Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 28, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ (Αποστολικό ανάγνωσμα) «Ἀλλ’ ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις» Αρχιμανδρίτης Ιερεμίας Γεωργαλής

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ (Αποστολικό ανάγνωσμα)

«Ἀλλ’ ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις»

            Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στήν πορεία τῆς ζωῆς του ἔχει νά ἀντιμετωπίσει προβλήματα, δοκιμασίες, θλίψεις, ἀσθένειες, πειρασμούς καί ἀπογοητεύσεις. Ὅλη αὐτή ἡ φθορά, ψυχική καί σωματική, εἶναι συνηφασμένη πλέον μέ τήν φύση μας καί εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων καί τῆς ἀρνήσεώς του νά κοινωνήσουν μέ τήν πηγή  τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας πού εἶναι ὁ Δημιουργός Τριαδικός Θεός. Ὡς ἁρρώστια μεταδοτική ἡ κατάσταση αὐτή τῆς φθορᾶς μεταδόθηκε στό γένος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἄφησε τό πλάσμα Του ἀπαρηγόρητο, διότι ἔστειλε τόν Μονογενή Του Υἱό, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, δίδαξε, θεράπευσε, ἔπαθε καί ἀναστήθηκε γιά τήν δική μας σωτηρία. Ἔτσι μᾶς δόθηκε γιά δεύτερη φορά ἡ δυνατότητα νά ἐπανεύρουμε τόν χαμένο Παράδεισο. 

            Λοιπόν, ὁ κάθε πιστός ἄνθρωπος πού ἀποδέχεται τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό ὡς τόν μοναδικό Σωτῆρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου καί ἀγωνίζεται καθημερινῶς μέ τήν Χάρη Του τόν ἀγῶνα τόν καλό γίνεται παράλληλα συνεργός τοῦ Θεοῦ στήν σωτηρία τῶν συνανθρώπων του. Τήν μεγάλη αὐτή ἀλήθεια μᾶς ἀποκαλύπτει σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅλα ὅσα ἡ ἁμαρτία καί ὁ διάβολος μέ τήν συνεργασία τήν δική μας συσσώρευσαν στήν ζωή μας, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά γίνουν ἀφορμές σωτηρίας. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέγει ὅτι τό θεμέλιο τῶν ἀγαθῶν εἶναι ἡ ὑπομονή. Καί σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι εἶναι συνεργός τοῦ Θεοῦ στό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων «ἐν ὑπομονῇ πολλῇ», μέ ὑπομονή πολλή. Ὄχι προσωρινή, ὄχι για λίγο, ἀλλά πάντοτε.
            Ἡ ὑπομονή, ἀδελφοί μου, στόν πνευματικό ἀγῶνα εἶναι θεμέλιο καί τρόπος ζωῆς. Ἀπορρέει ἀπό τήν ἀκλόνητη πίστη στό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πηγάζει ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου πού ἀναγγέλει τήν προσωπική μας ἀνάσταση. Ὁ τρόπος πού ὁ χριστιανός ἀντιμετωπίζει τίς θλίψεις, τούς πειρασμούς καί τίς ἀσθένειες πού εἶτε τά προκάλεσε ὁ ἴδιος μέ τόν ἁμαρτωλό βίο του, εἶτε εἶναι ἀποτέλέσμα τῆς κακίας τοῦ διαβόλου, εἴτε τίς ἐπέτρεψε ὁ Θεός γιά νά μήν περιπέσουμε σέ ὑπηρηφάνεια καί ἀλαζονεία, ἀποδεικνύει καί τήν πνευματική του πρόοδο. Τότε μέ τήν κεχαριτωμένη αὐτή ὑπομονή γίνεται ἱεραπόστολος τῶν συνανθρώπων του καί  μέ τό σιωπηλό κήρυγμά του ὁδηγεῖ τόν πλησίον του στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Διαφωτιστικός στό σημεῖο αὐτό γίνεται ὁ ὅσιος γέροντας Παῒσιος ὁ Ἁγιορείτης ὁ ὁποῖος λέγει: «Μέ λίγη ὑπομονή πού θά κάνη ὁ ἄνθρωπος στίς δύσκολες στιγμές, μπορεῖ νά ἀποκτήσῃ τήν Θεία Χάρη. Ὁ Χριστός δέν μᾶς ἔδειξε ἄλλον τρόπο σωτηρίας, παρά τήν ὑπομονή. Τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων τήν κρέμασε στήν ὑπομονή. Βλέπεις τί εἶπε; «Ὁ ὑπομεῖνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Δέν εἶπε «ὁ ὑπομεῖνας εἰς….θέρος!». Μέχρι τό καλοκαίρι εἶναι εὔκολο νά ὑπομείνης, ἀλλά μέχρι τέλους;… Νά προσέχουμε νά μήν χάνουμε τήν ὑπομονή μας, γιά νά μήν χάσουμε τελικά τήν ψυχή μας. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν», λέγει τό Εὐαγγέλιο. Ἀλλά ἄν ἀνατρέξουμε, ἀδελφοί μου, καί στήν ἱστορία τοῦ Γένους μας θά διαπιστώσουμε ὅτι οἱ πρόγονοί μας δημιούργησαν αὐτόν τόν ἀξεπέραστο ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό, πού ἄντεξε στούς ἐξωτερικούς ἐχθρούς καί στούς ἐσωτερικούς προδότες, ἐπειδή βασίστηκε στήν ὑπομονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ μας.
            Σέ τούτες λοιπόν τίς σκοτεινές ἡμέρες πού διερχόμαστε ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Παύλου καθίσταται ἄκρως ἐπίκαιρος. Μέ ὑπομονή λοιπόν θά διέλθουμε καί αὐτήν τήν δοκιμασία. Ὄχι κοσμική ὑπομονή. Ὄχι μέ τήν ἐλπίδα νά ἐπανέλθουμε στίς ἡμέρες τῆς ὑλικῆς ἀφθονίας καί τῆς πνευματικῆς πτωχείας. Ὄχι μέ τήν προοπτική νά ἐπιστρέψουμε στόν ἐγωκεντρικό τρόπο ζωῆς πού μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἀδιέξοδο, ὑλικό καί πνευματικό. Ὄχι στήν ἀπομόνωση ἀπό τίς ἀνάγκες καί τά προβλήματα τῶν συνανθρώπων μας. Ἡ προσευχή μας πρός τόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Κύριο πρέπει νά γίνει ἐντονότερη τώρα και μόνον  ἀπό ἐκεῖ θά ἀντλήσουμε ὑπομονή ἀνεξάντλητη πού θά φέρει πνευματικούς καρπούς ὄχι μόνον γιά ἐμᾶς, ἀλλά καί γιά τούς πονεμένους συνανθρώπους μας. Ὅλα τά ὑπόλοιπα πού προτείνει ὁ ἐμπαθής κόσμος εἶναι ἡμίμετρα καί κατασταλτικά, τά ὁποῖα δέν λύνουν τό πρόβλημα, ἀλλά τό παρατεῖνουν μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς λύσης. Ἡ κοσμική ὑπομονή πού ἔχει ἐγωισμό καί ἐμπάθεια φέρνει νευρώσεις καί ἀδιέξοδα. Ἡ κατά Χριστόν ὑπομονή πού ἔχει ἀγάπη καί ταπείνωση, φέρνει χαρά, ἐλπίδα καί δημιουργικότητα. Αὐτήν, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄς ἐπιδιώξουμε γιά νά ἐπανέλθει καί πάλι ἡ ἐλπίδα στίς καρδιές μας καί στόν τόπο μας. 

 Αρχιμ. Ιερεμίας Γεωργαλής

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Β΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ

(Λουκ. 6, 31- 36)

Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν χριστιανῶν

             Σήμερα τό Εὐαγγέλιο μᾶς μίλησε γιά ἕνα μόνο θέμα. Γιά τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῶν χριστιανῶν. Τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι σίγουρα. Τῶν χριστιανῶν, τοῦ καθενός μας, πρέπει νά γίνει. Γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι κανείς τοῦ Χριστοῦ, μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πού κύριο χαρακτηριστικό της ἔχει τήν ἀγάπη, καί ὁ ἴδιος νά μήν φροντίζει νά ἔχει ἀγάπη.

            Ἅμα θέλαμε νά κάνομε μία παρομοίωση καί νά ποῦμε τί πάνω-κάτω εἶναι τό μήνυμα τῆς ἀγάπης θά λέγαμε: Ὅπως στούς δρόμους, ὑπάρχουν οἱ πινακίδες πού λένε, ἀπό δῶ πάει γιά Ἀθήνα, ἀπό κεῖ πάει γιά Θεσσαλονίκη κ.ο.κ. ἔτσι ὑπάρχει μέσα στό εὐαγγέλιο ἕνας ὁδοδείκτης, ἕνα σῆμα, πού λέει:

            «Ἀπ’ ἐδῶ πηγαίνουν πρός τά ἄνω. Ἔτσι πᾶνε πρός τόν Χριστό. Ἔτσι πηγαίνουν σέ μία ἀνώτερη πνευματική ζωή, πού ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία».

            Ἐάν δέν ὑπῆρχε Θεός, ὁ καθένας θά μποροῦσε νά κάνει ὅ,τι θέλει.

            Δέν θά ἔδινε σημασία καί ἀναφορά σέ κανένα. Καί γιά τίποτε. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού ὁ Θεός ὑπάρχει καί κυβερνάει τόν κόσμο, καί εἴμαστε εἴτε τό θέλομε εἴτε δέν τό θέλομε ὅλοι δικοί του, δέν εἴμαστε ἀνεξέλεγκτοι. Εἴτε τόν ἀναγνωρίζομε τόν Θεό καί τοῦ τό λέμε στίς προσευχές μας, εἴτε τόν ἀρνούμαστε καί τόν ξεγράφομε, αὐτός ὑπάρχει.

            Δέν σημαίνει ὅτι ἐπειδή σύ τόν ξέγραψες, ξεγράφτηκε ὁ Θεός.

            Ὅποιος λοιπόν θέλει νά εἶναι λογικός, σωστός, ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ του πρῶτα καί μετά σωστά τοποθετημένος μέσα σέ αὐτό τό ὄμορφο σύμπαν πού λέγεται «ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ», ἔχει τήν ὑποχρέωση νά φροντίζει, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νά τόν ἀκούει καί νά τόν τηρεῖ.

            «Ἀγάπη λοιπόν», μᾶς λέγει σήμερα ὁ Χριστός στό εὐαγγέλιο. «Μή ξεχνᾶτε ὅτι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ ἀγάπη».

            Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, δέν ξέρανε τί σημαίνει ἀγάπη.

            Οἱ εἰδωλολάτρες ὅλου τοῦ κόσμου, δέν ξέρανε τί σημαίνει ἀγάπη.

            Καί κάθε ἄνθρωπος πού φεύγει ἀπό τόν Χριστό, δέν ξέρει τί εἶναι ἀγάπη.

            Ἡ ἀγάπη χωρίς Χριστό, εἶναι ἕνα πράγμα ἐντελῶς ἀνθρώπινο.

            Γιά νά μᾶς τό περιγράψει ὁ Χριστός, ἀνέφερε τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων πού λένε ὅτι ἔχουν ἀγάπη, ἀλλά δέν ἔχουν. Εἶναι αὐταπάτη ἀγάπης. Γιατί ἡ ἀγάπη αὐτή τήν ὁποία κηρύττουν εἶναι ἁπλῶς ἕνας συναισθηματισμός δικός τους. Τοῦ καθενός.

            Τί σημαίνει συναισθηματισμός; Βλέπω ἕναν πεινασμένο καί λέω: «Ἄ, τόν κακομοίρη. Δῶστε του ἕνα κομματάκι ψωμί νά φάει». Βλέπω ἕνα πού ξεπαγιάζει στό κρύο, μέ πιάνει ὁ συναισθηματισμός καί λέω: «Δῶστε του ἕνα ρουχαλάκι νά φορέσει, ἄνθρωπος εἶναι».

            Καί ἄν πεῖς γιά τό παιδί σου... «Ὅλα θυσία γιά τό παιδί μου».

            Ἀπό συναισθηματισμό.

Βλέπει ἕνα κορίτσι τόν ἀγαπημένο της, ὅλα θυσία. Καί τόν ἑαυτό της ἀκόμη.

            Βλέπει ἕνα ἀγόρι τήν κοπέλλα πού ἀγαπάει, τήν μάνα του ξεχνάει. Θυμᾶστε τό παραμύθι τί λέει;

            Μιά φορά ἀγάπησε ἕνας νεαρός μιά κοπέλλα,πού ἦταν μάγισσα. Ἡ μάγισσα, τοῦ εἶπε:

            -Σφᾶξε τήν μάνα σου, φέρε μου τήν καρδιά της καί μετά θά δεχθῶ, νά μέ πάρεις.

            Μπορεῖ μιά μάνα νά σκοτώνεται γιά τό παιδί της, καί τόν γείτονά της νά μήν τόν θέλει οὔτε νά τόν δεῖ, οὔτε νά τόν ἀκούσει.

            Ἔχει ἀγάπη Χριστοῦ; Ὄχι! Φυσική ἀγάπη ἔχει, μόνο.

Ἀγάπη τῆς γῆς. Ἀγάπη τοῦ οὐρανοῦ

            Λέει λοιπόν ὁ Χριστός. Προσέχετε. Μήν κάνετε λάθος καί νομίζετε ἀγάπη ἐκεῖνο πού δέν εἶναι. Καί νομίζετε ἔτσι ὅτι εἴσαστε ἐντάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀπέναντι τοῦ χρέους τό ὁποῖο ἔχετε, ἐνῶ ἀκόμη δέν ἔχετε ξεχρεώσει τίποτε.

            «Ἐάν ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπώντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί;»

            Ἄν ἀγαπᾶτε μόνο ἐκείνους πού σᾶς ἀγαπᾶνε, τί καλό κάνετε; Ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν ἀγαπᾶ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν;

            Καί ἐκεῖνοι πού εἶναι στόν ὑπόκοσμο· καί οἱ ἐγκληματίες· καί ὅλοι οἱ συμφεροντολόγοι πού πίνουν τό αἷμα τῶν ἄλλων, ἐκείνους πού τούς ἀγαπᾶνε, τούς ἀγαποῦν.

            Ἄς προσθέταμε ἀκόμη: Καί οἱ σατανιστές, πού λατρεύουν τόν διάβολο, ἐκείνους πού τούς ἀγαπᾶνε, τούς ἀγαποῦν. Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

            Δεύτερο περίπτωση. «Καί ἄν ἀγαπᾶτε τούς ἀγαθοποιούντας ὑμᾶς», ἄν ἀγαπᾶτε ἐκείνους πού σᾶς κάνουν καλό, «ποία χάρις ὑμῖν ἐστι»;

            Οἱ ἁμαρτωλοί ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὑπόκοσμος ὅλου τοῦ κόσμου, οἱ συμφεροντολόγοι ὅλου τοῦ κόσμου, ἐκείνους πού τούς ἀγαποῦν καί τούς κάνουν καλό, τούς ἀγαπᾶνε. Ἀπό τί κινοῦνται;

            Ἀπό τά συναισθήματά τους μόνο.

            Μήπως κινοῦνται ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ; Ὄχι!

            Ἀπό τό συμφέρον τους, ἀπό τά συναισθήματά τους κινοῦνται. Καταστάσεις ἐντελῶς ἀνθρώπινες.

            Τρίτη περίπτωση: Καί ἄν ἀγαπᾶτε ἐκείνους πού σᾶς δανείζουν, σᾶς βοηθοῦν, σᾶς δίνουν γιά προσωρινή χρήση μέ προθυμία καί μέ καλωσύνη ἐκεῖνο πού τούς ζητᾶτε, «ποία ὑμῖν χάρις ἐστι»; Τί σπουδαῖο κάνατε; Τί καλό κάνατε; Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλου τοῦ κόσμου καί οἱ δαιμονολάτρες ἀκόμη τό κάνουν.

            Θέλετε νά εἴσαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ; Θέλετε νά ἔχετε ἀγάπη; Θέλετε νά εἴσαστε τοῦ Χριστοῦ;

            Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας. Τί σημαίνει ἐχθρός;

            Κάποιος πού ὅταν τόν κοιτάζω, νευριάζω. Ὅταν τόν σκέπτομαι, ἀγανακτῶ. Ὅταν θυμᾶμαι τί μοῦ ἔκανε, τρέμω ἀπό ὀργή καί θά ἤθελα ἁρπάξω μαχαῖρι. Νά ὁρμήσω νά τόν σφάξω.

            Λέει ὁ Χριστός: Ἄν θέλετε νά εἴσαστε τοῦ Θεοῦ, νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας.

            Ἐπιτρέπεται χριστιανός νά ἔχει ἐχθρό; Ἐπιτρέπεται χριστιανός νά μισεῖ κανένα; Ὄχι! Γιατί δέν ἐπιτρέπεται;

Ποιούς ἀγάπησε; Γιά ποιούς θυσιάστηκε;

            Γιατί εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι Ἐκεῖνος πού εἶναι στόν οὐρανό, μᾶς βλέπει καί μᾶς παρακολουθεῖ ὅλους. Τό μάτι του, δέν εἶναι σάν τό δικό μας πού βλέπει πέντε μέτρα μπροστά καί πίσω τίποτε. Τά βλέπει ὅλα ἐκεῖνος, τά παρακολουθεῖ ὅλα, τά καταλαβαίνει ὅλα, τά ξέρει ὅλα. Ἀκόμη καί ἐκεῖνα πού βρίσκονται στήν καρδιά.

            Αὐτός λοιπόν ἀπό κεῖ πάνω, «βρέχει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς. Καί ἀνατέλλει τόν ἥλιο γιά δίκαιους καί ἄδικους». Δέν ξεχωρίζει κανένα.

            Θέλετε νά εἴσαστε παιδιά του; Μήν ξεχωρίζετε ποτέ καί σεῖς κανένα. Νά ποῦμε καί κάτι σοβαρότερο; Ὁ Θεός, ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος, γιά τό δικό μας καλό, γιά τή σωτηρία μας, ἔστειλε στόν κόσμο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά μᾶς σώσει. Ἀπό τί νά μᾶς σώσει; Ἀπό μιά βέβαιη καταστροφή. Ἀπό ἕνα λάκκο πού τόν εἴχαμε μόνοι  μας ἀνοίξει. Καί περιμέναμε νά πέσουμε μέσα. Καί δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας λάκκος πού θά μᾶς σκέπαζε, καί θά πηγαίναμε στό μηδέν, ὅπως ξεκινήσαμε ἀπό τό μηδέν. Ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ἀνυπαρξία. Ἀλλά θά ἦταν ἕνας λάκκος, πού συνεχίζεται κάτω ἀπό τόν τάφο, μέ ἕνα παράξενο ὄνομα, πού μόλις τό ἀκούομε μᾶς πιάνει κρύος ἱδρώτας. Καί λέγεται αἰώνια κόλαση.

            Γιά νά μᾶς σώσει ὁ Χριστός ἀπό τήν αἰώνια κόλαση, ἀπό τά νύχια τοῦ διαβόλου, ἀπό τά λάθη μας, ἀπό τό κακό πού μᾶς περίμενε, κατέβηκε καί ἦλθε στόν κόσμο. Τί εἴμαστε τότε, γιά τόν Χριστό ἐμεῖς; Τότε πού κατέβηκε στή γῆ, τί εἴμαστε;

            Δίνει τήν ἀπάντηση ὁ ἀπόστολος Παῦλος:

            Εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Τί σημαίνει ἁμαρτωλοί; Καταφρονητές τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ποῦ τό γράφεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Στά παλιά μου τά παπούτσια. Καί τί κάνεις; Ὅτι μοῦ καπνίσει κάνω.

            Ὅταν σοῦ ποῦν ὅτι ἕνας ἄνθρωπος σέ γράφει στά παλιά του τά παπούτσια, πῶς τόν αἰσθάνεσαι;

            Ἅμα ἀφήσω τά συναισθήματά μου ὁδηγό, πῶς νά τόν αἰσθανθῶ;

            Οὔτε νά τόν δῶ δέν θέλω, οὔτε νά τόν ἀκούσω, οὔτε νά τόν συναντήσω. Γιά καλό δικό του βέβαια...

            Ἔτσι εἴμαστε γιά τόν Χριστό. Καί ὅταν λοιπόν εἴμαστε ἔτσι, ἁμαρτωλοί καί βλάσφημοι, ὁ Χριστός κατέβηκε στόν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Ὄχι ἁπλῶς ἔγινε καί μᾶς εἶπε πέντε συμβουλές, ὅπως τό κάνομε καί πρέπει νά τό κάνομε καί ἐμεῖς μερικές φορές, γιά τό καλό αὐτῶν πού μᾶς ἀκοῦνε καί τό δικό μας. Γιατί ὅποτε λέμε τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί ὅσο περισσότερο βγάζομε ἀπό τά χείλη μας μέ εὐλάβεια τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόσο πιό πολύ ἁγιάζεται ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας. Γιά ὅλους ἰσχύει αὐτό.

            Ὅσο περισσότερο βγάζει κανείς ἀπό τό στόμα του καί ἀπό τήν καρδιά του τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά τόν τιμήσει, νά τόν δοξάσει καί νά διδάξει, τόσο πιό πολύ ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Ἰσχύει γιά ὅλους.

            Κατέβηκε λοιπόν ὁ Χριστός ἀπό τόν οὐρανό γιά μᾶς, ἐνῶ μέ τήν δική μας λογική ἔπρεπε νά τοῦ εἴμαστε μισητοί. Καί ὄχι μόνο μᾶς δίδαξε, μᾶς εἶπε συμβουλές, ἀλλά σταυρώθηκε καί ἀπέθανε γιά μᾶς. Καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς. Γιά νά μᾶς δείξει ὅτι πρέπει καί ἐμεῖς νά ξέρομε νά πεθαίνομε γιά τόν κόσμο αὐτό καί γιά τόν ἑαυτό μας, προκειμένου νά πάρομε τόν σωστό δρόμο πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

            Τί σημαίνει πεθαίνω γιά τόν ἑαυτό μου;

            Σημαίνει, ὅτι δέν ἔχω κριτήριο στή ζωή μου καί στίς ἐνέργειές μου, τό τί μοῦ λέει ἡ ὀρεξούλα μου ἡ σωματική. Νά φάω, νά κοιμηθῶ, νά διασκεδάσω. «Ἄστα στήν ἄκρη αὐτά» λέω. Δέν ἐπιτρέπεται αὐτή ἡ φίλαυτη φύση μας καί τά συναισθήματά μας νά εἶναι ὁδηγός. Ποιός εἶναι ὁδηγός; Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ὁδηγός.

            Γι' αὐτό λέγει τό Εὐαγγέλιο: «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας». Ἄν θέλετε νά ἔχετε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ ὁδηγό. Πού μᾶς ἔχει ὅλους ἴσα. Καί εἶναι κοινός Πατέρας, γιά ὅλους μας.

Τά τρία σκαλάκια

            Τί σημαίνει ἀγαπῶ τόν ἐχθρό μου;

            Σημαίνει τρία πράγματα.

            • Πρῶτο καί βασικό, ξεπερνῶ τά συναισθήματά μου. Τά πατάω. Τά πετάω στό σκουπιδοντενεκέ. Ὅσο ἄγρια καί ἄν ἔχουν γίνει, τόσο πιό πολύ πρέπει νά τά πολεμήσομε. Μετά κάνω τρεῖς ἐνέργειες πού εἶναι ὁ δείκτης ὅτι ἀρχίζω καί συγχωρῶ τόν ἐχθρό μου.

            Πρῶτον: Δέν τόν βρίζω. Τό πιό εὔκολο στό στόμα ἑνός ἀνθρώπου πού ἔχει μίσος, ἔχει ἐχθρό, εἶναι ἡ κακολογία γι' αὐτόν. Θέλεις νά εἶσαι τοῦ Χριστοῦ; Μή βρίζεις. Μή κακολογεῖς. Μήν καταριέσαι. Μήν ὀργίζεσαι. Ἀλλά λέγε ὅσο τό δυνατόν πιό καλά λόγια. Τά καλύτερα πού μπορεῖς νά βγάλεις ἀπό τήν καρδιά σου. Μά βγαίνουν εὔκολα; Μέ τό τσιγκέλι δέν βγαίνουν; Ναί, ἔτσι εἶναι. Ἀλλά γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν αἰώνια ζωή πρέπει νά τά βγάλομε τά καλά λόγια καί νά μήν βγάζομε βρισιές καί κατάρες.

            • Δεύτερο σημεῖο. Νά συγχωροῦμε. Τί σημαίνει νά συγχωροῦμε; Σβύστο ὅ,τι σου ἔκανε. Ξέγραψέ το. Τί μπορεῖ νά σοῦ ἔκανε; Μέ ἔκλεψε. Μέ ἔβρισε. Μέ κακοποίησε. Συγχώρεσέ τον!

            Ἀπό σένα, νά ἔχει συγχώρηση γιά κεῖνο πού ἔκανε. Ἡ αἰώνια ζωή γιά ὅλους μας, εἶναι πολυτιμότερη ἀπό αὐτή.

            • Καί τό τελευταῖο ποιό εἶναι; Νά τόν εὐεργετεῖς. Μά τόν ἐχθρό μου θά εὐεργετῶ; Ναί, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός σταυρώθηκε γιά μᾶς. Δέν ἀξίζει νά κάνομε κάτι γιά χάρη του;

            Ὅλα πρέπει νά προσπαθοῦμε νά τά κάνομε γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Γιά τήν αἰώνια ζωή.

            Νά ἀνταποκριθοῦμε λοιπόν στό θέλημά του καί στήν εὐεργεσία πού μᾶς ἔκανε. Αὐτός μᾶς δημιούργησε καί κατέβηκε στόν κόσμο καί σταυρώθηκε γιά μᾶς.

            Ἡ ἀπάντησή μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι νά τόν εὐεργετοῦμε τόν ἐχθρό μας. Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία;

            -Νά τοῦ δώσεις λίγα χρήματα, καλή πράξη εἶναι;

            Καλή εἶναι. Εὐεργεσία εἶναι.

            -Νά τοῦ δώσεις λίγο φαΐ, καλό εἶναι!

            -Νά τόν μπάσεις στό σπίτι σου; Καί αὐτό καλό.

            Γιατί πατᾶς τά δαιμονικά συναισθήματα τοῦ μίσους καί γίνεσαι νικητής.

            Ἀλλά ὑπάρχει κάτι πού εἶναι ἀκόμη πιό μεγάλο.

Ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία

            Μεγαλύτερη εὐεργεσία εἶναι νά προσεύχομαι, καί λέω:

            «Κύριε, συγχώρησέ τον. Βᾶλε τον στή Βασιλεία σου. Δῶσε του στή ζωή αὐτή, ὅτι ἀγαθά θέλεις, περισσότερα ἀπό ἐμένα. Εὐεργέτησέ τον, φώτισέ τον, ὁδήγησέ τον στό θέλημά σου τό ἅγιο. Φώτισε καί ἐμένα νά καταλαβαίνω τά λάθη μου καί νά θέλω νά ἀκολουθῶ τόν δρόμο σου».

            Αὐτή ἡ προσευχή εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία. Ἄν βέβαια πιστεύομε ὅτι τόν κόσμο δέν τόν κυβερνᾶμε ἐμεῖς, ἀλλά ὁ Θεός.

            Ἄν αὐτά τά κάνομε, λέει ὁ Χριστός, τότε γινόμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου.

            Δηλαδή; Μιμούμαστε τόν Πατέρα μας. Ἀκολουθοῦμε τόν Πατέρα μας. Τί πιό φυσικό ἀπό τό ἀκολουθεῖ κάποιος τόν πατέρα του καί νά τόν μιμεῖται;

            Καί ἅμα γίνομε παιδιά τοῦ Ὑψίστου, τοῦ Πατέρα μας καί τοῦ μοιάζομε, τί φυσικότερο, ἀπό τό νά μᾶς θέλει δεξιά του, κοντά του, στήν ἀγκαλιά του;

            Καί τί μεγαλύτερη εὐτυχία, τί μεγαλύτερο κέρδος στή ζωή ἀπό τό νά ἔχομε τήν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεός θέλει νά μᾶς ἔχει παιδιά του, νά θέλει νά μᾶς κρατάει στήν ἀγκαλιά του καί νά μᾶς πάρει γιά πάντα κοντά του;

            Μερικούς αἰῶνες παλαιότερα ἔγινε στήν Ἀγγλία μία μεγάλη ἀνατροπή. Μία ἐπανάσταση. Καί βρέθηκαν οἱ Ἄγγλοι δυό κόμματα, πού ἀλληλοτρώγωνταν σάν τά σκυλιά. Τό ἕνα κόμμα νίκησε καί οἱ νικητές ἔπιασαν ἀνάμεσα στούς ἄλλους καί ἕναν ἐξαιρετικό ἄνθρωπο, πού λεγόταν Τόμας Μόρ. Αὐτός ἦταν καλός χριστιανός. Ἀλλά καταδικάστηκε μαζί μέ τούς ἄλλους σέ θάνατο. Λίγο πρίν τόν ἐκτελέσουν, τοῦ λένε:

            -Θέλεις νά πεῖς καμιά τελευταία σου ἐπιθυμία;

            Ἐκεῖνος ἀπάντησε:

            -Ἡ μεγάλη μου ἐπιθυμία εἶναι νά μᾶς συγχωρήσει ὁ Θεός ὅλους. Παρακαλῶ τόν Θεό νά συγχωρήσει καί ἐμένα γιά τίς ἁμαρτίες μου καί ἐσᾶς γιά τίς δικές σας ἁμαρτίες. Στόν κόσμο αὐτό βρεθήκαμε ἐχθροί. Βρεθήκαμε σέ σύγκρουση. Ἐγώ δέν ἔχω κανένα ἐχθρό στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ πάνω δέν ὑπάρχουν ἐχθροί. Ἐσεῖς θά μέ σκοτώσετε τώρα σάν ἐχθρό σας. Λάθος κάνετε. Ἐγώ πηγαίνοντας κεῖ πάνω, εὔχομαι καί ἐγώ νά πάω -ἐπειδή τό θέλω σάν χριστιανός- καί ἐσεῖς νά ρθεῖτε. Ἐκεῖ πάνω θά εἴμαστε ὅλοι μαζί. Ἀγαπημένοι. Γιατί ἐκεῖ, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχουν μίση, δέν ὑπάρχουν πάθη, δέν ὑπάρχουν κακίες ἀλλά βασιλεύει ὁ Θεός καί ἡ ἀγάπη του.

            Ἔτσι πρέπει νά κάνομε τά αἰσθήματά μας, ἄν θέλομε νά βλέπομε πού μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Χριστός καί τί πρέπει νά κάνομε γιά νά γίνομε λίγο καλύτεροι. Καί νά μήν εἴμαστε χριστιανοί στό ὄνομα. Γιατί χριστιανός χωρίς ἀγάπη καί χωρίς τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι χριστιανός στό ὄνομα. Νά μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός. Νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς κατευθύνει καί νά μᾶς δυναμώνει στό ἔργο αὐτό. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,



διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Λυγιά τήν 1/10/2006

Ὁ Χρυσοῦς κανὼν (Ματθ. 7, 7—12. Λουκ. 6, 31) Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος





Ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν Του ἐδίδαξε διδάγματα ὑψηλά, τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ φῶς καὶ δύναμιν. Ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ φῶς, ἵνα ἐννοήσωμεν αὐτά. Ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ δύναμιν ψυχικήν, ἵνα ἐφαρμώσωμεν αὐτά. Διὰ μὲν τὴν δύναμιν τῆς ἐφαρμογῆς ὁ Κύριος συνιστᾶ τὴν ἐπίμονον προσευχήν, διὰ δὲ τὴν κατανόησιν αὐτῶν δίδει φράσιν ἀνακεφαλαιώνουσαν τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν του. Ἰδοὺ ὁ χρυσοῦς κανὼν ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας.

Καὶ α) Ἡ προσευχή: «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Ὁ Κύριος χρησιμοποιῶν χρόνον ἐνεστῶτα εἰς τὸ «αἰτεῖτε καὶ ζητεῖτε» συνιστᾶ τὴν ἐπανειλημμένην αἴτησιν. Λέγων δὲ «κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται» δηλοῖ τὸ μετὰ ζήλου καὶ οὐχὶ τυπικῶς αἰτεῖσθαι. Καὶ συνεχίζει. «Πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐτόνισε τὴν κατ' ἐπανάληψιν καὶ μετὰ ζήλου αἴτησιν, ἐνταῦθα διὰ τοῦ «πᾶς ὁ αἰτῶν» δηλοῖ, ὅτι ὄχι μόνον ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ πτωχός, ὄχι μόνον ὁ κληρικὸς ἀλλὰ καὶ ὁ λαϊκός, ὄχι μόνον ὁ μεγάλος ἀλλὰ καὶ ὁ μικρός, ὅταν ζητήσωσι κατ' ἐπανάληψιν καὶ μετὰ ζήλου, θὰ λάβωσιν.

Ὁ Κύριος ὅμως, ἵνα δηλώση τὸ πρόθυμον τῆς δωρεᾶς του καὶ ποῖον πρέπει νὰ εἶναι τὸ περιεχόμενον τῆς προσευχῆς μας, λέγει τὰ ἑξῆς: «Τὶς ἐστὶν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὅν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς του ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῶ; καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῶ; εἰ οὖν ὑμεῖς πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσα μᾶλλον ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;».

Ποῖος δηλαδὴ πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ υἱός του θὰ ζητήση ἄρτον ἢ ψάρι, θὰ ἀπατήση τοῦτον δίδων ἀντὶ ἄρτου τὸν ἐξωτερικῶς πρὸς αὐτὸν ὁμοιάζοντα ἀνωφελῆ λίθον ἢ ἐπιβλαβὲς φείδι τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ σχῆμα ὁμοιάζει πρὸς τὸν ἰχθύν;

Ἀφοῦ λοιπὸν σεῖς οἱ πατέρες, λέγει ὁ Κύριος, ὡς ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ μέτοχοι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶσθε πονηροὶ καὶ ὅμως παρέχετε «ἀγαθὰ» τὰ συμφέροντα δηλαδὴ εἰς τοὺς υἱούς σας, κατὰ μείζονα λόγον ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος θὰ δώσῃ ὠφέλιμα πράγματα εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὰ ζητοῦν. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιγραμματικώτατα λέγει: «ὃς γε τοῦ ἰδίου Υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, πῶς οὐχὶ σὺν αὐτῶ τὰ πάντα ὑμῖν χαρίσεται;».

Συμπέρασμα. Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται κατ' ἐπανάληψιν, μετὰ ζήλου ὑπὸ οἱουδήποτε οὐχὶ διὰ πράγματα ἀνωφελῆ ἢ βλαβερὰ καὶ μὲ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν ὡς Πατέρα μας. Τότε εἰσακούεται. Ἐὰν δὲν εἰσακούεται, αἰτοῦμεν λίθους ἢ ὄφεις ἤτοι ἀνωφελῶς ἢ ἐπιβλαβῶς. Μετὰ ταῦτα ὁ Κύριος πρὶν τελειώση τὴν ἠθικὴν διδασκαλίαν προβαίνει εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ταύτης.

β) Ἡ ἀνακεφαλαίωσις. «Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γὰρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται». Ἡ φράσις αὕτη εἶναι σύντομος, σαφής, σοφή.

Εἶναι σύντομος διὰ νὰ εἶναι εὐμνημόνευτος καὶ ἵνα μὴ οἱ παραβᾶται προβάλλωσιν ἄγνοιαν νόμου.

Εἶναι σαφής, ὥστε δύναται νὰ ἐννοήση ταύτην ὄχι μόνον ὁ μορφωμένος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀμόρφωτος ἄνθρωπος. Καὶ πράγματι! Τὶς δὲν δύναται νὰ ἐννοήση τὸ «ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις ὁ ἄλλος νὰ κάμη εἰς σέ, αὐτὸ πρέπει νὰ κάμης καὶ σὺ εἰς αὐτόν;» Ἡ συντομία δὲν εἶναι εἰς βάρος τῆς σαφήνειας.

Ἡ ἐντολὴ αὕτη δὲν εἶναι μόνον σύντομος καὶ σαφὴς ἀλλὰ καὶ σοφὴ διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ σήμερον ἀκόμη θέτουσι θεωρητικῶς ὡς ὕψιστον κανόνα διαγωγῆς τὸ «ὅ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μηδενὶ ποιήσεις» ἤτοι ὅ,τι δὲν θέλεις νὰ σοῦ κάμουν, μὴ κάμης. Πρακτικῶς δὲ ἐφαρμόζουσι τὸ «ὅσα ἂν ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς αὐτοῖς ὁμοίως». Καὶ αἱ δύο αὐταὶ ἀρχαὶ τῆς ζωῆς, εἶναι πολὺ ἐλλειπεῖς ἔναντί τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ διατί. Ἐφαρμόζων τις τὸ «ὅ σὺ μισεῖς ἑτερῳ μὴ ποιήσῃς» ἐφαρμόζει ἐντολὰς ἀρνητικάς, αἱ ὁποῖαι μᾶς λέγουσι τί δὲν πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἡ ζωὴ ὅμως ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ θετικὰς ἐντολάς, πρέπει δηλαδὴ νὰ μάθωμεν τί πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἐφαρμόζων δὲ ὁ ἄνθρωπος τὴν δευτέραν ἀρχὴν «ὅσα ἂν ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς αὐτοῖς ὁμοίως» θὰ ἀναγκασθῆ νὰ κλωτσήση τὸν ἄλλον, ὅταν ὁ ἄλλος τὸν κλωτςᾶ, νὰ ἀπαντᾶ εἰς τὸ μῖσος τοῦ ἄλλου μὲ τὸ μῖσος τὸ ἰδικόν του. Ἀλλὰ τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν μεταβάλλεται εἰς κτῆνος; Καὶ ὅταν ἀγαπᾶ τὸν ἄλλον, διότι ἐκεῖνος πρῶτος τὸν ἀγάπησε, δὲν εἶναι δοῦλος τῆς ἀγάπης τοῦ ἄλλου;

Ἡ πλήρης ἑπομένως ἐντολή, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄρνησις ἀλλὰ θέσις, δὲν εἶναι κτηνώδης ἀλλὰ θεία, δὲν ἔχει δουλικότητα, ἀλλὰ ἐλευθερίαν, εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ὅσα ἂν θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς». Ἡ σοφία τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ Κυρίου δὲν φαίνεται μόνον, ὅταν συγκριθῆ πρὸς τὰς δύο ἀνωτέρω ἀναφερθείσας ἀρχὰς τῆς ζωῆς, θεωρητικὴν καὶ πρακτικήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πράγματα.

Καὶ συγκεκριμένως. Εἶσαι πλούσιος. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον πρέπει νὰ φέρεσαι πρὸς τὸν πτωχόν, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ ἐφέρετο ὁ πτωχὸς πρὸς σέ, ἐὰν σὺ ἦσο πτωχὸς καὶ ἐκεῖνος ἦτο πλούσιος. Εἶσαι σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἔχεις ἀνόητους μαθητάς. Πρέπει νὰ φέρεσαι πρὸς αὐτούς, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ ἐφέροντο αὐτοὶ πρὸς σέ, ἐὰν σὺ ἦσο μαθητὴς ἀνόητος καὶ ἐκεῖνοι σοφοὶ διδάσκαλοι. Κατακρίνεις; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ κατακρινομένου. Ψεύδεσαι; Σκέψου πόσον κακὸν εἶναι τὸ ψεῦδος, ὄχι ὅταν λέγης σὺ τὸ ψεῦδος πρὸς ἄλλους, ἀλλὰ ὅταν ἄλλοι ψεύδονται πρὸς σέ. Μισεῖς; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ μισουμένου. Εἶσαι προιστάμενος; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑφισταμένου. Εἶσαι ἀρχιεργάτης; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τῶν ἐργατῶν. Εἶσαι μεγάλος; Δὲν πρέπει νὰ σκεφθῆς πῶς ἐφέροντο κατὰ τὸ παρελθὸν οἱ μεγαλύτεροί σου πρὸς σέ, ὥστε κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ φέρεσαι καὶ σὺ σήμερον, πρὸς τοὺς μικρότερούς σου. Θὰ φερθῆς πρὸς τοὺς μικρότερούς σου ὄχι ὅπως σοῦ ἐφέρθησαν οἱ μεγαλύτεροί σου ἄλλοτε, ἀλλὰ ὅπως θὰ ἤθελες νὰ σοῦ ἐφέροντο.

Θέτων ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν συμπεριφορὰν του τὸν ἑαυτὸν του εἰς τὴν θέσιν τῶν ἄλλων κάμνει ἔργον δίκαιον καὶ σοφόν, διότι ὁ νόμος οὗτος εἶναι ὁ μόνος, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ γίνη παγκόσμιος, ὅπως λέγει ἕνας σοφὸς ὀνομαζόμενος Κάντιος. Ὁ νόμος οὗτος δὲν εἶναι μόνον δίκαιος καὶ σοφὸς ἀλλὰ καὶ ἐλεύθερος. Θὰ ἀγαπήσης τὸν ἄλλον ὄχι διότι σὲ ἀγαπᾶ, οὔτε διὰ νὰ σὲ ἀγαπήση ἀλλὰ διότι ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾶς.

Μία ἀπορία. Ἴσως εἴπῃ τις· ἐὰν δύο πρόσωπα διαφόρου φύλλου ἀγαπῶνται ἁμαρτωλῶς εἶναι νόμιμος ἡ ἀγάπη των, ἀφοῦ εἶναι ἀμοιβαία ἡ θέλησίς των;

Ἀπαντῶ. Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ πρὸς χριστιανούς. Ἑπομένως προϋποτίθεται, ὅτι οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχωσιν ἁμαρτωλὰς σχέσεις. Πλὴν αὐτοῦ συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο. Θέλεις σύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ἄνδρας νὰ ἔχη ἡ γυναῖκα σου, ἢ ἡ κόρη σου, ἢ ἡ ἀδελφή σου ἁμαρτωλὰς σχέσεις, ἔστω καὶ ἂν εἶναι μὲ τὴν θέλησίν των, πρὸς ἄλλον ἄνδρα;

Τέλος μεταξὺ δύο προσώπων ἀγαπωμένων ἀμοιβαίως καὶ ἁμαρτωλῶς, συγχέονται δύο διάφορα συναισθήματα: εὐχαρίστησις καὶ θέλησις. Καὶ κατ' ἀρχὰς μὲν συγχέονται μέχρι συνταυτίσεως, κατόπιν ὅμως, ὅταν παρουσιασθῆ ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως καὶ πολὺ περισσότερον, ὅταν διὰ τοῦ κορεσμοῦ ἐπέλθη ὁ τραγικὸς χωρισμὸς των, βλέπομεν, ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θέλησις καὶ ἄλλο ἡ εὐχαρίστησις.



