Η Ι. Μ. Χιλιανδαρίου είναι η πρώτη στη σειρά των μονών της ΒΑ παραλίας και βρίσκεται κοντά στην Ι. Μ. Εσφιγμένου, μισή ώρα περίπου από την παραλία.
Η ονομασία της Μονής ανάγεται στον 10ο αιώνα και ετυμολογείται από το κωπήλατο πλοίο – φορτηγίδα των βυζαντινών, το «χελάνδιο», ή τον ναύτη που εργάζεται σ' αυτό, τον «χελανδάρη». Το όνομα της Μονής απαντάται για πρώτη φορά στο πρόσωπο του λόγιου Αγιορείτη «Γεωργίου του λεγομένου Χελανδάρι». Ο Γεώργιος, συντάκτης μιας αίτησης Αθωνιτών προς τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο, πουλάει τον αγρό του στη νεοϊδρυτη τότε Μονή των Ιβήρων και εγκαθίσταται «παρά την θάλασσαν», κατά το 982.
Από πολλούς ερευνητές ονομάζεται και γράφεται Μονή Χιλιανδαρίου ή Χιλιανταρίου. Όσοι δέχονται τον τύπο αυτό ετυμολογούν τη λέξη είτε από το χίλιοι και αντάρα (ομίχλη), «εκ του χέειν τον τόπον αντάραν», ή από το χίλιοι και άνδρες, δηλ. από τον αριθμό των πειρατών που, σύμφωνα με την παράδοση, επιτέθηκαν κάποτε με ληστρικές διαθέσεις εναντίον του μοναστηριού χωρισμένοι σε δύο ομάδες και που αλληλοεξοντώθηκαν λόγω της πυκνής ομίχλης, γιατί ήταν αδύνατο να καταλάβουν ποιοι ήταν οι δικοί τους και ποιοι οι ξένοι.
Η Μονή για πρώτη φορά συναντάται το1015, έρημη και εγκαταλειμμένη και γι αυτό είχε παραχωρηθεί στη Μονή Κασταμονίτου. Σαν ελληνικό μοναστήρι αναφέρεται το 1076, συνεχίζοντας να είναι έρημο και αποσβησμένο. Πριν από την εγκατάσταση των Σέρβων ονομάζεται «του Σωτήρος» και συμμετέχει στα κοινά με τις υπογραφές των ηγουμένων της να βρίσκονται σε διάφορα έγγραφα, με τελευταίο εκείνο του 1169: «Γεράσιμος μοναχός και καθηγούμενος του Χελανδαρίου». Θα περάσει ένα μικρό διάστημα εγκατάλειψης, με συνέπεια να βρεθεί υπό την κυριαρχία της Μονής Βατοπεδίου, η οποία και θα την χρησιμοποιεί ως μελισσοτροφείο, «μελισσομάνδριον».
Όμως το 1198 η κάτοχος Μονή Βατοπεδίου παραχωρεί το σκήνωμα στους Αγίους Σάββα και Συμεών, τους μεγάλους εθνάρχες των Σέρβων, πράξη που επικυρώνεται κι από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο. Ο Σάββας (κατά κόσμον Rastko,υποκοριστικό του Rastimir ή Rastislav, 1175-1235), δευτερότοκος γιός του βασιλιά των Σέρβων Στεφάνου Nemanja (1165-1227) έρχεται στον Άθω κατά το 1191/1192, συνοδευόμενος πάντοτε από τον παιδαγωγό του, χωρίς να το γνωρίζει ο πατέρας του, και μονάζει πρώτα στη μ. Θεσσαλονικέως κι ύστερα στη Μονή Βατοπεδίου. Της απόφασης του Σάββα να έρθει για μοναχός είχε προηγηθεί η γνωριμία του με Αγιορείτες που περιόδευαν στη Σερβία και με την όλη αναστροφή τους εντυπωσίασαν τον 17χρονο πρίγκιπα, ώστε να εγκαταλείψει το θρόνο και να ζητήσει τη φτώχεια του Ιησού. Αργότερα θα γράψει στο Τυπικό: «καγώ ο ελάχιστος πάντων και αμαρτωλός πορευθείς εις τι Άγιον Όρος, είδον εκεί αγίους και νόας σεσαρκωμένους εν αρεταίς, είδον επιγείους αγγέλους και ουρανίους ανθρώπος…».
Το Νοέμβριο του 1196 έρχεται στο Όρος ο πατέρας του Σάββα Στέφανος ο κράλης, ο οποίος και πορεύεται στη Βατοπεδίου προς συνάντηση του γιου του. Ο Στέφανος, που είχε ήδη φορέσει μοναχικά ενδύματα από το Μάρτιο του ιδίου έτους στη σέρβικη μ. Studenica, έρχεται να δηλώσει υποταγή και υπακοή στο γιό του, και να καρεί μοναχός. Ο γιος του κράλη γίνεται πνευματικός πατέρας του και τον δοκιμάζει «ει ποιεί μοναχόν». Τις πολλές ταπεινώσεις του γέροντά του δέχεται ο κράλης ως άριστος υποτακτικός. Τέλος ο Σάββας πραγματοποιεί την κουρά του πατέρα του, δίνοντάς του το όνομα Συμεών. Ταυτόχρονα κείρεται στη Σερβία και η μητέρα του Σάββα Άννα, σε Αναστασία.
Κι έρχεται η ώρα που οι δυο τους προάγονται να ζητήσουν από τη Μέση το σκήνωμα που τους φάνηκε ιδανικό για την ίδρυση της λαύρας των Σέρβων. Το παραχωρητήριο έγγραφο εκδεδομένο το έτος 1198 και υπογραμμένο από τον Πρώτο του Αγίου Όρους Γεράσιμο και 24 άλλους ηγουμένους είναι, κατά το περιεχόμενό του, αυτό: Ο συμπέθερος της βασιλείας Συμεών (ο Συμεών ήταν νυμφευμένος με την κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄) και ο γιος του Σάββας ήρθαν στο Όρος καιπροσκαθίσαντες εν τη του Βατοπεδίου μονή μετά από καιρό ζητούν δια της Συνάξεως από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο (1195-1203) να τους δοθεί η μονή του Χελανταρίου η ούσα και διακείμενη εν τη τοποθεσία των Μηλεών, στα όρια της Βατοπεδίου. Η Σύναξη διαπιστώνει ότι η Χιλανδαρίου και τα λοιπά σεμνεία τα εν τη τοιαύτη τοποθεσία και αυτά διακείμενα αν κα ανήκουν στη Βατοπεδίου, προσκυρωμένα από αυτοκρατορικό χρυσόβουλο, όμως εις τελείαν απώλειαν και αφανισμόν μέλλουσι γενέσθαι αι τοιαύται μοναί. Για το λόγο αυτό η Σύναξη, προλαβαίνοντας το αίτημα των δυο Σέρβων αγίων, τους προτείνει αναδέξασθαι τας τοιαύτας μονάς δικαίω οικείω και μοναστήριον εν αυταίς συστήσαι κατά το αυτών βουλητόν. Οι δύο άνδρες δέχονται, ζητούν όμως να εκδοθεί και έγγραφο επικυρωτικό της δωρεάς.
Έτσι η Σύναξη αποφασίζει να στείλει στην Κωνσταντινούπολη αντιπρόσωπο, το μοναχό Νίκωνα, για να ζητήσει την έκδοση αυτοκρατορικού χρυσόβουλου. Ο Νίκων αναχωρεί για την βασιλεύουσα τον Ιούνιο του 1198 και επιστρέφει τον ίδιο μήνα, φέροντας μαζί του το βασιλικό έγγραφο. Ο Αλέξιος στο χρυσόβουλό του, αφού εγκωμιάσει τους αγίους Συμεών και Σάββα, αναφέρει πως οι δύο ευγενείς παρακάλεσαν τον Αλέξιο να επιτρέψει σ' αυτούς την ανασυγκρότηση τουμελισσομανδρίου και των υποστατικών του, χωρίς τη απαίτηση να πάψουν αυτά να αποτελούν εξαρτήματα της Βατοπεδίου. Ο όρος αυτός, ενδεικτικός του ήθους και της ευγένειας των δύο Σέρβων ευγενών επιβαρής έδοξε στη Σύναξη, να αποτελεί, δηλαδή, η Μονή των Σέρβων εξάρτημα της Βατοπεδίου, και όχι αυτοδιοίκητο μοναστήρι εις υποδοχήν χρηματίζον τοις από του Σερβικού γένους την μοναχικήν προαιρουμένοις διαγωγήν. Όπως είναι και τα μοναστήρια Ιβήρων για τους Γεωργιανούς και Αμαλφινών για τους Ιταλούς: ηλευθερωμένα χειρός και αυτής της του Πρώτου εξουσίας. Ο δε αυτοκράτορας υπερθεματίζει. Θέλει τη Μονή μηδενί υποκειμένην, μήτε αυτώ τω Πρώτω του Όρους μήτε τω καθηγουμένω της μονής Βατοπεδίου, αλλ' αυτοδέσποτον και αυτεξούσιον χρηματίζουσαν και καθ' εαυτήν διεξαγομένην.
Η θεμελίωση της Λαύρας προχωρεί γοργά. Συντρέχει με ουσιαστική βοήθεια ο αδελφός του Σάββα κράλης της Σερβίας Στέφανος ο Β΄ (1196-1228). Τα κτίρια εντός της Μονής πολλαπλασιάζονται και το μοναστήρι με τις μεγάλες μορφές των δύο ζουπάνων δίνει το δυναμικό «παρών», όχι μόνο εντός των αγιορειτικών ορίων, αλλά κυρίως μεταξύ του σερβικού λαού, του οποίου η Μονή αναδείχνεται ο ποδηγέρτης του. Ο ίδιος ο Σάββας ιδρύει κι εκτός της Μονής εξαρτήματα, όπως γράφει στο Τυπικό του: «… εν ταις Καραίς κελλία αρκετά απέκτησα εις ανάπαυσιν των ερχομένων από το μοναστήριον διά τινα υπηρεσίαν». Σ' ένα απ' αυτά τα εξαρτήματα, το Τυπικαρειό, ο Πατέρας παραδίδει ιδιαίτερο μοναστικό κανόνα πνευματικής ζωής, δηλαδή ένα τυπικό ακατάπαυστης προσευχής και λατρείας, σύμφωνα με τους όρους του τυπικού της μονής Παναγίας της Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη, με τους μοναχούς της οποίας γνωριζόταν. Στο ναό του σκηνώματος ο Σάββας αφιερώνει την εικόνα της Θεοτόκου, που ο ίδιος έφερε από την Ιερουσαλήμ, όταν πήγε εκεί προσκυνητής, κατά το 1230. Εδώ, δίπλα στο κτίσμα, όρθωσε και πύργο.
Το Σάββα όμως καλεί διψασμένος ο λαός του. Έτσι το 1208 με πρόσκληση του αδελφού του Στεφάνου του κράλη, ο Σάββας πραγματοποιεί την πρώτη επίσκεψη στη Σερβία, έχοντας μαζί του και το τιμαλφέστερο δώρο για το λαό της Σερβίας: τα λείψανα του Αγίου Συμεών. Ο Συμεών ο ιδρυτής της δυναστείας των Νεμανιδών, που έζησε και πέθανε σφόδρα ελεήμων και σώφρων δεν έχει τίποτα το κοινό με άλλους πολλούς βλαβερούς για τους λαούς βασιλιάδες. Γι' αυτό και εξαιτίας της πολλής ταπείνωσής του ο Χριστός αυτόν υπερύψωσε. Ζει αιώνια μέσα στις καρδιές των Σέρβων. Στη Σερβία έγινε αποθεωτική υποδοχή στο ιερό λείψανο του Συμεών και στο Σάββα. Η κοίμηση του Συμεών, που είχε συμβεί στις 13 Φεβρουαρίου του 1199, γέμισε με λύπη τους 90 μοναχούς της Χιλανδαρίου και η μεταφορά των λειψάνων του επαύξησε τη λύπη τους. Έτσι, κατά θεία οικονομία, στον τάφο του Αγίου φύτρωσε μετά την ανακομιδή των λειψάνων του ένα κλήμα, σύμβολο της αδιάλειπτης πρεσβείας του προς το Θεό. Ταυτόχρονα άρχισε η ροή του μύρου από τη λάρνακα, που συνεχίστηκε για πολύ καιρό. Μαρτυρεί για το γεγονός και ο κράλης Στέφανος Dusan που ήρθε προσκυνητής στο ευαγέστατον τέμενος της Χιλανδαρίου: «είδον τε και την αγίαν λάρνακα, την εκβλύσασαν το μύρον του προγόνου μου κυρού Συμεώνος, και ταύτην ασπασάμενος προσεκύνησαμετά θερμής της ψυχής…». Το κελλί του Πατέρα διατηρείται μέχρι σήμερα στα Ν του καθολικού της Μονής. Στη Σερβία ο Σάββας έδωσε το διάγραμμα της ζωής του χριστιανού Εθνάρχη: ανιδιοτελής και ανυπόκριτη αγάπη προς το λαό του.
Στη Μονή, που αυτός ίδρυσε, τοποθετεί ηγούμενο το Μεθόδιο, ο οποίος αναδείχτηκε το δεξί χέρι του Αγίου Σάββα. Άλλοι ηγούμενοι που ακολουθούν μετά το Μεθόδιο είναι: Ιωαννίκιος (1263), Κυριακός (1294), Δανιήλ (1306), Νικόδημος (1314, 1316), Γερβάσιος (1317-48). Ο Σάββας θα ξανάρθει στο Όρος το 1216 και όταν επιστρέφει στη Σερβία ψηφίζεται αρχιεπίσκοπος Σέρβων το 1219. Ο ιερός άνδρας θα παραδώσει το πνεύμα του στο Θεό στις 14 Ιανουαρίου του 1235, στο Τίρνοβο Βουλγαρίας. Ο μακαριώτατος εν ιεράρχαις κύριος Σάββας, ο πρώτος διδάσκαλος ημών, όπως τον ονομάζει ο Ντουσσάν (1348), δεν είναι μόνο ποδηγέτης του Σερβικού λαού, αλλά και καύχημα του Αγίου Όρους και θεμελιωτής μιας άρρηκτης φιλίας μεταξύ του λαού του και των Βυζαντινών, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Για τους Σέρβους οι δύο Άγιοι θα είναι όχι μόνο πνευματικοί οδηγοί, αλλά και σταθμοί και σύμβολα της καθημερινής και της επίσημης ζωής τους: «Στο λείψανο του Αγίου Συμεών του Μυροβλήτη έρχονταν οι άρχοντες κι έκαναν ειρήνη… Στην εποχή επίσης της τουρκοκρατίας, οι Σέρβοι μαζεύονταν γύρω από το λείψανο του Αγίου Σάββα κι ενισχύονταν εθνικά. Γι' αυτό οι Τούρκοι πήραν το λείψανό του, το πήγαν στο Βελιγράδι και το 1594 το κάψανε…». Και ο δυναμισμός του έθνους αυτού, που υπερτερεί ασύγκριτα των άλλων γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, οφείλεται στους δύο αγίους. Έτσι εξηγείται και η οργή των Τούρκων, αλλά και η λύσσα των παπικών εναντίον τους. Έτσι εξηγείται και η τακτική του κατακερματισμού του έθνους αυτού από τον στρατάρχη Τίτο.
Είδαμε πως από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες ο πρώτος που ευεργετεί τη Μονή είναι ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος. Άλλος ευεργέτης είναι ο Μιχαή Η΄ ο Παλαιολόγος (1259-1282), ο οποίος δωρίζει «το κατά τον Στρυμόνα διακείμενον χωρίον καλούμενον Καστρίν» και εκδίδει, ύστερα από παράκληση του ζουπάνου Δημητρίου χρυσόβουλο σιγίλλιο (1271) με το οποίο δίνει εντολή στο δεσπότη Ιωάννη Κομνηνό Παλαιολόγο να χωρήσει στην αναγνώριση της δωρεάς. Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος Β΄ (1282-1328), που εκδίδει το 1299, με αίτηση των Χιλανδαρηνών, απογραφικό έγγραφο, όπου περιλαμβάνει «ότι ανέκαθεν και μέχρι τουνύν η κατ' αυτούς σεβασμία μονή κτήμασί τε και ετέροις δικαίοις δια παλαιγενών χρυσοβούλων και προσταγμάτων και λοιπών δικαιωμάτων κεκτημένη ευρίσκεται». Αναφέρονται οι κτήσεις εντός Αγίου Όρους και κτήματα στον Πρόβλακα, την Ιερισσό, το Στρυμόνα κι αλλού.
Μετά τη βοήθεια των Σέρβων προς τους Βυζαντινούς στη νικηφόρο μάχη του 1312 εναντίον των Τούρκων, πληθαίνουν οι δωρεές. Ο Σέρβος κράλης «αιτείται και λαμβάνει το περί τον Στρυμόνα χωρίον το και ωνομασμένον του Κούτζη», για να το αφιερώσει στη Χιλανδαρίου. Ο κράλης ζητά να καταβάλει το αντίτιμο της αξίας, αλλά ο αυτοκράτορας δήλωσε: «ημάς επί χρήματα, μη ιδείν ταύτα!». Απαλλάσσει τη Μονή από κάθε δόσιμον προς την Πολιτεία. Γενικά ο Ανδρόνικος «παντοιοτρόπως γυρεύει και ορίζει, ίνα διατηρώνται τα όλα πράγματα και κτήματα (της Μονής) ανενόχλητα πάντη και αδιάσειστα». Το μέτρο επεκτείνει και προς τη Μέση, ειδικά για το Τυπικαρειό. Η σειρά των δωρεών και των αντιστοίχων εγγράφων του αυτοκράτορα είναι μεγάλη και σαν κατακλείδα έρχεται το έγγραφο του Ιωάννη Ε΄ (1351) με το οποίο επικυρώνονται όλες οι κτήσεις της Μονής. Συνολικά οι κτήσεις, στις αρχές του 15ου αιώνα, είναι πάνω από 30 τιμάρια που περιλαμβάνουν 360 χωριά !. Σήμερα δεν έχει παρά 3 μετόχια: την Καλαμαριά, τον Κάκαβο, την Κουμίτσα, στη Χαλκιδική και τα τρία.
Οι αυτοκράτορες ευνοούν και την επιθυμία της Μονής να έχει ατελείς«παροίκους» («εποίκους», «ξένους», «Σερβοπούλους», «φραγγιώτας»), «ζευγαράτους μισθίους» δηλαδή Σέρβους λαϊκούς, ως προσκυνητές, εργάτες κ.λπ. με δικαίωμα μακράς παραμονής στη Μονή ή τα μετόχιά της. Όμως οι πάροικοι αργότερα έγιναν ενοχλητικοί όχι μόνο στους κατοίκους των γύρω περιοχών, αλλά και στους Σέρβους μοναχούς, γι' αυτό, και ο κράλης Στέφανος Dusan τους απέσυρε, κατά το Νοέμβριο τοου 1345.
Οι Σέρβοι ηγεμόνες υπερτερούν των Βυζαντινών αυτοκρατόρων σε δωρεές προς τη Μονή. Είδαμε την ολόθυμη συμπαράσταση του γιού του Αγίου Συμεών Στεφάνου Β΄ (1196-1228). Ο Στέφανος παραχωρεί στη νεοσύστατη Μονή μεγάλες περιοχές στη Σερβία. Στη συνέχεια ο Uros (Ούρεσις) ο Α΄ (1242-76) οικοδομεί κτίρια εντός και εκτός της Μονής, και ο Στέφανος Β΄ Uros Milutin (1282-1321), νυμφευμένος με την κόρη του Ανδρόνικου Β΄ κι ο πιο μεγάλος ευεργέτης της Μονής, εγείρει το νέο καθολικό της Μονής αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου (δεκαετία του 1290), τον ξενώνα (1293) και τον κομψό πύργο μεταξύ της Μονής και του αρσανά της (1302). Ο πύργος αυτός που ονομάζεται μέχρι σήμερα του Μιλούτιν, κείται «εν τόπω επιλεγομένω Χρυσεία» και εντός του «επωκοδόμησε – ο Στέφανος – και θείον ναόν εις όνομα της Αναλήψεως». Αυτά και άλλα έργα οχυρωματικά θα δώσουν στη Μονή την ευχέρεια να βγει νικηφόρα στις ληστρικές εφόδους. Αλλά ο Στέφανος αφιερώνει στη Μονή και κτήματα στην Καλαμαριά, στο Στρυμόνα και στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια θερμή υποστήριξη προς τη Μονή εκδηλώνει και ο γιος του Στεφάνου Β΄ Στέφανος Γ΄ (1321-31) που ζητάει με προσωπική παρέμβασή του να μένει το τυπικό στον πύργο, όπως το διετύπωσε ο πατέρας του. Και έρχεται ο Στέφανος Dusan (1331-55), η προσκυνηματική επίσκεψη του οποίου θα είναι πολλαχώς ευεργετική για τη Μονή. Σε έγγραφό του με ημερομηνία 26 Απριλίου 1348 ο κράλης διηγείται τα του προσκυνήματός του, που είχε μεγάλη επιθυμία να έρθει στο Όρος «αγάπη αναφλεγόμενος» και επισκέφτηκε πρώτα το Χλανδάρι, «την αγίαν και μεγάλην λαύραν των Σέρβων». Αφού «εκαλλώπισεν» το καθολικόν μήνυσε τον Πρώτο και τη Σύναξη να έρθουν στη Μονή για να προσδιορίσουν τα όριά της, πράγμα που έγινε. Ευεργέτης είναι και ο δεσπότης Δράμας Ιωάννης Ugljesa (1350-71), του οποίου η σορός έχει μεταφερθεί εδώ, όπως και ο οπλισμός του.
Κατά την τουρκοκρατία μεγάλος ευεργέτης της Μονής είναι ο Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512-21) που επιχορηγεί στη Μονή ετησίως 7.000 άσπρα. Και θα έρθουν χρόνια δίσεκτα: δημεύσεις των κτημάτων της από Τούρκους πασάδες και απίσχναση του μοναστικού δυναμικού της. Κατά το β΄ μισό του 17ου αιώνα θ' αρχίσει η αναδημιουργία και η άνοδος. Τρανή απόδειξη της οικονομικής αυτάρκειάς της αποτελεί η δυνατότητα αγοράς πολλών κελλιών στη μικρή και μείζονα περιοχή των Καρυών, κατά την ιστορική καμπή του θεσμού του Πρώτου (1661). Όμως από το 1722 αρχίζει η παρακμή. Αιτία μια πυρκαγιά που συνέβη το έτος εκείνο και κατέστρεψε τη Μονή κατά το ήμισυ. Τα επόμενα χρόνια περνούν χωρίς έργα, αλλά και χωρίς καταστροφές. Λίγο πριν από την Επανάσταση του 21 φαίνεται μια αναλαμπή, χωρίς όμως την παρουσία Σέρβων ανάμεσα στους 140 μοναχούς. Κατά την Επανάσταση,και μετά, αναδείχνεται επαναστατικό κέντρο και, για το λόγο αυτό, υφίσταται συνθέμελο κλονισμό κατά την περίοδο 1821-30 από τη μόνιμη εγκατάσταση Τούρκων στρατιωτών, που θα την καταστήσουν ερείπιο, αφήνοντας 3 μόνο μοναχούς. Αμέσως, όμως, με την αποχώρηση των Τούρκων αρχίζει με ταχύ ρυθμό η αποκατάσταση. Οι διασκορπισμένοι μοναχοί περιμαζεύονται κι αρχίζει ολοκληρωτική ανασυγκρότηση. Κάπως αργά, το 1874, επανέρχεται στην κοινοβιακή τάξη. Πλην τα ερείσματα δεν είναι δυνατά κι έτσι μετά πενταετία μεταπέφτει στην ιδιορρυθμία. Αποφασιστικής σημασίας γεγονός για τη Μονή θα είναι η επίσκεψη του βασιλιά της Σερβίας Αλεξάνδρου Α΄ Οβρένοβιτς από 21-25 Μαρτίου του 1896. ο βασιλιάς βλέπει με απογοήτευση ότι η πυρκαγιά του 1891, η οποία κατέστρεψε τμήμα της Μονής, την διατηρεί αποδιοργανωμένη και καταχρεωμένη, ενώ ανάμεσα στην αδελφότητα δεν βρίσκεται ούτε ένας Σέρβος. Ο Αλέξανδρος κάνει πολλές αφιερώσεις – μαζί και το πολύτιμο λάβαρο Horougva (Χορούγκβα), που βρίσκεται κρεμασμένο στο νάρθηκα – και ορίζει ετήσια επιχορήγηση, για την επάνδρωση με μοναστικό δυναμικό από τη Σερβία. Η Μονή, από την πλευρά της, δωρίζει στον Αλέξανδρο το αρχαιότερο χειρόγραφο ευαγγέλιο, του 13ου αιώνα, στα σλαβικά γραμμένο. Αλλά στην εξόφληση των χρεών της συντελεί κύρια η φιλοτιμία του σέρβικου λαού. Έτσι με την ανατολή του 20ου αιώνα έχει εξοφλήσει τα χρέη της και οι μοναχοί της συμποσούνται σε 100 από τους οποίους οι 12 είναι Σέρβοι.
Κατά την απογραφή του 2001 καταγράφηκαν 92 μοναχοί ανήκοντες στη Μονή Χελανδαρίου
Ανά πενταετία εκπρόσωπος της Μονής Χελανδαρίου αναλαμβάνει τα καθήκοντα Πρωτεπιστάτη του Αγίου Όρους, ο οποίος, μαζί με τους αντιπροσώπους των μονών Ξηροποτάμου,Αγίου Παύλου και Οσίου Γρηγορίου αποτελούν την τετραμελή Ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους. Οι μονές αυτές συναποτελούν - σύμφωνα με τον
καταστατικό χάρτη - την 4η μόνιμη τετράδα μονών που κυκλικά ανά πενταετία και για ένα έτος συγκροτούν την Ιερά Επιστασία.
καταστατικό χάρτη - την 4η μόνιμη τετράδα μονών που κυκλικά ανά πενταετία και για ένα έτος συγκροτούν την Ιερά Επιστασία.
Το Καθολικό της Μονής Χιλιανδαρίου είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Bρίσκεται έκκεντρα, στο νότιο τμήμα της σημερινής αυλής, ενώ στην αρχική μορφή της μονής βρισκόταν στο κέντρο της. Η σημερινή κάτοψη του Καθολικού, ανάγεται στην εποχή της ανασυγκρότησης της μονής, στα τέλη του 12ου αιώνα. Ανακατασκευάστηκε όμως στο ίδιο περίγραμμα στις αρχές του 14ου αιώνα. Από το αρχικό, διατηρείται το θαυμάσιο δάπεδο από λευκό μάρμαρο μ' ένα μεγάλο σταυρό στη μέση, περιβαλλόμενο από ψηφιδωτές ταινίες διαφόρων πετρωμάτων. Ητοιχογράφησή του συνδέεται με τη Μακεδονική σχολή και είναι των ζωγράφων Ευτυχίου και Μιχαήλ. Θα πρέπει να έγινε γύρω στα 1319, αν ληφθεί υπ' όψη η ηλικία στην οποία απεικονίζεται σε τοιχογραφία ο Μιλούτιν. Αν και οι τοιχογραφίες αυτές δυστυχώς επιζωγραφήθηκαν το 1804, δεν καταστράφηκαν τελείως. Η Μονή έχει προβεί σε δοκιμαστικές εργασίες ανάδειξης των αρχικών τοιχογραφιών που διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Αξιόλογο είναι επίσης το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1774. Εδώ ακόμα βρίσκεται ο αρχικός τάφος του Αγίου Συμεών και πάνω από αυτόν βρίσκεται η επάργυρη σαρκοφάγος από το 1973. Η παλαιά ξύλινη σαρκοφάγος βρίσκεται στο σκευοφυλάκιο της μονής.
To καμπαναριό βρίσκεται νοτιοανατολικά του καθολικού. Είναι τεσσάρων ορόφων και αποτελεί προσθήκη στους δύο πρώτους ορόφους, παλιού οχυρωματικού πύργου της μονής. Ανακαινίσθηκε τα έτη 1757 και 1778. Οι όροφοι αυτοί του παλιού πύργου, αποτελούν αυθεντικό κομμάτι της αρχικής μονής.
Η φιάλη της Μονής Χιλιανδαρίου είναι βόρεια του Καθολικού, στηρίζεται σε οκτώ κίονες και κατασκευάστηκε το 1784. Τοιχογραφήθηκε το 1847 από τον Γαλατσιάνο ζωγράφο Μακάριο μετά από ανακαίνιση της. Τα θέματα σχετίζονται με τη Βάπτιση του Χριστού.
Παρεκκλήσια: Στην ανατολική γωνία του περιβόλου της μονής Χιλιανδαρίου και μπροστά από τον πύργο του Αγίου Σάββα, βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αρχαγγέλλων. Είναι κατασκευασμένο στα μέσα του 14ου αιώνα, η δε ανέγερσή του σύμφωνα με την παράδοση σχετίζεται με την επίσκεψη το 1347 του Τσάρου Δουσάν. Τοιχογραφήθηκε γύρω στο 1380. Στις πτέρυγες της μονής υπάρχουν άλλα ένδεκα παρεκκλήσια. Τα εννέα από αυτά είναι αγιογραφημένα, με τοιχογραφίες του 13ου μέχρι και του 18ου αιώνα. Από τα μη τοιχογραφημένα, των Αγίων Τεσσαράκοντα, έχει αξιόλογες φορητές εικόνες και ένα βημόθυρο του 1623. Το παρεκκλήσι του Αγίου Συμεών εγκαινιάστηκε πρόσφατα στο ομώνυμο κελλί του. Βρίσκεται δίπλα στο καμπαναριό και πάνω από το ιστορικό πηγάδι της μονής. Έξω από τον περίβολο της μονής βρίσκονται δύο παρεκκλήσια. Εκείνο του κοιμητηρίου της μονής και στον κήπο το παρεκκλήσι του Αγίου Τρύφωνα. Αυτό κτίστηκε πριν από το 1620, ενώ ανακαινίσθηκε το 1779 .
Ο κοιμητηριακός ναός του Ευαγγελισμού, είναι κτίσμα του Σέρβου βασιλιά Μιλούτιν. Η ίδρυσή του έγινε στις αρχές του 14ου αιώνα και σήμερα διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά του αρχικού ναού. Είναι ένα ορθογώνιο τετράπλευρο του οποίου το ιερό περιβάλλεται από θόλο με σταυροθόλια στις παράπλευρες κόγχες του. Φέρει αξιόλογες τοιχογραφίες.
Η αυλή της Μονής Χιλιανδαρίου σχηματίζει ένα σχήμα ισοσκελούς τριγώνου με το Καθολικό έκκεντρα, στο νότιο τμήμα της σημερινής αυλής.
Το Καθολικό κυριαρχεί μαζί με τα πανύψηλα κυπαρίσσια που πλαισιώνουν την φιάλη. Η είσοδος σ΄ αυτήν γίνεται από την βοειονατολική γωνία του συγκροτήματος. Η αυλή είναι εξ ολοκλήρου λιθόστρωτη και ιδιαίτερα γραφική στο νοτιότερο και ιστορικότερο τμήμα της.
Η Tράπεζα είναι ενσωματωμένη στο ισόγειο της δυτικής πτέρυγας. Η κατασκευή της ανάγεται στο 1293. Έχει ορθογωνική κάτοψη και φέρει δύο κόγχες. Είναι τοιχογραφημένη από το Σέρβο μοναχό Γεώργιο Μητροφάνοβιτς το 1623, που καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα των περιμετρικών της τοίχων. Αποκαλύφθηκαν όμως αξιόλογες βυζαντινές εικονογραφίσεις του 14ου αιώνα. Τα σημερινά ξύλινα τραπέζια της αντικατέστησαν στο τέλος του 19ου αιώνα τα παλαιότερα μαρμάρινα, δύο από τα οποία φυλάσσονται σε υπόγειο της μονής. Το μαρμάρινο όμως τραπέζι του ηγουμένου, διατηρείται το αυθεντικό στην ίδια θέση.
Το μαγειρείο βρίσκεται κοντά στην Τράπεζα, στο δυτικό άκρο της νότιας πτέρυγας της μονής, δίπλα στον πύργο. Είναι του 15ου με 16ου αιώνα, της ίδιας εποχής με την Τράπεζα και ανακαινίστηκε για λειτουργικούς λόγους με την μετατροπή της σε κοινόβιο το 1990.
To λαδαριό μαζί με το δοχειό, βρίσκεται σε υπόγειο χώρο της δυτικής πτέρυγας της. Χαρακτηρίζεται από το επικληνές του δάπεδο για λόγoυς καθαρισμού και αποτελεί τμήμα του αρχικού μοναστηριού.
O φούρνος βρίσκεται στη συνέχεια του δοχειού, σε ημιϋπόγειο χώρο στην δυτική πτέρυγα των κελλιών της Μονής Χανδαρίου. Έγιναν εργασίες ανακαίνισης στο εσωτερικό του τα έτη 1974 και 1998.
Το κρασαριό βρίσκεται στη συμβολή της νότιας και δυτικής πτέρυγας σε χώρο κάτω από την Τράπεζα. Είναι σε υπόγειο τμήμα της πτέρυγας, το οποίο μάλιστα αποτελεί αρχικό τμήμα της μονής.
Πτέρυγες: Στη ανατολική πτέρυγα της μονής Χιλιανδαρίου υπάρχουν κτίσματα διαφόρων εποχών. Εκεί βρίσκεται το κελλί του Αγίου Συμεών 12ου αιώνα, ο πύργος του Αγίου Σάββα 13ου αιώνα, το παρεκκλήσι των αγίων Αρχαγγέλων 14ου αιώνα, αυτοτελές τμήμα του 1598 με κελλιά μοναχών, τo νέο σκευοφυλάκιο - εικονοφυλάκιο - βιβλιοθήκη, το κωδωνοστάσιο, το παλιό νοσοκομείο 17ου αιώνα, αποθηκευτικοί χώροι, καθώς και η είσοδος της. Στην δυτική πτέρυγα βρίσκονται η Τράπεζα, το παλιό ηγουμενείο, το συνοδικό, το κονάκι με τα παρεκκλήσια του Αγίου Δημητρίου, 16ου αιώνα και του Αγίου Σάββα, 18ου αιώνα, καθώς και κελλιά μοναχών. Στη βορειοδυτική πτέρυγα, αρχών 19ου αιώνα, βρίσκεται το νέο αρχονταρίκι της μονής στη θέση του παλιού συνοδικού της, το νέο ηγουμενείο, οι ξενώνες και κελλιά μοναχών. Τέλος στην νότια πτέρυγα, βρίσκεται ο παλιός πύργος του Αγίου Γεωργίου, νεότερος επίσης πύργος 18ου αιώνα και κελλιά μοναχών.
Τα κελλιά των μοναχών βρίσκονται διασκορπισμένα σε όλες τις πτέρυγες της Μονής Χιλιανδαρίου. Στην ανατολική πτέρυγα βρίσκονται στον πρώτο, δεύτερο και τρίτο όροφο. Στην νότια ανακατασκευασθείσα πτέρυγα στον δεύτερο όροφο. Στη δυτική πτέρυγα υπάρχουν επίσης κελλιά στον πρώτο και δεύτερο όροφο. Τέλος κελλιά υπάρχουν στους δύο τελευταίους ορόφους της παλιάς ανατολικής πτέρυγας, τα οποία διατηρούνται από το 1598, εποχή που η μονή ήταν ιδιόρρυθμη.
Τα κελλιά αυτά χαρακτηρίζονται από την ευρυχωρία τους σε μορφή διαμερίσματος, όπου έμενε ο γέροντας με τους δόκιμους μοναχούς.
Το παλιό συνοδικό, σε μορφή μεγάλου και ευρύχωρου διαδρόμου, βρίσκεται στον δεύτερο όροφο της βορειοδυτικής πτέρυγας της Μονής Χιλιανδαρίου. Αποτελεί λειτουργικό τμήμα του νέου ξενώνα και οι διάδρομοί του κοσμούνται με σύγχρονα και παραδοσιακά έργα Σέρβων καλλιτεχνών. Το ηγουμενείο μαζί με τα γραφεία, βρίσκονται στο ισόγειο μαζί με το νέο Αρχονταρίκι της μονής.
Το Αρχονταρίκι βρίσκεται στη βορειοδυτική πτέρυγα του μοναστηριού της οποίας η ανέγερση ολοκληρώθηκε το 1821. Στο ισόγειο υπάρχει χώρος υποδοχής ενώ ο πρώτος και δεύτερος όροφος χρησιμοποιούνται για την φιλοξενία των επισκεπτών του μοναστηριού. Στους τοίχους είναι αναρτημένες οι μορφές των Σέρβων πατριωτών και των Ελλήνων αγωνιστών του 1821.
Η Μονή Xιλιανδαρίου διέθετε νοσοκομείο που βρισκόταν στην ΝΑ γωνία της. Σήμερα οργανώνει στο βόρειο άκρο της ανατολικής πτέρυγας εξοπλισμένο ιατρείο, οδοντιατρείο και φαρμακείο. Επίσης διαθέτει εργαστήριο συντήρησης εικόνων, βιβλίων και λοιπών κειμηλίων. Σε αυτοτελές εσωτερικό οίκημα του εκκλησιάρχη, διαθέτει παρασκευαστήριο θυμιάματος, κηροπολαστείο και προσφοριό. Τέλος διαθέτει πολλούς αποθηκευτικούς χώρους σε όλες τις πτέρυγές της.
To σκευοφυλάκιο βρίσκεται στο πρώτο και δεύτερο όροφο της ανατολικής πτέρυγας της Μονής Χιλιανδαρίου. Το τμήμα αυτό ανασκευάστηκε ειδικά για στεγάσει και το εικονοφυλάκιο και τη βιβλιοθήκη. Το μοναστήρι θεωρείται πλούσιο από πλευράς κειμηλίων. Αξιολογώτερα κειμήλια αποτελούν δύο σταυροί με Τίμιο Ξύλο δώρα του αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη, μέρος του ακάνθινου στεφάνου, του καλάμου και του σάβανου του Χριστού. Τα παραπετάσματα της Ευφημίας του 1399, και της Αναστασίας του 1566. Πολύτιμοι λίθοι με παραστάσεις του Χριστού, της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου. Το περίφημο δίπτυχο με τις 24 μικρογραφίες, ένα τρίπτυχο του έτους 1548. Βημόθυρο με την παράσταση του Ευαγγελισμού, έργο του ζωγράφου Μητροφάνοβιτς από το 1616. Ένα ποτήρι του ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν απο ελεφαντοστούν. Η ποιμαντορική ράβδος του Συνέσιου Ζίγκοβιτς του 1757, πολλά άμφια και λειτουργικά σκεύη, νομίσματα, λειψανοθήκες με λείψανα Αγίων.
To εικονοφυλάκιο της Μονής Χιλιανδαρίου βρίσκεται στην Ανατολική πτέρυγα της μονής στο δεύτερο όροφο σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Περιλαμβάνει μια συλλογή από φορητές εικόνες, πολλές από τις οποίες προέρχονται από τη βυζαντινή εποχή και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Από τις σπουδαιότερες είναι δύο εικόνες της Θεοτόκου Οδηγήτριας εκ των οποίων μία ψηφιδωτή του 12ου αιώνα και η άλλη του 13ου αιώνα, του Χριστού, των Ευαγγελιστών, των Εισοδίων της Θεοτόκου, των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του Τιμίου Προδρόμου, των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, των πέντε Μαρτύρων και του Αγίου Παντελεήμονος, 13ου αιώνα. Στον πρώτο όροφο έχει διαμορφωθεί από την Μονή ειδικός χώρος συντήρησης εικόνων.
Η βιβλιοθήκη των χειρογράφων στεγάζεται στην ανατολική πτέρυγα, όπου και το σκευοφυλάκιο και εικονοφυλάκειο του μοναστηριού. Περιέχει 990 κώδικες από τους οποίους 181 ελληνικοί και 809 σλαβικοί. Σαράντα επτά από τους κώδικες αυτούς είναι περγαμηνοί και όλοι οι άλλοι χάρτινοι. Επί πλέον περιλαμβάνει και 7 ελληνικά ειλητάρια και 5 σλαβικά. Η διακόσμηση των εικονογραφημένων χειρογράφων περιορίζεται κυρίως σε επίτιτλα και αρχικά γράμματα όπως κώδικας 531 του έτους 1677. Ξεχωρίζει για την εικονογράφησή του κώδικας του 16ου αιώνα που απεικονίζει τον βίο του Ιωσήφ.
Στην βιβλιοθήκη των εντύπων βιβλίων που βρίσκεται στη νότια πτέρυγα και κάτω από το συνοδικό του μοναστηριού, είναι τακτοποιημένα τα νεότερα βιβλία. Ξεπερνούν τις 20.000 τα ελληνικά και τις 4.000 τα σλαβικά βιβλία. Τέλος, ανάμεσα στους πολύτιμους θησαυρούς του μοναστηριού συγκαταλέγεται το αρχείο της Μονήςπου περιλαμβάνει περισσότερα από 400 έγγραφα. Από αυτά τα 165 είναι βυζαντινά ελληνικά χρυσόβουλα, 160 σερβικά, 9 ρωσικά, 2 βουλγαρικά, 31 μολδοβλαχικά και 70 τουρκικά φερμάνια και βεράτια. Στα έγγραφα αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα ιδρυτικά χρυσόβουλλα του μοναστηριού.
Κτίσματα: Στα περιβάλλοντα κτίσματα της μονής Χιλιανδαρίου περιλαμβάνονται ο κοιμητηριακός ναός του Ευαγγελισμού, το οίκημα του κηπουρού με το παρεκκλήσι του Αγίου Τρύφωνα, δύο εργατόσπιτα, το παλιό βουρδουναριό, το κιόσκι, ο παλιός νερόμυλος, το συσκευαστήριο μελιού και το οίκημα των μηχανημάτων γεώτρησης. Στην ευρύτερη περιοχή της μονής περιλαμβάνονται ο πύργος του Μιλούτιν, οι δύο αρσανάδες της και τέλος το αξιολογότατο συγκρότημα του Αγίου Βασιλείου στην βόρεια ακτή.
Η Μονή Χιλιανδαρίου έχει την ιδιαιτερότητα να έχει δύο αρσανάδες, επειδή η εδαφική της έκταση αποτελεί εγκάρσια λωρίδα της Αθωνικής χερσονήσου και καταλήγει στις δύο θάλασσες που την περιβρέχουν. Ο αρσανάς προς τον Θρακικό πέλαγος, απέχει 2,5 χιλιόμετρα από την Μονή, παρουσιάζει ενδιαφέρον σαν κτίσμα. Κοντά του διασώζονται και λίγα εργατόσπιτα και το λεγόμενο Καραούλι.
Πύργοι: Στο μέσο των δύο τμημάτων της ανατολικής πτέρυγας της Μονής Χιλιανδαρίου, βρίσκεται ο επιβλητικός πύργος του Αγίου Σάββα, που οριοθετεί το βορειοανατολικό άκρο του αρχικού της περιβόλου. Η ανέγερσή του αποδίδεται στο 1200 στον ιδρυτή της μονής, στον οποίο οφείλει και την ονομασία του. Ανακαινίστηκε στις αρχές του 14ου και στα τέλη του 17ου αιώνα. Στη νότια πτέρυγα της βρίσκεται ο πύργος του Αγίου Γεωργίου καθώς και ένας νεότερος πύργος του 1784.
Στο ενδιάμεσο της απόστασης προς τον αρσανά υπάρχει ο πύργος του Μιλούτιν, εντυπωσιακός αρχιτεκτονικά, που οφείλει το όνομα του, στον Σέρβο βασιλιά που τον έκτισε το 1302. Ψηλός και ισχυρός πύργος έχει στον τελευταίο του όροφο παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης.
Τέλος στο συγκρότημα του Παλιομονάστηρου, κοντά στον αρσανά της μονής, βρίσκεται ο πύργος του Αγίου Βασιλείου που κτίστηκε γύρω στο 1300 επίσης από τον Μιλούτιν. Σήμερα αποτελεί Κάθισμα της μονής.
Η Μονή Χιλιανδαρίου έχει εξαρτήματά της είκοσι έξι κελλιά από τα οποία δύο κοντά στο μοναστήρι και τα υπόλοιπα στις Καρυές. Από τα κελλιά αυτά είναι κατοικήσιμα τα ένδεκα. Εξάρτημά της είναι και το ιστορικό Κάθισμα του Αγίου Βασιλείου πρώην μονύδριο, σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων από την μονή. Τέλος διαθέτει ένα ιστορικώτατο ησυχαστήριο στις Καρυές.
Εξαρτήματα: Η Μονή Χιλιανδρίου έχει εξαρτήματά της είκοσι έξι κελλιά Τα περισσότερα βρίσκονται στην περιοχή των Καρυών. Από τα κελλιά αυτά είναι κατοικήσιμα μόνο τα έντεκα.
Κοντά στη μονή βρίσκεται το κελλί της Αγίας Τριάδος. Σ΄ αυτό μετά από ανασκαφή ανευρέθησαν τμήματα του προγενέστερου κτίσματος με τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, σε μια μικρή κόγχη κάποιου παλαιότερου ναού. Αυτές αποτοιχήθηκαν και εκτίθενται σε χώρο της βιβλιοθήκης της μονής. Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι επίσης το κελλί της Μολυβοκκλησιάς, μισή ώρα βορειοδυτικά των Καρυών, με σπουδαίες τοιχογραφίες Κρητικής σχολής και πολύ αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα στον ναό του Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Το Κάθισμα του Αγίου Βασιλείου ήταν παλιά μοναστήρι, με το όνομα παλιομονάστηρο. Βρίσκεται στον αρσανά της μονής προς την πλευρά του Θρακικού πελάγους. Η ίδρυσή του ανάγεται στο τέλος του 9ου αιώνα και ιδρυτής του ήταν ο μοναχός Βασίλειος μαθητής του Οσίου Ευθυμίου. Είναι κτισμένο σε βραχώδη παραθαλάσσια θέση και έχει έντονο οχυρωματικό χαρακτήρα. Αποτελείται από το κυρίως κτίσμα, το κάστρο και τον πύργο. Αρχικά ήταν γνωστό με την επωνυμία "οχυρό της χρυσής" και στην απόληξή του είχε μικρό ιερό. Άλλοτε προστατευόταν η είσοδός του από τάφρο, ενώ κινητή γέφυρα επέτρεπε την είσοδο στο εσωτερικό του οχυρού. Αυτή την περίοδο είναι ακατοίκητο.
Στις Καρυές η Mονή Χιλιανδαρίου έχει το ιστορικώτερο ίσως Ησυχαστήριο του Αγίου Όρους. Καλείται Τυπικαρειό, όπου ο άγιος Σάββας, σύμφωνα με την παράδοση, έφερε από την Παλαιστίνη τη σωζόμενη ακόμα και σήμερα εικόνα της Θεοτόκου. Λειτουργεί με το δικό του τυπικό από το 1199, που προσδιορίζει και τις προϋποθέσεις μοναχικής διαβίωσης αλλά και τις σχέσεις με την κυρίαρχη μονή.
Η περιγραφή της Μονής αναφέρεται πριν την πυρκαγιά της 4ης Μαρτίου 2004.
Πηγές:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη
Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος
Εγκυκλ. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, Άθως
Ιστοσελίδα της Μονής http://www.hilandar.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά