲ ἔκταση ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας, πόλη πλούσια καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὸ ἐμπόριο, τὶς συγκοινωνίες καὶ τὴν πνευματικὴ κίνηση. Ὁ Λουκᾶς δὲν τοὺς συνόδεψε ὥς τὴ Θεσσαλονίκη• ἔμεινε στοὺς Φιλίππους.

Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Παῦλος κήρυξε στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τρία συνεχόμενα Σάββατα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν παρέμεινε στὴν πόλη αὐτὴ περισσότερο χρόνο ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἴσως τὰ λόγια τοῦ Παύλου (1 Θεσσ. 1, 7-8 καὶ Φιλιππ. 4, 16) προϋποθέτουν περισσότερο χρόνο δράσης τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ δράση αὐτὴ τοῦ Παύλου προκαλεῖ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ δημιουργοῦν ἀναταραχὴ καὶ κατηγοροῦν τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι οἱ ἀρχὲς τῆς πόλης, οἱ πολιτάρχες, ἑτοιμάζονται νὰ ἐπέμβουν, ὀπότε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδοὺς του ἀναγκάζονται νὰ φύγουν νύχτα στὴ Βέροια.

Ἡ ὀλιγόχρονη μὰ καρποφόρα παραμονὴ τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε ἀπὸ πόνους προσωπικοὺς καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πίστεψαν στὸ κήρυγμά του καὶ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα τῆς πόλης αὐτῆς, δοκίμασαν πολλὴ θλίψη καὶ σκληρὸ διωγμό. Σ' αὐτὲς τὶς σκέψεις μᾶς ὁδηγοῦν τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου: κάτω ἀπὸ σκληρὸ διωγμὸ ἀποδεχτήκατε τὸ κήρυγμα (1 Θέσσ. 1, 6), ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε θάρρος, ὥστε νὰ σᾶς κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιό του μέσα ἀπὸ πολλὲς δυσκολίες (1 Θεσσ. 2, 2) ἐσεῖς, ἀδελφοὶ μιμηθήκατε ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται στὴν Ἰουδαία καὶ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί κι ἐσεῖς πάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες σας, ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους (1 Θεσσ. 2, 14).

Στὴ Βέροια τὰ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματός του ἦταν εὐχάριστα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς πόλης αὐτῆς, πιὸ εὐγενεῖς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, δέχτηκαν τὸ κήρυγμά του πρόθυμα, ὅπως καὶ πολλὲς Ἑλληνίδες καὶ Ἕλληνες ἐπίσημοι. Οἱ σκληροὶ ὅμως Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ἔφτασαν στὴ Βέροια καὶ ἀνάγκασαν μερικοὺς Χριστιανοὺς νὰ συνοδέψουν τὸν Παῦλο μέχρι τὴ θάλασσα γιὰ νὰ φύγει μ' αὐτοὺς γιὰ τὴν Ἀθήνα (Πρ. 17, 1-14). Στὴ Βέροια ἔμειναν ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος.

Στὴν Ἀθήνα δὲν εἶχε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου μεγάλες ἐπιτυχίες (Πρ. 17, 16-34), γι' αὐτὸ σκεφτόταν πῶς νὰ πάει στὴν Κόρινθο, μήπως καὶ ἐκεῖ ἔχει τὴν ἴδια τύχη (1 Κορ. 2, 3). Στὸν ' Ἄρειο Πάγο ὁ Παῦλος «ἀνακρίθηκε» ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, χλευάστηκε καὶ ἀποπέμφθηκε μὲ προοπτικὴ νὰ ξαναανακριθεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπαφή τους μὲ τὸν Παῦλο οἱ Ἀθηναῖοι δὲν πολυκατάλαβαν τί τοὺς ἔλεγε καὶ θεώρησαν τὰ λόγια του καὶ τὸ κήρυγμά του σπερμολογίες (παραμύθια).

Στὴν Κόρινθο ἔμεινε ἐνάμιση χρόνο κοντὰ στοὺς σκηνοποιοὺς Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἐξαιτίας τοῦ Κλαυδίου, ὁ ὁποῖος ἐδίωξε ὅλους τους Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κάθε Σάββατο ὁ Παῦλος κήρυττε στὴ συναγωγή, διαλεγόταν μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες προσηλύτους, καὶ τοὺς ἔπειθε. Ἔτσι στὴν Κόρινθο τὸ κήρυγμά του εἶχε σημαντικὴ ἐπιτυχία. Κοντὰ του τώρα ἦρθαν ἀπὸ τὴ Βέροια ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, ποὺ εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο μὲ τοὺς Βεροιῶτες συνοδοὺς τοῦ Παύλου, ὅταν αὐτοὶ ἄφησαν τὸν Παῦλο στὴν Ἀθήνα καὶ γύρισαν στὴν πατρίδα τους (Πρ. 17, 15. 1 Θεσσ. 3, 1-2. Πρ. 18, 5). Τὰ νέα ἀπὸ τὴ Μακεδονία ἦταν εὐχάριστα (ἡ πίστη στερεωνόταν) καὶ δυσάρεστα (ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς ἦταν σκληρή).

Ὁ Παῦλος ἀλλάζει πιὰ στὴν Κόρινθο τακτική, ἐγκαταλείπει τὴ συναγωγὴ καὶ στρέφεται πρὸς τοὺς Ἐθνικούς. Ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος μὲ ὅλους τοὺς δικούς του καὶ πολλοὶ Κορίνθιοι πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου.

Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τὸν ἄφησαν ἥσυχο• τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο τῆς Ἀχαΐας Γαλλίωνα, ποὺ ἦρθε τὸ 51, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ μὲ τρόπο ποὺ εἶναι ἀντίθετος στὸ νόμο (Πρ. 18, 13). Ἡ στάση ὅμως τοῦ Γαλλίωνα, νὰ μὴ δώσει σημασία στὶς αἰτιάσεις τῶν Ἰουδαίων, ἦταν ἐνισχυτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τελικὰ πλήρωσε γιὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Σωσθένης, ποὺ ἔφαγε ἀρκετὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους μπροστὰ στὸ δικαστήριο: Ὁ Γαλλίων εἶπε στοὺς ἰουδαίους: Ἂν ἦταν γιὰ κανένα ἀδίκημα ἢ γιὰ ἕνα κακούργημα δόλιο, θὰ ἦταν λογικὸ νὰ σᾶς ἀκούσω, ἰουδαῖοι. Ἐφόσον ὅμως πρόκειται γιὰ θέματα διδασκαλίας καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου δικοῦ σας, τακτοποιῆστε τα μόνοι σας. Δικαστὴς ἐγὼ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δὲ θέλω νὰ εἶμαι. Καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Τότε ὅλοι ἔπιασαν τὸ Σωσθένη τὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τὸν χτυποῦσαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο. Ὁ Γαλλίων ὅμως δὲ νοιαζόταν καθόλου γι' αὐτὰ (Πρ.18, 14-17).

Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετὲς ἀκόμη ἡμέρες στὴν Κόρινθο, καὶ ἀφοῦ εἶχε γράψει τὶς δύο ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς (τὸ 50 καὶ τὸ 51), ἔφυγε γιὰ τὴν Ἔφεσο, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα (Πρ. 18, 18). Στὴν Ἔφεσο ὁ Παῦλος διαλέχτηκε στὴ συναγωγὴ μὲ τοὺς Ἰουδαίους.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο κατέβηκε στὴν Καισάρεια, πῆγε, πιθανῶς, γιὰ λίγο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεψε στὴ βάση τῶν ἐξορμήσεών του, στὴν Ἀντιόχεια (Πρ. 18, 1-23). Φαίνεται ὅτι ἐπῆλθε κάποια διάσταση ἀνάμεσα στὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Σίλας δὲ συνοδεύει τὸν Παῦλο στὸ ἔργο του καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνοδὸς καὶ γραμματέας τοῦ Πέτρου (1 Πέτρου 5, 12).

Ὁ Παῦλος, πιστὸς στὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στοὺς Ἐφεσίους ὅτι θὰ τοὺς ξαναδεῖ (Πρ. 18, 21) ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ πέρασε ἀπὸ τὴ Γαλατικὴ χώρα καὶ τὴ Φρυγία γιὰ νὰ ἐνδυναμώσει τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἱεραποστολική του πορεία (52-56).

Στὴν Ἔφεσο ἐργάζονταν μὲ ζῆλο δύο ἰδιαίτερα γνωστοί του, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα, καὶ τὸ ζεῦγος αὐτὸ διαφώτισε σωστὰ τὸν Ἰουδαῖο Ἀπολλώ, λόγιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν δυνατὸς γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε στὴ συναγωγή. Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ Ἀπολλὼς πῆγε στὴν Ἀχαΐα, σταλμένος ἀπὸ τοὺς Ἐφεσίους Χριστιανοὺς (Πρ. 18, 23-28). Ὅταν ὁ Ἀπολλὼς ἦταν στὴν Κόρινθο τότε ὁ Παῦλος ἔφτασε στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὰ ἐνδότερα μέρη.

Στὴν Ἔφεσο βάφτισε ὁ Παῦλος 12 μαθητὲς ποὺ εἶχαν βαφτιστεῖ προηγουμένως στὸ βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη. Ἐπὶ τρεῖς μῆνες ὁ Παῦλος δίδασκε στὴ συναγωγὴ καὶ ὕστερα, ἀφοῦ συνάντησε δυσκολίες, περιόρισε τὴ διδασκαλία του στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ σ' ὅσους ἔρχονταν στὴ σχολὴ κάποιου Τυράννου. Αὐτὸ κράτησε δύο ὁλόκληρα χρόνια καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἄκουσαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες. Ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο ἀντιμετώπισε πρώην ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἀβάπτιστους μαθητὲς ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς καὶ τοὺς ἑφτὰ ἐξορκιστές, γιοὺς τοῦ Ἰουδαίου ἀρχιερέα Σκευᾶ, ποὺ θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (Πρ. 19, 1-16).

Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν ποὺ ἔμεινε ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο, ἔγιναν πολλὰ ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τίποτα δὲν ἀναφέρεται γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. Ἔπειτα δὲν ἀναφέρεται τὸ ἐνδιάμεσο ταξίδι του στὴν Κόρινθο, ὅπου κακοποιήθηκε καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει ἀμέσως στὴν Ἔφεσο. Οὔτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Ἰλλυρικὸ (Ρωμ. 15, 19).

Στὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 15, 32, 2 Κορ. 1, 8-10) ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὅτι πάλαιψε μὲ τὰ θηρία στὴν Ἔφεσο καὶ ἀντιμετώπισε βέβαιο θάνατο καὶ ἴσως τὸν ἔσωσε ἡ αὐτοθυσία τοῦ Ἀκύλλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16, 3-4). Ἴσως αὐτὰ νὰ σημαίνουν ὅτι κατὰ τὰ τρία χρόνια της παραμονῆς του στὴν Ἔφεσο πέρασε ἕνα διάστημα στὴ φυλακή. Ἂν αὐτὸ εἶναι γεγονός, τότε πολὺ πιθανὸ οἱ ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας (Φιλιππισίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα ) νὰ γράφτηκαν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ πέντε περίπου χρόνια ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπως δέχεται ἡ παράδοση. Στὴν Ἔφεσο γράφτηκε καὶ ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Γαλάτες.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἔγραψε ὁ Παῦλος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους, γιὰ τὴ χαλαρότητα τῶν ἠθῶν, ποὺ δὲ σώζεται (1 Κορ. 5, 9). Οἱ Κορίνθιοι ἀπάντησαν μὲ ἐπιστολὴ (1 Κορ. 7, 1. 16, 17) καὶ ἔθεσαν διάφορα προβλήματα. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν Κορίνθια Χλόη (1 Κορ. 1,11) γιὰ τὶς ἔριδες στὴν Κόρινθο. Σ' αὐτὰ ἀπάντησε ὁ Παῦλος μὲ τὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους. Μὲ αὐτὴ ἀγγέλλεται μετάβαση τοῦ Τιμοθέου στὴν Κόρινθο (1 Κορ. 16, 10) καθὼς καὶ δικό του ταξίδι κοντά τους γιὰ δεύτερη φορά. Στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ὑπέστη ἀτιμωτικὴ προσβολὴ ἀπὸ κάποιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα καὶ νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μεταβεῖ στὴν ἄγνωστή του ἀκόμη Ρώμη (Πρ. 19, 21). Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔστειλε στὴ Μακεδονία τοὺς συνεργάτες του Τιμόθεο καὶ Ἔραστο, αὐτὸς ὅμως καθυστέρησε λίγο στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας (Πρ. 19, 22). Γι' αὐτὸ τὸ ταξίδι, ποὺ ἦταν σύντομο καὶ ποὺ τὸ ἔκαμε πιθανῶς διὰ θαλάσσης, τίποτα δὲν μᾶς ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἔφεσο, ἐξαιτίας τῆς δραστηριότητάς του κατὰ τῶν εἰδώλων, συνάντησε τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ ποὺ ξεσήκωσε ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος καὶ ὅσοι ἦταν δεμένοι συμφεροντολογικὰ μὲ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς Ἄρτεμης στὴν πόλη αὐτὴ (Πρ. 19, 24). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀποχαιρέτησε τοὺς μαθητές του καὶ ἔφυγε γιὰ τὴ Μακεδονία (Πρ. 20, 1). Στὴν Τρωάδα περίμενε μὲ ἀγωνία τὸν Τίτο, στὸν ὁποῖο προηγουμένως εἶχε δώσει ὁδηγίες νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ νὰ συναντηθοῦν στὴν ξακουστὴ αὐτὴ πόλη. Ἐπειδὴ ὁ Τίτος ἄργησε νὰ ἔρθει, ξεκίνησε ὁ Παῦλος γεμάτος ἀνησυχία γιὰ τὴ Μακεδονία. Ἀπὸ τὸν Τίτο, ποὺ τελικὰ τὸν συνάντησε, ἔμαθε ὅτι τὰ περισσότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου ἦταν μὲ τὸ μέρος του. Ἐπίσης ἔμαθε ὅτι ὑπῆρχε πάλι ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες, ποὺ μαζεύτηκαν στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ ἐνισχύσουν ἴσως τὴν προϋπάρχουσα μερίδα τοῦ Κηφᾶ. Μὲ αὐτὰ τὰ νέα τοῦ Τίτου ὁ Παῦλος ἔγραψε δεύτερη, αὐστηρὴ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὸν Τίτο καὶ μὲ δύο ἄλλους ἀδελφοὺς (2 Κορ. 8, 16 ἑξ.). Οἱ τρεῖς αὐτοὶ μαθητὲς θὰ συγκέντρωναν καὶ τὴ λογία τῆς Κορίνθου, πρὶν νὰ φτάσει ὁ ἴδιος ἐκεῖ (2 Κορ. 9, 1 ἐξ.).

Τώρα εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ ὁ Παῦλος ἐπισκέπτεται τὴν Κόρινθο, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει (2 Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1). Στὴν Κόρινθο ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Τὸ χειμώνα τοῦ 56 ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ρωμαίους, κινδύνεψε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀντὶ νὰ πάει κατευθείαν στὴ Συρία ἔκρινε σκόπιμο νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία.

Στὴν ἀκολουθία τοῦ Παύλου ἦταν τώρα ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴ Βέροια, ὁ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Γάϊος ἀπὸ τὴ Δέρβη καὶ ὁ Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος ἀπὸ τὴν Ἀσία. Ὅλοι αὐτοὶ ἔφυγαν πιὸ μπροστὰ καὶ περίμεναν στὴν Τρωάδα τὸν Παῦλο μὲ τὸ Λουκᾶ νὰ ἔρθουν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους.

Ἀπὸ τὴν Τρωάδα, ὕστερα ἀπὸ παραμονὴ ἑπτὰ ἡμερῶν, ὁ Παῦλος πῆγε μὲ τὰ πόδια στὴν Ἄσσο, ἐνῶ οἱ συνοδοὶ του πῆγαν στὴν Ἄσσο μὲ πλοῖο γιὰ νὰ παραλάβουν τὸν Παῦλο. Ἀπὸ τὴν Ἄσσο ὅλοι μαζὶ πῆγαν στὴ Μυτιλήνη, πέρασαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χίο, σταμάτησαν στὴ Σάμο, ἔμειναν στὸ ἀκρωτήριο Τρωγύλλιο καὶ ἔπειτα πῆγαν στὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-15).

Δὲ θέλησε ὁ Παῦλος νὰ μεταβεῖ στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν Ἀσία, ἀφοῦ ἐπειγόταν νὰ βρίσκεται τὴν Πεντηκοστή τοῦ 57 στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 20, 1-16). Στὴ Μίλητο μίλησε ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ὁ λόγος του αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθημερινὸ ἐντρύφημα τῶν κληρικῶν μας (Πρ. 20, 17-35).

Μὲ πλοῖο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Μίλητο (Πρ. 20, 38), πέρασαν τὴν Κῶ, τὴ Ρόδο καὶ ἔφτασαν στὰ Πάταρα. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆραν ἄλλο πλοῖο φορτηγό, ποὺ πήγαινε γιὰ τὴ Φοινίκη, προσπέρασαν τὴν Κύπρο καὶ κατέβηκαν στὴν Τύρο, ὅπου ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες κοντὰ στοὺς Χριστιανούς. Μὲ πλοῖο ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Καισάρεια καὶ κατέλυσαν στὸ σπίτι τοῦ διακόνου Φιλίππου. Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἄγαβος εἶπε στὸν Παῦλο ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους. Ὁ Παῦλος ὅμως παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν συνοδῶν του καὶ τῶν Χριστιανῶν τῆς Καισάρειας ἀποφάσισε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάθει γιὰ τὸ Χριστὸ (Πρ. 21,1-14).

Στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ξεσηκώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, σώθηκε ὁ Παῦλος ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία, ποὺ τὸν ἔστειλε μὲ συνοδεία στὴν ἕδρα τοῦ Ρωμαίου διοικητῆ τῆς Καισαρείας Φήλικα (Πρ. 21, 15-23, 33).

Ὁ Φήλικας κράτησε τὸν Παῦλο στὴ φυλακὴ δύο χρόνια, ἀπὸ τὸ 57 μέχρι τὸ 59 (Πρ. 23, 34-24, 27). Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ζήτησαν ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Φήλικα Πόρκιο Φῆστο νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε ὁ Παῦλος ἀπαίτησε νὰ δικαστεῖ, ὡς ρωμαῖος πολίτης ποὺ ἦταν, πρὸ τοῦ βήματος τοῦ καίσαρα (Πρ. 25, 1-26, 32).

Τὸ ταξίδι τοῦ Παύλου γιὰ τὴ Ρώμη, στὸ ὁποῖο τὸν συνόδεψαν οἱ συνεργάτες του Λουκᾶς καὶ Ἀρίσταρχος, ἀρχίζει ἀπὸ τὶς Πράξεις 27, 1 ἑξ. Ἡ Σιδώνα καὶ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας ἦταν οἱ δύο πρῶτοι σταθμοί. Στὰ Μύρα ἄλλαξαν πλοῖο καὶ μὲ τὸ νέο προσάραξαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες τῆς Κρήτης. Ὁ ἑπόμενος σταθμὸς ἦταν τὸ νησὶ Μελίτη. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μῆνες μὲ ἄλλο πλοῖο πῆγαν στὶς Συρακοῦσες, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες. Τὸ Ρήγιο καὶ οἱ Ποτίολοι ἦταν οἱ δύο ἄλλοι σύντομοι σταθμοί. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς ἦταν ἡ Ρώμη. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης, ὅταν ἔμαθαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Παύλου, βγῆκαν μέχρι τὸν Ἄππιο Φόρο καὶ τὶς Τρεῖς Ταβέρνες γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουν.

Στὴ Ρώμη ἐπέτρεψαν τὸν Παῦλο νὰ μείνει σὲ ἰδιωτικὸ κατάλυμα μαζὶ μὲ τὸ στρατιώτη ποὺ τὸν φύλαγε. Ὁ Παῦλος ἔμεινε μία ὁλόκληρη διετία (59-61) σὲ ἰδιαίτερη νοικιασμένη κατοικία, ὅπου δεχόταν ὅλους ὅσοι τὸν ἐπισκέπτονταν, κήρυττε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δίδασκε γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν παρρησία καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο (Πρ. 28, 30-31). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τελειώνει ἡ διήγηση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.

Ἀπὸ τὴν παραμονὴ αὐτὴ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη προέρχεται ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἐφεσίους καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ οἱ ἄλλες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας, ὅπως λέγονται.

Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος, ἀφοῦ δικάστηκε καὶ ἀπαλλάχτηκε, ἐπιχείρησε καὶ τέταρτη περιοδεία (61-64;). Κατὰ τὸν Κλήμεντα Ρώμης (Πρὸς Κορινθίους 5, 7), ὁ Παῦλος ταξίδεψε μέχρις ἐσχάτων της Δύσεως, ποὺ γιὰ μερικοὺς νοεῖται ἡ Ἱσπανία, ἐνῶ ἀπὸ τὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς (1 καὶ 2 Τιμόθεο καὶ Τίτο) φαίνεται ὅτι ταξίδεψε στὴν Ἀνατολὴ (Μ. Ἀσία, Κρήτη, Μακεδονία, Ἰλλυρικὸ) γιὰ νὰ καταλήξει πάλι στὴ Ρώμη, πιθανῶς τὸν Ἰούλιο τοῦ 64.

Ὁ διωγμὸς τοῦ Νέρωνα βρῆκε τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ οἱ διαβολὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ Ἰουδαιοχριστιανῶν τῆς Ρώμης ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ὅτι ἦταν δῆθεν ὑπαίτιοι γιὰ τὴν πυρκαϊὰ τῆς Ρώμης, εἶχαν στόχο νὰ στρέψουν τὴ μανία τοῦ ἀνισόρροπου αὐτοκράτορα ἐναντίον τους.

Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος δὲ γλίτωσαν τὸ θάνατο. Ἔτσι πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ Παῦλος θανατώθηκε τὸ φθινόπωρο καὶ μάλιστα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 64.

Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος κάνει ἕνα σύντομο ἀπολογισμὸ τῶν δυσκολιῶν ποὺ συνάντησε, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του στοὺς Κορινθίους: Μόχθησα πιὸ πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς ψευτοαποστόλους), φυλακίστηκα περισσότερες φορές, μὲ χτύπησαν μὲ ἀφάνταστη ἀγριότητα, κινδύνεψα πολλὲς φορὲς νὰ θανατωθῶ. Πέντε φορὲς μαστιγώθηκα ἀπὸ Ἰουδαίους μὲ τὰ τριάντα ἐννιὰ μαστιγώματα. Τρεῖς φορὲς μὲ τιμώρησαν μὲ ραβδισμούς, μία φορὰ μὲ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορὲς ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα ναυαγὸς στὸ πέλαγος. Ἔκανα πολλὲς κοπιαστικὲς ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπὸ ληστές, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, πέρασα κινδύνους σὲ πόλεις, κινδύνους σὲ ἐρημιές, κινδύνους στὴ θάλασσα, κινδύνεψα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποκρίνονταν τοὺς ἀδερφούς. Κοπίασα καὶ μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλὲς φορές, πείνασα, δίψασα, πολλὲς φορές μοῦ ἔλειψε ἐντελῶς τὸ φαγητό, ξεπάγιασα καὶ δὲν εἶχα ροῦχα νὰ φορέσω. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα εἶχα καὶ τὴν καθημερινὴ πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καὶ τὴ φροντίδα γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ κι ἐγώ; Ποιὸς ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ καὶ δὲν ὑποφέρω κι ἐγώ; Ἂν πρέπει νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ παθήματά μου. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ - ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες - ξέρει ὅτι δὲ λέω ψέματα (2 Κορ. 11, 23-31).

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ



undefined
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ

Βλασίου Ιω. Φειδά
Καθηγητού Πανεπιστημίου




    Η έννοια της αποστολικής διαδοχής συνδέεται άρρηκτα με την αυτονόητη προοπτική της διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους στή συνέχεια τού αποστολικού έργου, ενώ η χειροτονία υπήρξε ο μόνος τρόπος για την παραχώρηση εξουσιών από τούς αποστόλους σέ δοκιμασμένους συνεργούς τους γιά τή διασφάλιση όχι μόνο τής ευρύτερης κατανομής αρμοδιοτήτων εν τόπω, αλλά και τής αδιάκοπης συνέχειας τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής εν χρόνω.
 Εντούτοις, ενώ η ανάπτυξη τού αποστολικού έργου εν τόπω καλύφθηκε εξ αρχής μέ τή χειροτονία από τούς αποστόλους τού τοπικού ιερατείου (επισκόπων και διακόνων ή πρεσβυτέρων), όπως μαρτυρείται στην αποστολική γραμματεία, η κατοχύρωση τής αδιάκοπης συνέχειας τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής εν χρόνω, δηλαδή η αντιμετώπιση τού ζητήματος τής διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους, δέν ήταν κατά τήν αποστολική περίοδο μία άμεση ή πιεστική ανάγκη, γι' αυτό και οι σχετικές μαρτυρίες είνε περιστασιακές και οπωσδήποτε ασαφείς, ιδιαίτερα μετά τή συστηματική αμφισβήτησή τους από τήν προτεσταντική θεολογία. Υπό τήν έννοια αυτή, η σχέση χειροτονίας και αποστολικής διαδοχής είναι η μόνη ασφαλής οδός γιά μία συστηματική προσέγγιση τού κρισίμου ζητήματος είναι οι σχετικές μαρτυρίες, οι οποίες υπάρχουν στίς επιστολές τού αποστόλου Παύλου, αφ' ενός μεν γιατί σέ αυτές έχουν επικεντρωθή οι κύριες θεολογικές διαφωνίες, αφ' ετέρου δέ γιατί αυτές παρέχουν τή δυνατότητα κριτικής και συγκριτικής αξιολογήσεως των σημαντικών μαρτυριών τής γραμματείας τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.), οι οποίες παρουσιάζουν εντυπωσιακή συγγένεια πνεύματος και ορολογίας πρός τίς μαρτυρίες των παυλείων επιστολών. Συνεπώς, τά κρίσιμα ερωτήματα είναι: Ποιός χειροτονεί, Ποιόν χειροτονεί και ποιό λειτούργημα αναλαμβάνει ο χειροτονούμενος στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής;

1. Χάρισμα και ιερωσύνη

Η αποστολική διαδοχή αναφέρεται στην αδιάκοπη συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής στην ιστορική πορεία τής Εκκλησίας και εκφράζεται αποκλειστικά μέ τή μεταβίβαση τής εξουσίας τού Χριστού από τούς αποστόλους στούς διαδόχους τους, η οποία προσδιορίζει και τή σχέση τους προς το τοπικό ιερατείο, όπως αυτό μαρτυρείται στην αποστολική και τή μεταποστολική εποχή. Η αμφισβήτηση από τόν Α.v. Harnack όπως επίσης και από τήν ιστορική σχολή τής προτεσταντικής θεολογίας, τής ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας γιά τήν αποστολική διαδοχή στηρίχθηκε αφ' ενός μέν στόν πλασματικό διαχωρισμό μιάς οικουμενικής τάξεως χαρισματούχων (απόστολοι, προφήτες, διδάσκαλοι, ευαγγελιστές κ.λπ.) από τήν τάξη τού τοπικού ιερατείου (επίσκοποι και διάκονοι, πρεσβύτεροι), αφ' ετέρου δέ στην αυθαίρετη απόρριψη τής αδιάκοπης συνέχειας τής εξουσίας των αποστόλων στούς διαδόχους τους επισκόπους, όπως αυτή μαρτυρείται κατά τίς αρχές τού Β΄ αιώνα στίς επιστολές τού Ιγνατίου Αντιοχείας. Πράγματι, ο A.v. Harnack υποστήριξε τήν υπεροχή τής οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων έναντι τού τοπικού ιερατείου επί τή βάσει τού χωρίου τής πρός Εφεσίους επιστολής τού αποστόλου Παύλου, κατά τό οποίο {και αυτός (=Ιησούς Χριστός) έδωκε τούς μέν αποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ ευαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας και διδασκάλους, πρός καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν τού σώματος τού Χριστού (Εφεσ. 4, 10-12). Έτσι, συνέδεσε αυθαίρετα τούς μέν {αποστόλους}, {προφήτας} και {ευαγγελιστάς} μέ τήν υπερέχουσα οικουμενική τάξη των χαρισματούχων, τούς δέ {ποιμένας και διδασκάλους} μέ τό τοπικό ιερατείο. Απέκλεισε έτσι κάθε έννοια διαδοχής στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής μέ ανάλογη χρησιμοποίηση και των σχετικών μαρτυριών τής Διδαχής περί τής τάξεως των περιοδευτων {προφητών}.

Βασική επιδίωξη τού πλασματικού αυτού διαχωρισμού από τήν προτεσταντική θεολογία τής οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων από τό τοπικό ιερατείο ήταν η απόρριψη τής ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί τής αδιακόπου αποστολικής διαδοχής στους επισκόπους τής Εκκλησίας, αφού οι επίσκοποι των επιστολών τού Ιγνατίου δέν μπορούν νά αναζητηθούν ούτε στην τάξη των χαρισματούχων, η οποία αποσυνδέεται από τό ιερατείο, ούτε στό τοπικό ιερατείο (επισκόπους ή πρεσβυτέρους), τό οποίο δέν ήταν φορέας τής επισκοπικής εξουσίας. Τό γεγονός ότι οι τίτλοι {επίσκοπος} και {πρεσβύτερος} δέν δηλώνουν στην καινοδιαθηκική γραμματεία τού φορέα τής επισκοπικής εξουσίας στά πλαίσια τής αποστολικής διαδοχής καθιστά αναγκαια τήν αναζήτησή του σέ κάποια από τίς εξέχουσες τάξεις, οι οποίες συμμετείχαν στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής τόσο κατά τήν αποστολική, όσο και κατά τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή. Σέ ειδική μελέτη υποστηρίξαμε ότι η τάξη των προφητων κατείχε πράγματι κατά τήν κρίσιμη αυτή περίοδο εξέχουσα θέση στή συνέχιση τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής, αφού στελεχωνόταν από τούς εκλεκτούς μαθητές και συνεργούς των αποστόλων, γιά νά συνεχίσουν τό έργο τους, όπως συνάγεται και από τήν ορθή ερμηνεία των σχετικών μαρτυριών όχι μόνο τής Διδαχής, αλλά και τής όλης γραμματείας τής μεταποστολικής εποχής (βλ. Ι. Φειδά, Τό πολίτευμα τής Εκκλησίας και η Τάξις των Προφητων, Αθήναι 1984).

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο απόστολος Παύλος ο οποίος συμπεριλαμβάνεται από τόν μαθητή και συνεργό του ευαγγελιστή Λουκά στην τάξη των Προφητων τής Εκκλησία τής Αντιοχείας (Πράξ. 13, 1-3), κατατάσσει πάντοτε τήν τάξη των προφητων αμέσως μετά τούς αποστόλους τόσο στό χωρίο τής πρός Εφεσίους Επιστολής (4, 10-12), όσο και στό περίφημο χωρίο τής Α΄ πρός Κορινθίους επιστολής του: {Και ους μέν έθετο ο Θεός εν τή Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. Μή πάντες απόστολοι, μή πάντες προφήται, μή πάντες διδάσκαλοι, μή πάντες δυνάμεις, μή πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων, μή πάντες γλώσσαις λαλούσι, μή πάντες διερμηνεύουσι. Ζηλούτε ουν τά χαρίσματα τά κρείττονα} (Α΄ Κορ. 12, 28-31). Η σημαντική αυτή μαρτυρία καθιστά σαφές ότι: α) τά ιεραρχικώς προτασσόμενα χωρίσματα (απόστολοι, προφήται, διδάσκαλοι) ήσαν {τά χαρίσματα τά κρείττονα}, τά οποία δέν είναι δυνατόν νά ταυτισθούν πρός τά ελεύθερα ή παροδικά χαρίσματα των απλών πιστων, β) οι φορείς των {κρειττόνων χαρισμάτων} είναι συγκεκριμένες τάξεις μέ μόνιμη αφιέρωση στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, αφού ό,τι {ο Θεός θέτει εν τή Εκκλησία} είναι μόνιμο λειτούργημα στή ζωή τής Εκκλησίας, όπως η τάξη των αποστόλων, γ) η τάξη των προφητων ανήγε τό λειτούργημα στόν Θεό, όπως και η τάξη των αποστόλων, γι' αυτό και η εξέχουσα θέση της προσδιορίζεται κατ' αναφοράν πρός τούς αποστόλους και όχι βεβαίως πρός τήν τοπική Εκκλησία, και δ) η τάξη των προφητων αναδεικνύεται τόσο στην αποστολική, όσο και στην πρώιμη μεταποστολική εποχή ως η σημαντικότερη τάξη τής Εκκλησίας μετά τούς αποστόλους.