 

Ἡ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν (Λουκ. 6,31-38) Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος





(Ματθ. 5,43—48. Λουκᾶ 6,27—28. 31-40.)


Εἰς τὸ περὶ ἀνεξικακίας προηγούμενον θέμα ἀνέβημεν εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου. Ἤδη ὅμως διὰ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν θὰ ἀνέλθωμεν εἰς τὴν κορυφὴν τῆς κορυφῆς τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου. Ἂς ἴδωμεν.

Ὁ Κύριος συμπληρῶν τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον περὶ ἀγάπης λέγει: «Ἠκούσατε, ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις˙ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου». Τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου» ἀναφέρεται εἰς τὸ Λευϊτ. 19,18. Τὸ δὲ «μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» εἶναι ἐντολὴ τῶν Γραμματέων. Μὲ τὴν λέξιν πλησίον ὁ Ἑβραϊκὸς νόμος ἐννοεῖ τὸν Ἑβραῖον. Οἱ Γραμματεῖς ὅμως ἐζήτουν ἐξ αὐτοῦ τὸ «μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» παρὰ τὸν νόμον, διότι ὁ νόμος διέτασσε τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν Ἐξοδ, 23.4. Εἰς τὴν ἐθνικιστικὴν καὶ διεστραμμένην ἑρμηνείαν ταύτην τῶν Γραμματέων ὁ Κύριος προσφέρει τὴν γενικὴν πανανθρωπίνην ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν διὰ λόγων, ἔργων καὶ προσευχῆς θέτων ὡς παράδειγμα τὴν πανανθρώπινην ἀγάπην τοῦ Θεοῦ ὡς ἑξῆς:

«Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμᾶς, προσεύχεσθε ὑπὲρ ἐπηρεαζόντων καὶ διωκόντων ὑμᾶς καὶ εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς». Ὁ Κύριος δικαιολογῶν τὴν ἀγάπην ταύτην λέγει χαρακτηριστικῶς: «Ἐὰν ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; ποία ὑμῖν χάρις;» ποία ἡ ὀμορφιά σας; «Οὐχὶ οἱ τελῶναι (οἱ ὁποῖοι πιέζοντες εἰς φορολογίας τὸν περιούσιον λαὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἑβραϊκόν, χάριν ξένων κατακτητῶν, ἦσαν μισητοὶ εἰς τοὺς Ἑβραίους) οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; Ἐὰν ἀσπάσησθε (χαιρετίσητε) τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε»; Τί περισσότερον ἀπὸ τοὺς τελώνας καὶ ἀμετανόητους κάμνετε; «Οὐχὶ οἱ ἐθνικοί,» οἱ εἰδωλολάτραι «τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; Ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν, ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα» — τὰ δανεισθέντα ἤ ἄλλα δάνεια καὶ αὐτοὶ ἐν ἀνάγκῃ— «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες»—ἤτοι οὐδόλως ἀπελπίζοντες τοὺς ἐχθρούς σας, ἀρνούμενοι τὸ δάνειον πρὸς αὐτούς, οὐδὲ σεῖς ἀπελπιζόμενοι ἂν τὸ δανεισθὲν χάσητε—«καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς καὶ ἔσεσθε υἱοὶ Ὑψίστου, τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» καὶ οὕτω ὁ Θεὸς «χρηστὸς ἐστιν ἐπὶ ἀχαρίστους καὶ πονηρούς». Λέγων ὁ Κύριος, ὅτι ὁ Πατὴρ Του βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους δηλοῖ, ὅτι ὕψιστον ἀγαθὸν δὲν εἶναι μόνον τὸ θέλημά Του, ἀλλὰ φέρει καὶ παραστατικώτατον παράδειγμα τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος βρέχει καὶ φωτίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Σοφὸν τὸ σαφές.

Ὁ Κύριος ἐπιγραμματικῶς λέγει. «Καθὼς θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ὄχι ὅπως σᾶς φέρονται, ἀλλὰ ὅπως θὰ ἠθέλατε νὰ σᾶς φέρωνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον πρέπει νὰ φέρεσθε καὶ σεῖς εἰς αὐτούς. Ὁ Κύριος ἵνα δηλώσῃ, ὅτι ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν του ἀλλὰ κατακρίνων αὐτὸν παραβαίνει τὸν νόμον τῆς ἀγάπης καὶ εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ τιμωρηθῇ, λέγει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί. Μὴ κρίνετε καὶ οὐ μὴ κριθῆτε. Μὴ καταδικάζετε καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε˙ ἀπολύετε καὶ ἀπολυθήσεσθε» Ὁ Κύριος συνιστῶν προσήνειαν καὶ εὐπροσηγορίαν πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας προσθέτει˙ «δίδοτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» Τί; «μέτρον καλὸν πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν˙ ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν». Μέτρον ἐνταῦθα εἶναι τὸ δοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἐμέτρων τὰ σιτηρά. Τοῦτο ἐγέμιζον, ἐστίβαζον, ἐκίνουν καὶ ἐπλήρουν μέχρι τοῦ νὰ χύνεται. Τόσον πλήρης πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ πρὸς πάντας εὐπροσηγορία μας, ἵνα τὴν αὐτὴν ἀμοιβὴν λάβωμεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, διότι μὲ ὅποιον μέτρον ἐπιεικείας κρίνομεν τοὺς ἄλλους μὲ τὸ αὐτὸ θὰ κριθῶμεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.

Οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων ἰδίως εἰς τὴν ἀγάπην. Πρὸς τοῦτο δὲν πρέπει νὰ εἶναι τυφλοὶ πνευματικῶς, ἀλλὰ νὰ μιμῶνται τὸν Διδάσκαλόν των. Διά τοῦτο ὁ Κύριος λέγει: «Μὴ δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν; Οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;» Ὅταν ὁδηγῇ ὁ ἕνας τυφλὸς τὸν ἄλλον, θὰ πέσωσι καὶ οἱ δύο εἰς τὸν λάκκον. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ὁδηγός, «Οὔκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ˙ κατηρτισμένος δὲ ἔσται πᾶς ὡς ὁ διδάσκαλος», ὁ Χριστὸς ὁ ὁποῖος ἠγάπησε τοὺς ἐχθρούς.

Τέλος θέτει τὴν τελικὴν σφραγῖδα : «γίνεσθε οὖν τέλειοι, ὡς ὁ Πατήρ μου τέλειός ἐστιν». Τὸ παράδειγμα τοῦ Θεοῦ προβάλλεται οὐχὶ ὡς βαθμὶς τελειότητας, ἀφοῦ δὲν δυνάμεθα ταύτην νὰ ἐπιτύχωμεν, ἀλλὰ ὡς ἰδανικόν, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ἐμπνέῃ καὶ ἀνυψοῖ ὅσον τὸ δυνατὸν ὑψηλότερον ἕκαστον ἀναλόγως τῶν φυσικῶν καὶ ὑπερφυσικῶν δυνάμεων, τὰς ὁποίας ἔχει. Γενικῶς ἡ ἐντολὴ αὕτη τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, ἡ ὁποία εἶναι θυσία, μᾶς προωθεῖ πέραν τοῦ ἰδανικοῦ τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, τῆς δικαιοσύνης.

Οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἵνα δικαιολογηθῶσι, διατὶ δὲν ἀκολουθοῦν τὸν Χριστόν, ἰσχυρίσθησαν, ὅτι, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπεν ὁ Χριστός, τὰ εἶπαν καὶ ἄλλοι πρὸ Αὐτοῦ καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει τίποτε τo καινούργιο. Εἶναι θέμα λοιπὸν ὑψίστης σπουδαιότητας νὰ ἐξετασθῇ ἡ ἀγάπη πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν, ἵνα φανῇ ἡ μεγάλη διαφορὰ Χριστιανικοῦ καὶ προχριστιανικοῦ κόσμου.



Θέμα: α) Ἡ προχριστιανικὴ ἀγάπη.

Ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος ἐγνώρισε τὸν ἔρωτα, τὴν φιλίαν, τὴν δικαιοσύνην, τὴν φιλοξενίαν, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν. Ἠγαπῶντο οἱ ἄνθρωποι τοῦ αὐτοῦ αἵματος. Ἐφροντίζετο νὰ δίδεται δικαιοσύνη καὶ ἀμοιβαία ἀνοχὴ εἰς τοὺς πολίτας τῆς αὐτῆς πόλεως. Ὁ ξένος, ἐὰν δὲν ἦτο φιλοξενούμενος, δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένῃ παρὰ μῖσος καὶ ξερρίζωμα. Ὁ Ζεὺς προστατεύει τοὺς ταξιδιώτας καὶ τοὺς ξένους, Ὁ ξένος, ὁ ὁποῖος κτυπᾷ εἰς τὴν θύραν τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνος, τυγχάνει φαγητοῦ, ποτοῦ καὶ ὕπνου. Ἐκτός τῆς οἰκογένειας ὑπῆρχε μερικὴ ἀγάπη, ἐντός τῆς πόλεως τὸ ἴνδαλμα ἦτο ἡ δικαιοσύνη. Ἐκτὸς τῶν τοιχῶν καὶ τῶν συνόρων ἦτο μίσος ἄσβεστον.

Ἐν τούτοις ὑψώθησαν μερικαί φωναὶ εἰς διαφόρους ἐποχάς καὶ τόπους τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, αἵτινες ἐζήτησαν ἀγάπην καὶ ἐκτός τῆς οἰκογενείας, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ ἔθνους. Ἐζήτησαν ὀλίγην δικαιοσύνην διὰ τὸν ξένον καὶ διὰ τὸν ἐχθρόν, ἀλλ’ αἱ φωναὶ αὗται ἦσαν ἀσθενεῖς εἰς τόνον, ὀλίγαι εἰς ἀριθμόν, σκόρπιαι εἰς χώρας ἀπωτάτας καὶ εἰς μακρινοὺς χρόνους, ὥστε νὰ μὴ δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι αἱ φωναὶ αὗται ἐγέννησαν διὰ τῆς ἐξελίξεως τὴν περὶ ἀγάπης διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἂς ἴδωμεν τὰς ἀσθενεῖς, ὀλίγας, διεσπαρμένας καὶ μακρυνάς αὐτάς φωνάς τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου περὶ ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν.

1) Ἐν Κίνᾳ. 400 ἔτη πρὸ Χριστοῦ ἕνας σοφός τῆς Κίνας ὁ Me-ti εἰς τὸ βιβλίον του Kie-siang-ngai διακηρύττει τὴν ἀγάπην ὅλων τῶν ἀνθρώπων λέγων : «τί εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον γεννᾷ τὰς διχονοίας τῶν ἀνθρώπων; Εἶναι, ὅτι δὲν ἀγαπῶμεν οἱ μὲν τοὺς δέ. Οἱ ὑπήκοοι ἑνὸς κράτους καὶ υἱοὶ μιᾶς οἰκογενείας δὲν ἔχουσι τὸν σεβασμὸν πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς πατέρας˙ οἱ μικρότεροι ἀδελφοὶ ἀγαποῦν τὸν ἑαυτόν τους καὶ ὄχι τοὺς μεγαλυτέρους των ἀδελφούς. Ὁ πατὴρ δὲν εἶναι ἐπιεικὴς πρὸς τὸν υἱόν, οὔτε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς πρὸς τὸν μικρότερον. Ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὄχι τὸν υἱόν του, βλάπτει τὸν υἱόν του, ἐὰν εὕρῃ αὐτὸς συμφέρον. Οἱ λῃσταὶ ἀγαποῦν τὰ σώματα των καὶ ὄχι τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τοῦτο λῃστεύουσι τοὺς ἄλλους πρὸς ἴδιον ὄφελος. Ἐὰν ἔβλεπον τὰ σώματα τῶν ἄλλων ὡς ἰδικά των, δὲν θὰ ἔκλεπτον, Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἔφθανον εἰς τὴν ἀμοιβαίαν γενικὴν ἀγάπην, τὰ κράτη δὲν θὰ ἐφιλονίκουν μεταξὺ των, αἱ οἰκογένειαι δὲν θὰ ἐταράσσοντο, οἱ κλέπται θὰ ἐξηφανίζοντο, οἱ δὲ ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι, γονεῖς καὶ τέκνα θὰ ἦσαν οἱ μὲν ἄξιοι σεβασμοῦ, οἱ δὲ ἄξιοι ἐπιεικείας, ὁ κόσμος θὰ ἐβελτιώνετο». Δία τὸν σοφὸν Me-ti ἡ ἀγάπη αὕτη, ἡ ὁποία εἶναι μᾶλλον σεβασμὸς τῶν μικροτέρων πρὸς τοὺς μεγαλυτέρους καὶ ἐπιείκεια τῶν μεγαλυτέρων πρὸς τοὺς μικροτέρους, ἀπέχει πολύ τοῦ νὰ ὀνομασθῇ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. Εἶναι μᾶλλον ἕνα φάρμακον διὰ τὴν συντήρησιν πολιτῶν καὶ κράτους, εἶναι κοινωνικὴ πανάκεια.

Ὁ περίφημος Lao-Tse ζῶν ἐν Κίνᾳ προτείνει νὰ ἀπαντῶμεν εἰς τὴν προσβολὴν διὰ τῆς εὐγενείας, Ἄλλο ὅμως γλυκύτης, σύνεσις καὶ εὐγένεια καὶ ἄλλο ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν.

Κατὰ τὴν αὐτὴν ἐποχὴν καὶ εἰς τὴν αὐτὴν χώραν ὁ Κομφούκιος ἐκήρυττε διδασκαλίαν, ἡ ὁποία κατὰ τὸν μαθητὴν του Thseng-Tse διέτασσε νὰ ἀγαπῶμεν τὸν πλησίον μας, ὅπως τὸν ἑαυτόν μας. Ἐσημείωνεν ὅμως ῥητῶς νὰ ἀγαπῶμεν τὸν «πλησίον» μας καὶ οὐχὶ τὸν «μακρυνόν», τὸν ξένον, τὸν ἐχθρόν. Ἑπομένως ὁ Κομφούκιος ἐδίδασκε τὴν φιλικὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐγένειαν, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀναγκαῖα διὰ τὴν εὐημερίαν τῶν ἐθνῶν, ἀλλὰ δὲν ἐσκέφθη νὰ κτυπήσῃ τὸ μῖσος συνιστῶν τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν. Εἰς τὰ βιβλία Lun-Yu, ὅπου βλέπομεν τὰς παραβολάς τοῦ Thseng-Tse εὑρίσκομεν αὐτάς τὰς λέξεις, αἵτινες ἔχουσι παραληφθῆ ἐκ τοῦ ἀρχαίου κομφουκιανικοῦ κειμένου τοῦ Τα-hio «ὁ δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ ἀγαπᾷ καὶ νὰ μισῇ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως αὐτὸς νομίζει».

2) Ἐν Ἰνδίαις. Ὁ σύγχρονος τοῦ Κομφουκίου Βούδας ἔθετεν ὡς καθῆκον νὰ ἀγαπῶμεν ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀκόμη καὶ τοὺς πλέον ἀθλίους καὶ περιφρονημένους. Διά τῆς αὐτῆς ἀγάπης πρέπει νὰ περιβάλλωμεν καὶ τὰ ἐλάχιστα μεταξὺ τῶν ζῴων καὶ γενικῶς ὅλας τὰς ζώσας ὑπάρξεις. Ἀλλὰ εἰς τὸν Βουδισμὸν ἡ ἀγάπη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἔχει σκοπὸν τὴν πλήρη ἐκρίζωσιν τῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ μας, διότι ἡ ἀγάπη αὕτη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι τὸ πρῶτον στήριγμα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ὁ Βούδας δηλ. θέλει νὰ καταργήσῃ τὸν πόνον καὶ διὰ νὰ καταργήσῃ τὸν πόνον δὲν βλέπει κανένα ἄλλο μέσον παρὰ νὰ πνιγῇ ἡ ἀτομικὴ ψυχὴ ἑκάστου εἰς τὴν γενικὴν παγκόσμιον ψυχήν, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Νιρβάνα, τὸ Μηδέν. Ἑπομένως ὁ Βουδιστὴς δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του ἐξ ἀγάπης πρὸς αὐτόν, ἀλλ’ ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν πόνον, διὰ νὰ κάμῃ ἕνα βῆμα πρὸς τὴν ἐξαφάνισιν. Ἡ παγκοσμία ἀγάπη τοῦ εἶναι παγερά, εἶναι μία μορφὴ στωϊκῆς ἀπαθείας εἰς τὸν πόνον καὶ εἰς τὴν χαράν.

3) Ἓν Αἰγύπτῳ. Κάθε νεκρὸς ἔφερεν εἰς τὸν τάφον ἕνα ἀντίγραφον τοῦ βιβλίου τῶν νεκρῶν, μίαν ἀπολογίαν τῆς ψυχῆς του ἔναντι τοῦ δικαστηρίου τοῦ Ὀσίριδος. Ὁ νεκρὸς αὐτοεπαινεῖται λέγων: «Δὲν ἔκαμα, ὥστε νὰ πεινάσῃ τις! Δὲν ἔκαμα κανένα νὰ κλάψῃ! Δὲν ἐφόνευσα! Δὲν διέταξα νὰ δολοφονηθῇ τις! Δὲν ἔκαμα καμμίαν ἀπάτην!... Ἔδωσα τὸν ἄρτον μου εἰς τὸν πεινασμένον, τὸ ὕδωρ εἰς τὸν διψασμένον, τὸ ἔνδυμα εἰς τὸν γυμνόν, θυσίας εἰς τοὺς θεούς, ἐπιμνημόσυνα δεῖπνα διὰ τοὺς νεκρούς». Ἐνταῦθα εὑρίσκομεν ὡς τελειότερα ἔργα τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης καὶ εὐσπλαγχνίας (τὰ ἔκαμαν ἆραγε καὶ αὐτά;), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκομεν καθόλου ἀγάπην καὶ μάλιστα ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν.

Διά νὰ ἴδωμεν πῶς οἱ Αἰγύπτιοι μετεχειρίζοντο τοὺς ἐχθροὺς των, ἂς μελετήσωμεν μίαν ἐπιγραφὴν τοῦ μεγάλου βασιλέως Pepi jer Miriri. «Ἡ στρατιὰ αὕτη ἐπορεύθη ἐν εἰρήνῃ, εἰσῆλθεν, ὅπως ἤρεσεν εἰς αὐτήν, εἰς τὴν χώραν τοῦ Hirushaitu. Ἡ στρατιὰ αὕτη εἰσῆλθεν ἐν εἰρήνῃ, κατέκοψε τὰς συκᾶς καὶ τὰς ἀμπέλους. Ἔθεσε πῦρ εἰς ὅλας τὰς οἰκίας. Ἡ στρατιὰ αὕτη εἰσῆλθεν ἐν εἰρήνῃ. Ἔσφαζε τοὺς στρατιώτας των κατὰ μυριάδας. Ἡ στρατιὰ αὕτη ἐπορεύθη ἐν εἰρήνῃ. Ἔφερεν αἰχμαλώτους, μέγαν ἀριθμὸν ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδίων. Ἐκ τούτου περισσότερον παντὸς ἄλλου ἀγάλλεται διὰ τὴν ἁγιότητά της». Πόσον διάφορος τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν!

4) Ἐν Περσίᾳ. Ὁ Ζαρατούστρα ἀφῆκεν ἕνα νόμον εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ Ἰρᾶν. Αὐτὸς ὁ νόμος διέτασσε τοὺς πιστούς τοῦ Ἀχούρα—Μάγδα νὰ εἶναι καλοὶ πρὸς τοὺς ὁμοθρήσκους των, νὰ δώσουν φόρεμα εἰς τοὺς γυμνοὺς καὶ νὰ μὴ ἀρνηθοῦν τὸν ἄρτον εἰς τὸν πεινασμένον ἐργάτην. Καὶ ἐνταῦθα πρόκειται περὶ ὑλικῆς ἀμοιβῆς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑπηρετοῦν, ἀνήκουν εἰς ἡμᾶς, διὰ τοὺς γείτονας μας κλπ. Περὶ ἀγάπης ὅμως τῶν ἐχθρῶν δὲν γίνεται λόγος.

5) Ἐν Ἑλλάδι. Εἰς τὸ τελευταῖον βιβλίον τῆς Ἰλιάδος βλέπομεν τὸν Πρίαμον, ὁ ὁποῖος φιλεῖ τὸ χέρι τοῦ σκληρότερου ἐχθροῦ του, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε τὰ παιδιά του καὶ ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγου ἐφόνευσε τὸ περισσότερον ἀγαπητόν του παιδί. Ὁ Πρίαμος, ὁ ἀρχαῖος βασιλεὺς τῆς Τροίας, ὁ κύριος τῶν μεγάλων ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὁ πατὴρ 50 τέκνων, εἶναι γονατισμένος εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέως, τοῦ μεγαλυτέρου ἥρωος ἐκ τῶν Ἑλλήνων, τοῦ δυστυχεστέρου ἐκ τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ἐκδικητοῦ τοῦ Πατρόκλου καὶ φονέως τοῦ Ἕκτορος. Ἡ λευκὴ κεφαλὴ τοῦ γέροντος κύπτει ἐνώπιον τῆς ἀκάμπτου νεότητος τοῦ νικητοῦ. Ὁ Πρίαμος κλαίει τὸν φονευθέντα υἱόν του, τὸν ἰσχυρότερον, τὸν ὡραιότερον, τὸν ἀγαπητότερον ἐκ τῶν 50 υἱῶν του, καὶ φιλεῖ τὸ χέρι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐφόνευσε. Καὶ σύ, λέγει εἰς τὸν Ἀχιλλέα ὁ Πρίαμος, ἔχεις μακρὰν πατέρα πρεσβύτην, ἀδύνατον καὶ ἀνυπεράσπιστον. Ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης τοῦ πατρός σου, δόσε μου τοὐλάχιστον τὸ πτῶμα τοῦ υἱοῦ μου.

Ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ σφαγιαστής, ὁ ἄγριος, ἀπομακρύνει μαλακὰ τὸν ἱκέτην γέροντα καὶ ἀρχίζει νὰ κλαίῃ. Καὶ οἱ δύο ἐχθροί, νικητὴς καὶ νικημένος, ὁ πατήρ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πλέον παιδιά, καὶ ὁ υἱός, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἴδῃ πλέον τὸν πατέρα του, ὁ γέρων ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ νέος μὲ τὰ νεανικὰ μαλλιὰ κλαίουν καὶ οἱ δύο μαζί, ἀδελφοὶ διὰ πρώτην φορὰν μέσα εἰς τὸν πόνον. Οἱ παριστάμενοι παρατηροῦν ἔκπληκτοι καὶ σιωπηλοί!

Καὶ ἡμεῖς σήμερον ἔπειτα ἀπὸ 30 αἰῶνας, μᾶς εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ συγκινηθῶμεν ἐκ τῶν λυγμῶν των. Ἀλλὰ εἰς τὸ φίλημα τοῦ Πριάμου δὲν ὑπάρχει οὔτε συγγνώμη, οὔτε ἀγάπη. Ὁ Πρίαμος ταπεινώνεται εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέως διὰ νὰ ἐπιτύχῃ μίαν χάριν δύσκολον καὶ ἀσυνήθη. Καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς δὲν κλαίει τὸν Ἕκτορα, οὔτε τὸν Πρίαμον, ἀλλὰ τὸν νεκρὸν φίλον του, τὸν Πάτροκλον. Κλαίει τὸν Πηλέα, τὸν ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὴν Φθίαν, τὸν πατέρα του, ποὺ ποτὲ πλέον δὲν θὰ τὸν ξαναΐδῃ, διότι γνωρίζει, ὅτι οἱ ἡμέρες του εἶναι μετρημένες.

Ἑπομένως ἕκαστος ἐκ τῶν δύο κλαίει διὰ τὸν ἑαυτόν του. Τὸ φίλημα τοῦ Πριάμου δὲν εἶναι ἀγάπη, ἀλλὰ σκληρὰ ἀνάγκη. Ὁ Ἀχιλλεὺς ἀποδίδει τὸ πτῶμα τοῦ υἱοῦ εἰς τὸν πατέρα, ἀφοῦ τὸ ἔσυρεν εἰς τὸ χῶμα καὶ διότι ὁ Ζεὺς τὸ διέταξε καὶ ὄχι διότι ἐκόπασεν ὁ θυμός του. Εἰς τὸν εὐγενικώτερον, ἡρωϊκώτερον κόσμον τῆς ἀρχαιότητος δὲν ὑπάρχει θέσις διὰ τὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία καταστρέφει τὸ μῖσος, ἀλλὰ καὶ ἀντικαθιστᾷ αὐτό. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη ἰσχυροτέρα τοῦ μίσους. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη φλογερωτέρα, πιὸ ἀδάμαστη, πιὸ πιστὴ ἀπὸ τὸ μῖσος. Ὑπάρχει μόνον λήθη τοῦ κακοῦ, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη τοῦ ἐχθροῦ. Δία τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν ἑπομένως μόνον ὁ Χριστὸς ὡμίλησεν εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν Του. Εἶναι ἡ ἀγάπη αὕτη τὸ μεγαλεῖον καὶ ὁ μεγαλύτερος νεωτερισμὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸ πάντοτε αἰώνιον καὶ νέον μεγαλεῖον Του. Εἶναι νέον καὶ γιὰ μᾶς ἀκόμη, διότι δὲν τὸ ἐφηρμώσαμεν, εἶναι ὅμως αἰώνιον σὰν τὴν Ἀλήθεια.

Εἶναι δυνατὸν εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγὴ πάσης μορφώσεως νὰ μὴ εὑρίσκεται ἐκεῖ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν; Εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, λέγουν οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν ὅλα. Ἂς ἴδωμεν.

Εἰς τὸν Αἴαντα τοῦ Σοφοκλέους ὁ περίφημος Ὀδυσσεὺς συγκινεῖται ἐνώπιόν τοῦ ἐχθροῦ του, διότι οὗτος κατήντησεν εἰς μεγάλην ἀθλιότητα. Ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ Ἑλληνικὴ δηλαδὴ φρόνησις, προσωποποιημένη εἰς τὴν ἱερὰν γλαῦκα (κουκουβάγια), ὑπενθυμίζει εἰς αὐτόν, ὅτι τὸ περισσότερον εὐχάριστον γέλοιο εἶναι νὰ γελᾷ τις διὰ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἐχθροῦ του. Ὁ Ὀδυσσεὺς δὲν πείθεται καὶ λέγει: «ἐγὼ τὸν συμπονῶ, μολονότι ὑπῆρξεν ἐχθρός μου, διότι τὸν βλέπω δυστυχισμένον καὶ βλέπων αὐτὸν συλλογίζομαι τὴν ματαιότητα τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ὅλοι εἴμεθα φαντάσματα καὶ ἐλαφρὲς σκιές.... Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ κάνῃς κακὸ εἰς ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἀποθνῄσκει, ἔστω καὶ ἀν σοῦ ἔχῃ κάνει κακό». Ὁ πονηρὸς ἐδῶ Ὀδυσσεὺς δὲν εἶναι τόσον πανοῦργος, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται τὰ αἴτια τῆς ὀλίγης φυσικῆς τρυφερότητός του. Συμπονεῖ τὸν ἐχθρόν του, διότι συλλογίζεται τὸν ἑαυτόν του καὶ τὸν συγχωρεῖ, διότι τὸν βλέπει ἐλεεινὸν καὶ ἑτοιμοθάνατον.

Ἕνας ἄλλος, σοφώτερος ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα, ὁ Σωκράτης, ὡμίλησε διὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν. Μὲ ἔκπληξιν ὅμως παρατηροῦμεν, ὅτι διακρίνομεν δύο Σωκράτας μὲ ἀντίθετον γνώμην. Ὁ Σωκράτης, κατὰ τὸν Ξενοφῶντα, δέχεται ῥητῶς τὴν κοινὴν γνώμην, ὅτι πρέπει νὰ κακομεταχειριζώμεθα τοὺς ἐχθρούς, καὶ νὰ καλομεταχειριζώμεθα τοὺς φίλους. «Φαίνεται ἄνθρωπος πολὺ ἀξιέπαινος—λέγει εἰς τὸν Χαιρεκράτην— ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προηγεῖται τῶν ἐχθρῶν, κακοποιῶν αὐτούς, καὶ τῶν φίλων εὐεργετῶν τούτους.» Καὶ ἐπι λέξει˙ «Καὶ μὴν πλείστου γὲ δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι, ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς μὲν πολεμίους κακῶς ποιῶν, τοὺς δὲ φίλους εὐεργετῶν» Ξενοφ. Ἀπομνημονεύματα II, 3, § 14. Ἀλλὰ ὁ Σωκράτης τοῦ Πλάτωνος δὲν δέχεται τὴν γνώμην ταύτην. «Εἰς οὐδένα πρέπει,» λέγει εἰς τὸν Κρίτωνα, «νὰ ἀποδίδωμεν ἀδικίαν ἀντὶ ἀδικίας, κακὸν ἀντὶ κακοῦ ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι ἡ προσβολή, τὴν ὁποίαν ἐλάβομεν». Τὸ ἴδιο βεβαιώνει καὶ εἰς τὴν Πολιτείαν του ὁ Πλάτων προσθέτων, ὅτι «οἱ κακοὶ μὲ τὴν ἐκδίκησιν δὲν γίνονται καλύτεροι».

Ἐκεῖνο ἑπομένως, τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Σωκράτους, εἶναι ἡ σκέψις τῆς δικαιοσύνης καὶ ὄχι τὸ αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ὁ δίκαιος ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάμνῃ τὸ κακόν, ὄχι ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν ἐχθρόν, ἀλλὰ ἀπὸ σεβασμὸν πρὸς τὸν ἑαυτόν του. Ἕκαστος πρέπει νὰ τιμωρῆται μόνος του, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θὰ τὸν τιμωρήσουν μετὰ τὸν θάνατον του οἱ Κριταὶ τοῦ ᾋδου. Ὁ μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος, ὁ Ἀριστοτέλης, θὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν παλαιὰν δημώδη ἰδέαν «ὅποιος δὲν ἀνταποδίδει τὰς προσβολάς—λέγει εἰς τὰ Ἠθικὰ Νικομᾶχια—εἶναι δειλὸς καὶ δοῦλος».

6) Ἐν Ῥώμῃ. Οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ εὗρον ἰσότιμον πρὸς τὸν Χριστὸν ἐντός τῆς Ῥώμης τὸν Σενέκαν. Ὁ Σενέκας οὗτος ἦτο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διηύθυνε τὰς συνειδήσεις τῶν ἀρχόντων τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς τὸν μετερρυθμισμένον κυνισμόν του. Ἦτο ὁ φιλόσοφος ἀριστοκράτης μὲ τὰς ἀφηρημένας ἐννοίας του χωρὶς καμμιὰ συγκίνησιν εἰς τὰ βάσανα τῶν ταπεινῶν. Ἦτο ὁ πλούσιος, ὁ ὁποῖος διὰ λόγου περιε-φρόνει τὰ πλούτη, ἀλλ’ εἰς τὴν πραγματικότητα ἦτο ζηλότυπος φύλαξ τούτων! Οὗτος ἐκήρυττε τὴν ἰσότητα μεταξὺ ἐλευθέρων καὶ δούλων καὶ ὅμως εἶχεν ἀρκετοὺς δούλους! Οὗτος εἶχε δαιμόνιον ἀνατομικὸν τῶν διαφόρων περιπτώσεων τοῦ κακοῦ, τῶν ἀνησυχιῶν, τῶν πραγματικῶν ἐλαττωμάτων, τῶν ἀβεβαίων ἀρετῶν, ἀλλὰ καὶ ηὐτοκτόνησε! Οὗτος ἔλεγεν, ὅτι ὁ σοφὸς δὲν πρέπει νὰ ἐκδικῆται, ἀλλὰ νὰ λησμονῇ τὴν προσβολήν. Πρέπει νὰ μιμῆται τοὺς θεοὺς κάμνων καλὸν εἰς τοὺς ἀχαρίστους, διότι ὁ ἥλιος φωτίζει τοὺς κακοὺς καὶ ἡ θάλασσα ἀνέχεται τοὺς κουρσάρους. Πρέπει νὰ βοηθῶμεν τὸν ἐχθρὸν μὲ χέρι φιλικό». Ὁ ἠθικὸς Σενέκας ἔγραψε τὰ περισσότερα ἔργα του, μετὰ Χριστόν, διότι ηὐτοκτόνησε κατὰ τὸ 65 μ. Χ. Ἑπομένως πολλὰ λόγια του εἶναι χριστιανικὰ καὶ ὄχι ἰδικά του.

7) Ἐν Παλαιστίνῃ. Ἄλλοι λέγουσιν, ὅτι ἀγάπην ἐχθρῶν εὑρίσκουσιν εἰς τὴν Παλαιὰν Γραφήν, ἡ ὁποία διατάσσει τὸ ἑξῆς: «Ἐὰν συναντήσῃς τὸ βόδι τοῦ ἐχθροῦ σου ἤ τὸν ὄνον του, ὁδήγησέ τα πρὸς τὸν κύριόν των. Ἐὰν ἴδῃς, ὅτι ὁ ὄνος τοῦ ἐχθροῦ σου πίπτει ὑπὸ τὸ φορτίον του, μὴ ἀπομακρύνεσαι, ἀλλὰ δόσε χεῖρα βοηθείας». Ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν λέγεται ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν, ἀλλὰ ἀμοιβαιότης, ἀλληλεγγύη διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Ὁ ὄνος ἦτο πολύτιμον ζῷον εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τοὺς χρόνους ἐκείνους. Φίλοι καὶ ἐχθροὶ εἶχον τὸν ὄνον των. Ὁ ὄνος τοῦ ἐχθροῦ σου ἔφυγε σήμερον; Αὔριον δύναται νὰ φύγῃ ὁ ἰδικός σου. Δὸς χεῖρα βοηθείας σὺ σήμερον, ἵνα λάβῃς τοιαύτην ἀπὸ τὸν ἐχθρόν σου αὔριον.

Οἱ ψαλμοὶ βρίθουσιν ἀπειλῶν καὶ κατάρων κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Εἰς ἕνα κόσμον οὕτω κατεσκευασμένον ἦτο δίκαιον νὰ ἀπορῶμεν, διατὶ ὁ Σαοὺλ ἐκπλήσσεται, διότι δὲν ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ του Δαυΐδ. Μόνον εἰς τὰς παροιμίας, αἵτινες ἐγράφησαν βραδύτερον, συναντῶμεν ἀποφθέγματα ὅμοια πρὸς τὰ τοῦ Χριστοῦ: «Μὴ εἴπῃς, ἐκδικήσω τὸν ἐχθρόν μου. Ἀνάμεινον τὸν Κύριον καὶ σωθήσῃ». Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἐνταῦθα περιμένει ὁ ἐχθρὸς τὴν τιμωρίαν τοῦ ἐχθροῦ του δι’ ἰσχυροτέρων χειρῶν, τοῦ Θεοῦ. Μόνον εἰς τὸν ἀνώνυμον ἠθικολόγον ἐκεῖνον (τὴν Σοφίαν Σολομῶντος) ὑπάρχει τό: «ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν». Αὐτὴ εἶναι μία πρόοδος, διότι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ ὄνου τοῦ ἐχθροῦ φθάνει εἰς αὐτὸν τὸν ἐχθρόν. Ἀλλὰ ἐκ τοῦ δειλοῦ τούτου ἀποφθέγματος, κεκρυμμένου εἰς μίαν γωνίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν δύναταί τις βεβαίως νὰ ὁδηγηθῇ πρὸς τὰ θαύματα τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου.

Ἄλλοι ἰσχυρίζονται, ὅτι ὁ ῥαββῖνος. ὁ μεγάλος Χιλέλ, ὁ διδάσκαλος τοῦ Γαμαλιήλ, αὐτὸς ὁ περίφημος Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος ἔζη ὀλίγον πρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐδίδασκε τὰ ἴδια πράγματα, ποὺ ἐδίδαξεν ἔπειτα ὁ Χριστός. Ἔλεγε: «Μὴ κάμῃς εἰς τοὺς ἄλλους ἐκεῖνο, ποὺ δὲν θέλεις νὰ κάμουν εἰς σὲ οἱ ἄλλοι. Αὐτὸς εἶναι ὅλος ὁ νόμος, τὰ ἄλλα δὲν εἶναι παρὰ σχόλια τοῦ νόμου». Πόσον μακρυὰ ὅμως εἶναι ἀπὸ τὰ λόγια του Χριστοῦ! Ὁ Χιλὲλ λέγει «μὴ κάμῃς», δὲν λέγει «κάμε» καλὸ εἰς ὅποιον σοῦ κάνει κακό, Τὸ «μὴ κάμῃς» εἶναι ἄρνησις, δὲν εἶναι θέσις,εἶναι μία χλιαρὴ ἀπαγόρευσις νὰ μὴ βλάψωμεν, ὄχι ὅμως καὶ μία ἀπόλυτη ἐντολὴ νὰ ἀγαπήσωμεν.

Πλὴν αὐτοῦ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Χιλὲλ εἶναι οἱ Ταλμουδισταί, οἱ ὁποῖοι ἔχωσαν τὸν νόμον εἰς τὸ πέλαγος τῶν περιπτωσιολογιῶν καὶ τῆς δικολαβίας. Οἱ ἀπόγονοι ὅμως τοῦ Χριστοῦ, οἱ μάρτυρες, ηὔχοντο ὑπὲρ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐφόνευον. Καὶ ὁ Φίλων, ὁ Ἀλεξανδρινὸς Ἑβραῖος, μεταφυσικὸς πλατωνικός, 20 χρόνια μεγαλύτερος τοῦ Χριστοῦ, ἄφισεν ἕνα μικρὸ σύγγραμμα περὶ ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ ὁ Φίλων μὲ ὅλην τὴν ἐξυπνάδα του καὶ ὅλους τούς μυστικοὺς καὶ μεσσιανικοὺς ὑπολογισμοὺς του εἶναι, ὅπως καὶ ὁ Χιλέλ, θεωρητικός, ἄνθρωπος τοῦ βιβλίου, τῶν συστημάτων, τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν, τῶν ταξινομήσεων. Ἡ στρατηγικὴ διαλεκτική του κινεῖ χιλιάδας λέξεων εἰς παράταξιν, δὲν δύναται ὅμως νὰ εὕρῃ τὴν λέξιν ἐκείνην, ἡ ὁποία ἐξαλείφει εἰς μίαν στιγμὴν τὸ παρελθόν, τὴν λέξιν ἡ ὁποία ἑνώνει τὰς καρδίας. Ὡμίλησε διὰ τὴν ἀγάπην περισσότερον ἀπὸ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ εἴπῃ, οὔτε ἠδυνήθη νὰ ἀντιληφθῇ περὶ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπεν ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀμαθεῖς μαθητάς του εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν.

Ἐὰν θελήσωμεν δι’ ὀλίγων λέξεων νὰ χαρακτηρίσωμεν τὸν προχριστιανικὸν κόσμον εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο θὰ ἴδωμεν, ὅτι οὗτος ἀρχίζων ἀπὸ τὴν ἀδικίαν εἶχε ἰδανικὸν τὴν δικαιοσύνην, ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἀρχίζων ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην ἔχει ἰδανικὸν τὴν θυσίαν.

Γενικὴ παρατήρησις: Ὁ στωϊκός, ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὑπερήφανος φιλόσοφος ἐκ τῆς σοφίας του, ὁ δίκαιος ἱκανοποιημένος ἐκ τῆς δικαιοσύνης του δύνανται νὰ περιφρονῶσι τὰς προσβολάς τῶν μικρῶν, τὰ δαγκώματα τῶν ἐχθρῶν δύνανται καὶ καταδέχονται, διὰ νὰ φαίνωνται μεγαλόκαρδοι καὶ διὰ νὰ κερδίσωσι τὸν θαυμασμὸν τῶν λαῶν, νὰ ρίπτωσιν ἕνα τεμάχιον ἄρτου εἰς τὸν πεινασμένον ἐχθρὸν των ταπεινώνοντες οὕτω αὐτὸν σκληρότερον ἐκ τοῦ ὕψους τῆς δῆθεν τελειότητός των, ἐν τῇ στωικῇ ἀπαθείᾳ, μὲ τὴν Φαρισαϊκὴν ὑποκρισίαν, μὲ τὸν φιλοσοφικὸν ἐγωϊσμὸν καὶ μὲ τὸ αὐτάρεσκον αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης. Ἀλλὰ ὁ ἄρτος οὗτος εἶναι ζυμωμένος καὶ ψημένος μὲ τὴν ζύμην τῆς ματαιότητος καὶ τὸ φιλικὸν αὐτὸ χέρι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δέσῃ μιά πληγή, νὰ σπογγίσῃ ἕνα δάκρυ.



Θέμα: β) Ἡ Χριστιανικὴ ἀγάπη.

Εἴδομεν τὴν προχριστιανικὴν ἀγάπην. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην. Ὁ νόμος οὗτος τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου δύναται νὰ διαιρεθῇ εἰς 3 μέρη. 1) Εἰς τὴν ἐντολήν, 2) Εἰς τὸν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς καὶ 3) εἰς τὴν ἀμοιβήν.

1) Ἡ ἐντολή. «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ἐν πρώτοις. Περὶ ποίων ἐχθρῶν πρόκειται; Συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος; Ὁ Κύριος, ὅπως καταργῶν τὸν φόνον ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν τούτου τὴν ὀργήν, ὅπως καταργῶν τὴν σαρκικὴν ἁμαρτίαν ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν ταύτης, τὸν πονηρὸν ὀφθαλμόν, ὅπως καταργῶν τὴν ἐπιορκίαν καὶ τὴν ψευδορκίαν ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν τούτων τὸν ὅρκον, κατὰ παρόμοιον τρόπον κτυπᾷ καὶ ἐνταῦθα τὴν ῥίζαν πάσης ἐχθρότητος, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ προσωπικὴ ἔχθρα. Ἑπομένως ἐχθροὶ ἐνταῦθα εἶναι οἱ προσωπικοί μας ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔβλαψαν διὰ λόγου καὶ δι’ ἔργου οἱοιδήποτε καὶ ἂν εἶναι οὗτοι. Ἂς κανονίσωμεν ἡμεῖς τὴν προσωπικήν μας ἔχθραν συγχωροῦντες τοὺς ἐχθρούς μας καὶ ἂς ἀφίσωμεν τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης, τὸ ὁποῖον ἐξεγείρεται μέσα μας ἐναντίον των καὶ τὸ ὁποῖον πολλάκις συγχέεται μὲ τὸν ἐγωϊσμόν μας νὰ τὸ κανονίσῃ ὁ Θεὸς ἤ ἡ πολιτεία.

Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα. Διατὶ πρέπει νὰ συγχωρήσω τοὺς ἐχθρούς μου; Εἶναι τοῦτο λογικόν; Ἀπαντῶ: Ὁ μὴ συγχωρῶν τοὺς ἐχθρούς του ἔχει τρία μεγάλα κακά. Πρῶτον εἶναι παράλογος, δεύτερον εἶναι δυστυχὴς καὶ τρίτον εἶναι ὁ πλέον ἄσπλαγχνος. Μάλιστα !

Πρῶτον. Εἶναι παράλογος, διότι μὲ ποῖον δικαίωμα μισεῖ τὶς τὸν ἐχθρόν του, ἀφ’ οὗ πίπτει εἰς τὸ ἴδιον σφάλμα, διὰ τὸ ὁποῖον μισεῖ τὸν ἐχθρόν του δηλαδὴ εἰς τὸ μῖσος; Ἔπειτα μὲ ποῖον δικαίωμα μισοῦμεν τὸν ἐχθρόν μας διὰ τινα ἁμαρτίαν του, ἀφ’ οὗ καὶ ἡμεῖς εἴμεθα ἁμαρτωλοί; Μήπως μισοῦμεν, ἐπειδὴ δὲν εἴμεθα εἰς αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἐκεῖνος; Εἴμεθα ὅμως εἰς ἄλλην. Μήπως δύναται ὁ χωλὸς κατὰ τὸν δεξιὸν πόδα νὰ ὑβρίσῃ ὡς χωλὸν ἕτερον χωλὸν κατὰ τὸν ἀριστερὸν πόδα; Ἀσφαλῶς ὄχι! Μὲ ποῖον λοιπὸν δικαίωμα μισοῦμεν τὸν ἐχθρόν μας, ὅταν σχεδὸν πάντοτε εἴμεθα ὑπεύθυνοι τοῦ μίσους του μὲ τὴν τερατώδη ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχομεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας;

Δεύτερον. Ὁ μισῶν εἶναι δυστυχής. Καὶ πράγματι! ὁ μισῶν εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει, διότι τὸ μῖσος εἶναι ἡ χειροτέρα πληγή. Ἐκτὸς τούτου ὁ μισῶν εἶναι δυστυχής, διότι παραγνωρίζει τὴν ὠφέλειαν, τήν ὁποίαν τοῦ προσφέρει ὁ ἐχθρός του. Ὁ ἐχθρὸς εἶναι σωτήρ μας. Αὐτὸς μόνον βλέπει καὶ λέγει τὰς ἐλλείψεις μας χωρὶς προσποίησιν καὶ ὑποκρισίαν. Δυνατὸν νὰ βλέπῃ περισσοτέρας ἐλλείψεις, τῶν ὅσων ἔχομεν. Κακὸν ὅμως θὰ ἦτο, ἐὰν ἔβλεπε καὶ ἔλεγεν ὀλιγωτέρας. Ὁ φίλος οὔτε βλέπει πάντοτε οὔτε λέγει μετὰ τόσης ἐλευθεροστομίας τὰς ἐλλείψεις μας. Ἑπομένως ὁ ἐχθρός μας διὰ τῆς ὠμότητός του λέγει εἰς ἡμᾶς τὴν πραγματικήν μας κατάστασιν καὶ ξυπνᾷ τὴν συνείδησιν τῆς ἠθικῆς μας πτωχείας. Μᾶς ὠφελεῖ οὗτος, διότι δὶ’ αὐτοῦ θὰ δοκιμασθῶσιν αἱ ἀρεταί τῆς ὑπομονῆς, ἀνεξικακίας, πραότητος ἀγάπης κλπ., τὸ δὲ ξύπνημα τῆς συνειδήσεως τῆς ἠθικῆς μας πτωχείας, ὡς ἔχον ὑλικὸν τὴν ταπείνωσιν εἶναι ἡ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις τῆς καινούργιας μας ζωῆς. Ὅλων αὐτῶν αἰτία εἶναι ὁ ἐχθρός μας μὲ τὴν ὠμήν του γλῶσσαν.

Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν εὐεργεσιῶν, τὰς ὁποίας μᾶς δίδει ὁ ἐχθρός μας καὶ τοῦ παραλογισμοῦ τοῦ μίσους μας πρὸς αὐτόν, θὰ ὠφείλομεν νὰ ἐκφράσωμεν τὴν εὐγνωμοσυνην μας πρὸς αὐτόν. Ἀλλὰ διὰ τίνος τρόπου; Διά τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ μόνος τρόπος διὰ νὰ θεραπεύσῃς τὴν πληγὴν τοῦ μίσους του καὶ νὰ ἐκφράσῃς πρὸς τὸν ἐχθρόν σου τὴν εὐγνωμοσυνήν σου. Καὶ πράγματι! Ὁ ἐχθρός μας ἔχει ἀνάγκην τῆς ἀγάπης καὶ μάλιστα τῆς ἰδικῆς μᾶς ἀγάπης. Ὁ φίλος μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾷ, δὲν ἔχει ἀνάγκην τῆς ἀγάπης μας, διότι δὲν ἔχει οὐδεμίαν πληγὴν μίσους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μᾶς μισεῖ, ἀναδίδει ἐκ τῆς ψυχῆς του τὴν πικρίαν τοῦ πόνου του. Μισεῖ, διότι ὑποφέρει καὶ κατὰ τι εἴμεθα καὶ ἡμεῖς ὑπεύθυνοι τῆς συμφορᾶς του ταύτης. Ἀλλὰ καὶ ἂν μέσα εἰς τὴν ἀλαζονικήν σου πεποίθησιν, ὅτι εἶσαι ἀθῶος, τὸν ἀποστρέφεσαι, ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου, ὅτι καθῆκον σου εἶναι νὰ γλυκάνῃς τὸν πόνον τοῦ ἐχθροῦ σου μὲ τὴν ἀγάπην σου, νὰ τοῦ ἐλαφρύνῃς τὸ κακόν του, νὰ ἠρεμήσῃς τὸν ἴδιον, νὰ τὸν κάμῃς καλλίτερον, νὰ τὸν φέρῃς εἰς τὴν μακαριότητα τῆς ἀγάπης. Ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν σου θὰ τὸν γνωρίσῃς καλλίτερα καὶ γνωρίζων αὐτὸν καλλίτερα, θὰ τὸν ἀγαπήσῃς περισσότερον. Ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν σου καθαρίζεις τὸ πνεῦμα σου, ὑψώνεις καὶ τὸ πνεῦμα ἐκείνου. Ἑπομένως ἐκ τοῦ μίσους τοῦ ἐχθροῦ σου πρὸς σέ, τὸ ὁποῖον διαιρεῖ, δύναται νὰ γεννηθῇ μεγάλο φῶς !

2) Τρόπος ἐφαρμογῆς ἐντολῆς. Ὁ τρόπος οὗτος εἶναι τριπλοῦς, α΄ «Εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς» λέγει ὁ Κύριος ἤτοι πρέπει νὰ λέγωμεν λόγια καλὰ δὶ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑβρίζουν. Αὐτὸ δὲν θέλει νὰ εἴπῃ, ὅτι πρέπει νὰ δεχώμεθα ὡς ἀληθεῖς τὰς ψευδεῖς αὐτῶν ὕβρεις, ἀλλὰ νὰ εὑρίσκωμεν ἄλλας πλευράς τοῦ ὑβρίζοντος ἡμᾶς, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀξιέπαινοι. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῶμεν, ὅτι ἕνας, ἐπειδὴ εἶναι ἐχθρός μας, στερεῖται παντελῶς χαρισμάτων. Δυνάμεθα λοιπὸν νὰ ἐπαινέσωμεν τὴν εὐφυΐαν του, τὴν ἠθικήν του ἤ ἄλλην τινὰ ἀρετήν, τὴν ὁποίαν ἔχει. β΄) «Καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς». Ἤτοι δὲν πρέπει μόνον διὰ λόγων νὰ ἐπαινῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας, ἀλλὰ καὶ δι’ ἔργων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ῥητῶς τὸ ἑξῆς: «Ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ πότιζε αὐτόν˙ ταῦτα ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ». Οἱ ἄνθρακες πυρὸς εἶναι οἱ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ ἐντροπή, τὰ ὁποῖα θὰ γεννηθῶσιν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀγαπωμένου ἐχθροῦ σου. Ἑπομένως, ὅταν ὁ ἐχθρός σου πέσῃ εἰς τὰ χέρια σου, φρόντισε νὰ τὸν περιποιηθῇς μὲ τὴν ἀγάπην σου.

Ἀλλὰ ἐὰν δὲν δύνασαι οὔτε διὰ λόγων, οὔτε δὶ’ ἔργων νὰ ἐκδήλωσῃς τὴν ἀγάπην σου πρὸς τὸν ἐχθρόν σου, δύνασαι νὰ καταφεύγῃς εἰς τὴν προσευχήν. Διά τοῦτο ὁ Κύριος προσθέτει˙ «Προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς, καὶ διωκόντων ὑμᾶς». Οἱ «ἐπηρεάζοντες» εἶναι οἱ ἐκ συμπτώσεως καὶ ἐκτάκτως ἐνεργοῦντες ἐχθρικῶς, ἐν ᾧ οἱ «διώκοντες» εἶναι οἱ τακτικῶς καὶ συστηματικῶς ἐχθρευόμενοι ἡμᾶς. Ἑπομένως ἰδοὺ ὁ τριπλοῦς τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν μας, διὰ λόγου, δι’ ἔργου, καὶ διὰ προσευχῆς.

3) Ἀμοιβή. Ποία ἡ ἀμοιβή; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀνακράζει. Ἀμοιβὴ εἶναι «ὁ πάντων φρικωδέστερον, τὸ γενέσθαι ὁμοίους τῷ Θεῷ». Μάλιστα. Διά τοὺς ἐλεήμονας ὁ Κύριος ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν ὅτι «ἐλεηθήσονται», διὰ τοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν ὅτι «τὸν Θεὸν ὄψονται», διὰ τοὺς πενθοῦντας ὅτι «παρακληθήσονται», διὰ τοὺς διωκόμενους ἀδίκως, ὅτι ὁ μισθὸς αὐτῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς», διὰ τοὺς ἀγαπῶντας ὅμως τοὺς ἐχθροὺς των ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν τὸ «γενέσθαι ὁμοίους τῷ Θεῷ» ! Ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευσεν ὡς δέλεαρ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους, ὅτι θὰ γίνωσιν ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν, ἐὰν παραβῶσι τὴν ἐντολήν του, δίδεται ἐνταῦθα ὡς ἀμοιβὴ διὰ τοὺς ἀγαπῶντας τοὺς ἐχθροὺς των. Πρὸς περισσότερον τονισμὸν τῆς ἀμοιβῆς ταύτης ὁ Κύριος φέρει ὡς παράδειγμα τὸν Πατέρα Του, ὁ ὁποῖος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» ἤτοι ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Ἀλλὰ ἡμεῖς δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν τονίζοντες τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς τὸ «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». (1) Καὶ τὸ «συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». (2)

Θαυμάσια παραδείγματα ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν εἶναι αἱ προσευχαὶ μαρτύρων τῆς πίστεως ὑπὲρ τῶν διωκτῶν των. Ἕν ἐκ τῶν πολλῶν ἀναφέρει ὁ Σατωμβριάν εἰς τοὺς μάρτυράς του, τὸ ἑξῆς: Κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν διωγμῶν εἰς Λακεδαίμονα συνελήφθησαν ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ ἀπίστου ἄρχοντος κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἐφυλακίσθησαν, ἵνα τὴν ἑπομένην ἡμέραν φονευθῶσιν. Οἱ φυλακισμένοι μάρτυρες πρὶν ἐκτελεσθῶσιν ἐπιθυμοῦσι νὰ κοινωνήσωσι τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ νὰ προσευχηθῶσιν ὑπὲρ τῶν διωκτῶν των. Ἁγία Τράπεζα ὅμως δὲν ὑπῆρχεν. Ἐξαπλώνεται κατὰ γῆς ὁ γέρων φυλακισμένος Ἐπίσκοπος καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τελοῦσι τὴν λειτουργίαν οἱ παριστάμενοι ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Κατὰ τὴν στιγμήν, καθ’ ἥν ἐτελεῖτο ἡ κατανυκτικὴ ἐκείνη λειτουργία, πρὶν κοινωνήσουν, ὁ ἐν φυλακῇ κλῆρος καὶ λαὸς προσεύχονται ὑπὲρ τῶν ἀρχόντων καὶ διωκτῶν των. Κατόπιν ἐκοινώνησαν καὶ τὴν ἑπομένην ἐμαρτύρησαν. Πόσον συγκινητικὴ ἡ ἀγάπη αὕτη τῶν ἐχθρῶν!


Συμπεράσματα. Ἰδοὺ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, τὸ βάθος τῆς ἐντολῆς ταύτης, ὁ τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς της καὶ ἡ ὑψίστη ἀμοιβή της. Ἀγαπῶμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐχθρούς μας; Ἀλλοίμονον! Ὄχι μόνον τοὺς ἐχθρούς μας δὲν ἀγαπῶμεν, ἀλλ’ οὐδὲ τοὺς φίλους μας, οὐδὲ τοὺς γονεῖς μας. Μία παρατήρησις, μία σοβαρὰ στάσις ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μᾶς εὐηργέτησαν οὐδόλως εἶναι ἀνεκτή. Εἴμεθα ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει χειρότεροι τῶν τελωνῶν, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου, «ἀγαπῶσι τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς καὶ ἀσπάζονται» χαιρετίζουν «τοὺς ἀσπαζομένους» τοὺς χαιρετίζοντας «αὐτούς». Ἀλλὰ τότε ἡ ἀγάπη αὕτη δὲν εἶναι χριστιανικὴ καὶ ἑπομένως οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει. Ἂς ἀγαπήσωμεν λοιπὸν τοὺς ἐχθρούς μας, ἵνα γίνωμεν ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν μας. Γένοιτο!


1) Ἰωάν. Γ . 16.

2) Ρώμ. Ε . 8.




Ἡ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό (Λουκ. 6,31-36) Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ




«Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί»

Ἐὰν διαβάσουμε τὰ συγγράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σοφῶν, ἀλλὰ κι ὅλων τῶν σοφῶν τοῦ κόσμου, θὰ δοῦμε πὼς θέλοντας νὰ διατυπώσουν τὸ δίκαιο, τὸ πρέπον, τὸ νόμιμο καὶ τὸ καλὸ ἔγραψαν πάρα πολλοὺς λόγους καὶ κατασκεύασαν μακροὺς διαλόγους καὶ βιβλία. Μερικὲς φορὲς πέτυχαν νὰ ποῦν καὶ νὰ γράψουν σπουδαῖα πράγματα, ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς ἔφεραν τοὺς ἀνθρώπους σὲ σύγχυση. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ σοφοί, ἀντὶ νὰ διαφωτίσουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔκαναν νὰ σκοτισθοῦν περισσότερο.

Ἀντίθετα, ὁ θειότατος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦλθε πάνω στὴ γῆ καὶ ἐνσαρκώθηκε, ξανάφερε στὴν ἐπιφάνεια τὸν ἔμφυτο νόμο τοῦ ἀνθρώπου κι ἔκανε τὴ βούλησή μας αἰτία τοῦ καλοῦ ἢ τοῦ κακοῦ, τοῦ νόμιμου ἢ τοῦ παράνομου, τοῦ δίκαιου ἢ τοῦ ἀδίκου. Μὲ λίγα λόγια εἶπε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος. «Καὶ καθὼς θέλεται ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31) ἢ «γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (ὅπ.π. στίχ. 36). Πάνω στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου ἂς κάνουμε μερικὲς παρατηρήσεις.



Οἱ ἄνθρωποι ὁμοιάζουν μὲ τὸ Θεὸ

Ἕνας μεγάλος ἀσκητὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅσιος Νεῖλος, κάνει τὴν ἀκόλουθη παρατήρηση: Ὅπως τὰ παιδιὰ μὲ τοὺς γονεῖς τους ἔχουν κοινοὺς χαρακτῆρες, δηλ. ἔχουν ὁμοιότητες στὸ πρόσωπο καὶ στὸ σῶμα κι ἀπ’ αὐτὲς τὶς ὁμοιότητες καταλαβαίνουμε τίνος γιὸς εἶναι κάποιος, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ συμπεριφορὰ ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του καταλαβαίνουμε τίνος διδασκάλου εἶναι κάποιος μαθητής. Τὸ ἴδιο καὶ ἀκόμη περισσότερο συμβαίνει μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. τοὺς Χριστιανούς. Οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ εἶναι μαθητὲς τοῦ αἰώνιου Πατέρα· «ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν» (Ματθ. 12,50). Ἀλλοῦ πάλι λέγει· «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε... οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων» (ὅπ.π. 6,25 καὶ 32). Ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος, ἐφ’ ὅσον εἴμαστε παιδιά Του, θὰ μᾶς φροντίσει. Ἔχουμε συγγένεια καὶ οἰκείωση μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸς εἶναι πατέρας μας καὶ μεῖς παιδιά Του. Μέσα στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος μᾶς δείχνει τὰ σημάδια, γιὰ νὰ γίνουμε παιδιά Του, ἐφ’ ὅσον βέβαια τὸ θελήσουμε· «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Ἀφοῦ ὁ κύριος εἶναι πράος καὶ ταπεινὸς καὶ τὰ παιδιὰ Του ὀφείλουν νὰ εἶναι ἔτσι. «Έσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (ὅπ. π. 5,48). Ἢ αὐτὸ ποὺ μᾶς λέγει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα, δηλ. νὰ γίνουμε οἰκτίρμονες (εὔσπλαχνοι), γιατί καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τέτοιος (Λουκ. 6,36).



Σὲ ποιὰ μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸ Θεό;

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ πὼς δὲν καλούμαστε ἀπ’ τὸ Θεὸ νὰ Τὸν μιμηθοῦμε στὴν παντοδυναμία, στὴ σοφία ἢ στὰ θαύματα, ἀλλὰ στὴν ἀγάπη, στὴν καλοσύνη, στὴν εὐσπλαχνία. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόλυτα ἐλεήμων καὶ εὔσπλαχνος, ἀλλὰ καὶ ἡ εἰκόνα Του, ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμη ποὺ διαθέτει, δηλ. «συμμέτρως», μπορεῖ νὰ μιμηθεῖ τὸ Θεὸ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἐχθρούς μας κι ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔκαναν κακό. Ἡ συγγένειά μας μὲ τὸ Θεὸ φαίνεται σ’ αὐτὲς τὶς καταστάσεις. Μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸ Θεὸ στὴν εὐσπλαχνία. Ὁ Θεός, κατὰ τοὺς Πατέρες, ἐπειδὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σοφίας, «πᾶσιν ἀδέως ταύτην (τὴν χάριν) μεταδίδωσιν››, τὰ δίνει ὅλα χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς νὰ ἀδικήσει κανέναν. Αὐτὸ μεταφράζεται ὡς ἑξῆς γιά μᾶς: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μηδενὸς ἑξαιρουμένου, μποροῦμε νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸ Θεὸ ὡς πρὸς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία.



Ἡ ἁμαρτία ἐμπόδιο ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο

Ἡ ἁμαρτία μᾶς ἔκανε μεγάλη ζημιά. Τὴν μὲν ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας τὴν αὔξησε, ἐνῶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον τὴ μείωσε. Ἔτσι καταντήσαμε μισάνθρωποι. Τὸ κήρυγμα ποὺ ἔχει περιεχόμενο τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας, θεωρεῖται ἀφέλεια. Ἡ ἀγάπη εἶναι κατάσταση, σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τῶν πολλῶν, τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων. Ἐὰν δείξουμε ἀγάπη στοὺς ἄλλους, κινδυνεύουμε νὰ χαρακτηριστοῦμε χαζοὶ κι ἀσήμαντοι. Δὲν μποροῦν νὰ πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι πὼς προάγονται μὲ τὴν καλοσύνη καὶ τὴν εὐσπλαχνία. Ὅποιος ἔφθασε νὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς ἐχθρούς του, ἔφθασε στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. «Ἀγάπης ἀνυποκρίτου τεκμήριον, ἀδικημάτων συγχώρησις», θὰ τονίσει ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής.



Ἀδελφοί μου,

Ἀντὶ νὰ φροντίζουμε νὰ ἐπιβληθοῦμε μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐξουσίας καὶ τῶν ὅπλων, ἂς καλλιεργήσουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, γιὰ νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴ Βασιλεία Του, ποὺ εἶναι κοινωνία ἀγάπης.

Ἀγάπη στοὺς ἐχθρούς, πρόκληση ζωῆς (Λουκ. 6,31-36) Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης


 


Μπροστὰ σ' ἕναν καθρέπτη μᾶς τοποθετεῖ σήμερα ὁ Χριστός, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ νὰ ἐλέγχουμε τὸν ἑαυτὸ μας: «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως», δηλ. αὐτὸ ποὺ θέλετε νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι γιὰ σᾶς, αὐτὸ νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς σ' ἐκείνους.

Μιὰ τέτοια στάση οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο ἀποφασιστικὸ βῆμα, γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴ χριστιανικὴ ζωή. Μιὰ τέτοια στάση δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας κανόνας καλῆς ἐξωτερικῆς καὶ τυπικῆς συμπεριφορᾶς, δὲν εἶναι ἀπλῶς ἕνα πλαίσιο, ὥστε νὰ οἰκοδομηθοῦν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας πάνω στὴν ἀμοιβαιότητα καὶ τὴ δικαιοσύνη. Ἡ ἀμοιβαιότητα τοῦ χρυσοῦ κανόνα (νὰ φέρεσθε πρὸς τοὺς ἀλλοὺς ὅπως θὰ θέλατε νὰ φερθοῦν σὲ ἐσᾶς ὑπαινίσσεται, ἀσφαλῶς, τὴ δικαιοσύνη, δὲν περιορίζεται, ὅμως, σὲ αὐτή. Καὶ ἐδῶ γεννιέται τὸ ἐρώτημα, πῶς συνυπάρχει στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία στὸ ἔσχατο ὅριό της φτάνει στὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς, μὲ τὴ δικαιοσύνη.

Ἡ περιχώρηση τῆς ἀγάπηs καὶ τῆs δικαιοσύνηs δὲν αἴρει τὴ μεταξὺ τουs ἔνταση. Χωρὶς δικαιοσύνη, οἱ ἀνθρώπινεs σχέσεις γίνονται σκληρὲs καὶ ἀδιάφορες καὶ χωρὶs ἀγάπη, γίνονται ἀποπνικτικὲς καὶ βάρβαρες. Ἡ ἀγάπη δὲν καταργεῖ τὴ δικαιοσύνη οὔτε τὴν ὑποκαθιστᾶ, ἀλλὰ τὴ διορθώνει καὶ ὑποδεικνύει τὴ σωστή της κατεύθυνση. Εἶναι ἡ ἀκατάλυτη δύναμη ποὺ ἔχει τὴ ρίζα της στὸν Θεό. Ὅταν ζητᾶμε, λοιπόν, ἀπὸ τὸν ἄλλο καλωσύνη, κατανόηση καὶ ἀγάπη, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸν βλέπουμε στὸ βάθοs τῆς ὑπαρξήs του. Ἐδῶ ἀκpιβῶs φαίνεται ὅτι ὅ καθένας μαs εἶναι ζωντανὴ εἰκόνα θεοῦ, ποὺ, ὅσο ἀμαυρωμένη, ὅσο σπιλωμένη καὶ ἂν εἶναι, ἔχει ὑπέρτατη ἀξία. Ἔτσι ὁδηγούμαστε φυσικὰ καὶ ἀβίαστα στὴν ἀγάπη.


Ἡ ἀγάπη στοὺς ἐχθροὺς

Ἡ ἀγάπη εἶναι γιὰ μᾶs γιὰ τοὺς πιστοὺς τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου, ἡ πεμπτουσία τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς, ὁ πυρήνας τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης. Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τὸ ἀπόθεμα καὶ ἡ ποιότητα τῆς πίστης μας. Μία ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται καὶ ἀγκαλιάζει ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ἀγαποῦμε μόνο ὅσους μᾶς ἀγαποῦν, ὅταν εὐεργετοῦμε μόνο ὅσους μᾶς εὐεργετοῦν, ὅταν βοηθᾶμε μόνο ὅσους μᾶς βοηθοῦν, τότε ἡ ἀγάπη μας γίνεται ψευδώνυμη, κίβδηλη καὶ ἰδιοτελής. Ὑποτάσεται στὸ καθημερινὸ παιχνίδι τῆς συναλλαγῆς- δίνω καὶ παίρνω-, ἐνῶ οἱ σχέσεις ποὺ διαμορφώνονται μέσα σ' αὐτὸ τὸ πλαίσιο στηρίζονατι πάνω στὸ πλέγμα τῆς ἀνταπόδωσης. Μία τέτοια συμπεριφορά, ὅμως, εἶναι ἐπιλήψιμη ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ γιατί ἔχει ὡς κίνητρό της τὸν ὑπολογισμὸ καὶ τὸ συμφέρον. Ἔτσι, μέτρο μὲ τὸ ὁποῖο ζυγίζουμε καὶ κάνουμε τὰ πάντα γύρω μας γίνεται τὸ ἐγώ μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βυθιζόμαστε στὴν ἀπομόνωση καὶ τὴ μοναξιά.

Ὁ ἄλλος εἶναι ἢ γίνεται ἐχθρός μας, τὸν ἀρνούμαστε, τὸν περιφρονοῦμε, τὸν ἀποφεύγουμε καί, κάποτε, στρεφόμαστε ἐναντίον του καὶ συγκρουόμαστε μαζί του μὲ μία ἀπίστευτη σκληρότητα. Κι ὅμως, ὁ ἀπέναντί μας δὲν εἶναι ἡ κόλασή μας, ἀλλὰ ὁ παράδεισός μας. Γίνεται ἡ κόλασή μας, ὅταν ἐμεῖς δὲν γινόμαστε γι' αὐτὸν ὁ παράδεισός του. Ἂν ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα μας, τότε ἡ στροφή μας πρὸς τὸν ἄλλον εἶναι αὐτὸ ποὺ συντρίβει τὸν ἐγωισμό μας καὶ μᾶς ἀποκαθιστᾶ ὑγιεῖς μπροστὰ στὸν Θεό. Ὅσο πιὸ κακοὶ καὶ ἀπεχθεῖς μᾶς φαίνονται οἱ ἄλλοι, τόσο μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιὰ μας σ' αὐτοὺς θεραπεύεται ἡ ἀρρώστια μας.

Γράφει ἕνας λόγιος Μητροπολίτης: "Καμιὰ μορφὴ ἀγάπης δὲν εἶναι πιὸ ἐλεύθερη ἀπὸ αὐτήν, καὶ καμιὰ μορφὴ ἐλευθερίας δὲν ταυτίζεται πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν (...) ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν περιμένει ἀνταπόδοση (...) εἶναι ἀληθινὰ χάρις, δηλαδὴ ἐλευθερία (...). Μόνο ὅταν συμπίπτει ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ἐλευθερία, ἔχουμε θεραπεία".

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ λέγοντας: "Οὐ γὰρ εἶπε, μὴ μισήσῃs, ἀλλά, ἀγάπησον"· καὶ συνεχίζει: «Πρόσεξε τώρα καὶ ἐσύ, καθὼς ἀνεβαίνεις πρὸs τὰ πάνω. Ὅταν σὲ ἀδικήσουν, νὰ μὴν ἀνταποδώσεις. Ἐπίσης, νὰ μὴν μισήσεις αὐτὸν ποὺ σὲ ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσεις. Ἀκόμη περισσότερο, νὰ τὸν εὐεργετήσεις καὶ νὰ παρακαλεῖς γι' αὐτὸν τὸν Θεό». Σ' αὐτὴ τὴν πνευματικὴ σκάλα ἔχουμε μόχθο καὶ πολὺ ἀγώνα μπροστά μας, ἀλλὰ ἡ συνείδησή μας δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει νὰ ἡσυχάσουμε, ὥσπου νὰ βιώσουμε τὴν ἀγάπη ὡς δῶρο καὶ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...