Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2018

Ξανθιά η νέα «Αθανασία του Αιγάλεω».


ΣΧΟΛΙΟ : Τεράστια προσοχή στις νέες αιρέσεις που κυκλοφορούν.
Ισχυρίζεται ότι βλέπει οράματα και συνομιλεί με τον Χριστό! 
Από τον
Θάνο Μακρογαμβράκη.

Συναγερμό έχει προκαλέσει στην Εκκλησία και στους πιστούς η άφιξη στην Αθήνα της Βασούλας Πεντάκη - Ρύντεν, που εδώ και 30 χρόνια ισχυρίζεται ότι για χάρη των πιστών όλου του κόσμου πιάνει... ψιλή κουβέντα με τον ίδιο τον Χριστό, σαν άλλη «αγία Αθανασία του Αιγάλεω», η οποία διέδιδε επί μια 20ετία ότι είχε καθημερινά τετ α τετ με την Παναγία!

Σύγχρονη ψευδοπροφήτης ή απατεώνισσα που προσπαθεί μέσα από υποτιθέμενα χαρίσματα να εκμεταλλευτεί πλούσιους, φτωχούς και πονεμένους; Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αποκηρύξει την Ελληνοαιγύπτια συγγραφέα, η οποία βρίσκεται στην Αθήνα για την παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του αυτοβιογραφικού βιβλίου της με τίτλο «Υπάρχει ο παράδεισος, αλλά υπάρχει και η κόλαση».

Από την άλλη, οι βουδιστές μοναχοί απένειμαν το 2003 στη Βασούλα Πεντάκη - Ρύντεν το «χρυσό βραβείο ειρήνης» για τη συμβολή της στην καθιέρωση της διαθρησκευτικής αρμονίας και την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης μεταξύ λαών και θρησκευμάτων! Σύμφωνα με το βιογραφικό της, που είναι αναρτημένο στο διαδικτυακό «σπίτι» της και στη σελίδα «Αληθινή εν Θεώ ζωή» (www.tlig.org), η Βασούλα Ρύντεν είναι Ελληνίδα από χριστιανική ορθόδοξη οικογένεια και έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Αίγυπτο. Είναι παντρεμένη με Σουηδό διπλωμάτη και μητέρα δύο αγοριών, και ισχυρίζεται ότι από μικρή έβλεπε πέρα από τον φυσικό κόσμο, καθώς την επισκέπτονταν οι ψυχές των νεκρών, είχε οράματα και μπορούσε να δει την πάλη μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων! Στο βιβλίο της «Υπάρχει ο παράδεισος, αλλά υπάρχει και η κόλαση» μοιράζεται μηνύματα που υποστηρίζει ότι έλαβε από τον Θεό για όσα πρόκειται να συμβούν στον κόσμο. Από τότε που άρχισαν τα οράματά της, έχει ταξιδέψει σε 87 χώρες, ενώ εκατοντάδες είναι ακόλουθοί της στους λογαριασμούς της στα social media.
Ολα ξεκίνησαν το 1985 στο Μπανγκλαντές, όταν συνέβη ένα γεγονός που άλλαξε οριστικά τη ζωή της. Γράφοντας τη λίστα για τα ψώνια της, το χέρι της άρχισε να γράφει κινούμενο από μια ακατανίκητη δύναμη: «Είμαι ο φύλακας-άγγελός σου και ονομάζομαι Δανιήλ». Οπως εκμυστηρεύτηκε αργότερα η Βασούλα Ρύντεν, που μιλά άπταιστα και την ελληνική γλώσσα, ο φύλακας-άγγελός της την προετοίμαζε επί τρεις μήνες.
Ηταν μια περίοδος κάθαρσης και εξαγνισμού, όπου είδε τις αμαρτίες της με τα μάτια του Θεού. Αυτή ήταν η αρχή μιας μυστικής επικοινωνίας και η προετοιμασία της για την αποστολή που της ανέθεσε ο Κύριος και που απευθύνεται σε όλη την ανθρωπότητα.

Αυτή η ιδιαίτερη επικοινωνία -υποστηρίζει- συνεχίζεται ως και σήμερα και οι συνομιλίες της με τον Θεό μεταφέρουν ένα σαφές μήνυμα για όλη την ανθρωπότητα, να επιστρέψει στην οδό της αρετής.
Σε ένα από τα μηνύματα που υποστηρίζει ότι έλαβε, στις 27 Μαρτίου 2002, ο Χριστός την παρότρυνε να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα παροχής βοήθειας σε όλον τον κόσμο με το όνομα Μπετ Μύριαμ (σπίτια της Μαρίας): «Ανακούφισε τον καταπιεσμένο και βοήθησε το ορφανό. Προστάτεψέ Με, γλίτωσέ Με από τη λάσπη, δώσε Μου καταφύγιο και τροφή, ξαλάφρωσε το φορτίο Μου και την κούρασή Μου. Στήριξέ Με κι ενθάρρυνέ Με, αλλά πάνω από όλα, αγάπα Με. Ο,τι κάνεις για έναν από τους άσημους αδελφούς Μου, το κάνεις για Μένα...»
Σήμερα, τέτοια προγράμματα λειτουργούν σε 16 χώρες -μεταξύ άλλων εδώ και επτά χρόνια και στην Αθήνα-, με τους υποστηρικτές της να συντηρούν συνολικά 30 οικογένειες, από δωρεές τροφίμων ή καταθέσεις χρημάτων μέσω τραπεζικών λογαριασμών που είναι αναρτημένοι στο site της.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: ΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ
Ανακοινώσεις κατά της δράσης της Βασούλας Ρύντεν έχουν εκδώσει τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδας, με σκοπό να προστατεύσουν τους πιστούς. Χαρακτηριστικά, o γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής επί των Αιρέσεων, πατήρ Kυριάκος Τσουρός, σχολιάζει στην «Espresso»:
«Στις ανακοινώσεις σχετικά με το θέμα της Βασούλας Ρύντεν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδας υπογραμμίζουν και δηλώνουν ότι οι διδασκαλίες της εν λόγω κυρίας δεν συμβιβάζονται με την αληθινή ορθόδοξη πίστη.
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί σε όλες αυτές τις περιπτώσεις καλούνται να ακολουθούν την προειδοποίηση του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστή, ο οποίος μας συμβουλεύει: “Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον” (Α΄ Ιωάν. 4,1)». Στην ανακοίνωσή του, μάλιστα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μεταξύ άλλων αναφέρει ότι οι πιστοί επιβάλλεται να παραμένουν σταθεροί στην «πίστιν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν βιώνει τό χριστεπώνυμον πλήρωμα αὐτῆς διά μέσου τῆς συμμετοχῆς εἰς τήν μυστηριακήν καί τήν καθόλου πνευματικήν ζωήν τοῦ θεοϊδρύτου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος».

Πώς αυτοανακηρύχτηκε «αγία» η βοσκοπούλα από τη Μανωλάδα
Στα 92 της χρόνια πλέον, η Αθανασία Κρικέτου - Σάμαρη παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα που απασχόλησαν την Ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Γεννημένη το 1926 στη Μανωλάδα Ηλείας, ήταν 17 ετών όταν ισχυρίστηκε ότι την ώρα που καθοδηγούσε το κοπάδι της εμφανίστηκε μπροστά της η Παναγία.
Από εκείνη την ημέρα υποστήριζε ότι είχε όλο περισσότερα οράματα, ενώ ισχυριζόταν ότι από τα 14 της χρόνια η Μητέρα όλων των χριστιανών τής έστελνε μηνύματα, τα οποία αποτυπώνονταν στο στήθος της εν είδει «θαύματος». Η φήμη της σταδιακά άρχισε να εξαπλώνεται, καθώς έτρεχε δεξιά και αριστερά με στόχο να δείξει σε όλους «τα σημάδια του Θεού» και, τελικά, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το χωριό της.

Από τη Μανωλάδα έφυγε ως «αδελφή Αθανασία» και μέσα σε 20 χρόνια αυτοανακηρύχτηκε «αγία», εκμεταλλευόμενη (όπως αποδείχτηκε) μια σπάνια περίπτωση δερμογραφισμού, μιας δερματικής νόσου που έκανε να εμφανίζονται στο σώμα της σημάδια!
«Από 14 ετών τα γράμματα βγαίνουν στο στήθος μου, βλέπω την Παναγία, με χτυπά στο στήθος και αισθάνομαι καούρα. Τα γράμματα δεν βγαίνουν όποτε θέλω εγώ. Εγώ σταυρώνω τους αρρώστους και όποιος έχει πίστη θεραπεύεται» ισχυριζόταν η «αγία» του Αιγάλεω!
Οι πολέμιοί της δεν έχουν σταματήσει έως σήμερα να καταγγέλλουν ότι στα χρόνια της νιότης της χάραζε με μυτερό αντικείμενο φράσεις στο κορμί της, οι οποίες ύστερα από λίγα λεπτά γίνονταν «θεϊκά σημάδια», με τα οποία κορόιδευε τον κόσμο. Την είπαν απατεώνισσα, τυχοδιώκτρια, πανούργα, ενώ η ίδια ύψωνε το ποτήρι της φωνάζοντας «Πίνω στην υγεία της ελληνικής Δικαιοσύνης». Πίσω της ακολουθούσε ένας πολυπληθής «στρατός» θρησκόληπτων -κυρίως, γυναικών με γκρι τσεμπέρια και γαλάζιες ποδιές-, που της υπόσχονταν να την υπηρετούν έως το τέλος της ζωής της! Πράγματι, ακόμη και σήμερα δεκάδες άτομα παραμένουν στο πλευρό της και εκατοντάδες την επισκέπτονται από όλη την Ελλάδα.

Η Ελλαδική Εκκλησία απέπεμψε από τους κόλπους της την «αγία Αθανασία του Αιγάλεω», αυτή όμως συνέχισε ακάθεκτη αψηφώντας θεούς και δαίμονες, που την κυνηγούσαν μια ζωή.
Σήμερα διεκδικεί τον τίτλο μιας σύγχρονης δισεκατομμυριούχου, με τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία. Εχει στην κατοχή της το ίδρυμα «Παναγία Φανερωμένη» στη θέση Παλαιοκούντουρα, λίγο έξω από τη Μάνδρα Αττικής, και ένα γηροκομείο 300 κλινών που φιλοξενεί υπέργηρους και ασθενείς. Στην κατοχή του σωματείου Πανελλήνια Ενωση Ορθοδόξων Χριστιανών βρίσκεται και το παλιό στρατηγείο της στο Αιγάλεω, ένα τριώροφο κτίριο επί της οδού Βαρδουσίων 57, απ' όπου στα τέλη της δεκαετίας του '50 η Αθανασία Κρικέτου δημιούργησε και διέδωσε τα «θεϊκά» της χαρίσματα στους χιλιάδες πιστούς που την πίστεψαν και της εμπιστεύτηκαν τα υπάρχοντά τους.
Βασούλα Πεντάκη - Ρύντεν.

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2018

Ὁμιλία στοὺς Ἁγίους Σαράντα Μάρτυρες



(Τὸ θαυμάσιο τοῦτο κείμενο δὲ ξέρουμε ποιὸ χρόνο γράφηκε. Ἐκφωνήθηκε ὅμως στὴ μνήμη τῶν 40 Μαρτύρων, ποὺ τὸ 320 θανατώθηκαν κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Λικινίου. Τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀθλητές, ἐπειδὴ γενναίως ὁμολόγησαν πίστη στὸν Χριστό, τοὺς σύναξαν καὶ τοὺς ἔστησαν στὴν παγωμένη λίμνη στὸ κέντρο τῆς Σεβάστειας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, χάρη στὶς ἄριστες ἰατρικές του γνώσεις, περιγράφει μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ τὶς διεργασίες ποὺ συντελοῦνται στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἀπὸ τὸ ψύχος καὶ τὸ πάγωμα καὶ πῶς ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Πέραν ὅμως τούτου ἔχουμε στὰ μάτια μας ἕνα πολὺ ἀρρενωπὸ κείμενο, ἔξοχα δομημένο, ποὺ δίνει ἀνάγλυφη τὴ θεολογία τοῦ μαρτυρίου, τὴ σημασία ποὺ αὐτὸ ἔχει γιὰ τὸν ἴδιο τὸ μάρτυρα, γιὰ τοὺς λοιποὺς πιστοὺς καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία γενικά.)




Ποῖος κορεσμὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ ἀπὸ τὴν μνήμην τῶν μαρτύρων, δι᾿ αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τοὺς μάρτυρας; Διότι ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἀνδρείους ἀπὸ μέρους τῶν συνδούλων των, ἀποδεικνύει τὴν εὔνοιαν πρὸς τὸν κοινὸν Κύριον. Εἶναι ἄλλωστε ὁλοφάνερον ὅτι αὐτὸς ὁ ὁποῖος παραδέχεται τοὺς γενναίους ἄνδρας, δὲν θὰ ὑστερήσῃ κατὰ τὴν μίμησιν, ὅταν εὑρεθῇ εἰς παρομοίας περιστάσεις. Νὰ μακαρίσῃς ἀληθινὰ αὐτὸν ποὺ ἐμαρτύρησε, διὰ νὰ γίνῃς μάρτυς κατὰ τὴν διάθεσιν, καὶ θὰ καταλήξῃς νὰ ἀξιωθῆς τοὺς ἰδίους μισθοὺς μὲ ἐκείνους, χωρὶς νὰ διωχθῆς, χωρὶς νὰ καῆς εἰς τὴν φωτιάν, χωρὶς νὰ μαστιγωθῆς. Ἠμεῖς δὲ δὲν πρόκειται νὰ θαυμάσωμεν ἕνα, οὔτε μόνον δύο, οὔτε ὁ ἀριθμὸς τῶν μακαριζομένων φθάνει μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δέκα. Ἀλλὰ σαράντα ἄνδρες, ποὺ ὡσὰν νὰ εἶχαν μίαν ψυχὴν εἰς ξεχωριστὰ σώματα, μὲ μίαν σύμπνοιαν καὶ ὁμόνοιαν τῆς πίστεως, μίαν ἐπέδειξαν καὶ τὴν καρτερίαν εἰς τὰ βάσανα καὶ τὴν ἀντίστασιν, χάριν τῆς ἀληθείας. Ὅλοι ὑπῆρξαν ἕνας καὶ ἕνας· ἴσοι εἰς τὴν διάθεσιν καὶ ἴσοι εἰς τὸν ἀγῶνα. Διὰ τοῦτο καὶ μὲ τὴν ἰδίαν τιμὴν κατηξιώθησαν νὰ λάβουν τὰ στεφάνια τῆς δόξης. Ποιὸς λόγος θὰ ἠμποροῦσε νὰ περιγράψῃ τὴν ἀξίαν των; Δὲν θὰ ἐπαρκοῦσαν οὔτε σαράντα γλῶσσαι νὰ ἐξυμνήσουν τὴν ἀρετὴν τόσων μεγάλων ἀνδρῶν. Καὶ ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἕνας ὁ τιμώμενος, θὰ ἑξαρκοῦσε νὰ νικήσῃ τὴν δύναμιν τῶν λόγων μου, πολὺ δὲ περισσότερον τώρα ποὺ εἶναι τόσον μεγάλο πλῆθος, στρατιωτικὴ φάλαγγα, παράταξις δυσκολοκαταγώνιστος, ἐξ ἴσου ἀνίκητος εἰς τοὺς πολέμους καὶ ἄφθαστος εἰς τοὺς ἐπαίνους.

Ἐμπρὸς λοιπὸν τώρα, ἀφοῦ τοὺς φέρομεν ἐνώπιόν μας διὰ τῆς ἐνθυμήσεως, ἂς καταστήσωμεν κοινὴν τὴν ὠφέλειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ εἶναι παρόντες, ἀφοῦ δείξωμεν πρῶτα εἰς ὅλους ὡσὰν εἰς ζωγραφιάν, τὰ κατορθώματα τῶν ἀνδρῶν. Ἄλλωστε καὶ τὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, πολλᾶς φορὰς καὶ οἱ λογογράφοι καὶ οἱ ζωγράφοι ἐξιστοροῦν. οἱ μὲν μὲ τὸ νὰ τὰ ἐγκωμιάζουν μὲ τὸν λόγον, οἱ δὲ μὲ τὸ νὰ τὰ ζωγραφίζουν εἰς τοὺς πίνακας, διεγείρουν πολλοὺς πρὸς τὴν ἀνδραγαθίαν, καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Διότι αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἡ ἱστοριογραφία παρουσιάζει διὰ τῆς ἀκοῆς, αὐτὰ τὰ ἴδια ἡ ζωγραφικὴ σιωπηλῶς τὰ παριστάνει διὰ τῆς μιμήσεως. Ἔτσι τώρα καὶ ἠμεῖς θὰ ὑπενθυμήσωμεν εἰς τοὺς παρόντας τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν. καὶ ἀφοῦ κατὰ κάποιον τρόπον φέρωμεν κάτω ἀπὸ τὰ μάτια σας τὰς πράξεις των, θὰ παρακινήσωμεν πρὸς μίμησιν, αὐτοὺς ποὺ εἶναι γενναιότεροι καὶ οἰκειότεροι κατὰ τὴν διάθεσιν πρὸς αὐτούς. Διότι «ἐγκωμιασμὸς μαρτύρων» σημαίνει προτροπὴ πρὸς ἀρετήν, αὐτῶν ποὺ εἶναι συγκεντρωμένοι. Οἱ λόγοι διὰ τοὺς ἁγίους δὲν καταδέχονται νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τοὺς κανόνας τῶν ἐγκωμίων. Διότι οἱ ἐγκωμιασταὶ παίρνουν τὰς ἀρχὰς τῶν εὐφημιῶν, ἀπὸ τὰς ἀφορμᾶς τοῦ κόσμου. Δι᾿ αὐτοὺς ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σταυρώσει τὸν κόσμον, πῶς ἠμπορεῖ, κάτι ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτόν, νὰ δώσῃ ἀφορμὴν δι᾿ ὑπερηφάνειαν; Οἱ ἅγιοι δὲν εἶχαν μίαν πατρίδα. Διότι ὁ καθένας κατήγετο ἀπὸ διαφορετικὴν πατρίδα. Τί λοιπόν; θὰ τοὺς εἴπωμεν ἀπάτριδας, ἢ οἰκουμενικοὺς πολίτας; Διότι ὅπως εἰς τὰς συνεισφορὰς ἀπὸ τοὺς ἐράνους, αὐτὰ ποὺ ἔχουν προσφερθῆ ἀπὸ τὸν καθένα, γίνονται κοινὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ τὰ προσέφεραν, ἔτσι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν μακαρίων τούτων ἀνδρῶν, τοῦ καθενὸς ἡ πατρίδα εἶναι κοινὴ δι᾿ ὅλους. καὶ ὅλοι προερχόμενοι ἀπὸ παντοῦ, ἀνταποδίδουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν πατρίδα ποὺ τοὺς προσέφερεν. Ἄλλωστε διατί πρέπει νὰ ἀναζητοῦμεν τὰς εὐρισκομένας εἰς τὴν ὕλην πατρίδας, ἐνῷ εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν ποία εἶναι ἡ τωρινὴ πατρίδα τους; Πόλις λοιπὸν μαρτύρων εἶναι ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶναι ὁ τεχνίτης καὶ ὁ δημιουργός. Εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ ἐλευθέρα, ἡ μητέρα τοῦ Παύλου καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ὅμοιοι μὲ αὐτόν. Τὸ ἔθνος, αὐτὸ μὲν ποὺ εἶναι ἀνθρώπινον, εἶναι διάφορον διὰ τὸν καθένα, τὸ πνευματικὸν ὅμως ἔθνος εἶναι ἕνα δι᾿ ὅλους. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κοινὸς πατέρας αὐτῶν, καὶ ὅλοι εἶναι ἀδελφοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν γεννηθῆ ἀπὸ ἕνα πατέρα καὶ μίαν μάνναν, ἀλλ᾿ ἔχουν συναρμοσθῆ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὁμόνοιαν διὰ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν υἱοθεσίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἕτοιμος χορός! Μεγάλη συνδρομὴ αὐτῶν ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας δοξάζουν τὸν Κύριον! Δὲν ἔχουν μαζευθῆ ἕνας-ἕνας, ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ ἔχουν μετατεθῆ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ποιὸς ὅμως εἶναι ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς μεταθέσεως; Αὐτοὶ ἐπειδὴ ὑπερεῖχαν καὶ κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας, καὶ κατὰ τὴν δύναμιν ἀπὸ ὅλους τοὺς συνομήλικάς των, ἐτάχθησαν νὰ ὑπηρετοῦν εἰς τὰς στρατιωτικᾶς τάξεις. Λόγω δὲ τῆς πολεμικῆς πείρας καὶ τῆς ψυχικῆς γενναιότητος, εἶχαν λάβει κιόλας τὰς πρώτας τιμὰς ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἦταν ξακουστοὶ εἰς ὅλους διὰ τὴν ἀνδρείαν των.

Ὅταν δὲ ἐξηγγέλθη ἐκεῖνο τὸ ἄθεον καὶ ἀσεβὲς διάταγμα, νὰ μὴ ὁμολογοῦν πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, ἢ διαφορετικὰ νὰ τιμωροῦνται, ἠπειλεῖτο δὲ κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ εἶχε ξεσηκωθῆ πολὺς καὶ ἄγριος ὁ θυμὸς ἀπὸ μέρους τῶν ἀδίκων δικαστῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐμηχανορραφοῦντο δὲ ἐπιβουλαὶ καὶ δολοπλοκίαι ἐναντίον των, καὶ ἐπενοοῦντο ποικίλα εἴδη βασανισμοῦ, -καὶ οἱ βασανισταὶ ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαῖοι-, ἡ φωτιὰ ἦταν ἑτοιμασμένη, τὸ ξίφος ἀκονισμένον, ὁ σταυρὸς εἶχε στηθῆ, ὁ λάκκος, ὁ τροχός, τὰ μαστίγια ἔτοιμα· καὶ ἄλλοι μὲν ἔφευγαν εἰς τὴν ἐρημίαν, ἄλλοι δὲ ὑπέκυπταν καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, ἄλλοι δὲ ἐκλονίζοντο, μερικοὶ δὲ κατετρόμαζαν καὶ μὲ μόνην τὴν δοκιμασίαν τῆς ἀπειλῆς, ἄλλοι δὲ ἀφοῦ ἤρχοντο κοντὰ εἰς τὰ δεινὰ ἐτρελλαίνοντο, ἄλλοι δὲ μόλις ἔμβαιναν εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔπειτα ἀδυνατοῦσαν νὰ ὑπομείνουν ὡς τὸ τέλος τὰ βασανιστήρια, διότι ἐλύγιζαν εἰς τὸ μέσον περίπου τῆς ἀθλήσεως, ὅπως αὐτοὶ ποὺ κλυδωνίζονται εἰς τὴν θάλασσαν καὶ καταποντίζουν ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ ἐμπορεύματα τοῦ μόχθου των. Τότε λοιπὸν οἱ ἀνίκητοι καὶ γενναῖοι στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, παρουσιασθέντες εἰς τὸ μέσον, ἐνῷ ὁ ἄρχων τοὺς ἐπεδείκνυε τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως καὶ ἀπαιτοῦσε τὴν ὑπακοήν, μὲ θαρρετὴν τὴν φωνήν, μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν, χωρὶς νὰ τρομάξουν ἀπὸ τὰς ἀπειλάς, ὡμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὦ μακάριοι γλῶσσαι, ποὺ ἀφήκατε ἐκείνην τὴν ἱερὰν ὁμολογίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἀέρας μὲν ποὺ τὴν ἐδέχθη ἠγιάσθη, οἱ Ἄγγελοι δὲ ποὺ τὴν ἤκουσαν τὴν ἐπεκρότησαν, ὁ διάβολος μαζὶ μὲ τὰ δαιμόνια ἐπληγώθη, ὁ δὲ Κύριος τὴν κατέγραψεν εἰς τοὺς οὐρανούς!

Ὁ καθένας λοιπὸν παρουσιασθεὶς εἰς τὸ μέσον εἶπεν «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ ὅπως εἰς τὰ στάδια αὐτοὶ ποὺ προσέρχονται εἰς τὴν ἄθλησιν, λέγουν συγχρόνως καὶ τὰ ὀνόματά τους, καὶ μεταβαίνουν εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀγωνίσματος, ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ τότε, ἀφοῦ περιεφρόνησαν τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχαν ὀνομάσει ἀπὸ τὴν γέννησίν των, ὁ καθένας ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. καὶ ὅλοι ἔκαμναν τὸ ἴδιον μὲ τὸ νὰ συνδέῃ ὁ ἑπόμενος τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν προηγούμενον. Ὥστε ὅλοι εἶχαν ἕνα ὄνομα, διότι δὲν ἦταν πιὰ ὁ δεῖνα ἢ ὁ τάδε, ἀλλ᾿ ὅλοι ὠνομάζοντο Χριστιανοί. Τί λοιπὸν ἔπραττεν ὁ τότε κυρίαρχος; Διότι ἦταν φοβερὸς καὶ πολυμήχανος εἰς τὸ νὰ μεταχειρίζεται τὰς κολακείας, καὶ νὰ μεταπείθῃ μὲ τὰς ἀπειλάς. Κατ᾿ ἀρχὴν τοὺς ἐδελέαζε μὲ τὰς κολακείας, προσπαθώντας νὰ παραλύσῃ τὸν τόνον τῆς πίστεως. Μὴ χαραμίζετε τὰ νειάτα σας καὶ ἀνταλλάσσετε τὴν γλυκεῖαν αὐτὴν ζωὴν μὲ τὸν ἄγωρον θάνατον. Διότι εἶναι πρᾶγμα ἀνάρμοστον, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀριστεύουν εἰς τοὺς πολέμους, νὰ πεθαίνουν τὸν θάνατον τῶν κακούργων. Κοντὰ εἰς αὐτὰ ὑπέσχετο καὶ χρήματα. Ἄλλα δὲ προσέφερε, δηλαδὴ τὰς βασιλικὰς τιμὰς καὶ τὰς ἀπονομὰς τῶν ἀξιωμάτων καὶ μὲ μυρίας ἐπινοήσεις τοὺς ἐδελέαζεν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐκάμτττοντο μὲ τὴν δοκιμασίαν αὐτήν, ἐχρησιμοποίει τὸ ἄλλο εἶδος τῶν τεχνασμάτων. Τοὺς ἀπειλοῦσε μὲ πληγὰς καὶ θανάτους, καὶ μὲ δοκιμασίαν ἀθεραπεύτων κακῶν. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔπραττεν αὐτός. Ποῖα ὅμως ἦταν τὰ ἔργα τῶν μαρτύρων; Διατί, λέγουν, μᾶς δελεάζεις, ὦ θεομάχε, νὰ ἀποστατήσωμεν ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεόν, καὶ νὰ δουλεύωμεν εἰς τοὺς καταστρεπτικοὺς δαίμονας, μὲ τὸ νὰ μᾶς προτείνῃς τὰ ἀγαθά σου; Τί προσφέρεις τόσα πολλά, ὅσα φροντίζεις νὰ ἀφαιρέσῃς; Μισῶ τὴν δωρεὰν ποὺ προξενεῖ ζημίαν. Δὲν δέχομαι τὴν τιμὴν ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ἀτιμίας. Προσφέρεις χρήματα ποὺ παραμένουν ἐδῶ, καὶ δόξαν ποὺ μαραίνεται. Μὲ κάμνεις γνωστὸν εἰς τὸν βασιλέα, ἀλλὰ μὲ ἀποξενώνεις ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα. Διατὶ μὲ τσιγκουνιὰν προτείνεις ὀλίγα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Ἠμεῖς ὁλόκληρον τὸν κόσμον περιεφρονήσαμεν. Αὐτὰ ποὺ βλέπομεν δὲν εἶναι ἀντάξια τῆς ποθητῆς ἐλπίδος μας. Βλέπεις τὸν οὐρανὸν αὐτόν, πόσον καλὸς εἶναι εἰς τὸ νὰ τὸν βλέπῃς, καὶ πόσον μεγάλος; Καὶ τὴν γῆν πόσον μεγάλη εἶναι; Καὶ τὰ ἀξιοθαύμαστα ἐπάνω εἰς αὐτήν; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐξισώνεται μὲ τὴν μακαριότητα τῶν δικαίων. Διότι ὅλα αὐτὰ παρέρχονται. Τὰ ἰδικά μας ὅμως παραμένουν αἰώνια. Μίαν χάριν ποθῶ, τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μίαν δόξαν λαχταρῶ, αὐτὴν τῆς οὐρανίου βασιλείας. Εἶμαι φιλόδοξος διὰ τὴν οὐρανίαν τιμήν. Μίαν δὲ τιμωρίαν φοβοῦμαι, αὐτὴν τῆς κολάσεως. Ἐκεῖνο τὸ πῦρ εἶναι δι᾿ ἐμὲ φοβερόν, αὐτὸ δὲ ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ σᾶς εἶναι ὁμόδουλον. Γνωρίζει νὰ σέβεται αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦν τὰ εἴδωλα. Τὰ κτυπήματά σας τὰ λογαριάζω σὰν παιδικὰ βέλη. Διότι κτυπᾷς τὸ σῶμα, ποὺ ἐὰν ἀνθέξῃ περισσότερον, στεφανώνεται λαμπρότερα. Ἐὰν δὲ γρηγορώτερα ὑποκύψη, φεύγει ἀπαλλαγμένον ἀπὸ δικαστᾶς τόσον σκληρούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ ἔχετε ἀναλάβει τὴν ὑπηρεσίαν τῶν σωμάτων, φιλοδοξεῖτε νὰ κυριαρχήσετε καὶ ἐπάνω εἰς τὰς ψυχάς. Σεῖς οἱ ὁποῖοι βεβαίως, ἐὰν δὲν τιμηθῆτε περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν μας, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὑβρίζεσθε ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὸ ἔπακρον, δυσανασχετεῖτε, καὶ ἀπειλεῖτε τὰς φοβερὰς αὐτὰς τιμωρίας, μὲ τὸ νὰ κατηγορῆτε τὴν πίστιν μας ὡς ἔγκλημα. Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν θὰ εὕρετε δειλούς, οὔτε φιλοτομαριστάς, οὔτε εὐκολοτρομάκτους, λόγω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν. Νά, ἠμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ νὰ τροχισθοῦμεν καὶ νὰ στρεβλωθοῦμεν καὶ νὰ κατακαοῦμεν καὶ νὰ καταδεχθοῦμεν κάθε εἶδος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.

Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ὁ ἀλαζὼν καὶ βάρβαρος ἤκουσεν αὐτά, μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ τὸ θάρρος τῶν ἀνδρῶν καὶ βράζων ἀπὸ τὸν θυμόν του, ἐσκέπτετο, τί τρόπον θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξεύρῃ, ὥστε νὰ κάμῃ δι᾿ αὐτοὺς καὶ διαρκῆ καὶ πικρὸν τὸν θάνατον. Εὑρῆκε λοιπὸν τὸν τρόπον. Καὶ κυττάξετε πόσον εἶναι φοβερός· Ἀφοῦ δηλαδὴ παρετήρησε προσεκτικὰ τὸ κλῆμα τῆς χώρας, ὅτι ἦταν ψυχρόν, καὶ ὅτι ἡ ἐποχὴ τοῦ ἔτους ἦταν χειμῶνας, καὶ παρεφύλαξε νὰ εἶναι νύκτα κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ψῦχος ἐπιτείνεται πολύ, ἄλλωστε δὲ τότε κατ᾿ αὐτὴν ἐφυσοῦσε καὶ βοριᾶς, τοὺς διέταξεν ὅλους, ἀφοῦ ξεγυμνωθοῦν εἰς τὸ ὕπαιθρον, νὰ πεθάνουν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν παγωνιάν. Ἐξάπαντος δὲ γνωρίζετε, ὅσοι ἔχετε πεῖραν ἀπὸ τὸν χειμῶνα, πόσον ἀνυπόφορον εἶναι τὸ βασανιστικὸν αὐτὸ εἶδος. Διότι εἰς τοὺς ἄλλους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δειχθῇ, παρὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ παραδείγματα αὐτῶν ποὺ λέγομεν ἐκ τῶν προτέρων ἀποκείμενα μέσα τῶν ἀπὸ τὴν ἴδιαν τὴν πεῖραν. Διότι, τὸ σῶμα ποὺ θὰ ἐκτεθῇ εἰς τὸ ψῦχος, κατ᾿ ἀρχὴν μέν, ἐνῷ τὸ αἷμα πήζει, γίνεται ὁλόκληρον μαυροκίτρινον, ἔπειτα δὲ χοροπηδᾷ καὶ ἀνατινάσσεται πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐνῷ τὰ δόντια κτυποῦν, αἱ ἶνες συσπῶνται καὶ ὅλον τὸ σῶμα χωρὶς νὰ θέλῃ συσπᾶται. Κάποιος δὲ τσουχτερὸς πόνος, καὶ πόνος ἀνείπωτος, ποὺ φθάνει ὡς τὸν μυελὸ τῶν ὀστῶν, κάμνει δυσκολοβάστακτον τὸ αἴσθημα εἰς αὐτοὺς ποὺ παγώνουν. Ἔπειτα ἀκρωτηριάζεται, ἐνῷ τὰ ἄκρα καίονται, ὡσὰν ἀπὸ φωτιάν. Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπομακρύνεται ἡ θερμότης ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, καὶ νὰ φεύγῃ συγχρόνως εἰς τὸ βάθος, ἀφήνει νεκρὰ μὲν τὰ μέρη ἀπ᾿ ὅπου ἀπεμακρύνθη, παραδίδει δὲ εἰς δυνατοὺς πόνους αὐτὰ πρὸς τὰ ὁποῖα ὑποχωρεῖ, ἐνῷ ὁ θάνατος πλησιάζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον μὲ τὸ πάγωμα. Τότε λοιπὸν κατεδικάσθησαν νὰ διανυκτερεύουν ὑπαίθριοι, ὅταν ἡ μὲν λίμνη, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἡ πόλις εἶναι κτισμένη, καὶ μέσα εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἅγιοι ἠγωνίζοντο τὰ ἀγωνίσματα αὐτά, ἦταν ἱπποδρόμιον εἰς τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε μεταβάλλει ἡ παγωνιά, καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ κρύον εἶχε μεταβληθῆ εἰς ξηράν, μὲ ἀσφάλειαν προσεφέρετο εἰς τοὺς περιοίκους νὰ περιπατοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειάν της. Τὰ δὲ ποτάμια ποὺ συνεχῶς ἔρρεαν, ἀφοῦ ἐπάγωσαν, ἐσταμάτησαν τὴν ροήν των, καὶ ἡ ἁπαλὴ φύσις τοῦ νεροῦ μετεβλήθη εἰς τὴν σκληρότητα τῶν λίθων. Σφοδρὰ δὲ φυσήματα τοῦ βοριᾶ ἔσπρωχναν κάθε τι τὸ ἔμψυχον εἰς τὸν θάνατον.

Τότε λοιπὸν ἀφοῦ ἤκουσαν τὴν προσταγὴν (καὶ νὰ παρατηρήσῃς ἐδῶ, παρακαλῶ, τὸ ἀνίκητον φρόνημα τῶν ἀνδρῶν), εὐχαρίστως ὁ καθένας ἔβγαλεν ἀπὸ ἐπάνω του καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα, καὶ ἐβάδιζαν διὰ νὰ πεθάνουν τὸν θάνατον τοῦ ψύχους, προτρέποντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡσὰν εἰς διαρπαγὴν λαφύρων. Ἂς μὴ βγάλωμεν, ἔλεγαν, τὸ ἔνδυμα, ἀλλὰ νὰ ἀποβάλλωμεν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, αὐτὸν ποὺ φθείρεται σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης . Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, διότι μαζὶ μὲ τὸ ἱμάτιον τοῦτο ἀποβάλλομεν καὶ τὴν ἁμαρτίαν. Ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ τὸ ἐφορέσαμεν, ἂς τὸ βγάλωμεν διὰ τὸν Χριστόν. Ἂς μὴ κρατήσωμεν τὰ ἱμάτια, πρὸς χάριν τοῦ παραδείσου ποὺ ἐχάσαμεν. Τί θὰ ἀνταποδώσωμεν εἰς τὸν Κύριον; Καὶ ὁ Κύριός μας ἐξεγυμνώθη. Τί εἶναι πιὸ μεγάλη τιμὴ διὰ τὸν δοῦλον, ἀπὸ τὸ νὰ πάθῃ αὐτὰ ποὺ ἔπαθεν ὁ Κύριος του; καὶ μάλιστα ἠμεῖς εἴμεθα ἐκεῖνοι, ποὺ ἐξεγυμνώσαμεν καὶ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον. Διότι τὸ ἐγχείρημα ἐκεῖνο ἦταν ἔργον τῶν στρατιωτῶν. Ἐκεῖνοι ἐξεγύμνωσαν τὸν Κύριον καὶ ἐμοίρασαν τὰ ἱμάτιά του. θὰ ἑξαλείψωμεν λοιπὸν ἀπὸ μόνοι μας τὴν κατηγορίαν ποὺ ἔχει καταγραφῆ εἰς βάρος μας. Ὁ χειμὼν εἶναι δριμύς, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Τὸ πάγωμα ὀδυνηρόν, ἀλλὰ γλυκεῖα ἡ ἀνάπαυσις. Ἂς Ἀναμείνωμεν λιγάκι, καὶ ὁ κόλπος τοῦ πατριάρχου θὰ μᾶς περιθάλψη· θὰ ἀνταλλάξωμεν μίαν νύκτα μὲ ὁλόκληρον τὴν αἰωνιότητα. Ἂς κατακαοῦν τὰ πόδια, διὰ νὰ χορεύουν διαρκῶς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἂς ἀποκοποῦν τὰ χέρια, διὰ νὰ ἔχουν παρρησίαν νὰ ὑψώνωνται πρὸς τὸν Δεσπότην. Πόσοι ἀπὸ τοὺς στρατιώτας μας δὲν ἔπεσαν εἰς τὴν μάχην, μὲ τὸ νὰ τηροῦν τὴν πίστιν εἰς τὸν φθαρτὸν βασιλέα; Ἠμεῖς δὲ διὰ τὴν πίστιν εἰς τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, δὲν θὰ χαρίσωμεν τὴν ζωὴν αὐτήν; Πόσοι ἀπὸ τοὺς κακούργους ἐθανατώθησαν, ἀφοῦ συνελήφθησαν δι᾿ ἀδικήματα; Ἠμεῖς δὲ δὲν θὰ ὑποφέρωμεν τὸν θάνατον χάριν τῆς δικαιοσύνης; Ἂς μὴ ξεστρατήσωμεν, ὦ στρατιῶται, ἂς μὴ δώσωμεν τὰ νῶτα μας εἰς τὸν διάβολον. Σάρκες εἶναι, ἂς μὴ λυπηθοῦμεν. Ἐπειδὴ πρέπει ἐξάπαντος νὰ πεθάνωμεν, ἂς πεθάνωμεν διὰ νὰ ζήσωμεν. «Ἂς γίνῃ, Κύριε, ἡ θυσία μᾶς ἐνώπιόν σου». Καὶ μακάρι νὰ γίνωμεν δεκτοὶ «ὡς ζωντανὴ θυσία» ἡ, εὐάρεστος εἰς σέ, μὲ τὸ νὰ γίνωμεν ὁλοκαυτώματα διὰ μέσου του ψύχους τούτου, καλὴ προσφορά, καινούργια θυσία, ποὺ προσφέρεται ὄχι ἐπάνω εἰς τὴν φωτιὰν ἀλλὰ μὲ τὸ ψῦχος. Αὐτὰ τὰ παρακλητικὰ λόγια μεταδίδοντες ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ προτρέποντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὡσὰν νὰ ἐκτελοῦν κάποιαν προφυλακὴν εἰς τὸν πόλεμον, περιεφρονοῦσαν τὴν νύκτα. Ὑπέμεναν τὰ παρόντα μὲ γενναιότητα, ἔχαιραν διὰ τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθὰ καὶ περιεφρονοῦσαν τοὺς ἐχθρούς. Ὅλων δὲ μία ἦταν ἡ εὐχή. Σαράντα ἐμβήκαμεν εἰς τὸ στάδιον, μακάρι, Δέσποτα, σαράντα νὰ στεφανωθοῦμεν. Ἂς μὴ λείψῃ οὔτε ἕνας ἀπὸ τὸν ἀριθμόν. Εἶναι τίμιος αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐτίμησες μὲ τὴν νηστείαν τῶν σαράντα ἡμερῶν, διὰ τοῦ Ὁποίου ἡ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον. Μὲ νηστείαν ἐπὶ σαράντα ἡμέρας ὁ Ἠλίας ἀφοῦ παρεκάλεσε τὸν Κύριον, ἐπέτυχε νὰ τὸν ἴδῃ. Καὶ τέτοια μὲν ἦταν ἡ εὐχὴ ἐκείνων. Ἕνας δὲ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ δεινά, ἔφυγεν ὡς λιποτάκτης, καὶ ἄφησεν ἀπαρηγόρητον πένθος εἰς τοὺς ἁγίους. ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνουν ἀτελεσφόρητοι αἱ παρακλήσεις των. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶχεν ἀναλάβει τὴν φρούρησιν τῶν μαρτύρων, θερμαινόμενος πλησίον εἰς κάποιο φυλάκιον, παρετήρει αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ, ἕτοιμος διὰ νὰ δεχθῇ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ποὺ θὰ κατέφευγαν. Πράγματι καὶ τοῦτο πάλιν ἐπενοήθη, νὰ εἶναι δηλαδὴ κοντὰ ἐκεῖ λουτρόν, διὰ νὰ ὑπόσχεται ταχεῖαν τὴν βοήθειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ θὰ μετανοοῦσαν. Αὐτὸ ὅμως κατὰ τρόπον κακοῦργον ἐπενοήθη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Νὰ ἐξεύρουν δηλαδὴ τέτοιον τόπον κοντὰ εἰς τὸ μαρτύριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἕτοιμος περιποίησις ἔμελλε νὰ ἐξουδετερώνῃ τὴν ἀντίστασιν τῶν ἀγωνιζομένων. Αὐτὸ ἀνεδείκνυε λαμπροτέραν τὴν ὑπομονὴν τῶν μαρτύρων. Διότι ὑπομονητικὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἄφθονα τὰ ἀγαθά, καὶ ὑπομένει τὰ δεινά!

Καθ᾿ ὃν χρόνον δὲ οἱ μὲν ἠγωνίζοντο, αὐτὸς δὲ παρετηροῦσε τὴν ἔκβασιν, εἶδε παράδοξον θέαμα· Δυνάμεις νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ τρόπον τινὰ νὰ διανέμουν εἰς τοὺς στρατιώτας μεγάλα δῶρα ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Αὗται εἰς ὅλους μὲν τοὺς ἄλλους ἐμοίραζαν τὰ δῶρα, ἕνα δὲ μονάχα ἄφησαν ἀβράβευτον, διότι τὸν ἔκριναν ἀνάξιον διὰ τὰς οὐρανίους τιμάς. Αὐτὸς ἀμέσως ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ βασανιστήρια, ἐλιποτάκτησε πρὸς τοὺς ἀντιπάλους. Ἦταν ἐλεεινὸν θέαμα διὰ τοὺς δικαίους. Ὁ στρατιώτης νὰ γίνῃ φυγάς, ὁ ὑποψήφιος διὰ τὸ βραβεῖον νὰ γίνῃ αἰχμάλωτος, τὸ πρόβατον τοῦ Χριστοῦ νὰ ἁρπαγῇ ἀπὸ τὰ θηρία. Καὶ τὸ πιὸ θλιβερὸν βέβαια ἦταν ὅτι καὶ ἠστόχησεν εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὴν παροῦσαν, διότι ἀμέσως ἡ σάρκα μὲ τὴν ἐπαφὴν τοῦ θερμοῦ διελύθη. Καὶ αὐτὸς μὲν ποὺ ἠγάπησε τὴν ζωήν, ἔπεσεν, ἠμάρτησε χωρὶς κανένα κέρδος· ὁ δήμιος ὅμως, μόλις τὸν εἶδε νὰ ξεπέφτῃ ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ νὰ τρέχῃ πρὸς τὸ λουτρόν, ἔλαβεν ὁ ἴδιος τὴν θέσιν τοῦ λιποτάκτου, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὰ ροῦχα του, ἀνεμίχθη μὲ τοὺς γυμνούς, κραυγάζοντας τὴν ἰδίαν φωνὴν μὲ τοὺς Ἁγίους «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ μὲ τὴν ἀπότομον μεταβολὴν ἐξέπληξε αὐτοὺς ποὺ παρίσταντο, καὶ ἀνεπλήρωσε τὸν ἀριθμὸν καὶ μὲ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐπαρηγόρησε τὴν λύπην των δι᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ ἀδυναμίαν ἐκάμφθη. Ἔτσι ἐμιμήθη τοὺς στρατιώτας ποὺ ἀγωνίζονται εἰς τὴν στρατιωτικὴν παράταξιν, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀμέσως συμπληρώνουν τὴν θέσιν αὐτοῦ ποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὥστε νὰ μὴ διαρραγῇ ὁ συνασπισμός τους μὲ αὐτὸν ποὺ ἔλειψε. Τέτοιαν λοιπὸν πρᾶξιν ἔκαμε καὶ αὐτός! Εἶδε τὰ οὐράνια θαύματα, ἐγνώρισε τὴν ἀλήθειαν, προσέφυγεν εἰς τὸν Δεσπότην καὶ συνηριθμήθη μὲ τοὺς μάρτυρας. Ἐπανέλαβε τὴν πρᾶξιν τῶν μαθητῶν. Ἀπεχώρησεν ὁ Ἰούδας, καὶ εἰς τὴν θέσιν του ἦλθεν ὁ Ματθίας. Ἔγινε μιμητὴς τοῦ Παύλου. Αὐτὸς ποὺ χθὲς ἦταν διώκτης, σήμερα γίνεται κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ αὐτὸς εἶχεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν κλῆσιν καὶ «ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου». Ἐπιστευσεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐβαπτίσθη εἰς αὐτόν, ὄχι ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστιν του. Ὄχι εἰς τὸ νερόν, ἀλλὰ εἰς τὸ αἷμα του.

Καὶ ἔτσι ὅταν ἐξημέρωσε, ἐνῷ ἐζοῦσαν ἀκόμη, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τὰ λείψανα ἀπὸ τὴν φωτιάν, τὰ ἔρριψαν εἰς τὸ ποτάμι, ὥστε ἡ ἄθλησις τῶν μακαρίων ἐπέρασεν ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν κτίσιν. Ἠγωνίσθησαν εἰς τὴν γῆν, ὑπέμειναν εἰς τὸν ἀέρα, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τέλος, τοὺς ἐδέχθη τὸ νερόν. Ἰδικός των εἶναι ὁ λόγος· «ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὴν φωτιὰν καὶ τὸ νερόν, καὶ μᾶς ἔβγαλεν εἰς ἀνάπαυσιν». Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιέβαλαν τὴν χώραν μας, ὡσὰν κάποιοι συνεχεῖς πύργοι, προσφέροντες ἀσφάλειαν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν ἐχθρῶν. Δὲν περιώρισαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς ἕνα τόπον, ἀλλ᾿ ἔχουν γίνει κιόλας φίλοι εἰς πολλὰς περιοχὰς καὶ κοσμοῦν πολλὰς πατρίδας. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι δὲν ἐπισκέπτονται ὁ καθένας χωριστὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονται, ἀλλ᾿ ὅλοι μαζὶ ὡς χορός, ἡνωμένοι μεταξύ των. Ὢ τί θαῦμα! Οὔτε εἶναι ἐλλιπεῖς εἰς τὸν ἀριθμόν, οὔτε ἐπιδέχονται προσθήκην. Ἐὰν τοὺς διαιρέσῃς εἰς ἑκατόν, δὲν βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀριθμόν τους· ἐὰν εἰς ἕνα τοὺς μαζεύσῃς, καὶ ἔτσι σαράντα παραμένουν, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν φύσιν τοῦ πυρός. Διότι καὶ ἐκείνη προχωρεῖ πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸ ἀνάπτει, καὶ ὅλον μένει εἰς αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει. Καὶ οἱ σαράντα μάρτυρες καὶ ὅλοι μαζὶ εἶναι, καὶ εὑρίσκονται ὅλοι εἰς τὸν καθένα. Αὐτοὶ εἶναι ἡ πλούσια εὐεργεσία, ἡ χάρις ποὺ δὲν ἐξοδεύεται, εἶναι ἑτοίμη βοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκκλησία μαρτύρων, στρατὸς τροπαιοφόρων, χορὸς ἀπὸ δοξολογοῦντες. Τί δὲν θὰ ἔπραττες διὰ νὰ εὕρῃς ἕνα ποὺ νὰ παρακαλῇ διὰ σὲ τὸν Κύριον; Σαράντα εἶναι, ποὺ ἀναπέμπουν σύμφωνον προσευχήν. «Ὅπου εἶναι μαζευμένοι δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Κύριος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς». Ὅπου ὅμως εἶναι σαράντα, ποιὸς ἀμφιβάλλει διὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ θλίβεται καταφεύγει εἰς τοὺς σαράντα, αὐτὸς ποὺ εὐφραίνεται πρὸς αὐτοὺς σπεύδει· ὁ ἕνας μὲν διὰ νὰ εὕρῃ λύσιν εἰς τὰς δυσκολίας, ὁ ἄλλος δὲ διὰ νὰ διαφυλάξῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ τὰ πιὸ καλά, τὰ ἀγαθά. Ἐδῶ ἡ εὐσεβὴς γυναῖκα συναντᾶται νὰ προσεύχεται διὰ τὰ τέκνα της, νὰ ζητῇ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὴν ξενητείαν, τὴν ὑγείαν διὰ τὸν ἄρρωστον. Τὰ αἰτήματά σας ἂς γίνουν μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρας· οἱ νεαροὶ ἂς μιμηθοῦν τοὺς συνομήλικάς των, οἱ πατέρες ἂς εὐχηθοῦν νὰ εἶναι πατέρες τέτοιων παιδιῶν. Αἱ μητέρες ἂς διδαχθοῦν τὸ παράδειγμα τῆς καλῆς μητρός. ἡ μητέρα κάποιου ἀπὸ τοὺς μακαρίους ἐκείνους, ὅταν ἀντικρυσε τοὺς ἄλλους νὰ ἔχουν κιόλας πεθάνει ἀπὸ τὸ ψῦχος, τὸ παιδί της δὲ ἀκόμη νὰ ἀναπνέῃ λόγω καὶ τῆς ρωμαλεότητος καὶ τῆς καρτερίας εἰς τὰ δεινά, καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι τὸ ἄφηναν μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, αὐτὴ ἀφοῦ τὸ ἐσήκωσε μὲ τὰ χέρια της, τὸ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὸ ἁμάξι, εἰς τὸ ὁποῖον εὐρισκόμενοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ὡδηγοῦντο εἰς τὴν φωτιάν, γνησία πράγματι μητέρα μάρτυρος. Δὲν ἄφησε δάκρυα ἀπρεπῆ, δὲν ἐξεστόμισε κάτι τί τὸ ταπεινὸν καὶ ἀνάξιον πρὸς τὴν περίστασιν. Ἀλλ᾿ εἶπε «βάδιζε, παιδί μου, τὸν καλὸν δρόμον, μαζὶ μὲ τοὺς συνομηλίκους σου, μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοσκήνους. Μὴ ἀπουσιάσῃς ἀπὸ τὴν χορείαν, μὴ ἐμφανισθῇς δεύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸν Κύριον». Πράγματι ὑπῆρξε βλαστάρι καλόν, ἀπὸ καλὴν ρίζαν. Ἔδειξεν ἡ γενναία μητέρα ὅτι τὸν εἶχεν ἀναθρέψει μὲ τὰ δόγματα τῆς πίστεως μᾶλλον, παρὰ μὲ τὸ γάλα της. καὶ αὐτὸς μὲν ἔτσι ἀφοῦ ἀνετράφη, ἔτσι κατευωδώθη ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ὁ δὲ διάβολος ἔφυγεν ἐντροπιασμένος. Διότι ἀφοῦ ἐξεσήκωσεν ἐναντίον αὐτῶν ὁλόκληρον τὴν κτίσιν, ὅλα τὰ εὑρῆκε νὰ νικώνται ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν δηλαδὴ τὴν ἀνεμοτάρακτον νύκτα, τὴν πατρίδα μὲ τὸν βαρὺν χειμῶνα, τὴν ἐποχὴν τοῦ ἔτους, τὴν γύμνιαν τῶν σωμάτων. Ὢ τί ἅγιος χορός! Ὢ τί σύνταγμα ἱερόν! Ὢ τί ἀδιάσπαστος συνασπισμός! Ὢ τί κοινοὶ φρουροὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους! Ἀγαθοὶ συμμέτοχοι εἰς τὰς φροντίδας, συνεργοὶ εἰς τὴν προσευχήν, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἄστρα τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν σᾶς ἐκάλυψε τὸ χῶμα, ἀλλὰ ὁ οὐρανὸς σᾶς ὑπεδέχθη. ἀνοίχθησαν εἰς σᾶς αἱ πύλαι τοῦ παραδείσου. Ἄξιον θέαμα εἰς τὴν Ἀγγελικὴν στρατιάν, ἀντάξιον τῶν πατριαρχῶν, τῶν προφητῶν, τῶν δικαίων. Ἄνδρες ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τῆς νεότητος ποὺ κατεφρόνησαν τὴν ζωήν, ποὺ περισσότερον ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἀπὸ τὰ τέκνα τοὺς ἠγάπησαν τὸν Κύριον. Ἐνῷ διῆγον αὐτὸ τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας, περιεφρόνησαν τὴν πρόσκαιρον ζωὴν διὰ νὰ δοξάσουν μὲ τὰ μέλη των τὸν Θεόν, «μὲ τὸ νὰ γίνουν θέαμα εἰς τὸν κόσμον καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους», ἐσήκωσαν αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἐστερέωσαν τοὺς ἀμφιβόλους, ἐδιπλασίασαν τὸν πόθον εἰς τοὺς εὐσεβεῖς. Ὅλοι, ἀφοῦ ὕψωσαν ἕνα τρόπαιον ὑπὲρ τῆς πίστεως, μὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης ἐστεφανώθησαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας, εἰς τὸν ὁποῖον πρέπει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΝΤΥΠΑΣ. ΑΠΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ ΣΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ


                                                                                                         



Αποτέλεσμα εικόνας για αντυπας μαρινος Κείμενο ομιλίας που εκφωνήθηκε στο Ομόλιο (πρώην Λασποχώρι) του Δήμου Ευρυμενών του Νομού Λάρισας
στις 23-3-2003, στο πλαίσιο κοινών για τον Μ. Αντύπα εκδηλώσεων των Δήμων Πυλαρέων και Ευρυμενών.
Εμπλουτισμένο με παραπομπές δημοσιεύτηκε στο έντυπο της Ζησιματείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πυλάρου
Η Βιβλιοθήκη μας, φ. 4, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2003, σ. 1, και φ. 5, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, σσ.1-2.

Βρίσκομαι ανάμεσά σας καλεσμένος ευγενικά από το Δήμαρχό σας, τον οποίο ευχαριστώ θερμά, για να σας μιλήσω για τον Κεφαλονίτη του Θεσσαλικού κάμπου Μαρίνο Αντύπα.
Είναι τιμή για σας, τους κατοίκους τούτης της περιοχής, των οποίων οι πατέρες και οι παππούδες ένιωσαν την έγνοια του Μ. Αντύπα για τα προβλήματά τους, άκουσαν το Λόγο του και δέχτηκαν την ευεργετική επίδραση της Πράξης του, είναι τιμή, λέω, για σας, που δε θέλετε να λησμονήσετε την υπέροχη εκείνη μορφή.
Αλλά είναι τιμή και για μας που ερχόμαστε από την Κεφαλονιά του Ιονίου, για το Δήμαρχο δηλαδή Πυλαρέων Κεφαλονιάς, στο Δήμο του οποίου υπάγεται το χωριό του Αντύπα, και για μένα, που τώρα σας μιλώ, είναι τιμή, επαναλαμβάνω, για μας, να βρισκόμαστε κοντά σας, για να σας μεταφέρουμε την εκτίμησή μας στη θαυμαστή προσφορά του συμπατριώτη μας αγωνιστή και ταυτόχρονα τις ευχαριστίες μας για τούτη τη συνάντησή μας προς τιμή του Κεφαλονίτη Μ. Αντύπα, που καθαγιάστηκε στα δικά σας τα χώματα. Σε αυτά τα χώματα, που σκεπάζουν τον συμπατριώτη μας μάρτυρα, σας έφερα, κ. Δήμαρχε των Ευρυμενών, να προσθέσετε λίγο χώμα από το πατρικό σπίτι του Μ. Αντύπα στα Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς.

Ο Μ. Αντύπας όρμησε στου Αγώνα το στίβο με ιδέες και οράματα εξαίσια, έτοιμος να παλέψει με θάρρος και πείσμα. Εμφανίστηκε τότε που η Ελλάδα πάσχιζε να βρει διεξόδους στα σύνθετα οικονομικά – πολιτικά και κοινωνικά της προβλήματα.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα γίνονται στη χώρα μας συντονισμένες προσπάθειες για οικονομική ανόρθωση, διαμορφώνονται νέοι πολιτικο-κοινωνικοί συσχετισμοί, διαδίδονται οι σοσιαλιστικές ιδέες, ενώ στα Βαλκάνια είναι σε έξαρση οι εθνικοί ανταγωνισμοί. Οι τελευταίοι έχουν ματαιώσει κάθε προσπάθεια για βαλκανική συνεννόηση και έτσι η χερσόνησος του Αίμου θα καταστεί πεδίο οξύτατων πολιτικών και διπλωματικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των Μ. Δυνάμεων με δυσμενείς επιπτώσεις για τους λαούς της ευρύτερης περιοχής.
Το ελληνικό κράτος βρίσκεται κάτω από το απεχθές καθεστώς του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου μετά την πτώχευση του 1893 και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ανικανότητα της πολιτικής ηγεσίας και τα ανοικτά εθνικά θέματα (Κρήτη, Μακεδονία) καθιστούν το θρόνο και ειδικά το Γεώργιο Α’ παράγοντα των εσωτερικών εξελίξεων, ο οποίος ωστόσο έχει μετατραπεί σε όργανο των Άγγλων, εχθρό των συνταγματικών ελευθεριών και εστία μηχανορραφιών. Παράλληλα, το φεουδαλικό κατεστημένο εξακολουθεί να επιβιώνει και να παγιδεύει, λόγω της γενικότερης ιδεολογικής σύγχυσης και πνευματικής ανεπάρκειας, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού.
Εντωμεταξύ, οι ρυθμοί αστικοποίησης έχουν αυξηθεί. Το ελληνικό κεφάλαιο της διασποράς, που είχε στενούς δεσμούς με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, επενδύεται στη χώρα μας σε εμπορικές, τραπεζικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, σε επιχειρήσεις μεταλλείων, σε εταιρείες εκτέλεσης δημόσιων έργων, καθώς και σε μεγάλες εκτάσεις γης στη Θεσσαλία αμέσως μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος το 1881.
Η εκβιομηχάνιση, όμως, της Ελλάδας φέρνει στο προσκήνιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής τους εργαζόμενους. Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα (1870-1885) η εργατική τάξη ωρίμαζε πολιτικοκοινωνικά κάτω από την επίδραση των νέων κοινωνικών – σοσιαλιστικών ιδεών, που από την Ευρώπη μεταφέρονταν στον ελληνικό χώρο και δραστήρια άρχιζε να διεκδικεί την ικανοποίηση των αιτημάτων της. Αυτή η διαμόρφωση της συνείδησης των εργατών διαφάνηκε με τις απεργίες στην Αθήνα, τον Πειραιά, το Λαύριο (1896) και τη συγκρότηση των πρώτων εργατικών σωματείων.(1)
Οξύτατο, επίσης, παρέμενε το αγροτικό πρόβλημα, ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881). Με την υποστήριξη του Χ. Τρικούπη οι πλούσιοι ομογενείς των ελληνικών παροικιών ήρθαν στη Θεσσαλία και κατόρθωσαν να τσιφλικοποιήσουν το θεσσαλικό κάμπο, πέτυχαν δηλαδή να αποκτήσουν την πλήρη και απόλυτη κυριαρχία και κυριότητα της θεσσαλικής γης. Αντίθετα, ο αγροτόκοσμος ήλπιζε ότι η απελευθέρωση της περιοχής θα συνεπαγόταν τη διανομή της γης στους κολλήγες, που χρόνια καλλιεργούσαν αυτή τη γη. Διαψεύσθηκαν όμως. κι έτσι, σε σύντομο διάστημα οι καλλιεργήσιμες γαίες της Θεσσαλίας πέρασαν από τους μουσουλμάνους μπέηδες σε Έλληνες κεφαλαιούχους του εξωτερικού. Κάτω από τους νέους τσιφλικάδες η ζωή των κολλήγων χειροτέρευσε. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με το ελληνικό αστικό δίκαιο, οι κολλήγες έχαναν τα προνόμια που τους παρείχαν τα φεουδαρχικά θέσμια της Τουρκοκρατίας, μένοντας ταυτόχρονα ακτήμονες. Τώρα, ο τσιφλικάς αποκτά το δικαίωμα να τους κατάσχει το σπόρο, τα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία λόγω χρεών. Τώρα, με βάση τρικουπικό νόμο, ο φόρος για την καλλιεργούμενη γη, που βάρυνε τους γαιοκτήμονες, αντικαταστάθηκε από το φόρο για τα «αροτριώντα ζώα», που τον πλήρωνε ο καλλιεργητής. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τη χαρακτηριστική άποψη του Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, προοδευτικού δικηγόρου από το Βόλο: «Η Ελλάς ήλθεν εις την Θεσσαλίαν ως λυτρωτής και μετεβλήθη εις δεσμώτην του λαού της». Οι συνθήκες, λοιπόν, ζωής και εργασίας των κολλήγων του θεσσαλικού κάμπου έγιναν άθλιες. Γι’ αυτό και ο αναβρασμός ήταν αναμενόμενος: διεκδικούν και απαιτούν την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή τους στους ακτήμονες. Στον αγώνα αυτό ψυχή θα καταστεί ο Μ. Αντύπας.
Και όλο αυτό το κλίμα των προβληματισμών, των ζυμώσεων, της έντασης και των αναταραχών στον εργατικό και αγροτικό κόσμο σχετίζεται με τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην πατρίδα μας. Η σοσιαλιστική ιδεολογία, συνακόλουθη της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας και της εμφάνισης της εργατικής τάξης αλλά και των άλυτων αστικών αιτημάτων, όπως η διανομή της γης στους ακτήμονες αγρότες, είχε διάφορες εκφράσεις και τάσεις. Σημειώνουμε την αναρχική τάση με κέντρο την Πάτρα και τον Πύργο. την ουμανιστική με έντονα τα στοιχεία του χριστιανισμού, που ζητούσε τον κοινωνικό μετασχηματισμό όχι βίαια αλλά σταδιακά και με την παράλληλη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού, με κύριους εκπροσώπους τον Πλ. Δρακούλη από την Ιθάκη, τον Αρ. Οικονόμου από τα Καλάβρυτα και το Ρόκκο Χοϊδά από την Κεφαλονιά. και την επιστημονική σοσιαλιστική τάση, όχι βέβαια απαλλαγμένη από ουμανιστικά – χριστιανικά στοιχεία, που κήρυττε τη μαχητική δράση για τη διεκδίκηση των αιτημάτων των εργαζομένων της πόλης και της υπαίθρου αλλά και τη γενικότερη ανάπλαση της κοινωνίας, με κύριο εκπρόσωπο το Στ. Καλλέργη από την Κρήτη, με τον οποίο συνεργάστηκε ο Μ. Αντύπας.(2)

Και ενώ αυτή είναι η οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, μπαίνει ορμητικά στο προσκήνιο ο Μ. Αντύπας. Θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία των ιδεών του για το καλό του λαού, στην υπηρεσία των αδικημένων για την ανάταση και ανάπλασή τους, στην εγρήγορση των ναρκωμένων συνειδήσεων για την υπέρβασή τους.
Γίνεται ο Μ. Αντύπας ένα βουερό ποτάμι, που ασυγκράτητο θα ξεχυθεί στον κάμπο της Θεσσαλίας, για να παρασύρει αφέντες και υποκλίσεις, αγγαρείες και καταπιέσεις, μύθους και άγνοια – όλα αυτά δηλαδή που εμπόδιζαν το καθαρό νερό του να τρέξει και να δροσίσει τα στεγνά χείλη των ανθρώπων του κάμπου, που κρατούσαν διψασμένες τις καρδιές των κολλήγων της γόνιμης πεδιάδας της Θεσσαλίας. Για να στήσουν χορό τα νερά του Πηνειού, για να χαμογελάσει από ψηλά ο Όλυμπος…
Έρχεται από την Κεφαλονιά ο Μ. Αντύπας, κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του τη σκυτάλη των Ριζοσπαστών του νησιού του. Και ενώ εκείνοι πάλεψαν και τραγούδησαν παλεύοντας «Πάρα πολύ υπέφερα τον Άγγλο στην πατρίδα, / θα λάβω τη φροντίδα, ο ξένος να διωχθεί», ο Αντύπας θα παλέψει και θα τραγουδήσει μαζί με τους φίλους και συντρόφους του «θα λάβουμε όλοι μαζί τη φροντίδα, ο εκμεταλλευτής, ο τσιφλικάς να διωχθεί».

Ο Μ. Αντύπας γεννήθηκε στο χωριό Φερεντινάτα της Πυλάρου Κεφαλονιάς το 1872. Ήταν ένα από τα 18 παιδιά που απέκτησαν οι γονείς του.(3) Ικανότατος στα γράμματα αλλά και βοηθός του επιπλοποιού – ξυλογλύπτη πατέρα του, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Αργοστόλι, έφυγε για την Αθήνα. Εκεί εγγράφηκε στη Νομική σχολή, χωρίς όμως ποτέ να πάρει το πτυχίο του, γιατί σύντομα ήρθε σε επαφή με τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του πρώιμου ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος και αφοσιώθηκε στον αγώνα.
Το 1896 είναι ήδη στέλεχος του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» του Στ. Καλλέργη και εμπνεύστηκε από τις αρχές της αδελφοποίησης των λαών, της ελευθερίας και της ισότητας, της αλληλεγγύης και της κοινοκτημοσύνης, που πρέσβευε ο Σύλλογος αυτός. Οι επαφές του Αντύπα με στελέχη άλλων σοσιαλιστικών ομάδων δεν έχουν απόλυτα διευκρινιστεί. Φαίνεται, όμως, ότι είχε γνωριστεί με τον Κεφαλονίτη Παναγή Δημητράτο, συνεργάτη του Πλ. Δρακούλη και πρόεδρο αργότερα της προσωρινής ομοσπονδίας των σοσιαλιστικών οργανώσεων της Ελλάδας.(4) Τη χρονιά αυτή (1896, Φεβρουάριος) πραγματοποιεί την πρώτη δημόσια ομιλία του στο χωριό Βιτρινίτσα της Δωρίδας σε συγκέντρωση 200 περίπου χωρικών.
Το 1897 συμμετέχει ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση (του 1896), που τραυματίστηκε σοβαρά στον πνεύμονα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα κρητικά πεδία των μαχών και να επιστρέψει στην Αθήνα για θεραπεία. Την ίδια χρονιά (1897, 14 Σεπτεμβρίου) παίρνει δραστήριο μέρος στη διοργάνωση λαϊκού συλλαλητηρίου στην Αθήνα, και μιλάει ο ίδιος στην πλατεία Ομόνοιας, καταγγέλλοντας τα ανάκτορα για την ηττοπαθή στάση τους απέναντι στο κρητικό ζήτημα και για την πολιτική τους στον «ατυχή» πόλεμο του 1897. Γι’ αυτή του μάλιστα την ομιλία καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή ενός έτους στις φυλακές της Αίγινας και της Ακροναυπλίας.(5)
Το 1898, μετά την αποφυλάκισή του, επιστρέφει στην Κεφαλονιά, την οποία σκέφτεται να καταστήσει κέντρο των δραστηριοτήτων του. Εκεί με τη στήριξη ενός πυρήνα φίλων και ομοϊδεατών θα εκδώσει την εφημερίδα «Ανάστασις», με υπότιτλο «εφημερίς εβδομαδιαία ανθρωπιστική» (1900) και θα ιδρύσει το Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης» (1904).
Το τελευταίο ήταν ουσιαστικά ένα λαϊκό μορφωτικό κέντρο στην πόλη του Αργοστολιού, το οποίο χαρακτηριζόταν από τον ίδιο «Λαϊκόν Σχολείον». Σκοπός της ίδρυσης ήταν η ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου του λαού, η πολιτική και κοινωνική αφύπνιση των συμπολιτών του. Στην αίθουσα διαλέξεων της «Ισότητας» η είσοδος ήταν ελεύθερη για άνδρες, γυναίκες και μαθητές. Από το βήμα της δίδαξαν και μίλησαν έγκριτα μέλη της κεφαλονίτικης κοινωνίας με ποικίλη θεματολογία: από εθνικά προβλήματα και κοινωνικά ζητήματα μέχρι οικονομικές αναλύσεις και επιστημονικές ανακοινώσεις. Οι δραστηριότητες μάλιστα αυτής της μορφωτικής εστίας έγιναν αντικείμενο θετικού σχολιασμού στον αθηναϊκό τύπο.(6)
Σύντομα το Λαϊκό Αναγνωστήριο του Αργοστολιού εξελίχθηκε σε κέντρο δημιουργίας και ανάπτυξης κόμματος αρχών, συνεχίζοντας έτσι την παράδοση των Ριζοσπαστών στα χρόνια της Αγγλοκρατίας με τις δικές τους τότε πολιτικές λέσχες. Γύρω από το κόμμα αυτό, που το ονόμασε ο Μ. Αντύπας «Κοινωνιστικό – Ριζοσπαστικό», συσπειρώθηκαν φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές της Κεφαλονιάς και κυρίως εργατικά και αγροτικά στοιχεία. Με τη σημαία τούτου του κόμματος ο Αντύπας κατέβηκε στις εκλογές του Μαρτίου 1906 ως υποψήφιος της επαρχίας Κραναίας του νησιού του. Αν και συγκέντρωσε σοβαρό αριθμό ψήφων (2.550 ψήφους) δεν κατόρθωσε να εκλεγεί λόγω της καλπονοθείας και των δολοπλοκιών των πολιτικών του αντιπάλων.(7)
Στις 29 Ιουλίου 1900 εκδίδει και κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της «Ανάστασης», το περιεχόμενο του οποίου όμως προκαλεί την εισαγωγή του σε δίκη με συνέπεια της διακοπή της έκδοσης, για να επανεκδοθεί το 1904 και να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια, χωρίς διακοπή, ακόμη και μετά τη δολοφονία του, μέχρι τις 27 Απρ. 1907. Πρόκειται για ένα έντυπο μαχητικό. Μέσα από τις γραμμές του ο Κεφαλονίτης αγωνιστής διατυπώνει τις ιδέες του με τόλμη και σαφήνεια. διαφωτίζει το λαό στα τρέχοντα εθνικά και κοινωνικά θέματα. καταγγέλλει το πολιτικό – οικονομικό κατεστημένο. αναδεικνύει τα αίτια των εθνικών και πολιτικών κρίσεων. παροτρύνει τους αναγνώστες του σε δράση για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Πάντως, αυτά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα (1903-1904), που το σοσιαλιστικό κίνημα βρισκόταν σε τέλμα, η Κεφαλονιά με τον Αντύπα και την «Ανάσταση» αποτελούσαν τη μόνη εστία «ζωντανότερης δράσης» κατά τον ιστορικό Κ. Μοσκώφ.(8)

Ωστόσο, η μελέτη των δημοσιευμένων άρθρων του Μ. Αντύπα στην «Ανάσταση» αλλά και στην «Πανθεσσαλική» του Βόλου, αποκαλύπτει τις βασικές ιδεολογικές αρχές του. Είναι βέβαια προφανές ότι στις κοινωνικές απόψεις του εμφανιζόταν με αντιφάσεις και σοβαρές ουτοπιστικές αποκλίσεις. Η κριτική που του ασκήθηκε συνίσταται κυρίως στην έλλειψη προτάσεων για την αγωνιστική συσπείρωση των εργατικών και αγροτικών πληθυσμών και τη συντονισμένη δράση τους. Θα ήταν, όμως, άδικο να κριθεί το όλο θέμα ανεξάρτητα από το πολιτικό τοπίο της εποχής του.
Επιζητούσε ο Μ. Αντύπας την κοινωνική αλλαγή, την οποία θεωρούσε σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Αντιμαχόταν τις κοινωνικές διακρίσεις και έκανε λόγο για το καθολικό δικαίωμα και καθήκον της εργασίας και για τη μία και μόνη αδιαίρετη κοινωνική τάξη των ευτυχισμένων και μορφωμένων εργατών.
Υποστήριζε με περηφάνεια πως ήταν κοινωνιστής ριζοσπάστης: «Είμαι επαναστάτης», θα γράψει στο τελευταίο άρθρο της ζωής του το Φεβρουάριο 1907, «υποσκάπτων το άγριο καθεστώς μεθ’ όλων μου των δυνάμεων, θεωρώ τους συντηρητικούς αξίους σεβασμού ως άτομα, αξίους θεραπείας ως μέλη του κοινωνικού σώματος, τους θεωρώ όχι ενόχους, αλλά ασθενείς, έχοντας ανάγκην της περιθάλψεως των σοσιαλιστών και όχι της βόμβας των αναρχικών, προτιμών τας ενέσεις από τας καυτηριάσεις, τας εγχειρήσεις και τας αφαιμάξεις, αίτινες είναι αναγκαίαι άτε υπό της επιστήμης επιβαλλόμεναι».(9)
Ήταν σφοδρός αντίπαλος της μοναρχίας, την οποία θεωρούσε θεσμό απαρχαιωμένο, και αντιπρότεινε το δημοκρατικό πολίτευμα, θεμελιωμένο στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αναγνώριζε το λαό ως το μοναδικό άρχοντα του κράτους, ο οποίος μπορεί να επιφέρει το θάνατο των τυράννων: «Ζήτω ο εις και μόνος Άρχων Λαός, η μία και μόνη προνομιούχος τάξις των εργατών».(10)
Χτυπούσε τη μικροπολιτική και τους κομματάρχες, ζητούσε την κατάργηση του ρουσφετιού και κατάγγελνε τα σκάνδαλα και τις καταχρήσεις των κρατικών φορέων. Διεκδικούσε την ουσιαστική οικονομική βελτίωση των κατώτερων στρωμάτων και απαιτούσε την κατάργηση όλων των φόρων, αντιπροτείνοντας τη φορολογία του κεφαλαίου και του συνολικού εισοδήματος. Ζητούσε η νομοθεσία να προστατεύει τους εργάτες και τους αγρότες. Απαιτούσε καθορισμό του εργατικού ημερομίσθιου και ίδρυση ταμείων σύνταξης για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Απαιτούσε, επίσης, διανομή των τσιφλικιών της Θεσσαλίας στους φυσικούς κατόχους τους με αποζημίωση καθώς και των μοναστηριακών περιουσιών.
Θεμελιώδης αρχή της ιδεολογίας του παρέμενε η απεριόριστη αγάπη του προς τον άνθρωπο και κυρίως τον άνθρωπο του μόχθου. Γι’ αυτό καταφερόταν κατά της αλληλοσφαγής των λαών, την οποία προκαλούν οι τύραννοι για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών και συμφερόντων τους.
Αλλά και η κοσμοπολιτική διάσταση της ιδεολογίας του Αντύπα είναι ενδιαφέρουσα. Βροντοφώναζε «υπέρ της Παγκοσμίου Ελευθερίας – Ισότητος και Αδελφότητος. Υπέρ της καταργήσεως των Φυλών και των Πατρίδων, των Αφέντων και των Δούλων».(11) Και για να επιτευχθούν αυτά, υποστήριζε, πρέπει ο άνθρωπος να πολεμήσει τον πόλεμο. Σοσιαλιστής και ανθρωπιστής ο ίδιος, ήταν απόλυτος εχθρός των πολεμικών εξοπλισμών και των αδελφοκτόνων πολέμων. Υπογράμμιζε ότι «ο σίδηρος και τα τηλεβόλα και αι ανθρωποκτόνοι μηχαναί και αι εκρηκτικαί ύλαι και όλα τα άλλα μέσα της σφαγής και του αίματος»μοναδικό σκοπό έχουν «την αλληλοκτονίαν των λαών, δια να ανέρχονται υψηλά οι τύραννοι» και να επεκτείνουν την τυραννία τους στους λαούς.(12)
Είναι χαρακτηριστικά όσα ο πρωτοπόρος αυτός αγωνιστής έγραφε στο τελευταίο άρθρο της ζωής του, το Φεβρουάριο 1907, αναρωτώμενος: «Διατί τα εις τον πόλεμον, την πολυτέλειαν, τας επιδείξεις, τας θρησκευτικάς προλήψεις, δαπανώμενα δεσεκατομμύρια να χρησιμεύωσιν ούτω διά την αλληλοσφαγήν, τας ματαιότητας των αργών βασιλέων και αρχόντων, γεννώντα τον πόνον, την δυστυχίαν, το έγκλημα τέλος, αντί να χρησιμεύωσι διά την κίνησιν και την ζωήν παράγοντα πρόοδον και ευτυχίαν; Διατί ο νους και το χέρι του πνευματικού εργάτου και του χειρώνακτος ν’ ασχολώνται, αυξάνοντα τον αριθμόν των λογχών, της δυναμίτιδος, των θωρηκτών, των στρατώνων, των φυλακών, των μονών, αντί τα εκατομμύρια ταύτα των χειρών και διανοιών, ο κολοσσός ούτος της δυνάμεως και της ζωής, ν’ ασχολήται ίνα αυξήση και τελειοποιή τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα μεταλλεία, την συγκοινωνίαν;».(13) Αλήθεια, πόσο επίκαιρα είναι όλα αυτά…
Ωστόσο, τόσο ο ανθρωπισμός όσο και ο κοσμοπολιτισμός του Μ. Αντύπα φαίνονται επηρεασμένα από τη χριστιανική ηθικολογία,  απαλλαγμένη όμως από μεταφυσικές αγωνίες. Τον έθελγε η χριστιανική διδασκαλία και την επαινούσε, μόνο στο βαθμό που συντελούσε στην καθιέρωση της πανανθρώπινης αγάπης. Επιζητούσε «την αντικατάστασιν του Θεού, ον κηρύσσουσι οι τύραννοι και δεσπόται διά του Αληθούς Θεού, ον εκήρυξεν ο Χριστός και όστις καλείται Θεός της Αγάπης, Ελευθερίας και Αλληλοβοηθείας, και όχι Θεός σκληρότητος, δακρύων και δουλείας».(14) Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η επωνυμία της εφημερίδας του. Ο τίτλος «Ανάστασις» συμβόλιζε προφανώς την ανάσταση του ανθρώπου, την πανανθρώπινη ανάσταση.
Επιπλέον, ο Αντύπας υπήρξε φλογερός πατριώτης. Είχε συνείδηση της καταγωγής του και της ιστορίας της πατρίδας του. Δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει το λαμπρό ελληνικό ιστορικό παρελθόν, που γέννησε Λυκούργους και Θεμιστοκλείς, Πλάτωνες και Σωκράτες αλλά και Φερραίους και Μιαούληδες. Γι’ αυτό καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί και να θυμηθεί πως σε αυτόν μόνο ανήκει η Ελλάδα, πως αυτός είναι ο κληρονόμος του Ρήγα και του Διάκου, οι οποίοι μας άφησαν τη γη τούτη «ιεράν παρακαταθήκην» και που μέρος της εμείς οι Νεοέλληνες «επωλήσαμε εις τους ημετέρους τιτλοφόρους και κηφήνας».(15) Ο ίδιος, μάλιστα, είχε κάνει πράξη την πατριωτική διάσταση της ιδεολογίας του, όταν πολεμούσε το 1897 στην Κρήτη, ή μιλούσε το 1905 σε λαϊκό συλλαλητήριο υπέρ της Επανάστασης του Θέρισσου και της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα ή όταν εργαζόταν για τον Μακεδονικό Αγώνα.
Γενικότερα, η ιδεολογία του Μ. Αντύπα διαπνεόταν από ένα ιδιαίτερο επαναστατικό πνεύμα, που μερικές φορές τον οδηγούσε σε απρόβλεπτες ενέργειες και απροσδόκητες εκδηλώσεις, τις οποίες ωστόσο αξιοποιούσαν οι αντίπαλοί του, για να πλήξουν τον ίδιο και το πρόγραμμά του. Υποστήριζε, πάντως, ότι με την επανάσταση θα καταρριφθεί το φαύλο καθεστώς και θα καταργηθεί η κοινωνική ανισότητα. Ηθική ήταν κυρίως η επανάστασή του. Να τι έγραφε το 1905: «Ζητούμεν Επανάστασιν ιδεών, Επανάστασιν αισθημάτων, Παγκόσμιον Επανάστασιν Διοικητικού και Πολιτικού και Θρησκευτικού Συστήματος. Θέλομεν δηλαδή να επαναστατήση ο Εργάτης κατά του Κηφήνος, ο Χωρικός κατά του Αφέντου, ο Δούλος κατά του Κυρίου. Ο Γενναίος Στρατιώτης κατά του διεφθαρμένου Αξιωματικού, ο αισθηματίας Αξιωματικός κατά του φαύλου Στρατηγού. Ο έντιμος Πολίτης κατά του δημοκόπου Βουλευτού, ο θαρραλέος Βουλευτής κατά του λαοπλάνου Κυβερνήτου, ο τολμηρός Κυβερνήτης κατά του δεισιδαίμονος Καθεστώτος και του κληρονομικού Άρχοντος. Ο καλός και απλούς Ιερεύς κατά του χρυσοφόρου και υλόφρονος Αρχιερέως, ο ιδεώδης και ευαγγελικός Αρχιερεύς κατά του δεισιδαίμονος και συμφεροντολογικού θρησκευτικού Καθεστώτος».(16)

Με αυτόν, λοιπόν, τον ιδεολογικό εξοπλισμό ο Μ. Αντύπας αγωνίστηκε σταθερά σε όλη του τη ζωή για τη διέγερση των συνειδήσεων και για την ενεργοποίηση των λαϊκών στρωμάτων στη διεκδίκηση και κατάκτηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων τους. Με αυτά τα οράματα ο Μ. Αντύπας  εγκατέλειψε στα μέσα του 1906 το νησί της Κεφαλονιάς για τη Θεσσαλία, όπου θα την καθαγιάσει με το αίμα του, όπου θα κλείσει την καρδιά του μες στο χώμα της.
Ερχόμενος εδώ, ανέλαβε τη διεύθυνση του τσιφλικιού του θείου του Γεώργιου Σκιαδαρέση, αφότου ο τελευταίος, μετά από συζήτηση και με τον ανεψιό του, ήρθε από τη Ρουμανία και επένδυσε τα κεφάλαιά του στη θεσσαλική γη. Ο Γ. Σκιαδαρέσης μαζί με τον επίσης Κεφαλονίτη Αριστείδη Μεταξά αγόρασαν από κοινού κοντά στα Τέμπη έκταση 300.000 στρεμμάτων. Από αυτά ο θείος του Αντύπα είχε στην ιδιοκτησία του το 1/4, στο οποίο ο Μαρίνος τοποθετήθηκε επιστάτης. Τα κτήματα εκτείνονταν στον Πυργετό και στο Λασποχώρι Τεμπών.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με έρευνα του ιστορικού Σπ. Λουκάτου, ο Γ. Σκιαδαρέσης όχι μόνο συμμεριζόταν τις ιδέες του ανεψιού του, αλλά και συμπαραστεκόταν στις προσπάθειές του για τη χειραφέτηση των Θεσσαλών κολλήγων. Γιατί ο Σκιαδαρέσης συμφώνησε να έρθει στην Ελλάδα και να αγοράσει τα κτήματα στη Θεσσαλία, για να συντείνει στη λύση του αγροτικού ζητήματος υπέρ των χωρικών.(17) Συμπαραστάτες, επίσης, στο πρωτόγνωρο έργο του Κεφαλονίτη αγωνιστή στη θεσσαλική πεδιάδα υπήρξαν ο ξάδελφός του Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, που ήταν παρών και στη δολοφονία του, και ο Κεφαλονίτης τηλεγραφητής στη Λάρισα Τζανάτος (που θα καταθέσει στεφάνι στη σορό του Αντύπα εκ μέρους των Κεφαλονιτών της Λάρισας).
Ο μαχητικός και ασυμβίβαστος επιστάτης αμέσως ασχολήθηκε με ένα και μοναδικό θέμα: το ξύπνημα του κολλήγα, το ξύπνημα του κάμπου. Βίωνε καθημερινά τις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας των αγροτών, γνώριζε καλά την κρατική πολιτική απέναντι στο αγροτικό ζήτημα, υποψιαζόταν με σιγουριά τις προθέσεις του κατεστημένου. Αυτός, όμως, ήθελε να σπείρει το σπόρο του. Περιόδευε στο θεσσαλικό κάμπο και ενημέρωνε τους δουλευτάδες της γης για τα δικαιώματά τους, ίδρυε σχολεία για τα αγροτόπαιδα, προπαγάνδιζε την απαλλοτρίωση, με αποζημίωση βέβαια, των τσιφλικιών και τη διανομή στους καλλιεργητές τους.(18) Και σε αυτό το δύσκολο και σύνθετο έργο είχε την αρωγή του προοδευτικού Βολιώτη δικηγόρου και εκδότη της εφημερίδας «Πανθεσσαλική» Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη.
Με τη μεσολάβηση του Αντύπα και τη σύμφωνη γνώμη του Σκιαδαρέση αποφασίστηκε να ισχύσει από το 1906 η παρακάτω ρύθμιση: Κάθε χρόνο οι κολλήγες θα παραδίνουν στον ιδιοκτήτη το 25% και όχι το 75% της σοδειάς, όπως γινόταν μέχρι τότε. Όσοι, επίσης, επιθυμούσαν θα μπορούσαν να αγοράσουν γη με κάποια λογική τιμή και έτσι θα μετατραπούν σε μικροϊδιοκτήτες.(19)
Όπως ήταν επόμενο, οι διαφωτιστικές αυτές ενέργειες προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των τσιφλικάδων της περιοχής, που τις χαρακτήριζαν προπαγανδιστικές και επαναστατικές. Φοβήθηκαν για τα κτήματά τους και θέλησαν να προφυλάξουν τα συμφέροντά τους από τον «κακούργον δημαγωγόν και λαοπλάνον» Αντύπα.(20) Την πρωτοβουλία της αντεπίθεσης ανέλαβε ο βουλευτής Αγυιάς και μεγαλοκτηματίας Αγαμέμνων Σλήμαν, ο οποίος απαίτησε από το Νομάρχη της Λάρισας να επιπλήξει τον επικίνδυνο επιστάτη. Ο Νομάρχης, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, με δημόσιες δηλώσεις του κατέκρινε τον Αντύπα για την «αντικοινωνικήν και αυταρχικήν δράσιν του παρά τοις χωρικοίς».
Το γεγονός αυτό ώθησε τον Αντύπα να επιδιώξει συνάντηση με το Σλήμαν στην Αθήνα, για να του ζητήσει εξηγήσεις. Μετά από έντονη λογομαχία ο πρώτος χαστούκισε το βουλευτή στην πλατεία Συντάγματος μπροστά σε αρκετόν κόσμο. Αυτό, όμως, το επεισόδιο προκάλεσε την παραπομπή του Αντύπα σε δίκη και καταδίκη του σε εικοσαήμερη φυλάκιση για εξύβριση. Η απολογία, ωστόσο, του διωκόμενου αγωνιστή μετατράπηκε σε κατηγορητήριο κατά των εκμεταλλευτών και τυραννίσκων των Θεσσαλών χωρικών. «Εκεί, θα υπογραμμίσει απολογούμενος, η κατάστασις ήτο αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας γυμνοί και κάτισχνοι, εφ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως τα φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων, εν ω η ασπλαχνία παρεσκεύασε την γενικήν μετανάστευσιν των Ελλήνων συνεπεία της οποίας βεβαίως η αύριον θα ανατείλη πολύ συννεφώδης και παραπολύ τρομακτική». Ταυτόχρονα με θάρρος απαράμιλλο θα υποστηρίξει το έργο του και την αγροτική ιδέα: «Ήρχισα λοιπόν και έργω και λόγω να παρέχω εις τους χωρικούς πάσαν δυνατήν ευκολίαν, απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγγαρείας, ας καθιέρωσεν η τετρακοσαετής τυραννία των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλω η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία». Και θα καταλήξει λέγοντας: «Παρέβην τον ποινικόν νόμον, αλλ’ ο άνθρωπος υποκύπτει περισσότερον εις τον φυσικόν νόμον […] Μη λησμονήσητε όμως [κύριοι δικασταί] ότι είσθε και Έλληνες και οφείλετε επίσης να συνογορήσητε υπέρ του ιδρώτος των χωρικών και υπέρ του μέλλοντος της Ελλάδος. Υπεράνω του ποινικού νόμου ίσταται το εθνικόν συμφέρον και υπεράνω τούτου ο ανθρωπιστικός νόμος. Καταδικάσατε αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν, αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου».(21)

Επιστρέφοντας, μετά την αποφυλάκισή του, στη Θεσσαλία, συνεχίζει ο Μ. Αντύπας τη δράση του. Το όνομά του έχει καταστεί γνωστό και συγκλονίζει τον κάμπο. Οι αγρότες αναθαρρεύουν και κινούνται δραστήρια με την καθοδήγηση του αδιαμφισβήτητου ηγέτη τους. Αντίθετα, οι τσιφλικάδες και το θεσσαλικό κατεστημένο ετοιμάζεται να επιτεθεί. Για άλλη μια φορά ο Νομάρχης τον προσβάλλει δημόσια στην πλατεία της Λάρισας, κατηγορώντας τον για πλημμελή διαχείριση των κτημάτων του Γ. Σκιαδαρέση. Και ο Αντύπας απτόητος τον προκαλεί σε μονομαχία. Φυσικά δε δέχτηκε κάτι τέτοιο ο Νομάρχης και μηνύει τον Αντύπα. Η καθορισμένη για την 31η Ιανουαρίου 1907 δίκη αναβάλλεται για τις 7 Μαρτίου. Υπερασπιστές του διωκόμενου μαχητή ο δικηγόρος Βασ. Μουμούλης, ο ξάδελφός του Παν. Σκιαδαρέσης, ο αμαξάς Κ. Αγγελόπουλος, ο προεστός Δημ. Πατσιαβάς, οι Γ. Αμίλης, Ν. Χουλιάρας, Σπ. Τσιάρας, Β. Κορομηλάς και πολλοί άλλοι κάτοικοι του Λασποχωρίου. Επίσης ήρθαν να καταθέσουν ο προεστός του Πυργετού Βασ. Μούρος, οι αδελφοί Κολλάτου, οι Ν. Ρήγας, Λιάκος, Καρπούζας, κ.ά.
Ο Αντύπας δικαιώνεται και οι δραστηριότητές του συνεχίζονται. Οι γαιοκτήμονες, όμως, φοβούνται εξέγερση των χωρικών. Οι εντολές τώρα γίνονται σαφείς: Να δοθεί τέλος στην υπόθεση Αντύπα, διατάζει από τα ανάκτορα ο αυλάρχης Θων. Σε σύσκεψη σχεδιάζεται η δολοφονία του.(22) Εκτελεστικό όργανο επιλέγεται ο Ιωάννης Κυριακός, επιστάτης στο τσιφλίκι του Αριστείδη Μεταξά, συνεταίρου του Γ. Σκιαδαρέση.(23)
Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Μαρτίου 1907 ο Κυριακός πυροβολεί στον Πυργετό πισώπλατα τον Μαρίνο Αντύπα μετά από λογομαχία. Οι ισχυρισμοί του δράστη περί προσωπικής αντιδικίας και προσβολής της τιμής του από τον Αντύπα, δεν έπεισαν κανέναν και κυρίως τους Θεσσαλούς αγρότες, οι οποίοι είχαν υποψιαστεί το επικίνδυνο για τον Αντύπα κλίμα, που είχε τελευταία διαμορφωθεί. Άλλωστε, η δίκη παρωδία και η αθώωση του Ιω. Κυριακού επιβεβαίωσαν, λίγο αργότερα, τις υπόνοιες για προσχεδιασμένο έγκλημα.(24)
Έτσι, λοιπόν, ο Πυργετός της Θεσσαλίας, θα πει ο σύντροφός του δάσκαλος Χαρ. Αμούργης στο Αργοστόλι, κατά την τέλεση του μνημοσύνου «μετεβλήθη εις Γολγοθάν καθαγιασθείς διά του τιμίου αίματος του μεγάλου αλτρουιστού».(25) Οι χωρικοί συγκλονίστηκαν. Έχασαν τον ηγέτη τους. Ο νεκρός μεταφέρεται από το χωριό της δολοφονίας, τον Πυργετό, στη Λάρισα στις 10 Μαρτίου και εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Η κηδεία γίνεται μεγαλόπρεπη. Η νεκρική πομπή με πάνδημη συμμετοχή περνά από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Και στη συνέχεια, ύστερα από απαίτηση των χωρικών, ο ενταφιασμός γίνεται στις 12 Μαρτίου στο Λασποχώρι. Η γη των Τεμπών, η γη του Λασποχωρίου έκλεισε μέσα της «την μεγάλην καρδίαν, εις ην ενεκλείετο η αγάπη, η αλληλεγγύη ολοκλήρου της ανθρωπότητος».(26)
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μετά την κηδεία τα πνεύματα παρέμεναν οξυμμένα. Οι κάτοικοι του Λασποχωρίου, θεωρώντας συνυπεύθυνους για τη δολοφονία τους κατοίκους του Πυργετού επιτέθηκαν εναντίον τους. Δημιουργήθηκε έκρυθμη κατάσταση, αλλά η επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων αποκατέστησε την ηρεμία. Πάντως, αυτές οι λαϊκές αντιδράσεις αποτελούν σαφή απόδειξη της λαϊκής οργής για τη δολοφονία του πρωτοπόρου αγροτιστή.
Το θλιβερό αυτό γεγονός, βέβαια, συγκλόνισε το πανελλήνιο και ιδιαίτερα τους σοσιαλιστικούς και προοδευτικούς κύκλους. Οι Αθηναίοι σοσιαλιστές οργάνωσαν πολιτικό μνημόσυνο στους στύλους του Ολυμπίου Διός (18 Μαρτίου 1907), ενώ στον Πειραιά, με πρωτοβουλία των εργατικών σωματείων της πόλης τελέσθηκε θρησκευτικό μνημόσυνο. Ο λαός της γενέτειράς του συγκλονίστηκε σύσσωμος με την είδηση της δολοφονίας του. Διοργανώθηκαν ομιλίες και συγκεντρώσεις στη μνήμη του από το Λαϊκό Αναγνωστήριο. Μεγαλοπρεπές θρησκευτικό μνημόσυνο τελέσθηκε στο ναό της Παναγίας της Σισσιώτισσας στο Αργοστόλι στις 18 Μαρτίου 1907 με ομιλίες και καταθέσεις στεφανιών.(27)

Το έργο του Αντύπα σταμάτησε μαζί με τη ζωή του. Η διδασκαλία του όμως όχι, δεν τάφηκε. «Τα λόγια του, θα γράψει η εφημερίδα «Εργάτης» του Βόλου (25-3-1908), όπου ακούστηκαν, άφηκαν σπόρο, π’ άρχισε πια να φυτρώνη και να καρποφορή». Και ο σπόρος βλάσταινε στο νου και την καρδιά των απόκληρων της υπαίθρου. Η αγροτική ιδέα ρίζωσε για τα καλά, χάρη στο «λεοντόκαρδο παλικάρι» της Κεφαλονιάς, χάρη στο μάρτυρα του ηρωικού κάμπου της Θεσσαλίας. Ο ξεσηκωμός του Κιλελέρ στα ίδια χώματα, με τα ίδια πρόσωπα τρία χρόνια αργότερα, θα ξαναστήσει μπροστά μας τον πρωτοπόρο μαχητή της αγροτικής ιδέας.
Η προσφορά του Μ. Αντύπα στο αγροτικό κίνημα της πατρίδας μας, αν και δε μνημονεύεται επαρκώς στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η όλη περίοδος δράσης του Αντύπα στο θεσσαλικό κάμπο συνιστά την αρχή του τέλους του αγροτικού ζητήματος.
Στη μνήμη μας και την καρδιά μας θα διεκδικεί τη θέση του συνεπή, του μαχητικού, του ασυμβίβαστου αγωνιστή, του μάρτυρα της ιδέας, όπως εύστοχα έγραψε ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, που έκανε τον πόνο των αδικημένων δικό του πόνο, που έγινε πρωτοπόρος στον τραχύ αγροτικό αγώνα, που έδωσε τη ζωή του για να μπορέσουν οι αδύναμοι και αδικημένοι της κοινωνίας μας να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους για μόρφωση, ανθρώπινη διαβίωση και αξιοπρέπεια, που έγινε ολοκαύτωμα στην επανάσταση και το σύμβολο για τη συνέχιση και την επιτυχία της.
Και έπεσε ο Κεφαλονίτης αυτός αγωνιστής στον ηρωικό και μαρτυρικό κάμπο της Θεσσαλίας για το δίκιο και την ανθρωπιά, για πάντα σκεπασμένος στοργικά απ’ τα δικά σας χώματα, αγαπητοί φίλοι του Ομολίου. Γι’ αυτή τη στοργή και την αγάπη σας προς τον Κεφαλονίτη ήρωα και μάρτυρα του θεσσαλικού κάμπου σας είμαστε ευγνώμονες εμείς οι Κεφαλονίτες.

  
  

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Βλ. Γ. Κορδάτος, Ιστορία του Ελληνικού εργατικού κινήματος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1972, σσ. 21-22, 30-34.
  2. Βλ. Μιχάλης Δημητρίου, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, τόμ. Α’, Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1985, σσ. 85-243. Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, εισαγωγή, επιλογή κειμένων, υπομνηματισμός Παν. Νούτσος, τόμ. Α’ 1875-1907, εκδ. Γνώση. Αθήνα 19952, σσ. 21-106.
  3. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Μαρίνος Σπ. Αντύπας. Η ζωή, η εποχή, η ιδεολογία, η δράση και η δολοφονία του, έκδοση Ομοσπονδίας Κεφαλληνιακών και Ιθακησιακών Σωματείων, Αθήνα 1980, σ. 11, σημ. 7.
  4. Βλ. Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 19883, σ. 388, σημ. 1. Μιχ. Δημητρίου, ό.π., σ. 301.
  5. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 15-16. Νικ. Τζουγανάτος, Ο Μαρίνος Αντύπας και οι σοσιαλιστικές εξελίξεις στην Κεφαλονιά, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιώς, 1978, σ. 26.
  6. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Το λαϊκό αναγνωστήριο «Η ισότης» του Μαρίνου Αντύπα. Κεφαλονιά 1904-1907, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά, Αθήνα 1984.
  7. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Μαρίνος Σπ. Αντύπας…, ό.π., σ. 19.
  8. Βλ. Κ. Μοσκώφ, ό.π., σ. 197, σημ. 1.
  9. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907. αναδημοσίευση από την εφ. του Βόλου Πανθεσσαλική, 26-27 Φεβρουαρίου 1907. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 152.
  10. Εφ. Ανάστασις, φ. 12, 23-4-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 123.
  11. Εφ. Ανάστασις, φ. 49, 11-3-1906. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 130.
  12. Εφ. Ανάστασις, φ. 1, 29-7-1900. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 58-59.
  13. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907. αναδημοσίευση από την εφ. του Βόλου Πανθεσσαλική, 26-27 Φεβρουαρίου 1907πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 152.
  14. Εφ. Ανάστασις, φ. 25, 17-9-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 127.
  15. Εφ. Ανάστασις, φ. 4, 20-11-1904. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 58.
  16. Εφ. Ανάστασις, φ. 25, 17-9-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 126.
  17. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 74.
  18. Βλ. Γ. Κορδάτος, ό.π., σ. 103.
  19. Βλ. Γιάννης Καψάλης, Μαρίνος Αντύπας. Ο πρωτομάρτυρας σοσιαλιστής και πρόδρομος του Κιλελέρ, εκδ. Γ. Ήβος, Αθήνα χ.χ., σ. 230.
  20. Βλ. Γεώργιος Καββαδίας, «Μαρ. Αντύπας. Οι αναμνήσεις του μαθητού του», περ. Ιόνιος Ηχώ, τεύχ. 234-235, Ιαν. – Φεβρ. 1966.
  21. Βλ. Ν. Τζουγανάτος, ό.π., σ. 83. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 136-137.
  22. Βλ. Γιάννης Καψάλης, ό.π., σσ. 263-265.
  23. Ο Γ. Καψάλης, ό.π., σσ. 142-185, υποστηρίζει ότι ο Ιωάννης Κυριακός υπήρξε ένας από τους δυο δράστες της σκηνοθετημένης απόπειρας δολοφονίας κατά του βασιλιά Γεωργίου Α’ στις 14 Φεβρουαρίου 1898 στην Αθήνα. Για εκείνη την απόπειρα κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός ο Μ. Αντύπας. Βλ. επίσης Μιχ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 212-219.
  24. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., 88-90. Βλ. επίσης Τα της δολοφονίας του Μαρίνου Αντύπα, εν Αθήναις 1908.
  25. Βλ. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907.
  26. Βλ. ό.π.
  27. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 94-98.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...