Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας

Πρόλογος
Όλοι γνωρίζουμε πως οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας υπήρξαν θεοφώτιστοι, πνευματοκίνητοι. Συχνά όμως το λησμονούμε και προσπαθούμε ν’ αντιμετωπίσουμε προβλήματα θεολογικά και εκκλησιαστικά, δηλαδή προβλήματα ζωής και απώλειας πνευματικής, μόνο με τις δικές μας δυνάμεις. Αυτές οπωσδήποτε οφείλουμε να τις ενεργοποιούμε, αλλά δεν αρκούν για να φθάσουμε σε ορθό και δημιουργικό αποτέλεσμα, στην αλήθεια.
Εδώ ακριβώς οι μεγάλοι Πατέρες έγιναν για τους αιώνες όλους και για μας δάσκαλοι. Μας έδειξαν ότι για να δημιουργήσουμε κάτι αληθινό, για ν’ απαντήσουμε ορθά σ’ ένα ζήτημα της εποχής μας, πρέπει να δεχθούμε και να βιώσουμε ό,τι πριν από μας δημιούργησαν με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος οι θεολόγοι Πατέρες.
Αυτός είναι ο λόγος πού μελετάμε και αναλύουμε τους Πατέρες. Όντας πνευματοκίνητοι, ό,τι για την αλήθεια και την σωτηρία του ανθρώπου είπαν, και μας άφορα και πρέπει ν’ αποτελεί βάση και σημείο εκκινήσεως της δικής μας προσπάθειας.
Ποίοι είναι;
Πατέρες και Διδάσκαλοι είναι όσοι διακρίθηκαν για την αγιότητα, την οσιότητα, τη διαποίμανση και τη διδασκαλία των πιστών. Ενωρίς, η Εκκλησία ξεχώρισε λίγους από τους πολλούς αυτούς Πατέρες και τους ονόμασε Πατέρες και Διδασκάλους. Με τον όρο αυτό ένωσε δύο εξαιρετικής σημασίας λειτουργήματα σ’ ένα πρόσωπο, το όποιο έτσι έλαβε την πρώτη θέση στους κόλπους της. Τα λειτουργήματα αυτά είναι:
α) Του Ποιμένα λειτουργοί, πού αναγεννά και κατευθύνει πνευματικά τους πιστούς, πού τους συνδέει με το Σωτήρα Χριστό δια του Αγίου Πνεύματος, πού κηρύττει το Ευαγγέλιο και τελεί τα Μυστήρια της Εκκλησίας (αν και υπάρχουν περιπτώσεις πού ελλείψει Ιερωσύνης δεν τελούν τα Μυστήρια, όπως ο Διάκονος Εφραίμ ο Σύρος).
β) Του Διδασκάλου – θεολόγου, πού έχει το ειδικό χάρισμα -και αρά το ειδικό προνόμιο και την ευθύνη- να διδάσκει και να ερμηνεύει στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, πού προπαντός έχει το χάρισμα ν’ αντιμετωπίζει αυτός κατεξοχήν τα μεγάλα προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία.
Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, διακρινόμενοι στη συνείδηση της Εκκλησίας από τους αναρίθμητους πατέρες, χαρακτηρίζονται Θεόκριτου, θεόπνευστοι (αυτοί και τα έργα τους), φωστήρες εν κοσμώ, έγκριτοι πατέρες κλπ. Η εξαιρετική τιμή στους Πατέρες και Διδασκάλους δεν σημαίνει και ότι υποτιμούνται οι σπουδαίοι ποιμένες, όπως ο άγιος Σπυρίδων, και οι θεόπτες ασκητές, όπως ο Μέγας Αντώνιος. Αυτοί χαριτώθηκαν σε θαυμαστό βαθμό και είχαν πλούσιο έργο και θείες εμπειρίες, αλλά δεν τους δόθηκε το χάρισμα του λόγου, για να έχουμε θεολογία-διδασκαλία, με την οποία να τραφεί το πλήρωμα της Εκκλησίας και με την οποία να λυθούν μεγάλα προβλήματα πίστεως.
Τους Πατέρες και Διδασκάλους διακρίνουμε ακόμα από τους πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, πού έδρασαν στην Εκκλησία και συνέταξαν πολλά κείμενα, τα όποια όμως, παρά την χρησιμότητα τους, δεν αναδεικνύουν τους συγγραφείς τους σε Πατέρες και Διδασκάλους. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι προϋποθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πού συνοπτικά είναι τα εξής: α) αποδοχή, πλήρης βίωση και αυθεντική έκφραση της παράδοσης και του ήθους της Εκκλησίας, β) κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος για την έκφραση θεολογικά αυξημένης και ευρύτερης εμπειρίας της (αυτής πάντοτε) αλήθειας, πού έχει δηλωθεί στην Παράδοση (Γραφή και προγενέστερη από κάθε Πατέρα κυρωμένη Θεολογία), γ) αποφασιστική συμβολή -με την έκφραση της θείας εμπειρίας- στην υπέρβαση θεολογικής κρίσεως πού συγκλονίζει σε συγκεκριμένη εποχή την Εκκλησία και πού άφορα στην αλήθεια, και άρα στη σωτηρία. Όσοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν έχουνε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τιμώνται και μελετώνται, αλλά δεν προβάλλονται στη ζωή και το φρόνημα της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει με τους λίγους Πατέρες και Διδασκάλους, μολονότι στοιχεία των δεύτερων βρίσκονται στους πρώτους, αλλ΄ όχι πάντοτε. Γενικά οι πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς κινούνται στα πλαίσια πού δημιούργησαν για πρώτη εκάστοτε φορά οι Πατέρες και Διδάσκαλοι ως μεγάλοι θεολόγοι με την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Δυνατό βέβαια να κινούνται και αντιθετικά, δηλαδή να επιχειρούν ανατροπή, φαλκίδευση ή παραμερισμό της θεολογίας των Πατέρων και Διδασκάλων, οπότε έχουμε συγγραφείς κακόδοξους ή συγγραφείς (ανώνυμους) απόκρυφων έργων, τα οποία δεν εξέφραζαν το φρόνημα της Εκκλησίας και τα όποια στον Β’ και Γ’ αιώνα υπήρξαν πάμπολα.
Οι αφορμές πού οι πατέρες έγραψαν τα κείμενα τους, υπήρξαν οι εξής ανάγκες της Εκκλησίας και των μελών της: Το Κήρυγμα, το όποιο ασκώντας θεολογούσαν, ερμήνευσαν τον λόγο του Θεού και τις Γραφές γενικά για οικοδομή των πιστών. Η φανέρωση της αλήθειας και η αντίκρουση της κακοδοξίας. Ένεκα ποικίλων αμφισβητήσεων και κακοδοξιών οι Πατέρες θεολογούσαν για να φανερώνουν την όντως αλήθεια και να καταδείχνουν έτσι το ανέρειστο και το αντιπαραδοσιακό των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών. Η έκφραση θείων εμπειριών, τις όποιες βίωσαν κατεξοχήν όσοι αγωνίζονταν πνευματικά και όσοι χαριτώνονταν εξαιρετικά από το Θεό αυτοί κατέγραφαν τις θείες εμπειρίες τους, και έτσι έχουμε τα ασκητικά-νηπτικά (μυστικά) έργα. Η διατήρηση της μνήμης. Για να περισώσει τη μνήμη προσώπων και γεγονότων, η Εκκλησία μέσω συγγραφέων επωνύμων ή ανωνύμων, κατέγραφε αυτά και τα αφορώντα σ’ αυτά (Συναξαριστικά, ιστορικά, αγιολογικά έργα). Η λατρεία και η δοξολογία του Θεού.
Οι Πατέρες θεολογούν με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος
Το έργο κυρίως των Πατέρων και Διδασκάλων στις καίριες και πρωτότυπες στιγμές τους, συντελέστηκε με ιδιαίτερο φωτισμό του αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό η Εκκλησία στις καίριες στιγμές της πατερικής θεολογίας, την οποία γενικά χαρακτηρίζει ιερή Παράδοση, αποδίδει κύρος και σημασία ίση με εκείνη πού αποδίδει στην Αγία Γραφή, προπαντός όταν έχει κυρώσει την Θεολογία αυτή με Σύνοδό της, και μάλιστα Οικουμενική.
Η θεία αλήθεια, ο Τριαδικός δηλαδή Θεός και το έργο του για την σωτηρία του ανθρώπου, φανερώθηκε προοδευτικά: Νόμος, Προφητεία, Ευαγγέλιο, Πεντηκοστή και εξής. Την πρόοδο αυτή ο Γρηγόριος θεολόγος χαρακτηρίζει “μεταθέσεις βίων” και “σεισμούς”. Το τελευταίο στάδιο αρχίζει με την Πεντηκοστή, πού συνεχίζεται στον χώρο της Εκκλησίας (Χρυσόστομος, ΡΟ 50, 454 εξ.). Θεωρείται μάλιστα το στάδιο τούτο, η οδηγητική δηλ. και φωτιστική δράση του άγ. Πνεύματος στην Εκκλησία, σαν “ελπίδος συμπλήρωσις” (Γρηγόριος Θεολόγος, ΡG 36, 456ΑΒ), διότι “θαυματουργεί και την τελείαν εισάγει γνώσιν” (Χρυσόστομος, ΡG 59, 424). Ό Κύριλλος “Αλεξανδρείας μάλιστα εκφράζεται σαφέστερα επάνω στο θέμα και γράφει ότι “ου κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν ο Μονογενής” (ΡG 74, 576), επεξηγώντας φυσικά στην συνέχεια ότι το φωτιστικό έργο του Πνεύματος είναι και του Κυρίου. Η βεβαιότητα των Πατέρων για τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της θεολογίας τους, ως οφειλόμενης στο άγ. Πνεύμα, στηρίζεται στους λόγους του Κυρίου, πού είναι και οι “αποχαιρετιστήριοι” προς τους μαθητές του:
“Ταύτα λελάληκα υμίν παρ’ υμίν μένων ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν” (Ίωάν. ίο ‘ 25-26).
“Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, άλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι, όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν” (Ίωάν. ιστ’ 12-13).
Η τομή πού οι λόγοι αυτοί κάνουν στο πρόβλημα της φανερώσεως της αλήθειας, είναι βαθιά και αποτελεί σταθερό θεμέλιο προς αξιολόγηση της πατερικής προσφοράς σχετικά με την αλήθεια. Σύμφωνα με τους λόγους αυτούς και την ορθή πατερική κατανόηση τους, ο Χριστός είχε και άλλους λόγους να ειπεί και άλλες διδασκαλίες να δώσει στους μαθητές, πού δεν είπε και δεν έδωσε. Ο Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, θα οδηγούσε σ’ ολόκληρη την αλήθεια, θα δίδασκε τα πάντα (όσα είναι αναγκαία).
Το έργο του Παρακλήτου δεν προϋποθέτει ατέλεια στην αποκάλυψη του Κυρίου. Ο Ίδιος άλλωστε είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και είναι η αυτοφανέρωση της αλήθειας. Άρα η αποκάλυψη της αλήθειας στο πρόσωπο του Χριστού είναι και γνήσια και τέλεια. Μπορούμε όμως να πούμε ότι ο Χριστός, πού είναι η αλήθεια, εξαντλήθηκε; Εξαντλείται η άπειρη αλήθεια; Ασφαλώς όχι. Έτσι, αυτοαποκάλύπτεται ο Θεός εν Χριστώ για τη σωτηρία μας, διδάσκει για το πρόσωπο Του ό,τι εξασφαλίζει την σωτηρία στον άνθρωπο, επιτελείται η επίγεια οικονομία του Χριστού. Όμως, οι συζητήσεις για Τριαδολογία ή Χριστολογία απέδειξαν ότι, ενώ οι πιστοί έχουν την σώζουσα αλήθεια Χριστός, χρειάζονταν βαθύτερη κατανόηση αυτής, ώστε να απαντήσουν στην κακοδοξία λ.χ. του Αρείου, όπως με το φωτισμό του Πνεύματος έπραξε ο Μ. Αθανάσιος κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Αποτελεί ανυπέρβλητο μυστήριο το ότι, ενώ μετέχουμε στον Χριστό, δε γνωρίζομε σε άπειρο βαθμό την άπειρη αλήθεια Χριστός. Μετά από αυτά προσεγγίζουμε καθαρότερα το πνεύμα της υποσχέσεως του Κυρίου σχετικά με την αποστολή του Παρακλήτου να οδηγήσει σ’ ολόκληρη την αλήθεια και να διδάξει τα πάντα. Έτσι εξηγείται και η προοδευτική προβληματική στους κόλπους της Εκκλησίας σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού, μολονότι και ο ίδιος ο Χριστός μίλησε περί Εαυτού και οι Απόστολοι έγραψαν εξηγώντας το έργο Του. Πρώτα δημιουργείται το θέμα της τριαδολογίας. Έπειτα συζητείται το είδος της σχέσεως των θείων προσώπων, τότε το αγ. Πνεύμα οδήγησε στην αλήθεια ότι ο Χριστός πού είναι Υιός του Πατρός, είναι ομοούσιος, έχει την αυτή φύση και είναι ισοδύναμος προς τον Πατέρα. Αργότερα θα τεθεί το πρόβλημα της σχέσεως των δύο φύσεων του Χριστού.Και αφού λυθεί και τούτο, θα συζητηθεί η σχέση των ενεργειών των δύο φύσεων του Χριστού.
Την προοδευτικά αυτή μεγαλύτερη κατανόηση της αληθείας πραγματοποιεί το άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ορισμένα μέλη της Εκκλησίας, τα όποια έτσι γίνονται Πατέρες και Διδάσκαλοι.
Μετά απ’ όσα εκθέσαμε, προβάλλει το ερώτημα: τι είναι η θεολογική προσφορά των Πατέρων, ή μάλλον τί είναι η αλήθεια πού εκφράζουν σαν μεγαλύτερη κατανόηση της αλήθειας πού ήδη έχει δηλωθεί στην Γραφή και στην Παράδοση; Κατ’ αρχήν, αφού πρόκειται για περαιτέρω κατανόηση, δεν έχουμε νέα αλήθεια. Αυτό αποκλείεται. Ο άγιος Ειρηναίος, πού μιλάει για το τί μπορεί να προσφέρει επιπλέον (“πλείον”, “πλέον”) ο καλός θεολόγος, σημειώνει εμφαντικά ότι δεν φέρνει νέο Χριστό ή άλλο δημιουργό Θεό, αλλά κατά κάποιο τρόπο εισέρχεται βαθύτερα στις αλήθειες αυτές κι επεξεργάζεται θέματα της Θείας Οικονομίας, δίνοντας απαντήσεις στα προβλήματα πού γεννιούνται σε όσους ζουν τις παραπάνω αλήθειες. Αφού, επομένως, δεν έχουμε νέα αλήθεια, πρόκειται περί διασαφήσεως ή ερμηνείας της υπάρχουσας.
Στον Β’ Θεολογικό του Λόγο, που αποτελεί θαυμάσια εισαγωγή στο λειτούργημα της θεολογίας, ο αγ. Ερηγόριος ο Θεολόγος προσγράφει στο άγιο Πνεύμα τον ρόλο του “εμπνείν” και στον “Λόγο εις την Πεντηκοστήν” παρακαλεί: “παρέστω μοι το Πνεύμα και διδότω λόγον” (ΡG 36, 436 και 172 ΑΒ. Πρβλ. ΡG 35, 1121C – 1124D) σχετικά με το ότι είναι το ίδιο το άγιο Πνεύμα. Πίστευε δηλ. ότι δεν μπορούσε να θεολογήσει χωρίς να έχει στο ιερό τούτο έργο επίκουρο κατά τρόπο συγκεκριμένο το αγ. Πνεύμα. Εκείνος πού θεολογεί με τις προϋποθέσεις αυτές, δεν πρόκειται βέβαια να λάβει εμπειρία της αληθείας στην απειρία της, δε θα γνωρίσει “το πάν”, την αλήθεια σ’ ολόκληρο το βάθος και το εύρος της, αλλά θα επιτύχει απλώς “πλέον”, περισσότερο, εκείνου πού πέτυχε “άλλος” στην Παράδοση της “Εκκλησίας (Λόγος Λ, ΡG 36, 125ΒC). Ο θεολόγος δε αυτός, πού πετυχαίνει στο χώρο της αληθείας “το πλέον”, καλείται από τον Γρηγόριο “άριστος” και είναι απόλυτα το ιερό πρόσωπο, το όποιο και ή όλη Εκκλησία ονομάζει Πατέρα και Διδάσκαλο.
Άρα η συμβολή του Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας είναι προσθήκη εμπειρίας (και άρα γνώσεως) της αληθείας. Η Εκκλησία δηλαδή, προκύπτοντας μέσω του Διδασκάλου της στην χαρισματική γνώση της αληθείας, έχει και ζει κάποτε-κάποτε το φαινόμενο της αυξήσεως όχι της αλήθειας, αλλά της εμπειρίας της αληθείας. Η ίδια η αλήθεια ούτε αυξάνει ούτε μικραίνει, διότι είναι ταυτόσημη με την θεία πραγματικότητα. Εκείνο πού μόνο μπορεί να συμβεί, είναι να ικανωθεί ο άνθρωπος για ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας. Με τον τρόπο αυτό έχουμε, ανάλογα με τα εμφανιζόμενα προβλήματα κατά καιρούς, “συμπλήρωση” της εμπειρίας μας από την αλήθεια. Στήν συνήθη όμως θεολογική ορολογία, αλήθεια ονομάζουμε και την θεία πραγματικότητα καθεαυτήν και την εμπειρία της ή την γνώση της. Τούτο προκαλεί σύγχυση και παρεξηγήσεις. Εμείς θέλουμε να κάνουμε σαφές ότι στους Πατέρες, πού πραγματικά αυξάνουν την διδασκαλία – Παράδοση της Εκκλησίας, έχουμε μόνο προσθήκη εμπειρίας και γνώσεως της αληθείας, σύμφωνα με όσα σχετικά εξήγησε ο Μ. Βασίλειος, αντιμετωπίζοντας την ίδια παρεξήγηση:
Στην Εκκλησία δεν πρέπει να προσθέτουμε αλήθειες, άλλ’ ούτε και δόγματα “εκτός του εκ προκοπής τίνα αύξησιν επιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντας κατά την προσθήκην της γνώσεως” (Μ. Βασιλείου, Επιστολή 223,5 Προς Ευστάθιον ΡG 32, 829Β).
Η προκοπή και η αύξηση, για τις όποιες μιλάει εδώ ο Μέγας Βασίλειος, είναι αποτέλεσμα εισόδου στο “απόθετον κάλλος” του γράμματος της Γραφής εξηγεί ο Γρηγόριος θεολόγος, (ΡG 36, 156CD) ή στο “κεκρυμένον” πλούτο της Γραφής (Χρυσόστομος, ΡG 54, 535). Οτιδήποτε όμως αυθεντικό για την θεία αλήθεια είπαν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, οφείλεται στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό αποτελεί πίστη μας και φρόνημα μας και ήθος μας.
Οι Πατέρες και το θύραθεν πνευματικό περιβάλλον
Η σχέση των Πατέρων με το πνευματικό περιβάλλον της εποχής τους υπήρξε φυσική και διακριτική. Φυσική, διότι ανέπτυξαν τον τρόπο σκέψεως, τις δομές και τις αντιλήψεις της εποχής και χρησιμοποίησαν όλα τα στοιχεία αυτά ως μέσο περιγραφής κατανοήσεως της αποκαλουμμένης αλήθειας, ως μέσα και αφορμές εκφράσεως της θεολογίας τους. Διακριτική, διότι είχαν (ιδίως οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι) συνείδηση της ιδιαιτερότητας τους και της ουσιαστικής ετερότητας της θύραθεν γενικά σκέψης (φιλοσοφίας, ηθικής κλπ) και της αλήθειας της Εκκλησίας. Έτσι, μιλούσανε την γλώσσα της εποχής τους, για να κατανούνται, αλλά δεν συνέχεαν ελληνική φιλοσοφία και θεολογία, δεν νόθευαν την αλήθεια του Θεού. Η διακριτικότητα των Πατέρων έναντι του πνευματικού τους περιβάλλοντος, πού ήταν κυρίως η ελληνική κλασσική φιλοσοφία και παιδεία γενικά, ο ρωμαϊκός κόσμος, ο Ιουδαϊσμός, ο Γνωστικισμός, ο Νεοπλατωνισμός, οι πολιτικές αντιλήψεις του Βυζαντίου, ο μεσανατολικός θρησκευτικός κόσμος και οι παντός είδους κοσμολογικές αντιλήψεις, οδήγησε τους Πατέρες σ’ έναν εκλεκτικισμό. Άνετα δηλαδή χρησιμοποιούσαν στοιχεία απ’ όλα τα παραπάνω πνευματικά δημιουργήματα, χωρίς προκαταλήψεις και αποκλειστικότητες. Απέκλειαν μόνο το εσώτατο στοιχείο τους, είτε ήτανε φιλοσοφικό είτε κοσμολογικό ή ήθικιστικό.
Οι Πατέρες και οι ιδιαιτερότητες τους
Οι Πατέρες διακρίνονται μεταξύ τους για πολλούς λόγους. Και πριν απ’ όλα, διακρίνονται ως τον Η’ αι. σε Έλληνες (καταγωγής φυλετικής και παιδείας), Λατίνους (Γάλλους, Ιταλούς, Ισπανούς Ιλλυρούς, Βορειοαφρικανούς κλπ.), Σύρους και Αρμενίους. Φυσικά, οι σπουδαιότεροι και περισσότεροι για τους πρώτους αιώνες (ως τον ΣΤ’) είναι Έλληνες. Γενικά οι Πατέρες διακρίνονται με βάση την διαφορετική εποχή πού έζησαν και έδρασαν, την τοπική εκκλησιαστική τους παράδοση (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ρώμη κλπ.), την προβληματική την οποία αντιμετώπισαν, το φιλολογικό είδος, πού γράφοντας χρησιμοποιούσαν, την ιδιοσυγκρασία και τον προσωπικό τους χαρακτήρα, τον διαφορετικό βαθμό παιδείας και φωτισμού του αγίου Πνεύματος, και την ιδιότητα τους (λειτούργημα) στους κόλπους της Εκκλησίας (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, Μοναχοί, λαϊκοί).
Οι Πατέρες στην Εκκλησία και την Σύνοδο
Οι Πατέρες λειτουργούν στην Εκκλησία ως ενσαρκωτές και εκφραστές της ζωής και του φρονήματος της, αλλά και ως πρότυπα και ήρωες, οι όποιοι θυσιάζονται γι’ αυτήν και με το έργο τους οικοδομούν τα μέλη της και λύνουν τα θεολογικά της προβλήματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σχέση των Πατέρων με τις Συνόδους, μάλιστα τις Οικουμενικές, όπου διατυπώνεται οριστικά και κυρώνεται η διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι περισσότερες Οικουμενικές Σύνοδοι εργάστηκαν χωρίς την παρουσία, ως μελών, Μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι κινήθηκε η θεόλογική διεργασία των Οικουμενικών Συνόδων ερήμην της θεολογικής προσφοράς Πατέρων, όχι απλώς εκκλησιαστικών συγγραφέων αλλά Πατέρων και Διδασκάλων. Η θεολογία δηλ. πού κυρώθηκε σε μία Οικουμενική Σύνοδο είναι έργο κάποιου λίγο προγενέστερου ή συγχρόνου της Πατέρα και Διδασκάλου, τον όποιο ακολούθησαν πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και υιοθέτησαν οι Επίσκοποι-μέλη της Συνόδου.
Οι Πατέρες στην ιστορία του πνεύματος
Η θέση των Πατέρων στην καθόλον ιστορία του πνεύματος και την παγκόσμια γραμματεία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί και εκτιμηθεί όσο πρέπει. Εδώ υπογραμμίζουμε μόνο τα εξής: α) εκπροσωπούν και εκφράζουν για τον κόσμο γενικά την νέα πνευματική πραγματικότητα, η οποία εμφανίστηκε με την ενανθρώπηση του θείου Λόγου, μεταστοιχείωσε σε ικανό βαθμό την ανθρωπότητα και προσέφερε στον κόσμο νέο πνευματικό μέτρο, β) Στην ιστορία της παγκόσμιας φιλολογίας κατέχουν εξαιρετικά περίοπτη θέση και κρίνονται ως οι μεγαλύτεροι συγγραφείς της εποχής τους. γ) Οι Έλληνες ειδικά Πατέρες είναι οι μεγάλοι συντελεστές της διασώσεως του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού και σ’ ένα βαθμό συνεχιστές του μεγάλου αυτού πνευματικού θησαυρού, δ) Οι Έλληνες Πατέρες είναι οι πνευματικοί στυλοβάτες του υπερχιλιετούς βίου του Βυζαντίου, όπως οι Λατίνοι έγιναν οι τροφοδότες όλου του δυτικού κόσμου ως την Αναγέννηση.
Σπουδή και κατανόηση των Πατέρων
Για την σπουδή του προσώπου και του έργου των Πατέρων, ο ερευνητής χρησιμοποιεί κάθε είδους σύγχρονη επιστημονική μέθοδο, από την φιλολογική κριτική μέχρι την παλαιογραφία, και από την ιστορία μέχρι την αναλυτική φιλοσοφία και τον αποδομισμό (Destructuralismus). Τούτο δεν αρκεί όμως. Η ορθή κατανόηση κι ερμηνεία, ιδιαίτερα του Πατέρα και Διδασκάλου, απαιτεί την είσοδο στο πνευματικό του κλίμα. Η είσοδος επιτυγχάνεται με την μεταστοιχείωση του μελετητή, με την έστω μερική μετοχή στις εμπειρίες πού εκφράζει ο Πατέρας, αλλιώς η γνώση θα μείνει εξωτερική, σχολαστική, χωρίς αυθεντική προσέγγιση του πνεύματος του Πατέρα και με συνεχείς παρανοήσεις.
Χρονικά όρια των Πατέρων
Με ιστορικοφιλολογικά και μάλιστα σχολαστικά κριτήρια, οι Δυτικοί αλλά και οι Ορθόδοξοι Πατρολόγοι ερευνητές περιόρισαν την περίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας για τη Δύση στο 604 (Γρηγόριος ο Μέγας) ή στο 636 (Ισίδωρος Σεβίλλης) και για την Ανατολή στο 749 (Ιωάννης Δαμασκηνός). Η θεώρηση αυτή μαρτυρεί άγνοια των παραγόντων και αναδεικνύουν κάποιο μέλος της Εκκλησίας σε Πατέρα και Διδάσκαλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι η παραδοσιακότητα, ο κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος και η με αυτά αντιμετώπιση-λύση μεγάλης θεολογικής κρίσεως στην Εκκλησία. Όσο λοιπόν η Εκκλησία θ’ αντιμετωπίζει βαθιές θεολογικές κρίσεις, πού θ’ αφορούν την αλήθεια και αρά τη σωτηρία των πιστών, το άγιο Πνεύμα θα φωτίζει, με διαφορετικές εκάστοτε συνθήκες, κάποιο ή κάποια μέλη της Εκκλησίας, για να εξηγούν, να διασαφηνίζουν, την παρεξηγημένη από κάποιους όψη της αλήθειας. Επομένως δεν μπορούμε να θέσουμε όριο στην εμφάνιση και δράση των Πατέρων, οι όποιοι πράγματι εμφανίστηκαν και μετά τις παραπάνω χρονικές περιόδους, όπως π.χ. στο πρόσωπο του Συμεών του Νέου Θεολόγου (ΙΑ’ αϊ.) ή του Γρηγορίου Παλαμά (ΙΔ’ αι.).
Η σύγχρονη έρευνα, η σχετική με τα πρόσωπα και τα κείμενα των Πατέρων γενικά της Εκκλησίας, είναι τεράστια, ένεκα της σημασίας και του ρόλου πού οι συγγραφείς αυτοί διαδραμάτισαν στην πορεία του δυτικού γενικά πολιτισμού και μάλιστα ένεκα του γεγονότος ότι τα ενδιαφέροντα τους καλύπτουν όλους τους τομείς της ζωής και του προβληματισμού του πνευματικού ανθρώπου. Όχι μόνο έδρες για τους Πατέρες υπάρχουν στις απανταχού θεολογικές Σχολές, αλλά και ειδικά επιστημονικά-ερευνητικά κέντρα λειτουργούν για την μελέτη των Πατέρων.
Οι Πατέρες και εμείς
Ο πρώτιστος λόγος πού κάνει αναγκαία την προσέγγιση και σπουδή των Πατέρων δεν είναι βέβαια να μάθουμε τί ήσαν και τί δίδασκαν, αλλά να γευθούμε το πνευματικό τους κλίμα.
Να ψαύσουμε τα ίχνη του Αγίου Πνεύματος στα ιερά τους πρόσωπα.
Να θέσουμε του το δάκτυλο εις την αγωνία τους για την αλήθεια.
Να ακούσουμε τους κτύπους της καρδιάς τους, όταν εισέρχονται περαιτέρω(«πλέον και πλείον») στην αλήθεια.
Να ζήσουμε κάτι από τις θείες εμπειρίες, τις θεωρίες του, τη χαρμολύπες, τις απογοητεύσεις, τις εξάρσεις, τις αρπαγές από την εγκοσμιότητα, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς.
Να παρακολουθήσουμε την απόλυτη πιστότητά τους την παράδοση.
Να μάθουμε πόση βαθειά εμπιστοσύνη είχαν στο Άγιο Πνεύμα.
Να εκπλαγούμε από το θάρρος τους για δημιουργία νέων όρων στη θεολογία.
Να διδαχθούμε την απαραίτητη και τολμηρή τακτική της αυξήσεως και διευρύνσεως της διδασκαλίας, της θεολογίας, της Παραδόσεώς μας.
Να γνωρίσουμε τη γενναιοψυχία τους.
Να γνωρίσουμε την ευγένειά τους και την αισθαντικότητά τους.
Και κάτι πολύ σπουδαίο:
Να μάθουμε πως μεθόδευαν την πρόσληψη και μεταστοιχείωση του κόσμου, της γλώσσας του δηλαδή και της σκέψεώς του. Ψαύοντας την προσωπική (αλλά στους κόλπους της Εκκλησίας) πορεία των αγίων Πατέρων, λαμβάνουμε πείρα της κατ΄ εξοχήν παρουσίας και δράσεως του άγ. Πνεύματος στον κόσμο.
___________________________________
ΕΚΔΟΣΕΙΣ (σε σειρά) ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
-Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων (της Αποστολικής Διακονίας), Αθήνα 1955 εξ.
-Άπαντα των Αγίων Πατέρων (κείμενο – μετάφραση), Αθήνα 1971 εξ.
-Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (και μετάφραση), Θεσσαλονίκη 1972 εξ.
-Ελληνική Πατρολογία (.1. Ρ. ΜΙΟΝΕ), έκδ. Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων Αθήναι 1987 εξ.
-SOURCES CHRETIENNES, Παρίσι 1941 εξ.

Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Αρχ. Ἀχρίδος)


 αρχείο λήψης

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μίας πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλά ἐκλεκτὴ ὁμάδα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ’ 29), πού φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλά παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους· νὰ φανεῖ ἡ δύναμηἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων πού τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, πού εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ.

Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, πού παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀπὸ τὸἍγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους. Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολίτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β’ Κόρ. στ’ 16).

Πιστεύω πώς εἶναι ἀρκετὸ ν’ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς μόνο ἀπ’αὐτούς· ἐκείνους πού σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί, γιὰ νὰ ‘χεις μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπόλοιποι τριακόσιοι δεκαπέντε. Κιἀναφέρομαι στὸν ἅγιο πατέρα Νικόλαο, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μέγα. Πολλοὶ ἀπό τούς ἅγιους πατέρες ἔφτασαν στὴ Σύνοδο φέροντας στὸ σῶμα τους τραύματα πού εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἅγιος Παφνούτιος, γιὰ παράδειγμα, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι ὅταν τὸν βασάνιζαν. Ὅλοι τους ἔλαμπαν ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ φῶς πού προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνα φῶς ὅπου διακρινόταν καθαρὰ ἡ ἀλήθεια. Ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν λογάριαζαν τὰ βασανιστήρια. Ἡ ἀφοβία τους στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας ἦταν μέγιστη, ἀπεριόριστη. Μὲ τὴθεόσδοτη γνώση τῆς ἀλήθειας πού κατεῖχαν καὶ τὴν τόλμη τους στὴν ὑπεράσπισή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες ἀναίρεσαν καὶ συνέτριψαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ καθιέρωσαν τὸΣύμβολο τῆς Πίστεως, πού κρατοῦμε ὡς σήμερα καὶ ὁμολογοῦμε ὡς τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Tό σημερινὸ εὐαγγέλιο δέν μᾶς μιλάει γιὰ τὴ Σύνοδο αὐτή, ἀλλά γιὰ τὴν τελευταία προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Γιατί διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸστὴ σημερινὴ γιορτή; Ἐπειδὴ δείχνει τὴν ἐπιρροή του στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς αὐτῆς ὁ Θεὸς ἐνίσχυσε τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Συνόδου καὶ τοὺςἔκανε ἀτρόμητους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας, νικητὲς στὶς ἀμφισβητήσεις καὶ τὴν κακία ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων. Νά, πῶς ἀρχίζει ἡ προσευχὴ αὐτή:

«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε» (Ἰωάν. ιζ’ 1).Ὅλα ὅσα δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους, τὰ εἶχε ἐφαρμόσει ὁ ἴδιος. Εἶχε διδάξει τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ προσεύχονται: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…» (Ματθ. στ’ 9). Ὁ ἴδιος σήκωσε τὸ βλὲμμα Του στοὺς οὐρανούς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Πατέρας Του καὶ εἶπε: «Πάτερ!» Δὲν εἶπε «Πάτερ ἡμῶν», ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλά ἁπλά «Πάτερ!» Μόνο Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰπεῖ «Πατέρα μου». Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ, ἀφοῦ Αὐτὸς μόνο εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὁ μόνος ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τόσο κατὰ τὴνὕπαρξη ὅσο καὶ κατὰ τὴν οὐσία· ὁ μοναδικὸς Υἱός τοῦ μοναδικοῦ Πατέρα. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο υἱοί ἐξ υἱοθεσίας, μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. Δέν σήκωσε μόνο τὰ σωματικά Του μάτια ἀλλά καὶ τὰ πνευματικά, κυρίως αὐτά. Ὁ Ἄσωτος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι» (Λουκ. ιη’ 13), γιατί αἰσθανόταν τὴν ἁμαρτωλοτητά του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν ἐλεύθερα, γιατί ἦταν ἀναμάρτητος.

Ἡ ὥρα Του -ἡ ὥρα τοῦ μεγάλου πάθους- πλησίαζε. Μόνο Αὐτὸς ἔβλεπε τὴν ὥρα αὐτή, τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπὸ καταβολῆς καὶ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μόνο Αὐτὸς τὴν ἔβλεπε καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν προεῖπε ἀπὸ τὴν ἀρχή καὶ μίλησε γι’ αὐτὴν στοὺς μαθητές Του. Οἱ μαθητὲς Του ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν αὐτό, δὲν τὸ ἔβαλαν στὴν καρδιά τους, δὲν τὸ ἔκαναν δικό τους, ὡς τὴ στιγμὴ πού ἡ ὥρα δὲν ἀπεῖχε πιὰ μέρες, ἀλλά λεπτά.

«Δόξασόν σου τὸν υἱόν!» Δόξασέ Τον τὴ φοβερὴ αὐτὴ ὥρα, ὅπως τὸν δόξασες μέχρι τώρα. Δόξασέ Τον στὸ θάνατο, ὅπως τὸν δόξασες στὴ ζωή. Δόξασέ Τον στὴν ταπείνωση καὶ στὰπάθη Του, ὅπως τὸν δόξασες μέ τούς δυνατοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα Του. Δόξασέ Τον στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν εἶχες δοξάσει ἀπὸ τὴν ἀρχή στοὺς ἀγγέλους Σου. Δόξασε τὸν Υἱόν Σου «ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε». Ἂν ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος τῆς πρότασης φαίνεται πώς ὁ Υἱός εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, στὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος βλέπουμε καθαρὰ τὴν ἰσότητά Τους καὶ τὴν ἀμοιβαία συμμετοχὴ στὴν ἴση δύναμή Τους. Ὁ Πατέρας δοξάζει τὸν Υἱό καὶ ὁ Υἱός δοξάζει τὸν Πατέρα, μὲ ἀδιαίρετη δύναμη καὶ ἀδιαίρετη ἀγάπη. «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (Α’ Ἰωάν. β’ 23). Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο· ὁ Υἱός φανέρωσε τὸν Πατέρα στὸν κόσμο.

Τίποτα δέν θὰ ξέραμε γιὰ τὸν Υἱό χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε γιὰ τὸν Πατέρα χωρὶς τὸν Υἱό, ὅπως δέν θὰ γνωρίζαμε γιὰ τὸ φῶς, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἥλιος. Μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο θὰξέραμε ἂν δὲν τὸν φανέρωνε τὸ φῶς. Ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τὴ σύγκριση αὐτὴ καὶ ὀνομάζει τὸν Χριστὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης (τοῦ Πατρὸς)» (Ἑβρ. α’ 3). Ὁ Κύριος δέν ζητᾶ νὰδοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ χάρη τοῦ ἰδίου, μὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τ’ ἀκόλουθα λόγια:

«Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. ιζ’ 2). Προσέξτε μὲ ποιὸ τρόπο ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴ δόξα Του: μὲ τὴνἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος! Τὸ κάνει, γιὰ νὰ γίνει τὸ μέσον πού θὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ εἶναι πού ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα πού ζητάει. Τὴ στιγμὴ πού οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑτοιμάζουν ἕνα πικρὸ ποτήρι θλίψεων, γεμάτο μὲ βάσανα, ἱδρῶτα καὶ αἷμα, Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους αἰώνια ζωή. Ἡἀπάντησή Του στὴν πιὸ βαριὰ πέτρα, εἶναι τὸ γλυκύτερο ψωμί. Κι ἀνέφερε ἀρκετὲς φορὲς ὅτι ὁ Πατέρας τοῦ ἔδωσε δύναμιν ἐπὶ πάσης σαρκός. «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. ια’ 27), εἶπε. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15). Ἀλλά καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅταν φανερώθηκε στοὺς μαθητὲς Του εἶπε: «ἐδόθη μοι πᾶσαἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18).

Ὅπως λοιπὸν εἶχε λάβει ἐξουσία πάνω σὲ κάθε ὕπαρξη, ὁ Κύριος ζητάει τώρα ἀπὸ τὸν Πατέρα Του ἐξουσία στὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες πού τὸν εἶχαν ἐμπιστευτεῖ, νὰτοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα. Ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ ἔχεις ἐξουσία πάνω στὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο κι ἄλλο νὰ ἔχεις στὴ δικαιοδοσία σου τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν στὴν ἀρχή θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο, στὴ δημιουργία ἔλαβε μέρος ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως διαβάζουμε στὴ Γένεση (α’ 26): «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόναἡμετέραν». Τώρα, πού ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου θέλει νὰ δώσει αἰώνια ζωὴ στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους, προσφεύγει στὸν Πατέρα, ἐνῶ εἶναι αὐτονόητη καὶ ἡ παρουσία τοῦἉγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὅπως καὶ στὴ δημιουργία, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀποκλειστικὸ χάρισμα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη, ἡ αἰώνια ζωὴ δηλώνεται πώς εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ πού χαρίζει ὁ Θεός. Ἡ στιγμὴ πού ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν αἰώνια ζωὴ εἶναιἀνυπέρβλητη, μοναδική, ὅπως κι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό. Τὸ νὰ κάνεις ἕνα θνητὸ ἄνθρωπο ἀθάνατο εἶναι τόσο μεγαλειώδης καὶ θεϊκὴ πράξη, ὅσο κι ἡ δημιουργία ἀπὸτὸν πηλό.

«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. ιζ’ 3). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπίγεια ζωὴ μας εἶναιἀπαρχὴ καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς πού ζοῦμε ἀκόμα στὴ γῆ. Πῶς ὅμως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στὴ μέλλουσα κατάστασή μας; «ἃὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυψε πνευματικὰ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο σὲ κείνους πού Τὸν εὐαρέστησαν. Ἡ μεγαλύτερη εὐφροσύνη ὅμως στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πρέπει νὰ συνίσταται στὴ μέγιστη γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ παιδιὰ εἶχε πεῖ: «… οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ιη’ 10).

Ἡ ἀκόρεστη θέαση τοῦ Θεοῦ, ἡ διαρκής ζωὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μιὰν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση καὶ χαρά, ἀέναη δοξολογία κι ἀγάπη, δὲν εἶναι ζωὴ ἀγγελική, πούἁρμόζει καὶ στοὺς ἁγίους στὸν ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι ζωὴ μὲ γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ γῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «βλὲπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12).

Ἡ γνώση πού ἔχουμε τώρα γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι μερική, τότε ὅμως θὰ εἶναι πλήρης. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε πώς ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεὸ ὅταν φτάνει μὲ τὶς διεργασίες τοῦ νοῦ στὸ συμπέρασμα πώς ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ κάποιο τρόπο καὶ κατοικεῖ κάπου.

Τὸ Θεὸ γνωρίζει ἐκεῖνος πού νιώθει μέσα του ἀλλά καὶ γύρω του τὴ ζείδωρη πνοὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς πού μὲ τὴν καρδιά, τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ του αἰσθάνεται τὴ μεγαλειώδη καὶφοβερὴ παρουσία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στὴ φύση, μὰ καὶ στὴν προσωπικὴ ζωή του.

Γιατί ὁ Χριστὸς τονίζει τὰ λόγια τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὸν πανθεϊσμὸ καὶ τὴν εἰδωλολατρεία, νὰ βεβαιώσει γιὰ μιὰἀκόμα φορά τὰ λόγια πού εἶπε μέσω τοῦ Μωυσῆ: «Ἐγώ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου… οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἐξ. κ’ 2, 3). Καὶ γιατί ἐπισημαίνει πώς αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο μπορεῖ ν’ ἀποκαλυφθεῖ στὸ θνητὸ ἄνθρωπο, κι ἐπειδὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ μποροῦν νὰφτάσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους, «εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μουᾔδειτε ἄν» (Ἰωάν. η’ 19). Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα πώς τὸν Πατέρα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μόνο μέσω τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω» (Ἰωάν. ιζ’ 4). Τί σημαίνουν τὰ λόγια ἐπὶ τῆς γῆς; Σημαίνουν πώς αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐν σαρκί, ζώνταςἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἔργο πού ἔκανε καὶ τελείωσε ὁ Κύριος ἐν σαρκί, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου Του στὸσταυρό, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λόγια ζωοποιά, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξανακουστεῖ στὴ γῆ, καθὼς κι ἀπὸ ἀμέτρητα θαύματα, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξαναγίνει. Ὁ Κύριος ὅμως πιστώνει τὰ λόγια καὶ τὰ ἒργα Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα, γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή.

«Καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ἰωάν. ιζ’ 5). Τί μποροῦν νὰ ποῦν τώρα ἐκεῖνοι πού λένε πώς ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ τ’ ἄλλα πλάσματά Του; Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὴ δόξα πού εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου! Εἶπε κάποτε ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἑαυτό Του: «πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Ἰωάν. η’ 58). Εἶπε πώς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ στοὺς ἄφρονες Ἰουδαίους, μὰστὴν προσευχὴ Του εἶπε πώς ὑπῆρχε καὶ μάλιστα μὲ δόξα, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει περισσότερα. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσευχή Του, τὸἀποκαλύπτει στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Γιατί τώρα μόνο; Ἐπειδὴ γνωρίζει ὡς παντογνώστης πώς ἡ προσευχή Του θὰ φτάσει στ’ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων μόνο μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, τότε πού θὰ εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν προαιώνια δόξα Του.

Ἡ δόξα Του εἶναι ἴδια μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι «δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. α’ 14). Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πώς «πάνταὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15); Ἑπομένως ἡ δόξα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ δική Του δόξα. Τόσο στὴ δόξα ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα. Τότε γιατί προσεύχεται στὸν Πατέρα νὰ τὸν δοξάσει; Δέν ζητάει νὰ δοξαστεῖ ὡς πρὸς τὴ Θεία φύση Του, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη. Γιὰ τὸν πλασμένο κόσμο ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι καινούργια, ὄχι ἡ Θεία. Ἡἀνθρώπινη φύση Του πρέπει νὰ θεωθεῖ, νὰ φτάσει στὴ Θεία δόξα, ὥστε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ προσεγγίσουμε τὴ δόξα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος, τὸ στεφάνωμα ὅλων ὅσα ἔκανε ὁΣωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς εἰρήνευσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἡ εὐλογημένη υἱοθεσία τους ὡς κατὰ Χάρη υἱῶν, μέσω τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου.

Πρόσεξε ἐπίσης ποιὰ σπουδαία στιγμὴ διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Πατέρα καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Κι αὐτὸ ἔγινε τότε πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὁδέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ καθαρὴ καὶ σαφὴς διδασκαλία πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς λέει πώς, γιὰ νὰ περιμένουμε ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ τηρήσουμε τὸθέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πώς, στὸ τέλος τοῦ χρόνου, ὅταν «μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶνἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ’ 27). Εὐλογημένοι καὶ μακάριοι θὰ εἶναι τότε οἱ ἅγιοι κι οἱ δίκαιοι, γιατί θὰ λάβουν ὡς ἀνταπόδοσηἑκατὸ φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅσα καλὰ ἔργα ἔκαμαν, θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου.

«᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι» (Ἰωάν. ιζ’ 6). Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦΘεοῦ πού φανέρωσε ὁ Κύριος στὸν κόσμο; τὸ ὄνομα «Πατέρας». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο τόσο στοὺς εἰδωλολάτρες ὅσο καὶ στοὺς Ἰουδαίους. Εἶναι μιὰ ὁλότελα καινούργιαἀποκάλυψη στὸν κόσμο. οἱ προφῆτες κι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν τὸν Θεὸ μὲ τὰ ὀνόματα «Θεός», «Δημιουργός», «Κύριος», «Βασιλιᾶς», «Κριτής», ποτὲ ὅμως δὲν τὸνἤξεραν ὡς «Πατέρα». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ἀνά τούς αἰῶνες.

Κανένας θνητὸς ἄνθρωπος δέν θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαλύψει τὸ οἰκεῖο αὐτὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιατί κανένας θνητὸς δέν θὰ μποροῦσε νὰ νιώσει τὴν πατρότητα τοῦ Δημιουργοῦ Του, ζώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τοῦ σκότους καὶ τοῦ τρόμου, τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ πού δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανείς, ἀκόμα κι ἂν τὸ ἐκφράσει μὲ τὴ γλώσσα του, δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ σημασία. Μόνο ὁ Μονογενὴς Υἱός μπορεῖ ν’ ἀποκαλέσει τὸν Θεὸ «Πατέρα». «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. α’ 18).

Σὲ ποιὸν ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὸ γλυκύτατο αὐτὸ ὄνομα τοῦ «Πατέρα»; Στοὺς ἀνθρώπους, οὕς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Κάποιοι σχολιαστὲς νομίζουν πώς τόνισε ἰδιαίτερα ἐκ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους, τοὺς «οὐράνιους ἀνθρώπους», ἀλλά στοὺς συνηθισμένους, τοὺς ἐπίγειους ἀνθρώπους. Ὁπωσδήποτε ὅμως φαίνεται πιὸὀρθὸ νὰ θεωρήσουμε πώς ὁ Κύριος ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς μαθητές Του, τόσο μὲ τὴ στενὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια. Αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια ἀπὸ ἐκεῖνα πού λέει στὴ συνέχεια στὴν προσευχή Του: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ιζ’ 20). Τὸ σκεπτικὸ ἐκείνων πού ἰσχυρίζονται πώς στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ «προορισμός», πού διακρίνουν στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ προειλημμένη ἀπόφαση σωτηρίας ἡ καταδίκης, εἶναι ἐντελῶς ἀβάσιμο.

«Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» (Ἰωάν. ιζ’ 6). Δηλαδή, δικοί Σου ἦταν ὡς πλάσματα καὶ δοῦλοι, Σὲ γνώριζαν μόνο ὡς Δημιουργὸ καὶ Κριτή. Τώρα ὅμως ἔμαθαν ἀπὸ Ἐμένα τὸγλυκύτερο καὶ ἀγαπητὸ ὄνομά Σου, υἱοθετήθηκαν ἀπὸ Μένα κατὰ Χάρη. Μοῦ τοὺς ἔδωσες ὡς σκλάβους, γιὰ νὰ τοὺς παραδώσω σὲ Σένα ὡς υἱούς. Ἀπόδειξαν πώς εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς αὐτῆς, γιατί τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς μαθητές Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Καὶ συνεχίζει τὰ ἐγκώμια Του:

«Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν» (Ἰωάν. ιζ’ 7). οἱ πονηροὶ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ συκοφαντοῦσαν τὸν Κύριο, ἔλεγαν πώς εἶχε δαιμόνιο καὶ πώς ἡ θαυματουργική Του δύναμη προερχόταν ἀπὸ τὸν Βεελζεβούλ, τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων. Πρέπει νὰ ‘χουμε κατὰ νοῦ πώς ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους τῶνἸουδαίων ὑπῆρχε κάποια σύγχυση καὶ διαφωνία γιὰ τὸν Χριστό: Ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ὄχι; Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς ἀποστόλους πού πίστευαν πώς ἦταν Θεός. Πάντα ὅσα δέδωκάς μοι, δηλαδή, ὅλα τὰ λόγια κι ὅλα τὰ ἔργα.

«Ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ιζ’ 8). Μὲ τὰ ρήματα πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη πού ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ὄχι μόνο τὰ λόγια. Τὴν ἐνέργεια τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τὴν εἶχαν ἤδη δοκιμάσει οἱμαθητὲς ὅλο τὸ διάστημα πού ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο στὴ γῆ καὶ εἶχαν πειστεῖ πώς ὅλη ἡ σοφία κι ἡ δύναμή Του ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό.

«᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι» (Ἰωάν. ιζ’ 9). Μήπως αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Κύριος δὲν προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο,ἀλλά μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του; οἱ μαθητὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐράνιος Σπορέας ἔσπειρε τὸ σωστικό Του σπόρο. Γιὰ τὸν ἀγρό αὐτόν, πού ὁ ἴδιος ὁ Σπορέας καλλιέργησε κι ἔσπειρε, προσευχήθηκε στὸ πρῶτο μέρος.

Ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πώς πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ταπεινοφροσύνη μόνο αὐτὰ πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα. Μέσα στὴν ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη γῆαὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διάλεξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέφραξε κι ἔσπειρε ἐκεῖ τὸν πολύτιμο σπόρο. Καθὼς ὁ σπόρος αὐτὸς ἀναπτύσσεται καὶ καρποφορεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγαλώνει κι ὁσπόρος ποὺ θὰ σπαρεῖ θὰ εἶναι περισσότερος. Ἑπομένως δὲν εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸ γεωργὸ νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν περιφραγμένο, καλλιεργημένο καὶ σπαρμένο ἀγρό κι ὄχι γιὰ τὸνἄγονο κι ἀκαλλιέργητο;

Πολλοὶ νεωτεριστὲς στὴ διαδρομὴ τῆς Ἱστορίας, φυσιωμένοι ἀπὸ τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἔπαρσή τους, προσπάθησαν μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ κίνηση, κάνοντας ἔκκληση σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. οἱ προσπάθειές τους ὅμως γρήγορα ἐκμηδενίστηκαν καὶ χάθηκαν σὰν φουσκάλες τοῦ νεροῦ, ἀφήνοντας τὸν ἀπατημένο κόσμο σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δυστυχία.

Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔχουν μιὰν ἀόρατη, μιὰ δυσθεώρητη ἀρχή, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ πού σπέρνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς κι ἀναπτύσσεται ἀργά. Ὅταν μεγαλώσει ὅμως καὶ γίνει δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουνήσει κανένας ἄνεμος. Ὅταν γίνεται σεισμὸς καταστρέφει πύργους ὑψηλούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπων, μὰ δὲν μπορεῖ νὰβλάψει οὔτε ἕνα δέντρο. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλά ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα, καὶ περὶ τῶν πιστευὸντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι ὅμως ὄχι γιὰ ὅλους τούς ἄγονους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο γιὰ τὸν διευρυμένο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθητὲς θὰσπείρουν τὸν πολύτιμο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου.

«Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 10). Ἐκτός ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά Του, ὁ Υἱός εἶναι σὲ ὅλα ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸἍγιο Πνεῦμα. Ἴσος στὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀθανασία  ἴσος στὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία  ἴσος στὴ σοφία καὶ τὴ δικαιοσύνη. Στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ὅμως, ὁ Πατέρας εἶναιἀγέννητος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ σχέση τοῦ Πατέρα μὲ τὸν Υἱό εἶναι τοῦ Γεννήτορα καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τῆς Πηγῆς. Ἡ κυριότητα κι ἡ αὐθεντία σ’ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου ἀνήκουν ἐξίσου καὶ ἀδιαίρετα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ οὐσία κι ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων εἶναι μιὰ ἀόρατη μονάδα, τῶν ὑποστάσεων εἶναι ἀσύγχυτη Τριάδα.

Ἔτσι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας τὰ ἔχει καὶ ὁ Υἱός καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνήκουν στὸν Πατέραὅπως ἀνήκουν καὶ στὸν Υἱό, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὁ Κύριος εἶπε λίγο νωρίτερα, Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας καὶ τώρα λέει, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά;Ἐπειδὴ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατέρα τοὺς εἶχε παραλάβει ἀπὸ Ἐκεῖνον ὡς ἀκατέργαστο ὑλικὸ κι ὁ ἴδιος τούς ἐπεξεργάστηκε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τώρα τοὺς παραδίδει ξανὰ καλλιεργημένους καὶ λυτρωμένους στὸν Πατέρα Του. Ἑπομένως ὅσα εἶναι τοῦ Πατέρα εἶναι δικά Του  κι ὅσα εἶναι δικά Του, εἶναι καὶ τοῦ Πατέρα.

Ὅπως εἶναι δύσκολο νὰ μοιράσεις τὴν ἀγάπη δυὸ ἀνθρώπων πού ἀγαπιοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ μοιράσεις αὐτὸ πού ἀνήκει ξεχωριστὰ στὸν καθένα. Ὁ Κύριος εἶπε ἐπίσης: «καὶδεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Ὡς Θεὸς δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Κι ὡς ἄνθρωπος δοξάζεται ἐνώπιόν τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῶν ἀγγέλων. Ἀπὸ τί ἐγκωμιάζεται ἕνα δέντρο ἂν ὄχι ἀπό τούς καρπούς του; Ὁ Κύριος δέν ζητεῖ μάταιη δόξα, κενή, ζητεῖ τὴ δόξα Του ἀπό τούς καρποὺς Του -τοὺς μαθητές Του- πού τὸν ἀκολούθησαν μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, μὲ ἀγάπη καὶ ζῆλο.Ὑπάρχουν γονεῖς πού ζητοῦν μεγαλύτερη δόξα ἀπ’ αὐτὴν πού τοὺς δίνουν τὰ παιδιά τους; Ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ παιδιά Του, τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του.

«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 11). Γιατί λέει ὁ Κύριος πώς δὲν εἶναι πιὰ στὸν κόσμο; Ἐπειδὴ τελείωσε τὸ ἔργο Του καὶ τώρα πιὰ περιμένει νὰ ὑποστεῖ τὸ ἔσχατο καὶ μέγιστο πάθος, νὰ σφραγίσει τὸ τελειωμένο ἒργο μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα Του.

Προσέξτε μὲ πόση ἀγάπη προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του! Καμιὰ μητέρα δέν θὰ προσευχόταν μὲ τόση στοργὴ γιὰ τὰ παιδιά της. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς. Τοὺς ἀφήνει ὡς πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους. Ἂν δὲν τοὺς προστάτευε κάποιο μάτι ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ τοὺς εἶχαν κατασπαράξει ὅλους οἱ λύκοι. Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ὡς γονιός, ὡς Πατέρας. Γίνου δικός τους Πατέρας, ὅπως εἶσαι καὶ δικός Μου. Μὲ τὴν πατρική Σου ἀγάπη στήριξέ τους καὶ προστάτεψέ τους ἀπό τους κακοὺς λύκους, ὁδήγησέ τους, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼςἡμεῖς. Στὴν τέλεια αὐτὴ ἑνότητα δέν θὰ δεῖς μόνο τὴν πανίσχυρη δύναμη τῶν πιστῶν, μὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱός ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ διαφέρουν μόνο στὰπρόσωπα, ἂς γίνει τὸ ἴδιο καὶ στοὺς πιστούς: πολλὰ καὶ διάφορα τὰ πρόσωπα, ἀλλά οὐσιαστικὰ ἕνας στὴν ἀγάπη, τὸ θέλημα καὶ τὸ νοῦ.

Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆςἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ» (Ἰωάν. ιζ’ 12). Κανένας ἀπ’ὅσους διάλεξε ὁ Κύριος δέν θὰ χαθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν προδότη, ὅπως εἶναι γραμμένο καὶ στὴ Γραφή. Ὁ Ἰούδας βέβαια δέν χάθηκε ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔδειξε ὅτι ἀπίστησε στὸν Θεὸ καὶ λάτρεψε τὸ χρῆμα. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουν γραφεῖ τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰούδα: «Ὁἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ’ ἐμέ πτερνισμὸν» (Ψαλμ. μ’ 10), τὸ χωρίο αὐτό ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. ιγ’ 18). «Καί τήν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος» (Ψαλμ. ρη’ 8), ἀναφέρει ξανὰ ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν στὸν Ἰούδα. Ἔφαγε τὸν ἄρτο μαζὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἔπειτα σήκωσε τὴν φτέρνα ἐναντίον Του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὁ τρώγων μετ’ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ’ ἐμέ τὴν πτέρναν» (Ἰωάν. ιγ’ 18). Καὶ μετὰ τὴν προδοσία του ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε κι ὁ Ματθίας πῆρε τὴν ἀποστολικὴ θέση του. Καὶ τελειώνει ὁ Κύριος:

«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 13). Ὁ Κύριος κάνει τὴν προσευχὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο προτοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπό τούς μαθητές Του κι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς τὸν περιμένει ὁ θάνατος κι ὁ τάφος. δέν μιλάει γι’ αὐτὸ ὅμως στὸνἀθάνατο Πατέρα Του, ἀφοῦ ὁ θάνατος κι ὁ τάφος δὲν ἔχουν καμιὰ σημασία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Μιλάει γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα Του -νῦν δέν πρὸς σὲ ἔρχομαι- στὴν αἰώνια δόξα -τῇδόξῃ ᾗ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Μετὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δική Του χαρὰ καὶ μάλιστα πεπληρωμένην.

Τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτή; Εἶναι ἡ χαρὰ πού ἔχει ὁ ὑπάκουος γιὸς ὅταν ἐκπληρώνει τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ εἰρηνοποιοῦ, πού ἡ δική του ἐσωτερικὴ καὶ θεϊκὴεἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ παραληρήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νοικοκύρη, πού ἀφοῦ καθάρισε τὸν ἀγρό του, τὸν ὄργωσε καὶ τὸν ἔσπειρε, ὕστερα βλέπει τὸν καρπὸ ν’ ἀναπτύσσεται, νὰ ὡριμάζει καὶ ν’ ἀποδίδει. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νικητή, πού κατατρόπωσε ὅλους τούς ἐχθρούς του καὶ χάρισε τὴ δύναμη τῆς νίκης στοὺς φίλους του, γιὰ νὰ’ναι νικητὲς ὡς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Εἶναι τελικὰ ἡ χαρὰ τῆς ἁγνῆς καὶ θεοφίλητης καρδιᾶς, ἡ χαρὰ αὐτὴ πού εἶναι ζωή, ἀγάπη καὶ δύναμη. Τέτοια χαρὰ εἶναι στὴν πληρότητά τηςἐκείνη πού ζητοῦσε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς μαθητὲς Του προτοῦ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ πού ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του εἶχε τὴν ἄμεση καὶ πλήρη προσοχὴ τοῦ Πατέρα Του. Τ’ ἀποτελέσματά της φάνηκαν σύντομα. Τὴ στιγμὴ τοῦμαρτυρίου του ὁ πρωτομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀρχιδιάκονος Στέφανος, εἶδε «δόξαν Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ’ 55). Κι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος γράφει πώς ὁ Θεὸς «ἐκάθισεν (τὸν Χριστὸ) ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματοςὀνομαζόμενου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. α’ 20-22). Αὐτὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν τώρα, ὅλα ἐξελίχτηκαν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἀναφέρεται πώς «ἦσαν προσκαρτεροῦντεςὁμοθυμαδὸν» (Πράξ. α’ 14) καὶ «τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (δ’ 32).

Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς ἀποστόλους -ἂν καὶ κατὰ κύριο λόγο ἀναφέρεται σ’ αὐτοὺς- ἀλλά καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν ἤ θὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ λόγια τους. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἑπομένως ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἅγιους πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού γιορτάζουμε σήμερα. Τήρησον αὐτούς, προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα Του. Κι ὁ Πατέρας τοὺς τήρησε καὶ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὶς πλάνες τοῦ Ἀρείου. Τοὺς φώτισε, τοὺς ἐνέπνευσε καὶ τοὺς ἐνίσχυσε μὲτὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ὅμως ἔγινε καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς πού ἔχουμε βαφτιστεῖ στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ πού μάθαμε ἀπό τούς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους τὸ σωτήριοὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτήρα μας.

Ἀδελφοί μου! Σκεφθεῖτε πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, σκέφτηκε καί σᾶς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς! Εὔχομαι ἡπαντοδύναμη αὐτὴ προσευχὴ νὰ σᾶς προστατεύει καὶ νὰ σᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ ἑνώσει τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχές σας! Εἴθε καὶ μεῖς νὰδοξολογοῦμε ἑνωμένοι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...