Υπό τήν έννοια αυτή, ο εισαγόμενος από τόν A.v. Harnack και τήν προτεσταντική θεολογία κάθετος χωρισμός χαρίσματος και ιερωσύνης είναι αυθαίρετο θεολογικό πλάσμα, τό οποίο δέν μπορεί νά ανεύρη πειστικά ερείσματα στην καινοδιαθηκική και στή μεταποστολική γραμματεία. Έτσι, ο R. Bultman (Theology of the N.T., 2, 103) αποκρούει ως αβάσιμη τή θεωρία τού A. v. Harnack γιά τόν διαχωρισμό τής οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων από τό τοπικό ιερατείο και υποστηρίζει όχι μόνο τήν ισοβιότητα τού λειτουργήματος όσων ανήκαν στην τάξη των προφητων, αλλά και τήν εξέλιξή τους σέ φορείς εξέχουσας εξουσίας κατά τήν άσκηση τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής. Ποίοι όμως ανήκαν στην τάξη των προφητων; Είναι προφανές ότι στην τάξη αυτή ανήκαν οι μαθητές και συνεργοί των αποστόλων, αφού, οι προφήτες, όπως και οι συνεργοί των αποστόλων, μπορούσαν νά ευαγγελίζονται, κατ' εντολήν των αποστόλων, τόν λόγο τού Θεού χωρίς τοπική δέσμευση (Πράξ. 13, 1 κεξ.), νά επισκοπούν και νά στηρίζουν τίς τοπικές εκκλησίες (Πράξ. 15, 36), νά εκπροσωπούν τούς αποστόλους και νά κοινοποιούν αποστολικές αποφάσεις στίς τοπικές Εκκλησίες (Πράξ. 15, 22, 32), νά χειροτονούν, όπως και οι απόστολοι, επισκόπους και διακόνους στίς τοπικές εκκλησίες (Πράξ. 14, 23) κ.ά. Η σχέση όμως των προφητων πρός τούς συνεργούς των αποστόλων, καιτοι επιβεβαιώνεται στην καινοδιαθηκική και τήν πρώιμη μεταποστολική γραμματεία (Διδαχή), εν τούτοις καθιστά αναγκαια τήν περιγραφή αφ' ενός μέν τής ιδιαίτερης έννοιας τού τίτλου των προφητων έναντι τού τίτλου των αποστόλων, αφ' ετέρου δέ τού τρόπου εντάξεως των συνεργών των αποστόλων στην τάξη των προφητων.

2. Αποστολική λειτουργία τής επισκοπής και αποστολική χειροτονία

Κοινός τόπος τής όλης γραμματείας τής αποστολικής και τής μεταποστολικής εποχής γιά τήν ένταξη τόσο των φορέων των {κρειττόνων χαρισμάτων} συνεργών των αποστόλων (προφητων, διδασκάλων κ.λπ.), όσο και τού τοπικού ιερατείου (επίσκοποι και διάκονοι ή πρεσβύτεροι) στην αυτοδύναμη άσκηση τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής ήταν η χειροτονία τους από τούς αποστόλους μετά από μία σχετική περίοδο δοκιμασίας σέ διάφορους τομείς τού αποστολικού έργου, η οποία ήταν σύντομη γιά τό τοπικό ιερατείο και πολύ εκτενής γιά τούς συνεργούς των αποστόλων, αναλόγως και πρός τά προσωπικά τους χαρίσματα. Είναι όμως ευνόητον ότι η χειροτονία των αποστόλων συνδεόταν απολύτως μέ τό ανατιθέμενο έργο, τό οποίο προσδιόριζε και τό περιεχόμενο ή τό επίπεδο τής αποδιδομένης αυθεντίας σέ κάθε συγκεκριμένη τάξη. Άλλη δηλαδή ήταν η αυθεντία των χειροτονουμένων γιά τό τοπικό ιερατείο και άλλη η αυθεντία των χειροτονουμένων γιά τήν άσκηση τού αποστολικού έργου, όπως άλλη ήταν η αυθεντία των χειροτονουμένων επισκόπων και διακόνων στό τοπικό ιερατείο. Έτσι, η χειροτονία των στενών συνεργατων των αποστόλων, η οποία αναφερόταν στην οικουμενική προοπτική τού αποστολικού έργου, συνδεόταν άρρηκτα μέ αυτό και παρείχε ανάλογη αυθεντία πρός τήν αυθεντία των αποστόλων.

Είναι λοιπόν επίσης προφανές ότι, ενώ όλοι καθίσταντο μέ αποστολική χειροτονία στίς διάφορες τάξεις τής ποικίλης διακονίας τού αποστολικού έργου, εντούτοις υπήρχε σαφής ιεράρχηση αυθεντίας και αξίας στίς διάφορες τάξεις των χειροτονουμένων, ιδιαίτερα μεταξύ των καθισταμένων στά {κρείττονα χαρίσματα} και των καθισταμένων στό τοπικό ιερατείο επισκόπων και διακόνων ή πρεσβυτέρων. Η ειδοποιός όμως διαφορά μεταξύ τους σέ επίπεδο αξίας και αυθεντίας, καιτοι απέρρεε από τήν ιδιαιτερότητα τής αποστολικής χειροτονίας, εκφράζεται σαφέστερα ήδη και κατά τήν αποστολική εποχή μέ τήν υπερέχουσα αυθεντία των χειροτονημένων από τούς αποστόλους συνεργούς τους στην άσκηση τού δικαιου των χειροτονιών. Πράγματι, τό τοπικό ιερατείο (επίσκοποι και διάκονοι), καιτοι είχε λάβει αποστολική χειροτονία, δέν είχε λάβει και τήν αυθεντία νά χειροτονή κατά πόλεις επισκόπους και διακόνους, όπως επιβεβαιώνεται από όλη τήν αποστολική γραμματεία. Αντιθέτως, όσοι από τούς συνεργούς των αποστόλων στό αποστολικό έργο είχαν λάβει αποστολική χειροτονία, αυτοί είχαν τήν αυθεντία νά χειροτονούν κατά πόλεις επισκόπους και διακόνους, όπως και οι απόστολοι, καιτοι, εφ' όσον ζούσαν οι απόστολοι, ασκούσαν τήν εξουσία αυτή μόνο κατ' εντολήν των αποστόλων.

Χαρακτηριστικοί τύποι τής υπερέχουσας αυθεντίας των χειροτονημένων συνεργών των αποστόλων στην καινοδιαθηκική γραμματεία είναι οι μαθηταί τού αποστόλου Παύλου Τιμόθεος και Τίτος, οι οποίοι ανήκαν στόν στενώτερο κύκλο των εμπίστων συνεργατων τού αποστόλου των εθνών, όπως φαίνεται και από τό περιεχόμενο των επιστολών του πρός αυτούς, και είχαν τήν εξουσία νά επιλέγουν και νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο μετά από τήν κατάλληλη δοκιμασία των χειροτονουμένων (Α΄ Τιμ., 3, 1-13. 5, 22. Β΄ Τιμ. 4, 9-11. Τίτ. 1,5-9.3, 12-14). Η εξαιρετική αυτή αυθεντία των δύο συνεργών, όπως και πολλών άλλων συνεργών τού αποστόλου των εθνών, νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο (επισκόπους και διακόνους) απέρρεε όχι βεβαίως μόνο από τήν εμπιστοσύνη ή τήν εντολή τού αποστόλου πρός αυτούς, αλλά κυρίως από τήν αποστολική χειροτονία γιά τήν ένταξή τους στην υπεύθυνη άσκηση τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής. Υπό τήν έννοια αυτή, ο απόστολος Παύλος συνδέει τό μέγεθος τής αποστολής τού Τιμοθέου μέ τή χειροτονία του: {Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε. Μηδείς σου τής νεότητος καταφρονείτω, αλλά τύπος γίνου των πιστων εν λόγω εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία. Έως έρχομαι πρόσεχε η αναγνώσει, τή παρακλήσει, τή διδασκαλία. Μή αμέλει τού εν σοί χαρίσματος, ο εδόθη σοι διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου...} (Α΄ Τιμ. 4, 11-14). Υπό τό αυτό πνεύμα συνδέεται πρός τήν αποστολική χειροτονία και η επανάληψη τής προτροπής τού αποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο: {Υπόμνησιν λαμβάνων τής εν σοί ανυποκρίτου πίστεως..., δι' ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν τό χάρισμα τού Θεού, ο εστιν εν σοί διά τής επιθέσεως των χειρών μου...} (Β΄ Τιμ. 1,5-6).

Οι μαρτυρίες αυτές έχουν απόλυτη αξία γιά τήν ορθή ερμηνεία τής άρρηκτης σχέσεως όχι μόνο τής χειροτονίας πρός τήν αποστολική διαδοχή, αλλά και των {κρειττόνων χαρισμάτων} πρός τή χειροτονία των διαδόχων των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, γι' αυτό και η προτεσταντική Θεολογία αμφισβήτησε όχι μόνο τήν παύλεια προέλευση των αποστολικών αυτων επιστολών, αλλά και αυτή ακόμη τή χρονολόγησή τους στην αποστολική εποχή. Αντιθέτως, η εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής είδε πάντοτε στίς αποστολικές αυτές επιστολές τίς υποθήκες τού αποστόλου των εθνών πρός τούς συνεργούς και διαδόχους του στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, ενώ τό περιεχόμενο των σχετικών μέ τή χειροτονία μαρτυριών επιβεβαιώνει τήν αποστολική τους προέλευση. Πράγματι, η περιγραφή τού τρόπου εντάξεως των συνεργών των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής μέ τήν {επίθεσιν των χειρών} των αποστόλων (χειροτονία), μετά τήν αναγκαια δοκιμασία, είναι ο μόνος τρόπος μεταβιβάσεως εξουσιών από τούς αποστόλους σέ όσους επιλέγοντο νά υπηρετήσουν τό αποστολικό έργο όχι μόνο σέ τοπική (τοπικό ιερατείο), αλλά και σέ οικουμενική προοπτική (φορείς των κρειττόνων χαρισμάτων). Άλλωστε, η εξ αρχής επιφυλακτική στάση τού αποστόλου Παύλου έναντι τής παροδικής εκδηλώσεως των ελευθέρων χαρισμάτων των πιστων, όπως συνάγεται από τήν πρός Κορινθίους επιστολή του (Α΄ Κορ., 12), ήταν μία γενικότερη τάση κατά τήν αποστολική εποχή, γι' αυτό και ο μέν απόστολος των εθνών προτρέπει τούς πιστούς νά επιθυμούν {τά κρείττονα χαρίσματα} ({ζηλούτε δέ τά χαρίσματα τά κρείττονα}), η δέ Εκκλησία περιόρισε σταδιακά τήν ανεξέλεγκτη εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων των πιστων. Έτσι, ο όρος {χάρισμα} στό τέλος τής αποστολικής εποχής όχι μόνο χρησιμοποιείται σπανιότερα, αλλά και συνδέεται κατά κανόνα μέ τή χειροτονία.

3. Η αποστολική χειροτονία και η τάξη των προφητων

Υπό τό πνεύμα αυτό, οι μαρτυρίες των δύο επιστολών τού αποστόλου Παύλου πρός τόν συνεργό του Τιμόθεο αποκτούν ιδιαίτερη σπουδαιότητα γιά τή σχέση τής χειροτονίας πρός τήν αποστολική διαδοχή, όπως επίσης και γιά τόν τίτλο, τόν οποίο έφεραν οι διάδοχοι των αποστόλων. Και οι δύο μαρτυρίες συνδέουν τή χειροτονία μέ τό χάρισμα, αλλ' όμως στην πρώτη μαρτυρία ({μή αμέλει τού εν σοί χαρίσματος, ο εδόθη σοι διά προφητείας}, η δέ χειροτονία {μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου}, ενώ στή δευτέρα μαρτυρία ({αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν τό χάρισμα τού Θεού, ο εστιν εν σοί, διά τής επιθέσεως των χειρών μου}) τό μέν χάρισμα ήταν {χάρισμα τού Θεού}, η δέ χειροτονία σέ αυτό έγινε {διά τής επιθέσεως των χειρών} τού αποστόλου Παύλου και όχι {τού πρεσβυτερίου}. Είναι προφανές ότι {τό χάρισμα τού Θεού}, τό οποίο δόθηκε στόν Τιμόθεο {διά τής επιθέσεως των χειρών} τού αποστόλου Παύλου ή διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου}, δέν είναι βεβαίως τό χάρισμα τού βαπτίσματος, ούτε η παροδική έμπνευση των ελευθέρων χαρισμάτων αφ' ενός μέν γιατί δόθηκε κατά τή χειροτονία του από τόν απόστολο Παύλο μέ τή συμμετοχή και τού πρεσβυτερίου, αφ' ετέρου δέ γιατί ήταν πλέον μόνιμο κτήμα τού Τιμοθέου ({ο εστιν εν σοί}) και συνδεόταν μέ τήν εξαιρετική αυθεντία γιά τή διαφύλαξη ανόθευτης τής παρακαταθήκης τής πίστεως, η οποία ήταν ουσιαστικό στοιχείο τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής.

Εν τούτοις, είναι πολύ σημαντική η συσχέτιση στην πρώτη μαρτυρία τής δόσεως τού {χαρίσματος τού Θεού} στόν Τιμόθεο {διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου} (Α΄ Τιμ. 4, 13-14), γιατί η φράση {διά προφητείας} είναι δυσερμήνευτη, αφού είναι συστατικό στοιχείο τόσο τής δόσεως τού χαρίσματος, όσο και τής χειροτονίας τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο μέ τή συμμετοχή και τού {πρεσβυτερίου}. Οι προτεινόμενες ερμηνείες τής φράσεως {διά προφητείας} τείνουν συνήθως νά τήν αποσυνδέσουν από τή χειροτονία και νά τή συνδέσουν μέ τό ελεύθερο {χάρισμα τής προφητείας} (E. Schweizer, Church Order in N.T., London 1963), αλλά η όλη διατύπωση τής μαρτυρίας αποκλείει και τίς δύο επιλογές τής προτεσταντικής κυρίως βιβλικής θεολογίας. Αντιθέτως, αφού η χορήγηση τού χαρίσματος {διά προφητείας} συνδέεται άρρηκτα πρός τή χειροτονία ({μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου}). Ο όρος {προφητεία} χρησιμοποιείται από τόν απόστολο Παύλο και σέ άλλη συνάφεια γιά τήν αποστολή τού Τιμοθέου: {Ταύτην τήν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατά τάς προαγούσας επί σέ προφητείας, ίνα στρατεύη τήν καλήν στρατείαν} (Α΄ Τιμ. 1, 18). Και οι δύο αναφορές στόν όρο {προφητεία} συνδέονται προφανώς μέ τήν άμεση υπόδειξη ή επιλογή τού αγίου Πνεύματος γιά τήν αποτελεσματική άσκηση τού αποστολικού έργου. Έτσι, η φράση {διά προφητείας} στή χειροτονία τού Τιμοθέου σημαίνει ότι η χειροτονία έγινε {διά τής επιλογής ή τής ενεργείας τού αγίου Πνεύματος}, όπως και στή σχετική περίπτωση επιλογής από τό άγιο Πνεύμα τού Παύλου και τού Βαρνάβα γιά τήν πρώτη αποστολική περιοδεία στά έθνη (Πράξ. 13, 1-3).

Υπό τήν έννοια αυτή, η συγκεκριμένη φράση {διά προφητείας} στή συνάφεια τής χειροτονίας τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο ή τό πρεσβυτέριο ή και τούς δύο, μετά από υπόδειξη ή επιλογή τού αγίου Πνεύματος, δηλώνει ότι ο Τιμόθεος μέ τήν αποστολική χειροτονία εντάχθηκε μέ εξέχουσα και μόνιμη αυθεντία στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής. Η σύνδεση τής επιλογής τού Τιμοθέου {διά προφητείας} πρός τή χειροτονία ({μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου}) δέν εξουδετερώνει ή σχετικοποιεί τήν μαρτυρία γιά τή χειροτονία του από τόν απόστολο Παύλο. Άλλωστε, οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι εχειροτονούντο από τούς συνεργούς των αποστόλων (Τιμόθεο, Τίτο κ.ά.), δέν είχαν αυτόνομη ή αυτοδύναμη εξουσία νά χειροτονούν, αφού μία τέτοια εξουσία είναι τελείως άγνωστη τόσο στην καινοδιαθηκική γραμματεία, όσο και στή γραμματεία τής μεταποστολικής εποχής. Είναι προφανές ότι η χειροτονία τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο έγινε σέ ευχαριστιακή σύναξη τής τοπικής εκκλησίας τής Εφέσου, στην οποία συμμετείχαν ή παρίσταντο όχι μόνο συνεργοί τού αποστόλου των εθνών, αλλά και τό τοπικό ιερατείο, γι' αυτό και μέ τόν συνδυασμό των δύο σχετικών μαρτυριών, η συμμετοχή τού πρεσβυτερίου καθίσταται δευτερεύουσας σημασίας γιά τή μετάδοση τού χαρίσματος (R. Buttmann, Theology of the N.T., 2, 107). Η αποστολική λοιπόν χειροτονία {διά προφητείας} ενέτασσε τόν Τιμόθεο σέ υψηλότερη αυθεντία από εκείνη τού τοπικού ιερατείου, η οποία τόν κατέτασσε αμέσως μετά τούς αποστόλους και τού παρείχε τήν εξουσία νά χειροτονή τό τοπικό ιερατείο στά πλαίσια τής ασκήσεως τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής.

Η σημαντικότερη λοιπόν τάξη μετά τούς αποστόλους ήταν, κατά τήν αποστολική και τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή, η τάξη των προφητων (Πραξ. 13, 1-3. 15, 22, 32 Α΄ Κορ. 12, 28-31. Εφεσ., 2, 19-21. 3,5 4, 11-13 Διδαχή κ.λπ.). Ο E. Schweizer αναγνωρίζει ότι, {από τή μετακίνηση των Γαλιλαίων στά Ιεροσόλυμα μέχρι τή φυγή τους στην Πέλλα, η πορεία τής Εκκλησίας καθορίσθηκε κατ' ουσίαν από τίς υποδείξεις τού αγίου Πνεύματος διά μέσου των προφητων και των υπολοίπων μελών τής Εκκλησίας (Church Order in N.T., 50), αλλά, καιτοι δέχεται τή σχέση των συνεργών των αποστόλων πρός τή τάξη των προφητων, απορρίπτει τή χειροτονία τού Τιμοθέου, παρερμηνεύοντας τίς γνωστές μαρτυρίες των πρός Τιμόθεον επιστολών (Ενθ' αν., 181). Αντιθέτως, ο R. Buttmann (Theology of the N.T., 2, 161-162) όχι μόνο απέκλεισε κάθε δυνατότητα αποσυνδέσεως χαρίσματος και ιερωσύνης, αλλά και υποστήριξε ότι στην τάξη των προφητων υπήρχαν προφήτες, οι οποίοι είχαν λάβει αποστολική χειροτονία, γι' αυτό και υποστήριξε ότι {τότε πραγματοποιήθηκε τό αποφασιστικό βήμα. Εφεξής τό λειτούργημα (=των προφητων) εθεωρείτο καταστατικής σημασίας γιά τήν Εκκλησία. Η όλη Εκκλησία στηρίζεται πλέον στούς λειτουργούς, τό λειτούργημα των οποίων ανατρέχει μέ αδιάκοπη διαδοχή στούς αποστόλους} (Ενθ' ανωτ., 2, 107). Υπό τήν έννοια αυτή, η εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής θεωρούσε αυτονόητο τό γεγονός ότι οι συνεργοί των αποστόλων διαδέχθηκαν μέ αποστολική χειροτονία τούς αποστόλους στην αυθεντική συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής και, όπως συνάγεται από όλες τίς άμεσες ή έμμεσες μαρτυρίες τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, αποτελούσαν μία εξέχουσα αυθεντία γιά όλες τίς τοπικές εκκλησίες ως {αυτήκοοι} των αποστόλων.

Είναι όμως πολύ χαρακτηριστικό ότι από τό πλήθος των μαθητων και συνεργών των αποστόλων μόνον οι δοκιμώτεροι ελάμβαναν τήν αποστολική χειροτονία και πρωθούντο στην τάξη των διαδόχων των αποστόλων. Πράγματι, η μακρά δοκιμασία ήταν κατά τόν απόστολο Παύλο αναγκαια, γι' αυτό προέτρεπε και τόν Τιμόθεο νά μή χειροτονή {νεόφυτον, ίνα μή τυφλωθείς εις κρίμα εμπέση τού διαβόλου} (Α΄ Τιμ. 3, 6). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι και ο ίδιος ο απόστολος των εθνών απέφευγε τήν εσπευσμένη χειροτονία των συνεργών του και επέμενε στή μακρά δοκιμασία, γι' αυτό και μόνο λόγοι από τόν κύκλο των μαθητων του είχαν λάβει τήν εξουσία νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο (Τιμόθεος, Τίτος, Σίλας, Τυχικός, Λουκάς, Μάρκος, Αρτεμάς, Κρήσκης κ.ά.). Υπό τήν έννοια αυτή πρέπει νά ερμηνευθή η καθυστέρηση τής χειροτονίας τού εξέχοντος μαθητού του Απολλώ και τού νομικού Ζηνά, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τόν απόστολο Παύλο στή Νικόπολη γιά νά λάβουν τήν αποστολική χειροτονία: {Όταν πέμψω Αρτεμάν πρός σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν πρός με εις Νικόπολιν, εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνάν τόν Νομικόν και Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπη. Μανθανέτωσαν δέ και οι ημέτεροι καλών έργων προίστασθαι εις τάς αναγκαιας χρείας, ίνα μή ώσιν άκαρποι} (Τίτ., 3, 12-14). Από τή μαρτυρία αυτή συνάγονται, κατά τήν προσωπική μας ερμηνευτική προσέγγιση τού κειμένου, ως εύλογα συμπεράσματα αφ' ενός μέν ότι οι αντικαταστάτες τού Τίτου στην Κρήτη Αρτεμάς και Τυχικός είχαν λάβει τήν αποστολική χειροτονία και μπορούσαν, όπως ο Τίτος, νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο, αφ' ετέρου δέ ότι ο Ζηνάς και ο Απολλώς δέν είχαν λάβει τήν αποστολική χειροτονία μέχρι τά τελευταία έτη τής αποστολικής δράσεως τού Παύλου. Πράγματι, κατά τή γνώμη μας, αυτό υποδηλώνουν οι δύο χαρακτηριστικές προτάσεις τού κειμένου ({ίνα μηδέν αυτοίς λείπη} - {ίνα μή ώσιν άκαρποι}) γιά τήν αιτιολόγηση τής σπουδής τού αποστόλου των εθνών ({σπουδαίως πρόπεμψον}), παρά τίς προτεινόμενες από τούς βιβλικούς διάφορες ασαφείς ή και αβάσιμες ερμηνείες τού συγκεκριμένου κειμένου.

4. Η τάξη των προφητων και η αποστολική διαδοχή

Είναι όμως εύλογο τό ερώτημα: Οι λαμβάνοντες τήν αποστολική χειροτονία μαθητές και συνεργοί των αποστόλων γιά τήν ένταξή τους στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής ποίο τίτλο έφεραν; Σέ ειδική μελέτη μας (Τό πολίτευμα τής Εκκλησίας και η τάξις των προφητων, 1984) υποστηρίξαμε, μέ πολλά επιχειρήματα από τή γραμματεία της πρώιμης μεταποστολικής εποχής, ότι οι χειροτονούμενοι συνεργοί των αποστόλων ενετάσσοντο στην τάξη των προφητων και έφεραν τόν τίτλο τού προφήτου μέχρι τό τέλος τής αποστολικής εποχής (70 μ.Χ.), ενώ μετά τόν θάνατο των αποστόλων χρησιμοποιούσαν και τόν τίτλο τού αποστόλου, όπως συνάγεται από τήν εναλλαγή των δύο τίτλων (προφήτης-απόστολος) γιά τά ίδια πρόσωπα στή Διδαχή (μεταξύ των ετων 70 και 90 μ.Χ.). Πράγματι, ο τίτλος {προφήτης} στην παύλεια γραμματεία, όταν συνδέεται μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, δηλώνει ηγετικά πρόσωπα τόσο στην τοπική, όσο και στην οικουμενική προοπτική, όπως συνάγεται από τή σημαντική μαρτυρία των Πράξεων γιά τήν τάξη των Προφητων τής εκκλησίας τής Αντιοχείας, οι οποίοι, κατ' εντολήν τού αγίου Πνεύματος επέλεξαν τούς Βαρνάβα και Παύλο γιά τήν πρώτη αποστολική περιοδεία στά έθνη: {Ήσαν δέ τινες εν Αντιοχεία κατά τήν ούσαν εκκλησίαν, προφήται και διδάσκαλοι, ότε Βαρνάβας και Συμεών, ο επικαλούμενος Νίγερ, και Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου τού τετράρχου σύντροφος και Σαύλος. Λειτουργούντων δέ αυτων τώ Κυρίω (=σέ ευχαριστιακή σύναξη) και νηστευόντων είπε τό Πνεύμα τό άγιον: αφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν και τόν Σαύλον εις τό έργον ο προσκέκλημαι αυτούς. Τότε νηστεύσαντες και προσευξάμενου και επιθέντες αυτοίς τάς χείρας απέλυσαν...} (Πράξ. 13, 1-3).

Η εντυπωσιακή επιτυχία τής πρώτης αποστολικής περιοδείας τού αποστόλου Παύλου στά έθνη (47-48 μ.Χ.) ενέπνευσε τίς αποφάσεις τής Αποστολικής συνόδου (49 μ.Χ.), οι οποίες ενέκριναν τίς προτάσεις τού αποστόλου Παύλου και των Προφητων τής Αντιοχείας γιά τήν οικουμενική προοπτική τού Ευαγγελίου. Οι αποφάσεις τής συνόδου επιδόθηκαν στούς Παύλο και Βαρνάβα, αλλά παραλλήλως επιλέχθηκαν και δύο εξέχοντα μέλη τής τάξεως των προφητων τής εκκλησίας Ιεροσολύμων γιά τήν αποστολή των αποφάσεων στην όλη Εκκλησία τής Αντιοχείας. {Τότε έδοξε τοίς αποστόλοις και τοίς πρεσβυτέροις σύν όλη τή εκκλησία, εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτων, πέμψαι εις Αντιόχειαν, σύν τώ Παύλω και Βαρνάβα, Ιούδαν τόν επικαλούμενον Βαρσαβάν και Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοίς αδελφοίς... Οι μέν ουν απολυθέντες ήλθον εις Αντιόχειαν και, συναγαγόντες τό πλήθος, επέδωκαν τήν επιστολήν, αναγνόντες δέ εχάρησαν επί τή παρακλήσει. Ιούδας τε και Σίλας, και αυτοί προφήται όντες, διά λόγου πολλού παρεκάλεσαν τούς αδελφούς και επεστήριξαν. Ποιήσαντες δέ χρόνον απελύθησαν μετ' ειρήνης από των αδελφών πρός τούς αποστόλους...} (Πράξ. 15, 22, 30-32). Επομένως, η τάξη των προφητων ήταν ήδη κατά τήν πρώιμη αποστολική εποχή τόσο στά Ιεροσόλυμα, όσο και στην Αντιόχεια μία εξέχουσα τάξη, η οποία συμμετείχε κατ' εντολήν των αποστόλων στό ευρύτερο αποστολικό έργο και είχε τήν αυθεντία, όπως ο Ιούδας και ο Σίλας, νά ανακοινώνουν στίς τοπικές εκκλησίες τίς αποστολικές αποφάσεις ή και νά τίς υποστηρίξουν μέ τή διδασκαλία τους. Έτσι εξηγείται και η ιεραρχημένη κατάταξη των προφητων από τόν απόστολο Παύλο (Α΄ Κορ. 12, 28-31 Εφ., 4, 10-12) αμέσως μετά τούς αποστόλους.

Πράγματι, ο τίτλος τού {προφήτη}, όπως και η τάξη των προφητων, είχε καθιερωθή στην αποστολική εποχή και συνδεόταν μέ τούς εξέχοντες συνεργούς των αποστόλων στό αποστολικό έργο, γι' αυτό και, μετά από μακρά δοκιμασία, ελάμβαναν μέ αποστολική χειροτονία τήν αυθεντία νά ασκούν και αυτοτελώς αποστολικό έργο. Ωστόσο, ο τίτλος {προφήτης}, καιτοι προέρχεται από τόν παλαιοδιαθηκικό τίτλο, διαφοροποιείται πλήρως στην καινοδιαθηκική γραμματεία, ιδιαίτερα δέ στίς επιστολές τού αποστόλου Παύλου, τόσο ως πρός τήν έννοια, όσο και ως πρός τό περιεχόμενο. Πράγματι, στην Καινή Διαθήκη ο τίτλος καθιερώθηκε γιά τή σαφή διάκριση τής τάξεως των προφητων από τήν τάξη των αποστόλων όχι μόνο κατά τήν αυθεντία, αλλά και κατά τόν τρόπο εντάξεώς τους στό αποστολικό έργο. Έτσι, οι μέν απόστολοι αντλούσαν τό εξαιρετικό τους κύρος στην Εκκλησία από τήν προσωπική τους εκλογή και τήν άμεση εντολή πρός αυτούς από τόν Ιησού Χριστό, ενώ οι προφήτες όφειλαν τήν εξέχουσα θέση τους στην προσωπική τους επιλογή από τούς αποστόλους καθ' υπόδειξη τού αγίου Πνεύματος. Η διάκριση αυτή ήταν πολύ σημαντική κατά τήν αποστολική εποχή, όπως φαίνεται και από τήν αποδιδόμενη έμφαση στίς περιγραφές τής κλήσεως τού αποστόλου Παύλου μέ τό όραμα τής Δαμασκού (Πράξ. 9, 1-30. Α΄ Κορ. 9, 1-7. 15,8-11. Α΄ Τιμ. 1, 12-17 κ.λπ.). Έτσι, μόνον οι απόστολοι είχαν λάβει άμεση εντολή και προσωπική αυθεντία αμέσως από τόν Ιησού Χριστό γιά τό έργο τού ευαγγελισμού τής οικουμένης, ενώ οι προφήτες ελάμβαναν τήνεντολή αυτή από τό άγιο Πνεύμα κατά τήν αποστολική χειροτονία και τήν ασκούσαν κατ' αναφοράν πρός τούς αποστόλους, τουλάχιστον μέχρι τόν θάνατο των αποστόλων. Η διάκριση δηλαδή τού τίτλου των αποστόλων από τόν τίτλο των προφητων αναφερόταν κυρίως στην εκλογή των μέν πρώτων από τόν ίδιο τόν Ιησού Χριστό, των δέ προφητων από τό άγιο Πνεύμα και τήν αποστολική χειροτονία γιά τό ίδιο αποστολικό έργο, αλλά από διαφορετικό επίπεδο αυθεντίας.

Είναι λοιπόν ευνόητον ότι οι μαθηταί και συνεργοί των αποστόλων, οι οποίοι εντάχθηκαν {διά προφητείας} τού αγίου Πνεύματος και τής αποστολικής χειροτονίας στην εξέχουσα τάξη των προφητων, ανέλαβαν μετά τόν θάνατο των αποστόλων τήν αυτοτελή ευθύνη τής συνεχίσεως τού αποστολικού έργου, γι' αυτό και δέν θεωρούσαν αυθαίρετη ή καταχρηστική τήν εναλλαγή των τίτλων {απόστολος} και {προφήτης}, όπως συνάγεται από τήν εναλλακτική χρήση των δύο τίτλων γιά τά ίδια πρόσωπα στή Διδαχή. Βεβαίως, τό προνόμιο αυτό απέκτησαν κυρίως διά τής αποστολικής χειροτονίας, η οποία τούς καθιστούσε διαδόχους των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής. Υπό τό πνεύμα αυτό πρέπει νά κατανοηθή και η παραγγελία τού αποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο νά τηρήση {τήν εντολήν άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι τής επιφανείας τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού} (Α' Τιμ., 6, 14), η οποία ίσχυε γιά όλους τούς χειροτονημένους συνεργούς του. Ωστόσο, η χειροτονία των μαθητων των αποστόλων στην τάξη των προφητων δέν αναφερόταν σέ κάποια συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, αφού ως διάδοχοι και συνεχιστές τού έργου των αποστόλων όφειλαν νά ακολουθήσουν τό υπόδειγμα ή και τίς εντολές τους. Πράγματι, όπως ο Τιμόθεος, καιτοι άσκησε αποστολικό έργο σέ πολλές περιοχές, κατά τήν εντολή τού αποστόλου Παύλου, εν τούτοις δέν συνδέθηκε μόνιμα μέ μία συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, έτσι και οι λοιποί συνεργοί των αποστόλων άσκησαν τό αποστολικό τους έργο σέ ευρύτερες περιφέρειες, οι οποίες προφανώς τούς είχαν υποδειχθεί από τούς αποστόλους. Ενώ λοιπόν ήσαν καθολικοί διάδοχοι των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, εν τούτοις συνέδεσαν τό αποστολικό τους έργο μέ συγκεκριμένη περιφέρεια, όπως συνάφεια από τίς σχετικές μαρτυρίες και τήν εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής.

5. Αποστολική διαδοχή και τοπική εκκλησία

Στά πλαίσια αυτά κατανοείται τό γεγονός ότι οι {προφήτες} τής Διδαχής ασκούσαν τό αποστολικό τους έργο ως περιοδευτές σέ μία ευρύτερη περιφέρεια, η οποία τούς είχε προφανώς υποδειχθεί από τούς αποστόλους ή συγκέντρωνε γιά διάφορους λόγους τό προσωπικό τους ενδιαφέρον. Μπορούσαν όμως νά εγκατασταθούν και σέ μία τοπική Εκκλησία, η οποία λειτουργούσε πλέον ως κέντρο τού αποστολικού τους έργου στην ευρύτερη περιφέρεια είτε λόγω γήρατος ή και γιά λόγους υγείας. Βεβαίως, και στίς δύο περιπτώσεις ήταν προφανής η υπερέχουσα αυθεντία τους έναντι τού τοπικού ιερατείου (επισκόπων και διακόνων), όσο και η εξέχουσα θέση τους στή ζωή τής Εκκλησίας, αφού ως περιοδευτές μπορούσαν νά τελούν τή θεία Ευχαριστία σέ όποια τοπική εκκλησία επισκέπτοντο (Διδαχή, 10, 7: {τοίς δέ προφήτης επιτρέπετε ευχαριστείν όσα θέλουσιν}) ενώ, αν εγκαθίσταντο σέ κάποια από αυτές, καθίσταντο {οι αρχιερείς} αυτής ({αυτοί γάρ εισίν οι αρχιερείς υμών}) και είχαν τό δικαιωμα νά λαμβάνουν τή {δεκάτη} των αγαθών γιά τή συντήρησή τους ({πάς προφήτης αληθινός, θέλων καθήσθαι πρός υμάς, άξιός εστι τής τροφής αυτού... Πάσαν ουν απαρχήν... τοίς προφήταις, αυτού γάρ εισιν οι αρχιερείς υμών, εάν δέ μή έχητε προφήτην, δότε τοίς πτωχοίς...}). Είναι λοιπόν ευνόητο ότι η εγκατάσταση ενός {προφήτη} σέ κάποια από τίς τοπικές εκκλησίες τής αποστολικής του ευθύνης συνέδεε τήν αποστολική αυθεντία των {προφητων} μέ μία συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, στην οποία υπήρχε ήδη ένα τοπικό ιερατείο (επίσκοποι και διάκονοι), γι' αυτό και η μόνιμη εγκατάσταση των προφητων σέ τοπικές εκκλησίες μπορούσε νά προκαλέση ποικίλες αντιδράσεις.

Πράγματι, οι αντιδράσεις όπως συνάγεται από τή Διδαχή, μπορούσαν νά στρέφονται εναντίον τής μόνιμης εγκαταστάσεως τού προφήτη στην τοπική εκκλησία ή και εναντίον τού τοπικού ιερατείου γιά τήν αμφισβήτηση τής αναγκαιότητάς του μετά τήν εγκατάσταση τού προφήτη. Υπό τήν έννοια αυτή, ο συντάκτης τής Διδαχής προτρέπει μέ μεγάλη έμφαση τίς τοπικές εκκλησίες όχι μόνο νά δεχθούν μέ ιδιαίτερες τιμές τήν εγκατάσταση σέ αυτές κάποιου προφήτη, αλλά και νά μήν υποτιμήσουν τό τοπικό ιερατείο λόγω τής υπερέχουσας αυθεντίας τού προφήτη: {Χειροτονήσατε ουν ευατοίς επισκόπους και διακόνους αξίους τού Κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους. Υμών γάρ λειτουργούσι και αυτοί τήν λειτουργίαν των προφητων και δυδασκάλων. Μή ουν υπερίδητε αυτούς, αυτοί γάρ εισίν οι τετιμημένοι υμών μετά των προφητων και διδασκάλων...} (Διδαχή, 15, 1-2). Είναι προφανές ότι ο συντάκτης τής Διδαχής είχε προσωπική γνώση των συνήθων παρενεργειών στην τοπική εκκλησία από τήν εγκατάσταση σέ αυτή ενός προφήτη, αφού η εξέχουσα αυθεντία του θά υποβάθμιζε τόν ρόλο τού τοπικού ιερατείου, γι' αυτό επιμένει μέ έμφαση στην παραπληρωματική σχέση τής {λειτουργίας} τού τοπικού ιερατείου πρός τή {λειτουργία} των προφητων. Υπό τήν έννοια αυτή, οι ειδήσεις τής Διδαχής αποτελούν συστηματική ανάπτυξη των αποσπασματικών μαρτυριών των παυλείων επιστολών γιά τήν ειδικότερη σχέση των προφητων {πρός τήν αποστολική διαδοχή και επιβεβαιώνονται από τίς σχετικές μαρτυρίες τής περίφημης επιστολής τού Κλήμη Ρώμης πρός τήν εκκλησίαν τής Κορίνθου (95 μ.Χ.).

Η μόνιμη λοιπόν εγκατάσταση προφήτη σέ κάποια τοπική εκκλησία δέν ήταν αδιάφορη γιά τό τοπικό ιερατείο, τό οποίο εκαλείτο νά αναδιαρθρώση σέ νέες πλέον βάσεις τήν παρουσία και τήν λειτουργία του στην τοπική εκκλησία. Η κατηγορηματική δήλωση τού συντάκτη τής Διδαχής ότι οι προφήτες {εισίν οι αρχιερείς υμών} προσλαμβάνει κατά τήν εφαρμογή της στην τοπική εκκλησία καθοριστική σημασία γιά τήν ταυτότητα και γιά τή δομή τού τοπικού ιερατείου. Η {σύγκρασις} τής υπερέχουσας και υπερτοπικής αυθεντίας τού χειροτονημένου περιοδευτή προφήτη μέ τό τοπικό ιερατείο ήταν δυνατή μόνο μέ τήν ιεράρχηση τής συμμετοχής τους στην αποστολική λειτουργία τής {επισκοπής} σέ κάθε τοπική εκκλησία.

Η μόνιμη σύνδεση τού προφήτη πρός κάποια τοπική εκκλησία συνεπαγόταν βεβαίως και τήν άσκηση από αυτόν τής εποπτείας επί τού καθ' όλου λατρευτικού και πνευματικού της βίου, εφ' όσον αυτός ήταν πλέον {ο αρχιερεύς} τής τοπικής εκκλησίας, αυτός ασκούσε δηλαδή τό έργο τής επισκοπής. Βεβαίως, η προσαρμογή δέν ήταν αναγκαια αμέσως γιά όλες τίς άλλες τοπικές εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης τού προφήτη, αφού εκείνος μπορούσε νά μεριμνά από μακράν γι' αυτές. Οπωσδήποτε όμως ανέκυψε πρόβλημα, όταν ο προφήτης χειροτόνησε διαδόχους τής αποστολικής του αυθεντίας στίς κατά τόπους εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης του. Οι χειροτονούμενοι από τούς προφήτες στίς κατά τόπους εκκλησίες κατείχαν πλέον σέ αυτές τήν αυθεντία των προφητων και ασκούσαν τό έργο τής {επισκοπής}. Οι σοβαρές αυτές ανακατατάξεις γιά τή μετάβαση από τήν οικουμενική αυθεντία τής αποστολικής εξουσίας στην τοπική έκφρασή της διέρχονται σαφώς από τή μεταβατική υπερτοπική άσκηση τής αποστολικής αυθεντίας από τούς μαθητές και συνεργάτες των αποστόλων, τούς προφήτες.

Υπό τήν έννοια αυτή, η κρίση τής εκκλησίας τής Κορίνθου κατέστησε αναγκαια τήν υπεράσπιση τής μονιμότητος όλων των λειτουργημάτων, τά οποία καθιερώθηκαν από τούς αποστόλους. Έτσι, η πρώτη μαρτυρία γιά τήν αποστολική διαδοχή προέρχεται από τόν συνεργό τού αποστόλου Παύλου Κλήμη Ρώμης, ο οποίος στην περίφημη επιστολή του πρός τήν εκκλησία τής Κορίνθου (95 μ.Χ.), παρουσιάζει μέ εντυπωσιακή πληρότητα τόσο τήν ανάπτυξη των λειτουργημάτων, όσο και τόν τρόπο τής διαδοχής των αποστόλων. Είναι ευνόητο ότι η μαρτυρία αυτή, αν ερμηνευθή ορθώς, αποδίδει σαφώς και κατά τρόπο αυθεντικό τό πνεύμα τού αποστόλου Παύλου και των άλλων αποστόλων γιά τή συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής στή ζωή τής Εκκλησίας: {Οι απόστολοι ημίν ευαγγελίσθησαν από τού Κυρίου Ιησού Χριστού, Ιησούς Χριστός από τού Θεού εξεπέμφθη. Ο Χριστός ουν από τού Θεού και οι απόστολοι από τού Χριστού. Εγένετο ουν αμφότερα ευτάκτως εκ θελήματος Θεού. Παραγγελίας ουν λαβόντες και πληροφορηθέντες διά τής αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και πιστωθέντες εν τώ λόγω τού Θεού μετά πληροφορίας Πνεύματος αγίου, εξήλθον ευαγγελιζόμενοι τήν Βασιλείαν τού Θεού μέλλειν έρχεσθαι. Κατά χώρας ουν και πόλεις κηρύσσοντες και τούς υπακούοντας τή βουλήσει τού Θεού βαπτίζοντες, καθίστανον τάς απαρχάς αυτων, δοκιμάσαντες τώ Πνεύματι, εις επισκόπους και διακόνους των μελλόντων πιστεύειν... Και οι απόστολοι ημών έγνωσαν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι έρις έσται επί τού ονόματος τής επισκοπής. Διά ταύτην ουν τήν αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τούς προειρημένους. Και μεταξύ επινομήν έδωκαν, όπως εάν κοιμηθώσι, διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες τήν λειτουργίαν αυτων. Τούς ουν κατασταθέντας υπ' εκείνων, ή μεταξύ υφ' ετέρων ελλογίμων ανδρών, συνευδοκησάσης τής εκκλησίας πάσης, και λειτουργησάντων αμπέμπτως τώ ποιμνίω τού Χριστού μετά ταπεινοφροσύνης, ησύχως και αβαναύσως, μεμαρτυρημένους τε πολλοίς χρόνους υπό πάντων, τούτους ου δικαιως νομίζομεν αποβάλλεσθαι τής λειτουργίας. Αμαρτία γάρ ου μικρά ημίν έσται, εάν τούς αμέμπτους και οσίως προσενεγκόντας τά δώρα τής επισκοπής αποβάλλωμεν...} (Α΄ Κλήμεντος, 42-44).

Είναι προφανές ότι ο μαθητής και συνεργός τού αποστόλου Παύλου αναφέρεται αφ' ενός μέν στην οργάνωση των τοπικών εκκλησιών κατά τήν αποστολική εποχή μέ τήν παύλεια ορολογία (επίσκοποι-διάκονοι), αφ' ετέρου δέ στή διαδοχή των αποστόλων από {δεδοκιμασμένους} και {ελλογίμους άνδρας}, οι οποίοι, όπως και οι απόστολοι, είχαν τήν εξουσία νά χειροτονούν ({καθιστάνειν}) τό τοπικό ιερατείο (επισκόπους-διακόνους) κατά τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή (70-95 μ.Χ.). Πράγματι, κατά τόν Κλήμη Ρώμης, κοινό χαρακτηριστικό των αποστόλων και των διαδόχων τους ήταν η εξουσία νά επιλέγουν και νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο, όπως επίσης και τούς διαδόχους τής αυθεντίας τους στην {αποστολική λειτουργία τής επισκοπής}. Αντιθέτως, τό τοπικό ιερατείο (επίσκοποι-διάκονοι), καιτοι μετείχε στην {αποστολική λειτουργία τής επισκοπής} μετά τή χειροτονία από τούς αποστόλους ή τούς διαδόχους τους, εν τούτοις δέν είχε λάβει τήν εξουσία νά χειροτονή. Υπό τήν έννοια αυτή, η ορθή ερμηνεία τής κρίσιμης φράσεως γιά τό ζήτημα τής σχέσεως χειροτονίας και αποστολικής διαδοχής καθιστά αναγκαια τή μετατροπή τού πλαγίου σέ ευθύ λόγο, ήτοι: {Και οι απόστολοι ημών έγνωσαν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι έρις έσται επί τού ονόματος τής επισκοπής. Διά ταύτην ουν τήν αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τούς προειρημένους (επισκόπους-διακόνους). Και μεταξύ επινομήν έδωκαν (=οι απόστολοι) όπως εάν κοιμηθώσι (=οι απόστολοι) διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες (=μαθητού των αποστόλων), τήν λειτουργίαν αυτων (=των αποστόλων). Τούς ουν κατασταθέντας (=επισκόπους-διακόνους) υπ<146> εκείνων (=αποστόλων) ή μεταξύ υφ' ετέρων ελλογίμων ανδρών (=χειροτονημένων προφητων), συνευδοκησάσης τής εκκλησίας πάσης,... τούτους ου δικαιως νομίζομεν αποβάλλεσθαι τής λειτουργίας. Αμαρτία γάρ ου μικρά ημίν έσται, εάν τούς αμέμπτους και οσίως προσενεγκόντας τά δώρα τής επισκοπής αποβάλωμεν} (εκτενή και λεπτομερή θεμελίωση τής ανωτέρω ερμηνείας βλέπε: Β.Ι. Φειδά, τό πολίτευμα τής Εκκλησίας και η τάξις των προφητων, Αθήναι 1984 σελ. τού ιδίου, Εκκλ. Ιστορία, τ.Α΄, Αθήναι 1989, 80 κεξ.).

Συνεπώς, οι μαρτυρίες των επιστολών τού αποστόλου Παύλου γιά τήν τάξη των προφητων και τή χειροτονία των συνεργών του στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής επιβεβαιώνονται από τήν κοινή εκκλησιαστική συνείδηση τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.), όπως αυτή εκφράζεται μέ κατηγορηματικό τρόπο στην εξέχουσα αυθεντία τόσο των εχόντων αποστολική χειροτονία προφητων τής Διδαχής, οι οποίοι ήσαν {οι αρχιερείς} γιά τίς τοπικές εκκλησίες μιάς ευρύτερης περιφέρειας μέχρι τήν εγκατάστασή τους σέ μία από αυτές, όσο και των {δεδοκιμασμένων} ή {ελλογίμων} τής Α΄ Κλήμεντος, οι οποίοι διαδέχθηκαν τούς αποστόλους στό αποστολικό έργο και είχαν λάβει μέ αποστολική χειροτονία τήν εξέχουσα αυθεντία νά χειροτονούν, όπως οι απόστολοι, τό τοπικό ιερατείο (=επισκόπους και διακόνους). Η συνέχεια λοιπόν τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής από τό τέλος τής αποστολικής εποχής μέχρι τό τέλος τού πρώτου αιώνα, ήτοι κατά τή σκοτεινή περίοδο τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, θά μπορούσε νά καθορισθή περίπου ως εξής:

α) Κατά τήν αποστολική περίοδο οι απόστολοι υπήρξαν οι καθολικοί επίσκοποι τής Εκκλησίας, στίς δέ κατά τόπους ιδρυόμενες εκκλησίες εγκαθιδρύετο ένα μόνιμο τοπικό ιερατείο (επίσκοποι ή πρεσβύτεροι - διάκονοι), τό οποίο τελούσε πάντοτε υπό τήν εποπτεία των αποστόλων.

β) Παράλληλα πρός τήν τάξη των αποστόλων αναπτύχθηκε ήδη κατά τήν αποστολική εποχή η τάξη των προφητων, η οποία στελεχώθηκε από τούς δοκιμότερους μαθητές και συνεργάτες των αποστόλων, άσκησε δέ αποστολικό έργο κατά μέν τήν αποστολική εποχή υπό τήν άμεση εποπτεία των αποστόλων, μετά δέ τόν θάνατο των αποστόλων αυτόνομη αποστολική εξουσία σέ μείζονα ή ελάσσονα διοικητική ή γεωγραφική περιφέρεια, οπωσδήποτε όμως σέ περισσότερες από μία τοπικές εκκλησίες.

γ) Η εγκατάσταση των προφητων σέ κάποια τοπική εκκλησία και η χειροτονία από αυτούς των διαδόχων τής αυθεντίας τους στίς άλλες τοπικές εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης τους οδήγησε περί τό τέλος τού πρώτου αιώνα στην ολοκλήρωση τής διαμορφώσεως τού μονίμου ιερατείου κάθε τοπικής εκκλησίας, όπως επίσης και στην τάση καθιερώσεως τού όρου {επίσκοπος} γιά μόνους τούς διαδόχους της αυθεντίας των προφητών.

δ) Η κατ' αποστολική διαδοχή μετάβαση από τήν οικουμενική αυθεντία των αποστόλων, διά τής υπερτοπικής εξουσίας των προφητων, στην τοπική λειτουργία των επισκόπων κατανοείται ως φυσική μεταβίβαση εξουσιών στή συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής, προκάλεσε δέ ποικίλα προβλήματα μέχρι τήν τελική σύνδεση των κατά διαδοχή φορέων τής αποστολικής εξουσίας μέ τό μόνιμο τοπικό ιερατείο και μέ τή θεία ευχαριστία τής τοπικής εκκλησίας.

Πως θα προφυλαχθούμε από την αμαρτία

;Πως θα προφυλαχθούμε από την αμαρτία

Γέρων ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Αιγίνης

            « Να  προσέχετε τους λογισμούς. Να εναντιώνεσθε εις αυτούς. Δεν αφήνουν εύκολα τον άνθρωπο. Συνέχεια έρχονται και τον πολεμούν. Εσείς να προσπαθείτε να τους διώχνετε. Έρχεται ένας πονηρός λογισμός και σας λέει να κάνετε κάτι. Εσείς να λέτε, «όχι, δεν θα το κάνω». Επιμένει αυτός, θα επιμείνετε και εσείς. Να φροντίζετε να έχετε δύναμη δια να τον διώξετε. Αν δεν κάνετε αυτό που σας είπε ο λογισμός, δεν είναι αμαρτία.. Αμαρτία είναι η πράξη, όχι η προσβολή του λογισμού.
            Χρειάζεται προσοχή όμως, διότι πολλές φορές οι λογισμοί προκαλούνται από μας τους ίδιους, από τα πάθη μας .Τις περισσότερες φορές αν δεν δώσεις αιτία, δεν έρχεται ο λογισμός μόνος του. Π.χ. αν κοιτάξεις πονηρά ή έστω με περιέργεια κάτι, αυτό που είδες θα έλθει το βράδυ και κυρίως κατά την ώρα της προσευχής, δια να σε βασανίζει.
            Εφ’όσον δεν φροντίζουμε ν’ αποφεύγουμε τις αιτίες δεν μπορεί, θα έλθει ο πόλεμος. Και τότε όμως δεν πρέπει να ολιγωρήσουμε αλλά να πολεμήσουμε. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βέβαια ο πόλεμος θα είναι πιο σκληρός. Θα χρειασθεί εντονότερος αγώνας δια να νικήσουμε τους λογισμούς. Δι’ αυτό είναι καλύτερα ν’ αποφεύγουμε τις αιτίες των παθών. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Έτσι και δεν προσέξετε ή αφήσετε τους λογισμούς να ριζώσουν, θα σας κάνει κουρέλι ο πειρασμός. Να καταφεύγετε αμέσως στην προσευχή. Η προσευχή είναι το μεγαλύτερο όπλο. Να κάνετε το σημείο του σταυρού και να λέτε: « Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς» ή « Σταυρέ του Χριστού, σώσον ημάς τη δυνάμει Σου». Αν επικαλεσθείτε τον Θεό και την παναγία και προσεύχεσθε με ταπείνωση, σύντομα θα απαλλαγείτε από τους κακούς λογισμούς. Δεν πρέπει όμως να εφησυχάζετε. Να προσέχετε συνέχεια, ν’ ασφαλίζετε τον εαυτό σας, δια ν’ αποφεύγετε αυτόν τον πόλεμο των λογισμών. Αν ο νους σας είναι διαρκώς στα πνευματικά, αν σε ό, τι βλέπετε και ακούτε, αποδίδετε πνευματικό νόημα, τότε ο εχθρός δεν θα βρει είσοδο δια να εισέλθει και θ’ αναχωρήσει».

(ΣΥΓΧΡΟΝΟ  ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ )

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...