Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 21, 2025

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

 

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας) - εικ.

Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος 
αρχίζει το αόρατο μυστήριο· 
ο ιερέας, λειτουργός της θείας οικονομίας, 
κρατά στα χέρια του τον άρτο της ζωής, 
και τον μεταποιεί σε ένσαρκο σύμβολο 
του Αμνού του Θεού. 


Ο άρτος 
γίνεται κέντρο της κτίσης, 
και γύρω του συναθροίζονται 
ουρανός και γη, 
ζώντες και κεκοιμημένοι, 
άγγελοι και άγιοι.

Κάθε όνομα που ψιθυρίζεται 
ενδύεται αιωνιότητα· 
οι ζώντες λαμβάνουν δωρεά χάριτος, 
ως αόρατη μετάληψη πριν από τη Μετάληψη, 
ενδυνάμωση για τον αγώνα, 
ανάπαυση για την ψυχή που αγωνίζεται, 
δροσιά για την δίψα της ζωής.

Οι κεκοιμημένοι δεν μένουν έξω, 
αλλά εντάσσονται στον κύκλο της Εκκλησίας· 
η μνημόνευση ενώνει την προσευχή της γης 
με την προσδοκία του Ουρανού. 
Σαν δρόσος επάνω στους τάφους, 
η θεία ευσπλαχνία κατέρχεται 
και φωτίζει τα σκοτεινά περάσματα του Άδη.

Εδώ, στην ταπεινή Πρόθεση, 
ξεδιπλώνεται η μυστική κοινωνία των Αγίων. 
Και έπειτα κατά την διάρκεια 
της Θείας Λειτουργίας, 
η Εκκλησία η θριαμβεύουσα 
και η Εκκλησία η στρατευομένη 
συμμετέχουν αόρατα στο ένα ποτήρι. 
«Ἵνα ὦσιν ἕν». 
Όλοι γίνονται ένα. 
Όλα ενώνονται, όλοι συγχωρούνται, 
σε μια κοινωνία μυστική, 
σε ένα Σώμα, 
εκείνου του Χριστού. 


Όταν ο ιερέας λέει 
«Μνήσθητι, Κύριε των δούλων σου…», 
δεν είναι απλή επίκληση· 
είναι ανάβαση ψυχών, 
είναι αποκατάσταση μνήμης, 
μέσα στην αγάπη και στο έλεος του Θεού.

Έτσι, η Πρόθεση 
γίνεται μικρό προσκήνιο 
της αιώνιας Λειτουργίας, 
όπου ο Χριστός είναι 
ο δωρητής και το δώρο, 
και όλοι εμείς —ζώντες και τεθνεώτες— 
γινόμαστε μέτοχοι 
της μίας ανάστασης.

…η Εκκλησία δεν με ξεχνά, 
γιατί με κρατά στην προσευχή της, 
μέσα στο σώμα του Χριστού.

Η βοήθεια είναι αόρατη 
μα αληθινή· 
είναι παρηγοριά, 
είναι ενίσχυση, 
είναι συγχώρηση, 
που κατακλύζει την ζωή μου, 
είτε βρίσκομαι στη γη 
είτε έχω περάσει 
από το μυστήριο του θανάτου, 
στην όντως ζωή, 
όπου εκεί όλα βιώνονται αλλιώς 
και όλα κατανοούνται αληθινά.

Η Αγία Πρόθεση 
είναι ο τόπος όπου το όνομά μου 
δεν χάνεται, 



αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας) - εικ.


Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος 

αρχίζει το αόρατο μυστήριο· 

ο ιερέας, λειτουργός της θείας οικονομίας, 

κρατά στα χέρια του τον άρτο της ζωής, 

και τον μεταποιεί σε ένσαρκο σύμβολο 

του Αμνού του Θεού. 


Ο άρτος 

γίνεται κέντρο της κτίσης, 

και γύρω του συναθροίζονται 

ουρανός και γη, 

ζώντες και κεκοιμημένοι, 

άγγελοι και άγιοι.


Κάθε όνομα που ψιθυρίζεται 

ενδύεται αιωνιότητα· 

οι ζώντες λαμβάνουν δωρεά χάριτος, 

ως αόρατη μετάληψη πριν από τη Μετάληψη, 

ενδυνάμωση για τον αγώνα, 

ανάπαυση για την ψυχή που αγωνίζεται, 

δροσιά για την δίψα της ζωής.


Οι κεκοιμημένοι δεν μένουν έξω, 

αλλά εντάσσονται στον κύκλο της Εκκλησίας· 

η μνημόνευση ενώνει την προσευχή της γης 

με την προσδοκία του Ουρανού. 

Σαν δρόσος επάνω στους τάφους, 

η θεία ευσπλαχνία κατέρχεται 

και φωτίζει τα σκοτεινά περάσματα του Άδη.


Εδώ, στην ταπεινή Πρόθεση, 

ξεδιπλώνεται η μυστική κοινωνία των Αγίων. 

Και έπειτα κατά την διάρκεια 

της Θείας Λειτουργίας, 

η Εκκλησία η θριαμβεύουσα 

και η Εκκλησία η στρατευομένη 

συμμετέχουν αόρατα στο ένα ποτήρι. 

«Ἵνα ὦσιν ἕν». 

Όλοι γίνονται ένα. 

Όλα ενώνονται, όλοι συγχωρούνται, 

σε μια κοινωνία μυστική, 

σε ένα Σώμα, 

εκείνου του Χριστού. 


Όταν ο ιερέας λέει 

«Μνήσθητι, Κύριε των δούλων σου…», 

δεν είναι απλή επίκληση· 

είναι ανάβαση ψυχών, 

είναι αποκατάσταση μνήμης, 

μέσα στην αγάπη και στο έλεος του Θεού.


Έτσι, η Πρόθεση 

γίνεται μικρό προσκήνιο 

της αιώνιας Λειτουργίας, 

όπου ο Χριστός είναι 

ο δωρητής και το δώρο, 

και όλοι εμείς —ζώντες και τεθνεώτες— 

γινόμαστε μέτοχοι 

της μίας ανάστασης.


…η Εκκλησία δεν με ξεχνά, 

γιατί με κρατά στην προσευχή της, 

μέσα στο σώμα του Χριστού.


Η βοήθεια είναι αόρατη 

μα αληθινή· 

είναι παρηγοριά, 

είναι ενίσχυση, 

είναι συγχώρηση, 

που κατακλύζει την ζωή μου, 

είτε βρίσκομαι στη γη 

είτε έχω περάσει 

από το μυστήριο του θανάτου, 

στην όντως ζωή, 

όπου εκεί όλα βιώνονται αλλιώς 

και όλα κατανοούνται αληθινά.


Η Αγία Πρόθεση 

είναι ο τόπος όπου το όνομά μου 

δεν χάνεται, 

τα βάσανα μου, οι αγωνίες μου, 

τα λάθη και τα πάθη μου, 

οι ελπίδες και τα δάκρυα 

στέκονται ενώπιον του Αμνού· 

κι εκεί, στη θυσία Του, 

στην αυτοπροσφορά Του, 

βρίσκω βοήθεια, 

φωτισμό, 

αποδοχή, 

συγχώρεση, 

βρίσκω σωτηρία. 


τα βάσανα μου, οι αγωνίες μου, 
τα λάθη και τα πάθη μου, 
οι ελπίδες και τα δάκρυα 
στέκονται ενώπιον του Αμνού· 
κι εκεί, στη θυσία Του, 
στην αυτοπροσφορά Του, 
βρίσκω βοήθεια, 
φωτισμό, 
αποδοχή, 
συγχώρεση, 
βρίσκω σωτηρία.

Πηγή

Τρίτη, Απριλίου 22, 2025

Διάλογος Active Member + Ιησού

 

Φωτο από: Φωνή βοώντος αμαρτωλού ιερέως

Καλώς ήρθες, παράξενε, στον τόπο μου

Στίχοι: Active Member
Μουσική: Active Member
Πρώτη εκτέλεση: Active Member

Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή
για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή
και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου,
που έτσι κι αλλιώς ξεσυνερίζεται το κέφι σου.
Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό,
σ' ένα αιώνια ποτισμένο απ' το κρασί καπηλειό,
μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου
που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ' όνειρό μου.
Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου
που 'ναι σα να συνέβη χθες και ορκίσου
αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς
πουθενά να μην την πεις.

«Καλώς ήρθες, ξένε, στο τόπο μου
άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις.
Συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου,
μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής.
Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες,
κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις,
όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ' τις σκιές
σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις».

«Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια, ήμουνα κάπου μακριά,
με φέραν πίσω δυνατές φωνές
και κάποιες τύψεις, που μου είπαν πως εδώ κοντά
έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές».

«Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα
πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς,
από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα
αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς».

«Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα
και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά,
ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα
σ' αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά.
Γι' αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές,
σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω,
μια προσευχή σ' ένα περβόλι με ελιές
δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω».

«Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα
κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής».
«Είναι που μ' έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα
άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ' όνομά μου,
πες αναβάλλεται η γιορτή,
πάω να ξαπλώσω στα καρφιά μου.
Πες τους ο χρόνος πως τρελάθηκε,
δε κάνει στάση Γολγοθά,
πες ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά».

«Μπερδεμένα μου τα λες, αλλά γουστάρω,
πρέπει να σπούδασες την τέχνη του μυαλού
ή σαν κι μένα όταν με πιάνει και σαλτάρω
και πίνω εδώ, με πιάνει αλλού».

«Γι' αυτό και εγώ ήρθα εδώ και σε διάλεξα πιωμένο,
για να μπορέσεις την αλήθεια να τους πεις.
Κάτω από το φως το μέτωπο έχεις ιδρωμένο,
μα το προσέχεις καθαρό, δε θα ντραπείς.
Οι άλλοι παίξανε μαζί μου στους αιώνες
αυτοκράτορα με χρίσανε, με κάναν στρατηγό,
τα απλά μου λόγια τα σκορπίσαν σαν κανόνες
και δεν ήξερα τίποτα εγώ».

«Που με βρήκες εδώ κάτω τι με θες;
Το μυαλό μου δε σαλεύει από κούνια.
Σα να γεννήθηκα μου φαίνεται χτες
ενώ έξω υπάρχουν έξυπνοι μιλιούνια».

«Αυτούς τους είδα, τους άκουσα, τους νιώθει το πετσί μου,
προτιμώ τα καρφιά που με κρατάνε στο σταυρό.
Αυτοί πουλήσαν ακριβά τη γέννησή μου,
αυτοί φυλάνε το σκοτάδι θησαυρό.
Πες στους εχθρούς μου ότι είχαν λόγο καλό
και θα τους σέβομαι γιατί πιο τίμια σταθήκαν.
Όταν με σκοτώναν, κοιτούσαν ουρανό
κι έτσι πρόλαβαν, από εκεί συγχωρεθήκαν».

«Ωραίος, παράξενε φίλε μου, απόψε
για την ανημποριά μου βρήκες σκοπό.
Πάρε μια κούπα, πάρε ψωμί και κόψε,
να τελειώσω το κρασί μου και θα πάω να τους πω:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ' όνομά σου,
θα πω αναβάλλεται η γιορτή,
πας να ξαπλώσεις στα καρφιά σου.
Θα πω ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά,
θα πω ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά».

Πηγή: stixoi.info



Και τώρα τα σχόλιά μας

Το τραγούδι αυτό (το πρωτοείδα σε ορθόδοξο blog εδώ), όπως φαίνεται και στο ΥΤ, είναι πια κάτι σαν προσευχή -κραυγή;- μιας μεγάλης μερίδας νέων, διαφόρων πεποιθήσεων.
Οι στίχοι του διαβάστηκαν αρχές της Σαρακοστής 2011 σε μια απογευματινή συγκέντρωση χριστιανών, σε κάποια ενορία. Το κοινό (αποτελούμενο κυρίως από ηλικιωμένες κυρίες) ένιωσε πολύ έντονα τη δίψα που εκφράζουν και κάποιες κυρίες (εντελώς παραδοσιακές χριστιανές, αυθεντικές όμως, όχι υποκρίτριες - και ποιος είμ' εγώ που θα κρίνω αν ο άλλος "είναι υποκριτής" ή όχι; μήπως μπορώ να κρίνω έγκυρα την αφεντιά μου;) ζήτησαν κι ένα αντίγραφο των στίχων.
Φυσικά, δε χρειάζονται σχόλια, για να καταλάβει κάθε υποψιασμένος χριστιανός (ή μη) πόση ΔΙΨΑ για Χριστό, για αλήθεια και ειλικρίνεια εκφράζει! Βλέποντας τα σχόλια κάτω απ' το βίντεο (στο παραπάνω link), καταλαβαίνεις πόσο απογοητευμένος είναι ο νέος απ' αυτό που νομίζει ότι βλέπει (ή στ' αλήθεια βλέπει) στις εκκλησίες, παπά μου.
Βέβαια, ο blogger που γράφει μέσα σε άλλα πως, τη Μ. Εβδομάδα, "οι παπάδες θα τα πάρουν χοντρά", κάνει λάθος, γιατί ειδικά τη Μ. Εβδομάδα δεν υπάρχει τίποτα που να δίνει ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ οικονομικά οφέλη στους παπάδες. Δεν τα παίρνουν λοιπόν ούτε χοντρά, ούτε... λιανά. Εκτός αν εννοεί ότι "λεφτά στο παγκάρι = ο παπάς κονομάει", πράγμα εντελώς λάθος. Υπάρχουν πολλοί παπάδες που "λένε" - πάντως, παπά μου, ξύπνα, σε σένα μιλάνε.
Μαμά, γιαγιά, γι' αυτό το Χριστό διψάνε τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου, τα παιδιά της γειτονιάς σου. Μπορείς να τους τον προσφέρεις; Με αγάπη, όχι με κηρύγματα... Αν όχι, πάντως να το θυμάσαι όταν θα κάνεις την προσευχή σου και, σε παρακαλώ, να Του πεις κάτι γι' αυτή τη δίψα.
Από μας εδώ, παραπέμπουμε σ' αυτό το post μας και σε μερικούς άλλους "παράξενους" (δηλ. τελείως διαφορετικούς από εμάς τους δήθεν "φυσιολογικούς"), έτσι, σα μια πρόσκληση σε αλήθεια και ειλικρίνεια.

Άλλο παράξενο: Ο "Μπαγάσας" του Νικόλα του Άσιμου (ανάλυση από κάτι παράξενους τύπους).
Ας κοτσάρω και το δικό μας το Νυμφίο (στην αρχή είναι ένας πιο ροκ, αλλά καλός - κι από blog παπά), για να καταλάβει κάθε blogger (ροκάς ή μη, άθεος ή όχι, όποιος νά 'ναι, δε με νοιάζει, καλοδεχούμενος είναι) σε Ποιον Θεό πιστεύουμε και τι αναγνωρίζουμε ως "δόξα" για το Βασιλιά μας και τον εαυτό μας:



Δευτέρα, Απριλίου 21, 2025

Μαρτύριο των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου, Ειρήνης και των συν αυτώ μαρτυρησάντων

 Μαρτύριο των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου, Ειρήνης  και των συν αυτώ μαρτυρησάντων

Στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ, στη Θερμή της Λέσβου, ήταν κτισμένη παλαιότερα η Μονή των Καρυών που καταστράφηκε από τους πειρατές το 1235μ.Χ., όταν Ηγουμένη ήταν η Οσιομάρτυς Ολυμπία. Το μοναστήρι αυτό κτίσθηκε ξανά το 1433 και ως Ηγούμενος ήρθε ο Άγιος Ραφαήλ το 1454. Όμως, τον Σεπτέμβριο του 1462 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Μυτιλήνη και το νησί ολόκληρο. Τον Μάρτιο του 1463, ήρθαν στη Θερμή Τούρκοι φοροσυλλέκτες για το χαράτσι...


 

Σε όσους δεν έβρισκαν πολλά γρόσια, έπαιρναν μικρά παιδιά μέχρι 14 ετών, καθώς και κοπέλες παρθένες, που όμως η απαγωγή μιας εξ αυτών, δυσαρέστησε πολύ ένα παλικάρι που την αγαπούσε και για το λόγο αυτό φόνευσε τον Τούρκο τσοχατζάρη. Ως αντίποινα τότε οι Τούρκοι σκότωναν ασκαρδαμυκτί, γι’ αυτό και πολλοί Θερμιώτες αρνήθηκαν να πληρώσουν οποιονδήποτε φόρο και κατέφυγαν στα γύρω βουνά του Παλαμά και της Παντέρας για να μην φονευθούν, μπλέκοντας όμως αδίκως το μοναστήρι που ήταν εκεί, καθώς και τον Άγιο Ραφαήλ. Την Μεγάλη Τρίτη, 3 Απριλίου του 1463, ο Άγιος Ραφαήλ διατάσσεται να παραδώσει στους Τούρκους, τους Θερμιώτες «αντάρτες», αλλιώς θα κατέστρεφαν την Μονή. Την Μεγάλη Πέμπτη, διηγείται ο Ακίνδυνος που ήταν επιστάτης της Μονής, ότι μετά την Ακολουθία των Παθών και τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ο Ηγούμενος (Αγ. Ραφαήλ) μας ανακοίνωσε πως έπρεπε να ανοίξουμε την Κρύπτη της Μονής. Ήταν μία στενόμακρη γαλαρία που ξεκινούσε από την καταπακτή του Ιερού και σε λίγο διακλαδιζόταν σε μια μικρή ψευτοκρύπτη για να συνεχίσει με μυστική πρόσβαση στην κυρία Κρύπτη. «Εδώ θα κρύψουμε απόψε τους πνευματικούς μας θησαυρούς, θα ακολουθήσουν, Αδερφοί μου, ώρες χαλεπές. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε. Υλικά αγαθά δεν έχουμε. Ας κοιτάξουμε όμως να περισώσουμε τους θησαυρούς της άμωμης Πίστης μας για τους μεταγενέστερους. Εμείς δώσαμε τη Διακονία μας, τώρα έρχεται η στιγμή να δώσουμε και τη Μαρτυρία μας για το Χριστό και για την Ελλάδα. Πολλοί στεναγμοί θ' ακουστούν σε τούτα τα χώματα. Κι από πολλές γενιές. Μα θα 'ρθει κάποτε μια νέα γενιά ελεύθερη που θ' αξιωθεί να συνεχίσει την ίδια Διακονία. Γι' αυτούς ας κρύψουμε τους πνευματικούς μας θησαυρούς, να δυναμώσουμε και να διευκολύνουμε τη δική τους Διακονία»…

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε. Κουβαλήσαμε ό,τι μπορούσαμε, τα ιερά βιβλία, τα άμφια και τα Αγια Σκεύη του Ιερού, τις εικόνες, όλα στην κρύπτη. Σε ειδικό δέμα περιτυλιγμένο με κατραμωμένο πανί η Πικραμένη Παναγιά. Την ασπαστήκαμε όλοι με δάκρυα και βαθιά προσευχή αφού την κάναμε πρόχειρη λιτανεία... Πρωί πρωί ο Ηγούμενος μ' έστειλε μαζί με τον Αδερφό Σταύρο (μοναχός της Μονής) στο βουνό. Η φωνή του δεν σήκωνε κουβέντες καθώς ο Σταύρος προσπάθησε να φέρει αντίρρηση. «Μα Γέροντα θα χρειαστούμε εδώ. Έχει εδώ σήμερα τόσην χρείαν...». «Στην Παντέρα και οι δυο σας, στη Σπηλιά του Γέροντα. Και θα έρθετε για την Ανάσταση...»

Καταλαβαίναμε πως κάτι το ασυνήθιστο γινόταν στο μοναστήρι. Μα τα φίδια μας φάγανε σαν το δειλινό του Μεγάλου Σαββάτου πλησιάσαμε προς τις Καρυές. Μπροστά μας ο βοσκός της στάνης μας. «Μακριά, μην πλησιάζετε στο μοναστήρι, γίνεται χαλασμός, χαλασμός. Έλεος ο Κύριος...». Μείναμε εκεί κρυμμένοι προσπαθώντας ν' αγναντεύουμε χωρίς να μπορούμε να δούμε τίποτα. Έτσι αδιόρατα έφταναν στα αυτιά μας βογγητά και στεναγμοί πόνου. «Πάμε ρε Ακίνδυνε, μέσα στο χαλασμό κι εμείς...», έκανε ο Σταύρος. «Εδώ, Σταύρο, υπομονή μέχρι το τέλος, αν γίνει ο χαλασμός εμείς θα πρέπει να πάμε και να τον κλάψουμε, και να τον συμμαζέψουμε, υπομονή...». Και μείναμε περιμένοντας Λαμπρές ημέρες άυπνοι, ατάϊστοι, λιγωμένοι από τον πόνο. Τη Λαμπροτρίτη κονταυγές σαν είδαμε τα τούρκικα μπαϊράκια να φεύγουν πλησιάσαμε δειλά δειλά στο μοναστήρι. Με το που αντικρίσαμε το κακό, η ψυχή μας πιάστηκε σα να ξυπνούσε από άγριο όνειρο, γινήκαμε αγέρας και βρεθήκαμε αγέρας πάνω στα πετσοκομμένα κουφάρια των αγαπημένων μας. Πιάστηκε η ψυχή μας. «Για το Θεό, θα λιγοθυμήσω», έκανε ο Σταύρος και παραπάτησε. Έσφιξα την καρδιά μου και τον έπιασα από το μπράτσο. «Κουράγιο». Δίπλα σ' ένα σωρό ξεσκισμένες σάρκες ήταν γονατισμένη η Αγγελική η Μαραγκίνα μαζί με τη δεκάχρονη κόρη της τη Βασιλικούλα. Στεγνές, βουβές, και με κουρελιασμένα ρούχα να κοιτάζουν αποχαυνωμένες τα ουράνια και να μαγουλοτραβιώνται πάνω στα ερείπια και τα πετσοκομμένα πτώματα. «Μα πώς έγινε, κυρα-Αγγέλα, τούτη η τρομερή καταστροφή; Τόσο μίσος, τόση βαρβαρότητα;...» Η κυρα-Αγγέλα στύλωσε τα στεγνά της μάτια επάνω μου κι έδειξε κατά τους νεκρούς. Σηκωθήκαμε απαλά και πήγαμε στην άκρη. «Για το θεό, κάτι πρέπει να κάνουμε, τι θα κάνουμε, Θεέ μου;», έκραξεν ο Σταύρος σηκώνοντας ψηλά, σε στάση απελπισμένης ικεσίας, τα χέρια του.

«Αχ να σας τα ειπώ, να σας τα ειπώ εγώ, τα είδα όλα με τα μάτια μου, τα μαρτύρια και τα τούραγνα εδώ, ούτε στον εχθρό σου. Δόξα να 'χει ο Θεός...». Θεομαχιόταν και σταυροκοπιόταν η κυρα-Αγγέλα. Σε λίγο ηρέμησε και καθίσαμε στην απόμερη πεζούλα, τα μάτια μας γεμάτα τρόμο προς τον δρόμο μη ξανάρθουν οι αγριότουρκοι. Η απλή Μυτιληνιώτισσα με την αγριεμένη ματιά χάιδεψε τη Βασιλικούλα στην αγκαλιά της να την ηρεμήσει και βούτηξε τη γλώσσα της στις σκληρές μνήμες των ημερών εκείνου του Πάσχα: «Όλα αρχίσανε μ' αυτόνε τον αντίχριστο, το ζαβό-Αλαμανό, που μισούσε το μοναστήρι (ήταν ο Δρ. Σβάιτσερ, ένας Εβραιογερμανός πλανεμένος «ιατροφιλόσοφος» που πήγαινε στη Μονή, κουβέντιασε δήθεν και ύστερα σπιούνευε το τι γινόταν στο μοναστήρι). Κατάδωσε λοιπόν στους Τούρκους ότι οι αντάρτες είχαν καταφύγει εκεί. Τη Μεγάλη Παρασκευή οι αγριότουρκοι βρίσκονταν έξω από το μοναστήρι ζητώντας να μιλήσουν στον Ηγούμενο. Ο Ραφαήλ, όπως το ξέρετε κι εσείς, από την προηγούμενη αντιλήφθηκε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Λοιπόν βγήκε και διαβεβαίωσε τους εισβολείς ότι δεν έκρυβε αντάρτες, αλλά αθώους και φιλήσυχους Χριστιανούς. Άρχισαν οι έρευνες. Τελικά σαν ύποπτοι θεωρήθηκαν ο προεστός της Θερμής Βασίλειος, ο Ιεροδιάκονος Νικόλαος και ο Θεόδωρος Διδάσκαλος της Θερμής. Όλοι δέθηκαν κι άρχισαν οι ανακρίσεις μέσα στη νύχτα. Ο Άγιος Ηγούμενος σήκωσε τη φωνή και διαμαρτυρόταν για την άδικη ιεροσυλία τέτοιες μέρες, αλλά δέθηκε στη μεγάλη καρυδιά και χτυπήθηκε άγρια. Οι διαμαρτυρίες του διακόνου Νικολάου έγιναν αιτία να δεθεί κι αυτός στη μικρή καρυδιά, ενώ ο προεστός με το Διδάσκαλο δέθηκαν στο αγκωνάρι της πόρτας. Και να ιδείς τη συμφορά, η Ντόνα Μαρία, η γυναίκα του προεστού κρατώντας το εντεκάμηνο μωρό της Ραφαήλ (το είχε βαπτίσει ο Άγιος Ραφαήλ) να παρακαλεί τους κακούργους για έλεος. Αυτοί κατακλωτσώντας τη γυναίκα της πήραν το μωρό και το ποδοπάτησαν κάνοντας το λιώμα, δεν βλέπετε ούτε έμεινε τίποτα από το δόλιο. Το μαρτύριο της κορυφώθηκε όταν ανακρίθηκε η κόρη της, η Ρηνούλα μας. Το κορίτσι, κοιτάζοντας μια τον Ηγούμενο μια τον μπαμπά της, αρνήθηκε να παραδεχθεί την ύπαρξη ανταρτών. Οι κακούργοι άρχισαν το βασανισμό. Οι βασανιστές ήταν πέντε: δυο Οθωμανοί, ένας Λαζός, ένας Τσερκέζος κι ένας Τουρκαλβανός, φίδια μαύρα και οι πέντε. Καθώς που λέτε στην αυλή έβραζε εδώ στο μεγάλο καζάνι το νερό για τη λάτρα, πήραν ένα χωνί κι άρχισαν να ρίχνουν βραστό νερό στο στόμα της κοπέλας, ενώ οι γονείς της πέσανε χάμω από τον πόνο. Ήτανε να σπαράζει η ψυχή σου, τέτοια τούραγνα. Εκείνο το κακόμοιρο να υποφέρει χωρίς να δίνει κατάθεση. Ο Λαζός απλώνει το χατζάρι του και χραπ, ο ασεβής, της κόβει το δεξί χέρι, κατόπιν το πόδι της. Το κοριτσάκι να πέσει ξερό. Τελικά παίρνει το αθώο σωματάκι της ένα ξεσκλίδι και το πετά στο πιθάρι που άναβε η φωτιά. Η Ειρήνη μαρτύρησε με φρικτούς πόνους στη θράκα. Πέσαμε στα γόνατα, έλεος, έλεος Θεέ μου τέτοιες μέρες. Και κλείναμε με φρίκη τα μάτια μας. Η άτυχη μάνα, η Μαρία, δεν πρόφθασε ούτε και να λιποθυμήσει. Βέλαξε σα δαμάλα που τη σφάζουνε και παραδόθηκε στο βαθύ της πόνο. Πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ξερή στον τόπο, Θεέ μ' συγχώραμε, δεν τουραγνίστηκε παραπάνω.

Ο Διδάσκαλος Θεόδωρος κλαίγοντας γοερά δέχτηκε την επόμενη επίθεση. Μη έχοντας να μαρτυρήσει τίποτα εξαγρίωσε τους Τούρκους περισσότερο. Σε μια στιγμή απελπισίας, δεν άντεξε, τους εξεμπρόστιασε: "Ασεβείς, άκαρδα θεριά, εγώ σαν Έλληνας Δάσκαλος δεν μπορεί παρά να διδάσκω τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Και πεθαμένος αυτά θα διδάσκω..." Οι βασανιστές έγιναν θηρία. Δεν αρκέστηκαν με τρόπο φοβερό να του κόψουν τα χέρια και το κεφάλι. Καθώς το ακέφαλο πτώμα του κατρακυλούσε στη γη, συμφορά, άλλο να βλέπεις κι άλλο ν' ακούς, πήραν το κεφάλι που ακόμα σπαρταρούσε σαν το ψάρι και το σφήνωσαν ανάμεσα στα σκέλη του, ντροπής πράγματα τον άνθρωπο, δε βλέπετε τα χάλια. Να, και τα λιανισμένα χέρια τα έβαλαν στη θέση του κεφαλιού οι αντίχριστοι γιατί ήταν βλέπεις Δάσκαλος, περιφρόνηση, εξευτελισμός μέχρι 'κει που δεν παίρνει άλλο.

Ο διάκονος Νικόλαος διαμαρτυρήθηκε για τον εξευτελισμό του Δασκάλου. Είχε κι αυτός υποστεί ένα γερό ξυλοδαρμό μα μπορούσε να μιλήσει. Ο Τσερκέζος, ένα πανύψηλο ντερέκι με άγρια μαλλιά, γυρίζει προς το μέρος του κι αρχίζει να γελά δυνατά και σαρκαστικά. Μ' αυτό το γέλιο σταμάτησε κι η καρδιά του Νικολάου. Βλέπεις κι άλλη καρδιακή συγκοπή. Πάει το διακάκι μας, η χρυσή καρδιά.

Η Λαμπρή που λέτε βρήκε τον προεστό και τον Ραφαήλ να υπομένουν μονάχοι και σιωπηλοί το πολλαπλό τους μαρτύριο. Η ανάκριση τώρα στράφηκε στον Ηγούμενο χωρίς όμως καρπούς. Αφού τον έσυραν από τα μαλλιά και τα γένια πολλές φορές πέρα δώθε στον αυλόγυρο, τον κρέμασαν σου λέει ανάποδα στην μεγάλη καρυδιά. Τα ίδια έπαθε και η ανεψιά του προεστού Ελένη, άστην αυτή την έρμη, τουραγνίστηκε και κακοποιήθηκε σκληρά. Ξεψύχησε κι αυτή μέσα στα μαρτύρια. Κατά το ηλιοβασίλεμα του Πάσχα και αφού τουραγνίστηκε σκληρά, αποκεφαλίστηκε και ο προεστός Βασίλειος και δυο-τρεις άλλοι.

Την άλλη μέρα βρέθηκε στο μοναστήρι ο Αλέξανδρος, ο γιατρός ντε (ήταν φίλος του μοναστηριού)! Έφριξε ο άνθρωπος καθώς είδε τη σφαγή και τον Ηγούμενο σ' αυτά τα χάλια. Έκλαψε, παρακάλεσε για έλεος. "Μη θέλεις να πάρεις τη θέση του;" κορόιδεψε ο αγριότουρκος. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να δώσει στον Άγιο ένα ποτήρι νερό. Μα τα μαρτύρια ξανάρχισαν σκληρότερα. Κατά τα μεσάνυχτα της Λαμπροδευτέρας προς Τρίτη ο Τουρκαλβανός έφερε ένα πελώριο πριόνι "Να τον κόψουμε από το στόμα" συμφώνησαν όλοι. Το σαγόνι του Άγιου ανθρώπου, δεν το βλέπετε είναι κομμένο, αποκολλήθηκε ξεσκλίδι και πετάχτηκε. Ο Αλέξανδρος μη αντέχοντας την καταστροφή πήρε κάποιο πεταμένο χατζάρι και αυτοκτόνησε. Τέτοια απελπισία το 'πιασε το παιδί, έλεος Κύριε. Εμείς τα φτωχά Θεός γνωρίζει πώς αντέξαμε κι αντέχουμε να κρατούμε την ανάσα ακόμη στο στόμα μας...». Δεν ήταν ανάγκη, δεν αντέχαμε στο ύστερο, που ν' αντέξουμε στην τόση καταστροφή, δεν ήταν πια λόγια, ήταν η ανάγκη, τόσα κορμιά σφαγμένα κι ελεεινά, κάτι να τα θάψουμε, ο ήλιος κιόλας έτσουζε, οι χρυσόμυγες ζουζούνιζαν πάνω στα αίματα, Χριστέ μου τι συμφορά που μας μελλότανε να δούνε τα μάτια μας...»

Και συνεχίζει ο Ακίνδυνος: «Ο μοναχός Σταύρος λοιπόν κίνησε να πάει στο χωριό και να φέρει στραβά κουτσά τον παπα-Σάββα (Ιερέας της Θερμής), εκατό τόσο χρονών άνθρωπο για την κηδεία. Εγώ με τον τσοπάνο μείναμε για τους τάφους, η κυρα-Αγγέλα με το παιδί πήραν να μαζεύουν τους νεκρούς και να τους τακτοποιήσουν, κοψίδια κρέας δηλαδή τι να ταχτοποιήσεις, ας είναι... Τα χέρια μου κούτσουρο, πώς ανοίχτηκαν αυτοί οι τάφοι ένα θαύμα ήτανε. Για τον Ηγούμενο, την άγια ψυχή, ετοίμασα μέσα στην εκκλησιά, τρομάξαμε να βρούμε ένα χώρο μέσα στα αποκαΐδια που κάπνιζαν ακόμη. Τον προεστό με τη Ντόνα Μαρία μαζί, δίπλα ό,τι μαζέψαμε από τη Ρηνούλα και το μωρό, τι να μαζέψεις ένα λιώμα. Και πιο πέρα το διάκονο και δίπλα τον Διδάσκαλο. Τι πόνος, Θεέ μου, πόσες φορές την ημέρα εκείνης της αλησμόνητης πίκρας δεν εμακάρισα να ήμουν κι εγώ ένας από τους σφαγμένους....

Κατά το απομεσήμερο έφτασε κι ο Σταύρος με τον παπα-Σάββα, ένα ερείπιο γεμάτο συντριβή. Είναι βλέπεις και τυφλός «Παιδιά μου, δεν έχω μάτια, θέλω να ιδώ τους Μάρτυρες, να ιδώ τον Ηγούμενό μας». Μοιρολόγησε η κυρα-Αγγέλα «σπολάτι παπα-Σάββα, είσαι τυχερός, ρώτα κι εμάς που τους είδαμε, πόνος παπα-Σάββα, πόνος αβάσταχτος...». Ο παπα-Σάββας είχε τυλιχτεί σ' ένα σιγανό κλάμα. Σύρθηκε κατά το αγίασμα κι έτριψε τα θαμπά του μάτια σε βαθιά προσευχή. Σα σηκώθηκε μόνος του, βαδίζοντας κατά τα λείψανα φωτοβολώντας Άγιο Φως, η Βασιλικούλα εσπάραζε: «Βλέπει, ο παππούλης βλέπει». Όλοι μείναμε ξεροί κοιτάζοντας το θαύμα. Ο παπα-Σάββας ατάραχος φόρεσε πετραχήλι κι έβαλε μπρος για την ακολουθία της κηδείας... «Ψυχαί Δικαιων εν χειρί Θεού. Και ου μη άψηται αυτών βάσανος...»

Από τότε ο μοναχός Σταύρος και ο Ακίνδυνος, κρυβόντουσαν στις σπηλιές των γύρω βουνών. Την ίδια χρονιά (1463), την ημέρα της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου), ο πατήρ Σταύρος κατέβηκε στη Θερμή να μιλήσει, να αγιάσει και να εμψυχώσει τους Χριστιανούς. Τον είδε όμως, ο δόκτωρ Σβάιτσερ και τον «κάρφωσε» στον αγά. Τρεις μέρες μαρτύρια. Του κόψανε το αυτί και την άλλη μέρα τη μύτη. Παραμονή της Παναγίας του κόψανε το λαιμό και τον ενταφίασαν οι Θερμιώτες ύστερα από τρεις μέρες. Τα παλικάρια της Θερμής ορκιστήκανε να εκδικηθούν τους Τούρκους. Τον Απρίλιο του 1464, συνελήφθη ο Ακίνδυνος και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

Μετά από πεντακόσια χρόνια, στις Καρυές της Θερμής, άρχισε να κτίζεται το 1962 η Μονή των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου, Ειρήνης και των συν αυτώ μαρτυρησάντων, μετά από σειρά θαυμαστών σημείων (1959-1962) που απεκάλυψαν τον μαρτυρικό βίο των Νεομαρτύρων. Ο Φώτης Κόντογλου λέγει: «Τοιαύτα θαύματα δεν έγιναν σε κανένα μέρος της Οικουμένης όπου κατοικούν Χριστιανοί…». Το μοναστήρι σήμερα είναι τόπος προσευχής και άσκησης για 45 μοναχές και την Γερόντισσά τους Ευγενία. Από όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας, αλλά και του υπολοίπου Ορθοδόξου κόσμου, συρρέουν χιλιάδες προσκυνητές για να προσκυνήσουν τους Θαυματουργούς Αγίους, εις δόξαν του Τριαδικού Θεού, και να ενδυναμωθούν πνευματικά σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που διανύει το Γένος μας.

Βιβλιογραφία: «Άγραφον – Η Αποκάλυψη του Αγίου Ραφαήλ» του Φωτίου Λίτσα

                                                              Πηγή: http://stratisandriotis.blogspot.com/2012/04/blog-

Σάββατο, Απριλίου 19, 2025

Πάσχα Χριστού, η διάβαση του ανθρώπου στον κόσμο του Θεού

 






Του Αρχιμ. Συμεών Αναστασιάδη

«Ὦ Πάσχα τὸ μέγα, καὶ ἱερώτατον Χριστέ, ὦ σοφία καὶ Λόγε, τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου»[1].

Η εορτή της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού από την Αγία μας Εκκλησία δεν εξαίρει απλώς στο εκκλησιαστικό σώμα ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός του παρελθόντος, αλλά μας εισάγει μυστικά από τώρα στο μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, αυτό της Ουρανίου Βασιλείας. Μια εισαγωγή που διέρχεται όμως μέσω του σταυρού και του τάφου. Ίσως μας τρομάζει η ιδέα τους, όμως ο Χριστός με την Ανάστασή Του αίρει τον φόβο μας! 

Διερχόμαστε, ως τοπική κοινωνία αλλά και ως παγκόσμια κοινότητα, μια δύσκολη περίοδο διά μέσου πολλών και ποικίλων κρίσεων. Και ενώ όλοι έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στην υγειονομική κρίση, αγνοούμε μέσα στην σύγχυσή μας το γεγονός ότι τα αίτιά της είναι στην πραγματικότητα πνευματικά.

Η ανθρώπινη ύπαρξη μακριά από τον Θεό μοιάζει περισσότερο με τραγική φιγούρα! Τα εκάστοτε θλιβερά παγκόσμια γεγονότα θυμίζουν στον άνθρωπο την θνητότητα και την μικρότητά του. Αντιθέτως ο Αναστημένος Ιησούς μας φανερώνει την δόξα της ανθρωπίνης ύπαρξης και τον αληθινό προορισμό της. 

Στις απρόσωπες και χειραγωγημένες κοινωνίες, συντεταγμένες στην αυταπάτη και τον εφησυχασμό, έρχεται ο εορτασμός της Αναστάσεως να δώσει μια νέα πρόταση ζωής στον σύγχρονο άνθρωπο που στην ουσία της είναι βαθιά επαναστατική. Μια γιορτή που κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται αλλά κάθε φορά σου μαθαίνει νέα πράγματα, σου ανοίγει νέους ορίζοντες. Αρκεί η καρδιά να διψά για την αλήθεια και να μετέχει στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Τότε φωτίζεται από τα νοήματα και ανοίγεται όλο και περισσότερο στον Θεό και στον συνάνθρωπο.

Δεν είναι η Ανάσταση του Χριστού ένα απλό Πάσχα, μια απλή δηλαδή διάβαση αλλά όπως ο ποιητής τονίζει είναι το Πάσχα αυτό «τὸ μέγα, καὶ ἱερώτατον»! Είναι «μέγα» και «ιερώτατον»·καμιά σχέση με το Πάσχα των Ιουδαίων. Δεν είναι μια επίγεια μετάβαση σε έναν τόπο «ελευθερίας» αλλά μετάβαση από τα επίγεια στα ουράνια. Είναι «μέγα» και «ιερώτατον» γιατί ακριβώς συνδέει την θνητότητα με την αφθαρσία. Είναι μια διάβαση της ανθρωπότητας και της κτιστότητας στον κόσμο του Θεού. Είναι η διάβαση της ανθρωπίνης φύσεως στην οικία του Πατρός και η μετοχή της στο ουράνιο συμπόσιο, στο Δείπνο της Βασιλείας, για το οποίο είναι προορισμένη προ των αιώνων. 

Μέσα στην σκληρή καθημερινότητα ο πιστός μπροστά στην απειλή της αδικίας, του πόνου, της ασθένειας, της καταστροφής και του θανάτου αναλογίζεται τη σύλληψη του Ιησού Χριστού, τον Γολγοθά, την σταύρωση και τη ταφή Του. Ο πιστός ταυτίζει τον σταυρό του με τον Σταυρό του Χριστού. Ταυτόχρονα όμως, έρχεται στο μυαλό του και η Ανάσταση η οποία λειτουργεί παρηγορητικά στα δικά του παθήματα. Παίρνει δύναμη από το γεγονός της Αναστάσεως, ελπίδα και αισιοδοξία, βλέπει φως στο σκοτάδι του. Η ζωή του γίνεται σταυροαναστάσιμη και ευχαριστιακή χωρίς ποτέ να δυσανασχετεί και να πέφτει σε αδράνεια. 

Αυτό είναι το μεγαλείο της πίστεως. Όχι μιας πίστεως βέβαια με την έννοια της παραδοχής απλά στην ύπαρξη ενός Θεού αλλά μιας πίστεως στην Ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού. Μια πίστη ικανή να αλλάξει τον τρόπο σκέψεως και αντιλήψεως για τα γεγονότα της καθημερινής μας ζωής δημιουργώντας πρωτίστως μια ζωντανή σχέση μαζί Του. 

Η ζωντανή αυτή σχέση δεν νοείται σε καμιά περίπτωση ως η βίωση της αγιότητας και της αναμαρτησίας. Οι έννοιες αυτές δικαιολογημένα τρομάζουν τον μεταπτωτικό άνθρωπο, αφού η αμαρτία είναι πλέον ο φυσικός τρόπος ζωής του. Η ζωντανή σχέση μας με τον Θεό είναι στην ουσία η διά βίου εν μετανοία ζωή μας. Ζώντας δηλαδή μέσα από τα πάθη μας, τα λάθη και τις αμαρτίες μας αλλ’ εν επιγνώσει της αμαρτωλότητάς μας και ταυτόχρονα με την εσαεί προσπάθεια για την εν Χριστώ θεραπείας τους, που μόνο η Χάρη του Θεού μπορεί να επιτελέσει και κανένας άλλος.

Έτσι ο πιστός στον καθημερινό του Γολγοθά με τα πάθη του και τα λάθη του ακολουθεί τα βήματα Εκείνου με υπομονή και σύνεση. Ατενίζει με τόλμη τον προσωπικό του σταυρό, με γοητεία τον τάφο του γιατί πλέον γνωρίζει ότι εκεί κατοικεί όχι ο θάνατος αλλά η Ζωή. 

Αυτό είναι το διαχρονικό, χαρμόσυνο, πανηγυρικό κήρυγμα της Εκκλησίας στον άνθρωπο κάθε εποχής: η κατάργηση του Άδου και η ελεύθερη διάβαση του ανθρώπου στην ζωή του Θεού, στην αιωνιότητα, στην αυθεντική ζωή, στην ανέσπερη Ημέρα την οποία η Σοφία του Θεού, ο ίδιος ο Λόγος αποκάλυψε στην ανθρωπότητα. Χριστός Ανέστη!


[1] Τροπάριο θ΄ Ωδής, Κυριακή της Αναστάσεως.

πηγή

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2025

“Δός μοι τούτον τον Ξένον…” (Απόσπασμα από τον λόγο του αγίου Επιφανίου, αρχιεπισκόπου Κύπρου (4ος — 5ος αι.)

 


Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, επισκέφθηκε τον Πιλάτο και εζήτησε τό πανακήρατο Σώμα του Χριστού, που ακόμη ήταν επάνω στο Σταυρό, για να το ενταφιάσει. Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου, παίρνοντας αφορμή από την ευαγγελική διήγηση, συνθέτει μιά υπέροχη ομιλία, όπου εμφανίζει τόν Ιωσήφ να λέγει προς τον Πιλάτο: “δός μοι τούτον τόν Ξένον”.Ο ύμνος αυτός διαβάζεται ή ακούγεται στις εκκλησίες τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ μετά την περιφορά του επιταφίου.


Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας

και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν

τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος

προσήλθε τω Πιλάτω και καθικετεύει λέγων:

“Δος μοι τούτον τον ξένον,

Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:

Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι

και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα

αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω”.

Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον

ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,

ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη,

κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι.

——————————————————————–

-Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε έναν θνητό ζητώντας να λάβει τον Θεό. Ζητά τον Θεό των θνητών.
 Ο πηλός μπροστά στον πηλό, ζητά να λάβει τον πλάστη των όλων. Το χορτάρι, ζητά από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η τιποτένια σταγόνα, παίρνει από την τιποτένια σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σ’ έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει τον νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.

Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου.

Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού.

Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη.

Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θεότητος.

Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; Όταν βράδιασε. Επομένως είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους.

………………………………………………………………………………..

Αλλά τι του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντα μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής:

Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμεται —στον Σταυρό— γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό.

Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου;

Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο.

Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος.

Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι.

Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.

Δος μου αυτόν που με τη θέληση Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι.

Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη.

Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη.

Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος.

Δος μου, άρχοντα μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο —του Σταυρού— να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεως μου.

Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού—.

Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου —Πατέρα—, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος….

από τον Θησαυρό Γνώσεων και Ευσεβείας

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2025

Πώς θα νιώσουν οι νέοι πιο αυθεντικά το Πάσχα;

 

Όλες οι μεγάλες εορτές συνοδεύονται από έναν σχεδόν καταναγκασμό θρησκευτικής και κυρίως συναισθηματικής κατάνυξης. Τα Χριστούγεννα κάπως έχουν ξεφύγει από αυτόν τον καταναγκασμό, καθώς επικαλύπτεται από έναν μεγαλύτερο: “πρέπει να καταναλώσεις και να περάσεις καλά” κι αυτά τα δυο προϋποθέτουν το ένα το άλλο.

Η πασχαλινή περίοδος έχει τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδας, τα οποία αυτός ο καταναγκασμός περιορίζει σε 4 ώρες και ένα 15λεπτο. 2 ώρες τη Μεγάλη Πέμπτη στο “Σήμερον κρεμάται”, 2 ώρες στον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής και ένα 15λεπτο στο μεσονύχτιο “Δεύτε λάβετε φως” και “Χριστός Ανέστη”. Πιο πολύ χρόνο απαιτεί ο καλλωπισμός μας για τη συμμετοχή στην Εκκλησία. Άλλωστε, το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα η όποια “κατάνυξη” πετάγεται μαζί με τις στιμμένες λεμονόκουπες για το ψητό αρνί. Μαζί με το άβολο “Χριστός Ανέστη – Αληθώς Ανέστη”, που εύκολα αντικαθίσταται με το “Χρόνια πολλά”.

Η αίσθησή μου είναι ότι όλο και περισσότερος κόσμος δεν βρίσκει νόημα σε αυτό το άδειο πουκάμισο. Και ο περισσότερος από αυτόν τον κόσμο είναι νεαρόκοσμος. Και καλά κάνει.

Κάθε χρόνο και σε κάθε Λύκειο που υπηρετώ, ξεκινώ το μάθημα για το Πάσχα με την απλή εξήγηση ενός πασίγνωστου εθίμου: το βάψιμο των κόκκινων αυγών και το σπάσιμό τους. Αυτή την απλή και (θα έπρεπε) αυτονόητη εξήγηση για κάθε πιστό Χριστιανό ότι κρατάς τον τάφο σου, λουσμένο από το αίμα του Χριστού, ο οποίος σπάζει αυτονόητα με το “Χριστός ανέστη – Αληθώς ανέστη”, καθώς “Χριστός ανέστη εκ νεκρών”, σε οριστική έγκλιση αορίστου χρόνου, δηλαδή αυτό είναι μια αυτονόητη βεβαιότητα, πάμε σε εμάς τώρα. Είναι κάθε χρόνο εντυπωσιακό το γούρλωμα των μαθητικών ματιών, καθώς πρώτη φορά το ακούνε. Φαντάσου να το αισθανθούν κιόλας, να το κάνουν βίωμά τους. Να νιώσουν ότι ο αγαπημένος τους παππούς, η γλυκειά τους γιαγιά, ο φίλος τους που έφυγε από καρκίνο ή τροχαίο “προσδοκούν ανάστασιν νεκρών”! Φαντάσου να στάξει μέσα τους λίγη από την αναστάσιμη θεολογία της Εκκλησίας!

Αντίθετα, κάθε χρόνο ακούνε και ζουν τα κεφάλαια του θρησκευτικού και συναισθηματικού καταναγκασμού, τη γκρίνια και τον αφόρητο διδακτισμό των φορέων του, το άγχος της τυπικότητας να γίνουν όλα όπως πρέπει κάθε χρόνο – και δως του και μια κλασική πινελιά για τη φετινή τιμή του αμνού.

Τη στιγμή που ένας άλλος Αμνός δεν έχει τιμή στη θυσία Του. Είναι δωρεάν από την απεριόριστη αγάπη Του για τον άνθρωπο και την κτίση – “ιδού καινά ποιώ τα πάντα”!

Καινός = νέος. Τους ταιριάζει.
Κενός = άδειος. Μόνο ο Τάφος του Κυρίου μπορεί να είναι έτσι, όχι οι ψυχές των ανθρώπων.

*Ο Παναγιώτης Ασημακόπουλος είναι δρ Θεολογίας, καθηγητής στο Πρότυπο Λύκειο Ηρακλείου.


Πηγή

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...