Του Γ.Μ.Βαρδαβά
[Ομιλία στο 1ο ΕΠΑΛ Ηρακλείου στις 28/1/2011]
Σε μια εποχή συλλογικής κατάθλιψης, με την απειλή της κρίσεως να σοβεί, καλούμαστε και φέτος να «εορτάσουμε» τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών. Αλήθεια, πόσοι από μας έχουν τη διάθεση του «εορτασμού»; Φυσικά δεν βγάζω ούτε τον εαυτό μου απέξω.
Πόσοι, ποιοι και γιατί γιορτάζουν; Υπάρχει νόημα, υπάρχει πρόταση ζωής ή απλά κάνουμε μια σύναξη εντολών άνωθεν ένεκα; Κι όλ’ αυτά μπροστά στα νέα προτάγματα μιας εκπαίδευσης που δεν θα προσανατολίζεται στην καλλιέργεια του ανθρωπίνου προσώπου, αλλά στις δεξιότητες, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Η γενική παιδεία, η καλλιέργεια πάει περίπατο. Κι εμείς; Άδομεν «ευλαβώς» και υποκριτικά εξαντλούμε την αγιότητα σε ομιλίες που δεν τις ακούει κανείς και σε εορταστικές εκδηλώσεις.
Όσο μπορώ λοιπόν πιο σύντομα θα σταθώ σε ορισμένες μόνο προτάσεις των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία, που αντί να αποτελεί πολιτικό πρόταγμα με βάση τα κοινωνικά δεδομένα, παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Καλά λοιπόν λέει ο Ζίζεκ ότι ζούμε μια «μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που γίνεται μόνιμο καθεστώς». Ας ελπίσουμε τουλάχιστον η προφητεία του J.Gray,που επαναλαμβάνει ο Ζίζεκ ότι «θα αναγκαστούμε να δράσουμε σαν να μην είμαστε ελεύθεροι», να μην πραγματωθεί, αν και η απροσωπία και ο συγκεντρωτισμός των νεωτερικών συστημάτων δείχνουν το αντίθετο. Το δίπολο «ελευθερία ή ασφάλεια» είναι η απαραίτητη δικαιολογία για τη μετάβαση από την μερική αυτονομία στην απόλυτη ετερονομία. Για να μη μιλήσω για τη «βιοπολιτική» του Αγκάμπεν, «όπου οι μηχανισμοί δεν δημιουργούν πλέον υποκείμενα , αλλά απλώς διαχειρίζονται και ρυθμίζουν την φυσική ζωή των ιδιωτών». Ο μπιγκμπραδερισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Ζοφερή η εικόνα, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται, διότι ελευθερώνει. Ας έλθουμε όμως στο προκείμενο.
Πόσοι, ποιοι και γιατί γιορτάζουν; Υπάρχει νόημα, υπάρχει πρόταση ζωής ή απλά κάνουμε μια σύναξη εντολών άνωθεν ένεκα; Κι όλ’ αυτά μπροστά στα νέα προτάγματα μιας εκπαίδευσης που δεν θα προσανατολίζεται στην καλλιέργεια του ανθρωπίνου προσώπου, αλλά στις δεξιότητες, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Η γενική παιδεία, η καλλιέργεια πάει περίπατο. Κι εμείς; Άδομεν «ευλαβώς» και υποκριτικά εξαντλούμε την αγιότητα σε ομιλίες που δεν τις ακούει κανείς και σε εορταστικές εκδηλώσεις.
Όσο μπορώ λοιπόν πιο σύντομα θα σταθώ σε ορισμένες μόνο προτάσεις των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία, που αντί να αποτελεί πολιτικό πρόταγμα με βάση τα κοινωνικά δεδομένα, παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Καλά λοιπόν λέει ο Ζίζεκ ότι ζούμε μια «μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που γίνεται μόνιμο καθεστώς». Ας ελπίσουμε τουλάχιστον η προφητεία του J.Gray,που επαναλαμβάνει ο Ζίζεκ ότι «θα αναγκαστούμε να δράσουμε σαν να μην είμαστε ελεύθεροι», να μην πραγματωθεί, αν και η απροσωπία και ο συγκεντρωτισμός των νεωτερικών συστημάτων δείχνουν το αντίθετο. Το δίπολο «ελευθερία ή ασφάλεια» είναι η απαραίτητη δικαιολογία για τη μετάβαση από την μερική αυτονομία στην απόλυτη ετερονομία. Για να μη μιλήσω για τη «βιοπολιτική» του Αγκάμπεν, «όπου οι μηχανισμοί δεν δημιουργούν πλέον υποκείμενα , αλλά απλώς διαχειρίζονται και ρυθμίζουν την φυσική ζωή των ιδιωτών». Ο μπιγκμπραδερισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Ζοφερή η εικόνα, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται, διότι ελευθερώνει. Ας έλθουμε όμως στο προκείμενο.
Την 30η Ιανουαρίου η εκκλησία μας τιμά τους «τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος» Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Πρότυπα αγιότητας, παιδείας αλλά και κοινωνικοκεντρικού βίου οι Τρεις τους συνέζευξαν αρμονικά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία γι’ αυτό και δικαίως έχουν χαρακτηριστεί ως προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.
Σε μια εποχή έντονης σύγχυσης και προβολής του «νεωτερικού» προτύπου ως δογματικώς αυταποδείκτου προτάγματος καθολικής αξίας πολλές είναι οι «φωνές» που «εις μάτην» προσπαθούν να σχετικοποιήσουν την αξία του βίου και του έργου τους.
Σε αυτά προστίθενται οι γνωστές δήθεν (νέο-)«φωταδιστικές» προσπάθειες αποδόμησης τους, που εδράζονται στην επαρχιώτικη απομίμηση –ούτε καν αντιγραφή- ξένων πολιτιστικών προτύπων και παραδόσεων. Η μεταμοντερνιστική –μηδενιστική μόδα, που τόσο όψιμα έφτασε στη χώρα μας, και που βασικό της πρόταγμα έχει την απαξίωση όλων των αξιών, με ειρωνικό τρόπο καταδυναστεύει κάθε υπερατομική αξία και καθιστά τον άνθρωπο «άτομο», υποκείμενο στη συστημική απροσωπία. Κάθε έννοια κοινωνικότητας, συλλογικότητας, προσωπικής ή συμβολικής ετερότητας, υγιειούς κοινοτισμού, αλληλεγγύης καταλύεται και λοιδορείται. Σημασία έχει «να είσαι ο εαυτός σου», ήτοι μόνον ό,τι προτάσσει το συμφέρον σου.
Αυτή η αποθέωση της ατομικότητας, όχι μόνο εξαίρεται, αλλά θεωρείται από κάποιους διανοούμενους ως η λύση στην κρίση των καιρών μας. Το πρόβλημα -κατ’ αυτούς- εστιάζεται στην κρίση της εξατομίκευσης. Είμαστε «πίσω» οντολογικά και υπαρξιακά. Για να πάμε λοιπόν «μπροστά» θα πρέπει να καταστούμε «άτομα», έρμαια της απροσωπίας των νεωτερικών συστημάτων και της κερδοσκοπίας των «εχόντων και κατεχόντων» ελίτ. Αυτή η λογική του νεωτερικού μονόδρομου απαξιώνει κάθε έννοια πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας και ετερότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό ό,τιδήποτε προ-νεωτερικό και παραδοσιακό απαξιώνεται, θεωρείται «γραφικό», ενώ παράλληλα καταδυναστεύονται και τα κοινωνικά προτάγματα, οι κοινωνικοί αγώνες, τα σύμβολα, η συλλογική ετερότητα.
Φυσικά οι φωνές αυτές αγνοούν (ή καλύτερα: τους συμφέρει να αγνοούν) ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας, που συνδέεται με το κοινοτικό πνεύμα και την οντολογική προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Δεν κατανοούν ότι «άλλο ανατολή και άλλο δύση», αλλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας καταστήσουν παρασιτικούς καταναλωτές υπακούοντας στις ορέξεις των ολίγων, που τόσο άνετα υπηρετούν, «οργανικοί» όντες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι η πνευματική μας ηγεσία περνά κρίση ταυτότητας και ότι ποδηγετείται (για να μην πω «εξαγοράζεται») από συγκεκριμένες «ομάδες συμφερόντων». Θα έπρεπε όμως να θυμάται την καίρια επισήμανση του Μαρκούζε: «Εκσυγχρονισμός χωρίς παράδοση συνιστά ολοκληρωτισμό». Φυσικά υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις. Αλλά ας μην μακρηγορούμε άλλο κι ας επανέλθουμε.
Ο Βασίλειος (330 – 379) γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλειος και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Η μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια και έδωσε πολύ επιμελημένη αγωγή στο γιο της. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και του Βυζαντίου. Όταν έγινε 20 χρονών πήγε στην Αθήνα, όπου δίδασκαν διαπρεπείς δάσκαλοι τα ελληνικά γράμματα, τη φιλοσοφία, τη ρητορική κ.λπ. Εκεί συναντήθηκε με το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, που τον γνώριζε από την Καισάρεια, και συνδέθηκαν με μια σπάνια φιλία. Ο Βασίλειος έμεινε στην Αθήνα 4 χρόνια και σπούδασε ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία και ιατρική.
Ο Γρηγόριος (328-391) γεννήθηκε στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από τη χριστιανή μητέρα του Νόννα. Έκανε ανώτερες σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνώρισε το Βασίλειο και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Συνέχισε τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισάρειας, της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Εκεί ξαναβρέθηκε με το Βασίλειο και η φιλία τους έγινε πιο μεγάλη.
Ο Ιωάννης (354 – 407) γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτερος αξιωματικός του συριακού στρατού. Η μητέρα του Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία 20 χρονών. Κύριο έργο της ήταν η ανατροφή και η μόρφωση του γιου της. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική το Λιβάνιο και στη φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδάσκαλου. Βλέποντας όμως τις αδικίες των δικαστηρίων ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια. Το όνομά του συνδεόταν με την έμφυτη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία, εξ’ ου και το Χρυσόστομος, αλλά και με τη θεολογική, ψυχολογική και κοινωνική κατάρτιση και δράση. Ήταν λεπτή και πολυδιάστατη φύση. Διακρινόταν για τον ευθύ και ορμητικό του χαρακτήρα. Φερόταν με θάρρος προς τους ισχυρούς και με ηπιότητα προς τους αδυνάτους. Δεν ήταν λιγότερο σοφός από τους άλλους δύο ιεράρχες, απλά δε συστηματοποιούσε τις φιλοσοφικές του γνώσεις, τις παρουσίαζε με φυσικότητα, ζωντάνια και πάθος στα πλαίσια των έργων του. Αντιπροσωπευτικός για όλες τις εποχές ιεροκήρυκας, που μαστίγωνε με δριμύτητα τις δεισιδαιμονίες, την κοινωνική αδικία και την αθλιότητα.
Σε μια εποχή έντονης σύγχυσης και προβολής του «νεωτερικού» προτύπου ως δογματικώς αυταποδείκτου προτάγματος καθολικής αξίας πολλές είναι οι «φωνές» που «εις μάτην» προσπαθούν να σχετικοποιήσουν την αξία του βίου και του έργου τους.
Σε αυτά προστίθενται οι γνωστές δήθεν (νέο-)«φωταδιστικές» προσπάθειες αποδόμησης τους, που εδράζονται στην επαρχιώτικη απομίμηση –ούτε καν αντιγραφή- ξένων πολιτιστικών προτύπων και παραδόσεων. Η μεταμοντερνιστική –μηδενιστική μόδα, που τόσο όψιμα έφτασε στη χώρα μας, και που βασικό της πρόταγμα έχει την απαξίωση όλων των αξιών, με ειρωνικό τρόπο καταδυναστεύει κάθε υπερατομική αξία και καθιστά τον άνθρωπο «άτομο», υποκείμενο στη συστημική απροσωπία. Κάθε έννοια κοινωνικότητας, συλλογικότητας, προσωπικής ή συμβολικής ετερότητας, υγιειούς κοινοτισμού, αλληλεγγύης καταλύεται και λοιδορείται. Σημασία έχει «να είσαι ο εαυτός σου», ήτοι μόνον ό,τι προτάσσει το συμφέρον σου.
Αυτή η αποθέωση της ατομικότητας, όχι μόνο εξαίρεται, αλλά θεωρείται από κάποιους διανοούμενους ως η λύση στην κρίση των καιρών μας. Το πρόβλημα -κατ’ αυτούς- εστιάζεται στην κρίση της εξατομίκευσης. Είμαστε «πίσω» οντολογικά και υπαρξιακά. Για να πάμε λοιπόν «μπροστά» θα πρέπει να καταστούμε «άτομα», έρμαια της απροσωπίας των νεωτερικών συστημάτων και της κερδοσκοπίας των «εχόντων και κατεχόντων» ελίτ. Αυτή η λογική του νεωτερικού μονόδρομου απαξιώνει κάθε έννοια πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας και ετερότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό ό,τιδήποτε προ-νεωτερικό και παραδοσιακό απαξιώνεται, θεωρείται «γραφικό», ενώ παράλληλα καταδυναστεύονται και τα κοινωνικά προτάγματα, οι κοινωνικοί αγώνες, τα σύμβολα, η συλλογική ετερότητα.
Φυσικά οι φωνές αυτές αγνοούν (ή καλύτερα: τους συμφέρει να αγνοούν) ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας, που συνδέεται με το κοινοτικό πνεύμα και την οντολογική προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Δεν κατανοούν ότι «άλλο ανατολή και άλλο δύση», αλλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας καταστήσουν παρασιτικούς καταναλωτές υπακούοντας στις ορέξεις των ολίγων, που τόσο άνετα υπηρετούν, «οργανικοί» όντες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι η πνευματική μας ηγεσία περνά κρίση ταυτότητας και ότι ποδηγετείται (για να μην πω «εξαγοράζεται») από συγκεκριμένες «ομάδες συμφερόντων». Θα έπρεπε όμως να θυμάται την καίρια επισήμανση του Μαρκούζε: «Εκσυγχρονισμός χωρίς παράδοση συνιστά ολοκληρωτισμό». Φυσικά υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις. Αλλά ας μην μακρηγορούμε άλλο κι ας επανέλθουμε.
Ο Βασίλειος (330 – 379) γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλειος και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Η μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια και έδωσε πολύ επιμελημένη αγωγή στο γιο της. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και του Βυζαντίου. Όταν έγινε 20 χρονών πήγε στην Αθήνα, όπου δίδασκαν διαπρεπείς δάσκαλοι τα ελληνικά γράμματα, τη φιλοσοφία, τη ρητορική κ.λπ. Εκεί συναντήθηκε με το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, που τον γνώριζε από την Καισάρεια, και συνδέθηκαν με μια σπάνια φιλία. Ο Βασίλειος έμεινε στην Αθήνα 4 χρόνια και σπούδασε ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία και ιατρική.
Ο Γρηγόριος (328-391) γεννήθηκε στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από τη χριστιανή μητέρα του Νόννα. Έκανε ανώτερες σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνώρισε το Βασίλειο και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Συνέχισε τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισάρειας, της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Εκεί ξαναβρέθηκε με το Βασίλειο και η φιλία τους έγινε πιο μεγάλη.
Ο Ιωάννης (354 – 407) γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτερος αξιωματικός του συριακού στρατού. Η μητέρα του Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία 20 χρονών. Κύριο έργο της ήταν η ανατροφή και η μόρφωση του γιου της. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική το Λιβάνιο και στη φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδάσκαλου. Βλέποντας όμως τις αδικίες των δικαστηρίων ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια. Το όνομά του συνδεόταν με την έμφυτη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία, εξ’ ου και το Χρυσόστομος, αλλά και με τη θεολογική, ψυχολογική και κοινωνική κατάρτιση και δράση. Ήταν λεπτή και πολυδιάστατη φύση. Διακρινόταν για τον ευθύ και ορμητικό του χαρακτήρα. Φερόταν με θάρρος προς τους ισχυρούς και με ηπιότητα προς τους αδυνάτους. Δεν ήταν λιγότερο σοφός από τους άλλους δύο ιεράρχες, απλά δε συστηματοποιούσε τις φιλοσοφικές του γνώσεις, τις παρουσίαζε με φυσικότητα, ζωντάνια και πάθος στα πλαίσια των έργων του. Αντιπροσωπευτικός για όλες τις εποχές ιεροκήρυκας, που μαστίγωνε με δριμύτητα τις δεισιδαιμονίες, την κοινωνική αδικία και την αθλιότητα.
Από το τεράστιο έργο τους θα σταχυολογήσουμε ελάχιστες μόνο αναφορές τους περί αγωγής και παιδείας:
α. Για την αγωγή και την εν γένει συμπεριφορά των νέων ο Μ. Βασίλειος τονίζει: «Χρειάζεται ὁ νέος νά μάθει νά ἐρωτᾶ χωρίς ἐριστικότητα καί νά ἀπαντᾶ χωρίς ὑπεροψία. Νά μή διακόπτει τόν συνομιλητή του, οὔτε νά παρεμβάλλει τά δικά του λόγια ἐπιδεικτικά. Ἄν ἔχει διδαχθῆ κάτι ἀπό ἄλλον νά μήν τό κρύβει σά νά ἦταν δική του σκέψη, ἀλλά νά φανερώνει τίνος εἶναι».
β. Ποιος είναι ο καλός δάσκαλος;
Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο:«Ὁ καλός δάσκαλος εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό φθόνο καί ἔπαρση. Θέλει οἱ ἀρετές νά γίνουν κοινό κτῆμα τῶν μαθητῶν του, θέλει μόνο νά τούς ἐξισώσει σέ ὅλα μέ τόν ἑαυτό του» (Περί Παρθενίας).Κι αλλού: «Γιατί αὐτό κυρίως εἶναι τό γνώρισμα τοῦ πραγματικοῦ δασκάλου, τό νά συμπάσχει στίς συμφορές τῶν μαθητῶν του, τό νά θρηνεῖ καί νά πενθεῖ γιά τά τραύματα αὐτῶν πού ἔχει στήν εὐθύνη του» (ομιλία 28). Σωστός δάσκαλος λέει ο Χρυσόστομος στην 30η ομιλία του είναι αυτός «που διδάσκει μᾶλλον παρά πού ἐλέγχει, που παιδαγωγεῖ παρά πού τιμωρεῖ, που βάζει τάξη παρά πού διαπομπεύει».
γ. Ποιος είναι αληθινά μορφωμένος;
Ας ακούσουμε την άποψη του αγίου Γρηγορίου: «Γιά μένα δέν εἶναι σοφός ἐκεῖνος πού ἔχει σοφία λόγου, οὔτε ἐκεῖνος πού παρουσιάζει μέν εὐφράδεια ἀλλά ἔχει ἄστατη καί ἀδιαμόρφωτη ψυχή, σάν τούς τάφους οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικά μέν εἶναι ἐμφανίσιμοι καί ὡραῖοι ἐνῶ ἐσωτερικά κρύβουν πτώματα καί δυσωδία. Σοφό θεωρῶ ἐκεῖνον πού λέει μέν λίγα περί ἀρετῆς, ἀλλά παρουσιάζει πολλά μέ τή ζωή του καί ἐπιβεβαιώνει μέ τήν πράξη τήν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου του. (Λόγος 16)».
Κι αλλού: «Σοφία εἶναι τό νά γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του καί νά μήν ὑπερηφανεύεται». (Λόγος 32)».
β. Ποιος είναι ο καλός δάσκαλος;
Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο:«Ὁ καλός δάσκαλος εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό φθόνο καί ἔπαρση. Θέλει οἱ ἀρετές νά γίνουν κοινό κτῆμα τῶν μαθητῶν του, θέλει μόνο νά τούς ἐξισώσει σέ ὅλα μέ τόν ἑαυτό του» (Περί Παρθενίας).Κι αλλού: «Γιατί αὐτό κυρίως εἶναι τό γνώρισμα τοῦ πραγματικοῦ δασκάλου, τό νά συμπάσχει στίς συμφορές τῶν μαθητῶν του, τό νά θρηνεῖ καί νά πενθεῖ γιά τά τραύματα αὐτῶν πού ἔχει στήν εὐθύνη του» (ομιλία 28). Σωστός δάσκαλος λέει ο Χρυσόστομος στην 30η ομιλία του είναι αυτός «που διδάσκει μᾶλλον παρά πού ἐλέγχει, που παιδαγωγεῖ παρά πού τιμωρεῖ, που βάζει τάξη παρά πού διαπομπεύει».
γ. Ποιος είναι αληθινά μορφωμένος;
Ας ακούσουμε την άποψη του αγίου Γρηγορίου: «Γιά μένα δέν εἶναι σοφός ἐκεῖνος πού ἔχει σοφία λόγου, οὔτε ἐκεῖνος πού παρουσιάζει μέν εὐφράδεια ἀλλά ἔχει ἄστατη καί ἀδιαμόρφωτη ψυχή, σάν τούς τάφους οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικά μέν εἶναι ἐμφανίσιμοι καί ὡραῖοι ἐνῶ ἐσωτερικά κρύβουν πτώματα καί δυσωδία. Σοφό θεωρῶ ἐκεῖνον πού λέει μέν λίγα περί ἀρετῆς, ἀλλά παρουσιάζει πολλά μέ τή ζωή του καί ἐπιβεβαιώνει μέ τήν πράξη τήν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου του. (Λόγος 16)».
Κι αλλού: «Σοφία εἶναι τό νά γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του καί νά μήν ὑπερηφανεύεται». (Λόγος 32)».
δ. Η ευρύτητα της σκέψης των τριών Ιεραρχών φαίνεται από την θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται την χρησιμότητα και σπουδαιότητα. Σε μια εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες θεωρούνταν ακόμα «βάναυσοι» (πρβλ. π.χ. τις αναφορές του Λουκιανού) , θα πει ο Χρυσόστομος: «Μη καταφρονώμεν των από χειρών τρεφομένων, αλλά μάλλον αυτούς μακαρίσωμεν δια τούτο» (ΡG 51, 193).
Οι Τρεις Ιεράρχες έλαμψαν ως ασκητές, μεγαλούργησαν ως θεολόγοι, συνέδεσαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία, άφησαν σε όλους μας παρακαταθήκη αξιών σε κοινωνικό, παιδαγωγικό, φιλοσοφικό επίπεδο. Πνεύματα φωτεινά με απέραντη αγάπη στον άνθρωπο και στην εκκλησία άνοιξαν νέους ορίζοντες στην ελληνική παιδεία και έκαναν τη χριστιανική διδασκαλία επίκαιρη σε κάθε εποχή. Αληθινοί φάροι ορθοδοξίας, πίστης και ζωής ας αποτελέσουν παράδειγμα για όλους μας στους καιρούς της κρίσεως που βιώνουμε.
Η σύγχρονη εκπαιδευτική κοινότητα ας εμπνευστεί από το ήθος των Τριών Ιεραρχών και ας αντλήσει από την πολυποίκιλη διδασκαλία τους στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ουσιαστική ανανέωση της παρεχόμενης παιδείας με κεντρικά σημεία προσανατολισμού τον άνθρωπο, τη μόρφωση, τη διαμόρφωση στοιχειώδους καλλιέργειας, το σεβασμό της ετερότητας, το κοινοτικό πνεύμα, την καταπολέμηση κάθε είδους «αποκλειστικότητας», ρατσισμού και ξενοφοβίας και την ειρήνη.
Η σύγχρονη εκπαιδευτική κοινότητα ας εμπνευστεί από το ήθος των Τριών Ιεραρχών και ας αντλήσει από την πολυποίκιλη διδασκαλία τους στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ουσιαστική ανανέωση της παρεχόμενης παιδείας με κεντρικά σημεία προσανατολισμού τον άνθρωπο, τη μόρφωση, τη διαμόρφωση στοιχειώδους καλλιέργειας, το σεβασμό της ετερότητας, το κοινοτικό πνεύμα, την καταπολέμηση κάθε είδους «αποκλειστικότητας», ρατσισμού και ξενοφοβίας και την ειρήνη.
Βιβλιογραφικά(ενδεικτικά)
- Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Θερμοῦ,Τρεῖς Ἱεράρχες καί παιδεία: ἔξοδος στή Ζωή
Πρωτοπρεσβυτέρου Γ.Δ.Μεταλληνού, Η πρόταση των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία της Ευρώπης - Ηλία Βουλγαράκης, Χριστιανισμός και κόσμος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993
- Χρ. Γιανναράς, Το αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983
- π. Νικ. Λουδοβίκος, Ορθοδοξία και Εκσυγχρονισμός,εκδ. Αρμός, Αθήνα 2006
- Θεόδ. Ι. Ζιάκας, Ο σύγχρονος μηδενισμός, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2008
- π. Φιλόθεος Φάρος, Ήθος άηθες, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004
- Α. Αργυρόπουλος,Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών,σειρά: ΕΞΟΔΟΣ στην κοινωνία και τη ζωή, Αθήνα 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά