«Χαίρετε! Εἶμαι ὁ Τζίμυ Μπράουν καὶ σᾶς κάλεσα ἀπόψε ἐδῶ. Δὲ μὲ ξέρετε οὔτε σᾶς ξέρω. Κι ὅμως ὅλοι δεχτήκατε αὐτὴ τὴν πρόσκληση καὶ οὔτε ἕνας σας δὲν ἀναρωτήθηκε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ μᾶς καλεῖ. Ἀλλὰ ὅλοι σας παραβλέψατε αὐτὴ τὴ λεπτομέρεια προκειμένου νὰ μὴ λείψετε ἀπὸ μία ἀκόμη ἐκδήλωση. Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ γι' αὐτὸ σᾶς κάλεσα. Μπορεῖτε νὰ συνεχίσετε. Καλή σας νύχτα!»
Εἶναι μία πρόσκληση-φάρσα, ποὺ κάνει ἕνας ἄνθρωπος στὴν Ἀστόρια τῆς Ἀμερικῆς, ὁ Τζίμυ Μπράουν, ἡ ὁποία λέει ἀκριβῶς ὅτι ἐπειδὴ ἀντιλαμβάνεται ὅτι κάποιους θὰ τοὺς ἐνδιέφερε μία ἐκδήλωση, τοὺς στέλνει μία πρόσκληση. Αὐτοὶ μαζεύονται χωρὶς νὰ ξέρουν ποιὸς εἶναι ὁ προσκαλῶν καὶ γιατί.
Ἀτυχῶς, ἐκκλησιαστικὰ βρισκόμαστε σὲ μία ἀναλογία δεδομένων! Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς στέλνουμε πρόσκληση στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴ Λειτουργία, ποὺ οὔτε τοὺς ξέρουμε οὔτε μᾶς ξέρουν. Ἢ ἂν θέλετε, (σὲ ἕνα ἄλλο μεγαλύτερο καὶ οὐσιαστικότερο ἐπίπεδο), μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς μία πρόσκληση, Ἐκεῖνος ξέροντάς μας καὶ ἐμεῖς ἀγνοώντας Τον.
* * *
Πάρα πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἂν ἕνας ἄνθρωπος ρωτήσει γιατί θὰ πρέπει νὰ πάει τὴν Κυριακὴ στὴν Εὐχαριστία, τοῦ ἀπαντᾶμε: «Αὐτὸ εἶναι τὸ καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ». Καὶ φυσικά, ἐπειδὴ πλέον οἱ ἄνθρωποι δὲ θέλουν νὰ ἔχουν καὶ δὲ δέχονται νὰ ὑλοποιοῦν καθήκοντα στὴ ζωή τους, ἔχουν διαγράψει ἀπὸ τὴν προοπτική τους τὸ θέμα. Ἴσως ἀντιδρώντας καὶ ὑγιῶς! Ἐπειδὴ ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα καθῆκον! Ἂν δὲν εἶναι κάτι περισσότερο, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ὑπάρχει. Ἂν δὲν ἔχει κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὴν ζωή μου, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ συμμετάσχω.
Γράφει σὲ κάποιο φίλο του χριστιανὸ ἕνας ἀναρχικός: «δὲν καταλαβαίνω γιὰ ποιὸ λόγο πᾶνε οἱ Χριστιανοὶ κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία». Τοῦ ἁπαντᾶ ἐκεῖνος: «Προφανῶς, κάποια βιβλία πού σοῦ ἀρέσανε τὰ ξαναδιαβάζεις. Ἔ, λοιπόν, ἔτσι καὶ οἱ Χριστιανοί, ξαναδιαβάζουμε τὴ Λειτουργία, ὅπως ἕνα συγκλονιστικὸ βιβλίο! Κάποιοι ἀποφασίσαμε κάθε Κυριακὴ νὰ τὴν ξαναδιαβάζουμε μαζί». Ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοση, ἀπ' τὸν Ἰουστίνο ποὺ εἶναι στὸν πρῶτο αἰώνα, εἶναι σαφὲς ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κάθε Κυριακὴ «ξαναδιαβάζουν τὴ Λειτουργία». Ὅλοι μαζί.
Στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν, κεφάλαιο τρίτο, περιγράφεται ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Προφήτη Ἠλία, στὸ ὁποῖο ὁ προφήτης κάποια στιγμὴ καταδιωκόμενος ἀπὸ τὴν Ἰεζάβελ (τὴν βασίλισσα τοῦ τόπου) καταφεύγει στὸ Χωρήβ, δηλ. στὸ ὄρος Σινά. Κάποια στιγμὴ κουράζεται καὶ ἀπὸ τὴν κούραση τὸν παίρνει ὁ ὕπνος. Λίγο πολὺ τὸ θυμάστε τὸ περιστατικό. Τὸν ξυπνάει κάποιος καὶ τοῦ λέει: «Ἀνάστηθι καὶ φάγε». Καὶ σηκώνεται καὶ τρώει. Καὶ λέει τὸ κείμενο ἐκεῖ, Γ΄ Βασιλειῶν 19 κεφάλαιο 8ος στίχος: «Καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ἰσχύι τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας». Τί ἀναλογία μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ δύο θέματα; Ἄμεση καὶ ἀπόλυτη. Καὶ ἐμᾶς μᾶς καταδιώκει κάποιος νὰ λάβει τὴν ψυχή μας. Ὁ «κύριος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ τόπου» ἂν δὲ συνειδητοποιήσουμε ποῦ θὰ μπορέσουμε νὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἔχουμε ἤδη μπερδευτεῖ.
Νὰ κάνω μία παρένθεση. Ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος, Ἕλληνας στὴν καταγωγή, ὁ ὁποῖος ἔχει περάσει στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία μὲ τὸ ὄνομα Γκουρτζίεφ. Καὶ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἵδρυμα καὶ στὴν Ἀθήνα μὲ τὸ ὄνομά του, τὸ ἵδρυμα Γκουρτζίεφ, ὁ ὁποῖος ἦταν πνευματιστής, ἦταν ἀποκρυφιστής. Ἔχει μία μέθοδο, τὴ μέθοδο Γκουρτζίεφ. Αὐτὸς σὲ κάποιο βιβλίο του περιγράφει τὸ ἑξῆς:
«Μία μέρα περπάταγα στὴ Μόσχα καὶ χιόνιζε. Καὶ ὅπως ἔκανε κρύο, προσπαθοῦσα νὰ συντομεύσω τὴ διαδρομή. Στὸ δρόμο, ὅμως, συνάντησα τὸ διάβολο. Ὁ ὁποῖος ἦταν κοκαλιάρης, ρακένδυτος καὶ ἔτρεμε. Καὶ τότε τοῦ εἶπα:
- Καλὰ σὲ αὐτὰ τὰ χάλια κατάντησες;
Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε:
- Ἐδῶ καὶ 500 χρόνια, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουνε ψυχή. Καὶ μὴ ἔχοντας τί νὰ πάρω, ἔχω καταντήσει κοκαλιάρης.
Εἶναι ἀλληγορία ἡ εἰκόνα, ἀλλὰ εἶναι τρομερή. Ὁ Γκουρτζίεφ εἶναι σχεδὸν στὸν 20° αἰώνα. Θέτει ἕνα χρονικὸ ὅριο μὲ τὰ λόγια του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ ξεκινάει ὁ Διαφωτισμὸς καὶ ἡ Ἀναγέννηση καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ρεύματα, τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν νὰ πείσουν τὸν ἄνθρωπο ὅτι «κανεὶς δὲν καταδιώκει νὰ λάβει τὴν ψυχή του», ὅπως λέει στὸν Προφήτη Ἠλία. Δὲ χρειάζεται καμία βρώση, ἡ ὁποία θὰ τὸν ἐνισχύσει σὲ αὐτὴ τὴν πορεία πρὸς ἕνα ὄρος στὸ ὁποῖο θὰ μπορέσει νὰ σωθεῖ.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας πάει στὸ Χωρήβ, στὸ Σινά. Ἔχει προηγηθεῖ στὸ Σινὰ ὁ Μωϋσῆς. Τὸ Χωρὴβ εἶναι τὸ ὄρος τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ τὰ δεδομένα τὰ ἐκκλησιαστικὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐνεργεῖται πρὸ αἰώνων. Ἐνεργεῖτο καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γι' αὐτὸ ἔχουμε Ἁγίους ἀπ' τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐνεργεῖται καὶ στὴ Νέα Διαθήκη. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ ὁποίου ἡ σκιὰ φωτίζει τὴν Παλαιὰ καὶ οἱ ἐνέργειες φωτίζουν τὴ Νέα. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε: Τὸν ρωτάει ὁ Μωϋσῆς: πές μου ποιὸς εἶσαι, τί θὰ πῶ κατεβαίνοντας ἂν μὲ ρωτήσουν; Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ λέει: Πὲς τους εἶμαι ὁ Ὤν. Καὶ γράφει ὁ Ἰωάννης στὴν Πάτμο ὅτι ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε ὅτι Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Ὤν. Αὐτὸς ποὺ μιλάει στὸ Χωρὴβ καὶ αὐτὸς ποὺ μιλάει στὴν Πάτμο. Εἶναι ὁ ἴδιος.
Τὸ ὄρος λοιπόν, τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία. Καταφεύγοντας ἐκεῖ θὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας, γιατί κάποιος στὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς καταδιώκει νὰ τὴ λάβει. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ γελοιοποιήσαμε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀντίληψη τοῦ περιεχομένου τῆς λέξεως ψυχή. Εἴτε ἀγωνιώντας ἂν τὴν ἀποδέχεται ὡς ὑπαρκτὴ ἡ ψυχιατρική, εἴτε ἰδεολογικοποιώντας την, ὄντας ἐμεῖς πλατωνιστές. Οὐσιαστικὰ ἔχοντας ἁγνοήσει τὸ σῶμα μὴ πιστεύοντας καλὰ καλὰ στὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων γιατί πιστεύουμε ὅτι ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ ψυχή μας καὶ εἶναι…ἀθάνατη, τότε ὅλα καλὰ εἶναι! Χωρὶς νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι χωρὶς σῶμα μία ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ καὶ χωρὶς ψυχὴ ἕνα σῶμα εἶναι ἀνενεργὸ καὶ νεκρό.
Ἡ Εὐχαριστία, λοιπόν, εἶναι τὸ ὄρος τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ποὺ καταφεύγει ὁ κάθε Ἠλίας ἀπό μᾶς, προκειμένου νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν «Ἰεζάβελ» ποὺ τὸν καταδιώκει. Καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι μία καθολικὴ ὅραση. Δηλαδή, ἕνας τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ μαθαίνουν νὰ βλέπουν τὰ πάντα. Ὅ,τι συμβαίνει γύρω τους. Συνδέεται μὲ ὅλα, ὅπως συνδέεται ἡ καρδιὰ μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Καὶ βέβαια στὸ Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία.
Τί σημαίνει ὅμως Ἐκκλησία; Ἂν εἶναι ἕνα ἀκόμα ἰδεολόγημα, δὲν τὸ χρειάζεται ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος. Ἂν δὲ σαρκώνεται κάπου, ἂν δὲν περπατάει στὸ τώρα, τί νὰ τὸ κάνει ὁ ταλαίπωρος σημερινὸς ἄνθρωπος; Ὡς ἱστορικὴ ἀνάμνηση, δὲν τὸ θέλει. Ἡ παράδοση δὲν τὸν ἀπασχολεῖ. Τὸ παρελθὸν του εἶναι ἂν ὄχι ἀδιάφορο, πάντως ἄγνωστο. Ἂν δὲν καταλάβει τὸ 6ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην, ὅπου ὁ Χριστὸς περιγράφει ὅλη τὴ διδασκαλία γιὰ τὴν Εὐχαριστία, ἀπὸ ποῦ καὶ ὥς ποῦ ἐμεῖς, θὰ τοῦ ποῦμε, ἔλα νὰ λειτουργηθεῖς τὴν Κυριακή;. Ὅταν ὁ Φίλιππος λέει στὸ Ναθαναὴλ «ἔρχου καὶ ἴδε» τὸν καλεῖ νὰ δεῖ κάτι, νὰ τὸ ψηλαφήσει.
Ἐμεῖς, ποῦ τὸν καλοῦμε; Ποῦ νὰ 'ρθει; Σὲ ἕνα χῶρο ποῦ κανεὶς δὲν ξέρει κανέναν; Σὲ ἕνα “γήπεδο” στὸ ὁποῖο οὐσιαστικά μᾶς ἔφερε τὸ κοινὸ θέαμα, ὅπως συνδέει τοὺς θεατὲς τοῦ ποδοσφαίρου ὁ ποδοσφαιρικὸς ἀγώνας; Σὲ ἕνα χῶρο στὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς ποὺ πάει φοιτητὴς σὲ ἄλλη πόλη καὶ πάει στὴ Λειτουργία, χρειάζεται μετὰ τὴ Λειτουργία νὰ βγεῖ ἀπέναντι στὸ περίπτερο νὰ πάρει τσιγάρα γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάποιος καλημέρα!!! Στὴν ἐκκλησία δὲν τοῦ εἶπε. Εἶναι ὀδύνη αὐτό. Ὁ ναὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς μικρότερους τῆς Θεσσαλονίκης. Χωράει 50 ἀνθρώπους. Κανένας δὲ ρώτησε: καλὰ ποῦ βρέθηκες ἐσὺ ἐδῶ; Τί εἶσαι, ποιὸς εἶσαι; Κάτσε νὰ ποῦμε μία καλημέρα. Κάτσε νὰ σὲ κεράσουμε κάτι. Καὶ ἐδῶ εἶναι μὲ συγχωρεῖτε νὰ τὸ πῶ, τὸ «γινάτι» ποὺ λέμε. Τόσο συχνὰ βλέπουμε ἕνα νεαρὸ στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ μᾶς ἀφήνει ἀδιάφορους ἡ παρουσία του;
* * *
Ὅταν ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἀφήνει τὸ κρεβάτι του, ξεκινάει μία πορεία, νὰ σαρκωθεῖ ἡ Ἐκκλησία κάπου. Ὅταν ἀφήνει τὴ βολή του, τὴν ἄνεσή του, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ξεκινάει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ Λατρεία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τὸ ζεῖν κατὰ Χριστόν. Καὶ ὁ Φλωρόφσκυ φτάνει νὰ λέει τὴν τρομερὴ κουβέντα: ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει μεμονωμένα ἄτομα. Ἀκούει μονάχα τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἐπεξηγεῖ. Ἂν δὲν τὸ καταλάβουμε αὐτό, λέει, δὲ θὰ συνειδητοποιήσουμε ποτὲ τί σημαίνει μνημόσυνο! Πῶς «σαρκώνεται» μὲ τὸν οὐσιαστικότερο τρόπο, ἡ Ἐκκλησία στὴν προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ποὺ ἔχουν φύγει ἤδη. Προσευχὴ ἀτομικὴ κάνουν ὅλοι, καὶ οἱ εἰδωλολάτρες κι ὅλα τὰ θρησκεύματα. Γι' αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι μαζευόμαστε οἱ πάντες. Ζῶντες καὶ νεκροὶ ἐκεῖ σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις. Οἱ βιολογικὰ ζωντανοὶ καὶ οἱ βιολογικὰ πεθαμένοι.
Οἱ Χριστιανοὶ μαζευόντουσαν σὲ ἕνα ναό. Εἶχαν ζωγραφίσει στοὺς τοίχους τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπ' ἔξω ἀπ' τοὺς τοίχους τοῦ ναοῦ εἶχαν θάψει τοὺς συγγενεῖς τους. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν μία. Ἐμεῖς τώρα, δεχτήκαμε νὰ πᾶνε τὰ νεκροταφεῖα σὰν σκουπιδότοποι ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις. Δεχτήκαμε νὰ σπάσει ὁ κύκλος ὁ ὁποῖος ὑλοποιοῦσε τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στὴν πράξη καὶ ὁρατὰ καὶ νὰ χαιρόμαστε γιατί γίναν εὐπρεπῆ τὰ περίβολα τῶν ναῶν.
Καὶ φεύγει ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ἀπ' τὸ κρεβάτι του καὶ ἔρχεται στὴν Ἐκκλησία καὶ τί κάνει ἐκεῖ; Γίνεται ἀτυχῶς μία σύναξη θεατῶν! Κάθονται οἱ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα τώρα ποὺ γίναμε καὶ ἐμεῖς μοντέρνοι καὶ βάλαμε καθίσματα, κάθονται καὶ σηκώνονται -ἄλλη ἱστορία αὐτὴ- σὰν τὶς αἴθουσες τῶν ὀργανώσεων. Μαζεύονται θεατές. Μονάχα θεατές; Μουγκοὶ θεατές. Στὸ γήπεδο κάποιος φωνάζει καὶ λιγάκι, πετάει καὶ τίποτα καὶ ἐκτονώνεται. Ἐδῶ εἶναι μουγκὸς θεατής. Μονάχα μουγκὸς θεατής; Καὶ ἀλλόγλωσσος.
Ἕνα σημερινὸ νεαρὸ 18 χρονῶν, ἂν τοῦ κλείσουμε τὰ αὐτιὰ καὶ τὰ μάτια καὶ τὸν βάλουμε μέσα σὲ ἕνα ναό, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται ποῦ εἶναι, τί θὰ καταλάβει; Τίποτα ἀπολύτως. Νὰ ὑπονοιαστεῖ τὸ μυστήριο; Ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ ποῦ νὰ τὸ ὑπονοιαστεῖ; Χρειάζεται μία πρόσβαση στὸ μυαλὸ του τὸ μυστήριο. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «πῶς δὲ πιστεύσωσι χωρὶς κηρύσσοντος;» Ναί, ἀλλὰ τὸ κήρυγμα δὲ γίνεται σὲ γλώσσα ἄδηλη! Γιατί ὁ ἴδιος λέει ὅτι «ἂν σάλπιγξ ἄδηλον φωνὴ δῷ, οὐδεὶς ἑτοιμασθήσεται πρὸς πόλεμον». Ἅμα δὲν τὸ καταλαβαίνει τὸ σάλπισμα ὁ φαντάρος, δὲ θὰ ἑτοιμαστεῖ νὰ πάει στὸν πόλεμο. Οἱ προσευχὲς τῆς Λειτουργίας καὶ τῶν Μυστηρίων εἶναι τὸ οὐσιαστικότερο κήρυγμα. Ἐμεῖς τὸ ξεχάσαμε αὐτό. Θρησκειοποιήσαμε τὸ μυστήριο, βάλαμε ἕνα τελετουργὸ καὶ κάναμε τοὺς ἄλλους θεατές. Μουγκούς, ἀλλόγλωσσους, χωρὶς νὰ συμμετέχουν, χωρὶς νὰ λένε οὔτε τὸ ἀμήν. Ἀκόμα-ἀκόμα, οὔτε τὸ Πιστεύω, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ Εὐχαριστία.
Ὁμολογοῦμε ὅλοι ποὺ μαζευτήκαμε, τὴν ἴδια πίστη; Ἄραγε δὲν ἰσχύει ἐκεῖνο ποὺ λέει ἕνας Ρῶσος ἅγιος: τὸ Πιστεύω δὲ σοῦ ἀνήκει ἅμα δὲν τὸ ἔχεις ζήσει. Δὲν εἶναι ἡ κάρτα μέλους γιὰ νὰ περάσεις. Δὲν εἶναι τὸ passport γιὰ νὰ μπεῖς σὲ ἕνα χῶρο. Κάποια στιγμὴ πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλοι μας, καὶ περισσότερο ἐσεῖς οἱ νεαρότεροι καὶ οἱ λαϊκοί, θὰ πρέπει νὰ ἀπαιτήσετε μερικὰ πράγματα νὰ ἀλλάξουν. Ὅταν ὁ παπὰς λέει ἀνοησίες στὸ κήρυγμα θὰ πρέπει νὰ τοῦ πεῖτε ὅτι λέει ἀνοησίες. Καὶ ὅτι δὲν εἶστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὸν ἀκοῦτε. Ἂν δὲν κατανοεῖ τὴν ἀνάγκη ἡ ἐνορία νὰ εἶναι μία κοινότητα καὶ ὄχι ἕνα θρησκευτικὸ «φαστφουντάδικο» ἢ θὰ τὸ καταλάβει ἤ… θὰ φύγει. Ἂν δὲν εἶναι πατέρας, ἀλλὰ «δημόσιος προσευχητὴς» θὰ τοῦ πεῖτε ὅτι μπορεῖτε καὶ μόνοι σας. Ἂν ἔχει οἰκονομικὲς ἀπαιτήσεις θὰ τοῦ πεῖτε ὅτι συνήθως στὰ σπίτια οἱ πατεράδες δίνουν χρήματα στὰ παιδιὰ καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο.
Ἀτυχῶς ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ ἔχουμε μπεῖ στὴ λογική τῆς ἀπαίτησης ἀποδοχῆς, ἐκ τῆς ἰδιότητος! Ὄχι ἐκ τῆς ποιότητος. Θεωροῦμε ὅτι ἡ Θεία Χάρις εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἐνεργεῖ κατὰ τὴν ἐντολή. Διαβάζουμε στὴν Εὐχαριστία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου «καὶ μὴ διὰ τὰς ἐμᾶς ἁμαρτίας κωλύσεις τὴν Χάριν Σου ἀπὸ τῶν προκειμένων Δώρων» καὶ δὲν τὸ πιστεύουμε. Τὸ θεωροῦμε αὐτονόητο ὅτι θὰ τελεστεῖ.
Τέλος πάντων. Ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας στὸ Χριστό, λέμε. Ἀρχίζει μετὰ τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως ἡ Ἀναφορά. Ποιὰ ἀναφορά; Οἱ ἄνθρωποι δὲν ξέρουν τί εἶναι τὸ πρόσφορο καλὰ καλά, δὲν τοὺς εἶναι πλέον καὶ συστατικὸ συντήρησης τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἦταν παλιότερα τὸ ψωμί! Ποιὰ ἀναφορά; Νὰ μεταβληθεῖ. Ποῦ νὰ μεταβληθεῖ; Καὶ πῶς νὰ μεταβάλει ἐμένα; Πότε συμμετεῖχα; Πρὶν ἀπὸ χρόνια; Ἂν δὲ συμμετέχω στὴν Εὐχαριστία, θὰ μεταβληθῶ πῶς; Λέμε τελειώνοντας τὴν Λειτουργία, εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιο. Εἴδομεν! Εἴδομεν καί… δὲν τὸ εἴδομεν. Σίγουρα πάντως δὲν ἐλάβομεν! Πῶς «ἐλάβομεν πνεῦμα» ἂν δὲ λέμε καλημέρα στὸ διπλανό; Αὐτὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τὸ ἐπουράνιο; Νὰ μὴ λέμε καλημέρα σ' αὐτὸν ποὺ βρίσκεται δίπλα μας ἢ τὸν σπρώξαμε γιὰ νὰ προλάβουμε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν νὰ μεταλάβουμε, γιατί μπροστὰ μας ἦταν γέρος καὶ σαλιάρης;
Πάρα πολλὲς φορὲς διαβάζουμε τὴν μετάληψη πρὶν νὰ μεταλάβουμε καὶ ἐκεῖ στὸν ἅγιο Συμεών, λέμε: «Καὶ θεοῖ με καὶ τρέφει». Ποιόν, ἐμένα; Ὄχι ἐμένα. Ἐκεῖνον! Ἐκεῖνον τὸν ἁγ. Συμεών. Ἔλεγε ὁ μακαρίτης ὁ πάτερ Ἰωάννης Ρωμανίδης: ἄπειροι ἄνθρωποι ἔχουν τὴ φράγκικη ἀντίληψη ὅτι τὰ μυστήρια εἶναι ἐνέσεις θεώσεως. Ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς κάνει ἔνεση ἁγιασμοῦ μὲ τὸ ζόρι. Θέλοντας καὶ μή. Ἅπαξ καὶ καταπιεῖς μία κουταλιὰ Εὐχαριστία ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἀλλάζουν ὅλα.
Πᾶμε ἄπειρες φορὲς στὴ Λειτουργία καὶ δὲ συμμετέχουμε στὴν Εὐχαριστία. Καὶ πῶς φαίνεται ὅτι δὲ συμμετέχουμε; Στὴ διαδοχὴ τῶν γενεῶν. Ἔσπασε ἡ διαδοχὴ τῶν γενεῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία! Ἀπὸ χίλιους ἄλλους λόγους ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς δεῖ (πολιτισμικὰ ἢ κοινωνιολογικὰ ἢ ἱστορικά), ἀλλὰ κι ἀπ' τὸν οὐσιαστικὸ αὐτὸ λόγο γιὰ τὸ σήμερα, ὅτι δὲν ἔχουμε νὰ ποῦμε στὸ παιδί μας γιὰ ποιὸ λόγο νὰ ἔρθει. Δὲ χορτάσαμε ἐμεῖς. Ἅμα δὲ χορτάσω πῶς θὰ μοιράσω τὸ ψωμὶ στὸν ἄλλο; Ἐπειδὴ ἡ δική μου συνήθεια μὲ ξαναπάει κάθε Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία; Δὲν τοῦ φτάνει αὐτουνοῦ ἡ δική μου διάθεση. Θέλει νὰ τὸ καταλάβει. Νὰ τὸ ζήσει. Νὰ συμμετάσχει.
Ἔλεγε ἕνας νεαρὸς φοιτητὴς ἰατρικῆς: Στὸ σπίτι μας δὲν εἴχαμε καμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, δὲ μύρισα ποτὲ λιβάνι, δὲν εἶχα δεῖ ποτὲ εἰκόνα, ἐπειδὴ πήγαινα ἰατρικὴ δὲν εἶχα μάθει τίποτε ἀπὸ ἀρχαῖα ἑλληνικά, καὶ τώρα μοῦ λὲς ἐμένα νὰ βρεθῶ σὲ ἕνα χῶρο ὁ ὁποῖος ἔχει ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ αἰσθάνομαι ἄνετα. Πῶς; Πῶς νὰ αἰσθανθεῖ ἄνετα;
Ἀδελφοί μου, ὁ Χριστὸς ἔγινε «ξένος», καὶ «κηπουρός». Ὄχι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἦταν ξένος ἢ κηπουρός. Ἀλλὰ ἐπειδὴ κάποιοι δὲν Τὸν ἔβλεπαν ὅπως ἦταν. Τὰ δικά τους μάτια δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν δοῦν. Αὐτοὶ Τὸν ἔβλεπαν ὡς ξένο καὶ ὡς κηπουρό. Ἀτυχῶς, εἴμαστε σὲ αὐτὴ τὴ φάση. Οἱ ἄνθρωποι πλέον τὸ Χριστὸ τὸν βλέπουν ὡς ξένο. Τὸν βλέπουν ὡς κηπουρὸ μιᾶς ἄλλης αὐλῆς. Ἐμεῖς, ἀτυχῶς, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας. Ὅτι ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου. Τὸν γνωρίσανε στὴν Εὐχαριστία.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα κατηγορούμενοι οἱ χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς τῆς Καρχηδόνας, ὅτι, παρὰ τὶς ἀπαγορεύσεις τοῦ Διοκλητιανοῦ συγκεντρώθηκαν τὴν Κυριακή, ἀπάντησαν: "Δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς τὸ Δεῖπνο τοῦ Κυρίου".
Σήμερα ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ὅσων δηλώνουν χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι παραδέχονται ὅτι σπάνια πηγαίνουν στὴν Κυριακάτικη Εὐχαριστία. Ὅμως ἡ Εὐχαριστία, λέει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά