Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει δύο τυφλοὺς καὶ ἕνα κωφὸν δαιμονιζόμενον. (Ματθ. 9,27—34)
Ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασιν τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Ἰαείρου, ἵνα μεταβῇ εἰς ἄλλην οἰκίαν. «Παράγοντι τῷ Ἰησοῦ ἐκεῖθεν» ἐνῷ ὁ Κύριος ἐπροχώρει ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἠκολούθησεν Αὐτὸν ὄχλος πολύς. Μετὰ τοῦ ὄχλου «ἠκολούθησαν δύο τυφλοὶ» πληροφορηθέντες, ὅτι διέρχεται ὁ Ἰησοῦς. Οἱ τυφλοὶ οὗτοι ὁδηγούμενοι ὑπὸ τοῦ θορύβου τοῦ πλήθους ἠκολούθουν τὸν Ἰησοῦν «κράζοντες καὶ λέγοντες ἐλέησον ἡμᾶς υἱὲ Δαυΐδ». Ὁ κοινὸς πόνος ἥνωσε τὰς καρδίας τῶν τυφλῶν καὶ προσευχόμενοι δὲν λέγουσιν ἐλέησόν με ἀλλὰ «ἐλέησον ἡμᾶς». Τὴν κοινὴν προσευχὴν δὲν παραβλέπει ὁ Κύριος. Οἱ τυφλοὶ οὗτοι ὀνομάζοντες τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ ἀναγνωρίζουσιν Αὐτὸν ὡς Μεσσίαν, διότι θὰ εἶχον ἀκούσει περὶ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς δοκιμάζων τὴν πίστιν των ἀφῆκεν αὐτοὺς νὰ φωνάζουσιν ἄνευ ἀπαντήσεως ἐκ μέρους Του, μέχρις ὅτου ἦλθεν καὶ εἰσῆλθεν εἰς οἶκόν τινα πιθανόν τοῦ Ματθαίου.
«Ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοὶ» προφανῶς, ἵνα ζητήσωσιν θεραπείαν. Ὁ Κύριος λέγει πρὸς αὐτοὺς «πιστεύετε, ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Ἡ ἐρώτησις αὕτη τοῦ Κυρίου ἦτο νέα δοκιμασία τῆς πίστεως τῶν τυφλῶν. Οἱ τυφλοὶ ἀπαντοῦν. «Ναί, Κύριε» πιστεύομεν. Ἡ ἀμοιβὴ τῆς πίστεως των ἦτο ἄμεσος. Ὁ Κύριος, «ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων: κατὰ τὴν πίστιν ἡμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί». Ὁ Κύριος ἵνα διδάξῃ ἀποφυγὴν ἐπιδείξεως καὶ ἀποφύγῃ τὴν ἐκ τοῦ θαύματος τούτου ζηλοτυπίαν τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀρχόντων, ἥτις ζηλοτυπία θὰ ἠμπόδιζε τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας, «ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς» αὐστηρῶς δηλαδὴ ἐτόνισεν εἰς τοὺς θεραπευθέντας τυφλοὺς λέγων «ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω», προσέξατε δηλαδή, ἵνα μὴ μάθῃ τὶς τι. Οἱ τυφλοὶ ὅμως ἀγνοοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀπαγορεύσεως ταύτης τοῦ Κυρίου καὶ ἀσυγκράτητοι εἰς τὴν εὐγνωμοσύνην πρὸς Αὐτὸν «ἐξελθόντες διεφήμισαν Αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ».
«Αὐτῶν δὲ ἐξερχoμένων» ἐκ τῆς οἰκίας «προσήνεγκαν αὐτῷ κωφὸν δαιμονιζόμενον» φέρουσι δηλαδὴ εἰς τὸν Ἰησοῦν κωφάλαλον οὐχὶ ἐκ φυσιολογικῆς παθήσεως, ἀλλ’ ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας. Τὸ δαιμόνιον τοῦτο ἐπιτιμηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἀναχωρεῖ. «Ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφὸς» ὁ κωφάλαλος ὁμιλεῖ καὶ ἀκούει.
«Οἱ ὄχλοι» oἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Ἰησοῦν βλέποντες τὰ θαύματα ταῦτα ἐθαύμασαν λέγοντες˙ οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ˙». Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως φθονοῦντες καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ ἀρνηθῶσι τὸ θαῦμα ἀποδίδουσι τοῦτο εἰς δαιμονικὴν ἐνέργειαν καὶ ἔλεγον «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια». Ὁ Κύριος δὲν φαίνεται ἐδῶ νὰ ἀπήντησεν εἰς τοὺς Φαρισαίους, εἰς ἄλλας ὅμως ὁμοίας πρὸς αὐτὴν περιστάσεις καὶ θεραπείας, ὅπου κατηγόρησαν Αὐτόν, ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια, ἀπήντα διὰ λογικῶν ἐπιχειρημάτων.
Θέμα: Συκοφαντία.
Τὸν Κύριον ὀνομάζουν ἀρχιδιάβολον οἱ Φαρισαῖοι. Ἡ πρᾶξις αὕτη λέγεται συκοφαντία. Οἱ Φαρισαῖοι λοιπὸν συκοφαντοῦν. Ὁ Κύριος συκοφαντεῖται! Θέμα περὶ συκοφαντίας. Οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι συκοφαντοῦν, μᾶς δίδουν τὴν μίαν ὄψιν καὶ ὁ συκοφαντούμενος Κύριος τὴν ἑτέραν. Ἴδωμεν.
1) Συκοφαντεῖς: Οἱ Φαρισαῖοι συκοφαντοῦν, διότι τὸν Θεὸν λέγουν ἀρχιδιάβολον. Ἑπομένως συκοφαντία εἶναι, ὅταν τὸ καλὸν ὀνομάσῃς κακὸν ἤτοι τὴν εὐσέβειαν ὑποκρισίαν, τὴν ἀρετὴν ἀδυναμίαν, τὴν εὐσυνειδησίαν βλακείαν, τὴν ἐπιτυχίαν ἁπλὴν σύμπτωσιν, τὴν προσπάθειαν ἐγωϊσμὸν κ.λ.π. Καὶ συγκεκριμένως. Βλέπεις μίαν κυρίαν, ἡ ὁποία ἀφῆκε τὸν δρόμον τῆς κακίας καὶ ἐπῆρε τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς συσχηματίσασα ἀναλόγως τὴν κόμμωσίν της καὶ τὸ φόρεμα. Ὑποκρισία φωνάζεις! Ἡ Α΄ δεσποινὶς βλέπει τὴν Β΄, ἡ ὁποία παρ’ ὅλην της τὴν πτωχείαν προτιμᾷ νὰ μὴ ἔχῃ τὸν φίλον της ἀγωνιζομένη, καὶ ὀνομάζει ταύτην περιφρονητικῶς ἀνίκανον! Ἡ μεγάλη ἀρετὴ λέγεται ἀνικανότης, ἀδυναμία. Βλέπει ὁ Α΄ τὸν Β ΄ ὑπάλληλον, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ δωροδοκηθῇ καὶ νὰ πατήσῃ τὴν συνείδησίν του. Αὐτὸ εἶναι βλακεία, φωνάζει! Βλέπομεν τὴν ἁγιωτέραν προσπάθειαν καὶ τὴν θεωροῦμεν σατανικώτερον ἐγωϊσμόν, διότι δὲν παίρνει τὴν ἰδικήν μας εὐλογίαν! Βλέπομεν τὴν λαμπροτέραν ἐπιτυχίαν καὶ εἰρωνικῶς λέγομεν «ἔτυχε καὶ ἐπέτυχε». Ὁ ἄκρος ἀριστερὸς ὀνομάζει τὸν πατριώτην προδότην, ὁ ἄκρος δεξιὸς τὸν μὴ θέλοντα ἐκδίκησιν, ἀριστερόν, ἐγκληματίαν.
Τὸ μυστικόν τῆς συκοφαντίας εἶναι βαθὺ καὶ μυστικόν. Ἐλέγχει, διότι ἐλέγχεται. Μάλιστα! Ἐλέγχει συκοφαντοῦσα ἡ νεαρὰ χήρα τὴν εὐσεβῆ νεαρὰν χήραν, διότι ἐλέγχεται ἡ κόμμωσις, τὸ ντύσιμό της ποὺ εἶναι ἄσεμνα ἀπὸ τὰ σεμνὰ ἐνδύματα τῆς εὐσεβοῦς χήρας. Ἐλέγχει ὁ Α΄ ὑπάλληλος τὸν Β΄ τὸν εὐσεβῆ εὐσυνείδητον ὡς βλάκα, διότι ἐλέγχεται ὑπὸ τῆς εὐσυνειδησίας του. Συκοφαντεῖ ἡ Α΄ τὴν Β΄ ὡς ὀπισθοδρομικήν, διότι δὲν ἔχει φίλον. Αὐτὸ γίνεται, διότι ἡ ἐλέγχουσα ἔχει τὸν ἰδικὸν της φίλον καὶ ἐλεγχομένη ὑπὸ τῆς ἄλλης σιωπηρῶς, συκοφαντεῖ, ἐλέγχει ταύτην ἐκφώνως. Συκοφαντεῖ ἄλλος ἄλλον ὡς ἐγωϊστὴν καὶ τὸ ἔργον του ὡς ἁπλῆν σύμπτωσιν, διότι ὄχι μόνον ἐλέγχεται ἀλλὰ καίεται ὑπὸ τῆς ζηλοτυπίας.
Εἴδομεν τὸ βάθος τῆς κακίας τῆς συκοφαντίας! Ἂς ἴδωμεν καὶ τὴν καμουφλαρισμένην ἐπιφάνειαν. Οἱ συκοφαντοῦντες λέγουν˙ Ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρήσῃ. Δὲν τὸ λέγω ἐγὼ αὐτό, ὁ κόσμος τὸ λέγει. Καὶ ὁ Χρυσόστομος ἀπαντᾷ, «τί οὖν λέγεις, εἰ οὐ πιστεύεις ; Τί πιστὸν αὐτὸ ἐργάζῃ τῇ πολλῇ φήμη; Τί διαπορθμεύεις; Ἤκουσας λόγον; Ἐναποθανέτω σοι. Θάρσει! Οὐ μὴ σὲ ῥήξῃ! Πόσα κακὰ ἐντεῦθεν ἐργάζει; Παροργίζεις τὸν Θεόν, λυπεῖς τὸν πλησίον, ὑπεύθυνον σαυτὸν τῇ κολάσει ποιεῖς». Ὄχι μόνον τὸ βάθος, ὄχι μόνον ἡ ἐπιφάνεια τῆς συκοφαντίας δεικνύουν τὴν κακίαν ταύτην ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις. Ὁ Σατανᾶς λέγεται διάβολος, διότι διαβάλλει, συκοφαντεῖ. Ἑπομένως καὶ σύ, ποὺ συκοφαντεῖς, εἶσαι καὶ λέγεσαι διάβολος. Δὲν συκοφαντῶ ἀλλὰ συκοφαντοῦμαι, θὰ εἴπῃς. Ἂς ἴδωμεν.
2) Συκοφαντοῦμαι. Ταράσσομαι! Ταράσσομαι δέ, διότι μοῦ ἐσυκοφάντησε τὸ πολυτιμότερον, τὴν ἠθικήν μου καὶ ἔγινε καὶ πιστευτός. Ἄκουσον! Δὲν εἶναι καιρὸς διὰ ταραχήν, ἀλλὰ διὰ σκέψιν, διὰ φιλοσοφίαν. Πράγματι! Καὶ ἰδοὺ ἡ πρώτη σκέψις ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν στενοχώρια. Στενοχωροῦμαι! Ἔτσι καὶ ὁ ἄλλος στενοχωρεῖται, ὅταν καὶ σὺ καμμιὰ φορά τὸν συκοφαντήσῃς. Ἡ στενοχώρια σου αὐτὴ εἶναι ὁ καλύτερος ἱεροκήρυξ, ὁ συγκινητικώτερος διὰ τὴν ἀποφυγὴν τῆς συκοφαντίας.
Πλὴν αὐτοῦ ποσάκις ἡ συκοφαντία τοῦ ἄλλου πρὸς ἡμᾶς εἶναι ἀντίλαλος τῆς ἰδικῆς μας φωνῆς τῆς συκοφαντίας, ἡ ὁποία ἠχηθεῖσα καὶ ἀντηχηθεῖσα ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς χαράδρας ἐπιστρέφει ἀγνώριστος εἰς τὰ αὐτιά μας ; Μὴ μοῦ λέγεις ὅτι σὺ δὲν ἐσυκοφάντησες, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν χάριν τοῦ Θεοὺ—καὶ πρέπει νὰ ἔχῃ μεγάλην χάριν—να μὴ συκοφαντῇ, θὰ ἔχῃ τὴν χάριν καὶ δύναμιν ὄχι νὰ μὴ συκοφαντῆται, ἀλλὰ νὰ ἠρεμῇ καὶ νὰ φιλοσοφῇ, ὅταν συκοφαντῆται. Ἰδοὺ ἡ πρώτη σκέψις, τὸ πρῶτο μυστικὸ ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἔχῃς γιὰ φυλαχτό.
Ἀλλὰ ἂς ὑποθέσωμεν, ὅτι εἶσαι ἐν τάξει. Δὲν συκοφαντεῖς, ἀλλὰ σὲ συκοφαντοῦν. Ὁ Χρυσόστομος λέγει. «Καὶ τί τοῦτο; τοῦ Θεοῦ ὄντος τοῦ μέλλοντος ἀπαιτεῖν εὐθύνας καὶ οὐκ ἐκείνων τῶν ἀκουσάντων ; Καὶ σὲ μὲν πρὸς ἀνθρώπους διέβαλε, αὐτὸς δὲ πρὸς Θεὸν διεβλήθη. Καὶ ὁ Δεσπότης σου διεβλήθη καὶ ὑπὸ Σατανᾶ καὶ ὑπὸ ἀνθρώπων. Καὶ οὐ διεβλήθη μόνον ἀλλὰ καὶ ἐπιστεύθη. Διέβαλε οὐ τὰ τυχόντα ἀλλὰ τὰ μέγιστα ὀνείδη. Καὶ γὰρ δαιμονιῶντα Αὐτὸν ἐκάλεσαν καὶ πλάνον καὶ ἀντίθεον. Εὐεργετήσας ἔπαθες κακῶς; Δία τοῦτο χαῖρε ὅτι τῷ Θεῷ γέγονας ὅμοιος τῷ ἀνατέλλοντι ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς». Ἰδοὺ τὸ δεύτερον φυλαχτὸ σοὺ˙ Ὁ Κύριός σου διεβλήθη, ἐσυκοφαντήθη. Σὺ τί εἶσαι;
Ἀλλά μοῦ εἶπες, ὅτι σοῦ ἔκαμε μεγάλα κακά. «Ὅσα γὰρ ἂν εἴπῃς τοσούτῳ μᾶλλον δεικνύεις αὐτὸν εὐεργέτην. Ὅρα ὅσα κερδαίνεις πρᾴως τῶν ἐχθρῶν φέρων τὰς ἐπηρείας. Πρῶτον ἁμαρτημάτων ἀπαλλαγήν, δεύτερον καρτερίαν καὶ ὑπομονήν, τρίτον ἡμερότητα καὶ φιλανθρωπίαν. Ὁ γὰρ τοῖς λυποῦσι μὴ ὀργιζόμενος πολλῷ μᾶλλον τοῖς φίλοις ἐπιτήδειος ἔσται. Πρὸς τούτοις αἰδέσιμος ἔσῃ καὶ τοῖς ἐχθροῖς, κἄν δαίμονες ὦσι. Μᾶλλον δὲ οὐδὲ ἐχθρὸν ἕξεις διακείμενος οὕτως. Τὸ δὲ πάντων μεῖζον τὴν τοῦ Θεοῦ κερδανεῖς φιλανθρωπίαν, κἄν ἠμαρτηκώς ᾖ τεύξῃ συγγνώμης, κἄν κατωρθωκώς πλείονα παρρησίαν λήψῃ» δηλαδὴ : ὅσα τυχὸν εἴπῃς, ὅτι σὲ ἐσυκοφάντησε, τόσον περισσότερον ἀναδεικνύεις αὐτὸν εὐεργέτην. Πρόσεξε πόσα κερδίζεις μὲ τὴν πρᾳότητα καὶ μὲ τὸ νὰ ὑπομένῃς τὰς συκοφαντίας τῶν ἐχθρῶν. Πρῶτον κερδίζεις τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα σου, δεύτερον τὴν καρτερίαν καὶ τὴν ὑπομονήν, τρίτον τὴν ἡμερότητα καὶ τὴν φιλανθρωπίαν. Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ὀργίζεται μὲ ἐκείνους, ποὺ τὸν συκοφαντοῦν καὶ στενοχωροῦν, πολὺ περισσότερον φίλος θὰ εἶναι εἰς τοὺς φίλους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ θὰ εἶσαι σεβαστὸς καὶ εἰς τοὺς ἐχθρούς, ἔστω κι’ ἂν εἶναι δαίμονες. Ἤ διὰ νὰ εἴπω καλύτερον οὕτω φερόμενος, δὲν θὰ ἔχῃς ἐχθρόν. Τὸ μεγαλύτερον ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι ὑπομένων τὰς συκοφαντίας θὰ κερδίσῃς τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἂν ἔχῃς ἁμαρτήσῃ, θὰ τύχῃς συγχωρήσεως, ἂν εἶσαι ἐνάρετος, θὰ λάβῃς περισσοτέραν παρρησίαν.
Τρομερὸν παράδειγμα τιμωρίας συκοφαντῶν εἶναι τὸ ἀκόλουθον. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγ. Νάρκισσος εἶχεν ἐξεγείρει καθ’ ἑαυτοῦ τὸ μῖσος τῶν κακῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἤλεγχε πρὸς μετάνοιαν. Τρεῖς ἐξ αὐτῶν τὸν ἐσυκοφάντησαν δι’ ἔγκλημα φοβερὸν καὶ μεθ’ ὅρκου ἐβεβαίωνον τοῦτο. Ὁ μὲν πρῶτος ἔλεγεν˙ «νὰ καῶ, ἂν δὲν εἶναι ἀληθῆ αὐτὰ ποὺ λέγω». Ὁ δεύτερος προσθέτει˙ «Νὰ ἀποθάνω μὲ σκληράν ἀσθένειαν, ἂν ψεύδωμαι» καὶ ὁ τρίτος ἔλεγε «νὰ χάσω τὴν ζωήν μου». Ὅ,τι εἶπαν ἔγινε. Πυρκαγιὰ ἐξερράγη εἰς τὸν οἶκον τοῦ πρώτου καὶ ἐκάη οἰκογενειακῶς, ὁ δεύτερος προσεβλήθη ὑπὸ νόσου καὶ ἀπέθανε καὶ ὁ τρίτος συγκινηθείς ἐκ τῶν δυστυχημάτων τούτων ἔχυσε τόσα δάκρυα, ὥστε ἔχασε τὴν ζωήν του.
Ὥστε δὲν πρέπει νὰ ταράσσεσαι, ὅταν συκοφαντῆσαι, διότι οὔτε μόνος σου εἶσαι, ἔχεις σύντροφον τὸν Θεόν, οὔτε καὶ κακὸν δύναται τις νὰ σοῦ κάμῃ.
Ἰδοὺ πόσον κακόν, εἶναι ὅταν συκοφαντῇς, πόση ἡ ὠφέλεια, ὅταν συκοφαντῆσαι. Προσοχή, λοιπὸν καὶ ὑπομονή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά