πηγή
«Σημεῖα τριβῆς Μονῶν καί Ἐπισκόπων»
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Εἰσήγηση στό Μοναχικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικοδήμου
Γουμένισσα 31/8 – 1/9 2001
Τό ζήτημα τῶν σχέσεων τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου καί τῶν τριβῶν πού προκαλοῦνται μεταξύ τους εἶναι μεγάλο καί παλαιό καί δέν μπορεῖ βεβαίως νά ἐξαντληθεῖ στά στενά ὅρια τῆς παρούσης εἰσηγήσεως.
Πολλές ἀπό τίς τριβές αὐτές ἔχουν ἱστορικά καί πνευματικά αἴτια καί κατά συνέπεια εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀναφορά μας καί σέ σημαντικά ἱστορικά γεγονότα τῆς νεώτερης ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας, ὥστε νά καταφανοῦν οἱ λόγοι πού προκαλοῦν διαχρονικά τήν δυσπιστία στίς σχέσεις Μονῶν καί Ἐπισκόπων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Γιά τό θέμα τῆς πνευματικῆς ἐποπτείας τῶν Ἐπισκόπων στήν λειτουργία τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἔχουν γραφεῖ καί ἔχουν εἰπωθεῖ πάρα πολλά, καθώς ἡ διαφορετική ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «πνευματική ἐποπτεία» (ἄρθρο 39 παρ. 6 τοῦ ν. 590/1977) πού ἀσκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς ἐπαρχίας του εἶναι αὐτή πού κυρίως γεννᾶ τίς τριβές μεταξύ τους.
Τήν ὁριοθέτηση τῆς ἐπισκοπικῆς ἐποπτείας ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν περιγράφει μέ πειστική εὐκρίνεια, περιεκτικότητα καί ἐπιστημονική ἀρτιότητα, ἱεροκανονική καί νομική θεμελίωση ὁ Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Βλάσιος Φειδᾶς στό Κανονικό του Σημείωμα μέ θέμα: Περί τῶν ὁρίων τῆς ἐποπτείας τοῦ ἐπισκόπου στίς Ἱερές Μονές [1], πού συνέταξε κατόπιν αἰτήματος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας τόν Αὔγουστο τοῦ 2000.
Τίς ἴδιες θέσεις μέ τόν κ. Φειδᾶ ἀναπτύσσουν καί μία σειρά διακεκριμένων νομικῶν καί θεολόγων σέ ἀνάλογες μελέτες καί γνωματεύσεις τους. Ἀναφέρουμε δειγματοληπτικά τούς καθηγητές κ. Σπυρίδωνα Τρωϊάνο, Χαράλαμπο Παπαστάθη, Ἰωάννη Κονιδάρη, Σπυρίδωνα Κοντογιάννη, Παναγιώτη Μπερνίτσα, τόν Ἐφέτη κ. Γεώργιο Ἀποστολάκη καί πολλούς ἄλλους.
Κατά τόν Καθηγητή, λοιπόν, κ. Φειδᾶ «τό ζήτημα τῆς σχέσεως τοῦ ἐπισκόπου μέ τά μοναστήρια τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας ἀναφερόταν ἀφ' ἑνός μέν στήν εὔλογη ἐπιθυμία τῶν μοναχῶν νά διαφυλάξουν τήν ἐσωτερική ἀνεξαρτησία τοῦ μοναχικοῦ τους βίου, ἀφ' ἑτέρου δέ στήν ἐπίσης εὔλογη ἐπιθυμία τοῦ ἐπισκόπου νά ὑπαγάγη τά μοναστήρια στήν ἐπισκοπική του δικαιοδοσία»[2].
Τά πρῶτα σημεῖα τριβῆς παρατηροῦνται κατά τόν 4ο κυρίως αἰώνα, ὅταν πλέον αὐξάνει δυναμικά τό κίνημα τοῦ ἀναχωρητισμοῦ στό Βυζάντιο καί ὁ μοναχισμός διαδίδεται σέ ὅλες τίς ἐπαρχίες τῆς ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας.
Ἡ αὔξηση τοῦ μοναχισμοῦ, ἡ μεγάλη αἴγλη καί τό κῦρος πού διαρκῶς προσελάμβανε, ἡ πολύπλευρη μαρτυρία καί δραστηριοποίηση τῶν μοναχῶν στά ἐκκλησιαστικά, πολιτικά, κοινωνικά δρώμενα εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν σύγκρουση τῶν ρόλων καί τῶν ἁρμοδιοτήτων μεταξύ τῶν μοναχῶν καί τῶν οἰκείων Ἐπισκόπων. Ὑπῆρχαν μάλιστα περιπτώσεις πού οἱ δραστηριότητες αὐτές τῶν μοναχῶν ὑπερέβαιναν κατά πολύ τήν ἰδιότητά τους καί τόν ἡσυχαστικό χαρακτήρα τοῦ μονήρους βίου τόν ὁποῖο εἶχαν ἐπιλέξει, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦν μείζονα προβλήματα στίς τοπικές Ἐκκλησίες.
Κάποια ἀπό τά προβλήματα αὐτά τέθηκαν καί ἀντιμετωπίστηκαν στήν Σύνοδο τῆς Γάγγρας τό 340-341. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅμως, ἦταν αὐτή πού ἔθεσε τίς βάσεις καί τά ὅρια τῆς παρουσίας τῶν μοναχῶν καί τῆς πνευματικῆς ἐποπτείας τῶν Ἐπισκόπων ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν.
Συγκεκριμένα ὁ δ΄ Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει ὅτι:
«οἱ ἀληθῶς καὶ εἰλικρινῶς τὸν μονήρη μετιόντες βίον τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδὴ δέ τινες, τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε Ἐκκλησίας καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα,.... ἔδοξε μηδένα μὲν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν, μηδὲ συνιστᾶν μοναστήριον ἤ εὐκτήριον οἶκον, παρὰ γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· τοὺς δὲ καθ' ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι καὶ προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο προσκαρτεροῦντες..... Τόν μέντοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως χρὴ δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων»[3].
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καθηγητής κ. Βλάσιος Φειδᾶς «Ἡ Δ´ Οἰκουμενική σύνοδος (451) καθόρισε στόν δ´ κανόνα της τά αὐστηρά κανονικά ὅρια διακρίσεως τῶν ἑτερόκεντρων ἐπιθυμιῶν. Ἔτσι, οἱ μέν μοναχοί διατηροῦν τήν πλήρη ἀνεξαρτησία τους στήν ἐσωτερική πνευματική ζωή τῶν μοναστηρίων τους, χωρίς ὅμως νά διαταράσσουν μέ τή δράση τους τή ζωή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὁ δέ ἐπιχώριος ἐπίσκοπος ἀποκτᾶ τό δικαίωμα νά ἐγκρίνη τήν ἵδρυση τῶν μοναστηρίων καί νά ἐλέγχη κυρίως τήν ἐκτός μοναστηρίων δράση τῶν μοναχῶν»[4].
Ὁ Κανόνας δέν μιλᾶ γιά τό σύνολο τῶν μοναχῶν, ἀλλά γιά τίς ἐξαιρέσεις, γι’ αὐτούς δηλαδή πού «τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε Ἐκκλησίας καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα».Ἀφορᾶ δηλαδή μοναχούς πού χρησιμοποιοῦσαν ὡς πρόσχημα τήν μοναχική τους ἰδιότητα γιά νά ἀναμειγνύονται καί νά παρεμβαίνουν σέ ἐκκλησιαστικά καί πολιτικά ζητήματα καί ὄχι αὐτούς πού ζοῦν συντεταγμένα καί σύμφωνα μέ τήν μοναχική τάξη στά ὀργανωμένα κοινόβια, τούς «κυκλευτές» δηλαδή μοναχούς ἤ ἐπί τό λαϊκώτερον τριγυριστές μοναχούς πού περιφέρονταν στίς πόλεις καί τίς ἐπαρχίες ἀναταράσσοντας τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί εἰρήνη.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἡ ἵδρυση μοναστηρίων ἐτίθετο πλέον ὑπό τήν εὐλογία καί τήν ἔγκριση τῶν οἰκείων Ἐπισκόπων. Κατά τόν Ἀρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου:
«Ἡ ὑπαγωγή τῆς Μονῆς εἰς τόν Ἐπίσκοπον ἀσφαλίζει αὐτήν ἀπό κάθε μορφήν ἐκκλησιαστικοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ἀποκλειστικισμοῦ καί αὐταρκείας. Διά τοῦ Ἐπισκόπου ἡ Μονή ἔχει τήν ἀναφοράν καί τόν σύνδεσμόν της μεθ’ ὅλης τῆς ἐπισκοπῆς καί μετά τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Ἐπειδή, ὅμως, λόγῳ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί ἀτελείας εἶναι εὔκολον νά παρερμηνευθεῖ ἡ ἔννοια τῶν δικαίων τῶν ἐπισκόπων ἐπί τῶν μονῶν, οἱ ἱεροί κανόνες ὁρίζουν τά τῆς δικαιοδοσίας τῶν Ἐπισκόπων»[5].
