Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 27, 2012

Σβιάτ Ιβάν Ρούσκι. Ήταν ελεύθερος μέσα στη σκλαβιά του!


Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ένας παράξενος δούλος 

Ιωσήφ, Μητροπ. Προικοννήσου. «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως
Vatopaidifriend

«Γκόσποντε Ιησούσε Χριστέ, Σήνε Μπόγια, πομήλουι μια»

 

Στις 27 του Μάη γιορτάζεται η μνήμη ενός νεοφα­νούς Αγίου, Ρώσου στην καταγωγή, που το ιερό λείψανό του βρίσκεται – στο πείσμα της ανθρώπινης λογικής! – άφθαρτο και ακέραιο, κοντά 280 χρόνια μετά το σωματικό θάνατό του, στο Νέο Προκόπι (πρώην Εμίν Αγά) της Εύβοιας. Πρόκειται για τον Όσιο Ιωάννη το Ρώσο, τον νέο Ομολογητή.

Ανάμεσα στους στρατιώτες του Τσάρου της Ρωσίας Πέτρου του λεγόμενου Μεγάλου, που πολέμησαν ενάντια στους Τούρκους στα 1711, κατά τον άτυχο εκείνο για τους Ρώσους πόλεμο, όπου ο ίδιος ο Πέτρος κινδύνεψε να σκοτωθεί, ήταν κι ένα παλληκαρόπουλο καμιά εικοσαριά χρόνων, που καταγόταν από τη λεγόμενη Μικρή Ρωσία, ο Ιβάν (Γιάννης).

Αθώο και απλοϊκό χωριατόπουλο, ήταν αναθρεμμένο με τα νάματα της ορθόδοξης ευσέβειας, της ευσέβειας εκείνης που μεταμόρφωσε μια αχανή κι απαραμύθητη βαρβαρική χώρα και την έκαμε «Αγία Ρωσία», (όπως με αρκετή δόση υπερβολής ο λαός της την ονόμασε).

Γράμματα φαίνεται πως, έξω από τα γράμματα της Εκκλησίας, δεν ήξερε. Ήξερε, όμως, πολύ καλά να ξεχωρίζει το καλό απ’ το κακό, το πρόσκαιρο από το αιώνιο, και το κατά Θεόν από το κατά κόσμον. Ήξερε πως το νόημα κ’ η νοστιμάδα της ζωής κ’ η ομορφιά της μαζί, είναι ο Χριστός! Και πως σαν είσαι μαζί Του, με το μέρος Του, κοντά Του, είσαι βλογημένος και μακάριος και ευτυχής, ό,τι κι αν σου τρέχει στη ζωή, όποιο κι αν είναι το πλήθος και το μέγεθος των πειρασμών που σε βρίσκουν! Γι’ αυτό και από τα μικράτα του είχε ρίξει την άγκυρά του σ’ Αυτόν και ζούσε κατά το άγιο θέλημά Του ταπεινά, ήσυχα, χωρίς κούφιους εγωισμούς και προσκολλήσεις στα γήινα και μάταια. Για αναπνοή του είχε το «Γκόσποντε Ιησούσε Χριστέ, Σήνε Μπόγια, πομήλουι μια». Δηλαδή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Για χαροκόπι του, τη Θεία Λειτουργία. Για απόλαυσή του, το να κάνει ατέλειωτες μετάνοιες και προσκυνήματα ασταμάτητα μπρος στην εικόνα της γλυκύτατης «Μπογκορόντιτσα», της Θεοτόκου. Για τρυφή του, τη νηστεία, την άσκηση, τη σκληραγωγία. Ελπίδα και στόχος του ήταν το «Τσάρστβο» των ουρανών, η Βασιλεία του Θεού!…

Αλλά ο Θεός δεν επιφυλάσσει στους εκλεκτούς Του «βίο ανθόσπαρτο» πάνω στη γη! Αντίθετα, τους υπόσχεται θλίψεις μέσα στον κόσμο και στενοχώριες και ταλαιπωρίες και βάσανα και πειρασμούς. Γιατί στενή είναι η πύλη που εισάγει στη Ζωή και ανηφορικός και δύσβατος ο δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία. Η χριστιανική ζωή δεν είναι άνεση και πλατυσμός, τρυφή και απόλαυση, αλλά σταυρός! Έτσι και στον ευσεβή Ιβάν ο Θεός επεφύλαξε ένα σταυρό.
Στο ρωσοτουρκικό πόλεμο που ήδη αναφέραμε, τον έπιασαν αιχμάλωτο οι Τάταροι που πολεμούσαν αντάμα με τους Τούρκους, και τον πούλησαν σκλάβο σε κάποιο Τούρκο αξιωματούχο απ’ το Προκόπι της Καππαδοκίας.

Πώς να περιγράψει κανείς τη ζωή της σκλαβιάς; Περιγράφονται οι εξευτελισμοί, οι βρισιές, οι ταπεινώσεις, οι ονειδισμοί, τα κοροϊδέματα, το ξύλο, η τυραννία; Κι αν λάβει οπ’ όψη του κανείς πως το Προκόπι ήταν στρατόπεδο των Γενιτσάρων, που ήταν «υιοί γεένης διπλότεροι» των Οθωμανών, μπορεί κάπως να φαντασθεί τα βάσανα του Χριστιανόπουλου!…

Και σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, ήταν κι εκείνες οι φορτικότατες πιέσεις ν’ αφήσει την πίστη του, να πει το «σαλαβάτ» (το «πιστεύω» του Ισλάμ), να κάμουν το «σουνέτ»(περιτομή) και να γίνει Μουσουλμάνος! Πιέσεις, άλλοτε με το μαλακό κι άλλοτε με το άγριο! Άλλοτε με υποσχέσεις κι άλλοτε με απειλές! Βλέπεις, ο σατανάς είναι ποικίλος στις μεθόδους του! Όμως είχαν πέσει σε «σκληρό καρύδι»! Ή μάλλον σε πέτρα, που είχε σκληρύνει κι ατσαλώσει από την αδιάκοπη επαφή της με τον Λίθο τον Τίμιο, τον Ακρογωνιαίο, που είναι ο Ιησούς Χριστός! Έτσι, η απάντησή του ήταν πάντοτε, και στις υποσχέσεις, και στις απειλές, ένα απόλυτα αποφασιστικό «Νιέτ!». Δηλαδή: Όχι! «Δεν με συγκινούν οι υποσχέσεις σας. Ό,τι μου υπόσχεσθε είναι μάταιο, αφού ακούοντάς σας θα χωρισθώ απ’ τον Χριστό. Δεν με φοβίζουν οι απειλές σας. Ό,τι μου επισείετε σαν φόβητρο, το περιφρονώ με τη χάρη του Κυρίου μου! Για μένα «το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Παύλος, επιστολή προς Φιλιππησίους 1, 21). Τίποτε δε μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Υιού της Παρθένου!». Και στον αφέντη του είπε: «Αν μ’ αφήσεις ελεύθερο στη θρησκεία μου, θα είμαι ολοπρόθυμος στους ορισμούς σου. Μα αν με βιάσεις ν’ αλλαξοπιστήσω, ξέρε το πως σου δίνω το κεφάλι μου μετά χαράς, αλλά την Πίστη μου όχι! Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανό θα μ’ εύρει και ο χάρος!».

Βλέποντας ο Θεός την ακλόνητη πίστη του δούλου Του και την άφοβη ομολογία του, μαλάκωσε τη σκληρή καρδιά του αφέντη του και τον έκαμε σιγά-σιγά να το εκτιμήσει το σκλαβόπουλο και να το συμπαθήσει. Σ’ αυτό πολύ συνετέλεσε η όλη αρετή του Ιωάννη. Τον έβλεπαν να είναι αφοσιωμένος στο έργο του (ήταν ιπποκόμος) και να εκτελεί με βαθειά ταπεινοφροσύνη κάθε εντολή. Να κάνει ατέλειωτες νηστείες και προσευχές. Να εκκλησιάζεται με κάθε ευκαιρία και να μεταλαβαίνει κάθε Σάββατο. Να μη σηκώνει τα μάτια του να κοιτάξει κατά πρόσωπο κανέναν, αλλά να είναι πάντοτε συνεσταλμένος και ντροπαλός. Να είναι πρόθυμος για κάθε εργασία, να κοιμάται σε μια γωνιά του στάβλου πάνω στ’ άχυρα, ενώ του πρόσφεραν δωμάτιο δικό του. Να ξενυχτά συχνά προσευχόμενος στα γόνατα, άλλοτε μέσα στο στάβλο, που τον λογάριαζε θαρρείς στάβλο της Βηθλεέμ, κι άλλοτε μέσα στην εκκλησία τ’ Αϊ-Γιωργιού, εκεί κοντά στο υποστατικό του αφεντικού του. Να τρέχει με αγάπη να βοηθάει τον καθέναν, και να μην έχει λόγο πικρό στο στόμα για κανέναν! Να συγχωρεί αυτοστιγμεί και να ζητά συγγνώμη δίχως να φταίει! Να περιποιείται τα ζώα του στάβλου με ξεχωριστή φροντίδα και ν’ ακολουθεί τον έφιππο αφέντη του στους περιπάτους του, πεζός αυτός, σεμνός, με τις παπαρούνες της αρετής μόνιμα ζωγραφισμένες στα μάγουλά του, και με τα χείλη του να κινούνται αθόρυβα στην αδιάλειπτη προσευχή του Ιησού: «Γκόσποντε Ιησούσε Χριστέ, Σήνε Μπόγια, πομήλουι μια»…

Όλα αυτά, βέβαια, ηχούν παράξενα στ’ αφτιά εκείνων που βλέπουν και κρίνουν τα πράγματα με τρόπο κοσμικό. Όμως, όλα αυτά συνιστούσαν και την υπέρβαση της σκλαβιάς! Ο νεαρός Ιβάν ήταν ελεύθερος μέσα στη σκλαβιά του! Ελεύθερος από κάθε είδους δεσμά παθών και αμαρτίας! Ελεύθερος εσωτερικά! Στην ψυχή! Στα βάθη της καρδιάς του! Γιατί η ελευθερία δεν είναι υπόθεση του σώματος, μα προπαντός είναι υπόθεση του μέσα ανθρώπου! Μπορεί σωματικά να είσαι ελεύθερος, και όμως νάσαι σκλάβος της φθοράς, της αμαρτίας! Και μπορεί απ’ έξω νάσαι σκλάβος σαν τον Ιωάννη, κι από μέσα να αισθάνεσαι το πλήρωμα της ελευθερίας που χαρίζει η παρουσία του Χριστού! 

Έτσι, ο νεαρός Ρώσος υπάκουε στον αφέντη του «διά τον Κύριον», αποδίδοντας «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», και αρνήθηκε υπακοή στο θέμα της πίστεως, αποδίδοντας «τα του Θεού τω Θεώ». Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε πως η στάση του Ιβάν και η εκ μέρους του αντιμετώπιση της σκλαβιάς, αποτελεί για μας μια πρόταση ζωής εν ελευθερία. Το παράδειγμα του Ιωάννη μας δείχνει τον τρόπο, με τον οποίο ο άνθρωπος γίνεται και είναι πραγματικά ελεύθερος! Εμείς που ως υφιστάμενοι και υπάλληλοι ασχάλλουμε και δυστροπούμε σε κάθε εντολή που μας δίδεται από τους προϊσταμένους μας, και συχνά δεν βλέπουμε την ώρα να γίνουμε κι εμείς αφεντικά για να βγάλουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα τ’ απωθημένα μας καταπάνω στους δικούς μας υφισταμένους· εμείς που το να κάνουμε κάπου μια στοιχειώδη υπακοή το θεωρούμε εξευτελισμό και εξουθένωση· εμείς που ως παιδιά τις συμβουλές και τις ορμήνειες των γονιών μας τις βαφτίζουμε «καταπίεση» εμείς, για τους οποίους ειπώθηκε ότι «του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει»· εμείς που έχουμε στα κατάβαθα του είναι μας θλιβερά απωθημένα μιας σκλαβιάς τετρακοσίων και πάνω χρόνων, μιας σχετικά πρόσφατης τριπλής ξενικής κατοχής και καμπόσων ντόπιων δικτατοριών, πολλά έχουμε να διδαχθούμε από τη στάση του Ιβάν και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τη δουλεία.

Δεν ήταν μοιρολάτρης ο Άγιος! Δεν έλεγε «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω»! Ήξερε τι του συνέβαινε. Όμως ήξερε και την αλήθεια των πραγμάτων! Ήξερε πως στο χέρι του ήταν να δουλωθεί ή να μείνει ελεύθερος.  Αν θάδινε τη ψυχή του, αν γινόταν Μουσουλμάνος, οι Τούρκοι θα τον άφηναν ελεύθερο. Θα του έδιναν «μπαξίσια» πολλά περιουσίες, χρήματα, τιμές, δόξες! Μα τότε θάταν σκλάβος αληθινός! Σκλάβος της φιλαυτίας, της φιλοζωίας, του εγωισμού! Αν αρνιόταν να δώσει την ψυχή του, κι ας έμενε σκλάβος σωματικά (όπως κι έγινε), κι αν ακόμα του έπαιρναν τη ζωή ’θάταν ελεύθερος (όπως και ήταν). Αετός υψιπέτης, που ακροζυγιάζεται στα ύψη της αρετής και της χριστιανικής συνέπειας!… Η υπακοή που έκανε στις διάφορες δουλειές και στα θελήματα του αφέντη του (εκείνα, εννοείται, που δεν ερχό­ντουσαν σε σύγκρουση με του Χριστού το άγιο θέλημα), ήταν σε τελευταία ανάλυση, μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, μια πράξη ελευθερίας! Μια προσφορά θεληματική, μια εκκοπή του ιδίου θελήματος, όπως συμβαίνει και με τους Μοναχούς, οι οποίοι παραδίδουν το θέλημά τους στα χέρια του Γέροντα και του κάνουν υπακοή εν Αγίω Πνεύματι.

Η επιμέλεια πάλι, με την οποία έκανε τις διάφορες δουλειές που του ανέθεταν, βασιζόταν στην πεποίθηση ότι εκτελούσε έργο του Χριστού. Είχε δεχθεί τη σκλαβιά του σαν ένα διακόνημα που τούχε αναθέσει για να το κάμει ο ίδιος ο Χριστός! Κι έτσι έθετε σε κατά γράμμα εφαρμογή τη σύσταση του θείου Παύλου: «Όσοι είστε δούλοι να υπακούετε στους επίγειους κυρίους σας με  φόβο και τρόμο, με ειλικρίνεια καρδιάς, όπως στο Χριστό. Όχι υπακούοντας για τα μάτια, για να είστε αρεστοί στους ανθρώπους, αλλά ως δούλοι του Χριστού, εκτελώντας το θέλημα του Θεού από  ψυχής, δουλεύοντας με καλή διάθεση σαν να δουλεύετε για τον Κύριο και όχι για τους  ανθρώπους. Και να ξέρετε ότι  καθένας  ό,τι καλό κάνει, γι’ αυτό θ’ ανταμειφθεί από τον Κύριο, είτε είναι δούλος είτε ελεύθερος» (Έφεσ. 6: 5-8). Κι αυτή η αντιμετώπιση του πράγματος έκανε αληθινά τους ίδρωτες που έχυνε για χάρη του αφέντη του να λογαριάζονται ως ιδρώτες που χύθηκαν για χάρη του ίδιου του Χριστού! Και οι κόποι της σκλαβιάς να λογαριάζονται ως κόποι που καταβλήθηκαν στην εργασία του Ευαγγελίου! Έτσι, όλα αυτά έφεραν άφθονη θεία Χάρη πάνω στο δούλο του Θεού, κι ο νεαρός σκλάβος έλαβε το χάρισμα της θαυματουργίας!

Βλέποντάς τον ο αφέντης του κι οι άλλοι Τούρκοι να θαυματουργεί, άρχισαν να του συμπεριφέρονται με σεβασμό κι εκτίμηση πολλή, και τον θερμοπαρακάλεσαν μάλιστα να δεχθεί να μένει σε διαμέρισμα ξεχωριστό,  δικό του, με άνεση και ευκολίες. Όμως εκείνος αρνήθηκε ευγενικά και συνέχισε να μένει στο στάβλο του, όπου και παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Ελευθερωτή και Ζωοδότη σε ηλικία σαράντα περίπου χρόνων, αφού νωρίτερα μετάλαβε τα Άχραντα Μυστήρια, στις 27 του Μάη του 1730.

Προσθήκη από το αφιέρωμα Χριστιανικά θαύματα σε μουσουλμάνους:

Το πιο γνωστό θαύμα του αγίου είναι το εξής: μια μέρα, ενώ ο Τούρκος αφέντης του βρισκόταν στη Μέκκα, η γυναίκα του έκανε τραπέζι σε συγγενείς και φίλους στο αρχοντικό τους. Ο Ιωάννης υπηρετούσε στο τραπέζι, όταν σερβιρίστηκε ένα πιάτο από το αγαπημένο πιλάφι του αφέντη του. Το είδε η οικοδέσποινα και αναστέναξε λέγοντας: «Πόση ευχαρίστηση θα έπαιρνε ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ κι έτρωγε μαζί μας από τούτο το φαγητό». Ο άγιος τότε ζήτησε ένα πιάτο ζεστό πιλάφι για… να το στείλει στον αφέντη του στη Μέκκα. Του το έδωσαν σχεδόν με ειρωνεία, όμως, όταν επέστρεψε ο αφέντης του είχε μαζί του το πιάτο, που ανεξήγητα είχε μεταφερθεί κοντά του, και μάλιστα έφερε το χαρακτηριστικό έμβλημα όλων των σερβίτσιων του αρχοντικού. 
Ο άγιος κοιμήθηκε ειρηνικά το 1730, αφού έλαβε τη θεία κοινωνία κρυμμένη από τον ιερέα μέσα σ’ ένα μήλο. Τρία χρόνια αργότερα, μετά από ένα φωτεινό όραμα, ανοίχθηκε ο τάφος και το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο, ευλύγιστο και ευωδιάζον. Το 1830 στρατιώτες του Οσμάν πασά αποπειράθηκαν να το κάψουν ρίχνοντάς το στη φωτιά. Όμως το ιερό σκήνωμα έμεινε σχεδόν ανέπαφο και μάλιστα οι στρατιώτες το είδαν να κινείται μέσα στις φλόγες, σαν ζωντανό, και τράπηκαν σε φυγή.
***
 
Τον ενταφίασαν αρχικά στην ταπεινή εκκλησιά του Αϊ-Γιωργιού, κοντά στο υποστατικό του αφεντικού του, όπου συνήθιζε να πηγαίνει και να ξενυχτά προσευχόμενος. Από ’κει, το 1845, οι Χριστιανοί μετέφεραν το άγιο λείψανό του, που το σεβάσθηκε η φθορά και τ’ άφησε απείραχτο κι ελεύθερο από τον κοινό νόμο της αποσύνθεσης, στη μεγάλη και ωραία εκκλησιά του Αγίου Βασιλείου που έχτισαν στο μεταξύ, κι εκεί έμεινε κάνοντας αναρίθμητα θαύματα σε Χριστιανούς και Τούρκους ως το 1924, που με την ανταλλαγή των πληθυσμών που έγινε με τη Συνθήκη της Λωζάνης, ερχόμενοι οι Προκοπιανοί στην Ελλάδα τόφεραν, θησαυρό ατίμητο και ανεξάντλητο, και το ανέβασαν στην Εύβοια όπου εγκαταστάθηκαν, στο Εμίν Αγά, που από τότε ονομάσθηκε Νέο Προκόπιο.


Στο Νέο Προκόπι, με πρωτοβουλία του μακαριστού Ποιμενάρχη της περιοχής Μητροπολίτου Χαλκίδας Γρηγορίου, η ευσέβεια του λαού ανήγειρε μεγαλόπρεπο και καλλιμάρμαρο ναό στο όνομα του ευωδιαστού ρόδου της Ρωσίας, κι εκεί βρίσκεται πια εναποτεθειμένο το ιερό του Λείψανο και δέχεται ολοχρονίς την προσκύνηση χιλιάδων λαού, κι επιτελεί ποταμηδόν θαύματα και ιάσεις παντοδαπές «τοις προσιούσιν εν πίστει» (=σ’ αυτούς που προσέρχονται με πίστη).

Ιδιαίτερη αγάπη δείχνει στα παιδιά ο Όσιος Ιωάννης, γι’ αυτό και πάμπολλα θαύματά του γίνονται σ’ αυτά. Με οφθαλμοφανή επέμβασή του έσωσε επανειλημμένως από σίγουρο θάνατο παιδιά, όταν εξαιτίας σεισμών ή υποχωρήσεως της στέγης καταστράφηκαν σχολειά σε ώρα μαθήματος και στο Προκόπι, και στην Αθήνα, στους Αγίους Αναργύρους, πριν κάμποσα χρόνια. Άρρωστα παιδιά τ’ απάλλαξε από αρρώστιες φοβερές κ.ο.κ. Μα και οι προς τους μεγάλους ευεργεσίες του δεν είναι αριθμήσιμες! Ποταμός ολόκληρος και σ’  αυτούς τα θαύματά του! Κωφάλαλοι ακούνε και μιλούν! Παράλυτοι συσφίγγονται και περπατούν υγιείς! Τυφλοί αναβλέπουν! Καρδιοπαθείς αποκαθίστανται! Καρκινοπαθείς θεραπεύονται! 

Κάποια γυναίκα από τη Κύπρο, από το Φρέναρος της Αμμοχώ­στου συγκεκριμένα, συγκύπτουσα, με το κεφάλι της να φθάνει κοντά στα γόνατα, όπως η ομοιοπαθής της του Ευαγγελίου, θεραπεύθηκε πριν λίγα χρόνια, μόλις ζώστηκε τη ζώνη του Αγίου, και το θαύμα έγινε γνωστό από τον Τύπο. Γιατρός άπιστος, που κάποτε αποκάλεσε με πολλή ασέβεια το λείψανο του Αγίου «μούμια», θεραπεύθηκε ανέλπιστα από ανίατη αρρώστια που τον είχε φέρει στο χείλος του θανάτου, όταν του παρουσιάσθηκε ο ταπεινός Όσιος και του είπε: «Είμαι η “μούμια” που είπες, και σε κάνω εγώ καλά, με τη Χάρη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού»! Δαιμονισμένοι απαλλάσσονται από τα δαιμόνια που τους βασανίζουν! Θλιμμένοι παρηγορούνται! Απογοητευμένοι βρίσκουν ελπίδα! Κλονισμένοι στηρίζονται! Δύσπιστοι γίνονται πιστοί! Ευσεβείς στερεώνονται στην ευσέβεια! Δοξάζεται το όνομα του Θεού καθημερινά, με αφορμή το μικρόσωμο σκλαβόπουλο απ’ τη Ρωσία. Τον πονεμένο και τυραννισμένο ιπποκόμο, που έζησε σκλάβος αδούλωτος, θεληματικά φτωχός, άσημος, κουρελοντυμένος, υπάκουος, στερεός όμως στην αγία Ορθόδοξη Πίστη του, με το «Σλάβα τέμπιε Μπόγιε!» (Δόξα Σοι ο Θεός!) αδιάκοπα στο στόμα! Δοξάζεται ο Θεός και δοξάζει κι Εκείνος φιλότιμα το πλάσμα Του, που αγάπησε την αδοξία και την ταπείνωση! Δοξάζει το γνήσιο παιδί Του, που «διά τους λόγους των χειλέων Του εφύλαξεν οδούς σκληράς» (Ψαλμ. 16 (17):4). Δοξάζει τον Ομολογητή Του, που δεν ντράπηκε και δεν φοβήθηκε να Τον ομολογήσει «έμπροσθεν των ανθρώπων» και τον ομολογεί τώρα κι Αυτός ενώπιον όλων των ανθρώπων, ενώπιον των Αγγέλων και των Αρχαγγέλων, των Αγίων Πάντων και της Θεοτόκου, ενώπιον όλης της κτίσεως της ορατής και της αόρατης!…

Το "σπιτάκι" του αγίου Ιωάννη του Ρώσου στη Φινλανδία






Η ευσέβεια ένος ζευγαριού στη Φινλανδία ...ευθύνεται για το "σπιτάκι" του ΑγίουΙωάννου του Ρώσσου στη μακρινή αυτή χώρα, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δυναμική, αν και αποτελεί μειοψηφία. Πολλοί Ορθόδοξοι Φινλανδοί έχουν επισκεφθεί το προσκύνημα του Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου στο Προκόπι της Εύβοιας. Ανάμεσά τους και η Ρίτα Μίρωνοβ, η οποία έζησε και ένα θαύμα εκεί.
Όταν τής ήλθε η ιδέα να μετατρέψει μια ιστορικής αξίας παλαιά σιταποθήκη - φτιαγμένη με χονδρούς κορμούς ελάτου - στην αυλή της σε παρεκκλήσι, ήθελε να το αφιερώσει στον αγαπημένο της Άγιο Ιωάννη. Μαζί με τον σύζυγό της Μάρκο έκαναν αρκετά ταξίδια στην Ελλάδα για να βρούν κατάλληλες εικόνες και άλλα χρειαζούμενα.

Το περασμένο Σάββατο 31 Ιουλίου έγιναν τα θυρανοίξια του κατανυκτικού παρεκκλησίου από τον πνευματικό της κ. Ρίτας π. Χεΐκκι Xόnkamaki.
Μετά τον αγιασμό και την πρώτη Θεία Λειτουργία ακολούθησε μια ομιλία περί του Αγίου Ιωάννου, με προβολή σλάιτς από το προσκύνημα του Αγίου στο Προκόπι.  Η παρουσία του Αγίου ήταν έντονη τόσο στο εκκλησάκι όσο και στην μικρή αυτή εκδήλωση. Σημειωτέον ότι το βιβλίο Ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος του π. Ιωάννου Βερνέζου, εφημερίου επί σειρά ετών στο προσκύνημα του Αγίου στο Προκόπι, είναι ήδη μεταφρασμένο στα φινλανδικά. Το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου βρίσκεται στο δήμο Viljakkala ανάμεσα σε όμορφη φινλανδική φύση, περίπου 55 χμ. από την πόλη Tampere.


Σχόλιο : ας μη μας σκανδαλίζει ο παπάς χωρίς γένια. Την καρδιά του Άλλου δεν την ξέρεις, μόνον ο Κύριος. Είναι αδελφοί μας ορθόδοξοι κι αυτοί - Ορθοδοξία δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα ή τη Ρωσία. Σωστά;

Κυριακὴ τῶν Πατέρων Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος






«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα· διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των· διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι’ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).

Ναί, λέγει· ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον· διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς· μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας· διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ. «Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

Πάλιν μᾶς δείχνει ὅτι δέν ἔρχεται εἰς τόν Σταυρόν χωρίς τήν θέλησίν Του. Διότι πῶς δέν θά ἤρχετο μέ τήν θέλησίν του αὐτός πού καί εὔχεται αὐτό νά συμβῇ καί δόξαν ὀνομάζει τό πρᾶγμα, ὄχι μόνον αὐτοῦ πού θά ἐσταυρώνετο, ἀλλά καί τοῦ Πατρός; Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε· καθ’ ὅσον δέν ἐδοξάσθη μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά καί ὁ Πατήρ· διότι πρίν ἀπό τόν σταυρόν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἐγνώριζον (διότι λέγει «Ὁ Ἰσραήλ δέν μέ ἐγνώρισεν» (Ἠσ. 1,3), μετά ὅμως τόν Σταυρόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά Του. Ἔπειτα λέγει καί τόν τρόπον τῆς δόξης, καί πῶς θά τόν δοξάσῃ. «Σύμφωνα μέ τήν ἐξουσίαν πού τοῦ ἔδωσες ἐπί ὅλων τόν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού τοῦ ἔδωσες». Διότι τό νά εὐεργετῇ πάντοτε, ἀποτελεῖ δόξαν διά τόν Θεόν. Τί σημαίνει δέ «Καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ’ ἀρχήν δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν περιορίζεται μόνον μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Μή πηγαίνετε πρός τούς ἐθνικούς» (Ματθ. 10,5), πρόκειται εἰς τήν συνέχειαν νά εἰπῇ, «Πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19), δείχνει, ὅτι καί ὁ Πατήρ τό θέλει αὐτό· καθ’ ὅσον αὐτό ἐσκανδάλιζε πάρα πολύ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς· διότι οὔτε μετά ἀπό αὐτά ἠνείχοντο εὔκολα νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἐθνικούς, μέχρι ὅτου ἔλαβον τήν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος· καθ’ ὅσον δέν ἐγίνετο αὐτό μικρόν σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους. Μετά λοιπόν τήν τόσον μεγάλην ἐπίδειξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλθών ὁ Πέτρος εἰς τά Ἰεροσόλυμα, μόλις κατώρθωσε νά διαφύγῃ τάς κατηγορίας, ὅταν ἀνέφερε τά σχετικά μέ τήν σινδόνα (Πράξ. κεφ.11). Τί σημαίνει δέ, «Ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν, θά ἐρωτήσωμεν τούς αἱρετικούς, ἔλαβεν αὐτήν τήν ἐξουσίαν; πρίν πλάσῃ αὐτούς ἤ ἀφοῦ τούς ἔπλασεν; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει μετά τήν Σταύρωσιν καί τήν Ἀνάστασιν. Τότε δηλαδή λέγει.«Μοῦ ἐδόθη κάθε ἐξουσία» (Ματθ. 28,18), «πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19).

Τί λοιπόν; δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπί τῶν ἰδικῶν του ἔργων, ἀλλ̉ ἔδωσε μέν ἐξουσίαν εἰς αὐτούς, ὁ ἴδιος δέ μετά τό γεγονός αὐτό δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπ’ αὐτῶν; (Καί ὅμως φαίνεται ὅλα αὐτός νά τά κάμνῃ καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἄλλους μέν τιμωρῶν ἐπειδή ἡμάρτανον, ἄλλους ἐπιστρέφοντας νά τούς διορθώνῃ· διότι λέγει· «δέν θά κρύψω ἀπό τόν υἱόν μου Ἀβραάμ, αὐτό πού πρόκειται νά κάμω» (Γεν. 18,17), ἄλλους δέ ἐκτελοῦντας τάς ἐντολάς του νά τούς τιμᾷ)· ἔπειτα, τότε μέν εἶχεν ἐξουσίαν, μετά δέ τήν ἔχασε καί πάλιν τήν ξαναέλαβεν; Καί ποῖος δαίμων θά ἦτο δυνατόν νά εἰπῇ αὐτά; Ἐάν δέ εἶναι ἡ ἴδια ἐξουσία καί τότε καί τώρα (διότι λέγει. «Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ ἀνιστᾷ τούς νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ, ἔτσι καί ὁ Υἱός του ζωοποιεῖ ὅποιους θέλει» (Ἰω. 5,21)· τί σημαίνει αὐτό πού ἐλέχθη; Ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη· διά νά μή νομίσουν λοιπόν αὐτό ὡς καινοτομίαν ἐπειδή ἔλεγε. «Δέν ἀπεστάλην δι’ ἄλλο τίποτε, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. 5,24), δείχνει ὅτι αὐτό εἶναι ἐπιθυμητόν καί εἰς τόν Πατέρα. Ἐάν δέ τό λέγῃ αὐτό μέ πολύ ταπεινά λόγια, δέν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον· διότι ἔτσι καί ἐκείνους ἐπαίδευε τότε καί τούς μετά ταῦτα, καί, ὅπως προανέφερα, πάντοτε μέ τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν ταπεινῶν ἐκφράσεων ἔπειθε πάρα πολύ ὅτι τά λόγια Του αὐτά ἐλέγοντο ἀπό συγκατάβασιν.

2. Τί σημαίνει δέ «πάσης σαρκός»; Διότι, βέβαια, δέν ἐπίστευσαν ὅλοι. Καί ὅμως, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό Αὐτόν, ὅλοι ἐπίστευσαν· ἄν δέ δέν ἐπρόσεχαν εἰς τά λεγόμενά Του, ἡ κατηγορία δέν ἀνήκει εἰς τόν διδάσκαλον, ἀλλ̉ εἰς ἐκείνους πού δέν ἐδέχθησαν τά λόγια του. «Ὥστε νά δώσῃ ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα ἀπό ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσες». Ἐάν δέ καί ἐδῶ ὁμιλῇ ἀνθρωπινώτερα, μή θαυμάσῃς· διότι τό κάμνει αὐτό καί διά τούς λόγους πού ἔχομεν εἰπεῖ, καί διότι ἀποφεύγει πάντοτε ὁ Ἴδιος νά λέγῃ κάτι τό σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτό θά προσέκρουεν εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του, ἀφοῦ εἰς τήν ἀρχήν δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ὑψηλόν περί αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης λοιπόν, ὅταν ὁμιλῇ ἀπό μόνος του, δέν κάμνει τό ἴδιον, ἀλλά ἐκφράζεται κατά ὑψηλότερον τρόπον, λέγων τά ἑξῆς. «Ὅλα δι’ αὐτοῦ ἔγιναν, καί τίποτε δέν ἔγινε χωρίς αὐτόν» (Ἰω. 1,3), καί ὅτι «ἦτο ζωή» (Ἰω. 1,4), καί ὅτι «ἦτο φῶς» (Ἰω. 1,9), καί ὅτι «ἦλθεν εἰς τούς ἰδικούς του» (Ἰω.1,11)· ὄχι ὅτι δέν θά εἶχεν ἐξουσίαν, ἐάν δέν ἐλάμβανεν, ἀλλ̉ ὅτι καί εἰς ἄλλους ἔδωσεν «ἐξουσίαν νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,12). Καί ὁ Παῦλος ὁμοίως τόν ὀνομάζει ἴσον μέ τόν Θεόν (Φιλιπ. 2,6). Αὐτός ὅμως παρακαλεῖ τόν Πατέρα ἀνθρωπινώτερον, λέγων τά ἑξῆς. «Διά νά δώσω ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα πού μοῦ ἔδωσες. Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά γνωρίσουν ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καθώς καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν πού ἔστειλες εἰς τόν κόσμον». Τό «Μόνον ἀληθινόν Θεόν» τό λέγει πρός διάκρισιν ἀπό τούς μή πραγματικούς θεούς· καθ’ ὅσον ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη. Ἐάν ὅμως δέν τό δεχθοῦν μέ αὐτό καί μόνον ἀρνοῦνται τόν Υἱόν ὡς ἀληθινόν Θεόν, προχωροῦντες δέ ἔτσι θ’ ἀρνηθοῦν καί ὅτι εἶναι Θεός· καθ̉ ὅσον λέγει. «Δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν μόνον Θεόν» (Ἰω. 5,44).

Τί λοιπόν; Δέν εἶναι ὁ Υἱός Θεός; Ἐάν δέ ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί ὀνομάζεται μόνος τοῦ Πατρός, εἶναι φανερόν ὅτι εἶναι καί ἀληθινός καί ὀνομάζεται μόνος ἀληθινός. Τί δέ; ὅταν ὁ Παῦλος λέγῃ, «Ἤ μόνος ἐγώ καί ὁ Βαρνάβας;» (Α´ Κορ. 14,6), ἆρά γε ἀρνεῖται τόν Βαρνάβαν; Καθόλου· διότι τό «μόνος» χρησιμοποιεῖται πρός διάκρισιν ἀπό ἄλλους. Ἐάν δέ δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, πῶς εἶναι ἀλήθεια; (Ἰω. 14,6) διότι ἡ ἀλήθεια δέν διαφέρει τοῦ ἀληθινοῦ. Τί θά εἰποῦμεν ὅτι δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος; Κατά τόν ἴδιον τρόπον, ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός πῶς εἶναι Θεός; πῶς ἐμᾶς μᾶς κάμνει θεούς καί υἱούς, χωρίς νά εἶναι ἀληθής; Ἀλλά δι’ αὐτά ἐλέχθησαν εἰς ἐσᾶς λεπτομερέστερον εἰς ἄλλους λόγους, διά τοῦτο ἄς προχωρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν. «Ἐγώ σέ δόξασα ἐπάνω εἰς τήν γῆν». Καλῶς εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς»· διότι εἰς τόν οὐρανόν εἶχε δοξασθῆ, ἔχων καί εἰς τήν φύσιν Του τήν δόξαν καί προσκυνούμενος ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ λοιπόν δι’ ἐκείνην τήν δόξαν, πού εἶναι συνηνωμένη μέ τήν οὐσίαν Του (διότι ἐκείνην τήν δόξαν, καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν δοξάσῃ, ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχει πλήρη), ἀλλ̉ ὁμιλεῖ δι̉ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε λοιπόν τό «δόξασόν με» ἔχει αὐτήν τήν σημασίαν.

Καί διά μάθῃς ὅτι αὐτόν τόν τρόπον τῆς δόξης ἐννοεῖ, ἄκουσε τά ἐν συνεχείᾳ. «Τό ἔργον τό ἐτελείωσα πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω»· μολονότι βέβαια ἀκόμη τό ἔργον του εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν, μᾶλλον δέ οὔτε εἰς τήν ἀρχήν. Πῶς λοιπόν λέγει, «ἐτελείωσα»; Ἤ ἐννοεῖ ὅτι ἔκαμα ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό ἐμένα, ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινεν ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἤ αὐτό πού κυρίως ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι τό πᾶν ἦτο πλέον τετελεσμένον, ἐφ’ ὅσον εἶχε τοποθετηθῆ ἡ ρίζα τῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν ὁποίαν ὁπωσδήποτε κατ̉ ἀνάγκην ἐπρόκειτο νά προέλθουν οἱ καρποί καί ὅτι θά ἦτο παρών καί συνηνωμένος μέ ἐκείνους πού θά ἤρχοντο εἰς τό μέλλον. Διά τοῦτο πάλιν λέγει μέ τρόπον συγκαταβατικόν. «Αὐτό πού μοῦ ἔδωσες». Διότι, ἐάν βέβαια ἐπερίμενε νά ἀκούσῃ καί νά μάθῃ, θά ἀπεῖχον αὐτά πολύ ἀπό τήν δόξαν του· τό ὅτι λοιπόν αὐτό τό ἔκαμε μέ τήν θέλησίν Του εἶναι φανερόν ἀπό πολλά. Ὅπως, ὅταν λέγῃ ὁ Παῦλος ὅτι «τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν, ὥστε νά παραδώσῃ τόν ἑαυτόν του πρός χάριν μας» (Ἐφ. 5,2), καί «ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιπ. 2,7), καί πάλιν· «Ὅπως ἀκριβῶς μέ ἠγάπησεν ὁ Πατήρ μου καί ἐγώ ἠγάπησα ἐσᾶς» (Ἰω. 5,9). «Δόξασέ με, Πάτερ, μέ τήν δόξαν ἐκείνην πού εἶχα πρίν ἀκόμη ὁ κόσμος ἔλθῃ εἰς τήν ὕπαρξιν». Καί ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα; Ἔστω λοιπόν ὅτι πλησίον τῶν ἀνθρώπων πολύ εὔλογα ἦτο χωρίς δόξαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδυμασίας Του, πῶς ζητεῖ νά δοξασθῇ πλησίον τοῦ Θεοῦ; Τί λοιπόν ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐδῶ ὁ λόγος γίνεται περί τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας· διότι ἀκόμη δέν εἶχε δοξασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του οὔτε εἶχεν ἀπολαύσει ἀφθαρσίας, οὔτε εἶχε λάβει μέρος εἰς τόν βασιλικόν θρόνον. Διά τοῦτο δέν εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς», ἀλλά «πλησίον σου».

3. Αὐτήν τήν δόξαν θά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, ἐάν εἴμεθα προσεκτικοί. Διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει. «Ἐάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, διά νά δοξασθῶμεν μαζί του» (Ρωμ. 8,17). Ἑπομένως εἶναι ἄξιοι μυρίων δακρύων ἐκεῖνοι πού, ἄν καί ὑπάρχει ἔμπροσθέν των τόση δόξα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας των καί τῆς ἀδιαφορίας των προκαλοῦν κακά εἰς τόν ἑαυτόν των, καί, ἐάν δέν ὑπῆρχε γέεννα, θά ἦσαν ἀθλιώτεροι ἀπό ὅλους, καθ̉ ὅσον, ἐνῷ ἠμποροῦν νά βασιλεύσουν καί νά δοξασθοῦν μαζί μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀποστεροῦν τόν ἑαυτόν των ἀπό τόσα ἀγαθά· διότι, ἐάν ἐχρειάζετο νά κατασφαγοῦν, ἐάν ἐχρειάζετο νά ὑποστοῦν μυρίους θανάτους, ἐάν ἐχρειάζετο νά παραδώσουν ἀπείρους ψυχάς καί τόσα ἄλλα σώματα καθημερινῶς, δέν ἔπρεπε νά ὑποστοῦν ὅλα αὐτά χάριν τῆς τόσον μεγάλης δόξης; Τώρα ὅμως οὔτε τά χρήματα περιφρονοῦμεν, τά ὁποῖα ἀργότερον θά τά ἀποχωρισθοῦμεν καί χωρίς νά τό θέλωμεν· δέν περιφρονοῦμεν τά χρήματα, πού μᾶς περιβάλλουν μέ ἀμέρτητα κακά, καί πού μένουν ἐδῶ καί δέν εἶναι ἰδικά μας (διότι διαχειριζόμεθα ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἰδικά μας καί ἄν ἀκόμη τά ἔχωμεν ἀπό πατρικήν κληρονομίαν)· ὅταν ὅμως καί γέεννα ὑπάρχῃ καί σκώληξ αἰώνιος καί ἄσβεστον πῦρ καί τρυγμός τῶν ὀδόντων, εἰπέ μου, πῶς θά τά ὑποφέρωμεν αὐτά;

Μέχρι πότε θά εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί θά δαπανῶμεν τό πᾶν εἰς καθημερινάς διαμάχας καί φιλονεικίας καί λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντες τήν γῆν, παχαίνοντας τό σῶμα, καί ἀδιαφοροῦντες διά τήν ψυχήν, διά μέν τά ἀναγκαῖα μή κάμνοντες κανένα λόγον, διά δέ τά περιττά καί ἀνώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα; Καί οἰκοδομοῦμεν μέν λαμπρούς τάφους καί ἀγοράζομεν πολυτελεῖς οἰκίας καί ἀκολουθούμεθα ἀπό ἀγέλας παντός εἴδους ὑπηρετῶν καί ἐπινοοῦμεν διαφόρους οἰκονόμους, ἀγρῶν, οἰκιῶν, διαχειριστάς χρημάτων καί καθιστῶντες ἄρχοντες ἀρχόντων, διά δέ τήν ψυχήν μας πού ἔχει μείνει τελείως ἔρημη δέν δείχνομεν καμμίαν φροντίδα. Καί ποῖο θά εἶναι τό τέλος αὐτῶν; δέν γεμίζομεν μίαν γαστέρα; Δέν ἐνδύομεν ἕνα σῶμα; διατί τόσος πολύς θόρυβος δι’ αὐτά τά πράγματα; Διατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά καί διατί τήν ψυχήν πού ἐλάβομεν τήν κατασφαγιάζομεν, τήν κατασπαράσσομεν μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς φροντίδας, ἐπινοοῦντες φοβεράν δουλείαν διά τούς ἑαυτούς μας; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκην ἀπό πολλά, εἶναι δοῦλος πολλῶν, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι εἶναι κυρίαρχος αὐτῶν. Διότι καί τῶν ὑπηρετῶν δοῦλος εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερον τρόπον ὑπηρεσίας.καί κατ’ ἄλλον τρόπον δέ εἶναι δοῦλος, διότι δέν τολμᾷ χωρίς ἐκείνους νά μεταβῇ εἰς τήν ἀγοράν οὔτε εἰς τό λουτρόν, οὔτε εἰς τόν ἀγρόν, ἐνῷ αὐτοί πολλές φορές παντοῦ πηγαίνουν χωρίς τόν κύριόν των. Ἀλλ̉ ὁ θεωρούμενος ὅτι εἶναι κύριος, ἄν δέν εἶναι παρόντες οἱ δοῦλοι, δέν τολμᾷ νά βγῇ ἀπό τήν οἰκίαν, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη συμβῇ νά βγῇ μόνος ἀπό τήν οἰκίαν, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι διά γέλια.

Ἴσως μερικοί μᾶς γελοῦν πού λέγομεν αὐτά, ἀλλ̉ ὅμως ἀκριβῶς δι’ αὐτό θά ἦσαν ἄξιοι μυρίων δακρύων· διότι διά νά διαπιστώσῃς ὅτι αὐτό εἶναι δουλεία, θά σέ ἐρωτοῦσα εὐχαρίστως· ἤθελες νά εἶχεις τήν ἀνάγκην ἐκείνην πού θά ἔθετε τήν τροφήν εἰς τό στόμα σου ἤ θά προσέφερε τό ποτήρι εἰς τά χείλη σου; Δέν θά ἐθεωροῦσες αὐτήν τήν ὑπηρεσίαν ἀξίαν δακρύων; Τί δέ, ἐάν ἐχρειάζεσο μερικούς διά νά σέ βαστάζουν διαρκῶς διά νά βαδίζῃς, δέν θά ἐθεωροῦσες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν ἑαυτόν σου ἐλεεινόν καί ἀθλιώτερον ἀπό ὅλους; Λοιπόν καί τώρα τέτοιαι ἔπρεπε νά εἶναι οἱ διαθέσεις σου· διότι καθόλου δέν διαφέρει, εἴτε νά παθαίνει αὐτά κανείς ἀπό ἄλογα ζῶα εἴτε ἀπό ἀνθρώπους. Τί δέ, εἰπέ μου, δέν διαφέρουν ὡς πρός αὐτό οἱ ἄγγελοι ἀπό ἡμᾶς, τό ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν τήν ἀνάγκην των ὅσων ἔχομεν ἡμεῖς; Λοιπόν, ὅσον ὀλιγωτέραν ἔχομεν τήν ἀνάγκην, τόσον περισσότερον πλησιάζομεν πρός ἐκείνους, ὅσον δέ περισσοτέραν, τόσον περισσότερον καταπίπτομεν εἰς αὐτόν τόν φθαρτόν βίον. Καί διά νά μάθῃς ὅτι αὐτά ἔχουν ἔτσι, ἐρώτησε τούς γέρους ποῖον βίον μακαρίζουν, ἐκεῖνον πού ἦσαν τότε ὑποδουλωμένοι εἰς αὐτόν ἤ ἐκεῖνον πού εἶναι σήμερα κυρίαρχοι αὐτοῦ; Διότι ἀκριβῶς δι’ αὐτό ἀνεφέραμεν ἐκείνους, ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι μεθυσμένοι ἀπό τά τῆς νεότητος οὔτε κἄν γνωρίζουν τό ὑπερβολικόν μέγεθος τῆς δουλείας. Τί δέ, αὐτοί πού πάσχουν ἀπό πυρετόν μακαρίζουν τόν ἑαυτόν των, ὅταν αἰσθάνονται μεγάλην δίψαν καί πολλήν πεῖναν καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό πολλά ἄλλα ἤ ὅταν ἀποκτήσουν τήν ὑγείαν των καί ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἐπιθυμίαν; Βλέπεις ὅτι παντοῦ εἶναι ἐλεεινόν καί ξένον πρός τήν φιλοσοφίαν καί ἐπέκτασις τῆς δουλείας καί τῆς ἐπιθυμίας τό νά ἔχῃ κανείς ἀνάγκην ἀπό πολλά πράγματα;

Διατί λοιπόν μέ τήν θέλησίν μας μεγαλώνομεν τήν ἀθλιότητα εἰς τόν ἑαυτόν μας; Διότι εἰπέ μου, ἐάν ἦτο δυνατόν νά κατοικῇς χωρίς στέγην καί τοίχους καί χωρίς νά βλάπτεσαι καθόλου, δέν θά ἐπροτιμοῦσες περισσότερον αὐτό; Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐπεκτείνεις τά γνωρίσματα τῆς ἀσθενείας; Δέν μακαρίζομεν δι’ αὐτό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό τίποτε, οὔτε ἀπό οἰκήματα, οὔτε ἀπό ἐνδύματα; Ναί, λέγει· ἀλλά τώρα εἴμεθα ὑπό τό κράτος τῆς ἀνάγκης. Διατί λοιπόν αὐξάνομεν τήν ἀνάγκην; Διότι, ἐάν πολλοί περικόπτουν πολλά καί ἀπό τά ἀναγαῖα (ἐννοῶ τούς δούλους, τά οἰκήματα καί τά χρήματα), ποίαν δικαιολογίαν θά ἠμπορούσαμεν νά ἔχωμεν, ὑπερβαίνοντες τήν ἀνάγκην; Μέ ὅσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι· διότι ὅσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις τήν ἐλευθερίαν σου· καθ̉ ὅσον ἡ μέν πλήρης ἐλευθερία συνίσταται εἰς τό νά μή ἔχωμεν καμμίαν ἀνάγκην, ἐνῷ ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ αὐτήν συνίσταται εἰς τό νά ἔχωμεν τήν ἀνάγκην ὀλίγων πραγμάτων, τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι πρό πάντων καί οἱ μιμηταί αὐτῶν, ὅμως τό νά τό κατορθώσουν αὐτό ἄνθρωποι πού μένουν μέσα εἰς θνητόν σῶμα σκέψου πόσον μεγάλον ἔπαινον ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα. Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Παῦλος γράφων πρός τούς Κορινθίους.«Ἐγώ δέ σᾶς λυποῦμαι» (Α´ Κορ. 7,28), καί «Διά νά μή ὑποφέρουν αὐτοί εἰς τήν ζωήν» (Αὐτόθι). Διά τοῦτο ὀνομάζονται χρήματα, διά νά τά χρησιμοποιοῦμεν ὅπου χρειάζονται, ὄχι διά νά τά φυλάσσωμεν καί νά τά κρύπτωμεν μέσα εἰς τήν γῆν· διότι αὐτό δέν δείχνει ὅτι τά ἀπεκτήσαμεν, ἀλλ̉ ὅτι αὐτά ἀπέκτησαν ἡμᾶς· καθ’ ὅσον ἐάν πρόκειται αὐτό νά σκεπτώμεθα, πῶς αὐτά νά τά κάνωμεν πολλά καί ὄχι διά νά τά ἀπολαύσωμεν εἰς τά ἀναγκαῖα πράγματα, ἀνετράπη ἡ τάξις, καί ἐκεῖνα κατέκησαν ἡμᾶς καί ὄχι ἡμεῖς ἐκεῖνα.

Ἄς ἀπαλλαγῶμεν λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν φοβεράν δουλείαν· καί ἄς γίνωμεν κάποτε ἐλεύθεροι. Διατί ἐπινοοῦμεν διά τούς ἑαυτούς μας ἀπείρους καί διαφόρων εἰδῶν δεσμούς; Δέν σοῦ ἀρκεῖ ὁ δεσμός τῆς φύσεως καί ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν ἀπείρων πραγμάτων, ἀλλά πλέκεις καί ἄλλα δίκτυα διά τόν ἑαυτόν σου καί δένεις μέ αὐτά τά πόδια σου; Καί πότε θά σκεφθῇς καί θά φροντίσῃς, διά τόν οὐρανόν καί θά ἠμπορέσῃς νά ἀνεβῇς πρός τό ὕψος ἐκεῖνο; Πρέπει λοιπόν νά θελήσῃ κανείς, νά θελήσῃ νά κόψῃ αὐτά τά σχοινιά διά νά ἠμπορέσῃ νά φροντίσῃ διά τήν οὐράνιον πόλιν· τόσα πολλά ἄλλα ἐμπόδια ὑπάρχουν, πού διά νά τά νικήσωμεν ὅλα πρέπει νά ἀρκούμεθα εἰς τά ὀλίγα· διότι ἔτσι θά φροντίσωμεν καί διά τήν αἰώνιον ζωήν μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 27/05/2012, Ευαγγελιστής Ιωάννης ιζ΄ 1-13.



Κείμενο:
1 Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8 ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.

Μετάφραση:
Ο Ιησούς, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, έφτασε η ώρα· φανέρωσε τη δόξα του Υιού σου, ώστε κι ο Υιός σου να φανερώσει τη δική σου δόξα. Εσύ του έδωσες εξουσία πάνω σε όλους τους ανθρώπους· έτσι κι αυτός θα δώσει την αιώνια ζωή σε όλους αυτούς που του εμπιστεύτηκες. Και να ποια είναι η αιώνια ζωή: Ν΄ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό. Εγώ φανέρωσα τη δόξα σου πάνω στη γη, αφού ολοκλήρωσα το έργο που μου ανέθεσες να κάνω. Τώρα λοιπόν εσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ΄ εσένα με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος. Εγώ σε έκανα γνωστό στους ανθρώπους που τους πήρες μέσα από τον κόμσο και μου τους εμπιστεύτηκες. Ανήκουν σ΄ εσένα, κι εσύ τους έδωσες σ΄ εμένα, κι έχουν δεχτεί το λόγο σου. Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα· γιατί τις διδαχές που μου έδωσες, εγώ τις έδωσα σ΄ αυτούς, κι αυτοί τις δέχτηκαν και αναγνώρισαν πως πραγματικά από σένα προέρχομαι, και πίστεψαν πως εσύ με έστειλες στον κόσμο. Εγώ γι΄ αυτούς παρακαλώ. Δεν παρακαλώ για τον κόσμο αλλά γι΄ αυτούς που μου έδωσες, γιατί ανήκουν σ΄ εσένα. Κι όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά σου, και τα δικά σου είναι και δικά μου, και δι΄ αυτών θα φανερωθεί η δόξα μου. Τώρα δεν είμαι πια μέσα στον κόσμο· ενώ αυτοί μένουν μέσα στον κόσμο, κι εγώ έρχομαι σε σένα. Άγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου που μου χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς. Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους διατηρούσα στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανένας απ΄ αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο άνθρωπος της απωλείας, για να εκπληρωθούν τα λόγια της Γραφής. Τώρα όμως εγώ έρχομαι σ΄ εσένα, και τα λέω αυτά όσο είμαι ακόμα στον κόσμο, ώστε να έχουν τη δική μου τη χαρά μέσα τους σ΄ όλη την πληρότητά της.»

Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ (318) Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου

Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ (318) Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου

Η έκτη κατά σειρά Κυριακή μετά το Άγιο Πάσχα είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στην μνήμη των 318 Αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Η σύνοδος συνήλθε κατά πρόσκληση του Μέγα Κωνσταντίνου κατά το εικοστό έτος της βασιλείας του και είχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθείσες μορφές της συνόδου ήταν ο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο Παφνούτιος, ο Σπυρίδων, ο Νικόλαος, κ.α.

Η Α' Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τον Αρειανισμό. Διατύπωσε τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί. Συνέταξε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως.

Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων
Κανών Α': Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β': Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ': Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ' - Ε': Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
Κανών ΣΤ': Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ': Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η': Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ': Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι': Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ' - ΙΒ': Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ': Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ': Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ' - ΙΣΤ': Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανών ΙΖ': Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ': Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ': Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.

Επισπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.

Τα συμπεράσματα τις συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους από 318 και ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους. Οι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των επισκόπων.


Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Ο Μέγας Κωνσταντίνος βρίσκεται στο κέντρο περιτριγυρισμένος από Εκκλησιαστικούς Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Ο ρόλος περιέχει το πρώτο μισό του συμβόλου Πίστεως Νίκαιας - Κωνσταντινούπολης.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος βρίσκεται στο κέντρο περιτριγυρισμένος από Εκκλησιαστικούς Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Ο ρόλος περιέχει το πρώτο μισό του συμβόλου Πίστεως Νίκαιας - Κωνσταντινούπολης.

Απεικόνιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου
Απεικόνιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου

Απεικόνιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου
Απεικόνιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου

Μεταβυζαντινή εικόνα με θεολογική αναπαράσταση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (Μιχαήλ Δαμασκηνός, 1591, Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Σιναϊτών, Ηράκλειο Κρήτης)
Μεταβυζαντινή εικόνα με θεολογική αναπαράσταση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (Μιχαήλ Δαμασκηνός, 1591, Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Σιναϊτών, Ηράκλειο Κρήτης)

Απεικόνιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου
Απεικόνιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου





Σχετικές συνδέσεις


Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος

Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος
Όσιος Ιωάννης ο ΡώσοςΒιογραφία
Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690 μ.Χ., από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.

Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».

Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».

Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.

Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.

Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.

Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.

Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.

Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.

Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.

Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.

Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».

Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.

Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.

Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.

Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 μ.Χ.

Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.

Όταν, κατά το 1832 μ.Χ., επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β', επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.

Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.

Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.

Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.
 
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Άγιος Ελλάδιος


Ἔλαιον Ἑλλάδιος ἱερωσύνης,
Αἵματι συνέμιξε τοῦ μαρτυρίου.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Ἑλλάδιον ἔκτανε πυγμή.
Βιογραφία
Ο Άγιος Ελλάδιος, έζησε την εποχή των σκληρών διωγμών κατά της Εκκλησίας. Η ζωή του ως λαϊκού, χαρακτηριζόταν από μεγάλη σωφροσύνη, άσκηση γι' αυτό και εξελέγη επίσκοπος. Από τη θέση, αυτή ο Ελλάδιος, αναλώθηκε στη διακονία του ποιμνίου του. Κήρυττε, δίδασκε και με σύνεση και διάκριση, επέλυε τυχόν ανακύπτοντα προβλήματα. Η όλη του πολιτεία και διακονία κατόρθωσε να φέρει πολλούς ειδωλολάτρες στην ορθόδοξη πίστη.

Η δράση του αυτή, προκάλεσε τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν και του πρότειναν να αρνηθεί το Χριστό για να σώσει τη ζωή του. Εξοργισμένοι από την ακλόνητη πίστη του επισκόπου τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά με τη χάρη του Θεού θεραπεύθηκε απ' όλα. Τελικά μετά από συνεχόμενους ραβδισμούς, παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Ἑλλάδιε· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ, διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως ἐδέξω ὡς θεῖον ἔλαιον, ἱερουργίας τὴν χάριν, τῇ ἐπινεύσει Χριστοῦ, καὶ ἱέρευσας σοφῶς Πάτερ Ἑλλάδιε, καὶ Μαρτύρων κοινωνός, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, γενόμενος Ἱεράρχα, καθικετεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ ἐλαία ἀνεβλάστησας κατάκαρπος, ἀθλητικὴν ἱερουργὲ νέμων χρηστότητα, τοῖς τὸ ἔλεος τοῦ Λόγου προσδεχομένοις. Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ φωστὴρ λαμπρὸς τῆς πίστεως, καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς γνῶσιν ἔνθεον, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἑλλάδιε.

Μεγαλυνάριον
Ἔλεος Ἑλλάδιε θεϊκόν, ταῖς εὐπροσδέκτοις, μεσιτείαις πρὸς τὸν Θεόν, βλῦσον Ἱεράρχα, τοῖς πίστει εὐφημοῦσι, τῶν σῶν ἀγωνισμάτων, τὴν θείαν ἄθλησιν.



Αγιογραφίες / Φωτογραφίες

Άγιος Θεράπων

Mάστιξι θνήσκων Δεσπότου του σου χάριν,
Eύνους θεράπων χρηματίζεις Θεράπων.


Ο Άγιος Θεράπων ήταν Ιερέας στην εκκλησία των Σάρδεων. Κατά τα παραγγέλματα του Αποστόλου Παύλου ήταν πράος, ειρηνικός, επιεικής, φιλόξενος, αφιλοχρήματος, διδακτικός, και έτρεμε μήπως από αμέλεια του χανόταν ή και στιγμιαία σκανδαλιζόταν έστω και μόνο μια ψυχή.

Όταν συνελήφθη, διατάχθηκε να αρνηθεί τον Ιησού. Αυτός μίλησε στον ειδωλολάτρη άρχοντα σαν ήρωας, επιθυμώντας να βαδίσει στο μαρτύριο και όχι να τ' αποφύγει. Ο έπαρχος Ουαλεριανός τον βασάνισε σκληρά, και τελικά τον αποκεφάλισε κοντά στον ποταμό Έρμο, όπου βρισκόταν η επισκοπή Σατάλων.

Όσιος Bede ο Ομολογητής


Ο Όσιος Bede (Βεδέας) γεννήθηκε στη Νορθμπρία της Αγγλίας το 673 μ.Χ. Σε ηλικία επτά ετών εισήλθε στη μονή του Γιάρροου, όπου σπούδασε και παρέμεινε καθ' όλο τον βίο του, χωρίς ποτέ να απομακρυνθεί από τα όρια αυτής. Όπως εξάγεται από τα συγγράμματά του και από άλλες μαρτυρίες, ανάλωσε τον βίο του και όλη την ενεργητικότητά του στην μελέτη των Αγίων Γραφών, στην ακριβή τήρηση των Κανόνων της μοναχικής πολιτείας, τη διδασκαλία και τη συγγραφή. Οι θεολογικές του εργασίες, κυρίως ερμηνευτικές, ήσαν εμβριθείς και εξετιμώντο πολύ, αλλά ο Όσιος Βεδέας κατέστη περίφημος κυρίως ως ιστορικός. Το υπό τον τίτλο «Ιστορία της Εκκλησίας της Αγγλίας και του Αγγλικού λαού» έργο του, είναι η σπουδαιότερη πηγή για την πριν από αυτόν ιστορική περίοδο της Βρετανίας και της Εκκλησίας αυτής. Συνέθεσε, επίσης, ύμνους και άλλα ποιήματα, επιστολές, διάφορες ομιλίες και συνέθεσε το «Μικρόν Μαρτυρολόγιον» με ιστορικές σημειώσεις.

Ο Όσιος Bede ήταν ο πρώτος, ο οποίος συνέγραψε στην αγγλική γλώσσα. Εκτός των προσόντων του αυτών ήταν προ πάντων άνθρωπος του Θεού, ευλαβής, ταπεινός, αγνός στην ψυχή και το σώμα.

Την τελευταία ημέρα της ζωής του, όταν πλέον είχε εντελώς εξαντληθεί, ένας από τους μαθητές του, του υπενθύμισε ότι απομένει το τελευταίο κεφάλαιο του Ιωάννου προς ερμηνεία. «Γράφε, τέκνον μου», είπε ο Όσιος και άρχισε να υπαγορεύει. Όταν το κεφάλαιο τελείωσε, ο ετοιμοθάνατος αδελφός αποχαιρέτησε όλους τους μοναχούς, στους οποίους διένειμε μικρά δώρα ως ευλογία, στράφηκε προς το ναό, όπου καθημερινά προσευχόταν επί εξήντα συναπτά έτη, πρόφερε τους λόγους «Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι» και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού το 735 μ.Χ.


Αγιογραφίες / Φωτογραφίες





Σχετικές συνδέσεις

Άγιος Ιούλιος ο Στρατηλάτης ο Μάρτυρας

Ο Άγιος Μάρτυς Ιούλιος μαρτύρησε επί αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285 - 305 μ.Χ.). Επειδή ήταν Χριστιανός, συνελήφθη το 297 μ.Χ. στο Δορύστολο, επαρχία της Κάτω Μοισίας και οδηγήθηκε ενώπιον του επάρχου Μαξίμου, ο οποίος τον προέτρεψε να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα, για να ζήσει. Ο στρατιώτης Ιουλιανός όμως με πνευματική ανδρεία ομολόγησε το Όνομα του Θεού ενώπιον των ειδωλολατρών. Τότε ο άρχοντας έδωσε εντολή να θανατωθεί διά ξίφους.

Όταν έφεραν τον Άγιο στον τόπο της καταδίκης του, τον αποχαιρέτισαν όλοι. Κάποιος Χριστιανός, που ονομαζόταν Ησύχιος, τον παρακάλεσε να τον ενθυμείται στις προσευχές του μαζί με τους Μάρτυρες Πασικράτη και Βαλεντίωνα, που είχαν πεθάνει μαρτυρικά (τιμούνται 24 Απριλίου).

Στην συνέχεια ο δήμιος εκτέλεσε την εντολή και αποκεφάλισε τον Άγιο. Έτσι ο Άγιος Ιουλιανός εισήλθε στη χαρά του Κυρίου αυτού και έλαβε τον αμαράντινο στέφανο της δόξας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...