Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαΐου 04, 2015

Συμβουλή σὲ νιόπαντρη γυναίκα

 ( Ἐπιστολή τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μέ τήν ὁποία ἐφοδιάζει τό πνευματικό του παιδί Ὀλυμπιάδα μέ συμβουλές γιά τόν γάμο της. Ἐξαίρετες συμβουλές μιᾶς φωτισμένης συνείδησης ἀλλά καί κείμενο ἰδιαίτερης ποιμαντικῆς ἀξίας)
ΑΓ. ΖΩΝΗ




    «Κόρη μου, στοὺς γάμους σου ἐγὼ ὁ πνευματικός σου πατέρας, ὁ Γρηγόριος, σοῦ κάνω δῶρο τοῦτο τὸ ποίημα. Καὶ εἶναι ὅ,τι καλλίτερο ἡ συμβουλὴ τοῦ πατέρα.
 
Ἄκου λοιπὸν Ὀλυμπιάδα μου:
 
1.  Ξέρω ὅτι θέλεις νὰ εἶσαι πραγματικὴ χριστιανή. Καὶ μιά πραγματικὴ χριστιανὴ πρέπει ὄχι μόνο νὰ εἶναι, ἀλλὰ καὶ νὰ φαίνεται. Γι’ αὐτό, σὲ παρακαλῶ, νὰ προσέξης τὴν ἐξωτερική σου ἐμφάνιση. Νὰ εἶσαι ἁπλή. Τὸ χρυσάφι, δεμένο σὲ πολύτιμες πέτρες, δὲν στολίζει γυναῖκες σὰν καὶ σένα. Πολὺ περισσότερο τὸ βάψιμο. Δὲν ταιριάζει στὸ πρόσωπό σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν παραποιῆς καὶ νὰ τὴν ἀλλάζης, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀρέσης. Ξέρε το ὅτι αὐτὸ εἶναι φιλαρέσκεια καὶ νὰ μένης ἁπλὴ στὴν ἐμφάνιση. Τὰ βαρύτιμα καὶ πολυτελῆ φορέματα, ἂς τὰ φοροῦν ἐκεῖνες, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦν ἀνώτερη ζωή, ποὺ δὲν ξέρουν τί θὰ πῆ πνευματικὴ ἀκτινοβολία. Ἐσύ ὅμως ἔβαλες μεγάλους καὶ ὑψηλοὺς στόχους στὴ ζωή σου. Κι αὐτοὶ οἱ στόχοι σοῦ ζητοῦν ὅλη τή φροντίδα κι ὅλη τὴν προσοχή. (...)
 
2.  Μὲ τὸ γάμο, ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη σου νὰ εἶναι φλογερὴ καὶ ἀμείωτη γιὰ κεῖνον, πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Γιὰ κεῖνον, ποὺ ἔγινε τὸ μάτι τῆς ζωῆς σου καὶ σοῦ εὐφραίνει τὴν καρδιά. Κι ἂν καταλάβης πὼς ὁ ἄνδρας σου σὲ ἀγαπάει περισσότερο ἀπ’ ὅσο τὸν ἀγαπᾶς ἐσύ, μὴ κυττάξης νὰ τοῦ πάρης τὸν ἀέρα, κράτα πάντα τὴ θέση πού σοῦ ὁρίζει τὸ Εὐαγγέλιο.
 
3.  Ἐσὺ νὰ ξέρης ὅτι εἶσαι γυναίκα, ἔχεις μεγάλο προορισμό, ἀλλὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἡ κεφαλή. Ἄσε τὴν ἀνόητη ἰσότητα τῶν δυὸ φύλων καὶ προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ καθήκοντα τοῦ γάμου. Στὴν ἐφαρμογή τους θὰ δῆς πόση ἀντοχὴ χρειάζεται γιὰ ν’ ἀνταποκριθῆς, ὅπως πρέπει, σ’ αὐτὰ τὰ καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ πόση δύναμη κρύβεται στὸ ἀσθενὲς φύλο.
 
4.  Θὰ ξέρης, πόσο εὔκολα θυμώνουν οἱ ἄνδρες. Εἶναι ἀσυγκράτητοι καὶ μοιάζουν μὲ λιοντάρια. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ γυναίκα πρέπει νὰ εἶναι δυνατότερη καὶ ἀνώτερη. Πρέπει νὰ παίζη τὸ ρόλο τοῦ θηριοδαμαστῆ. Τί κάνει ὁ θηριοδαμαστὴς ὅταν βρυχᾶται τὸ θηρίο; Γίνεται περισσότερο ἤρεμος καὶ μὲ τὴν καλωσύνη καταπραΰνει τὴν ὀργή. Τοῦ μιλάει γλυκὰ καὶ μαλακά, τὸ χαϊδεύει, τὸ περιποιεῖται καὶ πάλι τὸ χαϊδεύει κι ἔτσι τὸ καταπραΰνει (...)
 
5.  Ποτὲ μὴ κατηγορήσης καὶ ἀποπάρης τὸν ἄνδρα σου γιὰ κάτι ποὺ ἔκανε στραβό. Οὔτε πάλι γιὰ τὴν ἀδράνειά του, ἔστω κι ἂν τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἤθελες ἐσύ. Γιατί ὁ διάβολος εἶναι αὐτός, ποὺ μπαίνει ἐμπόδιο στὴν ὁμοψυχία τῶν συζύγων (...)
 
6.  Νὰ ἔχετε κοινὰ τὰ πάντα καὶ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες. Γιατί ὁ γάμος ὅλα σᾶς τὰ ἔκανε κοινά. Κοινὲς καὶ οἱ φροντίδες, γιατί ἔτσι τὸ σπίτι θὰ στεριώση. Νὰ συμβάλλης ἐκφράζοντας τὴ γνώμη σου, ὁ ἄνδρας ὅμως ἂς ἀποφασίζη.
 
7.  Ὅταν τὸν βλέπης λυπημένο, συμμερίσου τὴ λύπη του ἐκείνη τὴν ὥρα. Γιατί εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση στὴ λύπη, ἡ λύπη τῶν φίλων. Ὅμως ἀμέσως νὰ ξαστεριάζη ἡ ὄψη σου καὶ νὰ εἶσαι ἤρεμη χωρὶς ἀγωνία. Ἡ γυναίκα εἶναι τὸ ἀκύμαντο λιμάνι γιὰ τὸ θαλασσοδαρμένο σύζυγο.
 
8.  Νὰ ξέρης ὅτι ἡ παρουσία σου στὸ σπίτι σου εἶναι ἀναντικατάστατη, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσης μ’ ὅλες τὶς φροντίδες τοῦ νοικοκυριοῦ. Νὰ τὸ βλέπης σὰν βασίλειό σου, καὶ νὰ μὴ συχνοβγαίνης ἀπὸ τὸ κατώφλι σου. Ἄφησε τὶς ἔξω δουλειὲς γιὰ τὸν ἄνδρα.
 
9.  Πρόσεχε τὶς συναναστροφές σου. Πρόσεξε τὶς συγκεντρώσεις, ποῦ πηγαίνεις. Μὴ πᾶς σὲ ἄπρεπες συγκεντρώσεις, γιατί εἶναι μεγάλος κίνδυνος γιὰ τὴν ἁγνότητά σου. Αὐτὲς οἱ συναναστροφὲς ἀφαιροῦν τὴν ντροπὴ κι ἂπ’ τὶς ντροπαλές, σμίγουν μάτια μὲ μάτια, κι ὅταν φύγη ἡ ντροπὴ γεννιοῦνται ὅλα τὰ χειρότερα κακὰ («αἰδὼς οἰχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων»). Τὶς σοβαρὲς ὅμως συγκεντρώσεις μὲ συνετοὺς φίλους νὰ τὶς ἐπιζητῆς, γιὰ νὰ ἐντυπώνεται στὸ νοῦ σου ἕνας καλὸς λόγος, ἤ κάποιο ἐλάττωμα νὰ κόψης ἤ νὰ καλλιεργήσης τοὺς δεσμούς σου μὲ ἐκλεκτὲς ψυχές.
    
Μὴ ἐμφανίζεσαι ἀνεξέλεγκτα σὲ ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ στοὺς σώφρονες συγγενεῖς σου, στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ σοβαροὺς νεώτερους ἤ ἡλικιωμένους.

Μὴ συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναῖκες, ποὺ ἔχουν στὸ νοῦ τους στὸ ἔξω, γιὰ ἐπίδειξη. Οὔτε ἀκόμα ἄνδρες εὐσεβεῖς, ποὺ ὁ σύζυγός σου δὲν θέλει στὸ σπίτι, ἂν καὶ σὺ τόσο πολύ τούς ἐκτιμᾶς. Ὑπάρχει γιὰ σένα πιὸ ἀκριβὸ πράγμα ἀπὸ τὸν καλό σου σύζυγο, πού τόσο ἀγαπᾶς;
 
10.  Ἐπαινῶ τὶς γυναῖκες, ποὺ δὲν τὶς ξέρουν οἱ πολλοὶ ἄνδρες. Μὴ τρέχης σὲ τραπέζια κοσμικὰ καὶ ἂς εἶναι γιὰ γάμο ἡ γιὰ γενέθλια. Ἐκεῖ ἀνάβουν ἄνομοι πόθοι, μὲ τοὺς χορούς, τοὺς πήδους καὶ τὰ γέλια, τὴν ψεύτικη εὐχαρίστηση, ποὺ παραπλανεύουν ἀκόμη καὶ τοὺς ἁγνοὺς καὶ σώφρονες. Καὶ ἡ ἁγνότητα εἶναι τόσο λεπτὸ πρᾶγμα! Σὰν τὸ κερὶ στὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου! Ἀπόφευγε ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι σου τὰ κοσμικὰ τραπέζια. Ἂν μπορούσαμε νὰ περιορίσουμε τὶς ὀρέξεις τῆς κοιλιᾶς, θὰ κυριαρχούσαμε στὰ πάθη μας.
 
11.  Κράτα τὴν μορφή σου γαλήνια καὶ μὴ τὴν ἀλλοιώνης οὔτε μὲ μορφασμούς, ὅταν εἶσαι θυμωμένη. Στολίδια τ' αὐτιὰ νἄχουν ὄχι μαργαριτάρια, ἀλλὰ ν’ ἀκοῦν καλὰ λόγια καὶ νὰ βάζουν γιὰ τὰ ἄσχημα λουκέτο στὸ νοῦ. Ἔτσι, εἴτε κλειστὰ εἶναι, εἴτε ἀνοιχτά, ἡ ἀκοὴ θὰ μένη ἁγνή.
 
12.  Ὅσο γιὰ τὰ μάτια, εἶναι κεῖνα, ποὺ δείχνουν ὅλο τὸ ἐσωτερικό της ψυχῆς. Ἂς σταλάζη ἁγνὸ κοκκίνισμα ἡ παρθενικὴ ντροπὴ κάτω ἀπὸ τὰ βλέφαρά σου καὶ ἂς προκαλῆ τὴ σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνὴ ντροπὴ σὲ ὅσους σὲ βλέπουν καὶ σ' αὐτὸν ἀκόμα τὸ σύζυγό σου. Εἶναι πολλὲς φορὲς προτιμότερο, γιὰ πολλὰ πράγματα, νὰ κρατᾶς κλειστὰ τὰ μάτια, χαμηλώνοντας τὸ βλέμμα.
 
13.  Καὶ τώρα στὴ γλώσσα. Θάχης πάντα ἐχθρὸ τὸν ἄνδρα σου, ἂν ἔχης γλώσσα ἀχαλίνωτη, ἔστω κι ἂν ἔχης χίλια ἄλλα χαρίσματα. Γλώσσα ἀνόητη βάζει, πολλὲς φορές, σὲ κίνδυνο καὶ τοὺς ἀθώους. Προτίμα κι ὅταν ἀκόμα ἔχης δίκιο, τὴ σιωπή. Εἶναι προτιμότερη γιὰ νὰ μὴ ριχοκινδυνεύσης νὰ πῆς ἕνα ἄτοπο λόγο. Κι ἂν ἔχης τὴν ἐπιθυμία νὰ λὲς πολλά, τὸ καλλίτερο εἶναι νὰ σωπαίνης.
Πρόσεχε ἀκόμα καὶ τὸ βάδισμά σου. Μετράει στὴ σωφροσύνη.
 
14.  Καὶ τοῦτο πρόσεξε καὶ ἄκουσε: Μὴν ἔχης ἀδάμαστη σαρκικὴ ὁρμή. Πεῖσε καὶ τὸν ἄνδρα σου νὰ σέβεται τὶς ἱερὲς ἡμέρες. Γιατί οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. (...)
 
15.  Ἂν ἀπὸ μένα τὸν γέροντα πῆρες κάποιο λόγο πνευματικό, σοῦ συνιστῶ νὰ τὸν φυλάξης στὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Ἔτσι μὲ ὅτι πῆρες ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσες καὶ μὲ τὴν ἠθική σου ἀνωτερότητα, θὰ θεραπεύσης τὸν ἐξαίρετο σύζυγό σου καὶ περίφημο πολιτικὸ ἄνδρα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια.
 
16.  Αὐτὸ τώρα τὸ παρὸν δῶρο, κειμήλιο σοῦ προσφέρω. Ἂν θέλης πάλι νὰ σοῦ εὐχηθῶ καὶ τὸ καλλίτερο, σοῦ εὔχομαι νὰ γίνης ἀμπέλι πολύκαρπο, μὲ τέκνα τέκνων, γιὰ νὰ δοξάζεται ἀπὸ περισσότερους ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὁποῖον γεννιόμαστε καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖον πρέπει ἀπ' αὐτὴ τὴ ζωὴ νὰ ὁδεύουμε».

Σάββατο, Απριλίου 11, 2015

Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τὴν βραδύτητα Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος






1. Ἡμέρα ἀναστάσεως καὶ ἀρχὴ δεξιά! Ἂς λάμψουμε ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν ἑορτή, καὶ ἂς ἀγκαλιάσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο! Ἂς ποῦμε, ἀδερφοί, ὄχι μόνο εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ἀγάπη μᾶς ἔχουν εὐεργετήσει ἢ ἔχουν εὐεργετηθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μᾶς μισοῦν. ἂς συγχωρήσουμε τὰ πάντα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀναστάσεως. ἂς δώσουμε συγχώρηση ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, καὶ ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἔχω τυραννηθεῖ ἀπὸ τὴν καλὴ τυραννία τῶν ἐπαίνων σας – αὐτὸ σᾶς τὸ ὁμολογῶ τώρα – καὶ σεῖς οἱ ὁποῖοι ἔχετε ἀσκήσει τὴν καλὴ αὐτὴ τυραννία, ἐὰν μὲ κατηγορεῖτε γιὰ τὴν βραδυπορία μου, ἐπειδὴ βεβαίως ἡ βραδυπορία αὐτὴ εἶναι καλύτερη καὶ πολυτιμότερη γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν βιασύνη ἄλλων.

Διότι εἶναι καλὸ καὶ νὰ διστάζουμε γιὰ λίγο νὰ δεχθοῦμε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε ὁ Μωυσῆς παλαιότερα καὶ ὁ Ἱερεμίας ἀργότερα, ἀλλὰ καὶ νὰ τρέχουμε μὲ προθυμία ὅταν μᾶς καλεῖ, ὅπως ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ Ἠσαΐας, ἀρκεῖ μόνο νὰ τὰ κάνουμε μὲ εὐσέβεια καὶ τὰ δύο, νὰ διστάζουμε δηλαδὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεώς μας, καὶ νὰ σπεύδουμε μὲ προθυμία ἐξ αἰτίας τῆς δυνάμεως ἐκείνου ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ.

+ + +

2. Μυστήριο μὲ ἔχει καλέσει, καὶ ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου δίστασα γιὰ λίγο, γιὰ νὰ ἐξετάσω τὸν ἑαυτό μου. Μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ μυστηρίου παρουσιάζομαι πάλι, χρησιμοποιώντας ὡς καλὴ σύμμαχο τῆς δειλίας καὶ τῆς ἀδυναμίας μου τὴν ἑορτή, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει καὶ ἐμένα μὲ τὸ πνεῦμα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε σήμερα ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἀφοῦ μὲ ἐνδύσει μὲ τὸν νέο ἄνθρωπο νὰ μὲ παραδώσει στὴν νέα δημιουργία, σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν γεννηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς καλὸ δημιουργὸ καὶ διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος μὲ προθυμία ἀποθνήσκει καὶ ἀνίσταται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.

+ + +

3. Χθὲς σφαζόταν τὸ ἀρνίο καὶ ἀλείφονταν οἱ παραστάτες τῶν θυρῶν καὶ θρήνησε ἡ Αἴγυπτος τὰ πρωτότοκα καὶ πέρασε ἀπὸ κοντά μας ὁ ἐξολοθρευτὴς χωρὶς νὰ μᾶς πειράξει, ἐπειδὴ ἡ σφραγίδα ἦταν φοβερὴ καὶ σεβαστή, καὶ εἴχαμε περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ τίμιο αἷμα.

Σήμερα ἔχουμε φύγει ὁλότελα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν Φαραώ, τὸν φοβερὸ ἡγεμόνα, καὶ ἀπὸ τοὺς σκληροὺς ἐπιστάτες, καὶ ἀπὸ τὸν πηλὸ καὶ τὴν κατασκευὴ πλίνθων, καὶ δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίσει κανεὶς νὰ πανηγυρίσουμε στὸν Θεὸ μας ἑορτὴ γιὰ τὴν ἔξοδο καὶ νὰ ἑορτάσουμε «ὄχι μὲ τὴν παλαιὰ ζύμη τῆς κακίας καὶ τῆς πονηρίας ἀλλὰ μὲ τὰ ἄζυμα τῆς εἰλικρινείας καὶ τῆς ἀληθείας», χωρὶς νὰ φέρουμε μαζί μας οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὸ ἄθεο αἰγυπτιακὸ προζύμι.

+ + +

4. Χθὲς σταυρωνόμουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ σήμερα δοξάζομαι μαζί του. Χθὲς νεκρωνόμουν, καὶ σήμερα ζωοποιοῦμαι μαζί του. Χθὲς θαπτόμουν, καὶ σήμερα ἀνίσταμαι μαζί του. Ἐμπρὸς ἂς προσφέρουμε καρποὺς σ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔπαθε χάριν ἡμῶν καὶ ἀνεστήθη.

Ἴσως νομίσετε ὅτι ἐννοῶ χρυσὸ ἢ ἄργυρο ἢ ὑφάσματα ἢ διαφανεῖς καὶ πολύτιμους λίθους, τὴν ρευστὴ δηλαδὴ ὕλη τῆς γῆς, ἡ ὁποία μένει κάτω, καὶ τῆς ὁποίας τὸ μεγαλύτερο μέρος κατέχουν οἱ κακοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι δοῦλοι στὰ γήινα καὶ στὸν κοσμοκράτορα διάβολο. Ἂς προσφέρουμε ὡς καρποὺς τοὺς ἑαυτούς μας, τὸ πολυτιμότατο καὶ τὸ ἀγαπητότατο κτῆμα τοῦ Θεοῦ.

Ἂς ἀποδώσουμε στὴν εἰκόνα τὸ κατ’ εἰκόνα, ἂς κατανοήσουμε τὴν ἀξία μας, ἂς τιμήσουμε τὸ πρωτότυπο τῆς εἰκόνας μας, ἂς γνωρίσουμε τὴν δύναμη τοῦ μυστηρίου, καὶ ἂς μάθουμε πρὸς χάριν ποιοῦ ἀπέθανε ὁ Χριστός.

+ + +

5. Ἂς γίνουμε ὅπως εἶναι ὁ Χριστός, ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς ἔγινε ὅμοιος μὲ ἐμᾶς. Ἂς γίνουμε Θεοὶ γι’ αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος πρὸς χάριν μας. Ἔλαβε τὸ χειρότερο γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὸ καλύτερο.

Ἔγινε πτωχὸς γιὰ νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πτωχεία του. Ἔλαβε μορφὴ δούλου γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε ἐμεῖς τὴν ἐλευθερία. Κατέβηκε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε. Ὑπέμεινε τοὺς πειρασμοὺς γιὰ νὰ νικήσουμε. Ὑπέμεινε τὴν ἀτίμωση, γιὰ νὰ μᾶς δοξάσει. Ἀπέθανε, γιὰ νὰ μᾶς σώσει, καὶ ἀνέβηκε γιὰ νὰ μᾶς σύρει κοντά του ἀπὸ κάτω, ὅπου βρισκόμαστε ξαπλωμένοι καὶ ἀπονεκρωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ἂς δώσει ἕκαστος τὰ πάντα! Ἂς προσφέρει τὰ πάντα σ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἑαυτόν Του ὡς λύτρον καὶ ἀντάλλαγμα χάριν ἡμῶν! Δὲν μπορεῖ δὲ νὰ προσφέρει τίποτε καλύτερο ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἀφοῦ θὰ ἔχει ἐννοήσει τὸ μυστήριο καὶ θὰ ἔχει γίνει ὅλα ὅσα ἔγινε ἐκεῖνος πρὸς χάριν μας.

+ + +

6. Καὶ σὲ σᾶς μέν, ὅπως βλέπετε, προσφέρει ποιμένα. Διότι τοῦτο ἐλπίζει καὶ εὔχεται καὶ ζητεῖ ἀπό σᾶς, οἱ ὁποῖοι ποιμαίνεσθε, ὁ καλὸς ποιμήν, ὁ ὁποῖος δίνει τὴν ψυχή του γιὰ τὰ πρόβατα. Καὶ σᾶς δίνει τὸν ἑαυτὸ του ὄχι μία φορὰ ἀλλὰ δύο.

Τὴν ράβδο, ἡ ὁποία στηρίζει τὸ γῆρας, τὴν κάνει ράβδο τοῦ πνεύματος, καὶ προσθέτει στὸν ἄψυχο ναό, τὸν ἔμψυχο, στὸν δὲ περικαλλῆ καὶ οὐράνιο τὸν οἱονδήποτε, ὁ ὁποῖος, ὅσο μικρὸς κι ἂν εἶναι, εἶναι γι’ αὐτὸν τὸ πολυτιμότατο πράγμα καὶ ἔχει συντελεσθεῖ μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ κόπους, θὰ μπορούσαμε δὲ νὰ ποῦμε ὅτι ἀξίζει τοὺς κόπους αὐτούς.

Καὶ σᾶς προσφέρει ὅλα τὰ δικά του (ὤ! πόσο μεγάλη εἶναι ἡ μεγαλοψυχία του, ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ὀρθότερα, ἡ ἀγάπη του πρὸς τὰ τέκνα!), τὸ γῆρας, τὴ νεότητα, τὸν ναό, τὸν ἀρχιερέα, τὸν κληροδότη καὶ τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ποθεῖτε.

Καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, ὄχι τοὺς μάταιους, οἱ ὁποῖοι πετοῦν στὸν ἀέρα καὶ σταματοῦν στ’ αὐτιά, ἀλλὰ ἐκείνους τοὺς ὁποίους γράφει τὸ πνεῦμα καὶ ἐντυπώνει σὲ λίθινες πλάκες, δηλαδὴ σὲ σαρκικές, καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν χαράσσονται στὴν ἐπιφάνεια οὔτε ἀπαλείφονται εὔκολα, ἀλλὰ ἐγχαράσσονται βαθιὰ μέσα μὲ τὴν χάρη καὶ ὄχι μὲ μελάνη.

+ + +

7. Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα σας τὰ προσφέρει ὁ σεμνὸς αὐτὸς Ἀβραάμ, ὁ πατριάρχης, ἡ τίμια καὶ σεβάσμια κεφαλή, ὁ κάτοχος ὅλων τῶν καλῶν, τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἀρετῆς, ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἱεροσύνης, ὁ ὁποῖος προσφέρει σήμερα ὡς ἐθελοντικὴ θυσία στὸν Κύριο τὸν μονογενῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀποκτήσει κατόπιν τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ.

Σεῖς δὲ προσφέρετε στὸν Θεὸ καὶ σὲ μᾶς τὸ ὅτι ποιμαίνεσθε καλῶς μὲ τὸ νὰ ἔχετε κατασκηνώσει σὲ τόπο δροσερὸ καὶ νὰ τρέφεστε μὲ ὕδωρ ἀναπαύσεως, νὰ γνωρίζετε καλῶς τὸν ποιμένα καὶ νὰ γνωρίζεστε ἀπὸ αὐτόν, καὶ νὰ τὸν ἀκολουθεῖτε μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή σας καὶ νὰ εἰσέρχεστε ἀπὸ τὴν θύρα ὅταν σᾶς καλεῖ ὡς ποιμένας, νὰ μὴν ἀκολουθεῖτε δὲ ξένους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πηδήσει καὶ ἔχουν μπεῖ στὴν αὐλὴ κατὰ τρόπο ληστρικὸ καὶ ὕπουλο.

Οὔτε νὰ ἀκοῦτε ξένη φωνή, ἡ ὁποία σᾶς παρασύρει τὸ νοῦ καὶ σᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια στὰ ὄρη καὶ στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βάραθρα καὶ στοὺς τόπους τοὺς ὁποίους δὲν τοὺς ἐπισκέπτεται ὁ Κύριος, καὶ ἡ ὁποία ἀπομακρύνει μὲν ἀπὸ τὴν ὑγιῆ πίστη στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στὴν μία δύναμη καὶ Θεότητα (φωνὴ τὴν ὁποία ἄκουγα πάντοτε καὶ ἀκοῦν τὰ πρόβατά μου), καὶ μὲ λόγους ψευδεῖς καὶ διεφθαρμένους κλέπτει καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ καὶ πρῶτο ποιμένα.

Εἴθε ὅλοι ἐμεῖς, καὶ οἱ ποιμένες καὶ τὸ ποίμνιο, νὰ βοσκώμεθα καὶ νὰ βόσκουμε μακριὰ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, σὰν νὰ ἦσαν δηλητηριῶδες καὶ θανάσιμο φυτό, μὲ τρόπο ὥστε νὰ εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων, καὶ τώρα καὶ στὴν μετὰ θάνατο ζωή. Ἀμήν.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 19, 2015

Περὶ Φιλοπτωχίας -Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 


1. Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ συμπένητες, πτωχοὶ γὰρ ἅπαντες, καὶ τῆς θείας χάριτος ἐπιδεεῖς, κἂν ἄλλος ἄλλου προέχειν δοκῇ, μικροῖς μέτροις μετρούμενος, δέξασθε τὸν περὶ φιλοπτωχίας λόγον, μὴ πενιχρῶς, ἀλλὰ φιλοτίμως, ἵνα βασιλείαν πλουτήσητε· συνεύξασθε δὲ καὶ ἡμᾶς πλουσίως τοῦτον ὑμῖν χορηγῆσαι, καὶ θρέψαι τῷ λόγῳ τὰς ὑμετέρας ψυχὰς, καὶ διαθρύψαι πεινῶσι τὸν πνευματικὸν ἄρτον· εἴτε ἀπ᾿ οὐρανοῦ τροφὴν ὕοντας, καθάπερ Μωϋσῆς ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος, καὶ ἄρτον ἀγγέλων χαριζομένους· εἴτε ἄρτοις ὀλίγοις ἐν ἐρημίᾳ τρέφοντας μέχρι κόρου καὶ μυριάδας, καθάπερ Ἰησοῦς ὕστερον, ὁ ἀληθινὸς ἄρτος, καὶ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς αἴτιος. Ἔστι μὲν οὖν οὐ πάνυ τι ῥᾴδιον τῶν ἀρετῶν τὴν νικῶσαν εὑρεῖν, καὶ ταύτῃ δοῦναι τὰ πρεσβεῖα καὶ τὰ νικητήρια· ὥσπερ οὐδὲ ἐν λειμῶνι πολυανθεῖ καὶ εὐώδει, τῶν ἀνθέων τὸ κάλλιστον καὶ εὐωδέστατον, ἄλλοτε ἄλλου τὴν ὄσφρησιν καὶ τὴν ὄψιν πρὸς ἑαυτὸ μεθέλκοντος, καὶ πρῶτον δρέπεσθαι πείθοντος. Ὡς δ᾿ οὖν ἐμὲ, περὶ τούτων διελέσθαι σκεπτέον οὕτως.

2. Καλὸν πίστις, ἐλπὶς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· καὶ μάρτυς τῆς πίστεως Ἀβραὰμ, δικαιωθεὶς ἐκ πίστεως· τῆς ἐλπίδος, Ἐνὼς, ὃς πρῶτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸν Κύριον, καὶ πάντες οἱ δίκαιοι διὰ τὴν ἐλπίδα κακοπαθοῦντες· τῆς ἀγάπης, ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τολμήσας τι καὶ καθ᾿ ἑαυτοῦ διὰ τὸν Ἰσραὴλ φθέγξασθαι· καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸς, ἀγάπη καλούμενος. Καλὸν ἡ φιλοξενία· καὶ μάρτυς ἐν μὲν δικαίοις, Λὼτ ὁ Σοδομίτης, καὶ οὐ Σοδομίτης τὸν τρόπον· ἐν δὲ ἁμαρτωλοῖς, Ῥαὰβ ἡ πόρνη, καὶ οὐ πόρνη τὴν προαίρεσιν, διὰ φιλοξενίαν ἐπαινεθεῖσά τε καὶ σωθεῖσα. Καλὸν ἡ φιλαδελφία, καὶ μάρτυς Ἰησοῦς, οὐκ ἀδελφὸς ἡμῶν κληθῆναι μόνον, ἀλλὰ καὶ παθεῖν ὑπὲρ ἡμῶν ἀνασχόμενος. Καλὸν ἡ φιλανθρωπία· καὶ μάρτυς ὁ αὐτὸς Ἰησοῦς, οὐ ποιήσας μόνον τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἔργοις ἀγαθοῖς, καὶ τὴν εἰκόνα τῷ χοῒ συζεύξας ὁδηγὸν τῶν καλλίστων, καὶ τῶν ἄνω πρόξενον, ἀλλὰ καὶ γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν ἄνθρωπος. Καλὸν ἡ μακροθυμία, καὶ ὁ αὐτὸς μάρτυς, οὐ τὰς λεγεῶνας μόνον τῶν ἀγγέλων παραιτησάμενος κατὰ τῶν ἐπανισταμένων καὶ τυραννούντων, οὐδὲ τῷ Πέτρῳ μόνον ἐπιτιμήσας αἰρομένῳ τὴν μάχαιραν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὠτίον ἀποκαταστήσας τῷ πεπληγότι. Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ Στέφανος ὕστερον ὁ τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς, ὑπὲρ τῶν λιθαζόντων αὐτὸν προσευχόμενος. Καλὸν ἡ πραότης, καὶ μαρτυροῦσι Μωϋσῆς καὶ Δαβὶδ, τοῦτο πρὸ τῶν ἄλλων μαρτυρηθέντες, καὶ ὁ τούτων διδάσκαλος, οὐκ ἐρίζων, οὐδὲ κραυγάζων, οὐδὲ ἐν ταῖς πλατείαις φωνὴν προιέμενος, οὐδὲ ζυγομαχῶν πρὸς τοὺς ἄγοντας.

3. Καλὸν ὁ ζῆλος, καὶ μαρτυρεῖ Φινεὲς, τὴν Μαδιανῖτιν τῷ Ἰσραηλίτῃ συνεκκεντήσας, ἵνα ἐξέλῃ ὄνειδος ἐξ υἱῶν Ἰσραὴλ, καὶ ὀνομασθεὶς ἐκ τῆς προαιρέσεως· καὶ μετ᾿ ἐκεῖνον, οἱ λέγοντες· Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ· καὶ, Ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς Θεοῦ ζήλῳ· καὶ, Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με· καὶ οὐ λέγοντες τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ πάσχοντες. Καλὸν ὑποπιασμὸς σώματος· καὶ πειθέτω σε Παῦλος, ἑαυτὸν ἔτι παιδαγωγῶν, καὶ φοβῶν διὰ τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς ἑαυτοῖς θαῤῥοῦντας καὶ ἐφιέντας τῷ σώματι· καὶ Ἰησοῦς αὐτὸς νηστεύων, καὶ πειραζόμενος, καὶ νικῶν τὸν πειράζοντα. Καλὸν προσευχὴ καὶ ἀγρυπνία· καὶ πειθέτω σε Θεὸς ἀγρυπνῶν πρὸ τοῦ πάθους, καὶ προσευχόμενος. Καλὸν ἁγνεία, καὶ παρθενία· καὶ πειθέτω σε Παῦλος περὶ τούτων νομοθετῶν, καὶ βραβεύων δικαίως γάμῳ καὶ ἀγαμίᾳ, καὶ Ἰησοῦς αὐτὸς ἐκ Παρθένου γεννώμενος, ἵνα καὶ γέννησιν τιμήσῃ, καὶ προτιμήσῃ παρθενίαν. Καλὸν ἐγκράτεια· καὶ πειθέτω σε Δαβὶδ, ἡνίκα τοῦ ἐν Βηθλεὲμ ἐκράτησε φρέατος, μὴ πιὼν, ἀλλὰ σπείσας μόνον τοῦ ὕδατος, μηδὲ ἀνασχόμενος ἴδιον πληρῶσαι πάθος ἐν ἀλλοτρίῳ αἵματι.

4. Καλὸν ἐρημία καὶ ἡσυχία· καὶ διδάσκει με ὁ Κάρμηλος Ἡλίου, ἢ ἔρημος Ἰωάννου, Ἰησοῦ τὸ ὄρος, εἰς ὃ πολλάκις ἀναχωρῶν φαίνεται, καὶ καθ᾿ ἡσυχίαν ἑαυτῷ συγγινόμενος. Καλὸν ἡ εὐτέλεια· καὶ διδάσκει με Ἠλίας ἀναπαυόμενος παρὰ χήρᾳ, Ἰωάννης θριξὶ καμήλου σκεπόμενος, Πέτρος ἀσσαρίου θέρμοις τρεφόμενος. Καλὸν ἡ ταπεινοφροσύνη, καὶ πολλὰ ταύτης, καὶ πολλαχόθεν τὰ ὑποδείγματα, καὶ πρὸ τῶν ἄλλων, ὁ πάντων Σωτὴρ καὶ Δεσπότης, οὐ ταπεινώσας ἑαυτὸν μόνον μέχρι δούλου μορφῆς, οὐδὲ τὸ πρόσωπον αἰσχύνῃ ὑποθεὶς ἐμπτυσμάτων, καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων λογισθεὶς, ὁ τὸν κόσμον καθαίρων τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ τῶν μαθητῶν νίπτων τοὺς πόδας ἐν δουλικῷ τῷ σχήματι. Καλὸν ἡ ἀκτημοσύνη καὶ χρημάτων ὑπεροψία· καὶ μαρτυρεῖ Ζακχαῖος, καὶ Χριστὸς αὐτός· ὁ μὲν, τῇ εἰσόδῳ Χριστοῦ, μικροῦ πάντα καρποφορήσας· ὁ δὲ, τῷ πλουσίῳ τὸ τέλειον ἐν τούτῳ περιορίσας. Καὶ συντομώτερον ἔτι περὶ τούτων εἰπεῖν, καλὸν θεωρία, καὶ καλὸν πρᾶξις· ἡ μὲν, ἐντεῦθεν ἐπανιστᾶσα, καὶ εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων χωροῦσα, καὶ τὸν νοῦν ἡμῶν πρὸς τὸ συγγενὲς ἐπανάγουσα· ἡ δὲ, Χριστὸν ὑποδεχομένη, καὶ θεραπεύουσα, καὶ τοῖς ἔργοις τὸ φίλτρον ἐλέγχουσα.

5. Τούτων ἕκαστον μία τις σωτηρίας ὁδὸς, καὶ πρός τινα τῶν μονῶν πάντως φέρουσα τῶν αἰωνίων καὶ μακαρίων· ἐπειδὴ ὥσπερ διάφοροι βίων αἱρέσεις, οὕτω καὶ μοναὶ πολλαὶ παρὰ Θεῷ, κατὰ τὴν ἀξίαν ἑκάστῳ μεριζόμεναί τε καὶ διαιρούμεναι· καὶ ὁ μὲν τήνδε κατορθούτω τὴν ἀρετὴν, ὁ δὲ τήνδε, ὁ δὲ πλείους, ὁ δὲ τὰς πάσας, εἰ οἷόν τε· μόνον ὁδευέτω, καὶ ἐφιέσθω τοῦ πρόσω, καὶ κατὰ πόδας ἑπέσθω τῷ καλῶς ὁδηγοῦντι, καὶ κατευθύνοντι, καὶ διὰ τῆς στενῆς ὁδοῦ καὶ πύλης ἐπὶ τὸ πλάτος ἄγοντι τῆς ἐκεῖθεν μακαριότητος. Εἰ δὲ δεῖ Παύλῳ καὶ αὐτῷ Χριστῷ πειθόμενον, πρώτην τῶν ἐντολῶν καὶ μεγίστην, ὡς κεφάλαιον νόμου καὶ προφητῶν τὴν ἀγάπην ὑπολαμβάνειν, ταύτης τὸ κράτιστον εὑρίσκω φιλοπτωχίαν, καὶ τὴν περὶ τὸ συγγενὲς εὐσπλαγχνίαν τε καὶ συμπάθειαν. Οὐδενὶ γὰρ οὕτω τῶν πάντων, ὡς ἐλέῳ, Θεὸς θεραπεύεται, ὅτι μηδὲ οἰκειότερον ἄλλο τούτου Θεῷ, οὗ ἔλεος καὶ ἀλήθεια προπορεύονται, καὶ ᾧ προσοιστέον τὸν ἔλεον πρὸ τῆς κρίσεως· οὐδὲ ἄλλῳ τινὶ μᾶλλον, ἢ φιλανθρωπίᾳ τὸ φιλάνθρωπον ἀντιδίδοται παρὰ τοῦ δικαίως ἀντιμετροῦντος, καὶ τιθέντος ἐν ζυγῷ καὶ σταθμῷ τὸν ἔλεον.

6. Πᾶσι μὲν δὴ πτωχοῖς ἀνοικτέον τὰ σπλάγχνα, καὶ τοῖς καθ᾿ ἡντιναοῦν αἰτίαν κακοπαθοῦσι, κατὰ τὴν, χαίρειν μετὰ χαιρόντων, καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων, κελεύουσαν ἐντολήν· καὶ προεισενεκτέον ἀνθρώπους ὄντας ἀνθρώποις τὸν ἔρανον τῆς χρηστότητος, εἴτε διὰ χηρείαν χρῄζοιεν ταύτης, εἴτε δι᾿ ὀρφανίαν, εἴτε ἀποξένωσιν πατρίδος, εἴτε ὠμότητα δεσποτῶν, εἴτε ἀρχόντων θράσος, εἴτε φορολόγων ἀπανθρωπίαν, εἴτε λῃστῶν μιαιφονίαν, εἴτε κλεπτῶν ἀπληστίαν, εἴτε δήμευσιν, εἴτε ναυάγιον· πάντες γὰρ ὁμοίως ἐλεεινοὶ, καὶ οὕτω βλέποντες εἰς τὰς ἡμετέρας χεῖρας, ὡς ἡμεῖς εἰς τὰς τοῦ Θεοῦ, περὶ ὧν ἂν δεώμεθα· καὶ τούτων αὐτῶν οἱ παρ᾿ ἀξίαν κακοπαθοῦντες, τῶν ἐν ἔθει τοῦ δυστυχεῖν ὄντων ἐλεεινότεροι· ἐξαιρέτως δὲ τοῖς ὑπὸ τῆς ἱερᾶς νόσου διεφθαρμένοις, καὶ μέχρι σαρκῶν, καὶ ὀστέων, καὶ μυελῶν, ὡς ἡ κατά τινων ἀπειλὴ, βεβρωμένοις, καὶ προδεδομένοις ὑπὸ τοῦ μοχθηροῦ, καὶ ταπεινοῦ, καὶ ἀπίστου τούτου σώματος· ᾧ πῶς συνεζύγην, οὐκ οἶδα· καὶ πῶς εἰκών τέ εἰμι Θεοῦ, καὶ τῷ πηλῷ συμφύρομαι· ὃ καὶ εὐεκτοῦν πολεμεῖ, καὶ ἀνιᾷ πολεμούμενον· ὃ καὶ ὡς σύνδουλον ἀγαπῶ, καὶ ὡς ἐχθρὸν ἀποστρέφομαι· ὃ καὶ ὡς δεσμὸν φεύγω, καὶ ὡς συγκληρονόμον αἰσχύνομαι· τῆξαι φιλονεικῶ, καὶ οὐκ ἔχω τίνι συνεργῷ πρὸς τὰ κάλλιστα χρήσωμαι, ὡς εἰδὼς εἰς ὃ γέγονα, καὶ ὅτι δεῖ με πρὸς Θεὸν ἀναβῆναι διὰ τῶν πράξεων.

7. Φείδομαι ὡς συνεργοῦ, καὶ οὐκ ἔχω πῶς φύγω τὴν ἐπανάστασιν, ἢ πῶς μὴ ἀπὸ Θεοῦ πέσω βαρηθεὶς ταῖς πέδαις κατασπώσαις, ἢ κατεχούσαις εἰς ἔδαφος. Ἐχθρός ἐστιν εὐμενὴς, καὶ φίλος ἐπίβουλος. Ὢ τῆς συζυγίας καὶ τῆς ἀλλοτριώσεω!ς Ὃ φοβοῦμαι περιέπω, καὶ ὃ στέργω δέδοικα· πρὶν πολεμῆσαι, καταλλάσσομαι· καὶ πρὶν εἰρηνεῦσαι, διίσταμαι. Τίς ἡ περὶ ἐμὲ σοφία; καὶ τί τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον; Ἢ βούλεται μοῖραν ἡμᾶς ὄντας Θεοῦ, καὶ ἄνωθεν ῥεύσαντας, ἵνα μὴ διὰ τὴν ἀξίαν ἐπαιρόμενοι καὶ μετεωριζόμενοι καταφρονῶμεν τοῦ κτίσαντος, ἐν τῇ πρὸς τὸ σῶμα πάλῃ καὶ μάχῃ πρὸς αὐτὸν ἀεὶ βλέπειν, καὶ τὴν συνεζευγμένην ἀσθένειαν παιδαγωγίαν εἶναι τοῦ ἀξιώματος· ἵνα εἰδῶμεν οἱ αὐτοὶ μέγιστοί τε ὄντες καὶ ταπεινότατοι, ἐπίγειοι καὶ οὐράνιοι, πρόσκαιροι καὶ ἀθάνατοι, κληρονόμοι φωτὸς καὶ πυρὸς, εἴτ᾿ οὖν σκότους, ὁποτέρως ἂν νεύσωμεν; Τοιοῦτον τὸ κρᾶμα ἡμῶν, καὶ διὰ ταῦτα, ὡς γοῦν ἐμοὶ καταφαίνεται, ἵν᾿ ὅταν ἐπαιρώμεθα διὰ τὴν εἰκόνα, διὰ τὸν χοῦν συστελλώμεθα. Ταῦτα μὲν οὖν ὁ βουλόμενος φιλοσοφείτω, καὶ ἡμεῖς γε συμφιλοσοφήσομεν εὐκαιρότερον.

8. Νυνὶ δὲ, ὅ μοι λέγειν ὁ λόγος ὥρμησε, τῶν ἐμῶν περιαλγοῦντι σαρκῶν, καὶ τῆς ἐμῆς ἀσθενείας ἐν ἀλλοτρίοις πάθεσι, θεραπευτέον, ἀδελφοὶ, τὸ συγγενὲς καὶ ὁμόδουλον. Εἰ γὰρ καὶ ὡς ἐχθροῦ κατηγόρησα διὰ τὸ πάθος, ἀλλὰ καὶ ὡς φίλου περιέχομαι διὰ τὸν συνδήσαντα· καὶ θεραπευτέον οὐχ ἧττον τὰ τῶν πλησίον, ἢ ἕκαστον τὸ ἑαυτοῦ, τῶν τε ὑγιαινόντων, καὶ τῶν ὑπὸ τῆς αὐτῆς νόσου δαπανωμένων. Πάντες γὰρ ἕν ἐσμεν ἐν Κυρίῳ, εἴτε πλούσιος, εἴτε πένης, εἴτε δοῦλος, εἴτε ἐλεύθερος, εἴτε ὑγιαίνων, εἴτε πονηρῶς ἔχων τοῦ σώματος· καὶ μία κεφαλὴ πάντων, ἐξ οὗ τὰ πάντα, Χριστός· καὶ ὅπερ ἐστὶν ἀλλήλοις τὰ μέλη, τοῦτο ἕκαστος ἑκάστῳ, καὶ πᾶσιν ἅπαντες· οὔκουν περιοπτέον, οὐδὲ ἀμελητέον τῶν προεμπεσόντων εἰς τὴν κοινὴν ἀσθένειαν· οὐδὲ ἀγαπητέον μᾶλλον, ὅτι εὖ ἡμῖν ἔχει τὰ σώματα, ἢ πενθητέον, ὅτι ἀθλίως τοῖς ἀδελφοῖς· καὶ ἡγεῖσθαι μίαν ἀσφάλειαν εἶναι τῶν ἡμετέρων σαρκῶν καὶ ψυχῶν, τὴν εἰς ἐκείνους φιλανθρωπίαν· σκοπῶμεν δὲ οὕτως.

9. Τοῖς μὲν ἄλλοις ἑν μόνον ἐλεεινὸν, τὸ τῆς ἀπορίας· ὃ τάχ᾿ ἂν ἢ χρόνος, ἢ πόνος, ἢ φίλος, ἢ συγγενὴς, ἢ καιροῦ μεταβολὴ λύσαιεν. Τοῖς δὲ τοῦτο μὲν οὐδενὸς ἧττον, εἰ μὴ καὶ μᾶλλον, ὅσῳ τοῦ πονεῖν καὶ βοηθεῖν ἑαυτοῖς οὐκ ἔχουσιν, εἰς τὰ ἀναγκαῖα μετὰ τῶν σαρκῶν ἀφῄρηνται, καὶ μείζων ἀεὶ τῆς ἀσθενείας αὐτοῖς μᾶλλον ὁ φόβος, ἢ ἡ τῆς ὑγείας ἐλπίς· ὥστε μικρὸν γοῦν τι βοηθεῖσθαι παρὰ τῆς ἐλπίδος, ἣ μόνον τοῖς ἀτυχοῦσίν ἐστι φάρμακον. Πρὸς δὲ τῇ πενίᾳ, καὶ ἡ νόσος κακὸν δεύτερον, καὶ κακῶν τὸ ἀπευκτότατον, καὶ βαρύτατον, καὶ εἰς κατάραν τοῖς πολλοῖς προχειρότατον. Καὶ τρίτον, τὸ μὴ προσιτοὺς αὐτοὺς εἶναι, μηδὲ θεατοὺς τοῖς πλείοσιν, ἀλλὰ φευκτοὺς, καὶ βδελυκτοὺς, καὶ οἷον ἀποτροπαίους· ὃ καὶ τῆς νόσου τούτοις βαρύτερον, ὅταν αἴσθωνται διὰ τὴν συμφορὰν καὶ μισούμενοι. Ἐγὼ μὲν οὐδὲ ἀδακρυτὶ φέρω τὸ τούτων πάθος, καὶ τῇ μνήμῃ συγχέομαι· πάσχοιτε δὲ καὶ ὑμεῖς ταυτὸν, ἵνα τοῖς δάκρυσι τὰ δάκρυα φύγητε· καὶ πάσχουσί γε, οἶδ᾿ ὅτι, τῶν παρόντων ὅσοι φιλόχριστοι καὶ φιλόπτωχοι, καὶ Θεοῦ, καὶ παρὰ Θεοῦ τὸ ἐλεεῖν ἔχοντες· μάρτυρες δὲ καὶ ὑμεῖς τοῦ πάθους.

10.
Πρόκειται τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν θέαμα δεινὸν καὶ ἐλεεινὸν, καὶ πᾶσι, πλὴν τῶν εἰδότων, ἄπιστον, ἄνθρωποι νεκροὶ καὶ ζῶντες, ἠκρωτηριασμένοι τοῖς πλείστοις τοῦ σώματος μέρεσι, μήθ᾿ οἵτινές ποτε ἦσαν, μηδὲ ὅθεν εἰσὶ μικροῦ γινωσκόμενοι· μᾶλλον δὲ τῶν ποτε ἀνθρώπων ἄθλια λείψανα· πατέρας, καὶ μητέρας, καὶ ἀδελφοὺς, καὶ τόπους, ἑαυτῶν γνωρίσματα λέγοντες· Ἐγὼ τοῦ δεῖνος, καὶ ἡ δεῖνά μοι μήτηρ, καὶ τόδε μοι ὄνομα, καὶ σύ μοι φίλος ποτὲ καὶ γνώριμος. Καὶ τοῦτο πράττουσιν, οὐ γὰρ ἔχουσι τῷ παλαιῷ χαρακτῆρι γινώσκεσθαι· ἄνθρωποι περικεκομμένοι, καὶ περιῃρημένοι χρήματα, συγγένειαν, φίλους, αὐτὰ τὰ σώματα· ἄνθρωποι μόνοι τῶν πάντων ἐλεοῦντές τε ἑαυτοὺς, καὶ μισοῦντες ὁμοίως· οὐκ ἔχοντες πότερα μᾶλλον θρηνήσωσι, τὰ μηκέτ᾿ ὄντα τοῦ σώματος, ἢ τὰ μένοντα· ὅσα προανάλωσεν ἡ νόσος, ἢ ὅσα τῇ νόσῳ λείπεται. Τὰ μὲν γὰρ ἀνήλωται δυστυχῶς, τὰ δὲ σώζεται δυστυχέστερον· τὰ μὲν οἴχεται πρὸ τῶν τάφων, τὰ δὲ οὐκ ἔστιν ὁ παραδώσων ταφῇ. Καὶ γὰρ ὁ λίαν χρηστὸς καὶ φιλάνθρωπος, τούτοις ἐστὶν ἀναλγητότατος· κἀνταῦθα μόνον ἐπελαθόμεθα σάρκες ὄντες, καὶ τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως περικείμενοι· καὶ τοσούτου δέομεν θεραπεύειν τὸ συγγενὲς, ὥστε καὶ τῶν ἡμετέρων σωμάτων ἀσφάλειαν τὴν τούτων φυγὴν νομίζομεν. Καὶ νεκρῷ μὲν ἤδη προσῆλθέ τις παλαιῷ, καὶ τούτῳ τυχὸν ὀδωδότι, καὶ ζώων ἀλόγων ἤνεγκεν ὀδωδότα σώματα, καὶ βορβόρου πλησθεὶς ἠνέσχετο· τούτους δὲ κατὰ κράτος φεύγομεν (ὢ τῆς ἀπανθρωπία!)ς, ὅτι καὶ τὸν αὐτὸν αὐτοῖς σπῶμεν ἀέρα, μικροῦ δυσχεραίνοντες.

11. Τί πατρὸς γνησιώτερον; καὶ τί μητρὸς συμπαθέστερον; Ἀλλ᾿ ἀπεκλείσθη γε τούτοις καὶ ἡ φύσις· καὶ πατὴρ παῖδα τὸν ἑαυτοῦ, ὃν ἐγέννησεν, ὃν ἀνέθρεψεν, ὃν ὀφθαλμὸν βίου μόνον ἔχειν ἐνόμισεν, ὑπὲρ οὗ πολλὰ Θεῷ καὶ πολλάκις προσηύξατο, τοῦτον ὀδύρεται μὲν, ἀπελαύνει δὲ, τὸ μὲν ἑκὼν, τὸ δὲ τυραννούμενος. Καὶ μήτηρ μέμνηται μὲν τῶν ὠδίνων, καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράσσεται, καὶ ἀνακαλεῖται λίαν ἐλεεινῶς, καὶ προθεῖσα θρηνεῖ, καθάπερ τεθνηκότα τὸν ζῶντα· Τέκνον, λέγουσα, δυστυχὲς καὶ ἀθλίας μητρὸς, ὅ μοι συνεμερίσατο πικρῶς ἡ νόσος· τέκνον ἐλεεινὸν, τέκνον οὐ γνωριζόμενον, τέκνον, ὃ κρημνοῖς καὶ ὄρεσι καὶ ἐρημίαις ἀνεθρεψάμην· μετὰ θηρίων οἰκήσεις, καὶ σκέπη σοι πέτρα, καὶ τῶν ἀνθρώπων μόνον ὄψονταί σε οἱ εὐσεβέστατοι· καὶ ταῦτα δὴ τὰ τοῦ Ἰὼβ ἐλεεινὰ ῥήματα ἐπιφθέγγεται· Ἵνα τί γὰρ ἐπλάσθης ἐν κοιλίᾳ μητρὸς, ἐκ γαστρὸς δὲ ἐξῆλθες, καὶ οὐκ εὐθὺς ἀπώλου, ὡς συνδραμεῖν τῇ γεννήσει τὸν θάνατον; ἵνα τί δὲ οὐκ ἀπῆλθες ἄωρος, πρὶν γεύσασθαι τῶν τοῦ βίου κακῶν; Ἵνα τί δέ σοι συνήντησε γόνατα; Τί δέ σοι τὸ θηλάσαι μαστοὺς, ἀθλίως ζήσεσθαι μέλλοντι, καὶ ζωὴν θανάτου χαλεπωτέραν; Καὶ ταῦτα λέγει, καὶ ἐπαφίησι πηγὰς δακρύων, καὶ περιπτύξασθαι βούλεται μὲν ἡ δυστυχὴς, φοβεῖται δὲ τὰς τοῦ παιδὸς σάρκας ὡς πολεμίας. Πάνδημοι δὲ καταβοήσεις τε καὶ διώξεις, οὐ κατὰ τῶν ἀδικούντων, ἀλλὰ κατὰ τῶν δυστυχούντων γίνονται. Καὶ φονέα μὲν ἤδη τις συνῳκίσατο, καὶ μοιχῷ μετέδωκεν, οὐ στέγης μόνον, ἀλλὰ καὶ τραπέζης, καὶ βίου κοινωνὸν τὸν ἱερόσυλον εἵλετο, καὶ τοῖς αὐτόν τι διατεθεικόσι κακὸν ἐσπείσατο· τοῦ δὲ τὸ πάθος, ὡς ἔγκλημα, μηδὲν λυπήσαντος ἀπεστράφη. Καὶ πλέον ἔχει νόσου κακία· καὶ τὸ μὲν ἀπάνθρωπον ὡς ἐλευθέριον ἠσπασάμεθα, τὸ δὲ συμπαθὲς ὡς αἰσχρὸν ἠτιμάσαμεν.

12. Ἀπελαύνονται πόλεων, ἀπελαύνονται οἰκιῶν, ἀγορᾶς, συλλόγων, ὁδῶν, πανηγύρεων, συμποσίων, (ὢ τοῦ πάθου!)ς αὐτοῦ τοῦ ὕδατος· οὔτε πηγαὶ ῥέουσαι, τούτοις κοιναὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οὔτε ποταμοὶ πιστεύονται μηδὲν ἐφέλκεσθαι τοῦ μολύσματος· καὶ τὸ παραδοξότατον, ὡς ἄγη μὲν ἀπελαύνομεν, ὡς δὲ οὐδὲν λυποῦντας πάλιν πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπιστρέφομεν, οὐκ οἴκησιν ἀπονέμοντες, οὐ τὰς ἀναγκαίας τροφὰς, οὐ θεραπείαν τοῖς τραύμασιν, οὐ σκέπῃ τὴν νόσον εἰς δύναμιν περιστέλλοντες. Διὰ τοῦτο περιπλανῶνται νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ἄποροι, καὶ γυμνοὶ, καὶ ἀνέστιοι, τὴν νόσον ἐπιδεικνύντες, τὰ ἀρχαῖα ἐκδιηγούμενοι, τὸν Πλάστην ἐπιβοώμενοι, χρώμενοι τοῖς ἀλλήλων μέλεσιν ἀντὶ τῶν λειπόντων, σοφισταὶ μελῶν ἑλκόντων ἕλεον, ἄρτου τι μικρὸν αἰτοῦντες, ἢ ὄψου τι βραχύτατον, ἢ ῥάκος τι τρύχινον, βοήθημα τῆς αἰσχύνης, ἢ παραμυθίαν τοῖς ἕλκεσι. Καὶ φιλάνθρωπος οὗτος αὐτοῖς, οὐχ ὃς πρὸς τὴν χρείαν ἤρκεσεν, ἀλλ᾿ ὅστις μὴ πικρῶς ἀπεπέμψατο. Οἱ πολλοὶ δὲ αὐτῶν οὐδὲ ὑπ᾿ αἰσχύνης τὰς πανηγύρεις φεύγουσιν, αὐτὸ μὲν οὖν τοὐναντίον εἰς ταύτας ὠθοῦνται διὰ τὴν χρείαν· ταύτας δὴ λέγω τὰς πανδήμους καὶ ἱερὰς, ἃς ἡμεῖς ἐπὶ θεραπείᾳ τῶν ψυχῶν ἐξεύρομεν, ἢ κατά τι μυστήριον συνιόντες, ἢ τοῖς μάρτυσι τῆς ἀληθείας πανηγυρίζοντες, ἵν᾿ ὧν τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν, μιμώμεθα καὶ τὴν εὐσέβειαν. Καὶ αἰσχύνονται μὲν τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὴν συμφορὰν, ὄντες ἄνθρωποι, καὶ βούλοιντ᾿ ἂν ὄρεσιν, ἢ κρημνοῖς, ἢ ὕλαις, ἢ τὸ τελευταῖον νυκτὶ καὶ σκότῳ περικαλύπτεσθαι· ῥιπτοῦνται δὲ ὅμως εἰς μέσον, φόρτος ἐλεεινὸς, καὶ δακρύων ἄξιος. Τοῦτο μὲν ἴσως καὶ κατὰ λόγον, ἵνα ἡμῖν ὦσι τῆς ἀσθενείας ἡμῶν ὑπομνήματα, καὶ πείθωσι μηδενὶ τῶν παρόντων καὶ ὁρωμένων, ὡς ἑστῶτι, προστίθεσθαι. Ῥιπτοῦνται δὲ, οἱ μὲν ἐπιθυμίᾳ φωνῆς ἀνθρωπίνης, οἱ δὲ προσόψεως, οἱ δὲ ἵνα βραχέα ζωῆς ἐφόδια παρὰ τῶν τρυφώντων συλλέξωνται, πάντες δὲ ἵνα τι πράους γεύωνται τοὺς ἑαυτῶν θρήνους δημοσιεύσαντες.

13. Τίς οὐ κατακλᾶται τούτων τοῖς ὀδυρμοῖς, οἰκτρὰν ξυναυλίαν ἁρμοζομένων; τίς ἀκοὴ φέρει τὸ ἄκουσμα; τίς ὄψις χωρεῖ τὸ θέαμα; Οἱ μὲν κεῖνται μετ᾿ ἀλλήλων, κακῶς ὑπὸ τῆς νόσου συνεζευγμένοι, καὶ ἄλλος ἄλλο τι τῆς συμφορᾶς πρὸς τὸ ἐλεεινὸν ἐρανίζοντες· καὶ εἰσὶν ἀλλήλοις προσθήκη τοῦ πάθους, ἐλεεινοὶ τῆς ἀῤῥωστίας, τῆς συμπαθείας ἐλεεινότεροι. Περιίσταται δὲ αὐτοὺς θέατρον συμμιγὲς, συναλγούντων μὲν, ἀλλὰ πρόσκαιρα. Οἱ δὲ κυλινδοῦνται πρὸς τοῖς ποσὶ τῶν ἀνθρώπων ἡλίῳ καὶ κόνει· ἔστι δὲ ὅτε καὶ κρυμοῖς ἀγρίοις, καὶ ὄμβροις, καὶ ταραχαῖς ἀνέμων ταλαιπωρούμενοι, παρὰ τοσοῦτον οὐ συμπατούμενοι, παρ᾿ ὅσον καὶ ψαύειν αὐτῶν βδελυσσόμεθα. Ἀντᾴδει δὲ τοῖς ἱεροῖς ἔνδον μέλεσιν ὁ τῶν αἰτήσεων ὀδυρμὸς, καὶ ταῖς μυστικαῖς φωναῖς θρῆνος ἐλεεινὸς ἀντεγείρεται. Τί δεῖ πᾶσαν αὐτῶν προτιθέναι τὴν συμφορὰν ἀνθρώποις πανηγυρίζουσιν; Ἴσως ἂν καὶ ὑμῖν κινήσαιμι θρῆνον, εἰ πάντα ἐκτραγῳδοίην ἐπιμελῶς, καὶ νικήσει τὴν ἑορτὴν τὸ πάθος. Λέγω γὰρ οὖν ταῦτα, ἐπεὶ μηδέπω δύναμαι πείθειν ὑμᾶς, ὡς ἔστι ποτὲ ἡδονῆς λύπη τιμιωτέρα, καὶ κατήφεια πανηγύρεως, καὶ γέλωτος οὐ καλοῦ δάκρυον ἐπαινούμενον.

14. Οὗτοι μὲν οὖν ταῦτα, καὶ πολλῷ γε ὧν εἶπον ἀθλιώτερα, οἱ κατὰ Θεὸν ἡμῶν ἀδελφοὶ, κἂν μὴ βούλησθε, οἱ τὴν αὐτὴν ἡμῖν λαχόντες φύσιν, οἱ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ διηρτισμένοι, ἐξ οὗ τὸ πρῶτον γεγόναμεν, οἱ νεύροις καὶ ὀστέοις ἐνειρμένοι παραπλησίως ἡμῖν, οἱ δέρμα καὶ κρέας ἐνδεδυμένοι πᾶσιν ὁμοίως, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Ἰὼβ ἐμφιλοσοφῶν τοῖς πάθεσι, καὶ διαπτύων ἡμῶν τὸ φαινόμενον· μᾶλλον δὲ, εἰ χρὴ τὸ μεῖζον εἰπεῖν, οἱ τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ λαχόντες ὁμοίως ἡμῖν, καὶ φυλάσσοντες ἴσως ὑπὲρ ἡμᾶς, εἰ καὶ τὰ σώματα διεφθάρησαν· οἱ τὸν αὐτὸν ἐνδεδυμένοι Χριστὸν κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, καὶ τὸν αὐτὸν ἡμῖν πιστευθέντες ἀῤῥαβῶνα τοῦ Πνεύματος· οἱ τῶν αὐτῶν ἡμῖν μετασχόντες νόμων, λογίων, διαθηκῶν, συνάξεων, μυστηρίων, ἐλπίδων· ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ὁμοίως ἀπέθανεν, ὁ παντὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου· οἱ συγκληρονόμοι τῆς ἄνω ζωῆς, καὶ εἰ παραπολὺ τῆς ἐνταῦθα διήμαρτον· οἱ συνθαπτόμενοι Χριστῷ, καὶ συνανιστάμενοι· εἴπερ συμπάσχουσιν, ἵνα καὶ συνδοξασθῶσιν.

15. Τί δὲ ἡμεῖς, οἱ τὸ μέγα καὶ καινὸν ὄνομα κεκληρωμένοι, τὸ καλεῖσθαι ἀπὸ Χριστοῦ, τὸ ἅγιον ἔθνος, τὸ βασίλειον ἱεράτευμα, ὁ περιούσιος λαὸς καὶ ἐξαίρετος, ὁ ζηλωτὴς καλῶν ἔργων καὶ σωτηρίων, οἱ Χριστοῦ μαθηταὶ τοῦ πράου καὶ φιλανθρώπου, καὶ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν βαστάσαντος, τοῦ ταπεινώσαντος ἑαυτὸν μέχρι τοῦ ἡμετέρου φυράματος, τοῦ δι᾿ ἡμᾶς πτωχεύσαντος τὴν σάρκα ταύτην καὶ τὸ γεῶδες σκῆνος, καὶ ὀδυνηθέντος καὶ μαλακισθέντος ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα ἡμεῖς πλουτήσωμεν τὴν θεότητα; Τί οὖν ἡμεῖς, οἱ τοσοῦτον εὐσπλαγχνίας καὶ συμπαθείας λαβόντες ὑπόδειγμα· τί διανοησόμεθα περὶ τούτων, καὶ τί ποιήσομεν; Περιοψόμεθα; παραδραμούμεθα; Καταλείψομεν ὡς νεκροὺς, ὡς ἐβδελυγμένους, ὡς ἑρπετῶν καὶ θηρίων τὰ πονηρότατα; Μηδαμῶς, ἀδελφοί· οὔτε πρὸς ἡμῶν ταῦτα, τοῦ Χριστοῦ θρεμμάτων, τοῦ ἀγαθοῦ Ποιμένος, τοῦ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέφοντος, καὶ τὸ ἀπολωλὸς ἐκζητοῦντος, καὶ τὸ ἀσθενὲς ἐνισχύοντος· οὔτε πρὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἣ τὸ συμπαθὲς ἐνομοθέτησεν, ἐκ τῆς ἴσης ἀσθενείας μαθοῦσα τὸ εὐσεβὲς καὶ φιλάνθρωπον.

16. Ἀλλ᾿ οἱ μὲν ὕπαιθροι ταλαιπωρήσουσιν, ἡμεῖς δὲ οἰκήσομεν οἰκίας ὑπερλάμπρους, λίθοις παντοίοις διηνθισμένας, καὶ χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ καταστραπτούσας, καὶ ψηφῖδος λεπτῆς διαθέσει, καὶ ποικιλίᾳ γραφῆς, ὀφθαλμῶν ἀπατηλοῖς δελεάσμασι; Καὶ τὰς μὲν οἰκήσομεν, τὰς δὲ οἰκοδομήσομεν, τίσιν; Οὐδὲ κληρονόμοις ἴσως ἡμῶν, ἀλλὰ ξένοις καὶ ἀλλοτρίοις, καὶ τούτων ἴσως οὐδὲ τοῖς ἀγαπῶσιν ἡμᾶς, ἀλλὰ τοῖς ἀπεχθεστάτοις καὶ φθονερωτάτοις, ὃ κακῶν ἔσχατον. Καὶ οἱ μὲν ῥιγώσουσιν ἐν τρυχίνοις καὶ διεσπασμένοις ῥάκεσι, μᾶλλον δὲ οὐδὲ τούτων τυχὸν εὐπορήσουσιν· ἡμεῖς δὲ θρύψομεν ἡμᾶς αὐτοὺς ἐσθῆτι μαλακῇ καὶ περιῤῥεούσῃ, καὶ τοῖς ἐκ λίνου καὶ σηρῶν ἀερίοις ὑφάσμασι, καὶ τοῖς μὲν ἐνασχημονήσομεν μᾶλλον, ἤπερ ἐμπρέψομεν (οὕτω γὰρ ἐγὼ καλῶ πᾶν τὸ περιττὸν καὶ περίεργον), τὰ δὲ ἔνδον ἡμῖν ἀποκείσεται φροντὶς ἄχρηστος καὶ ἀνόνητος, σητῶν δαπάνη καὶ χρόνου τοῦ τὰ πάντα καταναλίσκοντος· καὶ οἱ μὲν, οὐδὲ τῆς ἀναγκαίας τροφῆς εὐπορήσουσιν, (ὢ τῆς ἐμῆς τρυφῆς, καὶ τῆς ἐκείνων ταλαιπωρία!)ς ἀλλὰ κείσονται πρὸ τῶν ἡμετέρων θυρῶν, ἐκλυόμενοι καὶ λιμώττοντες, οὐδὲ τὰς πρὸς τὴν αἴτησιν ἀφορμὰς παρὰ τοῦ σώματος ἔχοντες, ἐστερημένοι φωνῶν μὲν, εἰς τὸ ὀδύρεσθαι, χειρῶν δὲ, εἰς τὸ προτείνειν ἐφ᾿ ἱκεσίᾳ, ποδῶν δὲ, εἰς τὸ προσιέναι τοῖς ἔχουσιν, ἀναπνοῶν δὲ, εἰς εὐτονίαν τῆς θρηνῳδίας, τὸ βαρύτατον τῶν κακῶν κουφότατον κρίνοντες, τοῖς ὀφθαλμοῖς μόνον εὐχαριστοῦντες, ὅτι μὴ τὴν ἑαυτῶν λώβην βλέπουσιν;

17. Καὶ οἱ μὲν οὕτως· ἡμεῖς δὲ ἀνακεισόμεθα λαμπροὶ λαμπρῶς ἐπὶ στιβάδος ὑψηλῆς τε καὶ μετεώρου, καὶ τῶν περιττῶν καὶ ἀψαύστων ἐπιβλημάτων, κἂν φωνῆς ἀκούσωμεν τῶν αἰτήσεων δυσχεραίνοντες. Δεῖ δὲ ἡμῖν τὸ μὲν ἔδαφος εὐωδεῖν ἄνθεσι, πολλάκις καὶ τῆς ὥρας ἔξω, τὴν δὲ τράπεζαν κατεῤῥάνθαι μύροις, καὶ μύρων τοῖς εὐωδεστάτοις τε καὶ πολυτελεστάτοις, ἵνα καὶ μᾶλλον ἐκθηλυνώμεθα· παῖδας δὲ παρεστάναι, τοὺς μὲν ἐν κόσμῳ καὶ ἐφεξῆς, ἀνέτους τὰς κόμας καὶ θηλυδρίας, καὶ τῇ κατὰ πρόσωπον κουρᾷ περιειργασμένους, πλεῖον ἢ ὅσον συμφέρει λίχνοις ὀφθαλμοῖς κεκοσμημένους· τοὺς δὲ τὰς κύλικας ἐπ᾿ ἄκρων δακτύλων ἔχοντας, ὡς οἷόν τε εὐπρεπέστατά τε ὁμοῦ καὶ ἀσφαλέστατα· τοὺς δὲ ὑπὲρ κεφαλῆς ἄνεμον ταῖς ῥιπῖσι σοφιζομένους, καὶ ταῖς ἐκ χειρῶν αὔραις τὸ πλῆθος τῶν σαρκῶν ἀναψύχοντας· καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις, πλήθειν μὲν κρεῶν τὴν τράπεζαν, πάντων χορηγούντων ἡμῖν τῶν στοιχείων πλουσίως, ἀέρος, γῆς, ὕδατος· καὶ στενοχωρεῖσθαι τοῖς μαγείρων καὶ ὀψοποιῶν μαγγανεύμασιν, ἀγῶνα δὲ εἶναι πᾶσιν, ὅστις ὡς μάλιστα τὴν λίχνην ἡμῖν καὶ ἀχάριστον κολακεύσει γαστέρα, τὸ βαρὺ φορτίον καὶ ἀρχέκακον, τὸ ἀπληστότατον θηρίον καὶ ἀπιστότατον, τὴν καταργουμένην αὐτίκα σὺν τοῖς καταργουμένοις βρώμασι. Καὶ τοῖς μὲν πολύ τι κόρος καὶ ὕδατος, ἡμῖν δὲ καὶ μέχρι μέθης οἱ τοῦ οἴνου κρατῆρες, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ τὴν μέθην, τοῖς γε ἀκολαστοτέροις· καὶ τὸν μὲν ἀποπεμψόμεθα τῶν οἴνων, τὸν δὲ ἐγκρινοῦμεν ὡς ἀνθοσμίαν, περὶ δὲ τοῦ φιλοσοφήσομεν, ζημία δὲ, εἰ μὴ προσέσται τῷ ἐγχωρίῳ καὶ τῶν ὀνομαζομένων ξένων τις, ὥσπερ τύραννος. Δεῖ γὰρ ἡμᾶς ἁβροὺς καὶ τῆς χρείας περιττοτέρους, ἢ εἶναι, ἢ νομίζεσθαι, ὥσπερ αἰσχυνομένους, εἰ μὴ κακοὶ νομιζοίμεθα, καὶ δοῦλοι γαστρὸς, καὶ τῶν ὑπὸ γαστέρα.

18. Τί ταῦτα, ὦ φίλοι καὶ ἀδελφοί; τί νοσοῦμεν καὶ αὐτοὶ τὰς ψυχὰς, νόσον πολὺ τῆς τῶν σωμάτων χαλεπωτέραν; Ὅσῳ τὴν μὲν ἀκούσιον οἶδα, τὴν δὲ ἐρχομένην ἐκ προαιρέσεως· καὶ τὴν μὲν τῇ ζωῇ ταύτῃ συγκαταλυομένην, τὴν δὲ συναπιοῦσαν ἡμῖν μεθισταμένοις· καὶ τὴν μὲν ἐλεουμένην, τὴν δὲ μισουμένην, τοῖς γε νοῦν ἔχουσιν. Τί μὴ βοηθοῦμεν τῇ φύσει καιρὸν ἔχοντες; τί μὴ περιστέλλομεν, σάρκες ὄντες, τῆς σαρκὸς τὴν ταπείνωσιν; τί τρυφῶμεν ἐν τοῖς τῶν ἀδελφῶν δυστυχήμασι; Μή μοι γένοιτο, μήτε πλουτεῖν, τούτων ἀπορουμένων· μήτε εὐεκτεῖν, εἰ μὴ βοηθοίην τοῖς τούτων τραύμασι· μὴ τροφῆς ἱκανῶς ἔχειν, μὴ σκέπης, μὴ ὑπὸ στέγην ἀναπαύεσθαι, εἰ μὴ καὶ ἄρτον ὀρέξαιμι, καὶ μεταδοίην ἐσθῆτος εἰς δύναμιν, καὶ ὑπὸ στέγην ἀναπαύσαιμι. Ἀλλ᾿ ἤτοι πάντα ἀποθετέον Χριστῷ, ἵνα γνησίως ἀκολουθήσωμεν αὐτῷ, τὸν σταυρὸν ἀράμενοι, καὶ ἀναπτῶμεν ὡς κοῦφοι πρὸς τὸν ἄνω κόσμον, καὶ εὐσταλεῖς ὑπὸ μηδενὸς καθελκόμενοι, καὶ κερδήσωμεν ἀντὶ πάντων Χριστὸν, διὰ ταπείνωσιν ὑψωθέντες, καὶ διὰ πενίαν πλουτήσαντες· ἢ Χριστῷ τὰ ὄντα συμμεριστέον, ἵνα πως καὶ τὸ ἔχειν, διὰ τοῦ καλῶς ἔχειν, ἁγιασθῇ, καὶ τοῦ κοινωνεῖν τοῖς μὴ ἔχουσιν. Εἰ δὲ καὶ σπείραιμι ἐμαυτῷ μόνῳ, σπείραιμι ἄρα, καὶ ἄλλοι φάγοιεν· καὶ ἵνα πάλιν εἴπω τὸ τοῦ Ἰώβ· Ἀντὶ πυροῦ ἐξέλθοι μοι κνίδη, ἀντὶ δὲ κριθῆς βάτος· καύσων δὲ ἄνεμος ὑπολάβοι, καὶ ὑφέλοιτο λαῖλαψ τοὺς ἐμοὺς πόνους, ἵνα εἰς κενὸν κοπιάσαιμι. Εἰ δὲ καὶ ἀποθήκας οἰκοδομήσαιμι ἐκ τῶν μαμωνᾶ θησαυρίζων, καὶ μαμωνᾷ, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν ἀπαιτηθείην, λόγον ὑφέξων, ὧν κακῶς ἐθησαύρισα.

19. Οὐ σωφρονήσομεν ὀψὲ γοῦν; οὐ καταβαλοῦμεν τὴν ἀναλγησίαν, ἵνα μὴ λέγω μικρολογίαν; οὐ τὰ ἀνθρώπινα λογιούμεθα; οὐκ ἐν τοῖς ἑτέρων κακοῖς τὰ ἡμέτερα εὖ θησόμεθα; Φύσει μὲν γὰρ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων βέβαιον, οὐδὲ ὁμαλὸν, οὐδὲ αὔταρκες, οὐδὲ ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἱστάμενον· ἀλλὰ κύκλος τις τῶν ἡμετέρων περιτρέχει πραγμάτων, ἄλλοτε ἄλλας ἐπὶ μιᾶς ἡμέρας πολλάκις, ἔστι δ᾿ ὅτε καὶ ὥρας, φέρων μεταβολάς· καὶ αὔραις μᾶλλον ἔστι πιστεύειν οὐχ ἱσταμέναις, καὶ νηὸς ποντοπορούσης ἴχνεσι, καὶ νυκτὸς ἀπατηλοῖς ὀνείρασιν, ὧν πρὸς ὀλίγον ἡ χάρις, καὶ ὅσα κατὰ ψαμάθων παῖδες τυποῦσι παίζοντες, ἢ ἀνθρώπων εὐημερίᾳ· σώφρονες δὲ, οἱ διὰ τὸ μὴ πιστεύειν τοῖς παροῦσι, τὸ μέλλον ἑαυτοῖς θησαυρίζοντες· καὶ διὰ τὸ τῆς ἀνθρωπίνης εὐπραγίας ἄστατον καὶ ἀνώμαλον, τὴν οὐ πίπτουσαν ἀγαπῶντες χρηστότητα, ἵνα τριῶν ἕν γέ τι πάντως κερδάνωσιν· ἢ τὸ μή ποτε πρᾶξαι κακῶς, ἐπεὶ καὶ τοῖς ἐντεῦθεν χρηστοῖς πολλάκις δεξιοῦται τὸ θεῖον τοὺς εὐσεβεῖς, χρηστότητι τὸ συμπαθὲς προκαλούμενον· ἢ τὸ παῤῥησίαν ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς πρὸς Θεὸν, ὡς οὐ διὰ κακίαν, ἀλλὰ διά τινα οἰκονομίαν κακοπαθήσαντες· ἢ, τὸ τελευταῖον, ὡς ὀφειλομένην ἀπαιτεῖν τὴν παρὰ τῶν εὖ πραττόντων φιλανθρωπίαν, ἣν τοῖς χρῄζουσι προεισήνεγκαν, δεξιῶς αὐτοὶ πράττοντες.

20. Μὴ καυχάσθω, φησὶν, ὁ σοφὸς ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ, μηδὲ ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, μηδὲ ὁ δυνατὸς ἐν τῇ ἰσχύι αὐτοῦ· κἂν εἰς τὸ ἄκρον ὦσιν ἐληλακότες, ὁ μὲν σοφίας, ὁ δὲ περιουσίας, ὁ δὲ δυνάμεως. Ἐγὼ δὲ προσθήσω καὶ ἃ τούτοις ἕπεται· Μηδὲ ὁ περίβλεπτος ἐν τῇ δόξῃ, μηδὲ ὁ εὐεκτῶν ἐν τῇ ὑγιείᾳ, μηδὲ ὁ καλὸς ἐν τῇ ὥρᾳ, μηδὲ ὁ νέος ἐν τῇ νεότητι, μηδὲ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ τῶν ἐνταῦθα ἐπαινουμένων, εἰ δεῖ συνελόντα εἰπεῖν, ὁ ὑπὸ τούτου φυσώμενος· ἀλλ᾿ ἢ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος μόνον, ἐν τῷ συνιεῖν καὶ ἐκζητεῖν τὸν Θεὸν, καὶ συναλγεῖν τοῖς πάσχουσι, καὶ πρὸς τὸ μέλλον ἑαυτῷ τι χρηστὸν ἀποτίθεσθαι. Τὰ μὲν γάρ ἐστι ῥευστὰ καὶ πρόσκαιρα, καὶ, ὥσπερ ἐν παιδιᾷ ψήφων, ἄλλοτε εἰς ἄλλους μεταῤῥιπτούμενα, καὶ μετατιθέμενα· καὶ οὐδὲν οὕτω τοῦ κατέχοντος ἴδιον, ὡς ἢ μὴ χρόνῳ παυθῆναι, ἢ φθόνῳ μετατεθῆναι· τὰ δὲ ἑστῶτα καὶ μένοντα, καὶ οὔποτε ὑποχωροῦντα, οὐδὲ μεταπίπτοντα, οὐδὲ σφάλλοντα τὰς τῶν πεπιστευκότων ἐλπίδας. Ἀλλ᾿ ἐμοὶ μὲν καὶ διὰ τοῦτο δοκεῖ, μηδὲν τῶν ἐνταῦθα ἀγαθῶν εἶναι πιστὸν τοῖς ἀνθρώποις, μηδὲ πολυχρόνιον· ἀλλ᾿ εἴπερ τι ἄλλο, καὶ τοῦτο καλῶς τῷ τεχνίτῃ Λόγῳ καὶ τῇ πάντα νοῦν ὑπερεχούσῃ Σοφίᾳ μεμηχανῆσθαι, παίζεσθαι ἡμᾶς ἐν τοῖς ὁρωμένοις, ἄλλοτε ἄλλως μεταβαλλομένοις καὶ μεταβάλλουσι, καὶ ἄνω καὶ κάτω φερομένοις τε καὶ περιτρεπομένοις, καὶ πρὶν ληφθῆναι ἀπιοῦσι καὶ φεύγουσιν· ἵνα τὸ ἐν τούτοις ἄστατον καὶ ἀνώμαλον θεωρήσαντες, πρὸς τὸ μέλλον μεθορμησώμεθα. Τί γὰρ ἂν ἐποιήσαμεν, ἑστῶτος τοῦ εὖ πράττειν ἡμῖν, ὁπότε, οὐ μένοντος, τοσοῦτον αὐτῷ προσδεδέμεθα, καὶ οὕτως ἡμᾶς ἡ περὶ τοῦτο ἡδονὴ καὶ ἀπάτη ἔχει δουλώσασα, ὥστε μηδὲν κρεῖττον, μηδὲ ὑψηλότερον τῶν παρόντων διανοεῖσθαι δύνασθαι, καὶ ταῦτα κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γεγονέναι καὶ ἀκούοντας καὶ πιστεύοντας, τὴν ἄνω τε οὖσαν καὶ πρὸς ἑαυτὴν ἕλκουσαν;

21. Τίς σοφὸς, καὶ συνήσει ταῦτα; Τίς παραδραμεῖται τὰ παρατρέχοντα; τίς προσθήσεται τοῖς ἐπιμένουσι; τίς περὶ τῶν παρόντων, ὡς ἀπιόντων διανοηθήσεται; τίς περὶ τῶν ἐλπιζομένων, ὡς ἱσταμένων; τίς διαιρήσει τὰ ὄντα καὶ τὰ φαινόμενα, καὶ τοῖς μὲν ἕψεται, τῶν δὲ ὑπερόψεται; τίς γραφὴν καὶ ἀλήθειαν; τίς τὴν κάτω σκηνὴν, καὶ τὴν ἄνω πόλιν; τίς παροικίαν καὶ κατοικίαν; τίς σκότος ἀπὸ τοῦ φωτός; τίς ἰλὺν βυθοῦ καὶ ἁγίαν γῆν; τίς σάρκα καὶ πνεῦμα; τίς Θεὸν καὶ κοσμοκράτορα; τίς θανάτου σκιὰν, καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον; τίς τοῖς παροῦσι τὸ μέλλον ὠνήσεται; τίς τῷ ῥέοντι πλούτῳ τὸν μὴ λυόμενον; τίς τοῖς ὁρωμένοις τὰ μὴ βλεπόμενα; Μακάριος μὲν οὖν, ὅστις ταῦτα διακρίνων, καὶ διαιρῶν τῇ τομῇ τοῦ Λόγου, τῇ διαιρούσῃ τὸ κρεῖττον ἀπὸ τοῦ χείρονος, ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διατίθεται, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Δαβὶδ, καὶ τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ταύτην φεύγων, ὁπόση δύναμις, τὰ ἄνω ζητεῖ, καὶ σταυρούμενος κόσμῳ μετὰ Χριστοῦ, Χριστῷ συνίσταται, καὶ Χριστῷ συνανέρχεται, τῆς οὐκέτι μεταπιπτούσης ζωῆς οὐδὲ ἀπατηλῆς κληρονόμος· οὗ μηκέτι δάκνων ὄφις ἐπὶ ὁδοῦ, οὐδὲ τηρῶν πτέρναν, καὶ κεφαλὴν τηρούμενος. Τοῖς δὲ λοιποῖς ἡμῖν καλῶς ὁ αὐτὸς ἐμβοᾷ Δαβὶδ, ὥσπερ τις μεγαλοφωνότατος κῆρυξ ἀπὸ ὑψηλοῦ καὶ πανδήμου κηρύγματος, βαρυκαρδίους τε ἀποκαλῶν, καὶ ἀγαπῶντας ψεῦδος, μὴ σφόδρα περιέχεσθαι τῶν ὁρωμένων, μηδὲ ἄλλο τι ἢ κόρον σίτου καὶ οἴνου τῶν φθειρομένων, πᾶσαν τὴν ἐντεῦθεν εὐδαιμονίαν ὑπολαμβάνειν. Καὶ τάχα που τοῦτο καὶ ὁ μακάριος ἐννοῶν Μιχαίας, καὶ τῶν χαμαὶ ἐρχομένων καὶ δοκούντων ἀγαθῶν κατεξανιστάμενος, Ἐγγίσατε, φησὶν, ὄρεσιν αἰωνίοις· ἀνάστα καὶ πορεύου, ὅτι οὐκ ἔστι σοι αὕτη ἀνάπαυσις· τοῦτο μὲν οὖν ἤδη καὶ τοῖς ῥήμασιν αὐτοῖς μικροῦ σύμφωνον, οἷς ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν διακελεύεται, τί λέγων; Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν· οὐ τοὺς τότε μαθητὰς μόνον ἐξ ἐκείνου μόνου τοῦ τόπου μετατιθεὶς, ὡς ἂν οἰηθείη τις, ἀλλ᾿ ἀεὶ καὶ πάντας τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς ἀπὸ γῆς καὶ τῶν περὶ γῆν εἰς οὐρανοὺς ἕλκων καὶ τὰ οὐράνια.

22. Τοιγαροῦν, ἀκολουθήσωμεν ἤδη τῷ Λόγῳ, ζητήσωμεν τὴν ἐκεῖθεν ἀνάπαυσιν, ῥίψωμεν τὴν ἐντεῦθεν περιουσίαν· ὃ καλόν ἐστι ταύτης, τοῦτο μόνον κερδάνωμεν, κτησώμεθα τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς ἐν ἐλεημοσύναις, μεταδῶμεν τῶν ὄντων τοῖς πένησιν, ἵνα τὰ ἐκεῖθεν πλουτήσωμεν. Δὸς μερίδα καὶ τῇ ψυχῇ, μὴ τῇ σαρκὶ μόνον· δὸς μερίδα καὶ τῷ Θεῷ, μὴ τῷ κόσμῳ μόνον· ὕφελέ τι τῆς γαστρὸς, τῷ πνεύματι καθιέρωσον· ἅρπασόν τι τοῦ πυρὸς, ἀπόθου μακρὰν ἀπὸ τῆς κάτω νεμομένης φλογός· ἅρπασον τοῦ τυράννου, καταπίστευσον τῷ Δεσπότῃ. Δὸς μερίδα τοῖς ἑπτὰ, τῷ βίῳ τούτῳ, καί γε τοῖς ὀκτὼ, τῷ μετὰ τοῦτον ἡμᾶς ἐκδεξομένῳ· δὸς ὀλίγον, παρ᾿ οὗ τὸ πλεῖον ἔχεις· δὸς καὶ τὸ πᾶν, τῷ τὰ πάντα χαρισαμένῳ. Οὐδέποτε νικήσεις μεγαλοδωρεὰν Θεοῦ, κἂν πάντα πρόῃ τὰ ὄντα, κἂν τοῖς οὖσι σεαυτὸν προσθῇς. Καὶ τοῦτο γάρ ἐστι λαβεῖν, τὸ τῷ Θεῷ δοθῆναι· ὅσον ἐὰν εἰσενέγκῃς, πλεῖον ἀεὶ τὸ λειπόμενον· καὶ οὐδὲν δώσεις ἴδιον, ὅτι τὰ πάντα παρὰ Θεοῦ. Καὶ ὥσπερ οὐκ ἔστιν ὑπερβῆναι τὴν ἑαυτοῦ σκιὰν ὑποχωροῦσαν καθόσον πρόιμεν, καὶ τὸ ἴσον ἀεὶ προέχουσαν· οὐδὲ ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν γενέσθαι σώματος μέγεθος ὑπερκειμένην ἀεὶ τοῦ σώματος· οὕτως οὐδὲ οἷς δίδομεν νικῆσαι Θεόν. Οὐ γὰρ ἔξω τι τῶν αὐτοῦ δίδομεν, οὐδὲ ὑπὲρ τὴν ἐκείνου φιλοτιμίαν.

23. Γνῶθι πόθεν σοι τὸ εἶναι, τὸ ἀναπνεῖν, τὸ φρονεῖν, αὐτὸ τὸ μέγιστον, τὸ γινώσκειν Θεόν, βασιλείαν οὐρανῶν ἐλπίζειν, ἀγγέλων ἰσοτιμίαν, δόξης θεωρίαν, νῦν μὲν τὴν ἐν ἐσόπτροις τε καὶ αἰνίγμασι, τότε δὲ τὴν τελεωτέραν τε καὶ καθαρωτέραν· υἱὸν γενέσθαι Θεοῦ, συγκληρονόμον Χριστοῦ, τολμήσας εἴπω, καὶ θεὸν αὐτόν; Πόθεν σοι ταῦτα πάντα, καὶ παρὰ τίνος; Ἢ, ἵνα τὰ μικρὰ λέγω καὶ τὰ ὁρώμενα, τίς ἔδωκέ σοι κάλλος οὐρανοῦ βλέπειν, ἡλίου δρόμον, σελήνης κύκλον, ἀστέρων πλῆθος, καὶ τὴν ἐν τούτοις πᾶσιν, ὥσπερ ἐν λύρᾳ, εὐαρμοστίαν καὶ τάξιν ὡσαύτως ἔχουσαν, ὡρῶν ἀλλαγὰς, μεταβολὰς καιρῶν, ἐνιαυτῶν περιόδους, ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἰσομοιρίαν, γῆς ἐκφύσεις, ἀέρος χύσιν, πλάτη θαλάττης λελυμένης καὶ ἱσταμένης, βάθη ποταμῶν, ἀνέμων ῥεύματα; Τίς ὑετοὺς, γεωργίαν, τροφὰς, τέχνας, οἰκήσεις, νόμους, πολιτείας, βίον ἥμερον, οἰκείωσιν πρὸς τὸ συγγενές; Πόθεν σοι τῶν ζώων τὰ μὲν ἡμέρωται καὶ ὑπέζευκται, τὰ δὲ τροφῇ παραδέδοται; Τίς σε κύριον καὶ βασιλέα πάντων κατέστησε τῶν ἐπὶ τῆς γῆς; Τίς, ἵνα μὴ καθ᾿ ἕκαστον λέγω, πάντα, οἷς προέχει τῶν ἄλλων ἄνθρωπος, ἐδωρήσατο; Οὐχ οὗτος, ὃς νῦν πρὸ πάντων καὶ ἀντὶ πάντων αἰτεῖ παρὰ σοῦ τὸ φιλάνθρωπον; Εἶτα οὐκ αἰσχυνόμεθα, εἰ τοσαῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, τὰ μὲν λαβόντες, τὰ δὲ ἐλπίζοντες, μηδὲ ἑν τοῦτο εἰσοίσομεν τῷ Θεῷ, τὸ φιλάνθρωπον; Ἀλλ᾿ ὁ μὲν τῶν θηρίων ἡμᾶς ἐχώρισε, καὶ λόγῳ μόνους τῶν ἐπὶ γῆς ἐτίμησεν· ἡμεῖς δὲ ἡμᾶς αὐτοὺς θηριώσομεν, καὶ τοσοῦτον ὑπὸ τῆς τρυφῆς διεφθάρμεθα, ἢ μεμήναμεν, ἢ, οὐκ ἔχω τί λέγειν, ὥστε ὁμοῦ τῇ μάζῃ καὶ τοῖς πιτύροις, ἃ κακῶς ἴσως ἐπορισάμεθα, καὶ τὴν φύσιν εἶναι βελτίους αὐτῶν οἰησόμεθα; Καὶ ὥςπερ ἦν τι τὸ παλαιὸν, ὅσον ἐπὶ τοῖς μύθοις, γένος γιγάντων καὶ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων· οὕτω καὶ ἡμεῖς τούτοις ἐσόμεθα ὑψηλοί τε καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον, οἷον Νεβρὼδ ἐκεῖνος, ἢ τὸ τοῦ Ἐνὰκ γένος, ἐκθλίβον πάλαι τὸν Ἰσραὴλ, ἢ δι᾿ οὓς ὁ κατακλυσμὸς τὴν γῆν ἐκάθηρεν; Καὶ ὁ μὲν οὐκ αἰσχύνεται Πατὴρ ἡμῶν καλεῖσθαι, Θεὸς ὢν καὶ Δεσπότης· ἡμεῖς δὲ καὶ τὸ συγγενὲς ἀρνησόμεθα;

24. Μηδαμῶς, ὦ φίλοι καὶ ἀδελφοὶ, μὴ γενώμεθα κακοὶ τῶν δοθέντων ἡμῖν οἰκονόμοι, ἵνα μὴ ἀκούωμεν Πέτρου λέγοντος· Αἰσχύνθητε, οἱ κατέχοντες τὰ ἀλλότρια, καὶ μιμήσασθε ἰσότητα Θεοῦ, καὶ οὐδεὶς ἔσται πένης. Μὴ κάμνωμεν θησαυρίζοντες καὶ φυλάσσοντες, ἄλλων πενίᾳ καμνόντων, μὴ ὀνειδίσῃ καὶ ἀπειλήσῃ πικρῶς ἡμῖν, ἔνθεν μὲν ὁ θεῖος Ἀμὼς ἐν τούτοις τοῖς ῥήμασιν· Ἄγε νῦν, οἱ λέγοντες· Πότε διελεύσεται ὁ μὴν, καὶ ἐμπωλήσωμεν· καὶ τὰ Σάββατα, καὶ ἀνοίξωμεν θησαυρούς; καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις, δι᾿ ὧν τοῖς μέγα καὶ μικρὸν στάθμιον κτωμένοις, τὴν τοῦ Θεοῦ μῆνιν ἐπανατείνεται· ἔνθεν δὲ ὁ μακάριος Μιχαίας, τάχα μὲν καὶ αὐτὴν τὴν τρυφὴν ἐπικόπτων, ὡς τοῦ κόρου τὴν ὕβριν τίκτοντος, καὶ τὸ κατασπαταλᾷν ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων, καὶ τοῖς πρώτοις τῶν μύρων θρύπτεσθαι, μόσχοις τε ἁπαλοῖς ἐκ βουκολίων καὶ ἐρίφοις ἐκ ποιμνίων πιαίνεσθαι, καὶ πρὸς τὴν φωνὴν τῶν ὀργάνων ἐπικροτεῖν, καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ οἴεσθαι στάσιμόν τι τούτων εἶναι καὶ μόνιμον· τάχα δὲ οὐχ οὕτω ταῦτα δεινὰ νομίζων, ὡς τὸ μηδὲν πάσχειν ἐπὶ τῇ συντριβῇ τοῦ Ἰωσὴφ αὐτοὺς τρυφῶντας· τοῦτο γὰρ τῇ τῆς πλησμονῆς κατηγορίᾳ προστίθησιν· ὃ μὴ πάθωμεν νῦν ἡμεῖς, μηδὲ τοσοῦτον τρυφήσωμεν, ὥστε καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας καταφρονεῖν τούτοις δυσχεραίνοντος, κἂν μὴ παρὰ πόδας, μηδὲ ὁμοῦ τῇ κακίᾳ τὴν ὀργὴν ἐπάγῃ τοῖς ἁμαρτάνουσιν.

25. Μιμησώμεθα νόμον Θεοῦ τὸν ἀνωτάτω καὶ πρῶτον, ὃς βρέχει μὲν ἐπὶ δικαίους καὶ ἁμαρτωλοὺς, ἀνατέλλει δὲ πᾶσιν ὁμοίως τὸν ἥλιον· γῆν δὲ χερσαίοις πᾶσιν ἥπλωσεν ἄνετον, καὶ κρήνας, καὶ ποταμοὺς, καὶ ὕλας· ἀέρα δὲ πτηναῖς φύσεσι, καὶ ὕδωρ ὅσοις ὁ βίος ἔνυδρος, καὶ τὰς πρώτας τοῦ ζῇν ἀφορμὰς ἀφθόνους ἅπασιν ἐχαρίσατο, οὐ δυναστείᾳ κρατουμένας, οὐ νόμῳ περιγραφομένας, οὐχ ὁρίοις διειργομένας· ἀλλὰ καὶ κοινὰς τὰς αὐτὰς καὶ πλουσίας, καὶ οὐδὲν παρὰ τοῦτο ἐνδεεστέρας προέθηκεν· τό τε τῆς φύσεως ὁμότιμον ἰσότητι τῆς δωρεᾶς τιμῶν, καὶ δεικνὺς τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος. Ἄνθρωποι δὲ χρυσὸν, καὶ ἄργυρον, καὶ τῆς ἐσθῆτος ὅση μαλακὴ, καὶ ὑπὲρ τὴν χρείαν, καὶ τῶν λίθων τοὺς διαυγεῖς κατορύξαντες, εἴτε τι ἄλλο τοιοῦτον, ἃ πολέμου, καὶ στάσεως, καὶ τῆς πρώτης τυραννίδος ἐστὶ γνωρίσματα, ἔπειτα αἴρουσι τὴν ὀφρὺν ὑπὸ ἀνοίας, καὶ τοῖς ἀτυχοῦσι τῶν συγγενῶν τὸν ἔλεον ἀποκλείουσιν, οὐδὲ τοῖς περιττοῖς εἰς τὰ ἀναγκαῖα βοηθεῖν θέλοντες, (ὢ τῆς ἀπαιδευσία!ς ὢ τῆς σκαιότητο!)ς οὐδ᾿ εἰ μή τι ἄλλο, ἐκεῖνό γε ἐνθυμούμενοι, ὅτι πενία καὶ πλοῦτος, ἐλευθερία τε, ἥν φαμεν, καὶ δουλεία, καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων, ὕστερον ἐπεισῆλθε τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, ὥσπερ ἀῤῥωστήματα κοινά τινα τῇ κακίᾳ συνεισπεσόντα, κἀκείνης ὄντα ἐπινοήματα. Ἀπ᾿ ἀρχῆς δὲ, φησὶν, οὐ γέγονεν οὕτως· ἀλλ᾿ ὁ πλάσας ἀπ᾿ ἀρχῆς τὸν ἄνθρωπον, ἐλεύθερον ἀφῆκε καὶ αὐτεξούσιον, νόμῳ τῷ τῆς ἐντολῆς μόνῳ κρατούμενον, καὶ πλούσιον ἐν παραδείσου τρυφῇ· τοῦτο καὶ τῷ λοιπῷ γένει τῶν ἀνθρώπων βουληθείς τε καὶ χαρισάμενος δι᾿ ἑνὸς τοῦ πρώτου σπέρματος. Ἐλευθερία δὲ καὶ πλοῦτος, ἡ τῆς ἐντολῆς μόνη τήρησις ἦν· πενία δὲ ἀληθὴς καὶ δουλεία, ἡ ταύτης παράβασις.

26. Ἀφ᾿ οὗ δὲ καὶ φθόνοι, καὶ ἔριδες, καὶ ἡ δολερὰ τοῦ ὄφεως τυραννὶς, ἀεὶ τῷ λίχνῳ τῆς ἡδονῆς ὑποσύρουσα, καὶ ἐπανιστῶσα τοῖς ἀσθενεστέροις τοὺς θρασυτέρους, ἐῤῥάγη τὸ συγγενὲς εἰς ὀνομάτων ἀλλοτριότητας, καὶ τὸ τῆς φύσεως εὐγενὲς πλεονεξία κατέτεμε, προσλαβοῦσα καὶ νόμον, τῆς δυναστείας ἐπίκουρον. Ἀλλὰ σὺ βλέπε μοι τὴν πρώτην ἰσονομίαν, μὴ τὴν τελευταίαν διαίρεσιν· μὴ τὸν τοῦ κρατήσαντος νόμον, ἀλλὰ τὸν τοῦ κτίσαντος. Βοήθησον κατὰ δύναμιν τῇ φύσει, τὴν ἀρχαίαν ἐλευθερίαν τίμησον, αἰδέσθητι σαυτὸν, συγκάλυψον τῷ γένει τὴν ἀτιμίαν, ἐπάρκεσον τῇ νόσῳ, τὴν ἔνδειαν παραμύθησαι· ὁ εὐρωστῶν, ὁ πλουτῶν, τὴν τοῦ νοσοῦντος, τὴν τοῦ πενομένου· ὁ μὴ προσπταίσας, τὴν τοῦ πεσόντος καὶ συντριβέντος· ὁ εὐθυμῶν, τὴν τοῦ ἀθυμοῦντος· ὁ τοῖς δεξιοῖς εὐθηνούμενος, τοῦ τοῖς ἀριστέροις κάμνοντος. Δός τι τῷ Θεῷ χαριστήριον, ὅτι τῶν εὖ ποιεῖν δυναμένων ἐγένου, ἀλλ᾿ οὐ τῶν εὖ παθεῖν δεομένων· ὅτι μὴ βλέπεις εἰς ἀλλοτρίας χεῖρας, ἀλλ᾿ εἰς τὰς σὰς ἕτεροι. Πλούτησον μὴ περιουσίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ εὐσέβειαν· μὴ τὸ χρυσίον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρετὴν, μᾶλλον δὲ ταύτην μόνον. Γενοῦ τοῦ πλησίον τιμιώτερος, ἐκ τοῦ φανῆναι χρηστότερος· γενοῦ τῷ ἀτυχοῦντι θεὸς, τὸν ἔλεον Θεοῦ μιμησάμενος.

27. Οὐδὲν γὰρ οὕτως, ὡς τὸ εὖ ποιεῖν, ἄνθρωπος ἔχει Θεοῦ· κἂν ὁ μὲν μείζω, καὶ ὁ δὲ ἐλάττω εὐεργετῇ, ἑκάτερος, οἶμαι, κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν. Ὁ μὲν ἐποίησε, καὶ λύσας συνάγει πάλιν· σὺ δὲ πεσόντα μὴ παρίδῃς. Ὁ μὲν ἠλέησεν εἰς τὰ μέγιστα, δοὺς ἐπὶ πᾶσι νόμον, προφήτας, καὶ πρὸ τούτων, τὸν φυσικὸν νόμον ἄγραφον, τῶν παραττομένων ἐξεταστὴν, ἐλέγξας, νουθετήσας, παιδαγωγήσας· τὸ τελευταῖον, λύτρον ἑαυτὸν παραδοὺς ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς· χαρισάμενος ἀποστόλους, εὐαγγελιστὰς, διδασκάλους, ποιμένας, ἰάσεις, τέρατα, ἐπάνοδον πρὸς ζωὴν, θανάτου κατάλυσιν, τρόπαιον κατὰ τοῦ νικήσαντος, διαθήκην τὴν ἐν σκιᾷ, διαθήκην τὴν ἐν ἀληθείᾳ, Πνεύματος ἁγίου μερισμοὺς, τὸ τῆς καινῆς σωτηρίας μυστήριον. Σὺ δὲ, εἰ μὲν καὶ τὰ μείζω δυνατὸς εἶ, καὶ οἷς εὐεργετεῖται ψυχὴ (πεποίηκε γάρ σε καὶ ταῦτα πλούσιον ὁ Θεὸς, εἰ θελήσειας), μηδὲ ταῦτα εὖ ποιεῖν ἀπόσχῃ τὸν ἐνδεῆ· μᾶλλον δὲ πρῶτα καὶ μάλιστα τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ πρὶν αἰτηθῆναι, ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεῶν καὶ δανείζων τὸν λόγον, καὶ ἀπαιτῶν φιλοπόνως τὸ δάνειον μετὰ τόκου τῆς τοῦ ὠφελημένου προσθήκης. ἣν ἀεὶ τῷ λόγῳ προστίθησιν, αὔξων ἑαυτῷ κατὰ μικρὸν τὰ τῆς εὐσεβείας σπέρματα. Εἰ δὲ μὴ, τά γε δεύτερα καὶ μικρότερα, καὶ ὅσα εἰς δύναμιν ἥκει τὴν σήν· ἐπικούρησον, ὄρεξον τροφὴν, ὄρεξον ῥάκος, προσένεγκε φάρμακον, κατάδησον τραύματα, ἐρώτησόν τι περὶ τῆς συμφορᾶς, περὶ καρτερίας φιλοσόφησον, θάρσησον, πρόςελθε· οὐ μὴ χεῖρόν τι σεαυτοῦ παρὰ τοῦτο γένῃ· οὐ μὴ μεταλάβοις τοῦ πάθους, κἂν οἱ λίαν ἁβροὶ τοῦτο νομίζωσι λόγοις ματαίοις ἠπατημένοι· μᾶλλον δὲ ταύτην προβάλλονται τῆς ἑαυτῶν εἴτε εὐλαβείας, εἴτε ἀσεβείας ἀπολογίαν, ἐπὶ τὴν δειλίαν, ὡς δή τι μέγα καὶ σοφὸν καταφεύγοντες. Τοῦτο πειθέτωσάν σε καὶ οἱ λόγοι, καὶ ἰατρῶν παῖδες, καὶ σύνοικοι τούτων θεραπευταὶ, ὧν οὐδείς πω τοῖς τοιούτοις προσιὼν ἐκινδύνευσε. Σὺ τοίνυν, εἰ καὶ τὸ πρᾶγμα φοβερὸν καὶ ὑπονοίας ἄξιον, ὦ δοῦλε Χριστοῦ, καὶ φιλόθεε, καὶ φιλάνθρωπε, μὴ πάθῃς μηδὲν ἀγεννές· τῇ πίστει θάρσησον· νικησάτω τὴν δειλίαν ὁ οἶκτος, ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος τὴν ἁπαλότητα· στήτω πρὸ τῶν φιλοσάρκων λογισμῶν ἡ εὐσέβεια· μὴ παρίδῃς, μὴ παραδράμῃς τὸν ἀδελφὸν, μὴ ἀποστραφῇς ὡς ἄγος, ὡς μίασμα, ὡς ἄλλο τι τῶν φευκτῶν καὶ ἀπειρημένων· σόν ἐστι μέλος, καὶ εἰ τῇ συμφορᾷ κάμπτεται· Σοὶ ἐγκαταλέλειπται ὁ πτωχὸς, ὡς Θεῷ, καὶ εἰ λίαν παρατρέχεις μεγαλοψύχως, τάχα γάρ σε τούτοις δυσωπήσω τοῖς ῥήμασι. Σοὶ πρόκειται φιλανθρωπίας ὑπόθεσις, καὶ εἰ ἀλλοτριοῖ σε τοῦ εὖ παθεῖν ὁ ἀλλότριος.

28. Πᾶς ὁ πλέων ἐγγύς ἐστι τοῦ ναυαγίου, καὶ τόσῳ μᾶλλον, ὅσῳπερ ἂν τολμηρότερον πλέῃ· καὶ πᾶς ὁ σῶμα περικείμενος ἐγγύς ἐστι τῶν τοῦ σώματος κακῶν, καὶ τόσῳ μᾶλλον, ὅσῳπερ ἂν ὀρθῶς βαδίζῃ, καὶ μὴ βλέπῃ τοὺς πρὸ αὐτοῦ κειμένους. Ἕως πλῇς ἐξ οὐρίας, τῷ ναυαγοῦντι δὸς χεῖρα· ἕως εὐεκτῇς καὶ πλουτῇς, τῷ κακοπαθοῦντι βοήθησον. Μὴ ἀναμείνῃς ἐπὶ σεαυτοῦ μαθεῖν, ὅσον ἐστὶ κακὸν ἀπανθρωπία, καὶ οἷον ἀγαθὸν σπλάγχνα τοῖς χρῄζουσιν ἀνοιγόμενα. Μὴ βουληθῇς ἐπᾶραι χεῖρα Θεὸν κατὰ τῶν ὑψαυχενούντων, καὶ παρατρεχόντων τοὺς πένητας. Ἐν ἀλλοτρίαις συμφοραῖς ταῦτα παιδεύθητι· δός τι καὶ μικρὸν τῷ δεομένῳ· οὐ γὰρ μικρὸν τῷ πάντων ἐπιδεεῖ, ἀλλ᾿ οὐδὲ τῷ Θεῷ, ἂν ᾖ κατὰ δύναμιν. Δὸς ἀντὶ μεγάλου τὴν προθυμίαν· εἰ μηδὲν ἔχῃς, δάκρυσον· μέγα τῷ ἀτυχοῦντι φάρμακον, ἔλεος ἀπὸ ψυχῆς εἰσφερόμενος· καὶ τὸ συναλγεῖν γνησίως, πολύ τι κουφίζει τῆς συμφορᾶς. Οὐκ ἔστιν ἀτιμώτερός σοι τοῦ κτήνους ὁ ἄνθρωπος, ὦ ἄνθρωπε, ὃ πεσὸν εἰς βόθρον, ἢ πλανηθὲν, ἀνεγείρειν σοι καὶ ἐπανάγειν ὁ νόμος διακελεύεται· εἰ μέν τι καὶ ἄλλο κρύπτων ἀποῤῥητότερον καὶ βαθύτερον, οἷα τὰ πολλὰ τοῦ νομικοῦ βάθους καὶ τῆς διπλόης, οὐκ ἐμὸν τοῦτο εἰδέναι, ἀλλὰ τοῦ πάντα ἐρευνῶντος καὶ γινώσκοντος Πνεύματος· ὃ δ᾿ οὖν ἐγὼ καταλαμβάνω, καὶ ὅσον εἰς τὸν ἐμὸν ἥκει λόγον, γυμνάζων ἡμᾶς ἀπὸ τῆς εἰς τὰ μικρὰ φιλανθρωπίας, ἐπὶ τὴν τελειοτέραν καὶ μείζονα. Πόση γὰρ ὀφείλεται τοῖς ὁμοφύλοις καὶ ὁμοτίμοις ἡ καὶ μέχρι τῶν ἀλόγων ἀπαιτουμένη;

29. Ταῦτα μὲν οὖν ὁ λόγος, καὶ ὁ νόμος, καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ μετριώτατοι, παρ᾿ οἷς τὸ εὖ ποιεῖν τοῦ πάσχειν τιμιώτερον, καὶ περισπουδαστότερος κέρδους ἔλεος. Τί δ᾿ ἂν εἴποις περὶ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς σοφῶν; Ἐῶ γὰρ λέγειν τοὺς ἔξωθεν, οἳ συνηγόρους τοῖς πάθεσι θεοὺς εὑρίσκοντες, καὶ τῷ Κερδώῳ, ᾧ τὰ πρῶτα νέμουσιν· ἤδη δὲ, καὶ ὃ τούτου χεῖρόν ἐστι, καὶ ἀνθρωποκτονεῖν νομίζουσιν ἔστιν οἷς δαιμόνων, καὶ παρ᾿ οἷς ἔθνεσι, καὶ μέρος εὐσεβείας αὐτοῖς ἡ ἀπανθρωπία, καὶ ταῖς τοιαύταις θυσίαις αὐτοί τε χαίρουσι, καὶ τοὺς θεοὺς αὐτῶν οἴονται, πονηροὶ πονηρῶν ἱερεῖς καὶ μύσται γινόμενοι. Ἀλλ᾿ εἰσὶ τῶν ἡμετέρων τινὲς, ὃ καὶ δακρύειν ἄξιον, οἳ τοσοῦτον ἀπέχουσι συναλγεῖν καὶ βοηθεῖν τοῖς κάμνουσιν, ὥςτε καὶ προσονειδίζουσι πικρῶς, καὶ προσεπεμβαίνουσι, καὶ φιλοσοφοῦσι κενὰ καὶ μάταια, καὶ φωνοῦσιν ὄντως ἐκ γῆς, καὶ εἰς ἀέρα λαλοῦσιν, καὶ οὐκ εἰς ἀκοὰς εὐσυνέτους, καὶ θείοις συνειθισμένας δόγμασι, καὶ τολμῶσι λέγειν· Παρὰ Θεοῦ τὸ ταλαιπωρεῖν ἐκείνοις, παρὰ Θεοῦ τὸ εὖ πράττειν ἡμῖν· καὶ τίς εἰμι ἐγὼ δόγμα λύειν Θεοῦ, καὶ Θεοῦ φανῆναι χρηστότερος; Καμνέτωσαν, ταλαιπωρείτωσαν, δυστυχείτωσαν· οὕτως ἔδοξεν. Κἀνταῦθα μόνον εἰσὶ φιλόθεοι, οὗ δεῖ φυλάττειν τοὺς ὀβολοὺς, καὶ κατὰ τῶν ἀθλίων νεανιεύεσθαι. Ὅτι μὲν οὖν οὐκ ἐκ τοῦ Θεοῦ τὸ εὖ πράττειν αὐτοῖς εἶναι νομίζουσι, δηλοῦσι σαφῶς ἐξ ὧν λέγουσι. Τίς γὰρ ἂν οὕτω διανοηθείη περὶ τῶν δεομένων, Θεὸν εἰδὼς χωρηγὸν ὧν κέκτηται; Τῶν γὰρ αὐτῶν ἐστιν ἔχειν τέ τι παρὰ Θεοῦ, καὶ κεχρῆσθαι κατὰ Θεὸν οἷςπερ ἔχουσιν.

30.
Εἰ δὲ καὶ παρὰ Θεοῦ τὸ κακοπαθεῖν ἐκείνοις, οὔπω δῆλον, ἕως ἂν καὶ παρ᾿ ἑαυτῆς ἡ ὕλη φέρῃ τὸ ἄτακτον, ὥσπερ ἐν ῥεύματι. Καὶ τίς οἶδεν, εἰ ὁ μὲν διὰ κακίαν κολάζεται, ὁ δὲ ὡς ἐπαινούμενος αἴρεται· ἀλλὰ μὴ τοὐναντίον, ὁ μὲν διὰ πονηρίαν ὑψοῦται, ὁ δὲ δι᾿ ἀρετὴν δοκιμάζεται; ὁ μὲν πλεῖον ἐπαιρόμενος, ἵνα καὶ πέσῃ χαλεπώτερον, ὅλην ἐώμενος πρότερον, ὥσπερ τινὰ νόσον, ἐκρῆξαι τὴν ἑαυτοῦ κακίαν, ἵνα καὶ κολασθῇ δικαιότερον· ὁ δὲ καὶ παρὰ δόξαν πιεζόμενος, ἵνα ὥσπερ χρυσὸς ἐν καμίνῳ δοκιμασθεὶς, τῆς κακίας, εἴ τι καὶ μικρὸν ἔχει, τοῦτο ἐκτήξῃ· καθαρὸς γὰρ ἀπὸ ῥύπου παντελῶς οὐδεὶς, οὐκ οὖν ἐν γεννητῇ φύσει, ὥςπερ ἠκούσαμεν, εἰ καὶ φανῇ δοκιμώτερος. Εὑρίσκω γάρ τι καὶ τοιοῦτο ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ μυστήριον· καὶ μακρὸν ἂν εἴη πάσας ἀπαριθμεῖν τοῦ Πνεύματος τὰς φωνὰς, αἵ με πρὸς τοῦτο φέρουσιν. Ἀλλὰ τίς ἂν ψάμμον θαλασσῶν, καὶ σταγόνας ὑετοῦ, καὶ βυθοῦ μῆκος ἀναμετρήσαιτο; τίς δ᾿ ἂν τοῦ Θεοῦ τῆς περὶ πάντα σοφίας τὸ βάθος ἐξιχνιάσειεν, ὑφ᾿ ἧς καὶ πεποίηκε τὰ πάντα, καὶ διοικεῖ τρόπον, ὂν αὐτὸς καὶ βούλεται καὶ ἐπίσταται; Ἀρκεῖ γὰρ, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον, θαυμάσαντας μόνον τὸ ταύτης δυστέκμαρτον καὶ δυσθεώρητον παρελθεῖν· Ὦ βάθος πλούτου, καὶ σοφίας, καὶ γνώσεως Θεο!ῦ ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ, καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτο!ῦ καὶ, Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου; Εἰς δὲ τὰ ἔσχατα τῆς σοφίας αὐτοῦ τίς ἀφίκετο; φησὶν ὁ Ἰώβ. Τίς σοφὸς, καὶ συνήσει ταῦτα, καὶ οὐχὶ τῷ ἀνεφίκτῳ μετρήσει τὸ ὑπὲρ μέτρησιν;

31. Ἄλλος μὲν οὖν εἴη περὶ ταῦτα τολμηρὸς καὶ γεννάδας, μᾶλλον δὲ εἴη μηδείς· ἐγὼ δὲ ὀκνῶ κακίᾳ δοῦναι πάντως τὴν ἐντεῦθεν κόλασιν, ἢ εὐσεβείᾳ τὴν ἄνεσιν· ἀλλ᾿ ἔστι μὲν ὅτε καὶ πρός τι χρήσιμον, ἢ κακίας ἐγκοπτομένης δυσπαθείᾳ τῶν πονηρῶν, ἢ ἀρετῆς ὁδοποιουμένης εὐπαθείᾳ τῶν βελτιόνων· οὐκ ἀεὶ δὲ, οὐδὲ πάντως, ἀλλ᾿ εἶναι τοῦτο μόνον καιροῦ τοῦ μέλλοντος, καθ᾿ ὃν οἱ μὲν τὰ τῆς ἀρετῆς ἆθλα, οἱ δὲ τὰ τῆς κακίας ἐπιτίμια δέξονται. Ἀναστήσονται γὰρ οὗτοι, φησὶν, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, καὶ οὗτοι εἰς ἀνάστασιν κρίσεως· τὰ δὲ ἐντεῦθεν ἑτέρου τύπου εἶναι, καὶ ἀγωγῆς ἑτέρας, πάντα ἐκεῖσε φέροντα, ἐχούσης ὁμαλόν τι παρὰ Θεῷ πάντως καὶ τῆς δοκούσης ἡμῖν ἀνωμαλίας· ὥσπερ ἐν σώματι τὰς ἐξοχάς τε καὶ εἰσοχὰς, μεγέθη τε καὶ μικρότητας, καὶ γῆς ἐπαναστάσεις τε καὶ ὑφέσεις ἐξ ὧν τὸ κάλλος τῇ πρὸς ἄλληλα σχέσει συνιστάμενόν τε καὶ θεωρούμενον· ἐπεὶ καὶ τεχνίτου τὸ περὶ τὴν ὕλην τέως ἄτακτον καὶ ἀνώμαλον, λίαν ἔντεχνον ἦν, ἂν πρός τινος ἔργου κατασκευὴν εὐτρεπίσαιτο· τότε καὶ ἡμῖν καταλαμβανόμενόν τε καὶ ὁμολογούμενον, ὅταν τὸ ἀποτελεσθὲν κάλλος τοῦ δημιουργήματος θεωρήσωμεν. Ἀλλ᾿ οὔτε ἐκεῖνος ἄτεχνος ᾖ ὡς ἡμεῖς, οὔτε ταῦτα διοικεῖται ἀτάκτως, ὅτι μὴ καὶ ἡμῖν ὁ λόγος γνώριμος.

32. Ἀλλ᾿ εἴ τινα δεῖ καὶ εἰκόνα λαβεῖν τοῦ ἡμετέρου πάθους, οὐ πόῤῥω τῶν ναυτιώντων ἐσμὲν καὶ ἰλιγγιώντων, οἳ στρέφεσθαι τὰ πάντα δοκοῦσιν, αὐτοὶ στρεφόμενοι· ὡς δὲ καὶ οὗτοι, περὶ ὧν ὁ λόγος. Οὐ γὰρ ἀνέχονται σοφώτερον αὐτῶν εἶναι τὸν Θεὸν, ἂν πρός τι τῶν συμβαινόντων ἰλιγγιάσωσιν· ἢ καμεῖν περὶ τὸν λόγον δέον, ὡς τάχ᾿ ἂν τῇ φιλοπονίᾳ δοθησομένης τῆς ἀληθείας, ἢ σοφωτέροις ἑαυτῶν ταῦτα συμφιλοσοφεῖν καὶ πνευματικωτέροις, ἐπειδὴ καὶ τοῦτο χάρισμα ἑν, καὶ οὐχὶ πάντων ἡ γνῶσις, ἢ καθάρσει βίου ταύτην θηρεύειν, καὶ παρὰ τῆς ὄντως Σοφίας σοφίαν ἐπιζητεῖν. Οἱ δὲ (ὢ τῆς ἀπαιδευσία!)ς ἐπὶ τὸ ἑτοιμότερον τρέπονται, καὶ ἀλογίαν τοῦ παντὸς καταψεύδονται, αὐτοὶ τὸν λόγον οὐκ ἐπιστάμενοι· καὶ εἰσὶ δι᾿ ἀπαιδευσίαν σοφοὶ, ἢ διὰ σοφίαν, ἵνα οὕτως εἴπω, τὴν περιττὴν, ἄσοφοι καὶ ἀσύνετοι. Ἐντεῦθεν οἱ μὲν τύχην καὶ τὸ αὐτόματον ἐδογμάτισαν, ὄντως αὐτόματα καὶ ὡς ἔτυχεν ἀναπλασθέντα ἐπινοήματα· οἱ δὲ ἀστέρων τινὰ δυναστείαν ἄλογόν τε καὶ ἄλυτον πλεκόντων, ὡς ἂν βούλωνται, τὰ ἡμέτερα, μᾶλλον δὲ καὶ αὐτὸ τὸ πλέκειν συνηναγκασμένων· καὶ πλανητῶν δή τινων καὶ ἀπλανῶν συνόδους καὶ ὑποχωρήσεις, καὶ κυρίαν τοῦ παντὸς κίνησιν. Οἱ δὲ, ὅ τι ἂν ἕκαστος ἐφαντάσθησαν, τῷ ταλαιπώρῳ γένει τῶν ἀνθρώπων φέροντες, ἐπεισήγαγον, ὅσον αὐτοῖς τῆς Προνοίας ἀνέφικτόν τε καὶ ἀθεώρητον, εἰς διαφόρους δόξας καὶ προσηγορίας καταμερίσαντες. Εἰσὶ δὲ οἳ καὶ πενίαν πολλὴν τῆς Προνοίας κατέγνωσαν, τὰ μὲν ὑπὲρ ἡμᾶς ταύτῃ διοικεῖσθαι νομίσαντες, ἄχρι δ᾿ ἡμῶν τῶν καὶ μάλιστα δεομένων κατάγειν αὐτὴν ἀποκνήσαντες, ὥςπερ δεδοικότες, μὴ τῷ πλείονας εὐεργετεῖσθαι, ἀγαθώτερον ἀποφήνωσι τὸν εὐεργέτην, ἢ ἀποκάμνοι αὐτοῖς ὁ Θεὸς εὖ ποιῶν πλείονας.

33. Ἀλλ᾿ οὗτοι μὲν, ὅπερ εἶπον, ἐῤῥίφθων, ἐπεὶ καὶ καλῶς αὐτοὺς προλαβὼν ὁ λόγος ἠμύνατο· Ἐματαιώθη γὰρ, φησὶν, ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ, ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ, μύθοις τισὶ καὶ σκιαῖς τὴν διὰ πάντων Πρόνοιαν καθυβρίσαντες. Ἡμεῖς δὲ μήτε αὐτοὶ ταῦτα τερατευώμεθα, εἴπερ τι μέλει τοῦ λόγου λογικοῖς οὖσιν ἡμῖν, καὶ λόγου θεραπευταῖς· μήτε τοὺς οἰομένους ἀποδεχώμεθα, κἂν εὐδρομῶσι τὴν γλῶτταν ἐν τοῖς ἀτόποις λόγοις καὶ δόγμασι, καὶ τῷ καινῷ τέρπωσιν. Ἀλλὰ καὶ Θεὸν εἶναι τὸν πάντων ποιητὴν καὶ δημιουργὸν πιστεύωμεν· πῶς γὰρ ἂν ὑπέστη τὸ πᾶν, μή τινος οὐσιώσαντός τε καὶ συναρμόσαντος; Καὶ Πρόνοιαν συνεισάγωμεν, τὴν τοῦδε τοῦ παντὸς συνεκτικήν τε καὶ συνδετικήν· ἐπεὶ καὶ προνοητὴν εἶναι τούτων, ὧν ποιητὴν εἶναι ἀναγκαῖον· εἰ μὴ μέλλοι τὸ πᾶν τῷ αὐτομάτῳ φερόμενον, ὥσπερ ὑπὸ λαίλαπος ναῦς, αὐτίκα λυθήσεσθαί τε καὶ διασπασθήσεσθαι διὰ τὴν ἀταξίαν τῆς ὕλης, καὶ πρὸς τὴν ἀρχαίαν σύγχυσίν τε καὶ ἀκοσμίαν ἐπαναχθήσεσθαι. Καὶ τοῖς ἡμετέροις μάλιστα ἐπιστατεῖν δεξώμεθα τὸν ἡμέτερον, εἴτε ποιητὴν, εἴτε πλάστην βούλει καλεῖν· κἂν διὰ τῶν ἐναντίων ὁ βίος ἡμῖν διεξάγηται, διὰ τοῦτο τυχὸν καὶ ἀγνοουμένων, ἵνα τῷ δυσθεωρήτῳ τὸν ὑπὲρ πάντα λόγον θαυμάζωμεν. Ἐπειδὴ τὸ μὲν ῥᾳδίως ληπτὸν, ἅπαν εὐκαταφρόνητον· τὸ δὲ ὑπὲρ ἡμᾶς, ὅσῳ δυσεφικτότερον, τοσούτῳ θαυμασιώτερον· καὶ γυμνάζει τὸν πόθον ἅπαν τὸ διαφεῦγον τὴν ἔφεσιν.

34.
Διὰ τοῦτο μήτε ὑγίειαν πᾶσαν θαυμάζωμεν, μήτε νόσον διαπτύωμεν, μήτε πλούτῳ ῥέοντι προστιθώμεθα καρδίᾳ, πλέον ἢ καλῶς ἔχει, τῇ ῥοῇ προσκείμενοι, καὶ οἷον τῆς ψυχῆς τι ταύτῃ προσαναλίσκοντες· μήτε πενίας κατεξανιστώμεθα, ὡς ἀποπτύστου πάντη καὶ κατακρίτου, καὶ τῆς μισουμένης μερίδος· ἀλλ᾿ εἰδῶμεν καὶ ὑγίειαν περιφρονεῖν ἀσύνετον, ἧς καρπὸς ἁμαρτία, καὶ νόσον τιμᾷν ὁσίαν, αἰδούμενοι τοὺς διὰ πάθους νικήσαντας, μή πού τις καὶ Ἰὼβ τοῖς νοσοῦσιν ἐγκέκρυπται, πολύ τι τῶν ὑγιαινόντων αἰδεσιμώτερος, κἂν τὸν ἰχῶρα ξέῃ, κἂν ταλαιπωρῇ νυκτὸς καὶ ἡμέρας αἴθριος, καὶ πληγῇ, καὶ γυναικὶ, καὶ φίλοις στενοχωρούμενος· ὡς δὲ καὶ πλοῦτον ἄδικον ἀποπέμπεσθαι, δι᾿ ὃν κάμνει δικαίως ὁ ἐν τῇ φλογὶ πλούσιος, καὶ προσαιτεῖ ῥανίδα μικρὰν ἀναψύξεως, καὶ πενίαν ἐπαινεῖν εὐχάριστον καὶ φιλόσοφον, μεθ᾿ ἧς Λάζαρος σώζεται, καὶ πλουτεῖ τὴν ἐν κόλποις Ἀβραὰμ ἀνάπαυσιν.

35. Ἀλλ᾿ ἐμοὶ μὲν καὶ διὰ τοῦτο δοκεῖ ἀναγκαία τυγχάνειν ἡ φιλανθρωπία, καὶ τὸ πρὸς τοὺς δεομένους εὔσπλαγχνον, ἵνα τοὺς οὕτως ἔχοντας περὶ τούτων ἐπιστομίζωμεν, καὶ μὴ λόγοις ματαίοις παραχωρῶμεν, νομοθετοῦντες καθ᾿ ἡμῶν αὐτῶν τὴν ὠμότητα· πάντων δὲ τὴν ἐντολὴν αἰδώμεθα πλέον, καὶ τὸ ὑπόδειγμα. Τίς ἡ ἐντολή; καὶ σκοπεῖτε τὸ ἐπίμονον αὐτῆς, καὶ τὸ γνήσιον. Οὐ γὰρ ἅπαξ, οὐδὲ δὶς εἰπόντες τι περὶ τῶν δεομένων, οἱ τοῦ Πνεύματος ἀπηλλάγησαν· οὐδὲ οἱ μὲν, οἱ δὲ οὒ, ἢ μᾶλλόν τινες, οἱ δὲ ἧττον, ὡς ἂν μὴ περὶ μεγάλου τινὸς, μηδὲ τῶν σφόδρα κατεπειγόντων, ἀλλὰ καὶ πάντες, καὶ μετὰ σπουδῆς ἕκαστος, ἢ πρῶτον, ἢ ἐν πρώτοις, τοῦτο διακελευόμενοι, καὶ ποτὲ μὲν προτρέποντες, ποτὲ δὲ ἀπειλοῦντες, ποτὲ δὲ ὀνειδίζοντες· ἔστι δὲ ὅτε καὶ τοὺς κατορθοῦντας ἀποδεχόμενοι, ὡς ἂν τῷ συνεχεῖ τῆς ὑπομνήσεως τὴν ἐντολὴν ἐνεργήσωσιν. Ἕνεκεν μὲν τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν, καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων νῦν ἀναστήσομαι, φησὶ, λέγει Κύριος. Τίς οὐ δέδοικεν ἀνιστάμενον Κύριον; Καὶ, Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου· μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων. Ἀπευξώμεθα τὴν τοιαύτην ὕψωσιν, καὶ μὴ βουληθῶμεν ἰδεῖν ἐπαιρομένην χεῖρα κατὰ τῶν ἀπειθούντων, ἔτι δὲ μᾶλλον ἐπαφιεμένην τοῖς σκληροτέροις. Καὶ οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων· Καὶ, Οὐκ εἰς τέλος ἐπιλησθήσεται ὁ πτωχός· καὶ, Ὀφθαλμοὶ μὲν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν πένητα ἐπιβλέπουσιν (ὃ τοῦ βλεφάρου κρεῖττον καὶ κυριώτερον), τὰ βλέφαρα δὲ αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἡ ἐλάσσων, ὡς ἂν εἴποι τις, ἐπισκοπὴ καὶ δευτέρα.

36. Τάχα ἂν εἴποι τις· Ὑπὲρ τῶν ἀδικουμένων ταῦτα πτωχῶν καὶ πενήτων. Οὐ διαφέρομαι· ἀλλὰ σέ γε κεντριζέτω καὶ τοῦτο πρὸς τὸ φιλάνθρωπον. Ὧν γὰρ ἀδικουμένων τοσοῦτος ὁ λόγος, τούτων καὶ εὖ πασχόντων δηλαδὴ πλείων ἡ χάρις. Εἰ γὰρ ὁ ἀτιμάζων πένητα, παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτὸν, τιμᾷ τὸν ποιητὴν ὁ περιέπων τὸ ποίημα. Πάλιν δὲ ὅταν ἀκούῃς· Πένης καὶ πλούσιος συνήντησαν ἀλλήλοις, ἀμφοτέρους δὲ ὁ Κύριος ἐποίησεν· μὴ τὸν μὲν πένητα, τὸν δὲ πλούσιον ὑπολάβῃς, ἵνα καὶ μᾶλλον κατεξαναστῇς τοῦ πένητος· οὐ γὰρ δῆλον, εἰ θεόθεν ἡ τοιαύτη διαίρεσις· πλάσμα δὲ Θεοῦ, φησὶν, ὁμοίως ἀμφότεροι, καὶ εἰ τὰ ἔξωθεν ἄνισα. Τοῦτό σε δυσωπείτω πρὸς τὸ συμπαθὲς καὶ φιλάδελφον, ἵνα ὅταν ὑπ᾿ ἐκείνων ἐπαρθῇς, ὑπὸ τούτου συσταλῇς, καὶ γένῃ σεαυτοῦ μετριώτερος. Τί ἔτι; Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, Θεῷ δανείζει, φησίν. Τίς οὐ δέχεται τοιοῦτον χρεώστην, ἀποδώσοντα ἐν καιρῷ μετὰ τῆς ἐπικαρπίας τὸ δάνειον; Καὶ πάλιν· Ἐλεημοσύναις καὶ πίστεσιν ἀποκαθαίρονται ἁμαρτίαι.

37. Καθαρθῶμεν οὖν ἐλεήσαντες, ῥύψωμεν τῇ καλῇ πόᾳ τὰ τῶν ψυχῶν ῥύπη τε καὶ μολύσματα· καὶ λευκανθῶμεν, οἱ μὲν ὡς ἔριον, οἱ δὲ ὡς χιὼν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς εὐσπλαγχνίας. Εἴπω τι καὶ φοβερώτερον· Εἰ μὲν οὐδέν ἔστι σοι σύντριμμα, οὐδὲ μώλωψ, οὐδὲ πληγὴ φλεγμαίνουσα, οὐδὲ λέπρα τις ψυχῆς, ἢ ἁφὴ σημασίας, ἢ τηλαυγὴς, ἃ μικρῶς μὲν ὁ νόμος ἐκάθηρεν, δεῖται δὲ Χριστοῦ θεραπεύσοντος· ἀλλὰ σύ γε τὸν ὑπὲρ ἡμῶν τραυματισθέντα καὶ μαλακισθέντα αἰδέσθητι· αἰδεσθήσῃ δὲ, ἂν φαίνῃ τῷ Χριστοῦ μέλει χρηστὸς καὶ φιλάνθρωπος. Εἰ δὲ τοσοῦτόν σε κατετραυμάτισε τυχὸν ὁ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν λῃστὴς καὶ τύραννος, ἢ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχὼ καταβαίνοντα, ἢ καὶ ἄλλοθί που λαβὼν ἄοπλόν τε καὶ ἀπαράσκευον, ὥστ᾿ ἂν εἰκότως εἰπεῖν ἐκεῖνα· Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου· εἰ μὲν οὕτως ἔχῃς, ὡς μηδὲ τὴν θεραπείαν ἐπιζητεῖν, μηδὲ τὸν τρόπον εἰδέναι τῆς σῆς ἰάσεως, φεῦ τῆς πληγῆς ὄντως, καὶ τῆς εἰς βάθος ταλαιπωρίας! Εἰ δὲ μή πω παντελῶς ἀπέγνωσαι, μηδὲ ἀνιάτως ἔχῃς, πρόσελθε τῷ θεραπευτῇ, δεήθητι, θεράπευσον τὰ τραύματα διὰ τῶν τραυμάτων, κτῆσαι τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον, μᾶλλον δὲ, τοῖς ἐλάττοσι τὰ μείζονα θεραπεύθητι. Ἐρεῖ τῇ ψυχῇ σου· Σωτηρία σου εἰμὶ ἐγώ· καὶ, Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· καὶ, Ἰδοὺ ὑγιὴς γέγονας· καὶ πάντα τὰ τῆς φιλανθρωπίας ῥήματα, μόνον ἂν ἴδῃ σε τοῖς ἀλγοῦσι φιλάνθρωπον.

38. Μακάριοι, φησὶν, οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. Οὐ πολλοστὸς ἐν τοῖς μακαρισμοῖς ὁ ἔλεος. Καὶ, Μακάριος ὁ συνιὼν, ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· καὶ, Χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτείρων καὶ κιχρῶν· καὶ, Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεεῖ καὶ δανείζει ὁ δίκαιος. Ἁρπάσωμεν τὸν μακαρισμὸν, συνιέντες κληθῶμεν, χρηστοὶ γενώμεθα. Μὴ διακοψάτω σου μηδὲ νὺξ τὸν ἔλεον. Μὴ εἴπῃς· Ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, καὶ αὔριον δώσω σοι· μή τι μέσον γένηται τῆς ὁρμῆς καὶ τῆς εὐεργεσίας· τοῦτο μόνον, οὐ δέχεται ἀναβολὴν ἡ φιλανθρωπία. Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσάγαγε εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ ταῦτα μετὰ προθυμίας. Ὁ γὰρ ἐλεῶν, φησὶν, ἐν ἱλαρότητι· καὶ διπλασιάζεταί σοι τὸ ἀγαθὸν τῇ ἑτοιμότητι. Τὸ γὰρ ἐκ λύπης, ἢ ἐξ ἀνάγκης, ἄχαρί τε καὶ ἀκαλλώπιστον. Πανηγυριστέον δὲ, οὐ θρηνητέον τὴν εὐποιίαν. Ἐὰν ἀνέλῃς σύνδεσμον, φησὶ, καὶ χειροτονίαν, μικρολογίαν δὴ λέγω τοῦτο καὶ δοκιμασίαν, εἶτ᾿ οὖν ἀμφιβολίαν, καὶ ῥῆμα γογγυσμοῦ, τί γενήσεται; Ὡς μέγα τι καὶ θαυμάσιον! οἷον καὶ ὅσος ὁ τούτου μισθό!ς Ῥαγήσεται πρώιμον τὸ φῶς σου, καὶ τὰ ἰάματά σου ταχὺ ἀνατελεῖ. Τίς οὖν οὐκ ἐφίεται φωτὸς καὶ ἰάσεως;

39. Αἰδοῦμαι δὲ καὶ τὸ Χριστοῦ γλωσσόκομον, ὃ πρὸς πτωχοτροφίαν ἡμᾶς παρακαλεῖ· καὶ τὴν Παύλου καὶ Πέτρου συμφωνίαν, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον διελόμενοι, τοὺς πτωχοὺς κοινωνοὺς ἐποιήσαντο· καὶ τὴν τοῦ νέου τελείωσιν ἐν τῷ τὰ ὄντα δοῦναι πτωχοῖς ὁρισθεῖσάν τε καὶ νομοθετηθεῖσαν. Οἴει μὴ ἀνάγκην εἶναί σοι τῆς φιλανθρωπίας, ἀλλ᾿ αἵρεσιν; μηδὲ νόμον, ἀλλὰ παραίνεσιν; Σφόδρα καὶ αὐτὸς ἐβουλόμην τοῦτο, καὶ ὑπελάμβανον· ἀλλὰ φοβεῖ με ἡ ἀριστερὰ χεὶρ, καὶ οἱ ἔριφοι, καὶ ἂ παρὰ τοῦ στήσαντος ὀνειδίζονται· οὐχ ὅτι διηρπάκασιν, οὐθ᾿ ὅτι σεσυλήκασιν, ἢ μεμοιχεύκασιν, ἢ ἄλλο τι τῶν ἀπηγορευμένων πεποιήκασιν, ταύτην τὴν τάξιν κατακριθέντες, ἀλλ᾿ ὅτι μὴ Χριστὸν διὰ τῶν δεομένων τεθεραπεύκασιν.

40. Εἴ τι οὖν ἐμοὶ πείθεσθε, δοῦλοι Χριστοῦ, καὶ ἀδελφοὶ, καὶ συγκληρονόμοι, ἕως ἐστὶ καιρὸς, Χριστὸν ἐπισκεψώμεθα, Χριστὸν θεραπεύσωμεν, Χριστὸν θρέψωμεν, Χριστὸν ἐνδύσωμεν, Χριστὸν συναγάγωμεν, Χριστὸν τιμήσωμεν· μὴ τραπέζῃ μόνον, ὥς τινες· μηδὲ μύροις, ὡς ἡ Μαρία· μηδὲ τάφῳ μόνον, ὡς Ἰωσὴφ ὁ Ἀριμαθαῖος· μηδὲ τοῖς πρὸς τὴν ταφὴν, ὡς Νικόδημος ὁ ἐξ ἡμισείας φιλόχριστος· μηδὲ χρυσῷ καὶ λιβάνῳ καὶ σμύρνῃ, ὡς οἱ μάγοι πρὸ τῶν εἰρημένων· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔλεον θέλει καὶ οὐ θυσίαν ὁ πάντων Δεσπότης, καὶ ὑπὲρ μυριάδας ἀρνῶν πιόνων ἡ εὐσπλαγχνία, ταύτην εἰσφέρωμεν αὐτῷ διὰ τῶν δεομένων, καὶ χαμαὶ σήμερον ἐῤῥιμμένων, ἵνα, ὅταν ἐνθένδε ἀπαλλαγῶμεν, δέξωνται ἡμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 17, 2015

Λόγος παραινετικός κατ' ἀλφάβητον

Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, 
ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου

Λόγος παραινετικός κατ' ἀλφάβητον


ρχὴν νόμιζε τῶν ὅλων εἶναι Θεόν.

Βέβαιον οὐδὲν ἐν βίῳ δόκει πέλειν.

Γονεῖς τιμῶν μάλιστα Θεὸν φοβοῦ.

Δίδασκε σαυτὸν μὴ λαλεῖν ἃ μὴ θέμις.

ργοις δ΄ ἀρέσκειν σπεῦδε καὶ λόγοις Θεῷ.

Ζωὴν πόθησον τὴν ἔχουσαν μὴ τέλος.

ττῶν σεαυτὸν τοῖς φίλοις νικῶν ἔσῃ.

Καὶ νοῦν δὲ καλλώπιζε τῆς μορφῆς πλέον.

Θνητὸς δ΄ ὑπάρχων μηδόλως μέγα φρόνει.

χνηλάτει μὲν τῶν σοφῶν ἀεὶ θύρας.

Λόγῳ Θεοῦ ἄνοιγε σόν͵ τέκνον͵ στόμα.

Μνήμης δὲ αὐτοῦ μηδαμῶς λάθῃ ποτέ.

Νήφων προεύχου τῷ Θεῷ καθ΄ ἡμέραν.

Ξένους ξένιζε͵ μὴ ξένος γένῃ Θεοῦ.

ρμὰς χαλίνου τῶν παθῶν ψυχοφθόρους.

Πέδαις τὸ σῶμα ἀσφαλίζου σωφρόνως.

Ράβδον σεαυτῷ τὴν συνείδησιν φέρε.

Σαφῶς σχόλαζε ἐν Γραφαῖς ταῖς ἐν[θέοι]ς.

Τὰς τῶν πενήτων ψυχαγώγησον λύπας.

πὲρ σεαυτὸν τοὺς πέλας καλῶς θέλε.

Φίλους ἔχειν σπούδαζε͵ ἢ πλοῦτον πολύν.

Χρυσοῦ γὰρ αὐτοὶ εὐκλεέστεροι λίαν.

Ψεῦδος μίσησον͵ τὴν δ΄ ἀλήθειαν φίλει.

παῖ͵ φυλάσσων ταῦτα σώζῃ ἐνθέως.
πηγή

Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2014

Η βροχή πέφτει για όλους ...

Ας μη γίνουμε, αδελφοί, κακοί διαχειριστές των αγαθών που μας δόθηκαν. 

Ας μην κοπιάζουμε για να θησαυρίζουμε και ν’ αποταμιεύσουμε, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείνα. 

Ας μιμηθούμε τον ανώτατο και κορυφαίο νόμο του Θεού, που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επίσης για όλους. 

Αυτός έκανε τη γη ευρύχωρη για όλα τα χερσαία ζώα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια, δάση, αέρα για τα φτερωτά και νερά για τα υδρόβια, και έδωσε σ’ όλα τα όντα άφθονα τα απαραίτητα για τη ζωή τους στοιχεία, χωρίς να τα περιορίζει καμιά εξουσία, χωρίς να τα καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς να τα εμποδίζουν σύνορα. Και αυτά τα στοιχεία τα παρέδωσε κοινά και πλούσια, χωρίς διάκριση ή περικοπή, τιμώντας την ομοιότητα της φύσεως με την ισότητα της δωρεάς και δείχνοντας τον πλούτο της αγαθότητός Του.

Οι άνθρωποι όμως, αφότου έβγαλαν από τη γη το χρυσάφι, το ασήμι και τα πολύτιμα πετράδια και αφότου έφτιαξαν ρούχα μαλακά και περιττά και αφότου απέκτησαν άλλα παρόμοια πράγματα, που αποτελούν αιτίες πολέμων και επαναστάσεων και τυραννικών καθεστώτων, κυριεύθηκαν από παράλογη υπεροψία. 

Έτσι, δεν δείχνουν ευσπλαχνία στους δυστυχισμένους συνανθρώπους τους και δεν θέλουν ούτε με τα περίσσια τους να δώσουν στους άλλους τα αναγκαία. Τι βαναυσότητα! Τι σκληρότητα! Δεν σκέφτονται, αν όχι τίποτ’ άλλο πως η φτώχεια και ο πλούτος, η ελευθερία και η δουλεία και τ’ άλλα παρόμοια εμφανίστηκαν στο ανθρώπινο γένος μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, σαν αρρώστιες που εκδηλώνονται μαζί με την κακία και που είναι δικές της επινοήσεις. 

Αρχικά όμως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, λέει η Γραφή∙ αλλά Εκείνος που έπλασε εξαρχής τον άνθρωπο τον άφησε ελεύθερο, αυτεξούσιο - συγκρατημένο μόνο από το νόμο της εντολής - και πλούσιο μέσα στον παράδεισο της τρυφής.

Αυτή την ελευθερία και αυτόν τον πλούτο θέλησε να χαρίσει - και χάρισε - ο Θεός μέσω του πρώτου ανθρώπου, και στο υπόλοιπο ανθρώπινο γένος. Ελευθερία και πλούτος ήταν μόνο η τήρηση της εντολής. Φτώχεια αληθινή και δουλεία ήταν η παράβασή της.

Μετά την παράβαση λοιπόν εμφανίστηκαν οι φθόνοι και οι φιλονικίες και η τυραννία του διαβόλου, που παρασύρει πάντα με τη λαιμαργία της ηδονής και ξεσηκώνει τους πιο τολμηρούς ενάντια στους πιο αδύνατους. Μετά την παράβαση, το ανθρώπινο γένος χωρίστηκε σε διάφορες φυλές με διάφορα ονόματα και η πλεονεξία κατακερμάτισε την ευγένεια της φύσεως, αφού πήρε και τον νόμο βοηθό της.

Εσύ όμως να κοιτάς την αρχική ενότητα και ισότητα, όχι την τελική διαίρεση∙ όχι τον νόμο που επικράτησε, αλλά τον νόμο του Δημιουργού. 

Βοήθησε, όσο μπορείς, τη φύση, τίμησε την πρότερη ελευθερία, δείξε σεβασμό στον εαυτό σου, συγκάλυψε την ατιμία του γένους σου, παραστάσου στην αρρώστια, σύντρεξε στην ανάγκη.

Να παρηγορεί ο γερός τον άρρωστο, ο πλούσιος τον φτωχό, ο όρθιος τον πεσμένο, ο χαρούμενος τον λυπημένο, ο ευτυχισμένος τον δυστυχισμένο.

Δώσε κάτι στο Θεό ως δώρο ευχαριστήριο, για το ότι είσαι ένας απ’ αυτούς που μπορούν να ευεργετούν και όχι απ’ αυτούς που έχουν ανάγκη να ευεργετούνται, για το ότι δεν περιμένεις εσύ βοήθεια από τα χέρια άλλων, αλλ’ από τα δικά σου χέρια περιμένουν άλλοι βοήθεια.

Πλούτισε όχι μόνο σε περιουσία, μα και σε ευσέβεια, όχι μόνο σε χρυσάφι, μα και σε αρετή, ή καλύτερα, μόνο σε αρετή.

Γίνε πιο τίμιος από τον πλησίον με την επίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε Θεός για τον δυστυχισμένο με τη μίμηση της ευσπλαχνίας του Θεού.

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

Κυριακή, Ιουνίου 08, 2014

Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου - Λόγος περί του Αγίου Πνεύματος

3. Ἐκεῖνοι, λοιπόν, oι ὁποῖοι εἶναι δυσαρεστημένοι καὶ μὲ σφοδρότητα ὑπερασπίζονται τὸ «γράμμα», ἐπειδὴ ἐμεῖς τάχα εἰσάγουμε κάποιον ξένο καὶ παρείσακτο Θεό, νὰ ξέρουν καλὰ ὅτι φοβοῦνται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος. Καὶ ἂς γνωρίζουν σαφῶς, ὅτι κάλυμμα τῆς ἀσέβειάς τους εἶναι ἡ φιλία τοῦ «γράμματος», ὅπως θὰ φανεῖ ἐντὸς ὀλίγου, ὅταν, ὅσο εἶναι δυνατόν, θὰ ἀνατρέψουμε τὰ ἐπιχειρήματά τους. Ἐμεῖς βέβαια ἔχουμε τόση πίστη στὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο λατρεύουμε, ὥστε ἀπὸ Αὐτὸ θ’ ἀρχίσουμε τὸ λόγο γιὰ τὸ Θεό, ἀναφέροντας τὶς ἴδιες ἐκφράσεις γιὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν φανεῖ σὲ μερικοὺς πολὺ τολμηρό. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Πατέρας. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Υἱός. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ ἄλλος Παράκλητος· «ἦταν» καὶ «ἦταν» καὶ «ἦταν»· ὅμως ἕνα «ἦταν» ὑπάρχει. «Φῶς» καὶ «φῶς» καὶ «φῶς», ἀλλὰ ἕνα φῶς, ἕνας Θεός.

Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁ Δαβὶδ παλαιότερα κατανόησε, ὅταν ἔλεγε· «στὸ φῶς σου θὰ δοῦμε τὸ φῶς». Καὶ τώρα ἐμεῖς καὶ ἔχουμε ἰδεῖ καὶ διακηρύσσουμε ὅτι κατανοοῦμε τὸν Υἱὸ ὡς φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ φῶς, τὸν Πατέρα, μέσα στὸ φῶς, τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ἔχουμε μία σύντομη καὶ ἁπλὴ θεολογία γιὰ τὴν Τριάδα. Ὅποιος θέλει νὰ περιφρονήσει ὅσα λέμε, ἂς τὰ περιφρονήσει. Κι ὅποιος θέλει ν’ ἁμαρτάνει, ἂς ἁμαρτάνει· ἐμεῖς κηρύσσουμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε καταλάβει καλά. Καὶ ἂν ἀπὸ ἐδῶ κάτω δὲν ἀκουγόμαστε, σὲ ὑψηλὸ βουνὸ θ’ ἀνεβοῦμε καὶ θὰ φωνάξουμε. Θὰ «ὑψώσουμε» τὸ Πνεῦμα, δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Καὶ ἂν φοβηθοῦμε, (αὐτὸ θὰ γίνει) ὄχι τὴν ὥρα ποὺ κηρύσσουμε, ἀλλὰ ὅταν σιωποῦμε (ἡσυχάζουμε).

4. Ἂν ὑπῆρξε χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε ὁ Πατήρ, ἄλλο τόσο ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Καὶ ἂν ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, τότε ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν τὸ ἕνα ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, τότε καὶ τὰ τρία ὑπῆρξαν τὸ ἴδιο. Τολμῶ νὰ πῶ, πὼς ἂν τὸ ἕνα ὑποβιβάσεις, οὔτε τὰ ἄλλα δύο νὰ ἐξυψώσεις. Ποιὰ ἄραγε ὠφέλεια ὑπάρχει ἀπὸ μία ἀτελῆ θεότητα; Ἀκόμη περισσότερο, τί εἴδους θεότητα εἶναι αὐτή, ἂν δὲν εἶναι τέλεια; Κατὰ κάποιον τρόπο δὲν ὑπάρχει, ἐὰν δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα· καὶ πῶς θὰ τὴν ἔχει, ἂν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα; Ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα· ἂς μᾶς πεῖ κάποιος πὼς αὐτὴ κατανοεῖται ἀλλιῶς. Ἂν ὅμως ἡ ἁγιότητα εἶναι τὸ Πνεῦμα, πῶς τότε δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή; Σὰν νὰ ἦταν καλλίτερο γιὰ τὸν Θεὸ νὰ ὑπῆρξε ποτὲ ἀτελὴς καὶ χωρὶς τὸ Πνεῦμα. Ἂν δὲν ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Πνεῦμα, τότε τοποθετεῖται στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα(1), ἀκόμη κι ἂν δημιουργήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ μένα. Διότι ὡς πρὸς τὸ χρόνο ἐμεῖς ἀντιδιαστελλόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν τοποθετεῖται τὸ Πνεῦμα στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα, πῶς ἐμένα μὲ θεοποιεῖ ἢ πῶς μὲ ἑνώνει μὲ τὴ θεότητα;

5. Ὅμως θ’ ἀσχοληθῶ γιὰ χάρη σου λίγο περισσότερο μὲ τὸ θέμα αὐτό. Ὅσα ἔχουν σχέση βέβαια μὲ τὴν ἁγία Τριάδα ἐπεξηγήσαμε καὶ προηγουμένως. Οἱ Σαδδουκαῖοι κατ’ ἀρχήν, νόμισαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου τὸ ἅγιο Πνεῦμα, οὔτε βέβαια ἄγγελοι, οὔτε ἀνάσταση· δὲν ξέρω γιατί περιφρόνησαν ἐντελῶς τὶς τόσες μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι καὶ ὅσοι βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὴ δική μας ἀλήθεια, τὸ συνέλαβαν μὲ τὴ φαντασία τους, ὅπως μου φαίνεται· σχετικὰ ὅμως μὲ τὴν ὀνομασία τοῦ διαφοροποιήθηκαν, καλώντας τὸ «νοῦ τοῦ παντὸς» καὶ «θύραθεν νοῦ» καὶ ἄλλες σχετικὲς ὀνομασίες(2). Ἀπὸ τοὺς δικούς μας σοφοὺς τώρα, ἄλλοι τὸ ἐξέλαβαν ὡς ἐνέργεια, ἄλλοι ὡς κτίσμα, ἄλλοι ὡς Θεὸ καὶ ἄλλοι δὲν ξέρουν πιὸ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά, σεβόμενοι τὴ Γραφή, διότι, ὅπως ἰσχυρίζονται, δὲν φανέρωσε καθαρὰ οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. Καὶ γι’ αὐτὸ οὔτε τὸ σέβονται, οὔτε τὸ περιφρονοῦν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι’ αὐτό, μᾶλλον ὅμως πολὺ ἄθλια. Ἀπ’ ὅσους πάλι τὸ θεώρησαν Θεό, ἄλλοι εἶναι εὐσεβεῖς μόνο μέχρι τὴ σκέψη, ἐνῶ ἄλλοι τολμοῦν νὰ ἐκφράζουν τὴν εὐσέβεια καὶ μὲ τὰ χείλη. Ἄκουσα ἀκόμη ἄλλους σοφότερους ν’ ἀξιολογοῦν τὴ θεότητα. Αὐτοὶ λοιπόν, ὅπως καὶ μεῖς, τρία ὁμολογοῦν μὲ ττ νοῦ τους ὅτι ὑπάρχουν, τόσο ὅμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ὥστε τὸ μὲν ἕνα (δήλ. τὸν Πατέρα) καὶ ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ ὡς πρὸς τὴ δύναμη νὰ παρουσιάζουν ἀόριστο· τὸ ἄλλο (τὸν Υἱό), ὡς πρὸς τὴ δύναμη, ὄχι ὅμως ὡς πρὸς τὴν οὐσία· τὸ τρίτο (τὸ Πνεῦμα) καὶ ὡς πρὸς τὰ δύο περιγραπτό· μὲ ἄλλον τρόπο μιμοῦνται αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζουν «δημιουργὸ» καὶ «συνεργὸ» καὶ «λειτουργὸ» τὰ πρόσωπα, ἐκλαμβάνοντας τὴ σειρὰ τῶν ὀνομάτων καὶ διαβάθμιση τῶν προσώπων ποὺ ἀντιπροσωπεύουν.

7. Ἐδῶ ὁ δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ἂς μποῦν σὲ δράση, oι συλλογισμοὶ ἂς γίνουν περίπλοκοι. Ὁπωσδήποτε, ἢ ἀγέννητο εἶναι τὸ Πνεῦμα ἢ γεννητό. Καὶ ἂν εἶναι ἀγέννητο, τότε δύο εἶναι τὰ ἄναρχα. Ἐὰν πάλι εἶναι γεννητό, πάλι θὰ ὑποδιαιρέσεις· ἢ ἀπὸ τὸν Πατέρα προέρχεται τοῦτο, ἢ ἀπὸ τὸν Υἱό. Καὶ ἂν βέβαια γεννιέται ἀπὸ τὸν Πατέρα, τότε ὑπάρχουν δύο γιοὶ καὶ ἀδελφοί. Ἂν

θέλεις, φτιάξε τους καὶ διδύμους, ἢ τὸν ἕνα μεγαλύτερο καὶ τὸν ἄλλο νεώτερο, ἀφοῦ εἶσαι τόσο φιλοσώματος. Ἐὰν πάλι ἔχει φανεῖ ἀπὸ τὸν Υἱό, λέγει, μᾶς φανερώνεται καὶ Θεὸς-ἐγγονός! Τί πιὸ παράξενο ἀπὸ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει; Αὐτὴ εἶναι ἡ γλώσσα ὅσων εἶναι σοφοὶ στὸ νὰ πράττουν τὸ κακό, μὴ θέλοντας νὰ γράφουν τὰ καλά. Ὅμως ἐγώ, ἂν ἔβλεπα ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διαίρεση, θὰ δεχόμουν τὶς πραγματικότητες ποὺ ἐκφράζει, χωρὶς νὰ φοβᾶμαι νὰ τὶς κατονομάσω. Οὔτε ὅμως, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς σύμφωνα μὲ κάποια ἀνώτερη σχέση ποὺ ἔχουν μεταξύ τους, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι δὲν θὰ μπορούσαμε μὲ ἄλλο τρόπο παρὰ μόνο ἔτσι νὰ δείξουμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὁμοούσιος, πρέπει νὰ νομισθεῖ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ὅλες τὶς ἐπίγειες ὀνομασίες καὶ μάλιστα αὐτὲς ποὺ δηλώνουν συγγένεια, νὰ τὶς μεταφέρουμε στὸ Θεό. Ἢ μήπως θὰ ἐκλάβεις καὶ ἀρσενικοῦ γένους τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο αὐτό, ἐπειδὴ ὀνομάζεται Θεὸς καὶ Πατήρ; καὶ ὡς κάποιο θηλυκὸ τὴ θεότητα, σύμφωνα μὲ τὸ γένος τῶν λέξεων καὶ οὐδέτερο τὸ Πνεῦμα, ἐπειδὴ δὲν γεννάει; Κι ἂν μᾶς πεῖς καὶ αὐτὸ τὸ κωμικό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς γέννησε τὸν Υἱὸ ἀφοῦ συνενώθηκε μὲ τὴ θέλησή του, σύμφωνα μὲ κάποιες παλιὲς ἀνοησίες καὶ μυθοπλασίες, τότε μᾶς εἰσήχθη κάποιος ἀρσενικοθήλυκος Θεὸς τοῦ Μαρκίωνα καὶ τοῦ Οὐαλεντίνου, ὁ ὁποῖος ἐφεῦρε μὲ τὸ νοῦ τοῦ τοὺς νέους αἰῶνες(3).

8. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν δεχόμαστε τὴν πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει τίποτε ἐνδιάμεσο μεταξὺ ἀγέννητου καὶ γεννητού, ἀμέσως χάνονται μαζὶ μὲ τὴν περίφημη διαίρεσή σου oι ἀδελφοὶ καὶ oι ἐγγονοί, oι ὁποῖοι χάθηκαν, ὅπως ἀκριβῶς ἑνὸς πολυπλόκου δεσμοῦ τοῦ ὁποίου, ἀφοῦ λύθηκε ὁ πρῶτος κόμπος καὶ ὑποχώρησαν μαζί, μὴ ἔχοντας θέση πλέον στὴ θεολογία. Ποῦ τάχα θὰ τοποθετήσεις τὸ ἐκπορευτό, πές μου, τὸ ὁποῖο διαφαίνεται στὸ μέσον της δικῆς σου διαιρέσεως καὶ τὸ ὁποῖο εἰσάγεται ἀπὸ κάποιον καλύτερο ἀπὸ σένα θεολόγο, τὸ Σωτήρα μας; Ἐκτὸς ἐὰν τὴ φράση ἐκείνη ποὺ λέγει: «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα», τὴν ἔβγαλες ἀπὸ τὰ δικά σου εὐαγγέλια γιὰ νὰ φτιάξεις μία τρίτη δική σου Διαθήκη· τὸ ὁποῖο, ἐφόσον ἐκπορεύεται ἀπὸ ἐκεῖ, δὲν εἶναι κτίσμα· ἐφόσον πάλι δὲν εἶναι γεννητό, δὲν εἶναι Υἱός· ἐφόσον, τέλος, βρίσκεται στὸ μέσον μεταξὺ ἀγεννήτου καὶ γεννητοϋ, εἶναι ὁ Θεός. Καὶ ἔτσι, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὶς διαιρέσεις σου. Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκπόρευση; Πές μου ἐσὺ τί εἶναι ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρός, κι ἐγὼ θὰ σοὺ ἐξηγήσω τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος καὶ θὰ παραφρονήσουμε καὶ oι δύο καθὼς θὰ ζητᾶμε νὰ ἐξερευνήσουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὰ ποιοὶ θὰ τὰ κάνουν; Ἐμεῖς, oι ὁποῖοι δὲν μποροῦμε οὔτε αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ πόδια μας νὰ ἐννοήσουμε, οὔτε τὴν ἄμμο τῶν θαλασσῶν καὶ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὶς ἡμέρες τῆς αἰωνιότητας νὰ ὑπολογίσουμε, ἀκόμη περισσότερο δέ, νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἄρρητη καὶ πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ κατανόηση φύση τοῦ Θεοῦ.

9. Τί λοιπὸν εἶναι αὐτό, λέγει, τὸ ὁποῖο λείπει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ Υἱός; Διότι ἂν δὲν ἔλειπε κάτι, θὰ ἦταν Υἱός. Ἐμεῖς ἰσχυριζόμαστε ὅτι δὲν τοῦ λείπει τίποτε· διότι δὲν εἶναι ἐλλειπῆς ὁ Θεός. Ὁ τρόπος τῆς φανερώσεως, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἢ ἡ διαφορὰ τῆς σχέσεως ποὺ ἔχουν μεταξύ τους, δημιουργεῖ καὶ τὴ διαφορὰ ποὺ ἔχουν στὴν ὀνομασία τους. Διότι τίποτε δὲν λείπει ἀπὸ τὸν Υἱὸ γιὰ νὰ εἶναι Πατέρας -ἐφόσον δὲν εἶναι ἔλλειψη ἡ υἱότητα-, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα δὲν εἶναι Πατέρας. Ἢ δὲν λείπει κάτι ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ νὰ εἶναι Υἱός· δὲν εἶναι ὅμως Υἱὸς ὁ Πατέρας. Ἀλλὰ oι ὄροι αὐτοὶ δὲν ἐκφράζουν κάποια ἔλλειψη, οὔτε ἐλάττωση κατὰ τὴν οὐσία. Αὐτὸ τὸ ὅτι «δὲν ἔχει γεννηθεῖ» Τὸν μὲν Πατέρα, τὸ ὅτι «ἔχει γεννηθεῖ» Τὸν δὲ Υἱὸ καὶ τὸ ὅτι «ἐκπορεύεται» αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς λέγεται ἅγιο Πνεῦμα ὀνόμασε, γιὰ νὰ διασώζεται τὸ ἀσύγχυτο τῶν τριῶν ὑποστάσεων μέσα καὶ στὴ μία φύση καὶ τὸ ἕνα μεγαλεῖο της θεότητας. Οὔτε πράγματι ὁ Υἱὸς εἶναι Πατέρας, διότι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας, ἀλλὰ εἶναι ὅτι εἶναι ὁ Πατέρας. Οὔτε τὸ Πνεῦμα εἶναι Υἱός, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, διότι ἕνας εἶναι ὁ Μονογενής, ἀλλὰ εἶναι ὅ,τι ὁ Υἱός. Ἕνα εἶναι καὶ τὰ τρία, ὡς πρὸς τὴ θεότητα, καὶ τὸ ἕνα εἶναι τρία ὡς πρὸς τὶς ἰδιότητες· ἔτσι ὥστε, οὔτε τὸ ἕνα εἶναι ὅπως τὸ κατανοοῦσε ὁ Σαβέλλιος, οὔτε τὰ τρία νὰ εἶναι τῆς τωρινῆς πονηρῆς διαιρέσεως.

10. Τί λοιπόν; Εἶναι Θεὸς τὸ Πνεῦμα; Βεβαιότατα. Καὶ τί ἄλλο, εἶναι ὁμοούσιο; Ἀσφαλῶς, ἐφόσον εἶναι Θεός.

12. Ἀλλὰ ποιὸς προσκύνησε ποτὲ τὸ Πνεῦμα; ἰσχυρίζεται (ὁ αἱρετικός). Ποιὸς (ἀπὸ τοὺς ἁγίους) της Παλαιᾶς ἢ τῆς Καινῆς Διαθήκης; Ποιὸς προσευχήθηκε σ’ αὐτό; Ποῦ εἶναι γραμμένο ὅτι πρέπει νὰ τὸ προσκυνοῦμε ἢ νὰ προσευχόμαστε σ’ αὐτό; Καὶ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔχεις πάρει; Τὴν πιὸ πλήρη αἰτιολόγηση θὰ τὴ δώσουμε ἀργότερα, ὅταν συζητήσουμε γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως ποὺ δὲν ἀπαντοῦν στὴν Γραφή. Τώρα θὰ εἶναι ἀρκετὸ νὰ ποῦμε μόνο αὐτό: Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτό, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσκυνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεῦμα λέγει ἡ Γραφὴ πὼς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἀλλοῦ λέγει πάλι ἡ Γραφή: Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πῶς νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τὸ ἴδιο στὸ Θεὸ γιὰ μᾶς μὲ στεναγμοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ λέξεις. Καὶ ἀλλοῦ: Θὰ προσευχηθῶ μὲ τὸ Πνεῦμα, θὰ προσευχηθῶ καὶ μὲ τὸ νοῦ, δηλαδὴ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα. Τὸ νὰ προσκυνῶ λοιπὸν τὸ Πνεῦμα ἢ νὰ προσεύχομαι, δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ὅτι τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα προσφέρει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προσκύνηση, Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἔνθεους καὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ γνωρίζουν πολὺ καλό, δὲν θὰ ἐπαινοῦσε αὐτὸ τὸ πράγμα, ὅτι δηλαδὴ ἡ προσκύνηση τοῦ ἑνός, καὶ τῶν τριῶν εἶναι προσκύνηση, ἀφοῦ εἶναι ὁμότιμη καὶ στὰ τρία πρόσωπα ἡ ἀξία καὶ ἡ θεότητα; Καὶ βέβαια οὔτε ἐκεῖνο ποὺ λέγεται στὴ Γραφὴ θὰ φοβηθῶ, ὅτι δηλαδὴ τὰ πάντα ἔχουν γίνει μέσω τοῦ Υἱοῦ, σὰν νὰ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πάντα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Διότι, τὰ πάντα ὅσα ἔχουν γίνει λέγει ἡ Γραφή, ὄχι ἁπλῶς τὰ πάντα χωρὶς περιορισμό. Οὔτε βέβαια περιλαμβάνεται ὁ Πατέρας, οὔτε ὅσα δὲν ἔχουν γίνει. Ἀπόδειξε πρῶτα ὅτι ἔχει γίνει μέσα στὸ χρόνο, καὶ τότε ἀποδοσὲ τὸ στὸν Υἱὸ καὶ συναρίθμησε τὸ μὲ τὰ κτίσματα. Ὅσο ἐσὺ δὲν τὸ ἀποδεικνύεις, αὐτὴ ἡ περιεκτικὴ φράση δὲν θὰ σὲ βοηθήσει στὴν ἀσέβειά σου. Διότι ἂν ἔχει γίνει, ὁπωσδήποτε διὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχει γίνει. Οὔτε ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ τὸ ἀρνηθῶ. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχει γίνει, πῶς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πάντα ἢ ἔχει γίνει μέσω τοῦ Χριστοῦ; Σταμάτα λοιπὸν ν’ ἀτιμάζεις καὶ τὸν Πατέρα περιφρονώντας τὸ Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ – διότι εἶναι ἀτιμία γιὰ τὸν Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα τὸ ὕψιστο (τὸν Υἱό), νὰ τὸν στερεῖς ἀπὸ τὸν Υἱό Του -καὶ τὸν Υἱὸ περιφρονώντας τὸ Πνεῦμα. Διότι (ὁ Υἱὸς) δὲν εἶναι δημιουργὸς κάποιου δούλου ὅμοιου μ’ αὐτόν, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ συνδοξάζεται μὲ τὸν ὁμότιμό του, τὸ Πνεῦμα. Τίποτε ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα νὰ μὴ βάλλεις στὴν ἴδια κατηγορία μὲ σένα, γιὰ νὰ μὴν πέσεις ἐσὺ ἀπὸ τὴν Τριάδα. Καὶ μὲ κανένα τρόπο νὰ μὴν περικόψεις τὴ μία φύση καὶ ἐξίσου ἄξια σεβασμοῦ, διότι ἂν κάτι καθαιρέσεις ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα, θὰ ἔχεις καθαιρέσει μαζί του τὸ σύνολο, ἢ μᾶλλον θὰ ἔχεις ξεπέσει ἐσὺ ἀπ’ ὅλα. Καλύτερα νὰ σχηματίσεις μία ἀτελῆ ἰδέα γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως, παρὰ ν’ ἀποτολμήσεις μία τόσο μεγάλη ἀσέβεια.

13. Ἔφτασε ὅμως ὁ λόγος μας καὶ σὲ αὐτὸ τὸ οὐσιαστικὸ κεφάλαιο· καὶ στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα τὸ ὁποῖο εἶχε σβήσει ἀπὸ παλιὰ καὶ εἶχε ὑποχωρήσει μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, τώρα ἀναζωπυρώνεται. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως ν’ἀντιταχθοϋμε στοὺς φλύαρους καὶ νὰ μὴ νικηθοῦμε λόγω τῆς ἀπουσίας μας, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε λόγο καὶ νὰ συνηγοροῦμε ὑπὲρ τοῦ Πνεύματος. Ἐάν, λέγει, ὑπάρχει Θεὸς καὶ Θεὸς καὶ Θεός, πῶς δὲν ὑπάρχουν τρεῖς Θεοί; Καὶ πῶς αὐτὸ ποῦ δοξολογεῖται, δὲν εἶναι πολυαρχία; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ λένε τέτοια πράγματα; Ἐκεῖνοι, oι ὁποῖοι εἶναι τελειότεροι στὴν ἀσέβεια, ἢ καὶ ἐκεῖνοι ποῦ ἀνήκουν στὴ δεύτερη κατηγορία, ἐννοῶ δηλαδὴ αὐτοὺς ποῦ εἶναι κάπως σώφρονες σχετικὰ μὲ τὸν Υἱό; Ἡ μία μου ἀπάντηση θὰ εἶναι κοινὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο, ἡ ἄλλη μου ἀπάντηση θὰ εἶναι ἰδιαίτερη γιὰ τοὺς δεύτερους. Ἡ ἀπάντησή μου λοιπὸν πρὸς τοὺς τελευταίους εἶναι αὐτή: Τί λέτε σὲ μᾶς τοὺς τριθεΐτες ἐσεῖς ποῦ σέβεστε τὸν Υἱό, ἀλλὰ ἐπαναστατήσατε κατὰ τοῦ Πνεύματος; Ἐσεῖς δὲν εἴσαστε διθεΐτες; Ἐὰν ἐπιπλέον ἀρνεῖσθε καὶ τὴν προσκύνηση τοῦ Μονογενοῦς, ἔχετε σαφῶς ταχθεῖ μὲ τὸ μέρος τῶν ἀντιπάλων. Καὶ τότε γιατί νὰ σᾶς φερόμαστε φιλάνθρωπα σὰν τάχα νὰ μὴν εἴσαστε ἐντελῶς νεκρωμένοι; Ἂν ὅμως σέβεσθε τὸν Υἱὸ καὶ πιστεύετε ὀρθὰ καὶ σωτήρια μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ σᾶς ρωτήσουμε: Ποιὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς διθεΐας σας, ἂν κατηγορηθεῖτε γι’ αὐτό; Ἐὰν ὑπάρχει κάποια ἀπάντηση συνετή, ἀποκριθεῖτε καὶ δεῖξτε καὶ σὲ μᾶς τὸν τρόπο ν’ ἀπαντᾶμε. Διότι μὲ ὅποια ἐπιχειρήματα θ’ ἀποκρούσετε ἐσεῖς τὴν διθεΐα, αὐτὰ θ’ ἀρκέσουν καὶ σὲ μᾶς γιὰ ν’ ἀποκρούσουμε τὴν τριθεΐα. Κι ἔτσι θὰ νικᾶμε χρησιμοποιώντας ἐσᾶς τοὺς κατήγορους ὡς συνήγορους. Τί πιὸ γενναῖο ἀπ’ αὐτό;

14. Ἀλλὰ πῶς θ’ ἀγωνιστοῦμε καὶ θ’ ἀποκριθοῦμε ἐνάντια καὶ στοὺς δύο; Γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς ὑπάρχει, διότι μία εἶναι ἡ θεότητα. Καὶ στὸ ἕνα ἀναφέρονται τὰ προερχόμενα ἀπὸ αὐτό, ἀκόμη κι ἂν θεωροῦνται τρία. Διότι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὰ πρόσωπα περισσότερο Θεὸς καὶ ἄλλο λιγότερο Θεὸς οὔτε ὑπάρχει ἄλλο προγενέστερο καὶ ἄλλο μεταγενέστερο· οὔτε χωρίζονται ὡς πρὸς τὸ θέλημα, οὔτε διαιροῦνται ὡς πρὸς τὴ δύναμη. Οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκει κανένας σ’ αὐτά, κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ὕπαρχουν στὰ κτιστὰ ὄντα, ποὺ μποροῦν νὰ διαχωριστοῦν. Ἀλλὰ ἐὰν πρέπει νὰ ἐκφραστοῦμε μὲ συντομία, ἡ θεότητα εἶναι ἀδιαίρετη, ἂν καὶ διακρίνεται σὲ πρόσωπα. Καὶ ὅπως συμβαίνει μὲ τρεῖς ἥλιους oι ὁποῖοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους: μία εἶναι ἡ ἔκχυση τοῦ φωτός. Ὅταν λοιπὸν ἀναβλέψουμε πρὸς τὴ θεότητα καὶ τὴν πρώτη αἰτία καὶ τὴ μοναρχία, ἕνα εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐμφανίζεται. Ὅταν πάλι ἀναβλέψουμε σ’αὐτά, στὰ ὁποῖα ἐνυπάρχει ἡ θεότητα καὶ τὰ ὁποία προέρχονται ἀχρόνως ἀπὸ τὴν πρώτη αἰτία ἔχοντας τὴν ἴδια δόξα, τότε τρία εἶναι τὰ προσκυνούμενα.

15. Ὅμως, τί θὰ ἰσχυρίζονταν, δὲν ὑπάρχει καὶ στοὺς Ἕλληνες μία θεότητα, ὅπως διδάσκουν ὅσοι ἀπὸ ἐκείνους φιλοσοφοῦν βαθύτερα, καὶ γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει μία ἀνθρωπότητα, ὅλο δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος; Ἀλλὰ ὅμως ὑπάρχουν γι’ αὐτοὺς πολλοὶ θεοὶ καὶ ὄχι ἕνας, ὅπως καὶ ἄνθρωποι πολλοί; Ἐκεῖ ὅμως τὸ ἕνα μπορεῖ ἡ κοινωνία νὰ τὸ φανταστεῖ μόνο μὲ τὴ σκέψη· τὰ δὲ ἐπιμέρους ἄτομα εἶναι διαχωρισμένα στὸν ὕψιστο βαθμὸ μεταξύ τους καὶ ὡς πρὸς τὸ χρόνο καὶ ὡς πρὸς τὰ πάθη καὶ ὡς πρὸς τὴ δύναμη. Διότι ἐμεῖς oι ἄνθρωποι δὲν εἴμαστε μόνο σύνθετοι, ἀλλὰ καὶ ἀντίθετοι καὶ μεταξὺ μας ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μὴ παραμένοντας ἀπόλυτα οἱ ἴδιοι οὔτε καὶ γιὰ μία μέρα, ἀλλὰ ὄχι ὅλη τὴ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ συνεχῶς ἀλλάζουμε καὶ μεταβαλλόμαστε. Δὲν ξέρω μάλιστα, μήπως καὶ oι ἄγγελοι (μεταβάλλονται) καὶ ὅλη ἡ ἀνώτερη φύση μετὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν μερικοὶ εἶναι ἁπλοὶ καὶ περισσότερο παγιωμένοι πρὸς τὸ καλό, ἐπειδὴ εἶναι πλησίον του ὕψιστου Ἀγαθοῦ.

21. Πολλὲς φορὲς καὶ πάλι ἐπανέρχεσαι καὶ μᾶς κατηγορεῖς ὅτι δὲν στηριζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ (γιὰ νὰ καταδείξουμε τὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος). Ὅτι βέβαια δὲν εἶναι ξένο τὸ Πνεῦμα, οὔτε παρείσακτο, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους της Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ στοὺς σημερινοὺς φανερώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται, ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ ἀπὸ πολλούς, oι ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μ’ αὐτό, ὅσοι βέβαια ἀφοῦ μελέτησαν ὄχι μὲ ραθυμία ἢ ἐπιπολαιδτητα τὶς θεῖες γραφές, ἀλλὰ διέσχισαν τὸ «γράμμα» καὶ ἔσκυψαν νὰ δοῦν μέσα ἀπὸ αὐτό, ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴν κρυμμένη ὀμορφιὰ καὶ καταυγάσθηκαν ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τῆς γνώσεως(4).

25. Δύο λαμπρὲς ἀλλαγὲς τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μᾶς ἔχουν γίνει στὸ διάβα ὅλου του χρόνου, oι ὁποῖες καὶ δύο Διαθῆκες καλοῦνται, καὶ σεισμοὶ τῆς γής, διότι ἀποτελοῦν μία περιβόητη πραγματικότητα. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὰ εἴδωλα στὸ νόμο καὶ ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ νόμο στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅμως καὶ τρίτος σεισμὸς μᾶς ἔχει ἀναγγελθεῖ, ἡ μετάσταση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἐδῶ στὰ ἐκεῖ, τὰ μὴ πλέον κινούμενα καὶ σαλευόμενα. Αὐτὸ ἔχουν πάθει καὶ oι δύο Διαθῆκες. Τί εἶναι αὐτό; Δὲν μετακινήθηκαν ξαφνικά, οὔτε μὲ τὴν πρώτη κίνηση γιὰ πραγματοποίηση τοῦ ἐγχειρήματος. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ξέρουμε. Γιὰ νὰ μὴν πιεσθοῦμε ἀλλὰ νὰ πεισθοῦμε. Διότι αὐτὸ ποὺ γίνεται παρὰ τὴ θέλησή μας, δὲν εἶναι μόνιμο, ὅπως ἀκριβῶς ὅσα συγκρατοῦνται βίαια ἀπὸ τὰ ρεύματα καὶ τὰ φυτά. Ὅμως αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὴ θέλησή μας, καὶ μονιμότερο εἶναι καὶ ἀσφαλέστερο. Τὸ ἕνα εἶναι ἔργο αὐτοῦ ποὺ μᾶς ἐξαναγκάζει, τὸ ἄλλο εἶναι δικό μας· καὶ τὸ ἕνα πάλι εἶναι ἔργο τῆς ἐπιείκειας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄλλο τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας. Δὲν ἐνόμισε λοιπὸν ὅτι πρέπει χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ μᾶς κάνει καλό, ἀλλὰ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ, ὅταν ἐμεῖς τὸ θέλουμε. Γι’ αὐτό, γιὰ παιδαγωγικοὺς καὶ ἰατρικοὺς λόγους, ἄλλα ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὰ πατροπαράδοτα ἔθιμα καὶ ἄλλα ἐπιτρέπει, ὑποχωρώντας λίγο σὲ αὐτὰ ποὺ δίνουν χαρά. Ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ oι γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους, δηλαδὴ γιὰ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ θεραπεία μὲ φάρμακα, ἀλλάζουν ἐπιτήδεια τὴ γεύση τους μὲ προϊόντα περισσότερο εὐχάριστα. Διότι δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἀλλαγὴ σ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει συνήθεια καὶ τιμοῦνταν γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τί ἐννοῶ δηλαδή; Ἡ πρώτη ἀλλαγὴ περιέκοψε βέβαια τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἐπέτρεψε τὶς θυσίες· ἡ δεύτερη ἀλλαγὴ κατάργησε τὶς θυσίες, ἀλλὰ δὲν ἐμπόδισε τὴν περιτομή. Ἔπειτα, ὅταν ὁριστικὰ συμβιβάστηκαν μὲ αὐτὴ τὴν ἀφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν καὶ τὴν παραχώρηση ποὺ εἶχε γίνει σ’ αὐτούς, δηλαδὴ oι Ἰουδαῖοι τὶς θυσίες καὶ oι χριστιανοὶ τὴν περιτομή. Καὶ ἔγιναν ἀπὸ ἐθνικοὶ ἰουδαῖοι καὶ ἀπὸ ἰουδαῖοι χριστιανοί, ἀφοῦ ὁδηγήθηκαν ἀνεπαίσθητα πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο μὲ αὐτὲς τὶς ἐπιμέρους ἀλλαγές. Θὰ σὲ πείσει γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος προερχόμενος ἀπὸ περιτομὲς καὶ ἁγνισμοὺς ἔλεγε: «Ὅσο γιὰ μένα ἀδελφοί μου, γιατί μὲ καταδιώκουν, ἐὰν κηρύττω τὴν ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς;». Ἐκεῖνο ἦταν σημεῖο οἰκονομίας αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς τελειότητας.

26. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορῶ νὰ εἰκάζω ὅ,τι ἀφόρα στὴν θεολογία, ὅσο ὅμως εἶναι δυνατόν, ἀπὸ τ’ ἀντίθετα. Διότι, πράγματι ἐκεῖ, ἀπὸ τὶς ἀφαιρέσεις γίνεται ἡ ἀλλαγή· ἐδῶ ὅμως μὲ τὶς προσθῆκες ἐπιτυγχάνεται ἡ τελειότητα. Βέβαια, ἔτσι εἶναι. Ἐκήρυττε φανερὸ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη τὸν Πατέρα καὶ ἀμυδρότερα τὸν Υἱό. Φανέρωσε ἡ Καινὴ Διαθήκη τὸν Υἱό, ὑπέδειξε τὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος. Δρᾶ τώρα τὸ Πνεῦμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τὴ φανέρωσή του. Διότι δὲν θὰ ἦταν ἀσφαλές, χωρὶς πρωτύτερα νὰ ὁμολογηθεῖ ἡ θεότητα τοῦ Πατρός, νὰ κηρύσσεται φανερὸ ὁ Υἱὸς οὔτε προτοῦ νὰ γίνει παραδεκτὴ ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, νὰ «ἐπιφορτισθοῦμε» μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία ἔκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν καὶ στὸ κατὰ δύναμη, ὅπως ἀκριβῶς μὲ ὅσους, oι ὁποῖοι ἀφοῦ φᾶνε πάνω ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοὺς βαραίνουν καὶ ἀφοῦ προσβάλουν τὴν δράση πάνω ἀπὸ τὴ δύναμη κοιτάζοντας τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τὴν καθιστοῦν ἀσθενέστερη. Ἀντιθέτως, μὲ τὶς βαθμιαῖες προσθῆκες καὶ ὅπως εἶπε ὁ Δαβίδ, μὲ τὶς ἀναβάσεις καὶ μὲ τὶς ἀπὸ δόξα σὲ δόξα προόδους καὶ προκοπές, τὸ φῶς τῆς Τριάδας θὰ λάμψει στοὺς πιὸ φωτισμένους. Καὶ νομίζω, ὅτι γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ στοὺς μαθητὲς ἐπιδημεῖ σταδιακά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ἐκείνων ποὺ τὸ δέχονται, δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου, μετὰ τὸ πάθος, μετὰ τὴν Ἀνάληψη, ὅταν ἐπιτελεῖ τὰ θαύματα, ὅταν ἐμφυσεῖται καὶ ὅταν ἐμφανίζεται ὡς πύρινες γλῶσσες. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ φανερώνεται σταδιακά, ὅπως θὰ διαπιστώσεις κι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἂν μελετήσεις μὲ περισσότερο ἐπιμέλεια: Θὰ παρακαλέσω, λέγει ἡ Γραφή, τὸν Πατέρα νὰ σᾶς δώσει ἄλλον Παράκλητο, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανένας ὅτι εἶναι ἀντίθετος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς μιλάει ἀπὸ κάποια ἄλλη ἐξουσία. Ἔπειτα «θὰ στείλει» ὁ Πατέρας, ἀλλὰ «στὸ ὄνομά μου» ἀφοῦ ἄφησε στὴν ἄκρη τὸ «θὰ ρωτήσω», τὸ «θὰ στείλει» διατήρησε. Στὴν συνέχεια μὲ τὸ «θὰ στείλω» διακήρυξε τὸ δικό του ἀξίωμα· κατόπιν μὲ τὸ «θὰ ἔλθει» διακηρύσσεται ἡ ἐξουσία τοῦ Πνεύματος.

27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακοὺς φωτισμοὺς ποὺ μᾶς φωτίζουν καὶ τὴν τάξη τῆς θεολογίας, τὴν ὁποία καλύτερα νὰ τηροῦμε καὶ ἐμεῖς, καὶ οὔτε νὰ τὴ φανερώνουμε μία καὶ καλή, οὔτε νὰ τὴν ἀποκρύπτουμε τελείως. Διότι τὸ ἕνα δείχνει ἔλλειψη διακρίσεως, τὸ ἄλλο ἀθεΐα. Καὶ τὸ ἕνα πάλι μπορεῖ νὰ βλάψει τοὺς ἄπιστους, ἐνῶ τὸ ἄλλο ν’ ἀποδιώξει τοὺς δικούς μας. Ὅμως, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἴσως ἦλθε καὶ στὸ μυαλὸ ἄλλων, ἀλλὰ ἐγὼ θεωρῶ καρπὸ τῆς δικῆς μου διανοίας, θὰ τὸ προσθέσω σ’ αὐτά, ποὺ ἔχουν ἤδη εἰπωθεῖ. Κατὰ τὸν Σωτήρα ἤσαν μερικά, γιὰ τὰ ὁποία ἔλεγε στοὺς μαθητὲς ὅτι δὲν μποροῦσαν τότε νὰ τὰ βαστάσουν, ἂν καὶ εἶχαν χορτάσει μὲ διδασκαλίες, ἴσως γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀνέφερα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ ἀποκάλυψε. Ἔλεγε πάλι, ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ μᾶς τὰ διδάξει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν θὰ κατέλθει. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ (ποὺ θὰ μᾶς διδάξει) εἶναι, νομίζω, καὶ ἢ ἴδια ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποσαφηνίζεται ἀργότερα, ἀφοῦ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Σωτήρα, τυχαίνει νὰ εἶναι ὥριμη καὶ καταληπτὴ ἡ γνώση, ἀφοῦ κανένας πλέον δὲν ἀπιστεῖ στὸ θαῦμα. Τί λοιπὸν θὰ ἦταν πιὸ μεγάλο, αὐτὸ ποῦ ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε ἢ αὐτὸ ποῦ τὸ Πνεῦμα δίδαξε; Ἐὰν βέβαια πρέπει σὰν κάτι μεγάλο νὰ νομίζουμε καὶ ἄξιό της μεγαλοπρέπειας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὑπόσχεται, ἢ αὐτὸ τὸ ὁποῖο διδάσκεται.

28. Ἔτσι λοιπὸν πιστεύω γι’ αὐτὰ καὶ μακάρι ἔτσι νὰ πιστεύω ἐγώ, καὶ ὅποιος μου εἶναι ἀγαπητός. Νὰ τιμᾶμε δηλαδὴ ὡς Θεὸ τὸν Πατέρα, Θεὸ τὸν Υἱό, Θεὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τρεῖς oι ἰδιότητες, ἀλλὰ μία ἡ θεότητα, χωρὶς νὰ διαιρεῖται ὡς πρὸς τὴ δόξα, τὴν τιμὴ καὶ τὴ βασιλεία, ὅπως θεολόγησε κάποιος ἀπὸ τοὺς θεοφόρους ἄνδρες λίγο προγενέστερα. Καὶ ὅποιος δὲν πιστεύει ἔτσι ἢ προσαρμόζεται ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις, ἀλλάζοντας συνεχῶς τὴν πίστη του καὶ σκέπτεται μὲ ἐπιπολαιότητα, γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο σπουδαία, ἂς μὴ δεῖ τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, οὔτε τὴ δόξα τῆς οὐράνιας λαμπρότητας. Διότι ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι προσκυνητόν, πῶς μὲ θεώνει μὲ τὸ βάπτισμα;

Ἂν πάλι προσκυνεῖται, πῶς νὰ μὴ λατρεύεται; Καὶ ἂν λατρεύεται, πῶς δὲν εἶναι Θεός; Τὸ ἕνα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο, κι ἔτσι ἔχουμε πράγματι μία χρυσὴ καὶ σωτήρια ἁλυσίδα. Ἀπὸ τὸ Πνεῦμα συμβαίνει ἡ ἀναγέννηση σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀναγέννηση ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάπλαση καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπλαση ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀξίας ἐκείνου ποὺ μᾶς ἀνέπλασε.

29. Αὐτὰ λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανένας, ἂν προϋπέθετε ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν Γραφή. Ἤδη ὅμως θὰ ἔλθει σὲ σένα τὸ πλῆθος τῶν μαρτυριῶν, μὲ τὶς ὁποῖες θ’ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἀναφέρεται καὶ μὲ τὸ παραπάνω μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος, σὲ ὅσους βέβαια δὲν εἶναι πολὺ ἀνόητοι, οὔτε ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Σκέψου λοιπὸν τὰ ἑξῆς: Γεννιέται ὁ Χριστός; Τὸ Πνεῦμα προηγεῖται· βαπτίζεται; Αὐτὸ δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τὸν ὁδηγεῖ. Ἐπιτελεῖ θαύματα; Τὸν συνοδεύει. Ἀνέρχεται; Τὸν διαδέχεται. Ποιὸ ἄραγε ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ ἀπ’ ὅσα κάνει ὁ Θεός, δὲν μπορεῖ τὸ Πνεῦμα; Ποιὰ πάλι ὀνομασία δὲν ἔχει ἀπ’ ὅσες ἔχει ὁ Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία καὶ τὴ γέννηση; Διότι ἔπρεπε νὰ μείνουν oι ἰδιότητες στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱό, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει σύγχυση στὴ θεότητα, ἡ ὁποία καὶ τ’ ἄλλα ὁδηγεῖ σὲ τάξη καὶ κοσμιότητα. Ἐγὼ φρίττω ἀναλογιζόμενος τὸν πλοῦτο τῶν ὀνομασιῶν τοῦ Πνεύματος καὶ σὲ πόσες ἀπὸ αὐτὲς δείχνουν τὴν ἀσέβειά τους αὐτοὶ ποὺ ἐπιτίθενται στὸ Πνεῦμα. Λέγεται λοιπὸν Πνεῦμα Θεοῦ, Πνεῦμα Χριστοῦ, νοῦς Χριστοῦ, Πνεῦμα Κυρίου, τὸ ἴδιο ἐπίσης Κύριος, Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἀληθείας, ἐλευθερίας· Πνεῦμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, εὐσεβείας, φόβου Θεοῦ. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ὁποῖο προκαλεῖ ὅλα αὐτά. Ὅλα τὰ γεμίζει μὲ τὸ εἶναι του, ὅλα τὰ συγκρατεῖ. Μὲ τὴν ὕπαρξή του γεμίζει ὅλο τὸν κόσμο, δὲν περιορίζεται ὅμως ἡ δύναμή του στὸν κόσμο. Εἶναι ἀγαθό, εὐθές, ἡγεμονικό, ἁγιάζει ἀπὸ τὴ φύση του καὶ ὄχι λόγω θέσεως, δὲν ἁγιάζεται, εἶναι τὸ μέτρο, δὲν μετριέται, μετέχεται δὲν μετέχει, πληροί, δὲν πληροῦται, συγκρατεῖ δὲν συγκρατεῖται, κληρονομεῖται, δοξάζεται, συναριθμεῖται, ἀπειλεῖται, λέγεται δάκτυλος Θεοῦ καὶ φωτιὰ ὅπως ὁ Θεός, γιὰ νὰ δοθεῖ νομίζω, ἔμφαση στὸ ὁμοούσιο. Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀνακαινίζει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν ἀνάσταση. Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, ποὺ διδάσκει, ποὺ πνέει ὅπου καὶ ὅσο θέλει, ποὺ ὁδηγεῖ, λαλεῖ, ἀποστέλλει, ἀφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, ἀποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μᾶλλον εἶναι τὸ ἴδιο φῶς καὶ ζωή. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ναούς, μᾶς θεώνει, μᾶς τελειοποιεῖ, ὥστε καὶ νὰ προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιζητεῖται μετὰ τὸ βάπτισμα. Ἐνεργεῖ ἐπίσης ὅσα κι ὁ Θεός, διαμοιράζεται σὲ γλῶσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστὰ ἀποστόλους, προφῆτες, εὐαγγελιστές, ποιμένες καὶ διδασκάλους. Εἶναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ἀνεμπόδιστο, ἀμόλυντο. Αὐτὸ σημαίνει μὲ ἰσοδύναμες λέξεις, πὼς εἶναι ἡ ὕψιστη σοφία καὶ μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ ἀποσαφηνίζει τὰ πάντα καὶ τὰ διατρανώνει. Καὶ εἶναι αὐτεξούσιο καὶ ἀναλλοίωτο, παντοδύναμο, ἐπιβλέπει τὰ πάντα καὶ διεισδύει σὲ ὅλα τὰ νοερὰ πνεύματα, τὰ καθαρὰ καὶ λεπτότατα, δηλαδὴ ἐννοῶ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, ὅπως καὶ στὰ πνεύματα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων, τὴν ἴδια στιγμὴ ἀλλὰ ὄχι στοὺς ἴδιους τόπους, ἀφοῦ εἶναι διασκορπισμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ. Μὲ τὸ νὰ ἔχουν ἀπονεμηθεῖ ἄλλα σὲ ἄλλο μέρος φανερώνεται τὸ ἀπερίγραπτο (αὐτοῦ).

30. Αὐτοὶ ποὺ λένε καὶ διδάσκουν αὐτὰ καὶ ἐπιπλέον τὸ ὀνομάζουν «ἄλλον Παράκλητον», δηλαδὴ ἄλλον Θεό, αὐτοὶ oι ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι ἡ μόνη ἀσυγχώρητη ἁμαρτία εἶναι ἡ βλασφημία σ’αὐτό, αὐτοὶ ποὺ τόσο φοβερὰ στηλίτευσαν τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, ἐπειδὴ εἶπαν ψέματα στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, σὰν νὰ εἶπαν ψέματα στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ ἄνθρωπο, αὐτοὶ λοιπὸν τί σου φαίνεται ἀπὸ τὰ δύο, ὅτι κηρύττουν πῶς τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς ἢ κάτι ἄλλο; Πόσο στ’ ἀλήθεια ἀνόητος εἶσαι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἐὰν ἀπορεῖς γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεσαι κάποιον νὰ σὲ διδάξει. Οἱ ὀνομασίες λοιπὸν τοῦ Πνεύματος εἶναι τόσες πολλὲς καὶ τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπὸν πρέπει νὰ σοὺ παραθέσω τὶς μαρτυρίες γι’ αὐτὲς τὶς λέξεις; Καὶ ὅσα ἐδῶ λέγονται μὲ τρόπο ταπεινό, ὅτι δηλαδὴ δίδεται, ὅτι ἀποστέλλεται, ὅτι μερίζεται, ὅτι εἶναι χάρισμα, δώρημα, ἐμφύσημα, ἐπαγγελία, μεσιτεία, εἴτε κάτι ἄλλο σὰν αὐτά, γιὰ νὰ μὴν ἀπαριθμῶ τὸ καθένα ξεχωριστά, πρέπει νὰ τὸ ἀναγάγουμε στὴν πρώτη αἰτία, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται καὶ νὰ μὴν γίνουν παραδεκτὲς ἀπὸ κάποιους, τρεῖς ἀρχὲς διαχωρισμένες μεταξύ τους, σὰν νὰ ὑπάρχει πολυθεΐα. Διότι εἶναι ἐξίσου ἀσέβεια νὰ ταυτίσει κανένας τὰ πρόσωπα, ὅπως ὁ Σαβέλλιος(5) καὶ νὰ διαχωρίσει τὶς φύσεις ὅπως ὁ Ἄρειος(6).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δηλαδὴ δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα, ὅπως ὁ ἄνθρωπος.
2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d καὶ Ἀριστοτέλη, Περὶ ζώων γενέσεως ΙΙ, 3. Ὁ «νοῦς» ὅμως τῶν φιλοσόφων αὐτῶν δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα (βλ. Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ aι προϋποθέσεις πνευματολογίας αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1980, σσ. 99-101 ).
3. Ὁ Μαρκίωνας ἦταν ἕνας γνωστικὸς συγγραφέας τοῦ β’ αἰῶνος. Ἡ θεολογία τοῦ διέφερε ὅμως σὲ πολλὰ σημεῖα ἀπὸ αὐτὴ τῶν γνωστικῶν. Παραδεχόταν δύο θεούς, τὸν ἀγαθὸ καὶ τὸν κακό. Ἀπέρριπτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ πολλὰ βιβλία τῆς Καινῆς. Μερικοὶ κώδικες περιέχουν τὴ γραφὴ «Μαρκίωνος καὶ Οὐαλεντίνου», καθὼς τὸ σύστημα τῶν «νέων αἰώνων» ἔχει τὴ σφραγίδα τοῦ δεύτερου. Σχετικὰ βλ. Ρ. GALLAY-Μ. JOURJON, Gregoire de Nazianze, Discours Theologiques ἐν Sources Chretiennes, τ. 250, Cerf, Paris 1978, σ. 288, ὑποσημ. 2.
4. Ὑπάρχουν κάποιες ἀλήθειες, λέγει ὁ ἄγ. Γρηγόριος, μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, οἱ ὁποῖες δὲν ἀναφέρονται ρητά. Ὁ φωτισμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα πιστὸς νομιμοποιεῖται νὰ ὑπερκεράσει (ξεπεράσει) τὸ γράμμα γιὰ νὰ βρεῖ τὰ κρυμμένα νοήματα, τὰ ὁποῖα θὰ χρησιμοποιήσει στὸν ἀγώνα τοῦ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.
5. Ὁ αἱρετικὸς Σαβέλλιος (γ’ αἵ.) δίδασκε ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδας δὲν συνιστοῦν τρεῖς διακεκριμένες ὑποστάσεις, ἀλλὰ μία οὐσία, ποὺ ἐμφανίσθηκε μὲ τρία πρόσωπα, δήλ. ὡς Πατέρας τὴν ἐποχὴ τῆς Πάλ.Διαθήκης, ὡς Υἱὸς στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ὡς ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία.
6. Ὁ Ἄρειος (δ’ αἵ.) ἐπέφερε μεγάλη κρίση στὴν Ἐκκλησία. Δίδασκε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα. Καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἃ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας (325 μ.Χ.).

Ἀπὸ τὸ βιβλίο:Μιλάει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,
ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 1991

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...