Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

Μία σύγχρονη θαυμαστή ίαση

Θεραπεία καρκίνου παρειάς

«Εάν πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου
 ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει».
Τον Απρίλιο του 1998 διαπιστώθηκε ότι είχα καρκίνο αριστεράς παρειάς σε προχωρημένο στάδιο, αφηγείται ο κ. I. Δ. Κ., καθηγητής θετικών επιστημών, από την Κατερίνη. Οι γιατροί εκτιμούν ότι εμφανίστηκε το β΄ εξάμηνο του 1997. Μετά από εξετάσεις και συνεννοήσεις, μετέβην στο Λονδίνο το Μάιο του 1998 για χημειοθεραπεία και στις 7.7.1998 υποβλήθηκα σε εγχείρηση, αφαιρέθηκε ο όγκος και μου έβαλαν μόσχευμα από την πλάτη. Επέστρεψα στην Ελλάδα και υποβλήθηκα σε ακτινοβολίες το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς διαπιστώθηκε ότι κατά την εγχείρηση στην Αγγλία δεν μου είχε αφαιρεθεί μικρό τμήμα του όγκου, το οποίο άρχισε να μεγαλώνει.
OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Στις 23.2.1999 υποβλήθηκα σε νέα εγχείρηση στο «Θεαγένειο», και πήραν μόσχευμα από την κοιλιακή χώρα. Την ημέρα της εγχειρήσεως η εικόνα της Παναγίας στο υπνοδωμάτιό μου εξέπεμπε ευωδία και σχηματίστηκε ένα άσπρο σημάδι στη μορφή της, στο μέτωπο· το διαπίστωσαν και οι οικείοι μου.
Ένα μήνα μετά την εγχείρηση, όπως καθόμουν κι έκλεισα λίγο τα μάτια μου, είδα ότι βρέθηκα στη Μονή  Οσ. Εφραίμ Κονταριώτισσας. Στον αύλειο χώρο, η Ηγουμένη κι εγώ συνοδεύαμε ένα υψηλό επιβλητικό Μοναχό, Άγιο όπως ένιωθα. Στρέφει στην Ηγουμένη και της λέει: Άλλη φορά θα μιλήσουμε μαζί· πήγαινε τώρα. Καθώς συνεχίζαμε οι δύο, παίρνω θάρρος και τον ερωτώ: Τι θα γίνει με μένα; —Δεν είναι τίποτε, μη φοβάσαι. Προχωρούμε και ξαναρωτώ: Σας παρακαλώ, έχω ένα πρόβλημα εδώ. Τι θα γίνει; —Σου είπα, δεν είναι τίποτε! Την ίδια στιγμή σκύβει προς το χειρουργημένο μάγουλό μου, και αισθάνομαι ζεστό το χνώτο του. Αυτοστιγμεί βρέθηκα όπως ήμουν πριν. Τις επόμενες μέρες αντικρίζοντας για πρώτη φορά συμπτωματικά μια εικόνα του αγίου Ραφαήλ αναγνώρισα τον άγνωστο Άγιο του οράματος. Την αυτή αίσθηση είχε και η Ηγουμένη, επειδή στο όνειρό μου κατευθυνόμαστε προς το εκεί παρεκκλήσι του Αγίου.
Το Σεπτέμβριο του 1999, δίπλα στο μόσχευμα εμφανίζεται συρίγγιο, το οποίο άρχισε να πυορροεί. Υποβάλλομαι σε νέες ακτινοβολίες χωρίς αποτέλεσμα· η πυόρροια δεν σταματά για έξι-επτά μήνες. Τη Λαμπροτρίτη του 2000 επισκέπτομαι ως προσκυνητής τη Μονή Αγίου Ραφαήλ Γρίβας. Στη δεξίωση των επισήμων ανέφερα το περιστατικό. Παρευρισκόμενος Καθηγητής Γναθοχειρουργικής από την Αθήνα μου εξήγησε ότι η πυόρροια οφειλόταν σε υπόλειμμα του αφαιρεθέντος όγκου και πιθανότατα δε θα σταματούσε, με πολλά ενδεχόμενα. Μου συνέστησε όμως, μετά την αφήγηση του τόσο αποκαλυπτικού ονείρου, να βάζω λαδάκι από την εικόνα του Αγίου. Το έκανα με βαθειά πίστη και άλειφα με λαδάκι το μάγουλό μου. Σε μια βδομάδα το πύο περιορίστηκε, την επόμενη βδομάδα άλλαξε χρώμα προς το άσπρο και αργότερα το συρίγγιο έκλεισε τελείως. Μόνο με το λαδάκι!
Πηγή: Θαύματα Αγίων, σημεία Θεού. Μητροπολίτου Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου Δημητρίου. Β΄έκδοση. Έκδοση Ι. Μονής Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης. Γρίβα Γουμενίσσης 2006. Σέλ. 164-166.
πηγή

Ο μοναχός που δέχτηκε το χαστούκι και νίκησε τον διάβολο!

Ο μοναχός που δέχτηκε το χαστούκι και νίκησε τον διάβολο!
Η ταπεινοφροσύνη στολίζει τον άνθρωπο. Ο ταπεινός άνθρωπος όπου και αν σταθεί, όπου και αν βρεθεί, σκορπάει μία κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη και γίνεται αγαπητός και προσφιλής.
Την ταπείνωσιν οι δαίμονες την τρέμουν, όπως ακριβώς συνέβη και με έναν υποτακτικόν: Ένας Χριστιανός είχε μία κόρη δαιμονισμένη και την επήγε σε πολλούς γιατρούς αλλά δεν βρήκε την θεραπεία της. 
Αυτός ο Χριστιανός είχε ένα φίλο, πνευματικό άνθρωπο ο οποίος είχε σχέση με τους μοναχούς, και λέγοντάς του το παράπονο, τον πόνο του για το κορίτσι του, του λέγει εκείνος• «Το παιδί σου θα βρεί θεραπεία μόνον όταν καλέσεις ένα μοναχό, υποτακτικό, και έλθει στο σπίτι σου και κάνει μίαν ευχούλα, θα ιδείς αμέσως το παιδί σου θα γίνει καλά.
— Καί που θα τον βρω εγώ αυτόν τον μοναχό;
— Να! Κάτω στην αγορά κατεβαίνουν, λέγει, από την έρημο νεώτεροι υποτακτικοί μοναχοί και πωλούν διάφορα εργόχειρα. Σ’ ένα τέτοιο μοναχό πες του• «Έλα στο σπίτι να σού πληρώσω τα εργόχειρα, διότι τώρα επάνω μου δεν έχω χρήματα». Καί πες του να σού κάνει μία ευχή και θα δείς ότι το παιδί σου θα γίνει καλά.
Αυτός αμέσως το πρωί κατεβαίνει στην αγορά• βλέπει ένα νέο μοναχό να πωλεί διάφορα, εκεί, εργόχειρα.
Τού λέει: Πάτερ, πόσο τα δίνεται αυτά;
— Τόσο. Είπε ο μοναχός.
— Μπορείς να έλθεις μέχρι το σπίτι να σε πληρώσω, γιατί επάνω μου δεν έχω χρήματα;
— Έρχομαι, λέγει.
Καί αφού προχωρούσαν προς το σπίτι και πλησίαζαν, ο διάβολος μυρίστηκε το πράγμα, ότι ήρθε η ώρα του να πάρει το εξιτήριό του και να φύγει από τον άνθρωπο, ετοιμάστηκε και αυτός. Καί μπαίνοντας ο μοναχός μέσα στο σπίτι, τον απαντά η κόρη και σηκώνει το χέρι και του δίνει ένα ράπισμα, του μονάχου. Αυτός, ο μοναχός, γύρισε και την άλλη πλευρά του προσώπου και του δίνει και απ' εκεί ένα ράπισμα, και αμέσως η κόρη έπεσε κάτω και έβγαζε αφρούς. Καί στο τέλος, φεύγοντας το δαιμόνιο είπε, ότι η εντολή του Χριστού με βγάζει και με διώχνει. Καί αμέσως το παιδί έγινε καλά.
Ο υποτακτικός αυτός, από την πράξη αυτή φαίνεται ότι ήταν ένας προοδευμένος,ένας πετυχημένος μοναχός ο οποίος οπωσδήποτε θα είχε εξασκηθεί στην παιδεία και στη θεραπεία της ψυχής του.
Στην προσευχή μας πάντοτε να παρακαλούμε και να δεόμεθα του Θεού να μας απαλλάττη απ' αυτό το θηρίο, τον εγωισμόν, και να μας χαρίζη την αγίαν ταπείνωσιν της ψυχής. 

Η κριτική της εκκοσμίκευσης και η αυτοκριτική για την έλλειψη αναζητήσεων


Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Συχνά οι χριστιανοί κατηγορούμε τον κόσμο και το εκκοσμικευμένο πνεύμα, το οποίο θεωρούμε ότι είναι η αιτία για την απόσπαση των ανθρώπων από την ζωή της Εκκλησίας και την παράδοσή τους σε έναν τρόπο χωρίς Θεό. Είναι εύκολη η διατύπωση αυτής
της μομφής. Όλοι θα συμφωνούσαν ότι η εκκοσμίκευση αποτελεί δεδομένη κατάσταση. Και οι περισσότεροι, καθώς αισθανόμαστε μοναξιά όταν θέλουμε να είμαστε ενεργά μέλη της Εκκλησίας, νιώθουμε ότι η πίστη δεν μας εξασφαλίζει ζωή αποδεκτή από τους ανθρώπους. Παρηγοριόμαστε όμως ότι είμαστε αυτοί που αντιστεκόμαστε, έστω και κατ’ ολίγον έναντι του κόσμου. Και την ίδια στιγμή διατυπώνουμε με λόγους αλλά και με επικλήσεις στο παρελθόν και την ιστορία της Εκκλησίας, τους βίους των Αγίων και των Πατέρων, τις διαπιστώσεις μας.

Η αυθεντική παράδοση της Εκκλησίας μας όμως μάς πληροφορεί ότι απ’ αρχής το πραγματικά εκκοσμικευμένο πνεύμα, με την έννοια της απομάκρυνσης από την Αλήθεια και τον τρόπο της Σωτηρίας που μας δίδει ο Χριστός, βρισκόταν εντός των τειχών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο απόστολος Παύλος στους χριστιανούς της Εφέσου, όταν επρόκειτο να αναχωρήσει από εκεί, «εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πράξ. 20, 30). Από ανάμεσά σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους. Το ερώτημα ανακύπτει εύλογα: γιατί υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι ελκύονται από λόγο παραπλανητικό ως προς την αλήθεια της πίστης και τη ζωή της Εκκλησίας; Γιατί τελικά αυτοί οι εχθροί είναι πιο δυσκολοδιάκριτοι σε σχέση με το εκκοσμικευμένο πνεύμα, προς το οποίο, συνήθως, είναι στραμμένη η ανησυχία μας;

Η απάντηση έχει να κάνει με τρία σημεία. Το πρώτο έγκειται στην αναζήτηση της αλήθειας δια του νου και του ορθού λόγου. Ο άνθρωπος δεν εμπιστεύεται την εμπειρία της Εκκλησίας, την αυθεντία του πατερικού λόγου, την φώτιση των μεγάλων προσωπικοτήτων που χάραξαν υγιείς γραμμές στη ζωή της πίστης, αλλά τον εαυτό του και τις δικές του αναζητήσεις. Τον δικό του τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πίστη. Κι ενώ το κίνητρό του είναι υγιές, καθώς αναζητεί το κάτι παραπάνω στην κατανόηση και ίσως και την βίωση του λόγου και της χριστιανικής εμπειρίας, δεν καταθέτει την αναζήτησή του στο Σώμα του Χριστού, αλλά επιδιώκει να σύρει αυτό το Σώμα προς την δική του λογική, την δική του κατεύθυνση. Έτσι ο λόγος του, από λόγος αναζήτησης, γίνεται διεστραμμένος λόγος. Είναι όμως συνήθως και ελκυστικός λόγος, γιατί καλύπτει και ανησυχίες άλλων. Έτσι, αποσπά χριστιανούς προς την δική του πορεία, για να έχει συμμετόχους στην πλάνη του. Καμία αναζήτηση δεν μπορεί να αποβεί υγιής αν δεν είναι ενταγμένη στο σώμα του Χριστού, στην κοινωνία εν τη Εκκλησία, στην σπουδή της παράδοσης. Αυτό δεν σημαίνει στατικότητα στην αναζήτηση ούτε αίσθημα αυτάρκειας. Κάποιοι πιστεύουν ότι οι παλαιότεροι έχουν μιλήσει για όλα. Δεν είναι όμως υγιές να μην μπορούμε να αξιοποιήσουμε την σοφία, την γνώση και την εμπειρία των παλαιότερων, οι οποίοι είχαν ως κριτήριό τους την Αλήθεια εν τη Εκκλησία και να προχωρήσουμε σε όποιον διάλογο με τον εαυτό μας, με την εποχή μας, με τον κόσμο μας. Ο λόγος των παλαιοτέρων είναι το όριο, είναι το σύνορο στο οποίο η αναζήτησή μας μπορεί να αισθάνεται ότι είναι υγιής.

Το δεύτερο σημείο, ως συνέχεια του πρώτου, έχει να κάνει με έναν περφεξιονισμό, μια τελειομανία που διακατέχει όλους εκείνους που γίνονται αιρετικοί. Έχοντας την δίψα να είναι οι εκλεκτοί, οι τέλειοι, οι καθαροί, δεν μπορούν να αποδεχθούν εντός τους πώς ο Θεός συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη αδυναμία, πώς προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και την συνενώνει με την θεότητα, πώς οδηγείται στο πάθος, τον θάνατο, πώς με την ανάστασή Του επαναπροσλαμβάνει το ανθρώπινο σώμα και την ίδια στιγμή, με την ένδοξό του Ανάληψη, το ανεβάζει στον ουρανό, σε πλήρη κοινωνία με τον Πατέρα. Για τους αιρετικούς αυτή η συγκατάβαση αντίκειται στα δεδομένα της λογικής τους, είτε αυτά στηρίζονται στην φιλοσοφική παιδεία των αρχαίων Ελλήνων που δεν μπορούσαν να δεχτούν την κένωση του Θεού και αρκούνταν σε μία φαινομενική μεταμόρφωσή του, είτε αυτά στηρίζονται στην ιουδαϊκή αυτάρκεια, η οποία δεν μπορούσε να διανοηθεί σωτηρία για όλους όσους δεν ήταν Ιουδαίοι, ο περιούσιος δηλαδή λαός του Θεού. Αυτά τα στοιχεία συνεχίζονται και στην εποχή μας. Από την μία έχουμε να κάνουμε με όλους εκείνους οι οποίοι δεν μπορούν να δεχθούν έναν Θεό αδύναμο, που δεν υποτάσσει τον κόσμο στο θέλημά Του, καθώς μάλιστα αυτό είναι για το καλό και την επικράτηση της δικαιοσύνης, και από την άλλη με εκείνους οι οποίοι ζητούν έναν Θεό αποκλειστικά για τους ίδιους. Ζητούμε οι άνθρωποι έναν Θεό αυστηρό στα παραπτώματα των άλλων, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με το σώμα, και αδιαφορούμε για έναν Θεό που ζητά αγάπη, συγχωρητικότητα, κατανόηση, σεβασμό στον άνθρωπο, οποιαδήποτε μορφή ζωής κι αν ακολουθεί, αρκεί να ενεργοποιείται εντός του η διάθεση της μετανοίας, η οποία θα τον οδηγήσει στην αλλαγή. Ζητούμε έναν Θεό ο Οποίος θα είναι επιεικείς με όσους τηρούν τις εντολές Του και θα τους δίδει ξεχωριστή θέση σε σχέση με όσους είναι φαινομενικά ή πραγματικά μακριά από Εκείνον, ενώ ο Θεός είναι για όλους. Και ακολουθούμε ευκολότερα τους αυστηρούς, οι οποίοι όμως διαπνέονται συνήθως και από ένα πνεύμα υπερηφάνειας για τα κατορθώματά τους, κυρίως ασκητικά, χωρίς να διαβλέπουμε ότι ο Θεός είναι αγάπη.

Τέλος, πολλοί άνθρωποι ακολουθούν όσους μιλούν διεστραμμένα διότι εκείνοι έχουν μέσα τους ιεραποστολικό ζήλο, ο οποίος μεταφράζεται με την αναζήτηση και καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων. Ο αιρετικός νιώθει έντονη την ανάγκη να πείσει. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με τον λόγο. Επιστρατεύει την κοινωνικότητα και τα όποια χαρίσματά του, τα οποία τα θέτει στην υπηρεσία της πλάνης του, για να μπορέσει να ελκύσει και άλλους στην πορεία του. Αυτός ο κατά τα άλλα αξιοθαύμαστος ιεραποστολικός ζήλος, ο οποίος όμως δεν πηγάζει συνήθως από γνήσια αγάπη για τον άλλον, αλλά έχει να κάνει με την αγωνία της υπέρβασης της προσωπικής μοναξιάς και την αυτοδικαίωση του αιρετικού, χτίζει κοινότητες. Την ίδια στιγμή, στην Εκκλησία υπάρχει μία παθητική θέαση του κόσμου και των ανθρώπινων σχέσεων. Δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να συναντήσουμε πραγματικά τον άλλον, αλλά αρκούμαστε σε μία φιλάνθρωπη βοήθεια στις δυσκολίες του ή σε μία ατομοκεντρική συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας, ο καθένας ακολουθώντας το πρόγραμμα και τους ρυθμούς της ζωής του, ενώ δεν κατανοούμε και δεν νιώθουμε ότι χωρίς άνοιγμα, μετοχή στις δυσκολίες αλλά και στη χαρά του άλλου δεν νοείται η αγάπη. Αλλά, την ίδια στιγμή, μας διακρίνει και μία παθητικότητα στην έννοια της ιεραποστολής. Δεν συνειδητοποιούμε ότι εφόσον βιώνουμε την σωτηρία, δηλαδή την Αλήθεια που είναι ο Χριστός, η δωρεά αυτή δεν πρέπει να παραμένει κλεισμένη στα ίδια, αλλά να δίδεται και στους άλλους. Όχι για να κάνουμε οπαδούς, αλλά για να μοιραστούμε την χαρά της όντως ζωής.

Εύκολη είναι η κριτική του εκκοσμικευμένου πνεύματος. Ίσως θα ήταν σκοπιμότερη και γνησιότερη η αυτοκριτική μας για την δυσκολία μας να εμπιστευτούμε την πνευματική μας παράδοση, για την αδυναμία μας να αγαπήσουμε και να μην κατακρίνουμε, αλλά και για την έλλειψη διάθεσης ουσιαστικού ανοίγματος προς τον πλησίον και τις διανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ιεραποστολής. Ας προβληματιστούμε λοιπόν και ας αναζητήσουμε στην ζωή και την διδαχή των Πατέρων μας τα πρότυπα εκείνα τα οποία θα μας βοηθήσουν να ζήσουμε πιο γνήσια τη ζωή της Εκκλησίας και να μην παρασυρθούμε από ανθρώπους που με την διαστροφή του λόγου τους θα βρούνε την αδυναμία μας και θα μας αποτραβήξουν από την Αλήθεια.

Εκοιμήθη εν Κυρίω ο Γέροντας Μωυσής Αγιορείτης


ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Εκοιμήθη ο γνωστός αγιορείτης μοναχός Μωυσής

Καλό Παράδεισο, Γέροντα!

Εκοιμήθη σε ηλικία 62 ετών  πριν από λίγο ο λόγιος γέροντας Μωυσής ο Αγιορείτης, ο οποίος τον τελευταίο καιρό αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με την υγεία του.

Ο μακαριστός Γέροντας Μωυσής τον τελευταίο καιρό μετά από επιθυμία του,  φιλοξενούταν στο Επισκοπείο της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας όπου και εκοιμήθη.

Ο μοναχός Μωυσής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952,  και μόναζε στο Άγιον Όρος από τριακονταπενταετίας.

Ασχολήθηκε με την αγιογραφία, την ποίηση, την κριτική και τη συγγραφή.

Έχει εκδώσει 52 βιβλία κι έχει γράψει περισσότερα από χίλια άρθρα. Έργα του έχουν μεταφρασθεί σε άλλες γλώσσες κι έχουν βραβευθεί.

Έχει σειρά ομιλιών, κατόπιν προσκλήσεων μητροπόλεων, Πανεπιστημιών και συλλόγων, στην Ελλάδα και το Εξωτερικό.

Έχει λάβει μέρος ως εισηγητής σε 80 συνέδρια. Έχει διατελέσει αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους.

Είναι από εικοσαετίας αρχισυντάκτης του αγιορειτικού περιοδικού «Πρωτάτον» και μέλος επιφανών συλλόγων.

Ήταν Γέροντας από 25ετίας της Καλύβης Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου της Ιεράς Σκήτης Αγίου Παντελεήμονος - Κουτλουμουσίου,της οποίας διετέλεσε Δικαίος.

Θεωρούταν ο πολυγραφότερος σύγχρονος Αγιορείτης Γέροντας.ή

ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΜΟ



Οἱ προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας.
 Ὅταν ὁ Κύριος ἀπέστελλε τούς Ἁγίους Ἀποστόλους γιά νά ὁδηγήσουν τούς ἀνθρώπους στή σωτηρία, τούς εἶπε: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη͵ βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος͵ διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν»114.
Τούς ἔδωσε τίς δύο ἐντολές, πού ἀποτελοῦν καί τούς ὅρους τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων: α) νά βαπτίζουν τούς ἀνθρώπους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί β) νά τούς διδάσκουν νά τηροῦν ΟΛΕΣ τίς ἐντολές. Ἡ πίστη στόν Χριστό, γιά νά εἶναι ὀρθή καί ζῶσα, πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Αὐτές γίνονται ἀποδεκτές ἀπό τόν πιστό ὡς ὁδηγίες καί προδιαγραφές ζωῆς.
Ὅλοι ὅσοι βαπτίσθηκαν στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μποροῦν, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὀφείλουν, νά ἐκτελοῦν ΟΛΕΣ τίς ἐντολές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί εἶναι πού σώζονται, εἴτε εἶναι ἔγγαμοι εἴτε ἄγαμοι. Δεν ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις ἤ ἀποκλεισμοί στήν πορεία πρός τήν θέωση, στήν μετάβαση ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» στό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε»115 .
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί –ἔγγαμοι καί ἄγαμοι– ζοῦσαν ἀσκητικά, τηρώντας ὅλες τίς ἐντολές.
Γι’ αὐτό καί εἶχαν γνήσια πνευματικά βιώματα, πού προκύπτουν ἀπό αὐτήν τήν «ἔνδυσι τοῦ Χριστοῦ» κατά τήν Βάπτιση. Εἶχαν τό χάρισμα...
τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τά «γένη γλωσσῶν»116, ὅπως τά ἀποκαλεῖ ὁ Ἅγιος Παῦλος, τά ὁποῖα εἶναι τά διάφορα εἴδη τῆς νοερᾶς προσευχῆς117, καθώς καί τά ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος αὐτούς καθώς καί ὅσους ἐπρόκειτο νά εἰσέλθουν στήν Ἐκκλησία τούς καθοδηγοῦσε μέ τό λόγο του, ἀλλά καί μέ τίς ἐπιστολες του.
Μέ ὅλες του τίς ἐπιστολές, στίς ὁποῖες κάνει λόγο γιά κάθαρση τῆς καρδιᾶς, γιά φωτισμό τῆς ψυχῆς, γι’ ἀπόκτηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, γιά ἀδιάλειπτη προσευχή, γιά τήν ἐν Πνεύματι ζωή, φανερώνει ποιά εἶναι ἡ σωστή χριστιανική ζωή. Εἶναι σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι οἱ ἐπιστολές αὐτές ἐστάλησαν σέ διάφορες ἐκκλησιαστικές κοινότητες τοῦ κόσμου καί ὄχι σέ μοναχούς. Σ’ αὐτές ὑπῆρχαν Χριστιανοί, ὄχι μόνο ἄγαμοι ἀλλά καί ἔγγαμοι πού προσπαθοῦσαν νά ζήσουν τήν κατά Θεόν οἰκογενειακή ζωή! Οἱ ἀσκητικές αὐτές προτροπές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καθώς καί οἱ μαρτυρίες τῶν ἀρχαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας φανερώνουν ὅτι στίς πρῶτες ἀποστολικές Ἐκκλησίες, μέχρι τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα, τά μέλη τους ζοῦσαν, ὅπως ζοῦν σήμερα στίς ἱερές Μονές οἱ μοναχοί. Ἔκαναν ἄσκηση, εἶχαν κοινοκτημοσύνη καί ἀσκοῦσαν τήν ὑπακοή, τήν σωφροσύνη, τήν ἁγνότητα. Ζοῦσαν δέ πολύ ἔντονα τήν λατρευτική- μυστηριακή ζωή. Ἐμιμοῦντο τόν Κύριο καί τούς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Ὅταν ἀργότερα, μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν, ὁ Χριστιανισμός ἔγινε ἐπίσημη πλέον θρησκεία τοῦ κράτους, εἰσῆλθε μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ ἐκκοσμίκευση. Τότε ἀτόνησε αὐτή ἡ πρώτη μορφή τῆς αὐθεντικῆς ἐνοριακῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἐνῶ παράλληλα ἄρχισε νά ἀναδεικνύεται ὁ μοναχισμός ὡς προσπάθεια συνέχισης τῆς βιώσεως αὐτῆς τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς. Τότε, στόν καιρό τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἄρχισε νά διαμορφώνεται σέ κάποιους χριστιανούς ἡ ὀλέθρια ἀντίληψη ὅτι τάχα ἀπαιτοῦνται λιγότερα ἀπό τούς λαϊκούς γιά τήν σωτηρία τους σέ σχέση μέ τούς μοναχούς. Ἀπό αὐτήν τήν ἀντίληψη, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, προῆλθαν ὅλα τά κακά.
Ἡ ἰδέα ὅτι αὐτοί πού ζοῦν στόν κόσμο μποροῦν νά διάγουν «χαλαρά» καί νά μήν τηροῦν ἀκριβῶς τό Εὐαγγέλιο, σέ ἀντίθεση μέ τούς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι θεωρεῖτο ὅτι ἦταν οἱ μόνοι πού ὑποχρεοῦνταν νά Τό τηροῦν πλήρως, λειτούργησε καταστροφικά γιά τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀντίληψη αὐτή, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, δέν εἶναι παρά μία μεγάλη αὐταπάτη.
«Αὐταπατᾶσαι καί σφάλλεις πάρα πολύ», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἄν νομίζεις ὅτι ἄλλα ἀπαιτοῦνται ἀπό τόν κοσμικό καί ἄλλα ἀπό τόν μοναχό. Διότι πρέπει τό ἴδιο νά ἀνεβοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀνέτρεψε ὅλην τήν οἰκουμένη εἶναι αὐτή ἡ ἀντίληψη: νομίζουμε ὅτι μόνον ἀπό τόν μοναχό ἀπαιτεῖται μεγαλύτερη ἀκρίβεια (στήν ζωή του) καί ὅτι στούς ὑπολοίπους ἐπιτρέπεται νά ζοῦν μέ ραθυμία»118.
Ὁ Κύριος εἶπε σαφῶς ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπό ὅλους, κοσμικούς καί μοναχούς, ἐγγάμους καί ἀγάμους, ὅσοι θέλουν νά σωθοῦν!, ἡ τήρηση ΟΛΩΝ τῶν ἐντολῶν: «Ὅποιος τηρήσει ὅλες τίς ἐντολές καί μία μόνον δέν τηρήσει ἀκριβῶς, εἶναι παραβάτης ὅλων», δηλ. εἶναι ὡς νά μήν τήρησε καμμία.«Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ͵ πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί͵ γέγονεν πάντων ἔνοχος»119.
Δέν ὑπάρχει ἕνα Εὐαγγέλιο βαρύ ἤ πλῆρες γιά τούς μοναχούς, τό ὁποῖο οἱ μοναχοί καί μόνον αὐτοί εἶναι ὑποχρεωμένοι νά τό τηροῦν μέχρι «κεραίας», καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἕνα Εὐαγγέλιο «ἐλαφρύτερο» γιά τούς χριστιανούς, πού ζοῦν στόν κόσμο, τό ὁποῖο αὐτοί ὡς «κοσμικοί» δικαιοῦνται νά τό ἔχουν καί νά τό ἀκολουθοῦν.
Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ΕΝΑ, κοινό γιά ὅλους. Οἱ ἐντολές Του εἶναι ἐπίσης κοινές γιά ὅλους καί εἶναι ἐλαφρές καί ἀπελευθερωτικές. «Οἱ Ἐντολές Μου» διακηρύττει ὁ Κύριος καί Δημιουργός μας, « βαρεῖαι οὐκ εἰσί»120. Ὁ Χριστός μας δέν μᾶς φορτώνει φορτία δυσβάστακτα. «Ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι»121 μᾶς λέγει.
Ἀντιθέτως, βαρύ φορτίο εἶναι αὐτό πού φορτώνει ὁ κόσμος καί ὁ διάβολος στούς ὁπαδούς του: τό φορτίο τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Θεό, τῆς ἔλλειψης νοήματος γιά τήν ζωή, τό φορτίο τοῦ ἄγχους, τῆς μελαγχολίας, τῆς κατάθλιψης καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ θανάτου. «Τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας εἶναι θάνατος»122 ψυχικός καί σωματικός, αἰώνιος χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Θεία Χάρη, τήν αἰώνια μακαριότητα, τόν Θεό. Αὐτό συμβαίνει βεβαίως ἐάν ὁ ἄνθρωπος, ὅσο εἶναι σ’ αὐτήν τή ζωή, δέν μετανοήσει εἰλικρινῶς. Ἐάν μετανοήσει, ἡ ψυχή ἀνίσταται πνευματικά καί ὁ ἄνθρωπος σώζεται ἀπό τόν ἀθάνατο θάνατο -πού εἶναι ὁ αἰώνιος χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Θεία Χάρη. Ὅσοι πάντως παραβαίνουν τίς ἐντολές, ἐπισημαίνει ὁ Μ. Βασίλειος, κινδυνεύουν νά ὁδηγηθοῦν στήν αἰώνια ἀπώλεια.
«Ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους», διδάσκει ὁ Οὐρανοφάντωρ, «θά ἀπαιτηθεῖ ἡ ὑπακοή πρός τό Εὐαγγέλιο· καί ἀπό τούς μοναχούς καί ἀπό αὐτούς πού ἔχουν σύζυγο. Διότι θά εἶναι ἀρκετό σ’ αὐτόν πού ἦλθε σέ γάμο ἡ παραχώρηση τῆς ἀκρασίας (ἔλλειψης ἐγκράτειας) καί τῆς ἐπιθυμίας πρός τό θῆλυ καθώς καί τῆς συνουσίας. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἐντολές εἶναι νομοθετημένες καί ἀφοροῦν σέ ὅλους στόν ἴδιο βαθμό. Ἐπίσης, δέν εἶναι ἀκίνδυνες γι’ αὐτούς πού τίς παραβαίνουν. Εὐαγγελιζόμενος ὁ Χριστός τίς ἐντολές τοῦ Πατρός διαλεγόταν μ’ αὐτούς πού βρίσκονταν στόν κόσμο (καί ὄχι μέ ἐρημίτες ἀσκητές). Ἐάν μάλιστα συνέβαινε κάποτε νά ἐρωτηθεῖ ἀπό τούς μαθητές Του κατ’ ἰδίαν –ἀλλά καί κατ’ ἰδίαν νά ἀπαντήσει–, διακήρυττε λέγοντας: ‘’Αὐτά πού λέγω σέ σᾶς, σέ ὅλους τά λέγω’’»123. Τό ἔκανε αὐτό, γιά νά μήν νομίσουν ὅτι αὐτά πού τούς ἔλεγε ἰδιαιτέρως, ἴσχυαν μόνο γι’ αὐτούς. Ἴσχυαν καί ἰσχύουν γιά ὅλους· μοναχούς καί ἐγγάμους.
Στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπως καταγράφεται στό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί γενικότερα στήν ὀρθόδοξη Παράδοση δὲν ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ μοναχῶν καὶ ἐγγάμων, ὡς πρὸς τὶς προϋποθέσεις-ὑποχρεώσεις γιὰ τὴν σωτηρία τους124. Δὲν εἶναι γιὰ κάθε τάξη διαφορετικὲς οἱ προϋποθέσεις-ὑποχρεώσεις. Ἕνα εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: ὁ ἁγιασμός μας. «Τοῦτο γάρ ἐστιν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ», διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή, «ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν»125. Αὐτό καλοῦνται νά τηρήσουν ὅλοι, ἀνεξαρτήτως τάξης, ἤ οἰκογενειακῆς καταστάσης.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κάνοντας λόγο γιά τήν παρθενία καί τόν γάμο, λέει ὅτι «ὁ ἄγαμος μεριμνᾶ τά τοῦ Κυρίου, ὁ δέ γαμήσας μεριμνᾶ τά τοῦ κόσμου, ὅσα ἀρέσει τῇ γυναικί»126. Τονίζει δέ συγχρόνως ὅτι «ὁ χρόνος εἶναι συνεσταλμένος, καί αὐτοί πού ἔχουν γυναῖκες (πρέπει) νά ζοῦν ὡς νά μήν ἔχουν»127. Τότε μπορεῖ πράγματι νά σωθεῖ αὐτός πού ἔχει γυναῖκα: ὅταν ζεῖ ὅπως αὐτοί πού δέν ἔχουν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἐντολές εἶναι κοινὲς γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Σὲ τίποτε δὲν διαφέρει ὁ λαϊκὸς ἀπὸ τὸν μοναχὸ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λαϊκὸς ἔχει ἔλθει «εἰς γάμου κοινωνίαν».
«Μήπως ὁ κοσμικός», παρατηρεῖ τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας, «ὀφείλει (δικαιοῦται) νά ἔχει κάτι περισσότερο ἀπό τόν μονάζοντα ἐκτός μόνο ἀπό τό ὅτι μπορεῖ νά συγκατοικεῖ μέ γυναῖκα; Σ’αὐτό μόνο ἔχει τήν συγγνώμη (παραχώρηση ἀπό τόν Θεό), στά ἄλλα ὅμως ὄχι, ἀλλά ὅλα πρέπει νά τά κάνει ἐξ ἴσου μέ τόν μονάζοντα (νά τηρεῖ ὅλες τίς ἐντολές). Ἄλλωστε καί οἱ μακαρισμοί δέν εἰπώθηκαν ἀπό τόν Χριστό μόνο πρός τούς μονάζοντες· διότι τότε χάθηκε ὅλη ἡ οἰκουμένη καί θά κατηγορούσαμε γιά ὠμότητα τόν Θεό. Ἐάν δέ οἱ μακαρισμοί ἔχουν εἰπωθεῖ μόνο γιά τούς μοναχούς καί ὁ κοσμικός δέν ἔχει τή δυνατότητα νά τούς κατορθώσει (ἐπιτύχει), Αὐτός δέ (ὁ Θεός) ἐπέτρεψε τό γάμο, ἑπομένως Αὐτός ὁδήγησε ὅλους στήν ἀπώλεια»128. Μέ τά σοφά αὐτά ἐπιχειρήματα ἀποδεικνύει ὁ ἱερός Πατήρ ὅτι πράγματι βλασφημεῖ αὐτός πού λέγει ὅτι οἱ ἔγγαμοι δέν μποροῦν νά τηρήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
«Ἄν δέν εἶναι δυνατόν οἱ ἔγγαμοι», παρατηρεῖ πάλι ὁ μέγάλος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας «νά κάνουν τά τῶν μοναχῶν, τότε τά πάντα χάθηκαν καί διαφθάρηκαν καί ἡ ἀρετή ἔχει γίνει γιά πολύ λίγους. Πῶς δέ τότε εἶναι τίμιος ὁ γάμος ἀφοῦ μᾶς ἐμποδίζει τόσο πολύ (στήν ἀρετή); Τί λοιπόν μποροῦμε νά ποῦμε; Εἶναι δυνατόν καί πάρα πολύ δυνατόν νά ἀσκοῦμε τήν ἀρετή ἐάν θέλουμε, ἐνῶ ἔχουμε γυναῖκες. Πῶς; Ἐάν ἔχοντας γυναῖκες εἴμαστε ὡς νά μήν ἔχουμε. Ἐάν δέν χαιρόμαστε μέ τίς κτήσεις…Ἐάν δέ κάποιοι ἐμποδίσθηκαν ἀπό τό γάμο, ἄς δοῦν ὅτι δέν ἦταν ἐμπόδιο ὁ γάμος, ἀλλά ἡ προαίρεση ἡ ὁποία χρησιμοποίησε μέ κακό τρόπο τό γάμο. Ἐπειδή καί ὁ οἶνος δέν προκαλεῖ τήν μέθη, ἀλλά ἡ κακή προαίρεση καί ἡ χρησιμοποίησή του πέραν τοῦ μέτρου. Μέ μέτρο χρησιμοποίησε τό γάμο καί πρῶτος θά εἶσαι στήν Βασιλεία (τῶν Οὐρανῶν) καί θά ἀπολαύσεις ὅλα τά ἀγαθά»129.
Οἱ μοναχοί, ζώντας στό Μοναστήρι τους καί οἱ ἔγγαμοι, ζώντας στό μικρό «μοναστηράκι» τους, τήν οἰκογένεια, καλοῦνται νά ἐργαστοῦν, γιά νά ἁγιάσουν τό «σκεῦος τους», τό σῶμα καί τήν ψυχή τους .
Ὅλοι μποροῦν νά σωθοῦν ἀρκεῖ νά τό θελήσουν καί νά «ἀθλήσουν νόμιμα»130, δηλαδή νά ζήσουν ἀσκητικά-ἡσυχαστικά καί μέ συμμετοχή στά Ἱερά Μυστήρια πρό πάντων δέ στά Μυστήρια τῆς Μετανοίας-Ἐξομολόγησης καί Θεία Εὐχαριστίας.
«Τί λοιπόν;», ἐρωτᾶ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος «Ὅποιος κατοικεῖ στήν πόλη καί ἔχει σπίτι καί γυναῖκα δέν μπορεῖ νά σωθεῖ;».
Καί ἀπαντᾶ: «Καί βέβαια (μπορεῖ νά σωθεῖ), ἀφοῦ μάλιστα δέν ὑπάρχει μόνον ἕνας τρόπος σωτηρίας (δηλ. ὁ δρόμος τοῦ μοναχισμοῦ), ἀλλά πολλοί καί διάφοροι. Αὐτό ἀκριβῶς λέγει ἀόριστα ὁ Χριστός μας ὅταν ἀποφαίνεται ὅτι ὑπάρχουν πολλές μονές πλησίον τοῦ Πατρός»131.
Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα μπορεῖ καί πρέπει νά βιωθεῖ ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του πρέπει νά εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς, τόσο τῶν Μοναχῶν, ὅσο καί τῶν ἐγγάμων.
114Ματθ. 28, 19-20.
115Γαλ.3, 27.
116Α΄ Κορ. 12, 10.
117 Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, Ποῖος εἶναι ὁ «προφήτης» στήν Καινή Διαθήκη, Ἐκδόσεις ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 100.
118 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,Πρός πιστόν πατέρα3, 14,PG 47, 372-374. «Σφόδρα ἀπατᾷς σαυτὸν καὶ σφάλλεις, εἰ ἄλλα μὲν οἴει τὸν βιωτικὸν, ἕτερα δὲ ἀπαιτεῖσθαι τὸν μοναχόν· Τό Τὸ γὰρ αὐτὸ πάντας ἀνθρώπους ἀναβῆναι δεῖ·καὶ τὸ πᾶσαν ἀνατρέψαν τὴν οἰκουμένην, τοῦτό ἐστιν, ὅτι μείζονος οἰόμεθα δεῖν ἀκριβείας τῷ μονάζοντι μόνῳ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐξεῖναι ῥᾳθύμως ζῇν»
119Ἰακ. 2, 10.
120Ἰω. Α΄, 5, 3.
121Ματθ. 11, 30.
122Ρωμ. 6, 23: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος».
123 Μεγ. Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικός καὶ παραίνεσις περὶ ἀποταγῆς βίου, καὶ τελειώσεως πνευματικῆς.Sermo 11 (sermoasceticusetexhortatioderenuntiationemundi) [Dub.] 31.625.35 «πάντες ἄνθρωποι ἀπαιτηθησόμεθα τὴν πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον ὑπακοὴν, μοναχοί τε καὶ οἱ ἐν συζυγίαις. Ἀρκέσει γὰρ τῷ ἐπὶ γάμον ἐλθόντι ἡ συγγνώμη τῆς ἀκρασίας καὶ τῆς πρὸς τὸ θῆλυ ἐπιθυμίας τε καὶ συνουσίας· τὰ δὲ λοιπὰ τῶν ἐντολῶν πᾶσιν ὁμοίως νενομοθετημένα οὐκ ἀκίνδυνα τοῖς παραβαίνουσι. Καὶ γὰρ εὐαγγελιζόμενος ὁ Χριστὸς τὰ τοῦ Πατρὸς ἐντάλματα, τοῖς ἐν τῷ κόσμῳ διελέγετο· εἰ δέ που συνέβη καὶ κατ’ ἰδίαν ἐπερωτηθέντα αὐτὸν ἀποκρίνασθαι τοῖς αὑτοῦ μαθηταῖς, διεμαρτύρατο λέγων· Ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω».
124 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ὁμιλία Ζ΄. ΕΠΕ 24, 394 . PG 63, 67: «Μὴ γὰρ ὁ κοσμικὸς ὀφείλει τι ἔχειν πλέον τοῦ μονάζοντος, ἢ τὸ γυναικὶ συνοικεῖν μόνον; ἐνταῦθα ἔχει τὴν συγγνώμην, ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις οὐκέτι, ἀλλὰ πάντα ἐξ ἴσης τῷ μονάζοντι πράττειν αὐτὸν προσῆκε. .. Εἰ γὰρ οὐ δυνατὸν μετὰ γάμου τὰ τῶν μοναζόντων ποιεῖν, πάντα ἀπόλωλε καὶ διέφθαρται, καὶ εἰς στενὸν κατεκλείσθη τὰ τῆς ἀρετῆς».
125Α΄Θεσ. 4, 3 .
126Α΄ Κορ. 7, 33.
127 Α΄ Κορ.7, 29-31: «τοῦτο δέ φημι͵ ἀδελφοί͵ ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστίν· τὸ λοιπὸν ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν͵ καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες͵ καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες͵ καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες͵ καὶ οἱ χρώμενοι τὸν κόσμον ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου».
128 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ὁμιλία Ζ΄. ΕΠΕ 24, 394 PG 63, 67 -68: «Μὴ γὰρ ὁ κοσμικὸς ὀφείλει τι ἔχειν πλέον τοῦ μονάζοντος, ἢ τὸ γυναικὶ συνοικεῖν μόνον; ἐνταῦθα ἔχει τὴν συγγνώμην, ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις οὐκέτι, ἀλλὰ πάντα ἐξ ἴσης τῷ μονάζοντι πράττειν αὐτὸν προσῆκε. Καὶ οἱ μακαρισμοὶ δὲ οἱ παρὰ τοῦ Χριστοῦ οὐ μονάζουσι μόνον εἰσὶν εἰρημένοι· ἐπεὶ τὸ πᾶν ἀπώλετο τῆς οἰκουμένης,καὶ κατηγορήσαμεν ἂν ὠμότητα τοῦ Θεοῦ. Εἰ δὲ οἱ μακαρισμοὶ τοῖς μονάζουσίν εἰσι μόνοις εἰρημένοι, καὶ τὸν κοσμικὸν οὐ δυνατὸν αὐτοὺς κατορθῶσαι, Αὐτὸς δὲ τὸν γάμον ἐπέτρεψεν, ἄρα Αὐτὸς πάντας ἀπώλεσεν. Εἰ γὰρ οὐ δυνατὸν μετὰ γάμου τὰ τῶν μοναζόντων ποιεῖν, πάντα ἀπόλωλε καὶ διέφθαρται, καὶ εἰς στενὸν κατεκλείσθη τὰ τῆς ἀρετῆς. Πῶς δὲ καὶ τίμιος ὁ γάμος, ὁ τοσοῦτον ἐμποδίζων ἡμῖν; Τί οὖν ἔστιν εἰπεῖν; Δυνατὸν, καὶ σφόδρα δυνατὸν καὶ γυναῖκας ἔχοντας τὴν ἀρετὴν μετιέναι, ἐὰν θέλωμεν. Πῶς; Ἐὰν ἔχοντες γυναῖκα, ὡς μὴ ἔχοντες ὦμεν· ἐὰν μὴ χαίρωμεν ἐπὶ κτήσεσιν, ἐὰν τῷ κόσμῳ χρώμεθα ὡς μὴ καταχρώμενοι. Εἰ δέ τινες ἐνεποδίσθησαν ὑπὸ γάμου, ἰδέτωσαν ὅτι οὐχ ὁ γάμος ἐμπόδιον, ἀλλ’ ἡ προαίρεσις ἡ κακῶς χρησαμένη τῷ γάμῳ· ἐπεὶ οὐδὲ ὁ οἶνος ποιεῖ τὴν μέθην, ἀλλ’ ἡ κακὴ προαίρεσις, καὶ τὸ πέραν τοῦ μέτρου χρῆσθαι· μετὰ συμμετρίας τῷ γάμῳ χρῶ, καὶ πρῶτος ἐν τῇ βασιλείᾳ ἔσῃ, καὶ πάντων ἀπολαύσεις τῶν ἀγαθῶν».
129Ὅ. π.
130Τιμ. Β΄ 2, 5.
131 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: ΤLG,Work #003 47.356.30 toWork #003 47.356.34 «Τί οὖν; πόλιν οἰκοῦντα͵ καὶ οἰκίαν καὶ γυναῖκα ἔχοντα οὐκ ἔνι σωθῆναι͵ φησί; Μάλιστα μὲν οὐχ εἷς σωτηρίας τρόπος͵ ἀλλὰ πολλοὶ καὶ διάφοροι. Καὶ τοῦτο λέγει μὲν ἀορίστως ὁ Χριστὸς͵ πολλὰς εἶναι μονὰς ἀποφαινόμενος παρὰ τῷ Πατρί».

Η σοκολάτα της αγάπης


Την ιστορία αυτή την αφηγήθηκε η μητέρα μιας Μοναχής και αφορούσε την δική της οικογένεια.

Είπε: 
"Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής υποφέραμε πολύ. 
Έφθασε ημέρα που στο σπίτι μας δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από νερό! 
Τότε ο πατέρας μου μας πήρε από το 


χέρι και ανεβήκαμε ψηλά στο βουνό, που δέσποζε πάνω από το χωριό που μέναμε, και μαζέψαμε λούπινα. 
Τα χιλιοέβρασε η καημένη η μητέρα μου, αλλά δεν λέγανε να ξεπικρίσουν. 
Με αυτά ξεγελούσαμε την πείνα μας, αλλά τα μάτια μας έκαιγαν από την πίκρα. 
Και να φανταστεί κανείς ότι είχαμε και σοβαρά άρρωστη την μεγαλύτερη αδελφούλα μου. 
Αλλά και τα δύο αδέλφια μου αγόρια που εργάζονταν κι ήταν πάνω στην ανάπτυξή τους τί να φάνε; 
Κάποτε η μητέρα εξοικονόμησε ένα κομματάκι σοκολάτα! 
Κανένας Άγγλος στρατιώτης της την έδωσε; Από καμμιά φιλανθρωπική οργάνωση την πήρε; Δεν γνωρίζω. 
Η καλή μας μητέρα ούτε που την άγγιξε.Την έφερε και κρυφά την έδωσε στην άρρωστη αδελφούλα μου, με την ελπίδα πως θα δυνάμωνε. Μάταια όμως. 
Σε λίγο καιρό πέθανε, την πήρε ο Θεός κοντά Του. 
Ούτε όμως και η άρρωστη την έφαγε. 
Επειδή άκουσε πως την άλλη μέρα η μητέρα κι εγώ θα κατεβαίναμε στην πόλη με το γαϊδουράκι για κάποια αναγκαία εργασία και θα περπατούσαμε τουλάχιστον οκτώ με δέκα ώρες, με φώναξε κρυφά κοντά της και δίνοντάς μου το κομματάκι της σοκολάτας, μου είπε: 
- Πάρε το, να το φας εσύ, αδελφούλα μου, γιατί έχεις να περπατήσεις πολύ αύριο και πρέπει να δυναμώσεις. 
Την πήρα και την φύλαξα για την αυριανή οδοιπορία. 
Όμως η καλή μου μητέρα έβαλε εμένα στο γαϊδουράκι κι εκείνη περπατούσε δίπλα με τα πόδια. 
Την παρακαλούσα ν΄ ανέβει κι εκείνη, αλλά δεν θέλησε. 
Με λυπόταν γιατί ήμουν μικρό. 
Τότε έβγαλα από την τσεπούλα μου την σοκολάτα και της την έδωσα λέγοντας: 
- Πάρε, μαμά, φάε εσύ σοκολάτα να δυναμώσεις που περπατάς τόσες ώρες, αφού εμένα με πάει το γαϊδουράκι! 
Πριν προλάβει να αρνηθεί, την έβαλα στα χέρια της. 
Τότε κοντοστάθηκε και την κοίταξε δακρυσμένη.Είχε ξαναγυρίσει στα χέρια της!" 
Μια ελληνική οικογένεια βασανισμένη από την φτώχεια και την αρρώστια είχε τέτοιο ήθος, τέτοια αγάπη, τέτοια αυταπάρνηση! 
Ας την θαυμάσουμε αλλά και ας την μιμηθούμε! 


πηγή  

Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας

Πρόλογος
Όλοι γνωρίζουμε πως οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας υπήρξαν θεοφώτιστοι, πνευματοκίνητοι. Συχνά όμως το λησμονούμε και προσπαθούμε ν’ αντιμετωπίσουμε προβλήματα θεολογικά και εκκλησιαστικά, δηλαδή προβλήματα ζωής και απώλειας πνευματικής, μόνο με τις δικές μας δυνάμεις. Αυτές οπωσδήποτε οφείλουμε να τις ενεργοποιούμε, αλλά δεν αρκούν για να φθάσουμε σε ορθό και δημιουργικό αποτέλεσμα, στην αλήθεια.
Εδώ ακριβώς οι μεγάλοι Πατέρες έγιναν για τους αιώνες όλους και για μας δάσκαλοι. Μας έδειξαν ότι για να δημιουργήσουμε κάτι αληθινό, για ν’ απαντήσουμε ορθά σ’ ένα ζήτημα της εποχής μας, πρέπει να δεχθούμε και να βιώσουμε ό,τι πριν από μας δημιούργησαν με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος οι θεολόγοι Πατέρες.
Αυτός είναι ο λόγος πού μελετάμε και αναλύουμε τους Πατέρες. Όντας πνευματοκίνητοι, ό,τι για την αλήθεια και την σωτηρία του ανθρώπου είπαν, και μας άφορα και πρέπει ν’ αποτελεί βάση και σημείο εκκινήσεως της δικής μας προσπάθειας.
Ποίοι είναι;
Πατέρες και Διδάσκαλοι είναι όσοι διακρίθηκαν για την αγιότητα, την οσιότητα, τη διαποίμανση και τη διδασκαλία των πιστών. Ενωρίς, η Εκκλησία ξεχώρισε λίγους από τους πολλούς αυτούς Πατέρες και τους ονόμασε Πατέρες και Διδασκάλους. Με τον όρο αυτό ένωσε δύο εξαιρετικής σημασίας λειτουργήματα σ’ ένα πρόσωπο, το όποιο έτσι έλαβε την πρώτη θέση στους κόλπους της. Τα λειτουργήματα αυτά είναι:
α) Του Ποιμένα λειτουργοί, πού αναγεννά και κατευθύνει πνευματικά τους πιστούς, πού τους συνδέει με το Σωτήρα Χριστό δια του Αγίου Πνεύματος, πού κηρύττει το Ευαγγέλιο και τελεί τα Μυστήρια της Εκκλησίας (αν και υπάρχουν περιπτώσεις πού ελλείψει Ιερωσύνης δεν τελούν τα Μυστήρια, όπως ο Διάκονος Εφραίμ ο Σύρος).
β) Του Διδασκάλου – θεολόγου, πού έχει το ειδικό χάρισμα -και αρά το ειδικό προνόμιο και την ευθύνη- να διδάσκει και να ερμηνεύει στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, πού προπαντός έχει το χάρισμα ν’ αντιμετωπίζει αυτός κατεξοχήν τα μεγάλα προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία.
Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, διακρινόμενοι στη συνείδηση της Εκκλησίας από τους αναρίθμητους πατέρες, χαρακτηρίζονται Θεόκριτου, θεόπνευστοι (αυτοί και τα έργα τους), φωστήρες εν κοσμώ, έγκριτοι πατέρες κλπ. Η εξαιρετική τιμή στους Πατέρες και Διδασκάλους δεν σημαίνει και ότι υποτιμούνται οι σπουδαίοι ποιμένες, όπως ο άγιος Σπυρίδων, και οι θεόπτες ασκητές, όπως ο Μέγας Αντώνιος. Αυτοί χαριτώθηκαν σε θαυμαστό βαθμό και είχαν πλούσιο έργο και θείες εμπειρίες, αλλά δεν τους δόθηκε το χάρισμα του λόγου, για να έχουμε θεολογία-διδασκαλία, με την οποία να τραφεί το πλήρωμα της Εκκλησίας και με την οποία να λυθούν μεγάλα προβλήματα πίστεως.
Τους Πατέρες και Διδασκάλους διακρίνουμε ακόμα από τους πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, πού έδρασαν στην Εκκλησία και συνέταξαν πολλά κείμενα, τα όποια όμως, παρά την χρησιμότητα τους, δεν αναδεικνύουν τους συγγραφείς τους σε Πατέρες και Διδασκάλους. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι προϋποθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πού συνοπτικά είναι τα εξής: α) αποδοχή, πλήρης βίωση και αυθεντική έκφραση της παράδοσης και του ήθους της Εκκλησίας, β) κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος για την έκφραση θεολογικά αυξημένης και ευρύτερης εμπειρίας της (αυτής πάντοτε) αλήθειας, πού έχει δηλωθεί στην Παράδοση (Γραφή και προγενέστερη από κάθε Πατέρα κυρωμένη Θεολογία), γ) αποφασιστική συμβολή -με την έκφραση της θείας εμπειρίας- στην υπέρβαση θεολογικής κρίσεως πού συγκλονίζει σε συγκεκριμένη εποχή την Εκκλησία και πού άφορα στην αλήθεια, και άρα στη σωτηρία. Όσοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν έχουνε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τιμώνται και μελετώνται, αλλά δεν προβάλλονται στη ζωή και το φρόνημα της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει με τους λίγους Πατέρες και Διδασκάλους, μολονότι στοιχεία των δεύτερων βρίσκονται στους πρώτους, αλλ΄ όχι πάντοτε. Γενικά οι πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς κινούνται στα πλαίσια πού δημιούργησαν για πρώτη εκάστοτε φορά οι Πατέρες και Διδάσκαλοι ως μεγάλοι θεολόγοι με την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Δυνατό βέβαια να κινούνται και αντιθετικά, δηλαδή να επιχειρούν ανατροπή, φαλκίδευση ή παραμερισμό της θεολογίας των Πατέρων και Διδασκάλων, οπότε έχουμε συγγραφείς κακόδοξους ή συγγραφείς (ανώνυμους) απόκρυφων έργων, τα οποία δεν εξέφραζαν το φρόνημα της Εκκλησίας και τα όποια στον Β’ και Γ’ αιώνα υπήρξαν πάμπολα.
Οι αφορμές πού οι πατέρες έγραψαν τα κείμενα τους, υπήρξαν οι εξής ανάγκες της Εκκλησίας και των μελών της: Το Κήρυγμα, το όποιο ασκώντας θεολογούσαν, ερμήνευσαν τον λόγο του Θεού και τις Γραφές γενικά για οικοδομή των πιστών. Η φανέρωση της αλήθειας και η αντίκρουση της κακοδοξίας. Ένεκα ποικίλων αμφισβητήσεων και κακοδοξιών οι Πατέρες θεολογούσαν για να φανερώνουν την όντως αλήθεια και να καταδείχνουν έτσι το ανέρειστο και το αντιπαραδοσιακό των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών. Η έκφραση θείων εμπειριών, τις όποιες βίωσαν κατεξοχήν όσοι αγωνίζονταν πνευματικά και όσοι χαριτώνονταν εξαιρετικά από το Θεό αυτοί κατέγραφαν τις θείες εμπειρίες τους, και έτσι έχουμε τα ασκητικά-νηπτικά (μυστικά) έργα. Η διατήρηση της μνήμης. Για να περισώσει τη μνήμη προσώπων και γεγονότων, η Εκκλησία μέσω συγγραφέων επωνύμων ή ανωνύμων, κατέγραφε αυτά και τα αφορώντα σ’ αυτά (Συναξαριστικά, ιστορικά, αγιολογικά έργα). Η λατρεία και η δοξολογία του Θεού.
Οι Πατέρες θεολογούν με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος
Το έργο κυρίως των Πατέρων και Διδασκάλων στις καίριες και πρωτότυπες στιγμές τους, συντελέστηκε με ιδιαίτερο φωτισμό του αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό η Εκκλησία στις καίριες στιγμές της πατερικής θεολογίας, την οποία γενικά χαρακτηρίζει ιερή Παράδοση, αποδίδει κύρος και σημασία ίση με εκείνη πού αποδίδει στην Αγία Γραφή, προπαντός όταν έχει κυρώσει την Θεολογία αυτή με Σύνοδό της, και μάλιστα Οικουμενική.
Η θεία αλήθεια, ο Τριαδικός δηλαδή Θεός και το έργο του για την σωτηρία του ανθρώπου, φανερώθηκε προοδευτικά: Νόμος, Προφητεία, Ευαγγέλιο, Πεντηκοστή και εξής. Την πρόοδο αυτή ο Γρηγόριος θεολόγος χαρακτηρίζει “μεταθέσεις βίων” και “σεισμούς”. Το τελευταίο στάδιο αρχίζει με την Πεντηκοστή, πού συνεχίζεται στον χώρο της Εκκλησίας (Χρυσόστομος, ΡΟ 50, 454 εξ.). Θεωρείται μάλιστα το στάδιο τούτο, η οδηγητική δηλ. και φωτιστική δράση του άγ. Πνεύματος στην Εκκλησία, σαν “ελπίδος συμπλήρωσις” (Γρηγόριος Θεολόγος, ΡG 36, 456ΑΒ), διότι “θαυματουργεί και την τελείαν εισάγει γνώσιν” (Χρυσόστομος, ΡG 59, 424). Ό Κύριλλος “Αλεξανδρείας μάλιστα εκφράζεται σαφέστερα επάνω στο θέμα και γράφει ότι “ου κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν ο Μονογενής” (ΡG 74, 576), επεξηγώντας φυσικά στην συνέχεια ότι το φωτιστικό έργο του Πνεύματος είναι και του Κυρίου. Η βεβαιότητα των Πατέρων για τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της θεολογίας τους, ως οφειλόμενης στο άγ. Πνεύμα, στηρίζεται στους λόγους του Κυρίου, πού είναι και οι “αποχαιρετιστήριοι” προς τους μαθητές του:
“Ταύτα λελάληκα υμίν παρ’ υμίν μένων ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν” (Ίωάν. ίο ‘ 25-26).
“Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, άλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι, όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν” (Ίωάν. ιστ’ 12-13).
Η τομή πού οι λόγοι αυτοί κάνουν στο πρόβλημα της φανερώσεως της αλήθειας, είναι βαθιά και αποτελεί σταθερό θεμέλιο προς αξιολόγηση της πατερικής προσφοράς σχετικά με την αλήθεια. Σύμφωνα με τους λόγους αυτούς και την ορθή πατερική κατανόηση τους, ο Χριστός είχε και άλλους λόγους να ειπεί και άλλες διδασκαλίες να δώσει στους μαθητές, πού δεν είπε και δεν έδωσε. Ο Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, θα οδηγούσε σ’ ολόκληρη την αλήθεια, θα δίδασκε τα πάντα (όσα είναι αναγκαία).
Το έργο του Παρακλήτου δεν προϋποθέτει ατέλεια στην αποκάλυψη του Κυρίου. Ο Ίδιος άλλωστε είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και είναι η αυτοφανέρωση της αλήθειας. Άρα η αποκάλυψη της αλήθειας στο πρόσωπο του Χριστού είναι και γνήσια και τέλεια. Μπορούμε όμως να πούμε ότι ο Χριστός, πού είναι η αλήθεια, εξαντλήθηκε; Εξαντλείται η άπειρη αλήθεια; Ασφαλώς όχι. Έτσι, αυτοαποκάλύπτεται ο Θεός εν Χριστώ για τη σωτηρία μας, διδάσκει για το πρόσωπο Του ό,τι εξασφαλίζει την σωτηρία στον άνθρωπο, επιτελείται η επίγεια οικονομία του Χριστού. Όμως, οι συζητήσεις για Τριαδολογία ή Χριστολογία απέδειξαν ότι, ενώ οι πιστοί έχουν την σώζουσα αλήθεια Χριστός, χρειάζονταν βαθύτερη κατανόηση αυτής, ώστε να απαντήσουν στην κακοδοξία λ.χ. του Αρείου, όπως με το φωτισμό του Πνεύματος έπραξε ο Μ. Αθανάσιος κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Αποτελεί ανυπέρβλητο μυστήριο το ότι, ενώ μετέχουμε στον Χριστό, δε γνωρίζομε σε άπειρο βαθμό την άπειρη αλήθεια Χριστός. Μετά από αυτά προσεγγίζουμε καθαρότερα το πνεύμα της υποσχέσεως του Κυρίου σχετικά με την αποστολή του Παρακλήτου να οδηγήσει σ’ ολόκληρη την αλήθεια και να διδάξει τα πάντα. Έτσι εξηγείται και η προοδευτική προβληματική στους κόλπους της Εκκλησίας σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού, μολονότι και ο ίδιος ο Χριστός μίλησε περί Εαυτού και οι Απόστολοι έγραψαν εξηγώντας το έργο Του. Πρώτα δημιουργείται το θέμα της τριαδολογίας. Έπειτα συζητείται το είδος της σχέσεως των θείων προσώπων, τότε το αγ. Πνεύμα οδήγησε στην αλήθεια ότι ο Χριστός πού είναι Υιός του Πατρός, είναι ομοούσιος, έχει την αυτή φύση και είναι ισοδύναμος προς τον Πατέρα. Αργότερα θα τεθεί το πρόβλημα της σχέσεως των δύο φύσεων του Χριστού.Και αφού λυθεί και τούτο, θα συζητηθεί η σχέση των ενεργειών των δύο φύσεων του Χριστού.
Την προοδευτικά αυτή μεγαλύτερη κατανόηση της αληθείας πραγματοποιεί το άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ορισμένα μέλη της Εκκλησίας, τα όποια έτσι γίνονται Πατέρες και Διδάσκαλοι.
Μετά απ’ όσα εκθέσαμε, προβάλλει το ερώτημα: τι είναι η θεολογική προσφορά των Πατέρων, ή μάλλον τί είναι η αλήθεια πού εκφράζουν σαν μεγαλύτερη κατανόηση της αλήθειας πού ήδη έχει δηλωθεί στην Γραφή και στην Παράδοση; Κατ’ αρχήν, αφού πρόκειται για περαιτέρω κατανόηση, δεν έχουμε νέα αλήθεια. Αυτό αποκλείεται. Ο άγιος Ειρηναίος, πού μιλάει για το τί μπορεί να προσφέρει επιπλέον (“πλείον”, “πλέον”) ο καλός θεολόγος, σημειώνει εμφαντικά ότι δεν φέρνει νέο Χριστό ή άλλο δημιουργό Θεό, αλλά κατά κάποιο τρόπο εισέρχεται βαθύτερα στις αλήθειες αυτές κι επεξεργάζεται θέματα της Θείας Οικονομίας, δίνοντας απαντήσεις στα προβλήματα πού γεννιούνται σε όσους ζουν τις παραπάνω αλήθειες. Αφού, επομένως, δεν έχουμε νέα αλήθεια, πρόκειται περί διασαφήσεως ή ερμηνείας της υπάρχουσας.
Στον Β’ Θεολογικό του Λόγο, που αποτελεί θαυμάσια εισαγωγή στο λειτούργημα της θεολογίας, ο αγ. Ερηγόριος ο Θεολόγος προσγράφει στο άγιο Πνεύμα τον ρόλο του “εμπνείν” και στον “Λόγο εις την Πεντηκοστήν” παρακαλεί: “παρέστω μοι το Πνεύμα και διδότω λόγον” (ΡG 36, 436 και 172 ΑΒ. Πρβλ. ΡG 35, 1121C – 1124D) σχετικά με το ότι είναι το ίδιο το άγιο Πνεύμα. Πίστευε δηλ. ότι δεν μπορούσε να θεολογήσει χωρίς να έχει στο ιερό τούτο έργο επίκουρο κατά τρόπο συγκεκριμένο το αγ. Πνεύμα. Εκείνος πού θεολογεί με τις προϋποθέσεις αυτές, δεν πρόκειται βέβαια να λάβει εμπειρία της αληθείας στην απειρία της, δε θα γνωρίσει “το πάν”, την αλήθεια σ’ ολόκληρο το βάθος και το εύρος της, αλλά θα επιτύχει απλώς “πλέον”, περισσότερο, εκείνου πού πέτυχε “άλλος” στην Παράδοση της “Εκκλησίας (Λόγος Λ, ΡG 36, 125ΒC). Ο θεολόγος δε αυτός, πού πετυχαίνει στο χώρο της αληθείας “το πλέον”, καλείται από τον Γρηγόριο “άριστος” και είναι απόλυτα το ιερό πρόσωπο, το όποιο και ή όλη Εκκλησία ονομάζει Πατέρα και Διδάσκαλο.
Άρα η συμβολή του Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας είναι προσθήκη εμπειρίας (και άρα γνώσεως) της αληθείας. Η Εκκλησία δηλαδή, προκύπτοντας μέσω του Διδασκάλου της στην χαρισματική γνώση της αληθείας, έχει και ζει κάποτε-κάποτε το φαινόμενο της αυξήσεως όχι της αλήθειας, αλλά της εμπειρίας της αληθείας. Η ίδια η αλήθεια ούτε αυξάνει ούτε μικραίνει, διότι είναι ταυτόσημη με την θεία πραγματικότητα. Εκείνο πού μόνο μπορεί να συμβεί, είναι να ικανωθεί ο άνθρωπος για ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας. Με τον τρόπο αυτό έχουμε, ανάλογα με τα εμφανιζόμενα προβλήματα κατά καιρούς, “συμπλήρωση” της εμπειρίας μας από την αλήθεια. Στήν συνήθη όμως θεολογική ορολογία, αλήθεια ονομάζουμε και την θεία πραγματικότητα καθεαυτήν και την εμπειρία της ή την γνώση της. Τούτο προκαλεί σύγχυση και παρεξηγήσεις. Εμείς θέλουμε να κάνουμε σαφές ότι στους Πατέρες, πού πραγματικά αυξάνουν την διδασκαλία – Παράδοση της Εκκλησίας, έχουμε μόνο προσθήκη εμπειρίας και γνώσεως της αληθείας, σύμφωνα με όσα σχετικά εξήγησε ο Μ. Βασίλειος, αντιμετωπίζοντας την ίδια παρεξήγηση:
Στην Εκκλησία δεν πρέπει να προσθέτουμε αλήθειες, άλλ’ ούτε και δόγματα “εκτός του εκ προκοπής τίνα αύξησιν επιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντας κατά την προσθήκην της γνώσεως” (Μ. Βασιλείου, Επιστολή 223,5 Προς Ευστάθιον ΡG 32, 829Β).
Η προκοπή και η αύξηση, για τις όποιες μιλάει εδώ ο Μέγας Βασίλειος, είναι αποτέλεσμα εισόδου στο “απόθετον κάλλος” του γράμματος της Γραφής εξηγεί ο Γρηγόριος θεολόγος, (ΡG 36, 156CD) ή στο “κεκρυμένον” πλούτο της Γραφής (Χρυσόστομος, ΡG 54, 535). Οτιδήποτε όμως αυθεντικό για την θεία αλήθεια είπαν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, οφείλεται στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό αποτελεί πίστη μας και φρόνημα μας και ήθος μας.
Οι Πατέρες και το θύραθεν πνευματικό περιβάλλον
Η σχέση των Πατέρων με το πνευματικό περιβάλλον της εποχής τους υπήρξε φυσική και διακριτική. Φυσική, διότι ανέπτυξαν τον τρόπο σκέψεως, τις δομές και τις αντιλήψεις της εποχής και χρησιμοποίησαν όλα τα στοιχεία αυτά ως μέσο περιγραφής κατανοήσεως της αποκαλουμμένης αλήθειας, ως μέσα και αφορμές εκφράσεως της θεολογίας τους. Διακριτική, διότι είχαν (ιδίως οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι) συνείδηση της ιδιαιτερότητας τους και της ουσιαστικής ετερότητας της θύραθεν γενικά σκέψης (φιλοσοφίας, ηθικής κλπ) και της αλήθειας της Εκκλησίας. Έτσι, μιλούσανε την γλώσσα της εποχής τους, για να κατανούνται, αλλά δεν συνέχεαν ελληνική φιλοσοφία και θεολογία, δεν νόθευαν την αλήθεια του Θεού. Η διακριτικότητα των Πατέρων έναντι του πνευματικού τους περιβάλλοντος, πού ήταν κυρίως η ελληνική κλασσική φιλοσοφία και παιδεία γενικά, ο ρωμαϊκός κόσμος, ο Ιουδαϊσμός, ο Γνωστικισμός, ο Νεοπλατωνισμός, οι πολιτικές αντιλήψεις του Βυζαντίου, ο μεσανατολικός θρησκευτικός κόσμος και οι παντός είδους κοσμολογικές αντιλήψεις, οδήγησε τους Πατέρες σ’ έναν εκλεκτικισμό. Άνετα δηλαδή χρησιμοποιούσαν στοιχεία απ’ όλα τα παραπάνω πνευματικά δημιουργήματα, χωρίς προκαταλήψεις και αποκλειστικότητες. Απέκλειαν μόνο το εσώτατο στοιχείο τους, είτε ήτανε φιλοσοφικό είτε κοσμολογικό ή ήθικιστικό.
Οι Πατέρες και οι ιδιαιτερότητες τους
Οι Πατέρες διακρίνονται μεταξύ τους για πολλούς λόγους. Και πριν απ’ όλα, διακρίνονται ως τον Η’ αι. σε Έλληνες (καταγωγής φυλετικής και παιδείας), Λατίνους (Γάλλους, Ιταλούς, Ισπανούς Ιλλυρούς, Βορειοαφρικανούς κλπ.), Σύρους και Αρμενίους. Φυσικά, οι σπουδαιότεροι και περισσότεροι για τους πρώτους αιώνες (ως τον ΣΤ’) είναι Έλληνες. Γενικά οι Πατέρες διακρίνονται με βάση την διαφορετική εποχή πού έζησαν και έδρασαν, την τοπική εκκλησιαστική τους παράδοση (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ρώμη κλπ.), την προβληματική την οποία αντιμετώπισαν, το φιλολογικό είδος, πού γράφοντας χρησιμοποιούσαν, την ιδιοσυγκρασία και τον προσωπικό τους χαρακτήρα, τον διαφορετικό βαθμό παιδείας και φωτισμού του αγίου Πνεύματος, και την ιδιότητα τους (λειτούργημα) στους κόλπους της Εκκλησίας (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, Μοναχοί, λαϊκοί).
Οι Πατέρες στην Εκκλησία και την Σύνοδο
Οι Πατέρες λειτουργούν στην Εκκλησία ως ενσαρκωτές και εκφραστές της ζωής και του φρονήματος της, αλλά και ως πρότυπα και ήρωες, οι όποιοι θυσιάζονται γι’ αυτήν και με το έργο τους οικοδομούν τα μέλη της και λύνουν τα θεολογικά της προβλήματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σχέση των Πατέρων με τις Συνόδους, μάλιστα τις Οικουμενικές, όπου διατυπώνεται οριστικά και κυρώνεται η διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι περισσότερες Οικουμενικές Σύνοδοι εργάστηκαν χωρίς την παρουσία, ως μελών, Μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι κινήθηκε η θεόλογική διεργασία των Οικουμενικών Συνόδων ερήμην της θεολογικής προσφοράς Πατέρων, όχι απλώς εκκλησιαστικών συγγραφέων αλλά Πατέρων και Διδασκάλων. Η θεολογία δηλ. πού κυρώθηκε σε μία Οικουμενική Σύνοδο είναι έργο κάποιου λίγο προγενέστερου ή συγχρόνου της Πατέρα και Διδασκάλου, τον όποιο ακολούθησαν πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και υιοθέτησαν οι Επίσκοποι-μέλη της Συνόδου.
Οι Πατέρες στην ιστορία του πνεύματος
Η θέση των Πατέρων στην καθόλον ιστορία του πνεύματος και την παγκόσμια γραμματεία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί και εκτιμηθεί όσο πρέπει. Εδώ υπογραμμίζουμε μόνο τα εξής: α) εκπροσωπούν και εκφράζουν για τον κόσμο γενικά την νέα πνευματική πραγματικότητα, η οποία εμφανίστηκε με την ενανθρώπηση του θείου Λόγου, μεταστοιχείωσε σε ικανό βαθμό την ανθρωπότητα και προσέφερε στον κόσμο νέο πνευματικό μέτρο, β) Στην ιστορία της παγκόσμιας φιλολογίας κατέχουν εξαιρετικά περίοπτη θέση και κρίνονται ως οι μεγαλύτεροι συγγραφείς της εποχής τους. γ) Οι Έλληνες ειδικά Πατέρες είναι οι μεγάλοι συντελεστές της διασώσεως του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού και σ’ ένα βαθμό συνεχιστές του μεγάλου αυτού πνευματικού θησαυρού, δ) Οι Έλληνες Πατέρες είναι οι πνευματικοί στυλοβάτες του υπερχιλιετούς βίου του Βυζαντίου, όπως οι Λατίνοι έγιναν οι τροφοδότες όλου του δυτικού κόσμου ως την Αναγέννηση.
Σπουδή και κατανόηση των Πατέρων
Για την σπουδή του προσώπου και του έργου των Πατέρων, ο ερευνητής χρησιμοποιεί κάθε είδους σύγχρονη επιστημονική μέθοδο, από την φιλολογική κριτική μέχρι την παλαιογραφία, και από την ιστορία μέχρι την αναλυτική φιλοσοφία και τον αποδομισμό (Destructuralismus). Τούτο δεν αρκεί όμως. Η ορθή κατανόηση κι ερμηνεία, ιδιαίτερα του Πατέρα και Διδασκάλου, απαιτεί την είσοδο στο πνευματικό του κλίμα. Η είσοδος επιτυγχάνεται με την μεταστοιχείωση του μελετητή, με την έστω μερική μετοχή στις εμπειρίες πού εκφράζει ο Πατέρας, αλλιώς η γνώση θα μείνει εξωτερική, σχολαστική, χωρίς αυθεντική προσέγγιση του πνεύματος του Πατέρα και με συνεχείς παρανοήσεις.
Χρονικά όρια των Πατέρων
Με ιστορικοφιλολογικά και μάλιστα σχολαστικά κριτήρια, οι Δυτικοί αλλά και οι Ορθόδοξοι Πατρολόγοι ερευνητές περιόρισαν την περίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας για τη Δύση στο 604 (Γρηγόριος ο Μέγας) ή στο 636 (Ισίδωρος Σεβίλλης) και για την Ανατολή στο 749 (Ιωάννης Δαμασκηνός). Η θεώρηση αυτή μαρτυρεί άγνοια των παραγόντων και αναδεικνύουν κάποιο μέλος της Εκκλησίας σε Πατέρα και Διδάσκαλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι η παραδοσιακότητα, ο κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος και η με αυτά αντιμετώπιση-λύση μεγάλης θεολογικής κρίσεως στην Εκκλησία. Όσο λοιπόν η Εκκλησία θ’ αντιμετωπίζει βαθιές θεολογικές κρίσεις, πού θ’ αφορούν την αλήθεια και αρά τη σωτηρία των πιστών, το άγιο Πνεύμα θα φωτίζει, με διαφορετικές εκάστοτε συνθήκες, κάποιο ή κάποια μέλη της Εκκλησίας, για να εξηγούν, να διασαφηνίζουν, την παρεξηγημένη από κάποιους όψη της αλήθειας. Επομένως δεν μπορούμε να θέσουμε όριο στην εμφάνιση και δράση των Πατέρων, οι όποιοι πράγματι εμφανίστηκαν και μετά τις παραπάνω χρονικές περιόδους, όπως π.χ. στο πρόσωπο του Συμεών του Νέου Θεολόγου (ΙΑ’ αϊ.) ή του Γρηγορίου Παλαμά (ΙΔ’ αι.).
Η σύγχρονη έρευνα, η σχετική με τα πρόσωπα και τα κείμενα των Πατέρων γενικά της Εκκλησίας, είναι τεράστια, ένεκα της σημασίας και του ρόλου πού οι συγγραφείς αυτοί διαδραμάτισαν στην πορεία του δυτικού γενικά πολιτισμού και μάλιστα ένεκα του γεγονότος ότι τα ενδιαφέροντα τους καλύπτουν όλους τους τομείς της ζωής και του προβληματισμού του πνευματικού ανθρώπου. Όχι μόνο έδρες για τους Πατέρες υπάρχουν στις απανταχού θεολογικές Σχολές, αλλά και ειδικά επιστημονικά-ερευνητικά κέντρα λειτουργούν για την μελέτη των Πατέρων.
Οι Πατέρες και εμείς
Ο πρώτιστος λόγος πού κάνει αναγκαία την προσέγγιση και σπουδή των Πατέρων δεν είναι βέβαια να μάθουμε τί ήσαν και τί δίδασκαν, αλλά να γευθούμε το πνευματικό τους κλίμα.
Να ψαύσουμε τα ίχνη του Αγίου Πνεύματος στα ιερά τους πρόσωπα.
Να θέσουμε του το δάκτυλο εις την αγωνία τους για την αλήθεια.
Να ακούσουμε τους κτύπους της καρδιάς τους, όταν εισέρχονται περαιτέρω(«πλέον και πλείον») στην αλήθεια.
Να ζήσουμε κάτι από τις θείες εμπειρίες, τις θεωρίες του, τη χαρμολύπες, τις απογοητεύσεις, τις εξάρσεις, τις αρπαγές από την εγκοσμιότητα, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς.
Να παρακολουθήσουμε την απόλυτη πιστότητά τους την παράδοση.
Να μάθουμε πόση βαθειά εμπιστοσύνη είχαν στο Άγιο Πνεύμα.
Να εκπλαγούμε από το θάρρος τους για δημιουργία νέων όρων στη θεολογία.
Να διδαχθούμε την απαραίτητη και τολμηρή τακτική της αυξήσεως και διευρύνσεως της διδασκαλίας, της θεολογίας, της Παραδόσεώς μας.
Να γνωρίσουμε τη γενναιοψυχία τους.
Να γνωρίσουμε την ευγένειά τους και την αισθαντικότητά τους.
Και κάτι πολύ σπουδαίο:
Να μάθουμε πως μεθόδευαν την πρόσληψη και μεταστοιχείωση του κόσμου, της γλώσσας του δηλαδή και της σκέψεώς του. Ψαύοντας την προσωπική (αλλά στους κόλπους της Εκκλησίας) πορεία των αγίων Πατέρων, λαμβάνουμε πείρα της κατ΄ εξοχήν παρουσίας και δράσεως του άγ. Πνεύματος στον κόσμο.
___________________________________
ΕΚΔΟΣΕΙΣ (σε σειρά) ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
-Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων (της Αποστολικής Διακονίας), Αθήνα 1955 εξ.
-Άπαντα των Αγίων Πατέρων (κείμενο – μετάφραση), Αθήνα 1971 εξ.
-Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (και μετάφραση), Θεσσαλονίκη 1972 εξ.
-Ελληνική Πατρολογία (.1. Ρ. ΜΙΟΝΕ), έκδ. Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων Αθήναι 1987 εξ.
-SOURCES CHRETIENNES, Παρίσι 1941 εξ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...