,,
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ΛΟΥΚΑ
,
Κατά Λουκάν Κεφ. η΄ στ. 27–39
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
«Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών,…»
«Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει», λέγει ο Κύριος. Δηλαδή υπακούει κανείς στις εντολές του Θεού, και μετατρέπει τους λόγους σε έργα, ζει και πολιτεύεται κατά Χριστόν, εκτελεί το θέλημα του Ουρανίου Πατρός, και γίνεται «κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού».
Όποιος όμως παρακούει τον Θεό, διαπράττει την αμαρτία, και επιδίδεται σ’ αυτήν αμετανοήτως, είναι δούλος της αμαρτίας και «ουκ εστίν εκ του Θεού, αλλά εκ του πονηρού», γιατί με την κακή προαίρεση μεταπλάθει τη φύση, την οποίαν έλαβε από τον Θεό, και την εξομοιώνει με τον πατέρα της απωλείας. Γι’ αυτό και ο Κύριος έλεγε στους Ιουδαίους, «υμείς εκ του πατρός υμών του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν». Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι αθλιότεροι και χειρότεροι από τους φανερά δαιμονισμένους, έστω και αν διαφεύγουν την προσοχή των πολλών.
Πράγματι, ενώ οι δαιμονισμένοι κακοποιούν τα σώματά τους και μερικές φορές προβαίνουν και σε σωματική κακοποίηση σε όποιους συναντούν ή σε όσους θέλουν να βλάψουν, οι άλλοι, που δια των πονηρών επιθυμιών έχουν εξομοιωθεί και συνεργάζονται με τον αρχέκακο εχθρό, τον διάβολο, φθείρουν όχι μόνο τις ψυχές τις ιδικές τους, αλλά και όσων τους συναναστρέφονται.
Και ενώ οι δαιμονισμένοι, τη στιγμή του θανάτου αποβάλλουν μαζί με το σώμα και την επήρεια των δαιμόνων, οι άλλοι, επειδή αμαρτάνουν αμετανοήτως, έχουν «αθάνατον και αναπόβλητον την βλάβην» και τη μεταφέρουν στην επέκεινα αιώνια ζωή τους, αφού στον ενταύθα πρόσκαιρο βίο τους, δεν κατόρθωσαν, να αντιληφθούν τη μανία του διαβόλου, κατά της ψυχής των και τη συνεργία του στην αμαρτία και συνέχισαν αμετανόητα να πράττουν το κακό και την αμαρτία.
Σύμφωνα με τους πατέρες της εκκλησίας, παρεχώρησε ο Θεός αυτή την δυνατότητα, να υπάρχουν «δαιμονόπληκτοι», για να διδαχτούμε από αυτούς, πόσο φοβερή και τραγική είναι η κατάσταση της ψυχής τους, κάνοντας τον διάβολο συνεργό των πονηρών έργων τους.
Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, από απροσμέτρητο πέλαγος φιλανθρωπίας και αγάπης, προς τον άνθρωπο, έκλινε ουρανούς και κατήλθε στην γη, για να ελευθερώσει τις ψυχές μας, κυρίως από την τυραννία του διαβόλου, απεδίωκε τα δαιμόνια και από τους φανερά κατά το σώμα δαιμονιζομένους, όπως συμβαίνει και στην παρούσα ευαγγελική περικοπή.
Βέβαια, ακόμα κι όταν πρόσφερε την ίαση της ψυχής κάποιων χρονίως πασχόντων, όπως του παραλυτικού ή του ενήλικου τυφλού, όχι μόνον δεν εκτιμήθηκε και δεν αποτιμήθηκε θετικά, από εκείνους που έβλεπαν το όντως θαυμαστό φαινόμενο, αλλά κατακρίθηκε. Γι’ αυτό στη συνέχεια και για να νουθετήσει, προχωρούσε και θεράπευε και τη σωματική του παράλυση ή τύφλωση, για να μάθουν, όχι μόνο οι παρόντες, αλλά και όλοι εμείς, που θα τον ακολουθούσαμε, όπως ο ίδιος τόνιζε, προς τους παρόντες, ότι «εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας».
Αυτή η Θεϊκή παρέμβαση, περιγράφεται στη σημερινή ευαγγελική μας περικοπή. «Εξελθόντι δε επί την γην», γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο, και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν». (στ.27)
Εξήλθε, γράφει το κείμενο, όχι ήλθε στην ξηρά. Πράγματι, από την Γαλιλαία, που βρισκόταν ο Χριστός με τους μαθητές του, επιβιβάστηκε στο πλοίο, λέγοντάς τους «διέλθωμεν εις το πέραν»(Λουκ.η΄,22). Φαίνεται ότι προείδε το πρόβλημα του πάσχοντος δαιμονιζομένου, και από ευσπλαχνία ήλθε, ως αυτόκλητος βοηθός στον τόσον δεινά βασανιζόμενο και τόσα χρόνια από τους δαίμονες άνθρωπο.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι κατά τη διάρκεια της πλοηγίας προς την απέναντι όχθη, τα Γάδαρα, ξέσπασε σφοδρή ανεμοθύελλα, την οποία ο Κύριος «επετίμησε τω ανέμω και τω κλείδωνι του ύδατος, και επάυσαντο και εγένετο γαλήνη» (στ.24) Άρα οι μαθητές έχουν ακόμα μια εμπειρία της Θεϊκής Του παρουσίας, αφού μετά τη γαλήνη των υδάτων με θαυμασμό και απορία έλεγαν μεταξύ τους «τις άρα ούτος έστιν, ότι και τοις ανέμοις επιτάσσει και τω ύδατι, και υπακούουσιν αυτώ;» (στ.25)
Αφού, λοιπόν, ήδη την θύελλα του ανέμου κατέπαυσε, και την θάλασσαν γαλήνευσε με την επιτίμησή του, έφτασε και «εξήλθεν» εις την ξηρά και τότε έρχεται κοντά Του ο άνδρας εκείνος, που βασανιζόταν από τα δαιμόνια, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με την περιγραφή του Ευαγγελιστή Λουκά, ήταν ένας εις την φυσική παρουσία, αλλά είχε πολλά δαιμόνια. Και τούτο φαίνεται στην απάντηση του ίδιου του δαίμονα όταν τον ρώτησε ο Χριστός «τι σοι εστίν όνομα; Ο δε είπε, λεγεών»(Λουκ. η΄30)
Λεγεών! Όρος που χειρίζεται ο οργανωμένος στρατός και αποτελείται από έξι χιλιάδες οπλισμένους άνδρες. Δηλαδή, σ’ αυτόν τον άνθρωπο βρίσκεται μέσα του ένας ορμαθός, ένα πολυάριθμο σύστημα ακάθαρτων πνευματικών υπάρξεων, που στέκονται ή μετακινούνται μαζί προς ένα σκοπό ή μία κατεύθυνση. Γι’ αυτό και οι δαιμονισμένοι εκείνοι, επειδή ενεργούντο και κινούντο από ένα τέτοιο σύστημα, ευρίσκοντο αδιάσπαστα και συνεχώς μαζί στα μνήματα και στα όρη, και όλοι μαζί βασανίζονταν. Γι’ αυτό άλλοτε μεν καλούνται ενικά, άλλοτε δε πληθυντικά, και αυτοί και τα πονηρά πνεύματα που τους ταλαιπωρούν.
Η αντίδραση των δαιμόνων.
Ο «Λεγεών», λοιπόν, δεν ανεγνώρισε απλά τον Ιησού, δια μέσου του ανθρώπου εκείνου, αλλά και «προσέπεσεν αυτώ και φωνή μεγάλη είπε, τι εμοί και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Δέομαί σου, μη με βασανίσεις».
Να γιατί κατέπλευσε ο Κύριος στην παραλία εκείνη των Γαδάρων, όπου ζούσε ο δαιμονιζόμενος! Κατέπλευσε από μεγάλη ευσπλαχνία προς το βασανιζόμενο άνδρα, διότι γνώριζε, ως Παντογνώστης Θεός ότι, «πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος» (στ.29).Γι’ αυτό αμέσως διέταξε τον λεγεώνα να εξέλθει από τον άνθρωπο, «παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου». Όμως, πού να πάει δεν του είπε.
Γι’ αυτό εκείνο το μιαρό σμήνος των πονηρών πνευμάτων καταλήφθηκε από φόβο, πανικό και αμηχανία, φοβούμενο μήπως παραδοθεί τώρα από τον Κύριο στη μέλλουσα καταδίκη, στην προετοιμασμένη γι’ αυτά «εις την γέεννα του πυρός», όπου τότε, καθώς διδάσκει η Θεολογία, θα παραδοθούν σε τέλεια ακινησία και αδράνεια, διότι θα καταργηθεί κάθε ενέργειά τους. Αναγκάσθηκε, λοιπόν, ο «λεγεών» να προσέλθει, και να προσπέσει, χρησιμοποιώντας ταπεινά και αληθινά λόγια προς τον Κύριο, τα οποία βεβαίως, μαρτυρούν και αναγνωρίζουν, ότι είναι μπροστά τους, ο Υιός του Υψίστου.
Πράγματι, ακόμα κι εδώ οι δαίμονες χρησιμοποιούν την αναίσχυντη πονηρία τους, γιατί νομίζουν και ελπίζουν, ότι κάποτε θα ξεγελάσουν και αυτόν τον ίδιο το Θεό και ότι με αυτήν την μαρτυρία, ως κολακεία, θα μεταπείσουν τον Κύριο των όλων.
Φυσικά ο Κύριος ανέχεται τη μαρτυρία των δαιμόνων, προς καταρτισμό κυρίως των ευρισκομένων στο πλοίο μαθητών του, διότι πριν από λίγο, βλέποντας την άμεση θαυματουργική του ενέργεια επί της θαλάσσης, έλεγαν μεταξύ τους με απορία: «τις εστίν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ»; Τώρα όμως ακούνε και μαθαίνουν και μάλιστα από τον εχθρό του Θεού, τον διάβολο, ότι είναι «ο Υιός του Θεού του Υψίστου».
Διότι πάντοτε, ακόμη και ο διάβολος, είναι συνεργός, υπήκοος και υπάκουος στην βουλή του Θεού, όπως κάποιος από τους θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας μας λέγει, ότι, «το κακόν συνεργεί στο αγαθόν, όχι με καλή προαίρεση» και όχι βέβαια, επειδή το θέλει, ούτε επειδή αποβλέπει σ’ αυτό, αλλά επειδή ο Κύριος θέλει να φανερώσει στους παρόντες, ότι ο δαίμων που τόσον φρίττει ενώπιόν Του, που δεν είναι ένας, αλλά πλήθος πολύ, που δείχνει στον άνθρωπο ότι διαθέτει δύναμη και εξουσία και μπορεί να τον ταλαιπωρεί και να τον κατευθύνει όπου θέλει, όπως τον Γαδαρηνό συνάνθρωπό μας, ενώπιον του «Υιού του Θεού του Υψίστου» φρίττει και τρέμει και του ζητά σημείο και τόπο για να σταθεί και να συνεχίσει να υπάρχει, γι’ αυτό «Και παρεκάλουν αυτόν», ίνα μη επιτάξει αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν».
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι είναι ο φόβος, όπως είπαμε παραπάνω, είναι αυτός που ανάγκασε τον Λεγεώνα διάβολο και να προσέλθει και να προσπέσει, και να χρησιμοποιήσει σχήματα και λόγια αληθινά και ταπεινά.
Ας προσέξουμε όμως, και την Παντοκρατορική εξουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Πράγματι, ο δαίμων αναγκάστηκε και μαρτύρησε και αποδέχτηκε δημόσια ότι ο Κύριος, εξουσιάζει ακόμα και την άβυσσο, αφού τον ικετεύει «ίνα μη επιτάξει αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν».
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι το στίφος των δαιμόνων δεν μπορεί να μένει πουθενά, αν δεν έχει πάρει από Αυτόν την άδεια ή την παραχώρηση. Γι’ αυτό και όταν τον πρόσταξε ο Κύριος να φύγει, χωρίς να του δώσει εντολή για το πού να απέλθει, καταλείφθηκε από μεγάλη φοβία, και βρήκε ως διέξοδο και καταφύγιο τους χοίρους, οι οποίοι έβοσκαν στο όρος, ώστε να διαφύγει δι’ αυτών. Δηλαδή, του ζητά ο διάβολος να του επιτραπεί, να υφίσταται, έστω και δια της αμαρτίας, όπως ήταν η εκτροφή των χοίρων. Άρα, ούτε κατ’ αυτών (των χοίρων), που είναι η έκφραση ή το προϊόν της αμαρτίας, δηλαδή, ούτε σ’ αυτή την ίδια την αμαρτία δεν έχει ο δαίμονας από μόνος του την εξουσία, πολύ δε περισσότερο δεν την έχει εναντίον των ανθρώπων.
Γι’ αυτό και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψει αυτοίς εις εκείνους απελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου, εισήλθον εις τους χοίρους. Και όρμησεν η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη».
Τα δαιμόνια λοιπόν, ζητώντας δήθεν πρόφαση διαφυγής, και έχοντας κακοποιό προαίρεση, ζήτησαν την άδεια για να βρουν καταφύγιο στους χοίρους, αφού εκείνοι που τους εξέτρεφαν παρανομούσαν έναντι του θρησκευτικού τους νόμου και συνεπώς εκεί είναι ο φυσικός τους χώρος διαμονής. Όπου η αμαρτία, εκεί και ο διάβολος.
Συνειδητοποίησαν, δηλαδή, ότι τη στιγμή εκείνη δεν εδιώκοντο από έναν ή δύο, αλλά δια του ενός από όλους τους ανθρώπους. Και ο Κύριος τους το επέτρεψε, για να διδαχθούμε από όλα όσα έπαθαν στη συνέχεια οι χοίροι. Ότι, δηλαδή, ούτε τον άνθρωπο εκείνον, τον συγκεκριμένο ή οποιονδήποτε άλλον, θα ελυπούντο, ώστε να μην τον καταστρέψουν εντελώς, αν δεν αναχαιτίζονταν προηγουμένως, αοράτως από την δύναμή του «Υιού του Υψίστου».
Η αντίδραση των ανθρώπων (Γαδαρηνών)
Οι βοσκοί μετέφεραν την είδηση στην πόλη των Γαδαρηνών και όλοι έτρεξαν, ανήσυχοι προς τα εκεί. Πλησίασαν τον Χριστό και είδαν τον δαιμονισμένο να κάθεται «ιματισμένον και σοφρονούντα» στα πόδια του Χριστού «και εφοβήθησαν».(στ.35)
Μα αυτοί, αντί να τον ευχαριστήσουν και αντί να χαρούν, τι κάνουν; Του απευθύνουν μία έκκληση. Σε παρακαλούμε, Χριστέ, μην έλθεις στην πόλη μας, δεν σε θέλουμε. Και ο Κύριος, σεβόμενος την ελευθερία του ανθρώπου, έφυγε. Δεν εισήλθε στην πόλη των Γαδαρηνών. Πήρε τους μαθητές του και έφυγε, για να διδάξει και εμάς, ότι πρέπει να σεβόμαστε την ελευθερία του ανθρώπου. Ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει στον συνάνθρωπό του ούτε και τη βοήθεια. Ή ακόμα χειρότερο, να βασανίζει τον συνάνθρωπό του, να του αφαιρεί την ελευθερία του.
Η παράκληση αυτή, το «δεν σε θέλουμε, Χριστέ», ακούγεται, δυστυχώς, και στις ημέρες μας και ας καταδικάζουμε τους Γαδαρηνούς. Πολλές φορές και εμείς λέμε: Χριστέ, δεν σε θέλουμε στην ζωή μας. Εκείνοι δεν ήθελαν τον Χριστό, γιατί φοβήθηκαν, ότι θα θιγούν τα συμφέροντά τους. Δεν μπορούσαν να ανεχθούν την ζημία που έπαθαν. Γιατί είχαν παράνομο εμπόριο, αφού δεν επιτρέπονταν σ’ αυτούς να εκτρέφουν κοπάδια από χοίρους. Αλλά χάριν του κέρδους, παρανομούσαν, παραβίαζαν τον νόμο. Γι’ αυτό είπαν: «Χριστέ, δεν σε θέλουμε στην πόλη μας».
Οι σύγχρονοι Γαδαρηνοί
Μήπως και στις ημέρες μας δεν ακούγεται η ίδια πρόταση, η ίδια έκκληση; Χριστέ, δεν σε θέλουμε στην πόλη μας, στο μαγαζί μας, στο σπίτι μας, στην καρδιά μας. Ο άνθρωπος και σήμερα συνεχίζει να ζει αποστασιοποιημένος από τον Θεό. Χριστέ δεν σε χρειαζόμαστε, δεν θέλουμε τον λόγο Σου, δεν μπορούμε να ζήσουμε με το Ευαγγέλιό Σου, δεν αντέχουμε τα μη και τα όχι του ευαγγελικού νόμου. Δεν σε θέλουμε ούτε καν στην σκέψη μας. Πόσοι από μας μιλάμε για τον Χριστό και πόσοι από μας σκεφτόμαστε τον Χριστό, πόσοι από μας αισθανόμαστε την ανάγκη να επικοινωνήσουμε με τον Χριστό, να προσευχηθούμε και να εναποθέσουμε τα προβλήματά μας στον Κύριο, λέγοντας ένα ευχαριστώ για ό, τι καλό και αγαθό μας έδωσε, αλλά και να τον παρακαλέσουμε να μας διαφυλάξει από κάθε κακό;
Μήπως και εμείς διώχνουμε από την καρδιά μας ή από το σπίτι μας τον Χριστό; Μήπως δεν θέλουμε να βασιλεύει στο σπίτι μας ο Χριστός; Δεν θέλουμε το οικογενειακό δίκαιο να στηρίζεται στο σύνταγμα του Ευαγγελίου; Δεν θέλουμε ο Χριστός να ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στον άνδρα και στην γυναίκα, ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά; Μήπως ο καθένας και όλοι μαζί έχουμε αυτονομηθεί και επιδιώκουμε να ζήσουμε όπως θέλουμε; Μήπως τελικά, αυτό είναι το πνεύμα της εποχής μας; Θεέ, δεν υπάρχεις! Και αν υπάρχεις δεν δε θέλουμε. Γιατί θέλουμε να ζήσουμε όπως μας αρέσει.
Σ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο βρίσκεται σήμερα η κοινωνία μας. Αυτονομημένοι από τον Θεό και καταπατώντας το θέλημά Του, γευόμαστε τους καρπούς της ανομίας και της παραβάσεως του θεϊκού νόμου. Ο φόβος έκανε τους Γαδαρηνούς να εξέλθουν και να πουν στον Χριστό «δεν σε θέλουμε στην πόλη μας» και ο Κύριος δεν έμεινε «εμβάς εις το πλοίο υπέστρεψεν».
Υπήρξε, όμως, ο ένας ο ευεργετημένος, ο σωθείς και ιαθείς, ο οποίος «εδέετο είναι συν αυτώ» και ο οποίος έγινε απόστολος και κήρυκας του Σωτήρα, του Ιησού, αφού έλαβε την άδεια να διηγείται όσα εποίησε εις αυτόν ο Θεός «και απήλθε καθ’ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά