Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 'Αγιος Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 'Αγιος Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2014

Ἅγ.Συμεών Νέος Θεολόγος-Μακαρισμός σέ ἐκείνους πού ἔχουν μέσα στήν καρδιά τους τήν ἀγάπη.

 Ἅγιος Συμεών Νέος Θεολόγος


Μακαρισμός σε εκείνους που έχουν μέσα στην καρδιά τους την αγάπη


Πραγματικά, αρχίζοντας από πολλά και διάφορα έργα και πράξεις, σαν να ξεκινούμε από διαφορετικούς τόπους και από πολλές πόλεις ο καθένας, προσπαθούμε να φθάσουμε σε ένα κοινό κατάλυμα, τη βασιλεία των ουρανών.
Ως πράξεις και οδούς πρέπει να εννοούμε τις πνευματικές αρετές των αφοσιωμένων στον Θεό ανδρών· όσοι άρχισαν να βαδί­ζουν σ’ αυτές οφείλουν να τρέχουν προς μία κατεύθυνση, ώστε από διαφόρους χώρους και τόπους να συναχθούν σε μία πόλη, όπως έχει λεχθεί, τη βασιλεία των ουρανών, και να καταξιω­θούν να συμβασιλεύουν με τον Χριστό, υπαγόμενοι σ’ ένα βασι­λέα, τον Θεό Πατέρα.
Ως πόλη εδώ παρακαλώ να εννοήσεις μία και όχι πολλές, την αγία και αχώριστη τριάδα των αρετών, ή καλύτερα την πρώτη από τις τρεις, την οποία λέγουν και τελευταία, διότι είναι τέλος των καλών και υπερβάλλει όλες τις άλλες, εννοώ την αγάπη, από την οποία δεν έχει συσταθεί κανένα από τα όντα ούτε πρόκειται να συσταθεί καθόλου.
Βέ­βαια τα ονόματά της είναι πολλά, πολλές οι πράξεις της, περισ­σότερα τα γνωρίσματα, πολυάριθμα ιδιώματά της είναι θεία, αλλ’ η φύση της είναι μία και σε όλους εξίσου εντελώς απόρρητη, τόσο στους αγγέλους όσο και στους ανθρώπους και σε κάθε άλλη κτίση, που ενδεχομένως αγνοούμε.
Είναι ακατάληπτη κατά τον λόγο της, απρόσιτη κατά τη δόξα, ανεξιχνίαστη κατά τα βουλεύματα, αιώνια, αφού είναι έξω από το χρόνο, αθεώρητη, διότι νοείται βέβαια αλλά δεν καταλαμβάνεται. Εί­ναι πολλές οι ομορφιές αυτής της αχειροποίητης και αγίας Σιών, που όποιος άρχισε να τις βλέπει δεν ευχαριστείται πλέον με τις αισθητές θεωρίες, δεν προσκολλάται πλέον στη δόξα αυτού του κό­σμου.
Επιτρέψατέ μου λοιπόν απ’ την αρχή να συνομιλήσω με αυτήν, να την προσφωνήσω και να της αφιερώσω όσον πόθο έχω.
Μόλις, αγαπητοί μου πατέρες και αδελφοί, θυμήθηκα την ομορφιά της άμεμπτης αγάπης, και αμέσως το φως της βρέθηκε στην καρδιά μου και αιχμαλωτίσθηκα από τη γλυκύτητά της, έχασα τις εξωτερικές αισθήσεις, απέσυρα τελείως το νου μου από τα βιωτικά και λησμόνησα τα καθημερινά πράγματα. Αλλά έπειτα, δεν γνωρίζω πως, πέταξε πάλι μακριά από εμένα και με άφησε να θρηνώ την ασθένειά μου.
Ω αγάπη πολυπόθητη, μακάριος είναι όποιος σε ασπάσθηκε, διότι στο εξής δεν θα επιθυμήσει πλέον να ασπασθεί περιπαθώς ομορφιά γήινου πράγματος. Μακάριος είναι όποιος συσφίχθηκε μαζί σου από θείο έρωτα· διότι θ’ αρνηθεί όλον τον κόσμο και δεν θα μολυνθεί καθόλου πλησιάζοντας οποιονδήποτε άνθρωπο.
Μακάριος είναι όποιος κατεφίλησε τις ομορφιές σου και τις απόλαυσε με άπειρο πόθο, διότι θα αγιασθεί στη ψυχή με το καθαρό ύδωρ και αίμα που στάζει από εσένα.
Μακάριος εί­ναι όποιος σε κατασπάσθηκε, διότι θα υποστεί την καλή αλλοίωση πνευματικά και θα ευφρανθεί ψυχικά, διότι συ είσαι η ανεκλάλητη χαρά. Μακάριος είναι όποιος σε απέκτησε, διότι δεν θα υπολογίσει για τίποτε τους θησαυρούς του κόσμου, διότι είσαι ο πραγματικά ακένωτος πλούτος.
Μακάριος και τρισμακάριος είναι επίσης εκείνος που προσέλαβες· διότι μέσα στη φαινομε­νική αδοξία θα είναι ενδοξότερος όλων των ενδόξων, τιμιότε­ρος όλων των τιμίων και σεμνότερος. Αξιέπαινος είναι όποιος σε κυνηγά, επαινετώτερος όποιος σε βρήκε, μακαριώτερος όποιος αγαπήθηκε από εσένα, όποιος έγινε δεκτός από εσένα, όποιος διδάχθηκε από εσένα, όποιος κατοίκησε μέσα σ’ εσένα, όποιος τράφηκε από σένα με τροφή τον Χριστό τον αθάνατο, τον Χριστό τον Θεό μας.
Ω θεία αγάπη, πού κρατείς τον Χριστό; Πού τον έχεις κρυμμένο; Γιατί πήρες τον Σωτήρα του κόσμου και απομακρύνθηκες από εμάς; Άνοιξε ένα παραθυράκι και σε εμάς τους αναξίους, για να δούμε και εμείς τον παθόντα για χάρη μας Χριστό και να πιστεύσουμε με το έλεός του ότι δεν θ’ αποθάνομε πλέον, αφού τον δούμε. Άνοιξέ μας εσύ που έγινες θύρα του στη σαρκική του φανέρωση, που εβίασες τα άφθονα και αβίαστα σπλάγχνα του Δεσπότη μας, για να βαστάσουν τις αμαρτίες και τις ασθένειες όλων, και μη μας απορρίψεις, λέγον­τας, «δεν σας γνωρίζω».
Έλα μαζί μας, για να μας γνωρίσεις· διότι σου είμαστε άγνωστοι. Κατοίκησε μέσα μας, ώστε για χάρη σου να έλθει για να επισκεφθεί και εμάς τους ταπεινούς, προϋπαντώμενος από εσένα (αφού εμείς είμαστε τελείως ανάξιοι γι’ αυτό), ώστε να παραμείνει ομιλώντας για λίγο με εσένα και να δεχθεί και εμάς τους αμαρτωλούς να προσπέσουμε στα άχραντα πόδια του· να συνομιλήσεις μαζί του για το καλό μας και να πρεσβεύσεις να μας συγχωρηθεί το χρέος των κακών μας, ώστε ν’ αξιωθούμε διά σου να δουλεύουμε πάλι σ’ αυτόν τον Δεσπότη, να δεχθούμε την πρόνοιά του και να τρεφόμαστε από αυτόν. Διότι το να μη χρωστάει κανείς τίποτε, αλλά να αφανίζεται από την πείνα και τη φτώχια, σχεδόν προξενεί την ίση τιμωρία και κόλαση.
Είθε να συγχωρηθούμε από εσένα, αγία αγάπη, και διά μέσου σου να φθάσουμε στην απόλαυση των αγαθών του Δεσπότη μας, των οποίων την γλυκύτητα δεν μπορεί κανείς να γευθεί παρά μόνο διά σου. Διότι αυτός που δεν σε αγάπησε όσο πρέπει και δεν αγαπήθηκε από εσένα όπως χρειάζεται, ίσως βέβαια τρέχει, αλλά δεν τερματίζει. Κάθε δρομέας πριν τελειώσει τον δρόμο είναι αβέβαιος.
Όποιος όμως έφθασε σ’ εσένα ή κατα­λήφθηκε από εσένα, είναι οπωσδήποτε βέβαιος, επειδή το τέ­λος του νόμου είσαι εσύ, εσύ που με περικυκλώνεις, που με φλογίζεις, που από πόνο καρδιάς, μου ανάβεις άπειρο πόθο του Θεού και των αδελφών και πατέρων μου.
Διότι εσύ είσαι η διδασκάλισσα των προφητών, η συνοδοιπόρος των αποστόλων, η δύναμη των μαρτύρων, η έμπνευση των πατέρων και διδα­σκάλων, η τελείωση όλων των αγίων· και αυτήν τη στιγμή εσύ είσαι η δική μου προχείριση για την παρούσα διακονία.
Αλλά συγχωρήστε με, αδελφοί, που παρεξέκλινα λίγο από τα πλαίσια της κατηχήσεως του λόγου, πράγμα που προκάλεσε ο πόθος της αγάπης.
Διότι την θυμήθηκα και «ευφράνθηκε η καρδιά μου» και επιδόθηκα σε εξύμνηση των θαυμάτων της. Για τον λόγο αυτόν αξιώνω και από τη δική σας αγάπη να την καταδιώκετε από πίσω με όλη σας τη δύναμη και να τη φθάσετε τρέχοντας με πίστη, και δεν θα διαψευσθούν καθόλου οι ελπίδες σας.
Διότι κάθε φροντίδα και κάθε άσκηση, συνοδευόμενη από πολλούς κόπους, αν δεν απολήγει στην αγάπη με ταπεινό πνεύμα, είναι μάταια και δεν καταλήγει σε τίποτε χρήσιμο.
Διότι δεν υπάρχει καμμία άλλη αρετή ή εκπλήρωση Κυριακής εντολής, με την οποία μπορεί κανείς ν’ αναγνωρισθεί ως μαθητής του Χριστού· πραγματικά λέγει, «από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είσθε μαθητές μου, εάν αγαπάτε αλλήλους».
Για χάρη της «ο Λόγος έγινε σάρκα και κατοίκησε σ’ εμάς», γι’ αυτήν, αφού ενανθρώπησε, υπέμεινε εκουσίως όλα τα ζωοποιά πάθη, για να ελευθερώσει από τα δεσμά του άδη το πλάσμα του, τον άνθρωπο, και, αναλαμβάνοντάς τον, να τον οδηγήσει στους ουρανούς. Για χάρη της έτρεξαν οι Απόστολοι εκείνον τον ατέλειωτο δρόμο, σαγήνευσαν όλη την οικουμένη με το αγκίστρι και τη σαγήνη του λόγου, την σήκωσαν από τον βυθό της ειδωλομανίας και την οδήγησαν στο σωτήριο λιμάνι της βασιλείας των ουρανών.
Για χάρη της έχυ­σαν τα αίματά τους οι μάρτυρες, ώστε να μη χάσουν τον Χρι­στό. Γι’ αυτήν έδωσαν πρόθυμα τη ζωή τους οι θεοφόροι πατέρες μας και διδάσκαλοι της οικουμένης υπέρ της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.
Και εμείς οι ευτελείς αναλάβαμε την προστασία σας, των τιμιωτάτων πατέρων και αδελφών μας, ώστε, μιμούμενοι εκείνους κατά δύναμη, να πάθουμε και να υπομείνουμε για σας τα πάντα και να εκτελέσουμε για οικοδομή και ωφέλειά σας τα πάντα, για να σας παρουσιάσομε θύματα τέλεια, ολοκαυτώματα λογικά, στην τράπεζα του Θεού.
Διότι σεις είσθε τα τέκνα του Θεού που μου έδωσε ο Θεός σαν παι­διά, σεις είσθε τα σπλάγχνα μου, τα μάτια μου. Σεις είσθε, για να εκφρασθώ με τους λόγους του Αποστόλου, το καύχημα και η σφραγίδα της διδασκαλίας μου.
Ας φροντίσουμε, αγαπητοί μου αδελφοί εν Χριστώ, όπως με όλα, έτσι και με την αγάπη προς αλλήλους να λατρεύουμε τον Θεό, και εμένα, που με εκλέξατε για να με έχετε στη θέση του πνευματικού σας πατέρα, αν και απέχω πολύ να είμαι άξιος γι’ αυτήν, ώστε να χαίρεται ο Θεός για την ομόνοια και τελείω­σή σας, να χαίρομαι επίσης και εγώ ο ταπεινός, βλέποντας να επεκτείνεται πάντοτε η προκοπή του κατά Θεόν βίου σας προς το καλύτερο με την πίστη, την αγνεία, το φόβο Θεού, την ευλάβεια, την κατάνυξη και τα δάκρυα, με τα οποία καθαρίζεται ο εσωτερικός άνθρωπος και πλημμυρίζει θείο φως και γίνεται ολόκληρος του αγίου Πνεύματος με συντριμμένη ψυχή και καταβλημένο φρόνημα. Και η δική μου χαρά καθίσταται για σας ευλογία και αύξηση της άφθαρτης και μακάριας ζωής με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Γένοιτο.
(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατηχητικός Λόγος Α΄, Ε.Π.Ε Φιλοκαλία των νηπτικών και Ασκητικών 19Γ΄, σ. 303-311)

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 05, 2014

Πως να διώχνης τους κακούς λογισμούς

Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου

Κανένας αρχάριος στην πνευματική ζωή δεν μπορεί να διώξη τον κακό λο­γισμό, αν ίσως δεν τον διώξη ο Θεός. Δυνατές ψυχές μπορούν να πολεμήσουν και να διώξουν τούς κακούς λογισμούς, πλην κι αυτές όχι από λόγου τους, αλλά μαζί με τον Θεό τους πολεμούν και τούς διώχνουν.

Όταν σου έρχονται κακοί λογισμοί να επικαλήσαι ακατάπαυστα τον Κύριον Ιησούν, ήγουν να λες την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Γιέ του θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», κι αυτοί θα φυγαδευθούν γιατί δεν υποφέρουν τη θέρμη πού ανά­βει στην καρδιά η προσευχή. 

Η θέρμη αυτή είναι φωτιά που τους καίει, καθώς λέγει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.

Με το όνομα του Ιησού χτύπα και λάβωνε τους εχθρούς. Επειδή και ο θεός ημών είναι φωτιά που αφανίζει την κακία.


Κιβωτός, Ιούνιος 1952

Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2014

Συμεών ο Νέος Θεολόγος: Πού ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμων είπε πώς ο Θεός είναι αίτιος της δικής του απωλείας;

Λόγος προτρεπτικός για τη μετάνοια και στο ρητό του αποστόλου «αυτούς που 

προγνώρισε, τούτους και προόρισε».
 Ακολουθεί απόσπασμα.



«...Άνθρωποι, γιατί δεν σκέπτεσθε αυτά που σας σώζουν αλλά εκείνα που σας καταστρέφουν, και εκλέγοντας τα δυσνόητα χωρία της Θεόπνευστης Γραφής τα παρερμηνεύετε και τα διαστρεβλώνετε και τα αντιλαμβάνεσθε πρός απώλεια σας; [...]

Πράγματι, κι ακόμη κάποιος είναι τελώνης, ή πόρνος, ή μοιχός, ή φονεύς, ή οτιδήποτε άλλο, δεν τον αποστρέφεται ο Δεσπότης, αλλά σηκώνει το φορτίο των αμαρτημάτων του, και τον αποδεικνύει εκείνον πάλι ελεύθερο. Και πώς σηκώνει το φορτίο του; Όπως εσήκωσε κάποτε και του παραλυτικού, λέγοντας του·  «τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (ΜΘ. 9.2), κι αμέσως ανακουφίσθηκε από το βάρος και απέκτησε την θεραπεία του σώματος του. [...]

Και αφού έγινε άνθρωπος ήλθε για σένα εκεί που βρίσκεσαι κατάκοιτος· και καθημερινά σε επισκέπτεται πολλές φορές, άλλοτε αυτός ο ίδιος και άλλοτε με τους δούλους του, και σε παρακαλεί να σηκωθείς από εκεί όπου είσαι πεσμένος και να τον ακολουθήσεις κατά το ανέβασμα του προς την Βασιλεία των Ουρανών και να εισέλθεις μαζί του σ'αυτήν. Και όμως δεν θέλεις. Πες μου λοιπόν, ποιός είναι αίτιος της απώλειας σου και της παρακοής σου; Ποιός είναι αίτιος, εσύ που απειθείς και δεν θέλεις ν'ακολουθείς τον Δεσπότη σου, ή ο Θεός που σ'έπλασε, διότι ως προγνώστης εγνώριζε ότι δεν θα υπακούσεις σ'αυτόν, αλλά θα επιμένεις στην σκληρότητα και την αμετανόητη καρδιά σου; Νομίζω οπωσδήποτε πώς θα είπεις, ότι δεν εκείνος αίτιος, αλλά εγώ ο ίδιος. Διότι δεν είναι αιτία της δικής σου σκληρότητας η πρόγνωση του Θεού, αλλά η δική σου απείθεια.

Πράγματι, προγνωρίζει τα πάντα, και τα παρελθόντα και τα παρόντα μαζί, και όσα πρόκειται να γίνουν μέχρι τη συντέλεια, κι έτσι τα βλέπει αυτά ως ήδη υπάρχοντα· διότι τα πάντα υφίστανται γύρω από αυτόν και μέσα σ'αυτόν. Συμβαίνει ότι ακριβώς και σήμερα σε θέατρο, όπου ο βασιλεύς βλέπει συγχρόνως αυτούς που τρέχουν και πυγμαχούν, αλλά ούτε για τους νικητές γίνεται αίτιος της νίκης τους ούτε για τους ηττημένους αίτιος της ήττας τους, αλλά η προσπάθεια των αγωνιζομένων, ή αντίθετα η αποχάυνωση τους, είναι αιτία της νίκης ή της ήττας τους· έτσι σκέψου, παρακαλώ, ότι γίνεται και με τον ίδιο τον Θεό.Πράγματι, μας ετίμησε με το αυτεξούσιο, μας έδωσε εντολές που μας διδάσκουν το πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε πρός τους αντιπάλους και αφήνει τον καθένα αυτοπροαιρέτως ή να αντιστέκεται και να νικά τον εχθρό ή να αποχαυνώνεται και να ηττάται ελεεινώς από αυτόν. 

Και δεν μας αφήνει μόνους μας, διότι γνωρίζει την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, αλλά κι εκείνος ο ίδιος μας συμπαραστέκεται, συμμαχεί μ'εκείνους βεβαίως που διαλέγουν να πολεμούν και μας παρέχει μυστικώς δύναμη, και την νίκη εναντίον του εχθρού αυτός την απεργάζεται παρά εμείς. Πράγμα το οποίο ο επίγειος βασιλιάς δεν μπορεί να το κάνει·  διότι είναι αυτός αδύναμος άνθρωπος και χρειάζεται μάλλον και ο ίδιος τους υπηκόους, όπου τους χρειαζόμαστε κι εμείς. 

Ο Θεός βέβαια, όντας ισχυρός και αήττητος, συμμαχεί μ'εκείνους που θέλουν να πολεμούν αυτοπροαιρέτως, όπως ελέχθηκε, με τον εχθρό και τους καθιστά νικητές του πονηρού διαβόλου·  εάν όμως δεν θέλουν, δεν τους αναγκάζει να πολεμούν ή να παλεύουν και να τρέχουν, ώστε μή τυχόν το αυτεξούσιο της κατ'εικόνας λογικής μας φύσεως διαβρωθεί και μας οδηγήσει στην τάξη των αλόγων. Έτσι λοιπόν ο Θεός μας βλέπει σαν να είμαστε σε θέατρο, όπως ακριβώς βέβαια και ο επίγειος βασιλεύς, όπως ελέχθηκε, κοιτάζει τους αγωνιστές στο θέατρο. Αλλά ο επίγειος δεν γνωρίζει από πριν εκείνους που πρόκειται να ηττηθούν ή να νικήσουν, εάν δεν ιδεί την έκβαση και των δύο, και προετοιμάζει βέβαια τους στεφάνους, δεν γνωρίζει όμως σε ποιούς θα τους προσφέρει. Ο επουράνιος όμως Βασιλεύς γνωρίζει ακριβώς πρό των αιώνων και τους δύο. Γι'αυτό και προς αυτούς που του εζήτησαν να καθίσουν εκ δεξιών και εξ αριστερών στην δόξα του τους έλεγε· «οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται» (ΜΘ.20.23). [..]

Επομένως αίτιος της νίκης δεν είναι το γεγονός ότι ο Θεός προγνωρίζει αυτούς που εκ προαιρέσεως και σπουδής πρόκειται να νικήσουν, όπως πάλι αίτιο της ήττας δεν είναι το ότι προβλέπει αυτούς που θα πέσουν και θα νικηθούν·  αλλά η προθυμία, η πρόθεση και η ανδρεία του καθενός μας αυτή είναι πρόξενος της νίκης, ενώ η απιστία, η ραθυμία, η αμέλεια και η αποχαύνωση, είναι αιτία της ήττας και της απώλειας μας. Ας μή λέγομε λοιπόν, επαναπαυόμενοι στην φιλόκοσμη και φιλήδονη κλίνη «όσους προγνώρισε ο Θεός, αυτούς και προόρισε», χωρίς να αισθανόμαστε αυτό που λέμε. Ναι, πράγματι προγνώρισε εσένα τον αμελή, τον ανυπάκουο και ράθυμο, δεν πρόσταξε όμως ούτε όρισε εσύ που επιθυμείς να μή έχεις εξουσία να μεταμεληθείς ή να ανυψωθείς ή να πεισθείς. Όμως εσύ, λέγοντας αυτό, αποκαλείς φανερά τον Θεό ψεύτη. Διότι, ενώ εκείνος είπε, «δεν ήλθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς», εσύ από ραθυμία μή επιθυμώντας να μεταστραφείς ή να μεταμεληθείς από την κακία σου, αντιλέγεις σ'αυτόν και ισχυρίζεσαι ότι ψεύδεται ο αψευδής, αφού προφασίζεσαι τέτοια πράγματα. 

Όσοι, λέγει, πρόκειται να μετανοήσουν είναι προορισμένοι, ενώ εγώ δεν ανήκω σ'αυτούς. Γι'αυτό ας μετανοήσουν εκείνοι, αυτοί δηλαδή που προγνώρισε, κι αυτοί που προόρισε. Πω πω αναισθησία! Αλλά, ω ψυχή παρανοϊκή και χειρότερη κι από αυτούς τους δαίμονες! Πότε ακούσθηκε από εκείνους τέτοιος λόγος; Πού ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμων είπε πώς ο Θεός είναι αίτιος της δικής του απωλείας; Ας μή κατηγορούμε λοιπόν τους δαίμονες·  διότι νά, η ψυχή του ανθρώπου επινοεί χειρότερες βλασφημίες από εκείνους».

  
    Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ΕΠΕ 19Β

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2014

Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος



Προϋπόθεση τῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ γνώση δηλαδὴ ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας μας νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοητικῆς ὁδοῦ. Παρὰ ταῦτα ὁ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία Θεὸς γνωρίζεται καὶ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν νοεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν βιώνει. Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὸν εἶναι βιωματική, εἶναι μία πορεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς τέρμα τὴν θέωση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἀ-λογίας φτάνει στὴν δοξο-λογία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι μὲν ἀπρόσιτος, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Εἶναι ὅμως προσιτὸς σὲ μᾶς κατὰ τὴν ἐνέργεια: διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο. Στὴν πραγματικότητα λοιπὸν δὲν πρόκειται γιὰ ἀντίφαση, ἀλλὰ γιὰ μία διαλεκτικὴ σύνθεση. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτὰ πιὸ ἀναλυτικά.

Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση, τί εἶναι Θεός. Θεὸς εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ τὸ τελείως ἀπρόσιτο. Ἂν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι Θεός, αὐτὴ εἶναι μία ἀνόητη ἐρώτηση, δὲν ἔχει νόημα, γιατί Θεὸς εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ ρωτήσουμε, νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι: γιατί ὁ Θεὸς ἁπλὰ εἶναι. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ εἶναι. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τὸ Θεὸ στὴ φλεγομένη βάτο, «ἀπὸ ποιὸν ἐγὼ θὰ πῶ ὅτι ἔχω τὴν ἐντολὴ αὐτή, ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου», ἐκεῖνος ἀπάντησε «ἐχγιὲ ἀσὲρ ἐχγιέ», ἐγὼ εἶμαι ὁ «ἐγὼ εἶμαι», αὐτὸς ποὺ ἐγὼ εἶμαι. Αὐτὸ τὸ μετέφρασαν οἱ Ἑβδομήκοντα «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Αὐτὸ τὸ «ὁ ὤν», ποὺ σημαίνει ὁ ὑπάρχων, ἀποδίδει κατὰ κάποιον τρόπο τὸ Γιαχβὲ τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶναι παλαιότερη μορφὴ τοῦ «ἐχγιέ». Τὸ Γιαχβὲ σημαίνει, λοιπόν, «ἐγὼ εἰμί». Ὅταν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο κυρίως, ὁ Χριστὸς ἀναφέρει τὶς λέξεις «ἐγὼ εἰμί», αὐτὸ τὸ «ἐγὼ εἰμὶ» εἶναι τὸ Γιαχβέ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Κάθε Εὐαγγελιστὴς ἔχει ἕναν εἰδικὸ θεολογικὸ σκοπό. Ὁ σκοπὸς τοῦ Ἰωάννη εἶναι αὐτός. Ὅσες φορὲς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐγὼ εἰμί», ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»…

Ὁ Χριστὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Γιαχβέ, εἶναι ἐκεῖνος, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύφθη ὁ Γιαχβέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Γιαχβέ, ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου πηγαίνει κανεὶς στὸν Γιαχβέ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»• «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» «ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμί». Ἐὰν κανεὶς δὲν ξέρει, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε: «Τίνα ζητεῖτε»; Καὶ ὅταν αὐτοὶ εἶπαν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ Χριστὸς ἀπάντησε «ἐγὼ εἰμί». Ἀκούγοντας «ἐγὼ εἰμὶ» ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν πρηνεῖς, σὰν μία δύναμη νὰ τοὺς ἔσπρωξε, γιατί ἄκουσαν τὴ λέξη, τὴ φράση αὐτή, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ. Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς «ἐγὼ εἰμί», τοὺς ἔλεγε ἐγὼ εἶμαι ὁ Γιαχβέ. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε δύο δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀποφατικός, δηλαδὴ ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ εἶναι ὁ ἀποφατικὸς δρόμος. Λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀναφής, ἀπρόσιτος, στὴν πραγματικότητα λέμε τί δὲν εἶναι. Λέμε τί εἶναι, λέγοντας τί δὲν εἶναι. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὁ καταφατικός. Λέμε, ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἤ, στὴν εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, («Σὺ γὰρ εἰ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…»), «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν»· ἐδῶ μιλᾶμε καταφατικά. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καταφατικὰ ποὺ λέμε γιὰ τὸν Θεό, πάλι δὲν λέμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ: λέμε τὰ περὶ τὸν Θεό, λέμε ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ· «ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀνεπλάσθη τὰ τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ὑπάρχουμε ἐν χρόνῳ, ὁ Θεὸς εἶναι ἀεὶ ὤν· ἐμεῖς ἀλλοιούμεθα, ὁ Θεὸς εἶναι ὡσαύτως ὤν. Αὐτὰ ὅλα, ἡ καταφατικὴ ὁδός, δὲν μᾶς λέει πάλι τί εἶναι ὁ Θεός.

Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, στὸ 6ο κεφάλαιο, ὁ Θεὸς ἀναφέρεται ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν» (πάλι ἀποφατικὸς δρόμος), «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Τὸ ἀναλύσαμε ἤδη. Ἀπρόσιτο φῶς, τὸ ὁποῖο «οὐδεὶς ἀνθρώπων εἶδεν ἢ ἰδεῖν δύναται» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ὅμως, «φῶς οἰκῶν». Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ καταφατικὸς δρόμος, συνδυασμένος ἐδῶ μὲ τὸν ἀποφατικό.


*****

Γιὰ νὰ προσεγγίσει τὴν ἔννοια τοῦ ἀπροσίτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὅλως ἄλλου, τοῦ ὁλοκληρωτικὰ διαφορετικοῦ ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ συλλάβουμε, ἡ κλασικὴ θεολογία, ἀκολουθοῦσα τὴ φιλοσοφία, κυρίως τὴν ἀριστοτελική, διακρίνει μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ. Βέβαια ὁ Ἀριστοτέλης δὲν εἶπε τίποτε περὶ τῆς ἐννοίας μεταφυσική, ἁπλῶς μετὰ τὰ Φυσικὰ ἔγραψε ἕνα ἄλλο κείμενο, ποὺ ὀνομάσαμε Μετὰ τὰ Φυσικά, ὅθεν τὰ Μεταφυσικά. Ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ δὲν εἶναι κυρίως εἰπεῖν ὀρθόδοξη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη ὑπερφυσικό. Καὶ αὐτὸ τὸ λέμε πάλι γιὰ νὰ συνεννοηθοῦμε: ὑπὲρ τὴν φύσιν. Ἡ μόνη θεολογικὴ ὀρθόδοξη διάκριση εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπρόσιτος μὲν κατὰ τὴν οὐσία, προσιτὸς δὲ κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές του ἐπίσης ἄκτιστες, ἀλλὰ ὅμως προσιτές. Κτιστὸς εἶναι ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅτι ἄλλο ὑπάρχει ἐκτός τοῦ Θεοῦ.

Ἄλλη διάκριση ποὺ γίνεται, εἶναι ἡ μεταξύ τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅμως τοποθετοῦνται οἱ ἄγγελοι, ἡ ψυχή, ὁ Θεός. Συμφυρμὸς δηλαδὴ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Οἱ δύο ἔννοιες, τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μὴ συμβατές, εἶναι δύο ἔννοιες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμία ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἡ συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου αὐτῆς τῆς ἀποστάσεως μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος. Ἡ προσπάθεια γεφυρώσεως αὐτοῦ τοῦ ἄγχους γεννᾶ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ ὀνομάζουμε θρησκεία. Ἡ θρησκεία δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ προσπαθεῖ νὰ γεφυρώσει τὴν ἀπόσταση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Ζοῦμε στὸν κόσμο καὶ καταλαβαίνουμε ὅτι πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ ὑπὲρ-κόσμος. Ἕνα κάλυμμα σκεπάζει τὸν κόσμο καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ διαπεράσουμε τὸ κάλυμμα, νὰ δοῦμε ἀπὸ πάνω. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια λέγεται θρησκεία.

Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ θρησκεία καὶ τὰ ὑποκατάστατα τῆς θρησκείας νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα, νὰ φτάσει ψηλά. Ὑποκατάστατα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ οἱ ἰδεολογίες, αὐτὲς ποὺ τελειώνουν σὲ ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· ὅλα αὐτὰ εἶναι προσπάθειες νὰ γεφυρώσουμε τὸ χάσμα. Ἄλλος προσπαθεῖ νὰ φτάσει ἐπάνω μὲ μία ἰδεολογία, ἄλλος μὲ τὴν τέχνη, μὲ τὰ ταξίδια, μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, εἴτε αὐτὰ λέγονται χρῆμα, εἴτε δόξα, εἴτε ἡδονή, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑποκατάστατα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦμε νὰ γεμίσουμε τὴν ψυχή μας, τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὸ ὑπαρξιακὸ χάος, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος καὶ νὰ φτάσουμε στὸν ὑπερκόσμο. Ἀκόμη ἔχουμε, χειρότερες μορφὲς ὑποκαταστάτων, τὰ ναρκωτικά, τὰ βαριά, ἢ καὶ πιὸ ἀθώα ναρκωτικά, ὅπως τὸ κάπνισμα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσυνείδητες ἀναζητήσεις μιᾶς χαμένης Ἐδέμ.

Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες τῆς θρησκείας ἢ τῶν ὑποκαταστάτων της, εἶναι ἀνίκανες νὰ λυτρώσουν τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνίκανες νὰ μᾶς δείξουν τί βρίσκεται στὸν ὑπερκόσμο. Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, ὁ Ἐπάνω νὰ ἀνοίξει μία καταπακτή, νὰ ρίξει μία σκάλα, νὰ ἔρθει κάτω ὁ ἴδιος καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐπάνω. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός, αὐτὸ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κατέβηκε κάτω, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Χριστὸς «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» καὶ «ἡ θύρα», γι’ αὐτὸ καὶ λέμε στὴν Παναγία: «Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἦς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».

Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἄλλην εἰκόνα, περπατᾶμε στὸ σκοτάδι, καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπουμε μπροστὰ μας τίποτα, ξαφνικὰ μία ἀστραπὴ μᾶς φωτίζει καὶ βλέπουμε ποῦ βαδίζουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Δὲν ἀνακαλύψαμε μόνοι μας ποῦ βαδίζουμε, αὐτὸ εἶναι ἀποκάλυψη. Κάποιος μοῦ ἀποκαλύπτει κάτι.

Ἄρα λοιπὸν ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία. Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει μόνος, δι΄ ἰδίων δυνάμεων ἐκεῖ πάνω, πράγμα ἀδύνατο. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς, εἶναι ἡ εἰσβολὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ὁ Θεὸς ὁ ἄκτιστος ἔφτιαξε τὸν κτιστὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὁ κτιστὸς ἔπεσε διὰ τῆς ἁμαρτίας στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο. Βρίσκεται στὴν ταλαιπωρία, στὸ ἄγχος, καὶ πρέπει κάποιος νὰ τὸν λυτρώσει. Γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς εἰσέβαλε στὸ χῶρο, στὴν ἱστορία, ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἐν Χριστῷ μᾶς ἔσωσε. Ἄρα τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως δὲν εἶναι μία ἰδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοὶ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο χριστιανικὴ κοσμοθεωρία, ἢ χριστιανικὴ ἰδεολογία. Δὲν πιστεύουμε σὲ μία κοσμοθεωρία. Τὸ πρόβλημά μας δὲν λύνεται μὲ ἰδέες καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε. Σ’ αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὴν κλίμακα, νὰ τοῦ δώσουμε τὸ χέρι νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πάνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ἀποκάλυψη.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως μία ἰδέα καὶ μία θεωρία, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ λένε, ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ἠθικὸς ἀναμορφωτής, κοινωνικὸς ἐργάτης. Ἂν ἦταν κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλίμονό μας. Ἡ σωτηρία μας θὰ ἦταν ἀδύνατη. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ, ὁ Κομφούκιος εἶπε πολὺ ὡραῖα πράγματα, καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ δὲν εἶπε ἄσχημα πράγματα. Καὶ ὁ Μωϋσῆς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶπε ὡραῖα πράγματα, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ὅμως, κανεὶς δὲν εἶναι ὁ σωτήρας. Δὲν σώζουν οἱ ἠθικὲς διδασκαλίες, δὲν σωζόμαστε ἂν γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι. Καὶ ἕνας ἄθεος, βουδδιστής, ἰνδουϊστής, μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Σώζεται κανεὶς ἂν ἀφήσει τὸ χέρι του νὰ τὸ πιάσει ὁ Χριστός, ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐπάνω. Δὲν ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις στὸν Θεό. Σὲ θεὸ πιστεύουν ὅλες οἱ θρησκεῖες. Πρέπει νὰ πιστεύεις στὸν Χριστό. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύφθηκε• «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», λέγει ὁ Φίλιππος (Ἰω. 14, 8). Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν πατέρα»: διότι στὸ πρόσωπό μου βλέπει κανεὶς τὸν Πατέρα. Γι’ αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 4) «τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).

Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.


*****

Ἡ κλασικὴ θεολογία διακρίνει μεταξὺ φυσικῆς καὶ ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη πραγματώνεται στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι στὴ θέα τοῦ κόσμου, «τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 20). Ἄρα λοιπὸν ὑπάρχει ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη. Ὅμως ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Χρειάζεται καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη. Χρησιμοποιοῦμε τὴ λέξη, ὅπως εἶπα, τῆς κλασικῆς, ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοῶ τὴν πατερικὴ θεολογία, αὐτὴ ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής. Οἱ Πατέρες δὲν συμπαθοῦν αὐτὸν τὸν ὅρο. Περισσότερο χρησιμοποιοῦν ἄλλες εἰκόνες:

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Τὰ τρία πρόσωπα περιχωροῦνται καὶ εἶναι ἑνωμένα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὁ Θεός, τὸ μόνο ὄντως μακάριο Ὄν, ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, δὲν θέλησε νὰ κρατήσει τὴ μακαριότητά του γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀνοίγει, τρόπον τινά, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ καὶ δημιουργεῖ ἄλλα ὄντα γιὰ νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του. Τὰ ὄντα αὐτὰ πρέπει, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του, νὰ εἶναι λογικὰ καὶ ἐλεύθερα. Ἂν ἦταν λογικά, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἐλεύθερα, σκεφθεῖτε τὸ βάσανο ἑνὸς λογικοῦ ὄντος ποὺ εἶναι καταναγκασμένο νὰ κάνει κάτι. Ἐὰν ἦταν ἐλεύθερα, ἀλλὰ δὲν ἦταν λογικά, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὶς συνέπειες, ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἀφῆστε τα νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἦταν καταστροφή. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπλάσθη καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκπληρώσει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογικός. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἀξία ἡ προσπάθειά του, δὲν θὰ μποροῦσε τὸ καλὸ νὰ εἶναι καλό. Τὸ καλὸ εἶναι καλό, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ κακὸ εἶναι κακό, γιατί πάλι ἐλεύθερα τὸ ἐπέλεξε ὁ ἄνθρωπος. Καλὸ καὶ κακὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.

Ἀνοίγει λοιπὸν ὁ Θεός, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, δημιουργεῖ τὴν κτίση γιὰ νὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτήν, καὶ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή.

Ἐδῶ θὰ κάνω μία παρένθεση. Ὅλο αὐτὸ τὸ σύμπαν ποὺ ὑπάρχει – ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο ὅπου τὸ ἡλιακὸ σύστημα εἶναι ἕνα μέρος, ἕνας κόκκος, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δισεκατομμύρια ἀστέρια τοῦ γαλαξία μας, καὶ ὑπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – ὅλα αὐτὰ τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ναί, γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ σημερινοὶ φυσικοὶ καὶ οἱ ἀστρονόμοι δέχονται στὴν πλειοψηφία τους ὡς λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε τὸ σύμπαν τὴ λεγόμενη ἀνθρωπικὴ ἀρχή. Τὸ σύμπαν ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συντείνουν στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ τὸ τέρμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ἂν θέλετε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς λεγομένης μεγάλης ἐκρήξεως, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅλα κατατείνουν στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλα ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν… καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς• καὶ ἐγένετο φῶς… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός…» (Γέν. 1, 1 κ. ἑ.). Αὐτὸ τὸ «καὶ εἶπεν» εἶναι μία ἀνθρωποπαθὴς ἔκφραση. Σημαίνει ὅτι διὰ τοῦ Λόγου του ἐποίησε τὰ πάντα, «τῷ λόγω τοῦ Κυρίου ἐστερεώθησαν οἱ οὐρανοί», «αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». «Ὁ Πατὴρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύμαπ ποιεῖ τὰ πάντα». Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποκαλύψεως δηλαδή. Τὸ τέλος; «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. 1, 1-2). «Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1, 18). Ἐκεῖνος. Δὲν χρειαζόμαστε ἄλλον. Δὲν χρειαζόμαστε δηλαδὴ γκουρού, τὸν τεκτονισμό, τὸν ἕνα ὁποιονδήποτε -ισμὸ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πληρότης. «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1,17). Ὁ νόμος ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἐγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετικὴ λέξη, μία διαφορετικὴ ἔννοια. Καὶ τὸ ἴδιο μᾶς λέγει πάλι ὁ Ἰωάννης: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 14). Τὸ ἴδιο ρῆμα. Τὸ ἐγένετο σημαίνει τὴν πραγματοποίηση, τὴν ὑλοποίηση, κάτι τὸ χειροπιαστό. Ὁ Λόγος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ «σὰρξ ἐγένετο». Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον «οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ἀπεκαλύφθη διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ μεσίτης τῆς ἀποκαλύψεως.



Ἐδῶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς βαθμίδες ἀποκαλύψεως. Ἡ πρώτη εἶναι ὅταν ὁ Θεὸς ἀνοίγει, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν κόσμο («Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»)· στὴν δεύτερη ἔχουμε τὴν πλήρωση τῆς ἀποκαλύψεως («Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»)· καὶ ἔχουμε καὶ μίαν τρίτη ἀποκάλυψη, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση, εἶναι ἡ μέλλουσα κρίση. Ἐκεῖ θὰ ἀποκαλυφθεῖ πάλι ὁ Θεός, ἀλλὰ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς φῶς γιὰ τοὺς ἀξίους καὶ ὡς «πῦρ καταναλίσκον» γιὰ τοὺς ἀναξίους («Ἀποκαλύπτεται ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1,18).


*****

Τὸ περιεχόμενο λοιπὸν τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος ἐν Υἱῷ, δηλαδὴ σὲ μία συγκεκριμένη ἀνθρώπινη μορφή, ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο, στὸ ὁποῖο, «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἑνώθηκε ἡ θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.

Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ποῦ φυλάσσεται, ποιὸς τὴν προσφέρει;

Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ, ἔζησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη, ἀλλὰ δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο. Συνεχίζει νὰ ζεῖ παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος μὲ τὴ σταυρική του θυσία, καὶ τὴν ὁποία τρέφει καὶ συντηρεῖ μὲ τὸ αἷμα του διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτὸς ἔστειλε ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ συνήγαγε στὸ ὄνομά του ὅλους ὅσοι πίστευσαν καὶ βαπτίσθηκαν γιὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν μεσσιανικὴ σύναξη, τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, τὸν νέο Ἰσραήλ, τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὴν θεία κοινωνία τῶν πιστῶν, λέει ὁ ἱερέας: «Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαὸς τοῦ Θεοῦ, κληρονομιά του, διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ μόνον στὴν Ἐκκλησία προσφέρεται καὶ ἡ ὁποία μόνον δομεῖ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπου Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία.

Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ μέλη ἐκείνους ποὺ μπολιάσθηκαν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ζωτικοὺς χυμοὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: τρέφονται ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν, ἀπρόσιτο μέν, ἀλλὰ ἀποκαλυπτόμενο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Θεό.

Αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τὴν προσφέρει ὡς θεματοφύλαξ της μὲ δύο τρόπους:

α) ὡς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Παίρνοντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ παίρνουμε τὸν ἴδιο τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεὸ ποὺ κατέβηκε κάτω στὴ γῆ·

β) ὡς κήρυγμα, ὡς προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Τὴν μὲν πρώτη μορφὴ τῆς ἀποκαλύψεως τὴν παίρνουμε διὰ τοῦ στόματος, τὴ δεύτερη διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς· βρώση καὶ ἀκοή. Αὐτὰ συμβολίζουν καὶ οἱ δύο Εἴσοδοι ποὺ γίνονται στὴν Ἐκκλησία, Μικρὰ καὶ Μεγάλη. Στὴ Μικρὰ Εἴσοδο ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας κρατεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο λιτανεύει διὰ μέσου τῶν πιστῶν – ὅλοι, ὅλος ὁ λαὸς μετέχει σ’ αὐτὸ – καὶ λέει: «Σοφία»: αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ἡ Σοφία· «ὁ Χριστὸς ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 1, 30). Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Σοφία. «Ὀρθοὶ» λοιπόν. Καὶ ψάλλεται κατόπιν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ…», δηλαδὴ τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθως ἐναποτίθεται τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ στὴ συνέχεια διὰ τῆς ἀναγνώσεως καὶ τοῦ κηρύγματος γίνεται ὁ ἀποκαλυφθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ προσιτὸς σὲ μᾶς διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς.

Στὴ Μεγάλη Εἴσοδο παίρνει ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας τὰ Τίμια Δῶρα ποὺ δὲν ἔχουν μεταβληθεῖ ἀκόμη σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἔχουν ὅμως προετοιμασθεῖ στὴν Προσκομιδή, καὶ ἐν λιτανείᾳ λέει πάλι: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. Ὅλη αὐτὴ ἡ λιτανεία συμβολίζει τὴν πορεία πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασιλεία ἀνοίχθηκε μὲ τὴν πόρτα τοῦ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» στὴν ἀρχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀνοίγουμε μὲ τὴ Λειτουργία τὶς πύλες: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα» (Ἰω. 10, 7.9), ἐλᾶτε νὰ μπεῖτε δι’ ἐμοῦ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅλοι μας γνωρίζουμε ὅτι στὴ θέση τοῦ τρίτου Ἀντιφώνου, στὸ σημεῖο ποὺ σήμερα ψάλλουμε γιὰ λόγους συντομίας τὸ Ἀπολυτίκιο, κανονικὰ ψάλλονται οἱ Μακαρισμοί, στοὺς ὁποίους ἀναλύεται πὼς ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου καὶ πὼς ὁ ληστὴς «παρεβίασε» τὶς πύλες του μὲ τὸ «μνήσθητί μου». Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἄρα λοιπὸν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μὲ τὶς δύο αὐτὲς πομπές, λιτανεῖες, εἰσόδους, ποὺ εἶναι ἕνα νόμισμα μὲ δύο πλευρές. Δὲ μποροῦμε νὰ τὶς χωρίσουμε. Δὲ μποροῦσε νὰ κάνουμε Θεία Εὐχαριστία χωρὶς ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, οὔτε ἀνάγνωση Εὐαγγελίου χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο πόλοι, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία καὶ συνεπῶς ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας. Ἄρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη, εἶναι κηρυσσομένη καὶ βιουμένη, κηρυγματικὴ καὶ βιωματική. Πρῶτα κηρύσσεται καὶ ὕστερα βιοῦται. Πρῶτα διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μετὰ κοινωνοῦμε. Πῶς θὰ σωθοῦν, ἂν δὲν πιστέψουν; καὶ πῶς θὰ πιστέψουν, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἂν δὲν ἀκούσουν; καὶ πῶς θὰ ἀκούσουν ἂν κάποιος δὲν τοὺς κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Ἀπόστολος, Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Πρὶν ὅμως, ὁμολογοῦμε τί πιστεύουμε. Αὐτὰ ὅλα εἶναι μὲ σοφία, θεόπνευστα βαλμένα ἔτσι. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρόσληψη τοῦ ἀποκαλυφθέντος Χριστοῦ, ἄρα ἡ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρίας. Πρὶν ἀπὸ τὴ βίωση πρέπει νὰ πιστέψουμε. Σ’ αὐτὸ συντελεῖ ἡ Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ κηρυσσομένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, προϋπόθεση γιὰ τὴν βιουμένη. Κηρυσσομένη καὶ βιουμένη ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία. Δὲν χωρίζονται, γιατί καὶ τὰ δύο οἰκοδομοῦν, συντηροῦν, τρέφουν καὶ αὐξάνουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Γραφὴ δὲν εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἐνσωματωμένη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μόνον στὴν Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, μόνον ἐκεῖ βιώνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό.


******

Ἕνα λάθος πολλῶν ποὺ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὅτι βλέπουν σὲ αὐτὴν ἁπλῶς ἕνα ἠθικὸ μήνυμα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς εὐσέβειας. Δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γνωρίζεται, παραλαμβάνεται καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκόμη καὶ ὁ ψάλτης, ποὺ εἶναι κατώτερος κληρικός, καὶ αὐτὸς παραλαμβάνει τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ σ’ αὐτὸν τὸ ἐπιστρέφει· αὐτὴ εἶναι μία συμβολικὴ κίνηση, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Βιβλίο βεβαίως ποὺ οἰκοδομεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ πρωτίστως τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομηθεῖ μόνος του, αὐτόνομα, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν κάνει τίποτα. Ἂν ἀπομονώσουμε τὴ Γραφὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Γραφὴ εἶναι ἕνα ξεριζωμένο δένδρο καὶ δὲν μᾶς χρειάζεται σὲ τίποτε.

Ποιὸς μᾶς λέει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφή; Μᾶς τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς παραδόσεως. Τί εἶναι ἡ παράδοση; Παλιὰ τὰ σχολικὰ βιβλία ἔλεγαν ὅτι, δύο εἶναι οἱ πηγὲς τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις. Αὐτὸ τὸ ἀντιγράψαμε ἀπὸ ἐγχειρίδια Δογματικῆς τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ θέλησαν νὰ ἀπαντήσουν στὸ Λούθηρο, ποὺ ὑποστήριζε τὸ sola scriptura, μόνον ἡ Γραφή.

Δὲν κυριολεκτοῦμε ὅταν λέμε γιὰ τὴν παράδοση, ὅτι εἶναι πηγὴ τῆς πίστεώς μας. Ὡς παράδοση ἐννοοῦμε τὴν πράξη τοῦ παραδίδειν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παραδώσω, τὸ παρέλαβα ἀπὸ κάπου. Τὴν παράδοση παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πατέρες κ.ο.κ., γιὰ νὰ φθάσουμε μέχρι τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολοι τὴν παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αὐτὸ λέγεται ἀποστολικὴ παράδοση καὶ παρεδόθη ὄχι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ Ἐκκλησία μας ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἄρα παράδοση εἶναι, πρῶτα ἡ πράξη τοῦ παραλαμβάνειν καὶ παραδίδειν, καὶ ὕστερα αὐτὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ τί παραλαμβάνουμε καὶ παραδίδουμε.

Τὸ περιεχόμενο τῆς παραδόσεως εἶναι ἡ πίστη μας ποὺ κατεγράφη στὴν Ἁγία Γραφή. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι μέρος τῆς παραδόσεως. Τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφτηκε περὶ τὸ 50 (πρόκειται γιὰ τὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή), τὰ τελευταῖα βιβλία (κατὰ Ἰωάννην, Ἀποκάλυψη) γύρω στὸ 100. Στὸ μεταξὺ διάστημα τῶν 50 ἐτῶν δὲν εἴχαμε πλήρη τὴν Ἁγία Γραφή. Ἤ, ἂν θέλετε, πρὸ τοῦ 50 δὲν εἴχαμε κἄν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ παράδοση καὶ ἡ πίστη. Ἄρα ἡ παράδοση εἶναι κάτι τὸ ζωντανό, κάτι ποὺ περιέχει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ Γραφὴ εἶναι ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ παράδοση εἶναι ἡ ἄγραφη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄγραφο βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι παράδοση τύπων, ἰδεῶν, δογματικῶν ἀπόψεων, παράδοση ἠθῶν ἢ ἐθίμων εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι, εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἱδρυτή της καὶ τὰ πρῶτα βήματά της, εἶναι ἡ καταγραφὴ τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ πιστεύουμε «κατὰ τὰς Γραφάς». Εἶναι θεόπνευστη, γιατί ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη. Ἔτσι στὸ sola scriptura ἢ στὸ sola fide τοῦ Λουθήρου θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε καὶ ἐμεῖς sola ecclesia. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν πίστη, τὴ Γραφή. Ἔτσι Γραφή, παράδοση καὶ Ἐκκλησία περιχωροῦνται, ὅπως τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν χωρίζονται, τὸ ἕνα περιέχεται στὸ ἄλλο, τὸ ἕνα μαρτυρεῖται, ζωοποιεῖται, ἑρμηνεύεται καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ ζεῖ μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀποκαλύπτουσα τὸν ἀπρόσιτο Θεό. Ἡ παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες εἶναι τὰ στόματα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν Γραφὴ ἐφάπαξ ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τοὺς Πατέρες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία μας τὸ λεγόμενο «Συνοδικόν», τὸ ὁποῖο ἐκφράζει ἄριστα ὅσα εἴπαμε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ ποὺ διαφυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία:

«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον [πρβλ. Παλαιὰ Διαθήκη], οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν [πρβλ. Καινὴ Διαθήκη], ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν [πρβλ. Ἱερὰ Παράδοση], οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι], ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν».


*****

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαδρομὴ στὸ μυστήριο τοῦ ἀπροσίτου πλὴν ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, μποροῦμε νὰ κλείσουμε τὴν εἰσήγησή μας συνοψίζοντας ἐν εἴδει συμπεράσματος τὰ λεχθέντα:

Ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς ἀπεκαλύφθη ὅταν «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἡ πληρότης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», εἶναι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Πατρὸς ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰώνας» (ἱ. Αὐγουστίνος). Συνεπῶς: στὴν Ἐκκλησία κηρύσσεται διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ζεῖ, φυλάσσεται καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ὁ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεὶς ἀπρόσιτος Θεός. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πιστὸς ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς καὶ θύρα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὸν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθέντα ἀπρόσιτο Θεό. Ἀκολουθώντας αὐτὴν τὴν ὁδό, περνώντας ἀπὸ αὐτὴν τὴν θύρα, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, παύει νὰ εἶναι ἀπρόσιτος καὶ εἶναι πλέον πατέρας.

Σάββατο, Ιουνίου 14, 2014

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου - Η ένωσή μας με τον Θεό


Ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, καὶ δίνει τὴ λαμπρότητά Του σ΄ ἐκείνους πού καθαρίζουν τὴ σβησμένη λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους κι’ ἑνώνονται μὲ τὸ «Θεῖον πῦρ».

Θαῦμα παράδοξο! Ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό ὄχι μόνο πνευματικά, ἀλλά καὶ σωματικά. Ἄνθρωπος καὶ Θεὸς νὰ γίνονται ἕνα, ὅπως ἕνα εἶναι καὶ τὸ ζωντανὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ τὴν ψυχή. Μὲ τὴν ἕνωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάριν Θεός», ὅπως λέει ὁ ψαλμωδὸς Δαβίδ: «Ἐγώ εἶπα, θεοὶ ἐστε καὶ υἱοί Ὑψίστου πάντες».

Ὁ Χριστὸς βεβαίωσε: «Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν. Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὸν καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι. Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν».

Πῶς ὅμως μένουμε ἐμεῖς στὸν Χριστὸ κι’ Αὐτός σέ μᾶς;

Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Ἴδιος, ὅταν, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, προσευχήθηκε στὸν Πατέρα: «Σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοί ἐν ἡμῖν ὦσιν…κἀγώ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἓν ἐσμέν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν…».

Ἀλλά καί στούς μαθητές Του μέ σαφήνεια εἶπε: «Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί … ἐγώ ἐν τῷ πατρί μου καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν».

Ἐναργέστατα εἶναι τὰ θεϊκὰ κι’ ἀλάθητα λόγια τοῦ Κυρίου.

Ὅπως ὁ Πατέρας εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Υἱό Του, ἔτσι κι’ ἐμεῖς εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὅπως ὁ Πατέρας μένει «κατὰ φύσιν ἐν τῷ Υἱῷ», ἔτσι καὶ ὅσοι πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀναγεννήθηκαν «διὰ Πνεύματος Ἁγίου», μένουν «κατὰ χάριν ἐν τῷ Θεῷ» καὶ ὁ Θεὸς μένει σ’ αὐτούς ὡς «κατὰ χάριν υἱούς» Του.

Τί θαυμαστή, θεανθρώπινη ἕνωση!

Ἡ ἕνωση ὅμως Πατέρα καὶ Υἱοῦ δὲν εἶναι παρὰ ἕνωση ἄπειρης καὶ ἄφατης ἀγάπης. Καὶ ἡ ἀγαπη τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα φανερώνεται μὲ τὴν «ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσῃ» ἄρνηση τοῦ θελήματός Του καὶ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ πατρός.

Αὐτό ἀκριβῶς χαρακτηρίζει πρωταρχικὰ τὴν Θεία Ἕνωση.

Αὐτό ὅμως πρέπει νὰ χαρακτηρίζει καὶ τὴ δική μας ἀγαπητική ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ εἶναι γνήσια: ἡ ταπεινή ἐκπλήρωση τοῦ ἁγίου θελήματός Του, δηλαδή ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Τό εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τά ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε… Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με… Ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσῃ αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν».

Ὁ Θεός ἔρχεται καί «ποιεῖ μονήν παρ’ ἡμῖν», -μέ ἄλλα λόγια: ἑνώνεται μαζί μας- μόνον ἄν Τόν ἀγαπᾶμε ἔμπρακτα, τηρώντας τό νόμο Του. Τότε ζοῦμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τότε πραγματοποιεῖται ὁ λόγος Του: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Τότε προγευόμαστε τή μυστική καί ἀπερίγραπτη γλυκύτητα τῆς βασιλείας Του, τήν ἄρρητη ἀπό τό φθαρτό σῶμα. Γιατί, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἴδιος, «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι ‘Κύριε, Κύριε’ εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

Μέ ὅλα ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, δείξαμε τόν ἕνα τρόπο ἑνώσεώς μας μέ τόν Θεό: τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλος, παράλληλος, πού συμπληρώνει καί ἐνισχύει τόν πρῶτο. Αὐτός εἶναι ἡ συχνή συμμετοχή μας στό μυστικό δεῖπνο Του, ἡ μετάληψη τῶν ἀχράντων μυστηρίων Του.

Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός πάλι εἶπε: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ… Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσει εἰς τόν αἰώνα… Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον, κἀγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρα».

Γιά νά εἴμαστε λοιπόν ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο καί νά ἔχουμε ζωή αἰώνια, πρέπει νά κοινωνοῦμε συχνά τό Σῶμα καί τό Αἷμα Ἐκείνου, πού εἶναι ἡ Πηγή τῆς ζωῆς. Ἀλλιῶς, ὄχι μόνον εἴμαστε χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν, ἀλλά καί νεκροί: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε Αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

Ἄς προσέξουμε ὅμως, νά μήν κοινωνοῦμε χωρίς βαθειά μετάνοια, συντριβή καρδιᾶς, καθαρή ζωή καί πνευματική προετοιμασία, γιατί τότε ἡ Θεία Κοινωνία ὄχι μόνο δέν συντελεῖ στήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, ἀλλά, ἀντίθετα, μᾶς καταδικάζει καί μᾶς κατακαίει. «Ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει». Γι’ αὐτό «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω».

Ἂς φυλάξουμε λοιπὸν μὲ προθυμία καὶ ἐπιμέλεια τὶς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί ἄς προσερχόμαστε μέ συναίσθηση καί ἀκατάκριτη συνείδηση στά πανάγια μυστήριά Του, γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του· γιά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια βασιλεία Του· γιά νά μήν ὑποστοῦμε στήν παρούσα ζωή ὅ,τι λέει ὁ Τίμιος Πρόδρομος: «Ὁ ἀπειθών τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ’ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ’ αὐτόν». Γιά νά μήν ἀκούσουμε στήν ἄλλη ζωή τόν φοβερό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἀπέλθετε ἀπ’ ἐμοῦ… Οὐκ οἷδα ὑμᾶς!…». Γιά νά δεχθοῦμε, τέλος, τήν πανευφρόσυνη πρόσκληση: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου».

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου - Μπορούμε να γίνουμε άγιοι σήμερα;

Πολλές φορές ἀκοῦμε  τούς χριστιανούς νά λένε:

«Ἄν ζούσαμε κι’ ἐμεῖς στήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων καί ἀξιωνόμασταν νά δοῦμε τό Χριστό, ὅπως Τόν εἶδαν ἐκεῖνοι, θά γινόμασταν ἅγιοι, ὅπως ἔγιναν κι’ αὐτοί». Ὅσοι σκέφτονται ἔτσι, ξεχνοῦν ὅτι Ἐκεῖνος πού μιλοῦσε στόν καιρό τῶν ἀποστόλων, μιλάει καί τώρα. Ἴσως ὅμως καί πάλι νά πεῖ κάποιος: «Μά δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά δεῖ κανείς τό Χριστό μέ τά μάτια του, ὅπως Τόν εἶδαν οἱ ἀπόστολοι, καί ν’ ἀκούει μόνο τά λόγια Του ἀπό ἄλλους ἤ νά τά διαβάζει στή Γραφή, ὅπως ἐμεῖς σήμερα».

Κι’ ἐγώ ἀπαντῶ, ὅτι δέν εἶναι ὁπωσδήποτε τό ἴδιο τό τότε καί τό τώρα. Ἀλλά τό τωρινό εἶναι πολύ μεγαλύτερο ἀπό ἐκεῖνο πού ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι, κι’ εὐκολότερα μᾶς φέρνει  στήν πίστη!

Μήν παραξενεύεστε. Μόνο ἀκοῦστε με.

Τότε ὁ Κύριός μας φαινόταν στούς ἀχάριστους Ἰουδαίους ὡς ἕνας πλάνος καί τιποτένιος ἄνθρωπος, ἐνῶ τώρα κηρύσσεται σέ μᾶς ὡς Θεός ἀληθινός. Τότε ἔτρωγε μέ τελῶνες καί ἄλλους ἁμαρτωλούς, τώρα ὅμως κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τρέφει ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τότε καταφρονιόταν κι’ ἀπό τούς πιό ἀσήμαντους ἀνθρώπους. Τώρα προσκυνεῖται ἀπό βασιλεῖς καί ἄρχοντες ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί δοξάζει αὐτούς πού Τόν προσκυνοῦν  «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».

Τότε Τόν θεωροῦσαν σάν ἕναν ἄνθρωπο φθαρτό καί θνητό, πού ἔτρωγε καί ἔπινε καί κοιμόταν καί κοπίαζε καί ἵδρωνε καί γενικά, ἔκανε ὅλα τ’ ἀνθρώπινα. Τότε λοιπόν, καί ὄχι τώρα, ἦταν παράξενο καί δύσκολο ν’ ἀναγνωρίσει κανείς ὡς Θεό Ἐκεῖνον, πού εἶχε αὐτά τά ταπεινά καί ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Γι’αὐτό καί τόν Πέτρο, πού εἶπε «σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», τόν μακάρισε ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ Μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Ὅποιος λοιπόν δέν ὑπακούει μέ πίστη καί ταπείνωση στό Χριστό, πού μιλάει καί τώρα μεσα ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του, ὅποιος ἀμφισβητεῖ ἤ ἀπορρίπτει ὅσα εἶπε καί ἔκανε τότε ὁ Χριστός, ἐκεῖνος, ἔστω κι ἄν ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν Κύριο νά θαυματουργεῖ καί Τόν ἄκουγε νά διδάσκει, θά ὀλιγοπιστοῦσε. Τί λέω; Ὄχι μόνο θά ὀλιγοπιστοῦσε, ἀλλά φοβᾶμαι πώς θά γινόταν τελείως ἄπιστος καί θά βλασφημοῦσε τό Χριστό, νομίζοντάς Τον σάν ἀντίθετο ἤ μάγο ἤ τσαρλατάνο, καί ὄχι ἀληθινό Θεό…

  Ἄλλοι πάλι λένε: «Ἄν ζούσαμε στήν ἐποχή τῶν ἁγίων Πατέρων, θ’ ἀγωνιζόμασταν περισσότερο, γιατί, βλέποντας τήν καλή πολιτεία καί τούς ἀγῶνες τους, θά τούς μιμούμασταν. Ἐνῶ τώρα, πού ζοῦμε μαζί μέ ὀκνηρούς καί χλιαρούς καί ἁμαρτωλούς, χωρίς νά τό θέλουμε παρασυρόμαστε μαζί τους στήν ἀπώλεια». Ὅσοι ὅμως τά λένε αὐτά, ξεχνοῦν ὅτι ἐμεῖς βρισκόμαστε σέ λιμάνι ἀσφαλέστερο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γιατί στήν ἐποχή τους ὑπῆρχαν πολλές καί φοβερές αἱρέσεις – φοβερότερες ἀπό τίς σημερινές – καί πολλοί «ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφῆται», πού πέτυχαν νά πλανέψουν πολλούς ἀνθρώπους καί νά καταστρέψουν τίς ψυχές τους. Αὐτό πού σᾶς λέω, μπορεῖτε νά τό διαπιστώσετε λ.χ. ἀπό τούς βίους τῶν μεγάλων  ὁσίων Ἀντωνίου, Εὐθυμίου καί Σάββα, πού ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων μαζί μέ πολλούς ἄλλους ἁγίους. Καί ποῦ νά διηγηθῶ τί ἔγινε στήν ἐποχή τῶν ἁγίων πατέρων Βασιλείου καί Χρυσοστόμου, πού ἦταν γεμάτη ἀπό ζιζάνια τοῦ πονηροῦ;

Βέβαια, ὄχι μόνο τότε , ἀλλά καί τώρα ἔχουμε ν’ ἀντιμετωπίσουμε φοβερά δεινά μέ τούς αἱρετικούς. Πολλοί λύκοι καί πολλά φίδια ζοῦν ἀνάμεσά μας. Ὅμως δέν ἔχουν καμμιά ἐξουσία πάνω μας, γιατί βρίσκονται κρυμμένοι στό σκοτάδι τῆς πονηρίας καί δέν βλάπτουν παρά μόνο ὅσους θεληματικά τούς ἀκολουθοῦν καί αὐτοπροαίρετα βαδίζουν στό δρόμο τῆς καταστροφῆς τους. Ἐκείνους πού βαδίζουν στό φῶς τῶν θείων Γραφῶν καί πορεύονται στή στράτα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, δέν τολμοῦν νά τούς ἀντιμετωπίσουν, ἀλλά, βλέποντάς τους νά περνᾶνε, ἀπομακρύνονται σάν ἀπό φωτιά.

Ἴσως ὅμως ἀναρωτηθεῖτε: ποιούς αἱρετικούς ἐννοῶ; Μήπως τούς Ἀρειανούς, τούς Εὐνομιανούς, τούς Σαβελλιανούς, τούς Ἀπολλιναριστές ἤ τούς Διοσκουρίτες; Ὄχι, δέν ἐννοῶ αὐτούς, τούς ἀσεβεῖς καί ἄθεους, πού, ζώντας στό σκοτάδι, ἀφανίστηκαν ἀπό τήν πνευματική λάμψη τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν θεόπνευστων συγγραμάτων τους. Αἱρετικούς ὀνομάζω ἐδῶ ἐκείνους πού λένε, πώς ἄν ἤμασταν στήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, θά μπορούσαμε νά φυλάξουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί νά γίνουμε ἅγιοι, ἐνῶ σήμερα ὄχι. Αὐτοί πού κάνουν τέτοιες σκέψεις, τολμώντας μάλιστα καί νά τίς διαδίδουν, δέν ἔχουν πέσει μόνο σέ μιά αἵρεση , ἀλλά σ’ ὅλες τίς αἱρέσεις μαζί. Γιατί ὅποιος ἰσχυρίζεται αὐτό τό πράγμα – ὅτι δηλαδή θά ἁγίαζε ἄν ζοῦσε στήν ἐποχή τῶν ἀποστόλων – ἀνατρέπει ὅλες τίς ἱερές Γραφές καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων. Ἄν δηλαδή πιστεύουμε, ὅτι σήμερα εἶναι  ἀδύνατο νά πραγματοποιηθοῦν ὅσα ὁρίζει ὁ Θεός, τότε ὅλοι οἱ ἅγιοι , τόσο τοῦ παλαιοῦ καιροῦ ὅσο καί τῶν ἡμέρων μας, πῶς τά κατόρθωσαν; Καί πῶς ἔγραψαν τόσα πολλά ἀπό τήν πείρα τῆς χριστομίμητης ζωῆς τους, γιά νά νουθετοῦν κι’ ἐμᾶς; Πιστεύοντας λοιπόν καί διακηρύσσοντας τέτοιες πλανεμένες ἀπόψεις, πού διαψεύδονται ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο τούς ἑαυτούς μας ὁδηγοῦμε στήν ἀπώλεια, μά καί στῶν ἄλλων ἀνθρώπων τίς ψυχές σπέρνουμε τά  ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς λιποψυχίας. Ἔτσι μοιάζουμε στούς Φαρισαίους, στούς ὁποίους εἶπε φοβερά λόγια: «Οὐαί ὑμῖν, ὁδηγοί τυφλοί…ὅτι κλείετε τήν Βασιλείαν τῶν Οὐράνων ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γάρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδέ τούς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν».

Ἄς μή γελιόμαστε. Κι ἄς μήν παίρνουμε στό λαιμό μας καί ἄλλες ψυχές, «πλανῶντες καί πλανώμενοι». Μποροῦμε καί σήμερα καί πάντα νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους στήν   προαίρεση, τήν προθυμία, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Γιατί καί οἱ ἅγιοι σάν κι’  ἐμᾶς ἦταν, ἀλλά ἄφηναν τή ζωή τους νά ὁδηγηθεῖ ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄς συντριβοῦμε κι’ ἄς χύσουμε καυτά δάκρυα μετάνοιας, γιά νά μαλακώσει ἡ σκληρή, ἡ πέτρινη καρδιά μας. Ἔτσι θά καθαρθοῦμε, ἔτσι θά μοιάσουμε στούς ἁγίους. Τά δάκρυα αὐτά, πού θά χύσουμε μέ κόπο καί πόνο καί βία, δέν εἶναι πικρά, ἀλλά γλυκά σάν τό μέλι. Ἔτσι τά κάνει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί μή μοῦ πεῖτε πώς ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἔχουν φυσική ἰδιοσυγκρασία τόσο ψυχρή καί σκληρή, πού δέν μποροῦν νά βγάλουν δάκρυα. Τά δάκρυα εἶναι δῶρο τῆς Χάριτος, ἐμεῖς βάζουμε τήν προαίρεση καί τή βία.

Ἑπομένως, μ’ αὐτή τήν προϋπόθεση, ὅλοι μποροῦν νά συντριβοῦν καί νά κλάψουν. «Πάντες δάκρυα πάντες κάθαρσιν, πάντες ἀνάβασιν καί τό τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνεσθαι», λέει τό θεόπνευστο στόμα τοῦ Θεολόγου Γρηγόριου. Πῶς λέτε τότε ἐσεῖς, ὅτι μερικοί εἶναι ἀπό τή φύση τους σκληροί, καί δέν μποροῦν νά ἔρθουν  σέ κατάνυξη, νά πενθήσουν καί νά κλάψουν γιά τίς ἁμαρτίες τους;

Γιά νά καταλάβετε ὅτι εἶναι φυσικό νά κλαίει κάθε ἄνθρωπος, θυμηθεῖτε τά βρέφη, πού μόλις βγοῦν ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας τους, ἀρχίζουν νά κλαῖνε.  Κι ἄν δέν κλάψουν, σημαίνει πώς δέν εἶναι ζωντανά. Εἶναι λοιπόν τά δάκρυα φυσικά στόν ἄνθρωπο. Φυσικά καί ἀπαραίτητα.

Ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Στουδίτης ἔλεγε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἄν θέλει νά σωθεῖ, πρέπει νά περάσει τή ζωή του μέ πένθος καί κλάμα, κι’ αὐτά νά τόν συνοδεύουν μέχρι νά πεθάνει. Καί ὅπως τό φαγητό εἶναι ἀπαραίτητο γιά νά ζήσει τό σῶμα μας, ἔτσι καί τά δάκρυα τῆς μετάνοιας εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν ψυχή μας. Ἐκεῖνος πού δέν κλαίει κάθε μέρα – δέν λέω κάθε ὥρα, γιά νά μήν κουραστεῖτε ὑπερβολικά -, ἀφήνει τήν ψυχή του νά πεθάνει ἀπό πείνα καί νά χαθεῖ αἰώνια.

Ἀφοῦ λοιπόν εἶναι φυσικά στόν ἄνθρωπο τά δάκρυα καί τό πένθος, ἄς μήν  ἀρνηθοῦμε αὐτό τό καλό της φύσεως. Ἄς ἀποβάλουμε κάθε κακία καί πονηρία καί  σκληρότητα, καί ἄς καλλιεργήσουμε μέ προθυμία τό μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄς φυλάξουμε τό πένθος μέ προσοχή, σάν ἐντολή τοῦ Κυρίου, μέ τήν ταπείνωση, μέ τήν ἁπλότητα, μέ τήν ἀκακία τῆς ψυχῆς μέ τήν  ὑπομονή στούς πειρασμούς, μέ τή συνεχῆ  μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, προπαντός ὅμως μέ τή συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τή βίωση βαρειᾶς ἐνοχῆς ἀπέναντι στόν Κύριο.

Ὅποιός λοιπόν εἶναι ὀκνηρός καί ἀμέλης καί δέν νοιάζεται γιά τή σωτηρία του, ἄς μή λέει πώς εἶναι ἀδύνατο νά σωθεῖ κανείς σήμερα, γιατί ἔτσι κλείνει τήν πόρτα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐράνων καί σέ ἀλλούς ἀνθρώπους. Καί ἡ εὐθύνη του γι’ αὐτό εἶναι ἀνυπολόγιστη. Φυσικά αὐτός, ἀφοῦ θεωρεῖ ἀδύνατη τή σωτηρία, θεωρεῖ ἀδύνατο – ἤ μᾶλλον – περιττό – καί τό πένθος. Ὑπάρχουν ὅμως, δυστυχῶς καί χριστιανοί, πού πιστεύουν στή σωτηρία ἀλλά ἀπορρίπτουν τό πένθος. Σ’ αὐτούς τονίζω τοῦτο: Ὅποιος λέει πώς εἶναι ἀδύνατο ἤ περιττό νά πενθεῖ καί νά κλαίει κανείς, αὐτός δέν πρόκειται νά καθαρθεῖ. Καί χωρίς κάθαρση, κανένας δέν θά σωθεῖ καί δέν θά δεῖ τόν Κύριο.

  Ὅσοι πενθοῦν, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί καί θά παρακληθοῦν:  «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται». Ὅσοι δέν πενθοῦν, ἔχουν πέσει στή χειρότερη ἀπ’ ὅλες τίς αἱρέσεις: Νομίζουν ὅτι ἡ σωτηρία μπορεῖ ν’ ἀποκτηθεῖ μόνο μέ τά ἐξωτερικά σχήματα τῆς εὐσέβειας. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι θά παρασταθοῦμε ὅλοι στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ «Γυμνοί καί τετραχηλισμένοι (ὁλοφάνεροι)», γιά νά πάρει ὁ καθένας μας τό μισθό του σύμφωνα μέ τά ἀλάθητα κριτήρια Ἐκείνου, ὄχι τά δικά μας.

Ἀφοῦ λοιπόν θά βρεθοῦμε γυμνοί μπροστά στόν Θεό,

î  γιατί σκεπάζουμε τό σῶμα μας μέ πολυτελεῖς στολές, μέ λαμπρά ἐνδύματα καί μέ ὡραῖα ὑποδήματα;

Γιατί τρέχουμε νά  προϋπαντήσουμε τούς ἄρχοντες;

Γιατί μᾶς ἀρέσει νά μᾶς χαιρετοῦν;

Γιατί ἐπιδιώκουμε τίς πρωτοκαθεδρίες στά ἐπίσημα γεύματα;

Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καί ὁ ἀκόρεστος πόθος νά ἐξουσιάζουμε;

Γιατί τά ὡραῖα σπίτια καί οἱ ὑπηρέτες, πού μᾶς ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους;

Γιατί τά ἄκαιρα γέλια καί οἱ ἄπρεπες συζητήσεις;…

Γυμνοί, μπροστά στό μεγάλο Κριτήριο!

Ποῦ τότε τό καλό ὄνομα καί ἡ ἁγιοσύνη, πού νομίζουμε πώς ἔχουμε;

Ποῦ οἱ κόλακες καί οἱ ἀνήξεροι, πού μᾶς ὀνομάζουν ἁγίους;

Ποῦ οἱ ὑψηλές θέσεις καί οἱ μεγάλες ἰδέες γιά τόν ἑαυτό μας;

Ποῦ οἱ συγγενικοί δεσμοί;

Ποῦ ἡ δόξα τῶν ἀρχόντων;

Ποῦ ἡ σοφία τῶν σοφῶν τοῦ κόσμου;

Ποῦ ἡ πεποίθηση πώς εἴμαστε καλύτεροι ἀπό τούς ἄλλους ΕΝΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤΑ;

Ποῦ ἡ γλώσσα καί οἱ ρητορεῖες, πού τρέχουν σάν πηγή; «Ποῦ σοφός, ποῦ γραμματεύς, ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου;».

Τί φόβος καί τρόμος τήν ὥρα ἐκείνη!

Γι’ αὐτό μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, πού ταπεινωμένος καί συντριμμένος, πενθεῖ καί κλαίει νύχτα καί μέρα μπροστά στόν Θεό. Αὐτός θά καθήσει ὁλόλαμπρος στά δεξιά Του. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος, πού ἀκούει τά λόγια τοῦ Κυρίου καί δέν περνάει ἀνώφελα τή ζωή του, ἀλλά βρίσκεται συνεχῶς σέ κατάσταση μετανοίας. Αὐτός θά ἐλεηθεῖ καί θά ἀπολαύσει στή μέλλουσα ζωή τά ἀνεκλάλητα ἀγαθά τῆς Οὐράνιας Βασιλείας. Αὐτός θά γίνει ἅγιος!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

πηγή

Δευτέρα, Ιουνίου 09, 2014

Μη αποκρύψης το Φώς του προσώπου Σου

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
ΜΗ ΑΠΟΚΡΥΨΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΟΥ
Παράφρασις Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου

Ελέησέ με, μόνε Κύριε, ελέησέ με, συ που με εσκέπασες από της νεαράς μου ηλικίας, συ που από την αγαθότητά σου μού εσυμπάθησες τα πάμπολλά μου πταίσματα που γνωρίζω πως σου έπταισα. Συ που με ελευθέρωσες από τον πλάνον και μάταιον κόσμον και από συγγενείς και φίλους και ατόπους ηδονάς και με αξίωσες να κάθωμαι εδώ ωσάν εις όρος [1] και μου έδειξες την θαυμαστήν σου, Θεέ μου, δόξαν και με εχαρίτωσες γεμίζοντας με όλον από θείον σου Πνεύμα και από Πνευματικόν φωτισμόν.
Συ πάλιν Θεέ μου, δος μου του δούλου σου τελείαν και ολόκληρον την Χάριν σου, χωρίς να μετανοήσης εις τούτο. Μην την αφαίρεσης, Δέσποτα, μηδέ αποστραφής με παραβλέποντάς με, συ που εξ αρχής με έστησες έμπροσθεν εις το πρόσωπόν σου και με εσυναρίθμησες εις τους δούλους σου και, σφραγίζοντάς με με την σφραγίδα [2] της Χάριτός σου, με επωνόμασες εδικόν σου.
Μη με πάλιν απορρίψης, μηδέ αποκρύψης το φως του προσώπου σου και με καλύψη σκότος· και με καταπίη η άβυσσος και συγκλείση ο ουρανός εμένα, τον οποίον με ανεβίβασες ανώτερα από αυτόν, καταξιώνοντάς με να συνευρίσκωμαι με τους αγγέλους σου, ή, να ειπώ καλύτερα, με εσένα τον των όλων ποιητήν και να συνευφραίνωμαι μαζί με εσένα και να θεωρώ την απαραμοίαστον δόξαν του προσώπου σου, απολαμβάνοντας χορταστικά και από το απλησίαστον φως· και να χαίρω ευφραινόμενος χαράν ανεκλάλητον, με την παρουσίαν της ανερμήνευ­του σου ελλάμψεως.
Οπόταν και κατατρυφώντας εγώ από εκείνο το ανερμήνευτον φως, εσκιρτούσα και έχαιρον ομού με εσένα τον ποιήτην και πλάστην μου, θεωρώντας το απαρομοίαστον κάλλος του προσώπου σου. Τόσον που και καταβιβάζοντας πά­λιν τον νουν μου εις την γην τότε, δεν έβλεπα μήτε τον κόσμον, με το να ήμουν πεφωτισμένος από εσένα, μήτε τα του κόσμου πράγματα, αλλά ήμουν ανώτερος και από τα πάθη και από τας φροντίδας.
Και συστρεφόμενος εις πράγματα και τα κακά ελέγχοντας, δεν συμμετείχα κατ' αρχάς εις τας κακίας των ανθρώπων. Αφ' ου δε, εγχρονίζοντας μέσα εις αυτά, επροτίμησα τα των άλλων και συνεσύρθηκα εις φιλονείκους ανθρώπους [3] με την ελπίδα της διορθώσεως των, εμέθεξα από την κακίαν. Και τώρα κυριευ­θείς από άγρια θηρία, κινδυνεύω. Διότι θέλοντας να αποσπάσω άλλους από την βλάβην εκείνων των θηρίων, εγώ πρώτος έγινα ξέσχισμα θηρίων.
Αλλά συ, φιλάνθρωπε, πρόφθασε σπλαγχνισθείς, τάχυνε και ελευθέρωσε εμέ, που διά εσένα έπεσα μέσα εις αυτά. Διότι καθώς ορίζει η εντολή σου[4], ελεήμον, έθεσα την αθλίαν μου ψυχήν διά την σωτηρίαν των αδελφών μου.
Αλλά αν και επληγώθηκα, συ όμως δύνασαι να με ιατρεύσης. Αν και εκρατήθηκα από τους εχθρούς αιχμάλωτος ο ταλαίπωρος, αλλά συ, ωσάν που είσαι δυ­νατός και ισχυρός κατά πάντα, δύνασαι να με λύτρωσης με το θέλημα σου μόνον. Αν και επιάσθηκα εις τα στόματα και τας χείρας των θηρίων, αλλά συ να φανής μόνον και ευθύς αυτά μεν θέλουσιν αποθάνη, να ζήσω δε εγώ.
Ναι, πανοικτίρμον και πολυέλεε, ελέησε και σπλαγχνίσου εμένα τον περιπεσόντα. Διότι κατέβηκα εις το πηγάδι, διά να ανασπάσω τον πλησίον μου και συγκατέπεσα και εγώ με αυτόν. Μη με αφήσης να κάθωμαι έως τέλους εις τον λάκκον, μη παρακαλώ.
Ηξεύρω που επρόσταξες, φιλάνθρωπε Θεέ μου, ότι χωρίς άλλο χρεωστούμεν να ελευθερώνωμεν τον αδελφόν από τον θάνατον και το δάγκαμα της αμαρτίας, μα όχι διά την αμαρτίαν να συναπολεσθώμεν με αυτόν (το οποίον το έπαθα ο ταλαίπωρος και αμελήσας έπεσα, θαρρώντας εις τον εαυτόν μου [5]), αλλά να ελευ­θερώνωμεν και εκείνον και ομοίως και τον εαυτόν μας· είδε μη, τουλάχιστον να μένωμεν επάνωθεν και να θρηνώμεν τον πεσόντα [6] και να φεύγωμεν όσον δυνάμε­θα το να μη πέσωμεν ωσάν εκείνον.
Αλλά και τώρα ανάστησέ με, ανάσυρέ με από το χάσμα και στήσε με επάνω  εις την στερεάν πέτραν των εντολών σου [7]. Και δείξε μου πάλιν το φως, το οποίον δεν το χωρεί ο κόσμος, άλλα κάμνει εκείνον που το θεωρεί έξω από τον κόσμον και από το αισθητόν φως και από τον αισθητόν αέρα και από τον ουρανόν και από όλα τα αισθητά, και δεν ηξεύρει κατ' εκείνην την ώραν είτε χωρίς του σώματος είναι είτε τελείως με το σώμα[8].
Μου φαίνεται δε τότε να είναι ένας φωστήρας άυλος, ο οποίος λαμπόμενος από το κάλλος του νοητού ηλίου δεν δύναται να θεώρηση με αίσθησιν το εδικόν του φως, μόνον δε εκείνον θεωρεί τον άδυτον φωστήρα, κατανοώντας το υπερβολικόν και ασύγκριτον κάλλος της δόξης του. Και από την πολλήν του έκπληξιν δεν δύναται να κατανόηση μηδέ να καταλάβη τον τρόπον της θεωρίας, που δη­λαδή ευρίσκεται εκείνος ανερμηνεύτως ή πώς θέλει και οράται και περικλείεται μέσα εις τους άγιους [9].
Τούτο δε και μόνον ηξεύρομεν όλοι οι μαθηταί και δοκιμασταί των τοιούτων, ότι τότε γινόμεθα και μένομεν κατά αλήθειαν έξω από τον κόσμον, εν όσω βλέπομεν αυτό- και πάλιν έπειτα ευρισκόμεθα μέσα εις το σώμα και τον κόσμον. Ενθυμούμενοι δε την χαράν και το φως εκείνο και την γλυκυτάτην ηδονήν, θρηνούμεν και πενθούμεν καθώς το νήπιον παιδίον όταν βλέπη την μητέρα του και ενθυμούμενον τον γλυκασμόν του γάλακτος κλαυθηρίζει, έως οπού να το δράξη και να θηλάση χορταστικά.
Τούτο, Σωτήρ, ζητούμεν και τώρα, τούτο σε παρακαλούμεν προσπίπτοντες να το λάβωμεν αναπόσπαστον, διά να τρεφώμεθα, εύσπλαγχνε, και τώρα από αυτό· από τον άρτο λέγω τον νοητόν που καταβαίνει εξ ουρανού και μεταδίδει ζωήν εις όλους όσοι μετέχουσιν από αυτόν[10].
Και όταν αναχωρούντες των εντεύθεν, ερχώμεθα εις εσένα, Δέσποτα, να το έχωμεν συνοδοιπόρον, βοηθόν και φύ­λακα, και ομού με αυτό και διά μέσου αυτού να σου προσφερθώμεν. Και εις την φοβεράν κρίσιν αυτό να σκεπάση τας αμαρτίας μας διά να μην αποκαλυφθώσι μηδέ να φανώσι εις όλους, αγγέλους τε και ανθρώπους, αλλά και λαμπρόν να μας γίνη ένδυμα[11] και δόξα ως στέφανος εις αιώνας αιώνων. Αμήν.

[1] Εδώ ο Ιερός συγγραφεύς παρομοιάζει τη μονή του και το κελλί του με το όρος της Μετα­μορφώσεως, διότι εκεί βλέπει το φως της δόξης του Χριστού και ακούει την φωνή του Θεού.
[2] Ας προσέξουμε εδώ ότι ο Άγιος θεωρεί την είσοδό του στον χώρο της μυστικής ζωής των θείων εμφανειών ως δεύτερο Βάπτισμα (βάπτισμα φωτός) και γι' αυτό ομιλεί περί σφραγίδος.
[3] Προφανώς ο υπαινιγμός εδώ αναφέρεται σε ορισμένους ανυπότακτους μοναχούς της μονής
του (του αγ. Μάμαντος).
[4] βλ. Α' Ιωάν. γ' 16: «και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι».
[5] Ας προσέξουμε ότι ο Άγιος δεν τα βάζει με τον Θεό, παραπονούμενος ότι έπεσε ψυχικώς χάριν τηρήσεως των εντολών Του, αλλά μέμφεται τον εαυτό του, λέγοντας ότι φταίει το ότι "εθάρρησε εις τον εαυτόν του", δηλ. περιέπεσε σε έπαρσι, ενώ αλλιώς δεν επρόκειτο να του συνέ­βαινε κανένα κακό. Βλέπουμε λοιπόν έμπρακτη εφαρμογή της βασικής μοναχικής αρετής της αυτομεμψίας και μπορούμε να θαυμάσουμε πόσο βαθειά ποτισμένος με το γνήσιο μοναχικό πνεύμα ήταν ο Άγιος.
[6] Με αυτή την φράσι υπαινίσσεται ο Άγιος την μετά δακρύων προσευχή για τον "πεσόντα αδελφόν", η οποία συχνά αποτελεί ουσιωδέστερη εφαρμογή του πνεύματος της διδασκαλίας του Κυρίου, παρά η απροϋπόθετη κηρυκτική ("ιεραποστολική") δράσις.
[7] πρβλ. Ματθ. ζ' 24.
[8] πρβλ. τις ανάλογες εμπειρίες του Αποστόλου Παύλου (Β' Κορ. ιβ' 3).
[9] Τούτο συμβαίνει, καθ' ότι ο Θεός καταξιώνει να έλθη και να κατοίκηση μυστικώς μέσα
στους Αγίους («και μονήν παρ' αυτώ ποιήσσομεν» Ιωάν. ιδ' 23).
[10] Με όσα λέγει εδώ ο Άγιος υπονοεί ασφαλώς την θείαν Ευχαριστίαν. Σε όλο το έργο του αγίου Πατρός δεσπόζει αυτή η πολλαπλή συνάφεια ανάμεσα στην (νοερά και μυστική) "μέθεξιν Θεού" και την επαξία «μετάληψιν του Σώματος και Αίματος του Κυρίου» και πολλές φορές ε­σκεμμένα ποιητικώ τω τρόπω δεν διαχωρίζει σαφώς τα όριά τους, δεικνύοντας πόσο στην πράξι συχνά συμπλέκονται μεταξύ τους.
[11] Σύμφωνα με όσα είπαμε στην προηγούμενη σημείωσι, εδώ ο Άγιος συμπλέκει, κατά την ενέργειαν και τα αποτελέσματα, τον ουράνιο Άρτο και το θείον Φως· αυτό το τελευταίο είναι που θα σκεπάσει ως ιμάτιο τους Αγίους κατά την μέλλουσα κρίσι.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 6
ΠΗΓΗ   το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...