Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιοι και Νεομάρτυρες στις κομμουνιστικές χώρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιοι και Νεομάρτυρες στις κομμουνιστικές χώρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Απριλίου 16, 2013

Μία αγιασμένη μορφή της Μονής Τσερνίκα-Ο γέροντας Ηλίας Τσιορούτσα



Ό ιερομόναχος π. Ηλίας γεννήθηκε στίς 30 Ιου­νίου 1909 στην κοινότητα Βασίλε Άλεξάνδρι του νό­μου Τούλτσεα, έχοντας ως γονείς του τον Κωνσταντίνο και την Ελένη. Στό βάπτισμα του έλαβε το όνομα Ιόργκου. Ήταν ό πιο υπάκουος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογενείας του. Ότιδήποτε του έλεγαν και του άνέθεταν να κάνη οί γονείς του, το έξεπλήρωνε αμέ­σως.
Ή οικογένεια του ήταν αρκετά πλούσια. Οί γονείς του ήσαν απλοί και πιστοί χριστιανοί. Ένθυμεΐται ό π. Ηλίας, τα βράδια πού στεκόταν κοντά στην σόμπα καί άκουγε τον πατέρα του να διαβάζη το Ψαλτήριο.
Για την παιδική του ηλικία, πού έζησε στο χωριό του, έλεγε:
«Όταν ήμουν μικρός καί έβλεπα τον ιερέα μας με την μεγάλη γενειάδα πώς λειτουργούσε στην εκκλη­σία, έσκεπτόμουν ότι κατέβηκε ό Θεός από τον ουρα­νό καί ήλθε να μας λειτουργήση στην εκκλησία μας».
 
Πρίν ακόμη να πάη στο δημοτικό σχολείο, ό π. Ηλίας έμεινε ορφανός καί αποχωρίσθηκε από τα α­δέλφια του. Έμεγάλωσε σ' ένα ορφανοτροφείο της πό­λεως Τούλτσεα. Εκεί ό ιερεύς Ζαχαρίας Ποπέσκου τον έβοήθησε και τον χειραγώγησε σταθερά. Σάν καλός λειτουργός πού ήταν, έπαιρνε τον μικρό Ίόργκου στο "Αγιο Βήμα, ακόμη από την ηλικία των 7 ετών, για να τον βοηθή στίς εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Το δημοτικό σχολείο καί το γυμνάσιο τελείωσε στην Τούλτσεα. Στό σχολείο εντυπωσίαζε τους άλ­λους για τον ιδιαίτερο ζήλο του στα μαθήματα. Εάν κάποτε οι καθηγητές απουσίαζαν από το μάθημα τους, έκανε αυτός μαθήματα στα άλλα παιδιά, για να μην πάη ή ώρα χαμένη. Έβοήθησε πολύ τους συμμαθητές του στα μαθήματα τους, γι αυτό κι αυτοί τον τιμού­σαν καί τον αγαπούσαν. Στό τέλος του σχολείου ό διευθυντής συμπλήρωσε με το δικό του χέρι τα έξης λόγια στο απολυτήριο του παιδιού.«Αυτός ήταν ό κα­λύτερος μαθητής του σχολείου μας».
Την εκκλησιαστική σχολή έτελείωσε στην Κωνστάντζα. Την περίοδο 1923-1929 κατόρθωσε να πέρα­ση μαθήματα δύο σχολικών ετών σε ένα. Οί συμμαθη­τές του τον έλεγαν «ό καλόγερος». Όταν αυτοί μιλού­σαν για ανήθικα πράγματα καί κοσμικά αστεία, αυτός αναχωρούσε από κοντά τους. Απέφευγε να κοιτάξηκορίτσι στο πρόσωπο. Περιφρονούσε τα έργα της πορνείας με απέχθεια. Αργότερα θα γράψη σχετικό βιβλίο στο όποιο καταδικάζει αυτή την αμαρτία. Μία οδός για την προφύλαξι από την αμαρτία της πορ­νείας εύρισκε στους στοχασμούς του θανάτου καί της μελλούσης κρίσεως.  'Ελεγε: «Ή εικόνα της μελλού­σης κρίσεως στα σπίτια μερικών χριστιανών είναι έ­να μεγάλο καί πολύ καλό βιβλίο της χριστιανικής σο­φίας. Εγώ ό ίδιος, όταν ήμουν νέος καί έπήγαινα στον χορό, έχαιρόμουν, αυτό είναι αλήθεια, άπ' αυτή την διασκέδασι των νέων, αλλά γρήγορα μου ερχόταν στον νου ή ματαιότητα αυτού του κόσμου καί δεν ήθε­λα πλέον να βλέπω παλικάρια καί κορίτσια να χορεύουν. Μάλλον έβλεπα κινούμενους ελεεινούς σκελετούς ανθρώπων. Τότε μου ήρχοντο δάκρυα στα μάτια καί θρηνούσα γι' αυτόν τον απατη­λό καί παροδικό κόσμο μας».
Μετά την άποπεράτωσι των σπουδών του στην εκ­κλησιαστική σχολή ήθελε να καλογερέψη, αλλά έφοβεΐτο μήπως και δεν ήμπορέση να κράτηση τίς μονα­χικές υποσχέσεις.'Ετσι παντρεύθηκε την Αλεξάνδρα Μιρέσκου καί μετά τον γάμο του, χειροτονήθηκε ιε­ρεύς το 1931 στην ενορία Στεφανέστι του νόμου Ίλβόφ. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Αιμίλιο καί τον Κων­σταντίνο.
Το 1937 συνέγραψε θεολογική εργασία με θέμα: «Ή φροντίδα της σωτηρίας».
Όπως όλοι στην οικογένεια του, είχε καί αυτός μία ιδιαίτερη κλίση στην έκμάθησι ξένων γλωσσών. Ό π. Ηλίας έγνώριζε την γαλλική, την γερμανική και την λατινική
Ή ποιμαντική του δραστηριότητα
Σάν έγγαμος ιερεύς έφρόντιζε μόνος του για την καθαριότητα του Ίερού Βήματος. Στό τέλος των Ακο­λουθιών, οτιδήποτε προσφερόταν από τους πιστούς στην εκκλησία, π.χ, πρόσφορα, κουλούρια κλπ, τα ά­φηνε να παίρνουν πρώτα οι επίτροποι καί οι σύμβου­λοι καί κατόπιν έπαιρνε καί αυτός κάτι, εάν περίσ­σευε. Κάθε φορά έμνημόνευε έναν επίτροπο, ό όποιος τον βοηθούσε στην Λειτουργία της εκκλησίας. Αυτός σ' ολόκληρη την ζωή του δεν άπλωσε το χέρι του να πάρη κάτι.
Όταν τον προσκαλούσαν για Έξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία, έπήγαινε οποιαδήποτε ώρα της ήμέρας, χωρίς να έξετάζη τί καιρό έκανε έξω. Επειδή ή­το καί κοντόσωμος, ξεγλιστρούσε ανάμεσα στους γι­γαντόσωμους και έφθανε ξαφνικά στο σπίτι του ασθε­νούς, πρίν ακόμη και να τον καλέσουν.
Όταν ήτο ακόμη έγγαμος ιερεύς, δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα του σπιτιού του, για να μπαίνη οποιοσδή­ποτε είχε ανάγκη να μιλήση μαζί του σε οποιαδήποτε ώρα ημέρας ή νυκτός. Ή πρεσβυτέρα του, του έλεγε πολλές φορές να κλεινή την πόρτα, για να μην αρπά­ξουν κάτι από την αυλή τους. Άλλα, όπως μας έλεγε ό π. Ηλίας, ουδέποτε τους έκλεψε κάποιος κάτι, πα­ρότι στο χωριό του κυκλοφορούσαν κλέφτες αλόγων καί πουλερικών.                            
Ενίοτε έπήγαινε με ασθενείς από το χωριό του σ' ένα καλό γιατρό, πού ήτο πιστός Χριστιανός και τον έγνώριζε. Όση ώρα ό ασθενής δεχόταν τίς εξετάσειςτου γιατρού, ό π. Ηλίας συνωμιλούσε μαζί του. Όταν ό ασθενής ήτο βαρεία άρρωστος, ό γιατρός δεν έδινε καμία πιθανότητα για καλυτέρευσι του ασθενούς και έλεγε στον ιερέα: «Ό άνθρωπος αυτός δεν θα ζήση πο­λύ καιρό». Τότε ό ιερεύς επέστρεφε στο χωριό του καί άρχιζε να νηστεύη καί να προσεύχεται για τον ασθενή Χριστιανό του, προτρέποντας κι αυτόν να κάνη ελεη­μοσύνες, ιδιαίτερα στις εκκλησίες, όπως ευαγγέλια, ά­για δισκοπότηρα, εικόνες καί ό,τι άλλο είχαν ανάγκη, καί στους πτωχούς. Πολλές φορές, χάρις στις προσευ­χές του το αποτέλεσμα ήτο διαφορετικό από εκείνο πού γνωμάτευε ό γιατρός, καί ό ασθενής επιζούσε.
Όταν ήταν νέος ιερεύς, έπήγαινε σ' ένα ψυχιατρείο για να λειτουργήση εκεί για τους ψυχοπαθείς. "Ελεγε στους γιατρούς: «"Ερχομαι εδώ για να βλέπω, γιατίφθάνουν αυτοί οι άνθρωποι σ' αυτό το σημείο, καί να ενημερώνω προληπτικά τους ενορίτες μου». Τότε οί γιατροί του έλεγαν: «Ξέρετε γιατί αυτοί είναι εδώ; Σόδομα καί Γόμορα!».
Όπουδήποτε λειτουργούσε, οι ενορίτες του τον α­κολουθούσαν, διότι τον αγαπούσαν, ενώ όταν αναχω­ρούσε, του έλεγαν: «Πάτερ, μείνε μαζί μας για πά­ντα».
Τον π. Ηλία αγαπούσαν καί έσέβοντο ιδιαίτερα οί κλέφτες καί οί ληστές, οί όποιοι, ως γνωστόν, δεν εκτιμούν καί δεν σέβονται κανέναν. Κάποτε περνώ­ντας μια νύκτα μέσα από το διπλανό δάσος του χω­ρίου, άκουσε κτυπήματα, πολλές φωνές καί θορύβους, καί κατάλαβε ότι ήσαν ληστές. Τότε έφώναξε δυνατά: «Εγώ είμαι ό π. Ηλίας από το χωριό». Οί ληστές του απήντησαν. «"Αιντε, πέρασε, πέρασε γρήγορα!». Την δεύτερη ήμερα μπήκε στο χωριό μία καρότσα, στην ο­ποία είχαν τοποθετήσει νεκρό ένα χωριάτη, πού έσκότωσαν οί ληστές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Πάντοτε, όταν τα έβλε­πε, πολύ χαιρόταν. "Ελεγε:«Χάριν των παιδιών κρατεί ακόμη ό Θεός τον κόσμο».
Κάποτε, στην περίοδο του πολέμου, σ' ένα βομ­βαρδισμό, ό π. Ηλίας επήρε στα μπράτσα του ένα παιδί καί άρχισε να προσεύχεται. «Κύριε, γι' αυτόν τον άγγελο πού κρατώ στα χέρια μου, φύλαξε με καί μένα άβλαβη». Καί ό Θεός τον άκουσε. Δεν έπαθε τί­ποτε από τον βομβαρδισμό.
Στήν φυλακή Στά χρόνια 1962-1964 φυλακίσθηκε στην Ζιλάβα. Μετά την άποφυλάκισί του λειτούργησε για λίγο καιρό στην ενορία του αγίου Γεωργίου του Παλαιού στο Βουκουρέστι. Το 1965 βρέθηκε στην ενορία Λεχλίου του νόμου Ίαλομίτσα καί στα χρόνια 1966-1971 στην κοινότητα Τσιοκανέστι του νόμου Ίλβόφ.
Η Μονή της Τσερνίκας
Ή ζωή του στον μοναχισμό
Συνταξιοδοτήθηκε το 1971, ενώ το 1974, πέθανε ή πρεσβυτέρα του. Τότε αυτός μπήκε στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίον του Βουκουρεστίου, στις 16 Ιου­λίου 1976. Την ϊδια χρονιά έκάρη μοναχός από τον ε­πίσκοπο Ρωμανό της Ίαλομιτσιοάρας έχοντας ως ανά­δοχο στην κούρα του τον ηγούμενο π. Νήφωνα και τον αρχιμανδρίτη π. Βενέδικτο Γκίους.
"Αφησε τα πάντα καί ήλθε στο μοναστήρι λέγοντας μέσα του. «Κύριε, εγώ ήλθα για να κρατήσω και την ύπόσχεσΐ μου. Θα πιασθώ από την πόρτα τουμοναστηρίου. Εσύ, εάν με θέλης, δέξαι με, εάν όχι, ό­χι...».  Τον πόθο για τον μοναχισμό τον είχε άφ' ότου ήταν παντρεμένος. Μάλιστα είχε κάνει συμφωνία ενώ­πιον του πνευματικού του με την πρεσβυτέρα του, ότι οποίος θα παραμείνη μόνος του, θα πάρη τον σταυρό στο χέρι καί θα πάη στο μοναστήρι.Αφοΰ απέθανε πρώτη ή πρεσβυτέρα, ό π. Ηλίας έκράτησε την ύπόσχεσή του. Μετά από αρκετό καιρό έλεγε: «'Οταν μπήκα στο μοναστήρι, μου ερχόταν να φιλήσω τίς πέτρες από ε­σωτερική ευτυχία».
Αρχικά έμεινε σ' ένα κελλί ερειπωμένο. "Επρεπε να φέρνη λάσπη με το χέρι του και να το έπιδιορθώνη, χωρίς τοΰτο να είναι εύκολο, δεδομένου ότι ήταν αρκετά γέρος στην ηλικία.
Ό π. Ηλίας έκανε μεγάλη πνευματική ασκηση, α­κόμη από τα νεανικά του χρόνια. "Ελεγε: «Όταν ει­σήλθα στο μοναστήρι, είπα ότι οι μοναχοί είναι άγιοικαι σκεπτόμενος ότι εγώ μέχρι τώρα ήμουν σε ενορία και είχα τα πάντα, απεφάσισα να κρατώ κι εγώ με αυ­στηρότητα τις νηστείες».
Όταν πλέον είχε γίνει μοναχός, ένήστευε τελείως από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι το Σάββατο το α­πόγευμα. Σέ κάθε μία από τίς τέσσερις μεγάλες νη­στείες της Εκκλησίας μας κρατούσε καί μία εβδομάδα με πολλή αυστηρότητα. Ενώ στο τέλος κάθε εβδομά­δος ένήστευε από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι την Κυριακή το πρωί, οπότε καί λειτουργούσε. Άλλα ούτε καί στίς άλλες ήμερες της εβδομάδος έ'τρωγε πολύ.

Αυτό το ελάχιστο το όποιο έτρωγε, έφρόντιζε να είναι φυσικό καί να προέρχεται από τα χέρια ευσεβών χριστιανών, πού ήρχοντο τακτικά στην εκκλησία, έξομολογούνταν καί κοινωνούσαν. Ή συμβουλή του προς τους μαθητές του ήταν: «Μη κτυπάτε τους φαρμα­κοποιούς, αλλά τους μαγείρους»...."Ελεγε: «Την μισή χριστιανική πίστι έμαθα στην εκκλησιαστική σχολή καί την άλλη μισή από τον λαό».
"Ενας φοιτητής, πνευματικό του παιδί, έλεγε: «Στίς 12 Αυγούστου 1996 επήγα στον Γέροντα λίγο λάδι καί λίγο τυρί. Μου είπε: «Ντρέπομαι να πάρω από σένα, γιατί είσαι φοιτητής». Αλλά, επειδή εγώ επέμενα, τα δέχθηκε. Όμως είδα ότι ολόκληρη ή ΰπαρξίς του παρουσίασε ένα αίσθημα ντροπής και φαινόταν καθαρά ότι, για να πάρη κάτι από ένα φοι­τητή, έπρεπε να καταπάτηση μερικές βασικές καί δυ­νατές πεποιθήσεις του.
Τηρούσε πάρα πολύ τα ευαγγελικά λόγια: «Εάν ό οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, εξελε αυτόν εάν ή χειρ σου σκανδαλίζω σε, εκκοψον αυτήν»,
Για την δύναμη του Ψαλτηρίου έλεγε ότι ομοιάζει με τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Συνιστοΰσε στους υποτακτικούς του να διαβάζουν από έναΚάθισμα κάθε ήμερα. Και σπάνια άφηνε κάποιον να διαβάζη περισσότερα.
Συμβούλευε τους μαθητές του να μη μπαίνουν στο σπίτι κάποιου, ούτε να δέχονται τον οποιονδήποτε στο σπίτι τους.
Το έτος 1977 επήγε για προσκύνημα στα Ιεροσό­λυμα, οπού και έμεινε τρεις μήνες. Εκεί, πολλές φο­ρές, όταν έτρωγε, δεν ήθελαν να του πάρουν χρήματακαί επί πλέον του έβαζαν φαγητό σε πακέτο να πάρη καί μαζί του. Ό ίδιος μας έδιηγεΐτο: «Όταν περπατού­σα στον δρόμο, όπου ήσαν στρατιωτικά φυλάκια, λό­γω της έχθρότητος μεταξύ Εβραίων καί Αράβων, σ' όλους έκαναν έρευνα καί μόνο έμενα με άφηναν να περάσω, χωρίς να με ελέγχουν». Κάποτε πλανήθηκεκαι δεν ήξερε τον δρόμο για να πάη στο σπίτι πού εί­χε ενοικιάσει. Τότε ένας Εβραίος φαρμακοποιός τον πήρε με το αυτοκίνητο του καί τον έφερε στο σπίτιπού έμενε.
Αγαπούσε ό π. Ηλίας την ελεημοσύνη καί, όσοι ήρχοντο σ' αυτόν για συμβουλές καί έξομολόγησι, τους προέτρεπε στο ίδιο έργο. Είχε ένα χονδρό τετρά­διο με ονόματα χιλιάδων ανθρώπων, οί όποιοι είχαν βοηθήσει στίς εκκλησίες, καί τους οποίους έμνημόνευε σ' όλη την ζωή του.
Ακόμη κι όταν ερχόταν μοναχός στο κελλί του, του έδινε ο,τι είχε καί όσο ημπορούσε. Από την σύνταξή του αγόραζε διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενακαί τα έχάριζε στίς εκκλησίες ή βοηθούσε στην άνοικοδόμηση καί επισκευή τους."Ελεγε ό Γέροντας: «Πάντοτε, όταν έδινα ελεημο­σύνη, ελάμβανα τρεις καί τέσσερις φορές περισσότε­ρα».
Όταν οί μαθητές του έπαιρναν κάποιο ιερό αντι­κείμενο για εκκλησία, όπως 'Αγιο Ποτήριο, Σταυρό, Ευαγγέλιο, ιερατικά άμφια κ.λπ. καί τον ερωτούσαν που να τα χαρίσουν, τους απαντούσε: «Αναζητήστε μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι πτωχό, πού έχουν κα­λόν ιερέα καί εκεί να τα δώσετε. Άλλα, εάν κάποιος από την οικογένεια σας έδωσε σε κάποια συγκεκριμέ­νη εκκλησία, έκεΐ να δώσετε καί εσείς».Χαιρόταν παρά πολύ όταν τα πνευματικά του παι­διά έκαναν ελεημοσύνη στίς εκκλησίες καί τους έλε­γε: «Μου έδώσατε νιάτα για 20 χρόνια».
Στό διάβα της ζωής του ύπέμεινε πολλές χειρουρ­γικές επεμβάσεις. Σέ δύο απ' αυτές, όταν ευρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, δυο από τους μαθητές του έ­δωσαν από ένα Ευαγγέλιο στον ιερέα του νοσοκο­μείου. Όταν τους είδε, άρχισε να πηγαίνη ή υγεία του προς το καλύτερο καί μετά από λίγες ήμερες εξήλθε από το νοσοκομείο. Στήν τελευταία έγχείριση, άφοϋ ό γιατρός είδε τις αναλύσεις καί τα άκτινογραφήματα, έδήλωσε έκπληκτος: «Δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ζει ακόμη αυτός ό άνθρωπος, δεδομένου ότι όλα είναικατεστραμμένα μέσα του». Κατόπιν ερώτησε τον Γέ­ροντα: «Ή πανοσιότης σας δεν τρώγετε τίποτε;» Με­τά από εκείνη την έγχείριση έζησε ακόμη δύο χρόνια.
Κάποτε ήλθαν στον Γέροντα μερικοί απλοϊκοί άν­θρωποι από την επαρχία. Άφού συνομίλησαν, τους ε­ρώτησε: «Υπάρχει περίπτωσις πορνείας στίς οικογέ­νειες σας;» Εκείνοι του απήντησαν: «Όχι, πάτερ».«Τότε προσέξετε τί θα κάνετε. Θα πάτε στον ιερέα του χωρίου σας καί να τον ερωτήσετε από τι έχει ανάγκη για την εκκλησία του καί έσεΐς, κατά την δύναμή σας, προσπαθήστε ν' αγοράσετε κάποιο αντικείμενο καί να το χαρίσετε στην εκκλησία».
'Ολόκληρα χρόνια είχε το διακόνημα να ξεθάπτη τους νεκρούς καί να λειτουργή γι' αυτούς στην εκκλη­σία του αγίου Λαζάρου, τελώντας και μνημόσυνο στο τέλος. Ακόμη καί από τότε πού τον άλλαξαν από το διακόνημα αυτό, έπήγαινε μία φορά την εβδομάδα στο κοιμητήριο του μοναστηρίου, όπου έθυμίαζε, άνα­βε κεράκια καί προσευχόταν για τους νεκρούς. Όταν έπήγαινε για το κοιμητήριο, έπαιρνε μαζί του λίγο ψωμί καί έτάΐζε τα πουλάκια, τα όποια ήρχοντο καί έστέκοντο επάνω στον ώμο του.
Μερικές φορές τον χρόνο έπήγαινε στο κοιμητή­ριο Μπέλου, του Βουκουρεστίου, καί έκαμνε «Τρι­σάγια» στους τάφους των ηρώων, πού έπεσαν για την ελευθερία καί την αξιοπρέπεια του έθνους. Επίσης έ­πήγαινε στον τάφο του μεγάλου ποιητοϋ Μιχαήλ Έμινέσκου καί στους άλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά την έπανάστασι του 1989 καί την πτώση του κομμουνι­σμού, έπήγαινε καί στους τάφους των εκεί θαμμένων ηρώων καί τους έμνημόνευε.
Ό διάβολος φθονούσε τον Γέροντα για την καθα­ρή ζωή του καί προσπαθούσε να τον φοβήση με διά­φορες ταραχές μέσα στο κελλί του προκαλώντας δια­φόρους ήχους.
Όταν κτιζόταν ή εκκλησία στο χωριό Νταρμανέστι, ό Γέροντας έχάρισε 13000 λέι (τότε ό μισθός ήτο 1000-2000 λέι τον μήνα). Ό ιερεύς εκείνης της ενο­ρίας έκοψε την άπόδειξη, όμως μία γυναίκα άρπαξε με τρόπο την άπόδειξη του π. Ηλία καί μ' αυτήν επήγε στον ιερέα του χωριού λέγοντας του ότι ό π. Ηλίαςμετάνοιωσε καί ζητεί πίσω τα χρήματα του. Ό ιερεύς εκείνος επήρε την άπόδειξι καί έδωσε στην γυναίκα τα χρήματα. Ό π. Ηλίας, όταν το έμαθε λυπήθηκε πά­ρα πολύ. Όμως δεν ανταπέδωσε το κακό με το κακό. Απεναντίας, μετά άπ' αυτό το συμβάν, την βοηθούσε κατά καιρούς, άπ' αυτά πού του έδιναν οί άλλοι χρι­στιανοί, όταν ερχόταν να ζήτηση βοήθεια. Μάλιστα της έδινε να πάρη καί μαζί της φαγητό.
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος από την κοινό­τητα Μπουσκάνι. Επειδή ήταν ανάγκη να φυγή για να λειτουργήση, άφησε τον νέο μόνο του στο κελλί τουκαί, όταν επέστρεψε, δεν εύρηκε ούτε τον νέο, ούτε τον σταυρό πού είχε στο τραπέζι του. Τότε ό Γέρο­ντας προσευχήθηκε επίμονα να έπιστρέψη ό νέος τονσταυρό. Μετά από κάποιο καιρό, ό νέος επέστρεψε με μελανιασμένο καί πληγωμένο το πρόσωπο του καί έ­χοντας στα χέρια τον σταυρό. Διηγήθηκε στον Γέρο­ντα ότι κάθε νύκτα κάποιος τον ξυπνούσε καί τον κτυ­πούσε με τον κλεμμένο σταυρό. Κι αυτός μη μπορώ­ντας να ύπομείνη άλλο τα βάσανα καί τα κτυπήματα, έφερε τον σταυρό πίσω. Ό Γέροντας τον δέχθηκε, του καθάρισε τίς πληγές, του έδωσε να φάγη φαγητό καί τον συνεχώρησε γι' αύτη την πράξι του. Καί από πά­νω του έδωσε καί χρήματα για τον κόπο του. Μία μα­θήτρια του τον ερώτησε πόσα χρήματα του έδωσε, καί ό πατήρ της απήντησε: «"Εβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη μου καί όσα έπιασα του τα έδωσα».
Δύο τρία χρόνια πρίν από τον θάνατο του, έλεγε: «Εγώ δεν πεθαίνω πλέον για μένα, αλλά για τους άλ­λους».
Το άγιο τέλος του
Στίς 8 Ιουνίου του 1996 είπε στους μαθητές του πώς θα τον ενταφιάσουν:«Τα ρούχα της κηδείας μου τα έχω κάτω από το κρεββάτι μου, είναι όλα παλαιά, αλλά με αυτά να με ενδύσετε. Φέρετρο να μη μου κά­νετε, αλλά να με περιτυλίξετε με την ψάθα μου. Οι δύο σταυροί πού θα βάλετε στον τάφο μου, ο ξύλινος και ό πέτρινος, ήδη είναι έτοιμοι. Όμοίως έχω έτοιμα μερικά κεριά και πετσετάκια. "Οταν θα πεθάνω, να μη με κρατήσετε πολύ, αλλά να με θάψετε γρήγορα, τηνδεύτερη ημέρα. Το βράδυ να με φέρετε στην εκκλησία του αγίου Λαζάρου, αλλά να μη με βάλετε επάνω σε τραπέζι ή σε κάποιο άλλο κάθισμα, αλλά κάτω στοτσιμέντο, μετά την πόρτα της εκκλησίας. Στό κεφάλι μου να μου ανάψετε ένα καντήλι. Ό τάφος μου να εί­ναι στην άκρη της λίμνης, μαζί με τους νεκρούς τουλάου και να μη τον περιφράξετε με κιγκλίδωμα ή κάτι άλλο». (Στό Κοιμητήριο της μονής Τσερνίκα, θάπτονται, κατά παράδοσιν, καί πολλοί Χριστιανοί από τοΒουκουρέστι. Αυτό συμβαίνει καί σ' άλλα μοναστή­ρια πού είναι δίπλα σε οικισμούς).
Ό π. Ηλίας έγνώριζε από πριν την ήμερα του θα­νάτου του.'Ενας μαθητής του, ό Κωνσταντίνος, από το Βουκουρέστι, διηγείται: 
«Στίς 26 Δεκεμβρίου 1996 ήμουν στον Γέροντα. Ήταν πολύ αδύνατος. Μου είπε ότι δεν έχει φάει σχεδόν τίποτε ολόκληρη την περίο­δο της νηστείας των Χριστουγέννων. Συνωμΐλησα μα­ζί του περίπου μία ώρα. Πριν αναχωρήσω του ευχή­θηκα: «Να δώση ό Θεός καί πάλι την υγεία σου, Γέ­ροντα, καί για πολλά ακόμη χρόνια».Ό Γέροντας μ' έκοΐταξε καί μου είπε: «Ναί, αλλά πώς το λέγεις εσύ,εάν έλθη το βιβλίο να γραφτώ για μετά από δύο εβδο­μάδες; Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια!» Καί ακριβώς μετά από δύο εβδομάδες, δηλ. στις 8 Ιανουαρίου 1997, έκοιμήθη ό Γέροντας.
Λίγες ήμερες πριν από τον θάνατο του έκάλεσε τον αποθηκάριο της Μονής, του έδωσε ό,τι είχε στο κελλί του (λίγο ρύζι, λάδι καί παξιμάδι) καί του είπε: «Από τώρα δεν θα έχω ανάγκη άπ' αυτά, επειδή σε λί­γες ήμερες θα πεθάνω!»
Στίς 5 Ιανουαρίου 1997 έγραψε σ' ένα σημείωμα και το έβαλε σε μια περίοπτη θέσι για να το διαβά­σουν όλοι οί μοναχοί. "Εγραφε. «Αδελφοί μου, εγώπεθαίνω, ελάτε να συμφιλιωθούμε». Την ίδια ημέρα έζήτησε συγχώρησι από τον ηγούμενο καί τον εκκλη­σιαστικό.
Ή 8η Ιανουαρίου συνέπεσε να είναι Τετάρτη. Την ημέρα αυτή στο μοναστήρι Τσερνίκα τελείται το άγιο Εύχέλαιο. Ή Ελένη, μια μαθήτρια του, ήλθε α­πό το πρωί στον Γέροντα, του φίλησε το χέρι κι εκεί­νος της είπε: «Πήγαινε στην εκκλησία, στο άγιο Εύ­χέλαιο καί μετά να ελθης από μένα, διότι σήμερα πρέ­πει να αναχωρήσω». Μετά το Εύχέλαιο, μαζί με δύο άλλες μαθήτριες του, επέστρεψαν στον Γέροντα. Τον εύρήκαν να κάθεται σ' ένα κάθισμα, μπροστά από το κελλί του καί συνωμίλησαν μαζί του. Τους είπε πολ­λές φορές: «Βλέπω ένα μεγάλο φως, βλέπω ένα μεγά­λο φως!» Οί κοπέλες, άκούοντας αυτά τα λόγια του, άρχισαν να διαβάζουν προσευχές. Μεταφέρθηκε μέσα στο κελλί του, οπού μετά από τρεις ώρες εξέπνευσε καί παρέδωσε το πνεύμα του στον Χριστό, πού αγάπη­σε καί εργάσθηκε μέχρι την όσία κοίμησή του. Απέθα­νε κρατώντας αναμμένο το κερί στο χέρι του. Έκοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων την προηγούμενη η­μέρα. Το πρόσωπο του ήτο λαμπρό μέχρι την στιγμή πού τον έβαλαν στον τάφο.
Ενταφιάσθηκε, όπως το έζήτησε, χωρίς φέρετρο, τυλιγμένος με την ψάθα του. Κατά την ώρα πού μετέ­φεραν το σκήνωμα του στο κοιμητήριο, έβγαινε από το σώμα του μία θαυμάσια ευωδιά, όπως ώμολόγησαν πολλοί Χριστιανοί, καί ιδιαίτερα αυτοί πού τον ένεταφίασαν.Ή ταπείνωσις ήτο εκείνη πού το
ν συνώδευσε μεχρι το κατώφλι του θανάτου του. 
Ιδού τι γράφτηκε ε­πάνω στον τάφο του καί στον ξύλινο σταυρό: «Έπέρασα αυτή την ζωή με φαινομενική καλωσύνη καί με πολλή κακία». Τα λόγια αυτά τα έγραψε ό ίδιος και ζήτησε να γραφτούν στον τάφο καί στον σταυρό του.
Όσιε Γέροντα Ηλία, παρακάλεσε τον Θεό καί για εμάς τους αμαρτωλούς!

Από το βιβλίο ''Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας''Εκδ.Ορθόδοξος Κυψέλη''/www.proskynitis.blogspot.com / αντιγραφή

Δευτέρα, Απριλίου 08, 2013

π.Δανιήλ Σάντου Τούντορ.Ο Άγιος των ρουμανικών γκούλαγκ!


Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Π. Δανιήλ Σάντου Τούντορ.


  

 Ο πατέρας Δανιήλ Sandu Tudor Alexandru    Τεοντορέσκου γεννήθηκε στις 22 Δεκέμβρη του 1896,  από οικογένεια δικηγόρων. Μετά άρχισε να δουλεύει ως δημοσιογράφος διάλεξε το ψευδώνυμο Sandu Tudor. Κατόπιν έγινε μοναχός AΓΑΘΩΝ και στη συνέχεια μεγαλόσχημος μοναχός Δανιήλ. 
Σπούδασε Θεολογία, Φιλοσοφία, και Τέχνες, αλλά χωρίς να απόκτηση πτυχίο. Ήταν και ερασιτέχνης πιλότος αεροπλάνου, δάσκαλος, ποιητής, δημοσιογράφος.
Το 1929, μετά την ανάγνωση ενός άρθρου από μια γυναίκα γαλλίδα δημοσιογράφο που είχε ισχυριστεί ότι επισκέφτηκε το Άγιο Όρος, αποφάσισε να επισκεφθεί και ο ίδιος, και στη συνέχεια να γράψει ένα άρθρο σχετικά με αυτό.
Πήγε με σκοπό να μείνει λίγες μέρες σαν προσκυνητής αλλά κάτι μέσα του τον έκανε μυστηριωδώς βήμα βήμα να θέλει να μείνει περισσότερο. Αντί για λίγες μέρες, πέρασε οκτώ μήνες στο Άγιο Όρος.
Επέστρεψε στη Ρουμανία και το δημοσίευσε στη εφημερίδα του.



Φυλακίστηκε το 1942 για τις αριστερές πολιτικές απόψεις του και απελευθερώθηκε το 1944. Μετά από ένα αεροπορικό δυστύχημα από το οποίο ως εκ θαύματος επέζησε πούλησε όλα τα υπάρχοντά του και αποφάσισε να γίνει μοναχός.Ήρθε στην μονή ANTIM στο Βουκουρέστι το 1945. Εκεί άρχισε μια ομάδα που ονομάστηκε "Rugul Aprins".


Ήταν μια ομάδα μελέτης που διοργάνωνε συνέδρια και ασκούσε την Προσευχή της Καρδιάς . Λόγω αυτού του γεγονότος φυλακίστηκε από τους κομμουνιστές για τρία χρόνια.  Το 1952 αφέθηκε ελεύθερος και έγινε ιερομόναχος και στη συνέχεια μεγαλόσχημος. Αποσύρθηκε στη σκήτη Rarau στα Καρπάθια. Δεν ξέρουμε πώς πράγματι πέθανε ο Πατέρας Δανιήλ. Για τελευταία φορά τον είδαν το 1960, σοβαρά άρρωστο στη φυλακή Aiud. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου έγραφε ότι ο Πατέρας Δανιήλ πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 1962, από εγκεφαλική αιμορραγία.Το σώμα του το πέταξαν οι κομμουνιστές στους κοινούς τάφους μαζί με χιλιάδες άλλα σώματα. Ο Πατέρας Μπράγκα, ο οποίος ήταν επίσης μέλος της Rugul Aprins, δήλωσε ότι "ο Πατέρας Δανιήλ πέθανε σε ένα κτίριο φυλακών με ακραίες συνθήκες στο Aiud μετά από τέσσερα χρόνια ύστερα από βασανιστήρια και ξυλοδαρμούς. Ήταν ένας από τους ελάχιστους κρατούμενους που του φορούσαν αλυσίδες για την όλη τη διάρκεια της ποινής. " 
Θέλω επίσης να δημοσιεύσετε την ακόλουθη ιστορία:
Ο Πατέρας Augustin από την Μονή μας δίνει μια σημαντική μαρτυρία για την αγιότητα του αυτός που θα μπορούσε να ονομαστεί ο Δίκαιος Δανιήλ ο Ομολογητής:
«Ένα χειμώνα, τον πατέρας Δανιήλ τον έβαλαν σε ένα κελί που ονομαζόταν το λευκό κελί ή το ψυγείο κελί.
Λόγω ότι η θερμοκρασία ήταν -30 º Κελσίου. Ήταν ένα κελί χωρίς παράθυρα, με τα περιττώματα και τα ούρα παντού, επειδή εκεί ήταν σίγουρο γραφτό ότι θα πεθάνει -. πρακτικά είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, λόγω του κρύου. 
Είχαν λίγα ρούχα και όπου φυλάσσονται εκεί με πολύ, πολύ λίγη τροφή.
 

"Και ο γέροντας τοποθετήθηκε εκεί μαζί με ένα γιατρό, ένα πολύ καλό φίλο του. Αφού και οι δύο μπήκαν στο κελί από τρεις φύλακες, ο Πατέρας Δανιήλ αμέσως σήκωσε τα χέρια του σε σημείο σταυρού, και με το πρόσωπό του σε όλα αυτά τα βρώμικα πράγματα, είπε στο γιατρό: "Έλα πίσω από μένα!" Ο γιατρός με την πλάτη του στο πίσω μέρος του Γέροντος στην ίδια θέση έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού Τότε ο γέροντας του είπε:. "Γιατρέ, δεν λέμε τίποτα περισσότερο από: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με, τον αμαρτωλό".
"Και ο γιατρός είπε αργότερα ότι όταν ο Πατέρας Δανιήλ άρχισε να προσεύχεται, ένα εκτυφλωτικό φως μπήκε στο κελί και από εκείνη τη στιγμή έχασε την έννοια του χρόνου.
"Μετά από λίγες μέρες, κάποιοι φύλακες μπήκαν στο κελί, να τον πάρουν ανακάλυψαν ότι επέζησε μέσα εκεί για 8 ημέρες χωρίς νερό, χωρίς τροφή, χωρίς ύπνο ή οτιδήποτε για να φορέσει, στους -30 ° Κελσίου.
"Όταν η βασανιστές μπήκαν στο κελί και άγγιξαν τον Πατέρα Δανιήλ, ήταν θερμότερος από ότι, όταν τον είχαν φέρει στο κελί, και τα πάντα γύρω του είχαν λιώσει».

Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2013

Μοναχή Χερουβειμία - Την σκότωσαν επειδή δεν δέχθηκε να προδώσει την Ορθόδοξη πίστη της! ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2013/01/blog-post_4812.html#ixzz2HcgC6KGP

Στο κοιμητήριο της Ι.Μ Πέτρου Βόντα αναπαύεται η μοναχή Χερουβείμiα-κατά κόσμον Σβετλάνα Μιχαέλα Τανάσα. Η αδελφή Χερουβειμία σπούδασε αρχαία ελληνικά και λατινικά στα πανεπιστήμιο Ιασίου Ρουμανιάς και έλαβε μια υποτροφία από το ίδρυμα Σόρος,για ένα μάστερ στο CEU(Central European University) της Βουδαπέστης.Η εργασία που της ανέθεσαν ήταν να ερευνήσει ένα χειρόγραφο της Ερμηνείας στη Γένεση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και εκεί απέδειξε ότι το κειμενο που είχαν τυπώσει οι Ιησουίτες και έπειτα εισήγαγε ο J.P.Migne στην Ελληνική Πατρολογία είχε πολλές παρεμβάσεις και αλλοιώσεις σε σχέση με το ερευνόμενο χρυσοστομικό κείμενο...



Το συμπέρασμα της ήταν ότι μια κριτική έκδοση της Ερμηνείας της Γένεσης θα αποδείκνυε τις αυθαίρετες προσθήκες των Ιησουιτών.


Οι καθηγητές εκτίμησαν τη δουλειά της και της πρότειναν να κάνει και διδακτορικό.

Η διδακτορική της διατριβή θα είχε ως κεντρικό άξονα την ερμηνεία της Γενεσeως.Επρεπε να αποδείξει ότι οι Αγιοι Πατέρες στην ερμηνεία της Γένεσεως στηρήχθηκαν στον Ωριγένη.Η Σβετλάνα άρχισε να μελετά χωρίς να έχει καταλαβεί αρχικά τι σκοπό είχαν.Όσο όμως διάβαζε τους Αγιους Πατέρες καταλάβαινε τι βλασφημία της ζητούσαν να αποδείξει.Μου είχε αφήσει η ίδια και τα έχω εδώ ,την ερμηνεία του Αγίου Αυγουστίνου (στα λατινικά),του Ωριγένη(στα ελληνικά) του Θεοδωρήτου(στα ελληνικά),του Αγίου Εφραιμ του Σύρου(στα Αγγλικά),ακόμα και ένα σχόλιο του Φίλωνος του Αλεξανδρινού (στα ελληνικά).έργα τα οποία είχε διαβάσει στο πρωτότυπο στη Βουδαπεστη .’Οσο διαβαζε τόσο καταλάβαινε ότι οι Αγιοι Πατερες όχι μόνο δεν ακολουθησαν τις θέσεις του Ωριγένη, αλλά ένας από τους λόγους που τα έγραψαν ήταν για να καταπολεμήσουν τις αιρετικές θέσεις του Ωριγένη.

Κάποια στιγμή παιρνοντας πληροφορίες για τους καθηγητές της έμαθε ότι οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν Έβραιοι,ενώ σιγά-σιγά διαπιστωσε το πόσο περιφρονούσαν την Ορθοδοξία

‘Όταν ανακοίνωσε το πόρισμα της έρευνας της είπαν:’’Οχι,διάβασέ το άλλη μία φορά,δεν είναι έτσι,ξανασκέψου το.Εμείς σε πληρώνουμε για να αποδείξεις κάτι και εσύ πρέπει να το κάνεις’Ακολούθησαν πολλές αντεγκλήσεις και επιχειρηματολογίες.

Μετά από κάποιο διάστημα γύρισε στην πατρίδα της τη Ρουμανία για να πάρει κάποια πράγματα.Επειδή δεν αισθανόνταν καλά επισκέφθηκε έναν γιατρό για εξετάσεις.Εκει διαπίστωσε ότι είχε καρκίνο του δέρματος με γρήγορη εξάπλωση,στην αριστερη ωμοπλάτη.Την είχαν ακτινοβολήσει.(σημ. π.Γεωρ.. Είχαν τοποθετήσει δηλαδή έναν μηχανισμό που εκπέμπει δέσμη ακτινοβολίας σε κάποιο μερος που σύχναζε και περνουσε πολλές ώρες.π.χ το γραφείο της και η ακτινοβολία έπεφτε πάνω της,στην προκειμένη περίπτωση στην αριστερή ομωπλάτη.Μ΄αυτόν τον τρόπο και οι κομμουνιστες του Τσαουσέσκου είχαν «φάει» πολλούς.Είναι χαρακτηριστικο ότι ο Τσαουσέσκου είχε πάντα μαζί του ανιχνευτη ακτινοβολίας).

Ο γιατρός της είπε ότι έχει λίγους μήνες ζωής.Γύρισε στη Βουδαπέστη να πάρει τα πράγματα της.της.΄΄Μη φεύγεις έχουμε λύσεις για την αρρώστια σου.Ακου μας και θα γλυτώσεις΄΄.Πήρε όσα πράγματα μπορούσε(τα πιο πολλά βιβλία της εμειναν εκεί)και γύρισε στη χώρα της στον πατέρα Ιουστίνο Πίρβου(σημ.π.Γεωρ.ηγουμενος της μονής Πετρου Βόντα και μέγας ομολογητή της πίστεώς μας)και του τα διηγήθηκε όλα.Αυτός της είπε να μείνει στο μοναστήρι.Αυτό έγινε τον Αυγουστο του 1997.

Περασε ενάμιση χρόνο γεμάτο πόνους.Γρήγορα έκανε μετασταση.’Έλιωνε μέρα με τη μέρα.Δέχτηκε να ρασοφορεθεί και λίγο πριν πεθάνει έγινε μοναχή.Δεν ήθελε να πάρει μορφίνη,θέλοντας με τον πόνο να σβήσει τις αμαρτίες της.

Τα ουρλιαχτά πόνου προαγγέλουν ακόμη και σήμερα σε όσους την άκουσαν τα βάσανα της κολάσεως.Ο Θεός εισάκουσε την τελευταία της επιθυμία να μην πεθάνει πριν την πανηγυρη της μονής(Σύναξις των Αγίων Αρχαγγέλων).Μετά την αγρυπνία την νύχτα της 7ης προς 8η Νοεμβρίου 1998 στις 03.00 η Αγία μάρτυς Χερουβειμία εκοιμηθη,έτοιμη να ομολογήσει μπρος στον Τριαδικό Θεό των αγώνα των Ορθοδόξων ενάντια στον άρχοντα του αιώνα τουτου.

Η αδελφή Χερουβειμία μας διηγούνταν ότι είχαν φύγει από το CEU για τον ίδιο λόγο,καρκίνο του δέρματος,ενας φοιτητής από τη Βουλγαρία,ένας από τη Γεωργία και ένας από της Η.Π.Α.Λυπαμαι που δε μπορώ να πώ τα ονόματά τους, ίσως κάποιος κάποτε τα μάθει.Η ορθοδοξία είναι ζωντανή και καρποφορεί εν αληθεία.,ενώ ο σπόρος της πίστεως είναι το αίμα των μαρτύρων.

Κείμενο του Μοναχού Φιλοθέου



 πηγή

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012

Ο "τρελός δεσπότης"

Ο μαρτυρικός επίσκοπος Βαρνάβας Μπελιάγιεφ ο διά Χριστόν Σαλός (+6 Μαίου 1963) 


Ο άγιος γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1887 στο χωριό Ράμινσκι κοντά στη Ρωσική πρωτεύουσα Μόσχα. Ή μη­τέρα του, Κλαυδία Ντιλάιβα, πού προσευχόταν για 17 ολόκληρα χρόνια στο Θεό να της χαρίσει ένα παιδί, τον ονόμασε Νικόλαο. Ή Κλαυδία, γυναίκα ευσεβής και θεο­φοβούμενη, του μεταλαμπάδευσε το θείο ζήλο και μερίμνη­σε να γνωρίσει ό μικρός Νικόλας τις Ευαγγελικές αλήθειες από νεαρή ηλικία. Μικρό ακόμα τον πήγε στη Λαύρα του οσίου Σεργίου για προσκύνημα. Εκεί ό μοναχός πού φύ­λαγε τα οστά του οσίου του έδωσε λίγα λεφτά με την πα­ρότρυνση να αγοράσει ένα μικρό βιβλίο του Μητροπολί­τη Μόσχας Ιννοκέντιου, που μίλαγε για τη Βασιλεία των ουρανών["Νεκρός": πρόκειται για το μεγάλο άγιο και πνευματικό πατέρα των ιθαγενών της Αλάσκας Ιννοκέντιο Βενιαμίνωφ].
Όταν έφτασε στην ηλικια που τελείωσε το γυμνάσιο με χρυσό μετάλλιο αριστείας, ενώ ετοιμαζόταν για τις εισαγωγικές του εξετάσεις, πρόσεξε στη βιβλιοθήκη του το μικρό εκείνο βιβλίο, το όποιο και διάβασε όρθιος μπροστά στη βιβλιοθήκη του. Τότε πήρε τη μεγάλη του απόφαση. Πήγε την ίδια κιόλας μέρα στην Όπτινα, στο στάρετς Βαρσανούφιο και τον παρακάλεσε να τον κρατήσει σαν υποτακτικό του. Εκείνος τον παρέπεμψε πρώτα να τελειώσει τη θεο­λογική του μόρφωση και να επισκέπτεται όσο πιο συχνά μπορεί τη Ζωσιμαία έρημο. Ο Νικόλαος έκανε υπακοή και έτσι επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1910 την εν λόγω έρημο, οπού γνώρισε μεγάλες μορφές του Ρώσικου μοναχισμού, όπως τον ηγούμενο Γερμανό και τον πατέρα Αλέξιο, που έγινε ο πνευματικός του. 
Στις 11 Ιουνίου 1911 φοιτητής της Θεολογικής Ακαδημίας έκάρη μοναχός με το όνομα Βαρνάβας. Ακολούθως το 1913 χειρο­τονήθηκε ιερομόναχος. Τελείωσε τη θεολογική σχολή και δίδασκε στο θεολογικό σεμινάριο στην πόλη Νίτζι στο Νόβγκοροντ, το όποιο έκλεισαν οι αρχές το 1918, μέσα στα πλαίσια των διωγμών πού ύπέκειτο ή Εκκλησία από το νέο Κομμουνιστικό καθεστώς. Ό πατήρ Βαρνάβας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του αρχιεπισκόπου του Νόβγκοροντ, Ιωακείμ, και του επισκόπου Λαυρέντιου, ενώ ό ίδιος φυλακίστηκε χωρίς λόγο με άλλους κληρικούς.



Το 1920 αποφυλακίστηκε και εξελέγη επίσκοπος με έδρα τη μονή Πετσέρσκι, που ήταν πιο γνωστή με το όνομα μονή των Σπηλαίων [από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Ορθοδοξίας - δες γι' αυτό και κάποιους από τους πολλούς αγίους του αναλυτικά εδώ]. Εκεί άρχισε να συμπεριφέρεται κά­πως παράξενα με αποτέλεσμα κάποιοι από τους αδελφούς της μονής να σκανδαλιστούν, μέχρι πού αντιλαμβάνονταν τη σημασία των πράξεων και λόγων του. Μια μέρα για πα­ράδειγμα στην τράπεζα άρχισε να ψέγει τον αρχιεπίσκοπο Εύδοκίμωφ και όλοι απόρησαν. Τα λόγια του όμως επαληθεύτηκαν όταν το 1922 μ.Χ. ο Ευδοκίμωφ συμμάχη­σε με τους «ανανεωτικούς-σχισματικούς», γινόμενος μάλι­στα πράκτορας της Κ.G.Β, ενώ μια δεκαετία αργότερα έγινε μητροπολίτης των σχισματικών στην Οδησσό και ακολούθως άποσχησματίσθηκε και παντρεύτηκε.
Στήν αρχή της αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητας του ο Εύδοκίμωφ, συντάσσοντας μια συκοφαντική επιστολή εναντίον του Βαρνάβα, κατάφερε να τον στείλουν στην εξορία, στην έρημο του Ζωσιμά. Εκεί ό άγιος ωφελήθηκε πολύ, διότι είχε αρκετό χρόνο για προσευχή.
Το 1922 μ.Χ. τον ανακάλεσαν και λίγο αργότερα οι εφημερίδες ανακοίνωναν ότι ο κλήρος του Νόβγκοροντ προσυπόγραψε τη διακήρυξη των ανανεωτικών. Ανάμεσα στις υπογραφές και αυτή του επίσκοπου Βαρνάβα. Ό ίδιος έλεγε για το συμβάν: «Δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου. Μόνο ένα γνωρίζω. Είμαι ορθόδοξος». Μετά από λίγες μέρες πήγε στη Μόσχα στο μοναστήρι του αγίου Δανιήλ, αλλά δεν τον δέχτηκαν. Κατέφυγε εκ νέου στην έρημο του Ζωσιμά, όπου έκλαψε πικρά και προσευχήθηκε με θέρμη. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1922 οι στάρετς της μονής τον ευλόγησαν μετανοούντα για να αποφασίσει ό ίδιος να ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο του δια Χριστόν σάλου. Με την απόφαση του αύτη έλπιζε ότι με όσα θα πάθαινε λόγω της άσκησης του αυτής θα συγχωρηθούν οι αμαρτίες του, άλλα και της Ρωσίας πού αποστάτησε από το Θεό, ένεκεν του νέου καθεστώτος.
Έτσι, ενώ ό κάθε πιστός προσπαθούσε να κρύψει την Ιδιότητα του Χριστιανού, ό Βαρνάβας διακήρυττε ανοιχτά την πίστη του.Πριν επιστρέψει στο Νόβγκοροντ πήρε πιστοποιητικό από το γιατρό Λεμπεντερ ότι πάσχει από ύστερονευροπάθεια. Τώρα ήταν και επίσημα τρελός. Την 1η Νοεμβρίου 1922 μετά τη Θεία Λειτουργία κλείστηκε στο κελλί του. Άρχισαν οί συζητήσεις ότι κάτι δεν πήγαι­νε καλά με τον επίσκοπο για να ακολουθήσει ή έξοδος του από το κελλί και να μην τον αναγνωρίζει σχεδόν κανένας. Ηταν κουρεμένος και ξυρισμένος. Κάτω από το παλτό πού φορούσε, το ράσο του κομματιασμένο και άρχισε να τρέ­χει στους δρόμους. Σάν έφτασε στη μητρόπολη τον έπιασαν και τον πήγαν στο ψυχιατρείο. Μετά από τρεις μέρες τον πήγαν σπίτι τους ή οικογένεια Καρέλιν, πού ήταν πνευμα­τικά του παιδιά. Εκεί ζούσε ήρεμα χωρίς να δέχεται κα­νένα και ασχολούνταν, έκτος από την προσευχή,με τη συγγραφή ενός βιβλίου με τίτλο «Οι αρχές της τέχνης της αγιότητας».
Μετά από λίγο τον συλλάβανε και τον φυλάκισαν. Εκεί λόγω του ότι τον νόμιζαν τρελό δεν τον ενοχλούσαν και έτσι είχε την ευκαιρία να διδάσκει τους άλλους φυλακι­σμένους. Όταν αποφυλακίστηκε τον πήρε κοντά του ό πρώην υποτακτικός του, Κωνσταντίνος Νελιούντωφ, πού έγινε ιερομόναχος με το όνομα Κυπριανός. Τον πήρε μαζί του στην πόλη Κίζιλ-Όρντού στις μουσουλμανικές περιοχές της Ασίας. Εκεί ό Βαρνάβας ίδρυσε μυστικά ένα μοναστήρι με λίγους υποτακτικούς.
Το 1933 μ.Χ. όμως ό πατήρ Κυπριανός στάλθηκε στη Μόσχα και ό επίσκοπος τον ακολούθησε. Ακολούθως συνέλαβαν τον Κυπριανό και τον φυλάκισαν. Μετά προσπάθησαν να συλλάβουν και τον Βαρνάβα αλλά λόγω μιας πολύ βαριάς αρρώστιας δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι και έτσι τον άφησαν σπίτι του. Όταν έγινε καλά πήγε ό ίδιος στα γραφεία της Κ.Ο.Β. και παραδόθηκε. Εκεί τον ανάκριναν, τον χλεύα­ζαν και ειρωνικά τον ρωτούσαν διάφορες χαζές ερωτήσεις. Προσπάθησαν να του αποσπάσουν ομολογία ότι ήταν συνεργάτης του πατριάρχη Τύχωνα, ένω πίεζαν παράλληλα τους υποτακτικούς του να παραδεχτούν ότι δεν ήταν τρελός άλλα συνωμότης, εχθρός του καθεστώτος. Τελικά τους κα­ταδίκασαν σε τρία χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως με την κατηγορία ότι ίδρυσαν μυστικά μοναστήρι.
Καθοδόν για τη Σιβηρία πέρασαν από τα όρη Αλτάι, όπου ο Βαρνάβας έλαβε από τον Κύριο μας το προορατικό χάρισμα. Σέ οπτασία είδε τον ίδιο τον Κύριο μας, πού του αποκάλυψε όλα όσα τον περίμεναν. Αυτό συνέβαινε κάθε φορά, πριν από κάποια νέα δοκιμασία του. Στις 16 Ιουνίου 1934 ο πατήρ Κυπριανός άφησε την τελευταία του πνοή. Τον επίσκοπο έβαλαν στη χειρότερη πτέρυγα των φυλακών με τους επικίνδυνους εγκληματίες. Προσπαθούσε να απομονώνεται από τους υπόλοιπους για να μην αναγκάζεται να ακούει τις ασυναρτησίες και αισχρολογίες πού έλεγαν και όταν το ρωτούσαν για ό,τιδήποτε, εκείνος απαντούσε ακαταλαβίστικα. Ο γιατρός του στρατοπέ­δου τον έκλεισε στο ψυχιατρείο, οπού σε δυο μήνες αναγκάστηκαν να τον επαναφέρουν, λόγω του ότι οι τρόφι­μοι ήταν επικίνδυνοι. 
Στό στρατόπεδο υπήρχε μια γιατρός, η Μαρία Κουζμίνισνα, που ήταν κρυπτοχριστιανή και λόγω ιδιότητας μπορούσε να μπαινοβγαίνει άνετα. Μια μέρα που επέστρεφε από κάποια λειτουργία που γινόταν κρυφά κά­που κοντά και είχε κοινωνήσει, ο επίσκοπος της είπε: «Πολύ καλά κάνατε και κοινωνήσατε Μοναχή Μιχαήλα. Βοήθειά σας». Η γιατρός ξαφνιάστηκε πού κάποιος ήξερε ότι ήταν μοναχή, διότι ή κούρα της έγινε μυστικά. «Προσευχήθηκα στον Θεό» της είπε «να μου αποκαλύψει ποια ήταν ή καλή κυρία στις φυλακές. Και μου έδειξε ένα χωράφι με στάχυα και εσάς να βγαίνετε από μέσα ντυμένη μοναχή. Πίσω σας στεκόταν προστατευτικά ό Αρχάγγελος Μιχαήλ». Η κρυπτομοναχή ένοιωσε αγαλλίαση και ευχαρίστησε τον Θεό που μέσα σε τέτοιες συνθήκες της έστειλε έναν άγιο άνθρωπο να της δώσει κουράγιο 



Ύστερα τον ξανάβαλαν στο ψυχιατρείο, όπου μπορούσε να αντιλαμβάνεται ποιοι από τους ασθενείς είχαν δαιμόνια που τους βασάνιζαν. Οι θάλαμοι ήταν βρώμικοι, ασφυκτικά γεμάτοι, όλο φωνές. Κάποιοι από τους αρρώστους πήγαιναν κάθε λίγο κοντά του και τον κτυπούσαν. Έμοιαζε σωστή κόλαση, κι όμως ό Βαρνάβας ζούσε στον κόσμο του. Αδιαμαρτύρητα δεχόταν τους σαρκασμούς, τα κτυ­πήματα και τους εξευτελισμούς. Πέραν τούτων συνέχισε απερίσπαστα το συγγραφικό του έργο, για να εκδώσει τα αριστουργήματα «Η νύφη» και «Το μυστικό της πόρνης».
Το Μάρτιο του 1937 ήρθε η εντολή «να απελευθερωθεί ό τρελός Δεσπότης». Από εκεί πήγε στην πόλη Τόμσκ, όπου τον ακολούθησε ή πνευματική του κόρη, Βέρα Βασίλιεβνα. Λόγω του πολέμου η κυβέρνη­ση τους χορηγούσε μόνο 300 γρ. ψωμί την ημέρα. Μόνοι τους δοκίμασαν να καλλιεργήσουν ένα χωράφι φυτεύο­ντας λίγες πατάτες, τις όποιες δυστυχώς τους έκλεψαν. Ξύλα για φωτιά δεν υπήρχαν, άλλα ούτε το κρύο ούτε η πείνα τους απέσπασαν από τα πνευματικά τους καθήκο­ντα. Οι ενοχλήσεις όμως από τον κόσμο, λόγω της τρέλας του, ήταν πολλές και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν για το Κίεβο. 
Εκεί έμεναν σε δυο μικρά υγρά δωμάτια στο σπί­τι της Ζίνα Πετρούνεβιτς, που ήταν συγκροτούμενη τους στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αρκετά πνευματικά του παιδιά ήθελαν να τον βοηθήσουν αγοράζοντας του κρεβά­τι και ντουλάπα, άλλα ό επίσκοπος τους έλεγε: 
«Πρέπει να ζούμε έτσι απλά, ώστε αν κάποια στιγμή μας πουν αφήστε τα όλα και φύγετε να μπορούμε άνετα να το κάνουμε.» 
Επίσης τους νουθετούσε λέγοντας τους: 
«Δε θέλω από σας τίποτε. Ούτε να μην τρώτε επί μέρες, ούτε να κοιμάστε σε γυμνά σανίδια, ούτε άλλες υπερβολές. Θέλω όμως να στηλιτεύετε τον εαυτό σας, για ό,τι κακό -εμφανώς η άφανώς- κάνει. Μη δένεστε με τα υλικά πράγματα».
Όταν αντιλαμβανόταν κάποιο πνευματικοπαίδι του να είναι προσκολλημένο σε κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, τον πρότρεπε να το χαρίσει.
Έτσι ζώντας ό άγιος έφτασε μέχρι τον Απρίλιο του 1963. Στις 17 του μήνα προαισθανόμενος το τέλος του, κάλεσε όλα τα πνευματικά του παιδιά, τα νουθέτησε και τα ευλόγησε. Στις 6 Μαΐου 1963 παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Δεσπότη του Ιησού Χριστού. Αφότου κοι­μήθηκε, το πρόσωπο του έλαμψε και ό ιερέας πού τέλεσε την κηδεία είπε: «Αυτό είναι πρόσωπο αγίου». Θάφτηκε στο κοιμητήριο Μπάικοφ, κοντά στον γκρεμισμένο από το καθεστώς ναό της αγίας Σκέπης, ενώ ό τάφος του έγινε λαϊκό προσκύνημα. Ας έχουμε την ευχή του.
πηγή

Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2012

Στις φυλακές της Ρουμανίας είδα τον Ιησού Χριστό




Το Ημερολόγιο της Ευτυχίας

Το Ημερολόγιο της Ευτυχίας κατασχέθηκε από την πολιτεία σε καιρούς ταραχώδεις. Ο συγγραφέας του Νικολάε Στάινχαρτ θεωρείται ο «Παπαδιαμάντης» της σημερινής Ρουμανίας. Ήταν Ρουμάνος εβραϊκής καταγωγής, μεγάλος ουμανιστής και κάτοχος τεράστιας φιλοσοφικής και λογοτεχνικής παιδείας. Πνεύμα ανήσυχο, στράφηκε μετά από πολλές αναζητήσεις στην Ορθοδοξία.





 
Φυλακίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν αρνήθηκε να υποταχθεί στις υποδείξεις του καθεστώτος και να καταθέσει σε βάρος αντιφρονούντων διανοουμένων. Σαν άλλος Ντοστογιέφσκι, μετέτρεψε τη φυλακή του σε σπουδή στην ανθρώπινη ψυχολογία. Η οδυνηρή εμπειρία του από τις ανακρίσεις, τα βασανιστήρια, το συγχρωτισμό με κάθε είδους ανθρώπους γονιμοποίησε τις ευρύτατες γνώσεις του με πείρα στην κοινωνιολογία, την πολιτική, την εγκληματολογία. Πέρασε τα στερνά του χρόνια ως μοναχός στη μονή της Ροχίας, και θεωρείται οδηγητική μορφή για τη σύγχρονη ρουμανική διανόηση.
Στο βιβλίο καταγράφει την πνευματική του περιπέτεια και αναζήτηση, τα βιώματά του, και στιγμές της ιδιαίτερα έντονης και ενίοτε τραγικής καθημερινότητάς του σε στενή συνάρτηση με ευρύτατες αναφορές σε όλη την ευρωπαϊκή γραμματεία. Στις σελίδες του, εξάλλου, περνούν και σκιαγραφούνται πολλές σκοτεινές σελίδες της πολιτικής ιστορίας της ανατολικής Ευρώπης του 20ού αι. και αποκαλύπτεται το μυστικό ενός επώδυνου δρόμου που οδηγεί στην ολοκλήρωση και την ευτυχία.
Από εκεί είναι το παρακάτω απόσπασμα. Το αλιεύουμε από ένα blog κυριολεκτικά θησαυροφυλάκιο, τα Άπαντα Ορθοδοξίας.

... Τη δεύτερη νύχτα κοιμάμαι τσακισμένος από την κούραση. Και τότε, εκείνη την νύχτα, αξιώνομαι να δώ ένα θαυμαστό όνειρο, μια οπτασία. Βλέπω τον Κύριο Ιησού Χριστό όχι προσηλωμένο στον σταυρό, άλλα σαν γιγάντιο φως —κατάλευκο και εκθαμβωτικό— και νιώθω ανείπωτα ευτυχισμένος. Το φώς με κατακλύζει από όλες τις μεριές, είναι μια τέλεια ευτυχία και εξαλείφει τα πάντα. Λούζομαι από εκτυφλωτικό φώς, πλέω σε φώς, βρίσκομαι μέσα στο φώς και σε έκσταση. Νιώθω πως θα διαρκεί αιώνια. «Εγώ είμαι», ακούω να μου λέει το φώς, όχι όμως με λόγια άλλα με τη σκέψη. «Εγώ είμαι», και το νιώθω με το νου και τις αισθήσεις. Νιώθω ότι είναι ο Κύριος και ότι βρίσκομαι κατάμεσα στο φώς του Θαβώρ. Δεν βλέπω απλώς το φώς, ζω μέσα στο φώς.

Μα πάνω απ' όλα νιώθω ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, ευτυχισμένος. Είμαι ευτυχισμένος και το νιώθω και το λέω στον εαυτό μου. Και το φώς αυτό λες και είναι πιο λαμπρό από το φώς που εμείς ξέρουμε, λες και το φώς αυτό μιλάει και μου λέει ποιος είναι. Το όνειρο μου φαίνεται πως διαρκεί πολύ, πάρα πολύ. Η ευτυχία που νιώθω όχι μόνο διαρκεί συνεχώς, αλλά αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Αν το κακό δεν έχει τέλος, τότε ούτε και το καλό έχει όρια, ο κύκλος του φωτός που με περιβάλλει γίνεται ολοένα και πιο πλατύς, ενώ η ευτυχία, που στην αρχή με τύλιξε σαν μεταξένιο πέπλο, ξαφνικά αλλάζει τακτική, γίνεται δυνατή, πετάγεται και κατρακυλά πάνω μου σαν χιονοστιβάδα, η οποία (ενάντια στο νόμο της βαρύτητας) με σηκώνει ψηλά και κατόπιν ξανά αλλάζει τρόπους: Mε 
 νανουρίζει τρυφερά και στο τέλος αμείλικτα με αντικαθιστά. Δεν υπάρχω πια. Αλλά όχι, υπάρχω. Μα τόσο δυνατός, που δεν αναγνωρίζω πλέον τον εαυτό μου.

Από τότε ντρέπομαι ανείπωτα για τον εαυτό μου. Για τις ανοησίες που έχω κακίες για τις βρομιές, για τις ιδιοτροπίες, για τις δολιότητες. Ντροπή. [...]
Σχόλιο του blog μας: Είναι, κατ' εμέ, φανερό πως ο συγγραφέας γεύτηκε την όραση του Ακτίστου Φωτός. Η εμπειρία του περιέχει όλα τα στοιχεία της όρασης αυτής, όπως περιγράφεται από τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας. Το ίδιο Φως είδε και ο Αμερικανός βουδιστής ιερέας Nilus Stryker, ο οποίος στη συνέχεια ερεύνησε τη φύση του οράματός του και έγινε ορθόδοξος.
Για το Φως γράφουν: «Είμαι κορεσμένος από ηδονή και θεϊκή τρυφερότητα. Μοιράζομαι το Φως. Μετέχω κι εγώ στη δόξα. το πρόσωπό μου λάμπει σαν το πρόσωπο του αγαπημένου μου και όλα μου τα μέλη γίνονται φορείς του Φωτός» (άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος - από εδώ). Και: "Ενίοτε δυνάμεθα να παρουσιάσωμεν το Φως τούτο προς νεφέλην καλύπτουσαν την κορυφήν όρους, επί του οποίου ιστάμεθα: Η νεφέλη καθ' εαυτήν είναι έμπλεος Φωτός, αλλ' ημείς ουδέν βλέπομεν, ει μη μόνον αυτήν. Άπας ο λοιπός κόσμος δεν οράται. Κατά τον αυτόν τρόπον το Θείον Φως, αποκαλύπτον ημίν νέαν μορφήν πνευματικού είναι, αποκρύπτει από των οφθαλμών ημών την θέαν του υλικού κόσμου. Το Φως τούτο είναι ομοιόμορφον, ακέραιον, πλήρες βαθείας ειρήνης. Εν αυτώ η ψυχή θεωρεί την Αγάπην και την Αγαθότητα του Θεού. Όταν τούτο εκχέηται αφθόνως επί τον άνθρωπον, παύει ούτος να αντιλαμβάνηται την υλικότητα του περιβάλλοντος αυτόν χώρου, έτι δε και την του σώματος αυτού. Επί πλέον βλέπει εαυτόν ως φως. Το Φως τούτο έρχεται ιλαρώς, τρυφερώς, ούτως ώστε να μη παρατηρώμεν πως τούτο περιέβαλεν ημάς. Ουχί αίφνης, αλλ' ηρέμα ο κόσμος συνήθως "λησμονείται". Το φαινόμενον τούτο ομοιάζει προς ήρεμον επέλευσιν ύπνου εις φυσιολογικώς υγιά άνθρωπον. όμως, βεβαίως, δεν πρόκειται περί ύπνου, αλλά περί πληρώματος ζωής" (Γέροντας Σωφρόνιος, σε αυτό το αναλυτικό άρθρο για το Άκτιστο Φως). Δείτε & την ενότητά μας Ιστορίες Φωτός.

Και τώρα αξίζει να διαβάσετε ολόκληρη την αφήγηση του Ν. Στάινχαρτ, που περιγράφει συνθήκες μοναδικού & τραγικού μεγαλείου:

ΓΚΕΡΛΑ, Μάιος 1963

ΕΓΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟΣ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ, τρομερά αδύνατος, μόλις που στέκεται στα πόδια του, δεν μπορεί να αρθρώσει δυο λέξεις, όλη την ήμερα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με μια κουρελιασμένη κουβέρτα, βυθισμένος στην προσευχή, ο π. Χαραλάμπιε προσμένει το θάνατο.

Πού και πού όμως βρίσκει τον τρόπο και το κουράγιο να απαντά όταν τον ρωτούν κάτι. Ως μοναχός, φτάνει στο τέλος του επίγειου ταξιδιού του γεμάτος γαλήνη, αλλά όχι δίχως φροντίδες. Ως σώφρων άνθρωπος, που ετοιμάζεται για το άλλο, το μεγάλο ταξίδι, ξέρει πως για ένα τέτοιο ταξίδι πρέπει κανείς να φροντίσει για όλα από πριν, να ετοιμάσει τα απαραίτητα και να εφοδιαστεί με τη σκέψη ότι εκεί όπου θα πάει θα είναι καλύτερα να περισσέψει παρά να λείψει κάτι, όταν φτάσει στο τέρμα. Αφιερώνει και σ' εμένα λίγο χρόνο.
 

Τον κοιτάζω, του μιλάω και μέσα μου πλημυρίζει η πεποίθηση πως ο πόνος τελικά έχει νόημα, πως η ζωή ολόκληρη δεν μπορεί να μην έχει νόημα. Όπως πάντα με βασανίζει η φράση που είπε κάποτε ο Σαρτρ: «Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι», φράση η όποια δεν στερείται δύναμης ούτε και αλήθειας, ακόμα και θεολογικής. Ο Μερλώ Ποντύ συμπληρώνει: «Είμαστε καταδικασμένοι να δίνουμε στα πράγματα νόημα. Ο Σορίν Βασίλιε είπε: «Σημασία δεν έχει η πραγματικότητα άλλα η αλήθεια (η οποία είναι άλλο πράγμα) και το νόημα». Ο πατριάρχης Αθηναγόρας τέλος είπε: «Από τι πράγμα πεινάει ο σημερινός άνθρωπος; από αγάπη και από νόημα στη ζωή του».

Στον π. Χαραλάμπιε —σαν σε άγιο— σκέφτομαι να εκμυστηρευθώ (θα είναι ο πρώτος) δυο όνειρα που είχα δει στις φυλακές της Ζιλάβας, εδώ και ενάμιση  χρόνο στο κελί είκοσι πέντε.

Την πρώτη φορά είδα στο όνειρο μου τη μητέρα (πήγαινε πάντοτε στην εκκλησία του χωριού και μιλούσε τόσο τέλεια και γοητευτικά τα ρουμανικά) να με παίρνει από το χέρι και να με οδηγεί σ' έναν τοίχο μιας εκκλησίας του Κυρίου, έναν τοίχο πελώριο, ζωγραφισμένο ολόκληρο με αγίους και καλυμμένο με εικόνες. Με οδηγούσε προς τις ζωγραφισμένες μορφές και τις εικόνες και με προέτρεπε  να τις ασπαστώ.
Το δεύτερο όνειρο ήταν πιο συγκλονιστικό, και το λέω όνειρο, διότι δεν τολμώ να το πω αλλιώς.

Ήταν χειμώνας του '62, ένας χειμώνας πολύ άγριος, με το βοριά να λυσσομανά και τα χωριά αποκλεισμένα από το χιόνι. Ο συγγραφέας Οντομπέσκου στο βιβλίο του "Κυρία Κιάζνα" γράφει κάποια στιγμή: «Είναι θλιβερός και άγριος ο χειμώνας στην επαρχία». Άγριος και θλιβερός ήταν και ο χειμώνας στις φύλακα  της Ζιλάβας. Στο κελί εικοσιπέντε, στον δεύτερο τομέα, έκανε πολύ κρύο ["Ν": στη Ζιλάβα βρήκε φρικτό θάνατο και ο μεγαλομάρτυρας φιλόσοφος Κωνσταντίν Οπρισάν]. 

 
Ο Νικ. Στάινχαρτ (από εδώ)
Η μικρή ξυλόσομπα έχει ξεχαρβαλωθεί, δεν γίνεται να ανάψουμε ούτε μια τόση δα μικρή φωτίτσα με τα δυο τρία ξυλαράκια που καταφέραμε να βρούμε από τις 15 Δεκεμβρίου έως την 1η Μαρτίου. Η καπνιά μέσα στο κελί τυλίγει τα πάντα με ένα παχύ στρώμα, με μια παγωμένη μαυρίλα, η όποια συνεχίζει να απλώνεται και να σε τραβάει κοντά της. Τρεμουλιάζουμε από το κρύο, νιώθουμε πνιγμένοι από την βρόμα και πεινάμε φοβερά. Εξαιτίας του χιονιού έχει διακοπεί ό ανεφοδιασμός της φυλακής. Μας δίνουν ένα μικρό κομμάτι παγωμένη σούπα μια φορά την ήμερα και αυτό όποτε το θυμούνται. Νερό δεν υπάρχει άλλο. Το μικρό βαρέλι που χρησιμοποιούμε για τουαλέτα είναι ξεχειλισμένο.  

Παραδόξως το κρύο, αντί να εξουδετερώσει την οσμή των περιττωμάτων, την εξαγριώνει. Παραμονεύουμε να δούμε πότε θα φτάσει το φαγητό, σαν τα άγρια φυλακισμένα ζώα, των οποίων η τροφή και η τύχη είναι στα χέρια ενός ξεχασιάρη αφέντη. Το φαγητό, που φτάνει κάποια στιγμή τελικά, είναι από καλαμποκάλευρο, άβραστο και παγωμένο από το κρύο.

Σε μια ατμόσφαιρα παγωμένη, θλιβερή και λερωμένη καταφέρνω να παραμείνω ήρεμος. Το κελί είναι γεμάτο με κρατούμενους ευγενικούς και καθωσπρέπει. Δεν βλέπαμε όμως τα πράγματα τραγικά, σαν ευγενείς και εύθυμοι άνθρωποι που ήμασταν. Τέτοιους ανθρώπους μόνο στις φυλακές μπορούσε να συναντήσει κανείς εκείνη την εποχή, όπως για παράδειγμα ο βεσαραβιανός μεγαλοτσιφλικάς Τσιμποϊέσκου και άλλοι. 
 
Δίπλα μου κοιμάται ένας σοφέρ (είναι ο σοφέρ του Τσιμποϊέσκου). Τον έκλεισαν κι αυτόν στη φυλακή μαζί με το αφεντικό του και μάλιστα τον καταδίκασαν σε πολλά χρόνια φυλακή (όπως και τον Κέρτσιου, οδηγό του Αλιμανεστεάνου, γιατί πήγαινε τρόφιμα στον κύριο του, όταν εκείνος βρισκόταν σε κατ' οίκον περιορισμό στο Μπαραγκάν). Στο δικαστήριο φέρθηκε πολύ όμορφα, παραδέχθηκε ότι πιστεύει στον χριστιανισμό και ακολούθησε τον κύριό του στη φυλακή, έτσι όπως ακολουθούσαν τους σταυροφόρους οι ασπιδοφόροι σωματοφυλακές τους, στις σταυροφορίες, στους πολέμους και στους κινδύνους. 
Την καθημερινή ζωή της φυλακής πάντως με δυσκολία την υπομένει. Νευριάζει εύκολα και (όπως οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι) υποφέρει από τον συνωστισμό, τη βρόμα και τις ελλείψεις, πιο πολύ απ' ότι οι διανοούμενοι και γενικά οι ευκατάστατοι. Τον ενοχλεί το τρομερό ροχαλητό του διπλανού. Με δισταγμό με παρακαλεί ν' αλλάξουμε θέσεις: να περάσω εγώ στη θέση του, πιο κοντά στην πηγή του ροχαλητού, και να 'ρθει εκείνος στη δική μου. Η απόσταση που κερδίζει απ' αυτή τη μετακίνηση είναι ασήμαντη από κάθε άποψη, άλλα ο άνθρωπος σε παρόμοιες καταστάσεις δημιουργεί αυταπάτες και, όταν τα πάντα εκτυλίσσονται στα όρια αντοχής του νευρο-ψυχικού κόσμου, τότε ακόμη και μια μικρή  μετακίνηση λίγων εκατοστών μπορεί να συμβάλει στον καθησυχασμό ενός ανθρώπου. Αλλάζουμε θέσεις.

(Για μένα είναι πιο εύκολο, γιατί στο κελί 80 στις φυλακές της Γκέρλας συνάντησα έναν μορφωμένο άνθρωπο, τον συνταγματάρχη Κ. Τσαράνου, το ροχαλητό του οποίου δεν πιστεύω να συναγωνίζεται κανείς σ' αυτό τον κόσμο. Ο θόρυβος που έβγαζε όταν ροχάλιζε ήταν τόσο τρομερός και ακαταμάχητος, που δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί κανείς στο ίδιο δωμάτιο. Δεν ήταν θόρυβος ομοιόμορφος και συνεχής, άλλα μια σειρά από ανεξάντλητα μπουμπουνητά πάντοτε διαφορετικά, μια αληθινή γκάμα ενός καλλιτέχνη, του οποίου το στυλ ανανεώταν συνεχώς. Ύστερα από αρκετές εβδομάδες συμβίωσης κατάφερνες να κλείσεις για λίγο τα μάτια, άλλα στα κλεφτά, σαν τους καπετάνιους των πλοίων που δεν μπορούν να γλιτώσουν τελείως από τη ναυτία ακόμα κι αν περάσουν χρόνια από το τελευταίο τους μπαρκάρισμα.)
 
Τη δεύτερη μέρα, προς το βράδυ, ο σοφέρ κατευθύνεται και πάλι προς το μέρος μου και με περισσότερο δισταγμό αυτή τη φορά μου ζητά και πάλι να αλλάξουμε θέσεις. Θέλει να ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση. Εκεί όπου κοιμήθηκε δεν του άρεσε, υπέφερε. Αλλάζουμε και πάλι θέσεις.
Την επόμενη μέρα, η κίνηση επαναλαμβάνεται.
Τη νύχτα φέρνουν στο κελί ένα νέο γκρουπ κρατουμένων, ένα πλήθος φύρδην μίγδην, το ένα κακό πάνω στ' άλλο. Αυτοί έλειπαν από δω μέσα. Πόσο θλιμμένα κοιτάζουν όλοι τους τριγύρω. Γιατί όμως; Έρχονται μήπως από φυλακές καλύτερες!
Φωτο: ο συγγραφέας του παρόντος Ν. Στάινχαρτ ως μοναχός

Δεν περίμεναν πάντως να τους δεχτούμε όπως τους δεχτήκαμε. Τους καλωσορίσαμε με ηρεμία και γελάσαμε όλοι με τα χάλια μας. Πού να τους βάλουμε όλους όμως να κοιμηθούν; Στριμωχνόμαστε όλοι μας για να εξοικονομήσουμε λίγο χώρο και γι' αυτούς. Ένας χώρος που τις πιο πολλές φορές υπάρχει μόνο μέσα στη φαντασία μας, σαν κι αυτόν που συναντά κανείς στη γεωμετρία. Μερικοί το μόνο που καταφέρνουν είναι να λαγοκοιμούνται σε κάτι πάγκους. Σε έναν κρατούμενο ογκώδη και εξοργισμένο (το πρόσωπο του οποίου φανερώνει κούραση και αρκετά βασανιστήρια) προσφέρω τη θέση μου, μιας και μαζί είναι αδύνατον να χωρέσουμε, αλλά και όσο να 'ναι στην κατάσταση που βρίσκεται έχει πιο πολύ ανάγκη τον ύπνο έστω και για δυο τρεις ώρες ανάπαυσης. Περνώ την υπόλοιπη νύχτα σ' έναν πάγκο.

Τη δεύτερη νύχτα κοιμάμαι τσακισμένος από την κούραση. Και τότε, εκείνη την νύχτα, αξιώνομαι να δώ ένα θαυμαστό όνειρο, μια οπτασία. Βλέπω τον Κύριο Ιησού Χριστό όχι προσηλωμένο στον σταυρό, άλλα σαν γιγάντιο φως —κατάλευκο και εκθαμβωτικό— και νιώθω ανείπωτα ευτυχισμένος. Το φώς με κατακλύζει από όλες τις μεριές, είναι μια τέλεια ευτυχία και εξαλείφει τα πάντα. Λούζομαι από εκτυφλωτικό φώς, πλέω σε φώς, βρίσκομαι μέσα στο φώς και σε έκσταση. Νιώθω πως θα διαρκεί αιώνια. «Εγώ είμαι», ακούω να μου λέει το φώς, όχι όμως με λόγια άλλα με τη σκέψη. «Εγώ είμαι», και το νιώθω με το νου και τις αισθήσεις. Νιώθω ότι είναι ο Κύριος και ότι βρίσκομαι κατάμεσα στο φώς του Θαβώρ. Δεν βλέπω απλώς το φώς, ζω μέσα στο φώς.

Μα πάνω απ' όλα νιώθω ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, ευτυχισμένος. Είμαι ευτυχισμένος και το νιώθω και το λέω στον εαυτό μου. Και το φώς αυτό λες και είναι πιο λαμπρό από το φώς που εμείς ξέρουμε, λες και το φώς αυτό μιλάει και μου λέει ποιος είναι. Το όνειρο μου φαίνεται πως διαρκεί πολύ, πάρα πολύ. Η ευτυχία που νιώθω όχι μόνο διαρκεί συνεχώς, αλλά αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Αν το κακό δεν έχει τέλος, τότε ούτε και το καλό έχει όρια, ο κύκλος του φωτός που με περιβάλλει γίνεται ολοένα και πιο πλατύς, ενώ η ευτυχία, που στην αρχή με τύλιξε σαν μεταξένιο πέπλο, ξαφνικά αλλάζει τακτική, γίνεται δυνατή, πετάγεται και κατρακυλά πάνω μου σαν χιονοστιβάδα, η οποία (ενάντια στο νόμο της βαρύτητας) με σηκώνει ψηλά και κατόπιν ξανά αλλάζει τρόπους: Mε 
 νανουρίζει τρυφερά και στο τέλος αμείλικτα με αντικαθιστά. Δεν υπάρχω πια. Αλλά όχι, υπάρχω. Μα τόσο δυνατός, που δεν αναγνωρίζω πλέον τον εαυτό μου.

Από τότε ντρέπομαι ανείπωτα για τον εαυτό μου. Για τις ανοησίες που έχω κακίες για τις βρομιές, για τις ιδιοτροπίες, για τις δολιότητες. Ντροπή.

Ο π.  Χαραλάμπιε με ακούει με προσοχή, δεν χαμογελάει, δεν ξαφνιάζεται. Mου απαντά λέγοντάς μου πως δεν πιστεύει ότι τα δύο αυτά όνειρα είναι [...]. Αντίθετα, με μακαρίζει. Μου ζητά όμως πολλή εχεμύθεια και ταπεινή αυτοκυριαρχία.
Κυρίως όμως μου ζητά (είναι δύσκολο, παραδέχεται κι εκείνος, να το καταλάβει αυτό κανείς, μα πρέπει, μου λέει, να προσπαθήσω) να τα δώ όλα ως φυσιολογικά, ως κάτι μη ξεχωριστό, κάτι το όποιο δεν πρέπει να με εμποδίσει και να με βγάλει από το δρόμο που έχω διαλέξει. Μου ζητά το πρώτο όνειρο το δώ σαν μια καλή σκέψη για τη μητέρα, σαν ένα χαιρετισμό. Όσο για το δεύτερο, μου λέει πως το έλεος του Κυρίου μας είναι αμέτρητο. Όταν περνά, συμβαίνει  η άκρη του μανδύα Του να αγγίξει κάποιον που κάνεις δεν περιμένει.

Κάνουμε κατόπιν και σχέδια για το μέλλον, ο π. Χαραλάμπιε όντας σίγουρος εκατό τοις εκατό πως θα πεθάνει κι εγώ εκατό τοις εκατό πεπεισμένος πως θα ζήσει...
Δεν περνούν όμως λίγες μέρες και προκαλείται μια δυνατή αιμορραγία, η οποία  τον ρίχνει κάτω ξανά. Ο γιατρός, που κρατείται κι αυτός στη φυλακή και κλήθηκε επίμονα, έφτασε δύσκολα και, αφού τον εξέτασε, μας κουνά αρνητικά το κεφάλι. Ο υπεύθυνος του κελιού τυλίγει τον Ιερέα με μια κουβέρτα, ενώ εγώ μαζί κάποιον άλλο κρατούμενο τον μεταφέρουμε μέχρι την πόρτα του κελιού απ' όπου (εμείς με πρόσωπο προς τον τοίχο και κρατώντας με τις παλάμες τα πρόσωπα  μας) οι φρουροί της φυλακής τον σηκώνουν από το χώμα και τον μεταφέρουν στο νοσηλευτήριο. Αργότερα μάθαμε πως πέθανε τη δεύτερη μέρα.

Το βίωμα του Ν. Στάινχαρτ για το βάπτισμά του ως ορθόδοξου στη φυλακή
(Από εδώ)

Όποιος βαφτίστηκε μικρός δεν ξέρει και δεν μπορεί να φανταστεί τι σημαίνει βάπτισμα. Πάνω μου έρχονται κάθε τόσο όλο και πιο συχνά κύματα ευτυχίας. Τελικά είναι αλήθεια ότι το βάπτισμα είναι άγιο μυστήριο, γιατί όντως υπάρχουν άγια μυστήρια. Διαφορετικά αύτη η ευτυχία που με κατακλύζει, με κυριεύει, με ντύνει, με νικά, δεν θα μπορούσε να είναι τόσο απίστευτα θαυμαστή και πλήρης. 

Ησυχία και τέλεια απάθεια. Για όλα. Αλλά και μια γλυκύτητα. Στο στόμα, στους μυς, σεόλο το σώμαΚαι ταυτόχρονα μια καρτερίαμια αίσθηση πως θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε, ένα κίνητρο για να συγχωρέσω τον οποιονδήποτε, ένα χαμόγελο ανεκτικότητας που υπάρχει παντού (όχι μόνο στα χείλη). Κι ένα είδος τρυφερού αέρα τριγύρω, μια ατμόσφαιρα όμοια μ' εκείνη των βιβλίων που διάβαζα στα παιδικά μουχρόνιαΜια αίσθηση απόλυτης σιγουριάς και μια ατέλειωτη απομάκρυνση στην ηρεμία. Ένα χέρι που μου απλώνεται, ένα χέρι γεμάτο σοφία και καλοσύνη.

Είναι κι αυτή η αίσθηση του καινούργιου... Είμαι καινός [=καινούργιος] άνθρωπος. Από πού να έρχεται τόση φρεσκάδα και ανανέωση; Επιβεβαιώνεται στην Αποκάλυψη (21,5) «ιδού καινά ποιώ πάντα», δηλαδή, και τώρα όλα τα κάνω καινούργια, αλλά ο Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν κάποιος είναι με τον Χριστό, είναι καινή ύπαρξη. Τα παλιά πέρασαν, όλα τώρα έγιναν καινούργια». 
 
Καινούργια έγιναν, μα δεν εκφράζονται με λόγια. Δεν βρίσκω παρά λέξεις συνηθισμένες, χιλιοειπωμένες, σαν κι αυτές που πάντα χρησιμοποιώ. Με περιβάλλει ένας κύκλος από  γνωστές λέξεις και από ιδανικά που βγαίνουν από την καθημερινότητα. Αν ρωτούσαν την κυρίαΚοττάρ του Προύστ τι θαεπιθυμούσε στη ζωή τηςθα ζητούσε σίγουρα να γίνει η πιο πλούσια κυρία στη γειτονιά της. Ούτε που θα περνούσε από το μυαλό της να γίνει δούκισσα του Μορτεμάρ. Τα όνειρά μας πηγαίνουν μέχρι τον αμέσως επόμενο ουρανό. Υπάρχουν όμως κι αλλά ψηλότερα και ασύλληπτα πιο όμορφα όπως η θάλασσα του Ξενοφώντα όπως η στεριά του του. Τελικά το βάπτισμα είναι μια ανακάλυψη.
 
ΑΛΛΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
 
Ο Χριστός δε φαίνεται πουθενά ιδεαλιστής (Από εδώ)


Ο Χριστός δεν φαίνεται πουθενά ιδεαλιστής, σε όσα μας δίδαξε. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Τις πόρνες τις λέει πόρνες και την πορνεία, πορνεία. Ποτέ δεν προσπάθησε να μιλήσει με πλάγιο τρόπο και με μισόλογα. Έλεγε πάντα την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν ήταν, σε οποίον κι αν απευθυνόταν. Αντιμετώπιζε τα ρήγματα, όπως τα αντιμετωπίζουμε μπροστά στο κρεβάτι του χειρουργείου ή μπροστά στο ικρίωμα. Καμία παρέκκλιση, καμία αυταπάτη, κανένα κουκούλωμα. Διότι, μόνο όταν έχουμε τη σκληρή πραγματικότητα μπροστά μας, μπορούμε να τρεμουλιάσουμε κι έτσι να της ξεφύγουμε και να αλλάξουμε ζωή.  

Για τον χριστιανό τα πάντα (τα λόγια, οι σκέψεις, οι πράξεις) είναι σαν να καταγράφονται σε μια ταινία, σ' ένα φιλμ. Η ταινία είναι μία και σ' αυτή καταγράφονται τα πάντα. Στο ξετύλιγμα της, στο τέλος, καθετί που ήταν σκεπασμένο, κρυμμένο, θα φανερωθεί, θα βγει στο φως και θα κάνει τον διάβολο να χαμογελάει, εκτός κι αν το έλεος του Κυρίου του έχει ετοιμάσει κάποια έκπληξη, ώστε να δουν όλοι μια ταινία στην οποία η μετάνοια και η συγχώρεση έσβησαν όλες τις αμαρτίες.

Και αφού τα πράγματα είναι έτσι, θα ήταν πολύ παράξενο κάθε συμπεριφορά, όσο ασήμαντη κι αν είναι, κάθε παράδειγμα (στο κελί μιας φυλακής, στο μπουντρούμι της Ασφάλειας κάτω από τη φοβερή λάμπα του ανακριτικού γραφείου), να μην έχει αξία απόλυτη.
 
***
Αλίμονό μας αν δεν υπήρχε στο ευαγγέλιο η παραβολή των εργατών του Αμπελώνα(από εδώ)


Αλίμονό μας, αν δεν υπήρχε στο Ευαγγέλιο η «παραβολή των εργατών του αμπελώνα»(Ματθ. 20).
Το γεγονός ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν άδικο κριτή ούτε καν μ' ένα δίκαιο, αλλά με τον πιο μεγαλόψυχο κριτή, μας το δείχνει αυτή ακριβώς η παραβολή. Προσοχή, όμως, διότι πολλές φορές μπαίνουμε στον πειρασμό και προτιμάμε να μη δεχτούμε την πληρωμή, επειδή δεν θέλουμε να πληρωθεί το ίδιο και εκείνος που μπήκε στον αμπελώνα την τελευταία στιγμή. Κι όμως θα έπρεπε να δεχτούμε να πάρουμε αυτό που συμφωνήσαμε και να χαρούμε που μπόρεσε και κάποιος άλλος να πάρει μισθό, έστω και την τελευταία στιγμή.

Μας κάνει και αγανακτούμε πολλές φορές, όπως και τον μεγάλο γιο της παραβολής του Άσωτου, η στάση του Θεού απέναντι στους δικαίους. Για τον φρόνιμο και εργατικό γιο της παραβολής του Άσωτου, ποτέ ο πατέρας δεν θυσίασε ένα μοσχάρι σιτευτό γι' αυτόν και τους φίλους του, ποτέ δεν τους έδωσε την ευκαιρία για ένα τραπέζι, για μια διασκέδαση. Όλα τα θυσίασε, όλα τα έδωσε για τον άσωτο υιό.
Όλοι οι δίκαιοι αυτού του κόσμου, με το να διαμαρτύρονται, αποδεικνύουν πως δεν έχουν προσέξει τί διαβάζουν στην παραβολή του Άσωτου. Είναι αλήθεια πως γι' αυτούς δεν υπήρξε ποτέ ούτε μόσχος σιτευτός, ούτε τραπέζι, ούτε γλέντι, ούτε δακτυλίδι στο δάκτυλο... Μόνο που υπήρχε και που υπάρχει κάτι άλλο, κάτι πού αναφέρεται ξεκάθαρα στον 31° στίχο του 15ου κεφαλαίου του Κατά Λουκάν: «πάντα τα έμά σά έστιν», δηλαδή, ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου.

Κάτι έχουν και οι δίκαιοι. Δεν είναι λοιπόν σωστό να κλαίγονται: έχουν ό,τι και ο Πατέρας.
 
***
Ο Χριστός δε μας ζητά να εργαζόμαστε με ωράριο, λες και είμαστε τράπεζα... (από εδώ)


Ο Χριστός δεν μας ζητά να εργαζόμαστε με ωράριο, λες και είμαστε τράπεζα. Δεν έχω χρόνο, λένε σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι. Ωραία δικαιολογία. Οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να κάνει κάποιος το καλό. Όπως η βασιλεία του Θεού θα έρθει εκεί που κανείς δεν το περιμένει, έτσι και οι πράξεις που την προαναγγέλλουν δεν λογαριάζουν όρους και συμφωνίες.

Δεν είναι αρκετό για μια φιλία να πει κανείς "θα σε βοηθήσω αν μπορέσω"! Φίλος αληθινός είναι εκείνος που βοηθάει χωρίς το ρήμα βοηθάω να χρειάζεται προσδιορισμούς επιρρηματικούς, χρονικούς, τροπικούς ή χρονικούς. Πόσο άρεσε στον Κύριο να μας αποκαλεί φίλους Του!

Από την παραβολή των ταλάντων προκύπτει ότι ό άνθρωπος, που έφυγε για ταξίδι μακρινό και κάλεσε τούς δούλους του και τούς παρέδωσε την περιουσία του, είναι ο ίδιος ο Θεός. Στον δούλο που, επιστρέφοντας το ένα τάλαντο (όσο ακριβώς είχε πάρει), είπε στον κύριο του: «κύριε, έγνων σε ότι σκληρός ει άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας», δηλαδή, Κύριε σε ήξερα άνθρωπο σκληρό, που θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις εκεί όπου δεν σκόρπισες, ο Κύριος άπαντα επιβεβαιώνοντας και επαναλαμβάνοντας το χαρακτηρισμό. (Ματθ. 25, 24) Αμέσως μετά όμως ακολουθεί η έξης παράδοξη φράση: «τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ό έχει άρθήσεται απ' αυτού», δηλαδή, στον καθένα που έχει θα του δοθούν και άλλα και θα περισσέψουν, από εκείνον όμως που δεν έχει θα του αφαιρεθεί κι αυτό που έχει.

Προκύπτει λοιπόν ότι με τον Θεό δεν μπορούμε να βασίζουμε τη σχέση μας πάνω σε ιδέες που έχουμε φτιάξει εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι σχετικά με το τί είναι δίκαιο και τί σωστό. Προκύπτει επίσης ότι η σχέση μας με τον Θεό δεν πρέπει να βασίζεται σ' ένα λογιστικό duut des στο οποίο εμείς θα πιστεύουμε εσαεί και στο οποίο μάλιστα θα είμαστε οι παθητικοί αποδέκτες.

Ο Θεός θερίζει εκεί oπου δεν έσπειρε, κι αυτό σημαίνει oτι πρέπει να δώσουμε κι εμείς κάτι από τον εαυτό μας, πρέπει με άλλα λόγια να παίρνουμε πρωτοβουλίες για να κάνουμε το καλό. Το να λέει κάποιος: "γιατί, τί κακό έκανα; δεν έκανα κακό σε κανέναν, κάνω ό,τι μπορώ", αυτό δεν είναι παρά στάση χασμουρητού, η οποία βρίσκεται σε τελεία αντίθεση με αυτό που ζητά ο Κύριος στην παραβολή των ταλάντων και φανερώνει ότι δεν καταλάβαμε πόσο βαρύ αμάρτημα είναι να είναι κανείς τεμπέλης, πόσο σοβαρή είναι για τον Θεό η προτροπή: ο ουρανός καταχτιέται, ούτε πόσο επίμονη προσπάθεια και πόθος απαιτείται για το «αδύνατον» ακόμα και γι' αυτό το πραγματικά αδύνατον.

Ο Θεός δεν αστειεύεται: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις γην ην άν σοι δείξω», «Άρον τον σταυρόν σου», «Ακολουθεί μοι», «Αγρυπνείτε», «Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει».

Ο Θεός δεν μας θέλει ξάπλα. Δεν θέλει το βόλεμα, τις ανέσεις, την καλοπέραση, το ονειροπόλημα. Ούτε μπορεί να αποτελέσει πρόφαση η ασθένεια και η τρέλα. (Ακόμα και η συκιά δεν αποτέλεσε εξαίρεση.)

Η Μάρθα τότε γιατί επιπλήττεται; Διότι την απασχολούν τα ευτελή πράγματα. Μοχθεί ματαίως και είναι ανήσυχη. Ο Κύριος μας καλεί σε πράγματα σοβαρά. Ο Χάρος είναι πάνω από το κεφάλι μας, κι εμείς είμαστε με το τσιγάρο στο χέρι, ή ρίχνουμε όλο το βάρος μας σε πράγματα ασήμαντα, όπως η Μάρθα ["Ν": εννοεί την Μάρθα, αδελφή του Λαζάρου, που, όταν τους επισκέφθηκε ο Χριστός, δεν κάθησε ν' ακούσει τα λόγια Του, αλλά μπαινόβγαινε συνεχώς για να Τον περιποιηθεί - και μάλιστα μάλωσε και την αδελφή της,τη Μαρία, που είχε καθήσει ν' ακούσει].

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...