Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Βασίλειος Επίσκοπος Σελευκείας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Βασίλειος Επίσκοπος Σελευκείας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουλίου 04, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ματθ. η΄28 – θ΄1 - Λόγος εις τον δαιμονιζόμενον Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας

Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων.
 Πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Πράγματι,
εάν δεν μας υπερήσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχεν εξαφανισθή προ 
πολλού το γένος μας από τις πολιορκίες των δαιμόνων. Διότι ποία ευκαιρία
 η ποίον χρόνον άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν
 παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;

Δεν είναι πονηρά η φύσις του διαβόλου, αλλά απεδείχθη η προαίρεσίς του
. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Δημιουργός τη διοίκηση του αέρος, όπως ο ακροατής
 των ουρανίων Παύλος μας αποκάλυψε λέγοντας:
 «Κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του 
νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας». Έπειτα όμως, επιθυμώντας
 να υπερβή την φύση του, εξέπεσε της αξίας του, χάνοντας τον θρόνο
 εξ αιτίας του υψηλού φρονήματός του. Έγινε δηλαδή ο όγκος του φρονήματος
 μέτρο της στερήσεως του Πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν ήρχισε να 
ασχολήται με τους ανθρώπους, εκδηλώνοντας έτσι την αποστροφή
 του προς τον Δημιουργό, και να προσπαθή με διάφορες μηχανορραφίες
 να αμαυρώση την εικόνα του Κτίστου. Επειδή, δηλαδή, δεν ημπορούσε να
 πολεμήση τον Θεό, μεθοδεύει αλλιώς την μάχη, διδάσκοντας τα κτίσματα
 να επαναστατούν κατά του Κτίστου. Έτσι, αμέσως μόλις επλάσθη 
ο πρώτος άνθρωπος και έφερε τα χαρακτηριστικά της εικόνος, τον 
συνεβούλευσε να μελετήση την αντιθεϊα λέγοντας: 
«Η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, 
και έσεσθε ως θεοί». Καθώς δε επλήθαινε το γένος, του βάζει λογισμούς
 ειδωλολατρίας. Κατήντησε το κτίσμα σε τόσο σκοτασμόν, ώστε να προσκυνή
 την κτίση, αγνοώντας τον Κτίστη. Και έβλεπες παντού βωμούς και ναούς
 και κατασκευές ειδώλων, αίματα και χορούς δαιμόνων.
Δεν ηρκέσθησαν όμως σ’ αυτήν την αποπλάνηση των ανθρώπων οι
 δαίμονες, ούτε στις τιμές που απελάμβαναν από αυτούς, αλλά και 
τιμωρούσαν τους αθλίους ανθρώπους, και εισχωρώντας μέσα τους
 κατοικούσαν σ’ αυτούς. Δεν αφήνει όμως ο Θεός αβοήθητο το πλάσμα του, 
αλλά αφού εχρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει
 σε ενέργεια το σοφό σχέδιο της εν Χριστώ οικονομίας, προξενώντας έτσι
 το αύτανδρο ναυάγιο των δαιμόνων. Αναγγέλλοντας δε την ελευθερία 
με τα λόγια, επεβεβαίωνε την υπόσχεση με θαύματα.
Αυτό μας παρέστησε με σαφήνεια η διήγησις του Ευαγγελίου που μόλις 
ανεγνώσθη. Ελέγχει την επήρεια των δαιμόνων και δεικνύει την βοήθεια
 που παρέχει ο Θεός προς τους ανθρώπους: «Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην
 υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων
 ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, 
αλλά εν τοις μνήμασιν». Αυτός είναι ο θυμός των δαιμόνων κατά των
 ανθρώπων. Επιθυμούν να τους καταλάβουν όλους, λυπούνται όμως που
 δεν ημπορούν ούτε καν να τους επηρεάσουν όλους. «Υπήντησεν αυτώ ανήρ
 τις εκ της πόλεως». Η μία συμφορά πιο τρομερά από την άλλη. 
Οι δαίμονες κατοικούσαν μέσα του και ο ίδιος κατοικούσε στα μνήματα,
 ώστε κατοικώντας εκεί και συγχρόνως κατοικούμενος να αναγκάζεται να
 συγκατοική με τους νεκρούς. Μάλλον ήταν καταδικασμένος να υπομένη 
μία ζωή βαρυτέρα από τον θάνατο. Διότι σ’ εκείνους που απέρχονται, ο θάνατος
 κλέπτει την αίσθηση των παθημάτων και ο τάφος χαρίζει στους νεκρούς
 ελευθερία από τα λυπηρά. Ενώ εκείνος ήταν μεν κατά τα άλλα νεκρός,
 εζούσε δε μόνο τόσον όσο να αισθάνεται την ταλαιπωρία του και δεν 
ημπορούσε να απαλλαγή απ’ αυτήν. «Και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο». 
Πόσον αλλοπρόσαλλη είναι η κακία του διαβόλου! Τον Αδάμ, που ήταν
 σωστά γυμνός, τον ενέδυσε με αισχύνη. «Και εδεσμείτο αλύσεσι 
και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του
 δαίμονος εις τας ερήμους». Εδάνειζε και δύναμη στον πάσχοντα για να
 διαρρήξη τα δεσμά. Διότι στο πάθος αυτό υποχωρεί ακόμη και ο σίδηρος 
και αποδεικνύεται ανίσχυρος. Δεν άφηνε κανέναν να περάση απ’ αυτό
 το μέρος. Ως λυσσώδη είχε εξαπολύσει ο δαίμονας τον άνθρωπον εναντίον
 των ανθρώπων. Όμως αν και με τόσες συμφορές τον είχε δέσει ο δαίμονας,
 δεν κατόρθωσε να τον εμποδίση να συναντηθή με τον Κύριο. 
Το πρώτο μέσον που εχρησιμοποίησε η Πρόνοια ήταν αυτό: οι δαίμονες,
 μη υποφέροντας την λαμπρότητα εκείνου που ήταν ενώπιόν τους, εφώναζαν:
 «Τι ημίν και σοί, Ιησού;» Αντιδρούν μόνο στο σώμα που φαίνεται, μη
 γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σώμα είναι κρυμμένη η θεότης. Διότι πώς 
ημπορεί ο δούλος να φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τι εμοί και σοί»;
 Περιφρονούν αυτόν που βλέπουν, επειδή δεν βλέπουν αυτόν που τους βασανίζει.
Τι σχέση έχουμε εμείς μαζί σου; Ω, πόσους δικαίους έχουμε συναντήσει,
 και δεν εδοκιμάσαμε από αυτούς παρόμοιο μαστίγωμα! Μας είναι αφόρητος
 ο εχθρός, ανυπόφορα τα βέλη του. «Τι ημίν και σοί;» Από τότε που ήλθες
 στην γη εκήρυξες τον πόλεμο εναντίον μας. Σε είδαν οι μάγοι όταν εγεννήθης
 και σε προσεκύνησαν, δραπετεύοντας από εμάς. Σε ήκουσαν οι τελώνες που 
ομιλούσες και απέδρασαν από τα ιδικά μας τελώνια. Τις πόρνες, τα θύματά μας,
 τις συνέλαβες εσύ με την μετάνοια. Μία παρηγορία μας είχε μείνει, τα 
παθήματα των ανθρώπων, και αυτήν την απόλαυση μας την εστέρησες.
 Εκεί ανόρθωσες τους παραλύτους, αλλού απήλλαξες τους κωφούς από το
 πάθος τους. Εκεί εχάρισες τις ηλιακές ακτίνες στους τυφλούς.
 Εκεί απέλυσες τους νεκρούς από τους τάφους. Ετοιμόρροπο κατήντησες 
το δεσμωτήριον του θανάτου, το οποίον εμείς με τόσους κόπους
 οικοδομήσαμε. Όσες θεραπείες προσέφερες στους ανθρώπους, τόσες τιμωρίες
 προεκάλεσες σ’ εμάς.
«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού»; Τον αποκαλούν μεν Υιό του Θεού,
 δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Υιός είναι Θεός. Επειδή υιοί του Θεού αποκαλούνται
 και όσοι για την μεγάλην αρετή τους εξοικειώθησαν με τον Θεόν. 
Με αυτήν την έννοια λέγει: «Υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ». Και πάλι 
«Εγώ είπα: Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Και πάλι: «Ιδόντες δε οι υιοί
 του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων». Αυτό το όνομα, δηλαδή, δεν
 είναι γνώρισμα μόνο της φύσεως, αλλά και της οικειότητος. Αυτήν την
 άγνοια έδειξεν ο διάβολος και σ’ αυτά που συνέβησαν στον Ιορδάνη.
 Διότι ακούγοντας την φωνήν την ερχομένην από τον ουρανόν 
«Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός», του έλεγε, επειδή αγνοούσε,
 «ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Εάν εγνώριζε ότι ομιλεί
 σε Θεόν, πώς προσπαθεί να τον φοβήση προστάζοντάς τον να πέση κάτω;
 Διότι η φύσις του Θεού δεν γνωρίζει ούτε ύψος ούτε βάθος.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος έτσι εδιηγήθη τα λόγια των δαιμόνων:
 «Τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ». Δεν απευθύνεται σ’ αυτόν
 ως ποιητήν των ανθρώπων, αλλά σαν πολίτη της Ναζαρέτ. 
Αφού είσαι ορατός, λέγει, να ενεργής αναλόγως.
 Άνθρωπο βλέπουμε, αλλά σαν από Θεό διωκόμεθα. 
Το μαστίγωμά σου δεν ομοιάζει με Ναζαρηνού, δείχνεις να 
έχης κατεβή από τον ουρανό. Αποκάλυψε την φύση με τα έργα σου.
«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού 
βασανίσαι ημάς;» Τι λέγεις, διάβολε; Σ’ αυτόν που εδημιούργησε 
τον μετρητόν χρόνο και έθεσε τους όρους της Κρίσεως τολμάς να
 φωνάζης: Τώρα ήλθες; Αλλά δεν γνωρίζει ότι αυτή που
 τώρα ήλθε είναι η αθάνατος φύσις, επιβεβαιώνοντας την
 άφιξή της με την δουλικήν μορφή. Δεν γνωρίζει ότι ο Κύριος
 και Θεός των όλων φορά την στολή που έλαβε από τον Δαυϊδ.
 Παρακινείται μεν προς καταφρόνηση από την θέα, μαστιγώνεται
 δε αοράτως από την ενέργεια της θεότητας, γι’ αυτό εκστομίζει 
λόγια θρασύτητος μαζί και ικεσίας. «Τι ημίν και σοί, Ιησού; 
Δέομαί σου, μη με βασανίσης». Δειλία και θρασύτητα έχουν 
τα λόγια του. Δυναμώνει την φωνή σαν δούλος αυθάδης, 
αλλά και ικετεύει σαν κατάδικος που μαστιγώνεται. 
«Ήλθες ώδε προ καιρού». 
Από πού έμαθε ότι δεν είναι τώρα η ώρα της κρίσεως;
 Πώς γνωρίζουν ότι βασανίζονται πριν την ώρα τους; 
Γνωρίζουν από αυτά που κάνουν ότι θα τιμωρηθούν για
 τα έργα τους. Έβλεπαν ότι τώρα δεν τους τιμωρούσε,
 αλλά μόνον τους εδίωκε από τους ανθρώπους.
 Από το ότι λοιπόν δεν τιμωρούνται, συμπεραίνουν ότι δεν έχει έλθει
 ο καιρός των βασάνων. Υποφέρουν πριν από την Κρίση,
 επειδή διατάζονται να παύσουν να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους.
 «Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από 
του ανθρώπου».
 Δεν τους έσυρε ακόμη στο Δικαστήριο, δεν τους έδειχνε ακόμη
 το φοβερόν του Βήμα, δεν άναβε ακόμη την φλόγα της Κρίσεως, 
αλλά μόνον με απειλές ανεχαίτιζε την ορμή τους. 
Τόση ήταν η δύναμις του πάθους! 
Θέλοντας όμως ο Δεσπότης να δείξη στους παρόντες ακόμη και
 μέσα στα δεινά, την ανέκφραστο πρόνοιά του για τους ανθρώπους, ερωτά:
 «Τι όνομά σοι; Και απεκρίθη λέγων: Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν».
 Δεν ερωτά επειδή αυτός είχεν ανάγκη να ερωτήση, αλλά για να αποκαλύψη
 σ’ σ’ εμάς πόσοι φονείς δαίμονες είχαν καταλάβει το ανθρώπινο σώμα και 
παρ’ όλα ταύτα εκείνο δεν είχε αφανισθή. Ότι πλήθος δαιμόνων, 
εκστρατεύοντας εναντίον ενός ανθρώπου, δεν υπερίσχυσε, 
δεν τον εκρήμνισε στους βράχους, δεν τον κατετεμάχισε, δεν κατεσπάραξε τον άνθρωπο μαζί με τα σίδερα που εφορούσε. Αλλά άντεξε στις τρικυμίες των δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στα βασανιστήρια από το χέρι του Θεού. Και μάλιστα ο Ευαγγελιστής φιλοτιμείται να προσθέση το ακόμη σημαντικότερο: «Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν» (τον είχε κυριεύσει δηλαδή). Τι ανυπέρβλητος κηδεμονία! Δεν εβασανίζοντο λιγότερον από ό,τι εβασάνιζαν, αφού ο τρόπος τους ήταν φονικός, αλλά δεν επέτρεπε ο Θεός να επιτύχουν αυτό που επιθυμούσαν, μέχρι την στιγμή όπου έφθασε η φανερά απόφασις του Βασιλέως, χαρίζοντας την ελευθερία σ’ αυτόν που τόσο υπέφερε.
«Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει. Και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και όρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Για ποίον λόγο το επιτρέπεις αυτό στους δαίμονες, Κύριε; Γιατί, αφού γνωρίζεις την πονηρία τους, επείσθης στα λόγια τους; Για να μάθωμε, άνθρωποι, ότι και από τους χοίρους είναι πιο αδύνατοι, όταν τους εμποδίζει ο Θεός. Εκτός αυτού, θέλει να διδάξη τους ανθρώπους ότι είναι χαρά στους δαίμονες η απώλεια των ανθρώπων και ότι εκείνοι διασκεδάζουν με τις συμφορές τις ιδικές μας. Διότι δεν δείχνουν κανέναν οίκτον για την φύση των ανθρώπων. Εφ’ όσον εκδηλώνουν μέχρι και στους χοίρους την κακία τους, τι δεν θα έκαμναν εναντίον των ανθρώπων εάν τους επετρέπετο; Από όλα αυτά, λοιπόν, θα παρακινηθούμε να μισήσωμε την απανθρωπία, γνωρίζοντας την έχθρα τους, και να αποφεύγωμε τις συμβουλές αυτών των οποίων δεν αντέχουμε τις επιβουλές.
Αλλά εκτός από αυτά μας εδίδαξε και την κηδεμονία του Θεού προς τους ανθρώπους. Διότι όλα θα εξηφανίζοντο ακαριαίως και κανένα από τα όντα δεν θα απέμενε, αφού θα κατεσπαράζοντο από τις δαιμονικές ορμές, εάν δεν επροστατεύοντο από το κεκρυμμένο και ακαταγώνιστο χέρι του Θεού. Επιτρέπει λοιπόν τα μικρότερα για να μάθωμε τα μεγαλύτερα, και πότε πότε μας παραδίδει στις δυσκολίες για να έχωμε την αίσθηση των υψηλοτέρων. Δεν θα άφηνε ποτέ να πάθωμε το παραμικρόν, εάν δεν ελησμονούσαμε εύκολα την θεία συμπαράσταση. Επέτρεψε να γίνη ζημία στους χοίρους, για να διδαχθούμε την ωφέλεια που προξενεί στους ανθρώπους.
Ας ομολογούμε λοιπόν την πρόνοια την οποία απολαμβάνουμε. Να υμνούμε την κηδεμονίαν από την οποία φυλαττόμεθα. Ας κηρύττωμε την βοήθεια του Θεού, από την οποία προστατευόμεθα. Από αυτήν να εξαρτήσωμε τους εαυτούς μας και προς αυτήν προσβλέποντας πάντοτε να αναφωνούμε: «Συ, Κύριε, βοηθός ημών και σκεπαστής».
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 177 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς.

Κυριακή, Ιουνίου 14, 2015

Λόγος εις το "Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων" (Όσιος Βασίλειος, Επίσκοπος Σελευκείας)

Κυριακή Β' Ματθαίου


Ἡ Εὐαγγελικὴ Περικοπὴ τῆς Θείας Λειτουργίας.

Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον (δ' 18 – 23).

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ περιπατῶν ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. 

Ἀπόδοση:
Καθώς ο Ιησούς περπατούσε στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, είδε δύο αδέρφια, το Σίμωνα, που τον έλεγαν και Πέτρο, και τον αδερφό του τον Ανδρέα, να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες. «Ακολουθήστε με», τους λέει, «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Κι αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν.
Προχωρώντας πιο πέρα από ’κει, είδε δύο άλλους αδερφούς, τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον αδερφό του τον Ιωάννη. Βρίσκονταν στο ψαροκάικο μαζί με τον πατέρα τους το Ζεβεδαίο και τακτοποιούσαν τα δίχτυα τους. Τους κάλεσε, κι αυτοί άφησαν αμέσως το καΐκι και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν.
Ο Ιησούς περιόδευε όλη τη Γαλιλαία. Δίδασκε στις συναγωγές τους, κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα για τον ερχομό της βασιλείας του Θεού, και γιάτρευε τους ανθρώπους από κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία.

(Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνα Κυριακούλη)




Βασιλείου Σελευκείας:
Λόγος εἰς τὸ
«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»

…«Περιπατών» λέγει «παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον (δίκτυ) εις την θάλασσαν. Ήσαν γαρ αλιείς. Και λέγει αυτοίς. Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ».
Ω της αληθώς μεγάλης βουλής και της αθανάτου σοφίας! Θέλοντας να διδάξει τους ανθρώπους πράγματα παράδοξα και δόγμα νέον και πολιτείαν ουράνιον, και αναζητώντας εκείνους που θα υπηρετήσουν ένα τέτοιο δόγμα, παρέβλεψε πόλεις, διέγραψε δήμους, δεν εζήτησε τη βοήθεια κάποιας βασιλείας, περιφρόνησε τη δύναμη του πλούτου, εμίσησε την ισχύ των ρητόρων, δεν εστήριξε την ελπίδα του σε γλώσσες φιλοσόφων. Παρέτρεξε έθνη και δεν υπελόγισε ούτε σε στρατιωτική προπαρασκευή ούτε σε ικανότητα χειρών ούτε σε ταχύτητα ποδών. Και γιατί απαριθμώ τα ανθρώπινα πλεονεκτήματα; Αφήνοντας τις τάξεις των αγγέλων να παραμένουν στην ησυχία, περιήρχετο λιμένες και ποταμούς, ακρογιαλιές και εργαστήρια, θέλοντας να δανεισθεί από αυτά τους υπηρέτες των δογμάτων. Και παρουσιαζόμενος ενώπιόν τους παρακαλούσε λέγοντας: «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Εσάς, λέγει, ήλθα να θηρεύσω. Αλιείς επιζητώ και όχι βασιλείς. Ναύτες προτρέπω, όχι δυνάστες. Παύσετε να αγωνίζεσθε κατά της αψύχου θαλάσσης. Μεταφέρετε για χάρη μου την αλιευτική τέχνη στην ξηρά. Εδώ υπάρχει πέλαγος ασεβείας. Σ’ αυτό απλώστε προς χάριν μου τα δίκτυα σας και θηρεύσετε την ευσέβεια. «Δεύτε οπίσω μου» μαθηταί ιδικοί μου και καθηγηταί της Οικουμένης. Χρησιμοποιήστε την τέχνη σας για αλιεία ουράνια. Θάλασσα ειδωλολατρίας απλώνεται παντού, από νέφος πολυθεΐας καλύπτεται η κτίσις. Βυθός ασεβείας έχει κατακλύσει τα πάντα. Πνίγονται άνθρωποι κάτω από τα δαιμονικά κύματα. Πλήρης ο κόσμος από τη δυσωδία των αιμάτων, μολύνεται από τις ζωές που θυσιάζονται. Σε αλιείς θα αναθέσω τη θεραπεία τους, την ιδική σας τέχνη επιζητεί το πάθος τούτο. Ας χρησιμοποιήσουμε σωτήριο φάρμακο για την κτίση που κινδυνεύει.
«Δεύτε οπίσω μου. Οι δε, αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Συντρέχει από τον πόθο του Δεσπότου ο χορός των μαθητών. Δεν εθεώρησε ως φαντασία την κλήση, ούτε το μέγεθος της υποσχέσεως τους στέρησε τις ελπίδες, ούτε τους ανάγκασε να εκστομίσουν παρόμοια λόγια προς τον Δεσπότη: Γιατί μας χλευάζεις άνθρωπε, βλέποντάς μας να παλεύουμε με τα κύματα; Γιατί εμπαίζεις τον κόπο μας με λόγια άξια γέλωτος; Μας βλέπεις να ταλαιπωρούμεθα με τη θάλασσα, και ενώ η τέχνη κηρύττει την ευτέλεια, εσύ λέγεις «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων»; Ποίον πλούτον επικαλούμενοι, ειπέ μας, θα ελκύσουμε τους ακροατάς; Μήπως θα τους δείξουμε τα σχισμένα δίκτυα και θα συλλάβουμε σαν θηράματα τους λαούς; Ποίαν ρητορικήν ικανότητα χρησιμοποιώντας θα σαγηνεύσουμε με την καλλιέπεια του λόγου τις ακοές; Ή μήπως με ναυτικές εκφράσεις θα αιχμαλωτίσουμε τις ψυχές των βασιλέων; Ιχθείς εμάθαμε να αλιεύουμε, όχι ανθρώπους.
Τίποτε από αυτά δεν είπαν, ούτε εσκέφθησαν, αλλά πραγματικά, αφού τους διαπέρασε ο λόγος σαν άγκιστρο, ακολούθησαν τον Δεσπότη που τους ωμιλούσε και εδιδάσκοντο μυστικώς τον τρόπο της αλιείας. Να αγρεύουν μάθαιναν, και εκείνα που επρόκειτο να πράξουν, τα υπέμειναν πρώτα εμπράκτως. Έλεγε: «Δεύτε», και καλούμενοι ακολουθούσαν. Ω! η έμπρακτος απόδειξις των λόγων! «Δεύτε», εγώ παρασκευάζω το δόλωμα με τα δικά σας λόγια. Εγώ θα επιστρέψω πόλεις και λαούς με τις φωνές τις δικές σας, σεις είσθε η απαρχή της αλιείας μου. Σας καλλιεργώ χρησιμοποιώντας προς τούτο εσάς τους ίδιους. Μου ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσω βασιλείς ως υπηρέτες. Μου ήταν δυνατόν να προσελκύσω γλώσσες ρητόρων για να υπηρετήσουν το δόγμα μου. Ημπορούσα να εμπιστευθώ στα αγγελικά τάγματα το κήρυγμα. Αλλά τότε η σπουδαιότης των υπηρετών θα αποσπούσε από εμένα τη δοξολογία. Διότι η δύναμις του υπηρετούντος υποκλέπτει τη δόξα του ενεργούντος. Δεν δέχομαι να υπηρετηθώ από τον πλούτο, μήπως συνεργαζόμενος νοθεύσει το θαύμα. Εσάς ευρίσκω έμπιστους φύλακες των θαυμάτων μου. Διότι από όποιους δεν διαθέτουν κανένα ανθρώπινο πλεονέκτημα, από εκείνους διαφυλάττεται ακεραία η δύναμις της Θεότητος. Έτσι θαυμάζεται και ο στρατιώτης, όταν επιτύχει κάποιο ανδραγάθημα με όπλα ευτελή. Η αρετή θέλει να διαμοιράζεται τη δόξα του κατορθώματος με εκείνον που το κατόρθωσε.
Ας αναχαιτισθούν τα λόγια της απιστίας, ας φραγεί η γλώσσα, δεν χωρεί συκοφαντία. Ας μη λέγει κάποιος ασεβής, όταν βλέπει πόλεις και χώρες να αυτομολούν σύσσωμες προς το κήρυγμα: πώς δεν θα έπειθε ο Χριστός, αφού προέβαλε τους σοφιστάς ως κήρυκες; Εφόβισε με όπλα και υπέταξε ψυχές. Δεικνύοντας χρήματα δελέασε οφθαλμούς. Με τον φόβο κυρίευσε τη γνώμη. με πλήθη έφερε τα πλήθη με το μέρος του.
Σεις όμως, απογυμνωμένοι από όλα αυτά, απογυμνώστε από κάθε πρόφαση τους συκοφάντες. «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Γίνετε μετά την θάλασσα αλιείς της ξηράς, ας περιβληθεί με δίκτυα η γη. Από τώρα θα είσθε αλιείς ανθρώπων. Επειδή οι άνθρωποι επινόησαν τους αλληλοσπαραγμούς κατά το παράδειγμα των ιχθύων, ας συλληφθούν από τα μεγάλα σας δίκτυα, ας υποστούν ό,τι και οι ιχθείς για να σωθούν.
Αμέσως σαν να διαπέρασε άγκιστρο τις ακοές τους, ηκολούθησαν προθύμως αυτόν που αναζητεί ελεύθερα θύματα. Και χαιρετώντας τα δίκτυα απαρνήθηκαν τη θάλασσα και ακολούθησαν τα νεύματα του Σωτήρος. Έτσι λοιπόν, αφού προμηθεύθηκαν τα δίκτυα του Δεσπότου και έγιναν μαθηταί της παραδοξοτάτης αλιείας, όταν ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς, οι μαθηταί αλίευαν με τα δίκτυα της χάριτος τα γένη των ανθρώπων. Και χρησιμοποιώντας τη νέα τέχνη σε συγκεντρώσεις Ιουδαίων, συνέλαβαν αμέσως τρεις χιλιάδες. Δευτέρα βολή, και τα δίκτυα ήρπασαν πέντε χιλιάδες. Ίσως ποθείτε να μάθετε το δόλωμα με το οποίο συνέλαβαν τους πέντε χιλιάδες. Ήταν ένας χωλός εμπρός στην ωραία πύλη, τον οποίο η φύσις, αδρανοποιώντας τις βάσεις των ποδών με μίαν ασθένειαν, τον παρέδωσε στη χάρη να τον μεταχειρισθεί όπως θέλει. Και αφού τον έδεσε ο Πέτρος με το άγκιστρο της πίστεως, έκαμε όλον τον δήμο δεσμώτη της γλώσσης του. Έγινε και εκείνος ο μέγας Κορνήλιος θήραμα αυτής της σαγήνης.
Αφού συνέλαβαν έτσι τους Παλαιστίνιους, έφεραν στις νήσους την τέχνη της χάριτος, σαγηνεύοντας μετά την ξηρά τη θάλασσα. Είδαν την Κύπρο, αφού είχαν την Αντιόχεια. Μετά από αυτό κατέλαβαν την Παμφυλία. Εσυλήθη η Μακεδονία. Η Θράκη προσέτρεξε, η Ελλάς συνελήφθη από την γλώσσα. Η Ρώμη έκρυψε το διάδημα και προσεκύνησε το κήρυγμα του σταυρού. Αλλεπάλληλες πόλεις εδέχθησαν αυτομάτως να συλληφθούν από τα αποστολικά δίκτυα. Δεν έπαυσαν να τα απλώνουν μέχρι που όλος ο περίβολος της οικουμένης συνελήφθη από τα δεσποτικά δίκτυα. Αλλά ω των παραδόξων και υπερφυσικών γεγονότων! Επειδή ο διάβολος πλήττεται με αυτά που βλέπει, μην υποφέροντας να βλέπει τη σωτηρία εξαπλουμένη, μηχανεύεται να θανατώσει τους κήρυκες, σαν να διεγείρει κάποια αγριότερα θαλάσσια κήτη εναντίον των αλιέων. Αλλά εκείνοι τον μεν θάνατον δέχονται, δεν έπαυσαν όμως την αλιεία και μετά το τέλος τους. Εργάζονται και μετά τον θάνατο το πρόσταγμα του Δεσπότου, και μολονότι κρύπτονται στον τάφο, δεν λησμόνησαν την αποστολή τους. Διότι και οι τάφοι ομιλούν, όταν θελήσει η χάρις. Επειδή είναι αληθής εκείνος που τους εκάλεσε λέγοντας: «Δεύτε και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
(5ος αιών - Migne, P.G. τομ. 85, στ. 332. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 131 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Ιουνίου 22, 2014

"Ποίαν επί σοι παιδίον προσηγορίαν εύρω αρμόζουσαν;"


Ποίαν επί σοι παιδίον προσηγορίαν εύρω αρμόζουσαν;

Ανθρώπου; Αλλά Θεϊκήν έσχες σύλληψιν.

Θεού; Αλλ’ Ανθρωπίνην έλαβες σάρκωσιν.

Τι ουν επι σε διαπράξωμαι; Γαλακτροφήσω, ή Θεολογήσω;

Ως μήτηρ θεραπεύσω, ή ως δούλη προσκυνήσω;

Ως υιόν μου περιπτύξωμαι, ή ως Θεώ μου προσεύξωμαι;

Επιδώσω γάλα, ή προσενέγκω θυμίαμα;

Τι το άρρητον και μέγιστον τούτο θαύμα Υιέ μου;

† (Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας)

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Λόγος του οσίου πατρός ημών Βασιλείου Επισκ.Σελευκείας Λόγος εις το «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».

Όσοι είναι σοφοί ιατροί, τότε αποδεικνύουν πιο θαυμαστή την τέχνη τους, όχι όταν καταπολεμήσουν το πάθος δια πυρός και σιδήρου, συμφώνως με τον νόμο του πολέμου, αλλά όταν, κολακεύοντας το πάθος με κάποια γλυκά φάρμακα, επινοήσουν την ίαση του πάσχοντος, και, αποφεύγοντας τις τεχνικές που του προκαλούν φόβο, κοιμίσουν τους πόνους με κάποια ήπια και εύληπτα παρασκευάσματα, και τον ελευθερώσουν από το πάθος. Έτσι ο πάνσοφος ιατρός και βασιλεύς, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βλέποντας την Οικουμένη να νοσεί από το πάθος της ασεβείας και να φλεγμαίνει από τις κοσμικές απάτες που την οδήγησαν στην ειδωλομανία, δεν ρίπτει πύρινη βροχή, ούτε ωθεί τη θάλασσα να εκστρατεύσει κατά της ξηράς, ούτε εξοπλίζει κατά της ασεβείας τη βία των στοιχείων της φύσεως, αλλά πείθει με θαύματα, προσελκύει με ευεργεσίες, και με ουράνιους λόγους μεταπλάθει τα φλεγμονώδη πάθη της ψυχής. Ήδη δε επιλέγει και μερικούς ευτελείς μαθητάς και εμπιστεύεται στα χέρια και στις γλώσσες τους την ιατρεία της Οικουμένης.

«Περιπατών» λέγει «παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον (δίκτυ) εις την θάλασσαν. Ήσαν γαρ αλιείς. Και λέγει αυτοίς. Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Ω της αληθώς μεγάλης βουλής και της αθανάτου σοφίας! Θέλοντας να διδάξει τους ανθρώπους πράγματα παράδοξα και δόγμα νέον και πολιτείαν ουράνιον, και αναζητώντας εκείνους που θα υπηρετήσουν ένα τέτοιο δόγμα, παρέβλεψε πόλεις, διέγραψε δήμους, δεν εζήτησε τη βοήθεια κάποιας βασιλείας, περιφρόνησε τη δύναμη του πλούτου, εμίσησε την ισχύ των ρητόρων, δεν εστήριξε την ελπίδα του σε γλώσσες φιλοσόφων. Παρέτρεξε έθνη και δεν υπελόγισε ούτε σε στρατιωτική προπαρασκευή ούτε σε ικανότητα χειρών ούτε σε ταχύτητα ποδών. Και γιατί απαριθμώ τα ανθρώπινα πλεονεκτήματα; Αφήνοντας τις τάξεις των αγγέλων να παραμένουν στην ησυχία, περιήρχετο λιμένες και ποταμούς, ακρογιαλιές και εργαστήρια, θέλοντας να δανεισθεί από αυτά τους υπηρέτες των δογμάτων. Και παρουσιαζόμενος ενώπιόν τους παρακαλούσε λέγοντας: «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Εσάς, λέγει, ήλθα να θηρεύσω. Αλιείς επιζητώ και όχι βασιλείς. Ναύτες προτρέπω, όχι δυνάστες. Παύσετε να αγωνίζεσθε κατά της αψύχου θαλάσσης. Μεταφέρετε για χάρη μου την αλιευτική τέχνη στην ξηρά. Εδώ υπάρχει πέλαγος ασεβείας. Σ’ αυτό απλώστε προς χάριν μου τα δίκτυα σας και θηρεύσετε την ευσέβεια. «Δεύτε οπίσω μου» μαθηταί ιδικοί μου και καθηγηταί της Οικουμένης. Χρησιμοποιήστε την τέχνη σας για αλιεία ουράνια. Θάλασσα ειδωλολατρίας απλώνεται παντού, από νέφος πολυθεΐας καλύπτεται η κτίσις. Βυθός ασεβείας έχει κατακλύσει τα πάντα. Πνίγονται άνθρωποι κάτω από τα δαιμονικά κύματα. Πλήρης ο κόσμος από τη δυσωδία των αιμάτων, μολύνεται από τις ζωές που θυσιάζονται. Σε αλιείς θα αναθέσω τη θεραπεία τους, την ιδική σας τέχνη επιζητεί το πάθος τούτο. Ας χρησιμοποιήσουμε σωτήριο φάρμακο για την κτίση που κινδυνεύει.
«Δεύτε οπίσω μου. Οι δε, αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Συντρέχει από τον πόθο του Δεσπότου ο χορός των μαθητών. Δεν εθεώρησε ως φαντασία την κλήση, ούτε το μέγεθος της υποσχέσεως τους στέρησε τις ελπίδες, ούτε τους ανάγκασε να εκστομίσουν παρόμοια λόγια προς τον Δεσπότη: Γιατί μας χλευάζεις άνθρωπε, βλέποντάς μας να παλεύουμε με τα κύματα; Γιατί εμπαίζεις τον κόπο μας με λόγια άξια γέλωτος; Μας βλέπεις να ταλαιπωρούμεθα με τη θάλασσα, και ενώ η τέχνη κηρύττει την ευτέλεια, εσύ λέγεις «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων»; Ποίον πλούτον επικαλούμενοι, ειπέ μας, θα ελκύσουμε τους ακροατάς; Μήπως θα τους δείξουμε τα σχισμένα δίκτυα και θα συλλάβουμε σαν θηράματα τους λαούς; Ποίαν ρητορικήν ικανότητα χρησιμοποιώντας θα σαγηνεύσουμε με την καλλιέπεια του λόγου τις ακοές; Ή μήπως με ναυτικές εκφράσεις θα αιχμαλωτίσουμε τις ψυχές των βασιλέων; Ιχθείς εμάθαμε να αλιεύουμε, όχι ανθρώπους.
Τίποτε από αυτά δεν είπαν, ούτε εσκέφθησαν, αλλά πραγματικά, αφού τους διαπέρασε ο λόγος σαν άγκιστρο, ακολούθησαν τον Δεσπότη που τους ωμιλούσε και εδιδάσκοντο μυστικώς τον τρόπο της αλιείας. Να αγρεύουν μάθαιναν, και εκείνα που επρόκειτο να πράξουν, τα υπέμειναν πρώτα εμπράκτως. Έλεγε: «Δεύτε», και καλούμενοι ακολουθούσαν. Ω! η έμπρακτος απόδειξις των λόγων!«Δεύτε», εγώ παρασκευάζω το δόλωμα με τα δικά σας λόγια. Εγώ θα επιστρέψω πόλεις και λαούς με τις φωνές τις δικές σας, σεις είσθε η απαρχή της αλιείας μου. Σας καλλιεργώ χρησιμοποιώντας προς τούτο εσάς τους ίδιους. Μου ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσω βασιλείς ως υπηρέτες. Μου ήταν δυνατόν να προσελκύσω γλώσσες ρητόρων για να υπηρετήσουν το δόγμα μου. Ημπορούσα να εμπιστευθώ στα αγγελικά τάγματα το κήρυγμα. Αλλά τότε η σπουδαιότης των υπηρετών θα αποσπούσε από εμένα τη δοξολογία. Διότι η δύναμις του υπηρετούντος υποκλέπτει τη δόξα του ενεργούντος. Δεν δέχομαι να υπηρετηθώ από τον πλούτο, μήπως συνεργαζόμενος νοθεύσει το θαύμα. Εσάς ευρίσκω έμπιστους φύλακες των θαυμάτων μου. Διότι από όποιους δεν διαθέτουν κανένα ανθρώπινο πλεονέκτημα, από εκείνους διαφυλάττεται ακεραία η δύναμις της Θεότητος. Έτσι θαυμάζεται και ο στρατιώτης, όταν επιτύχει κάποιο ανδραγάθημα με όπλα ευτελή. Η αρετή θέλει να διαμοιράζεται τη δόξα του κατορθώματος με εκείνον που το κατόρθωσε.
Ας αναχαιτισθούν τα λόγια της απιστίας, ας φραγεί η γλώσσα, δεν χωρεί συκοφαντία. Ας μη λέγει κάποιος ασεβής, όταν βλέπει πόλεις και χώρες να αυτομολούν σύσσωμες προς το κήρυγμα: πώς δεν θα έπειθε ο Χριστός, αφού προέβαλε τους σοφιστάς ως κήρυκες; Εφόβισε με όπλα και υπέταξε ψυχές. Δεικνύοντας χρήματα δελέασε οφθαλμούς. Με τον φόβο κυρίευσε τη γνώμη. με πλήθη έφερε τα πλήθη με το μέρος του.
Σεις όμως, απογυμνωμένοι από όλα αυτά, απογυμνώστε από κάθε πρόφαση τους συκοφάντες. «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Γίνετε μετά την θάλασσα αλιείς της ξηράς, ας περιβληθεί με δίκτυα η γη. Από τώρα θα είσθε αλιείς ανθρώπων. Επειδή οι άνθρωποι επινόησαν τους αλληλοσπαραγμούς κατά το παράδειγμα των ιχθύων, ας συλληφθούν από τα μεγάλα σας δίκτυα, ας υποστούν ό,τι και οι ιχθείς για να σωθούν.
Αμέσως σαν να διαπέρασε άγκιστρο τις ακοές τους, ηκολούθησαν προθύμως αυτόν που αναζητεί ελεύθερα θύματα. Και χαιρετώντας τα δίκτυα απαρνήθηκαν τη θάλασσα και ακολούθησαν τα νεύματα του Σωτήρος. Έτσι λοιπόν, αφού προμηθεύθηκαν τα δίκτυα του Δεσπότου και έγιναν μαθηταί της παραδοξοτάτης αλιείας, όταν ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς, οι μαθηταί αλίευαν με τα δίκτυα της χάριτος τα γένη των ανθρώπων. Και χρησιμοποιώντας τη νέα τέχνη σε συγκεντρώσεις Ιουδαίων, συνέλαβαν αμέσως τρεις χιλιάδες. Δευτέρα βολή, και τα δίκτυα ήρπασαν πέντε χιλιάδες. Ίσως ποθείτε να μάθετε το δόλωμα με το οποίο συνέλαβαν τους πέντε χιλιάδες. Ήταν ένας χωλός εμπρός στην ωραία πύλη, τον οποίο η φύσις, αδρανοποιώντας τις βάσεις των ποδών με μίαν ασθένειαν, τον παρέδωσε στη χάρη να τον μεταχειρισθεί όπως θέλει. Και αφού τον έδεσε ο Πέτρος με το άγκιστρο της πίστεως, έκαμε όλον τον δήμο δεσμώτη της γλώσσης του. Έγινε και εκείνος ο μέγας Κορνήλιος θήραμα αυτής της σαγήνης.
Αφού συνέλαβαν έτσι τους Παλαιστίνιους, έφεραν στις νήσους την τέχνη της χάριτος, σαγηνεύοντας μετά την ξηρά τη θάλασσα. Είδαν την Κύπρο, αφού είχαν την Αντιόχεια. Μετά από αυτό κατέλαβαν την Παμφυλία. Εσυλήθη η Μακεδονία. Η Θράκη προσέτρεξε, η Ελλάς συνελήφθη από την γλώσσα. Η Ρώμη έκρυψε το διάδημα και προσεκύνησε το κήρυγμα του σταυρού. Αλλεπάλληλες πόλεις εδέχθησαν αυτομάτως να συλληφθούν από τα αποστολικά δίκτυα. Δεν έπαυσαν να τα απλώνουν μέχρι που όλος ο περίβολος της οικουμένης συνελήφθη από τα δεσποτικά δίκτυα. Αλλά ω των παραδόξων και υπερφυσικών γεγονότων! Επειδή ο διάβολος πλήττεται με αυτά που βλέπει, μην υποφέροντας να βλέπει τη σωτηρία εξαπλουμένη, μηχανεύεται να θανατώσει τους κήρυκες, σαν να διεγείρει κάποια αγριότερα θαλάσσια κήτη εναντίον των αλιέων. Αλλά εκείνοι τον μεν θάνατον δέχονται, δεν έπαυσαν όμως την αλιεία και μετά το τέλος τους. Εργάζονται και μετά τον θάνατο το πρόσταγμα του Δεσπότου, και μολονότι κρύπτονται στον τάφο, δεν λησμόνησαν την αποστολή τους. Διότι και οι τάφοι ομιλούν, όταν θελήσει η χάρις. Επειδή είναι αληθής εκείνος που τους εκάλεσε λέγοντας: «Δεύτε και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 131 και εξής.

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2014

Κυριακή Β' Ματθαίου: Λόγος εις το "Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων".Αγίου Βασιλείου Σελευκείας

Αγίου Βασιλείου Σελευκείας.
 
Λόγος εις το «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων»

Όσοι είναι σοφοί ιατροί, τότε αποδεικνύουν πιο θαυμαστή την τέχνη τους, όχι όταν καταπολεμήσουν το πάθος δια πυρός και σιδήρου, συμφώνως με τον νόμο του πολέμου, αλλά όταν, κολακεύοντας το πάθος με κάποια γλυκά φάρμακα, επινοήσουν την ίαση του πάσχοντος, και, αποφεύγοντας τις τεχνικές που του προκαλούν φόβο, κοιμίσουν τους πόνους με κάποια ήπια και εύληπτα παρασκευάσματα, και τον ελευθερώσουν από το πάθος. Έτσι ο πάνσοφος ιατρός και βασιλεύς, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βλέποντας την Οικουμένη να νοσεί από το πάθος της ασεβείας και να φλεγμαίνει από τις κοσμικές απάτες που την οδήγησαν στην ειδωλομανία, δεν ρίπτει πύρινη βροχή, ούτε ωθεί τη θάλασσα να εκστρατεύσει κατά της ξηράς, ούτε εξοπλίζει κατά της ασεβείας τη βία των στοιχείων της φύσεως, αλλά πείθει με θαύματα, προσελκύει με ευεργεσίες, και με ουράνιους λόγους μεταπλάθει τα φλεγμονώδη πάθη της ψυχής. Ήδη δε επιλέγει και μερικούς ευτελείς μαθητάς και εμπιστεύεται στα χέρια και στις γλώσσες τους την ιατρεία της Οικουμένης.

«Περιπατών» λέγει «παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον (δίκτυ) εις την θάλασσαν. Ήσαν γαρ αλιείς. Και λέγει αυτοίς. Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Ω της αληθώς μεγάλης βουλής και της αθανάτου σοφίας! Θέλοντας να διδάξει τους ανθρώπους πράγματα παράδοξα και δόγμα νέον και πολιτείαν ουράνιον, και αναζητώντας εκείνους που θα υπηρετήσουν ένα τέτοιο δόγμα, παρέβλεψε πόλεις, διέγραψε δήμους, δεν εζήτησε τη βοήθεια κάποιας βασιλείας, περιφρόνησε τη δύναμη του πλούτου, εμίσησε την ισχύ των ρητόρων, δεν εστήριξε την ελπίδα του σε γλώσσες φιλοσόφων. Παρέτρεξε έθνη και δεν υπελόγισε ούτε σε στρατιωτική προπαρασκευή ούτε σε ικανότητα χειρών ούτε σε ταχύτητα ποδών. Και γιατί απαριθμώ τα ανθρώπινα πλεονεκτήματα; Αφήνοντας τις τάξεις των αγγέλων να παραμένουν στην ησυχία, περιήρχετο λιμένες και ποταμούς, ακρογιαλιές και εργαστήρια, θέλοντας να δανεισθεί από αυτά τους υπηρέτες των δογμάτων. Και παρουσιαζόμενος ενώπιόν τους παρακαλούσε λέγοντας: «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Εσάς, λέγει, ήλθα να θηρεύσω. Αλιείς επιζητώ και όχι βασιλείς. Ναύτες προτρέπω, όχι δυνάστες. Παύσετε να αγωνίζεσθε κατά της αψύχου θαλάσσης. Μεταφέρετε για χάρη μου την αλιευτική τέχνη στην ξηρά. Εδώ υπάρχει πέλαγος ασεβείας. Σ’ αυτό απλώστε προς χάριν μου τα δίκτυα σας και θηρεύσετε την ευσέβεια. «Δεύτε οπίσω μου» μαθηταί ιδικοί μου και καθηγηταί της Οικουμένης. Χρησιμοποιήστε την τέχνη σας για αλιεία ουράνια. Θάλασσα ειδωλολατρίας απλώνεται παντού, από νέφος πολυθεΐας καλύπτεται η κτίσις. Βυθός ασεβείας έχει κατακλύσει τα πάντα. Πνίγονται άνθρωποι κάτω από τα δαιμονικά κύματα. Πλήρης ο κόσμος από τη δυσωδία των αιμάτων, μολύνεται από τις ζωές που θυσιάζονται. Σε αλιείς θα αναθέσω τη θεραπεία τους, την ιδική σας τέχνη επιζητεί το πάθος τούτο. Ας χρησιμοποιήσουμε σωτήριο φάρμακο για την κτίση που κινδυνεύει. 

«Δεύτε οπίσω μου. Οι δε, αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Συντρέχει από τον πόθο του Δεσπότου ο χορός των μαθητών. Δεν εθεώρησε ως φαντασία την κλήση, ούτε το μέγεθος της υποσχέσεως τους στέρησε τις ελπίδες, ούτε τους ανάγκασε να εκστομίσουν παρόμοια λόγια προς τον Δεσπότη: Γιατί μας χλευάζεις άνθρωπε, βλέποντάς μας να παλεύουμε με τα κύματα; Γιατί εμπαίζεις τον κόπο μας με λόγια άξια γέλωτος; Μας βλέπεις να ταλαιπωρούμεθα με τη θάλασσα, και ενώ η τέχνη κηρύττει την ευτέλεια, εσύ λέγεις «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων»; Ποίον πλούτον επικαλούμενοι, ειπέ μας, θα ελκύσουμε τους ακροατάς; Μήπως θα τους δείξουμε τα σχισμένα δίκτυα και θα συλλάβουμε σαν θηράματα τους λαούς; Ποίαν ρητορικήν ικανότητα χρησιμοποιώντας θα σαγηνεύσουμε με την καλλιέπεια του λόγου τις ακοές; Ή μήπως με ναυτικές εκφράσεις θα αιχμαλωτίσουμε τις ψυχές των βασιλέων; Ιχθείς εμάθαμε να αλιεύουμε, όχι ανθρώπους.

Τίποτε από αυτά δεν είπαν, ούτε εσκέφθησαν, αλλά πραγματικά, αφού τους διαπέρασε ο λόγος σαν άγκιστρο, ακολούθησαν τον Δεσπότη που τους ωμιλούσε και εδιδάσκοντο μυστικώς τον τρόπο της αλιείας. Να αγρεύουν μάθαιναν, και εκείνα που επρόκειτο να πράξουν, τα υπέμειναν πρώτα εμπράκτως. Έλεγε: «Δεύτε», και καλούμενοι ακολουθούσαν. Ω! η έμπρακτος απόδειξις των λόγων! «Δεύτε», εγώ παρασκευάζω το δόλωμα με τα δικά σας λόγια. Εγώ θα επιστρέψω πόλεις και λαούς με τις φωνές τις δικές σας, σεις είσθε η απαρχή της αλιείας μου. Σας καλλιεργώ χρησιμοποιώντας προς τούτο εσάς τους ίδιους. Μου ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσω βασιλείς ως υπηρέτες. Μου ήταν δυνατόν να προσελκύσω γλώσσες ρητόρων για να υπηρετήσουν το δόγμα μου. Ημπορούσα να εμπιστευθώ στα αγγελικά τάγματα το κήρυγμα. Αλλά τότε η σπουδαιότης των υπηρετών θα αποσπούσε από εμένα τη δοξολογία. Διότι η δύναμις του υπηρετούντος υποκλέπτει τη δόξα του ενεργούντος. Δεν δέχομαι να υπηρετηθώ από τον πλούτο, μήπως συνεργαζόμενος νοθεύσει το θαύμα. Εσάς ευρίσκω έμπιστους φύλακες των θαυμάτων μου. Διότι από όποιους δεν διαθέτουν κανένα ανθρώπινο πλεονέκτημα, από εκείνους διαφυλάττεται ακεραία η δύναμις της Θεότητος. Έτσι θαυμάζεται και ο στρατιώτης, όταν επιτύχει κάποιο ανδραγάθημα με όπλα ευτελή. Η αρετή θέλει να διαμοιράζεται τη δόξα του κατορθώματος με εκείνον που το κατόρθωσε.

Ας αναχαιτισθούν τα λόγια της απιστίας, ας φραγεί η γλώσσα, δεν χωρεί συκοφαντία. Ας μη λέγει κάποιος ασεβής, όταν βλέπει πόλεις και χώρες να αυτομολούν σύσσωμες προς το κήρυγμα: πώς δεν θα έπειθε ο Χριστός, αφού προέβαλε τους σοφιστάς ως κήρυκες; Εφόβισε με όπλα και υπέταξε ψυχές. Δεικνύοντας χρήματα δελέασε οφθαλμούς. Με τον φόβο κυρίευσε τη γνώμη. με πλήθη έφερε τα πλήθη με το μέρος του.

Σεις όμως, απογυμνωμένοι από όλα αυτά, απογυμνώστε από κάθε πρόφαση τους συκοφάντες. «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Γίνετε μετά την θάλασσα αλιείς της ξηράς, ας περιβληθεί με δίκτυα η γη. Από τώρα θα είσθε αλιείς ανθρώπων. Επειδή οι άνθρωποι επινόησαν τους αλληλοσπαραγμούς κατά το παράδειγμα των ιχθύων, ας συλληφθούν από τα μεγάλα σας δίκτυα, ας υποστούν ό,τι και οι ιχθείς για να σωθούν.

Αμέσως σαν να διαπέρασε άγκιστρο τις ακοές τους, ηκολούθησαν προθύμως αυτόν που αναζητεί ελεύθερα θύματα. Και χαιρετώντας τα δίκτυα απαρνήθηκαν τη θάλασσα και ακολούθησαν τα νεύματα του Σωτήρος. Έτσι λοιπόν, αφού προμηθεύθηκαν τα δίκτυα του Δεσπότου και έγιναν μαθηταί της παραδοξοτάτης αλιείας, όταν ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς, οι μαθηταί αλίευαν με τα δίκτυα της χάριτος τα γένη των ανθρώπων. Και χρησιμοποιώντας τη νέα τέχνη σε συγκεντρώσεις Ιουδαίων, συνέλαβαν αμέσως τρεις χιλιάδες. Δευτέρα βολή, και τα δίκτυα ήρπασαν πέντε χιλιάδες. Ίσως ποθείτε να μάθετε το δόλωμα με το οποίο συνέλαβαν τους πέντε χιλιάδες. Ήταν ένας χωλός εμπρός στην ωραία πύλη, τον οποίο η φύσις, αδρανοποιώντας τις βάσεις των ποδών με μίαν ασθένειαν, τον παρέδωσε στη χάρη να τον μεταχειρισθεί όπως θέλει. Και αφού τον έδεσε ο Πέτρος με το άγκιστρο της πίστεως, έκαμε όλον τον δήμο δεσμώτη της γλώσσης του. Έγινε και εκείνος ο μέγας Κορνήλιος θήραμα αυτής της σαγήνης.

Αφού συνέλαβαν έτσι τους Παλαιστίνιους, έφεραν στις νήσους την τέχνη της χάριτος, σαγηνεύοντας μετά την ξηρά τη θάλασσα. Είδαν την Κύπρο, αφού είχαν την Αντιόχεια. Μετά από αυτό κατέλαβαν την Παμφυλία. Εσυλήθη η Μακεδονία. Η Θράκη προσέτρεξε, η Ελλάς συνελήφθη από την γλώσσα. Η Ρώμη έκρυψε το διάδημα και προσεκύνησε το κήρυγμα του σταυρού. Αλλεπάλληλες πόλεις εδέχθησαν αυτομάτως να συλληφθούν από τα αποστολικά δίκτυα. Δεν έπαυσαν να τα απλώνουν μέχρι που όλος ο περίβολος της οικουμένης συνελήφθη από τα δεσποτικά δίκτυα. Αλλά ω των παραδόξων και υπερφυσικών γεγονότων! Επειδή ο διάβολος πλήττεται με αυτά που βλέπει, μην υποφέροντας να βλέπει τη σωτηρία εξαπλουμένη, μηχανεύεται να θανατώσει τους κήρυκες, σαν να διεγείρει κάποια αγριότερα θαλάσσια κήτη εναντίον των αλιέων. Αλλά εκείνοι τον μεν θάνατον δέχονται, δεν έπαυσαν όμως την αλιεία και μετά το τέλος τους. Εργάζονται και μετά τον θάνατο το πρόσταγμα του Δεσπότου, και μολονότι κρύπτονται στον τάφο, δεν λησμόνησαν την αποστολή τους. Διότι και οι τάφοι ομιλούν, όταν θελήσει η χάρις. Επειδή είναι αληθής εκείνος που τους εκάλεσε λέγοντας: «Δεύτε και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». 

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(5ος αιών - Migne, P.G. τομ. 85, στ. 332. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 131 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

"Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ"

(του Οσίου Βασιλείου Σελευκείας)

Ὁ ἥλιος, σὰν ἁπλώνει στὴν γῆ τὶς ἀκτίνες του, καλύπτει τοὺς χοροὺς τῶν ἄστρων καὶ σκοτίζει τὸ φέγγος τῆς σελήνης, ἀφαιρώντας τὴν θέα τῶν φωτεινῶν σωμάτων μὲ τὴν ἀσύγκριτη λαμπρότητά του. Σταματᾶ τὴν νύχτα διαλύοντας μὲ τὸ φῶς τὸ σκοτάδι, ἐνδύει τὰ πάντα μὲ τὴν χάρη τοῦ φωτὸς ἀφαιρώντας τὸ μαῦρο τους ἔνδυμα καὶ δείχνει τὶς μεγάλες πεδιάδες στεφανωμένες μὲ ἄνθη, πορφυρὴ τὴν θάλασσα, καὶ αὐτὸς μόνος του καταυγάζει τὸ πρόσωπο τῆς ὁρατῆς κτίσεως.

Ὡστόσο, ἂν καὶ εἶναι τόσο μεγάλος, δὲν ἔφθασε ἀκόμη στὴν ἀκρότητα τοῦ φέγγους. Διότι ὀφθαλμοὶ θνητοὶ τολμοῦν καὶ τὸν βλέπουν, καὶ πολλὲς φορὲς ὁ δρόμος τοῦ σύννεφου ἀναχαίτισε τὶς μαρμαρυγές του, καὶ ὁ βαθὺς ἴσκιος τῶν δένδρων κάλυψε τὴν αὐγή, κι ἡ νύχτα, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Δημιουργοῦ, μοιράζεται ἴσα τὸν χρόνο μαζί του. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πλήρης κόπων καὶ πόνων, γι’ αὐτὸ ὁ Κτίστης ἅπλωσε τὴν ἡμέρα πρὸς ἐργασίαν, ἡ δὲ νύχτα, ὅταν ἔλθει καὶ βρεῖ τὸν κουρασμένο, δίνει μὲ τὸ πλάγιασμα τὴν ξεκούραση, χαλαρώνει μὲ τὸν ὕπνο τὰ μέλη τοῦ σώματος, παρέχει χρόνο στὴν φύση νὰ συγκεντρώσει λίγο-λίγο τὴν δύναμή της.

Μέγα λοιπὸν καὶ λαμπρὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ σύμμετρο πρὸς τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλα δὲν εἶναι τέτοιας λογῆς τὸ φῶς τοῦ Δεσπότου —καὶ δὲν εἶναι βεβαίως σωστὸ νὰ παραβάλλεται τὸ κτίσμα πρὸς τὸν Κτίστη— οὔτε ἐκτιμᾶται μὲ σύγκριση πρὸς τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες τὸ φῶς πού δὲν καλύπτεται ἀπὸ τὶς διαδοχὲς τῆς νύχτας, ἀλλά εἶναι ἐκθαμβωτικὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπρόσιτο στοὺς ἀγγέλους. Μὲ αὐτὸ τὸ φῶς περιβαλλόμενος ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς νικητὴς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ θὰ ἔλθει κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

Τότε μεταβάλλοντας τὸ πολεμικὸ σχῆμα θὰ περιβληθεῖ τὴν στολὴ τοῦ νικητή. Καθὼς ὁ προφήτης λέει· «γιατί εἶναι κόκκινα τὰ ἱμάτιά σου;». Διότι τὸ ποτὸ τοῦ πολέμου κοκκίνησε τὸ ροῦχο τοῦ πολεμιστῆ. Ἐπειδὴ γιὰ τὸν Θεὸ σκοπὸς ὅλης της οἰκονομίας εἶναι τὸ ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου, ποικιλοτρόπως ἀπεργάζεται τὸ σχέδιό Του καὶ ἐνδύεται σχήματα ταπεινὰ ἀναλόγως μὲ τὴν περίσταση. Ἔτσι, ὅταν κρύβεται ὁ πρωτόπλαστος, περπατώντας στὸν παράδεισο τὸν καλεῖ σὲ συζήτηση. Καὶ πάλι μιλᾶ στοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ νεφέλη. Ἀλλά στοὺς ἔσχατους καιροὺς προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐμφανίζεται ἀκολουθώντας τοὺς σταθεροὺς νόμους τῆς φύσεως, πιστοποιώντας μὲ τὰ παθήματα τὴν γέννηση: τόκος καὶ φάτνη καὶ σπάργανα, περιτομὴ καὶ καθαρμὸς καὶ ἀντίδοση νομίμων λύτρων. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ σταυρὸς καὶ πάθος καὶ θάνατος. Αὐτὸ ἦταν τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ πρώτου μέρους τῆς οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἐμφάνιση νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἀνάγκη. Ἀλλά στὸν καιρὸ τῆς δεύτερης ἐπιφάνειας τὸ σχῆμα ἀλλάζει. Δὲν εἶναι πιὰ ταπεινό, ὅπως ἄλλοτε, ἀλλά φοβερὸ καὶ λαμπρότατο.

Ἐκείνης λοιπὸν τῆς παρουσίας τὴν δόξα θέλοντας νὰ ἀποκαλύψει στοὺς μαθητές, εἶπε: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υιό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται μέσα στὴν δόξα τοῦ Πατρός Του». Ἐσεῖς μὲν βλέποντας τὴν ταπεινότητα τοῦ σχήματος μὲ τὴν ἄγνοιά σας, δὲν θεωρεῖτε τὸ βάθος τῆς κρυμμένης σοφίας, καὶ μέτρο τῆς γνώσεως γιὰ σᾶς γίνεται τὸ μέτρο τῆς ὄψεως. «Τόσον καιρὸ ἔχω κοντά σας καὶ δὲν μὲ γνωρίσατε;». Ε! αὐτὸ λοιπὸν ἀποκαλύπτω σὲ σᾶς μέρος τῆς ἀθέατης θέας καὶ βεβαιώνω μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες. Σᾶς μίλησα γιὰ τὸ πάθος καὶ ἡ ψυχὴ σας ναρκώθηκε. Εἶπα ὅτι πρέπει νὰ σταυρωθῶ καὶ ὁ λογισμὸς σας κατέρρευσε ἀπ’ τὸν τρόμο. Εἶπα: «ἐὰν θέλει κανεὶς νὰ ἔλθει μαζί μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει». Ἀλλά μὲ τὴν μνήμη τοῦ πάθους καὶ ἡ σταθερότητα χανόταν.

Εἶπα: «τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ ζημιώσει τὴν ψυχή του;». Πλὴν ὅμως μὲ τοὺς λόγους δὲν ἐκρίζωνα τὸν φόβο σας· μόνο ἔμενε τὸ πάθος ἀκίνητο. Εἰσήγαγα ἀδωροδόκητο κριτή, πού δὲν ἐξαργυρώνει μὲ δῶρα τὰ πταίσματα, λέγοντας «τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;» κι ἦταν ὁ λόγος ἀνάμεσά σας ἀμφίβολος. Εἶπα: «θὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν δόξα Του» καὶ νομίσατε ὅτι μυθολογῶ. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι ἀνεπαρκὴς ὁ λόγος, θὰ διδάξουν τὰ πράγματα: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται στὴν δόξα τοῦ Πατρός του». Δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ χρόνος τῆς μέλλουσας παρουσίας. Πρέπει νὰ στηθεῖ ὁ σταυρός, νὰ δεθεῖ ὁ ἅδης, νὰ δοθεῖ στοὺς νεκροὺς τὸ μήνυμα τῆς ἐλευθερίας, ὁ ἐκ νεκρῶν ἀναστάς νὰ ἀνέλθει στούς οὐρανούς, νὰ γίνει παντοῦ ὁ ἀγώνας τοῦ κηρύγματος, πρέπει μὲ τὸ κήρυγμα νὰ διαδοθεῖ καὶ νὰ ἐπικρατήσει τὸ εὐαγγέλιο καὶ τότε νὰ φανεῖ ὁ εὐαγγελιζόμενος. Ἀλλά σὲ σᾶς, τοὺς μαθητές μου σπεύδω νὰ χαρίσω ἀπὸ τώρα μιὰ εἰκόνα τῆς παρουσίας, ὥστε, ἔχοντας τρυγήσει πρόωρη θέα, νὰ ἔχετε τὰ τωρινὰ πιστοποίηση τῶν μελλόντων. Εἶναι κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς πού βρίσκονται ἐδῶ —κάποιοι, ὄχι ὅλοι. Ὁπωσδήποτε δὲν κάνω φανερὴ σὲ ὅλους τὴν θέα· αὐτὸ πού ἔγινε ὁρατὸ ἂς μείνει καὶ μετὰ τὴν θέα μυστήριο.

Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, «παραλαμβάνει τρεῖς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη». Αὐτοὺς κατέστησε θεατές, τοὺς ἄλλους ἄφησε ἀκροατές. Καὶ «τοὺς ἀνέβασε σὲ ὄρος ὑψηλό». Καλῶς λέει «ὑψηλό», ὥστε καὶ τὸ ὄρος νὰ γειτνιάζει μὲ τὸν οὐρανό, καθὼς ὁ Παῦλος κήρυττε «θὰ ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες, γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα». Καὶ τώρα ἀναζητᾶ τόπο νὰ συνυψώνεται μὲ τὰ σύννεφα. Οἱ μὲν θεατές, λοιπόν, εὐπρεπεῖς. οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ μὲ τὶς ἐλπίδες ἀναπτερώνονταν καὶ ἡ ψυχὴ μὲ δέος τῆς θέας ἔτεκε τὸν πόθο. Ἔτσι ἐνῶ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸ μέλλον, ξαφνικὰ μεταμορφώνεται ὁ Χριστὸς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν, τὴν μορφὴ μεταβάλλει καὶ ἐνδυόμενος χιτώνα φωτὸς δείχνει θέαμα ἀπαστράπτον.

Ὢ τοῦ θαύματος! Ἀπὸ ἀνθρώπινη μορφὴ ἐκτοξεύονταν ἀκτίνες, πού ἀποστέλλονταν μὲ θεϊκὲς ἐνέργειες. Εἶδε ὁ ἥλιος αὐτὸ πού δὲν εἶχε γνωρίσει προηγουμένως καί, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ τὸ φέγγος ἄλλου φωτός, κρύβεται. «Σταμάτησες κάποτε, ἥλιε, ἀναμένοντας τὴν νίκη τῶν Ἑβραίων. Σεβάστηκες διαταγὴ τοῦ στρατηγοῦ Ἰησοῦ, τιμώντας τὸ δεσποτικὸ ὄνομα τοῦ ὁμοδούλου. Τώρα εἶδες φῶς, πού δὲν εἶχες δεῖ ποτέ». Αὐτὴ τὴν θεωρία διηγούμενοι οἱ συγγραφεῖς τῶν εὐαγγελίων χρησιμοποιοῦν διαφορετικὲς ἐκφράσεις, μὴ δυνάμενοι νὰ παραστήσουν μὲ λόγους τὸ ὅραμα. Ὁ ἕνας λέει: «ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο», μὴ ἔχοντας ἄλλη λαμπρότερη εἰκόνα. Ὁ ἄλλος: «ἔλαμψαν τὰ ἱμάτιά Του ὅπως τὸ φῶς». Προβαίνουμε δηλαδὴ σὲ συγκρίσεις μὲ μέτρο αὐτὰ πού βλέπουμε. Ἀδυνατεῖ μαζὶ καὶ ἡ κτίση νὰ προσφέρει εἰκόνα, γιὰ νὰ παραβληθεῖ τὸ θέαμα. Ἂς βεβαιώσουν τὰ μάτια. Ἡ γλώσσα δὲν ἔμαθε γι’ αὐτὰ νὰ μιλάει.

Ἡ θέα λοιπὸν περιβάλλοντας τοὺς θεατὲς μὲ τὴν λαμπρότητα αὐτῶν πού ἔβλεπαν, ὑποδήλωσε τὸν μέλλοντα κριτὴ τῆς οἰκουμένης. Ἐμφανίσθηκαν δὲ ἀνάμεσά σας οἱ κορυφαῖοι στὴν ἀρετὴ μεταξὺ τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ κηρύξουν στοὺς παρόντες τὸν Δεσπότη δικαστὴ ζώντων καὶ νεκρῶν. Ὁ Μωυσῆς, ἀφοῦ ἔγινε ἀρχηγέτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς καὶ νομοθέτης, πεθαίνει καὶ ἀποχωρίζεται τὴν ζωή. Κι ὁ Ἠλίας πυρακτωμένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἔγινε ἡνίοχος πυρὸς καὶ ἱππεύοντας στὸν ἀέρα ὑπερπήδησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, βρίσκοντας ὁδό ἀνώτερη τοῦ θανάτου.

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο θυμήσου τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Δεσπότη καὶ τὶς ἀποκρίσεις τῶν μαθητῶν, πού τὸν ὀνόμαζαν ἄλλοι Ἠλία κι ἄλλοι ἕναν ἀπό τους προφῆτες. Βλέποντάς Τον ὅμως τώρα προσκυνούμενο ἀπό τούς προφῆτες… Ὁ Μωυσῆς ἱκετεύει, ὁ Ἠλίας ὑποκλίνεται δίνοντας μαρτυρία ὅτι ὁ παρὼν εἶναι Δεσπότης καὶ ὄχι δοῦλος. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος μολονότι βλέπει αὐτὰ δὲν διδάσκεται. Στέκει σὰν κατακεραυνωμένος ἐνώπιον πρωτοφανῶν θαυμάτων. Ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση γιὰ ὅσα βλέπει, ξεχνᾶ τὰ πάντα. Δένεται στὸν τόπο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη διακατεχόμενος. «Ἂς κάνουμε, λέει, τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Ἀποδεικνύει τὴν ἄγνοιά του, συναριθμώντας τὸν Δεσπότη στοὺς δούλους, θεωρώντας ὁμότιμους Δεσπότη καὶ ὑπηκόους. Ὡστόσο δὲν παρέμεινε στῆς ἄγνοιας τὸ πάθος ὁ Πέτρος. Βροντὴ ἦλθε ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ θεραπεύει μὲ τὸν φόβο τὴν ἄγνοια, σὰν νὰ φώναζε μὲ τὸν ἦχο τὰ ἀκόλουθα: Γιατί συναριθμεῖτε μὲ τοὺς δούλους τὸν Δεσπότη; Θέλετε νὰ μάθετε τὴν διαφορά; Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Ἐκείνους δημιούργησα δούλους, Αὐτὸν τὸν γέννησα Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας μου. Δικός μου Υἱὸς εἶναι, κι ἂς ἔχει περιβληθεῖ μορφὴ δούλου γιὰ χάρη σας. Ἀπρόσιτο ἔχει τὸ φῶς, ἀκόμα κι ἂν ἔκανε ὁρατὲς γιὰ σᾶς τὶς ἀκτίνες.

Μακάρια τὰ μάτια ἐκεῖνα πού εἶδαν τὸν Χριστὸ στολισμένο ὡς νυμφίο. Μακάρια τὰ μάτια πού εἶδαν σὲ ἤπιο σχῆμα τὴν φοβερὴ ἡμέρα της κρίσεως. Διότι ἔβλεπαν μὲ χαρὰ αὐτὰ πού ἄλλοι θὰ δοῦν μὲ τρόμο. Ἀλήθεια, ποιὰ μάτια θὰ μπορέσουν νὰ ἀντέξουν τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν ἡ γῆ θὰ κλονίζεται καὶ ἡ θάλασσα, βγάζοντας στὴν ἐπιφάνεια τὰ ἀπὸ τὸν ‘Ἀδὰμ ἀνθρώπινα σώματα, καὶ οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις θὰ τρέμουν μὴ ὑποφέροντας τὸν φόβο; Τυλίγεται σὰν εἰλητάρι ὁ οὐρανὸς στὴν παρουσία τοῦ Βασιλιά. Ξαφνικὰ οἱ δορυφόροι ἀφαιροῦν τὰ καταπετάσματα τῶν θυρῶν. Καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα τ’ οὐρανοῦ παρουσιάζονται προτρέχοντας μὲ λαμπρότητα οἱ τάξεις τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, χίλιες χιλιάδων ἀγγέλων καὶ μύριες μυριάδες. Φαίνεται δὲ κατερχόμενος ὁ Δεσπότης ἀκτινοβολώντας ἄπλετο φῶς στὰ σύμπαντα. Ποιὸς λοιπὸν θὰ ὑπομείνει αὐτὴ τὴν θέα; Ποιὸς θὰ μετρήσει τὸν φόβο; Ἐὰν τὶς συνεχεῖς λάμψεις τῆς ἀστραπῆς δὲν ὑπομένουμε, ἀλλά πολλὲς φορὲς ἡ λάμψη μᾶς ρίχνει στὸ ἔδαφος, τί θὰ συμβεῖ σ’ αὐτὸν πού ἀντικρύζει τὴν ἀνατολὴ Ἐκείνου πού προκαλεῖ τὴν ἀστραπή; Ὅταν ἦχοι σαλπίγγων καλοῦν τοὺς νεκροὺς ἀπό τούς τάφους, ὅταν σπάζουν τὰ μνήματα ἀπελευθερώνοντας τοὺς δεσμῶτες, ὅταν κρίνονται προθέσεις καὶ πράξεις καὶ σκέψεις, ὅταν προσάγεται δεσμώτης ὁ διάβολος καὶ εἰσπράττει τὴν τιμωρία του γιὰ τοὺς τυραννικοὺς λογισμοὺς (τοὺς ὁποίους ὑπέβαλλε στοὺς ἀνθρώπους), ὅταν χωρίζονται οἱ ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων, ποιὸς καὶ σὲ ποιὰ μερίδα θὰ ἔχει τὸν κλῆρο του;

Ὅταν ζῶντες μαζὶ καὶ πεθαμένοι συρρέουν, ποιὸς θὰ εἶναι τοῦ δικαστὴ Χριστοῦ καὶ ποιὸς τοῦ κατάκριτου ληστή; Κοινὴ ἀπὸ ὅλους ἡ προσκύνηση. Ἐπειδὴ ἡ ταχύτητα τῆς ἀναστάσεως φέρνει τοὺς νεκροὺς μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανούς, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Παῦλο, πού λέει ὅτι «ἐμεῖς οἱ ζῶντες, πού θὰ ἔχουμε ἀπομείνει, δὲν θὰ προηγηθοῦμε αὐτῶν πού θὰ ἔχουν κοιμηθεῖ». Ἔτσι κανεὶς νεκρὸς δὲν θὰ ἀργοπορήσει ἐξ αἰτίας τοῦ τάφου. Ὅλοι λοιπὸν τὴν ἀπόφασή Του ἀναμένουν ἔμφοβοι, μὴ γνωρίζοντας ἂν θὰ ἀκούσουν τὸ «ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» ἤ «πηγαίνετε ἔξω στὸ σκοτάδι, πού ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του».

Ἔτσι ζυγίζοντας τὰ ἔργα δίνει στὰ πράγματα τὸ πρόσφορο τέλος τους. Εἰκόνες αὐτῆς τῆς στιγμῆς ἔδωσε ὁ Δεσπότης στοὺς ἀποστόλους. Ὥστε ἐμεῖς ἀναλογιζόμενοι τὸν φόβο ἐκεῖνο, νὰ μεταβάλουμε ὅσο εἶναι καιρὸς τὸν βίο μας, μὲ ἀγαθὰ ἔργα νὰ κερδίσουμε τὴν παρρησία καί, προτοῦ φθάσει ἡ Κρίση, νὰ προετοιμάσουμε τὴν ἀπολογία μας. Ἂς μὴ συγκατακριθοῦμε μὲ τὸν κρινόμενο ἐχθρό, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, πού μᾶς ἀγαπᾶ, ἂς ἀνέβουμε στὸν οὐρανό, γενόμενοι κληρονόμοι Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ.


Διότι σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ καὶ στὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ στὸ Πανάγαθο καὶ Ζωοποιὸ καὶ ὁμοούσιο Πνεῦμα τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...