Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2012

«Σημεῖα τριβῆς Μονῶν καί Ἐπισκόπων». Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου Προηγουμένου Ι. Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου



πηγή


«Σημεῖα τριβῆς Μονῶν καί Ἐπισκόπων»

Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου

Εἰσήγηση στό Μοναχικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικοδήμου
Γουμένισσα 31/8 – 1/9 2001
 Τό ζή­τη­μα τῶν σχέ­σε­ων τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν καί τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου Ἐ­πι­σκό­που καί τῶν τρι­βῶν πού προ­κα­λοῦν­ται με­τα­ξύ τους εἶ­ναι με­γά­λο καί πα­λαι­ό καί δέν μπο­ρεῖ βε­βαί­ως νά ἐ­ξαν­τλη­θεῖ στά στε­νά ὅ­ρια τῆς πα­ρού­σης εἰ­ση­γή­σε­ως.
Πολ­λές ἀ­πό τίς τρι­βές αὐ­τές ἔ­χουν ἱ­στο­ρι­κά καί πνευ­μα­τι­κά αἴ­τια καί κα­τά συ­νέ­πεια εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη ἡ ἀ­να­φο­ρά μας καί σέ ση­μαν­τι­κά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα τῆς νε­ώ­τε­ρης ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας μας, ὥστε νά καταφανοῦν οἱ λόγοι πού προκαλοῦν διαχρονικά τήν δυσπιστία στίς σχέσεις Μονῶν καί Ἐπισκόπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ   Α΄
Θά θέ­λα­με, πρός ἀ­πο­φυ­γή κά­θε πα­ρε­ξη­γή­σε­ως, νά κά­νου­με ἐκ τῶν προ­τέ­ρων μί­α ἀ­πα­ραί­τη­τη καί πο­λύ ση­μαν­τι­κή δι­ευ­κρί­νη­ση: Οἱ ἀ­να­φο­ρές μας στούς Ἐ­πι­σκό­πους καί στά ση­μεῖ­α τρι­βῆς τους μέ τούς μο­να­χούς δέν ἔ­χουν βε­βαί­ως προ­σω­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα, δέν ἀ­φο­ροῦν συλ­λή­βδην ὅ­λους τούς Ἐ­πι­σκό­πους ἤ ὅ­λους τούς μο­να­χούς καί σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν συ­νι­στοῦν δι­α­χω­ρι­σμό ἀ­νά­με­σα σέ «κα­λούς» μο­να­χούς καί «κα­κούς» Ἐ­πι­σκό­πους. 
Γιά τό θέ­μα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων στήν λει­τουρ­γί­α τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν ἔ­χουν γρα­φεῖ καί ἔ­χουν εἰ­πω­θεῖ πά­ρα πολ­λά, κα­θώς ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ὅ­ρου «πνευ­μα­τι­κή ἐ­πο­πτεί­α» (ἄρ­θρο 39 παρ. 6 τοῦ ν. 590/1977)  πού ἀ­σκεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν τῆς ἐ­παρ­χί­ας του εἶ­ναι αὐ­τή πού κυ­ρί­ως γεν­νᾶ τίς τρι­βές με­τα­ξύ τους.
Τήν ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν πε­ρι­γρά­φει μέ πει­στι­κή εὐ­κρί­νεια, πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀρ­τι­ό­τη­τα, ἱ­ε­ρο­κα­νο­νι­κή καί νο­μι­κή θε­με­λί­ω­ση ὁ Ὁ­μό­τι­μος Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν κ. Βλά­σιος Φει­δᾶς στό Κα­νο­νι­κό του Ση­μεί­ω­μα μέ θέ­μα: Πε­ρί τῶν ὁ­ρί­ων τῆς ἐ­πο­πτεί­ας τοῦ ἐ­πι­σκό­που στίς Ἱ­ε­ρές Μο­νές [1]πού συ­νέ­τα­ξε κα­τό­πιν αἰ­τή­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς μας τόν Αὔ­γου­στο τοῦ 2000.

Τίς ἴ­δι­ες θέ­σεις μέ τόν κ. Φει­δᾶ ἀ­να­πτύσ­σουν καί μί­α σει­ρά δι­α­κε­κρι­μέ­νων νο­μι­κῶν καί θε­ο­λό­γων σέ ἀ­νά­λο­γες με­λέ­τες καί γνω­μα­τεύ­σεις τους. Ἀ­να­φέ­ρου­με δειγ­μα­το­λη­πτι­κά τούς κα­θη­γη­τές κ. Σπυ­ρί­δω­να Τρω­ϊ­ά­νο, Χα­ρά­λαμ­πο Πα­πα­στά­θη, Ἰ­ω­άν­νη Κο­νι­δά­ρη, Σπυ­ρί­δω­να Κον­το­γιά­ννη, Πα­να­γι­ώ­τη Μπερ­νί­τσα, τόν Ἐ­φέ­τη κ. Γε­ώρ­γιο Ἀ­πο­στο­λά­κη καί πολλούς ἄλλους.
Κα­τά τόν Κα­θη­γη­τή, λοι­πόν, κ. Φει­δᾶ «τό ζή­τη­μα τῆς σχέ­σε­ως τοῦ ἐ­πι­σκό­που μέ τά μο­να­στή­ρια τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς του πε­ρι­φέ­ρειας ἀ­να­φε­ρό­ταν ἀ­φ' ἑ­νός μέν στήν εὔ­λο­γη ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν μο­να­χῶν νά δι­α­φυ­λά­ξουν τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τοῦ μο­να­χι­κοῦ τους βί­ου, ἀ­φ' ἑ­τέ­ρου δέ στήν ἐ­πί­σης εὔ­λο­γη ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που νά ὑ­πα­γά­γη τά μο­να­στή­ρια στήν ἐ­πι­σκο­πι­κή του δι­και­ο­δο­σί­α»[2].

Τά πρῶ­τα ση­μεῖ­α τρι­βῆς πα­ρα­τη­ροῦν­ται κα­τά τόν 4ο κυ­ρί­ως αἰ­ώ­να, ὅ­ταν πλέ­ον αὐ­ξά­νει δυ­να­μι­κά τό κί­νη­μα τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμοῦ στό Βυ­ζάν­τιο καί ὁ μο­να­χι­σμός δι­α­δί­δε­ται σέ ὅ­λες τίς ἐ­παρ­χί­ες τῆς ἀ­χα­νοῦς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.
Ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, ἡ με­γά­λη αἴ­γλη καί τό κῦ­ρος πού δια­ρκῶς προ­σε­λάμ­βα­νε, ἡ πο­λύ­πλευ­ρη μαρ­τυ­ρί­α καί δρα­στη­ρι­ο­ποί­η­ση τῶν μο­να­χῶν στά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, πο­λι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν σύγ­κρου­ση τῶν ρό­λων καί τῶν ἁρ­μο­δι­ο­τή­των με­τα­ξύ τῶν μο­να­χῶν καί τῶν οἰ­κεί­ων Ἐ­πι­σκό­πων. Ὑ­πῆρ­χαν μά­λι­στα πε­ρι­πτώ­σεις πού οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες αὐ­τές τῶν μο­να­χῶν ὑ­πε­ρέ­βαι­ναν κα­τά πο­λύ τήν ἰ­δι­ό­τη­τά τους καί τόν ἡ­συ­χα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ μο­νή­ρους βί­ου τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν ἐ­πι­λέ­ξει, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά προ­κα­λοῦν μεί­ζο­να προ­βλή­μα­τα στίς το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες.

Κά­ποι­α ἀ­πό τά προ­βλή­μα­τα αὐ­τά τέ­θη­καν καί ἀν­τι­με­τω­πί­στη­καν στήν Σύ­νο­δο τῆς Γάγ­γρας τό 340-341. Ἡ Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, ὅ­μως, ἦ­ταν αὐ­τή πού ἔ­θε­σε τίς βά­σεις καί τά ὅ­ρια τῆς πα­ρου­σί­ας τῶν μο­να­χῶν καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν.
Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ δ΄ Κα­νό­νας τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ὁ­ρί­ζει ὅ­τι:
«οἱ ἀ­λη­θῶς καὶ εἰ­λι­κρι­νῶς τὸν μο­νή­ρη με­τι­όν­τες βί­ον τῆς προ­ση­κο­ύ­σης ἀ­ξι­ο­ύ­σθω­σαν τι­μῆς. Ἐ­πει­δὴ δέ τι­νες, τῷ μο­να­χι­κῷ κε­χρη­μέ­νοι προ­σχή­μα­τι, τάς τε Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὰ πο­λι­τι­κὰ δι­α­τα­ράσ­σου­σι πράγ­μα­τα,­.­.­.. ἔ­δο­ξε μη­δέ­να μὲν μη­δα­μοῦ οἰ­κο­δο­μεῖν, μη­δὲ συ­νι­στᾶν μο­να­στή­ριον ἤ εὐ­κτή­ριον οἶ­κον, πα­ρὰ γνώ­μην τοῦ τῆς πό­λε­ως ἐ­πι­σκό­που· τοὺς δὲ κα­θ' ἑ­κά­στην πό­λιν καὶ χώ­ραν μο­νά­ζον­τας, ὑ­πο­τε­τά­χθαι τῷ ἐ­πι­σκό­πῳ καὶ τὴν ἡ­συ­χί­αν ἀ­σπά­ζε­σθαι καὶ προ­σέ­χειν μό­νῃ τῇ νη­στε­ί­ᾳ καὶ τῇ προ­σευ­χῇ, ἐν οἷς τό­ποις ἀ­πε­τά­ξαν­το προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες.­.­.­.. Τόν μέν­τοι ἐ­πί­σκο­πον τῆς πό­λε­ως χρὴ δέ­ου­σαν πρό­νοι­αν ποι­εῖ­σθαι τῶν μο­να­στη­ρί­ων»[3].
Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Βλά­σιος Φει­δᾶς «Ἡ Δ´ Οἰ­κου­με­νι­κή σύ­νο­δος (451) κα­θό­ρι­σε στόν δ´ κα­νό­να της τά αὐ­στη­ρά κα­νο­νι­κά ὅ­ρια δι­α­κρί­σε­ως τῶν ἑ­τε­ρό­κεν­τρων ἐ­πι­θυ­μι­ῶν. Ἔ­τσι, οἱ μέν μο­να­χοί δι­α­τη­ροῦν τήν πλή­ρη ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τους στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή πνευ­μα­τι­κή ζωή τῶν μο­να­στη­ρί­ων τους, χω­ρίς ὅ­μως νά δι­α­τα­ράσ­σουν μέ τή δρά­ση τους τή ζωή τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ δέ ἐ­πι­χώ­ριος ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πο­κτᾶ τό δι­κα­ί­ω­μα νά ἐγ­κρί­νη τήν ἵ­δρυ­ση τῶν μο­να­στη­ρί­ων καί νά ἐ­λέγ­χη κυ­ρί­ως τήν ἐ­κτός μο­να­στη­ρί­ων δρά­ση τῶν μο­να­χῶν»[4]
Ὁ Κα­νό­νας δέν μι­λᾶ γιά τό σύ­νο­λο τῶν μο­να­χῶν, ἀλ­λά γιά τίς ἐ­ξαι­ρέ­σεις, γι’ αὐ­τούς δη­λα­δή πού «τῷ μο­να­χι­κῷ κε­χρη­μέ­νοι προ­σχή­μα­τι, τάς τε Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὰ πο­λι­τι­κὰ δι­α­τα­ράσ­σου­σι πράγ­μα­τα».Ἀ­φο­ρᾶ δη­λα­δή μο­να­χούς πού χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν ὡς πρό­σχη­μα τήν μο­να­χι­κή τους ἰ­δι­ό­τη­τα γιά νά ἀ­να­μει­γνύ­ον­ται καί νά πα­ρεμ­βαί­νουν σέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα καί ὄ­χι αὐ­τούς πού ζοῦν συν­τε­ταγ­μέ­να καί σύμ­φω­να μέ τήν μο­να­χι­κή τά­ξη στά ὀρ­γα­νω­μέ­να κοι­νό­βια, τούς «κυ­κλευ­τές» δη­λα­δή μο­να­χούς ἤ ἐ­πί τό λα­ϊ­κώ­τε­ρον τρι­γυ­ρι­στές μο­να­χούς πού πε­ρι­φέ­ρον­ταν στίς πό­λεις καί τίς ἐ­παρ­χί­ες ἀ­να­τα­ράσ­σον­τας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή καί εἰ­ρή­νη.
Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος πού ἡ ἵ­δρυ­ση μο­να­στη­ρί­ων ἐ­τί­θε­το πλέ­ον ὑ­πό τήν εὐ­λο­γί­α καί τήν ἔγ­κρι­ση τῶν οἰ­κεί­ων Ἐ­πι­σκό­πων. Κατά τόν Ἀρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου:
«Ἡ ὑ­πα­γω­γή τῆς Μο­νῆς εἰς τόν Ἐ­πί­σκο­πον ἀ­σφα­λί­ζει αὐ­τήν ἀ­πό κά­θε μορ­φήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἐ­γω­κεν­τρι­σμοῦ, ἀ­πο­κλει­στι­κι­σμοῦ καί αὐ­ταρ­κεί­ας. Διά τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἡ Μο­νή ἔ­χει τήν ἀ­να­φο­ράν καί τόν σύν­δε­σμόν της με­θ’ ὅ­λης τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς καί με­τά τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­πει­δή, ὅ­μως, λό­γῳ τῆς ἀν­θρω­πί­νης ἀ­δυ­να­μί­ας καί ἀ­τε­λεί­ας εἶ­ναι εὔ­κο­λον νά πα­ρερ­μη­νευ­θεῖ ἡ ἔν­νοι­α τῶν δι­καί­ων τῶν ἐ­πι­σκό­πων ἐ­πί τῶν μο­νῶν, οἱ ἱ­ε­ροί κα­νό­νες ὁ­ρί­ζουν τά τῆς δι­και­ο­δο­σί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων»[5].
Κα­τά τά ἄλ­λα ὁ Κα­νό­νας δέν εἰ­σχω­ρεῖ κα­θό­λου στά ἐ­σω­τε­ρι­κά τῶν μο­να­στη­ρι­ῶν καί τήν λει­τουρ­γί­α τους, κα­θώς θε­ω­ρεῖ τό αὐ­το­δι­οί­κη­το τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄ­νευ. «Τά μο­να­στή­ρια δι­α­τή­ρη­σαν πάν­το­τε τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τοῦ μο­να­στι­κοῦ τους βί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θο­ρι­ζό­ταν μέν συ­νή­θως ἀ­πό τό ἰ­δι­α­ί­τε­ρο μο­να­στη­ρια­κό τους Τυ­πι­κόν, ἀλ­λά πάν­το­τε μέ­σα στά πλα­ί­σια τῆς κα­θι­ε­ρω­μέ­νης κα­νο­νι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως»[6].
Ἡ «πρό­νοι­α» πού θά πρέ­πει νά λαμ­βά­νει ὁ Ἐ­πί­σκο­πος γιά τίς Μο­νές μέ βά­ση τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο Κα­νό­να ἀ­φο­ρᾶ συγ­κε­κρι­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις καί ζη­τή­μα­τα. «Ἡ ἐμ­μο­νή στήν ὀρ­θο­δο­ξί­α τῆς πί­στε­ως, -κα­τά τόν Κα­θη­γη­τή κ. Φει­δᾶ- ἡ τή­ρη­ση τῆς κα­νο­νι­κῆς καί τῆς λει­τουρ­γι­κῆς τά­ξε­ως, ὁ σε­βα­σμός τῶν κα­θι­ε­ρω­μέ­νων ἀρ­χῶν τῆς μο­να­στι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως καί οἱ ἐ­κτός μο­να­στη­ρί­ου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές ἤ ἄλ­λες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν μο­να­χῶν ἀ­πο­τε­λοῦν τά κύ­ρια στοι­χεῖ­α τῆς ποι­μαν­τι­κῆς «πρό­νοι­ας» τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που γιά τά μο­να­στή­ρια τῆς  ἐ­πι­σκο­πι­κῆς του πε­ρι­φέ­ρειας. Ὡ­στό­σο, ἡ «πρό­νοι­α» αὐ­τή ἐκ­φρά­ζε­ται ὄ­χι βε­βα­ί­ως μέ ὑ­πο­κει­με­νι­κές ἤ αὐ­θα­ί­ρε­τες πα­ρεμ­βά­σεις, ἀλ­λά μέ τήν ἐ­νερ­γο­πο­ί­η­ση τῶν κα­νο­νι­κῶν δι­α­δι­κα­σι­ῶν τῶν ἁρ­μο­δί­ων σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση συ­νο­δι­κῶν ὀρ­γά­νων, ὥ­στε νά μήν δι­α­τα­ράσ­σε­ται ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή αὐ­το­τέ­λεια τῆς ἀ­σκή­σε­ως ἀ­πό αὐ­θα­ί­ρε­τες ἐ­πεμ­βά­σεις τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­φα­σί­ζον­ται ‘‘κα­τά προ­σπά­θειαν ἤ ἀν­τι­πά­θεια­ν’’ πρός το­ύς μο­να­χο­ύς ἤ καί ‘‘δι' οἰ­κε­ί­αν φι­λο­νει­κί­α­ν’’»[7].
Σχετικά μέ τήν «πρόνοια» καί τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων ἐπί τῶν Μονῶν ὁ Καθηγούμενος  τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου γράφει:
«Τό θέ­μα τῆς ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης καί τῶν δι­καί­ων τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἐ­πί τῶν Μο­νῶν δέν πρέ­πει νά θε­ω­ρεῖ­ται ὡς θέ­μα πει­θαρ­χί­ας καί ἐ­ξου­σί­ας ἐν κο­σμι­κῇ ἐν­νοί­ᾳ, ἀλ­λά πρω­τί­στως ὡς θέ­μα πνευ­μα­τι­κόν καί θε­ο­λο­γι­κόν. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐν τῇ ἐ­πι­σκο­πῇ αὐ­τοῦ εἶ­ναι ἡ ζῶ­σα εἰ­κών τοῦ Χρι­στοῦ καί τό ὁ­ρα­τόν κέν­τρον ἑ­νό­τη­τος τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ὁ πα­τήρ ὅ­στις “χρή τήν δέ­ου­σαν πρό­νοι­αν ποι­εῖ­σθαι τῶν μο­να­στη­ρί­ων” (δ΄ Δ΄­)»[8].
Καί ὁ γνωστός κανονολόγος Βαλ­σα­μών (12ος αἰ.) στήν ἑρ­μη­νεί­α του στόν Κα­νό­να 1 τῆς Πρω­το­δευ­τέ­ρας Συ­νό­δου, σα­φῶς ἀ­πο­φαί­νε­ται ὅ­τι: «Οὐκ ἐ­νε­δό­θη τ ἐ­πι­σκό­πῳ κα­τε­ξου­σιά­ζειν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου ὡς δε­σπο­τι­κῶς δι­α­φέ­ρον­τος τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ αὐ­τοῦ.­.., ἀλ­λ’ ἔ­χειν μό­να δί­και­α ἐ­πι­σκο­πι­κά ἐ­π’ αὐ­τ. Εἰ­σί δέ ταῦ­τα.­.. ἀ­νά­κρι­σις τῶν ψυ­χι­κῶν σφαλ­μά­των, ἐ­πι­τή­ρη­σις τῶν δι­οι­κούν­των αυ­τ, ἀ­να­φο­ρά τοῦ ὀ­νό­μα­τος τού­του καί σφρα­γίς τοῦ ἡ­γου­μέ­νου»[9].
Ὅ­λα ὅ­σα θε­σπί­ζον­ται μέ τόν δ΄ Κα­νό­να τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου θέ­τουν οὐ­σι­α­στι­κά τίς βά­σεις γιά τίς σχέ­σεις τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν μέ τόν ἐ­πι­χώ­ριο Ἐ­πί­σκο­πο, τήν δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς αὐ­το­τέ­λειας τῶν Μο­νῶν καί τά ὅ­ρια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τοῦ οἰ­κεί­ου Ἐ­πι­σκό­που.
Πά­νω σέ αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν βά­ση στη­ρί­χθη­κε ἡ ἰ­σχύ­ου­σα νο­μο­θε­σί­α πού δι­έ­πει τίς σχέ­σεις Μο­νῶν καί Ἐ­πι­σκό­πων: τό ἄρ­θρο 39 τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος (Ν. 590/1977)[10] καί ὁ Κα­νο­νι­σμός 39/1972 «Πε­ρί τῶν ἐν Ἑλ­λά­δι Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν καί τῶν Ἡ­συ­χα­στη­ρί­ων»[11].
Ὁ Κα­τα­στα­τι­κός Χάρ­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τήν μορ­φή Νό­μου (Νό­μος 590/1977, ΦΕΚ 146 Α) ἐκ­πο­νή­θη­κε ἀ­πό μι­κτή κλη­ρι­κο­λα­ϊ­κή συν­τα­κτι­κή ἐ­πι­τρο­πή, ἡ ὁ­ποί­α συγ­κρο­τή­θη­κε δυ­νά­μει τοῦ Ν.462/1976 ἀ­πό ἐ­ξέ­χου­σες προ­σω­πι­κό­τη­τες, ἀπό Πα­νε­πι­στη­μια­κούς τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ καί Νο­μι­κοῦ χώ­ρου, γνῶ­στες τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγμάτων καί ὅ­λων τῶν προ­βλη­μά­των τους, καί ἀ­πό Βου­λευ­τές τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κοι­νο­βου­λί­ου. Ἡ ἐ­πι­τρο­πή αὐ­τή ἐρ­γά­σθη­κε βά­σει τῶν ὑ­πο­βλη­θέν­των ὑ­πο­μνη­μά­των τῶν ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νων φο­ρέ­ων. «Εἰ­δι­κώ­τε­ρον -σύμ­φω­να μέ αὐ­τά πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν Εἰ­ση­γη­τι­κή Ἔκ­θε­ση πρός τήν Βου­λή τῶν Ἑλ­λή­νων γι­ά τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο Νό­μο- ἐ­λή­φθη­σαν ὑπ᾿ ὄ­ψιν ἡ ἐ­πί τοῦ σχε­δί­ου γνώ­μη τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, τά αἰ­τή­μα­τα τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Συν­δέ­σμου Κλη­ρι­κῶν Ἑλ­λά­δος καί γε­νι­κώ­τε­ρον πᾶ­σαι αἱ προ­τά­σεις, αἱ ὁ­ποῖ­αι ἦ­σαν σύμ­φω­νοι πρός τό Σύν­ταγ­μα, τούς Ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νας, τήν κει­μέ­νην Νο­μο­θε­σί­αν καί τήν Νο­μο­λο­γί­αν τῶν Δι­κα­στη­ρί­ων τῆς Χώ­ρας[12]».
Ὁ Κα­νο­νι­σμός 39/1972 ἐκ­πο­νή­θη­κε καί ψη­φί­στη­κε ἀ­πό τήν ἴ­δια τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο, χω­ρίς τήν συμ­με­το­χή λα­ϊ­κῶν καί οὐ­σι­α­στι­κά εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μος, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στό θέ­μα τῶν κα­νο­νι­κῶν ἁρ­μο­δι­ο­τή­των τῶν Μη­τρο­πο­λι­τῶν ἐ­πί τῶν Μο­νῶν, μέ τό ἄρ­θρο 39 τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος[13].
Ἡ πα­ρά­γρα­φος 6 τοῦ ἄρ­θρου 39 τοῦ Ν. 590/1977 λύ­νει ὁ­ρι­στι­κά καί ἀ­με­τά­κλη­τα τό ζή­τη­μα τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τοῦ ὅ­ρου «πνευ­μα­τι­κή ἐ­πο­πτεί­α» τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν, κα­θώς πε­ρι­γρά­φει ἐ­ξαν­τλη­τι­κά καί πε­ρι­ο­ρι­στι­κά τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ὅ­ρου «ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­λύ­πτει μό­νο τά ρη­τῶς ἀ­να­γρα­φό­με­να κα­νο­νι­κά δι­και­ώ­μα­τα τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που, ἤ­τοι[14]»:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...