Ἀγαπητοί µου ἀδελφοί, Χριστὸς ἀνέστη!
Μὲ ἀναµµένες λαµπάδες καὶ µὲ τὰ πρόσωπα φωτισµένα, ἑορτάζοµε καὶ τοῦτο τὸ ἔτος τὴ θεία ἀνάσταση, πού εἶναι τὸ θαῦµα τῶν θαυµάτων τῆς πίστεώς µας καὶ τὸ µέγιστο ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας. Γιατί ἡ θεία ἀνάσταση εἶναι µαζὶ καὶ ἱστορικὸ γεγονὸς καὶ ἀνερµήνευτο θαῦµα. Ὅταν λέµε ἱστορικὸ γεγονός, ἐννοοῦµε ὅτι συνέβη κάποτε στὴν ἱστορία, πιστοποιήθηκε καὶ βεβαιώθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους, µνηµονεύεται δὲ καὶ µαρτυρεῖται καθὼς ὁποιοδήποτε ἄλλο Ἱστορικὸ γεγονός. Κι ὅταν λέµε θαῦµα, ἐννοοῦµε ὅτι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς συνθῆκες τοῦ κόσµου, δηλαδὴ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο καὶ τὴ νοητικὴ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀκριβῶς θαῦµα, δηλαδὴ ἕνα γεγονὸς ποὺ σέ µᾶς µένει ἀνερµήνευτο καὶ ἄρρητο. Ἀνερµήνευτο θὰ πῆ πὼς τὸ µυαλὸ δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἐξήγηση, καὶ ἄρρητο θὰ πῆ ἡ γλώσσα δὲν ἔχει τρόπο νὰ τὸ ἐκφράση. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἑρµηνεύεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ κηρύσσεται καὶ δὲν ἐρευνᾶται ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ προσκυνεῖται.
Οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἔγιναν µάρτυρες τῆς ἀναστάσεως, βγῆκαν στὸν κόσµο, ὄχι γιὰ νὰ ἐξηγήσουν πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύξουν ὅτι πάντως ἀναστήθηκε. Μαρτυροῦσαν τὸ γεγονός, χωρὶς νὰ ἑρµηνεύουν τὸ πρᾶγµα, καὶ καλοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστέψουν στὸ κήρυγµα τῆς ἀναστάσεως, ποὺ τὸ σφράγισαν µὲ τὸ αἷµα τους, λέγοντας χωρὶς δισταγµὸ καὶ χωρὶς φόβο σὲ κείνους ποὺ τοὺς δίκαζαν καὶ τοὺς ἀπειλοῦσαν ὅτι «οὐ δυνάµεθα ἡµεῖς ἃ εἴδοµεν καὶ ἠκούσαµεν µὴ λαλεῖν».
Ἡ ἀνάσταση λοιπόν, ἐνῶ ἀποδεικνύεται σὰν ἱστορικὸ γεγονός, ἀλλά δὲν ἑρµηνεύεται σὰν θαῦµα. Σὰν ἱστορικὸ γεγονὸς ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ βάση τοῦ κηρύγµατος καὶ τὸ θεµέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία µαρτυρεῖ καὶ ἀποδεικνύει τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως, γιατί ἱστορικὰ εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς τὴν ἀνάσταση, ἐπάνω στὴν ὁποία οἱ Ἀπόστολοι µὲ ἕναν τρόπο πολὺ ἁπλὸ καὶ φυσικό, στήριξαν τὴν ἀξιοπιστία τοῦ κηρύγµατος. «Ὅ ἀκηκόαµεν», γράφει εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «ὅ ἑωράκαµεν τοῖς ὀφθαλµοῖς ἡµῶν, ὅ ἐθεασάµεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡµῶν ἐψηλάφησαν... ἀπαγγέλλοµεν ὑµῖν, ἵνα καὶ ὑµεῖς κοινωνίαν ἔχητε µεθ’ ἡµῶν».
