Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 28, 2012

Κυριακή τών Μυροφόρων Ερμηνεία κατηχητικού λόγου Χρυσοστόμου π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος

Για πολλά χρόνια είχα την επιθυμία να εξηγήσουμε λίγο τον Κατηχητικό λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τον οποίο ακούμε την Κυριακή, το βράδυ του Πάσχα. Τι ερμηνεία μας δίνουν οι Πατέρες σ’ αυτόν τον περίφημο λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. 
Θα λέμε μία - μία την πρότασιν και θα δίδομε και την ερμηνείαν. 
Καλόν είχαμε αλλ’ αυτήν την περίοδο που βάζει η Εκκλησία μας αυτόν διαβάζαμε έτσι γιατί μας χαρίζει πολύ την παρηγοριά και την ελπίδα. Αλλά και την δύναμη όμως να κάνουμε τους πνευματικούς μας αγώνες. Να αντιληφθούμε τις αρρώστιες μας και τις ασθένειές μας τις πνευματικές και να μπορούμε να διορθωθούμε μέσα από την μετάνοια και την εν Χριστώ ζωή. 

Εἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως. 
Όποιος είναι ευσεβής και αγαπά τον Θεόν εξ όλης ψυχής καρδίας, ισχύος και διανοίας, διότι έτσι εννοείται η αγάπη, ας απολαύσει την ωραία και λαμπρή αυτή εορτή του Πάσχα. 

Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου. 
Που σημαίνει όποιος δούλος, όποιος χριστιανός και μάλιστα αυτός που έχει συναίσθηση, της αμαρτωλότητός του, έχει αγαθές διαθέσεις, ας εισέλθει γεμάτος από χαρά στην ευφροσύνη του Θεϊκού Δείπνου που χαρίζει ο Αναστάς Κύριός του. 

Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον. 
Όποιος κατεπονήθει από τη νηστεία, και καλώς έπραξε, ας απολαύσει τώρα την αμοιβή του, που δεν είναι άλλη, από το παρατιθέμενο ουράνιο αυτό Δείπνο, το μυστικό της Θείας και Ιεράς Κοινωνίας. 

Και τώρα τα παρήγορα σημεία για όλους μας που είμεθα τόσο αμαρτωλοί και πρώτος εγώ. Δεν ταπεινολογούμε, την αλήθεια λέω. 

Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα. 
Πρώτη ώρα είναι η έκτη πρωινή κατά την Βυζαντινήν ώρα. Όποιος λοιπόν από την έκτη πρωινή ώρα, δηλαδή από την αρχή της ζωής του, υπηρέτησε τον Κύριο, τον Χριστό, ως πιστός δούλος Του, ας δεχτεί σήμερα, την αμοιβή, την ουράνια αμοιβή που δικαίως του ανήκει.

Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἧλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω. 
Όποιος προσήλθε στην πίστη, στη μετάνοια, μετά την ενάτην πρωινήν ώραν, δηλαδή κατά την νεανικήν του ηλικία, ας συμμετάσχει και αυτός με προθυμία στην κοσμοσωτήρια αυτή εορτή της Αναστάσεως. 

Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω• καί γάρ οὐδέν ζημιοῦται. 
Όποιος προσήλθε στην πίστη μετά την δωδεκάτην μεσημβρινήν ώραν, δηλαδή στην ώριμο ηλικία πλέον, στα σαράντα και στα πενήντα του, ας μην έχει καμιά αμφιβολία. Θα τον δεχτεί ο Χριστός. Και δεχόμενος και αποδεχόμενος από τον Χριστόν, δεν πρόκειται να υποστεί τιμωρία. Αντιθέτως μάλιστα θα αμειφθεί. 

Εἰ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω μηδέν ἐνδοιάζων. 
Όποιος καθυστέρησε και προσήλθε στην πίστιν, λέει, κατά την τρίτην αογευματινήν ώραν, δηλαδή στα γηρατειά του, ας πλησιάσει και αυτός τον Χριστό, χωρίς κανέναν δισταγμό και φόβο. Και αυτός θα αμειφθεί. Και αυτός θα συμμετάσχει στην πλούσια τράπεζα που δωρεάν παρέχεται. Και την τράπεζα την εδώ, την επί γης τράπεζα, του Μυστικού Δείπνου αλλά και την τράπεζα της Βασιλείας των Ουρανών, τον Παράδεισο. Γι’ αυτό να επιμένουμε όπως οι γέροντες πατέρες μας, και γριούλες μητέρες μας να μετανοήσουν, να τους το λέμε καθαρά, έρχεται μαμά, μπαμπά, παππού, γιαγιά, ο θάνατος, είναι καιρός, μπορείς και τώρα να μετανοήσεις, να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις. 

Και «Εἴ τις», λέει, «εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ» και αυτός «τήν βραδύτητα»•
Όποιος προσήλθε στην πίστιν κατά την πέμπτην απογευματινήν ώραν, δηλαδή τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, αυτό είναι, αυτό σημαίνει, ας μη φοβηθεί μη τυχόν και δεν τον δεχτεί ο Θεός επειδή εκάθευδε, θα τον δεχτεί και αυτόν ο Θεός. Είδαμε ανθρώπους την τελευταία στιγμή της ζωής των, να κοινωνούν και εν αισθήσει ψυχής, να χύνουν δάκρυα μετανοίας τα οποία έτρεχαν από τα ματάκια τους βουβά. Και αυτά τα δέχτηκεν ο Θεός. Αυτά τα σφούγγισε και τα σφούγγισαν με τα μαντήλια τους οι άγιοι ουράνιοι άγγελοι, και τα πρόσφεραν στον Πανάγιο Θεό, που είναι σπλάχνα οικτιρμών, και γεμάτος αγάπη και από καλοσύνη που δεν μπορεί ανθρώπινο μυαλό να φθάσει και να πιάσει.

φιλόστοργος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον, καθάπερ καί τόν πρῶτον. Ἀναπαύει τόν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης. 
Διότι ο Κύριος είναι πλουσιοπάροχος στις δωρεές Του και στις χάρες Του. Γι’ αυτό και δέχεται τον τελευταίον με την ίδια προθυμία που δέχτηκε τον πρώτον. Θυμάστε την παραβολή εκείνη όπου ο Κύριος βγήκε έξω στην αγορά και άρχισε να μισθώνει εργάτας για τον αμπελώνα Του; Μερικούς τους έχω, λέει, από το πρωί - πρωί. Και ύστερα ένας μετά τον άλλον, τους πήρα με τις ώρες που λέγει μέσα. Την τρίτην, την έκτην, την ενάτην, την ενδεκάτην. Και νόμιζε ο πρώτος, ότι επειδή σήκωσε τον καύσωνα της ημέρας, μιας ολόκληρης ζωής, δηλαδή τον αγώνα, θα παρέχει περισσότερον από αυτόν που προσήλθε στην ενδεκάτη. Δηλαδή έστω και την τελευταία στιγμή της ζωής του, όχι. Ο Παράδεισος είναι για όλους. Ο ληστής «μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη Βασιλεία σου», είπε, με πλήρη συναίσθηση βέβαια, με πλήρη μετάνοια, με αναγνώριση της θεότητος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και μάλωσε και τον άλλον, τον κατσάδιασε όπως λέμε, και έγινε ο πρώτος πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών. Ένας κακούργος, ένας φονιάς, ένας κακοποιός, ένας παλιάνθρωπος μπήκε πρώτος στην Βασιλεία των Ουρανών. Αρκεί να υπάρχει μετάνοια. Παρέχει λοιπόν ανάπαυση και ειρήνη και σε κείνον που προσήλθε στα τέλη της ζωής του αλλά και σε κείνον που Τον υπηρέτησε από μικρό παιδί.

Καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει. Κἀκείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται. 
Και κείνον που προσήλθε τελευταίος, και αυτόν τον ελεεί, αλλά και εκείνον όμως που προσήλθε πρώτος τον περιποιείται, τον στεφανώνει. Και σε κείνον δίδει αλλά και στον άλλον όμως προσφέρει τις δωρεές Του, τις ίδιες χαρές. Ένας είναι ο Παράδεισος.

Καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται. Καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ.
Και τα έργα της αρετής δέχεται, και την απλή διάθεση του ανθρώπου την αναγνωρίζει. Και την πράξιν την αγαθή τιμά, αλλά και την απλή πρόθεση για έργο καλό, για έργα μετανοίας, για έργο επιστροφής εις τον Θεόν, και αυτό το επαινεί. Και φωτίζει τον άνθρωπο. Και τον κάνει να έρθει εις το έργον της μετανοίας, και αυτή την πρόθεση, και αυτή την καλή διάθεση που έχει, και αυτή την καλή προαίρεση που έχει, να την κάνει πράξη στη ζωής του, έστω και την τελευταία στιγμή για να σωθεί. 

Λοιπόν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ἡμῶν• και πρῶτοι καί δεύτεροι, τόν μισθόν ἀπολαύετε. 
Επομένως λοιπόν όλοι σας, να εισέλθετε εις την χαράν που σας χαρίζει ο Κύριός σας. Και όσοι ήλθατε πρώτοι, νέοι, ακόμα πιο νέοι, παιδιά, και όσοι προσήλθατε δεύτεροι, δηλαδή γέροντες και γριούλες, όλοι σας να πάρετε τον δίκαιον μισθό σας. 

Πλούσιοι κάι πένητες, μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε. Ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι, τήν ἡμέραν τιμήσατε. Νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. 
Για να δούμε λίγο αυτά.
Λέει και όσοι από σας είστε πλούσιοι, έχετε μία άνεση στη ζωή σας, αλλά όμως και εκείνοι που είναι πτωχοί, και οι δυό πανηγυρείστε μεταξύ σας για την ίδια χαρά, την Ανάσταση του Κυρίου μας. Όσοι καταφέρατε και επιβληθήκατε στα πάθη σας, και τα πετάξατε, και τα μεταβάλατε, και τα μπολιάσατε, και τα κάνατε αρετές, αλλά και όσοι όμως φανήκατε λίγο αμελείς για την αρετή, σήμερα είναι καιρός να τιμήσετε την σημερινήν ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, διότι αν την τιμήσεις όπως πρέπει, η επιμέλειά σου θα γίνει πνευματική και σωματική εργασία για την σωτηρία σου. Και όσοι μπορέσατε και τηρήσατε την νηστείαν κατά δύναμιν, και όσοι δεν μπορέσατε να την τηρήσετε, γιατί είχατε λόγους υγείας, και τόσοι είναι πολλοί οι λόγοι υγείας, γιατί είσασταν ανήμποροι στα γεράματα, και για πολλούς άλλους λόγους, όλοι σας όμως πρέπει σήμερα να ευφρανθείτε. Όχι να καλοφάγομε το μεσημέρι, και να τρώτε μέχρι και την Μεγάλη Παρασκευή σικώτια και κρέατα και να ’ρθούμε το Μεγάλο Σάββατο, όχι… εδώ μιλάει και για την νηστεία εκείνη τη συνειδητή. Μιλάει και γι’ αυτή. Για προσέξτε λιγάκι… 

Πάντως Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. 
Η τράπεζα είναι γεμάτη από τα Τίμια Δώρα όπως ήταν και προηγουμένως. «Πίετε εξ αυτού πάντες», φώναξε η Εκκλησία, «πάντες», Ετοιμάζεσθε ή να ετοιμαζόμαστε, για να κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων.

Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. 
Ο Κύριος που εθυσιάσθη για τις αμαρτίες μας είναι ο μόσχος. Είναι ο αμνός, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Είναι το εσφαγμένον αρνίον. Είναι και άνθρωπος, είναι και ανεξάντλητος. Κανείς λοιπόν δεν επιτρέπεται να φεύγει από το ναό πεινασμένος. Χωρίς να χορταίνει από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Να χορταίνει όμως, και αυτόν τον χορτασμόν, αυτή την εσωτερική πνευματική πλησμονή να την αισθάνεται μόλις κοινωνήσει, και όταν θα βγει έξω, αυτόν τον χορτασμό να μπορεί να τον μεταδώσει και στον άλλον, και αν δεν μπορεί να το βγάλει απ’ το στόμα του, γιατί κυκλοφορεί πλέον, σε ολόκληρο το ψυχοσωματικό του είναι, δώστο με το λόγο σου, δώστο με την συμπεριφορά σου, δώστο με τον τρόπο σου, δώστο με το χαμόγελό σου, δώστο τέλος πάντων με κάτι, με ό,τι έχεις και μπορείς. 

Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. 
Όλοι λοιπόν απολαύστε το πνευματικό συμπόσιο που γίνεται για τους πιστεύοντες Ορθοδόξους χριστιανούς και όλοι να απολαύστε τα πλούσια δώρα τα οποία χαρίζει η αγαθότητά Του. 

Μηδείς θρηνείτω πενίαν•ἐφάνη γάρ ἡ κοινή βασιλεία. 
Κανένας σας να μην θρηνεί για την φτώχεια του, την πνευματική του φτώχεια. Διότι παρουσιάστηκε εμφανώς δια της Αναστάσεως του Χριστού η Βασιλεία του Θεού, που ανήκει εξ ίσου εις όλους, αυτό μας λέγει ο Άγιος Φιλόθεος. Άρα λοιπόν, παρά την πτωχεία μας, με το Χριστό μέσα μας γινόμαστε πλούσιοι. Και θα γίνουμε και πάμπλουτοι στη Βασιλεία των Ουρανών, διότι θα γίνουμε κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Ιησού Χριστού.

Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα• συγγνώμην γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. 
Κανένας να μην δύρεται, κανένας να μην χτυπιέται, κανένας να μην απελπίζεται για τα πταίσματά του, για τις αμαρτίες του τις μεγάλες ή τις μικρές, διότι από τον τάφο ανέτειλε η συγγνώμη. Η συγγνώμη υπάρχει στο πετραχήλι του πνευματικού, ενώ αυτός είναι ο τάφος, να αυτός εδώ που βλέπετε, (δηλ. η Αγία Τράπεζα), αυτός είναι ο τάφος, απ’ αυτόν βγαίνει η συγγνώμη, λελυμένος και συγκεχωρημένος, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Άρα λοιπόν κάτω απ’ αυτή την πλάκα πρέπει να σκύψουμε όλοι μας το κεφάλι για να απολαύσουμε εν αισθήσει ζωής, το «εκ του τάφου η συγγνώμη ανέτειλε». 

Μηδείς φοβείσθω θάνατον• ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. 

Ποιος θα φοβάται το θάνατο; Έσχατος εχθρός του ανθρώπου λέει η Γραφή ο θάνατος. Λοιπόν η Ανάσταση καταργεί και αυτόν τον θάνατον, θα τον καταργήσει και σε μας. Με την πίστη μας στο Χριστό δεν τον φοβούμεθα πλέον, τον περιμένουμε. Εμοί το ζειν Χριστός και το αποθανείν κέρδος, λέγει ο Απόστολος Παύλος. Λοιπόν, τι άλλο να πούμε; Θα περιμένουμε το θάνατο σαν το μεγαλύτερο κέρδος της ζωής μας. Όμως μας πιάνει φόβος. Φόβος και τρόμος. Γιατί; Γιατί είμαστε αμαρτωλοί, γιατί όταν πηγαίνουμε στον πνευματικό, δεν ξέρουμε να εξομολογούμεθα… Μόνο μας λέει, μας φταίει η πεθερά μας, μας φταίει η νύφη μας, μας φταίει ο γείτονας, μας φταίει εκείνος, μας φταίει αυτός, μας φταίει ο άλλος, ποτέ εμείς δε φταίμε. Βρε αμαρτωλοί είμαστε! Αμαρτωλοί είμαστε, αμαρτωλοί, πάρτε το είδηση. Μέχρι την τελευταία στιγμή που θα φεύγει η πνοή της ψυχής μας από το σώμα μας, θα είμεθα αμαρτωλοί και θα ζητάμε έλεος. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", χωρίς φόβον όμως για το θάνατο. 

Ἐσκύλευσε τόν Ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν Ἅδην. 
Ο Κύριος που κατήλθε στον Άδη, τον νίκησε πλέον. Τον ελαφυραγώγησε. Του πήρε όλα τα λάφυρα, όλη την εξουσία. Επίκρανεν ο Κύριος τον Άδη, όταν ο Άδης εγεύθη την θεανθρώπινη σάρκα Του. Έτσι. Έτσι έγινε. Γι’ αυτό προλαβών ο Ησαΐας εβόησε λέει «Ὁ Ἅδης, φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω», και όλοι μαζί φωνάζετε «Επικράνθη». Κι αυτό το γεγονός που το προείδε ο προφήτης Ησαΐας και εκραύγασε προς τον Χριστό, τι του είπε; Ο Άδης επικράνθη όταν σε συνάντησε Χριστέ κάτω στα σκοτεινά βασίλειά του. Επικράνθηκε διότι κατεργήθηκε, επικράνθηκε διότι περιεγελάστηκε. Επικράνθη διότι ενεκρώθη, εθανατώθη. Επικράνθη διότι έχασε την εξουσία του. Επικράνθη διότι ο ίδιος έγινε πλέον δεσμώτης. 

Έλαβε σώμα ο Άδης, έλαβε σώμα θνητό, το Σώμα του Χριστού, και ευρέθηκε ενώπιον του Θεού, διότι ο Χριστός δεν είναι άνθρωπος απλός, αλλά ο Θεός ενανθρωπίσας, ο Θεάνθρωπος Κύριος. 

Έλαβεν γήν ο Άδης και συνάντησεν ουρανό. 
Έλαβε τη γη, δηλαδή το σώμα, αλλά και συνάντησε όμως τον εξ ουρανού Θεόν. 

Ἐλαβεν ὅπερ ἔβλεπεν καί πέπτωκεν, ὁθεν οὐκ ἔβλεπε. 
Έλαβε αυτό που έβλεπε, το γήινο σώμα δηλαδή, και κατέπεσε νικημένος εξ αιτίας της θεότητος που δεν έβλεπε.

Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Πού σου, Ἅδη, τό νίκος; 
Πού είναι λοιπόν θάνατε το δηλητηριώδης κεντρί σου; Πού είναι Άδη η νίκη σου; 

Ἀνέστη Χριστός, καί συ καταβέβλησαι. 
Ανεστήθηκε ο Χριστός και συ κατανικήθηκες. 
Ανεστήθηκε ο Χριστός και οι δαίμονες που νόμισαν ότι εθριάμβευσαν με την αποστασία των Πρωτοπλάστων, όπως και θριαμβεύουν κάθε φορά που πέφτουμε εμείς στην αμαρτία, και έχει τώρα στις τελευταίες ημέρες με τις μεγάλες θανάσιμες αμαρτίες των φοβερών εκτρώσεων, και του ηθικού εκτροχιασμού και δεν ξέρω πόσα άλλα, να μην τα πω με το όνομά τους, νομίζει λοιπόν ότι θριαμβεύει. Και όμως νικιέται από την Ανάσταση του Κυρίου! 

Ανεστήθηκε ο Χριστός και χαίρονται οι άγγελοι. Ανεστήθηκε ο Χριστός και κανένας μέσα στο μνήμα διότι πάντες θα αναστηθούν κατά την Δευτέρα αυτού Παρουσίαν. 

Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. 
Ο Χριστός που εγέρθη εκ νεκρών, έγινε η αρχή, η απαρχή της Αναστάσεως εκείνων που έχουν κοιμηθεί τον ύπνον του θανάτου. 

Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 
Ἀμήν.

Sunday of the Myrrh -bearing Women - Anthony Metropolitan of Sourozh




 


In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

We remember today the Myrrh-bearing women, Joseph of Arimathea and Nicodemus, people who in the course of the Gospel are hardly mentioned, yet who, when Christ was seemingly defeated, when death, rejection, betrayal and hatred had conquered, proved to be people of faithfulness and courage, the faithfulness of the heart and the courage that can be born only of love. At the moment of the Crucifixion all the Apostles had fled save one, John, who stood at the foot of the Cross with the Mother of God. Everyone else had abandoned Christ, only a small group of women stood at a short distance from the Cross, and when He had died, they came to anoint His Body which Joseph of Arimathea had sought from Pilate, unafraid of being recognised as a disciple, because in life and in death love and faithfulness had conquered.

Let us reflect on this. It is easy to be Christ's disciples when we are on the crest of the wave, in the security of countries where no persecution, no rejection is endured, no betrayal can lead us to martyrdom, or simply to becoming the victims of mockery and rejection.

Let us think of ourselves not in regard to Christ alone but with regard to one another, because Christ has said that what we have done to any one of us, to the smallest, to the most insignificant, we have done to Him.

Let us ask ourselves how we behave when someone is rejected, mocked, ostracised, condemned by public opinion or by the opinion of those who mean something to us, whether at that moment our heart remains faithful, whether at that moment we find courage to say, ‘He was, and he remains my friend whether you accept or reject him’. There is no greater measure of faithfulness than that faithfulness which is made manifest in defeat. Let us consider this, because we all are defeated, we are defeated in so many ways. We all strive, with whatever energy we have - a little or much, to be what we should be, and we are defeated at every moment. Should we not look at one another not only with compassion, but with the faithfulness of friends who are prepared to stand by a person who falls, falls away from grace, falls away from his own ideal, frustrates all hopes and expectations which we have set on him or her. At that time let us stand by, at that time let us be faithful and prove that our love was not conditioned by the hope of victory but was a wholehearted gift, gratuitous, joyful, wonderful. Amen.

Ἀλλοίμονο στὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ὄχλου Κυριακὴ Μυροφόρων.+ Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος






Κυριακὴ Μυροφόρων.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ σήμερα τὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ φρόντισαν γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἄλλων ἐκείνων ποὺ ξεκίνησαν γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσουν τὶς τελευταῖες ἐντάφιες τιμές, ὅπως τὸ συνήθιζαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι ὁ Ἰωσὴφ καὶ μαζί του ὁ Νικόδημος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Οἱ δύο ἄνδρες φροντίσανε νὰ ἐνταφιάσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, κι οἱ τρεῖς γυναῖκες πῆγαν τὴν τρίτη ἡμέρα τὸ πρωὶ γιὰ νὰ τὸν ἀλείψουν μὲ ἀρώματα. Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας γλώσσα τώρα πῶς γιὰ ὅλα αὐτὰ μᾶς ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, βουλευτὴς καὶ ἄνθρωπος μὲ ὑπόληψη, ποὺ κι αὐτὸς πρόσμενε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε καὶ παρουσιάσθηκε στὸ Πιλάτο καὶ ζήτησε νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος θαύμασε ὅτι πέθανε κιόλας ὁ Ἰησοῦς, κι ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν ἀξιωματικό, τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πολλὴ ὥρα ποὺ πέθανε. Κι ὅταν βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἀξιωματικό, χάρισε τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Κι ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἀγόρασε σάβανο, κατέβασε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸν τύλιξε στὸ σάβανο, τὸν ἐνταφίασε σ’ ἕνα μνημεῖο, ποὺ ἦταν σκαμμένο μέσα σὲ βράχο κι ἔσυρε μία πέτρα μπροστὰ στὴ θύρα τοῦ μνημείου.


 



Ὅταν γίνονταν αὐτά, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν κι ἔβλεπαν ποῦ ἐνταφιάζεται ἡ Ἰησοῦς. Κι ὅταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου κι ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ ’ρθουν καὶ νὰ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦ. Καὶ τὴν αὐριανή, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ξεκίνησαν πολὺ πρωὶ κι ἔρχονταν στὸ μνημεῖο, κι ἔφτασαν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους· «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου;». Καὶ καθὼς σήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν πὼς ἦταν ἀποκυλισμένη ἡ πέτρα κι ἦταν μία πέτρα πολὺ μεγάλη. Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, εἶδαν ἕνα λευκοφορεμένο νέο νὰ κάθεται στὰ δεξιά, κι ἀπὸ τὸ φόβο τους τὰ ἔχασαν. Κι ὁ νέος τοὺς λέγει· «Μὴν τρομάζετε καὶ μὴν τὰ χάνετε. Τὸ ξέρω πὼς ζητεῖτε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ποὺ τὸν σταύρωσαν. Ἀναστήθηκε δὲν εἶναι ἐδῶ· νὰ ὁ τόπος ποὺ τὸν ἔβαλαν. Μὰ πηγαίνετε καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ στὸ Πέτρο, πὼς πηγαίνει μπροστὰ ἀπὸ σᾶς στὴ Γαλιλαία· ἐκεῖ θὰ τὸν δῆτε, καθὼς σᾶς τὸ εἶπε». Καὶ οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο κατατρομαγμένες καὶ σαστισμένες, κι ἀπὸ τὸ φόβο τους δὲν εἶπαν σὲ κανέναν τίποτε.

Ἔτσι μᾶς ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, πρῶτα γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς πρέπει νὰ προσέξουμε στὴ πράξη τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἀξίωμα καὶ μὲ ὑπόληψη. Ἦταν ὅμως κι ἄνθρωπος εὐσεβής. Ἡ εὐσέβειά του λοιπὸν τοῦ ἔδωσε τὸ θάρρος νὰ παρουσιαστεῖ στὸ Πιλάτο καὶ νὰ ζητήσει γιὰ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅλοι, ἄρχοντες καὶ λαός, ξεσηκώθηκαν καὶ ζήτησαν τὸ θάνατο τοῦ ἀναμάρτητου, καὶ μάλιστα ἕνα θάνατο ἐπώδυνο καὶ ἀτιμωτικό, χρειαζότανε πραγματικὰ θάρρος καὶ τόλμη γιὰ νὰ φροντίσει κανεὶς γιὰ τὸ νεκρὸ αὐτοῦ τοῦ κατάδικου. Ἡ πράξη τοῦ Ἰωσὴφ μᾶς λέγει πώς, ὅταν εἶναι νὰ ἐκτελέσουμε ἕνα ἱερὸ χρέος, δὲν πρέπει νὰ ὑπολογίζουμε τί μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ τί μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει ὁ κόσμος. Καὶ τί καταλαβαίνει δὰ πολλὲς φορὲς ὁ κόσμος; Ὅταν οἱ δημαγωγοὶ κατεβάζουν τὸ λαὸ καὶ τὸν κάνουν ὄχλο, τότε τί καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι; Ὅ,τι καταλάβαιναν ἐκεῖνοι, ποὺ ἄφηναν ἐλεύθερο τὸ Βαραββὰ καὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό• «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»!. Καὶ συμβαίνει πολλὲς φορές, γιὰ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων, νὰ μένει ἕνας μόνος του μάρτυρας τῆς ἀλήθειας μέσα σ’ ἕναν ὄχλο φανατισμένο καὶ τυφλό. Ἔτσι μόνος ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἀπέναντι στὸ μαινόμενο ὄχλο, κι ὅταν οἱ ἄλλοι πῆγαν ἥσυχοι νὰ κοιμηθοῦν, μόνοι βρέθηκαν δύο ἄνδρες, γιὰ νὰ θάψουν τὸ θεῖο σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ καὶ νὰ σώσουν τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἀλλοίμονο στὸν κόσμο, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ὄχλου! Καὶ χαρὰ σ’ ἐκείνους, ποὺ δὲν φοβήθηκαν τὴ κατακραυγὴ τοῦ λαοῦ, τοῦ λαοῦ ποὺ τὸν διέφθειραν οἱ δημαγωγοὶ καὶ τὸν ἔκαναν ὄχλο! Αὐτοὶ εἶναι πράγματι θαρραλέοι καὶ ἡρωικοί. Μπορεῖ νὰ τοὺς ἀνατρέψει καὶ νὰ τοὺς πατήσει ὁ ὄχλος, μὰ αὐτοὶ δὲν τοῦ κάνουν τόπο νὰ περάσει. Κι ἀκόμα τρὶς χαρὰ σ’ ἐκείνους, ποὺ ὅταν ὁ ὄχλος τοὺς καταριέται αὐτοὶ εὐλογοῦν.

Ἔπειτα τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴν τολμηρὴ πράξη τῶν τριῶν μυροφόρων γυναικῶν. Εἶναι κι αὐτὴ μία πράξη, ποὺ τὴν ἐμπνέει ἡ ἀγάπη κι ἡ ἀφοσίωση στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλὲς δυσκολίες εἴχανε νὰ ὑπερνικήσουν οἱ τρεῖς γυναῖκες· τοὺς ἄρχοντες, τὸ λαό, τὴ στρατιωτικὴ φρουρὰ καὶ τὴν πέτρα τοῦ μνημείου. Δὲν λογάριασαν τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ καὶ μόνο τὴ τελευταία στιγμὴ θυμήθηκαν τὴν πέτρα. Ποιὸς θὰ τραβοῦσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου; Μὰ ἡ πέτρα βρέθηκε τραβηγμένη καὶ Ἄγγελος Κυρίου καθότανε στὰ δεξιὰ μέσα στὸ μνημεῖο. Αὐτὸς ἀνάγγειλε στὶς μυροφόρες γυναῖκες τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι τάχα μία τυχαία σύμπτωση, ὅτι δηλαδὴ γυναῖκες ἄκουσαν πρῶτες τὸ μήνυμα τῆς Ἀνάστασης κι ἐκεῖνες τὸ μετέφεραν στοὺς Ἀποστόλους; Ὅμως σύμπτωση καὶ τύχη δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι γίνεται στὸ κόσμο γίνεται κατὰ ἕνα λόγο πνευματικό, ποὺ ἔχει τὴ ρίζα του μέσα στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς λόγος δὲν εἶναι βέβαια ἐκεῖνο ποὺ μάθαμε νὰ λέμε φυσικὸ νόμο. Ὁ φυσικὸς νόμος εἶναι δουλεία, ἡ δουλεία τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ ἀποτελέσματος. Ὁ πνευματικὸς λόγος εἶναι ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια καταναγκασμοῦ, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς προσωπικῆς εὐθύνης. Πίσω ἀπὸ τοὺς λεγόμενους φυσικοὺς νόμους πρέπει πάντα νὰ ἀναζητοῦμε τοὺς πνευματικοὺς λόγους, τὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Σύμπτωση καὶ τύχη δὲν εἶναι ποὺ μὲ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου στέκει ὁ κόσμος καὶ κινεῖται στὴν ἱστορική του πορεία. Πῶς θὰ μποροῦσαν τώρα νὰ μὴν εἶναι γυναῖκες οἱ Ἄγγελοι τῆς Ἀνάστασης; Αὐτὲς κινήθηκαν ἀπὸ κάποια δική τους προαίρεση καὶ δύναμη καὶ πῆγαν στὸ μνημεῖο. Ἔπειτα ἡ γυναίκα, ποὺ πρωτοστάτησε στὴ πτώση, πρωτοστατεῖ καὶ τώρα στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, ἀπὸ τὴ Γέννηση μέχρι τὴν Ἀνάσταση.

Γιατί στίς μυροφόρες τό πρῶτο Χριστός ἀνέστη; + Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος



 


«Ὁ δέ λέγει αὐταῖς- Μή ἐκθαμβεῖσθε- Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἐστίν ὧδε...» (Μάρκ. 16, 6)

Ἐξακολουθοῦμε, ἀγαπητοί μου, νά ἑορτάζουμε τό μέγα, τό κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι ὕμνοι ποῦ ψάλλονται τήν περίοδο αὐτή ὡς θέμα ἔχουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλα καί αὐτή ἡ θεία λειτουργία, ποὺ γίνεται τίς Κυριακές αὐτές τοῦ Πεντηκοσταρίου, διαφέρει ἀπό τή θεία λειτουργία τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους• διότι ἀμέσως μετά τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία...» δέν λέμε ἀμέσως τά εἰρηνικά, δέν λέμε τίς αἰτήσεις «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν...», ἄλλα ὁ ἱερεύς θυμιάζει τήν ἁγία τράπεζα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές καθώς καί ὅλο τό ναό καί ψάλλει μαζί μέ τούς ψάλτες κατ' ἐπανάληψιν, δέκα φορές, τό «Χριστός ἀνέστη».

Τό «Χριστός ἀνέστη» ἀκούγεται ὅλες τίς Κυριακές ἀλλὰ καί ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τό «Χριστός ἀνέστη» εἶναι, ἀδελφοί μου ὁ γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός ποὺ μεταφέρει ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γενεά σέ γενεά τό μέγα μήνυμα, τήν πιό χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι ὁ Κύριος νίκησε τό θάνατο. Χιλιάδες φορές - ἀμέτρητες ἀκούστηκε, καί ἀκούγεται, καί θά ἐξακολούθηση ν' ἀκούγεται τό «Χριστός ἀνέστη». Ἄλλα πότε ἐλέχθη γιά πρώτη φορά; ποιά αὐτιά τό πρωτοάκουσαν; ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε γιά πρώτη φορά τό «Χριστός ἀνέστη»;

Ὅπως τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἔμαθαν πρῶτοι οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί καί πλούσιοι, ἀλλά οἱ ταπεινοί καί φτωχοί βοσκοί ποὺ ἔβοσκαν τά ποίμνια τους στά βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς σύντριψε τίς πύλες τοῦ ἅδου, δέν τό ἄκουσαν πρῶτοι οἱ ἐπιφανεῖς καί ἀξιωματοῦχοι, δέν τό ἄκουσαν οἱ ἰσχυροί ἄνδρες, δέν τό ἄκουσαν οὔτε καί αὐτοί οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ• τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ' ὅλους οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες γυναῖκες• καί πρός τιμήν αὐτῶν τῶν γυναικῶν εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή Κυριακή, τρίτη Κυριακή ἀπό τό Πάσχα.

Ἀλλὰ γιατί τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ' ὅλους οἱ μυροφόρες; Γιατί ἡ πρώτη ἐμφάνισης τοῦ ἀναστάντος Κυρίου νά γίνει σ' αὐτές; Μήπως ὁ Χριστός στήν περίπτωση αὐτή ἐνήργησε μεροληπτικῶς;

Μεροληπτικῶς σέ καμία στιγμή τῆς ζωῆς του δέν συμπεριφέρθηκε ὁ Κύριος. Ἦταν δίκαιος• καί συνεπῶς, ἐάν τώρα ὄχι οἱ ἄντρες, ὄχι οἱ ἀπόστολοι, ὄχι ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης, ἀλλά οἱ γυναῖκες ἄκουσαν τό χαρμόσυνο μήνυμα, ὑπάρχει λόγος• λόγος ὄχι κάποιας ἰδιαιτέρας συμπαθείας, ἀλλά λόγος δικαιοσύνης. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά του καί ἀμείβει τό καθένα χωρίς νά μεροληπτεῖ εἰς βάρος ἄλλου. Ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες τό «Χριστός ἀνέστη», διότι τούς ἄξιζε πράγματι νά τό ἀκούσουν. καί τούς ἄξιζε, διότι αὐτές ἔδειξαν ἀρετές ποὺ δέν ἔδειξαν οὔτε οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου. Ποιές ἀρετές ἔδειξαν;

Ἀπό τήν πρώτη μέρα ποὺ γνώρισαν τόν Κύριο στή Γαλιλαία, ἔγιναν πιστές μαθήτριές του, τόν ἀκολουθοῦσαν καί δαπανοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους γιά τή συντήρηση ἐκείνου καθώς καί τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν του• «ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ» (Μάρκ. 15,41) καί «διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,3). καί μόνο τότε;

Τήν ὥρα τῆς θυσίας του, ἐνῶ ὅλοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν Κύριο, ἐνῶ ὁ μέν Ἰούδας τόν πρόδωσε γιά τριάκοντα ἀργύρια, ἐνῶ ὁ Πέτρος τόν ἀρνήθηκε ἐμπρός σέ μία ὑπηρέτρια καί μάλιστα μέ ὅρκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθηταί πλήν τοῦ Ἰωάννου «πάντες ἀφέντες αὐτόν ἔφυγαν» (Ματθ. 26,56), ἐνῶ ὅλοι ὅσους εἶχε εὐεργετήσει καθ' ὅλο τό διάστημα τῆς δημοσίας δράσεώς του πῆγαν καί ἑνώθηκαν μαζί μέ τούς ἐχθρούς καί φώναζαν «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15), μέσα στή γενική αὐτή ἐγκατάλειψη οἱ μυροφόρες ἔμειναν πιστές καί ἀφοσιωμένες στόν Κύριο. Ἔμειναν κοντά στόν Διδάσκαλο, ζώντας τό δράμα ἀπό ἀπόσταση τόση ὅση τούς ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες. οὔτε ἕνα λεπτό δέν ἀποχωρίσθηκαν ἀπό αὐτόν. «Ἦσαν δέ ἐκεῖ καί γυναῖκες πολλαί ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπό τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ• ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ μήτηρ, καί ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «καί Σαλώμη, αἵ...καί διηκόνουν αὐτῷ, καί ἄλλαι πολλαί αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρῆκαν τό ψυχικό σθένος νά μείνουν ἐκεῖ, στό Γολγοθᾶ. Εἶδαν τό φρικτό θέαμα. Ἄκουσαν ὅλους τοὺς λόγους, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός ἐπάνω στό σταυρό, ἄκουσαν καί τό «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30).

Ἀλλὰ καί μετά τό θάνατό του δέν ἀναχώρησαν. Ἔμειναν θρηνώντας κοντά στό σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί ὁ Νικόδημος μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ, αὐτές ἔτρεξαν, τούς βοήθησαν, τούς συνόδευσαν στό μνημεῖο, καί δεν ἔφυγαν ἀπό 'κεῖ παρά μόνο ὅταν ὁ ἥλιος τῆς δραματικωτέρας αὐτῆς ἡμέρας ἔριξε πάνω στή γῆ τίς τελευταῖες του ἀκτῖνες.

Τήν ἀγάπη τους ὅμως, τήν ἀνδρεία τους, τή μεγάλη ψυχή τους τήν ἔδειξαν κατ' ἐξοχήν τη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ἐνῶ ἤξεραν ὅτι τό μνῆμα εἶναι σφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καί βαρύς φράζει τήν εἴσοδό του, ὅτι ἔνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τόν τάφο κ' ἔχουν ἐντολή νά χτυπήσουν καθένα ποὺ θά τολμοῦσε νά πλησίαση ἐκεῖ, ἐν τούτοις οἱ μυροφόρες γυναῖκες «λίαν πρωί» (Μάρκ. 16,2), «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πρίν ἀκόμη ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ξεκινοῦν νά ἔρθουν στό μνῆμα φέρνοντας μαζί τους ἀρώματα, τά ὁποῖα εἶχαν ἑτοιμάσει, γιά νά μυρώσουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κανένας φόβος καί καμιά δυσκολία δέν στάθηκαν ἱκανά νά τίς ἐμποδίσουν. Τό μόνο ποὺ τίς ἀπασχολοῦσε ἦταν, πῶς θ' ἀποκυλίσουν τόν τεράστιο καί ἀσήκωτο ἐκεῖνο λίθο ἀπό τό ἄνοιγμα τοῦ μνημείου.

Μία τέτοια ἀγάπη, μία τέτοια ἀφοσίωση, μία τέτοια ἀνδρεία ἦταν δυνατόν νά μή δεῖ, νά μήν ἐκτιμήσει, νά μή βραβεύσει ὁ Κύριος; Ἀμοιβή λοιπόν τῆς ἀγάπης τους ἦταν τό ὅτι πρῶτες αὐτές ἄκουσαν τή μεγάλη εἴδηση, τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, τό «Χριστός ἀνέστη», ἀπό ἄγγελο Κυρίου. Καί ἐν συνεχείᾳ, ὅτι πρῶτες αὐτές βλέπουν τόν ἀναστάντα Κύριο καί παίρνουν ἐντολή, νά μεταδώσουν τό μήνυμα αὐτό στούς μαθητὰς καί στίς ἄλλες μαθήτριες.

Κ' ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἑορτάζουμε τή μνήμη τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, ἄντρες καί γυναῖκες ἄς μιμηθοῦμε τῶν μυροφόρων τίς ἀρετές, ἰδίως τήν ἀγάπη ποὺ εἶχαν στόν Κύριο.

Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι καί μέχρι σήμερα οἱ γυναῖκες ἀγαποῦν τό Θεό περισσότερο ἀπό τούς ἄντρες. Αὐτές ἐκκλησιάζονται περισσότερο. Αὐτές ἔρχονται στούς ναούς «ὄρθρου βαθέος». Αὐτές μελετοῦν τό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Αὐτές τρέχουν στό κήρυγμα, ὅπου ἀκούγεται λόγος Θεοῦ. Αὐτές εἶναι προθυμότερες στήν ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης. Αὐτές... Ὦ, πόσα δέν ὀφείλει ἤ Ἐκκλησία στίς γυναῖκες τίς θερμές!

Σήμερα ὅμως, στούς χρόνους αὐτούς τῆς ἀπιστίας καί τῆς διαφθορᾶς, καί οἱ γυναῖκες ἀρχίζουν νά κλονίζονται, νά χάνουν τό ἄρωμα τῆς πίστεως καί τῆς εὐσεβείας. Οἱ πειρασμοί εἶναι μεγάλοι. Τά κακά παραδείγματα, τά θέατρα, οἱ κινηματογράφοι, τά αἰσχρά περιοδικά, ἡ μόδα, ὅλα μαζί σπρώχνουν τή γυναίκα νά λησμονήσει τόν προορισμό της, τήν ἀποστολή της, νά προδώσει τήν πίστη καί τήν ἠθική.

Ἄλλ' ὄχι! Οἱ γυναῖκες, ὅσες τουλάχιστον κατοικοῦν στή γωνία αὐτή τῆς γῆς, ἄς μή παρασύρονται ἀπό τά ἀπατηλά συνθήματα, ἄς μή θαμπώνονται ἀπό φανταχτερές εἰκόνες καί ἄλλα εἴδωλα, ἄς κλείσουν τά αὐτιά στίς εἰσηγήσεις τοῦ ὄφεως. Ἄς μή μιμηθοῦν τήν Εὔα, ποὺ ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ ἑωσφόρου καί ἀπολεσθεῖ• ἄς μιμηθοῦν τίς μυροφόρες, τίς ἅγιες ποὺ ἀγάπησαν τόν Κύριον. Νά εἶσθε δέ βέβαιοι, ὅτι τότε θά ἔχουν καί στήν παροῦσα ζωή τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου καί θ' ἀξιωθοῦν καί αὐτές ὡς μυροφόρες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.

Εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Μυροφόρων Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς




 


῞Οπου λέγεται καί ὅτι πρώτη ἡ Θεοτόκος εἶδε τόν Κύριο μετά τήν ἀνάστασί του ἐκ νεκρῶν


Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα· ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, “ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή”.

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα. διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί· ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. ᾿Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε “δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό”, θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα· διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ ᾿Ιακώβου καί τοῦ ᾿Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας· “παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ᾿ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του· ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ᾿Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους”.

᾿Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα· διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

᾿Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν· διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος. “Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ”, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, “ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν”· ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, “ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο· ὁ ᾿Ιωάννης “τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά”, καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή· ὁ δέ Μάρκος “πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες. Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή· ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος· αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ᾿ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. ῞Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, “ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία”, πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός· διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι᾿ ἐκαθόταν ἐπάνω σ᾿ αὐτήν· ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι᾿ ἔγιναν σάν νεκροί”.

῞Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι᾿ εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη· ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο· γι᾿ αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι᾿ αὐτήν πρώτη καί δι᾿ αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ᾿ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι᾿ αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

῏Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, “μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό”, σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι᾿ ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, “ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες· μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε· ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος”. ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε· διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε ᾿Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ᾿ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος.“ἰδέτε”, λέγει, “τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς”.

“᾿Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν”, λέγει, “μέ φόβο καί χαρά μεγάλη”. ᾿Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; ῞Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι’ αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια· καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης.

῾Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε· καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος “ὁ ᾿Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται”. Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; “Αὐτές δέ”, λέγει, “προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν”. ῞Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι᾿ ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς ᾿Αποστόλους. ῞Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν ᾿Ιωάννη· διότι, λέγει, “τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, καί λέγει σ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν”. Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ ᾿Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, “ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας”.

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, “γιατί κλαίεις”, ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν ᾿Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, “μή μ᾿ ἐγγίζης”. ᾿Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

᾿Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, “ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν“· ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. ῾Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο· ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς ᾿Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν᾿ ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης, “ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾿ αὐτήν αὐτά”. Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

῎Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν· γι᾿ αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα, καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ· “ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης”, “ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα”· διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ. ᾿Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ᾿ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. “Δεῖξε μου”, λέγει, “τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου”, καί “ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή”. Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ᾿Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι᾿ ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο. 

Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου +Μητροπολίτης ΚιέβουἈντώνιος Κραποβίτσκυ






Οἱ τρεῖς ἐπισκέψεις τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου


«δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος»


Ἔχουμε διαβάσει ποικίλες συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴν φαινομενικὴ ἔλλειψη συμφωνίας ἀνάμεσα στὶς Εὐαγγελικὲς διηγήσεις τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουν γίνει πολλὲς ἀπόπειρες γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ μία συμφωνία ἀνάμεσα στοὺς Εὐαγγελιστὲς σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλες ἀρκετὰ ἐπιτυχεῖς. Θὰ ἤθελα νὰ προσφέρω μία προσεκτικὴ ἐξέταση αὐτοῦ τοῦ θέματος καὶ θὰ ἀρχίσω ἀναφέροντας τὰ πιὸ φανερὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν ἔλλειψη συμφωνίας.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου διαβάζουμε ὅτι κατὰ τὸν χαιρετισμὸ ἀπὸ τὸν Ἀναστημένο Κύριο μὲ τὴν λέξη «Χαίρετε» ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ἀμέσως «ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας» (Μτ, κη, 9). Ὅμως ἀλλοῦ (Ἰω, κ, 11-17) διαβάζουμε ὅτι ὅταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ θρηνοῦσε στὸν ἄδειο τάφο καὶ δὲν ἀναγνώρισε τὸν Χριστό, ἀλλὰ νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρός, δὲν τῆς ἐπετράπη νὰ τὸν ἀγγίξει. Αὐτὲς οἱ διηγήσεις δὲν φαίνεται νὰ συμφωνοῦν μεταξύ τους καὶ προσπάθειες ἀπὸ ἀναγνῶστες νὰ τὶς συμβιβάσουν παράγουν βεβιασμένες ἑρμηνεῖες καὶ μὴ πειστικὲς ἐπινοήσεις.

Τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια δὲν ἀναφέρουν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὶς Μυροφόρες Γυναῖκες μὲ ἕνα ταυτόσημο τρόπο. Αὐτὸ ποὺ περισσότερο μπερδεύει τοὺς ἑρμηνευτὲς εἶναι ἡ ἔλλειψη συμφωνίας ἀνάμεσα στὶς ἀφηγήσεις ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸν Ματθαῖο καὶ τὸν Ἰωάννη. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ δυὸ φορές: μία φορὰ μόνο σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἄλλη φορὰ μαζὶ καὶ στὴν ἄλλη Μαρία, ἀλλὰ ἡ σχέση αὐτῶν τῶν δύο ἐμφανίσεων μπερδεύει τοὺς ἑρμηνευτές.

Ἡ ἄποψή μας μὲ τὴν ὁποία προτιθέμεθα νὰ λύσουμε αὐτὴ τὴν ἀπορία μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ ὡς ἑξῆς: ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει τὴν πορεία ποὺ ἔκαναν οἱ δύο Μαρίες στὸν τάφο τοῦ Κυρίου ἐνῶ ἤδη ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸ ποὺ περιγράφει ὁ Ματθαῖος συνέβη μετὰ τὴν ἐμφάνιση ποὺ περιγράφει ὁ Ἰωάννης ὅταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἐξέλαβε τὸν Χριστὸ σὰν τὸν κηπουρό. Πληροφόρησε τοὺς Ἀποστόλους ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ τῆς μίλησε, μετὰ πληροφόρησε τὴν ἄλλη Μαρία καὶ οἱ δυὸ μαζὶ πῆγαν στὸν τάφο. Αὐτὴ τὴν φορὰ δὲν πῆγαν γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα, ἐπειδὴ ἤξεραν ὅτι εἶχε ἀναστηθεῖ, ἀλλὰ πῆγαν «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο» ξέροντας ὅτι εἶναι ἄδειος καὶ ξέροντας ἐπίσης ὅτι τὰ ὀθόνια μέσα στὰ ὁποῖα εἶχε θαφτεῖ ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ. Δὲν ἦταν μόνο αὐτὲς καὶ οἱ δύο ἀπόστολοι ποὺ βιαστηκὰ πῆγαν στὸ μνημεῖο γιὰ νὰ ἐπαληθεύσουν αὐτὸ ποὺ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶχε δεῖ, ἀλλὰ ἀργότερα καὶ ἄλλες μυροφόρες καὶ ἄλλοι ἐπίσης πῆγαν (Λκ, κδ, 9, 24). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ δύο Μαρίες ἀξιώθηκαν μία δεύτερη ἐμφάνιση Ἀγγέλου καὶ μετὰ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.

Ποιὰ ἄλλη ἀπόδειξη ἔχουμε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ματθαίου ὅτι αὐτὲς πῆγαν «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο» γιὰ τὸ ὅτι τὰ γεγονότα στὸ κατὰ Ματθαῖον ἔγιναν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ περιγράφονται στὸ κατὰ Ἰωάννην; Ἡ δεύτερη ἀπόδειξη εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης περιγράφει ὅτι τὰ γεγονότα ἔγιναν «ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτάδι» ἐνῶ ὁ Ματθαῖος καθαρὰ μιλάει ὅτι ἔγιναν «τὴν αὐγὴ τῆς πρώτης μέρας τῆς ἑβδομάδας».

Τὸ τρίτο σημεῖο ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν προσοχὴ μας εἶναι ἡ ἀντίδραση τῶν μυροφόρων στὰ λόγια του Ἀγγέλου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ κατὰ Ἰωάννην ἡ Μαρία παρουσιάζεται τόσο ἀνέτοιμη γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀφομοιώσει καὶ ἐκλαμβάνει τὸν Χριστὸ σὰν τὸν κηπουρό, στὸ κατὰ Μᾶρκον τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου ἔφεραν στὶς Μυροφόρες τόσο φόβο ὥστε «δὲν εἶπαν σὲ κανέναν τίποτα, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο». Ὁ Λουκᾶς γράφει ὅτι «κατελήφθηκαν ἀπὸ φόβο καὶ ἔκλιναν τὰ πρόσωπα στὴν γῆ».

Ἡ ἀφήγηση τοῦ Ματθαίου ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ παρουσιάζει τὶς μυροφόρες ἤδη προετοιμασμένες γιὰ τὴν συνάντηση, ἂν καὶ ὁ ἄγγελος τὶς καθησυχάζει «Μὴν φοβάστε ἐσεῖς» καὶ «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὸν τόπο ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Στὸ κατὰ Μᾶρκον διαβάζουμε γιὰ τὶς ἄλλες μυροφόρες ὅτι «δὲν εἶπαν τίποτα σὲ κανένα γιατί ἐφοβοῦντο». Ὁ Ματθαῖος ὅμως διηγεῖται γιὰ τὶς δύο Μαρίες ὅτι «ἔτρεξαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη γιὰ νὰ ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές του» ὅτι εἶχε ἀναστηθεῖ. Καὶ «ἐνῶ πήγαιναν τὶς συνάντησε ὁ Ἰησοῦς». Γιὰ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ αὐτὴ ἦταν ἡ δεύτερη συνάντηση καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ τὸ ἤξερε ἀπὸ τὴν Μαγδαληνὴ τώρα μαθαίνει τὰ νέα πάλι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ἐνῶ εἶναι ἤδη προετοιμασμένη γιὰ αὐτά. Ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸ φανερό;

Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ εἶναι ἡ τέταρτη ἀπόδειξη ὅτι οἱ δυὸ γυναῖκες πῆγαν στὸν τάφο ἤδη ξέροντας γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἡ ἴδια ἀπάντηση θὰ μᾶς ἐξηγήσει γιατί ὁ Κύριος δὲν ἐπέτρεψε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ νὰ τὸν ἀγγίξει τὴν πρώτη φορά, ἀλλὰ λίγο μετὰ ἐπέτρεψε στὶς δύο Μαρίες νὰ κρατήσουν τὰ πόδια του.

Στὸ Πεντηκοστάριο στὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων διαβάζουμε στὰ στιχηρὰ ὅτι ἡ Μαγδαληνὴ «ἐστάλθη χωρὶς νὰ ἀγγίξει τὸν Κύριο». (Ὅπως διηγεῖται καὶ ὁ Ἰωάννης) Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία νωρίτερα θρηνοῦσε γιὰ τὸν ἀγαπημένο διδάσκαλο ὅταν τὸν εἶδε στὸν τάφο, τώρα κατελήφθη ἀπὸ ὑπερβολικὴ χαρά. Χωρὶς νὰ κατανοήσει τὴν θεότητά του ἢ νὰ σκεφτεῖ τὸ νόημα τῆς μυστηριώδους Ἀναστάσεως, ξεχνᾶ καὶ θέλει νὰ τὸν ἀγκαλιάσει σὰν ἕνα ἀγαπημένο της ποὺ τὸν θεωροῦσε νεκρὸ καὶ χαμένο, ἀλλὰ τώρα φανερώνεται ζωντανός. Παραδίδεται σὲ μία ἐνθουσιώδη χαρά, χωρὶς βαθύτερη κατανόηση. Ἐπιπλέον κατὶ δὲν ἔχει ἀκόμα ἐκπληρωθεῖ, ἐπειδὴ ὁ Κύριος πρέπει νὰ «ἀνεβεῖ» στὸν Πατέρα. Ἀργότερα ὁ Κύριος συμπεριφέρεται διαφορετικὰ στὶς δυὸ Μαρίες. Αὐτὴ τὴν φορὰ οἱ δύο γυναῖκες γνωρίζουν καλὰ ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στοὺς πιστοὺς σὰν ὁ Νικητὴς τοῦ Θανάτου καὶ τοῦ Ἅδη, σὰν κάποιος ποὺ ἀνεβαίνει στὸν Πατέρα στὸ αἰώνιο βασίλειο, καὶ μὲ κάθε ἐξουσία, στέλνει τοὺς Ἀποστόλους του νὰ διαδώσουν τὸ νέο τοῦ νικηφόρου ἀγώνα στὸν κόσμο. Τώρα καὶ οἱ δύο γυναῖκες, ὅταν τὸν συναντοῦν καὶ τὸν ἀκοῦν νὰ τὶς ἀπευθύνει τὸ «χαίρετε», δὲν σκέπτονται πιὰ μὲ κοσμικὸ τρόπο, ἀλλὰ τὸν εὐλαβοῦνται σὰν τὸν ζῶντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ αὐτὸς δὲν ἐμποδίζει τὴν εὐλαβῆ λατρεία τους ὅταν «κράτησαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν» (Μτ, κη, 9).

Μέχρι τώρα εἴδαμε πολὺ καλὰ τὴν συμφωνία μεταξὺ τῶν Εὐαγελίων τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ Ἰωάννη, ἀλλὰ πὼς θὰ ἐναρμονίσουμε καὶ τὴν ἀφήγηση τῶν ἄλλων δύο Εὐαγγελιστῶν; Σὲ ποιὸ σημεῖο θὰ τοποθετήσουμε τὴν ἄφιξη τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στὸ τάφο στὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων γυναικῶν ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Μᾶρκο καὶ τὸν Λουκᾶ;

Τὸ κύριο σημεῖο τῆς ἀπάντησής μας εἶναι ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ δὲν συνόδεψε τὶς ἄλλες γυναῖκες στὸν τάφο τοῦ Κυρίου μετὰ ἀρωμάτων, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν ἀργότερα ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ καὶ ἴσως ἀργότερα καὶ ἀπὸ τὶς δύο Μαρίες ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο κατὰ τὴν δεύτερη ἐμφάνισή του, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν ἀκόμα τίποτα γιὰ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὲς οἱ γυναῖκες ἔφτασαν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστες γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ γεγονότος τῆς ἀναστάσεως καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἦταν μαζί τους· στὴν πραγματικότητα οἱ εὐαγγελιστὲς ἀφήνουν ἀνοικτὴ τὴν δυνατότητα γιὰ τὸ ἀντίθετο συμπέρασμα. Καὶ οἱ δύο ἄλλοι εὐαγγελιστὲς διαιροῦν τὴν διήγηση σὲ τρία γεγονότα:

1. ἀγορὰ ἀρωμάτων (Μᾶρκος) καὶ τὴν φύλαξή τους γιὰ χρήση ἀργότερα (Λουκᾶς)

2. ἄφιξη στὸν τάφο καὶ συνομιλία μὲ ἄγγελο (Μᾶρκος) ἢ ἀγγέλους (Λουκᾶς)

3. ἀνακοίνωση στοὺς ἀποστόλους

Ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὸ τελευταῖο γεγονός. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὴν ἀφήγηση τοῦ Μάρκου ὅτι οἱ γυναῖκες δὲν πληροφόρησαν ποτὲ τοὺς ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου. Ὁ Μᾶρκος μόνο σημειώνει ὅτι αὐτὲς δὲν τὸ ἔκαναν ἀμέσως καὶ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἔμαθαν τὰ νέα ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, στὴν ὁποία ὁ Κύριος «φανερώθηκε πρῶτα» (Μρ, ις΄, 9). Βλέπετε ὅτι ὁ Μᾶρκος τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων μυροφόρων καὶ ἀκολούθως ξεχωρίζει τὴν πληροφόρηση τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων καὶ τῶν μύρων. Ὁ Μᾶρκος δὲν ἀναφέρει τὴν Μαγδαληνὴ σὰν νὰ συμμετεῖχε στὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων στὸν τάφο, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὴν συμμετοχή της στὴν ἀγορὰ τους (Μρ, ις΄, 1), ἡ ὁποία ἔγινε τὸ ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου, μετὰ τὴν λήξη τῶν ἀπαγορεύσεων τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε στὸν τάφο «ἐνῶ ἦταν ἀκόμα σκοτάδι» (Ἰω, κ,1) καὶ χωρὶς τὰ ἀρώματα καὶ τὰ μύρα. Οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν μὲ τὰ μύρα «στὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου» (Μρ, ις΄, 2). Ὁ Κύριος δὲν ἐμφανίστηκε σὲ ὅλες αὐτὲς ἀλλὰ μόνο στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, ἡ ὁποία - ἑπομένως - δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες (Μρ, ις΄, 9). Ὁ Μᾶρκος κατονομάζει αὐτὲς ποὺ ἀγόρασαν τὰ ἀρώματα καὶ αὐτὲς ποὺ παρακολούθησαν τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ δὲν ἐπαναλαμβάνει τὰ ὀνόματα ὅταν ἀναφέρεται στὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων στὸν τάφο. Ὁ Λουκᾶς δὲν κατονομάζει αὐτὲς ποὺ ἑτοίμασαν τὰ ἀρώματα καὶ τὰ μύρα, οὔτε αὐτὲς ποὺ τὰ ἔφεραν στὸν τάφο, ἀλλὰ ὑποδεικνύει ὅτι οἱ δύο ὁμάδες δὲν ἦταν ἦταν ταυτόσημες («καὶ κάποιες ἄλλες μαζί τους» Λκ, κδ, 1). Προφανῶς κάποιες ἀπὸ αὐτὲς εἶχαν προμηθευτεῖ ἀρώματα καὶ μύρα ἤδη ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σωτῆρος, ἀλλὰ παρέμειναν σὲ ἀργία τὸ Σάββατο κατὰ τὴν ἐντολὴ (Λκ, κγ, 56), ἐνῶ ἄλλες ἀγόρασαν ἀρώματα μετὰ τὴν καθορισμένη ἀργία τοῦ Σαββάτου (Μρ, ις΄, 1). Ὁ Λουκᾶς δὲν κατονομάζει τὶς γυναῖκες ποὺ ἔφεραν τὰ ἀρώματα, ἀλλὰ λέει ὅτι κάποιες «ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ἀπήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕντεκα καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ λοιπὲς μαζί τους, οἱ ὁποῖες ἔλεγαν πρὸς τοὺς ἀπστόλους αὐτὰ» (Λκ, κδ, 9-10). Στὴν πραγματικότητα, ὅπως ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Μᾶρκος μᾶς θυμίζουν, ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία αὐτὴ ποὺ ἄρχισε τὴν ἐξάπλωση τῶν χαρούμενων νέων. Ἐφόσον τὰ νέα διαδόθηκαν σὲ ὅλους τοὺς μαθητὲς ἐπιπλέον τῶν ἕντεκα, αὐτὸ δὲν συνέβη σὲ μιὰ στιγμή. Οἱ γυναῖκες ἔπρεπε νὰ πᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, ὄχι μόνο οἱ δυὸ Μαρίες, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιπὲς μυροφόρες ἐπίσης. Ἡ μαρτυρία τῆς Μαγδαληνῆς σχετίζει τὰ λόγια τοῦ τρίτου Εὐαγγελίου (κατὰ Λουκᾶν) μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ὅτι ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Πέτρος ἔτρεξαν στὸν τάφο. Ὁ Πέτρος εἰσῆλθε στὸν τάφο καὶ εἶδε τὰ ὀθόνια.

Ἔτσι τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια εἶναι σὲ τέλεια συμφωνία μὲ αὐτὴ τὴν ἀκολουθία γεγονότων:

1) Μερικὲς γυναῖκες ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα τὴν Παρασκευὴ πρὶν τὸ τέλος τῆς μέρας, πρὶν τὴν δύση τοῦ ἡλίου (Λουκᾶς), ἐνῶ ἄλλες ὅπως καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀγόρασαν στὸ τέλος τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα (Μᾶρκος).

2)
 Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀφήνει τὶς λοιπὲς καὶ πηγαίνει μόνη στὸν τάφο νύκτα πρὶν ξημερώσει ἡ Κυριακή. Ἐκεῖ δὲν βρίσκει τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου (Ἰωάννης).

3) Ἡ Μαγδαληνὴ τρέχει καὶ ἀναγγέλει στὸν Πέτρο καὶ στὸν Ἰωάννη (Λουκᾶς, Ἰωάννης) καὶ μετὰ στέκεται μόνη ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο θρηνώντας, ὅταν ἕνας ἄγγελος ἐμφανίζεται σὲ αὐτήν, καὶ μετὰ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖο δὲν ἀναγνωρίζει. Ὅταν τὸν ἀναγνωρίζει ὁρμᾶ πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται νὰ τὸν ἀγγίξει.

4) Ὑπακούοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πηγαίνει καὶ ἀνακοινώνει τὰ νέα στοὺς ἀποστόλους (Ἰωάννης, Μᾶρκος).

5) Χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν ἐπίσκεψη τῆς Μαγδαληνῆς ἄλλες ὁμάδες μυροφόρων ἐπισκέπτονται τὸν τάφο ἀργότερα καὶ συναντοῦν ἀγγέλους (Μᾶρκος, Λουκᾶς) καὶ ἐπιστρέφουν πολὺ φοβισμένες στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ τὸ ἀνακοινώσουν (Μᾶρκος), ἀλλὰ ἀργότερα διαδίδουν τὰ νέα σὲ ὅλους (Λουκᾶς).

6) Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, γνωρίζοντας πλέον τὸ νέο τῆς Ἀναστάσεως πηγαίνουν γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο καὶ τὰ ὀθόνια, τὰ ὁποῖα ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης εἶχαν ἤδη δεῖ (Λουκᾶς, Ἰωάννης), ἀλλὰ ὄχι ἡ ἴδια ἡ Μαγδαληνή. Ἔρχονται στὸν τάφο καὶ εἰσέρχονται ὅπως τὶς προτρέπει ὁ ἄγγελος (Ματθαῖος).

7) 
Ὁ ἄγγελος παραγγέλει σὲ αὐτὲς νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὸ νέο τῆς Ἀναστάσεως στοὺς μαθητὲς καὶ νὰ ἀνακοινώσουν τὴν ἐπικείμενη συνάντηση μαζί του στὴν Γαλιλαία.

8) Τώρα ἔχοντας καταλάβει πλήρως τὰ γεγονότα οἱ δύο Μαρίες σπεύδουν νὰ ἀναγγείλουν στοὺς μαθητὲς πάλι, ἀλλὰ συναντοῦν τὸν Κύριο καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ τὶς ἐπιτρέπει νὰ τὸν ἀγγίσουν κρατώντας τὰ πόδια του (Ματθαῖος).

9) Μέχρι τὸ τέλος τῆς μέρας, ὄχι μόνο ὅλο τὸ σύνολο τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔχουν ἀκούσει τὰ νέα. Οἱ τελευταῖοι προσπαθοῦν νὰ σκεπάσουν τὰ γεγονότα. 

Τὸ θάρρος τῆς ἀγάπης Κυριακή των Μυροφόρων - Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης



Τὸ θάρρος ποὺ πηγάζει καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὑπερνικᾶ φόβους καὶ δισταγμούς, ἐμπόδια καὶ κινδύνους. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει μὲ τὸν πλέον εὔγλωττο τρόπο τὸ περιστατικὸ τῶν τολμηρῶν μυροφόρων γυναικῶν. Ἀψηφώντας φόβους καὶ κινδύνους «ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν». Ξεκινοῦν νύχτα, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ἐντάφιες τιμὲς στὸ νεκρό, ὅπως νόμιζαν, διδάσκαλό τους.


 



Ἀφοσίωση, τόλμη καὶ ἀγάπη
Μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς ἐκπλήσσει τὸ φρόνημα καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν μυροφόρων γυναικῶν, καθὼς ξεπερνοῦν τὶς φοβίες καὶ τὶς δειλίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ γυναικείου φύλου τους. «Φύσις ἀσθενὴς τὴν ἀνδρείαν ἐνίκησεν ὅτι γνώμη συμπαθὴς τῷ Θεῷ εὐηρέστησε», ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εὐαρεστήθηκε ἀπὸ τὴν ψυχική τους διάθεση ἔκανε τὴν ἀσθενικὴ γυναικεία φύση τους, νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνδρική, τονίζει ὁ ὑμνογράφος. Καὶ ὅμως αὐτές οἱ ἡρωίδες τῆς πίστης γίνονται ταυτόχρονα τύπος καὶ εἰκόνα τῆς ἁπλῆς ἀνθρώπινης εὐαισθησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσίωσης καὶ ἀκλόνητης ἀγάπης. Ἡ διακριτική τους παρουσία εἶναι χαρακτηριστική. Βρίσκονται ἀθόρυβα στὴ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ. Στέκονται πλάι του στὶς τραγικὲς ὧρες τοῦ σταυρικοῦ πάθους «εἰστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφή τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ» (Ἰω. 19,25). Τότε ποὺ οἱ μαθητὲς Του Τὸν ἐγκατέλειψαν. Τότε ποὺ τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ Τὸν ἄφησαν μόνο. Ὅταν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἀποκοιμήθηκαν, ἐνῶ ὁ ἱδρώτας τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ γινόταν «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» λίγο πρὶν τὸ ἐπερχόμενο μαρτύριο. Ὅταν ὁ ἐνθουσιώδης καὶ παρορμητικὸς Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε καὶ ὁ ἀπογοητευμένος Ἰούδας Τὸν πρόδωσε.

Καὶ ὅμως ἡ γενναιότητα καὶ ἡ ἀφοσίωση τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι συγκλονιστική, ἔστω καὶ ἂν τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ἐλάχιστες μόνο φράσεις γιὰ αὐτές. Ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τους στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ δυναμισμοῦ τους. Ἀγαποῦν καὶ ἐμπιστεύονται. Ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους καὶ μέσα στὴν ἁπλότητά τους παραδίδουν τὸν ἑαυτό τους στὸν Χριστό. Πιστεύουν καὶ τολμοῦν. Τολμοῦν καὶ προχωροῦν. Ἄλλωστε ὅποιος πιστεύει γνωρίζει ὅτι «δύναται πάντα δρᾶν, καὶ αὐτὰ τὰ δοκοῦντα τοῖς πολλοῖς δυσχερῆ καὶ ἀκατόρθωτα», δηλαδὴ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει καὶ αὐτὰ ποὺ φαίνονται ἀκατόρθωτα. Ὑπερνικοῦν ἐμπόδια καὶ δυσκολίες καὶ ζοῦν τὸ θαῦμα τῆς ὑπέρβασης. Αὐτὲς ποὺ πόνεσαν τόσο πολὺ γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γίνονται πρῶτες μάρτυρες καὶ διάκονοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀνάστασής Του. Τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι εἶναι λίγο πρὶν ξημερώσει. Ἔτσι λοιπὸν στὸ σκοτάδι τῆς ὀδύνης τοῦ θανάτου, ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ζωῆς. Οἱ μυροφόρες ζοῦν τὴ νύχτα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ πορεύονται μὲ πίστη καὶ θάρρος καὶ βλέπουν νὰ ξημερώνει ἡ μυστικὴ ἡμέρα τῆς ζωῆς.


Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν μυροφόρων
Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν μυροφόρων ἐλέγχει τὴ δειλία καὶ τὴν ἀτολμία μας στὴν πραγμάτωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀπαιτεῖται ψυχικὴ δύναμη καὶ θάρρος γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς πίστης στὴν ἐπικίνδυνη ἐποχή μας. Χρειάζεται θάρρος στὰ δύσκολα διλήμματα καὶ στὶς κρίσιμες ἐπιλογὲς τῆς ζωῆς μας ποὺ ἀποδεικνύουν τὴ γνησιότητα τῶν χριστιανικῶν μας ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν. Χρειάζεται τόλμη ποὺ κοστίζει πολλὰ γιὰ μία στάση ζωῆς ποὺ ἀντιστέκεται στὶς ποικίλες προκλήσεις τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν ὑποκύπτει στὸν τυραννικὸ ὀρθολογισμὸ καὶ δὲν παρασύρεται στὴν παραζάλη τοῦ παραλογισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ τοῦ καιροῦ μας. Χρειάζεται θάρρος, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἡττοπάθεια κάθε πνευματικῆς προσπάθειας. Γιὰ νὰ μποροῦμε, ἀκόμη, νὰ πιστεύουμε, νὰ ἐλπίζουμε καὶ νὰ ἀγαπᾶμε σὲ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν πιστεύει ὀρθά, δὲν ἀγαπάει οὐσιαστικὰ καὶ ἔπαυσε πλέον νὰ ἐλπίζει πραγματικά.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸ θάρρος ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο ὅπλο τοῦ ἀνθρώπου στὸ δύσκολο ἀγώνα τῆς ζωῆς. Ἡ λογική τοῦ κόσμου ἰσχυρίζεται ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴν ἀρετή, χρειάζεται νὰ ἐνισχύσουμε τὴν αὐτοπεποίθησή μας. Νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς δυνατότητές του. Νὰ ἔχουμε ψύχραιμη καὶ θετικὴ σκέψη. Νὰ ἰσχυροποιήσουμε τὴ θέληση καὶ τὸ χαρακτήρα μας, ὥστε νὰ μὴ δειλιάζουμε, νὰ μὴν πανικοβαλλόμαστε καὶ νὰ μὴ μεμψιμοιροῦμε μπροστὰ στοὺς κινδύνους καὶ τὰ προβλήματα. Ἡ πίστη καὶ ἡ στάση ζωῆς τῶν μυροφόρων μας λέει κάτι ἀκατανόητο γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται, ἡ ἀφοσίωση ποὺ προσφέρει εἶναι ἡ δύναμη τοῦ θάρρους ποὺ ξεπερνᾶ ἀκόμη καὶ τὴ σκιὰ καὶ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ ὁδηγεῖ στὴ νίκη καὶ τὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς. Ἀμήν.

Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων Anthony Metropolitan of Sourozh






Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, Ἰωσὴφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τιμοῦμε σήμερα τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ τοὺς ὁποίους σκεφτόμαστε σπάνια, γιατὶ ἀναφέρονται πολὺ λὶγο στὶς Γραφές. Κι ὁ καθὲνας θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα μάθημα γιὰ μᾶς.

Ὁ Ἅγ. Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία ἦταν ἓνας πλούσιος ἄνδρας μὲ ἀνοιχτό μυαλὸ ποὺ ἄκουγε τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό του στον Κύριο. Τὸ ἴδιο κι ὁ Νικόδημος· ἀλλὰ ὁ Νικόδημος ἦταν ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος, μέλος τῶν Σανχεντρίν. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστό, Τοῦ εἶχε κάνει ἐρωτήσεις, ἤθελε νὰ καταλάβει, ἤθελε νὰ εἶναι σίγουρος. Ἀλλὰ κανεὶς ἀπ’ τοὺς δὺο δὲν εἶχε δεσμευτεῖ ν’ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, νὰ δηλώσει καθαρὰ ὅτι ἦταν μαθητής Του.

Κι ὅμως, ὅταν ὁ Χριστὸς στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἡττημένος, ὅταν οἱ ἐχθροί Του πῆραν τὴ νίκη, ὅταν Ἐκεῖνος ἦταν νεκρός, ἕτοιμος νὰ ταφεῖ, ἡ πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν μάθει λόγια ζωῆς, ἀποκαλύφθηκε. Βοήθησαν τὴν Μητέρα Του νὰ μεταφέρει τό σῶμα Του καὶ νὰ τὸ θάψει. Μὲ τόλμη ἦλθαν στὸν Πόντιο Πιλᾶτο καὶ ζήτησαν τὸ σῶμα γιὰ νὰ τὸ θάψουν μὲ τιμή. Στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς Του τὸν ἄκουγαν μὲ πνεῦμα ἀνοιχτὸ ἀλλὰ διστακτικό. Ὅταν πέθανε, ἡ πίστη τους ξεχείλισε. Καὶ βλέποντας τὸν πόνο τῆς Μητέρας καί τοῦ Ἁγ. Ἰωάννη δὲν τοὺς ἔμεινε ἴχνος ἀμφιβολίας· ὄφειλαν νὰ φανερωθοῦν, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν ὅτι Ἐκεῖνος μποροῦσε ν’ ἀπορριφθεῖ ἡττημένος, ἀφοῦ ὑπῆρξε διδάσκαλος, ὁδηγὸς καὶ φίλος τους.

Ὕστερα ὑπάρχει κι ἄλλη μιὰ ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ μυροφόρες, μιὰ ὁμάδα γυναικῶν πού ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ βοηθοῦσαν Ἐκεῖνον καί τοὺς μαθητές Του στὶς ἀνάγκες τους. Ὅταν ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε, οἱ μαθητὲς ἔφυγαν μὲ ἐξαίρεση τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, μὲ ἐξαίρεση αὐτές τὶς γυναῖκες. Δὲν ἦταν μιὰ διανοητική πεποίθηση πού τὶς ἔκανε νὰ παραμείνουν μαθήτριες τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν κάτι ποὺ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ ἐρμηνευτεῖ μὲσα ἀπὸ τὰ λόγια τῶν προσκυνητῶν πρὸς τοὺς Ἐμμαούς: «…δὲν φλεγόταν ἡ καρδιά μας ὅταν μᾶς μιλοῦσε». Ὅλη ἡ πορεία ἀπό τὴν Γαλιλαῖα στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπό τὴν εἰρήνη τῆς γῆς πρός τὴν τραγωδία τῆς Ἰερουσαλήμ, ὅλον ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ποὺ εἶχαν ἀκούσει νὰ διδάσκει, οἱ καρδιές τους εἶχαν βρεῖ τὸ νόημα τῆς ζωῆς - ὄχι ἀπό μιὰν ἀγάπη προσωπικὴ ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ βαθειὰν αἴσθηση αἰώνιας ζωῆς. Αὐτὸ δήλωναν καὶ τὰ λόγια ποὺ ὁ Πέτρος εἶχε πεῖ λίγο νωρίτερα, ὅταν ὁ πολὺς κόσμος πού τοὺς περιστοίχιζε εἶχε φύγει, καὶ ὁ Χριστὸς στράφηκε στοὺς μαθητές Του καὶ εἶπε: « Πρόκειται νὰ φύγετε κι ἐσεῖς; Καὶ ὁ Πέτρος εἶπε: «ποῦ νὰ πᾶμε ; Ἒχεις ρήματα ζωῆς αἰωνίου ». Κι αὐτὲς οἱ λέξεις δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς συλλογισμός, ἤ ἀποδείξεις, ἤ πειστήρια. Ὅταν μιλοῦσε ἦταν ἡ αἰώνια ζωή ποὺ ξυπνοῦσε μέσα τους -ἡ θύρα ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν αἰώνια ζωὴ ἦρθε στὴ ζωή. Καὶ ἤξεραν ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια ἦταν ἀληθινά, μόνο γιατὶ ἔφεραν μέσα τους νέα ζωή. Ἔτσι ἦταν γι’ αὐτὲς τὶς γυναῖκες.

Σήμερα λοιπόν τιμοῦμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀπέδειξαν ὃτι ἦταν πιστοί, ἐκείνους ποὺ παρὰ τὴν ἀδυναμία τους δὲν ἔφυγαν, ἐκείνους ποὺ μπρός στὴν ματαίωση καὶ τὴν τραγωδία, ἔγιναν ξαφνικὰ μαθητές καὶ πιστοί. Ἄς τοὺς θυμηθοῦμε, ὄχι μόνο ἀντικρύζοντας τὴν δόξα μὲ τὴν ὁποία τοὺς τιμήσαμε σήμερα στὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ ρωτώντας τοὺς ἑαυτούς μας: ἀνήκουμε, σὲ ὁποιοδήποτε βαθμό, στὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἔδωσαν με τη ζωή τους; Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μπρὸς στὴν ἥττα τοῦ Χριστοῦ θὰ μπορούσαμε νὰ βγοῦμε ἕξω καὶ νὰ ποῦμε: Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, ἄν καὶ τὸν καιρὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος ὁλόγυρα κράτησα μακρυά τὸν ἑαυτό μου, διστακτικό, ἀβέβαιο, ρωτώντας τὸν ἑαυτό μου καὶ Ἐκεῖνον; Εἶναι ἆραγε κανείς ἀπό ἐμᾶς ὁ Ἰωσήφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, εἶναι κανείς μας ὁ Νικόδημος, καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε σὰν τὶς Μυροφόρες γυναῖκες, τὶς ὁποῖες οὔτε οἱ ἀνάγκες, οὔτε ἡ ἥττα, οὔτε ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ δὲν τὶς ἔκανε νὰ μείνουν μακρυὰ ἀπὸ Ἐκεῖνον;

Κανείς μας δὲν μοιάζει σὲ κάποιον τελείως· ἀλλὰ ἄς μάθουμε ἀπ’ αὐτοὺς κι ἄς προσπαθήσουμε νὰ ἀναπτυχθοῦμε μέσα στὴν πίστη ποὺ ἐκεῖνοι ἔδειξαν· οἱ πρῶτοι στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, και οἱ ὑπόλοιποι στὸν θάνατό Του. Ἀμήν.


Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr 



Πρωτότυπο Κείμενο


FEAST OF THE MYRRH-BEARING WOMEN, ST JOSEPH OF ARIMATHEA AND ST NICODEMUS
11th May 1997

In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

We keep today the feast of a number of the followers of Christ of whom we think seldom, because they are mentioned very little in the Scriptures. And each of them could be a lesson for us.

St. Joseph of Arimathea was a rich man who listened to Christ with an open mind and did not commit himself. Neither did Nicodemus; but Nicodemus was a learned man, part of the Sanhedrin. He had been listening to Christ, he had been asking questions from Him, he wanted to understand, he wanted to be sure. But neither of them had committed themselves to follow Christ, to declare themselves as His disciples.

And yet, when Christ in the eyes of everyone was defeated, when victory had come to His enemies, when He was dead, about to be buried, their faithfulness to Him who had taught them words of life came to the fore. And they joined the Mother of God to bring down the body of Christ and to bury him. Daringly they went to Pontius Pilate and asked for this body so that they could bury Him with veneration. In the course of His life they had been listening to Him with a hesitant yet open mind. When death came their faithfulness sprang to the fore. And seeing the pain of the Mother of God and St. John the apostle there was no doubt left in them; they must declare themselves, because they could not accept that He should be rejected through defeat after having been their teacher, their guide and their friend.

And then there is another group of people, the myrrh-bearing women, a group of women who had been following Christ and supporting Him and His disciples in their need. When Christ was crucified all the apostles fled, with the exception of St. John and with the exception of these women. It was not an intellectual conviction that held them as disciples of Christ. It was something which perhaps could be defined in the words of the pilgrims to Emmaus: 'was not our heart burning within us when He was speaking to us on the way'. All the way from Galilee to Jerusalem, from the peace of the land to the tragedy of Jerusalem, all this time they had been listening and their hearts had come to life — not with personal love but with a deep sense of life eternal. These are the words which also St. Peter had said earlier, when most people who surrounded them had left, and Christ turned to his disciples and said: are you also going to go? And Peter said: where should we go? You have the words of eternal life. And these words were not simply syllogisms, or proofs, or ways of conveying things. When he spoke it was life eternal that was awoken in them — the door into eternal life that came to life. And they knew that these words were true because there was new life in them. And so was it also for these women.

So today we keep the feast of people who proved faithful, the ones who in their frailty had not fled, and the ones who in the face of defeat and tragedy had suddenly become disciples and faithful. Let us remember them, not only seeing their glory as we have done today in the service, but also asking ourselves: do we belong, to any extent, to the example given by one or another of them? Can we say that in the face of the defeat of Christ we would come out and say: I am one of His disciples, although in the time when there was no danger around I kept out, hesitant, unsure, asking myself questions, indeed asking Him questions? Is any one of us Joseph of Arimathea, is any one Nicodemus, and can we say that we are like these myrrh-bearing women, whom neither the needs nor the defeat nor the death of Christ had been able to alienate from Him?

None of us is any of it to the full; but let us learn from them and try to grow into that faithfulness which they have shown; the ones throughout the life of Christ, and the other ones in the face of His defeat. Amen.

Ἡ τόλμη τῶν Μυροφόρων του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ.κ. Ιωήλ






«Ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν»

Τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας τὸ ὑπηρέτησε ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅταν Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὰ χέρια Του πάνω στὸ Σταυρό, ἡ γῆ σείσθηκε, τὰ μνημεῖα ἄνοιξαν, οἱ νεκροὶ διαμαρτυρήθηκαν, ὁ ἑκατόνταρχος ὁμολόγησε, ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε, ἡ Παναγία ἔκλαψε, ὁ Ἰωσὴφ κήδευσε καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες «ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν" (Μάρκ. 16,1). Ἐνῶ στὴν παλαιὰ ἐποχὴ ἡ γυναίκα γινόταν διάκονος καὶ αἰτία τῆς πτώσεώς μας στὴν ἁμαρτία, ἀντιθέτως σήμερα βλέπουμε στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὶς μυροφόρες γυναῖκες νὰ γίνονται ταχυδρόμοι τῆς χαρᾶς. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ σημειώνει: «Ἐπειδὴ πάλαι γυνὴ γέγονε τῷ ἀνδρὶ διάκονος λύπης, νῦν γυναῖκες γίνονται τοῖς ἀνδράσι διάκονοι χαρᾶς».


Εἶχαν ἀνδρικὸ φρόνημα
Πράγματι εἶχαν ἀνδρικὸ φρόνημα, γιατί τὴν ὥρα ποὺ οἱ μαθητὲς εἶχαν σκορπισθεῖ στὰ διάφορα σημεῖα τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φοβόντουσαν νὰ πλησιάσουν τὸν τάφο τοῦ Κυρίου οἱ τολμηρὲς μυροφόρες γυναῖκες ἀγόραζαν ἀρώματα γιὰ νὰ πᾶνε νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κινητήρια δύναμη ποὺ ὠθοῦσε τὶς μυροφόρες νὰ πᾶνε στὸ ζωοδόχο τάφο, εἶναι ἡ ἀγάπη. Γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτὴ καὶ σὲ δαπάνη καὶ σὲ κόπο καὶ σὲ κίνδυνο ὑποβλήθηκαν καὶ σὲ ἀπρόβλεπτες καταστάσεις ἐξετέθησαν μὲ μεγάλη προθυμία. Τὴν τελευταία στιγμὴ θυμήθηκαν· «τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθο ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (ὅπ.π. στίχ. 3). Ἕνας σύγχρονος Ἐπίσκοπος γράφει γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν μυροφόρων: Ὁ λογισμὸς ἐρωτᾶ, ἡ γλώσσα σιωπᾶ, ἡ ἀγάπη βαδίζει. Στὶς δύσκολες περιστάσεις τὴ λύση τὴ δίνει πάντα ὁ θεός. «Τῶν δ’ ἀδόκητων πόρον εὗρε θεός», ἔλεγε ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος. Στὰ ξαφνικὰ καὶ δύσκολα περιστατικὰ τῆς ζωῆς μας τὴ λύση δίνει μόνον ὁ θεός.


Τὰ ἀποτελέσματα τῆς τόλμης τους
Πρῶτα πρῶτα στὸ ἐρώτημά τους ὁ θεὸς ἀπάντησε μὲ τὸν ἄγγελο ποὺ σήκωσε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Μετὰ τοὺς ἁπαλλάσει ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ δημιουργήθηκε μέσα τους ἐξαιτίας τῆς παρουσίας τῶν ἀγγέλων. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι χαροπιὸ γεγονός. Ὅπου ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ τὰ δεσμὰ τοῦ φόβου, τῆς δειλίας καὶ τῆς νευρικότητας διαλύονται. Μετὰ τοὺς μίλησε γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα ἡ λέξη Ἐσταυρωμένος εἶναι πλέον τίτλος τιμῆς. Δὲν εἶναι βδελυρὴ καὶ ἀποτρόπαια λέξη. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τίμιος. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι καρπὸς τῆς Σταυρώσεως. Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση δὲ χωρίζονται. Ἀκόμη εἶδαν τὸν ἄδειο τάφο νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἔχοντας μέσα του τὰ σημεῖα τῆς ἐγέρσεως τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος εἶδαν πρῶτες τὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ καὶ κράτησαν τοὺς ἀχράντους πόδας Του καὶ «προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. 28,9).


Οἱ Μυροφόρες εἶναι ἔλεγχος γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς
Οἱ γυναῖκες ποὺ πῆγαν νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι ἔλεγχος γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς· γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔχουμε μία δειλία νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους πὼς οἱ σχέσεις μας μὲ τὸ Χριστὸ εἶναι στενές. Φοβόμαστε νὰ ποῦμε πὼς ὁ Κύριος εἶναι τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο στὴ ζωή μας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κάνει μία παρατήρηση γιὰ τὴ σχέση τοῦ χριστιανοῦ καὶ τοῦ πιστοῦ. Μερικοὶ μακαρίζουν τὶς μυροφόρες ποὺ προσκύνησαν τὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος ὅμως λέγει πὼς «δύνασθε καὶ νῦν ὅσοι βούλεσθε», δηλαδὴ μπορεῖτε καὶ τώρα ὅσοι θέλετε ὄχι μόνον τοὺς πόδας καὶ τὰ χέρια, ἀλλὰ καὶ τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀκουμπήσετε, ἐὰν «τῶν φρικτῶν ἀπολαύσητε μυστηρίων καθαρῷ συνειδότι» ἐὰν ἀπολαύσετε τὰ ἄχραντα μυστήρια, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, μὲ καθαρὴ συνείδηση. Χρειάζεται τόλμη γιὰ νὰ πλησιάσει κάποιος τὰ ἱερὰ μυστήρια. Χρειάζεται νὰ ἔχει τὸν πόθο τῶν μυροφόρων, νὰ ἀγαπάει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὲς νὰ ὑπερπηδᾶ τὰ ἐμπόδια, ποὺ ἀναφύονται ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὸν Κύριο· νὰ παραδέχεται τὴν Ἀνάστασή Του καὶ νὰ εἶναι δεκτικὸς ἄνθρωπος, νὰ ἀκούει τὰ μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως οἱ εὐλογημένες αὐτὲς γυναῖκες ἄκουσαν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης πρέπει νὰ μποῦμε σὲ σκέψεις γιὰ τὸ τί προσφέραμε ἀπὸ τὴ μεριά μας στὸ Χριστό. Μήπως ὁ Χριστὸς εἶναι στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς μας κι ὄχι στὸ κέντρο;


Ἀδελφοί μου,

Ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος πρέπει νὰ συνέχει τὴ ζωή μας, νὰ τὴ νοηματοδοτεῖ, νὰ τὴ μεταβάλλει καὶ νὰ τὴν ἁγιάζει. Τὰ μύρα ποὺ προσφέρουμε ἐμεῖς εἶναι ἡ καλή μας προαίρεση, ὁ συνεχὴς ἀγώνας μας καὶ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μαρκ. ΙΕ΄ 43-ΙΣΤ΄ 8) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μαρκ. ΙΕ΄ 43-ΙΣΤ΄ 8)

Κάθε φορά που ζούμε την Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κάθε φορά που στο νου μας φέρνουμε το Νικητή του θανάτου, τον Θεάνθρωπον Ιησούν,  σκεφτόμαστε και τον ιερό όμιλο των Αγίων Μυροφόρων. Των Μυροφόρων ανδρών και γυναικών. Τις ευλογημένες εκείνες ψυχές που αγάπησαν τον Χριστό με όλη τη δύναμη της υπάρξεώς τους και τον είχαν κλαύσει με όλη τους την καρδιά όταν βρισκόταν επάνω στον Σταυρό. Και μαζί με αυτές θυμόμαστε τον “ευσχήμονα βουλευτή”, τον Ιωσήφ δηλαδή και τον Φαρισαίο Νικόδημο, οι οποίοι είχαν προσφέρει και τα μύρα αλλά και τα δάκρυα της αγάπης τους προς τον λατρευτό Διδάσκαλο, όταν βρισκόταν στον ζωοδόχο τάφο!
Και επειδή όντως είναι μεγάλες μορφές και έχουν να δώσουν πολλά μηνύματα στους πιστούς, γι αυτό και η Εκκλησία μας, έχει ορίσει, ώστε η Κυριακή, μετά την Κυριακή του Θωμά, να είναι αφιερωμένη στα πρόσωπα των αγίων Μυροφόρων.
Θα αποτελούσε ευλογία μεγάλη, αγαπητοί μου, εάν μελετούσαμε στο Ιερό Ευαγγέλιο τα γεγονότα αυτά που αναφέρονται στα περιστατικά των Αγίων αυτών μορφών, και οπωσδήποτε πρέπει να τα μελετήσουμε.
Η δε καθαυτό ευαγγελική περικοπή της Κυριακής αυτής, όπως μας τα καταγράφει τα γεγονότα ο Ιερός Ευαγγελιστής Μάρκος, συγκλονίζει την κάθε ψυχή, και όντως, θα πρέπει να είναι κανείς πολύ πορωμένος ώστε να μη δεχθεί έστω και κάποια μηνύματα αγάπης προς τον Ιησού.
Από τα πολλά όμως που έχουμε μπροστά μας, να σταθούμε σε ένα μήνυμα και δίδαγμα το οποίο έχει να κάνει με όλους μας. Με όλα δηλ. τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, που αποτελούμε και τα μέλη του Σώματος του Κυρίου Ιησού.
Και τούτο είναι, ότι η αγάπη προς τον Χριστό, τελικώς γίνεται πηγή δυνάμεως, που υπερνικά κάθε φόβο και δυσκολία! Γίνεται πηγή δυνάμεως και τελικώς ο πιστός βγαίνει νικητής στα εμπόδια και στις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει, αφού πιστεύει και δέχεται ως «Κύριόν του και Θεόν του» (Ιωαν. Κ’ 20) τον Νικητή του θανάτου!
Αυτό ακριβώς βλέπουμε και στον όμιλο των μυροφόρων. Ποιο θα ήταν, αλήθεια, το φυσικό; Μα, να είναι φοβισμένες και να βρίσκονται κλεισμένες μέσα στο σπίτι τους, όπως ακριβώς έκαναν και οι μαθητές «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Και φυσικά, ουδεις θα τολμούσε να τις κατηγορήσει τις γυναίκες αυτές. Ορισμένοι μάλιστα
 «σοφοί και σόφρωνες» θα υποστήριζαν ότι οι μυροφόρες εάν παρέμεναν κλεισμένες στις οικίες τους, θα έδειχναν «σύνεση και φρονιμάδα» και ότι πολύ σωστά δεν θα εξέθεταν «εαυτούς και αλλήλους» σε κίνδυνο. Αυτά λοιπόν θα έλεγαν οι «σοφοί και συνετοί». Όμως, οι μυροφόρες και οι μυροφόροι έπραξαν εντελώς διαφορετικά. Έπραξαν παράλογα; Ας υποστηρίξει καθένας ό,τι θέλει. Εμάς μας ενδιαφέρει το τι αποδέχεται ο Θεός, τι βραβεύει ο Θεός, και ποσώς μας επηρεάζει το σχόλιο ή η λογική του κόσμου. Άλλωστε, όπως όλοι οι πιστοί, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει η πίστη! Όχι βεβαίως μια κάποια γενική και αόριστη πίστη σε κάποια δήθεν ανωτέρα δύναμη. Αλλά όταν κάνουμε λόγω περί πίστεως, εννοούμε την ακράδαντη και απόλυτη πίστη στο Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Εννοούμε την πίστη που μας εδίδαξαν οι Άγιοι Απόστολοι. Την πίστη που κατέχει και κηρύσσει η Αγία μας Εκκλησία. Την πίστη αυτή την Ορθόδοξη και χρονικώς αναλλοίωτη ανά τους αιώνας, η οποία μας χαρίζει τους Αγίους της κάθε εποχής και που κάνει τον άνθρωπο να λησμονεί εμπόδια και να υπερνικά δυσκολίες και φόβους. Να υπερνικά τις παγίδες του διαβόλου, τα εμπόδια και το μίσος του κακού περιβάλλοντος και να ξεπερνά την αδύναμη λογική, που όλα αυτά μαζί προσπαθούν να παρεμβάλλουν εμπόδια στην πνευματική μας πορεία.
Πόσο παραστατικά αλλά και συγκινητικά μας περιγράφει η υμνογραφία μας την δειλία των μαθητών αλλά και την τόλμη των μυροφόρων, που εκφράζεται με την κίνηση του Ιωσήφ προς τον Πιλάτο: «Πέπαυται τόλμα μαθητών, Αριμαθαίας δε αριστεύει Ιωσήφ, νεκρόν γαρ και γυμνόν θεόμενος τον επί πάντων Θεόν, αιτείται και κηδεύει κραυγάζων, οι παίδες ευλογείτε, ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούται εις πάντας του αιώνας». Δηλ. Των μαθητών του Χριστού το θάρρος και η τόλμη έπαυσε. Ο δε Ιωσήφ, ο καταγόμενος εξ Αριμαθαίας, υπερέχει και διακρίνεται διά την ανδρείαν του. Διότι αυτός, βλέπων (επάνω στον Σταυρό) νεκρόν (κατά την σάρκα) και γυμνόν τον εξουσιάζοντα τα πάντα Θεόν, (δεν Τον εγκαταλείπει εκ φόβου, αλλά) Τον ζητεί (από τον Πιλάτο) και Τον ενταφιάζει, κραυγάζων: Δοξολογείτε Αυτόν, εσείς τα παιδιά, ανυμνείτε Αυτόν, εσείς οι ιερείς, και όλος ο λαός, υψώνετε Αυτόν υπεράνω παντός ύψους και ανθρωπίνου μεγαλείου εις πάντας τους αιώνας.
Και τώρα μπροστά μας προβάλουν κάποια ερωτήματα. Μα, πού βρήκαν αυτή την δύναμη και από πού άντλησαν το θάρρος και την τόλμη, ώστε να ξεκινήσουν «λίαν πρωί της μιάς Σαββάτων» οι Μυροφόρες; Και πώς δεν υπολόγισαν το τι πιθανόν να πάθουν από τους φανατικούς Χριστοκτόνους Εβραίους; Και πάλι, πώς δεν «πάγωσαν» στην σκέψη ότι αυτές οι αδύναμες γυναίκες είχαν να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους λεγεωνάριους στρατιώτες;
Αλλ’ ας μην ψάχνουμε, φίλοι μου, την απάντηση των ερωτημάτων τούτων στην ψυχρή λογική. Όσο και αν την παρακαλέσουμε ή την απειλήσουμε, είναι φύσει αδύνατον η ταλαίπωρη να μας ικανοποιήσει. Θα πρέπει να την αφήσουμε να ταπεινωθεί και να κατεβούμε στα βάθη της καρδιάς! Εάν όντως θέλουμε απάντηση, είναι ανάγκη να πλησιάσουμε την καρδιά που φλέγεται από την αγάπη προς τον Χριστό. Εάν δεν δούμε και δεν προσεγγίσουμε το καμίνι αυτό που φλέγεται για την αγάπη και την δόξα του Χριστού, είναι αδύνατον να καταλάβουμε τις κινήσεις των Μυροφόρων. Όχι μόνο των συγκεκριμένων αυτών Μυροφόρων, αλλά και αυτών της κάθε εποχής, έως το τέλος των αιώνων.
Αυτή ακριβώς η αγάπη προς τον θείο Λυτρωτή είναι που αναδεικνύει τους ήρωες της πίστεως, οι οποίοι αψηφούν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο, τόσο από το «Αραβιανόν, σκολιώτατον γένον Εβραίων» (Β’ στάση εγκωμίων), της κάθε εποχής, όσο και από τους Ρωμαίους στρατιώτες, που κάθε φορά, ανοήτως, φυλάττουν το σώμα του Κυρίου Ιησού. Όσο για τον πελώριο λίθο που σφραγίζει τον τάφο; Ο πιστός, ούτε καν τον υπολογίζει, αφού γνωρίζει ότι ο Άγγελος θα τον αποκυλίσει και θα τον υποδεχθεί καθήμενος επάνω στον λίθο του μνήματος «Άγγελος εκάθισεν εις τον λίθον του μνήματος».
Ναι, όπου υπάρχει αγάπη προς τον Χριστό, εκεί υποχωρούν τα πάντα.
Χρειάζονται αποδείξεις; Ολόκληρη η Εκκλησία μας, τόσους αιώνες, αποτελεί την τρανώτερη απόδειξη της αλήθειας αυτής. Από πού έπαιρναν δύναμη οι ένδοξοι και καλλίνικοι μάρτυρες και πρόσφεραν τη ζωή τους θυσία, ομολογώντας την Θεότητα του Χριστού; Από πού αντλούσαν την δύναμη οι όσιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, εγκαταλείποντας τον κόσμο και τα του κόσμου; Πώς άντεχαν ισοβίως σ’ αυτό το λευκό μαρτύριο της συνειδήσεως; Πώς πολεμούσαν τον διάβολο και τα απαίσια όργανά του και τους εξευτέλιζαν, φθάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη αγιότητας; Φυσικά, από την αγάπη Εκείνου που διακήρυξε ότι: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου έξιος, και ο φιλων πατέρα υιόν ή θυγατέρα υπερ εμέ, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. Ι’ 37).
Αλλά και πώς σήμερα, στην αλλοπρόσαλλη και δαιμονισμένη στην κυριολεξία εποχή που ζούμε, πώς κατορθώνουν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, και μάλιστα νέοι άνθρωποι να βιώνουν την Χριστιανική ζωή, χωρίς να μολύνονται από την αηδιαστική αμαρτία που κατά κόρον «απολαμβάνει» ο μακράν του Θεού κόσμος; Πώς οι σημερινοί μυροφόροι και μυροφόρες, αποφασίζουν να διακόψουν τους δεσμούς με τις πλάνες του κόσμου και αφού αρνηθούν ακόμα και τα νόμιμα και φυσιολογικά, ανέρχονται και κατακτούν τα υπέρ φύσιν, μέσω του Ορθοδόξου μοναχισμού, ασκητισμού και ησυχασμού; Και πώς οι σύγχρονοι Ιεραπόστολοι λησμονούν τους φοβερούς κινδύνους και εξαποστέλλονται στα άκρα της γης για να διαδόσουν το φως του Χριστού στα πέρατα της Οικουμένης;
Πώς γενικώς, ο κάθε συνειδητός Ορθόδοξος πιστός θεωρεί «σκύβαλο» και ανάξιο λόγου κάθε τι που γίνεται εμπόδιο για την επαφή με τον αγαπημένο μας Ιησούν;
Ήδη το τονίσαμε. Ας μην ψάχνουμε να βρούμε «λογική» ερμηνεία και ανάλυση, αγαπητοί μου. Αντί αυτών, ας μελετήσουμε, ας αναλύσουμε και κυρίως ας ψάλλουμε μέσα στο «ταμείο μας» δηλ. στην καρδιά μας, την ευχή την οποία διαβάζουμε κάθε φορά που θέλουμε να μεταλάβουμε του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος του Χριστού μας: «Έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω Θείω του έρωτι, αλλά κατάφλεξον πυρί αύλω τας αμαρτίας μου και εμπλησθήναι της εν σοι τρυφής καταξίωσον, ίνα τας δύο σκιρτών μεγαλύνω, Αγαθέ, παρουσίας σου»! Δηλ. Με ισχυρή επιθυμία με τράβηξες κοντά Σου Χριστέ μου και με άλλαξες με τη θεία Σου αγάπη. Αλλά, τώρα, τις αμαρτίες μου κάψε τελείως σαν αγκάθια με φωτιά πνευματική, και αξίωσέ με, Αγαθέ, έτσι καθαρισμένος να γεμίζω απ’ τη δική Σου μακαριότητα και ευτυχία, ώστε σκιρτώντας από αγαλλίαση να δοξολογώ και τις δύο παρουσίες Σου. Την πρώτη, (που ως άνθρωπος ήλθες να μας σώσεις), και την δεύτερη, (που ως Δίκαιος Κριτής, θα κρίνεις την οικουμένη).
Αδελφοί μου, είθε η φλόγα αυτή της αγάπης του Ιησού, να πυρώνει τις καρδιές μας, και οι Μυροφόροι με τον άγιο ζήλο τους να μας συμπαραστέκουν στον δύσκολο αλλά ευλογημένο και εξαγιασμένο αγώνα μας. Αμην.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ

π. Ιωήλ
Κόνιτσα

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...