Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Προικοννήσου Ιωσήφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Προικοννήσου Ιωσήφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2017

Εν όψει των Χριστουγέννων


του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προικοννήσου
κ. Ιωσήφ

από το βιβλίο του «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως
Πλησίασε και πάλι η μεγάλη και σωτήρια ημέρα των Χριστουγέννων. Σε λίγες μέρες, οι καμπάνες όλου του κόσμου θα διαλαλήσουν με τους ολόγλυκους ήχους τους πως «Χριστός γεννάται, λύτρωση στου κόσμου την ορφάνια»!
 Μα πολύ πιό νωρίς, εμείς, οι Ορθόδοξοι, έχουμε το προανάκρουσμα αυτής της μελωδίας, όχι μόνο με την περίοδο της Χριστουγεννιάτικης νηστείας, που αρχίζει από τις 15 Νοεμβρίου, ούτε μόνο από τις πάντερπνες Καταβασίες «Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε» και το γλυκύτατο Κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον τον προαιώνιον Λόγον εν σπηλαίω έρχεται αποτεκείν απορρήτως», που από μέρες τ’ ακούμε να ψάλλονται στις εκκλησιές μας, μα και από το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής προ των Χριστουγέννων, που είναι το πρώτο κεφάλαιο της Καινής Διαθήκης, το πρώτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου, και μας περιγράφει όχι μόνο το ανθρώπινο γενεαλογικό δένδρο του Χριστού, μα και το ίδιο το κοσμοσωτήριο γεγονός της Γεννήσεώς Του.
Έτσι, η Εκκλησία μας, με πολλή σοφία, μας δίνει βαθμιαία την ευκαιρία και τη δυνατότητα μιας καλής πνευματικής προετοιμασίας, όχι απλώς για να γιορτάσουμε, μα, κυριολεκτικά, για να ζήσουμε το μεγάλο Μυστήριο της Σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.
Αν τα Χριστούγεννα για άλλα δόγματα και λαούς είναι μια ευκαιρία οικογενειακής ζεστασιάς και εκδηλώσεων αγάπης μόνο, για τους Ορθοδόξους είναι κάτι πολύ πιό βαθύ και πολύ πιο σπουδαίο. Είναι μια ακόμη ευκαιρία να εμβαθύνουμε με σοβαρότητα στο γεγονός της ταπεινώσεως και της κενώσεως του Θεού, προκειμένου να πληρωθούμε και να υψωθούμε εμείς! Να γεμίσουμε όχι απλώς από αρετές, οι οποίες αυτονομημένες και καθαυτές δεν έχουν καμιά σημασία και αξία, όσο εντυπωσιακές κι αξιοθαύμαστες κι αν φαίνονται, αλλ’ αποκτούν νόημα και αξία μόνο σε σχέση με την αυτοαρετή και την αυτοαγιότητα που είναι ο Χριστός. Κατά πόσο δηλαδή καλλιεργούνται με την ευλογία Του, σύμφωνα με το θέλημά Του, και με μόνο σκοπό τη δόξα του Ονόματος Του, ως εργαλεία δηλαδή θεώσεως, αλλά και να γεμίσουμε από ζωή, και από εκείνο το «περισσόν», το οποίο υπαινίχθηκε ο Κύριος λέγοντας: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιωάν. 10: 10). Να γεμίσουμε από τις άκτιστες ενέργειές Του που χαρίζουν ζωή! Όχι μόνο τούτη την πρόσκαιρη, μα και την παντοτεινή και αιώνια! Και να γεμίσουμε από το φως Του το άκτιστο, το ζωοποιό, το θεοποιούν(=αυτό που κάνει τον άνθρωπο θεό), το αφθαρτίζον, το αγιάζον, αυτό που, από υπερβολή φιλανθρωπίας και ξεχείλισμα αγάπης, μας κάνει «θεούς» κατά χάριν. Αυτό είναι το «περισσόν»! Και να υψωθούμε στο αρχαίο κάλλος, στην πρώτη ομορφιά, την «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» (Γεν. 1: 26), με την οποία μας έπλασε, κι απ’ όπου με την αμαρτία μας ξεπέσαμε και -δυστυχώς- εξακολουθούμε να ξεπέφτουμε.
Είναι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα για τους Ορθοδόξους μια ευκαιρία να ταπεινωθούμε μαζί με τον ταπεινούμενο Χριστό. Και ταυτόχρονα μια ευκαιρία για να υψωθούμε από την κίβδηλη ζωή της αμαρτίας και την αφόρητη πλήξη της καθημερινής συμβατικότητας στην εν Χριστώ ζωή! Τη ζωή των δακρύων της μετανοίας και της μυστικής χαράς που χαρίζει στις μετανοούσες ψυχές ο Παμφιλάνθρωπος Κύριος. Τη ζωή της ειλικρίνειας απέναντι στον εαυτό μας, στους ανθρώπους και στο Θεό. Τη ζωή της γνήσιας πνευματικότητας μέσα στη μοσχολιβανισμένη ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Τη ζωή της αυθεντικής, χριστομίμητης και χριστοκεντρικής αρετής, που βιώνεται εν τω κρυπτώ, αλλά θα λάβει την ανταπόδοσή της εν τω φανερώ. Τη ζωή που θάχει πάρει διαζύγιο από κάθε είδους φαρισαϊσμούς κ’ υποκρισίες. Τη ζωή του «χρηστού ζυγού» και του «ελαφρού φορτίου» του Χριστού (Ματθ. 11: 30), που η άρση τους φέρνει την ανάπαυση, το γλυκασμό και την παμπόθητη ειρήνη της ψυχής, την «πάντα νουν υπερέχουσαν»!
Ευχή της Εκκλησίας είναι πάντα αυτή η ευκαιρία να γίνεται δεκτή από κάθε πιστό με ευγνώμονα αισθήματα προς τον «νηπιάζοντα τη σάρκι» Κύριο, και ν’ αξιοποιείται καλοδιάθετα,
ώστε να μη μένουμε στα Χριστούγεννα  της γαλοπούλας, των κουραμπιέδων και των δώρων, μα να ζούμε τα Χριστούγεννα του Χριστού! 
Τα Χριστούγεννα της Εκκλησίας! 
Τα Χριστούγεννα που έχουν τη δύναμη να γεμίζουν το κενό της ψυχής μας και να παρηγορούν την καρδιά μας! Τα Χριστούγεννα που λυτρώνουν, σώζουν και θεοποιούν!

Σάββατο, Μαρτίου 18, 2017

Tὸ Ζωοποιὸν Ξύλον



 

 
«Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ τρίτῃ τῶν Νηστειῶν, τὴν προσκύνησιν ἐορτάζομεν τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταύρου» (1)

Βρισκόμαστε στὸ «στάδιο τῶν ἀρετῶν»,(2) τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σαρακοστή. Οἱ «βουλόμενοι ἀθλῆσαι» ὡς Ὀρθόδοξοι, ἀγωνίζονται «τὸν καλόν της νηστείας ἀγώνα», ὥστε ν' ἀξιωθοῦν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ «κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον Πάθος Χρίστου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Ἅγιον Πάσχα πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι ».(3)

Ἀγωνίζονται ἀπέχοντες ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ διάφορα φαγητὰ (κρέας, ψάρι, γάλα, αὐγὰ κ.λπ.), ἄλλα προπάντων ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν προτροπὴ ἑνὸς τροπαρίου: «...ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκα καθάρωμεν νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος...»,(4) διότι, ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καὶ ἐπιορκίας»,(5) ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ ὑμνολογία τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας.

Ὁ ἀγώνας εἶναι σκληρός, τραχὺς καὶ δύσκολος. Τὰ βραβεῖα, ὅμως, ποὺ προορίζονται γιὰ ὅσους θ' ἀγωνισθοῦν καλῶς μέχρι τὸ τέλος, εἶναι μεγάλα καὶ σπουδαῖα:

- Ἄνετο ἀνέβασμα στοὺς οὐρανούς, ὅπου οἱ χορεῖες τῶν Ἀγγέλων μὲ ἀσίγητες φωνὲς τὴν ἀδιαίρετη ὑμνοῦν Τριάδα, «καθορῶσαι τὸ ἀμήχανον κάλλος καὶ δεσποτικόν».(6)

- Ἀπόλαυση «ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης»(7). Σωτηρία, Παράδεισος, Βασιλεία Θεοῦ δηλαδή! Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἀντίδικος τῶν Χριστιανῶν, ὁ «ὄφις ὁ ἀρχαῖος» (Ἀποκ. 12: 9), μὲ ζηλοφθονία καὶ λύσσα ἐπιχειρεῖ νὰ κάμψει, ν' ἀποθαρρύνει καὶ ν' ἀπογοητεύσει τοὺς ἀγωνιστές, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγώνα καὶ νὰ τοὺς κερδίσει αὐτὸς μέσω τῆς ἀμέλειας, τῆς ἀκράτειας, τῆς καλοπέρασης καὶ τῶν ἡδονικῶν ἀπολαύσεων!

Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ ἀγωνιστὲς Χριστιανοί! Γι' αὐτὸ τὸν σκοπό, μετὰ τὴ συμπλήρωση τριῶν ἑβδομάδων νηστείας, κατὰ τὴν τρίτη δηλαδὴ Κυριακή της Σαρακοστῆς, ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία προβάλλει σὲ προσκύνηση τὸν Τίμιο καὶ Ζωοποιὸ Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἀπευθύνει σὲ ὅλους: «Τὸν Σταυρὸν ἡ γῆ σύμπασα προσκυνησάτω, δι' οὗπερ ἔγνωκε Σὲ προσκυνεῖν, Λόγε».

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἔχει ἰδιαίτερη φυσιογνωμία. Τὸν προσφωνοῦμε καὶ τὸν ἐπικαλούμαστε ὡς πρόσωπο. «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει Σου», τὸν παρακαλοῦμε, ἐνῶ ἐπίσης τοῦ ἀπευθύνουμε καὶ χαιρετισμούς: «Χαίροις ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός», «Χαῖρε, Ξὺλον μακάριον» κ.λπ. Τὸν θεωροῦμε σύμβολο χαρᾶς. Ὄχι λύπης! Δι' αὐτοῦ «τῶν δακρύων ἐξηφανίσθη κατήφεια, καὶ τοῦ θανάτου τῶν παγίδων ἐρρύσθημεν, καὶ πρὸς ἄληκτον εὐφροσύνην μετήλθομεν».(8) Εἶναι «τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὡραῖος Παράδεισος»,(9) τὸ «ξύλον τῆς ἀφθαρσίας, τὸ ἑξανθῆσαν ἡμῖν αἰωνίου δόξης τὴν ἀπόλαυσιν».(10) Εἶναι ἡ θύρα τὸ Παραδείσου, ὁ στηριγμὸς τῶν πιστῶν, τῆς Ἐκκλησίας τὸ περιτείχισμα! Μὲ τὴ δύναμή του ἐκδιώκονται οἱ φάλαγγες τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἐξαφανίσθηκε ἡ κατάρα καὶ καταργήθηκε καὶ καταπόθηκε ἡ δύναμη τοῦ θανάτου καὶ ὑψωθήκαμε ἀπ' τὴ γῆ στὰ οὐράνια, ὅπως διακηρύσσουν οἱ γλυκύτατοι ὕμνοι τῆς ἡμέρας. Τὸν θεωροῦμε σύμβολο ἀναστάσεως καὶ ἀφθαρσίας. Ὄχι θανάτου! Γι' αὐτὸ τὸν τοποθετοῦμε στοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων μας, σὲ ἔνδειξη καὶ βεβαίωση τῆς ἀναμενόμενης ἀναστάσεώς τους!

Καθὼς προσκυνοῦν τὸ «Ζωοποιὸν Ξύλον» οἱ πιστοί, ἀναλογίζονται τὰ σωτήρια Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπέστη πάνω στὸν Σταυρό. Τοὺς φρικτοὺς πόνους, τοὺς ὀνειδισμούς, τὴ δίψα, τὸν καύσωνα, τὶς ὕβρεις, τὶς βλασφημίες, τὸν ποτισμὸ μὲ ξύδι καὶ χολή, καί, τέλος, τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖο θεληματικὰ ὑπέμεινε πρὸς χάριν μας! Ἔτσι παρηγοροῦνται γιὰ τὴ μικροταλαιπωρία ποὺ γίνεται στὸ σῶμα ἀπὸ τὴ νηστεία, παίρνουν δύναμη γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους καὶ φιλοτιμοῦνται νὰ ἐντείνουν τὴν προσπάθειά τους γιὰ νὰ νικήσουν τὸν «βύθιο δράκοντα»,(11) τὸν ἐχθρό τῆς σωτηρίας μας. Ἀκόμη, μαθαίνουν πὼς γιὰ νὰ δικαιοῦνται νὰ πάρουν μέρος στὴ χαρὰ τῆς Ζωῆς, πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ πάρουν μέρος καὶ στὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ, μὲ θεληματικὴ κακοπάθεια καὶ ὑπομονή!

Ἡ ἑορτὴ τῆς προσκυνήσεως τοῦ «Μακαρίου Ξύλου» -κατὰ τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας- εἶναι γιὰ τοὺς πιστούς, ὅ,τι ἕνα σκιερὸ δένδρο στὴ μέση του δρόμου γι' αὐτοὺς ποὺ διανύουν μακρὺ καὶ τραχὺ δρόμο σὲ καιρὸ καύσωνος! Μὲ τὴν προβολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴ μέση της πικρῆς γιὰ τὸ σῶμα περιόδου τῆς νηστείας, παίρνουμε γλυκασμό, ὅπως τὸ πικρὸ νερὸ τῆς πηγῆς Μερρᾶ, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Μωυσῆς ἔβαλε τὸ ξύλο (προεικόνισμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ!) καὶ τὸ μετέτρεψε σὲ γλυκύ, καὶ παρηγορούμαστε ὥσπου νὰ φτάσουμε στὴ νοητὴ Ἱερουσαλὴμ διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἀνάμεσα στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑπάρχει στενός, ἄρρηκτος δεσμός. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, τὸ Μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τὸ κατανοοῦμε μέσα στὸ φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως• καὶ τὸ Μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως μέσα στὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς καμίνου τοῦ Σταυροῦ! Τὸ Πάσχα μας εἶναι «Σταυροαναστάσιμο»! Αὐτὸ τὸ φανερώνει καὶ ὁ ὕμνος ποὺ ψάλλεται σήμερα, ἕναν ὁλόκληρο μήνα πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, στὴ θέση τοῦ Τρισάγιου Ὕμνου: «Τὸν Σταυρόν Σου προσκυνοῦμεν. Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».

Καθὼς σκύβουν, λοιπόν, καὶ προσκυνοῦν τὸν Τίμιο Σταυρὸ σήμερα, στὴ μέση σχεδὸν τῆς Σαρακοστῆς, ὅσοι μὲ σύντονη ἄσκηση καὶ ἐπιμελῆ ἐργασία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ διαρκὴ ὑπαρξιακὴ μετάνοια σταυρώνονται μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, λαμβάνουν καὶ σίγουρη τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ φωτὸς τῆς ὁποίας εἴθε κανένας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ στερηθεῖ!


 
------------------------------------------------------------------------------


1. Συναξαριακὸ ὑπόμνημα Τριωδίου τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.

2. Δεύτερο Ἰδιόμελον τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς.

3. Τρίτο Κεκραγάριον τοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς της Τυρινῆς.

4. ὅπ. παρ. Μετ.: «...νὰ ἐξαγνίσουμε τὴν ψυχή μας. νὰ καθαρίσουμε τὴ σάρκα μας νὰ νηστέψουμε, ὅπως ἀπὸ τὰ φαγητά, ἔτσι κι ἀπὸ κάθε πάθος, εὐχαριστούμενοι μὲ τὶς πνευματικὲς ἀρετές.

5. Ἰδιόμελο τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας.

6. Μετ.: Ἀντικρύζοντας τὴν πανώρια ὀμορφιὰ τοῦ Κυρίου

7. Καταβασία τῆς Θ΄ Ὠδῆς τοῦ Ὄρθρου τῆς Μέγ.Πέμπτης. Μετ.: Ἀπόλαυση τῆς φιλοξενίας καὶ τοῦ αἰωνίου δείπνου τοῦ Κυρίου.

8. Α' Κεκραγάριον Ἑσπερινοῦ Σταυροπροσκυνήσεως. Μετ.: «[Δία τοῦ Σταυροῦ] ἐξαφανίσθηκε ἡ κατσουφιὰ τῶν δακρύων κι ἐμεῖς γλυτώσαμε ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ θανάτου καὶ μεταβήκαμε στὴν ἀτέλειωτη εὐτυχία [τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ]».

9. Παράδεισος (περσικὴ λέξη) = κῆπος.

10. Β' Κεκραγάριον Ἑσπερινοῦ Σταυροπροσκυνήσεως. Μετ.: «τὸ δένδρο τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἄνθησε γιὰ μᾶς τῆς αἰώνιας ζωῆς τὴν ἀπόλαυση». Ξύλο = δένδρο.

11. Βύθιος δράκων = τὸ φίδι ποὺ ξεπροβάλλει ἀπὸ πολὺ βαθειά. δηλ. ὁ διάβολος.

Σάββατο, Απριλίου 02, 2016

Tὸ Ζωοποιὸν Ξύλον



 

 
«Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ τρίτῃ τῶν Νηστειῶν, τὴν προσκύνησιν ἐορτάζομεν τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταύρου» (1)

Βρισκόμαστε στὸ «στάδιο τῶν ἀρετῶν»,(2) τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σαρακοστή. Οἱ «βουλόμενοι ἀθλῆσαι» ὡς Ὀρθόδοξοι, ἀγωνίζονται «τὸν καλόν της νηστείας ἀγώνα», ὥστε ν' ἀξιωθοῦν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ «κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον Πάθος Χρίστου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Ἅγιον Πάσχα πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι ».(3)

Ἀγωνίζονται ἀπέχοντες ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ διάφορα φαγητὰ (κρέας, ψάρι, γάλα, αὐγὰ κ.λπ.), ἄλλα προπάντων ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν προτροπὴ ἑνὸς τροπαρίου: «...ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκα καθάρωμεν νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος...»,(4) διότι, ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καὶ ἐπιορκίας»,(5) ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ ὑμνολογία τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας.

Ὁ ἀγώνας εἶναι σκληρός, τραχὺς καὶ δύσκολος. Τὰ βραβεῖα, ὅμως, ποὺ προορίζονται γιὰ ὅσους θ' ἀγωνισθοῦν καλῶς μέχρι τὸ τέλος, εἶναι μεγάλα καὶ σπουδαῖα:

- Ἄνετο ἀνέβασμα στοὺς οὐρανούς, ὅπου οἱ χορεῖες τῶν Ἀγγέλων μὲ ἀσίγητες φωνὲς τὴν ἀδιαίρετη ὑμνοῦν Τριάδα, «καθορῶσαι τὸ ἀμήχανον κάλλος καὶ δεσποτικόν».(6)

- Ἀπόλαυση «ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης»(7). Σωτηρία, Παράδεισος, Βασιλεία Θεοῦ δηλαδή! Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἀντίδικος τῶν Χριστιανῶν, ὁ «ὄφις ὁ ἀρχαῖος» (Ἀποκ. 12: 9), μὲ ζηλοφθονία καὶ λύσσα ἐπιχειρεῖ νὰ κάμψει, ν' ἀποθαρρύνει καὶ ν' ἀπογοητεύσει τοὺς ἀγωνιστές, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγώνα καὶ νὰ τοὺς κερδίσει αὐτὸς μέσω τῆς ἀμέλειας, τῆς ἀκράτειας, τῆς καλοπέρασης καὶ τῶν ἡδονικῶν ἀπολαύσεων!

Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ ἀγωνιστὲς Χριστιανοί! Γι' αὐτὸ τὸν σκοπό, μετὰ τὴ συμπλήρωση τριῶν ἑβδομάδων νηστείας, κατὰ τὴν τρίτη δηλαδὴ Κυριακή της Σαρακοστῆς, ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία προβάλλει σὲ προσκύνηση τὸν Τίμιο καὶ Ζωοποιὸ Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἀπευθύνει σὲ ὅλους: «Τὸν Σταυρὸν ἡ γῆ σύμπασα προσκυνησάτω, δι' οὗπερ ἔγνωκε Σὲ προσκυνεῖν, Λόγε».

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἔχει ἰδιαίτερη φυσιογνωμία. Τὸν προσφωνοῦμε καὶ τὸν ἐπικαλούμαστε ὡς πρόσωπο. «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει Σου», τὸν παρακαλοῦμε, ἐνῶ ἐπίσης τοῦ ἀπευθύνουμε καὶ χαιρετισμούς: «Χαίροις ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός», «Χαῖρε, Ξὺλον μακάριον» κ.λπ. Τὸν θεωροῦμε σύμβολο χαρᾶς. Ὄχι λύπης! Δι' αὐτοῦ «τῶν δακρύων ἐξηφανίσθη κατήφεια, καὶ τοῦ θανάτου τῶν παγίδων ἐρρύσθημεν, καὶ πρὸς ἄληκτον εὐφροσύνην μετήλθομεν».(8) Εἶναι «τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὡραῖος Παράδεισος»,(9) τὸ «ξύλον τῆς ἀφθαρσίας, τὸ ἑξανθῆσαν ἡμῖν αἰωνίου δόξης τὴν ἀπόλαυσιν».(10) Εἶναι ἡ θύρα τὸ Παραδείσου, ὁ στηριγμὸς τῶν πιστῶν, τῆς Ἐκκλησίας τὸ περιτείχισμα! Μὲ τὴ δύναμή του ἐκδιώκονται οἱ φάλαγγες τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἐξαφανίσθηκε ἡ κατάρα καὶ καταργήθηκε καὶ καταπόθηκε ἡ δύναμη τοῦ θανάτου καὶ ὑψωθήκαμε ἀπ' τὴ γῆ στὰ οὐράνια, ὅπως διακηρύσσουν οἱ γλυκύτατοι ὕμνοι τῆς ἡμέρας. Τὸν θεωροῦμε σύμβολο ἀναστάσεως καὶ ἀφθαρσίας. Ὄχι θανάτου! Γι' αὐτὸ τὸν τοποθετοῦμε στοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων μας, σὲ ἔνδειξη καὶ βεβαίωση τῆς ἀναμενόμενης ἀναστάσεώς τους!

Καθὼς προσκυνοῦν τὸ «Ζωοποιὸν Ξύλον» οἱ πιστοί, ἀναλογίζονται τὰ σωτήρια Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπέστη πάνω στὸν Σταυρό. Τοὺς φρικτοὺς πόνους, τοὺς ὀνειδισμούς, τὴ δίψα, τὸν καύσωνα, τὶς ὕβρεις, τὶς βλασφημίες, τὸν ποτισμὸ μὲ ξύδι καὶ χολή, καί, τέλος, τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖο θεληματικὰ ὑπέμεινε πρὸς χάριν μας! Ἔτσι παρηγοροῦνται γιὰ τὴ μικροταλαιπωρία ποὺ γίνεται στὸ σῶμα ἀπὸ τὴ νηστεία, παίρνουν δύναμη γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους καὶ φιλοτιμοῦνται νὰ ἐντείνουν τὴν προσπάθειά τους γιὰ νὰ νικήσουν τὸν «βύθιο δράκοντα»,(11) τὸν ἐχθρό τῆς σωτηρίας μας. Ἀκόμη, μαθαίνουν πὼς γιὰ νὰ δικαιοῦνται νὰ πάρουν μέρος στὴ χαρὰ τῆς Ζωῆς, πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ πάρουν μέρος καὶ στὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ, μὲ θεληματικὴ κακοπάθεια καὶ ὑπομονή!

Ἡ ἑορτὴ τῆς προσκυνήσεως τοῦ «Μακαρίου Ξύλου» -κατὰ τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας- εἶναι γιὰ τοὺς πιστούς, ὅ,τι ἕνα σκιερὸ δένδρο στὴ μέση του δρόμου γι' αὐτοὺς ποὺ διανύουν μακρὺ καὶ τραχὺ δρόμο σὲ καιρὸ καύσωνος! Μὲ τὴν προβολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴ μέση της πικρῆς γιὰ τὸ σῶμα περιόδου τῆς νηστείας, παίρνουμε γλυκασμό, ὅπως τὸ πικρὸ νερὸ τῆς πηγῆς Μερρᾶ, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Μωυσῆς ἔβαλε τὸ ξύλο (προεικόνισμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ!) καὶ τὸ μετέτρεψε σὲ γλυκύ, καὶ παρηγορούμαστε ὥσπου νὰ φτάσουμε στὴ νοητὴ Ἱερουσαλὴμ διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἀνάμεσα στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑπάρχει στενός, ἄρρηκτος δεσμός. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, τὸ Μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τὸ κατανοοῦμε μέσα στὸ φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως• καὶ τὸ Μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως μέσα στὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς καμίνου τοῦ Σταυροῦ! Τὸ Πάσχα μας εἶναι «Σταυροαναστάσιμο»! Αὐτὸ τὸ φανερώνει καὶ ὁ ὕμνος ποὺ ψάλλεται σήμερα, ἕναν ὁλόκληρο μήνα πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, στὴ θέση τοῦ Τρισάγιου Ὕμνου: «Τὸν Σταυρόν Σου προσκυνοῦμεν. Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».

Καθὼς σκύβουν, λοιπόν, καὶ προσκυνοῦν τὸν Τίμιο Σταυρὸ σήμερα, στὴ μέση σχεδὸν τῆς Σαρακοστῆς, ὅσοι μὲ σύντονη ἄσκηση καὶ ἐπιμελῆ ἐργασία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ διαρκὴ ὑπαρξιακὴ μετάνοια σταυρώνονται μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, λαμβάνουν καὶ σίγουρη τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ φωτὸς τῆς ὁποίας εἴθε κανένας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ στερηθεῖ!


 
------------------------------------------------------------------------------


1. Συναξαριακὸ ὑπόμνημα Τριωδίου τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.

2. Δεύτερο Ἰδιόμελον τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς.

3. Τρίτο Κεκραγάριον τοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς της Τυρινῆς.

4. ὅπ. παρ. Μετ.: «...νὰ ἐξαγνίσουμε τὴν ψυχή μας. νὰ καθαρίσουμε τὴ σάρκα μας νὰ νηστέψουμε, ὅπως ἀπὸ τὰ φαγητά, ἔτσι κι ἀπὸ κάθε πάθος, εὐχαριστούμενοι μὲ τὶς πνευματικὲς ἀρετές.

5. Ἰδιόμελο τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας.

6. Μετ.: Ἀντικρύζοντας τὴν πανώρια ὀμορφιὰ τοῦ Κυρίου

7. Καταβασία τῆς Θ΄ Ὠδῆς τοῦ Ὄρθρου τῆς Μέγ.Πέμπτης. Μετ.: Ἀπόλαυση τῆς φιλοξενίας καὶ τοῦ αἰωνίου δείπνου τοῦ Κυρίου.

8. Α' Κεκραγάριον Ἑσπερινοῦ Σταυροπροσκυνήσεως. Μετ.: «[Δία τοῦ Σταυροῦ] ἐξαφανίσθηκε ἡ κατσουφιὰ τῶν δακρύων κι ἐμεῖς γλυτώσαμε ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ θανάτου καὶ μεταβήκαμε στὴν ἀτέλειωτη εὐτυχία [τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ]».

9. Παράδεισος (περσικὴ λέξη) = κῆπος.

10. Β' Κεκραγάριον Ἑσπερινοῦ Σταυροπροσκυνήσεως. Μετ.: «τὸ δένδρο τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἄνθησε γιὰ μᾶς τῆς αἰώνιας ζωῆς τὴν ἀπόλαυση». Ξύλο = δένδρο.

11. Βύθιος δράκων = τὸ φίδι ποὺ ξεπροβάλλει ἀπὸ πολὺ βαθειά. δηλ. ὁ διάβολος.

Πέμπτη, Ιουλίου 23, 2015

ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΥ ΙΩΣΗΦ: «Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΑΣ, ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ»

Μέσα στήν κάψα τού Ιουλίου, ανάμεσα στά πολλά πανηγύρια πού δροσίζουν καί αγιάζουν τό χωροχρόνο τού Έλληνα, ξεχωρίζει εκείνο τής Αγίας Άννας. Στίς 25 τού Αλωνάρη η Εκκλησία τιμά τήν Κοίμηση τής Θεοπρομήτορος Αγίας Άννας. Τής πανσέβαστης Μητέρας τής Θεοτόκου, Γιαγιάς τού Χριστού αλλά καί δικής μας Γιαγιάς, αφού μέ τό άγιο Βάπτισμα αξιωθήκαμε νά γίνουμε χάριτι αδελφοί τού Χριστού καί συγκληρονόμοι τής κληρονομίας τού Πατρός.

Είναι αλήθεια πώς, σέ αντίθεση μέ ό,τι συμβαίνει μέ τόν Προφήτη Ηλία, τήν Αγία Παρασκευή καί τόν Άγιο Παντελεήμονα, πού γιορτάζουν τόν ίδιο καιρό, ελάχιστοι ναοί είν’ αφιερωμένοι στήν Αγία Άννα.Βέβαια, στήν Κωνσταντινούπολη ο άγιος Βασιλέας Ιουστινιανός έχτισε τό 550 λαμπρό ναό αφιερωμένο στή Θεοπρομήτορα, πού σήμερα δέν υφίσταται πιά. Έναν υπέροχο προσκυνηματικό ναό στό όνομά της συνάντησα στόν Άγιο Τύχωνα Λεμεσού στήν Κύπρο, σύγχρονο αριστούργημα παλαιάς κυπριακής αρχιτεκτονικής, στολίδι τού τόπου. Ένα μεγάλο προσκύνημα τής Αγίας Άννας βρισκόταν στό Βόρι τής μαρτυρικής Μητροπόλεως Προικοννήσου. 

Τά θαύματα πολλά, καί μάλιστα οι θεραπείες νευρολογικών καί ψυχικών (καί όχι μόνο!) νοσημάτων.Υπήρχε συνήθεια νά πηγαίνουν τούς αρρώστους στό ναό, νά διανυκτερεύουν εκεί επί ένα σαρανταήμερο μέ καθημερινή Θεία Λειτουργία, Αγιασμό καί Παράκληση, μέ αυστηρή νηστεία (αλαδία), εξομολόγηση καί διαρκή προσευχή στή «Γιαγιάκα». Συμμετείχε όλη η οικογένεια τού ασθενούς. Συνήθως πρίν ολοκληρωθή τό σαρανταήμερο τό θαύμα γινόταν. Άν όχι, πράγμα σπάνιο, ξεκινούσαν αμέσως δεύτερο, τό οποίο ποτέ δέ χρειάσθηκε νά τελειώσει. Κι άν ο ασθενής δέν είχε συγγενείς, τόν αναλάμβαναν εκ περιτροπής οι οικογένειες τού χωριού. Κάθε μέρα μιά οικογένεια έμενε στό ναό τής Αγίας Άννας, ενήστευε αυστηρά, λεδιτουργόταν, προσευχόταν, συμπαραστεκόταν πνευματικά καί υλικά στόν ικέτη τού θαύματος. 

Κι όταν τελείωνε η ρότα, πάλι από τήν αρχή! Αυτή είναι η πνευματική αρχοντιά τών Ρωμηών! Θυσιαστική συμπαράσταση πού έφερνε τό θαύμα! Γιατί, «άν δέν ακούσει τή Γιαγιάκα Του ο Χριστός, ποιόν θ’ ακούσει;», όπως έλεγαν ευλαβικά οι νησιώτες τής Αλώνης. «-Οι γιαγιάδες έχουν αδυναμία στά εγγόνια, καί τά εγγόνια στίς γιαγιάδες τους»! Τετραγωνική ανθρώπινη λογική!... Σήμερα η θαυματουργή εικόνα τής Αγίας Άννης τού Βοριού βρίσκεται στή Λήμνο, ενώ μεγάλως τιμάται καί στό Αίγιο, όπου βρήκαν καταφύγιο άλλοι Βοριώτες καί Μαρμαρινοί πρόσφυγες. Στό Περιβόλι τής Θυγατέρας της, στό Άγιον Όρος, υπάρχει η περίφημη Σκήτη τής Αγίας Άννης καί η Μικρή Σκήτη τής Αγίας Άννης ή Μικρά Αγία Άννα, όπου τιμάται άξια η Θεοπρομήτωρ καί πολλοί Αγιαννανίτες καί Μικραγιαννανίτες Άγιοι τής κρατούν ήδη συντροφιά στή Βασιλεία τών Ουρανών. Όμως τής χρωστάμε περισσότερους ναούς, περισσότερα σεβάσματα! Δέν είναι μιά τυχαία Αγία! Είναι η Μητέρα τής Παν-Αγίας!

Τό όνομα Άννα, εβραϊκό ασφαλώς, σημαίνει: «Θεία Χάρις». Καί πράγματι, η αγιασμένη εκείνη γυναίκα, πού ώς τά γεράματά της είχε μείνει άτεκνη, όπερ εσήμαινε ότι εθεωρείτο αυτόματα από τό λαό της ως άμοιρη Χάριτος, αφού … δέν επρόκειτο έτσι νά γεννηθή από τή φύτρα της ο αναμενόμενος Μεσσίας (!), επισκιάστηκε τελικώς πλουσιοπάροχα από τή Θεία Χάρη, κι αυτή, καί ο πανσέβαστος σύζυγός της Ιωακείμ, κι αξιώθηκε σέ προχωρημένη ηλικία νά συλλάβει καί νά γεννήσει Εκείνην πού μάς έφερε τήν Πηγή τής Χάριτος, τόν Υιό καί Λόγο τού Θεού, καί μάς Τόν χάρισε τέλειο Άνθρωπο καί τέλειο Θεό ταυτόχρονα, γιά νά μάς δώσει τήν άφεση, τή λύτρωση, τή σωτηρία, τή χαρά, τόν αγιασμό, τήν αιώνια ζωή καί τή θέωση!

Έτσι φάνηκε εκ τών υστέρων περίτρανα πώς άξια κ’ υπεράξια είχε λάβει η κόρη τό όνομα Άννα - Θεία Χάρις, όπως παλαιότερα καί η συνώνυμη καί ομόλογή της μητέρα τού αγίου Σαμουήλ, τού Προφήτου καί Ιερέως καί Κριτού, πού μέ ιερό ενθουσιασμό είχε εξυμνήσει σέ σειρά λαμπρών ομιλιών του ο θείος Χρυσόστομος! Κι έτσι έμειναν μέ τή στενοψυχιά καί τή φαρμακογλωσσιά τους όσοι τήν ωνείδιζαν μιά ζωή ως στείρα καί στερημένη τής θείας ευλογίας!

Καταγόταν η Αγία Άννα από τή φυλή τού Λευΐ καί ήταν κόρη τού ιερέως Ματθάν καί τής συζύγου του Μαρίας. Είχε ακόμη δυό αδελφές: τή Μαρία καί τή Σοβή. Κ’ οι δυό τους παντρεύτηκαν στή Βηθλεέμ κι εγέννησαν, η μέν Μαρία τή Σαλώμη τή μαία, η δέ Σοβή τήν Ελισάβετ, τή μητέρα τού Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστού Ιωάννου. Η Άννα παντρεύτηκε στή Γαλιλαία τόν Ιωακείμ, δίκαιο καί θεοφοβούμενο άνδρα, από τόν οποίο, μετά από πολλά χρόνια ατεκνίας, ύστερα από πολλές καί θερμές προσευχές καί υποσχέσεις στό Θεό, εγέννησε τήν πάναγνη Μαρία, τή Θεοτόκο. 

Έτσι η Παναγία μας ήταν πρωτεξαδέλφη τής Ελισάβετ καί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά τό ανθρώπινο, δευτεροξάδελφος τού Αγίου Ιωάννου τού Βαπτιστού. Βέβαια λεπτομέρειες γιά τήν Αγία Άννα, γιά τόν Άγιο Ιωακείμ, γιά τήν ατεκνία τους, γιά τόν πόθο τους, γιά τήν προσευχή τους πού εισάκουσε τελικά, μετά από χρόνια ο Θεός καί γιά τή γέννηση τής Θεοτόκου, δέν υπάρχουν στίς θείες Γραφές. Όλα τά καθέκαστα μάς τά διασώζει η Ιερά Παράδοσις τής Εκκλησίας μας, πού τά αρύεται από ένα βιβλίο τού Β΄ μ.Χ. αιώνος καλούμενο «Πρωτευαγγέλιο τού Ιακώβου».

Πρόκειται ασφαλώς γιά ένα ψευδεπίγραφο βιβλίο, απόκρυφο, χωρίς κανονικό κύρος, πού όμως συμβαίνει νά περιέχει καί πολλά υγιά στοιχεία τής πρωτοχριστιανικής προφορικής παραδόσεως, τά οποία η Εκκλησία, μετά από γερό «κοσκίνισμα», αποδέχεται καί τιμά. Στήν περίφημη Μονή τής Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη (Καριέ Τζαμί Μουζεσί σήμερα γιά τούς ευγενείς κρατούντες), σώζονται στόν εσωνάρθηκα αριστουργηματικής τέχνης ψηφιδωτά πού εικονίζουν τήν άρνηση τών δώρων τού άτεκνου Ιωακείμ, τή φυγή τού Ιωακειμ στήν έρημο, τήν προσευχή καί τόν «Ευαγγελισμό» τής Άννης, τή συηνάντηση καί εναγκαλισμό τών δύο Θεοπατόρων, τή Γέννηση καί τήν «κολακεία» τής Θεοτόκου, τήν αφιέρωσή Της στό Ναό (Εισόδια) κ.λπ.

Η Αγία Άννα, αφού απογαλάκτισε τήν παναγία Θυγατέρα της, τήν αφιέρωσε στό Ναό τού Θεού σέ ηλικία τριών μόλις χρόνων, ως τάμα καί δώρο στό Θεό πού τής Τήν χάρισε, κι από τότε οι δρόμοι τους χώρισαν. Η Άννα μέ τόν Ιωακείμ ησύχασαν τά υπόλοιπα χρόνια τής ζωής τους, πού δέν ήταν πολλά, αφοσιωμένοι ολόψυχα στή λατρεία τού Θεού, στήν προσευχή, τή νηστεία καί τίς ελεημοσύνες, μέχρι τήν ώρα πού εξόφλησαν τό κοινό ανθρώπινο χρέος κι αναπαύθηκαν στή Βασιλεία τού Θεού.

Η Μαρία, μέσα στά Άγια τών Αγίων, εστόλιζε τόν εαυτό της μέ κάθε αρετή καί καλωσύνη, καθοδηγούμενη από τό Πνεύμα τό Άγιο καί τούς ιερείς τού Θεού, τρεφόμενη μέ ουράνιο άρτο υπό Αγγέλου, μελετώντας τίς Θείες Γραφές, προσευχόμενη ασταμάτητα καί αναβαίνουσα από δόξα σέ δόξα, από έλλαμψη σέ έλλαμψη καί από θεωρία σέ θεωρία καί βίωση τών Θείων, ετοιμαζόμενη γιά τόν μοναδικό προορισμό πού ο Θεός είχε σχεδιάσει γι’ Αυτήν, τήν «προεκλεχθείσα εκ πασών τών γενεών», χωρίς Εκείνη νά ξέρει ακόμη τίποτε, μέχρι τήν ώρα τού Ευαγγελισμού πού ο Παμμέγιστος Γαβριήλ Tής αποκάλυψε τήν προαιώνια βουλή τού Κυρίου.

Στίς 25 Ιουλίου, λοιπόν, τιμούμε τήν Κοίμηση τής Αγίας Μητέρας τής Μητέρας τού Θεού. Καί η ηδύμολπη μούσα τής Εκκλησίας μάς προτρέπει: «Προφητικώς συνέλθωμεν πάντες, τού αξίως υμνήσαι τής προγόνου Χριστού τήν παναγίαν μετάστασιν. Σήμερον γάρ εκ τής προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοίς επουρανίοις μετά χαράς τήν πορείαν ποιουμένη αγάλλεται• καί ως ούσα Μήτηρ τής οντως αληθούς Θεοτόκου, κραυγάζει πιστώς• Μεγαλύνει η ψυχή μου τόν Κύριον, ότι έτεκον τήν τούτου Μητέρα εν τή γή. Γένοιτο ούν μεθ’ ημών, ο τούτους δοξάσας ως ηυδόκησε».

Ελάτε, λέει, νά συγκεντρωθούμε όλοι, όπως σέ τέτοιες περιπτώσεις συνήθιζαν νά τό ζητούν από τό λαό τού Θεού οι Προφήτες, γιά νά υμνήσψμε επάξια τήν παναγία κοίμηση τής προγόνου τού Χριστού, τής μάμμης Του. Γιατί σήμερα έφυγε από τούτη τήν πρόσκαιρη ζωή καί μέ πολλή χαρά καί αγαλλίαση πορεύεται στά επουράνια, ανεβαίνει στήν αιώνια Βασιλεία. Καί ως Μητέρα πού είναι τής πράγματι καί αληθινότατα Θεοτόκου, κραυγάζει με πίστη: -Μέσ’ απ’ τά βάθη τής ψυχής μου δοξάζω τόν Κύριο, γιατί μ’ αξίωσε νά γεννήσω εδώ κάτω στή γή τή Μητέρα Του κατά τήν ανθρωπότητα. Άς είναι λοιπόν μαζί μας ο Κύριος, πού, κατά τήν ευδοκία Του, εδόξασε τήν Άννα καί τόν Ιωακείμ, τούς μακαρίους γονείς, καί τήν Παναγία Μαρία, τήν αξιομακάριστη καί πανάμωμη Θυγατέρα.

Ένας όμορφος ύμνος τού Εσπερινού, ο πρώτος τών Αποστίχων, λέει: «Χαίροις η νοητή χελιδών, έαρ τής χάριτος ημίν η γνωρίσασα, αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς, καί τής παρθενίας τό κειμήλιον σεμνώς ωδινήσασα, Θεοτόκον τήν άμωμον». Νά χαίρεσαι, Άννα, εσύ η νοητή χελιδόνα πού μάς φανέρωσες τήν άνοιξη τής Χάριτος. Γιατί, αφού έζησες αψεγάδιαστα, μέ τιμή καί σωφροσύνη, εκοιλοπόνεσες κι εγέννησες μέ κάθε σεμνότητα τήν άμωμη Θυγατέρα σου, τή Θεοτόκο Μαρία, πού είναι τό ατίμητο τεφαρίκι τής παρθενίας.

Είσαι η τίμια Αμνάδα πού εκυοφόρησες Εκείνην πού εγέννησε δίχως σπορά ανδρική τόν Αμνό καί Λόγο τού Θεού, Εκείνον πού πήρε πάνω Του καί συγχωρεί τίς αμαρτίες όλου τού κόσμου. Νά χαίρεσαι, Άννα, Γιαγιά τού Κυρίου μας καί τώρα πού ο ίδιος σέ πήρε από τή γή στόν ουρανό, παρακάλα Τον νά δώσει στίς ψυχές μας τό μεγάλο Του έλεος!

Βέβαια, όποιο ιερό καί άγιο πρόσωπό κι άν τιμούμε οι Ορθόδοξοι, στό τέλος-τέλος ο ύμνος μας, η τιμή μας, η δοξολογία μας, η ευχαριστία μας, απευθύνεται σέ Κείνον πού είναι πάνω απ’ όλους καί πίσω από κάθε καλό καί άγιο, δηλ. τόν Χριστό. Αυτός είναι η πηγή τής Χάριτος, τής αγιότητος, τής σωτηρίας, τής ζωής! Αύτός είναι τό «κεφάλαιον» κάθε γιορτής μας. Έτσι, τό πρώτο τροπάριο τών Αίνων οδηγεί τήν ανύμνησή μας στό Θεανθρώπινο πρόσωπο τού Δεσπότου μας, λέγοντας: «Μνήμην τελούντες αισίαν, Σέ ανυμνούμεν Χριστέ, τόν παραδόξως Άνναν εκ ζωής τής προσκαίρου πρός τήν άληκτον δόξαν μεταστήσαντα νύν, ως Μητέρα υπάρχουσαν τής Σέ τεκούσης ασπόρως, υπερφυώς, Θεοτόκου καί Παρθένου Μητρός». Καθώς επιτελούμε τή χαρούμενη μνήμη τής Άννας, Εσένα, Χριστέ μας, ανυμνούμε. Εσένα πού κατά τρόπο παράδοξο τήν πήρες σήμερα από τήν πρόσκαιρη ζωή καί τήν οδήγησες στήν ατέλειωτη δόξα τής Βασιλείας Σου, γιατί στάθηκε Μητέρα τής Παρθένου Μητέρας Σου, τής Θεοτόκου.

Εκείνης πού Σ΄ εγέννησε χωρίς σπέρμα ανδρός, πέρα καί έξω από τά συνηθισμένα στήν ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός, λοιπόν, είναι τό τέλος τής προσευχής καί τού ύμνου μας, τό τέρμα κι ο σκοπός τους. Εκείνος είναι πού μάς δίδει ως δώρο τήν προσευχή: «Ο διδούς ευχήν τώ ευχομένω». Αυτός είναι ο «λόγος», η πεμπτουσία, η εντελέχεια κι ο σκοπός τής πνευματικής ζωής, τής ζωής τής Εκκλησίας. Πάντα εξ Αυτού, δι’ Αυτού, πρός Αυτόν καί δι’ Αυτόν. Καί η Παναγία Μητέρα Του, καί οι Θεοπάτορες Ιωακείμ καί Άννα λοιπόν. Αλλά επίσης καί ο ύμνος μας, καί η γιορτή μας, καί η προσευχή μας!

Στό ίδιο πνεύμα κινείται καί τό δεύτερο τροπάριο τών Αίνων: «Μνήμην αγίαν τελούντες τών Προπατόρων Χριστού Ιωακείμ καί Άννης, τών σεπτών καί αμέμπτων, δοξάζομεν απαύστως τόν Λυτρωτήν καί Οικτήρμονα Κύριο, τόν μεταστήσαντα τούτους πρός τήν ζωήν τήν αγήρω καί ανώλεθρον». Άς μή βιάζονται οι ποικιλώνυμοι αιρετικοί νά μάς κατηγορήσουν ότι τάχα εμείς οι Ορθόδοξοι πίσω από τά πρόσωπα τών Αγίων κάπου, κάπως κρύβουμε ή καί χάνουμε τόν Χριστό.

Όχι!... Μακριά από μάς μιά τέτοια πλάνη! Αντιθέτως! Στή διδασκαλία μας, στό δόγμα μας, στή λατρεία μας, στήν καθημερινή μας ευσέβεια, ο Χριστός ο ίδιος ήταν, είναι καί θά είναι πάντοτε τό κέντρο, ο άξονας, η βάση, τό θεμέλιο, ο στόχος. Γύρω απ’ Αυτόν καί σάν στεφάνι τής δόξης Του τοποθετούμε όλους τούς άλλους. Καί τή Θεοτόκο, καί τούς Θεοπάτορες, καί τόν Πρόδρομο, καί τούς Αποστόλους, καί τούς Προφήτες, καί τούς Μάρτυρες, καί τούς Πατέρες καί τούς Οσίους καί όλους τούς Αγίους καί Δικαίους.Εκείνος είναι τό Φώς. Οι άλλοι όλοι φωτίζονται απ’ Αυτόν καί τό δικό Του Φώς εξακτινώνουν καί καθρεφτίζουν. Εκείνος είναι η Ζωή.

Οι άλλοι όλοι παίρνουν απ’ Εκείνον ζωή καί τή δική Του ζωή μεταγγίζουν. Εκείνος είναι η Χάρις. Οι άλλοι όλοι παίρνουν από τή δική Του χάρη καί τήν ακτινοβολούν καί σέ μάς. Εκείνος είναι ο Ένας, ο «πάντων επέκεινα». Ο ανώνυμος καί απειρώνυμος. Ο υπερύμνητος καί ο μόνος προσκυνητός. Ο Θεός καί Υπέρθεος. Γιατί η λέξη «Θεός» είναι πολύ μικρή καί στενή γιά νά χωρέσει αυτό πού πραγματικά είναι ο Θεός. Όλοι οι άλλοι σεβαστοί, ευλαβούμενοι κι επιπόθητοι, γιά Εκείνον καί εξ αιτίας τής σχέσης τους μέ Εκείνον.

Καί σύμφωνα μέ τό βαθμό τής οικειότητός τους πρός Εκείνον. Γι’ αυτό καί Πρώτη, Πρώτη μετά τόν Ένα, τιμάται καί προσκυνείται η Θεοτόκος Μητέρα Του. Μετά τήν Παναγία, τή νοητή Σελήνη, ακολουθούν ένα-ένα όλα τά άστρα, κατά σειρά λαμπρότητος καί φωτεινότητος καί περιβάλλουν τό νοητό Ήλιο τής Δικαιοσύνης. Ανάμεσά τους, ολόφωτα, ολόχαρα, μεγαλοδόξαστα, η Άννα η σεμνή καί ο πολυσέβαστος Ιωακείμ. Η Γιαγιά μας κι ο Παππούς μας! Πού όπως εύκολα από τόν τελευταίο αυτόν ύμνο (καί όχι μόνο) μπορούμε νά εικάσουμε, αρχικά γιορταζόντουσαν καί τόν μνΙούλιο μαζί, όπως καί στίς 9 τού Σεπτέμβρη, στή Σύναξη.

Άννα, Άννα, χαριτωμένη Μάννα τής Ανάσσης μας!... Άννα, Άννα, μυρωμένη ανάσα τής Θείας Χάριτος!... Άννα, Άννα, Μάμμη τού Χριστού, «Γιαγιάκα» τού ξερριζωμένου ποιμνίου μου!... Άννα, Άννα, κλέος τού πάλαι καί τού νέου Ισραήλ, «Μακαρία η κοιλία Σου, η βαστάσασα αληθώς τήν τό Φώς τού Κόσμου ένδον εν κοιλία βαστάσασαν»!... Άννα, Άννα, διά τών αγίων πρός τόν Παντάνακτα ευχών Σου, τή στείρα μου ψυχή αξίωσε νά καρπογονήσει, κάν εν γήρα μου, καρπό μετανοίας θεόδεκτο!... 

Παρασκευή, Μαΐου 29, 2015

Γιατί γονατίζουμε τρεις φορές στον Εσπερινό της Πεντηκοστής (Αγίου Πνεύματος);


«Θεέ μου…Είμαι πεσμένος… Σήκωσέ με. Ανάστησέ με. Σώσε με!…»
Κατά την «έσχατη» και «μεγάλη» και «σωτήρια» ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία μας αποκαλύφθηκε και προσκυνούμε και δοξάζουμε το μέγα μυστήριο της Αγίας και Ομοουσίου και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου και Ασυγχύτου Τριάδας, του Ενός και Μοναδικού Θεού. του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμέσως μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, τελούμε τον «Εσπερινό της Γονυκλισίας», κατά τον οποίο ψάλλουμε ύμνους αφιερωμένους κατ’ εξοχήν στο Πανάγιο Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο της Τρισηλίου Θεότητας, που είναι «φως και ζωή και ζώσα πηγή νοερά. Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, αγαθόν, ευθές, νοερόν, ηγεμονεύον, καθαίρον τα πταίσματα, Θεός και θεοποιούν, πυρ εκ πυρός προϊόν, λαλούν, ενεργούν, διαιρούν τα χαρίσματα».

Αμέσως μετά την «Είσοδο» του Εσπερινού, κι αφού ψαλεί το «Φως ιλαρόν» και το πανηγυρικό Μέγα Προκείμενο «Τίς Θεός Μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος!» σε ήχο βαρύ, μεγαλόπρεπο, αντάξιο του νοήματος και του μηνύματός του, ο Διάκονος μας καλεί, κλήρο και λαό, να γονατίσουμε και ν’ απευθύνουμε στο Θεό γονυπετείς λόγο ικεσίας:  
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Από τη λαμπροχαρμόσυνη αγία ημέρα του Πάσχα μέχρι και σήμερα, η γονυκλισία ήταν απαγορευμένη. Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, και για να υπογραμμίζεται το χαρούμενο και σωτήριο μήνυμα των αναστάσιμων βιωμάτων της Εκκλησίας, η προσευχή των Ορθοδόξων γίνεται«ορθοστάδην». Σε όρθια δηλαδή στάση, και όχι με γονυκλισία. Όμως την ώρα τούτη το «ορθοστάδην» παραμερίζεται, όχι μόνο για να χαιρετίσουμε θεοπρεπώς το Πανάγιο Πνεύμα, «δι’ ου Πατήρ γνωρίζεται και Υιός δοξάζεται, και παρά πάντων γινώσκεται μία δύναμις, μία σύνταξις, μία προσκύνησις τής Αγίας Τριάδος», μα και για να πούμε κατά πως ταιριάζει σε παραστρατημένους, όπως είμαστε όλοι μας, χωρίς εξαίρεση, το «ημάρτομεν!», και να ζητήσουμε το έλεος του Θεού, την άφεση, την κάθαρση, τη συγγνώμη.
Τη γονυκλισία την ονομάζει ο λαός μας και «μετάνοια». Γιατί η στάση του μετανοούντος είναι το «κλίνειν τα γόνατα». Κάτω τα γόνατα, κάτω και το πρόσωπο.
σημαίνει απλούστατα: «Θεέ μου, βρίσκομαι κάτω. Είμαι πεσμένος. Έχω καταντήσει “γη και σποδός”. Σήκωσέ με. Ανάστησέ με. Σώσε με!…». Έτσι, σήμερα που ήρθε στον κόσμο ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας το «καθαίρον(που καθαρίζει)  τα πταίσματα», καλούμαστε να πάρουμε στάση (όχι μόνο σώματος, μα και ζωής!) μετανοούντος:
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεη­θώμεν».
Στην Κρήτη λένε οι παλαιότεροι: «Και στην κορυφή του βουνού να βρεθείς τούτη την ημέρα ολομόναχος, θα πρέπει να γονατίσεις και να κάμεις το σταυρό σου». Και κρύβουν τα λόγια τούτα την αίσθηση της πραγματικής μετοχής στη ζωή του Ενός Σώματος της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από εξωτερικές συνθήκες. Την αίσθηση της εν Θεώ τω εν Τριάδι οργανικής ενότητας των πιστών, όπου κι αν οι συγκυρίες της ζωής τους θέλουν να βρίσκονται… Και γονατίζει ο πιστός όπου κι αν είναι: Στην εκκλησιά του· στο σπίτι του ή στο νοσοκομείο, αν είναι άρρωστος·· στο πλοίο του, αν θαλασσοπορεί· στο βουνό στον κάμπο· στη στάνη· στο δάσος· στην ξενιτιά· στο κάτεργο· στη φυλακή… Όπου βρίσκεται!
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεη­θώμεν».
Η πρώτη Ευχή της Γονυκλισίας απευθύνεται στον «Άχραντο, αμίαντο, άναρχο, αόρατο, ακατάληπτο, ανεξιχνίαστο, αναλλοίωτο, ανυπέρβλητο, αμέτρητο, ανεξίκακο Κύριο», τον «Πατέρατου Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» και Τον παρακαλεί, με μόνο συνήγορό μας τη δική Του «συμπάθεια», να μας δεχθεί καθώς προσπέφτουμε ενώπιον Του μετανοημένοι και φωνάζοντας το «ημάρτομεν!». Του θυμίζει πως από τη μήτρα της μητέρας μας ήδη, Αυτόν μονάχα είχαμε για Θεό μας, αλλά, επειδή τη ζωή μας τη χαραμίσαμε στη ματαιότητα, μείναμε γυμνοί από τη βοήθειά Του και δεν έχουμε λόγια για ν’ απολογηθούμε. Όμως παίρνουμε Θάρρος από τους οικτιρμούς Του και κράζουμε: «Αμαρτίας νεότητος ημών και αγνοίας μη μνησθής, και εκ των κρυφίων ημών καθάρισον ημάς».(Μη θυμηθείς τις αμαρτίες που κάναμε στα νιάτα μας, όταν είχαμε άγνοια των εντολών Σου, και από τα κρυφά και ανομολόγητα κρίματα της καρδιάς μας καθάρισέ μας).  Του ζητά, πριν βρεθούμε πίσω στο χώμα, σ’ Αυτόν να μας αξιώσει να επιστρέψουμε! Να ζυγομετρήσει τις αμαρτίες μας με τους οικτιρμούς Του και ν’ αντιπαραθέσει την άβυσσο των οικτιρμών και του ελέους Του στο πλήθος των πλημμελημάτων μας! Να μας ρύσει, να μας γλυτώσει από την αβάσταχτη τυραννία του διαβόλου! Ν’ ασφαλίσει τη ζωή μας μέσα στους άγιους και ιερούς Του νόμους και να μας συνάξει όλους στη Βασιλεία Του. Και καταλήγει ικετευτικά: «Δος συγγνώμη σε όσους ελπίζουν σε Σένα… καθάρισέ μας με την ενέργεια του Αγίου Σου Πνεύματος».
Πρόκειται για προσευχή «αντρίκια»! Εξομολογητική, χωρίς προσπάθειες άσκοπης δικαιολογίας ή αποποιήσεως ευθυνών. «Ημάρτομεν!» «Αμαρτίας νεότητος ημών και αγνοίας μη μνησθής!» «Εκ των κρύφιων ημών καθάρισον ημάς!» «Δος συγγνώμην τοις ελπίζουσιν επί Σε!» Δεν είναι λόγια αυτά! Είναι βέλη που σαϊτεύουν την πατρική καρδιά του Ανεξίκακου και Πολυέλεου και Φιλάνθρωπου Θεού!…
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Η δεύτερη Ευχή απευθύνεται στο Κύριο ημών Ιησού Χριστό, το «απαύγασμα του Πατρός»( που πηγάζει από τον πατέρα), τον «της ουσίας και της φύσεως Αυτού απαράλλακτον και αμετακίνητον χαρακτήρα», την «πηγή της σωτηρίας και της χάριτος» και Του ζητά να μας ανοίξει Αυτός, ο «διδούς ευχήν τω εύχομένω»(αυτός που δίνει προσευχή στον προσευχόμενο), τα αμαρτωλά μας χείλη και να μας διδάξει «πώς δει και υπέρ ων χρή προσεύχεσθαι» – ρεαλιστική παραδοχή πως χωρίς Αυτόν, ούτε να Τον ζητήσουμε μπορούμε, ούτε να Του ζητήσουμε τα συμφέροντα ξέρουμε. Κι αφού Του δηλώσει με ταπείνωση πως περιμένουμε η ευσπλαχνία Του να νικήσει το άμετρο πλήθος των αμαρτιών μας. Του λέει πως με φόβο θείο στεκόμαστε μπροστά Του, έχοντας ρίξει την απελπισία της ψυχής μας μέσα στου ελέους Του το πέλαγος, και Του ζητάει για λογαριασμό μας: «Κυβέρνησε μου την ζωήν… και γνώρισέ μου το δρόμο που θα  πορευτώ». «Το Πνεύμα της Σοφίας Σου, χάρισε στη σκέψη μου. Πνεύμα συνέσεως δώρισε στην «αφροσύνη» μου. Τα έργα μου ας τα κατευθύνει πνεύμα θεοφοβίας. Πνεύμα ευθές και ηγεμονικό μη μου στερήσεις, για ν’ αξιωθώ, με του Αγίου Πνεύματος την καθοδήγηση, να εργάζομαι τις εντολές Σου και πάντοτε να νιώθω την παρουσία Σου». Και κορυφώνει: «Την Σην ικετεύω αγα­θότητα. Όσα ηυξάμην απόδος μοι εις σωτηρίαν»(την καλοσύνη Σου ικετεύω: Όσα σχετικά με τη σωτηρία μου Σου ζήτησα προσευχόμενος, χάρισέ μου), για να Του υπογραμμίσει πιο κάτω πως Αυτός είναι η μοναδική μας ελπίδα, παρά τις αμαρτίες μας: «Σε Σένα μόνο αμαρτάνουμε, αλλά και Σένα μόνο λατρεύουμε.
Δεν ξέρουμε να προσκυνούμε άλλο  Θεό, ούτε να υψώνουμε ικετευτικά τα χέρια μας σε κάποιο άλλο Θεό ». Κι αυτός ο τονισμός ότι Αυτός είναι ο μοναδικός μας Θεός, το μοναδικό μας, δηλαδή, και έσχατο καταφύγιο, θέλει -αν μπορούμε να το πούμε έτσι (χωρίς, πάντως, άσεβη διάθεση)- να κινήσει το φιλότιμο του Θεανθρώπου να μας δώσει χέρι βοηθείας, να μας χαρίσει την άφεση και τα προς σωτηρία αιτήματα, δεχόμενος τη γονυκλισία και την προσευχή μας, «ως θυμίαμα δεκτό, αναλαμβανόμενο ενώπιον της υπεράγαθης Βασιλείας Του».
Είναι και τούτη η ευχή μια προσευχή τολμηρή. «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Δεν ξέρουμε να προσκυνούμε ξένο θεό, ούτε να υψώνουμε χέρια ικετευτικά σ’ άλλο θεό έξω από Σένα! Ομολογία πτώσεως, φθοράς, εξαχρειώσεως, έσχατου κινδύνου! Αλλά ταυτόχρονα και ομολογία πίστεως, θεοφοβίας, ζωντανής ελπίδας σ’ Αυτόν που είναι «η ελπίς πάντων των περά­των της γης» (Ψαλμ. 64: 6), και αγάπης λατρευτικής γι’ Αυτόν που «πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α’ Ίωάν. 4: 19). Προσευχή δίχως φαρισαϊσμούς και υποκρισίες. Σωστό ξέσπασμα αληθινά ορθόδοξης καρδιάς!…
«Έτι και έτι κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Ακολουθεί η τρίτη Ευχή, που απευθύνεται κι αύτη στο δεύτερο Πρόσωπο της Υπερουσίου Τριάδος, που είναι «η πηγή που πάντοτε και ασταμάτητα αναβλύζει ζωή και φως, η δημιουργική Δύναμη που είναι αιώνια όπως ο Πατέρας, Εσύ που εκπλήρωσες κατά τον καλύτερο τρόπο, πανέμορφα, ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία των ανθρώπων», Ιησούς Χριστός, που έλυσε τους άλυτους δεσμούς του θανάτου και έσπασε του άδη τα κλειδιά και καταπάτησε τα πλήθη των πονηρών πνευμάτων, και πρόσφερε τον Εαυτό Του για χατίρι μας «άμωμον ιερείον»(αψεγάδιαστη θυσία) και θυσία άχραντη, και με θεόσοφο δόλωμα αγκίστρωσε τον «αρχέκακο και βύθιο δράκοντα» και τον δέσμευσε για πάντα, και τον κατέστησε αδύναμο κι ανίσχυρο, να περιμένει το «πυρ το άσβεστο» (Μάρκ. 9: 45) και το «σκότος το εξώτερο» (Ματθ. 25: 30).
Απευθύνεται στον Υιό που είναι «η μεγαλώνυμος Σοφία του Πατρός», «αΐδιον φως εξ αϊδίου φωτός. Ήλιος δικαιοσύνης» και Τον καθικετεύει:. Συ που μας αξίωσες να φτάσουμε σ’ αυτή τη μεγάλη ήμερα της Πεντηκοστής, δέξου ακόμα μια ικεσία μας. Όχι για μας τους ίδιους τούτη τη φορά, μα γι’ αυτούς που έφυγαν πριν από μας. Για τους κεκοιμημένους συγγενείς μας κατά σάρκα και όλους τους «οικείους της πίστεως». Συ που και κατ’ αυτή τήν «παντέλεια» και «σωτηριώδη» εορτή μας αξίωσες να δέχεσαι «ιλασμούς ικεσίους» γι’ αυτούς που βρίσκονται στον Αδη, δίνοντας μας μεγάλες ελπίδες, άκουσε τη φωνή μας που αξιοσυμπάθητα Σου απευθύνουμε: «Ανάπαυσον τας ψυχάς των δούλων Σου των προκεκοιμημένων», εκεί που υπάρχει, το φως κ’ η δροσιά κ’ η αναψυχή, εκεί που δεν υπάρχει πόνος, λύπη ή στεναγμός. Ανάπαυσε τα πνεύματά τους με τους δικαίους, γιατί αυτοί που βρίσκονται στον Άδη δεν μπορούν να Σου ζητήσουν συγγνώμη, αλλά μονάχα εμείς που ζούμε Σε ευλογούμε και Σε ικετεύουμε και τις εξιλαστήριες ευχές και ιερουργίες Σου προσφέρουμε για τις ψυχές τους!
Κι επισυνάπτεται σ’ αυτή και δεύτερη Ευχή υπέρ των τεθνεώτων, των νεκρών, απευθυνόμενη σ’ Αυτόν που είναι «της αναστάσεως ημών Αρχηγός και των βεβιωμένων(όσων πράξαμε) αδέκαστος και φιλάνθρωπος Κριτής και της μισθαποδοσίας Δεσπότης και Κύριος», ικετεύοντας Τον: «Ανάπαυσον πάντας, τους πατέρας εκάστου και μητέρας και αδελφούς και αδελφάς και τέκνα, και ει τι άλλον ομογενές και ομόφυλον, και πάσας τας προαναπαυσαμένας ψυχάς επ’ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου, και κατάταξον τα πνεύματα αυτών και τα ονόματα εν βίβλω ζωής», στην αγκαλιά του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, στη Χώρα των Ζώντων, στη Βασιλεία των ουρανών, στον Παράδεισο. Και ανάστησε και τα σώματα όλων μας κατά την αγία ήμερα της επαγγελίας Σου. Γιατί είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει θάνατος για τους δούλους του Θεού, μα φεύγουν απ’ το σώμα κι έρχονται σε Σένα, τον Κύριο. Φεύγουν από τα λυπηρά κι έρχονται «στα καλύτερα και τα πιο ευχάριστα», σε Σένα, που είσαι η ανάπαυση και η χαρά!
Ζητά γι’ άλλη μια φορά συγχώρηση αμαρτημάτων για όλους, ζώντες και κεκοιμημένους, από τον μόνο Αναμάρτητο: «Δος μας συγγνώμη, άφεση και συγχώρηση για τα παραπτώματά μας, τα θεληματικά και τα αθέλητα, αυτά που κάναμε ξέροντας πως είναι κρίματα, και αυτά που κάναμε έχοντας άγνοια, τα φανερά, τα κρυφά, όσα διαπράξαμε με έργα, με το λογισμό μας και με λόγια, κάθε συναναστροφή και σε κάθε κίνησή μας… » και καταλήγει: «Και στους μεν αποβιώσαντες δώρισε  ελευθερία και άνεση δώρισε, και εμάς που είμαστε εδώ ευλόγησε, χαρίζοντας μας  το τέλος της ζωής μας  καλό και ειρηνικό».
Λέει κάποιος Άγιος πως τίποτε δεν συγκινεί τόσο το Θεό, όσο η προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων. Επειδή «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια», οι προαπελθόντες δεν έχουν πια τη δυνατότητα να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Έτσι, μοναδική φωνή γι’ αυτούς είναι η φωνή μας! Μοναδική ικεσία τους η δική μας ικεσία! Μοναδική προσευχή τους η προσευχή μας! Για το λόγο αυτό , αυτή η τρίτη Ευχή της Γονυκλισίας έχει ξεχωριστή βαρύτητα και σημασία! Είναι προσευχή αγάπης και ελεημοσύνης και φιλαδελφίας και ευγνωμοσύνης, για πρόσωπα που βρίσκονται πια στα χέρια του Θεού!
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα…»
Τί να προσθέσει κανείς στην τριπλή αυτή γονυκλινή ευχή της Εκκλησίας; Τί επί πλέον να ζητήσει από το Θεό; Μονάχα έναν ύμνο εκκλησιαστικό που είναι ιερή υπόσχεση με την  ευκαιρία της Πεντηκοστής, ύμνο του Εσπερινού της παραμονής, διαλέγω σαν επίλογο καί επιστέγασμα των ταπεινών τούτων γραμμών:
«Εν ταις αυλαίς Σου υμνήσω Σε τον Σωτήρα του κόσμου, και κλίνας γόνυ προσκυνήσω Σου την αήττητον δύναμιν, έν εσπέρα και πρωί και μεσημβρία, και εν παντί καιρώ ευλογήσω Σε, Κύριε»! Που θέλει να πει: «Στις εκκλησίες Σου μέσα θα Σε υμνήσω, τον Σωτήρα του κόσμου, και θα γονατίσω να προσκυνήσω την αήττητη δύναμή Σου, και βράδυ, και πρωί, και μεσημέρι, και κάθε ώρα και στιγμή θα Σε ευλογήσω, Κύριε».

(Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ, «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως)
  το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Απριλίου 08, 2015

Τα γεγονότα της Μεγάλης Πέμπτης (Ιωσήφ,Μητροπολίτου Προικοννήσου)


20ΑΠΡ
Μας αξίωσε ο Θεός να φθάσουμε στην Άγια και Μεγάλη Πέμπτη, την μακρά Πέμπτη, όπως την λέει η υμνολογία. Αν πάρουμε την ακροστοιχίδα του Κανόνος ο οποίος ψάλλεται, λέει: «Τη μακρά Πέμπτη, μακρόν ύμνον εξάδω». Είναι ο μεγαλύτερος Κανόνας που έχουμε ψάλει μέχρι στιγμής, την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. Ο άλλος τόσο μεγάλος θα είναι του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου.
Ημέρα πανσεβάσμια, στην οποία η Εκκλησία προβάλλει ενώπιον μας τέσσερα πράγματα: Το ένα είναι ο Μυστικός Δείπνος. Το δεύτερο είναι ο Ιερός Νιπτήρας. Το τρίτο είναι η προδοσία του Ιούδα και το τέταρτο είναι η υπερφυής προσευχή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Το θέμα της προδοσίας αρχίσαμε από χθες να το ακούμε από μακρυά λίγο. Την ώρα που η πόρνη άπλωνε τους πλοκάμους της να σκουπίσει τα πόδια του Χριστού, τα όποια είχε πλύνει πρωτίστως με τα δάκρυα της και δευτερευόντως με το πολύτιμο μύρο που είχε αγοράσει, ο μαθητής ο αγαπημένος, ο ευνοημένος, ο τιμημένος ιδιαίτερα με υπεύθυνο υπούργημα μέσα στην ιερή δωδεκάδα, άπλωνε τα χέρια του να λάβει αργύρια, με τα οποία θα πωλούσε τον «Ατίμητον». Η ειδωλολατρία της πλεονεξίας τον οδήγησε στο να αποπτύσει, να απεμπολήσει τον ίδιο τον Διδάσκαλό του, τον Πατέρα του, τον Κύριο και Θεό του. Η μία φωτιζότανε, ετούτος σκοτιζότανε. Και το δυστύχημα είναι ότι μετά από μία τέτοια πτώση, δεν ακολούθησε μετάνοια! Και ο Πέτρος έπεσε. Αρνήθηκε τρεις φορές το Χριστό: Δεν Τον ξέρω! Δεν Τον άκουσα! Το ορκίζομαι! Ανάθεμά μου, αν σας λέω ψέματα. Ούτε που Τον άκουσα τον άνθρωπο!. Μεγάλη πτώση! Αλλά στην περίπτωση του Πέτρου ακολούθησε το: «και εξελθών έξω, έκλαυσε πικρώς»! Ακολούθησε η μετάνοια, η οποία αποκατέστησε τα πράγματα, όχι απλώς όπως ήταν προηγουμένως, αλλά η αγάπη του Θεού και η φιλανθρωπία Του είναι τέτοια, που έδωσε ακόμη περισσότερες ευλογίες και περισσότερες χάρες στον προς στιγμήν εκπεσόντα Απόστολο.
Στην περίπτωση του Ιούδα όμως είχαμε τα χειρότερα. Απλώς «μετεμελήθη», λέει το ιερό Ευαγγέλιο. Είπε: «Βρε τον ηλίθιο! Τί έκανα!» Όχι με την έννοια ότι πόνεσε η «ψυχή του γι αυτό που έκανε, αλλά ότι δεν είχε κάτι καλύτερο αποτέλεσμα, δηλαδή κάποιο διάφορο καλύτερο, φαντάζομαι. Τον έκαιγε από την μια μεριά η συνείδηση, αλλά δεν μπορούσε να πει και το συγγνώμη. Δεν εννοούσε να πει το «ευλόγησον!». Εδώ είναι η μεγάλη κατεργαριά του διαβόλου. Όταν μας βάζει και κάνουμε οποιαδήποτε αμαρτία, μέχρις εδώ είναι ανθρώπινο.


Όμως το να επιμένουμε εκεί και να μη λέμε το «ευλόγησον!», να μη λέμε το «συγγνώμη, ήμαρτον, ελέησέ με Θεέ μου!» είναι δαιμονικό. Και μείς οι κληρικοί στην Εκκλησία και οι μοναχοί στον Γέροντα. Και μεταξύ μας, αυτό το «ευλόγησον» είναι το μόνο που δεν μπορεί να πει ο διάβολος. Το «συγγνώμη» είναι το μόνο που δεν διανοείται να βγει ποτέ από το στόμα του. Και ο Ιούδας ταυτίστηκε με τον διάβολο. Ούτε καν πέρασε από το μυαλό του λογισμός πραγματικής μετανοίας, να πάει να πει: «Κύριε, ήμαρτον. Τα έκανα θάλασσα. Περισσότερο από κει που πήγα, δεν μπορεί να πάει κανείς!» Αντ’ αυτού, έκανε την ακόμη μεγαλύτερη αμαρτία. Την βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Την αυτοκτονία! Διότι η αυτοκτονία είναι μία βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Όποιος αυτοκτονεί λέει μέσα του: «δεν πιστεύω ότι με περιμένει κόλαση δεν πιστεύω ότι υπάρχει έλεος για μένα· διαγράφω τα πάντα μετά το θάνατο και πάω και δίνω τη ψυχή μου στον σατανά». Αυτό έκανε ο Ιούδας. Το ακόμη χειρότερο.
Να παρακαλούμε και να δεόμεθα του Κυρίου, ούτε από μακρυά να μην είναι η μερίδα μας μετά του προδότη Ιούδα. Αλλά για να γίνει αυτό, δεν φθάνει μόνον η Χάρις του Θεού, χρειάζεται και ο αγώνας ο δικός μας. Πρώτον μεν να αποβάλουμε το πάθος της πλεονεξίας, ή μάλλον να το μεταμορφώσουμε σε πλεονεξία της αρετής, πλεονεξία των δακρύων της μετανοίας, πλεονεξία της καθαρής προσευχής! Να φύγουμε από την πλεονεξία στα υλικά αγαθά, να μην υπάρχει ούτε από μακρυά ο κίνδυνος αυτά να γίνουν είδωλο και να μας κρύψουν το Χριστό από μπροστά μας. Και το δεύτερο, να ασκούμεθα καθημερινώς στο «ευλόγησον!», στην διαρκή μετάνοια, στην εκζήτηση της συγγνώμης.
Φιλάνθρωπος ο Θεός! Τόβαζε κανενός ο νους ότι ο Πέτρος, ο αγαπημένος, ο κορυφαίος, που τον ανέβασε μέχρι το Θαβώρ και είδε το άκτιστο Φως της Μεταμορ­φώσεως, είδε τη δόξα του Αγίου Πνεύματος, άκουσε τη φωνή του Πατρός, τα έζησε όλα, θάλεγε: Ούτε που Τον ξέρω; Και όμως, πόση αγάπη! Και στο τέλος μετά την Ανάσταση τον ρώτησε τρεις φορές εάν Τον αγαπά. Όχι γιατί δεν ήξερε εάν τον αγαπά, αλλά για να κλείσει τα στόματα οποιουδήποτε άλλου στο μέλλον θα αμφισβητούσε ενδεχομένως τα αισθήματα του Πέτρου απέναντι στο Χριστό, και του έδωσε, τί μεγαλύτερο δώρο! «βόσκε τα πρόβατά μου», «ποίμαινε τα αρνία μου». Του έδωσε την διαποίμανση την αποστολική.
Και εμείς λοιπόν μακρυά από την πλεονεξία, γαντζωμένοι από το «ευλόγησον», το «συγγνώμη», το «ήμαρτον».

( Περιοδικό «Ο Οσιος Γρηγόριος», αριθ. 34)



  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...