Ἡ ἐπικοινωνία καὶ σχέση µὲ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἡ Ἐκκλησία ἡ ἴδια, σὰν κοινωνία τῶν πιστῶν καὶ σὰν ἀδελφότητα, δὲν γίνεται καὶ δὲν στέκει χωρὶς τὴν πίστη στὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς θείας οἰκονοµίας, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ πιὸ µεγάλο καὶ τὸ σπουδαιότερο εἶναι ἡ ἀνάσταση̒ γιατί, σύµφωνα µὲ τὸν πολὺ ἁπλό καὶ καθαρὸ συλλογισµὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται κενὸν ἄρα τὸ κήρυγµα ἡµῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑµῶν». Κενὸ καὶ χωρὶς περιεχόµενο εἶναι τὸ κήρυγµα τῶν Ἀποστόλων, κενὴ δὲ καὶ χωρὶς περιεχόµενο εἶναι καὶ ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός.
Τὸ κήρυγµα λοιπὸν τῶν Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρξε καὶ δὲν ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι στὴν Ἐκκλησία «σεσοφισµένος µῦθος», ἕνα δηλαδὴ καλοφτιαγµένο παραµύθι, οὔτε καὶ κάποια φιλοσοφικὴ θεωρία ἡ ἰδεολογία, ἄλλα ἕνα συγκεκριµένο ἱστορικὸ γεγονός, ἡ ἀνάσταση δηλαδὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ τὸ ποῦµε ἀκόµα πιὸ σωστὰ καὶ µὲ περισσότερη ἀκρίβεια, ἕνα πρόσωπο καὶ ἕνα γεγονός, ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ ἀνάσταση, τὰ δυὸ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἦλθε στάς Ἀθήνας, συνώψιζε τὸ κήρυγµά του. Γι’ αὐτὸ καὶ κατηγορήθηκε καὶ τὸν εἶπαν σπερµολόγο καὶ ὅτι ἔφερνε στοὺς Ἀθηναίους παράξενες θρησκευτικὲς διδασκαλίες, «ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς». Πρέπει νὰ ποῦµε ἐδῶ πὼς oἱ Ἀθηναῖοι δὲν ἀπίστησαν τόσο στὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τῆς ὁποίας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ αἰτία, ἡ ἐγγύηση καὶ ὁ ἀρραβώνας. Καὶ εἶναι, ἀλήθεια, νὰ ἀπορῆ κανεὶς πῶς οἱ πρόγονοί µας, ποὺ λάτρεψαν τὸ ἀνθρώπινο σῶµα στὴν τέλεια καὶ ἰδανική του µορφή, δὲν µπόρεσαν νὰ ἀνακαλύψουν µέσα στὸ κήρυγµα τοῦ Ἀποστόλου γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴ δικαίωση καὶ τὴν καταξίωση τοῦ ἀνθρώπινου σώµατος.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὰν ἕνα γεγονὸς ποὺ συνέβη στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, ἔχει τόσο µεγάλη ἐπίδραση στὴν ἱστορία τοῦ κόσµου, ὥστε χωρὶς αὐτὸ ὄχι µόνο ἡ µεταβολὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας νὰ µένουν ἀνεξήγητα, ἀλλά καὶ ἡ ἄλλη ἀναντίρρητη µεταβολὴ ποὺ ἔγινε στὸν κόσµο. Ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ δύο, ὅταν ἐπιχειρῆ νὰ τὰ ἐξηγήση, προσκρούει καὶ θρυµµατίζεται ἡ ὀρθολογιζόµενη ἀνθρώπινη σκέψη καὶ ἡ ἐπιστηµονικὴ ἔρευνα, ποὺ προκαταβολικὰ ἀρνοῦνται τὸ θαῦµα.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σὰν ἱστορικὸ γεγονὸς ἔχει τὰ τεκµήρια του, ποὺ εἶναι τῆς ἴδιας ἀποδεικτικῆς ἀξίας, ὅπως καὶ τὰ τεκµήρια κάθε ἄλλου γεγονότος τῆς ἱστορίας, σὲ κείµενα, σὲ µνηµεῖα καὶ σὲ ἀποτελέσµατα γιὰ τὸ βίο τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα µετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκµηρίοις», ἐπὶ σαράντα ἡµέρες ποὺ ἐµφανιζότανε στοὺς Ἀποστόλους, καὶ δεχότανε νὰ τὸν ψηλαφήσουν, καὶ µιλοῦσε µαζί τους, καὶ ἔτρωγε µαζί τους, καὶ ὡδοιποροῦσε µαζί τους, καὶ τοὺς ἐδίδασκε, ὥστε ἐκεῖνοι νὰ αἰσθάνωνται τόσο ζωντανὴ τὴν παρουσία του καὶ νὰ καίωνται οἱ καρδιές τους. Ποιὸς εἶδε, ποιὸς ἄκουσε ποτὲ ἕνας πεθαµένος ἄνθρωπος νὰ ἔχη τόση ἐπιρροὴ στοὺς ζωντανούς, νὰ ὁπλίζη µὲ τόση σοφία καὶ δύναµη δώδεκα ἀγράµµατους καὶ δειλοὺς ἀνθρώπους: «Μεγίστη γὰρ ὄντως», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, «µεγίστη τῆς ἀναστάσεως ἀπόδειξις τὸ τὸν σφαγέντα Χριστὸν τοσαύτην µετὰ θάνατον ἐπιδείξασθαι δύναµιν, ὡς τοὺς ζῶντας ἀνθρώπους πεῖσαι καὶ πατρίδος καὶ οἰκίας καὶ φίλων καὶ συγγενῶν καὶ αὐτῆς ὑπεριδεῖν τῆς ζωῆς ὑπὲρ τῆς εἰς αὐτὸν ὁµολογίας, καὶ µάστιγας καὶ κινδύνους καὶ θάνατον ἀντὶ τῶν παρόντων ἡδέων ἑλέσθαι. Ταῦτα γὰρ οὐχὶ νεκροῦ τινος, οὐδὲ ἐπὶ τῷ τάφῳ µείναντος, ἀλλ’ ἀναστάντος καὶ ζῶντος ἦν τὰ κατορθώµατα». Ἡ πιὸ µεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως εἶναι λοιπὸν ἡ µεταστροφὴ τῶν ψαράδων σὲ Ἀποστόλους, καὶ µάλιστα τοῦ Σαύλου, ποὺ πρὶν ἦταν διώκτης καὶ πορθητὴς τῆς Ἐκκλησίας κι ὕστερα, ὅταν ἐκλήθη ἀπὸ τὸν ἀναστάντα καὶ δὲν ἔγινε ἀπειθής «τῆ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ», ἐβάστασε τὸ ὄνοµα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων».
Οἱ Ἀπόστολοι, ὕστερα ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, «µεγάλῃ δυνάµει ἀπεδίδουν τὸ µαρτύριον τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἐδῶ τὸ σηµεῖο ποὺ ἡ ἀνάσταση διασκελίζει τὰ ὅρια τοῦ φυσικοῦ κόσµου καὶ παύει νὰ εἶναι µόνο ἕνα ἱστορικὸ γεγονός• εἰσέρχεται στὸν ὑπερφυσικὸ χῶρο τῆς πίστεως καὶ εἶναι τὸ θαῦµα τῶν θαυµάτων. Ὁ λόγος τώρα γιὰ τὴν ἀνάσταση δὲν εἶναι ἱστορία, ἀλλά µαρτυρία, δὲν εἶναι µνήµη, ἀλλά δύναµη• δὲν εἶναι γνώση, ἀλλά ζωή. Ὄχι πὼς ἡ ἀνάσταση εἶναι τὸ γεγονὸς τοῦ κόσµου, ποὺ ἁπλώθηκε κι ἔγινε τὸ θαῦµα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ ἀνάσταση εἶναι τὸ θαῦµα τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαµήλωσε κι ἔγινε τὸ γεγονὸς τοῦ κόσµου. Ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ προβαίνει στὸν κόσµο καὶ µπαίνει στὴν ἱστορία, νικᾶ τὸ θάνατο καὶ ἀνασταίνει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀνάσταση σὰν θαῦµα δὲν εἶναι τώρα τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει µόνο τὴν ἀνθρώπινη νοητικὴ ἀντίληψη, ἀλλὰ εἶναι ἡ πνευµατικὴ πραγµατικότητα καὶ δύναµη µέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἐξαιτίας της οἱ πιστοὶ εἶναι πιὰ αἰχµάλωτοι καὶ δέσµιοι στὴν ἀθανασία, καθὼς ὁ Ἴδιος ὁ ἀναστάς τὸ βεβαιώνει• «οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται. Ἰσάγγελοι γὰρ εἰσι καὶ υἱοὶ εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες». Νὰ πῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος µιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὴ δύναµη τῆς ἀναστάσεως• «...τὰ πάντα ἡγοῦµαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω... τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναµιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ». Νὰ καὶ ἕνας σύγχρονός µας ὁµολογητὴς πῶς µαρτυράει γιὰ τὴ δύναµη τῆς ἀναστάσεως µέσα στὸν ἄνθρωπο. «Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τὸν Θεὸν εἰς θάνατον, ὁ Θεὸς ὅµως διὰ τῆς ἀναστάσεώς του καταδικάζει τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν».
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὄχι µόνο σὰν ἱστορικὸ γεγονὸς στὴ χρονικὴ διάσταση τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ καὶ σὰν θαῦµα, ποὺ ἐπαναλαµβάνεται καὶ βιώνεται µέσα στοὺς πιστούς, εἶναι ἡ ἀνακαινιστικὴ καὶ ζωοποιὸς δύναµη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πάντα νέο µήνυµα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἀδιάκοπος ὕµνος τῆς θείας λατρείας. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται σὲ µία διαρκῆ στάση λατρείας καὶ σὲ µία συνεχῆ ὑµνωδία µπροστὰ στὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως» εἶναι ἡ µαρτυρία τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Δικαίων, ἡ δικαίωση τοῦ ἀγώνα των καὶ ἡ καταξίωση τοῦ µαρτυρίου των, ποὺ εἶναι µαρτύριο αἵµατος καὶ µαρτύριο συνειδήσεως. Οἱ Ἀπόστολοι πρὸς τὸ βράδυ τῆς «µιᾶς σαββάτων» ἐβεβαίωναν ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως»• ὁ κόσµος πίστεψε στὸ θαῦµα καὶ πείσθηκε γιὰ τὸ γεγονός, καὶ µέσα στὴν πίστη καὶ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ξαναγεννήθηκε. «Χριστὸς ἀνέστη!» ἀναβοᾶ ἡ Ἐκκλησία, καὶ οἱ αἰῶνες ἀντιβοοῦν «Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος!».
Τὸ ἀνέσπερο φῶς, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τῆς θείας ἀναστάσεως, νὰ εἶναι µαζὶ µὲ ὅλους σας, ἀδελφοί. Ἀµήν.
Ἱερὸ Ἐπισκοπεῖο τῆς Κοζάνης
στίς 22 Ἀπριλίου 1979
(†) Ὁ Σερβίων καὶ Κοζάνης ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
Μὲ ἀναµµένες λαµπάδες καὶ µὲ τὰ πρόσωπα φωτισµένα, ἑορτάζοµε καὶ τοῦτο τὸ ἔτος τὴ θεία ἀνάσταση, πού εἶναι τὸ θαῦµα τῶν θαυµάτων τῆς πίστεώς µας καὶ τὸ µέγιστο ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας. Γιατί ἡ θεία ἀνάσταση εἶναι µαζὶ καὶ ἱστορικὸ γεγονὸς καὶ ἀνερµήνευτο θαῦµα. Ὅταν λέµε ἱστορικὸ γεγονός, ἐννοοῦµε ὅτι συνέβη κάποτε στὴν ἱστορία, πιστοποιήθηκε καὶ βεβαιώθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους, µνηµονεύεται δὲ καὶ µαρτυρεῖται καθὼς ὁποιοδήποτε ἄλλο Ἱστορικὸ γεγονός. Κι ὅταν λέµε θαῦµα, ἐννοοῦµε ὅτι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς συνθῆκες τοῦ κόσµου, δηλαδὴ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο καὶ τὴ νοητικὴ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀκριβῶς θαῦµα, δηλαδὴ ἕνα γεγονὸς ποὺ σέ µᾶς µένει ἀνερµήνευτο καὶ ἄρρητο. Ἀνερµήνευτο θὰ πῆ πὼς τὸ µυαλὸ δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἐξήγηση, καὶ ἄρρητο θὰ πῆ ἡ γλώσσα δὲν ἔχει τρόπο νὰ τὸ ἐκφράση. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἑρµηνεύεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ κηρύσσεται καὶ δὲν ἐρευνᾶται ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ προσκυνεῖται.
Οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἔγιναν µάρτυρες τῆς ἀναστάσεως, βγῆκαν στὸν κόσµο, ὄχι γιὰ νὰ ἐξηγήσουν πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύξουν ὅτι πάντως ἀναστήθηκε. Μαρτυροῦσαν τὸ γεγονός, χωρὶς νὰ ἑρµηνεύουν τὸ πρᾶγµα, καὶ καλοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστέψουν στὸ κήρυγµα τῆς ἀναστάσεως, ποὺ τὸ σφράγισαν µὲ τὸ αἷµα τους, λέγοντας χωρὶς δισταγµὸ καὶ χωρὶς φόβο σὲ κείνους ποὺ τοὺς δίκαζαν καὶ τοὺς ἀπειλοῦσαν ὅτι «οὐ δυνάµεθα ἡµεῖς ἃ εἴδοµεν καὶ ἠκούσαµεν µὴ λαλεῖν».
Ἡ ἀνάσταση λοιπόν, ἐνῶ ἀποδεικνύεται σὰν ἱστορικὸ γεγονός, ἀλλά δὲν ἑρµηνεύεται σὰν θαῦµα. Σὰν ἱστορικὸ γεγονὸς ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ βάση τοῦ κηρύγµατος καὶ τὸ θεµέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία µαρτυρεῖ καὶ ἀποδεικνύει τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως, γιατί ἱστορικὰ εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς τὴν ἀνάσταση, ἐπάνω στὴν ὁποία οἱ Ἀπόστολοι µὲ ἕναν τρόπο πολὺ ἁπλὸ καὶ φυσικό, στήριξαν τὴν ἀξιοπιστία τοῦ κηρύγµατος. «Ὅ ἀκηκόαµεν», γράφει εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «ὅ ἑωράκαµεν τοῖς ὀφθαλµοῖς ἡµῶν, ὅ ἐθεασάµεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡµῶν ἐψηλάφησαν... ἀπαγγέλλοµεν ὑµῖν, ἵνα καὶ ὑµεῖς κοινωνίαν ἔχητε µεθ’ ἡµῶν».
Ἡ ἐπικοινωνία καὶ σχέση µὲ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἡ Ἐκκλησία ἡ ἴδια, σὰν κοινωνία τῶν πιστῶν καὶ σὰν ἀδελφότητα, δὲν γίνεται καὶ δὲν στέκει χωρὶς τὴν πίστη στὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς θείας οἰκονοµίας, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ πιὸ µεγάλο καὶ τὸ σπουδαιότερο εἶναι ἡ ἀνάσταση̒ γιατί, σύµφωνα µὲ τὸν πολὺ ἁπλό καὶ καθαρὸ συλλογισµὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται κενὸν ἄρα τὸ κήρυγµα ἡµῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑµῶν». Κενὸ καὶ χωρὶς περιεχόµενο εἶναι τὸ κήρυγµα τῶν Ἀποστόλων, κενὴ δὲ καὶ χωρὶς περιεχόµενο εἶναι καὶ ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός.
Τὸ κήρυγµα λοιπὸν τῶν Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρξε καὶ δὲν ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι στὴν Ἐκκλησία «σεσοφισµένος µῦθος», ἕνα δηλαδὴ καλοφτιαγµένο παραµύθι, οὔτε καὶ κάποια φιλοσοφικὴ θεωρία ἡ ἰδεολογία, ἄλλα ἕνα συγκεκριµένο ἱστορικὸ γεγονός, ἡ ἀνάσταση δηλαδὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ τὸ ποῦµε ἀκόµα πιὸ σωστὰ καὶ µὲ περισσότερη ἀκρίβεια, ἕνα πρόσωπο καὶ ἕνα γεγονός, ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ ἀνάσταση, τὰ δυὸ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἦλθε στάς Ἀθήνας, συνώψιζε τὸ κήρυγµά του. Γι’ αὐτὸ καὶ κατηγορήθηκε καὶ τὸν εἶπαν σπερµολόγο καὶ ὅτι ἔφερνε στοὺς Ἀθηναίους παράξενες θρησκευτικὲς διδασκαλίες, «ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς». Πρέπει νὰ ποῦµε ἐδῶ πὼς oἱ Ἀθηναῖοι δὲν ἀπίστησαν τόσο στὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τῆς ὁποίας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ αἰτία, ἡ ἐγγύηση καὶ ὁ ἀρραβώνας. Καὶ εἶναι, ἀλήθεια, νὰ ἀπορῆ κανεὶς πῶς οἱ πρόγονοί µας, ποὺ λάτρεψαν τὸ ἀνθρώπινο σῶµα στὴν τέλεια καὶ ἰδανική του µορφή, δὲν µπόρεσαν νὰ ἀνακαλύψουν µέσα στὸ κήρυγµα τοῦ Ἀποστόλου γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴ δικαίωση καὶ τὴν καταξίωση τοῦ ἀνθρώπινου σώµατος.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὰν ἕνα γεγονὸς ποὺ συνέβη στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, ἔχει τόσο µεγάλη ἐπίδραση στὴν ἱστορία τοῦ κόσµου, ὥστε χωρὶς αὐτὸ ὄχι µόνο ἡ µεταβολὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας νὰ µένουν ἀνεξήγητα, ἀλλά καὶ ἡ ἄλλη ἀναντίρρητη µεταβολὴ ποὺ ἔγινε στὸν κόσµο. Ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ δύο, ὅταν ἐπιχειρῆ νὰ τὰ ἐξηγήση, προσκρούει καὶ θρυµµατίζεται ἡ ὀρθολογιζόµενη ἀνθρώπινη σκέψη καὶ ἡ ἐπιστηµονικὴ ἔρευνα, ποὺ προκαταβολικὰ ἀρνοῦνται τὸ θαῦµα.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σὰν ἱστορικὸ γεγονὸς ἔχει τὰ τεκµήρια του, ποὺ εἶναι τῆς ἴδιας ἀποδεικτικῆς ἀξίας, ὅπως καὶ τὰ τεκµήρια κάθε ἄλλου γεγονότος τῆς ἱστορίας, σὲ κείµενα, σὲ µνηµεῖα καὶ σὲ ἀποτελέσµατα γιὰ τὸ βίο τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα µετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκµηρίοις», ἐπὶ σαράντα ἡµέρες ποὺ ἐµφανιζότανε στοὺς Ἀποστόλους, καὶ δεχότανε νὰ τὸν ψηλαφήσουν, καὶ µιλοῦσε µαζί τους, καὶ ἔτρωγε µαζί τους, καὶ ὡδοιποροῦσε µαζί τους, καὶ τοὺς ἐδίδασκε, ὥστε ἐκεῖνοι νὰ αἰσθάνωνται τόσο ζωντανὴ τὴν παρουσία του καὶ νὰ καίωνται οἱ καρδιές τους. Ποιὸς εἶδε, ποιὸς ἄκουσε ποτὲ ἕνας πεθαµένος ἄνθρωπος νὰ ἔχη τόση ἐπιρροὴ στοὺς ζωντανούς, νὰ ὁπλίζη µὲ τόση σοφία καὶ δύναµη δώδεκα ἀγράµµατους καὶ δειλοὺς ἀνθρώπους: «Μεγίστη γὰρ ὄντως», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, «µεγίστη τῆς ἀναστάσεως ἀπόδειξις τὸ τὸν σφαγέντα Χριστὸν τοσαύτην µετὰ θάνατον ἐπιδείξασθαι δύναµιν, ὡς τοὺς ζῶντας ἀνθρώπους πεῖσαι καὶ πατρίδος καὶ οἰκίας καὶ φίλων καὶ συγγενῶν καὶ αὐτῆς ὑπεριδεῖν τῆς ζωῆς ὑπὲρ τῆς εἰς αὐτὸν ὁµολογίας, καὶ µάστιγας καὶ κινδύνους καὶ θάνατον ἀντὶ τῶν παρόντων ἡδέων ἑλέσθαι. Ταῦτα γὰρ οὐχὶ νεκροῦ τινος, οὐδὲ ἐπὶ τῷ τάφῳ µείναντος, ἀλλ’ ἀναστάντος καὶ ζῶντος ἦν τὰ κατορθώµατα». Ἡ πιὸ µεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως εἶναι λοιπὸν ἡ µεταστροφὴ τῶν ψαράδων σὲ Ἀποστόλους, καὶ µάλιστα τοῦ Σαύλου, ποὺ πρὶν ἦταν διώκτης καὶ πορθητὴς τῆς Ἐκκλησίας κι ὕστερα, ὅταν ἐκλήθη ἀπὸ τὸν ἀναστάντα καὶ δὲν ἔγινε ἀπειθής «τῆ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ», ἐβάστασε τὸ ὄνοµα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων».
Οἱ Ἀπόστολοι, ὕστερα ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, «µεγάλῃ δυνάµει ἀπεδίδουν τὸ µαρτύριον τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἐδῶ τὸ σηµεῖο ποὺ ἡ ἀνάσταση διασκελίζει τὰ ὅρια τοῦ φυσικοῦ κόσµου καὶ παύει νὰ εἶναι µόνο ἕνα ἱστορικὸ γεγονός• εἰσέρχεται στὸν ὑπερφυσικὸ χῶρο τῆς πίστεως καὶ εἶναι τὸ θαῦµα τῶν θαυµάτων. Ὁ λόγος τώρα γιὰ τὴν ἀνάσταση δὲν εἶναι ἱστορία, ἀλλά µαρτυρία, δὲν εἶναι µνήµη, ἀλλά δύναµη• δὲν εἶναι γνώση, ἀλλά ζωή. Ὄχι πὼς ἡ ἀνάσταση εἶναι τὸ γεγονὸς τοῦ κόσµου, ποὺ ἁπλώθηκε κι ἔγινε τὸ θαῦµα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ ἀνάσταση εἶναι τὸ θαῦµα τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαµήλωσε κι ἔγινε τὸ γεγονὸς τοῦ κόσµου. Ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ προβαίνει στὸν κόσµο καὶ µπαίνει στὴν ἱστορία, νικᾶ τὸ θάνατο καὶ ἀνασταίνει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀνάσταση σὰν θαῦµα δὲν εἶναι τώρα τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει µόνο τὴν ἀνθρώπινη νοητικὴ ἀντίληψη, ἀλλὰ εἶναι ἡ πνευµατικὴ πραγµατικότητα καὶ δύναµη µέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἐξαιτίας της οἱ πιστοὶ εἶναι πιὰ αἰχµάλωτοι καὶ δέσµιοι στὴν ἀθανασία, καθὼς ὁ Ἴδιος ὁ ἀναστάς τὸ βεβαιώνει• «οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται. Ἰσάγγελοι γὰρ εἰσι καὶ υἱοὶ εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες». Νὰ πῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος µιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὴ δύναµη τῆς ἀναστάσεως• «...τὰ πάντα ἡγοῦµαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω... τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναµιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ». Νὰ καὶ ἕνας σύγχρονός µας ὁµολογητὴς πῶς µαρτυράει γιὰ τὴ δύναµη τῆς ἀναστάσεως µέσα στὸν ἄνθρωπο. «Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τὸν Θεὸν εἰς θάνατον, ὁ Θεὸς ὅµως διὰ τῆς ἀναστάσεώς του καταδικάζει τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν».
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὄχι µόνο σὰν ἱστορικὸ γεγονὸς στὴ χρονικὴ διάσταση τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ καὶ σὰν θαῦµα, ποὺ ἐπαναλαµβάνεται καὶ βιώνεται µέσα στοὺς πιστούς, εἶναι ἡ ἀνακαινιστικὴ καὶ ζωοποιὸς δύναµη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πάντα νέο µήνυµα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἀδιάκοπος ὕµνος τῆς θείας λατρείας. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται σὲ µία διαρκῆ στάση λατρείας καὶ σὲ µία συνεχῆ ὑµνωδία µπροστὰ στὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως» εἶναι ἡ µαρτυρία τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Δικαίων, ἡ δικαίωση τοῦ ἀγώνα των καὶ ἡ καταξίωση τοῦ µαρτυρίου των, ποὺ εἶναι µαρτύριο αἵµατος καὶ µαρτύριο συνειδήσεως. Οἱ Ἀπόστολοι πρὸς τὸ βράδυ τῆς «µιᾶς σαββάτων» ἐβεβαίωναν ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως»• ὁ κόσµος πίστεψε στὸ θαῦµα καὶ πείσθηκε γιὰ τὸ γεγονός, καὶ µέσα στὴν πίστη καὶ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ξαναγεννήθηκε. «Χριστὸς ἀνέστη!» ἀναβοᾶ ἡ Ἐκκλησία, καὶ οἱ αἰῶνες ἀντιβοοῦν «Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος!».
Τὸ ἀνέσπερο φῶς, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τῆς θείας ἀναστάσεως, νὰ εἶναι µαζὶ µὲ ὅλους σας, ἀδελφοί. Ἀµήν.
Ἱερὸ Ἐπισκοπεῖο τῆς Κοζάνης
στίς 22 Ἀπριλίου 1979
(†) Ὁ Σερβίων καὶ Κοζάνης ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά