Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Βασίλειος Επίσκοπος Σελευκείας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Βασίλειος Επίσκοπος Σελευκείας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουλίου 27, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ματθ. η΄28 – θ΄1 - Λόγος εις τον δαιμονιζόμενον Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας


Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων.
 Πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Πράγματι,
εάν δεν μας υπερήσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχεν εξαφανισθή προ 
πολλού το γένος μας από τις πολιορκίες των δαιμόνων. Διότι ποία ευκαιρία
 η ποίον χρόνον άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν
 παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;
Δεν είναι πονηρά η φύσις του διαβόλου, αλλά απεδείχθη η προαίρεσίς του
. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Δημιουργός τη διοίκηση του αέρος, όπως ο ακροατής
 των ουρανίων Παύλος μας αποκάλυψε λέγοντας:
 «Κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του 
νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας». Έπειτα όμως, επιθυμώντας
 να υπερβή την φύση του, εξέπεσε της αξίας του, χάνοντας τον θρόνο
 εξ αιτίας του υψηλού φρονήματός του. Έγινε δηλαδή ο όγκος του φρονήματος
 μέτρο της στερήσεως του Πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν ήρχισε να 
ασχολήται με τους ανθρώπους, εκδηλώνοντας έτσι την αποστροφή
 του προς τον Δημιουργό, και να προσπαθή με διάφορες μηχανορραφίες
 να αμαυρώση την εικόνα του Κτίστου. Επειδή, δηλαδή, δεν ημπορούσε να
 πολεμήση τον Θεό, μεθοδεύει αλλιώς την μάχη, διδάσκοντας τα κτίσματα
 να επαναστατούν κατά του Κτίστου. Έτσι, αμέσως μόλις επλάσθη 
ο πρώτος άνθρωπος και έφερε τα χαρακτηριστικά της εικόνος, τον 
συνεβούλευσε να μελετήση την αντιθεϊα λέγοντας: 
«Η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, 
και έσεσθε ως θεοί». Καθώς δε επλήθαινε το γένος, του βάζει λογισμούς
 ειδωλολατρίας. Κατήντησε το κτίσμα σε τόσο σκοτασμόν, ώστε να προσκυνή
 την κτίση, αγνοώντας τον Κτίστη. Και έβλεπες παντού βωμούς και ναούς
 και κατασκευές ειδώλων, αίματα και χορούς δαιμόνων.
Δεν ηρκέσθησαν όμως σ’ αυτήν την αποπλάνηση των ανθρώπων οι
 δαίμονες, ούτε στις τιμές που απελάμβαναν από αυτούς, αλλά και 
τιμωρούσαν τους αθλίους ανθρώπους, και εισχωρώντας μέσα τους
 κατοικούσαν σ’ αυτούς. Δεν αφήνει όμως ο Θεός αβοήθητο το πλάσμα του, 
αλλά αφού εχρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει
 σε ενέργεια το σοφό σχέδιο της εν Χριστώ οικονομίας, προξενώντας έτσι
 το αύτανδρο ναυάγιο των δαιμόνων. Αναγγέλλοντας δε την ελευθερία 
με τα λόγια, επεβεβαίωνε την υπόσχεση με θαύματα.
Αυτό μας παρέστησε με σαφήνεια η διήγησις του Ευαγγελίου που μόλις 
ανεγνώσθη. Ελέγχει την επήρεια των δαιμόνων και δεικνύει την βοήθεια
 που παρέχει ο Θεός προς τους ανθρώπους: «Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην
 υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων
 ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, 
αλλά εν τοις μνήμασιν». Αυτός είναι ο θυμός των δαιμόνων κατά των
 ανθρώπων. Επιθυμούν να τους καταλάβουν όλους, λυπούνται όμως που
 δεν ημπορούν ούτε καν να τους επηρεάσουν όλους. «Υπήντησεν αυτώ ανήρ
 τις εκ της πόλεως». Η μία συμφορά πιο τρομερά από την άλλη. 
Οι δαίμονες κατοικούσαν μέσα του και ο ίδιος κατοικούσε στα μνήματα,
 ώστε κατοικώντας εκεί και συγχρόνως κατοικούμενος να αναγκάζεται να
 συγκατοική με τους νεκρούς. Μάλλον ήταν καταδικασμένος να υπομένη 
μία ζωή βαρυτέρα από τον θάνατο. Διότι σ’ εκείνους που απέρχονται, ο θάνατος
 κλέπτει την αίσθηση των παθημάτων και ο τάφος χαρίζει στους νεκρούς
 ελευθερία από τα λυπηρά. Ενώ εκείνος ήταν μεν κατά τα άλλα νεκρός,
 εζούσε δε μόνο τόσον όσο να αισθάνεται την ταλαιπωρία του και δεν 
ημπορούσε να απαλλαγή απ’ αυτήν. «Και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο». 
Πόσον αλλοπρόσαλλη είναι η κακία του διαβόλου! Τον Αδάμ, που ήταν
 σωστά γυμνός, τον ενέδυσε με αισχύνη. «Και εδεσμείτο αλύσεσι 
και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του
 δαίμονος εις τας ερήμους». Εδάνειζε και δύναμη στον πάσχοντα για να
 διαρρήξη τα δεσμά. Διότι στο πάθος αυτό υποχωρεί ακόμη και ο σίδηρος 
και αποδεικνύεται ανίσχυρος. Δεν άφηνε κανέναν να περάση απ’ αυτό
 το μέρος. Ως λυσσώδη είχε εξαπολύσει ο δαίμονας τον άνθρωπον εναντίον
 των ανθρώπων. Όμως αν και με τόσες συμφορές τον είχε δέσει ο δαίμονας,
 δεν κατόρθωσε να τον εμποδίση να συναντηθή με τον Κύριο. 
Το πρώτο μέσον που εχρησιμοποίησε η Πρόνοια ήταν αυτό: οι δαίμονες,
 μη υποφέροντας την λαμπρότητα εκείνου που ήταν ενώπιόν τους, εφώναζαν:
 «Τι ημίν και σοί, Ιησού;» Αντιδρούν μόνο στο σώμα που φαίνεται, μη
 γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σώμα είναι κρυμμένη η θεότης. Διότι πώς 
ημπορεί ο δούλος να φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τι εμοί και σοί»;
 Περιφρονούν αυτόν που βλέπουν, επειδή δεν βλέπουν αυτόν που τους βασανίζει.
Τι σχέση έχουμε εμείς μαζί σου; Ω, πόσους δικαίους έχουμε συναντήσει,
 και δεν εδοκιμάσαμε από αυτούς παρόμοιο μαστίγωμα! Μας είναι αφόρητος
 ο εχθρός, ανυπόφορα τα βέλη του. «Τι ημίν και σοί;» Από τότε που ήλθες
 στην γη εκήρυξες τον πόλεμο εναντίον μας. Σε είδαν οι μάγοι όταν εγεννήθης
 και σε προσεκύνησαν, δραπετεύοντας από εμάς. Σε ήκουσαν οι τελώνες που 
ομιλούσες και απέδρασαν από τα ιδικά μας τελώνια. Τις πόρνες, τα θύματά μας,
 τις συνέλαβες εσύ με την μετάνοια. Μία παρηγορία μας είχε μείνει, τα 
παθήματα των ανθρώπων, και αυτήν την απόλαυση μας την εστέρησες.
 Εκεί ανόρθωσες τους παραλύτους, αλλού απήλλαξες τους κωφούς από το
 πάθος τους. Εκεί εχάρισες τις ηλιακές ακτίνες στους τυφλούς.
 Εκεί απέλυσες τους νεκρούς από τους τάφους. Ετοιμόρροπο κατήντησες 
το δεσμωτήριον του θανάτου, το οποίον εμείς με τόσους κόπους
 οικοδομήσαμε. Όσες θεραπείες προσέφερες στους ανθρώπους, τόσες τιμωρίες
 προεκάλεσες σ’ εμάς.
«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού»; Τον αποκαλούν μεν Υιό του Θεού,
 δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Υιός είναι Θεός. Επειδή υιοί του Θεού αποκαλούνται
 και όσοι για την μεγάλην αρετή τους εξοικειώθησαν με τον Θεόν. 
Με αυτήν την έννοια λέγει: «Υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ». Και πάλι 
«Εγώ είπα: Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Και πάλι: «Ιδόντες δε οι υιοί
 του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων». Αυτό το όνομα, δηλαδή, δεν
 είναι γνώρισμα μόνο της φύσεως, αλλά και της οικειότητος. Αυτήν την
 άγνοια έδειξεν ο διάβολος και σ’ αυτά που συνέβησαν στον Ιορδάνη.
 Διότι ακούγοντας την φωνήν την ερχομένην από τον ουρανόν 
«Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός», του έλεγε, επειδή αγνοούσε,
 «ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Εάν εγνώριζε ότι ομιλεί
 σε Θεόν, πώς προσπαθεί να τον φοβήση προστάζοντάς τον να πέση κάτω;
 Διότι η φύσις του Θεού δεν γνωρίζει ούτε ύψος ούτε βάθος.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος έτσι εδιηγήθη τα λόγια των δαιμόνων:
 «Τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ». Δεν απευθύνεται σ’ αυτόν
 ως ποιητήν των ανθρώπων, αλλά σαν πολίτη της Ναζαρέτ. 
Αφού είσαι ορατός, λέγει, να ενεργής αναλόγως.
 Άνθρωπο βλέπουμε, αλλά σαν από Θεό διωκόμεθα. 
Το μαστίγωμά σου δεν ομοιάζει με Ναζαρηνού, δείχνεις να 
έχης κατεβή από τον ουρανό. Αποκάλυψε την φύση με τα έργα σου.
«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού 
βασανίσαι ημάς;» Τι λέγεις, διάβολε; Σ’ αυτόν που εδημιούργησε 
τον μετρητόν χρόνο και έθεσε τους όρους της Κρίσεως τολμάς να
 φωνάζης: Τώρα ήλθες; Αλλά δεν γνωρίζει ότι αυτή που
 τώρα ήλθε είναι η αθάνατος φύσις, επιβεβαιώνοντας την
 άφιξή της με την δουλικήν μορφή. Δεν γνωρίζει ότι ο Κύριος
 και Θεός των όλων φορά την στολή που έλαβε από τον Δαυϊδ.
 Παρακινείται μεν προς καταφρόνηση από την θέα, μαστιγώνεται
 δε αοράτως από την ενέργεια της θεότητας, γι’ αυτό εκστομίζει 
λόγια θρασύτητος μαζί και ικεσίας. «Τι ημίν και σοί, Ιησού; 
Δέομαί σου, μη με βασανίσης». Δειλία και θρασύτητα έχουν 
τα λόγια του. Δυναμώνει την φωνή σαν δούλος αυθάδης, 
αλλά και ικετεύει σαν κατάδικος που μαστιγώνεται. 
«Ήλθες ώδε προ καιρού». 
Από πού έμαθε ότι δεν είναι τώρα η ώρα της κρίσεως;
 Πώς γνωρίζουν ότι βασανίζονται πριν την ώρα τους; 
Γνωρίζουν από αυτά που κάνουν ότι θα τιμωρηθούν για
 τα έργα τους. Έβλεπαν ότι τώρα δεν τους τιμωρούσε,
 αλλά μόνον τους εδίωκε από τους ανθρώπους.
 Από το ότι λοιπόν δεν τιμωρούνται, συμπεραίνουν ότι δεν έχει έλθει
 ο καιρός των βασάνων. Υποφέρουν πριν από την Κρίση,
 επειδή διατάζονται να παύσουν να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους.
 «Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από 
του ανθρώπου».
 Δεν τους έσυρε ακόμη στο Δικαστήριο, δεν τους έδειχνε ακόμη
 το φοβερόν του Βήμα, δεν άναβε ακόμη την φλόγα της Κρίσεως, 
αλλά μόνον με απειλές ανεχαίτιζε την ορμή τους. 
Τόση ήταν η δύναμις του πάθους! 
Θέλοντας όμως ο Δεσπότης να δείξη στους παρόντες ακόμη και
 μέσα στα δεινά, την ανέκφραστο πρόνοιά του για τους ανθρώπους, ερωτά:
 «Τι όνομά σοι; Και απεκρίθη λέγων: Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν».
 Δεν ερωτά επειδή αυτός είχεν ανάγκη να ερωτήση, αλλά για να αποκαλύψη
 σ’ σ’ εμάς πόσοι φονείς δαίμονες είχαν καταλάβει το ανθρώπινο σώμα και 
παρ’ όλα ταύτα εκείνο δεν είχε αφανισθή. Ότι πλήθος δαιμόνων, 
εκστρατεύοντας εναντίον ενός ανθρώπου, δεν υπερίσχυσε, 
δεν τον εκρήμνισε στους βράχους, δεν τον κατετεμάχισε, δεν κατεσπάραξε τον άνθρωπο μαζί με τα σίδερα που εφορούσε. Αλλά άντεξε στις τρικυμίες των δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στα βασανιστήρια από το χέρι του Θεού. Και μάλιστα ο Ευαγγελιστής φιλοτιμείται να προσθέση το ακόμη σημαντικότερο: «Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν» (τον είχε κυριεύσει δηλαδή). Τι ανυπέρβλητος κηδεμονία! Δεν εβασανίζοντο λιγότερον από ό,τι εβασάνιζαν, αφού ο τρόπος τους ήταν φονικός, αλλά δεν επέτρεπε ο Θεός να επιτύχουν αυτό που επιθυμούσαν, μέχρι την στιγμή όπου έφθασε η φανερά απόφασις του Βασιλέως, χαρίζοντας την ελευθερία σ’ αυτόν που τόσο υπέφερε.
«Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει. Και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και όρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Για ποίον λόγο το επιτρέπεις αυτό στους δαίμονες, Κύριε; Γιατί, αφού γνωρίζεις την πονηρία τους, επείσθης στα λόγια τους; Για να μάθωμε, άνθρωποι, ότι και από τους χοίρους είναι πιο αδύνατοι, όταν τους εμποδίζει ο Θεός. Εκτός αυτού, θέλει να διδάξη τους ανθρώπους ότι είναι χαρά στους δαίμονες η απώλεια των ανθρώπων και ότι εκείνοι διασκεδάζουν με τις συμφορές τις ιδικές μας. Διότι δεν δείχνουν κανέναν οίκτον για την φύση των ανθρώπων. Εφ’ όσον εκδηλώνουν μέχρι και στους χοίρους την κακία τους, τι δεν θα έκαμναν εναντίον των ανθρώπων εάν τους επετρέπετο; Από όλα αυτά, λοιπόν, θα παρακινηθούμε να μισήσωμε την απανθρωπία, γνωρίζοντας την έχθρα τους, και να αποφεύγωμε τις συμβουλές αυτών των οποίων δεν αντέχουμε τις επιβουλές.
Αλλά εκτός από αυτά μας εδίδαξε και την κηδεμονία του Θεού προς τους ανθρώπους. Διότι όλα θα εξηφανίζοντο ακαριαίως και κανένα από τα όντα δεν θα απέμενε, αφού θα κατεσπαράζοντο από τις δαιμονικές ορμές, εάν δεν επροστατεύοντο από το κεκρυμμένο και ακαταγώνιστο χέρι του Θεού. Επιτρέπει λοιπόν τα μικρότερα για να μάθωμε τα μεγαλύτερα, και πότε πότε μας παραδίδει στις δυσκολίες για να έχωμε την αίσθηση των υψηλοτέρων. Δεν θα άφηνε ποτέ να πάθωμε το παραμικρόν, εάν δεν ελησμονούσαμε εύκολα την θεία συμπαράσταση. Επέτρεψε να γίνη ζημία στους χοίρους, για να διδαχθούμε την ωφέλεια που προξενεί στους ανθρώπους.
Ας ομολογούμε λοιπόν την πρόνοια την οποία απολαμβάνουμε. Να υμνούμε την κηδεμονίαν από την οποία φυλαττόμεθα. Ας κηρύττωμε την βοήθεια του Θεού, από την οποία προστατευόμεθα. Από αυτήν να εξαρτήσωμε τους εαυτούς μας και προς αυτήν προσβλέποντας πάντοτε να αναφωνούμε: «Συ, Κύριε, βοηθός ημών και σκεπαστής».
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 177 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς.

Δευτέρα, Ιουνίου 24, 2013

Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς

«Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς.

α. Οι επίγειοι βασιλείς, όταν κυριεύσουν το στρατόπεδο των εχθρών, επιβάλουν σ’ αυτούς που πολέμησαν εναντίον τους βαρύτερη δουλεία και αναγκάζουν τον αιχμάλωτο να είναι ταπεινωμένος και εισπράττουν τα κατορθώματα της τόλμης με την μεταβολή των πραγμάτων του βίου. Ο δε Χριστός, ο αληθινός βασιλιάς, με τους κανονισμούς του πολέμου και τη σοφία της θείας οικονομίας, αφού νίκησε την τυραννία του διαβόλου και αυτούς που παρακίνησε να έχουν φρόνημα εχθρικό προς τον Δεσπότη, καλεί σε ελευθερία και τους στέλλει να απολαύσουν τη βασιλεία. Με γαλήνιο βλέμμα, απλωμένα χέρια που καλούν προς αυτόν και φιλάνθρωπες φωνές προσκαλεί λέγοντας: «Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς».

Αφού έγινε πέλαγος φιλανθρωπίας, όλους τους κατακλύζει με ορμή. «Ελάτε κοντά μου, όλοι οι κουρασμένοι», όλοι όσοι συμμαχήσατε με το διάβολο εναντίον μου, απολαύστε μαζί μου τα αγαθά μου. Όσοι κουραστήκατε από τους πολέμους εναντίον μου, αναπαυθείτε στα δικά μου δώρα. Να ανταλλάξετε τη διαβολική δουλεία με τη δική μου βασιλεία. Σας κούρασε εκείνος στις αντιπαραθέσεις εναντίον μου, σας όπλισε με παρανομίες ο δυσμενής, σας έντυσε με πανοπλία ασέβειας, σας φόρεσε θώρακα αιματοβαμμένο, έδωσε στα χέρια σας τόξα αδικίας, σας έσπρωξε σε ακόλαστες πράξεις, σας στρατολόγησε στη λατρεία των ειδώλων, σας εξάντλησε με συνεχείς πολέμους και δεν είχατε άνεση όταν με πολεμούσατε. Να, είμαι κοντά σας όταν με φωνάζετε. «Ελάτε κοντά μου, όλοι οι κουρασμένοι».

Αποκάλυψη- Ι.Μ. Ξηροπ-1783 (Απόκρεω)

Είναι αρχαίος αυτός ο νόμος της φιλανθρωπίας, που πάντοτε συνόδευσε τις γενεές των ανθρώπων. Διότι αν απ’ την αρχή δεν εφάρμοζε ο Θεός αυτήν τη φιλανθρωπία, δεν θα συνεχιζόταν η ανθρωπινή φύση που άρχισε με την παρακοή, αλλά θα σταματούσε στον πρώτον άνθρωπο. Έπλασε τον Αδάμ με τα χέρια του. Και το μεν σώμα του διαμόρφωσε από τη γη, την δε αθάνατη ψυχή δημιούργησε από το μηδέν. Του έδωσε βασιλικά χαρακτηριστικά. Του παραχώρησε τον Παράδεισο ως τόπον απολαύσεως. Υπέταξε τις αγέλες των ζώων σ’ αυτόν· τον έκανε δημιουργό ονομάτων σαν να ήταν δικά του, και δημιούργησε τις φύσεις των ζώων που δεν υπήρχαν. Ο δε Αδάμ στα δημιουργήματα έδινε ονόματα. Ο Θεός μεν δημιουργούσε με πρόσταγμα, αυτός δε τα δημιουργηθέντα διακοσμούσε με ονόματα και με τον Δημιουργό μοιραζόταν την μεγαλοδωρία της κτίσεως. Ο Παράδεισος έγινε και νυμφικός θάλαμος. Και η μεν νύμφη δημιουργείτο από την πλευρά του, ο δε Θεός ως δημιουργός του γάμου των δύο πλασμάτων, τους ένωσε κρατώντας τα χέρια τους, και τους πλασθέντας ανέδειξε πατέρες της φύσεώς τους, και ρίζα του ανθρωπίνου φυτού, απ’ την οποίαν βλάστησε όλο το γένος.

Ποιό ήταν λοιπόν το αποτέλεσμα αυτής της ευεργεσίας; Αυτός που ευεργετήθηκε δεν τίμησε τον ευεργέτη με το να μη φάει από ένα φυτό, αλλά ανέχθηκε το διάβολο να μιλά εναντίον του Θεού, και έγινε ακροατής λόγων, διά των οποίων εθεωρείτο ο δημιουργός κακός και τόλμησε με το χέρι να πιάσει τον καρπόν που άνηκε μόνο στον Θεό. Η μεν λοιπόν τόλμη απαιτούσε την εσχάτη τιμωρία. Ο δε Αδάμ ελεγχόμενος από τη συνείδηση διά της φυγής επικύρωσε την καταδίκη και επειδή δεν μπορούσε να αντικρύσει το πρόσωπο του Θεού, απέδρασε και κρυβόταν.

Τί έγινε λοιπόν; Αμέσως αφού παρουσιάσθηκε ο Δεσπότης, φάνηκε φιλανθρωπότερος περισσότερο απ’ ό,τι περίμενε και είπε προς αυτόν πατρικό και όχι καταδικαστικό λόγο. «Αδάμ εσένα ζητώ, το δείγμα της μεγαλοπρέπειας, το έμψυχο άγαλμα της δικής μου αξίας. Γνωρίζω τις πανουργίες του διαβόλου εναντίον σου· γνωρίζω το φθόνο, με τον οποίον αφού κτυπήθηκες έχασες την παρρησία σου σε μένα. Σε παρουσίασε ως άτιμο φυγάδα, εσένα που τιμήθηκες να συνομιλείς με τον Θεό και την εικόνα που τοποθέτησα στο κέντρο της κτίσεως, διά μέσου της παρακοής την έκρυψε. Σε κτύπησε με τα βέλη της απάτης, σε φόρτωσε με την παράβαση. Σε δίδαξε να πολεμάς τον ευεργέτη, σε ανάδειξε αιχμάλωτο της ασέβειας, σε έκανε δούλο της αμαρτίας. Αλλά φανερώσου μόνον, και δέξου τη θεραπεία αυτού που λύπησες. Πάρε το φάρμακο του πταίσματος με τη μετάνοια. Πού είσαι;»

β. Αυτά είπε μιλώντας προς ένα φταίχτη. Τώρα δε, σε όλους τους ανθρώπους απευθύνει τους λόγους της φιλανθρωπίας. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». Σωστά, λέει «πάντες». Κανείς να μη κατηγορήσει για μικροπρέπεια τον Δεσπότη. «Είμαι ανεξάντλητη πηγή φιλανθρωπίας, που μπορεί να παρασύρει κάθε είδος αμαρτίας. Πόσοι με προκαλούν με καθημερινά πταίσματα! Πόσοι με την αγάπη των αμαρτημάτων περιφρονούν τους νόμους μου! Άλλος μεν επιδιώκει αρπαγές χρημάτων· άλλος σκέφτεται δόλια για τον πλησίον του· άλλος διαλύει ξένους γάμους· άλλος ασχολείται με δίκες καταπατώντας το δίκαιο· άλλος μαζεύει πλούτο με την επιορκία· άλλος φονεύει με τη διάθεσή του τον άλλον, τον κολακεύει δε με τη γλώσσα· άλλος ρίχνει το βέλος του φθόνου κατά του πλησίον· άλλος καμαρώνει ότι μπορεί να κάνει κακό και θεωρεί την αδικία ως καθεστώς».

«Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς». Δείξτε μόνο με ένα νεύμα τη διάθεσή σας και θα θεραπευθείτε. Δικά σας τα αμαρτήματα, δικά μου τα ιάματα. Δικά σας τα τραύματα, δικά μου τα φάρμακα. Ζητώ μόνον μετάνοια και θεραπεύω την πληγή. Δείξτε μου την αλλαγή της συμπεριφοράς και λάβετε από εμένα που λυπήσατε την απαλλαγή. Ο νόμος του Μωϋσέως σε κάθε πλημμέλημα είναι αυστηρός σαν το κοφτερό ξίφος, και ταυτόχρονα ο φόβος καταδικάζει σε θάνατο. Αμέσως εφαρμόζει τις αποφάσεις· δεν δέχεται ανταλλαγή πταίσματος· αποστρέφεται τα δάκρυα της μετανοίας· τιμωρεί μαζί με το πταίσμα και τον φταίχτη. Εγώ μισώ μεν την αμαρτία, ελεώ δε τον μετανοούντα αμαρτωλό. Και εάν δω να προσφέρει δάκρυα, αφήνω το χρέος. Όσα βλέπω, τα παραβλέπω κοιτάζοντας τη μεταβολή. Διαγράφω το παρόν πταίσμα, διότι ελπίζω στο μελλοντικό κατόρθωμα (τη μετάνοια) και σβήνω τα πρώτα με τα δεύτερα.

«Ίδετε γαρ ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν. Ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι». Ερευνώ τη διάθεση και ζητώ τη γνώμη και μόνο από τον πόθο της ψυχής, εννοώ την αρετή. Γνωρίζω να συγχωρώ τα ακούσια και παραθεωρώ τα εξ αγνοίας πταίσματα. Τη φιλανθρωπία μου αυτή απήλαυσε ο προφήτης Δαβίδ, που έλαβε πείρα πριν απ’ τον καιρό της χάριτος, όταν κάποτε άφησε λίγο τη σκέψη του και κτυπήθηκε από το διάβολο με το τόξο της μοιχείας. Γι’ αυτά ο μεν νόμος όριζε τιμωρία και εναντίον του προφήτη ακόνιζε το ξίφος του. Διότι ο νόμος δεν γνωρίζει να μετρά το πλημμέλημα από τη διάθεση, αλλά κρίνει μόνον το αμάρτημα που έγινε, χωρίς να σέβεται το πλήθος των προηγούμενων κατορθωμάτων, και τιμωρεί την πράξη.

Άκουσε ο τελώνης Ματθαίος «Δεύτε οι κοπιώντες» και αφού δέχθηκε τη φωνή, έτρεξε. Είμαι, έλεγε, ένας από εκείνους που με βαρύνουν τα τελωνικά φορτία. Μπαίνω κάτω από το δικό σου ζυγό, δέχομαι το δικό σου δίχτυ. Και έγινε ο τελώνης παράδειγμα για την κάθαρση των τελωνών. Και η ενέργεια της φωνής αυτής δεν σταμάτησε μέχρις εδώ. Όπως ένα μεγάλο δίχτυ που απλώνεται στο πέλαγος, πιάνει πολλά ψάρια απ’ όλες τις κατευθύνσεις, κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο τα πλήθη των αμαρτωλών έτρεχαν ακούοντας τη σωτηριώδη φωνή και πιάνονταν στο δίκτυ.

«Πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί κάθονταν μαζί με τον Ιησού» που έλεγε: «Δεύτε προς με, πάν¬τες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». Δεν στενοχωρούμαι με τα πλήθη, δεν κουράζομαι να τους δέχομαι όλους. Δεν είναι τόσο μικρό το πέλαγος της φιλανθρωπίας μου, ώστε να στενοχωρείται από τους ποταμούς των αμαρτωλών που εισρέουν. Έχω τόπον αναπαύσεως για όλη την οικουμένη. Φωνή δεσποτική είναι αδύνατον να μένει απραγματοποίητη. «Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες». Αυτής της φωνής έγινε κληρονόμος ο χορός των Αποστόλων. Και χρησιμοποιώντάς την, έκαναν εύκολη στους ανθρώπους την ανάβαση στον ουρανό. Ο λόγος αυτός ακούστηκε σε όλες τις ηπείρους. Η κλήση αυτή κατέκτησε νησιά· οι πόλεις αιχμαλωτίζονταν, ακολουθούσαν πολλές περιοχές, η Ελλάς κατακτήθηκε, οι βάρβαροι υποδέχθηκαν τη φωνή· βασιλείς προσκυνούσαν, στρατηγοί υποτάχθηκαν, σφετερίστηκαν το λόγο οι λαοί, τα είδωλα έπεφταν, οι βωμοί καταστρέφονταν, δραπέτευαν οι δαίμονες εγκαταλείποντας τη θέση τους εξ αιτίας του λόγου εκείνου. Τώρα ποιός λατρεύει τους δαίμονες; Συγχρόνως δε έφερνε την υπακοή στον Χριστό και φαινόταν φοβερός στους θρησκεύοντας.

Ω φωνή, που έφερες την κοινή νίκη των ανθρώπων! Ω φωνή, που έγινες πηγή σωτηρίας! Ω λόγε, που ένωσες την οικουμένη σε μία πίστη! Ω λόγε, που καθάρισες τον κόσμο! Ω λόγε, που έκανες να ισχύσουν για τον Λόγο όσα είναι του Λόγου! Ας γίνουμε και εμείς μέρος αυτής της φωνής, αφού απολαύσαμε των αγαθών, να τύχουμε της απολαύσεως μαζί με τους αγίους σύμφωνα με τους λόγους του Χριστού που είπε: «Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες, καγώ αναπαύσω υμάς». Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Βασιλείου, Επισκόπου Σελευκείας, Λόγος ΚΘ΄. Migne P.G 85, 325-332)

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2013

Λόγος του Οσίου Πατρός ημών Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας, εις την Χαναναίαν




Ιδού ότι υπήρξε και συμφορά η οποία έγινε αφορμή μεγάλης ευφροσύνης, και πένθος που προξένησε ευθυμία, και λύπη που έφερε υπερβολικήν χαρά. Επειδή όπου παρευρίσκεται ο Ιησούς, και ο θρήνος μεταβάλλεται σε ηδονήν, και ο κλαυθμός και οδυρμός μεταλλάσσεται σε ευφροσύνην. Το μαρτυρεί αυτό με τα λόγια της κραυγάζοντας η Χαναναία, την ιστορία της οποίας με θαυμασμόν η βίβλος των Ευαγγελίων την επιδεικνύει μέχρι τώρα, και διατηρεί την κραυγή της γραμμένη σαν σε στήλη, ώστε ο επίβουλος χρόνος να μην παρασύρη την μνήμη” Επειδή ο καρπός της πίστεως είναι πιο δυνατός. «Και εξελθών εκείθεν ο Ιησούς», λέγει, «ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Ο Θεός παρευρίσκεται παντού, και κανένας τόπος δεν ετόλμησε να τον περιορίση. Και επειδή είναι κατά φύσιν αόρατος, επιβεβαιώνει την παρουσία του σ’ εκείνους που τον έβλεπαν, προβάλλοντας τον ναό που ενεδύθη προς χάριν μας. Ήλθε στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, στα παλαιά καταγώγια των δαιμόνων, στις περιοχές των ειδώλων, στις χώρες της ειδωλολατρίας, στο αντικείμενο της κατηγορίας των Προφητών.

...

Πρόσεξε παρακαλώ τον Ευαγγελιστήν πώς κομπάζει με την διήγηση, και αποκαλύπτει το νόημα της μεταβάσεως του Κυρίου: «Και εξελθών εκείθεν, ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. Από πού εκείθεν; Από εκεί όπου θαυματουργώντας εδέχετο συκοφαντίες, θεραπεύοντας ήκουεν ύβρεις, και ευεργετώντας αντιμετώπιζε την απιστία. «Και ιδού γυνή εκ των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζε λέγουσα: Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Χαναναία το γυναικάριον, αλλά με την προαίρεσιν ηρνήθη το γένος της. Η πίστις ενίκησε την φύση. Κανείς, λέγει, πλέον ας μην κατηγορή τους Χαναναίους. Η γυναίκα αυτή έλυσε τα εγκλήματα των πατέρων της, γίνεται αρχή ευσεβείας, κραυγάζοντας στους ευσεβείς: «Υιέ Δαυίδ, ελέησον με». Πόσες μυριάδες Ιουδαίων εθεράπευσε ο Χριστός και αντί ευχαριστίας ήκουσε: «Ούτος πόθεν εστίν ουκ οίδαμεν». Ενώ μία άσημος γυναίκα Χαναναία και πριν την θεραπεία, με αναπτερωμένην πίστη έφθασε σε ύψος ευαγγελιστού. «Κύριε, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Πένθος ελεεινόν και θέαμα για την μητέρα πιο πικρόν και από τον θάνατο. Δαιμόνιον πολεμοχαρές παλεύει με την κόρη, και ο εχθρός παραμένοντας αόρατος, παρατάσσεται κατά του παιδιού.

- Πώς να αναγγείλω το δεινόν, πώς να κηρύξω το πάθος; Δεν υποφέρω να την βλέπω.

Πηδά έξω από το σπίτι, περιφέρεται στην πόλιν εκτείνοντας τα χέρια στον αέρα, με βλέμμα απλανές και ακάλυπτα τα μαλλιά.

- Φωνάζει: Για καταγώγιον του δαίμονος το εγέννησα το παιδί μου;

Παραβλέπει την αισχύνην η συμφορά, και το πάθος αιχμαλώτισε την φυσικήν εντροπήν. Αφήνει κραυγές που προκαλούν τον φόβο. Τρέχει στον δρόμο, ελεεινώς σιωπά και ακόμη χειρότερα ομιλεί. Δεν έχει προθεσμίαν η τιμωρία, καταναλώνονται οι νύκτες στην αγρυπνία. Ευρίσκοντας δε τις ημέρες φοβερότερες από τις νύκτες, πηδά από την κλίνη και αρχίζει να διαλαλή την συμφορά:

- Ελέησον με, που μαστιγώνομαι από την θυγατέρα μου. Εκείνης το πάθημα, ιδικός μου ο πόνος, εκείνην διαπομπεύει το δαιμόνιον, η φύσις όμως δια μέσου εκείνης γίνεται όπλον εναντίον μου. Ο δαίμων εισήλθε στην θυγατέρα πολεμώντας την μητέρα, σ’ εμένα ρίπτει τα βέλη δια μέσου αυτής. Είθε να μη μου γεννούσε αυτήν την κυοφορίαν η φύσις! Να ετελείωνε η ζωή μου με τον τοκετό. Θα ήταν παρηγορία για τον θάνατον ο νόμος της φύσεως. Ελέησόν μας.

«Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Ω φιλάνθρωπος σιωπή με σχήμα απάνθρωπον! Ω σιωπή μεγαλόφωνος, που είναι κατήγορος των Ιουδαίων! Με αυτήν έλεγε ο Σωτήρ στους Ιουδαίους: Βλέπεις, Ιουδαίε, Χαναναίας ευγένεια; Βλέπεις από ρίζα διαβεβλημένην καρπόν επαινετόν; Δεν εδέχθη τον Μωυσή για νομοθέτη και ανεγνώρισε του Μωυσέως τον Δεσπότην. Δεν γνωρίζει Προφήτες και πιστεύει σ’ αυτόν που επροφητεύθη. Και σημεία δεν είδε, και τον απόγονο του Δαυίδ ομολόγησε. Τον Θεόν τον ηρνήθης έπειτα από τόσα θαύματα, και αυτή πριν ιδεί θαύμα τον επίστευσε. Αλλά κοίτα που κλαίει και εγώ την παραβλέπω προς χάριν σου. Αν και λυπούμαι το πένθος, όμως κρύβω το έλεος. Φωνάζει σαν εθνική, την στέλλω σ’ εσέ παίρνοντάς σου από πριν την πρόφαση της απιστίας. Δεν την απαλλάσσω από το πάθος, για να μη σου προκαλέσω φθόνο. Συγκρατώ την θεραπεία, για να μη σου δώσω λαβήν απιστίας, για να μη λέγω, κατηγορώντας σαν άπιστος: την Χαναναίαν ελεούσες; Γιατί εθεράπευες τους εχθρούς του Μωυσέως; Κοίτα που την αφήνω να κλαίη, και για να τιμήσω εσέ παραβλέπω μητέρα που τιμωρείται με τα παθήματα της κόρης!

«Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Η αναβολή της θεραπείας, δοκιμασία της πίστεως, χωνευτήριο της προαιρέσεως της γυναικός. Μάλλον η σιωπή του Κυρίου γίνεται έπαινος στην Χαναναία. Μέχρι την στιγμή που ο χορός των Αποστόλων, μη γνωρίζοντας την σοφία της Δεσποτικής σιωπής, και αδυνατώντας να υποφέρη την φωνή της πονεμένης μητέρας, γίνεται μεσίτης προς τον Σωτήρα, και πρεσβεύουν για την γυναίκα οι μαθηταί του Χριστού. Δέχονται αυτοί τις ικεσίες της, και παρακαλούν τον Κύριον: «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών». Τι απαντά η ανέκφραστος φιλανθρωπία, η απόρρητος σοφία;». «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».

Βαρυτέρα από την σιωπήν η απόκρισις. Ανάλογος όμως με την πίστιν της Χαναναίας. Διότι αν δεν ήταν η πίστις της μεγάλη, θα κατηγορούσε τον Σωτήρα για απανθρωπίαν ή για αδυναμίαν, θα απεμακρύνετο και θα έλεγε: τι φοβερά απανθρωπία! Δεν με ελυπήθη που κλαίω, δεν ελέησε μητέρα που πληγώνεται με τα παθήματα της κόρης, δεν ελέησε το δράμα της φύσεως. Ικέτευα και με απεστρέφετο, εφώναζα και με απέφευγε. Και πρώτα μεν απέκρουσε τις φωνές μου με την σιωπήν. Ούτε όταν εφώναζα την ώρα που σιωπούσε τον συνεκίνησα, τότε που είχα καλές ελπίδες για την θεραπείαν, όταν το πάθημά μου ευρήκε συνηγόρους, όταν προσδοκούσα φιλάνθρωπο λόγον, όταν ονειροπολούσα πως μόλις ομιλήσει θα απαλλαγή η θυγατέρα μου. Με ανοικτό το στόμα ανέμενα φωνήν που θα φέρη την άνεση. Και τότε ομίλησε και διέλυσε τις ελπίδες μου. Φορτωμένη με λύπη φεύγω. Μου πρόσθεσε συμφορές με τις ύβρεις του. Κυνάριο με είπε μέσα σε τόσον κόσμο. Φαίνεται κι αυτός δικαιώνει τον δαίμονα. Φαίνεται της κόρης μου η συμφορά ενίκησε κι αυτού την δύναμη. Ίσως με τις ύβρεις έκρυψε την ομολογία της ήττας του. Ένα μόνον εκέρδισα από την ικεσία μου. Ηύξησα του δημίου της κόρης μου την αγανάκτησιν, άναψα τον θυμόν του με τα λόγια εκείνου, έκαμα αγριότερον τoν εχθρόν του παιδιού μου.

Αλλά δεν ολίσθησε σε παρομοίους λόγους, ούτε με τις ύβρεις η πίστις ατόνησε. Μεγάλη η πίστις της γυναικός, γι’ αυτό και εθησαυρίσθη στα Ευαγγέλια. «Ουκ έξεστιν βαλείν τoν άρτον των τέκνων τοις κυναρίοις». Αυτή δε προσπαθώντας να μεταπείση τoν Δεσπότην έλεγε: Ναι Κύριε, παίρνω την ύβρη σαν υπόσχεση θεραπείας. «Και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Μου εγγυάται την σωτηρίαν η προσφώνησις του ζώου αυτού. Ας γίνη το μέγεθος της ύβρεως μέτρον γι’ αυτό που θα μου δώσης. Κυνάριο με ονόμασες. Σαν κατοικίδιο θα απολαύσω την τράπεζα του Κυρίου μου. Έχει μερίδιον από τα ψίχουλα των τέκνων και το κυνάριο. Δεν αρπάζω τον άρτο, τα ψίχουλα ζητώ. Δεν πηδώ επάνω στην τράπεζα, αυτά μου φθάνουν. Δεν ομιλώ για απόλαυσιν. Ας απολαύση ο κληρονόμος σου εκείνο το τραπέζι, ας πέση όμως από το χέρι σου κάποιο ψίχουλο και για εμάς.

Ω πίστις! Ω σύνεσις! Ω ευλάβεια Χαναναίας! Τι κάνει λοιπόν ο Σωτήρ; Αποκαλύπτει τι έκρυβε η σιωπή: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις»! Γι’ αυτό ανέβαλα την χάρη, για να δείξω την πίστη σου. Δεν σιωπούσα ως απάνθρωπος, αλλά ησύχαζα ως προγνώστης. Περίμενα να φανεί όλη σου η πίστις. Ήθελα να διδαχθούν οι παρόντες τι μαργαρίτης εκρύπτετο σε γυναίκα Χαναναία. Σου ανοίγω όλο το τραπέζι της θεραπείας, και σου χαρίζω όχι σαν σε κυνάριο τα ψίχουλα, αλλά ως θυγατέρα τον άρτον. Εσύ μεν ενίκησες με την πίστη τους Ιουδαίους, εγώ δε με την δωρεά το αίτημά σου. «Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Γίνε συ ιατρός της κόρης σου, μέσα σου έχεις της θεραπείας το φάρμακο. Βάδιζε νικήτρια κατά των Ιουδαίων και του δαίμονος. Λάβε έπαθλο της πίστεως, την θεραπεία της φύσεως.

Ας αναζητήσωμε την πίστη, τον στέφανον της Εκκλησίας. Ας αγαπήσωμε την πίστη, την αστραπή της οποίας δεν υποφέρουν οι δαίμονες. Την πίστη, το κεφάλαιον των μαθητών του Χριστού. Ας ακούσωμε τον Παύλο που φωνάζει: «Στήκετε εν τη πίστει». «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», ώστε να ακόυσωμε και εμείς τον Δεσπότη να μας λέγη: «Γεννηθήτω υμίν ως θέλετε». Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

(5ος αιών - Migne, P.G. τ. 85, στ. 245. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 295 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2012

Λόγος του Οσίου Πατρός ημών Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας, εις την Χαναναίαν



Ιδού ότι υπήρξε και συμφορά η οποία έγινε αφορμή μεγάλης ευφροσύνης, και πένθος που προξένησε ευθυμία, και λύπη που έφερε υπερβολικήν χαρά. Επειδή όπου παρευρίσκεται ο Ιησούς, και ο θρήνος μεταβάλλεται σε ηδονήν, και ο κλαυθμός και οδυρμός μεταλλάσσεται σε ευφροσύνην. Το μαρτυρεί αυτό με τα λόγια της κραυγάζοντας η Χαναναία, την ιστορία της οποίας με θαυμασμόν η βίβλος των Ευαγγελίων την επιδεικνύει μέχρι τώρα, και διατηρεί την κραυγή της γραμμένη σαν σε στήλη, ώστε ο επίβουλος χρόνος να μην παρασύρη την μνήμη” Επειδή ο καρπός της πίστεως είναι πιο δυνατός. «Και εξελθών εκείθεν ο Ιησούς», λέγει, «ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Ο Θεός παρευρίσκεται παντού, και κανένας τόπος δεν ετόλμησε να τον περιορίση. Και επειδή είναι κατά φύσιν αόρατος, επιβεβαιώνει την παρουσία του σ’ εκείνους που τον έβλεπαν, προβάλλοντας τον ναό που ενεδύθη προς χάριν μας. Ήλθε στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, στα παλαιά καταγώγια των δαιμόνων, στις περιοχές των ειδώλων, στις χώρες της ειδωλολατρίας, στο αντικείμενο της κατηγορίας των Προφητών.
Πρόσεξε παρακαλώ τον Ευαγγελιστήν πώς κομπάζει με την διήγηση, και αποκαλύπτει το νόημα της μεταβάσεως του Κυρίου: «Και εξελθών εκείθεν, ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. Από πού εκείθεν; Από εκεί όπου θαυματουργώντας εδέχετο συκοφαντίες, θεραπεύοντας ήκουεν ύβρεις, και ευεργετώντας αντιμετώπιζε την απιστία. «Και ιδού γυνή εκ των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζε λέγουσα: Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Χαναναία το γυναικάριον, αλλά με την προαίρεσιν ηρνήθη το γένος της. Η πίστις ενίκησε την φύση. Κανείς, λέγει, πλέον ας μην κατηγορή τους Χαναναίους. Η γυναίκα αυτή έλυσε τα εγκλήματα των πατέρων της, γίνεται αρχή ευσεβείας, κραυγάζοντας στους ευσεβείς: «Υιέ Δαυίδ, ελέησον με». Πόσες μυριάδες Ιουδαίων εθεράπευσε ο Χριστός και αντί ευχαριστίας ήκουσε: «Ούτος πόθεν εστίν ουκ οίδαμεν». Ενώ μία άσημος γυναίκα Χαναναία και πριν την θεραπεία, με αναπτερωμένην πίστη έφθασε σε ύψος ευαγγελιστού. «Κύριε, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Πένθος ελεεινόν και θέαμα για την μητέρα πιο πικρόν και από τον θάνατο. Δαιμόνιον πολεμοχαρές παλεύει με την κόρη, και ο εχθρός παραμένοντας αόρατος, παρατάσσεται κατά του παιδιού.
- Πώς να αναγγείλω το δεινόν, πώς να κηρύξω το πάθος; Δεν υποφέρω να την βλέπω.
Πηδά έξω από το σπίτι, περιφέρεται στην πόλιν εκτείνοντας τα χέρια στον αέρα, με βλέμμα απλανές και ακάλυπτα τα μαλλιά.
- Φωνάζει: Για καταγώγιον του δαίμονος το εγέννησα το παιδί μου;
Παραβλέπει την αισχύνην η συμφορά, και το πάθος αιχμαλώτισε την φυσικήν εντροπήν. Αφήνει κραυγές που προκαλούν τον φόβο. Τρέχει στον δρόμο, ελεεινώς σιωπά και ακόμη χειρότερα ομιλεί. Δεν έχει προθεσμίαν η τιμωρία, καταναλώνονται οι νύκτες στην αγρυπνία. Ευρίσκοντας δε τις ημέρες φοβερότερες από τις νύκτες, πηδά από την κλίνη και αρχίζει να διαλαλή την συμφορά:
- Ελέησον με, που μαστιγώνομαι από την θυγατέρα μου. Εκείνης το πάθημα, ιδικός μου ο πόνος, εκείνην διαπομπεύει το δαιμόνιον, η φύσις όμως δια μέσου εκείνης γίνεται όπλον εναντίον μου. Ο δαίμων εισήλθε στην θυγατέρα πολεμώντας την μητέρα, σ’ εμένα ρίπτει τα βέλη δια μέσου αυτής. Είθε να μη μου γεννούσε αυτήν την κυοφορίαν η φύσις! Να ετελείωνε η ζωή μου με τον τοκετό. Θα ήταν παρηγορία για τον θάνατον ο νόμος της φύσεως. Ελέησόν μας.
«Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Ω φιλάνθρωπος σιωπή με σχήμα απάνθρωπον! Ω σιωπή μεγαλόφωνος, που είναι κατήγορος των Ιουδαίων! Με αυτήν έλεγε ο Σωτήρ στους Ιουδαίους: Βλέπεις, Ιουδαίε, Χαναναίας ευγένεια; Βλέπεις από ρίζα διαβεβλημένην καρπόν επαινετόν; Δεν εδέχθη τον Μωυσή για νομοθέτη και ανεγνώρισε του Μωυσέως τον Δεσπότην. Δεν γνωρίζει Προφήτες και πιστεύει σ’ αυτόν που επροφητεύθη. Και σημεία δεν είδε, και τον απόγονο του Δαυίδ ομολόγησε. Τον Θεόν τον ηρνήθης έπειτα από τόσα θαύματα, και αυτή πριν ιδεί θαύμα τον επίστευσε. Αλλά κοίτα που κλαίει και εγώ την παραβλέπω προς χάριν σου. Αν και λυπούμαι το πένθος, όμως κρύβω το έλεος. Φωνάζει σαν εθνική, την στέλλω σ’ εσέ παίρνοντάς σου από πριν την πρόφαση της απιστίας. Δεν την απαλλάσσω από το πάθος, για να μη σου προκαλέσω φθόνο. Συγκρατώ την θεραπεία, για να μη σου δώσω λαβήν απιστίας, για να μη λέγω, κατηγορώντας σαν άπιστος: την Χαναναίαν ελεούσες; Γιατί εθεράπευες τους εχθρούς του Μωυσέως; Κοίτα που την αφήνω να κλαίη, και για να τιμήσω εσέ παραβλέπω μητέρα που τιμωρείται με τα παθήματα της κόρης!
«Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Η αναβολή της θεραπείας, δοκιμασία της πίστεως, χωνευτήριο της προαιρέσεως της γυναικός. Μάλλον η σιωπή του Κυρίου γίνεται έπαινος στην Χαναναία. Μέχρι την στιγμή που ο χορός των Αποστόλων, μη γνωρίζοντας την σοφία της Δεσποτικής σιωπής, και αδυνατώντας να υποφέρη την φωνή της πονεμένης μητέρας, γίνεται μεσίτης προς τον Σωτήρα, και πρεσβεύουν για την γυναίκα οι μαθηταί του Χριστού. Δέχονται αυτοί τις ικεσίες της, και παρακαλούν τον Κύριον: «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών». Τι απαντά η ανέκφραστος φιλανθρωπία, η απόρρητος σοφία;». «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Βαρυτέρα από την σιωπήν η απόκρισις. Ανάλογος όμως με την πίστιν της Χαναναίας. Διότι αν δεν ήταν η πίστις της μεγάλη, θα κατηγορούσε τον Σωτήρα για απανθρωπίαν ή για αδυναμίαν, θα απεμακρύνετο και θα έλεγε: τι φοβερά απανθρωπία! Δεν με ελυπήθη που κλαίω, δεν ελέησε μητέρα που πληγώνεται με τα παθήματα της κόρης, δεν ελέησε το δράμα της φύσεως. Ικέτευα και με απεστρέφετο, εφώναζα και με απέφευγε. Και πρώτα μεν απέκρουσε τις φωνές μου με την σιωπήν. Ούτε όταν εφώναζα την ώρα που σιωπούσε τον συνεκίνησα, τότε που είχα καλές ελπίδες για την θεραπείαν, όταν το πάθημά μου ευρήκε συνηγόρους, όταν προσδοκούσα φιλάνθρωπο λόγον, όταν ονειροπολούσα πως μόλις ομιλήσει θα απαλλαγή η θυγατέρα μου. Με ανοικτό το στόμα ανέμενα φωνήν που θα φέρη την άνεση. Και τότε ομίλησε και διέλυσε τις ελπίδες μου. Φορτωμένη με λύπη φεύγω. Μου πρόσθεσε συμφορές με τις ύβρεις του. Κυνάριο με είπε μέσα σε τόσον κόσμο. Φαίνεται κι αυτός δικαιώνει τον δαίμονα. Φαίνεται της κόρης μου η συμφορά ενίκησε κι αυτού την δύναμη. Ίσως με τις ύβρεις έκρυψε την ομολογία της ήττας του. Ένα μόνον εκέρδισα από την ικεσία μου. Ηύξησα του δημίου της κόρης μου την αγανάκτησιν, άναψα τον θυμόν του με τα λόγια εκείνου, έκαμα αγριότερον τoν εχθρόν του παιδιού μου.
Αλλά δεν ολίσθησε σε παρομοίους λόγους, ούτε με τις ύβρεις η πίστις ατόνησε. Μεγάλη η πίστις της γυναικός, γι’ αυτό και εθησαυρίσθη στα Ευαγγέλια. «Ουκ έξεστιν βαλείν τoν άρτον των τέκνων τοις κυναρίοις». Αυτή δε προσπαθώντας να μεταπείση τoν Δεσπότην έλεγε: Ναι Κύριε, παίρνω την ύβρη σαν υπόσχεση θεραπείας. «Και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Μου εγγυάται την σωτηρίαν η προσφώνησις του ζώου αυτού. Ας γίνη το μέγεθος της ύβρεως μέτρον γι’ αυτό που θα μου δώσης. Κυνάριο με ονόμασες. Σαν κατοικίδιο θα απολαύσω την τράπεζα του Κυρίου μου. Έχει μερίδιον από τα ψίχουλα των τέκνων και το κυνάριο. Δεν αρπάζω τον άρτο, τα ψίχουλα ζητώ. Δεν πηδώ επάνω στην τράπεζα, αυτά μου φθάνουν. Δεν ομιλώ για απόλαυσιν. Ας απολαύση ο κληρονόμος σου εκείνο το τραπέζι, ας πέση όμως από το χέρι σου κάποιο ψίχουλο και για εμάς.
Ω πίστις! Ω σύνεσις! Ω ευλάβεια Χαναναίας! Τι κάνει λοιπόν ο Σωτήρ; Αποκαλύπτει τι έκρυβε η σιωπή: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις»! Γι’ αυτό ανέβαλα την χάρη, για να δείξω την πίστη σου. Δεν σιωπούσα ως απάνθρωπος, αλλά ησύχαζα ως προγνώστης. Περίμενα να φανεί όλη σου η πίστις. Ήθελα να διδαχθούν οι παρόντες τι μαργαρίτης εκρύπτετο σε γυναίκα Χαναναία. Σου ανοίγω όλο το τραπέζι της θεραπείας, και σου χαρίζω όχι σαν σε κυνάριο τα ψίχουλα, αλλά ως θυγατέρα τον άρτον. Εσύ μεν ενίκησες με την πίστη τους Ιουδαίους, εγώ δε με την δωρεά το αίτημά σου. «Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Γίνε συ ιατρός της κόρης σου, μέσα σου έχεις της θεραπείας το φάρμακο. Βάδιζε νικήτρια κατά των Ιουδαίων και του δαίμονος. Λάβε έπαθλο της πίστεως, την θεραπεία της φύσεως.
Ας αναζητήσωμε την πίστη, τον στέφανον της Εκκλησίας. Ας αγαπήσωμε την πίστη, την αστραπή της οποίας δεν υποφέρουν οι δαίμονες. Την πίστη, το κεφάλαιον των μαθητών του Χριστού. Ας ακούσωμε τον Παύλο που φωνάζει: «Στήκετε εν τη πίστει». «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», ώστε να ακόυσωμε και εμείς τον Δεσπότη να μας λέγη: «Γεννηθήτω υμίν ως θέλετε». Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
(5ος αιών – Migne, P.G. τ. 85, στ. 245. Από το βιβλίο “ Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, σελίς 295 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2152
ADVERTIS

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...