Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 12, 2012

Συναξαριστής 12 Σεπτεμβρίου 2012


Αὐτόνομος Ἱερομάρτυς
 

Ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς λέει: «Ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας». Ἕως ὅτου, δηλαδή, βρισκόμαστε στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ μᾶς δίνεται καιρὸς γιὰ ἀγαθοεργία, ἂς ἐργαζόμαστε τὸ ἀγαθὸ πρὸς ὅλους.

Τέτοια ἐργατικότητα διέκρινε καὶ τὸν ἀκούραστο ἐργάτη τοῦ ἀμπελῶνας τοῦ Κυρίου, τὸν Ἅγιο Αὐτόνομο. Ἦταν ἐπίσκοπος στὴν Ἰταλία καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει, διότι τὸν κατηγόρησαν ὅτι προσείλκυε πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Ἔφθασε στοὺς Σωρεοὺς τῆς Βιθυνίας, φιλοξενούμενος ἀπὸ ἕναν εὐσεβῆ χριστιανό, τὸν Κορνήλιο, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ κατάρτισε μὲ τὴν διδασκαλία του, χειροτόνησε διάκονο. Συγχρόνως ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.

Ἔπειτα, πῆγε στὴ Λυκαονία καὶ Ἰσαυρία, ὅπου κήρυξε τὸ θεῖο λόγο, καὶ ὅταν ἐπέστρεψε στοὺς Σωρεούς, χειροτόνησε τὸν Κορνήλιο Ἱερέα.

Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἄσκησε πίεση στοὺς χριστιανοὺς τῆς Βιθυνίας, ὁ Αὐτόνομος ἔφυγε καὶ πῆγε νὰ κηρύξει τὸ θεῖο λόγο στὶς πόλεις τοῦ Εὐξείνου Πόντου.

Κατόπιν, ἀφοῦ περιόδευσε σὲ πολλὲς πόλεις τῆς Μ. Ἀσίας κηρύττοντας τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, πῆγε σὲ μία πόλη δίπλα στοὺς Σωρεούς, τὶς Λίμνες. Ἐκεῖ οἱ εἰδωλολάτρες πίεζαν τοὺς χριστιανοὺς νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Αὐτοί, ὅμως, ἀντίθετα, τὰ συνέτριψαν. Οἱ εἰδωλολάτρες, τότε, γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν,τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας εἰσέβαλαν στὸ ναὸ καὶ σκότωσαν τὸν ἀνυπεράσπιστο Αὐτόνομο, ποὺ τὸν θεωροῦσαν ὑπεύθυνο. Τὸ λείψανό του τάφηκε μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ Δυσμῶν ἀνατείλας ὡς ἀστὴρ οὐρανόφωτος, καὶ πρὸς τὴν Ἐώαν ἐκλάμψας, ταὶς ἀκτίσι τῶν τρόπων σου, τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Ἰησοῦν, ἐδόξασας ἀθλήσει σου στερρῇ· διὰ τοῦτο ἐδοξάσθης θεουργικῶς, Αὐτόνομε Πατὴρ ἠμῶν. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν Ἰάματα.

 

 
 Ὁ Ἅγιος Κουρνοῦτος Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Ἰκονίου

Ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης τοῦ Ἰκονίου, τῆς ὁποίας κατόπιν ἔγινε Ἀρχιερέας. Βρισκόταν κάποτε σ᾿ ἕνα χωριό, Σούρσαλο ὀνομαζόμενο, καὶ δίδασκε τὸν λόγο τῆς πίστης στοὺς ἀπίστους. Οἱ ἐκεῖ ὅμως διῶκτες τοῦ χριστιανισμοῦ, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα Περίνιο. Αὐτός, ἀφοῦ σκληρὰ τὸν βασάνισε, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι ἔνδοξα ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. (Ὁ Κυπριανὸς καὶ Μαχαιρᾶς τὸν ἀναφέρουν σὰν Ἅγιο τῆς Κύπρου, βλέπε 300 Ἀλαμανοὶ Α.Χ.Ε.Χ.).


 

 
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τῆς Ἀλεξανδρείας, ἐπειδὴ μὲ ἰδιαίτερο θάρρος κήρυττε τὸν Χριστό, καὶ ἀφοῦ τὸν στεφάνωσαν μὲ ἀκάνθινο στεφάνι, τὸν χτυποῦσαν στὸ πρόσωπο καὶ τὸν τριγύριζαν ἁλυσοδεμένο στοὺς δρόμους τῆς πόλης. Ὑπέστη καὶ ἄλλα βασανιστήρια, τελικὰ μὲ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα, ἀποκεφαλίστηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας. (Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει ὅτι, ἐσφαλμένα ὁ ἅγιος αὐτὸς φέρεται σὰν ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καὶ ὅτι ἦταν ἕνας ἁπλὸς θεοσεβὴς χριστιανός).


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός πρεσβύτερος Ἀγκύρας ἀπὸ τὴν Γαλατία

Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κριντεούς, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας, καὶ ἦταν Ἱερέας ἄξιος μεγάλου σεβασμοῦ.

Ὅταν ὁ Λικίνιος κήρυξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν (307-323), ὁ Ἰουλιανὸς μαζὶ μὲ ἄλλους 42 χριστιανοὺς συμπολῖτες του, κατέφυγε στὰ βουνὰ καὶ κρυβόταν.

Κάποτε ὅμως, κατέβηκε ἀπὸ τὰ βουνὰ νὰ φέρει νερό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν δοῦν οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ πρόσφεραν θυσία στὸν ἐκεῖ ναὸ τῆς Ἑκάτης. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀγκύρας. Αὐτὸς τὸν ρώτησε ποὺ κρυβόταν οἱ ὑπόλοιποι χριστιανοὶ συμπολῖτες του, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ τοὺς καταδώσει καὶ βασανίστηκε φρικτά.

Ἀφοῦ τοῦ ἔβαλαν πυρακτωμένη καλύπτρα στὸ κεφάλι, στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν προσευχόμενο.

(Ἄλλοι Συναξαριστὲς ἔχουν κάπως διαφοροποιημένη τὴν βιογραφία του).

 

 
Οἱ Ἅγιοι Μακεδόνιος, Θεόδουλος καὶ Τατιανός

Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (360-363) καὶ μαρτύρησαν στὴ Μυρόπολη τῆς Φρυγίας.

Ὅταν ὁ ἄρχοντας τῆς Φρυγίας Ἀμάχιος διέταξε νὰ καθαρίσουν τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς Μυροπόλεως καὶ νὰ ἐπιμεληθοῦν τὰ ἀγάλματα μέσα σ᾿ αὐτόν, οἱ τρεῖς αὐτοὶ Ἅγιοι, μπῆκαν κρυφὰ τὴν νύχτα στὸ ναὸ καὶ συνέτριψαν τὰ ἀγάλματα. Γιὰ νὰ μὴ κακοποιηθοῦν ὅμως ἄλλοι ἀθῷοι χριστιανοί, φανερώθηκαν στὸν ἄρχοντα καὶ εἶπαν ὅτι αὐτοὶ συνέτριψαν τὰ ἀγάλματα.

Ὁ σκληρὸς Ἀμάχιος, στὴ συνέχεια, ἐπειδὴ δὲν κατάφερε νὰ τοὺς πείσει νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τοὺς ἔψησε ζωντανοὺς πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα.

 

 
 Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Θάσιος


Εὐσεβὴς ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, ἀμέσως ἀπὸ τὴν νεότητά του ἔγινε πρόθυμος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, πρόμαχος καὶ συνήγορος τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Δανιήλ, ἔζησε τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Ἀρμένιος ὁ εἰκονομάχος. Ὅταν πλέον ἔγινε ἄντρας ὁ Δανιήλ, ἵδρυσε μοναστήρι στὸ νησίδιο Κραμβοῦσα, ποὺ βρίσκεται δίπλα στὴ νῆσο Θάσο. Ἡ φήμη τῆς μεγάλης ἀρετῆς τοῦ ἱδρυτῆ ἔφερε ἐκεῖ πολλοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Θάσο καὶ ἀπ᾿ ἀλλοῦ.

Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἀγαποῦσε τόσο τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἦταν τόσο πολὺ ταπεινόφρων, ὥστε ὅταν στὴ Θάσο ἦλθε ὁ μέγας Ἰωαννίκιος, ὁ Δανιὴλ ἐγκατέλειψε τὴν ἡγουμενική του θέση καὶ ἔτρεξε κοντὰ στὸ φημισμένο ἐκεῖνον ὅσιο ἄντρα, γιὰ νὰ πάρει διδάγματα ἀπὸ τὴν τόσο προσεκτικὴ καὶ ἐνάρετη ζωή του.

Ὁ Ἰωαννίκιος προσπάθησε νὰ τὸν ἐμποδίσει λέγοντάς του, ὅτι μποροῦσε καὶ μόνος του νὰ τελειοποιεῖ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν προσευχή, τὴν μελέτη καὶ τὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Δανιὴλ ὅμως ἐπέμενε καὶ ὁ Ἰωαννίκιος ὑποχώρησε.

Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ Ἰωαννίκιος ὑποχρέωσε τὸν Δανιὴλ νὰ ἐπιστρέψει στὴ μονή του, διότι οἱ μοναχοί της τὸν ζητοῦσαν ἐπίμονα, ἐπειδὴ δὲν ἔβρισκαν ἄξιο ἀντικαταστάτη του.

Ὁ Δανιὴλ ὑπέκυψε καὶ ἐπανῆλθε στὴ μονή του.

Σὲ βαθιὰ γεράματα ἀποδήμησε στὸν Κύριο καὶ τάφηκε, κατὰ τὴν ἐπιθυμία του, στὸ νησίδιό του κοντὰ στὰ κύματα, δίπλα στὰ ὁποῖα πρωὶ καὶ βράδυ πολλὲς φορὲς ἔστελνε τὴν προσευχή του καὶ ὕμνους στὸ Θεό.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ὠκεανός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Κατ᾿ ἄλλους μαρτύρησε διὰ πυρός).

 

 
 Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος «ὁ ἐν τῇ Ἀτρώᾳ»

Ἀναφέρεται στὸν συναξαριστὴ Delehaye μὲ ὑπόμνημα παρόμοιο μ᾿ αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου «ἐν τῇ Ἀτρώᾳ» (βλέπε 13 Σεπτεμβρίου). Ὁ Ἀνδρόνικος ἔζησε ἐπὶ βασιλείας τοῦ Νικηφόρου καὶ Σταυρακίου, καὶ Πατριάρχου Ταρασίου. Ἦταν γιὸς τοῦ Κοσμᾶ καὶ τῆς Ἄννας καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔλαια τῆς Ἀσίας. Ἔζησε μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση στὴν Ἀτρώα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 

 
 Μνήμη ἀφωνίας καὶ ὅρασης τοῦ Ζαχαρία

Ἡ μνήμη αὐτὴ βρίσκεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 112.

Ὁ Ζαχαρίας, πατέρας τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἡρώδη, βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας. Κατά τὴ γνώμη τοῦ Χρυσοστόμου, καθώς καὶ ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ζαχαρίας δὲν ἦταν ἁπλός ἱερέας, ἀλλά ἀρχιερέας ποὺ ἔμπαινε στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Σύζυγο εἶχε τὴν Ἑλισάβετ καὶ δὲν εἶχαν παιδί.

Κάποια μέρα λοιπόν, τὴν ὥρα τοῦ θυμιάματος μέσα στὸ θυσιαστήριο, εἶδε ἄγγελο Κυρίου ποὺ τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε γιὸ καί θὰ ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὁ Ζαχαρίας σκίρτησε ἀπό χαρά, ἀλλά δυσπίστησε. Ἡ γυναίκα του ἦταν στείρα καὶ γριά, πῶς θὰ γινόταν αὐτό ποὺ ἄκουγε; Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε ὅτι θὰ μείνει κωφάλαλος μέχρι νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ.

Πράγματι, ἡ Ἑλισάβετ συνέλαβε καἰ ἔκανε γιό. Ὅταν θέλησαν νὰ δώσουν ὄνομα στὸ παιδί, ὁ Ζαχαρίας ἔγραψε πάνω σὲ πινακίδιο τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ἀμέσως δὲ λύθηκε ἡ γλώσσα του καὶ ὅλοι μαζί δόξασαν τὸ Θεό.

Βέβαια, ἡ χάρη αὐτή ἔγινε ἀπό τὸ Θεό στὸ Ζαχαρία, διότι τῆς ἦταν «δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενος ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτος» (Λουκᾶ, α' 6.). Ἦταν, δηλαδή, δίκαιος μπροστά στὸ Θεό καὶ ζοῦσε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, ἄμεμπτος ἀπό κάθε σοβαρή ἐνοχή.


Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἱερωσύνης στολισμόν, περιβαλλόμενος σοφέ, κατὰ τὸν νόμον τοῦ Θεού, ὁλοκαυτώματα δεκτά, ἱεροπρεπῶς προσενήνοχας Ζαχαρία· καὶ γέγονας φωστήρ, καὶ θεατὴς μυστικῶν, τὰ σύμβολα ἐν σοί, τὰ τῆς χάριτος, φέρων ἐκδήλως πάνσοφε, καὶ ξίφει ἀναιρεθεὶς ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ, Χριστοῦ Προφῆτα, σὺν τῷ Προδρόμῳ, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον 

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Προφήτης σήμερον, καὶ ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου, Ζαχαρίας προύθηκεν, ὁ τοῦ Προδρόμου γενέτης, τράπεζαν τῆς αὐτοῦ μνήμης Πιστοὺς ἐκτρέφων, πόμα τε δικαιοσύνης τούτοις κεράσας. Διὸ τοῦτον εὐφημοῦμεν, ὡς θεῖον μύστην Θεοῦ τῆς χάριτος.


 
Οἱ Ἅγιοι Ἐθνοϊερομάρτυρες Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης, Ἀμβρόσιος, Μητροπολίτης Μοσχονησίων, Γρηγόριος, Μητροπολίτης Κυδωνιῶν, Προκόπιος Μητροπολίτης Ἰκονίου, Εὐθύμιος Μητροπολίτης Ζήλων, καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς ἀναιρεθέντες κατὰ τὴν Μικρασιατικὴν καταστροφὴν (+ 1922)

 
[Συμφώνως μὲ τὴν ὑπ᾿ ἀριθμ. 2556/5-7-1993 ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ ἑορτὴ αὐτῶν τῶν Ἁγίων θὰ τιμᾶται κάθε ἔτος τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ].

 
ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
(1868 - 1922) 



Ὁ Χρυσόστομος (Καλαφάτης) ἦταν ὁ τελευταῖος Μητροπολίτης Σμύρνης.

Βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, κατακρεουργήθηκε ἀπὸ φανατισμένο ὄχλο κατὰ τὴν ἀνακατάλυψη τῆς πόλης ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸν Αὔγουστο τοῦ 1922.

Γεννήθηκε τὸ 1867 στὴν Τρίγλια τῆς Βιθυνίας, στὴν Προποντίδα. Ἦταν γιὸς τοῦ Νικολάου Καλαφάτη καὶ τῆς Καλλιόπης Λεμωνίδου, οἱ ὁποῖοι ἀπέκτησαν συνολικὰ 8 παιδιά, 4 ἀγόρια καὶ 4 κορίτσια. Ὁ πατέρας του ἦταν νομομαθὴς καὶ ἀντιπροσώπευε συμπολῖτες του ἐνώπιον τῶν τουρκικῶν δικαστηρίων. Ἐπίσης, ἀναμιγνυόταν στὰ κοινὰ καὶ ἐκλεγόταν δημογέροντας. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλαβὴς χριστιανὴ καὶ ἀναφέρεται ὅτι τὸν εἶχε τάξει στὴν Παναγία.

Πρῶτα χρόνια

Ὁ Χρυσόστομος ἐκδήλωσε νωρὶς τὴν ἐπιθυμία του νὰ γίνει κληρικός. Οἱ γονεῖς του ἔγιναν ἀρωγοὶ στὴν ἐπιθυμία του, πουλώντας ἀκίνητη περιουσία καὶ στέλνοντὰς τον οἰκότροφο στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ὅπου εἶχε τὴν τύχει νὰ ἔχει σπουδαίους δασκάλους. Εἶχε ἐπίσης τὴν τύχη νὰ ἀναλάβει τὰ ἔξοδα τῶν σπουδῶν του ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Κωνσταντῖνος Βαλιάδης, ὁ ὁποῖος τὸν γνώρισε σὲ μία ἐπίσκεψή του στὴ Σχολὴ καὶ ἐξετίμησε τὶς ἐπιδόσεις του. Ὁ Χρυσόστομος ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴ Σχολὴ μὲ «ἄριστα».

Ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντῖνος τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ τὸν προσέλαβε ὡς ἀρχιδιάκονο στὴ Μητρόπολη Μυτιλήνης καὶ κατόπιν στὴ Μητρόπολη Ἐφέσου, ὅπου μετατέθηκε. Τὸ 1896 ὁ Χρυσόστομος ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα ποὺ δημιούργησαν καθολικοὶ καλόγεροι τῆς Μονῆς τῶν Λαζαριστῶν τῆς Σμύρνης, οἱ ὁποῖοι, θέλοντας νὰ προσηλυτίσουν Ὀρθοδόξους τῆς Ἰωνίας, ἀγόρασαν κοντὰ στὴν Ἔφεσο μία τοποθεσία ποὺ λεγόταν Καπουλὴ-Παναγιὰ καὶ διέδωσαν ὅτι βρῆκαν ἐκεῖ τὸν τάφο τῆς Παναγίας. Ὁ Χρυσόστομος προέβη σὲ πλῆθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων ἐπιστημονικά, τὰ ὁποῖα ἐξέδωσε καὶ σὲ βιβλίο. Κατόπιν αὐτοῦ, οἱ Λαζαριστὲς ὑποστήριξαν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ σπίτι τῆς Θεοτόκου.

Στὶς 2 Ἀπριλίου 1897 ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Κωνσταντῖνος ἐκλέχθηκε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντῖνος Ε΄). Στὶς 18 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ προήδρευσε μικτῆς ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καὶ Ἀγγλικανῶν μὲ θέμα τὴν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ἐπίσης καλλιεργεῖ τὴν εὐγλωττία του στὸ κήρυγμα. Μνημειώδης θεωρεῖται ὁ ἐπικήδειός του πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, πνευματικὸ πατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Ἐ΄, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ λόγος πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο, τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ 1901. Ἰδιαίτερα ὅμως διακρίθηκε γιὰ τὴ συμβολή του στὴ ματαίωση τῶν σχεδίων τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Πανσλαβιστικῆς Παλαιστίνιας Ἐταιρίας τοῦ Παπαδονότσεφ ποὺ ἐπεδίωκε νὰ ἀλλοιώσει τὸν ἑλληνικὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ νὰ ἐκσλαβίσει τὰ Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.

Τὴν ἴδια ἡμέρα, Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ 1901, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θρόνο ὁ Κωνσταντῖνος Ε΄ καὶ κατόπιν ἐπανεξελέγη ὁ δυναμικὸς Ἰωακεὶμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής. Καὶ αὐτὸς ὅμως ἐκτίμησε τὰ προσόντα τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ ἔτσι ἐκλέγεται παμψηφεί, στὶς 23 Μαΐου 1902 Μητροπολίτης Δράμας.

Τὴν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, ἀπευθυνόμενος στὸν Πατριάρχη, εἶπε τὰ ἑξῆς προφητικά: «Ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ θὰ ὑπηρετήσω τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸ Γένος, καὶ ἡ μίτρα, τὴν ὁποίαν αἳ ἅγιαι χεῖρες σου ἐναπέθεσαν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου, ἐὰν πέπρωται νὰ ἀπολέση ποτὲ τὴν λαμπηδόνα τῶν λίθων της, θὰ μεταβληθῆ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος ἱεράρχου», πρᾶγμα ποὺ ἔγινε 20 χρόνια ἀργότερα.

Μητροπολίτης Δράμας

Διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων καὶ Ζιχνῶν μέχρι τὸ 1910. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἀντιμετώπισε τὴν τρομοκρατικὴ δράση τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου καθὼς καὶ τὴν τότε ρουμανικὴ προπαγάνδα καὶ ἀνέπτυξε ἔξοχη ἐθνικὴ δράση, συγκρατώντας τοὺς πεπλανημένους, ἐνθουσιάζοντας τοὺς λιγόψυχους καὶ ἀναλαμβάνοντας ὁ ἴδιος τὴν διεύθυνση τοῦ ἀγῶνα κατὰ τῶν Βουλγάρων συμμοριτῶν.

Παράλληλα ἔκτισε μεγαλοπρεπῆ ναὸ στὴ Δρᾶμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολὲς ἀρρένων καὶ θηλέων, νοσοκομεῖο καὶ γυμναστήριο. Ἐπίσης φρόντισε τότε γιὰ τὴν ἀνέγερση οἰκιῶν γιὰ τοὺς καπνεργάτες, ἱδρύοντας καὶ πολλὰ φιλανθρωπικὰ καταστήματα, ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα καὶ ἄλλα κοινωφελῆ καθιδρύματα.

Ἡ ἐθνικὴ αὐτὴ δράση τοῦ Χρυσοστόμου ἀνησύχησε τὴν τουρκικὴ διοίκηση, ἡ ὁποία καὶ ἀναφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἀνάκλησή του ἀπὸ Μητροπολίτη (1907).

Μετὰ ὅμως τὴν ἀνακήρυξη τοῦ Συντάγματος τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας τὸ 1908 ὁ Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ τὴ δικαιολογία τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Χρυσοστόμου προκαλεῖ τὴ διασάλευση τῆς τάξης, πέτυχαν τὴ δεύτερη ἀπομάκρυνσή του.

Μητροπολίτης Σμύρνης

Τὸ 1910 ὁ Χρυσόστομος μετετέθη στὴ Σμύρνη, ὡς Μητροπολίτης Σμύρνης. Στὴν Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τοὺς ἐθνικούς του ἀγῶνες, ὀργάνωσε δὲ πάνδημο συλλαλητήριο γιὰ νὰ καταγγείλει τὶς βιαιότητες τῶν Βουλγάρων στὴν Μακεδονία ἐναντίον τῶν 'Ἑλλήνων, τὴν ὑποστήριξη τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν πρὸς τὴν βουλγαρικὴ προπαγάνδα καὶ τὶς γενικότερες καταπιέσεις τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ἐναντίον τοῦ 'Ἑλληνισμοῦ τοῦ 'Ὀθωμανικοῦ κράτους.

Οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς τῆς περιοχῆς θορυβήθηκαν καὶ πέτυχαν τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν μητρόπολη Σμύρνης (1914), στὴν ὁποία ἐπέστρεψε μετὰ τὴν ἀνακωχὴ τοῦ Μούνδρου (1918). Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἑλληνικῆς διοίκησης τῆς Σμύρνης (1919-1922), λειτουργοῦσε ὡς ἀναμφισβήτητος ἐθνάρχης τοῦ μικρασιάτικου Ἑλληνισμοῦ καὶ ὡς ὃ ἐμπνευσμένος ἡγέτης τῆς "Μικρασιατικῆς Ἄμυνας" γιὰ τὴν δημιουργία αὐτόνομου κράτους σὲ περίπτωση ἥττας τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Ἢ κατάρρευση ὅμως τοῦ μικρασιάτικου μετώπου (Αὔγουστος 1922) ἀπογοήτευσε τὸν μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ὁ ὅποῖος ἀποδοκίμασε τὰ σχέδια τῶν Μεγάλων Δυνάμεων γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία.

Ἢ εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴν Σμύρνη ὑπῆρξε ἡ δοκιμασία τῶν ἐθνικῶν του ὁραμάτων. Ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν λαό του, παρὰ τὴν πίεση τῶν προξένων τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Στὶς 27 Αὐγούστου 1922 συνελήφθη ἀπὸ τὸν Τοῦρκο φρούραρχο τῆς πόλης Νουρεντὶν πασά, μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας στὸ ναὸ τῆς 'Ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ παραδόθηκε στὸν ἐξαγριωμένο τουρκικὸ ὄχλο.

Ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο.

Ὃ ἐκφραστὴς τῶν ἐθνικῶν πόθων κατέστη πλέον τὸ σύμβολο τῶν τραγικῶν πεπραγμένων τοῦ Γένους.

Τὸ δίτομο ἔργο τοῦ Περὶ Ἐκκλησίας, τὰ ἄρθρα του στὰ περιοδικὰ Ἐκκλησιαστικὴ 'Ἀλήθεια καὶ Ἱερὸς Πολύκαρπος καὶ ἡ ὅλη κηρυκτικὴ του δράση ἀναδεικνύουν τὴν ὑπέροχη πνευματικὴ μορφὴ τοῦ ἐθνομάρτυρα Ἱεράρχη.

Ἀνακήρυξη Ἁγίου

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο καὶ ἐθνομάρτυρα. H μνήμη τοῦ «Ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἁγίων ἀρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιῶν, Ἀμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ἰκονίου, Εὐθυμίου Ζήλων καθὼς καὶ τῶν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ποὺ σφαγιάσθηκαν κατὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ» ἑορτάζεται τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

 

Ἀμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων (1922)


Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Ἱεροσολύμων καὶ στὴ θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου.

Ὑπῆρξε δὲ ἐφημέριος σὲ πολλὲς ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς Κριμαίας (Θεοδοσίας, Συμφεροπόλεως, Σεβαστουπόλεως). Τὸ 1913 χειροτονήθηκε βοηθὸς ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Σμύρνης μὲ τὸν τίτλο Ξανθουπόλεως, ἀναπλήρωσε δὲ τὸν ἐξόριστο μητροπολίτη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α´ παγκοσμίου πολέμου.

Τὸ 1919 χρησιμοποιήθηκε ὡς πατριαρχικὸς ἔξαρχος στὰ Μοσχονήσια, τὸ δὲ 1922 ἔγινε Μητροπολίτης Μοσχονησίων. Κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τάφηκε ζωντανός, ἀπὸ τοὺς Τούρκους μαζὶ μὲ ἄλλους ἐννέα (9) Ἱερεῖς σὲ λάκκο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κυδωνιῶν (15 Σεπτεμβρίου 1922).


 
Προκόπιος Λαζαρίδης, Μητροπολίτης Ἰκονίου (1911-1923)

Προηγουμένως ἐπίσκοπος Ἀμφιπόλεως (1894-1899) καὶ Μητροπολίτης Δυρραχείου (1899-1906) καὶ Φιλαδέλφειας (1906-1911). Ἦταν καὶ αὐτὸς μεταξὺ τῶν ἐθνοϊερομαρτυρων ἐκείνων τῶν χρόνων.

Οἱ συνθῆκες γι' αὐτὸν ἦταν ἰδιαίτερες. Οἱ νεοτοῦρκοι προσπαθοῦσαν νὰ ὀργανώσουν τουρκορθόδοξη Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητη ἀπ' τὸ Πατριαρχεῖο, χρησιμοποιώντας ἀποκλειστικὰ τὴ τουρκικὴ γλῶσσα.

Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ πίεζαν ἱερεῖς νὰ προσχωρήσουν σ' αὐτὴ τὴ προσπάθεια. Ἀλλὰ ἀπέτυχαν. Ἰδιαίτερα στὴν Ἀνατολία - τὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας - εἶχαν ἐγκλωβίσει τοὺς ὀρθοδόξους καὶ τοὺς ὑπέβαλλαν σὲ φοβερὲς κακώσεις μέχρι νὰ ἀποσκιρτήσουν ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.

Τρεῖς μάλιστα ἀρχιερεῖς, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Μητροπολίτη Ἰκονίου Προκόπιο, τοὺς ἀνάγκαζαν νὰ προβοῦν σὲ αὐθαίρετη καὶ ἀντικανονικὴ χειροτονία ἐπισκόπου, ἔτσι ὥστε νὰ διαρρηχτοῦν οἱ σχέσεις τους μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ νὰ χειραφετηθοῦν αὐθαίρετα ὡς αὐτοτελὴς τουρκορθόδοξη Σύνοδος.

Ἐν μέσῳ αὐτῆς τῆς καταδυναστεύσεως τοῦ ποιμνίου καὶ τῶν ποιμένων του, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀπελπισμένων κλαυθμῶν τοῦ λαοῦ, ὁ Μητροπολίτης Προκόπιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Μέγα Ἀρχιερέα καὶ Σωτῆρα Χριστό, προμαχώντας καὶ συμπάσχοντας μὲ τοὺς στενάζοντες Ἕλληνες χριστιανοὺς τῆς Ἀνατολίας.

 
Γρηγόριος, Μητροπολίτης Κυδωνιῶν (22 Ἰουλίου 1908 - 3 Ὀκτωβρίου 1922)

Προηγουμένως διετέλεσε καὶ μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως καὶ Στρωμνίτσης (12 Ὀκτωβρίου 1902 - 22 Ἰουλίου 1908). Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Ἀντωνιάδης ἢ Σαατσόγλου καί, κατὰ μεταγλώττιση δική του, Ὡρολογᾶς. Γεννήθηκε στὴ Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 1864.

Ὡς Ἱεροκήρυκας ἀνήκει στοὺς πρώτους ποὺ στὸ κήρυγμα χρησιμοποίησαν τὴν δημοτικὴ γλῶσσα. Καὶ στὶς τρεῖς μητροπόλεις ποὺ ὑπηρέτησε ἐργάστηκε μὲ ζῆλο καὶ ἐπιτυχία γιὰ τὴν προάσπιση τῶν ἐθνικῶν ἑλληνικῶν δικαίων καὶ ἰδιαίτερα συνεργάστηκε γι᾿ αὐτὰ μὲ τὸν μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902-1910), τὸν κατόπιν ἐθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης (1910-1922).

Στὶς 12 Ὀκτωβρίου 1902 χειροτονήθηκε μητροπολίτης στὴ σπουδαία ἀπὸ ἐθνικῆς ἀπόψεως ἐπαρχία Τιβεριουπόλεως καὶ Στρωμνίτσης, στὴν ὁποία ἀγωνίστηκε ὄχι μόνο κατὰ τῶν τούρκων, ἀλλὰ ἰδιαίτερα ἐναντίον τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου, μέλη τοῦ ὁποίου προσπάθησαν, πολλὲς φορές, νὰ τὸν δολοφονήσουν (1905).

Ἡ τουρκικὴ κυβέρνηση, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐθνικὴ δράση τοῦ Γρηγορίου, ἀνάγκασε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἀπομακρύνει τὸν Γρηγόριο, μεταθέτοντάς τον στὴ νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιῶν, στὶς 22 Ἰουνίου 1908, ὅπου ὁ Γρηγόριος συνέχισε τὴν ἐθνική του δράση. Τὸ 1918 κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους γιὰ ἐσχάτη προδοσία, δικάστηκε δυὸ φορὲς στὸ Στρατοδικεῖο τῆς Σμύρνης, καταδικάστηκε καὶ φυλακίστηκε.

Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του (16 Ὀκτωβρίου 1918) καὶ τὴν κατάληψη τῶν Κυδωνιῶν ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ (19 Μαΐου 1919), ὁ Γρηγόριος δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του, γιὰ ὑποθέσεις τῆς ὁποίας πολλὲς φορὲς ἦλθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὕπατο ἁρμοστῆ στὴ Σμύρνη Ἀριστείδη Στεργιάδη. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν ἑλληνικῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν ἀρχῶν ἀπὸ τὶς Κυδωνιές, ὁ Γρηγόριος, σὲ σύσκεψη μὲ τὴν δημογεροντία, εἰσηγήθηκε τὴν ἀναχώρηση τῶν κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν καὶ τὴν μεταφορά τους στὴ Μυτιλήνη, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν σφαγὴ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ὑποδείξεις του δὲν ἔγιναν ἀποδεκτές.

Ἔτσι τὸ δρᾶμα τῶν κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν ἄρχισε στὶς 22 Αὐγούστου 1922, ὅταν ἄτακτος τουρκικὸς στρατὸς κατέσφαξε κοντὰ στὴν κωμόπολη Φράνελι τοῦ Ἀδραμυττηνοῦ Κόλπου 4.000 Ἕλληνες κατοίκους τῶν Κυδωνιῶν. Ὁ μητροπολίτης Γρηγόριος, παρὰ τοὺς ἐξευτελισμοὺς ποὺ ὑφίστατο ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές, τὶς ἐπισκεπτόταν καὶ ἀγωνιζόταν νὰ σώσει καὶ νὰ θρέψει τὸ ποίμνιό του.

Ὅταν δὲ στὶς 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τὴν σφαγὴ τοῦ μητροπολίτη Μοσχονησίων Ἀμβροσίου καὶ τῶν 6.000 κατοίκων τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ Γρηγόριος ἀγωνίστηκε ὑπεράνθρωπα καὶ κατόρθωσε νὰ συγκατατεθοῦν oι Τοῦρκοι νὰ ἔλθουν ἑλληνικὰ πλοῖα ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη μὲ ἀμερικανικὴ σημαία καὶ μὲ τὴν ἐγγύηση τοῦ Ἀμερικανικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ καὶ νὰ παραλάβουν 20.000 Ἕλληνες ἀπὸ τὶς 35.000 ποὺ κατοικοῦσαν τὶς Κυδωνιές.

Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε νὰ ἀναχωρήσει καὶ στὶς 30 Σεπτεμβρίου οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν φυλάκισαν. Στὴ φυλακὴ βασανίστηκε φρικτὰ καὶ στὶς 3 Ὀκτωβρίου, μαζὶ μὲ ἄλλους Ἱερεῖς καὶ προκρίτους τῶν Κυδωνιῶν ποὺ εἶχαν ἐπίσης συλληφθεῖ θανατώθηκε.
Εὐθύμιος, Μητροπολίτης Ζήλων


Ὁ Εὐθύμιος Ἀγριτέλης, ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ζήλων ἀπὸ τὸ 1912 ἕως τὸ 1921. Μοναχός της Ἱερᾶς Μονῆς Λειμῶνας, σπούδασε στὴ Θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ κατόπιν ἔκανε διδάσκαλος καὶ Ἱεροκήρυκας στὴ Λέσβο καὶ πρωτοσύγκελος στὴ μητρόπολη Μηθύμνης.

Στὶς 12 Ἰουνίου 1912 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ζήλων. Ὡς ἐπίσκοπος ἀνέπτυξε μεγάλη θρησκευτικὴ καὶ ἐθνικὴ δράση. Ὅταν ἡ δράση του ἔγινε γνωστὴ στοὺς Κεμαλιστὲς Τούρκους, συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε μαζὶ μὲ ἄλλους πρόκριτους τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας στὶς 21 Ἰανουαρίου 1921.

Μὲ αἴτησή του, ζήτησε ἀπὸ τὴν κεμαλικὴ κυβέρνηση τῆς Ἄγκυρας νὰ θεωρηθεῖ μόνο αὐτὸς ἔνοχος καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ὑπόλοιποι συλληφθέντες. Μάλιστα δὲ μπροστὰ στὸ δικαστήριο ἀπολογήθηκε μὲ θαυμάσια ἀγόρευση. Στὴ φυλακὴ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ πέθανε στὶς 29 Μαΐου 1921.

Μετὰ δὲ τὸν θάνατό του ἦλθε καὶ ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ τούρκικου δικαστηρίου.

 

 
Ὁ Ἅγιος Albeus (Ἰρλανδός)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ὅι Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...