Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουνίου 29, 2016

Σωτηρία εκ του κόσμου.


Αλέξανδρος Καλόμοιρος.Από το βιβλίο του: "Κατά ενωτικών"
Αλλά γιατί συγκινούνται τόσο εύκολα οι Χριστιανοί μας από τα κηρύγματα περί ενώσεως των Εκκλησιών και αντί να γεμίζουν με ζήλο για την μετάγγισι της αληθείας σ’ αυτόν τον κόσμο που τόσο πολύ την στερήθηκε, πιπιλίζουν συνεχώς την καραμέλα της ειρήνης, ζυγίζοντας να δούν αν είναι περισσότερα αυτά που χωρίζουν ή αυτά που ενώνουν τους Χριστιανούς; Γιατί στερήθηκαν οι ίδιοι την γνώσι της αλήθειας. Μέλη οι περισσότεροι κοινωνικο - χριστιανικών οργανώσεων και αδελφοτήτων, κατηχήθηκαν από τα μικρά τους χρόνια σε ένα ηθικο - φιλοσοφικό σύστημα με επίχρισμα χριστιανικό, που άφηνε να εννοηθή ότι σκοπός του Χριστιανισμού είναι να επιτύχη την ειρηνική και αγαπημένη συμβίωσι μεταξύ των ανθρώπων. 
Η αιωνιότης και η θεωρία του Θεού ήταν πράγματα τόσο μακρινά για τους Χριστιανούς αυτούς και συχνά τόσο αδιάφορα. Οι περισσότεροι, όντες εξωστρεφείς, άνθρωποι της δράσεως, ήλθαν στον Χριστιανισμό για να βρούν έναν ωργανωμένον και καθωδηγημένον modus vivendi, έναν τρόπο για να ζήσουν ως καλοί και τίμιοι πολίται επάνω σε τούτη τη γή. Ο Θεός είναι για τους τέτοιους ανθρώπους ο Μέγας Υπερέτης των προσωπικών συμφερόντων τους, η δε αιώνιος ζωή μια καλή αλλά ευτυχώς μακρινή ελπίς αποκαταστάσεως.
Σε Χριστιανούς σαν κι αυτούς τα κηρύγματα περί ενότητος πιάνουν πολύ εύκολα ρίζες. Πόσο καλό θα είναι, αληθινά, να επεκταθή σε παγκόσμιο κλίμακα ο κύκλος των δικών μας ανθρώπων, των τίμιων και ενάρετων με τους οποίους να έρχεται κανείς σε συναλλαγές, χωρίς τον φόβο μήπως τον γελάσουν, με τους οποίους θα έχουμε αγαθές και ειρηνικές σχέσεις, χωρίς ποτέ να κινδυνεύσουμε να διωχθούμε ή να χρειασθή να αγωνισθούμε; Όσο για την αλήθεια, «τι εστιν αλήθεια;» Πιστεύουμε όλοι στον Χριστό, αυτό αρκεί. Εξ άλλου ο κόσμος σήμερα αντιμετωπίζει δύσκολους καιρούς. Πρέπει το γρηγορώτερο να ενωθούν οι Χριστιανοί για να αντιμετωπίσουν τον κομμουνισμό π.χ. «Ποιος θα καθοδηγήσει και ποιος θα σώση τον σύγχρονο αυτόν κόσμο;» ερωτούν. «Μόνον μία ενωμένη Χριστιανική Εκκλησία» απαντούν.
Αλλά ο Χριστός δεν έγινε άνθρωπος για να σώση τον εν τω πονηρώ κείμενον κόσμο, αλλά για να σώση τους δικούς του από τον κόσμο, για να τους τραβήξη από την παράταξη του πονηρού, να τους ενώση μαζί του και να τους θεώση κατά χάριν, και μαζί μ’ αυτούς να σώση ολόκληρο την στενάζουσα κτίσι. Ο κόσμος βαδίζει τον δρόμο του θανάτου. Αυτός είναι η παράταξις του άρχοντος του κόσμου τούτου, η παράταξις του εχθρού του Θεού. «Ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά δι’ ούς δέδωκάς μοι». Αυτοί όμως ερωτούν περί του κόσμου, και θυσιάζουν, για το χατήρι της διαβολικής αυτής παρατάξεως που ποτέ δεν πρόκειται να σωθή, τα διαμάντια της χριστιανικής πίστεως και βιοτής. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Δεν την ζητάει ο Χριστός την λεγόμενη «ένωσι των Εκκλησιών», αλλά ο κόσμος. Δεν ζητάει ο Χριστός την ένωσι της ψευτιάς με την αλήθεια, αλλά ο κόσμος, που ζητάει να νοθεύση την αλήθεια, να την κάνη σχετική και μερική. Γι’ αυτό όταν η συζήτησις έλθη για την ένωσι «των Εκκλησιών», βλέπει κανείς να την υποστηρίζουν με ενθουσιασμό άνθρωποι που ποτέ άλλοτε δεν ενδιαφέρθηκαν για τα της θρησκείας. Η ένωσις είναι ο καλύτερος τρόπος εξουδετερώσεως του Χριστιανισμού, που ανεκάλυψε η παράταξις του διαβόλου, η αρχή του ξεφτίσματός του και η υποταγή του στα θελήματα τη πολιτικής, η μετατροπή του σε υπηρέτη των συμφερόντων του κόσμου. Με την ένωσι ο Χριστιανισμός ίσως να αποκτήση μεγαλύτερη κοσμική ισχύ, θα χάση όμως όλη την πνευματική του δύναμι, αυτήν ακριβώς που ενοχλεί τον κόσμο. Μήπως δεν έγινε ήδη αυτό μέσα στην Καθολική «Εκκλησία»; Η δίψα των Παπικών για κοσμική ισχύ τους έκανε να κατεβούν στον στίβο των πολιτικών ελιγμών, απ’ όπου βγήκαν υπηρέται των μεγάλων πολιτικών ρευμάτων. Όσοι μιλούν για την ένωσι δεν έχουν καταλάβει γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο. Νομίζουν ότι ήρθε να κηρύξη ένα ηθικοπλαστικό κήρυγμα σαν τα δικά τους. Ότι ήλθε για να μας μάθη πώς να ζούμε επάνω σ’ αυτήν την γή σαν καλοί πολίτες. Τον έχουνε για μεγάλο νομοθέτη, τον μεγαλύτερο ίσως των αιώνων. Λένε και ξαναλένε ότι οι άνθρωποι πρέπει να ακολουθήσουν τον νόμο του Χριστού για να έλθη, επί τέλους, η Βασιλεία του Θεού επάνω στη γή. Άλλοι μιλούνε «για μια Χριστιανική Ελλάδα» άλλοι για «Χριστιανικές Δημοκρατίες», άλλοι για Χριστιανικά Βασίλεια, και δεν καταλαβαίνουν όλοι αυτοί πόσο μοιάζουν οι προσδοκίες τους με τις προσδοκίες των Εβραίων, που ήθελαν τον Μεσσία επίγειο Βασιλέα.
Δεν θέλουν τον Χριστό όπως είναι, δεν θέλουν τον Χριστό που αρνήθηκε να υποκύψη στους πειρασμούς που του έβαλε ο διάβολος στην έρημο. Θέλουν ένα Χριστό που να έχη υποκύψει σ’ αυτούς. Θέλουν έναν Χριστό ορεγόμενο τα βασίλεια της γής. Ένα Χριστό που να κάνη τις πέτρες ψωμιά για να χορτάσουν όλοι οι άνθρωποι. Έναν Χριστό που να καταπλήξη τον κόσμο με θαύματα που εμπνέουν το δέος και να αναγκάση τους ανθρώπους να υποταχθούν. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί δεν προσμένουν τον Χριστό αλλά τον αντίχριστο.Ο Χριστός θα μείνη μέχρι την Δευτέρα Παρουσία ταπεινός και κρυμμένος, μακριά από τις γήϊνες εξουσίες, μακριά από τις γήϊνες ανέσεις, χωρίς να αναγκάζη κανέναν να τον ακολουθήση, και ζητώντας απ’ αυτούς που θά’ρθούνε κοντά του να του μοιάζουν στην ταπείνωση και στην αφάνεια και να μη περιμένουν τίποτε το γήϊνο.
Οι «Χριστιανοί» που μιλούν για «κράτος του Θεού», «Χριστιανικές Ελλάδες», «Παγκόσμιο Χριστιανισμό» και «Ένωσι Εκκλησιών», τέτοιον Χριστό δεν τον θέλουν. Αυτοί είναι σαν τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ, έτοιμοι ν’ ανεβάσουν στην πυρά τον Χριστό γιατί ανατρέπει τα σχέδιά τους, που τόσους αιώνες με επιμονή καλλιέργησαν. «Ήρθες και μας δίδαξες έναν Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό», λέγει ο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ, έτοιμοι ν’ ανεβάσουν στην πυρά τον Χριστό γιατί ανατρέπει τα σχέδιά τους, που τόσους αιώνες με επιμονή καλλιέργησαν. «Ήρθες και μας δίδαξες έναν Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό», λέγει ο Ιεροεξεταστής στον Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό», λέγει ο Ιεροεξεταστής στον Χριστό «κ’ εμείς τόσους αιώνες τώρα πασχίσαμε να τον κάνουμε θρησκεία ανθρώπινη, και τώρα που το πετύχαμε, ήρθες να χαλάσης τους κόπους τόσων αιώνων; Αλλά δεν θα το κατορθώσης. Αύριο θα διατάξω να σε κάψουν σαν αιρετικό».
Ναί, οι άνθρωποι θέλουν ένα Χριστό που να μιλά για τούτη τη ζωή και όχι για την άλλη, θέλουν ένα Χριστό που να προσφέρη τα αγαθά ετούτης της ζωής και όχι τα αγαθά της άλλης. Δεν θέλουν πλούτο που δεν πιάνεται και δεν ζυγίζεται, αλλά πλούτο χειροπιαστό. Δεν τον θέλουν αρχηγό του Μέλλοντος Αιώνος αλλά αρχηγό του νύν αιώνος.
Να γιατί δεν νοιάζονται για το τι θα γίνη η αλήθεια όταν ενωθούν όλες οι αλλοπρόσαλλες και δήθεν «Χριστιανικές» Εκκλησίες, ύστερα από χίλιες δυό υποχωρήσεις και χίλιους δυό συμβιβασμούς. Να γιατί δεν ενδιαφέρονται για το τι θα γίνη η εν Χριστώ ζωή ύστερα από την εισβολή στον κατακάθαρο χώρο της Ορθοδοξίας τόσων και τόσων θρησκευτικών βαρβάρων και πνευματικών παλίμπαιδων. Η αλήθεια δεν τους ενδιαφέρει, ο Χριστός δεν τους ενδιαφέρει, ούτε η εν Πνεύματι και Χάριτι ζωή. Τους ενδιαφέρει μόνον η επίγεια δύναμις που δίνει η ενότης και η κοσμοκρατορία κάτω από μια ενιαία κοσμοθεωρία.
Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να λέγωνται Χριστιανοί χωρίς να είναι. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πιστεύουν ότι είναι γνήσιοι Χριστιανοί, γιατί τον Χριστιανισμό τον αγνοούν και τον συγχέουν με φιλοσοφικές θεωρίες, με «κοσμοθεωρίες», όπως τους αρέσει να λένε. Στην πραγματικότητα είναι οπαδοί του αντιχρίστου, σαν τους Εβραίους της εποχής του Χριστού, σαν τους Εβραίους κάθε εποχής.
Οι Εβραίοι περίμεναν τον Μεσσία επί αιώνες, και όταν ήλθε, δεν τον δέχτηκαν, αλλά τον κρέμασαν επάνω στον σταυρό. Γιατί άρα γε; Γιατί ο Χριστός δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Γι’ αυτό και στό πρόσωπό του δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τον Μεσσία. Αυτοί περίμεναν έναν επίγειο βασιλιά, κατακτητή του κόσμου. Περίμεναν αυτόν που θα υπότασσε κάτω από τα πόδια του λαού του Ισραήλ τις φυλές όλου του κόσμου, που θα ανάγκαζε τους κοσμοκράτορες Ρωμαίους να πέσουν να τον προσκυνήσουν, που θα έδινε στους οπαδούς του δύναμι και δόξα.
Όταν είδαν αυτόν τον φτωχό και ταπεινό, τον πράο και ειρηνόχυτο, που δεν προσέφερε επίγεια αγαθά, αλλά μιλούσε για τα ουράνια, και όχι μόνον αυτό, αλλά που τους ζητούσε ακόμη να στερηθούν τα επίγεια και χειροπιαστά για να μπορέσουν ελεύθεροι να φθάσουν στα επουράνια και άπιαστα, κατάλαβαν ότι δεν ήταν γι’ αυτούς. Αυτός δεν ήταν ο Μεσσίας που περίμεναν, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αυτός που αρνήθηκε να κάνη τις πέτρες ψωμιά για να χορτάσουν όλοι, αυτός που αρνήθηκε να υποτάξη τα βασίλεια της γής, δεν ήταν κατάλληλος για αρχηγός τους. Γι’ αυτό τον σταύρωσαν και άρχισαν να περιμένουν κάποιον άλλον. Και τον περιμένουν ακόμη. Και μαζί με τους Εβραίους, περιμένουν τον Μεσσία των Εβραίων εκατομμύρια λαός, που οι περισσότεροι λέγονται Χριστιανοί. Και δεν έχουν ιδέα ότι περιμένουν τον ίδιο Μεσσία που περιμένουν και οι Εβραίοι. 

πηγή

Ο γογγυσμός.


a9Η αγωνία όλων μας είναι 
η Εκκλησία να μην υποταχθεί 
στο θεσμοποιημένο πρόγραμμα 
διακονίας των αναγκών της επιβίωσης, 
ούτε να νικηθεί από το αίσθημα 
ότι κάποιοι είναι πιο οικείοι, 
πιο άγιοι, πιο ξεχωριστοί 
από κάποιους άλλους.



π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Οι άνθρωποι ζητούμε από χώρους όπως η Εκκλησία την τελειότητα. Να ακολουθούν τα δικά μας θέλω, τα δικά μας πρότυπα, να μην υπάρχει ψεγάδι στον τρόπο που λειτουργούν. Κι αν μάλιστα βλέπουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, κουνούμε περιφρονητικά το κεφάλι και λέμε ότι αν στον χώρο της υποτιθέμενης τελειότητος, καθώς η Εκκλησία για τους πολλούς είναι ο εκφραστής της τελειότητας του Θεού και επομένως και αυτή πρέπει να είναι τέλεια, υπάρχουν προβλήματα και δυσκολίες, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να ακολουθούν οι υπόλοιποι άνθρωποι έναν θεσμό που δεν μπορεί να μεταμορφώσει τους οικείους του.

Όμως η Εκκλησία δεν είναι χώρος τελείων, αλλά σώμα που αποτελείται από μέλη που θέλουν να αγιαστούνε. Ανθρώπους που έχουν τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, που αγωνίζονται, που πέφτουν, που σηκώνονται, που έχουν το εγώ τους και τον πειρασμό να τους ταλαιπωρεί. Κάποτε ηττώνται. Όμως δεν μένουν στην ήττα τους. Παλεύουν να βρούνε λύσεις σύμφωνα με τα κριτήρια της αγάπης. Δεν μένουν στο γογγυσμό, στην γκρίνια δηλαδή και την μεμψιμοιρία που ταλαιπωρεί πολλούς. Διότι ο γογγυσμός έχει να κάνει με την επιθυμία του ανθρώπου να διαμαρτύρεται διότι δε βρίσκει τα πράγματα όπως τα θέλει. Όποιος εμμένει στον γογγυσμό μάλιστα στην ουσία δείχνει ότι αναπαύεται στην μη επίλυση των προβλημάτων διότι δε θέλει να παλέψει γι’ αυτήν αλλά ούτε και είναι πρόθυμος να υπομείνει, να συγχωρήσει, να ανεχτεί. Η Εκκλησία όμως ζητά από τους ανθρώπους να πορεύονται με ειλικρίνεια, αλλά και διάθεση να συνυπάρξουν και όχι να τονίζουν τις διαφορές τους.

Η πρώτη εκκλησιαστική κοινότητα των Ιεροσολύμων, μολονότι είχε τα χαρακτηριστικά της αγάπης, της κοινοκτημοσύνης, του ενθουσιασμού για την πίστη, της απόλυτης ενότητας, γρήγορα άρχισε να αντιμετωπίζει τις πρώτες δυσκολίες. Τον γογγυσμό. Οι ελληνόφωνοι παραπονιούνταν για τους εβραιόφωνους, διότι οι τελευταίοι, που είχαν την ευθύνη για την διανομή των τροφίμων, αδικούσαν στην μοιρασιά τις χήρες που προέρχονταν από τις ελληνόφωνες οικογένειες. «Εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών» (Πράξ. 6,1). Το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου. Η τροφή. Ακόμη και το θαύμα της πίστης κινδυνεύει από την ανάγκη του ανθρώπου να φάει. Και όχι μόνο. Από την ανάγκη του ανθρώπου να βρει δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά στην τροφή. Η επιβίωση μπαίνει πιο πάνω από την αγάπη. Κάποτε και η απληστία. Στην περίπτωση των πρώτων χριστιανών μπαίνει ο εθνικισμός. Η διαφορετικότητα. Η αίσθηση ότι οι ελληνόφωνοι δεν είναι τόσο δικοί μας όσο οι εβραιόφωνοι. Και γίνονται διακρίσεις, οι οποίες απειλούν την ενότητα. Απειλούν και το έργο των αποστόλων, οι οποίοι πιέζονται να εγκαταλείψουν το έργο του Θεού και να διακονούν τις διανομές των τροφίμων. Αυτό που πηγάζει από την αγάπη και την ενότητα και είναι σημείο της, απειλεί να υποσκάψει και να διαλύσει την κοινότητα. Από σημείο γίνεται σημαία.

Γιατί όμως αυτή η παραθεώρηση;
Προφανώς και δεν φταίει η πίστη. Eίναι όμως δεδομένο ότι η πίστη στην πρώτη Εκκλησία δεν ήταν εκ φύσεως στους ανθρώπους, αλλά εξ επιλογής. Δεν είχαν μεγαλώσει μ’ αυτήν, αλλά την βρήκαν στην πορεία της ζωής τους. Ήταν διαμορφωμένες οι προσωπικότητες, οι ανάγκες τους, ο τρόπος τους. Η πίστη έρχεται να δώσει μία νέα αφετηρία στη ζωή τους. Έχοντας συναντήσει τον Χριστό καλούνται να ξαναχτίσουν τον εαυτό τους. Και δεν αρκεί ο ενθουσιασμός. Χρειάζεται πνευματική εργασία, για να φύγει ο παλαιός άνθρωπος. Διότι σημάδι του παλαιού ανθρώπου είναι τόσο η έγνοια για επιβίωση όσο και ο χωρισμός των ανθρώπων σε οικείους και ξένους. Σημάδι της πίστης είναι η κοινωνία με τον Χριστό ως Άρτο της Ζωής και η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, όπως επίσης και η ενότητα που καταργεί κάθε διαχωρισμό. Αν ο Χριστός είναι η προτεραιότητα, τότε η πίστη νικά και τον πειρασμό. Στην περίπτωση της πρώτης Εκκλησίας αυτό δεν κατέστη τελικά εφικτό και γι’ αυτό οι απόστολοι προχωρούν στην πρακτική επίλυση των προβλημάτων, δίδοντας στην Εκκλησία θεσμούς, όπως αυτός των επτά διακόνων, οι οποίοι θα μεριμνούν για την δικαιοσύνη στο ζήτημα της επιβίωσης και δια της αυθεντίας που προήλθε από την δημοκρατική εκλογή θα διασφαλίσουν την ενότητα.

Η κίνηση αυτή δείχνει τη συγκατάβαση της πίστης στην ανθρώπινη αδυναμία. Δεν προσποιούνται οι απόστολοι ότι δεν είναι σημαντικό το πρόβλημα, ούτε ζούνε σε έναν ιδανικό κόσμο. Ξέρουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να αγωνιστούν πολύ για να νικήσουν τον παλαιό εαυτό τους.   Γι’ αυτό και δείχνουν τι είναι σημαντικό και τι όχι, αλλά και λύνουν το πρόβλημα. Ο αγώνας όμως η πίστη να είναι πιο πάνω από την ανάγκη  δεν σταματά. Ο Θεάνθρωπος Χριστός ήξερε ότι απευθύνεται στον άνθρωπο. Αυτόν που νικιέται από τους πειρασμούς. Αυτόν που έχει οριοθετήσει την ύπαρξή του με τέτοιον τρόπο ώστε να προηγείται ο εαυτός του και μετά να ακολουθεί η σχέση με τον Θεό. Και ο Χριστός δια της Εκκλησίας συγκαταβαίνει, αλλά και  δείχνει την αλήθεια.

Τι γίνεται με μας, οι οποίοι αποκτήσαμε την πίστη από την αρχή της ζωής μας και όχι από μεταστροφή; Πόσο έχουμε απελευθερωθεί από τον παλαιό εαυτό μας; Η απάντηση δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Οι περισσότεροι από εμάς πάλι τις δικές μας ανάγκες και τη διαφορετικότητα, τα δικαιώματά μας τονίζουμε. Κι ενώ η πίστη μας δείχνει τον δρόμο της συνάντησης με τον Αναστημένο Χριστό, τον δρόμο της αγάπης και της αιωνιότητας, εμείς ασχολούμαστε πρωτίστως με την απολλυμένη βρώση και την εξουσία του εγώ μας και των όσων είναι με μας. Γι’ αυτό χρειάζεται να εμπιστευόμαστε την Εκκλησία, ακόμη κι ως θεσμό. Την Εκκλησία η οποία αγιάζεται και αγιάζει. Να μην χρησιμοποιούμε ως πρόφαση την απουσία τελειότητας των άλλων, αλλά με ταπείνωση να παραμένουμε ενταγμένοι σ’ Αυτήν και με εμπιστοσύνη στους θεσμούς της, αλλά και με υπομονή να βρίσκουμε την προτεραιότητά μας.

Η αγωνία όλων μας είναι η Εκκλησία να μην υποταχθεί στο θεσμοποιημένο πρόγραμμα διακονίας  των αναγκών της επιβίωσης, ούτε να νικηθεί από το αίσθημα ότι κάποιοι είναι πιο οικείοι, πιο άγιοι, πιο ξεχωριστοί από κάποιους άλλους. Από το πνεύμα   της υπεροχής, της εξουσίας, της διάσπασης, το οποίο προκαλεί γογγυσμό και παγιδεύει τους ανθρώπους. Η αγωνία και η προσευχή όλων είναι η Εκκλησία να συνεχίσει τον αποστολικό δρόμο. Ρεαλισμός, αγάπη και την ίδια στιγμή κατάδειξη της προτεραιότητας. Της μοναδικότητας της κοινωνίας με το πρόσωπο του Αναστημένου Χριστού στην πνευματική ζωή της πίστης, της υπέρβασης του παλαιού ανθρώπου και της υπομονής και της συγχωρητικότητας έναντι αυτών που δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Κατανόησης στον γογγυσμό τους, αλλά και ειλικρίνεια και απόφαση να μη χάσουμε τον δρόμο προς την Αλήθεια.  Για να μη νικά ο γογγυσμός, αλλά η διάθεση για ενότητα και ζωή με την όντως Ζωή.

Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι


Ἡ νεώτερη ἐπιστήμη ἀπέδειξε τή λογικότητα τῆς ὕλης. Τά ἄτομα δέν θεωροῦνται πιά, ὅπως συνέβαινε στήν ἀρχαιότητα, ἄμορφα κομμάτια χωρίς καμιά ἐσωτερική ὀργάνωση, ἀλλά ἑνότητες ἐνεργητικές, ἀπαρτιζόμενες ἀπό ἄλλες ὑποδεέστερες μονάδες πού βρίσκονται σέ κινήσεις ἀμοιβαίων σχέσεων. Ἄν οἱ ὄγκοι καί οἱ ἐκτάσεις χάσουν τή σταθερή ἀμοιβαιότητα σχέσεων κατά τίς κινήσεις τους, δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ ὑλική μάζα, οὔτε κἄν ἐνέργεια, πού νἄναι σέ θέση νά παράγει τίς σταθερές ὑλικές ἑνότητες.

Παραμένει, ὡστόσο, ἀναμφίβολα τό ἐρώτημα: σέ τί συνίστανται οἱ πλαστικοί, αἰσθητοί καί ἐνεργητικοί αὐτοί τρόποι ὕπαρξης, στούς ὁποίους ἐκδηλώνεται ἡ λογικότητα πού συντηρεῖ τούς ὄγκους, τίς σταθερές καί περίπλοκες ἐκτάσεις τους, καί τίς συνεχεῖς κινήσεις; Οἱ τρόποι αὐτοί δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς μηδέν κι ὡστόσο δέν ὑπάρχουν ἀπό μόνοι τους, παραμένουν ἕνα μυστήριο πιό δυσεξέταστο καί δυσερμήνευτο ἀπ’ ὅτι κι αὐτή ἡ ἴδια ἡ λογικότητα.

Ταυτόχρονα, ἡ λογικότητα πού ἐκδηλώνεται στήν αἰσθητή πλαστικότητα δέν μπορεῖ νάχει τήν ἀφετηρία της παρά μόνο στή δύναμη κάποιου προσώπου ἀνώτερου ἀπ' αὐτήν, καί τοῦτο, γιατί μόνο τό πρόσωπο εἶναι ἀφ' ἑνός λογικό, ἀφ' ἑτέρου πάντα νέο στή λογικότητά του.


Γι' αὐτό, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν δίκιο ὅταν βεβαιώνουν πώς τά πράγματα ἔχουν τή βάση τῆς σύστασής τους σ’ ἕνα σύστημα προϋπαρχόντων λόγων πού περιέχονται στό ὑπέρτατο πρόσωπο, τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ λόγοι αὐτοί ἐκδηλώνονται ὄχι μόνο στή σταθερή καί ἰδιαίτερα πολύπλοκη ὀργάνωση τῶν πραγμάτων, ἀλλά καί στίς ἄπειρα ποικίλες ἔννοιές τους. Διότι τό κάθε πράγμα ἔχει μία ἔννοια διάφορη τοῦ ἄλλου. Αὐτή δέ τήν ἔννοια τήν ἐκφράζουμε μ' ἕνα λόγο, ἤ μ' ἕνα ἑνιαῖο σύνολο λόγων, μέ τούς ὁποίους διαστέλλουμε τό ἕνα πράγμα ἀπό τό ἄλλο, κατά τήν κοινοποίησή του σέ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Ἑπομένως, ὁ λόγος εἶναι ἡ ἔννοια τῶν πραγμάτων ποὺ κοινοποιεῖται μεταξύ τῶν προσώπων. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό δισήμαντο τοῦ ἑλληνικοῦ ὅρου "Λόγος", τόν ὁποῖο μεταχειρίζονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά προσδιορίσουν τόσο τήν ὀντολογική βάση ὅσο καί τήν ἔννοια τῶν πραγμάτων. Τά πράγματατα, λοιπόν, εἶναι αἰσθητές πραγματικότητες μέσα στίς ὁποῖες ἐκδηλώνονται λόγοι ὀργανοποιημένοι, καί ἔννοιες πού ἐκφράζονται μέ τούς λόγους.

Πράγματα καί πρόσωπα εἶναι λόγοι ἑνός δημιουργικοῦ Προσώπου. Οἱ ὀργανοποιημένοι λόγοι τῶν πραγμάτων φανερώνουν τήν ὑπεροχή τους ἔναντι τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ αὐτά δέν ὑπάρχουν λόγω μιᾶς τυχαίας συγκέντρωσης τῶν στοιχείων πού τά συνιστοῦν. Κάποιο ἑνιαῖο καί λογικό σύστημα ὑπεροχικῆς δυνάμεως προσδιορίζει μέ ἀδιάκοπη συνέχεια τή σύσταση τῶν πραγμάτων, χρησιμοποιώντας τους αὐτούς, κι' ὡστόσο διάφορους τρόπους, σχηματίζοντας καί συμπυκνώνοντας τά αὐτά στοιχεῖα. Ἔτσι τά πράγματα εἶναι πλαστικές εἰκόνες τῶν λόγων.

Ἀλλά τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, στά ὁποῖα ἀπευθύνεται τό δημιουργικό Πρόσωπο μέ τά πράγματα πού δημιούργησε, δέν εἶναι μόνον οἱ εἰκόνες κάποιων λόγων, ἀλλά οἱ εἰκόνες τοῦ ἴδιου τοῦ δημιουργικοῦ Προσώπου, ἔτσι ὥστε τό Πρόσωπο ἐκεῖνο νάχει τή δυνατότητα ν' ἀπευθυνθεῖ σ' αὐτά, καί νάχει μαζί τους διάλογο γιά τούς λόγους τῶν δημιουργηθέντων πραγμάτων. Τοῦτο σημαίνει πώς στό δημιουργημένο πρόσωπο, παρά τήν ἰδιαίτερα πολύπλοκη σύστασή του, ὑπάρχει καί κάποια συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν πραγμάτων, καθώς καί ἐλευθερία γιά νά μπορεῖ τό πρόσωπο τοῦτο, νά συμπεριφέρεται ἐλεύθερα κατά τόν διάλογον. Ἐπίσης, αὐτό σημαίνει πώς τό δημιουργημένο πρόσωπο δέν εἶναι μόνο ἡ πλαστικότητα κάποιου λόγου ἀντικειμενικοῦ καί ἀσύνειδου, ἀλλά ἔχει καί κάποιο λόγο ἐνσυνείδητο μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά παρέμβει στά πράγματα τά ὀργανωμένα ἀπό τούς λόγους ἤ στήν ἴδια τήν ὀργάνωση ἤ λογικότητα.

Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου βεβαιώνει ὅτι τό σύστημα τῶν λόγων τῶν πραγμάτων δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἀντικειμενικό καί ἀπρόσωπο, ἀλλά ὅτι οἱ λόγοι φέρονται ἀπό κάποιο ὑποκείμενο πού ἔχει ἐντός του τήν ἐλευθερία καί τό ὁποῖο, ὡς ἀνώτατο Ὑποκείμενο, εἶναι ἡ πηγή καί τό στήριγμα τῆς λογικότητας κάθε πλαστικῆς τάξης τῶν πραγμάτων καί τῶν προσώπων. Ἄλλωστε, ἀπό τό γεγονός τοῦτο, ὅτι δηλαδή στόν κόσμο ὑπάρχει κάποια λογικότητα, προκύπτει ἀναγκαστικά ὅτι ὑπάρχει κάποιο ὑποκείμενο, ἤ ὑποστήριγμα, ἤ ὑπόσταση, πού ἔχει συνείδηση αὐτῆς τῆς λογικότητας. Μία λογικότητα χωρίς ὑποκείμενο πού νά τή συνειδητοποιεῖ καί χωρίς μιὰ τελική ὑπόσταση θἄταν παραλογισμός, ἀφοῦ δέν θάχε κανείς γνώση γι' αὐτή καί τό νόημά της. Γιά ποιόν λοιπόν λόγο θά ὑπῆρχε τότε κάποιο νόημα ἤ κάποια λογικότητα; Και πῶς θά μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ; Συχνά λέγεται πώς ἡ ὀργάνωση τοῦ κόσμου εἶναι προϊόν τύχης. Μία κίνηση ὅμως, πού ὁδηγεῖ πάντα σέ κάποια λογική ὀργάνωση, ἔχει ἐντός της καί κάποια λογικότητα. Ἄν ὁ παρών κόσμος παρουσιάζει, σέ ὁποιοδήποτε μέτρο, τήν ὄψη κάποιας τύχης, τοῦτο συμβαίνει ἐπειδή ὁ κόσμος αὐτός δέν ἔφθασε ἀκόμη στόν πλήρη του λογικό στόχο.

Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς λογικότητας τοῦ παρόντος κόσμου, ἄν καί ἐλλιπὴς, ἀποδεικνύει ὅτι τούτη ἡ λογικότητα πρέπει νάχει τήν ἀρχή καί τό τέλος της σέ μία πλήρη καί τελική λογικότητα. Ἄν ὑπάρχει κάποια λογικότητα στόν κόσμο, τούτη πρέπει νά ἔχει ὑπεράνω αὐτῆς μιὰ πλήρη λογικότητα, ἐκείνη πού βρίσκεται στήν κορυφή κάθε λογικότητας. Κάθε λόγος διψᾶ γιά τήν τελική λογικότητα. Μέ τή δίψα του αὐτή, ὁ κάθε λόγος ἀναφέρεται σέ κάποια λογικότητα πού βρίσκεται ἤδη στό τέρμα της ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Ἀκόμα, ἡ τέλεια αὐτή προαιώνια λογικότητα δέν μπορεῖ παρά νάναι τό προσόν κάποιου προσώπου. Μέ τήν ἰδιότητα αὐτή καί μόνον προσελκύει πρός αὐτήν κάθε λογικότητα τοῦ κόσμου. Κάθε λογικότητα, ὡς οὐσιῶδες ἀρχικό καί τελικό συμπλήρωμα ἔχει τή γνώση, ἡ ὁποία εἶναι τό ἰδιαίτερο προσόν τοῦ προσώπου. Χωρίς τή γνώση ἡ λογικότητα στερεῖται παντός νοήματος -καί μάλιστα εἶναι ἄλογος.

Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων, στήν πληρότητά τους, πρέπει νά 'ναι γνωστοί σέ κάποιο ἀπόλυτα ἐνσυνείδητο πρόσωπο, πού ἔχει πλήρη συνείδησή τους, ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Οἱ λόγοι, συνεπῶς, εἶναι τό περιεχόμενο κάποιας ὑπέρτατης συνείδησης. Εἶναι οἱ ἀκτίνες ἑνός τέλειου φωτός ἤ μιᾶς συνείδησης πού εἶναι καθαυτή τό ὑπέρτατο νόημα καί πού θέλει νὰ ’ναι περισσότερο γνωστή διά μέσου τῶν πραγμάτων μέ τά ὁποῖα ἐκδηλώνεται. Κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, κάθε δραστηριότητα πάνω στά πράγματα, κάθε καλλιτεχνία θὰ ’ταν ἐντελῶς ἄσκοπη στή περίπτωση πού ἡ λογικότητα τοῦ κόσμου δέν θα ’χε κάποιο πραγματικό νόημα. Καί τοῦτο θά συνέβαινε ἄν ἡ λογικότητα τοῦ κόσμου δέν εἶχε τήν ἀρχή καί τό ἐπίκεντρό της σέ μιὰ χωρίς τέλος συνείδηση καί γνώση, κι ἄν τό ἑνιαῖο καί πολύπλοκο νόημά της δέν ἀπευθυνόταν σέ δημιουργημένες προσωπικές συνειδήσεις.

Ἡ παρηγοριά δέ μέ τήν ἰδέα πώς αὐτή τούτη ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἀνύπαρκτης λογικότητας προσδίδει κάποιο ἐπαρκές νόημα στή ἀνθρώπινη ὕπαρξη, δέν εἶναι μιά παρηγοριά ἱκανοποιητική. Ἡ ἀναζήτηση κάποιου πράγματος μέ τή συνείδηση ὅτι δέν θά βρεθεῖ ποτέ καταντάει παραλογισμός. Ἄν, ἄφ τέρου, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀναγκάζεται καί ἐπιζητεῖ κάποιο νόημα, τοῦτο σημαίνει πώς ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου κραυγάζει γι' αὐτό τό νόημα, ἤ πώς δημιουργήθηκε γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐφεύρεση ἑνός νοήματος. Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ πρός τήν πραγματοποίηση αὐτοῦ του σκοποῦ, στό βαθμό πού προχωρεῖ πρός τή συνειδητοποίηση ἑνός νοήματος, τοῦ ὁποίου ἔχει ἀπόλυτη γνώση ἡ ὑπερτάτη συνείδηση. Στήν περίπτωση πού θά ὑπῆρχε ἕνα τέτοιο πλῆρες νόημα καί μία τέτοια συνείδηση πού τό γνωρίζει ἀπόλυτα, τότε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο θάταν μία ὕπαρξη ἐνάντια στήν πραγματικότητα, διότι θ' ἀναζητοῦσε κάτι πού δέν ὑπάρχει. Θάταν μιά ὕπαρξη στερημένη νοήματος, τό ἀνθρώπινο φαινόμενο θά στερεῖτο νοήματος περισσότερο ἀπ'ὅλα τά φαινόμενα τοῦ κόσμου. Στήν περίπτωση αὐτή καί τά πράγματα θάταν ἐντελῶς παράλογα.

Ἄλλωστε, ἡ ἐντύπωση αὐτή τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος μέσα στήν πραγματικότητα, καί ἡ προσπάθεια δικαιολογίας τῆς φαινομενικῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος, εἶναι πράξεις τοῦ προσώπου καί ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ συνείδηση αὐτή τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος προϋποθέτει τή συνείδηση τοῦ νοήματος. Τά παρά πάνω προϋποθέτουν ἕνα πρόσωπο πού ἀπασχολεῖται μέ τό πρόβλημα τοῦ νοήματος, δηλαδή μία πραγματικότητα πού βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς σκέψης τοῦ νοήματος καί τῆς ἀναζήτησης τοῦ νοήματος. Ἡ φαινομενική αὐτή ἀπουσία τοῦ νοήματος ἀπαιτεῖ μία συνείδηση πού νά τήν ἐπιβεβαιώνει, καί μάλιστα ἕνα πρόσωπο ἀπασχολούμενο μέ τοῦτο. Ἀπ' αὐτό προκύπτει ὅτι τό πρόσωπο ἀναγκάζεται νά δώσει κάποιο νόημα καί στή φαινομενιική ἀπουσία νοήματος. Τοῦτο σημαίνει πώς ἡ συνείδηση τοῦ νοήματος εἶναι βαθύτερη ἀπό τό φαινόμενο τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος. Ἡ συνείδηση δέν θά μποροῦσε νά συλληφθεῖ ἀπό τή φαντασία χωρίς τήν ἀπασχόλησή της μέ τό νόημα. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος ἀπό τό πρόσωπο ταυτίζεται μέ τήν κατάφαση τοῦ νοήματος, καί ἡ ἴδια ἀποτελεῖ καί τή βάση τῆς θέσης τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος. Μόνη ἡ συνείδηση τοῦ προσώπου ἔχει τή δυνατότητα καί τῆς κατάφασης τοῦ νοήματος, καί τῆς ἄρνησης τοῦ νοήματος.

Ἴσως κάποτε, στήν τάση ἐπιβεβαίωσης τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος, τό πρόσωπο συναισθάνεται ὅτι τό νόημα τῆς ὕπαρξης εἶναι βαθύτερο καί περιπλοκότερο ἀπό κάθε νόημα, πάντα πολύ ἁπλό, πού τό ἀντιλαμβανόμαστε στόν ἀτελεύτητο δρόμο μας πρός τήν ἐπίγνωση τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νοήματος.

Ἐνεργητικά, τό νόημα τῆς ὑπέρτατης προσωπικῆς πραγματικότητας, ὡς πηγῆς ὁποιουδήποτε νοήματος, βρίσκεται στή βαθύτητα ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τήν τόσο πολύπλοκη σύνθεσή του, τά πολλαπλά συναισθήματα, τάσεις καί σκέψεις του. Ὅταν πρόκειται κανείς νά ἐκφράσει τό ὁλικό νόημα τοῦ Προσώπου αὐτοῦ ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι κανένα ἀπό τά ἐκφραζόμενα νοήματα δέν ἀποδίδει πιστά τό Πρόσωπο αὐτό, ἤ ὅτι τό περί οὗ ὁ λόγος πρόσωπο δέν ἔχει κανένα ἐκφραζόμενο νόημα. Καί ὅλο καί περισσότερο συναισθανόμαστε, ὅτι τό κάθε νόημα πού μποροῦμε νά σκεφθοῦμε μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση μίας ἀπουσίας νοήματος τῆς ἰδιαίτερα πλούσιας καί πλύπλοκης ὑπέρτατης ὕπαρξης. Πράγματι, σέ σχέση μέ τά νοήματα πού ἔχουμε σκεφθεῖ, κάθε νόημα αὐτῆς εἶναι καθ' ......ὑπεροχήν ἀπουσία τοῦ νοήματος, ὅπως λέει ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης.

Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ σχέση στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὡς συμπαγές καί ἐνσυνείδητον ὑποκείμενον πρός τήν καθολική καί ἐνσυνείδητη λογικότητα τοῦ κόσμου τῶν πραγμάτων; Ὑπάρχει ὁ πειρασμός νά θεωρηθεῖ ὁ ὑποκειμενικός λόγος ἤ ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση ὡς τυχαῖος, πεπερασμένος καί σπάνιος αὐτοφωτισμός τῆς ἀντικειμενικῆς καί καθολικῆς λογικότητας τοῦ κόσμου.

Ἤδη μνημονεύσαμε, πώς μέσα στήν ἀδιάκοπη λογικότητα πού φέρεται πρός τό ἀπόλυτο τέρμα τοῦ κόσμου, τίποτα δέν παρουσιάζεται ὡς τυχαῖο. Τά πάντα στόν κόσμο ὑπάρχουν σύμφωνα μέ τό πρότυπο καί τή δύναμη κάποιας ὑπεροχικῆς λογικότητας, Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέ τόν ὑποκειμενικό του λόγο σέ ὀντολογική σχέση πρός τήν ἀντικειμενική λογικότητα, μπορεῖ νά πραγματωθεῖ τυχαία, ἀλλά πραγματώνεται σύμφωνα πρός κάποιον ὑπεροχικό τύπο ἑνός συνειδητοῦ προσωπικοῦ λόγου. Τοῦτος πρέπει νά ἔχει ἐντός του τούς τύπους ὅλων τῶν ἀντικειμενικῶν λόγων τῶν ἀπροσώπων πραγμάτων, δεδομένου ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὡς εἰκών τοῦ ὑπερτάτου προσώπου, κατέχει τήν οὐσία καί τήν ἀντικειμενική λογικότητα τοῦ κόσμου τῶν πραγμάτων καί βρίσκεται σέ συνέχεια ὕπαρξης μέ τή λογικότητα τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο χαράζει τό χαρακτήρα τοῦ δικοῦ του προσώπου.

Ἄρα τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει, ἐκτός τῆς ἀντικειμενικῆς λογικότητας τῶν ἄλλων στοιχείων τοῦ κόσμου, τόν ὑποκειμενικό λόγο στενά συνδεδεμένο μ' ἐκείνη ἀλλά καί ταυτόχρονα διακεκριμένον ἀπ' αὐτή. Ὁ αὐτοσυνείδητος λόγος, ὁ λόγος πού βλέπει τόν Ἑαυτό του, καί οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων εἶναι ἐντελῶς διαφορετικοί, ἄν καί εἶναι στενά συνδεδεμένοι. Ὁ πρῶτος ἀποκαλύπτει, δικαιολογεῖ, συμπληρώνει καί δίνει κάποιο νόημα στήν ἀσύνειδη λογικότητα τῶν πραγμάτων, καθιστάμενος ἔρεισμά της, ὡς εἰκών τό δηνιουργικού καί συντηρητικοῦ Λόγου της. Ὁ λόγος αὐτός ἀνήκει σέ διαφορετικό ἐπίπεδο ἀπό κεῖνον τῆς ἀντικειμενικῆς ἀσύνειδης λογικότητας./ Ἀλλά τοῦτος συνδέεται μέ τό ἐπίπεδό του τελευταίου, ἐπειδή ὁ τελευταῖος ἔχει κάποια ὀργάνωση προσδιορισμ;νή στήν κατανόησή του ἀπό τόν ὑποκειμενικό λόγο, καί μπορεῖ νά συμβάλλει στήν ἐξέλιξη τοῦ ὑποκειμενικοῦ λόγου γιά τήν πλήρη αὐτοσεινήδησή του καί γιά τήν κοινωνία του μέ τό ἀνώτατο Πρόσωπο.

Ἡ διαφορά καί ἡ σχέση ἀνάμεσα στά δύο ἐπίπεδα εἶναι ἡ ἴδια ὅπως, γενικά, ἐκείνη ἀνάμεσα στό πρόσωπο καί τό ἀντικείμενο. Δέν πρέπει ν' ἀπορριφθεῖ οὔτε ἡ διαφορά οὔτε ὁ δεσμός ἀνάμεσά τους. Ἐπειδή, τόσο ἡ διαφορά ὅσο καί ὁ δεσμός εἶναι πραγματικά καί ἡ ἄρνηση τῆς μίας εἶναι ἡ ἄρνηση καί τοῦ δεύτερου, ἀποτελοῦν μιὰ κάποια ἑνότητα. Ἀλλά ὁ κόσμος τῶν ἀντικειμένων ἐξηγεῖται μέσω τοῦ προσώπου καί ὑπάρχει γιά τό πρόσωπο. Τό δέ πρόσωπο ἐπιζητεῖ μέ τήν τάξη τῶν ἀντικειμένων τή σχέση μ' ἕνα ἄλλο πρόσωπο, τό ὁποῖο βρίσκεται ἐπίσης πέρα καί πάνω ἀπό τήν τάξη τῶν πραγμάτων. Ἕνας κόσμος τῶν ἀντικειμένων, χωρίς ἕνα πρόσωπο πού νάναι σέ θέση νά τόν καταλάβει, καί χωρίς ἕνα ἄλλο πρόσωπο στό ὁποῖο νά μεταδώσει τήν κατανόηση τοῦ κόσμου αὐτοῦ, θάταν μιὰ ἀναποκάλυπτη λογικότητα, ἀναξιοποίητη καί χωρίς νόημα. Γιατί ὁ κόσμος τῶν ἀντικειμένων εἶναι μέσον διάβασης ἀπό τό ἕνα πρόσωπο στό ἄλλο, χωρίς τοῦτα νά ταυτίζονται. Καί ἕνα πρόσωπο χωρίς τό περιεχόμενο τῶν λόγων τῶν ἀντικειμένων θα’ταν ἕνας κενός ὑποκειμενισμός, θα’ταν κάτι τό ἀπόλυτα ὑποκειμενικό, χαμένο μέσα στόν ἑαυτό του, χωρίς τή δυνατότητα σχέσης μέ ἄλλα πρόσωπα. Ὁ ὑποκειμενικός λόγος, ἤ τό προσωπικό ὑποκείμενο, δέν μπορεῖ νάναι προϊόν τῶν πραγμάτων, ἐπειδή πάντα μέ τήν τάξη τῶν ἀντικειμένων ἐπιζητεῖται ἡ σχέση ἑνός προσώπου μέ τά ἄλλα πρόσωπα. Ἡ τάξη τῶν ἀντικειμένων προϋποθέτει τήν τάξη τῆς προσωπικῆς ἤ τῆς διαπροσωπικῆς συνείδησης. Ἀλλά, οὔτε τό δικό μας σύμπαν τῶν ἀντικειμένων εἶναι ἀνθρώπινο προϊόν. Ὁ ἄνθρωπος παράγει πράγματα ἀπό ἄλλα πράγματα πού ἤδη ὑπάρχουν. Παράγει ἰδέες καὶ μορφές μέ βάση τ' ἀντικείμενα καί τίς ἤδη ὑπάρχουσες μορφές, ἐφ' ὅσον τοῦτα ὑπάρχουν, γιά νά προσδιορίζει τίς σχέσεις μέ τ’ ἄλλα πρόσωπα.

Ἡ λογικότητα τῶν πραγμάτων (ἡ ἀντικειμενική) δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτή ἡ ἴδια λόγος ὑποκειμενικός, ἐπειδή θα’πρεπε ἤδη νά ὑπάρχει ἕνας τέτοιος λόγος ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου νά μετατραπεῖ ὁ ἀντικειμενικός λόγος σέ λόγο ὑποκειμενικό. Οὔτε ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο μπορεῖ νά μετατρέψει ἕνα πράγμα ἤ ἕναν ἀντικειμενικό λόγο σέ πρόσωπο ἤ λόγο ὑποκειμενικό. Μόνο ἐκ προσώπου καί κατ' εἰκόνα αὐτοῦ γίνεται ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπό τή μία τάξη στήν ἄλλη,

Κάποιος ὑποκειμενικός λόγος, πού θά μποροῦσε νά παραχθεῖ ἀπό κάποιον ἀντικειμενικό θά ἦταν δυνατόν καί ν' ἀφανίζεται ἀπό τόν ἀντικειμενικό λόγο καί τελικά τό πᾶν θά μετατρεπόταν στό παράλογο τῆς ἔλλειψης συνείδησης καί σχέσεων ἀνάμεσα σέ συνειδήσεις. Στήν περίπτωση αὐτή θα’λειπε ἀπό τήν λογικότητα ἡ πιό οὐσιώδης της πλευρά, καί μάλιστα, τό φῶς πού μπορεῖ νά τήν φωταγωγεῖ διαρκῶς, αἰώνια καί τέλεια. Καί ἄν τό φῶς αὐτό τῆς συνείδησης δέν ἀνήκει οὐσιαστικά στή λογικότητα, οὔτε ἡ λογικότητα, οὔτε ἡ συνείδηση μποροῦν νά ὑπάρχουν. Τοῦτα πρέπει αἰώνια να’ναι κατά τρόπο ἀνάλογο μαζί, κανένα νά μή γίνεται μεγαλύτερο ἀπό τό ἄλλο. 

Ἡ θεϊκή οὐσία καί τά θεῖα πρόσωπα συνυπάρχουν αἰώνια. Βέβαια ἡ οὐσία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τούς λόγους, ἀλλά ἡ ἐξήγηση εἶναι ἡ βάση τῶν λόγων. Καί ἡ ἀρχή ἑνός τέτοιου δεσμοῦ καί μιᾶς τέτοιας διάκρισης στό σχέδιο τῆς κτίσης βρίσκεται στό ἀνώτατο πρόσωπο τοῦ θείου Λόγου. Αὐτός εἶναι τό Ὑποκείμενο ἤ ὁ προσωπικός Λόγος, ἀσύγκριτα ἀνώτερός τοῦ δικοῦ μας λόγου. Ἀλλά σάν τέτοιος, Αὐτός εἶναι καί τό ἔρεισμα τῶν λόγων πού ἐκδηλώνονται στήν πλαστικότητα τῶν πραγμάτων. Τά πράγματα εἶναι οἱ εἰκόνες τῶν λόγων τοῦ Λόγου, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκών Του ὡς ὑποκειμένου ἐρείσματος τῶν λόγων αὐτῶν. Ὁ λόγος δημιουργεῖ ἐλευθέρως τὰ πράγματα μέ μία δυναμική πράξη παρενθέτοντας τούς λόγους Του σέ κάποια κίνηση ἀπό τήν ὁποία προκύπτουν οἱ πλαστικές εἰκόνες τους. Ὁ Ἴδιος δίνει καί στόν ἄνθρωπο τήν ὕπαρξη, χωρίς νά τό κάνει αὐτό μέ τήν πλαστικότητα κάποιου λόγου ἀλλά προβάλλοντας στήν ὕπαρξη τήν ζωντανή εἰκόνα Του ὡς Ὑποκειμένου, γιά νά ἔχει ἡ εἰκόνα αὐτή ἐντός της ἐν ἔργῳ καί ἐν δυνάμει τούς ἀντικειμενικούς λόγους, ὅπως τούς ἔχει ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Λόγος, ἤ να’χει μέσα στή σύστασή της κάποια ὀντολογική σχέση πρός αὐτούς. Ὁ θεῖος Λόγος προβάλλει τήν εἰκόνα Του ὡς ὑποκείμενο γιά νά μπορεῖ νά βλέπει καί νά φέρει καί ἡ ἴδια, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, ἐντός της ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τούς λόγους Του, πού ἐκδηλώνονται στήν πλαστικότητα τῆς Ὕλης. Ὁ θεῖος Λόγος θέλει νὰ ’χει κάποιον συνομιλητή μέ τόν ὁποῖο νά μπορεῖ νά στοχαστεῖ τούς λόγους Του καί νά ἐπικοινωνεῖ μέσω αὐτῶν μαζί του. Αὐτός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς πραγματική εἰκόνα Του ὑποκείμενη, ἡ ὁποία φέρει μαζί της τούς λόγους καί παραχωρεῖ καί στόν ἄνθρωπο τίς εἰκόνες τῶν Λόγων του, μιλώντας μαζί του μέσω αὐτῶν, καί καλώντας τον νά τίς δεῖ καί νά τίς κατανοήσει, γιά νά κατανοήσει μέσῳ αὐτῶν ὅ,τι Αὐτός ὁ ἴδιος σκέπτεται καί γιά ν' ἀνεβάσει ἔτσι τόν ἄνθρωπο στήν καλλίτερη καί βαθύτερη γνωριμία Του καί σ' ἐπικοινωνία σκέψης καί ἀγάπης μ' Αὐτόν.

Ἔτσι, ὅπως ὁ Λόγος ὡς ὑποκείμενος, εἶναι "ὑπόσταση" τῶν λόγων Του καί ἔμμεσα τῶν πραγμάτων, διότι αὐτά δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν παρά μόνο μέσα σ' Αὐτόν ὡς ἔρεισμα, μέ τόν ἴδιον τρόπο Αὐτός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς "ὑπόσταση" ἤ ὡς ἔρεισμα τῶν πραγμάτων, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά μεταβάλλει τά πράγματα μέσα στό πλαίσιο τῶν λόγων τους, χωρίς βέβαια νά γίνει ἡ τελευταία ἀρχή τους. Ὁ κόσμος ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο μέ τρόπο ἀνάλογο, σέ τελευταία ἀνάλυση, μ' ἐκεῖνον πού ὑπάρχει μέσα στό Λόγο. Ὁ κόσμος ὑπάρχει μέ τίς ρίζες του στό ἀόριστο βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὑπάρχει στό ἀόριστο βάθος τοῦ Λόγου. Γι' αὐτό ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προχωράει ἀτελεύτητα στή γνώση τοῦ κόσμου, προοδεύοντας, ὡς ἐκ τούτου, καί στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, καί τοῦ θείου Λόγου.

Ὁ κόσμος ὑπάρχει στό θεῖο Λόγο μέ δύο τρόπους: ἄμεσα καί διά τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀφ' ἑτέρου ὁ Λόγος εἶναι στόν κόσμο ἄμεσος καί διά τοῦ ἀνθρώπου, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἐπίσης στόν κόσμο ἄμεσος καί διά τοῦ Λόγου. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει: Ὁ Θεός θέλει νά εἶναι Αὐτός γιά τήν ψυχή, ὅτι εἶναι ἡ ψυχή γιά τό σῶμα (Καί γιά ὅσα βρίσκονται σέ σχέση μέ τό σῶμα -δική μου σημείωση). Ὁ δημιουργός θέλει νά φανερωθεῖ μέσα ἀπ' ὅλα εὑρισκόμενος μέσα σέ ὅλα κατά τρόπο κατάλληλο, διά τῆς ἀνθρωπότητος. Θέλει νά εἶναι τό πᾶν ἐν πᾶσι, περισυλλέγοντας τά πάντα καί δίδοντας εἰς τά πάντα τήν ἐν αὐτῷ ὑπόσταση. "Καί γένηται τά πάντα ἐν πᾶσιν αὐτός ὁ Θεός πάντα περιλαβὼν καί ἐνυποστήσας ἑαυτῷ". "Γι' αὐτό τό σκοπό δημιούργησε τόν ἄνθρωπο". (P.G. 91, 1092. Βλ Φιλοσοφικά καί Θεολογικά Ἐρωτήματα, Ἀθήνα 1978 , σ.σ.198-9).

Καί γι' αὐτό τό σκοπό ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει τόν κόσμο ὅπως ὁ Λόγος, προσδέχεται ὅμως τόν κόσμο ἐντός του, καί βρίσκεται σέ ὀντολογικό σύνδεσμο μαζί του, μάλιστα ἔχει δεχθεῖ τή δύναμη νά ὁδηγεῖ τόν κόσμο πρός ἕνωση ὅλο καί πιό στενότερη μαζί του καί μέ τό Λόγο, σέ συνεργασία μέ τό Λόγο, ἤ ὁ Λόγος ὁδηγεῖ τόν κόσμο πρός τόν ἑαυτό Του μέ βάση τό σύνδεσμό Του μέ τόν ἄνθρωπο, σ' ἕνωση ὅλο καί στενότερη μέ τόν Ἑαυτό του διά τοῦ ἀνθρώπου καί σέ συνεργασία μέ τόν ἄνθρωπο. Ἀπό αὐτά προκύπτει ὅτι ἡ μεγάλη εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου διά τόν κόσμο, ὡς μέσον αὐξήσεώς του, σημαίνει τήν αὔξηση μέσα στό Θεό.

Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε πρίν ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τοῦτο εἶναι ἡ ἀπόδειξή του ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός του, καί τοῦ ὅτι ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν κόσμο εἶναι ἀπό τὸ Θεό, ἀλλά καί ἀπόδειξή του ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ ἀπό τήν ἀρχή μέ τό Θεό μέσῳ τοῦ κόσμου. Ἐπίσης, τοῦ ὅτι ὁ κόσμος φτάνει στόν ὕψιστο βαθμό του, ἤ στό μεγαλύτερό του βάθος, ἀπ' τό ὁποῖο μπορεῖ νά προχωρήσει πρός τό Θεό, μέσα στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή βρίσκεται ἀπ' τήν ἀρχή, ἤδη, φορτωμένος μέ κάποια εὐθύνη γιά τόν κόσμο. Ἀλλ' αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος δυνάμει προϋπάρχει τοῦ κόσμου, ὑπονοεῖται μέσα στό σχέδιό του ἤ μέσα στό Λόγο πού προχωρεῖ στή δημιουργία τοῦ κόσμου. Ὁ Λόγος, δυνάμει, εἶχε μπροστά Του τόν ἄνθρωπο ὅταν ἄρχιζε τή δημιουργία τοῦ κόσμου, διότι δημιουργεῖ τόν κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο ἤ γιά τόν διάλογο καί τή συνεργασία μέ τόν ἄνθρωπο, καί μάλιστα γιά νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέσῳ τοῦ κόσμου, πρός τό Θεό. Ὁ Λόγος κατά κάποιον τρόπο προσφέρει στόν ἄνθρωπο τόν κόσμο ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται παρών στή σκέψη τοῦ Λόγου σάν τό μελλοντικό ὑποκείμενο γιά τό ὁποῖο δημιουργεῖ τόν κόσμο ἤ ὡς συν-ὑποκείμενο, ὡς σύντροφός Του μέσῳ τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ κόσμος δημιουργεῖται ὡς μέσον διαλόγου μαζί του.

Στό Λόγο, ὡς ὑπόσταση βασική τοῦ δημιουργηθέντος κόσμου ἤ καλλίτερα στίς σχέσεις τοῦ Λόγου μετά τοῦ κόσμου, βρίσκεται δυνάμει καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ δημιουργηθεῖσα ὑπόσταση ἤ ἡ συνέταιρος ὑπόσταση τοῦ Λόγου μέσω τοῦ κόσμου. Ἤ μέσα στή θεία ὑπόσταση τοῦ κόσμου εἶναι καί ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ κόσμου, ἡ πραγματική καί διαλογική εἰκόνα τῆς πρώτης καί θεμελιώδους ὑπόστασης τοῦ κόσμου. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καί δημιουργός του κόσμου. Γι' αὐτό δημιουργεῖται ὅταν ὁ κόσμος εἶναι ἤδη τετελεσμένος στίς ὀντολογικές του συστάσεις.

Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση προέρχεται, γιά νά τό ποῦμε ἔτσι, ἀπό τόν ἴδιο τό Λόγο καί τόν κόσμο, ὄχι μόνον ἀπό τόν κόσμο, διότι εἶναι ἀνώτερος τοῦ κόσμου, οὔτε μόνο ἀπό τό Λόγο, διότι προέρχεται ὀντολογικά συνδεδεμένος μέ τόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τή στενή σχέση τοῦ Λόγου μέ τόν κόσμο τήν ὁποία ἱδρύει ὁ Λόγος χάρη στήν πράξη τῆς δημιουργίας. Ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση παίρνοντας τή θέση ἑνός "ἐγώ" ὡς πρός τόν κόσμο, θέση πού ἔχει καί ὁ Λόγος, εἶναι ταυτόχρονα ἕνα "ἐσύ" γιά τό Λόγο καί ὁ Λόγος ἕνα "ἐσύ" γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί ἔτσι συνδέονται τά πρόσωπα στόν ἐλεύθερο διάλογο.

Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἄνθρωπος δέν παράγεται ὅπως ἕνα ἀντικείμενο, ἀλλά καλεῖται νά ὑπάρξει διά τοῦ Λόγου. Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο εἶναι, ἄς ποῦμε, μία διαλογική πράξη, μία ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στήν κλήση τοῦ Λόγου. Μιλώντας στόν Ἑαυτό του ὅπως πρός τό "ἐσύ", ὁ Λόγος παραχωρεῖ πραγματική ὕπαρξη σ' αὐτό τό "ἐσύ". Ἀφοῦ κατασκεύασε τόν ὕψιστο βιολογικό ὀργανισμό, ὁ Λόγος, μιλώντας ἐντός του, τυπώνει ταυτόχρονα τή σφραγίδα τῆς ὑπόστασής Του ἐπάνω σ' αὐτόν, καί ὁ ἄνθρωπος ἀπαντώντας ἀναδύεται ὡς πρόσωπον.

Ὁ Λόγος ἐνεφύσησε στό πρόσωπο τοῦ μέλλοντος ἀνθρώπου τή ζωή του ὡς πνευματική σχέση μαζί Του καί ὁ ἄνθρωπος ἔδωσε μέσω τοῦ προσώπου του τήν ἀπάντησή του. Ὁ Λόγος προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ μία ὕπαρξη ἀδιάρρηκτης σχέσης μαζί Του καί μετά τοῦ κόσμου, διότι καί βρίσκεται καί θά βρεθεῖ μέσα σ' αὐτή τή σχέση ὅλο καί περισσότερο καί κατ' ἀπόλυτο τρόπο μέσω τῆς σάρκωσής Του καί τῆς θέωσης τοῦ κόσμου στήν αἰώνια ζωή. Μέ τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἀκριβέστερα, μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου σὰ βάση γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Λόγος ἔθεσε τίς προϋποθέσεις τῆς ἐνανθρώπησής Του καί τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.

Ὁ ἄνθρωπος ὄντας ἡ λογική καί ἐνσυνείδητη ὑπόσταση (ἤ ἔρεισμα) εἰκόνα τῆς θείας ὑπόστασης, εἶναι προικισμένος μέ τή νοερή ψυχή. Τά πράγματα δέν ἔχουν ψυχή, διότι δέν ἔχουν ἕναν ὑποκειμενικό καί αὐτοσεινήδητο λόγον, ἀλλά μόνο ἀντικειμενικό καί ἀσύνειδο. Τά πράγματα ἀνήκουν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκτείνεται καί πάνω στά πράγματα. Οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων δέν ἔχουν ἔρεισμα, ἤ ὑπόσταση ἀπό μόνοι τους. Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων ἀποτελοῦν περιεχόμενο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως τά πρότυπα ἤ οἱ βάσεις τους ἀποτελοῦν περιεχόμενο τοῦ προσώπου τοῦ θείου Λόγου. Μόνο ἕνα ὑποκείμενο πού ἔχει συνείδηση ὅτι ἐμπεριέχει τούς ἀντικειμενικούς λόγους τῶν πραγμάτων ἔχει ψυχή, καί εἶναι ὁ σταθερός κομιστής τους, ὅμοια μέ τό θεῖο προσωπικό Λόγο.

Τά ζῶα ἐκτός ἀπό τή λογικότητά τους, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ἀντικειμενικά στήν πλαστικότητα καί τήν αἰσθητικότητά τους ἔχουν καί κάποια αἰσθητικότητα ὑποκειμενική, εἴτε ἁπλά βιολογική ψυχή. Ἀλλά ἡ αἰσθητικότητα αὐτή φωτίζεται κατά κάποιο τρόπο ἀπό τή σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ἐφ' ὅσον ἔχουν ὡς ἔρεισμα καί κέντρο τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἐκ τούτου, ἀνάμεσα σ' αὐτά καί τόν ἄνθρωπο ἐμφανίζονται σχέσεις συμπαθείας, κι αὐτό ἐπειδή τά αἰσθήματά τους συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο στ' ἀνθρώπινα αἰσθήματα ἤ ἐπειδή τά ἀνθρώπινα αἰσθήματα, καί μέσα ἀπ' αὐτά ὁρισμένες ἀκτίνες τῆς συνείδησης τῆς ἀνθρώπινης νοερῆς ψυχῆς. ἐπεκτείνονται σ' αὐτά.

Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μιλοῦσε γιά κάποια κλίμακα τῆς ὕπαρξης, ἡ ὁποία κατεβαίνει ἀπό τό δημιουργημένο πνεῦμα στά ζῶα, στά φυτά, καί στά μεταλλεύματα. Τοῦτο δέν σημαίνει κάποιον ἐξευτελισμό νεοπλατωνικό τῆς οὐσίας, ἀλλά κατάφαση τῆς πληρότητας τῆς ὕπαρξης μέσα στό πρόσωπο ἀμέσως μόλις αὐτή ἀποκτήσει συνείδηση. Οἱ ἀντικειμενικές πραγματικότητες κάθε βαθμοῦ (τά πράγματα, τά φυτά, τά ζῶα) δέν ἔχουν κάποια σταθερότητα ὑποκειμενική, καί κάποιο πλῆρες νόημα ἐντός τους, ἐπειδή ἡ λογικότητά τους δέν εἶναι γι' αὐτά, ἀλλά γιά τίς ἐνσυνείδητες ὑπάρξεις. Ἄν ἡ λογικότητά τους θα’ταν γι' αὐτή τήν ἴδια, θα’ταν παράλογη. Αὐτά ἔχουν τήν ὑποστατική τους βάση στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά καί ἡ λογικότητά τους εἶναι σέ σχέση μέ τό πρόσωπο, ἀφοῦ μόνο στό πρόσωπο βρίσκεται τό νόημά τους ἤ ἡ συμπλήρωση τῆς λογικότητας τῆς ὕπαρξής τους.

Ὥστε ὁ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν κόσμο ἐντός του "ἐν ἔργῳ" καί "ἐν δυνάμει", ἀλλάζοντας αὐτή τή σχέση συνεχῶς "ἐν ἔργῳ", διότι ἔχει ἐντός του τήν ἀπόλυτη λογικότητα. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στή θέση αὐτή ὄχι ὡς πρόσωπο ξεχωριστό ἀλλά "ἐν κοινωνίᾳ" μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ λογικότητα τῆς ὕπαρξης σημαίνει καί κάποια ἁρμονία τῶν μερῶν τοῦ συνόλου στό ὁποῖο ἀνήκει, καί ἁρμονία τῶν συνειδήσεων, δηλαδή ἀγάπη. Οἱ ἄνθρωποι φωτίζουν συγχρόνως τόν κόσμο καί ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους σύμφωνα μέ τίς συμβουλές τῆς ἀποκάλυψης τοῦ ἑνιαίου τῆς πραγματικότητας, ἡ ὁποία ἔχει τό βάθος της στό θεῖο ἄπειρο ἀπό τό ὁποῖο ἔρχονται καί στό ὁποῖο συγκροτοῦνται ὅλοι καί ὅλες. Οἱ ἄνθρωποι φωτίζονται βαθμηδόν στή συνεργασία αὐτή, καί τελειοποιοῦνται καί ἑνώνονται μέσα στήν ἀγάπη καί, ὡς ἐκ τούτου, ὅλο καί περισσότερο κάνουν τόν κόσμο ἀνάμεσά τους διαφανῆ καί συνάμα κάνουν διαφανές τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου, πού φέγγει μέσῳ ὅλων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Καί τοῦτο συμβαίνει ὄχι μέσῳ κάποιου θεωρητικοῦ φωτισμοῦ τῶν πραγμάτων, ἀλλά μέσῳ τῆς ἰδιαίτερης χρήσης τῶν πραγμάτων ὡς δώρων. "Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα". Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι μέ μία τέτοια χρήση τῶν πραγμάτων καί τῶν ἑαυτῶν τους οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν στήν κατανόηση τοῦ κόσμου καί τῶν ἑαυτῶν τους καί στήν ἀμοιβαία τους προσέγγιση καθώς καί στήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ καί στήν προσέγγισή Του μέ ἀγάπη, ὡς πρός τόν Δωρητή τῶν ὑπάρξεών τους

Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ κόσμος βαθμηδόν ἀνθρωποποιεῖται, θεοποιεῖται καί προσωποποιεῖται, γίνεται μέσον διαφανές ἀνάμεσα στά πρόσωπα ἤ γίνεται μία πραγματικότητα κοινή ὅλο καί περισσότερο ἐσωτερική, πού φέρει γιά κάθε ἕνα τοὺς ἀγαπητούς χαρακτῆρες τῶν ἄλλων, ὅπως αἰσθάνονται καί τώρα ἐκεῖνοι πού ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους.

Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἐγωϊσμός, στόν ὁποῖο ἔπεσε ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀποτελεῖ μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν ἑνοποίηση καί μεταμόρφωση τοῦ κόσμου μέσα στήν κοινωνία τῶν προσώπων ὁ Λόγος πού ἔχει ἐντός του τούς λόγους τῶν πραγμάτων καί δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ κάποια ὅμοια ἱκανότητα, γίνεται ἄνθρωπος ἤ ἄμεση ὑπόσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί μέσῳ αὐτῆς ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔχει ἔτσι καί ὡς ἄνθρωπος τόν κόσμο μέσα του ἀπόλυτα φωτιζόμενον ἐντός Του. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποκαθιστᾶ καί τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἕνωση πρός τόν Ἑαυτό του στήν ἰδιότητα τῶν συνυποστάσεων τοῦ κόσμου, ἀφοῦ αὐτοί μέσῳ τῆς πίστης συμφυτεύονται ἐκ νέου σ' Αὐτόν ὡς θεία Ὑπόσταση, δηλαδή συμφυτεύονται στήν τελική δική τους καί τοῦ κόσμου ὀντολογική ὑπόσταση· ἀλλά μέσα σ' Αὐτόν ἑνώνονται καί μέ τήν κεντρική ἀνθρώπινη ὑπόσταση.

Ἑνώνονται μ' Αὐτόν καί ἀνάμεσά τους μέ δύο τρόπους. Συνενώνονται, πρῶτα, μαζί Του καί ἀνάμεσά τους ὡς κοσμοφόροι. Ἐν Χριστῷ ὁ κόσμος γίνεται ξανά --καί γίνεται περισσότερο ἀπ' ὅτι στή ἀρχή-- ἐσωτερικός σέ ὅλους ὅσους ζοῦν μέσα σ' Αὐτόν καί, μεταμορφούμενος ἀπό τήν θεότητά Του, γίνεται διαφανής γιά τόν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ καί γιά τούς ἀνθρώπους. Ἄν, ὕστερα, μόνον ἡ προσωπική συνείδηση προβάλλει πάνω στόν κόσμο τό φῶς τοῦ νοήματος, ἀναμφίβολα μόνον ἀπό τό πρόσωπο τοῦ τά πάντα γνωρίζοντος σαρκωθέντος Λόγου προβάλλεται καί πάνω στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων, πού βρίσκονται σέ κοινωνία, τό ἀπόλυτο φῶς ὅσον ἀφορᾶ στήν ὕπαρξή τους καί στήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου.

Τό πρόσωπο εἶναι ἀτέλειωτος καί ἀνεξάντλητος πυρήνας πού προσπαθεῖ νά ἐπικοινωνήσει καί ὅταν ἐπικοινωνήσει ἀκτινοβολεῖ ἀπ’ αὐτό ἕνα φῶς πάντοτε νέο καί ἀτέλειωτο, ἐφ' ὅσον βρίσκεται σέ σχέση ὀντολογική μέ τό Θεῖο Πρόσωπο, τήν ἀπέραντη πηγή τοῦ φωτός. Ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου ἔχει τή βάση της στήν ὑπέρτατη ἄφθαρτη ἑνότητα τοῦ Λόγου, καί ὄχι μέσα στά ὑλικά στοιχεῖα τά ὁποῖα διαλύονται μέ τόν θάνατο, ὅπως καί τά πράγματα ἔχουν τήν ἑνότητά τους ὄχι στά στοιχεῖα πού τά ἀποτελοῦν, ἀλλά στούς λόγους τοῦ Λόγου. Ἄν τά πράγματα φωτίζουν μέ τά νοήματά τους τίς ἑνότητες πού τά ἀντιπροσωπεύουν, τόσο περισσότερο τά πρόσωπα φωτίζουν τίς μοναδικές τους ὑπάρξεις καί τά πράγματα, ὄχι μόνο μέ τά νοήματά τους, ἀλλά καί μέ τή συνείδηση πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους καί γιά ὅλους τοὺς ἄλλους. Τά νοήματα γίνονται φωτεινά μόνο γιά τά ἐνσυνείδητα μάτια πού τά βλέπουν. Σέ μιὰ τυφλή κόρη, ὅσο κι ἄν αὐτή εἶναι ὄμορφη, λείπει τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τῆς ὀμορφιᾶς, τό ἐνσυνείδητο φῶς τῶν ματιῶν της.

Τό πρόσωπο τοῦ Λόγου μέ τήν ὑπέρτατη συνείδησή του γιά ὅλα τά νοήματα εἶναι τό πιό φωτεινό ἀπ' ὅλες τίς πραγματικότητες. Καί εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός ὅλων τῶν νοημάτων καί ὅλων τῶν συνειδήσεων καθώς καί ὅλων τῶν ὁρατῶν καί πνευματικῶν καλλονῶν. Ἄν δέ, μόνο τό πρόσωπο δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη πάντων λαβαίνοντας συνείδηση τῶν νοημάτων τους, πολύ περισσότερο δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη πάντων τό πρόσωπο τοῦ Λόγου.

Ἰδού, λοιπόν, γιατί μέσα στήν πνευματικότητα καί τή λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό φῶς εἶναι τόσο δοξασμένο ἡ δέ πηγή τοῦ φωτός ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ 'Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, καί πρίν ἀπ' ὅλους ὁ 'Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος τόνισαν τή σημασία τοῦ θείου φωτός στόν πνευματικό βίο, μέ βάση τούς ψαλμούς καί τά ἔργα τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννη, ἡ δέ ὀρθόδοξη Λειτουργία μιλάει συχνά γιά τή θέα τοῦ θείου φωτός, ὡς τήν ὑπέρτατη ἀφορμή τῆς πνευματικῆς καί αἰώνιας χαρᾶς.

Τό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός μέ τήν ὑπέρτατη συνείδησή του, μέ τήν ἀγάπη τοῦ χωρίς σκιά ἐγωϊσμοῦ, μέ τό ὑπέρτατο νόημα τῆς ὕπαρξης τήν ὁποία ἔχει καί τήν ὁποία μεταδίδει στούς πάντες μαζί μέ τή ζωή του. Μέσα στό πρόσωπό Του ὑπάρχουν "οἱ λόγοι" τῶν πάντων. Μέσα στόν ἀναστημένο Χριστό οἱ πάντες καί τά πάντα πλημμυρίζουν ξανά μέ φῶς, διότι τό σῶμα του ἔγινε διαφανές γιά τή θεότητά του καί γιά τούς λόγους τῶν πάντων.

Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: Γιατί δεν υπέγραψα το τελικό κείμενο "Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον

ΣΧΟΛΙΟ: Το παρακάτω κείμενο αποδεικνύει σαφέστατα, γιατί το πρώτο λάθος της συγκροτήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ήταν η αντιπροσωπευτική συμμετοχή. Αν στην Σύνοδο μετείχαν εν δυνάμει "ΟΛΟΙ" ΜΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΄ΨΗΦΟΥ τότε δεν θα περνούσε το κείμενο"Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον"
   Η ευλογία όμως βρίσκεται στο ότι ο Χριστός μας δεν εγκαταλείπει την Εκκλησία Του. Θα δείτε....
π. Φώτιος Βεζύνιας

Μητροπολίτη Μόρφου Νεοφύτου: Εκκλησία και ετερόδοξοι
Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, ἔχοντας ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὅπου συμμετέσχε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔχει τὴνἐπιτακτικὴ ὑποχρέωση ἐνώπιον τοῦ κλήρουκαὶ τοῦ λαοῦ τῆς θεοσώστου Μητροπόλεώς του, τοὺς ὁποίους καὶ ἐξεπροσώπησε στὴν ἐν λόγῳ Σύνοδο, καὶ πρὸς γνῶσιν καὶ ἐπίγνωσιν πάντων, νὰ κοινοποιήσει, μέσῳ δημοσίευσης στὴν ἐπίσημη αὐτὴ ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του, τὸ Ὑπόμνημα, τὸ ὁποῖο συνέταξε καὶ κατέθεσε στὴν Σύνοδο, ἀναφορικῶς πρὸς τὸ θέμα "Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον"
Συμπληρωματικὰ καὶ πρὸς ἐνημέρωση ὅσων ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πεπραγμένα, ἀλλὰ καὶ χάριν τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, δηλώνει καὶ τὰ ἑξῆς:
Τό μόνο κείμενο, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπέγραψε κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς ἐν λόγῳ Μεγάλης Συνόδου, εἶναι τὸ τελευταῖο συζητηθὲν καὶ ὑπὸ τῶν πλειόνων ἀρχιερέων-μελῶν τῆς Συνόδου συμφωνηθέν, ἀναφορικῶς πρὸς τὶς «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Ἡ ἀνάγνωση τοῦ κατωτέρω δημοσιευομένου Ὑπομνήματος τοῦ Πανιερωτάτου Μόρφου δίδει εὔγλωττες ἀπαντήσεις, γιατὶ αὐτὸς δὲν ὑπέγραψε τὸ ὡς ἄνω συμφωνηθὲν κείμενο.

Οἱ σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Παΐσιος Ἁγιορείτης, Ἰάκωβος Τσαλίκης, Εὐμένιος Σαριδάκης καὶ Σωφρόνιος Σαχάρωφ, τοὺς ὁποίους ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου γνώρισε ἐν ζωῇ καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὸν βίο τῶν ὁποίων παραθέτει στὸ δημοσιευόμενο Ὑπόμνημά του χαρακτηριστικὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα, εἶναι σαφέστατοι ὡς πρὸς τὸ τί καὶ ποιά εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ποιά ἡ ἐνδεδειγμένη της στάση ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν. Τὸ σοφὸν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ εἶναι πάντοτε σαφές. Ὁ Πανιερώτατος Μόρφου λοιπόν, «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», κατέθεσεν ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Συνόδου τὴν Πίστιν τῶν Πατέρων ἡμῶν καὶ προφορικῶς καὶ γραπτῶς. Στὰ τῆς Πίστεως πρέπει νὰ «ἀληθεύομεν ἐν ἀγάπῃ». Καί, κατὰ τὸ Κυριακὸ λόγιο, «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».
Σὲ μία Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἦταν αὐτὴ τῆς Κρήτης, ἀπαιτεῖται δογματικὴ σαφήνεια τοῦ τί ἐστὶν Ἐκκλησία καὶ τί ἑτερόδοξοι χριστιανοί. Τὸ ἀνωτέρω συμφωνηθὲν σχετικὸ κείμενο ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι πάσχει ἀπὸ ἠθελημένη θεολογικὴ ἀσάφεια. Αὐτὴ τὴν ἀσάφεια οἱ Ποιμένες ἔχουν ὑποχρέωση, τόσο πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅσο καὶ πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, νὰ τὴν διασαφηνίσουν, ὄχι μόνον ἱστορικῶς, ἀλλὰ πρωτίστως καὶ κυρίως θεολογικῷ τῷ τρόπῳ. Τὸ ἐλπίζουμε καὶ προσευχόμαστε νὰ ἐπιτευχθεῖ σὲ ἑπόμενη Σύνοδο τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
***
Ὑπόμνημα πρὸς τὴν ἐν Κρήτῃ Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναφορικῶς πρὸς τὴν εἰδικὴν
Συνεδρίαν αὐτῆς ἐπὶ τοῦ θέματος
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον»
 Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
               Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα, Οἰκουμενικὲ Πατριάρχα Κωνσταντινου-πόλεως κ. Βαρθολομαῖε καὶ Πρόεδρε τῆς Ἁγίας ταύτης Συνόδου,
               Ἅγιοι Προκαθήμενοι τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
               Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
               Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
               Ἀναφορικῶς πρὸς τὸ θέμα τῆς παρούσης Συνόδου, «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον», εὐχαριστοῦμεν ἐκ βαθέων τὴν πατρικὴν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ Πρόνοιαν, ἡ ὁποία ἀξιώνει ἡμᾶς νὰ καταθέσωμεν ἐνώπιον Ὑμῶν ἐμπειρίας ἁγίων ἀνθρώπων, ὡς πρὸς τὸ τί εἶναι Ἐκκλησία, καὶ πῶς ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται εἰς τὴν Θεολογίαν τῆς ἐμπειρίας καὶ εἰς τὴν ἁγιοπνευματικὴν ἐμπειρίαν μεγάλων θεολόγων τοῦ συγχρόνου Ὀρθοδόξου κόσμου, ἀνεγνωρισμένου κύρους. Καὶ ταῦτα, καθόσον, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἀληθὴς καὶ ἀπλανὴς θεολόγος εἶναι ὁ τῶν παθῶν διὰ τῆς πράξεως, ἤτοι τῆς τηρήσεως τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν, καθαρθείς, φωτισθεὶς διὰ τῆς Τριαδικῆς ἐλλάμψεως καὶ κατὰ χάριν θεωθεὶς διὰ τῆς καθαρᾶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προσευχῆς. «Διὰ πολιτείας, ἄνελθε· διὰ καθάρσεως, κτῆσαι τὸ καθαρόν. Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ, καὶ τῆς θεότητος ἄξιος; τὰς ἐντολὰς φύλασσε· διὰ τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γὰρ ἐπίβασις θεωρίας· ἐκ τοῦ σώματος τῇ ψυχῇ φιλοπόνησον», κατὰ τὸν μέγαν ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριον τὸν Ναζιανζηνόν. Κατὰ δὲ τὴν ἀπόφανσιν τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ, «Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς· καί, εἰ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ.» 
               Καταθέτομεν λοιπὸν ἐν συνεχείᾳ τὰς ἐν λόγῳ θεολογικὰς ἐμπειρίας, ὡς πρὸς τὸ ἀνωτέρω θέμα, παραθέτοντες καταρχὴν σχετικὰ ἀποσπάσματα ἐκ τοῦ βαρυσημάντου ἔργου, Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὅπως κατέγραψε καὶ ἐξέδωκεν αὐτὰς ὁ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργός, Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος.
               α. «Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι βαπτίζονται καὶ χρίονται, ὅσοι κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν νοερὰ προσευχὴ στὴν καρδιά... Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι ἔχουν λάβει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.» 
               β. «Ὁ Χριστὸς σώζει τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλο τρόπο Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἀλλὰ ἐμεῖς γνωρίζουμε τὸν τρόπο ποὺ σώζεται κανείς, ἤτοι διὰ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου εὐσεβείας, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, ἤ, ὅπως ἀλλοιῶς λέγεται, πράξη καὶ θεωρία.
               Ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ Χριστὸς προσφέρει τὴ σωστικὴ Χάρη σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν σώζεται κανεὶς ἐκτὸς τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς σώζει αὐτόν. Ἐὰν αὐτὸς εἶναι μέλος ἑτερόδοξο, τότε σώζεται διότι τὸν σώζει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ἡ ''παραφυάς'', στὴν ὁποία ἀνήκει, διότι μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ σώζει, δηλαδὴ ὁ Χριστός.»
               γ. «Ὅπου δὲν ὑπάρχει τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποφανθεῖ περὶ τῆς ἐγκυρότητος τῶν Μυστηρίων. Κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα οὐδέποτε χωρίζεται ἀπὸ τὴν πνευματικότητα... Τὸ κριτήριο τῆς ἐγκυρότητος τῶν Μυστηρίων γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους εἶναι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀνάγουμε τὴν χειροτονία στοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε Ὀρθόδοξο Δόγμα... Ὅπου ὑπάρχει ὀρθὴ διδασκαλία, ὑπάρχει καὶ ὀρθὴ πράξη. Ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθὴ δόξα καὶ ὀρθὴ πράξη.»
               δ. «Ὑπάρχει μία ταυτότητα μεταξὺ Ὀρθοδόξου Θεολογίας καὶ Μυστηρίων.»
               ε. «Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι τὸ κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ  . Δὲν μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε καὶ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Χριστό.
               Στὸν Παπισμὸ καὶ Προτεσταντισμὸ γίνεται σαφὴς διάκριση μεταξὺ τοῦ Σώματος καὶ τῆς Ἐκκλησίας... Αὐτὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατον.»
               στ. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατὴ καὶ ἀόρατη... Οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ἐκ πείρας τὴ συνύπαρξη ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου στοιχείου τῆς Ἐκκλησίας . Ἡ ἐμφάνιση πολλῶν ἁγίων σὲ ζῶντα θεούμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας δείχνει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀληθινὴ γνώση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία ἔχουν ὅσοι ἔχουν προσωπικὴ ἐμπειρία.»
               Ταῦτα, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων παρεμφερῶν, καταθέτει καὶ μαρτυρεῖ τὸ γνήσιον τέκνον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ αὐθεντικὸς συνεχιστὴς τῆς ἀληθοῦς πατερικῆς παραδόσεως, μακαριστὸς πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Ρωμανίδης, καὶ ἐπιμένει νὰ παραπέμπει εἰς τὴν προσωπικὴν ἐμπειρίαν τῶν ἁγίων Πατέρων.
               Εἰς τὴν προσωπικὴν ἡμῶν ζωήν, Παναγιώτατε καὶ ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἀνεζητήσαμεν τοιούτους θεοφόρους Πατέρας καὶ Μητέρας. Καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς «ὑπερεκπερισσοῦ ὧν ᾐτούμεθα ἢ ἐνοοῦμεν» (πρβλ. Ἐφεσ. 3, 20), καὶ ἠξίωσεν ἡμᾶς νὰ γνωρίσωμεν ἐκ τοῦ σύνεγγυς καὶ νὰ συναναστραφῶμεν μετὰ γνησίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
               Δύο ἐξ αὐτῶν ὑπῆρξαν οἱ ὅσιοι Γέροντες Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, τὴν ἁγιότητα τῶν ὁποίων ἀνεκήρυξε προσφάτως τὸ Σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Παραθέτω ἐν συνεχείᾳ  χαρακτηριστικὰ ἀποσπά-σματα ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων τούτων ἀνδρῶν ἀναφορικῶς πρὸς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα, καὶ μάλιστα τὸ θέμα τοῦ μετὰ τῶν ἑτεροδόξων διαλόγου, τοῦ τρόπου προσεγγίσεως τούτων καὶ τῆς εὐθύνης ἡμῶν ἔναντι αὐτῶν.
               Ὁ ὅσιος Πορφύριος ἔλεγεν εἰς πνευματικὰ αὐτοῦ τέκνα·
               «Ἐσεῖς θὰ κρατήσετε (στοὺς διαλόγους μὲ τοὺς παπικοὺς) καὶ θὰ ἀκολουθήσετε τὴν Ὀρθόδοξη θέση. Ἂν τώρα αὐτοὶ (οἱ παπικοὶ) θέλουν νὰ ἔρθουν μαζί μας, οὔτε μποροῦμε, ἀλλὰ οὔτε καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἐμποδίσουμε νὰ ἔλθουν...
               Μὴ φοβᾶστε. Οἱ διαθέσεις τοῦ Πάπα ἀνέκαθεν ἦταν νὰ ὑποτάξει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ θὰ ἔλθει ἡμέρα, ποὺ ὁ διάλογος θὰ ματαιωθεῖ· τίποτε δὲν πρόκειται νὰ γίνει· ἄλλωστε τοὺς Οὐνίτες, αὐτὸ τὸν δούρειο ἵππο, εἶναι φῶς φανάρι ὅτι τοὺς ἐνδιαφέρει νὰ ἀναγνωρίσουν οἱ Ὀρθόδοξοι κεφαλὴν τὸν Πάπα καὶ τίποτε περισσότερο.»
               Ὁ δὲ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὑπαγορεύει τὰ ἑξῆς βαρυσήμαντα:
               «Πολλοὶ ἅγιοι Μάρτυρες, ὅταν δὲν ἤξεραν τὸ δόγμα, ἔλεγαν: ‘‘Πιστεύω ὅ,τι θέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.’’ Ἂν κάποιος τὸ ἔλεγε αὐτό, μαρτυροῦσε. Δὲν ἤξερε δηλαδὴ νὰ φέρη ἀποδείξεις στοὺς διῶκτες γιὰ τὴν πίστη του καὶ νὰ τοὺς πείση, ἀλλὰ εἶχε ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Σκεφτόταν; ‘‘Πῶς νὰ μὴν ἔχω ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες; Αὐτοὶ ἦταν καὶ πιὸ ἔμπειροι καὶ ἐνάρετοι καὶ ἅγιοι. Πῶς ἐγὼ νὰ δεχθῶ μία ἀνοησία; Πῶς νὰ ἀνεχθῶ νὰ βρίζη ἕνας τοὺς Ἁγίους Πατέρες;’’ Νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν παράδοση. Σήμερα, δυστυχῶς, μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκὴ εὐγένεια καὶ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν καλό. Θέλουν νὰ δείξουν ἀνωτερότητα καὶ τελικὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα. ‘‘Μία θρησκεία,’’ σοῦ λένε, ‘‘νὰ ὑπάρχη’’, καὶ τὰ ἰσοπεδώνουν ὅλα. Ἦρθαν καὶ σ’ ἐμένα μερικοὶ καὶ μοῦ εἶπαν: ‘‘ Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστό, νὰ κάνουμε μία θρησκεία.’’ ‘‘Τώρα εἶναι σάν νὰ μοῦ λέτε’’, τοὺς εἶπα, ‘‘χρυσὸ καὶ μπακίρι, χρυσὸ τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστὸ νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: «Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴν σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;» Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ λαμπικάρη τὸ δόγμα.’’ Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς σχέσεις μὲ αἱρετικό. Σήμερα λένε: ‘‘ Ὄχι μόνο μὲ αἱρετικό, ἀλλὰ καὶ μὲ Βουδδιστὴ καὶ μὲ πυρολάτρη καὶ μὲ δαιμονολάτρη νὰ συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νὰ βρίσκωνται στὶς συμπροσευχές τους καὶ στὰ συνέδρια καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μία παρουσία.’’ Τί παρουσία; Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογική καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ πνευματικά θέματα μποροῦν νὰ μποῦν στὴν Κοινή Ἀγορά.»
               «Αὐτό, ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο, εἶναι νὰ βάζη τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ στερηθοῦν τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.»
               Ἕτερος σύγχρονος ὅσιος, μετὰ τοῦ ὁποίου ἠξιώθημεν νὰ συνδεθῶμεν πνευματικῶς, ὑπῆρξεν ὁ ἁγίας μνήμης Γέρων Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης, ὁ «μὲ συγχωρεῖτε». Τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν βιβλίον περὶ τῆς ἁγίας αὐτοῦ βιοτῆς , ἀναφέρει καὶ τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸν περιστατικόν, τὸ ὁποῖον θεωροῦμεν ὅτι ἀφορᾶ καὶ εἰς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα τῆς Συνόδου καὶ ἐνέχει ἰδιαιτέραν ποιμαντικὴν ἀξίαν. Τὸ παραθέτομεν ἐν συνεχείᾳ:
               «Ὅταν ἔμεινε γιὰ διανυκτέρευση στὸ Μοναστήρι ἕνας παπικός, ὁ Γέροντας τοῦ φέρθηκε μὲ ἀγάπη. Ὁ ἐπισκέπτης ἦταν καλοπροαίρετος καὶ εἶχε πολλὲς ἀπορίες. Ὁ Γέροντας τοῦ ἐξηγοῦσε μὲ καλωσύνη καὶ πραότητα. Τότε τὸ Μοναστήρι δὲν εἶχε τὴν μεγάλη τράπεζα ποὺ ἔχει τώρα, καὶ ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ (μοναχοί, κληρικοί, λαϊκοὶ) σὲ μιὰ μικρὴ τράπεζα (τραπεζαρία) στὸ ἰσόγειο, δίπλα στὴ βρύση. Εἶχαν προπορευθῆ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Κάθησαν στὴν τράπεζα καὶ περίμεναν τὸν Γέροντα. Ὅταν μπῆκε ὁ Γέροντας μέσα, ὅλοι σηκώθηκαν ἀπὸ σεβασμὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γίνη ἡ συνηθισμένη προσευχὴ τῆς τράπεζας. Ὁ Γέροντας κάθησε, εἶπε καὶ στοὺς ἄλλους νὰ καθήσουν, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἄρχισε νὰ τρώη. Ὁ παπικὸς ἦταν πιστός. Παίρνει τὸν λόγο καὶ λέει στὸν Γέροντα: ‘‘Γέροντα, δὲν θὰ κάνωμε προσευχή;’’ Καὶ ὁ Γέροντας ἤρεμα τοῦ ἀπαντᾶ: ‘‘Καλύτερα νὰ κάνωμε σιωπή.’’ Καὶ συνέχισε τὸ φαγητό του. Ἂς κατανοήσουν τὸ πνεῦμα τοῦ ἁγίου Γέροντος ὅσοι ἐπιμένουν στὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.»
               Ἄλλος σύγχρονος θεοφόρος πατήρ, τὸν ὁποῖον ἠξιώθημεν νὰ γνωρίσωμεν κατὰ τὴν νεότητα ἡμῶν, εἶναι ὁ τότε ἐφημέριος τοῦ Λεπροκομείου (Νοσοκομείου Λοιμωδῶν Νόσων) Ἀθηνῶν, ἀείμνηστος Γέρων Εὐμένιος Σαριδάκης, γέννημα τῆς ἁγιοτόκου νήσου Κρήτης -ἥτις καὶ φιλοξενεῖ τὴν Σύνοδον ταύτην-, πνευματικὸν τέκνον τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ . Παραθέτομεν ἐν συνεχείᾳ θαυμαστὸν γεγονός, τὸ ὁποῖον συνέβη εἰς τὸν Γέροντα Εὐμένιον καὶ σχετίζεται ἀμέσως πρὸς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα, ὅπως τοῦτο καταγράφεται εἰς ἡμέτερον, προσφάτως ἐκδοθὲν πόνημα . Τοῦ περιστατικοῦ τούτου ἤμην αὐτήκοος (ἐκ τοῦ Γέροντος Εὐμενίου) μάρτυς. Ἀλλ᾽ ἐπειδή, κατὰ τὸ Κυριακὸν λόγιον, «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα» (Ματθ. 18, 16), εἰς τὸ ὡς ἄνω βιβλίον καταγράφομεν τοῦτο κατὰ τὴν συμμαρτυρίαν τοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν ἀδελφοῦ, μοναχοῦ Ἱεροθέου.
               «Ὁ Γέροντάς μας, π. Εὐμένιος Σαριδάκης, προσευχόταν κάποτε γιὰ τὸν διάβολο. Τὸν σταμάτησε ὅμως ὁ Θεός, λέγοντάς του ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἀτελέσφορη, ὡς πρὸς τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα. Κάποτε, ὁ Γέροντας μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ὅτι μνημόνευσε στὴν Πρόθεση τὸν Εὐρωπαῖο γνωστὸ ἀνθρωπιστὴ Ραοὺλ Φολλερώ, παπικὸ στὸ δόγμα, ἐπειδὴ εἶχε εὐεργετήσει τὸ Λεπροκομεῖο καὶ ἦταν πολὺ καλὸς ἄνθρωπος. Τότε, ἄγγελος Κυρίου τοῦ πέταξε τὴ μερίδα ἀπὸ τὸ ἅγιο Δισκάριο τρεῖς φορές. Τὴν τρίτη φορά, τοῦ ἐμφανίσθηκε λέγοντάς του ὅτι ἐκεῖ (στὴν Πρόθεση) ἔχουν θέση μόνο τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ἐξήγησε ὅτι στὸ κομβοσχοίνι του μπορεῖ νὰ βάλει προσευχόμενος τοὺς πάντες, αἱρετικούς, ἑτεροθρήσκους, φονιάδες, ἐγκληματίες, ἀσελγεῖς, τὸ πλήρωμα ὅλης τῆς οἰκουμένης, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. Στὴν εὐχαριστιακὴ Ἀναφορὰ ὅμως, μόνο τοὺς Ὀρθοδόξους, γιατὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὰ μέλη τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.»
               Συχνῶς πυκνῶς παραπέμπομεν εἰς τὴν θεόπνευστον ρῆσιν τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, «Διὰ δὲ τῶν μυστηρίων καὶ ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται, σῶμα οὖσα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους... Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾽ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη… Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον, ἢ ἀναλογία ὁμοιότητος, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης.»  Ἰδού, λοιπόν, ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ συγχρόνου ἁγίου πατρὸς Εὐμενίου Σαριδάκη -εἰς τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁποίου ἀνεφέρθη ἐνθέρμως ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης εἰς τὸν Προλογικὸν Χαιρετισμὸν Ἑορτολογίου τῆς Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας (ἔτους 2014)-, τί καταθέτει εἰς ἡμᾶς τοὺς περισπουδάστους, μετὰ βροντώδους ἁπλότητος καὶ ἐκπληκτικῆς ἀκριβείας, ἐπικυροῦσα κατὰ πάντα τοὺς θεολογικωτάτους λόγους τοῦ Καβάσιλα. Ὅτι δηλαδὴ «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», εἰς τὴν ἱερὰν Πρόθεσιν τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καὶ τὸ ἀξιοπρόσεκτον εἶναι ὅτι ἄγγελος Κυρίου ἀπεκάλυψε τὴν μεγίστην ταύτην, προικοδοτηθεῖσαν εἰς ἡμᾶς, ἀλήθειαν, περὶ τοῦ τί ἐστὶ δηλονότι Ἐκκλησία, ποῖα τὰ μέλη αὐτῆς καὶ τίς ἡ ἡμετέρα εὐθύνη πρὸς τὰ μὴ ἀποτελοῦντα μέλη αὐτῆς.
               Τέλος, παραθέτομεν βαρυσήμαντον κείμενον ἐπιστολῆς τοῦ μεγάλου καὶ συγχρόνου ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, ἱδρυτοῦ τῆς ἐν Ἔσσεξ Ἀγγλίας Πατριαρχικῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
               «Ἐδῶ ὅμως θέλω νὰ πῶ καὶ λίγα λόγια γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μιὰ σημαντικὴ μερίδα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κλίνει σήμερα νὰ ἀποδεχθεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπικίνδυνες αἱρέσεις (Σ.Ε.: ὁ Γέρων ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὸν Οἰκουμενιστικὸν Συγκριτισμόν). Αὐτὴ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ διαπίστωση ὅτι δῆθεν στὶς ἡμέρες μας δὲν ὑπάρχει οὔτε μιὰ ἐκκλησία ποὺ νὰ ἔχει διαφυλάξει πλήρως τὴν ἀλήθεια τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ· ὅτι καμιὰ ἐκκλησία δὲν κατέχει σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ τὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας, χαρισματικῆς χριστιανικῆς ζωῆς σὲ ἠθικὸ καὶ ἀσκητικὸ ἐπίπεδο· ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες, ποὺ ἀποκαλοῦνται χριστιανικές, ἔχουν ἴση χάρη, καὶ γι’ αὐτὸ ὀφείλει νὰ ἐπέλθει ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν μὲ βάση κάποιον κοινὸ γιὰ ὅλες παρονομαστή.
               Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συχνὰ ἐρωτήματα, ποὺ τυχαίνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε, εἶναι τὸ ἐρώτημα ποιός σώζεται καὶ ποιός ὄχι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ συνήθως σκέπτονται ὅτι σώζεται ὄχι μόνο ὁ Ὀρθόδοξος (σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) ἢ μόνο ὁ Καθολικὸς (σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν), ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸν Χριστό. Ἡ ἄποψη αὐτὴ πέρασε ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες καὶ στοὺς πιστοὺς τῶν ὑπολοίπων ἐκκλησιῶν. Ὑπάρχουν πολλοὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη αὐτή. Μερικοὶ μάλιστα σκέπτονται ὅτι οὔτε μιὰ ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες ἐκκλησίες δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς χάριτος, γιατὶ ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο βαθμὸ ἔχει παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Οἱ ἴδιοι πάντοτε πιστεύουν ὅτι μόνο τώρα, στὰ τέλη τῶν αἰώνων, συνέλαβαν πλήρως τὸ πνεῦμα τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ μέχρι τώρα ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος, στὴ ροὴ τόσων αἰώνων, βρισκόταν σὲ πλάνη. Λένε ὅτι τώρα ἦρθε ὁ καιρός, ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν ὅλα τὰ διχασμένα μέρη σὲ μιὰ παγκόσμια καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Αὐτή, σύμφωνα μὲ τοὺς ἴδιους, θὰ κατέχει τὴν πλήρη ἀλήθεια ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις, ἂν κατὰ τὴν (παραπάνω) ἕνωση γίνει ἀποδεκτὸ μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸ χαρακτηριστικὸ γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ἄλλοι πάλι, φαινόμενο ἀκόμη χειρότερο, διαλογίζονται στὶς καρδιές τους γιὰ κάποιο εἶδος ὑψηλοῦ μυστικισμοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀντιλήψεως τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ὥστε... δὲν θέλω οὔτε νὰ ἀναφερθῶ περισσότερο σὲ ὅλα αὐτά. Ἐπιθυμῶ μόνο κλείνοντας τὸ θέμα αὐτὸ νὰ πῶ παρενθετικὰ ὅτι πολὺ θὰ ἤθελα (καὶ γι’ αὐτὸ προσεύχομαι στὸν Θεὸ) ἐσεῖς νὰ μὴ πλανηθεῖτε μὲ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ πιστεύετε ἀκράδαντα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ ὅτι ὑπάρχει πάνω στὴ γῆ ἐκείνη ἡ Μία, Μοναδικὴ καὶ Ἀληθινὴ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ διατηρεῖ ἁλώβητη καὶ ἀκέραιη τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (καὶ ὄχι ξεχωριστὰ μέλη της), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς χάριτος καὶ εἶναι ἀλάθητη. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ μερικοὺς δὲν φαίνεται νὰ εἶναι πλήρης διδασκαλία, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ δυνατότητα γιὰ ἐπιστημονικὴ ἐπεξεργασία ποὺ προσφέρει ὁ ἀπεριόριστος καὶ ἀνεξάντλητος πλοῦτος της. Αὐτὸ ὅμως δὲν συγκρούεται καθόλου μὲ ὅ,τι εἴπαμε παραπάνω γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ πληρώματος τῆς γνώσεως.
               Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔλαβε τὴν τελική της μορφὴ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ ἀλλαγή. Ὅλη ἡ μετέπειτα ἐπιστημονικὴ ἐργασία πρέπει ἀπαραίτητα νὰ συμφωνεῖ μὲ ὅ,τι ἤδη δόθηκε στὴ θεία ἀποκάλυψη καὶ διατυπώθηκε στὴ διδαχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ χάρη. Τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος, μπορεῖ νὰ κατέχει μόνο ἡ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία. Ὅλες ὅμως οἱ ἄλλες ἐκκλησίες διαθέτουν χάρη ἐξαιτίας τῆς πίστεως στὸν Χριστό, ὄχι ὅμως στὴν πληρότητα. Μποροῦμε νὰ πιστεύουμε ὅτι καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀκόμη ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ κατὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἴσοι μὲ τοὺς μεγάλους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀρχαίων χρόνων (τὸ λέω σὲ σχέση μὲ ὅ,τι ἔτυχε νὰ ἀκούσω γιὰ μερικοὺς ἀνθρώπους στὴ Ρωσία), γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ‘‘χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας’’. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅποιος ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν πίστη αὐτή, δὲν θὰ σταθεῖ.»
*   *   *
               Παναγιώτατε, ἅγιοι Προκαθήμενοι, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
               Ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα τῇ ἀληθείᾳ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», πρέπει νὰ λάβωμεν σοβαρῶς ὑπ᾽ ὄψιν τὴν θεολογικὴν καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐμπειρίαν αὐτῶν. Καί, μία Σύνοδος, ὡς ἡ παροῦσα, ἡ ὁποία θέλει νὰ εἶναι ἁγία καὶ Μεγάλη, πρέπει ἀναντιρρήτως νὰ λάβει ὑπ᾽ ὄψιν τοὺς ἁγίους καὶ μεγάλους τῆς Πίστεως ἡμῶν.
               Αἱ ἀποφάσεις μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἔστω καὶ Διορθοδόξου ἕνεκα κραυγαλέων ἀπουσιῶν, ταπεινῶς φρονοῦμεν ὅτι θὰ τύχωσιν ἀποδοχῆς ὑπὸ κλήρου καὶ λαοῦ εἰς τὸ μέτρον ὅπου εἰς ταύτας ὑπάρχει συμφωνία οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἀγγέλων καὶ ἁγίων καὶ ἀνθρώπων. Οἱ χρησιμοποιούμενοι ὅροι εἰς τὰς ἀποφάσεις μιᾶς τοσοῦτον ἱστορικῆς καὶ σημαινούσης Συνόδου, πρέπει νὰ διακρίνωνται διὰ τὴν θεόθεν σοφίαν καὶ τὴν κρυσταλλίνην αὐτῶν θεολογικὴν σαφήνειαν. Αἱ Οἰκουμενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι οὕτω ἀπεφαίνοντο, δογματίζουσαι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, κατὰ τὸ ἀποστολικόν, «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15, 28). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελοῦσι τεχνικοὺς ὅρους ἢ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ‘‘διπλωματικῆς’’ ἀβρότητος αἰ ἀποφάσεις μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου. Μόνον οὕτω θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ συντελέσωσιν εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας ἑνότητα καὶ νὰ ἀποτελέσωσι σημεῖον ἀσφαλοῦς θεολογικῆς ἀναφορᾶς εἰς τοὺς μεταγενεστέρους.
               Διὰ νὰ μὴν ταλαιπωρήσω λοιπὸν Ὑμᾶς μετὰ ἡμετέρων λόγων, προέκρινα νὰ παραθέσω Ὑμῖν τὴν φωτίζουσαν καὶ συνετίζουσαν ἐπὶ τοῦ πρὸς ἐξέτασιν θέματος ἁγιοπνευματικὴν ἐμπειρίαν συγχρόνων ἁγίων μορφῶν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
               Αἰτούμενοι τὰς Ὑμετέρας εὐχάς, διατελοῦμεν
               Μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφικῆς ἀγάπης
               Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος
               Ἐν Κολυμπαρίῳ Κισάμου τῆς Κρήτης, τῇ 24ῃ.06.2016.
 

ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ : Εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...