Κατά τά ἄλλα ὁ Κανόνας δέν εἰσχωρεῖ καθόλου στά ἐσωτερικά τῶν μοναστηριῶν καί τήν λειτουργία τους, καθώς θεωρεῖ τό αὐτοδιοίκητο τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. «Τά μοναστήρια διατήρησαν πάντοτε τήν ἐσωτερική ἀνεξαρτησία τοῦ μοναστικοῦ τους βίου, ὁ ὁποῖος καθοριζόταν μέν συνήθως ἀπό τό ἰδιαίτερο μοναστηριακό τους Τυπικόν, ἀλλά πάντοτε μέσα στά πλαίσια τῆς καθιερωμένης κανονικῆς παραδόσεως»[6].
Ἡ «πρόνοια» πού θά πρέπει νά λαμβάνει ὁ Ἐπίσκοπος γιά τίς Μονές μέ βάση τόν συγκεκριμένο Κανόνα ἀφορᾶ συγκεκριμένες περιπτώσεις καί ζητήματα. «Ἡ ἐμμονή στήν ὀρθοδοξία τῆς πίστεως, -κατά τόν Καθηγητή κ. Φειδᾶ- ἡ τήρηση τῆς κανονικῆς καί τῆς λειτουργικῆς τάξεως, ὁ σεβασμός τῶν καθιερωμένων ἀρχῶν τῆς μοναστικῆς παραδόσεως καί οἱ ἐκτός μοναστηρίου ἐκκλησιαστικές ἤ ἄλλες δραστηριότητες τῶν μοναχῶν ἀποτελοῦν τά κύρια στοιχεῖα τῆς ποιμαντικῆς «πρόνοιας» τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου γιά τά μοναστήρια τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας. Ὡστόσο, ἡ «πρόνοια» αὐτή ἐκφράζεται ὄχι βεβαίως μέ ὑποκειμενικές ἤ αὐθαίρετες παρεμβάσεις, ἀλλά μέ τήν ἐνεργοποίηση τῶν κανονικῶν διαδικασιῶν τῶν ἁρμοδίων σέ κάθε περίπτωση συνοδικῶν ὀργάνων, ὥστε νά μήν διαταράσσεται ἡ ἐσωτερική αὐτοτέλεια τῆς ἀσκήσεως ἀπό αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου, οἱ ὁποῖες ἀποφασίζονται ‘‘κατά προσπάθειαν ἤ ἀντιπάθειαν’’ πρός τούς μοναχούς ἤ καί ‘‘δι' οἰκείαν φιλονεικίαν’’»[7].
Σχετικά μέ τήν «πρόνοια» καί τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων ἐπί τῶν Μονῶν ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου γράφει:
«Τό θέμα τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καί τῶν δικαίων τοῦ Ἐπισκόπου ἐπί τῶν Μονῶν δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὡς θέμα πειθαρχίας καί ἐξουσίας ἐν κοσμικῇ ἐννοίᾳ, ἀλλά πρωτίστως ὡς θέμα πνευματικόν καί θεολογικόν. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐν τῇ ἐπισκοπῇ αὐτοῦ εἶναι ἡ ζῶσα εἰκών τοῦ Χριστοῦ καί τό ὁρατόν κέντρον ἑνότητος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ πατήρ ὅστις “χρή τήν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων” (δ΄ Δ΄)»[8].
Καί ὁ γνωστός κανονολόγος Βαλσαμών (12ος αἰ.) στήν ἑρμηνεία του στόν Κανόνα 1 τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, σαφῶς ἀποφαίνεται ὅτι: «Οὐκ ἐνεδόθη τῷ ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ μοναστηρίου ὡς δεσποτικῶς διαφέροντος τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ..., ἀλλ’ ἔχειν μόνα δίκαια ἐπισκοπικά ἐπ’ αὐτῷ. Εἰσί δέ ταῦτα... ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αυτῷ, ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τούτου καί σφραγίς τοῦ ἡγουμένου»[9].
Ὅλα ὅσα θεσπίζονται μέ τόν δ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν οὐσιαστικά τίς βάσεις γιά τίς σχέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν μέ τόν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο, τήν διατήρηση τῆς ἐσωτερικῆς αὐτοτέλειας τῶν Μονῶν καί τά ὅρια τῆς πνευματικῆς ἐποπτείας τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου.
Πάνω σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν βάση στηρίχθηκε ἡ ἰσχύουσα νομοθεσία πού διέπει τίς σχέσεις Μονῶν καί Ἐπισκόπων: τό ἄρθρο 39 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977)[10] καί ὁ Κανονισμός 39/1972 «Περί τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἱερῶν Μονῶν καί τῶν Ἡσυχαστηρίων»[11].
Ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν μορφή Νόμου (Νόμος 590/1977, ΦΕΚ 146 Α) ἐκπονήθηκε ἀπό μικτή κληρικολαϊκή συντακτική ἐπιτροπή, ἡ ὁποία συγκροτήθηκε δυνάμει τοῦ Ν.462/1976 ἀπό ἐξέχουσες προσωπικότητες, ἀπό Πανεπιστημιακούς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ καί Νομικοῦ χώρου, γνῶστες τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί ὅλων τῶν προβλημάτων τους, καί ἀπό Βουλευτές τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου. Ἡ ἐπιτροπή αὐτή ἐργάσθηκε βάσει τῶν ὑποβληθέντων ὑπομνημάτων τῶν ἐνδιαφερομένων φορέων. «Εἰδικώτερον -σύμφωνα μέ αὐτά πού ἀναφέρονται στήν Εἰσηγητική Ἔκθεση πρός τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων γιά τόν συγκεκριμένο Νόμο- ἐλήφθησαν ὑπ᾿ ὄψιν ἡ ἐπί τοῦ σχεδίου γνώμη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, τά αἰτήματα τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου Κληρικῶν Ἑλλάδος καί γενικώτερον πᾶσαι αἱ προτάσεις, αἱ ὁποῖαι ἦσαν σύμφωνοι πρός τό Σύνταγμα, τούς Ἱερούς Κανόνας, τήν κειμένην Νομοθεσίαν καί τήν Νομολογίαν τῶν Δικαστηρίων τῆς Χώρας[12]».
Ὁ Κανονισμός 39/1972 ἐκπονήθηκε καί ψηφίστηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἱερά Σύνοδο, χωρίς τήν συμμετοχή λαϊκῶν καί οὐσιαστικά εἶναι ταυτόσημος, ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τῶν κανονικῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν Μητροπολιτῶν ἐπί τῶν Μονῶν, μέ τό ἄρθρο 39 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[13].
Ἡ παράγραφος 6 τοῦ ἄρθρου 39 τοῦ Ν. 590/1977 λύνει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τό ζήτημα τῆς ἑρμηνείας τοῦ ὅρου «πνευματική ἐποπτεία» τοῦ Ἐπισκόπου ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν, καθώς περιγράφει ἐξαντλητικά καί περιοριστικά τό περιεχόμενο τοῦ συγκεκριμένου ὅρου «ὁ ὁποῖος καλύπτει μόνο τά ρητῶς ἀναγραφόμενα κανονικά δικαιώματα τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου, ἤτοι[14]»:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά