Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2014

Ἡ Ὁσία Ξένη Γκριγκόριεβνα, ἡ διὰ Χριστὸν σαλή



Αὐτὸν τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου μας (“Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”) μποροῦμε νὰ τὸν ἀποδώσουμε πλήρως στὴν εὐλογημένη δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη, τὴν κατὰ Χριστὸν σαλή. Ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι “πτωχοὶ τῷ πνεύματι” καὶ τὰ σαράντα πέντε χρόνια τῆς ἀσκητικῆς της ζωῆς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μία καθίδρυση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν στὴν καρδιά της.

“Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτου, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς”.

Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο. Καμμιὰ λαϊκὴ διήγηση, καμμιὰ ἀνάμνηση ἀνθρώπων, οὔτε γραπτὲς πηγὲς δὲν μᾶς προμηθεύουν πληροφορίες σχετικὰ μὲ τοὺς γονεῖς της, τὴν ἀνατροφή της, τὴν παιδεία της ἢ ἄλλη κοινωνικὴ δραστηριότητα. Ὅμως μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα δὲν ἦταν ἀπὸ χαμηλὴ οἰκογένεια. Ὁ σύζυγός της Ἀνδρέας Φεοντόροβιτς εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μία πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δύο στὴν βασιλικὴ αὐλή, ἔκαναν τὸ γάμο τους, καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν “καλὴ τύχη” καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένη, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ’ αὐτὴ τοὺς τὴ χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα. Τόσο πολὺ καταβλήθηκε αὐτὴ ἀπὸ θλίψη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ὥστε στοὺς πολλοὺς φαινόταν ὅτι ἔχασε τὰ λογικά της. Ἔτσι νόμισαν οἱ συγγενεῖς της, οἱ φίλοι της καὶ οἱ γνωστοί της.

Πραγματικὰ ἡ συμπεριφορὰ τῆς Ξένης μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν πολὺ περίεργη. Κατὰ πρῶτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνη ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζη τὸν ἑαυτὸ της Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα, ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζη τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι της στὴν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία της συγγενεῖς της στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνη ὅ,τι ἤθελε τὴν περιουσία της.

Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα της μία πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν, κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτό της στὸν κόσμο μὲ τὴν πιὸ δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς “κατὰ Χριστὸν τρελλή”.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: “Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζῆς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνης, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνης καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζῆς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μία φαντασία. Τὸ νὰ ζῆς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή. Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος.”(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς). Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ “χτύπημα” ποὺ “χτύπησε” τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη ἦταν μία ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Ἡ μακαρία Ξένη, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα ἔζησε τώρα μία φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποῦ νὰ κλίνη τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη της εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι της εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποῦ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνη τὰ γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωΐ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν της ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.

Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα της δύσκολα τὴν σκέπαζαν- μία κόκκινη φούστα καὶ μία πράσινη ζακέτα. Στὰ πόδια της εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ λαοῦ της πρόσφερε πολλὰ ἀπ’ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιὰ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένη.

Ὅλοι ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη. Πολλοὶ τὴν λυποῦνταν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο.

Ὅταν κτιζόταν μία Ἐκκλησία στὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ, τὴ νύχτα ἡ μακαρία Ξένη ἔσερνε λίθους μὲ τὰ ἀδύνατα χέρια της ὥς τὴν κορυφὴ τῶν τοίχων τοῦ οἰκοδομήματος. Μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἔγραφε τὸ ὄνομά της γιὰ πάντα στὸ βιβλίο τῶν μνημοσύνων μὲ τὴν δέηση “ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀειμνήστων κτιτόρων τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου”. Οἱ κτίστες παραξενεύονταν βλέποντας τοὺς λίθους στὴν κορυφή. “Από ποῦ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ σωροὶ τῶν λίθων κάθε πρωΐ;” ἔλεγαν. Ἀλλὰ κατάλαβαν ἔπειτα ὅτι βοηθὸς τους ἦταν ἡ μακαρία Ξένη.

Αὐτὰ ποὺ γράψαμε μέχρι τώρα γι’ αὐτοὺς τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς μακαρίας Ξένης τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ συναξάριο τοῦ λαοῦ. Πόσα ὅμως ἄλλα ἄγνωστα γιὰ μᾶς θὰ ὑπάρχουν γι’ αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ὁσία, ποὺ εἶναι ὅμως γνωστὰ μόνο στὸ Θεό;

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: “Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι” (Μάρκ.8,34). Μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπομονὴ καὶ χαρὰ ἡ μακαρία Ξένη σήκωσε μὲ προθυμία καὶ αὐταπάρνηση τὸν σταυρὸ τῆς πνευματικῆς πενίας καὶ ἀντὶ νὰ σκέπτεται τὸ δικό της συμφέρον ἔκλεισε στὴν καρδιὰ της ὅλους τοὺς “γείτονές” της μὲ τὶς δυστυχίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς φροντίδες καὶ τὶς λύπες τους. “Γείτονές” της, εἰκονικῶς ὁμιλοῦντες, ἦταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας Πετρούπολης.

Ἡ μακαρία Ξένη, ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνοῦσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: “Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα. Θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἁμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα”. Καὶ ὅταν ἔμπαινε σὲ κάποιο αὐτοκίνητο, τὸ εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νὰ κάθεται σὲ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μία θαυματουργικὴ βοήθεια. Ὅταν θώπευε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρη κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπῆ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦταν πολλά.

Ἡ μακαρία Ξένη ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: “Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!”. Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώση τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ κάνη τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

Ὁ ἀγώνας τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν ἦταν δύσκολος. Οἱ ἅγιοι μοναστικοὶ πατέρες καὶ ἀσκητὲς ἔφυγαν ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς αὐτοῦ του κόσμου στὴν ἔρημο καὶ στὰ δάση καὶ ἔλαβαν τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων τους στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητάς τους στὴ γῆ. Ὅμως οἱ μακάριοι διὰ Χριστὸν σαλοὶ δὲν ἄφησαν τὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς σαλότητας ἔκρυβαν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μὴ θέλοντες νὰ παρουσιάσουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δίκαιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὡς τρελλούς.

Ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη εἶδε καθαρὰ τὴν δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα τῶν κατὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ γιὰ νὰ προετοιμάση πνευματικῶς τὴν ψυχή της, ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτὼ χρόνια. Πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια ἀφιερώσεώς της. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένη γιὰ τὴν πνευματική της τελείωση ἐδαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγώνα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.

Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage ἢ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξαναφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς της σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ἦρθε τέλος ἡ στιγμὴ ποὺ ἔληξαν οἱ ἀγῶνες της. Ἡ μακαρία Ξένη ἐγκατέλειψε τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ εἰσῆλθε στὸν αἰώνιο. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβὴς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία της εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώση τὸν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ἀμέσως μετὰ τὴν κηδεία της οἱ θαυμαστὲς ἄρχισαν νὰ παίρνουν χοῦφτες χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της. Ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν αὔξανε κάθε μέρα. Ὁ σωρὸς τοῦ χώματος στὸν τάφο της συνέχεια ἐλαττωνόταν. Τελικὰ τοποθετήθηκε στὸν τάφο της μία πέτρινη πλάκα, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἔσπαζαν κομμάτια καὶ τὴν ἀφαιροῦσαν. Τελικὰ τοποθετήθηκε πάνω στὸν τάφο της μία πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο της ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν στοὺς τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωΐ.

Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο.

Καὶ ἡ μακαρία Ξένη τοὺς βοηθοῦσε ὅλους.


Ὁ Ἔγκλειστος Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Κύπριος


 



Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἤτανε βλάστημα τῆς μοσκοβολημένης Κύπρου. Γεννήθηκε στὰ 1134 στὸ χωριὸ Λεύκαρα, ποὺ τώρα τὸ λένε Κάτω Δρῦ, κοντὰ στὴ Λάρνακα. H Κάτω Δρῦ χτίσθηκε ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου. H γενιὰ του λεγότανε Καταμούτηδες καὶ βρίσκεται ἀκόμα. Ἀπὸ μικρὸς ἤτανε διαλεγμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ γίνει ἅγιος. Γιατί δὲν συνήθιζε σὰν τ' ἄλλα τὰ παιδιὰ ποὺ παίζουνε καὶ διασκεδάζουνε, παρὰ ὁ μονάχος πόθος του ἤτανε νὰ ἀφοσιωθεῖ στὸν Χριστὸ καὶ τὴ θρησκεία του.

Σὰν γίνηκε 18 χρονῶν, οἱ γονιοὶ του τὸν ἀρραβωνιάσανε. Μὰ ὁ Νεόφυτος ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι καὶ πῆγε στὸ μοναστῆρι τοῦ Χρυσοστόμου στὸ βουνὸ Κουτζουβέντη. Ὕστερα ἀπὸ δύο μῆνες τὸν βρήκανε οἱ δικοί του καὶ γύρισε στὸ σπίτι τους, μὰ δὲν ἔστερξε νὰ παντρευτεῖ, παρὰ ἤθελε νὰ καλογερέψει. Βλέποντας οἱ γονιοὶ του αὐτὴ τὴ στερεὴ ἀπόφασή του, τὸν ἀφήσανε λεύτερον. Βγαίνει λοιπὸν πάλι ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ πηγαίνει γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ μοναστῆρι τοῦ Κουτζουβέντη κ' ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἡγούμενου παρακαλώντας τον νὰ τὸν κάνει δόκιμο. Καὶ κεῖνος τὸν ἔκανε. Ἐπὶ πέντε χρόνια φύλαγε τ' ἀμπέλια τοῦ μοναστηριοῦ καὶ μάθαινε νὰ λέγει ἀπ' ἔξω τὸ Ψαλτῆρι καὶ τ’ ἄλλα τὰ γράμματα. Ἀλλὰ δὲν τὸν εὐχαριστοῦσε ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ σ' αὐτὸ τὸ μοναστῆρι, γιατί ἤθελε πιὸ αὐστηρὴ καλογερική, καὶ μίσεψε ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε στὸ Μελισσόβουνο κι' ἀσκήτεψε ἕνα χρόνο μέσα σ' ἕνα σπήλαιο.

Ὕστερα μπαρκάρησε καὶ πῆγε στὸν Ἅγιο Τάφο κι' ἀπόμεινε ἕξι μῆνες ἐκειπέρα. Μετά, γύρισε πάλι στὴν Κύπρο καὶ πῆγε στὴν Πάφο καὶ τὸν πιάσανε οἱ στρατιῶτες ποὺ φυλάγανε τὸ κάστρο καὶ τὸν βάλανε φυλακὴ ἕνα μερόνυχτο. Σὰν τὸν λευτερώσανε, τράβηξε παραμέσα στὸ νησὶ γιὰ νὰ βρεῖ μέρος ἥσυχο νὰ ἀσκητέψει. Περπάτησε ὅπως τὸν φώτισε ὁ Θεὸς κ' ἔφταξε σ' ἕνα μέρος ἀπογκρεμνό, καὶ ἔψαχνε ἀπὸ τὸν Ἰούνιο ἕως τὸν Σεπτέμβρη.

Τέλος βρῆκε ἕνα σπήλαιο ποὺ φωλιάζανε μέσα ὄρνια καὶ φίδια κ' ἔπιασε καὶ τὸ βάθαινε. Ἕνα χρόνο δούλεψε σκληρὰ κι' ἀποτελείωσε τ' ἀσκηταριὸ του τὴ μέρα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Αὐτὸ τὸ σπήλαιο τὸ ὀνόμασε ὁ ἅγιος "Ἐγκλείστρα" κι' ὁ ἴδιος εἶναι γραμμένος στὸ συναξάρι του μὲ τ’ ὄνομα "ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος". Ἡ ἁγιωσύνη του ξακούσθηκε σὲ ὅλη τὴν Κύπρο καὶ προστρέξανε πολλοὶ νὰ μονάσουνε κοντά του. Τότε ἔπιασε κ' ἔχτισε μοναστῆρι μεγάλο, τιμημένο εἰς μνήμην τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὅλα βρίσκουνται ὥς τὰ σήμερα ἀπείραχτα.

Ἡ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας εἶναι καταζωγραφισμένη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ ἁγίου Νεοφύτου, μὲ ὑποθέσεις ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ ὁσίους σὲ σχῆμα ἥσυχο καὶ ἁπλό. Σ' ἕνα κελλὶ σκαμμένο στὸ παραμέσα μέρος τοῦ βράχου, βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ ἁγίου. Μέσα σ' αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀπόμεινε κατακλειδωμένος μὲ νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ ἐπὶ πολλὰ χρόνια. Μονάχα κάθε Κυριακὴ κατέβαινε μὲ μία σκάλα στὴν παρακάτω σπηλιὰ καὶ δίδασκε τοὺς μαθητές του. Σ' αὐτὴ τὴ διαγωγὴ ἔζησε πενηνταπέντε χρόνια καὶ μελετοῦσε τὴν ἁγία Γραφὴ μέρα καὶ νύχτα. Καὶ μὲ ὅλο ποὺ ἤτανε λιγογράμματος ὁ μακάριος, ἔγραψε πολλὰ ἁγιασμένα γραψίματα, γεμάτα ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ δεκαέξι βιβλία συναθροισμένα. Προεῖδε τὴ μέρα τῆς κοίμησής του καὶ μάζεψε γύρω του τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς ὁρμήνεψε νὰ ζοῦνε μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, ποὺ τοὺς ἄφησε γραμμένον. Παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 12 Ἀπριλίου κατὰ τὰ 1215 ἀπάνω κάτω.

Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἁπλὲς ψυχὲς ποὺ δεχτήκανε τὸν Χριστὸ σὰν φυσικὴ θροφὴ τῆς ψυχῆς τους, δίχως νὰ μάθουνε γράμματα πονηρά. Τὸ πρῶτο βιβλίο, ποὺ ἔμαθε νὰ τὸ λέγει ἀπέξω καὶ ποὺ τ' ἀγάπησε πολύ, ἤτανε τὸ Ψαλτῆρι τοῦ προφητάνακτα Δαυΐδ. Ὕστερα ἀποστήθισε διάφορες εὐχὲς καὶ τροπάρια καὶ λόγια τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Κανένας ζωντανὸς ἄνθρωπος δὲν τὸν δίδαξε, γι' αὐτὸ μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας πὼς ὁ ἅγιος Νεόφυτος εἶναι "διδακτὸς Θεοῦ". Ὅ,τι ἔγραψε εἶναι γραμμένο μὲ τὸ δικό του τὸν τρόπο, εὐωδιασμένο ἀπὸ εὐλάβεια κι' ἀπὸ φόβο Θεοῦ. Ἔγραψε "Ἑρμηνείαν εἰς τὴν Ἑξαήμερον" ἤγουν γιὰ τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου, λόγους "εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Ἰνδίκτου, εἰς τὸν Ἀρχάγγελον Γαβριήλ, εἰς τὸν ἅγιον μάρτυρα Μάμαντα, εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, εἰς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν Σταυρόν, εἰς τὸν ὁσιομάρτυρα Πολυχρόνιον" καὶ πολλοὺς ἄλλους. Ἔγραψε ἀκόμα "Περὶ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου", "Περὶ σεισμῶν διαφόρων", "Ἑρμηνείαν τῶν Ψαλμῶν" καὶ ἄλλα. Ἀπ' αὐτὰ σταχυολογήσαμε λιγοστὰ καὶ τὰ βάζουμε παρακάτω.

Στὴν Ἑρμηνεία τῆς Ἑξαημέρου, γράφει πῶς ἀποφάσισε νὰ γράψει γι' αὐτὴ τὴ μεγάλη ὑπόθεση: "Μοῦ φαίνεται καλὸ νὰ πῶ ἀπὸ ποιὰ αἰτία ἔφθασα στὴν ἀπόφαση νὰ συντάξω τοῦτο τὸ βιβλίο. Τὸν καιρὸ λοιπὸν ποὺ μὲ φώτισε κάποια θεϊκὴ ἀνατολὴ ἄνωθεν καὶ μὲ ἔστρεψε μακριὰ ἀπὸ τὶς ματαιότητες τῆς ζωῆς, κι' ὁδήγησε τὰ πόδια μου σὲ ἴσιους δρόμους καὶ σὲ ὁδὸν εἰρήνης, ὥστε νὰ ἀκολουθήσω τὸ μοναχικὸ βίο, ξέφυγα κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονιούς μου κι' ἀπὸ τὰ ἑφτὰ τ' ἀδέρφια μου, ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, κ' ἔφθασα σὲ κάποιο ἅγιο μοναστῆρι. Ἐκειπέρα ἔτυχε νὰ ἀκούσω τὴν προφητεία ποὺ λέγει "ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν" καὶ τάλλα λόγια ποὺ ἔρχουνται κατόπι, καὶ πολὺ θαύμασα σὰν τ' ἄκουσα· γιατί δὲν εἶχα ἀκούσει ποτὲ τέτοιον λόγο, ἐπειδὴς ἤμουνα ἀγράμματος καὶ δὲν ἤξερα οὔτε τὸ ἄλφα κ' ἤμουνα παιδὶ ὥς δεκαοχτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Καὶ τόσο θαύμασα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἄκουσα καὶ τόσο πολὺ τ' ἀγάπησε ἡ ψυχή μου, ποὺ μακάρι ἔλεγα νὰ διαβάζανε τέτοια ἀναγνώσματα καὶ νὰ τάκουγα, μ' ὅλο ποὺ δὲν καταλάβαινα τὸ νόημα ποὺ εἴχανε, ἐκτὸς τὸ "ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς καὶ ὅτι εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλὰ λίαν" καὶ τίποτα περισσότερο ἀπ' αὐτὰ δὲν ἔνοιωθα. Ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ κανέναν νὰ μοῦ τὰ ἐξηγήσει, καὶ μονάχα μέσα στῆς καρδιᾶς μου τὸν κρυφὸν τόπο φύλαγα αὐτὸ τὸ θαῦμα. Καὶ σὰν μὲ βάλανε οἱ γέροντές μου νὰ κλαδεύω τ' ἀμπέλια, ἔπιασα νὰ μαθαίνω κάποια γράμματα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς ποὺ λέγανε οἱ μοναχοὶ τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα. Μὰ ἡ θεία χάρη μου χάρισε περισσότερο κι' ἀπὸ αὐτά, ὥστε νὰ μάθω νὰ λέγω ἀπ' ἔξω ὁλόκληρο τὸ ἱερὸ Ψαλτῆρι. Καὶ σάν μοῦ ἦρθε πάλι κάποια φώτιση νὰ φύγω ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κοινοβίου καὶ νὰ πάγω νὰ ἡσυχάσω, τότε ἥβρα καιρὸ ἡσυχίας, κ' ἐπειδὴ εἶχα στὴ θύμησή μου αὐτὰ τὰ θεϊκὰ λόγια ποὺ εἶπα, ἔψαχνα νὰ βρῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο βιβλίο ἐκεῖνο τὸ προφητικό. Καὶ σὰν τὸ βρῆκα, τὸ ἔμαθα ἀπ' ἔξω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ εἶχα γιὰ ὅσα ἔλεγε. K' ἔμαθα ὄχι μονάχα τὴν ἑξαήμερη κοσμοκτισία, ἀλλὰ κι' ὅσα λέγει γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ γιὰ τὴν παράβαση, γιὰ τὸν κατακλυσμὸ καὶ γιὰ τὴν πυργοποιΐα, ἕως τὸ φίλο τοῦ Θεοῦ τὸν Ἀβραάμ, κι' εἶχα πολὺ θαυμασμὸ γιὰ τὰ θεϊκὰ λόγια αὐτῆς τῆς Γραφῆς".

Γιὰ τὶς συμφορὲς τῆς Κύπρου γράφει "Περὶ τῶν κατὰ τὴν χώραν Κύπρον σκαιῶν", κι' ἀρχίζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια: "Τὸ σύννεφο σκεπάζει τὸν ἥλιο κ' ἡ ἀντάρα τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνά, καὶ μποδίζανε τὴ ζέστη καὶ τὴ φωτεινὴ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου γιὰ λίγον καιρό. K' ἐμᾶς μᾶς ἔχει σκεπασμένους δώδεκα χρόνια τώρα σύννεφο κι' ἀντάρα ἀπὸ βάσανα ἀπανωδιαστὰ ποὺ πέσανε ἀπάνω στὴ χώρα μας. Γιατί σὰν πῆρε τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ ἄθεος Σαλαχαντὴς καὶ τὴν Κύπρο ὁ Ἰσαάκιος ὁ Κομνηνός, σκεπάσανε τὸν τόπο χειρότερα ἀπὸ ἀντάρες καὶ φουρτοῦνες, πολέμοι καὶ ταραχὲς κι' ἀκαταστασίες, κουρσέματα κ' αἱματοχυσίες. Γιατί νά, ὁ ζωηφόρος τάφος τοῦ Κυρίου καὶ τάλλα τὰ ἅγια δοθήκανε στοὺς σκύλους Μουσουλμάνους γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ δακρύζει γιὰ τούτη τὴ συμφορὰ κάθε ψυχὴ π' ἀγαπᾷ τὸ Θεό. Σὰν τὰ εἴδανε αὐτά, ταραχθήκανε τὰ ἔθνη καὶ τὰ βασίλεια, κατὰ τὸ γραμμένο, ὁ Ἀλαμάνος λέγω κι' ὁ Ἐγκλινίας καὶ σχεδὸν κάθε ἔθνος κίνησε γιὰ νὰ σώσει τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Καὶ νά, δώδεκα χρόνια, καὶ τὰ κύματα ἀγριεύουνε καὶ ψηλώνουνε χειρότερα... Κι' αὐτὰ συγχωρηθήκανε νὰ γίνουνε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας τὶς μεγάλες, μὲ δίκαια ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε κ' ἴσως συγχωρεθοῦμε. Εἶναι μία χώρα Ἰγκλιτέρρα, πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ Ρωμανία κατὰ τὸ βοριά, κι' ἀπὸ δαύτη σύννεφο Ἰγκλίνων μαζὶ μὲ τὸν ἄρχοντά τους μπήκανε σὲ κάτι καράβια μεγάλα ποὺ τὰ λένε νάκκες καὶ ταξιδέψανε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε τράβηξε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα κι' ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀλαμάνων μὲ ἐννιακόσιες χιλιάδες. Μὰ αὐτός, περπατώντας κατὰ τὰ ἀνατολικὰ μέρη τοῦ Ἰκονίου, ἔχασε τὰ στρατεύματά του ἀπὸ τὸ περπάτημα κι' ἀπὸ τὴν πεῖνα κι' ἀπὸ τὴ δίψα κι' ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς πνίγηκε μέσα σ' ἕναν ποταμὸ καβάλλα στ' ἄλογό του. Κι' ὁ Ἴγκλιτερ ἦρθε στὴν Κύπρο καὶ τὴ βρῆκε σὰν χαροκαμένη μάνα...

Ἡ χώρα μας εἶναι σὰν τὴ θάλασσα ποὖναι ἀγριεμένη ἀπὸ πολλὴ ἀνεμοζάλη. Καὶ μάλιστα ἡ συμφορὰ μας εἶναι χειρότερη κι' ἀπὸ τὴν ἄγρια τὴ θάλασσα. Γιατί ἡ θάλασσα, σὰν περάσει ἡ ἀγριάδα της, ἔρχεται ἡ γαλήνη, ἐνῷ σ' ἐμᾶς ἡ φουρτούνα χειροτερεύει κάθε μέρα κ' ἡ μανία της δὲν ἔχει τέλος. Στὸ Λευϊτικὸ βιβλίο εἶναι γραμμένα ὅσα βρήκανε τὴ χώρα μας, πολέμοι, σπάρσιμο χωρὶς ἀπολαβή, φάγωμα τῶν κόπων μας ἀπὸ τοὺς ὀχτρούς μας. K' ἡ δύναμή μας γίνηκε ἕνα τίποτα· κι' ἀπομείναμε λιγοστοί. "Πορευθήκατε σὲ μένα πλάγια, μᾶς λέγει ὁ Θεός, κ' ἐγὼ θὰ πορευθῶ σὲ σᾶς μὲ θυμὸ πλάγιον". Κι' ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι· γιατί ἂν δὲν κουτσαθεῖ κανένας, οὔτε κι' ὁ γιατρὸς τὸν κόβει μὲ τὸ νυστέρι, κι' οὔτε τοῦ καίει τὸ πονεμένο μέρος. Λοιπὸν εἶναι φανερὸ πὼς κ' ἐμεῖς, ἂν δὲν πικραίναμε κάποτε τὸν πανάγαθο γιατρό μας καὶ δὲν πηγαίναμε σ' αὐτὸν πλάγια, κ' Ἐκεῖνος δὲ θὰ φερνότανε σὲ μᾶς πλάγια καὶ δὲ θὰ μᾶς πίκραινε γιὰ νὰ σωθοῦμε".


Κλῖμαξ, Λόγος 12, περὶ Ψεύδους Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακο




Ἀπὸ τὸν σίδηρο καὶ τὴν πέτρα (διὰ τῆς προσκρούσεως) γεννᾶται ἡ φωτιά, καὶ ἀπὸ τὴν πολυλογία καὶ τὰ εὐτράπελα τὸ ψεῦδος. Τὸ ψεῦδος εἶναι ἐξαφάνισις τῆς ἀγάπης· καὶ ἡ ἐπιορκία ἄρνησις τοῦ Θεοῦ.

2. Κανεὶς συνετὸς ἄνθρωπος ἂς μὴ θεωρῆ μικρὸ τὸ ἁμάρτημα τοῦ ψεύδους, διότι τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐξέδωσε ἐναντίον του τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπόφασι: «Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος» (Ψαλμ. ε´ 7), ὅπως λέγει ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ἐὰν συμβῆ αὐτό, τί πρόκειται νὰ πάθουν ἐκεῖνοι ποῦ συρράπτουν ἐπὶ πλέον τὸ ψεῦδος μὲ τοὺς ὅρκους;

3. Ἐγνώρισα μερικοὺς ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὰ ψεύδη τους. Αὐτοὶ κατώρθωναν καὶ ἔκαναν τοὺς ἄλλους νὰ γελοῦν μὲ τὶς ἀστειότητες καὶ τὶς ἀργολογίες τους, καὶ ἔτσι ἐξαφάνιζαν ἐλεεινὰ τὸ πένθος τῶν μοναχῶν ποὺ τοὺς ἀκροάζονταν.

4. Ὅταν ἰδοῦν οἱ δαίμονες ὅτι, μόλις ἀρχίση ὁ ἄθλιος ὁμιλητὴς νὰ διηγῆται τὰ εὐτράπελα, προσπαθοῦμε νὰ φύγωμε σὰν ἀπὸ λοιμώδη ἀσθένεια, ἐπιχειροῦν νὰ μᾶς παρασύρουν μὲ δυὸ ἀπατηλοὺς λογισμούς: «Μὴ λυπήσης τὸν ὁμιλητή», μᾶς συμβουλεύουν, ἢ «μὴ θέλεις νὰ φανῆς πιὸ εὐλαβὴς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους»! Φεῦγε ἀμέσως, μὴν ἀργοπορήσης· εἰδεμὴ στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς θὰ σοῦ ἔρχωνται στὸν νοῦ ἀστεῖα. Καὶ ὄχι μόνο νὰ φεύγης, ἀλλὰ καὶ νὰ διαλύης μὲ εὐσεβῆ τρόπο τὸ «πονηρὸν συνέδριον», φέροντας στὸ μέσον τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσεως. Εἶναι καλύτερο ἴσως νὰ σὲ βρέξουν μερικὲς σταγόνες κενοδοξίας, προκειμένου νὰ γίνης πρόξενος ὠφελείας σὲ τόσους.

5. Ἡ ὑποκρισία εἶναι πολλὲς φορὲς μητέρα καὶ αἰτία τοῦ ψεύδους. Τίποτε ἄλλο, λέγουν μερικοί, δὲν εἶναι ἡ ὑποκρισία, παρὰ μελέτη καὶ δημιουργὸς τοῦ ψεύδους ποὺ ἔχει μαζί της συμπεπλεγμένο τὸν ἔνοχο καὶ ἄξιο τιμωρίας ὅρκο. Αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸ ψεῦδος, διότι ἔχει μέσα του ὡς ἀδέκαστο δικαστῆ τὴν συνείδησί του.

6. Ὅπως σὲ ὅλα τὰ πάθη, ἔτσι καὶ στὸ ψεῦδος παρατηροῦμε διαφορὰ ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ βλάβη ποὺ προξενεῖ. Ἐπὶ παραδείγματι: Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ἐνοχὴ ἑνὸς ποὺ ψεύδεται ἀπὸ τὸν φόβο τῆς τιμωρίας, καὶ διαφορετικὴ ὅταν δὲν ὑπάρχη κίνδυνος. Ἄλλος πάλι εἶπε ψεῦδος χάριν τῆς τρυφῆς, ἄλλος χάριν τῆς φιληδονίας, κάποιος γιὰ νὰ κάνη τοὺς ἄλλους νὰ γελάσουν καὶ ἄλλος γιὰ νὰ ἐπιβουλευθῆ καὶ κακοποιήση τὸν ἀδελφό του.

7. Μὲ τὶς τιμωρίες τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων τὸ ψεῦδος μειώνεται πολύ. Μὲ τὸ πλῆθος ὅμως τῶν δακρύων τῆς κατανύξεως, ἐξαφανίζεται ὁλοσχερῶς. Ὁ δαίμων ποὺ μᾶς προτρέπει στὸ ψεῦδος προφασίζεται διαφόρους «οἰκονομικούς» λόγους καὶ ἔτσι παρουσιάζει σὰν μεγάλη ἀρετὴ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖνος ποὺ πλάθει ψεύδη παρουσιάζεται ὅτι μιμεῖται τὴν Ραάβ, (ἡ ὁποία ἐχρησιμοποίησε τὸ ψεῦδος, γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς κατασκόπους του Ἰσραήλ), καὶ νομίζει ὅτι μὲ τὴν ἰδική του ἀπώλεια προξενεῖ σωτηρία στοὺς ἄλλους.

8. Ὅταν καθαρισθοῦμε τελείως ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ ψεύδους, τότε, σὲ μία ἐξαιρετικὴ περίστασι, ἂς τὸ χρησιμοποιήσωμε, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ φόβο. Τὸ νήπιο δὲν γνωρίζει τὸ ψεῦδος. Ὁμοίως καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν ἔχει πονηρία. Ἐκεῖνος ποὺ εὐφράνθηκε ἀπὸ τὸν οἶνο (καὶ ἐμέθυσε), θὰ ὁμολογήση ἀκουσίως κάθε ἀλήθεια. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐμέθυσε ἀπὸ τὴν κατάνυξι, δὲν θὰ μπορέση νὰ ψευσθῆ.

Άγιοι Κλήμης Επίσκοπος Αγκύρας και Αγαθάγγελος

Άγιοι Κλήμης Επίσκοπος Αγκύρας και Αγαθάγγελος
Άγιοι Κλήμης Επίσκοπος Αγκύρας και Αγαθάγγελος
 Εορτάζει στις 23 Ιανουαρίου εκάστου έτους.
Αγαθαγγέλου και Κλήμεντος αιμάτων,
Το του ξίφους δίψαιμον επλήσθη στόμα.
Εικάδι δ’ ετμήθητε τρίτη, Αγαθάγγελε, Κλήμη.

Βιογραφία
Ο πατέρας του Κλήμη ήταν ειδωλολάτρης. Πέθανε, όμως, νωρίς και η ανατροφή του Κλήμη έγινε με όλη τη χριστιανική επιμέλεια, από την ευσεβέστατη μητέρα του Ευφροσύνη.
Όταν μεγάλωσε, η παιδεία του, η φιλανθρωπία του και οι άλλες φημισμένες αρετές του τον ανέδειξαν επίσκοπο της πατρίδας του Άγκυρας. Το μεγάλο αξίωμα δεν τον έκανε να πέσει στη μεγάλη παγίδα της αλαζονείας, Αντίθετα, ανέπτυξε περισσότερο την ενεργητικότητα του, για να ανταποκριθεί στις πνευματικές και υλικές ανάγκες του ποιμνίου του. Εκείνο, όμως, που πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα στον επίσκοπο Κλήμη, είναι ότι φρόντιζε πατρικά για τα ορφανά και τους φτωχούς. Παρηγορούσε τους πάσχοντες, με ιδιαίτερη προσοχή έπαιρνε στην Εκκλησία παιδιά εγκαταλελειμμένα και έκθετα, φροντίζοντας όχι μόνο για τη συντήρηση τους, αλλά και για την κατήχηση και βάπτιση τους. Όλα αυτά μας δίνουν το δικαιωμα να πούμε ότι η πίστη του ήταν ζωντανή, με έργα.
Ο Θεός, όμως, θέλησε να δοκιμάσει τον Κλήμη και από το καμίνι του μαρτυρίου. Επί βασιλείας Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.), λοιπόν, μεταφέρετε στη Νικομήδεια, όπου βασανίζεται φρικτά και τα υπομένει όλα καρτερικότατα, μέχρι που τον αποκεφαλίζουν, επισφραγίζοντας, έτσι, με το μαρτύριο τη μεγάλη και ζωντανή του πίστη. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την μεταφορά του στη Νικομήδεια, αποβιβάστηκε στη Ρόδο όπου ο τότε Επίσκοπος Φωτεινός τέλεσε τη Θεία Λειτουργία με όλους τους μάρτυρες, οπότε και έγιναν σημεία θαυμαστά.
Ο δε Αγαθάγγελος καταγόταν από τη Ρώμη και έγινε χριστιανός από τον Άγιο Κλήμεντα, τον όποιο ακολούθησε. Συμμερίστηκε μάλιστα τις περιπέτειες του και τα βασανιστήρια του, και πέθανε μαζί του με αποκεφαλισμό.
Η Σύναξή τους τελείται στο Μαρτύριο, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Ευδοξίου, πέραν του Ανάπλου και στην Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, της παλαιάς και της νέας.
Ναό του Αγίου Κλήμεντος ανήγειρε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) στα ανάκτορα, εντός του οποίου φυλασσόταν η κάρα του Αγίου με άλλα ιερά λείψανα. Από τις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ. η σύναξη των Αγίων άρχισε να τελείται στη μονή του Πατριάρχη Ευθυμίου (907 – 912 μ.Χ.), που βρισκόταν στην περιοχή των Υψωμαθείων Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία, το έτος 907 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Αγκύρας Γαβριήλ δώρισε το ωμοφόριό του Αγίου Κλήμεντος και λείψανα του Αγίου Αγαθαγγέλου.
Απολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ως αγαθών αγγελιών προμηθέα, της προς ημάς του Ιησού ευσπλαχνίας, χαρμονικώς υμνούμεν σε Μαρτύρων στέρρεσυ γαρ Αγαθάγγελε, εναθλήσας νομίμως, στάσεως ηξίωσαι της Αγγέλων αζίως, μεθ’ ων πρεσβεύοις πάντοτε Χριστώ, πάσης ρυσθήναι, ημάς περιστάσεως.
 Έτερον Απολυτίκιον
Ήχος δ’.
Κλήμα οσιότητος, και στέλεχος αθλήσεως, άνθος ιερώτατον, και καρπός ως θεόσδοτος, τοις πιστοίς πανίερε, ηδύτατος εβλάστησας. Αλλ᾽ ως Μαρτύρων σύναθλος, και ιεραρχών σύνθρονος, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
 Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Της αμπέλου γέγονας, τίμιον κλήμα, του Χριστού πανεύφημε, Κλήμη πολύαθλος οφθείς, συν τοις συνάθλοις τε έκραζες· Χριστός, Μαρτύρων φαιδρόν αγαλλίαμα.

Κάθισμα
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Του μαρτυρίου αληθώς τη δρεπάνη, κατατεμνόμενος σοφέ Ιεράρχα, ως καρποφόρος άμπελος εξήνθησας, βότρυας περκάζοντας, και σταλάζοντας γλεύκος, θείας επιγνώσεως, και αθλήσεως Πατερ· εξ ων μετέχων πας τις ευσεβώς, καταγλυκαίνει ψυχής αισθητήρια.

Ο Οίκος
Υιός φωτός αναδειχθείς, Θεού συγκληρονόμος, ως Ηλιού ο θείος, τον Αχαάβ ήλεγξεν, ούτω και συ, Κλήμη σοφέ, Βασιλείς ανόμους, και Τυράννους απηνείς, Ελλήνων τους πρωτεύοντας, εν λόγω και αληθεία ενίκησας, και προσάγεις θύμα τω Κυρίω νυν τα πλήθη των εις Χριστόν πιστευσάντων. Διο κοινωνόν της σης μαρτυρίας Αγαθάγγελον ευρών, πόλεις εναθλών συνώδευσας φαιδρώς κραυγάζων· Χριστέ, Μαρτύρων φαιδρόν αγαλλίαμα.

Ὁ Ἅγιος Γεννάδιος ὁ ἐν Κοστρόμᾳ, ὁ Λιθουανός


 


Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος γεννήθηκε στήν πόλη Κοστρόμα τῆς Λιθουανίας καί ἦταν υἱός εὐσεβούς καί εὐγενοῦς οἰκογενείας. Τό ὄνομά του ἦταν Γρηγόριος καί ἀπό τήν παιδική ἠλικίας ἔδειξε μεγάλη ἀγάπη πρός τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπειδή στήν περιοχή πού μεγάλωσε, πλεόναζε τό ρωμαιοκαθολικό στοιχεῖο, ἠθέλησε νά ἐγκαταλείψει τή γενέτειρά του καί νά πάει νά ζήσει στή γειτονική Ρωσία. Ἔτσι ἔφτασε στή Μόσχα, ὄπου γνώρισε ἕναν ἄλλο νέο, τόν Θεοδῶρο, μέ τήν ἴδια φλογερή ἀγάπη για τό μοναχικό βίο. Μαζί πήγαν νά συμβουλευτοῦν τόν Ἅγιο Ἀλέξανδρο τοῦ Σβέρ (βλέπε 30 Αὐγούστου), ὀ ὁποῖος τόν μέν Γρηγόριο ἔστειλε στή μονή τοῦ Κομέλση, ἐνῶ τόν Θεοδῶρο πίσω στόν κόσμο.

Στή μονή τοῦ Κομέλση ὀ Γρηγόριος ἔγινε ὀ πιο ἀφοσιωμένος μαθητῆς τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου (βλέπε 19 Μαΐου) καί ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Γεννάδιος. Τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόλιζαν τήν ὑπαρξη τοῦ νέου μοναχοῦ.

Πρός τό τέλος τοῦ βίου τοῦ ὀ Ἅγιος Κορνήλιος πῆρε μαζί του τόν Ὅσιο Γεννάδιο καί ἴδρυσαν μια νέα μονή στήν Κοστρόμα, τή μονή Λιουμπεμώφ. Ἐκεῖ ἔζησε ὁ Ὅσιος τόν ὑπολοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μέ εἰρήνη καί ἄσκηση. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά κάνει θαύματα καί νά ἔχει τό προορατικό χάρισμα. Ὁ Τσάρος Ἰβᾶν τόν εὐλαβεῖτο πολύ καί τόν ἔκανε παιδαγωγό τῆς θυγατέρας του.
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1565 μ.Χ.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη» τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη,Ἔκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1997.
 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὀ ἕν Ὀλύμπω





Ὁ Ὅσιος Διονύσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Πλατίνα τῆς Θεσσαλικῆς ἐπαρχίας Φαναρίου, καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ παιδὶ μὲ εὐσέβεια ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, Νικόλαο καὶ Θεοδώρα. Τὴ νεανική του ἡλικία πέρασε μὲ σωφροσύνη καὶ καθαρότητα, ἀγωνιζόμενος νὰ ἐπαναφέρει στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὅσους νέους ἔβλεπε νὰ παρασύρονται ἀπὸ τὰ ῥεύματα τῶν παθῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του πῆγε στὰ μοναστήρια τῶν Μετεώρων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ κατόπιν πρεσβύτερος.




Ἔπειτα ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ ἐκεῖ Πατριάρχης, ἐκτιμῶντας τὴν μεγάλη του ἀρετή, θέλησε νὰ τὸν κάνει διάδοχό του. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐπέστρεψε στὸ ἡσυχαστήριό του, στὸν Ἄθω. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ κάτοικοι τῆς Βεροίας θέλησαν νὰ τὸν κάνουν Μητροπολίτη τους.




Ἐκεῖνος, ἀποφασισμένος νὰ μὴ δεχτεῖ ποτὲ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα, ἔφυγε καὶ ἔμενε στὸν Ὄλυμπο, ὅπου ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ προφήτη Ἠλία. Ἀπὸ ἐκεῖ χάριζε πλούσια τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του στοὺς κατοίκους τῶν γύρω περιοχῶν, καὶ ἔτσι ἅγια τελείωσε τὴν ζωή του.


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάισμα, καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα, ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, καὶ παρέχεις τὴν ταχεῖαν σου ἀρωγήν, τοὶς εὐλαβῶς κραυγάζουσιν δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα. 

Συναξαριστής της 23ης Ιανουαρίου

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὀ ἕν Ὀλύμπω




Ὁ Ὅσιος Διονύσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Πλατίνα τῆς Θεσσαλικῆς ἐπαρχίας Φαναρίου, καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ παιδὶ μὲ εὐσέβεια ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, Νικόλαο καὶ Θεοδώρα. Τὴ νεανική του ἡλικία πέρασε μὲ σωφροσύνη καὶ καθαρότητα, ἀγωνιζόμενος νὰ ἐπαναφέρει στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὅσους νέους ἔβλεπε νὰ παρασύρονται ἀπὸ τὰ ῥεύματα τῶν παθῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του πῆγε στὰ μοναστήρια τῶν Μετεώρων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ κατόπιν πρεσβύτερος.




Ἔπειτα ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ ἐκεῖ Πατριάρχης, ἐκτιμῶντας τὴν μεγάλη του ἀρετή, θέλησε νὰ τὸν κάνει διάδοχό του. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐπέστρεψε στὸ ἡσυχαστήριό του, στὸν Ἄθω. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ κάτοικοι τῆς Βεροίας θέλησαν νὰ τὸν κάνουν Μητροπολίτη τους.




Ἐκεῖνος, ἀποφασισμένος νὰ μὴ δεχτεῖ ποτὲ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα, ἔφυγε καὶ ἔμενε στὸν Ὄλυμπο, ὅπου ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ προφήτη Ἠλία. Ἀπὸ ἐκεῖ χάριζε πλούσια τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του στοὺς κατοίκους τῶν γύρω περιοχῶν, καὶ ἔτσι ἅγια τελείωσε τὴν ζωή του.


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάισμα, καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα, ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, καὶ παρέχεις τὴν ταχεῖαν σου ἀρωγήν, τοὶς εὐλαβῶς κραυγάζουσιν δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.



Ἅγιος Κλήμης ἐπίσκοπος Ἀγκύρας καὶ ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος
 

 


Ὁ πατέρας τοῦ Κλήμη ἦταν εἰδωλολάτρης. Πέθανε, ὅμως, νωρὶς καὶ ἡ ἀνατροφὴ τοῦ Κλήμη ἔγινε μὲ ὅλη τὴν χριστιανικὴ ἐπιμέλεια, ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη μητέρα του. Ὅταν μεγάλωσε, ἡ παιδεία του, ἡ φιλανθρωπία του καὶ οἱ ἄλλες φημισμένες ἀρετές του τὸν ἀνέδειξαν ἐπίσκοπο τῆς πατρίδας του Ἀγκύρας. Τὸ μεγάλο ἀξίωμα δὲν τὸν ἔκανε νὰ πέσει στὴ μεγάλη παγίδα τῆς ἀλαζονείας, Ἀντίθετα, ἀνέπτυξε περισσότερο τὴν ἐνεργητικότητά του, γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς πνευματικὲς καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του.

Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα στὸν ἐπίσκοπο Κλήμη, εἶναι ὅτι φρόντιζε πατρικὰ γιὰ τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς φτωχούς. Παρηγοροῦσε τοὺς πάσχοντες, μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ ἔπαιρνε στὴν Ἐκκλησία παιδιὰ ἐγκαταλελειμμένα καὶ ἔκθετα, φροντίζοντας ὄχι μόνο γιὰ τὴν συντήρησή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν κατήχηση καὶ βάπτισή τους. Ὅλα αὐτά μας δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ ποῦμε ὅτι ἡ πίστη του ἦταν ζωντανή, μὲ ἔργα. Διότι «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχει, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν». Ἡ πίστη, δηλαδή, ἂν δὲν ἔχει σὰν καρπὸ ἔργα ἀρετῆς, εἶναι ἀπὸ τὴν ῥίζα της νεκρή.

Ὁ Θεός, ὅμως, θέλησε νὰ δοκιμάσει τὸν Κλήμη καὶ ἀπὸ τὸ καμίνι τοῦ μαρτυρίου. Ἐπὶ βασιλείας Διοκλητιανοῦ, λοιπόν, βασανίζεται φρικτὰ καὶ τὰ ὑπομένει ὅλα καρτερικότατα, μέχρι ποὺ τὸν ἀποκεφαλίζουν, ἐπισφραγίζοντας, ἔτσι, μὲ τὸ μαρτύριο τὴν μεγάλη καὶ ζωντανή του πίστη.

 


Ὁ δὲ Ἀγαθάγγελος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Κλήμεντα, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε. Συμμερίστηκε μάλιστα τὶς περιπέτειές του καὶ τὰ βασανιστήριά του, καὶ πέθανε μαζί του μὲ ἀποκεφαλισμό.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Κλῆμα ὁσιότητος, καί στέλεχος ἀθλήσεως, ἄνθος ἱερώτατον, καί καρπός ὡς θεόσδοτος, τοῖς πιστοῖς πανίερε, ἡδύτατος ἐβλάστησας. Ἀλλ᾽ ὡς Μαρτύρων σύναθλος, καί ἱεραρχῶν σύνθρονος, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἀγαθῶν ἀγγελιῶν προμηθέα, τῆς πρὸς ἠμᾶς τοῦ Ἰησοῦ εὐσπλαχνίας, χαρμονικῶς ὑμνοῦμεν σὲ Μαρτύρων στέρρεσυ γὰρ Ἀγαθάγγελε, ἐναθλήσας νομίμως, στάσεως ἠξίωσαι τῆς Ἀγγέλων ἀζίως, μεθ' ὧν πρεσβεύοις πάντοτε Χριστῷ, πάσης ρυσθήναι, ἠμᾶς περιστάσεως.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ἀμπέλου γέγονας, τίμιον κλῆμα, τοῦ Χριστοῦ πανεύφημε, Κλήμη πολύαθλος ὀφθείς, σύν τοῖς συνάθλοις τε ἔκραζες· Χριστός, Μαρτύρων φαιδρόν ἀγαλλίαμα.

Ὁ Οἶκος 
Υἱὸς φωτὸς ἀναδειχθείς, Θεοῦ συγκληρονόμος, ὡς Ἠλιοὺ ὁ θεῖος, τὸν Ἀχαὰβ ἤλεγξεν, οὕτω καὶ σύ, Κλήμη σοφέ, Βασιλεῖς ἀνόμους, καὶ Τυράννους ἀπηνεῖς, Ἑλλήνων τοὺς πρωτεύοντας, ἐν λόγῳ καὶ ἀληθείᾳ ἐνίκησας, καὶ προσάγεις θῦμα τῷ Κυρίῳ νῦν τὰ πλήθη τῶν εἰς Χριστὸν πιστευσάντων. Διὸ κοινωνὸν τῆς σῆς μαρτυρίας Ἀγαθάγγελον εὑρών, πόλεις ἐναθλῶν συνώδευσας φαιδρῶς κραυγάζων· Χριστέ, Μαρτύρων φαιδρὸν ἀγαλλίαμα.

Κάθισμα 
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ μαρτυρίου ἀληθῶς τῇ δρεπάνῃ, κατατεμνόμενος σοφὲ Ἱεράρχα, ὡς καρποφόρος ἄμπελος ἐξήνθησας, βότρυας περκάζοντας, καὶ σταλάζοντας γλεῦκος, θείας ἐπιγνώσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ· ἐξ ὧν μετέχων πᾶς τις εὐσεβῶς, καταγλυκαίνει ψυχῆς αἰσθητήρια.

 
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος

Ἦταν κλεισμένος μέσα σ᾿ ἕνα κελὶ πολὺ μικρὸ καὶ σκοτεινό, ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανένα παράθυρο, καὶ ἐκεῖ σκληραγωγοῦσε μὲ διάφορες ἀσκήσεις τὸ σῶμα του. Ὕστερα ἀπὸ συνεχῆ παρακίνηση ἑνὸς πνευματικοῦ του ἀδελφοῦ, τοῦ Ἀμμιανοῦ, πῆγε σὲ μοναστήρι γιὰ νὰ δεχτεῖ τὴν προστασία καὶ τὴν ἡγουμενία τῶν ἀδελφῶν. Ἐκεῖ ζοῦσε μὲ πραότητα, ταπεινοφροσύνη καὶ πολλὴ ἄσκηση. Ἔτρωγε κάθε τρεῖς ἢ τέσσερις ἡμέρες. Εἶχε σιδερένια ζώνη στὴ μέση του καὶ βαρεῖα ἁλυσίδα στὸ λαιμό του.

Ὅταν κάποιος τὸν κατηγόρησε γι᾿ αὐτό, ὁ Εὐσέβιος ἀπάντησε: «Τὸ κάνω αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποφύγω τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μὲ στερήσει ἀπὸ μεγάλα πράγματα. Δηλαδὴ τὶς ἀρετές, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν δικαιοσύνη. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ἐγώ, ἔστησα πόλεμο ἐναντίον του μ᾿ αὐτὰ τὰ μικρὰ κακοπαθήματα, διότι ἂν μὲ νικήσει δὲν θὰ ὑπερηφανευθεῖ πολύ, ἂν ὅμως νικηθεῖ ἀπὸ μένα, θὰ εἶναι γιὰ γέλια, ἐπειδὴ οὔτε στὰ μικρὰ μπόρεσε νὰ μὲ νικήσει».

Ἔτσι λοιπὸν θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.

 
Ὁ Ὅσιος Μαϋσιμᾶς ὁ Σύρος.

Οἱ γραμματικές του γνώσεις ἦταν μέτριες. Διακρίθηκε ὅμως, γιὰ τὴν πολὺ ἐνάρετη ζωή του. Ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση ἦταν μᾶλλον ἄσχημη. Καὶ ὅμως, ἐνῷ ὁ ἴδιος ντυνόταν μὲ παλιὰ φορέματα, τὰ φιλάνθρωπα ἔργα του ἦταν πλούσια καὶ ἀμέτρητα. Τὸ κελλί του ἔμενε πάντοτε ἀνοικτὸ γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους, ἐφοδιαζόμενος δὲ μὲ σιτάρι καὶ λάδι, μοίραζε σ᾿ ὅσους ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶχαν ἀνάγκη.

Ὅταν κάποτε πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ἄρχοντας τῆς κωμοπόλεώς τους καταπίεζε τοὺς γεωργούς, δὲν δίστασε νὰ παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὸν ὑπερήφανο καὶ λαμπροφορεμένο ἐκεῖνο ἐγωιστὴ μὲ τὰ φτωχικά του ῥοῦχα, καὶ νὰ τοῦ δώσει μαθήματα δικαιοσύνης καὶ εὐγενείας.

Ἔτσι μὲ τέτοιες ἅγιες ἀσχολίες τελείωσε τὴν θεοφιλὴ ζωή του.

(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς 13 Φεβρουαρίου σὰν Μαϊουμᾶς).

 
Ὁ Ὅσιος Σαλαμανής ὁ Ἡσυχαστής

Φίλος της ἐρημικῆς ζωῆς, ἔστησε τὸ κελλί του πέραν τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη στὸ χωριὸ Καπερσανά. Ὁ ἐκεῖ ἐπίσκοπος, πληροφορήθηκε γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ πῆγε ὁ ἴδιος καὶ τὸν συνάντησε, γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ δεχτεῖ τὴν ἱεροσύνη. Ἀλλ᾿ ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε καὶ ἀρκέστηκε στὴν ἥσυχη προσευχὴ καὶ μελέτη του καὶ στὰ καλά, ποὺ ἔκανε παρηγορῶντας καὶ ὁδηγῶντας διάφορες ψυχές, ποὺ προσέρχονταν σ᾿ αὐτόν.


------------------------------------------------------------------------------
 
Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος ἢ Ἀσχολίας ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔδρασε τὰ ἔτη 360-383 καὶ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὶς ἀρετές του. Ἐβάπτισε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας του ἐξέδωσε τὸ 380 τὸ περίφημο διάταγμα (Edictum) τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἔλαβε μέρος στὴ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ὁ Μέγας Βασίλειος τὸν ἀποκαλεῖ φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας του ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν κέντρο τῆς χριστιανοσύνης.

 
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν τῷ Παρίῳ

Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο, στὴν πόλη Πάριον. Αὐτὴ ἦταν πόλη παραθαλάσσια με λιμάνι, μεταξὺ Κυζίκου καὶ Λαμψάκου, πού, κατὰ τὸν Μελέτιο, κτίστηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ Πάρος, ὁπότε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὀνομάστηκε Πάριον.

 
Ὁ Ἅγιος Γεννάδιος ὁ ἐν Κοστρόμᾳ, ὁ Λιθουανός

 


Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος γεννήθηκε στήν πόλη Κοστρόμα τῆς Λιθουανίας καί ἦταν υἱός εὐσεβούς καί εὐγενοῦς οἰκογενείας. Τό ὄνομά του ἦταν Γρηγόριος καί ἀπό τήν παιδική ἠλικίας ἔδειξε μεγάλη ἀγάπη πρός τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπειδή στήν περιοχή πού μεγάλωσε, πλεόναζε τό ρωμαιοκαθολικό στοιχεῖο, ἠθέλησε νά ἐγκαταλείψει τή γενέτειρά του καί νά πάει νά ζήσει στή γειτονική Ρωσία. Ἔτσι ἔφτασε στή Μόσχα, ὄπου γνώρισε ἕναν ἄλλο νέο, τόν Θεοδῶρο, μέ τήν ἴδια φλογερή ἀγάπη για τό μοναχικό βίο. Μαζί πήγαν νά συμβουλευτοῦν τόν Ἅγιο Ἀλέξανδρο τοῦ Σβέρ (βλέπε 30 Αὐγούστου), ὀ ὁποῖος τόν μέν Γρηγόριο ἔστειλε στή μονή τοῦ Κομέλση, ἐνῶ τόν Θεοδῶρο πίσω στόν κόσμο.

Στή μονή τοῦ Κομέλση ὀ Γρηγόριος ἔγινε ὀ πιο ἀφοσιωμένος μαθητῆς τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου (βλέπε 19 Μαΐου) καί ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Γεννάδιος. Τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόλιζαν τήν ὑπαρξη τοῦ νέου μοναχοῦ.

Πρός τό τέλος τοῦ βίου τοῦ ὀ Ἅγιος Κορνήλιος πῆρε μαζί του τόν Ὅσιο Γεννάδιο καί ἴδρυσαν μια νέα μονή στήν Κοστρόμα, τή μονή Λιουμπεμώφ. Ἐκεῖ ἔζησε ὁ Ὅσιος τόν ὑπολοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μέ εἰρήνη καί ἄσκηση. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά κάνει θαύματα καί νά ἔχει τό προορατικό χάρισμα. Ὁ Τσάρος Ἰβᾶν τόν εὐλαβεῖτο πολύ καί τόν ἔκανε παιδαγωγό τῆς θυγατέρας του.
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1565 μ.Χ.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη» τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη,Ἔκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1997.
 

Ένας σύγχρονος "στυλίτης" μοναχός!!!


ΖΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΒΟΥΝΟ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ 
Η σπάνια ιστορία ενός φυλακισμένου που έγινε μοναχός και ζει πάνω σ' ένα βράχο

  Τη ζωή του στο Θεό φαίνεται πως έχει αφιερώσει εδώ και είκοσι χρόνια ένας μοναχός από τη Γεωργία, ο οποίος κατοικεί πάνω σε ένα βράχο, ζώντας μια αυστηρή ασκητική ζωή, μακριά από τα προβλήματα και τους πειρασμούς της σύγχρονης κοινωνίας.



Ο μοναχός Μάξιμος (Maxime Qavtaradze), μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ και έχοντας περάσει κάποιο διάστημα στη φυλακή, αποφάσισε να αλλάξει τρόπο ζωής και να γίνει καλύτερος άνθρωπος.

Όπως είπε και ο ίδιος στη dailymail, έπινε και ήταν χρήστης παράνομων ουσιών, αλλά μόλις βγήκε από τη φυλακή, ήξερε ότι ήταν ώρα για μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του.



Ο 59χρονος άνδρας, ζει πάνω στο βράχο που ονομάζεται Katshki, πάνω στον οποίο είναι χτισμένη μια Εκκλησία. Στους πρόποδες του, υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια θρησκευτική κοινότητα.

Για να εγκαταλείψει το βράχο, πράγμα που κάνει μόνο δύο φορές την εβδομάδα, πρέπει να χρησιμοποιήσει μια σκάλα 40 μέτρων, η κατάβαση της οποίας διαρκεί περίπου είκοσι λεπτά. Όταν παραμένει για αρκετές μέρες στο βράχο, προμηθεύεται τα τρόφιμα απο ένα καλάθι που είναι δεμμένο με σχοινί.




Συχνά τον επισκέπτονται ιερείς ή άνθρωποι προβληματισμένοι και απογοητευμένοι από τις δυσκολίες της ζωής και τα προβλήματα, για να ζητήσουν τη βοήθειά του.

Τρέφονται, κοιμούνται, και προσεύχονται με τους ιερείς, γύρω στις επτά ώρες την μέρα. Ξυπνούν από τις δύο η ώρα τα ξημερώματα και βοηθούν στις δουλειές της Μονής.

Μέχρι τον 15ο αιώνα, όπου εισέβαλλαν οι Οθωμανοί στη Γεωργία, κατοικούσαν στυλίτες, ορθόδοξοι Χριστιανοί που ζούσαν πάνω σε βράχους για να αποφεύγουν τους πειρασμούς.



Για αρκετούς, αιώνες ο βράχος ήταν ακατοίκητος. Το 1944 ένα γκρουπ ορειβατών με επικεφαλής τον Alexander Japaridze, ανακάλυψαν τα ερείπια ενός παρεκκλησιού και τα οστά ενός στυλίτη.



Η ζωή που έχει επιλέξει ο άνδρας αυτός δεν είναι καθόλου εύκολη. Απαιτεί μεγάλες θυσίες και απομόνωση, αφοσίωση στην προσευχή και στο Θεό.

Λίγοι θα διάλεγαν να ακολουθήσουν αυτόν τον δύσκολο τρόπο ζωής. Ο μοναχός Μάξιμος, φαίνεται πως έχει βρει το νόημα της ζωής και τον πραγματικό του εαυτό τα τελευταία είκοσι χρόνια διαμονής στον βράχο Katshki.


















πηγή

ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΥΜΒΑΔΙΖΟΥΝ;

1Η ακόλουθη διήγησις που προέρχεται μάλλον από κάποια λιγότερο γνωστή παραλλαγή της συστηματικής συλλογής του Γεροντικού* σκοπό έχει να διδάξη πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία του Θεού και ότι κανένας αμαρτωλός δεν πρέπει να απελπίζεται, ακόμη κι αν νομίζη ότι έχει γίνει όμοιος στην αμαρτία με τον διάβολο.

Κάποιος άγιος γέροντας, μεγάλος και διορατικός, έχοντας νικήσει και ξεπεράσει όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων,είχε λάβει το χάρισμα να βλέπη οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθένας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. 

Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζοντας τους την πτώση τους από τους ουρανούς και την αιώνια κόλαση του πυρός που τα περιμένει.

Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήση στο εξής να παλέψη μαζί του ή έστω και να τον πλησίαση, μη τυχόν και πληγωθή από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύματος.

Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:

— Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθή, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζη αυτό;

Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ: Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ’ αυτό και να τον δοκιμάσω;

Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβη ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθή να ρωτήση τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.

Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ’ εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα.

Ο Θεός δε θέλοντας να δείξη ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχη μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα.

Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο.

Γι’ αυτό και τον ρώτησε: Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;

Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημάτων μου.

— Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωσι αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).

Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσης πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθή κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.

Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.

Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:

Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρι του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξη;»

Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωσι, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;

Μη λυπηθής γι’ αυτό το πράγμα. Διότι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανή η σκληρότης και απόγνωσις των δαιμόνων.

Όταν λοιπόν έλθη, μη τον σκανδαλίσης απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβης ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθή, εάν βέβαια φύλαξης αυτά που σε προστάζει».

Και τότε θα σου πη: «Ποια είναι αυτά;» Κι εσύ να του πης: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσης. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπόρεσης να ταπεινωθής και να βρης έλεος με την μετάνοια;

Για να μην έχης όμως πρόφασι απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσης κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσεχε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν’ αρχίσης τη σωτηρία σου.

Ο Κύριος είπε να καθήσης επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατολάς και να φωνάζης εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες: Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην.

Αυτά να τα φωνάζης αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθής και να λιποψυχήσης. Όταν δε τα κάνης αυτά με ταπείνωσι, τότε θα επανέλθης στην αρχαία τάξι και θα συγκαταριθμηθής με τους αγγέλους του Θεού».

Αν λοιπόν συμφωνήση μαζί σου να τα κάνη αυτά, δέξου τον σε μετάνοια.

Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό.

Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζωνται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετανοήσουν.

Διότι αυτή η διήγησις θα συντέλεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζωνται για την σωτηρία τους.

Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο».

Έπειτα του λέει:

— Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσης αυτά που σε διατάζει δι’ εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.

Και ποια είναι αυτά που ώρισε ο Θεός να κάνω;

Ο Θεός προστάζει να σταθής σ’ ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς ανατολάς και να φωνάζης νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κάνης αυτά, θα σε συναριθμήση με τους αγγέλους του.

Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετανοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέσως δυνατά και λέει:

— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέσω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απάτη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κακό;

Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μάλιστα.

Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερημώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό;

Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετάνοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!

Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθή ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:

— Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κακό καινούργιο καλό δεν γίνεται.

Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθήτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότου Χριστού· ότι δηλ. εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρι τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.

«Αγιορείτικη Μαρτυρία», Έκδοση Ι.Μ. Ξηροποτάμου
*Κείμενο βλ. Ξένης Μοναχής, Πορεία προς Ουρανόν,
Αθήναι 1973
 
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...