Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2018

ΚΑΤΑ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ» ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΚΑΤΑ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ» ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ν

• Ἡ κοινωνικὴ ἐκμετάλλευση αἰτία τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυ-
χίας τῶν πολλῶν.
• Ἀνώφελο νὰ δημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς μὲ τὴν ἐκμετάλ-
λευση καὶ ν’ ἀνακουφίζεις ἕνα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.


ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἀργὸς καὶ πλεονεκτικὸς βίος ὁ τοῦ τοκίζοντος. Οὐκ
οἶδε πόνον γεωργίας, οὐκ ἐπίνοιαν ἐμπορίας· ἐφ’ ἑνὸς δὲ
τόπου κάθηται, τρέφων ἐπὶ τῆς ἑστίας θηρία. Ἄσπαρτα
αὐτῷ βούλεται τὰ πάντα καὶ ἀνήροτα φύεσθαι· ἄροτρον
ἔχει τὸν κάλαμον· χώραν, τὸν χάρτην· σπέρμα, τὸ μέλαν·
ὑετόν, χρόνον, αὐξάνοντα αὐτῷ λανθανόντως τὴν τῶν
χρημάτων ἐπικαρπίαν. Δρέπανόν ἐστιν αὐτῷ ἡ ἀπαίτη-
σις· ἅλων, ἡ οἰκία, ἐφ’ ἧς λεπτύνει τὰς τῶν θλιβομένων
οὐσίας. Τὰ πάντα ἴδια βλέπει. Εὔχεται τοῖς ἀνθρώποις
ἀνάγκας καὶ συμφοράς, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἠναγκασμένως
ἀπέλθωσι. Μισεῖ τοὺς ἑαυτοῖς ἀρκοῦντας, καὶ τοὺς μὴ
δεδανεισμένους ἐχθροὺς ἡγεῖται. Προσεδρεύει τοῖς δικα-
στηρίοις, ἵνα εὕρη τὸν στενούμενον τοῖ
στηρίοις, ἵνα εὕρη τὸν στενούμενον τοῖς ἀπαιτηταῖς, καὶ
τοῖς πράκτορσιν ἀκολουθεῖ, ὡς ταῖς παρατάξεσι καὶ τοῖς
πολέμοις οἱ γῦπες. Περιφέρει τὸ βαλάντιον, καὶ δείκνυ-
σι τοῖς πνιγομένοις τῆς θήρας δέλεαρ, ἵν’ ἐκείνῳ διὰ τὴν
χρείαν περιχήναντες, συγκαταπίωσι τοῦ τόκου τὸ ἄγκι-
στρον. Καθ’ ἡμέραν ἀριθμεῖ τὸ κέρδος, καὶ τῆς ἐπιθυμί-
ας οὐκ ἐμπίπλαται. Ἄχθεται πρὸς τὸν χρυσὸν τὸν ἐπὶ τῆς
οἰκίας ἀποκείμενον, διότι κεῖται ἀργὸς καὶ ἄπρακτος...
Περιεργάζεται ὁ δανειστὴς τοῦ χρεώστου τὰς πράξεις,
τὰς ἐκδημίας, τὰ κινήματα, τὰς μεταβάσεις, τὰς ἐμπορί-
ας· κἂν φήμη τις παραγένηται σκυθρωπή, ὅτι λησταῖς ὁ
δεῖνα περιέπεσεν, ἢ ἔκ τινος περιστάσεως εἰς πενίαν αὐτῷ
μετεβλήθη ἡ εὐπορία, κάθηται, τῷ χεῖρε συνδήσας, στέ-
νει συνεχῶς, ὑποδακρύει πολλά· ἀνελίττει τὸ χειρόγρα-
φον, θρηνεῖ ἐν τοῖς γράμμασιν τὸν χρυσόν, προσκομίζων
τὸ συμβόλαιον, ὡς ἱμάτιον υἱοῦ τελευτήσαντος· ἀπ’ ἐκεί-
νου θερμότερον ἐγείρει τὸ πάθος. Ἂν δὲ καὶ ναυτικὸν ᾖ τὸ
δάνεισμα, τοῖς αἰγιαλοῖς προσκάθηται, τὰς κινήσεις με-
ριμνᾶ τῶν ἀνέμων, συνεχῶς διερωτᾷ τοὺς καταίροντας,
μή που ναυάγιον ἠκούσθη, μή που πλέοντες ἐκινδύνευ-
σαν. Παχνοῦται τὴν ψυχὴν ἐκ τῶν λειψάνων τῆς καθημε-
ρινῆς φροντίδος. Πρός δη τὸν τοιοῦτον λεκτέον. Παῦσαι,
ἄνθρωπε, μερίμνης ἐπικινδύνου. Ἀνάπαυσαι ἀπὸ ἐλπίδος
τηκούσης· μὴ τόκους ζητῶν σαυτῷ τὸ κεφάλαιον δια-
φθείρῃς. Παρὰ πένητος ζητεῖς προσόδους και προσθήκας
πλούτου, παραπλήσιον ποιῶν ὡς εἴ τις ἀπὸ χώρας αὐχμῷ
θερμοτάτῳ ξηρανθείσης λαβεῖν θελήσειε σίτου θημωνίας,
ἢ πλῆθος βοτρύων ἐξ ἀμπέλου μετὰ νέφος χαλαζηφόρον
ἢ τέκνων τόκον ἀπὸ στείρας γαστρός, ἢ γάλακτος τροφὴν
ἐξ ἀτόκων γυναικῶν...
Πῶς οὖν προσεύξῃ, ὁ τοκογλύφος; Μετὰ ποίου συνειδό-
τος αἴτημα ἀγαθὸν ζητήσεις παρὰ Θεοῦ, ὁ πάντα λαμβά-
νων, καὶ μὴ μαθὼν διδόναι; Ἢ οὐκ οἶδας, ὅτι ἡ προσευχή
σου ὑπόμνησις μισανθρωπίας ἐστίν; Τί συνεχώρησας, καὶ
συγγνώμην αἰτεῖς; Τίνα ἠλέησας καὶ καλεῖς τὸν ἐλεήμο-
να; Ἂν δὲ καὶ δῷς ἐλεημοσύνην, μισανθρώπου φορολογί-
ας, οὐκ ἀπὸ συμφορῶν ἀλλοτρίων δακρύων γέμοντα καὶ
στεναγμῶν; Εἰ ἐγνώριζεν ὁ πένης πόθεν ὀρέγεις τὴν ἐλε-
ημοσύνην, οὐκ ἂν ἐδέξατο, ὡς ἀδελφικῶν σαρκῶν γεύ-
εσθαι μέλλων, καὶ αἵματος τῶν οἰκείων· εἶπε δ’ ἂν πρὸς
σὲ λόγον γέμοντα σώφρονος παρρησίας· Μή με θρέψῃς,
ἄνθρωπε, ἀπὸ δακρύων ἀδελφικῶν. Μὴ δῷς ἄρτον πένη-
τι, γενόμενον ἀπὸ στεναγμῶν τῶν συμπτώχων. Ἀνάλυσον
πρὸς τὸν ὁμόφυλον ὃ κακῶς ἀπήτησας, κἀγὼ ὁμολογήσω
τὴν χάριν. Τί ὠφελεῖς, πολλοὺς πτωχοὺς ποιῶν, καὶ ἕνα
παραμυθούμενος; Εἰ μὴ πλῆθος ἦν τοκιστῶν, οὐκ ἂν ἦν
τὸ πλῆθος τῶν πενομένων. Λῦσον σου τὴν φατρίαν, καὶ
πάντες ἕξομεν τὴν αὐτάρκειαν...». (Ε.Π.Μ. 46, 437-445).








ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἀργόσχολη καὶ πλεονεκτικὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ τοκιστῆ. Δὲ γνωρίζει αὐτὸς τοὺς κόπους τῆς γεωργίας οὔτε τὴν ἐφευρετικότητα τοῦ
ἐμπορίου. Ἀντίθετα (ἀπ’ ὅ,τι συμβαίνει μὲ ὅσους ἀσκοῦν παραγωγικὰ ἐπαγγέλματα), ὁ τοκιστὴς κάθεται στὸν ἴδιο πάντοτε τόπο, μέσα στὸ σπίτι του μεγαλώνει τὰ θρεφτάρια τῆς κερδοσκοπίας.
Ἄσπαρτα κι ἀκαλλιέργητα θέλει τὰ πάντα γι’ αὐτὸν νὰ φυτρώνουν.
Γι’ ἀλέτρι ἔχει τὴν πέννα· γιὰ χωράφι, τὸ χαρτί· γιὰ σπόρο, τὸ μελάνι· γιὰ βροχή, τὸ χρόνο ποὺ τοῦ πολλαπλασιάζει ἀθόρυβα τοὺς τόκους τῶν χρημάτων. Δρεπάνι του εἶναι ἡ δικαστικὴ ἀπαίτηση τοῦ χρέους, ἁλώνι, τὸ σπίτι του, ὅπου λιανίζει τὶς περιουσίες τῶν ἀναγκεμένων ἀνθρώπων. Ὁλωνῶν τ’ ἀγαθὰ τὰ βλέπει δικά του.  Εὔχεται στοὺς ἀνθρώπους ἀνάγκες καὶ συμφορές, γιὰ νὰ τρέξουν ὑποχρεωτικὰ νὰ δανειστοῦν ἀπ’ αὐτόν. Μισεῖ τοὺς αὐτάρκεις καὶ ὅσους δὲν ἔχουν δανειστεῖ ἀπ’ αὐτόν, τοὺς θεωρεῖ ἐχθρούς του.
Συχνάζει στὰ δικαστήρια γιὰ ν’ ἀνακαλύψει κάποιον ποὺ τὸν πιέζουν οἱ δανειστὲς καὶ τοὺς φοροεισπράκτορες ἀκολουθεῖ, ὅπως τὰ κοράκια τοὺς στρατοὺς ποὺ διεξάγουν πόλεμο (γιὰ νὰ τρῶνε τοὺς σκοτωμένους). Κουβαλάει παντοῦ τὸ κομπόδεμα, καὶ σὰν δόλωμα τὸ δείχνει σ’ἐκείνους ποὺ τοὺς πνίγει ἡ ἀνάγκη, ὥστε, ἀνοίγοντας
γι’ αὐτὸ τὸ στόμα, νὰ καταπιοῦν μαζὶ μ’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγκίστρι τοῦ τόκου. Καθημερινὰ μετράει τὰ κέρδη, μὰ ἡ δίψα του γιὰ χρῆμα δὲ σβήνει. Στεναχωριέται γιὰ τὸ χρυσάφι ποὺ ἔχει φυλαγμένο στὸ σπίτι, ἐπειδὴ μένει ἀχρησιμοποίητο κι ἀνεκμετάλλευτο...
Περιεργάζεται ὁ δανειστὴς ὅλες τὶς πράξεις τοῦ ὀφειλέτη, τὰ ταξίδια του, τὶς χειρονομίες του, τὶς ἐπισκέψεις του, τὶς ἐμπορικὲς συναλλαγές του. Κι ἂν καμιὰ δυσάρεστη εἴδηση φτάσει, ὅτι δηλ. ὁ τάδε ἔπεσε στοὺς ληστές, ἢ ὅτι φτώχεψε ξαφνικὰ ἀπὸ κάποια ἀτυχία, κάθεται μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, ἀναστενάζει ἀδιάκοπα, χύνει κρυφὰ μαῦρο δάκρυ·
ξετυλίγει τὸ χρεώγραφο, θρηνεῖ τὸ χρυσάφι ποὺ ἀντιπροσωπεύουν οἱ γραμμές του, προσκομίζει τὸ συμβόλαιο σὰ νὰ ἦταν ἔνδυμα πεθαμένου παιδιοῦ του· μάλιστα κι ἀπὸ ’κεῖνο, περισσότερη θλίψη τοῦ προκαλεῖ.
Ἂν μάλιστα συμβεῖ νὰ ἔχει δανείσει ναυτικούς, κάθεται διαρκῶς κοντὰ στοὺς γιαλούς, μελετάει τὶς κινήσεις τῶν ἀνέμων, ρωτάει ἐπίμονα ὅσους καταπλέουν, μήπως ἀκούστηκε κανένα ναυάγιο, μήπως κινδύνεψαν πουθενὰ ναυτικοί; Λιώνει ἡ ψυχή του κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν καθημερινῶν φροντίδων. Σ’ ἕνα τέτοιον ἀξίζει βέβαια νὰ εἰπωθεῖ: σταμάτα, ἄνθρωπέ μου, τὶς ἐπικίνδυνες αὐτὲς φροντίδες· λυτρώσου ἀπὸ τὴν ἐξουθενωτικὴ προσδοκία τοῦ κέρδους· πρόσεξε μήπως κυνηγώντας τόκους, δαπανήσεις τὸ πολύτιμο κεφάλαιο ποὺ εἶναι ὁ εαυτός σου. Ζητεῖς εἰσοδήματα καὶ πρόσθετα πλούτη ἀπ’ τὸ φτωχό,κάνοντας κάτι ἀνάλογο μ’ αὐτὸν ποὺ θἄθελε νὰ πάρει θημωνιὲς σιτάρι
ἀπὸ χωράφι ποὺ τὸ ξέρανε ὁ λίβας, ἢ ἄφθονα σταφύλια ἀπὸ ἀμπέλι ἀπ’τὸ ὁποῖο πέρασε χαλαζοφόρο σύννεφο, ἢ παιδιὰ ἀπὸ στείρα κοιλιὰ ἢ θρεπτικὸ γάλα ἀπὸ γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουν γεννήσει...Πῶς θὰ προσευχηθεῖς λοιπόν, τοκογλύφε; Μὲ τί συνείδηση θὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποια εὐεργεσία, σὺ ποὺ ἔμαθες ὅλο νὰ παίρνεις καὶ ποτὲ νὰ μὴ δίνεις; Ἢ μήπως σοῦ διαφεύγει ὅτι ἡ προσευχή σου ἀποτελεῖ ὑπόμνηση τῆς δικῆς σου ἀπανθρωπιᾶς; Ποιὰ συγχώρηση ἔδωσες καὶ ζητᾶς συγγνώμην; Ποιὸν ἐλέησες κι ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἐλεήμονα; Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη προσφέρεις ἐλεημοσύνη, ὡς προϊὸν ἀπάνθρωπης ἐκμετάλλευσης δὲν θὰ εἶναι καρπὸς
τῶν συμφορῶν τῶν ἄλλων, γεμάτη δάκρυα καὶ στεναγμούς; Ἂν γνώριζε ὁ φτωχὸς ἀπὸ ποῦ προσφέρεις τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν θὰ τὴ δεχόταν, γιατὶ θὰ αἰσθανόταν σὰ νὰ ἔμελλε νὰ γευτεῖ σάρκες ἀδελφικὲς καὶ αἷμα συγγενῶν του. Θὰ σοῦ πετοῦσε δὲ κατάμουτρα τοῦτα τὰ λόγια τὰ γεμάτα θάρρος καὶ φρονιμάδα: Μὴ μὲ θρέψεις, ἄνθρωπε, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν μου. Μὴ δώσεις στὸ φτωχὸ ψωμὶ βγαλμένο ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἄλλων φτωχῶν. Μοίρασε στοὺς συνανθρώπους σου ὅσα μὲ ἀδικίες μάζεψες καὶ τότε θὰ παραδεχτῶ τὴν εὐεργεσία σου. Ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν ημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς (μὲ τὴν ἐκμετάλλευση) κι ἀνακουφίζεις ἕνα (μὲ τὴν ἐλεημοσύνη); Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν τοκογλύφων (τῶν ἐκμεταλλευτῶν γενικά), δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ στρατιὰ τῶν πεινασμένων. Ἂς διαλυθοῦν τὰ ὀργανωμένα οἰκονομικὰ συμφέροντα καὶ ὅλοι θ’ ἀποκτήσουμε τὴν οἰκονομική μας αὐτάρκεια.

Τρίτη, Μαΐου 19, 2015

Εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης





ΣΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ̒ΕΠΙΣΩΖΟΜΕΝΗ᾽ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΧΩΡΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


1.-. 
Σάν γλυκύς συνοδοιπόρος τοῦ ἀνθρώπινου βίου ὁ προφήτης Δαβίδ βρίσκεται σέ ὅλους τούς δρόμους τῆς ζωῆς καί ἀναστρέφεται πρόσφορα μέ ὅλες τίς πνευματικές ἡλικίες καί εἶναι κοντά σέ κάθε παράταξη πού προκόβει. Παίζει μέ ὅσους νηπιάζουν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, μέ τούς ἄνδρες συναγωνίζεται, παιδαγωγεῖ τή νεότητα, ὑποστηρίζει τά γηρατειά, γίνεται στούς πάντες τά πάντα. Γίνεται τό ὅπλο τῶν στρατιωτῶν, ὁ προπονητής τῶν ἀθλητῶν, ἡ παλαίστρα ὅσων γυμνάζονται, τό στεφάνι τῶν νικητῶν, ἡ χαρά τοῦ τραπεζιοῦ, ἡ παρηγοριά στίς κηδεῖες. Δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπό τή ζωή μας πού νά εἶναι ἀμέτοχο ἀπό αὐτή τή χάρη. Ποιά δυνατή προσευχή γίνεται, πού δέν ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή ὁ Δαβίδ; Ποιά εὐφροσύνη γιορτῆς δοκιμάζομε χωρίς νά τή χαροποιεῖ ὁ Δαβίδ; Αὐτό μποροῦμε νά τό διαπιστώσομε καί τώρα· ὅτι δηλαδή, ἐνῶ καί γι᾿ ἄλλους λόγους εἶναι μεγάλη ἡ ἑορτή, ὁ προφήτης μέ τή συνεισφορά του τήν ἔκανε μεγαλύτερη, συνεισφέροντας πρόσφορα σ᾿ αὐτήν τήν εὐφροσύνη ἀπό τούς ψαλμούς. Στόν ἕνα ψαλμό σέ προτρέπει νά γίνεις πρόβατο πού τό ποιμαίνει ὁ Θεός καί δέ στερεῖται ἀπό κανένα ἀγαθό· καί χόρτο νά βοσκήσει καί νερό νά πιεῖ καί τροφή καί μάντρα καί δρόμος καί ὁδηγία καί τά πάντα γίνεται ὁ καλός ποιμένας (Ἰω. 10, 2-4· 11), ἐπιμερίζοντας κατάλληλα τή χάρη του σέ κάθε ἀνάγκη.

2.-. Μέ ὅλα αὐτά διδάσκει τήν Ἐκκλησία, ὅτι πρέπει νά γίνεις πρῶτα πρόβατο τοῦ καλοῦ ποιμένα ὁδηγούμενο μέ τήν ὀρθή κατήχηση στίς θεῖες βοσκές καί πηγές τῶν διδαγμάτων γιά νά συνταφεῖς μαζί του μέ τό βάπτισμα στό θάνατο (Ρωμ. 6, 3-4) καί νά μή φοβηθεῖς αὐτόν τό θάνατο· γιατί αὐτός δέν εἶναι θάνατος, ἀλλά σκιά καί ἀποτύπωμα θανάτου. Γιατί λέει· «ἄν βαδίσω μέσα ἀπό τή σκία τοῦ θανάτου δέ θά τό φοβηθῶ αὐτό ὡς κάτι κακό, γιατί ἐσύ εἶσαι μαζί μου» (Ψαλμ. 22, 4). Ἔπειτα ἀπό αὐτά, ἀφοῦ παρηγόρησε μέ τή βακτηρία τοῦ Πνεύματος (γιατί ὁ Παράκλητος εἶναι τό Πνεῦμα), παραθέτει τό μυστικό τραπέζι πού ἑτοιμάστηκε κατ᾿ ἀντίθεση μέ τό τραπέζι τῶν δαιμόνων. Γιατί ἐκεῖνοι ἦταν πού καταβασάνισαν μέ τήν εἰδωλολατρία τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἀντίθετή τους εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ Πνεύματος. Ἔπειτα ἀρωματίζει τήν κεφαλή μέ τό ἔλαιο τοῦ Πνεύματος καί προσφέροντάς του κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά (Ψαλμ. 103, 15), προξενεῖ στήν ψυχή τή νηφάλια ἐκείνη μέθη, προσηλώνοντας τούς λογισμούς ἀπό τά πρόσκαιρα στό ἀΐδιο. Γιατί, ὅποιος δοκίμασε τή μέθη αὐτή, ἀνταλλάσσει τή βραχύτητα τοῦ θανάτου μέ τήν αἰωνιότητα, παρατείνοντας τή διαμονή του σέ μάκρος ἡμερῶν μέσα στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ.

3.-. Ἀφοῦ μᾶς χάρισε αὐτά μέ τόν ἕνα ψαλμό, διεγείρει τήν ψυχή μέ τόν ἑπόμενο σέ μεγαλύτερη καί τελειότερη χαρά καί, ἄν νομίζεις, ἄς σοῦ παραθέσομε, περιορίζοντας σέ λίγα, καί τούτου τό νόημα. «Κτῆμα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλο τό πλήρωμά της» (Ψαλμ. 23, 1). Γιατί παραξενεύεσαι, ἄνθρωπε, ἄν ὁ Θεός μας παρουσιάστηκε στή γῆ καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους; Ἡ γῆ εἶναι κτῆμα δικό του ἀφοῦ εἶναι καί δημιούργημά του. Δέν εἶναι ἑπομένως παράδοξο οὔτε ἔξω ἀπό τό πρέπον νά ἔρθει ὁ Κύριος στά δικά του (Ἰω. 1, 11). Δέν πηγαίνει σ᾿ ἕνα ξένο κόσμο, ἀλλά στόν κόσμο πού συγκρότησε ὁ ἴδιος, θεμελιώνοντας τή γῆ ἐπάνω στά νερά καί κάνοντάς την κατάλληλη γιά τό πέρασμα τῶν ποταμῶν. Γιά ποιόν λόγον λοιπόν φανερώθηκε; Γιά νά σέ βγάλει ἀπό τά βάραθρα τῆς ἁμαρτίας καί νά σέ ὁδηγήσει στό ὄρος τῆς βασιλείας, χρησιμοποιώντας ὡς ὄχημα τήν ἐνάρετη πολιτεία. Γιατί δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀνεβεῖ κανένας σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό, ἄν δέν τόν συνοδεύουν οἱ ἀρετές· πρέπει νά γίνει καθαρός στά ἔργα καί νά μήν τόν ρυπαίνει καμιά πονηρή πράξη, νά εἶναι καθαρός στήν καρδιά καί νά μήν ὁδηγεῖ τήν ψυχή του σέ τίποτα τό μάταιο οὔτε νά ἐξυφαίνει κανένα δόλο κατά τοῦ διπλανοῦ του. Αὐτῆς τῆς ἀνάβασης ἔπαθλο εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σ᾿ αὐτόν δίνει ὁ Κύριος τήν ἐλεημοσύνη πού ἐπιφυλάσσει· «αὐτή εἶναι ἡ γενεά ἐκείνων πού τόν ζητοῦν καί ἀνεβαίνουν ψηλά μέ τήν ἀρετή» καί «ζητοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰακώβ» (Ψαλμ. 23, 6).

4.-. Ἡ συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ εἶναι ἴσως ὑψηλότερη κι ἀπό τήν ἴδια τήν εὐαγγελική διδασκαλία. Γιατί τό Εὐαγγέλιο διηγήθηκε τή ζωή καί τή συναναστροφή τοῦ Κυρίου ἐπάνω στή γῆ, ἐνῶ ὁ οὐράνιος αὐτός προφήτης, βγαίνοντας ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, γιά νά μήν τόν βαραίνει τό σκαφίδι τοῦ σώματος κι ἀφοῦ ἀναμίχθηκε μέ τίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις, μᾶς ἐκθέτει τά λόγια ἐκείνων, πού, βαδίζοντας μπροστά στήν πομπή τοῦ Κυρίου κατά τήν κάθοδό του, διατάζουν ν᾿ ἀνοίξουν τίς πόρτες οἱ ἄγγελοι, πού περιπολοῦν τή γῆ καί τούς ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ φύλαξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, λέγοντας· «ἀνοῖξτε τίς πύλες σας, ἄρχοντες, καί σεῖς πύλες αἰώνιες διαπλατωθεῖτε καί θά εἰσέλθει ὁ βασιλιάς τῆς δόξας» ( Ψαλμ. 23, 7). Καί ἐπειδή σέ ὁτιδήποτε εἰσέλθει αὐτός πού περιέχει τό πᾶν φέρνει τόν ἑαυτό του στά μέτρα ἐκείνου πού τόν δέχεται (γιατί δέ γίνεται μόνο ἄνθρωπος εἰσερχόμενος στούς ἀνθρώπους, ἀλλά κατ᾿ ἀκολουθίαν καί στούς ἀγγέλους ὅταν βρεθεῖ κατεβάζει τόν ἑαυτό του στή φύση ἐκείνων), γι᾿ αὐτό ἔχουν ἀνάγκη οἱ φύλακες τῶν πυλῶν ἀπό ἐκεῖνον πού θά τούς δείξει «ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλιάς τῆς δόξας» (Ψαλμ. 23, 8). Γι᾿ αὐτό ὑποδεικνύουν σ᾿ αὐτούς τόν κραταιό καί ἰσχυρό δημιουργό καί ἀκαταγώνιστο στόν πόλεμο, πού πρόκειται νά συγκρουστεῖ μέ ἐκεῖνον πού αἰχμαλώτισε τήν ἀνθρώπινη φύση (Ρωμ. 7, 23. Ἑβρ. 2, 14) καί νά ἐξουδετερώσει αὐτόν πού ἔχει τή δύναμη τοῦ θανάτου (Α´ Κορ. 15, 26), ὥστε, ἀφοῦ ἀφανιστεῖ ὁ ἔσχατος ἐχθρός, νά ἀνακληθοῦν οἱ ἄνθρωποι στήν ἐλευθερία καί τήν εἰρήνη.

5.-. Πάλι λέει τούς ἴδιους λόγους (γιατί ὁλοκληρώθηκε πιά τό μυστήριο τοῦ θανάτου καί πραγματοποιήθηκε ἡ νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν καί ὑψώθηκε τό ἐναντίον τους τρόπαιο, ὁ σταυρός, καί πάλι «ἀνέβηκε ψηλά αὐτός πού αἰχμαλώτισε πολλούς αἰχμαλώτους, αὐτός πού ἔδωσε τή ζωή καί τή βασιλεία, αὐτά τά ἀγαθά δῶρα στούς ἀνθρώπους» (Ψαλμ. 67, 19), καί πρέπει ν᾿ ἀνοίξουν πάλι γι᾿ αὐτόν οἱ ὑψηλές πύλες. Παίρνουν μέρος στήν προπομπή οἱ δικοί μας φύλακες καί διατάζουν νά τοῦ ἀνοιχτοῦν οἱ ὑψηλές πύλες, γιά νά δοξαστεῖ πάλι σ᾿ αὐτές. Τούς εἶναι ὅμως ἄγνωστος αὐτός πού φόρεσε τή βρώμικη στολή τῆς δικῆς μας ζωῆς, πού οἱ λεκέδες τῶν ρουχῶν του εἶναι ἀπό τό ληνό τῶν ἀνθρώπινων κακῶν (Βλ. Ἡσ. 63, 2). Γι᾿ αὐτό ἀπευθύνουν σ᾿ ἐκείνους πού συνιστοῦν τήν προπομπή αὐτή τήν ἐρώτηση· «ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλιάς τῆς δόξας; » (Ψαλμ. 23, 10). Δέ δίνεται ὅμως ἀκόμα ἡ ἀπάντηση, «ὁ κραταιός καί ἰσχυρός στόν πόλεμο» (Ψαλμ. 23, 8. 23, 10), ἀλλά «ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων», πού ἔχει τήν ἐξουσία τοῦ παντός, πού ἕνωσε στό πρόσωπό του τά πάντα (Ἐφ. 1, 10), αὐτός πού εἶναι ὁ πρῶτος ἀπό ὅλα (Κολ. 1, 18), πού ἀποκατέστησε τά πάντα στήν πρώτη τους μορφή (Πράξ. 3, 21), «Αὐτός εἶναι ὁ Βασιλιάς τῆς δόξας» (Ψαλμ. 23, 10). Βλέπετε πόσο γλυκύτερη μᾶς κάνει ὁ Δαβίδ τήν ἑορτή, ἀναμιγνύοντας τή χάρη τῶν ψαλμῶν του στή χαρά τῆς Ἐκκλησίας.

6.-. Ἄς μιμηθοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς τόν προφήτη, σ᾿ ἐκεῖνα πού εἶναι δυνατό νά ἐπιτύχομε τή μίμησή του, στήν ἀγάπη πρός τό Θεό, στήν πραότητα τῆς ζωῆς, στή μακροθυμία σ᾿ ὅποιους μᾶς μισοῦν, γιά νά γίνει ἡ διδασκαλία τοῦ προφήτη χειραγωγία πρός τήν κατά Θεόν πολιτεία στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Σάββατο, Απριλίου 11, 2015

Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος εἰς τὴν Φωτοφόρον καὶ Ἁγίαν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου

Gregorius Nyssenus - In luciferam sanctam domini resurrectionem
(μὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση)



ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΩΤΟΦΟΠΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης
Λόγος στὴν Φωτοφόρο καὶ Ἁγία Ἀνάσταση

Εὐλογητὸς ὁ θεός. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν μονογενῆ θεὸν τὸν τῶν οὐρανίων γεννήτορα, τὸν τῶν κρυφίων λαγόνων τῆς γῆς ὑπερκύψαντα καὶ ταῖς φαεσφόροις ἀκτῖσι τὴν ὅλην οἰκουμένην ἀποσκιάσαντα. εὐφημήσωμεν σήμερον τὴν ταφὴν τοῦ μονογενοῦς, τὴν ἀνάστασιν τοῦ νικητοῦ, τὴν χαρὰν τοῦ κόσμου, τὴν ζωὴν τῶν ἐθνῶν [τοῦ κόσμου]. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν τὴν ἁμαρτίαν ἐνδυσάμενον. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν θεὸν λόγον, ὃς τὴν τοῦ κόσμου σοφίαν ἤλεγξε, τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν ἐκύρωσε, τῶν ἀποστόλων τὸν σύνδεσμον συνήθροισε, τῆς ἐκκλησίας τὴν κλῆσιν, τοῦ πνεύματος τὴν χάριν ἀφήπλωσε. ἰδοὺ γὰρ ἡμεῖς οἵ ποτε ξένοι <ὄντες> τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιγνώσεως τὸν θεὸν ἐπέγνωμεν καὶ τὸ γεγραμμένον πεπλήρωται· Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν.Τί μνησθήσονται; τὴν παλαιὰν πτῶσιν, τὴν νέαν ἀνάστασιν, τὴν ἀρχαίαν παράβασιν καὶ τὴν ὕστερον διόρθωσιν, τὴν θνῆσιν τῆς Εὔας, τῆς παρθένου τὴν γέννησιν, τῶν ἐθνῶν τὴν ἐπανόρθωσιν, τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν ἄφεσιν, τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν, τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τῆς κολυμβήθρας τὴν ἀναγέννησιν, τοῦ παραδείσου τὴν εἰσοίκησιν, τῶν οὐρανῶν τὴν ἐπάνοδον, τὸν δημιουργὸν ἀναστησάμενον, τὸν τὴν ἀπρέπειαν ἀποδυσάμενον, τὸν τῇ θεϊκῇ μεγαλουργίᾳ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταλλεύσαντα. καὶ ποίαν ἀπρέπειαν ἀπέθετο; ἣν Ἡσαΐας εἶπε· Καὶ εἴδομεν αὐτόν, φησί, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον, ἐκλεῖπον παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τοῖς ἀλιτηρίοις Ἰουδαίοις προσωμίλει καὶ Σαμαρίτης καὶ δαιμόνιον ἔχων ἐκαλεῖτο, ὅτε Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὰ τοῦ σκότους γεννήματα πρὸς φόνον ἐκράτουν τὸν ἀχώρητον. οὐκ ἀσκόπως ἔλεγεν αὐτοῖς Ἰωάννης· Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; ὄντως γὰρ ἡ ὀργὴ τοῦ θεοῦ μενεῖ ἐπ᾿ αὐτούς.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τὸ βλάστημα τῆς ἐπιεικείας ῥαπίσμασι ἐλάμβανον καὶ μεθ᾿ ὅρκων ἠρώτων τὸν τῶν ὅρκων δικαστὴν ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε ἐδικάζετο ὁ δικαστὴς καὶ ἐκρίνετο ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου, ὁ οἰκέτης ἠρώτα καὶ <ὁ> δεσπότης ἐσιώπα, τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκότος ἐγαυρία, τὸ πλάσμα ἐθρασύνετο καὶ ὁ δημιουργὸς ἐκαρτέρει.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε οἱ ταῦροι ἐκεράτιζον καὶ ὁ μόσχος παρίστατο, ὅτε ὁ λέων ὠρύετο καὶ οἱ ταῦροι ἐγαυρύνοντο καθὼς γέγραπται· Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με· ἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε οἱ κύνες ὑλάκτουν καὶ ὁ δεσπότης ἠνείχετο, ὅτε οἱ λύκοι ἥρπαζον καὶ τὸ πρόβατον παρίστατο, ὅτε <ὁ> λῃστὴς εἰς ζωὴν ἐκαλεῖτο, ἡ δὲ ζωὴ τοῦ κόσμου εἰς θάνατον εἵλκετο, ὅτε ἐβόων ἐκείνην τὴν ἄτακτον καὶ ὀλέθριον φωνὴν Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν, Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν, οἱ κυριοκτόνοι, οἱ προφητοκτόνοι, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ τοῦ νόμου ὑβρισταί, οἱ τῆς χάριτος πολέμιοι, οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως τῶν πατέρων, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυρισταί, οἱ κατάλαλοι, οἱ ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων, τὸ συνέδριον τῶν δαιμόνων, οἱ ἀλάστορες, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθασταί, οἱ μισόκαλοι. εἰκότως γὰρ ἔκραζον· Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. ἐβάρει γὰρ αὐτοὺς ἡ ἐπιδημία τῆς θεότητος μετὰ σαρκὸς καὶ ἐλυπεῖτο τὸν ἔλεγχον ὁ τρόπος· ἔθος γὰρ ἁμαρτωλοῖς μισεῖν τὴν τῶν δικαίων συντυχίαν.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε αὐτὸν ἐφραγέλλωσαν καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ τὸ ἅγιον ἐβασάνιζον φέροντα ἑκουσίως πάθη, ἵνα τοὺς παλαιοὺς μώλωπας τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων θεραπεύσῃ, ὅτε τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐβάσταζε τὸ κατὰ τοῦ διαβόλου τρόπαιον, ὅτε στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιέβαλλον τῷ στεφανοῦντι τοὺς πεποιθότας ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτε πορφύραν ἐνέδυσαν τὸν ἀφθαρσίαν τοῖς ἀναγεννωμένοις δι᾿ ὕδατος καὶ πνεύματος [ἁγίου] χαριζόμενον, ὅτε προσήλωσαν τῷ ξύλῳ τὸν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου κύριον ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε ἐθριάμβευον ἐμπαίζοντες οἱ στρατιῶται τὸν τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν δεσπότην.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε καλάμῳ περιθέντες σπόγγον ἐμπλήσαντες ὄξους ἐπότιζον [αὐτὸν καὶ χολὴν ἐδίδουν] τὸν τὸ μάννα αὐτοῖς ἐπομβρήσαντα, ὅτε αἱ πέτραι ἐρρήγνυντο καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίζετο τῶν ἀλιτηρίων τὴν τόλμαν ἐκπληττόμενα, ὅτε ὁ ἥλιος ἐπένθει καὶ τὸ σκότος ὡς σάκκον ἐνεδύετο πενθῶν τὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπόπτωσιν· ἐθρήνει γὰρ ἡ ἡμέρα τὰς Ἰουδαίων συμφοράς, ὅτε ἐν μέσῳ λῃστῶν ἡ ζωὴ ἐκρέματο τοῦ μὲν ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος, τοῦ δὲ τῇ μετανοίᾳ λῃστεύοντος τὸν παράδεισον.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τὸ σῶμα πρὸς ταφὴν ἐδίδοτο.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε <οἱ> στρατιῶται ἐφύλαττον καὶ ἡ γῆ κατέκρυπτε τὸν τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἑδράσαντα, ὅτε οἱ ἀπόστολοι ἐκρύπτοντο τῶν πειρασμῶν τὸν ὄγκον οὐ δυνάμενοι φέρειν.
Ἀλλὰ ὅρα, ἀγαπητέ, τοῦ θεοῦ τὰ θαύματα καὶ μετὰ τὸ πάθος τῆς χαρᾶς τὰ κατορθώματα. ὁ ἄτιμος εἰς εὐδοξίαν μετεβάλλετο καὶ ἡ τοῦ κόσμου χαρὰ ἄφθαρτος ἐγήγερται μετὰ τοῦ σώματος. τότε ὤδινεν ἡ γῆ καὶ ἐκυοφόρησεν ἡ ἡμέρα καὶ ἀπέπτυσεν ὁ θάνατος τὴν πάντων ζωήν· οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ θανάτου τὸν πάντα λόγῳ κρατοῦντα.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου πρόξενον. ὥσπερ γὰρ Μαρία ἡ θεοτόκος παρθενικὰς καὶ ἀνυμφεύτους ὠδῖνας [οὐ] λύσασα βουλήσει θεοῦ καὶ πνεύματος χάριτι ἐγέννησε τὸν τῶν αἰώνων ποιητὴν τὸν ἐκ θεοῦ θεὸν λόγον, οὕτως καὶ ἡ γῆ ἐκ τῶν οἰκείων λαγόνων τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου λύσασα ἀπέπτυσε κελευσθεῖσα τὸν τῶν Ἰουδαίων δεσπότην· οὐ γὰρ ἠδύνατο κατέχειν σῶμα φορεῖον ἀθανασίας γενόμενον. σκοπῶν τοίνυν ὁ προφήτης Δαβὶδ τῆς εὐπρεπείας τὴν διόρθωσιν, τοῦ θανάτου τὴν λύσιν, τῶν ποτε δούλων τὴν ἐλευθερίαν βοᾷ καὶ λέγει· Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο. ποίαν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο; τὴν ἀφθαρσίαν, τὴν ἀθανασίαν, τῶν ἀποστόλων τὴν σύγκλητον, τῆς ἐκκλησίας τὸν στέφανον. οὐκέτι Ἰούδας προδίδωσιν, οὐκέτι Καϊαφᾶς ἀπειλεῖ, οὐκέτι Ἡρώδης πρὸς παιδοκτονίαν ὁπλίζεται, οὐκέτι Πιλᾶτος δικάζει οὔτε Ἰσραηλῖται κρατοῦσι· τὸ γὰρ φθαρτὸν γέγονεν ἄφθαρτον καὶ ὁ παρ᾿ αὐτοῖς νομιζόμενος ἄνθρωπος ψιλὸς θεὸς ἀποδέδεικται ἀληθινός. διὸ καὶ ἡμεῖς βοῶμεν· Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο, ἐνεδύσατο κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο. δύναμιν λέγει τὴν διὰ σαρκὸς οἰκονομίαν· ὅτι γὰρ ἐκείνης δυνατώτερον οὐδὲν, διὰ σώματος ὁ ἀσώματος δαίμονας κατέβαλε, διὰ σταυροῦ τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις ἐξεπολιόρκησεν.
Ἐπειδὴ γὰρ τὰ πρῶτα ἐκλόνει τὴν γῆν ἡ ἁμαρτία, ἀναστὰς ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς προεῖπεν, ἐστερέωσεν αὐτὴν τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ μηκέτι πρὸς ὄλισθον ἀπωλείας βαδίζειν μήτε χειμῶσι τῆς πλάνης ῥιπίζεσθαι. μάρτυρα δὲ τοῦ λόγου τὸν μακάριον Παῦλον ἀγάγωμεν λέγοντα οὕτως. Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. διὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέγει· Ἕτοιμος ὁ θρόνος σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ, καί· Ἡ βασιλεία σου βασιλεία αἰώνιος, ἥτις οὐ διαφθαρήσεται, καὶ πάλιν· Ἡ βασιλεία σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ πάλιν· Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιασθήτω ἡ γῆ, εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί, ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς <αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.>
1. «Εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός» (Λουκ. α´ 68). Ἂς ποῦμε ἐπαινετικὰ λόγια σήμερα στὸ Μονογενῆ Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν οὐρανίων πραγμάτων, Αὐτὸν ποὺ ἔσκυψε στὶς μυστικὲς ἐκτάσεις τῆς γῆς καὶ μὲ τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες Του φώτισε ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἂς ποῦμε ὕμνους σήμερα γιὰ τὴν Ταφὴ τοῦ Μονογενῆ, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Νικητῆ, τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἐθνῶν (Ἰωάν. ιστ´ 20, Λουκ. β´ 10). Ἂς ὑμνήσουμε σήμερα αὐτὸν ποὺ φόρεσε τὴν ἁμαρτία (Β´ Κορ. ε´ 21). Ἂς ποῦμε εὔφημα λόγια σήμερα στὸ Θεὸ Λόγο, ποὺ ντρόπιασε τὴ σοφία τοῦ κόσμου (Α´ Κορ. α´ 20) ἐπιβεβαίωσε τὴν πρόρρηση τῶν Προφητῶν, συγκέντρωσε τὸν ὅμιλο τῶν Ἀποστόλων, διέδωσε τὴν πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ Χάρη τοῦ Πνεύματος. Διότι νὰ ἡ ἀπόδειξη, ἐμεῖς, ποὺ κάποτε ἤμασταν ξένοι ἀπὸ τὴ βαθειὰ γνώση τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. β´ 13,19), γνωρίσαμε τὸν Θεὸ καὶ ἐκπληρώθηκε τὸ γραμμένο, «θὰ θυμηθοῦν καὶ θὰ στραφοῦν στὸν Κύριο ὅσοι κατοικοῦν στὶς ἄκρες της γῆς καὶ θὰ πέσουν νὰ τὸν προσκυνήσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῶν ἐθνῶν» (Ψαλμ. κα´ 28).2. Τί νὰ θυμηθοῦν; Τὴν παλιὰ πτώση, τὴ νέα ἀνάσταση, τὴν ἀρχαία παράβαση καὶ τὴ μετὰ διόρθωση, τὸν θάνατον τῆς Εὔας, τὴ γέννηση τῆς Παρθένου Μαρίας, τὴν ἀποκατάσταση τῶν ἐθνῶν, τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτωλῶν, τὴν πρόρρηση τῶν Προφητῶν, τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, τὴν ἀναγέννηση τῆς κολυμβήθρας (Ἰωαν. ε´ 1-30), τὴν εἴσοδο στὸν παράδεισο, τὴν ἐπιστροφὴ στοὺς οὐρανούς, τὸ δημιουργὸ ποὺ ἀναστήθηκε, Ἐκεῖνον ποὺ ξεντύθηκε ὅσα δὲν τοῦ ἔπρεπαν, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴ θεϊκή Του μεγαλοσύνη μετέτρεψε τὸ φθαρτὸ σὲ ἀφθαρσία. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποῦ τὰ ἀπομάκρυνε, γιατί δὲν τοῦ ἔπρεπαν; Ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ὁ Ἡσαΐας: «Τὸν εἴδαμε καὶ δὲν εἶχε ὀμορφιὰ οὔτε κάλλος, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό Του ἦταν ἀτιμασμένο καὶ στερημένο ἀπὸ ὡραιότητα πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους» (Ἡσ. νγ´ 2-3).
3. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν συναναστρεφόταν τοὺς ἀσεβεῖς Ἰουδαίους, ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καὶ δαιμονισμένο (Ἰωάν. η´ 48). Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ ὅσοι τοὺς γέννησε τὸ σκοτάδι, κρατοῦσαν αὐτὸν ποὺ δὲ χωράει πουθενὰ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Δὲν ἔλεγε ἄδικα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος γι᾿ αὐτούς, «Ἐσᾶς ποῦ σᾶς γέννησαν οἱ ὀχιές, ποιὸς σὰς συμβούλευσε νὰ ξεφύγετε τὴ μελλοντικὴ ὀργή;» (Ματθ. γ´ 7). Διότι πραγματικὰ θὰ μείνει πάνω τους ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
4. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸν ἀντιμετώπιζαν Αὐτόν, τὸ βλαστὸ τῆς ἐπιείκειας, μὲ ῥαπίσματα καὶ ζητοῦσαν ἀπαντήσεις μὲ ὅρκους ἀπὸ Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ δικαστὴς τῶν ὅρκων (Μαρκ. ιδ´ 65).
5. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν δίκαζαν τὸ δικαστὴ καὶ ἔκριναν τὸν Κριτὴ τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ δοῦλος ρωτοῦσε καὶ ὁ Κύριος σιωποῦσε, τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκοτάδι θριαμβολογοῦσε, τὸ δημιούργημα ἔδειχνε θράσος καὶ ὁ Δημιουργὸς ἔδειχνε ὑπομονή.
6. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ ταῦροι χτυποῦσαν μὲ τὰ κέρατα καὶ ὁ ταῦρος στεκόταν ἥσυχος, ὅταν τὸ λιοντάρι ὠρυόταν καὶ οἱ ταῦροι στέκονταν ἀγέρχοι, ὅπως ἔχει γραφεῖ στοὺς ψαλμούς, «Μὲ περικύκλωσαν πολλὰ καὶ μὲ τριγύρισαν ταῦροι καλοθρεμμένοι. Ἄνοιξαν τὸ στόμα τοὺς ἐναντίον μου, ὅπως τὸ λιοντάρι ποὺ ἁρπάζει καὶ ὠρύεται» (Ψαλμ. κα´ 12).
7. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν γάβγιζαν τὰ σκυλιὰ καὶ ὁ Δεσπότης ἔδειχνε ἀνοχή. Ὅταν οἱ λύκοι ἅρπαζαν καὶ τὸ πρόβατο δὲν ἔφερνε ἀντίσταση. Ὅταν ὁ λῃστὴς δεχόταν πρόσκληση στὴ ζωή, ἐνῷ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου συρόταν στὸ θάνατο. Ὅταν ἔβγαζαν ἐκείνη τὴν ἄτακτη καὶ ὀλέθρια φωνή, «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον. Τὸ αἷμα Του πάνω μας καὶ στὰ παιδία μας» (Ἰωάν. ιθ´ 15, Ματθ. κζ´ 25), οἱ φονιάδες τοῦ Κυρίου καὶ τῶν προφητῶν, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ ὑβριστὲς τοῦ νόμου, οἱ πολέμιοι τῆς χάριτος, οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυριστές, οἱ κατήγοροι, οἱ σκοτισμένοι στὴ διάνοια, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων (Ματθ. ιστ´ 6, Μαρκ. η´ 15, Λουκ. ιβ´ 1), τὸ συνέδριο τῶν δαιμόνων, οἱ μιαροί, οἱ κακότατοι, οἱ ψιθυριστές, οἱ μισόκαλοι. Καὶ δίκαια φώναζαν «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον», διότι τοὺς βάραινε ἡ παρουσία τῆς Θεότητος μὲ σάρκα καὶ τοὺς στενοχωροῦσε ὁ ἔλεγχος γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Εἶναι συνήθεια οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ μισοῦν τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς δικαίους.
8. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν φραγγέλωσαν καὶ βασάνισαν τὸ ἅγιο σῶμα Ἐκείνου ποὺ ὑπέφερε τὰ πάθη μὲ τὴ θέλησή Του, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς παλιὲς πληγὲς τῶν ἁμαρτημάτων μας. Ὅταν σήκωνε τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἐπάνω στοὺς ὤμους Του, τρόπαιο κατὰ τοῦ διαβόλου. Ὅταν φοροῦσαν ἀγκάθινο στεφάνι σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ στεφανώνει ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Ὅταν ἕντυσαν μὲ πορφύρα περιπαιχτικὰ Αὐτὸν ποὺ χαρίζει ἀφθαρσία σὲ ὅσους ξαναγεννιοῦνται μὲ νερὸ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο (Ἰωαν. γ´ 5, Ματθ. κζ´ 48). Ὅταν κάρφωσαν στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Αὐτὸν ποὺ εἶναι Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
9. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τὸ Δεσπότη τῆς οὐρανίας στρατιᾶς τῶν Ἀγγέλων.
10. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν ἔδεσαν σὲ καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι καὶ Τὸν πότισαν καὶ ἔδιναν χολὴ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔρριξε τὸ μάνα (Ἐξ. ιστ´ 13-15). Ὅταν ἔσπαζαν οἱ πέτρες καὶ σκιζόταν τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ κατάπληκτα ἀπὸ τὸ θράσος τῶν ἀσεβῶν. Ὅταν ὁ ἥλιος πενθοῦσε καὶ ντυνόταν τὸ σκοτάδι σὰν σάκο, πενθώντας τὴν πτώση τῶν Ἰουδαίων. Διότι ἡ ἡμέρα θρηνοῦσε τὶς συμφορὲς τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἡ Ζωή, δηλαδὴ ὁ Χριστός, ἦταν κρεμασμένος ἀνάμεσα σὲ δυὸ Λῃστές, καὶ ὁ ἕνας Τὸν χλεύαζε καὶ Τὸν κατηγοροῦσε, ὁ δὲ ἄλλος μὲ τὴ μετάνοιά του ἅρπαζε τὸν Παράδεισο (Λουκ. κγ´ 39-43).
11. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸ σῶμα παραδινόταν γιὰ νὰ ταφεῖ.
12. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες Τὸν φύλαγαν καὶ ἡ γῆ ἔκρυβε Αὐτὸν ποὺ στήριξε τὴ γῆ ἐπάνω στὰ νερὰ (Γεν. α´ 9). Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι κρύβονταν, μὴν μπορώντας νὰ ὑποφέρουν τοὺς πολλοὺς πειρασμούς.
13. Ὅμως πρόσεχε, ἀγαπητέ, τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ κατορθώματα τῆς χαρᾶς ποὺ ἦλθε μετὰ τὸ πάθος. Ὁ ἀτιμασμένος μεταβαλλόταν σὲ ἔνδοξο καὶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ἀνασταίνεται ἄφθαρτη μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Τότε εἶχε ὠδῖνες τοκετοῦ ἡ γῆ καὶ κυοφόρησε ἡ ἡμέρα. Καὶ ὁ θάνατος ἀπέβαλε τὴ ζωὴ τῶν ὅλων. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ θάνατος νὰ κρατήσει Ἐκεῖνον ποὺ κρατᾷ τὰ πάντα μὲ τὸ λόγο Του.
14. Ἂς γιορτάσουμε, λοιπόν, τὴ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προξένησε τὴν αἰώνια ζωή. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Θεοτόκος Μαρία δὲ δοκίμασε παρθενικὲς ὠδῖνες ἀνύμφευτης κόρης, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γέννησε τὸ Δημιουργὸ τῶν αἰώνων, τὸ Θεὸ Λόγο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἔτσι καὶ ἡ γῆ ἀπὸ τὴν κοιλιά της, καταργώντας τὶς ὠδῖνες τοῦ θανάτου (Πραξ. β´ 24) ἄφησε, ὅταν διατάχθηκε, ἐλεύθερο τὸν Κύριο τῶν Ἰουδαίων. Γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κρατᾷ σῶμα τὸ ὁποῖο φέρνει τὴν ἀθανασία. Σκεπτόμενος, λοιπόν, ὁ προφήτης Δαβὶδ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ μεγαλείου, τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου, τὴν ἐλευθερία ὅταν πρὶν ἦταν δοῦλοι, φωνάζει καὶ λέει: «Βασίλευσε ὁ Κύριος, φόρεσε τὸ μεγαλεῖο Του» (Ψαλμ. πβ´ 1).
15. Ποιὸ μεγαλεῖο ντύθηκε ὁ Κύριος; Τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία, τὸν ὅμιλο τῶν Ἀποστόλων, τὸ στεφάνι τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν προδίδει πλέον ὁ Ἰούδας, δὲν ἀπειλεῖ πλέον ὁ Καϊάφας, δὲν ὁπλίζεται πλέον ὁ Ἡρῴδης γιὰ νὰ σφάξει τὰ παιδιά, δὲ δικάζει πλέον ὁ Πιλᾶτος, οὔτε φυλακίζουν πλέον οἱ Ἰσραηλῖτες. Τὸ φθαρτὸ ἔγινε ἄφθαρτο κι Ἐκεῖνος ποὺ Τὸν θεωροῦσαν μόνο ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀποδείχθηκε ἀληθινὸς Θεός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς φωνάζουμε: «Θάνατε, ποῦ εἶναι τὸ κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. ιε´ 55). «Ὁ Κύριος βασίλευσε, φόρεσε τὸ μεγαλεῖο Του, ντύθηκε καὶ ζώσθηκε δύναμη» (Ψαλμ. πβ´ 1). Δύναμη λέει τὸ σχέδιο σωτηρίας μὲ τὴν ἔνσαρκη παρουσία Του, γιατί δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ δυνατὸ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ ἀσώματος νίκησε μὲ τὸ σῶμα Του τοὺς δαίμονες, μὲ τὸ σταυρὸ καταπολιόρκησε τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις.
16. Δηλαδή, ἐπειδὴ στὴν ἀρχὴ συγκλόνιζε τὴ γῆ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ἀναστήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως προεῖπε, τὴ στερέωσε μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ μὴ βαδίζει πλέον στὸν γκρεμὸ τῆς καταστροφῆς, οὔτε νὰ τὴ δέρνουν οἱ Χειμῶνες τῆς πλάνης. Καὶ μάρτυρα σ᾿ αὐτὰ ποὺ λέμε ἂς φέρουμε τὸν μακάριο Παῦλο, ποὺ λέει τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸ τὸ φθαρτὸ πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀφθαρσία, καὶ αὐτὸ τὸ θνητὸ πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀθανασία» (Α´ Κορ. ιε´ 53). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέει: «Εἶναι ἕτοιμος ἀπὸ τότε ὁ θρόνος Σου, Ἐσὺ ὑπάρχεις αἰώνια» (Ψαλμ. πβ´ 2), καὶ ὁ Δανιήλ: «Ἡ βασιλεία Σου εἶναι βασιλεία ὅλων τῶν αἰώνων, ἂς γεμίσουν ἀπὸ εὐφροσύνη πολλὰ νησιά» (Ψαλμ. πστ´ 1), γιατί σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δοξολογία καὶ ἡ δύναμη στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015

Είναι το χέρι του Θεού που σε έπλασε” (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης)



 «Και επήρε ο Θεός». Αλλά πώς εξηγείται αυτό; Εκεί στη συνέχεια λέγεται· «Κι δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο», ενώ εδώ παρουσιάζεται η δημιουργία του ανθρώ­που να γίνεται άνωθεν. Και σαν να μην έχουμε ακούσει τί­ποτε για τον άνθρωπο, η διήγηση αναφέρει: «Κι επήρε ο Θεός χώμα από τη γη, κι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο».
Γι’ αυτό το ζήτημα μερικοί ερμηνευτές έχουν ήδη παρατηρήσει, πως το μεν ρήμα «έπλασε», αναφέρεται στην κατασκευή του σώματος, ενώ το «εποίησε» στη δη­μιουργία της ψυχής. Και δεν αποκλείεται να είναι αληθι­νός ο λόγος. Γιατί όπου αναφέρεται: 
«Και δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, σύμφωνα με την εικόνα του Θεού τον δημιούργησε», χρησιμοποιείται το ρήμα «εποίησεν». Ε­κεί όμως όπου γίνεται λόγος για τη σωματική υπόσταση του ανθρώπου, θέτει το ρήμα «έπλασε». Άλλωστε αυτή τη διαφορά των όρων ποιώ και πλάθω, τη διδάσκει ο Ψαλμωδός, λέγοντας: «Τα χέρια σου με εποίησαν και με έπλασαν» (Ψαλ. 118, 73). Εποίησε, λοιπόν, τον εσωτερικό άνθρωπο, δηλαδή τη ψυχή, έπλασε δε τον εξωτερικό, δηλαδή το σώμα. Άλλωστε η πλάση ταιριάζει στη λά­σπη, ενώ η ποίηση στο κατά την εικόνα. Επομένως πλάσθηκε το σώμα, ενώ ποιήθηκε η ψυχή.

 Πιο πάνω έκαμε λόγο για τη δημιουργία της ψυχής. Τώρα μας μιλάει για τον τρόπο της διάπλασης του σώμα­τος. Λάβε υπόψη σου και αυτό το λόγο. Γιατί ο άλλος ποιός είναι; Το ότι άλλα μεν λέγονται συνοπτικά, άλλα δε μας μιλούν αναλυτικά για τον τρόπο, με τον οποίο έγι­ναν. 
Πιο πάνω, λοιπόν, λέει ότι δημιούργησε, εδώ δε και το πως δημιούργησε. Γιατί αν έλεγε απλά ότι δη­μιούργησε, θα μπορούσες να υποθέσεις, ότι δημιούργησε όπως τα κτήνη και τα θηρία και τα φυτά και το χορτάρι. Για να αποφύγεις, λοιπόν, τη συνάφεια με τα άλογα ζώα, εκθέτει η διήγηση τον ιδιαίτερο τρόπο, με τον οποίο ο Θε­ός ως καλλιτέχνης σε δημιούργησε. «Πήρε ο Θεός χώμα από τη γη». Εκεί λέει ότι δημιούργησε, εδώ δε το πως δημιούργησε. Πήρε χώμα από τη γη και έπλασε τον άν­θρωπο με τα ίδια του τα χέρια.

Να θυμάσαι το πως πλάσθηκες. Να σκέπτεσαι το εργαστήρι της φύσης σου. Είναι το χέρι του Θεού που σε έπλασε. Πρόσεχε, λοιπόν, αυτό που πλάσθηκε από το Θεό, να μην μιανθεί από την πανουργία, να μην αλλοιωθεί από την αμαρτία, να μην πέσεις από το χέρι του Θεού. Εί­σαι σκεύος πλασμένο από το Θεό, δημιουργήθηκες από το Θεό. Δόξαζε το Δημιουργό. Άλλωστε δεν δημιουργήθηκες για κάποιον άλλο σκοπό, παρά μόνο για να είσαι κατάλληλο όργανο να δοξολογείς το Θεό. Γιατί κι όλος αυτός ο κόσμος είναι ένα γραμμένο βιβλίο, που εξαγγέλ­λει τη δόξα του Θεού. Διαλαλεί σε σένα, που έχεις νου, τη μυστική κι αόρατη μεγαλοπρέπεια του Θεού, ώστε με τη βοήθειά του να κατανοήσεις την αλήθεια. Αλλά να θυ­μάσαι οπωσδήποτε όσα έχουν λεχθεί.
(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, εκδ. Τέρτιος, σ. 329-333)


το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2015

Αν πρέπει να αποφεύγουμε τα αιρετικά ακούσματα, πόσο μάλλον τις συλλειτουργίες με Οικουμενιστές; Γρηγορίου Νύσσης

Δυὸ κείμενα τοῦ γίου Γρηγορίου Νύσσης.



"Ὁ βίος ὁμόδοξος,
καὶ ὁ τρόπος ὁμόζηλος".
 Ἄν, πρέπει νὰ φεύγουμε μακριὰ ἀπὸ αἱρετικούς, γιὰ νὰ μὴν μολυνόμαστε ἀπὸ τὶς κακοδοξίες τους, πόσο μᾶλλον ἀπὸ τὰ συλλείτουργα μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους, γιὰ νὰ μὴ μολυνόμαστε κοινωνοῦντες μαζί τους;
 

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γνῶστες τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας καὶ θεραπευτὲς τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας, δίδασκαν καὶ συμβούλευαν προληπτικά, πὼς πρέπει νὰ βουλώνουμε τὰ αὐτιά μας καὶ νὰ φεύγουμε τροχάδην, ὅσο πιὸ μακριὰ μποροῦμε, ὥστε νὰ μὴ μολυνθεῖ ἡ ἀκοή μας καὶ ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὴν «κοινωνία» μὲ τὶς κακόδοξες ἰδέες τῶν βλασφήμων αἱρετικῶν.
Κι ὅμως, οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστές, εἴτε διδάσκουν ὅτι ἀπὸ ἱεραποστολικὴ ἀγάπη πρέπει νὰ συνομιλοῦμε καὶ νὰ συμπροσευχόμαστε μὲ Παπικοὺς καὶ προτεστάντες, εἴτε ἀμνηστεύουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι καὶ διδάσκουν κακοδοξίες, καὶ συμπροσεύχονται μὲ τοὺς καταδικασμένους Παπικούς-Προτεστάντες.
Οἱ Ἅγιοι διδάσκουν ὅτι ἀκόμα καὶ νὰ ἀκοῦμε αἱρετικὲς διδασκαλίες μολυνόμαστε, κι αὐτοὶ ἐπιτρέπουν τὶς  κοινὲς προσευχές. Οἱ Ἅγιοι δὲν διενοοῦντο νὰ ἐπιτρέψουν τὴν παρουσία κάποιου αἱρετικοῦ στὴν Θ. Λειτουργία καὶ φρικιοῦσαν καὶ μόνο στὴ σκέψη ὅτι ἦτο δυνατὸν νὰ συλλειτουργήσουν μὲ κάποιον αἱρεσιάρχη, καὶ παρακαλοῦσαν τὸ θεὸ νὰ πεθάνουν, παρὰ νὰ ὑποστοῦν αὐτὸ τὸ μολυσμό, καὶ οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι χαίρονται γιὰ τὰ (ἡμι-)συλλείτουργα μὲ τὸν Πάπα (ποὺ διὰ τοῦ Filioque βλασφημεῖ κατὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος), οἱ δὲ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς κοινωνοῦν μὲ τὸν ἀκοινώνητο πλέον Πατριάρχη καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Μητροπολίτες!
«Εἰ μὲν γὰρ μέχρι τούτου τῇ πρὸς τὸ κακὸν εὐκολίᾳ καὶ ἑτοιμότητι πρόεισιν, ὥστε τοῦ ἀτιμοτέρου καὶ τὴν φωνὴν καὶ τὴν ἔννοιαν ἐπί τινος τῶν ἐν τῇ ἁγίᾳ τριάδι πιστευομένων ὑπονοῆσαι, βῦσαι τὰ ὦτα προσήκει καὶ φυγεῖν ὅση δύναμις ἀπὸ ἀκοῆς πονηρᾶς, ὡς ἂν μὴ κοινωνία τις τοῦ μιάσματος γένοιτο τῷ ἀκούοντι, καθάπερ ἐξ ἀγγείου τινὸς πλήρους ἀκαθαρσίας εἰς τὴν τοῦ ἀκούοντος καρδίαν μεταχεομένου τοῦ λόγου.
(Γρηγορίου Νύσσης, κατὰ Εὐνομίου).
«Οὐκοῦν αὐτὸ τοῦτο μόνον τὴν πρὸς τοὺς ἁγίους εὐγνωμοσύνην ἀποπληρῶσαι σπεύσαντες, ἐπὶ τὴν ἀκίνδυνον σιωπὴν καταφεύγομεν, ἐκεῖνο καλῶς εἰδότες, ὡς ἑνὶ τούτῳ ταῖς μνείαις τῶν ἁγίων κοινωνεῖν ἀξιούμεθα, ἐν τῷ τὰς ἐκείνων ἀρετὰς μιμεῖσθαι καὶ ζηλοῦν· οὐκ ἐν τῷ λόγῳ περιφέροντες αὐτῶν τὸν βίον, ἀλλ' ἐν τῇ γνώμῃ διασώζοντες αὐτῶν τὸν τρόπον.
Ἀποδείξει γὰρ ἡμᾶς ἐκείνων γνησίους μαθητάς, οὐ συνήθεια μετὰ ἀλογίας, ἀλλ' εὐσέβεια μετὰ εὐλαβείας, καὶ ὁ βίος ὁμόδοξος, καὶ ὁ τρόπος ὁμόζηλος. Τιμᾷς μαρτύρων τὴν μνήμην; τίμησαι καὶ τὴν γνώμην· κοινωνία γὰρ τῆς μνήμης ἡ συμφωνία τῆς γνώμης.
Μὴ γὰρ ἐκείνοις μόνοις ἐπέλαμψεν ὁ φωτισμὸς τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ; μὴ γὰρ ἐκείνοις μόνοις ἡ χάρις ἐξαπεστάλη; Αἱ ἐντολαὶ κοιναί, ὁ τρόπος κοινός, εἷς ὁ τῶν πόνων ἀγωνοθέτης, ἓν τὸ βραβεῖον τῆς ἀληθείας, οὗ γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἀξιωθῆναι, εὐχαῖς καὶ πρεσβείαις τῶν μνημονευθέντων ἁγίων, χάριτι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Γρηγορίου Νύσσης, Ἕτερον Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον Στέφανον τὸν Πρωτομάρτυρα). 
πηγή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2014

Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση Ομιλία του Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης εις το άχραντον και θείον Γενέθλιον του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και εις τα νήπια που εφονεύθησαν εις την Βηθλεέμ από τον Ηρώδη.

Βλέποντας λοιπόν το σπήλαιο στο οποίον εγεννήθη ο Δεσπότης, φέρε στον νου σου τον σκοτεινόν και υπόγειον βίο των ανθρώπων, στον οποίον έρχεται αυτός που φανερώνεται στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους». Και περιτυλίσσεται σφιχτά με σπάργανα αυτός που έχει φορέσει τα δεσμά των ιδικών μας αμαρτιών. Η δε φάτνη είναι ο σταύλος των αλόγων ζώων. Σ’ αυτήν γεννάται ο Λόγος, ώστε να «γνωρίση ο βους τον κτησάμενον (τον ιδιοκτήτην του) και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού». Βους είναι αυτός που ευρίσκεται στον ζυγόν του Νόμου, και όνος το αχθοφόρον ζώο που είναι φορτωμένο με την αμαρτία της ειδωλολατρίας.
Αλλά η κατάλληλος για τα άλογα τροφή και ζωή είναι το χόρτο. «Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι», λέγει ο Προφήτης. Ενώ το λογικόν ζώον τρέφεται με άρτον. Γι’ αυτό λοιπόν «ο εξ ουρανού καταβάς άρτος της ζωής», τοποθετείται στην φάτνη, που είναι η εστία των αλόγων ζώων, ώστε και τα άλογα να γευθούν την λογικήν τροφή, και να γίνουν έλλογα. Μεσιτεύει λοιπόν στην φάτνη μεταξύ του βοός και του όνου ο Κύριος και των δύο, «ίνα το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, τους δύο κτίση εν εαυτώ εις έναν καινόν άνθρωπον», ελευθερώνοντας τον ένα από τον βαρύ ζυγό του Νόμου και απαλλάσσοντας τον άλλον από το φορτίον της ειδωλολατρίας. Αλλά ας υψώσωμε το βλέμμα στα ουράνια θαύματα. Κοίτα, δεν μας ευαγγελίζονται μόνο Προφήτες και άγγελοι αυτήν την χαράν, αλλά και οι ουρανοί ανακηρύττουν με τα ιδικά τους θαύματα την δόξαν του Ευαγγελίου. Από την φυλή του Ιούδα ανέτειλεν ο Χριστός μας, όπως λέγει ο Απόστολος, αλλά οι Ιουδαίοι δεν φωτίζονται από την ανατολή του. Και οι μάγοι, ενώ είναι άσχετοι με τις διαθήκες της επαγγελίας και ξένοι από την ευλογία των πατέρων, προηγούνται όμως στην γνώση από τον Ισραηλιτικόν λαό. Και τον ουράνιον αστέρα ανεγνώρισαν, και τον Βασιλέα που εγεννήθη στο σπήλαιο δεν ηγνόησαν. Εκείνοι του φέρουν δώρα, αυτοί τον επιβουλεύονται. Εκείνοι τον προσκυνούν, αυτοί τον καταδιώκουν. Εκείνοι ευρίσκουν τον ζητούμενον και χαίρονται, αυτοί με την γέννηση του προσδοκωμένου ταράττονται. «Ιδόντες», λέγει, «οι Μάγοι τον αστέρα επί του τόπου ου ην το παιδίον, εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα. Ηρώδης δε ακούσας τον λόγον εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού». Οι μάγοι του προσφέρουν λίβανον ως Θεόν και τιμούν το βασιλικόν αξίωμα με τον χρυσόν, και με κάποιαν προφητικήν χάρη δηλώνουν την οικονομία του Πάθους με την σμύρνα. Ενώ οι άλλοι καταδικάζουν σε εξόντωσιν όλα τα νήπια της περιοχής, πράγμα που θεωρώ ότι τους ενοχοποιεί όχι μόνο για σκληρότητα, αλλά και για την εσχάτην ανοησία. Τι νόημα έχει δηλαδή η παιδοκτονία; Και για ποίον σκοπόν ετόλμησαν οι μιαιφόνοι αυτό το ανοσιούργημα; Επειδή, λέγει, ένα νέο θαυμαστόν φαινόμενο του ουρανού εμήνυσε στους Μάγους την ανάδειξη του Βασιλέως.
Τι λοιπόν; Πιστεύεις ότι το σημείο που τον ανήγγειλε είναι αληθινόν ή το θεωρείς ως ανυπόστατη διάδοση; Αν είναι ικανός να κάνη υποχειρίους τους ουρανούς, τότε βεβαίως δεν είναι στο χέρι σου να τον πειράξης. Αν όμως δίδη στην εξουσία σου την ζωή και τον θάνατό του, ματαίως τότε τον φοβείσαι. Διότι αυτός που φέρεται έτσι, ώστε να είναι υποχείριος στην εξουσία σου, για ποίον λόγο κατατρέχεται; Γιατί εξαπολύεται το φριχτόν εκείνο πρόσταγμα, η αποτρόπαια απόφασις κατά των νηπίων, να εξοντωθούν τα καημένα τα βρέφη; Ποίαν αδικία έκαμαν; Ποίαν αφορμήν έδωσαν, ώστε να καταδικασθούν σε θάνατο ή σε άλλην τιμωρία; Ένα μόνον ήταν το έγκλημά τους, ότι εγεννήθησαν και ήλθαν στην ζωή. Και για τον λόγον αυτόν έπρεπε να γεμίση όλη η πόλις από δημίους και να συναχθή πλήθος μητέρων και νηπίων, ο κόσμος να τους συμπαρίσταται, και οι πατέρες τους και όλοι, όπως είναι φυσικό, να συγκεντρώνονται στο δράμα των συγγενών τους. Ποίος ημπορεί να περιγράψη με τον λόγο τις συμφορές; Ποιος θα παρουσιάση ενώπιόν μας με την διήγηση τα πάθη τους; Τον ανάμικτον εκείνον οδυρμό, την γοερά θρηνωδία παιδίων, μητέρων, συγγενών, πατέρων που εκραύγαζαν αξιολύπητα ενώπιον της απειλής των δημίων; Πώς να ζωγραφίση κανείς τον δήμιον εμπρός στο νήπιο με γυμνό το ξίφος, με βλέμμα αγριεμένο και φονικό, και με τις ανάλογες φωνές, να σύρη με το ένα χέρι το βρέφος προς τον εαυτόν του και με το άλλο να υψώνη το ξίφος; Και από το άλλο μέρος την μητέρα να προσπαθή να πάρη το παιδί από τα χέρια του, και να εκτείνη στην κόψη του ξίφους τον ιδικόν της τράχηλο, για να μην αντικρύση με τα μάτια της το κακόμοιρο παιδί της, βρέφος ακόμη να χάνη την ζωή του στα χέρια του δημίου;
Πώς πάλι θα ημπορούσε κάποιος να διηγηθή το δράμα των πατέρων; Τις παρακλήσεις των τέκνων τους, τις κραυγές, τα τελευταία σφιχταγκαλιάσματά τους, και πολλά παρόμοια που συνέβαιναν εκείνες τις στιγμές; Ποίος ημπορεί να διεκτραγωδήση την πολύμορφο και πολύτροπον εκείνη συμφορά, τις διπλές ωδίνες των μητέρων που μόλις προσφάτως εγέννησαν, την ανυπόφορον φλόγα της μητρικής στοργής; Πώς το καημένο το βρέφος εδέχετο το θανάσιμον κτύπημα, ενώ ήταν προσκολλημένο στον μαστόν της μητέρας του; Πώς η αθλία μητέρα προσέφερε το γάλα στο στόμα του νηπίου και συγχρόνως εδέχετο το αίμα του στην αγκάλη της; Πολλές φορές μάλιστα με την ορμή που είχε το χέρι του δημίου, διεπέρασε με ένα κτύπημα του ξίφους μαζί με το παιδί και την μητέρα, και το αίμα έκανε κοινό αυλάκι που εσχηματίσθη από δύο πηγές. Από την μητρικήν πληγή και το θανάσιμο τραύμα του τέκνου της. Και επειδή η ανόσιος διαταγή του Ηρώδου περιελάμβανε και τούτο, να μην εφαρμοσθή η θανατηφόρος απόφασις μόνο στα νεογέννητα, αλλά και αν κάποιο είχε φθάσει στο δεύτερον έτος να φονευθή και αυτό μαζί, διότι γράφει «από διετούς και κατωτέρω», θέλει ο λόγος να εκφράση και άλλην ακόμη συμφορά που, όπως ήταν φυσικό, συνέβη. Διότι πολλές φορές το διάστημα των δύο ετών έκαμε την ιδία γυναίκα δύο φορές μητέρα. Τι απερίγραπτο πάλι αυτό το θέαμα, δύο δήμιοι να ασχολούνται με μίαν μητέρα. Ο ένας να τραβά κοντά του το νήπιο που τρέχει γύρω της και ο άλλος να αποσπά το βρέφος από την αγκάλη της; Πόσο θα υπέφερε τότε, όπως είναι φυσικόν, η αθλία μητέρα, την στιγμή που εσχίζετο η καρδία της στα δύο τέκνα της, και έκαιε ο πόνος και των δύο τα μητρικά της σπλάγχνα; Δεν ήξερε ποίον από τους δύο κακούς δημιούς να ακολουθήση, αφού έσυραν τα παιδιά ο ένας από εδώ και ο άλλος από εκεί για να τα σφάξουν. Να τρέξη στο νεογέννητο, που το κλάμα του ήταν ακόμη άναρθρο και δεν ημπορούσε να εκφρασθή; Ακούει όμως το άλλο που έχει αρχίσει ήδη να ομιλή, να προσκαλή ψελλίζοντας και κλαίοντας την μητέρα του. Τι να κάνη; Πώς να ανταποκριθή; Σε ποίου φωνή να απαντήση; Με ποίου την κραυγή να ενώση την ιδική της; Για ποίου θάνατο να θρηνήση, αφού εξ ίσου της σχίζουν και τα δύο βέλη την καρδία;
 Ας απομακρύνωμε όμως την ακοήν από τους θρήνους για τα νήπια, και ας στρέψωμε τον νου μας στα ευθυμότερα, σ’ αυτά που αρμόζουν στην εορτήν, αν και η Ραχήλ, με τις δυνατές φωνές της, όπως λέγει ο Προφητης, οδύρεται για την σφαγήν των τέκνων της. Κατά την ημέρα όμως της εορτής, όπως λέγει ο σοφός Σολομών, πρέπει να λησμονούνται οι συμφορές. Και ποία εορτή άραγε έχουμε επισημοτέρα από αυτήν, κατά την οποίαν ο ήλιος της δικαιοσύνης διέλυσε τα πονηρά σκότη του διαβόλου, και αναλαμβάνοντας την ιδικήν μας φύση, φωτίζει με αυτήν την κτίση, κατά την οποία αυτό που είχε πέσει ανεστήθη, και έτσι αυτό που ευρίσκετο σε πόλεμο συμφιλιώνεται, το αποκηρυγμένον επαναφέρεται, αυτό που είχε εκπέσει από την ζωήν επανέρχεται στην ζωήν, αυτό που είχε υποδουλωθεί και ευρίσκετο σε αιχμαλωσίαν αποκαθίσταται στο βασιλικόν αξίωμα, αυτό που εκρατείτο δεμένο με τα δεσμά του θανάτου επιστρέφει απελευθερωμένο στην χώρα των ζώντων; Τώρα, σύμφωνα με την προφητεία, «αι χαλκαί πύλαι του θανάτου συντρίβονται, και συνθλίβονται οι σιδηροί μοχλοί», οι οποίοι εκρατούσαν το ανθρώπινον γένος δεσμευμένο μέσα στην φυλακή του θανάτου. Τώρα «ανοίγεται», όπως λέγει ο Δαβίδ, «η πύλη της δικαιοσύνης». Τώρα αντηχεί σ’ όλη την οικουμένην ομόφωνος ο «ήχος τον εορταζόντων». Από άνθρωπον ήλθεν ο θάνατος, από άνθρωπο και η σωτηρία. Ο πρώτος έπεσε στην αμαρτία, ο δεύτερος ανέστησε αυτόν που είχε πέσει. Η γυναίκα υπερασπίσθη τώρα την γυναίκα. Η πρώτη είχε ανοίξει την είσοδο στην αμαρτία, ενώ αυτή υπηρέτησε την επάνοδο της δικαιοσύνης. Εκείνη εδέχθη την συμβουλήν του όφεως, αυτή επαρουσίασε τον αναιρέτην του όφεως, και εγέννησε την πηγήν του φωτός. Εκείνη δια του ξύλου εισήγαγε την αμαρτία, αυτή δια του ξύλου έφερε στην θέση της αμαρτίας το αγαθόν. Ξύλον εννοώ τον σταυρό, και ο καρπός του ξύλου τούτου γίνεται γι’ αυτούς που τον γεύονται αειθαλής και αμάραντος ζωή. Και κανείς να μη νομίζη ότι μόνο στο μυστήριον του Πάσχα αρμόζει τέτοια ευχαριστία. Ας σκεφθή ότι το Πάσχα είναι το τέλος της Οικονομίας. Πώς θα επραγματοποιείτο το τέλος, εάν δεν είχε προηγηθή η αρχή; Ποίον είναι αρχικώτερον από το άλλο; Ασφαλώς η Γέννησις από την Οικονομία του Πάθους.
Και του Πάσχα λοιπόν τα καλά είναι μέρος των εγκωμίων της Γεννήσεως. Και αν υπολογίση κανείς τις ευεργεσίες που εξιστορεί το Ευαγγέλιον, και διηγηθή λεπτομερώς τις θαυματουργικές θεραπείες, την άνευ τροφίμων διατροφή, την επάνοδο των νεκρών από τα μνήματα, την αυτοσχέδιο παρασκευήν του οίνου, την αποκατάσταση της υγείας των κάθε είδους ασθενών, την εκδίωξη των δαιμονίων, τα άλματα των χωλών, τους οφθαλμούς που επλάσθησαν από πηλόν, τις θείες διδασκαλίες, τις νομοθεσίες, την μύηση στα υψηλότερα δια μέσου των παραβολών, όλα αυτά είναι δωρεά της παρούσης ημέρας.Διότι αυτή έγινε αρχή των αγαθών που ηκολούθησαν. «Αγαλλιασώμεθα», λοιπόν, «και ευφρανθώμεν εν αυτή». Μη φοβηθούμε τις ειρωνείες των ανθρώπων, και ας μη νικηθούμε από αυτούς όταν προσπαθούν να μας εξευτελίσουν, όπως μας παρακινεί ο Προφήτης. Αυτοί χλευάζουν τον λόγο της Οικονομίας, λέγοντας ότι δεν αρμόζει στον Κύριο να λάβη ανθρώπινο σώμα και να αναμιχθή με την γέννηση στην ζωή των ανθρώπων. Αγνοούν, καθώς φαίνεται, το μέγα μυστήριον, πώς δηλαδή η σοφία του Θεού οικονόμησε την σωτηρία μας. Είχαμε πωληθεί εκουσίως για τις αμαρτίες μας, και είχαμε υποδουλωθή στον εχθρόν της ζωής μας σαν αγορασμένοι δούλοι.
Τι μεγαλύτερον επιθυμούσες να σου προσφέρει ο Δεσπότης; Όχι το να απαλλαγής από την συμφορά; Τι περιεργάζεσαι τον τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στον ευεργέτη και δεν αντιλαμβάνεσαι τις ευεργεσίες του; Είναι σαν να απωθή κάποιος τον ιατρό και να μέμφεται την ευεργεσία του, επειδή επραγματοποίησε την θεραπεία με αυτόν και όχι με τον άλλον τρόπο. Αν επιζητής από περιέργεια να ερευνήσης το μέγεθος της Οικονομίας, σου αρκεί να μάθης τόσο μόνον, ότι το θείον δεν είναι ένα μόνον από τα αγαθά, αλλά όποιο αγαθό ημπορεί να φαντασθή κανείς, εκείνο είναι. Το δυνατόν, το δίκαιον, το αγαθόν, το σοφόν, όλα τα ονόματα και τα νοήματα που έχουν σημασία θεοπρεπή. Αναλογίσου λοιπόν μήπως δεν συνδιάσθηκαν στο γεγονός αυτό όλα αυτά που είπαμε. Η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η δικαιοσύνη. Ως αγαθός, ηγάπησε τον αποστάτη. Ως σοφός, επινόησε τον τρόπον επανόδου των υποδουλωμένων. Ως δίκαιος, δεν κακομεταχειρίζεται αυτόν που υπεδούλωσε τον άνθρωπο, και τον απέκτησε σύμφωνα με το δίκαιον της αγοράς, αλλά έδωσεν ως αντάλλαγμα τον εαυτόν του υπέρ των κρατουμένων, ώστε, μεταθέτοντας ως εγγυητής την οφειλή στον εαυτόν του, να ελευθερώση τον αιχμάλωτον από τον εξουσιαστήν του. Ως δυνατός, δεν εκρατήθη από τον άδη, ούτε το σώμα του εγνώρισε φθορά. Διότι δεν ήταν δυνατόν να νικηθή από την φθοράν ο αρχηγός της ζωής. Αλλά ήταν εντροπή να δεχθή ανθρωπίνην γέννηση, και να υποστή την εμπειρία των παθημάτων του σώματος; Χαρακτηρίζεις έτσι την υπερβολή της ευεργεσίας;
Πράγματι, επειδή δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγή το ανθρώπινο γένος με άλλον τρόπον από τα τόσο μεγάλα δεινά, κατεδέχθη ο Βασιλεύς της απαθείας να ανταλλάξη την ιδία του την δόξα με την ιδική μας ζωή. Και εισέρχεται μεν η καθαρότης στον ιδικόν μας ρύπον, ο ρύπος όμως δεν εγγίζει την καθαρότητα, όπως λέγει το Ευαγγέλιον. Το κατεφθαρμένο σώζεται από την ένωσή του με το άφθαρτο. Η φθορά δεν επηρεάζει την αφθαρσία. Για όλα αυτά γίνεται αρμονική χορωδία από την σύμπασα κτίση. Όλοι αναπέμπουν ομόφωνον δοξολογία στον Κύριον της κτίσεως, και κάθε γλώσσα, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, αναβοά ότι «ευλογητός Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 632 και εξής.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2014

Καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης (Εκκλησιαστής).




Του αγίου Γρηγορίου Νύσσης

«Γιατί, λέγει, ότι· Υπάρχει κατάλληλος χρόνος για τον πόλεμο και υπάρχει η ευκαιρία για την ειρήνη. Λάβε υπόψη σου τον πόλεμο των αντίθετων παθών, δηλαδή τον νόμο της σάρκας [1], που αντιμάχεται τον νόμο του νου σου και σε αιχμαλωτίζει με τον νόμο της αμαρτίας. Πρόσεξε την ποικιλόμορφη προπαρασκευή της μάχης, πως έχει καταστρώσει ο εχθρός με αμέτρητους τρόπους τα στρατηγικά του σχέδια εναντίον της πόλης σου. Στέλνει κατασκόπους, προσεταιρίζεται προδότες, παραμονεύει στους δρόμους, συγκροτεί λόχους, στήνει ενέδρες, προσκαλεί συμμάχους, κατασκευάζει μηχανές, χρησιμοποιεί σφενδονητές και τοξότες και αυτούς, που πολεμούν από κοντά και με τη δύναμη του ιππικού. Με όλα τα παρόμοια εξοπλίζεται εναντίον σου.
Και βέβαια δεν αγνοείς το νόημα αυτών που αναφέραμε. Ποιος είναι ο προδότης, ποιος ο κατάσκοπος, ποιοι είναι αυτοί, που στήνονται στις ενέδρες, ποιοι είναι οι σφενδονητές και οι ακοντιστές και οι τοξότες και ποιοι είναι αυτοί που πολεμούν από κοντά και ο λόχος των ιππέων και ποιες είναι οι μηχανές, με τις οποίες γκρεμίζεται το κάστρο της ψυχής. Όταν βλέπουμε, λοιπόν, όλα αυτά, επιβάλλεται και τους εαυτούς μας να εξοπλίζουμε και τους συμμάχους να παρακαλούμε, και να διακρίνουμε μεταξύ των υπηρετών [2] μήπως έχει κανείς από αυτούς τα φρονήματα των εχθρών. Να προσέχουμε και τις πλάγιες ενέδρες και να προφυλασσόμαστε με ασπίδες από τις βολές και να αντιστεκόμαστε σ’ αυτούς, που έρχονται να συμπλακούν μαζί μας από κοντά και να κλείνουμε με τάφρο το πέρασμα των ιππέων εναντίον μας και να ασφαλίζουμε καλά τα τείχη με κάποια φρούρια και με προπύργια, ώστε να μη γκρεμιστούν από τις πολεμικές μηχανές.
Αλλά οπωσδήποτε δεν έχουμε ανάγκη για κανένα λόγο, να ερμηνεύσουμε το καθένα απ’ αυτά. Πως δηλαδή ο εχθρός της πόλης [3]του καθενός από εμάς, η οποία έχει κτισθεί μέσα στην ψυχή μας από τον Θεό, αποπειράται να καταβάλει τη δύναμη με κατασκόπους. Και ποια από τα συστατικά του ίδιου του εαυτού μας χρησιμοποιεί, τα οποία γίνονται προδότες της δύναμής μας. Προκειμένου όμως να φανερωθεί ακόμη καλύτερα το νόημα αυτών των λόγων, λέγω ότι πρώτη έρχεται η προσβολή του πειρασμού, από την οποία αρχίζουν τα πάθη. Αυτή η προσβολή γίνεται κατάσκοπος της δύναμής μας, όταν για παράδειγμα πέφτει στο μάτι κάποια εικόνα, που μπορεί να υποκινήσει την επιθυμία. Με αυτήν, λοιπόν, κατασκοπεύει ο εχθρός τη δύναμη, που υπάρχει μέσα σου, είτε είσαι κάποιος ισχυρός και εξοπλισμένος, είτε αδύναμος και ευάλωτος. Γιατί αν δεν λυγίσεις με την εικόνα, και αν δεν παραλύσει η δύναμη του νου σου μπροστά σε αυτό που είδες, αλλά με απάθεια προσπερνάς αυτό που συναντάς, αμέσως πανικοβάλεις τον κατάσκοπο, δείχνοντας στον εχθρό μια άλλη φάλαγγα στρατιωτών, που κινείται με δόρατα, και εννοώ την προετοιμασία των λογισμών [4]. Αν όμως γλυκαθεί η αίσθηση και το είδωλο της εικόνας [5] δια των οφθαλμών εισχωρήσει στην διάνοια, τότε βάλλεται ο στρατηγός του εσωτερικού μετώπου, δηλαδή ο νους. Επειδή δεν έχει τίποτε το ανδρικό και αρρενωπό, και εφόσον έχει γίνει νωθρός και ακόλαστος, επιτρέπει να συγκεντρωθεί γύρω από τον κατάσκοπο ένα πλήθος προδότες από το σύνολο των λογισμών. Και αυτοί είναι οι προδότες εκείνοι, για τους οποίους ο Κύριος λέει ότι Εχθροί του ανθρώπου είναι οι οικείοι του, που ξεφυτρώνουν από την καρδιά του και μολύνουν τον άνθρωπο. Τα ονόματά τους μπορείς να τα μάθεις με σαφήνεια από το Ευαγγέλιο.
Μετά από αυτό δεν θα σου ήταν δύσκολο να καταλάβεις στη συνέχεια τις επί μέρους λεπτομέρειες εκείνης της πολεμικής παρασκευής. Ποιοι είναι εκείνοι, που στήνουν κρυφά τις ενέδρες, στις οποίες πέφτουν όσοι βαδίζουν απρόσεκτα στο δρόμο της ζωής. Γιατί παραμονεύουν στους δρόμους και με το πρόσχημα της αγάπης και της συμπάθειας παρασύρουν στον όλεθρο της αμαρτίας, εκείνον που θα τους πιστέψει. Αυτοί είναι που περιφέρονται στους δρόμους και επαινούν την ηδονή και οδηγούν στα θέατρα, και υποδεικνύουν την ευκολία για το κακό. Αυτοί και με όσα πράττουν προσκαλούν και άλλους, για να τους μιμηθούν στα ίδια, αποκαλώντας τους εαυτούς τους αδελφούς και φίλους, επί ζημία όμως αυτών που χάνονται. Για αυτούς έχει γραφτεί· Κάθε αδελφός ανατρέπει την πτέρνα, και κάθε φίλος πορεύεται με δόλο (Ιερεμίας 9:4).
Αν καταλάβαμε ποιες είναι οι ενέδρες, φαίνεται καθαρά ποιο είναι και το πυκνό πλήθος των σφενδονητών και των τοξοτών και των ακοντιστών. Γιατί πληγώνουν κατάκαρδα αυτούς, που βαδίζουν χωρίς θωράκιση και χωρίς προφύλαξη οι υβριστές και οι θυμώδεις και οι λοίδοροι, αρχίζοντας πρώτοι τις ύβρεις, με το να εκτοξεύουν και να εκσφενδονίζουν και να εξακοντίζουν αντί για βέλη ή πέτρες λόγια ερεθιστικά. Αν παρομοιάσει κανείς το πάθος της έπαρσης και της υπερηφάνειας με την αλαζονεία των ίππων, δεν θα κάνει λάθος. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν με μερικούς ίππους, που σηκώνουν αδέξια τον αυχένα ψηλά και κατακόρυφα και με τα παραφουσκωμένα λόγια της αλαζονείας, σαν με άλλα γαμψά νύχια, καταπληγώνουν τους ταπεινούς. Αυτοί είναι εκείνοι για τους οποίους η Γραφή λέει· Ας μη με πλησιάσει πόδι υπερηφάνου (Ψαλμός 35:12). Και τα μηχανήματα, με τα οποία διαλύεται η συνοχή του τείχους, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η φιλοχρηματία. Γιατί τίποτε δεν φαίνεται τόσο σκληρό και δύσκολο να κατανικηθεί στη σύγκρουση με τους αντιπάλους, όσο η παγίδα της φιλαργυρίας. Γιατί ακόμη και αν περικλείσουμε με τείχος γεροδεμένο τις άλλες αρετές μέσα στις ψυχές, αυτό το μηχάνημα διεισδύει πολλές φορές όχι λιγότερο και μέσα απ’ αυτό. Γιατί είναι δυνατόν να δεις τη φιλαργυρία να εισβάλλει και μέσα από τη σωφροσύνη και την πίστη και την προσεκτική εκτέλεση των μυστηρίων, και μέσα από την εγκράτεια και την ταπεινοφροσύνη. Και μέσα από όλα αυτά να γίνεται στο εσωτερικό της ψυχής αυτή η σκληρή και ακαταμάχητη επίθεση του κακού. Και για αυτό αδυνατούν να αντισταθούν σε αυτό το πάθος μερικοί εγκρατείς και σώφρονες και φλογεροί στην πίστη και πράοι στην συμπεριφορά και μετριόφρονες στο χαρακτήρα».
(Απόσπασμα από τον 8ο λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, «Εις τον Εκκλησιαστήν», μετάφραση αρχ. Π. Μπρούσαλη, σελ. 263-269).
Σημειώσεις:
[1] «Σάρκα» στην Πατερική γραμματεία, είναι το μεταπτωτικό φρόνημα που είναι ενάντιο στο θέλημα του Θεού και όχι το σώμα. Άλλωστε το κακό δεν έχει ουσία αλλά βρίσκεται στην προαίρεση του ανθρώπου.
[2] «Υπηρέτες», εννοεί το θυμοειδές και το επιθυμητικό, που είναι υπηρέτες του λογιστικού. Και τα τρία, αποτελούν μέρη της ψυχής.   
[3] «Πόλη» είναι ο νους, δηλαδή το λογιστικό μέρος της ψυχής. Οι αισθήσεις λειτουργούν ως θυρίδες που μεταφέρουν στον νου γνώσεις. Ο νους τις τοποθετεί στην σωστή τους θέση, αλλά συχνά το θυμοειδές και το επιθυμητικό, τον προδίδουν. Ο στόχος του εχθρού, είναι η προσβολή και η εξουδετέρωση του νου.
[4] Προετοιμασία, είναι το πρόγραμμα της πνευματικής ζωής, το οποίο συνίσταται κυρίως στην προσευχή, στην άσκηση και στην μελέτη. Αυτά είναι τα μέσα που δίδονται κατά την λειτουργική ζωή.

[5] Η εικόνα λειτουργεί ως ο πρώτος «κατάσκοπος». Είναι η αρχή της «προσβολής- πειρασμού», χωρίς να είναι αμαρτία, αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε τέτοια με βάση την προαίρεση του ανθρώπου, και αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά (με την περιφρόνηση συνήθως και την απάθεια).  
πηγή

Παρασκευή, Ιουλίου 18, 2014

Οι τελευταίες στιγμές της Αγίας Μακρίνας


Τελευταία συνάντηση
Όταν ξανανταμώσαμε – γιατί δε με  άφηνε να περνώ μόνος μου την ελεύθερη ώρα – αφού θυμήθηκε όσα από μικρή είχε ζήσει, τα έλεγε όλα με τη σειρά, σαν ιστορία- κι όσα θυμόταν από τη ζωή των γονιών μας, και όσα πριν να γεννηθώ εγώ κι εκείνα που απ’ την κατοπινή ζωή μας θυμόταν.
Είχε σκοπό της μ’ αυτή την εξιστόρηση να ευχαριστήσει το Θεό. Γιατί τη ζωή των γονέων μας την πα­ρουσίαζε λαμπρή και περίβλεπτη για την εποχή εκείνη, όχι τόσο από την περιουσία τους, όσο γιατί έγινε μεγάλη από τη φιλανθρωπία του Θεού. Οι γονείς του πατέρα μας, για την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό, είχαν υποστεί δήμευση της περιουσίας τους. Ενώ ο παππούς από τη μητέρα μας θανατώθηκε από βασιλική αγανάκτηση, και η μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σε άλλα αφεντικά. Κι όμως με την πίστη στο Θεό τα αγαθά τους αυξήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στα χρόνια εκείνα να μην υπάρχει κανείς που να τους ξεπερνά. Όταν πάλι μοιράσθηκε η περιουσία τους σε εννέα μέρη, όσα δηλαδή ήταν τα παιδιά τους, τόσο αυξήθηκε στο κάθε παιδί με την ευλογία του Θεού το με­ρίδιό του, ώστε η κληρονομιά χωριστά καθ’ ενός παι­διού να ξεπερνά τη μεγάλη περιουσία των γονέων μας.
agmacr2
Κι’ απ’ όσα δόθηκαν στην ίδια τη Μακρίνα, κατά τη διανομή σε όλα τα αδέλφια, τίποτε δεν κράτησε, αλλά όλα τα παρέδωσε να τακτοποιηθούν, κατά τη θεία εντολή, από τα χέρια του ιερέως. Έγινε δε τόση η περιουσία της, από την ευλογία του Θεού, ώστε να μη σταματούν ποτέ τα χέρια της να δουλεύουν τις εντολές. Ούτε ποτέ απέβλεψε σε ανθρώπινη βοήθεια, ούτε ποτέ από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία πήρε αφορμή να ενεργεί φιλάνθρωπα η ίδια. Αλλά ούτε όσους ζητούσαν βοήθεια αποστράφηκε, ούτε επιζητούσε όσους έδιναν χρήματα, γιατί ο Θεός μυστικά με την ευλογία Του, αύξανε όπως τα σπέρματα και τους μικρούς πόρους από την εργασία της σε πλούσιο καρπό.
Όταν έπειτα άρχισα εγώ να της διηγούμαι τα βά­σανά μου, πρώτα την εξορία από το βασιλιά Ουάλη για την πίστη, έπειτα τη σύγχυση στις Εκκλησίες από τις αιρέσεις, που μας καλούσε σε αγώνες και κόπους, μου είπε:
— Δε θα παύσεις να φέρεσαι με αγνωμοσύνη στις ευ­εργεσίες του Θεού; Δε θα θεραπεύσεις την αχαριστία της ψυχής σου; Δε συγκρίνεις την κατάσταση των πα­τέρων μας με τη δική σου; Στον κόσμο αυτό γι’ αυτόν το λόγο κυρίως καυχόμαστε, γιατί ευτυχούμε και για­τί η καταγωγή μας είναι από γονείς ευγενείς. Ο πατέ­ρας μας θεωρείτο σπουδαίος βέβαια για την εποχή του, ως προς τη μόρφωσή του, αλλ’ όμως η φήμη του σταματούσε στα τοπικά δικαστήρια. Κι αν ακόμη τους υπόλοιπους τους ξεπερνούσε στη ρητορική δύναμη, δε βγήκε από τον Πόντο η φήμη του. Του έφθα­νε όμως ότι ήταν στην πατρίδα του φημισμένος. Εσύ όμως είσαι ονομαστός σε πόλεις, σε δήμους και σε έθνη, κι εσένα για βοήθεια και διόρθωση Εκκλησίες σε στέλνουν και Εκκλησίες σε προσκαλούν. Και σε όλα αυτά δε βλέπεις τη χάρη του Θεού; Ούτε καταλα­βαίνεις την αιτία των τόσο μεγάλων δωρεών, ότι δηλαδή η ευχή των γονέων μας σε ανεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ότι από μόνος σου δεν είχες καμμία ή μικρή προ­ετοιμασία, για ένα τέτοιο έργο;
Ενώ εκείνη μου έλεγε αυτά, εγώ λαχταρούσα να παραταθεί περισσότερο το φως της ημέρας, ώστε να μη σταματήσει να γλυκαίνει τ’ αυτιά μου ο λόγος της. Αλλ’ η φωνή των ψαλτριών μάς καλούσε στην εσπε­ρινή ευχαριστία. Κι’ αφού έστειλε εμένα στην ακολουθία, η Μεγάλη ανυψωνόταν νοερά με την προσευ­χή στο Θεό.
Στις ύστατες στιγμές
Έτσι πέρασε η νύχτα. Μόλις όμως ξημέρωσε, καταλάβαινα καθαρά απ’ όσα έβλεπα πως η παρούσα ημέρα ήταν γι’ αυτήν η τελευταία της επίγειας ζωής της. Ο πυρετός είχε εξαντλήσει όλη τη φυσική δύναμή της. Εκείνη όμως βλέποντας την αδυναμία της ψυχής μου, προσπαθούσε να μου απαλύνει την καταθλιπτική διάθεση για τα αναμενόμενα, σκορπίζοντας και πάλι με τα καλά της λόγια τη λύπη της ψυχής μου. Την είχε όμως καταλάβει ήδη ελαφρά και συνεχής δύσπνοια. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα η ψυχή μου κυριεύθηκε από πολύ διαφορετικά συναισθήματα. Από το ένα μέρος, όπως ήταν επόμενο, η ανθρώπινη φύσις βάραινε από θλίψη, γιατί δεν έλπιζα να ξανακούσω τη φωνή της και πίστευα, όσο ποτέ άλλοτε, ότι το κοινό καμάρι της γενιάς μας θα έφευγε από τη ζωή αυτή.
Η ψυχή μου όμως, από το άλλο μέρος, σχεδόν ενθουσιαζόταν από τα όσα έβλεπε, καθώς διαισθανόμουν ότι η Μακρίνα έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Γιατί θεωρούσα ότι ήταν πάνω από τα ανθρώπινα μέ­τρα η τέλεια αταραξία της ακόμη και τώρα, που βρι­σκόταν στις τελευταίες της στιγμές και περίμενε το θάνατο  και το ότι δε δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο φρό­νημα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, όσα είχαν αποφασισθεί από τον Θεό, για την επίγεια ζωή της. Έμοιαζε με άγγελο που έλαβε, κατά θεία οικονομία, ανθρώπινη μορφή. Δεν είχε καμμιά συγγένεια ή σχέση με την κατά σάρκα ζωή κι έτσι δεν υπήρχε τίποτε που να εμπόδιζε τη διάνοιά της να μένει απαθής, αφού η σάρκα ήταν ανίσχυρη να την τραβήξει προς τις δι­κές της αδυναμίες.
Έβλεπα τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες το θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της και δημοσίευε τη διάθεση της καρδιάς της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει προς τον Ποθούμενο, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνε­ται πιο γρήγορα, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος. Στ’ αλήθεια σαν προς εραστή πορευόταν, γιατί τίποτε άλλο από τα ευχάριστα της ζωής δεν μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον της.
Είχε περάσει πια το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κι ο ήλιος έγερνε στη δύση του. Ωστόσο η προθυμία της δεν υποχωρούσε. Αντίθετα όσο πλησίαζε προς το θάνατο, σαν να έβλεπε πιο πολύ την ομορφιά του Νυμφίου της, έτρεχε προς τον Ποθούμενο με περισ­σότερη βιασύνη. Κι έλεγε τέτοια λόγια, όχι σε μας που ήμαστε παρόντες, αλλά στον ίδιο τον Κύριο, προς τον Οποίο είχε προσηλώσει τα μάτια της. Καθώς ήταν στραμμένη η φτωχική στρωμνή της προς την ανατολή, αφού έπαψε πλέον να μιλάει σε μένα, από δω και πέρα με την προσευχή της μιλούσε προς το Θεό, ικετεύοντας με τα χέρια της και σιγοψιθυρίζοντας με ισχνή φωνή, έτσι που με δυσκολία καταλά­βαινα αυτά που έλεγε. Και ήταν τέτοια η προσευχή της, ώστε να μη χωρά αμφιβολία πως έφθανε στο Θεό και γινόταν ευπρόσδεκτη.
[Συνεχίζεται]

Σάββατο, Απριλίου 19, 2014

Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: Στο άγιο Πάσχα

ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟ ΠΑΣΧΑ
Του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης


     Τελείωσε πια η αληθινή κατάπαυση του Σαββάτου, που δέχτηκε την ευλογία του Θεού, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα του για τη σωτηρία του κόσμου τελώντας το Σάββατο της αργίας του θανάτου και έδειξε τη χάρη και στα μάτια και στις ακοές και στην καρδιά, με τα οποία τελέσαμε την εορτή, με όσα είδαμε, με όσα ακούσαμε και όσων τη χαρά δεχτήκαμε στην καρδιά μας. Γιατί το φως που βλέπουμε με τα μάτια μας ήταν το φως της πύρινης νεφέλης που σκορπίζουν οι λαμπάδες μας μέσα στη νύκτα, ο λόγος που όλες τις νύχτες αντηχεί στις ακοές μας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, κυλώντας με την ακοή σαν ένα ρεύμα μέσα στην ψυχή, μας γέμισε από αγαθές ελπίδες, ενώ η καρδιά, γεμάτη χαρά από τα λεγόμενα και βλεπόμενα, σφράγιζε την άφραστη μακαριότητα καθοδηγούμενη από τα φαινόμενα στο αόρατο, ώστε να είναι εικόνα των αγαθών εκείνων, «που ούτε μάτι είδε ούτε αυτί άκουσε ούτε ένιωσε καρδιά ανθρώπου» (Α´ Κορ 2, 9), τα αγαθά αυτής της ανάπαυσης, βεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ανείπωτη ελπίδα των μελλοντικών.
2. Επειδή λοιπόν αυτή η φωτεινή νύχτα ένωσε το φως των λαμπάδων με τις ορθρινές ακτίνες του ήλιου κι αποτέλεσε μια συνεχή ημέρα που δεν τη διχοτόμησε η παρεμβολή του σκότους, ας σκεφτούμε, αδελφοί, την προφητεία που λέει, «αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος» (Ψαλμ. 117, 24), που δε μας προτείνει κάποιο έργο βαρύ και δυσκολοκατόρθωτο, αλλά χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση, αφού αυτό μας είπε ο λόγος, «ας νιώσομε κατ αυτήν χαρά και αγαλλίαση» (Ψαλμ. 117, 24). Πόσο ωραία εντολή, πόσο ωραία νομοθεσία. Ποιος αναβάλλει ν ακούσει τέτοιες εντολές; Ποιος δε θεωρεί ζημία και τη μικρή αναβολή στην εκτέλεση της εντολής; Η ενέργεια είναι χαρά, η προσταγή αγαλλίαση, που διαλύουν την καταδίκη για αμαρτίες και μεταβάλλονται τα λυπηρά σε χαρά.
3. Αυτό είναι το απόφθεγμα της σοφίας, ότι σε ημέρα χαράς τα κακά αμνηστεύονται (Σοφία Σειρ. 11, 25). Η ημέρα αυτή επέφερε λήθη της πρώτης εναντίον μας απόφασης η καλύτερα όχι λήθη, αλλά αφανισμό. Γιατί έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη μας. Τότε ο τοκετός γινόταν με πόνους (Γεν. 3, 16), τώρα η γέννηση γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. τότε γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, τώρα υιοί του Θεού. Τότε από τους ουρανούς ξεπέσαμε στη γη, τώρα ο επουράνιος έκανε ουράνιους κι εμάς. Τότε με την αμαρτία βασίλεψε ο θάνατος, τώρα παίρνει με τη σειρά της την εξουσία η δικαιοσύνη. Ένας άνοιξε τότε την είσοδο του θανάτου και τώρα με έναν μπαίνει στη θέση του θανάτου η ζωή. Με το θάνατο τότε ξεπέσαμε από τη ζωή και τώρα η ζωή αναιρεί το θάνατο. Τότε κρυφτήκαμε από ντροπή με τα συκόφυλλα (Γεν. 2, 7), τώρα πλησιάζομε τιμημένοι το ξύλο της ζωής. Τότε με την παρακοή διωχτήκαμε από τον Παράδεισο, τώρα μπαίνομε μέσα στον Παράδεισο με την πίστη. Πάλι βρίσκεται μπροστά μας και στην εξουσία μας για να τον απολαύσομε ο καρπός της ζωής (Γεν. 2, 9). Πάλι η πηγή του παραδείσου μοιράζεται σε τέσσερις κλάδους (Γεν. 2, 10) και με τα ποτάμια των ευαγγελίων ποτίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ώστε και να μεθάνε τα αυλάκια των ψυχών μας, που όργωσε με το αλέτρι της διδασκαλίας ο σπορέας των λόγων (Μάρκ. 4, 15), και να πληθαίνουν της αρετής τα γεννήματα. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν αυτοί; Τι άλλο παρά να μιμούνται με τα σκιρτήματά τους τα όρη και τα βουνά των προφητών. Γιατί λέει, «τα όρη σκίρτησαν όπως κριάρια και τα βουνά όπως μικρά αρνιά» (Ψαλμ. 113, 4).
4. Ελάτε λοιπόν κι ας χαρούμε με τον Κύριό μας που κατέλυσε τη δύναμη του εχθρού και ύψωσε για χάρη μας το μεγάλο τρόπαιο του σταυρού με τη συντριβή του αντιπάλου μας. Ας αλαλάξουμε.κι αλαλαγμός είναι οι επινίκιες ζητωκραυγές που υψώνουν οι νικητές κατά των νικημένων. Αφού λοιπόν συντρίφτηκε η παράταξη του εχθρού κι ο ίδιος ο αρχηγός της πονηρής δαιμονικής στρατιάς έφυγε και εξαφανίστηκε και κατάντησε πια μηδέν, ας πούμε ότι «ο Θεός είναι μεγάλος Κύριος και μεγάλος βασιλέας σ όλη τη γη» (Ψαλμ. 94,3. 46, 3) «αυτός που ευλόγησε το στέφανο του χρόνου με τα αγαθά της χρηστότητάς του» Ψαλμ. 64, 12) και μας συγκέντρωσε σ αυτήν την πνευματική χοροστασία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο η δόξα ανήκει στους αιώνες. Αμήν.


Read more: http://www.egolpion.com/31DEEBF0.el.aspx#ixzz2zJjUHwzv

ΣΤΗ ΦΩΤΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Αγίου Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης

ΣΤΗ ΦΩΤΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Του εν Αγίοις Πατρός ημών
Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης
 
«Ευλογητός ο Θεός» (Λουκ. 1, 68). Ας επαινέσομε σήμερα τον Μονογενή Θεό τον δημιουργό των ουρανίων, αυτόν που έσκυψε πάνω στις μυστικές λαγόνες της γης και με τις φωτοφόρες ακτίνες του φώτισε όλη την οικουμένη. Ας υμνήσομε σήμερα την ταφή του Μονογενούς, την ανάσταση του Νικητή, τη χαρά του κόσμου, τη ζωή των λαών (Ιω. 16, 20. Λουκ. 2, 10). Ας υμνήσομε σήμερα αυτόν που φόρεσε την αμαρτία (Β' Κορ 5, 21). Ας ευφημήσομε σήμερα τον Θεό Λόγο, που ντρόπιασε τη σοφία του κόσμου (Α' Κορ. 1, 20), επιβεβαίωσε την αναγγελία των προφητών, συγκέντρωσε την ομάδα των αποστόλων, διάδωσε την κλήση της Εκκλησίας και τη χάρη του Πνεύματος. Γιατί να, εμείς που κάποτε ήμαστε ξένοι από την επίγνωση του Θεού (Εφ. 2, 13.19), γνωρίσαμε το Θεό και εκπληρώθηκε ό,τι έχει γραφεί: «θα θυμηθούν και θα στραφούν στον Κύριο όλα τα πέρατα της γης και θα πέσουν να τον προσκυνήσουν όλες οι φυλές των λαών» (Ψαλμ. 21, 28).
2. Τι θα θυμηθούν; Την παλαιά πτώση, τη νέα ανάσταση, την αρχαία παράβαση και την κατοπινή διόρθωση, το θάνατο της Εύας, τη γέννηση της Παρθένου, την αποκατάσταση των λαών, τη συγχώρηση των αμαρτωλών, την προαναγγελία των προφητών, το κήρυγμα των αποστόλων, την αναγέννηση από την κολυμβήθρα (Ιω. 5, 1-30), την επανεγκατάσταση στον Παράδεισο, την επιστροφή των ουρανών, τον δημιουργό που αναστήθηκε, εκείνον που απέθεσε όσα δεν του ταίριαζαν, εκείνον που με τη θεϊκή μεγαλοσύνη του ξαναέχυσε σαν μέταλλο το φθαρτό σε αφθαρσία. Και ποια απέθεσε που δεν του ταίριαζαν; Εκείνα που είπε ο Ησαίας, «τον είδαμε», λέει, «και δεν είχε ούτε είδος ούτε κάλλος, αλλά το πρόσωπό του ήταν ατιμασμένο και στερούσε ως προς την ωραιότητα από όλων των ανθρώπων» (Ησ. 53, 2-3).
3. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν συναναστρεφόταν με τους αλιτήριους Ιουδαίους και τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιω. 8, 48).όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και τα γεννήματα του σκότους κρατούσαν τον αχώρητο για να τον θανατώσουν. Δεν έλεγε αδικαιολόγητα ο Ιωάννης γι αυτούς.«γεννήματα εχιδνών.ποιος σάς συμβούλεψε να ξεφύγετε την μελλοντική οργή;» (Ματθ. 3, 7). Γιατί πραγματικά η οργή του Θεού θα μείνει επάνω τους.
4. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν αντιμετώπιζαν το βλαστό της επιείκειας με ραπίσματα και ζητούσαν απαντήσεις με όρκους από αυτόν που είναι δικαστής των όρκων (Μαρκ.14, 65).
5. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν δίκαζαν το δικαστή και έκριναν τον κριτή του κόσμου, όταν ο δούλος ρωτούσε και ο Κύριος σώπαινε, το φως ησύχαζε και το σκοτάδι γαυριούσε, το πλάσμα έδειχνε θρασύτητα και ο Δημιουργός έδειχνε υπομονή.
6. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι ταύροι χτυπούσαν με τα κέρατα και ο μόσχος στεκόταν, όταν το λιοντάρι βρυχιόταν και οι ταύροι κοίταζαν αγέρωχοι, όπως έχει γραφτεί.«με περικύκλωσαν πολλά μοσχάρια και με τριγύρισαν ταύροι καλοθρεμμένοι, άνοιξαν το στόμα τους καταπάνω μου σαν λιοντάρι αρπαχτικό» (Ψαλμ. 21, 12).
7. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν αλυχτούσαν τα σκυλιά και ο αφέντης έδειχνε ανοχή, όταν οι λύκοι είχαν βγεί για ν αρπάξουν και το πρόβατο ήταν παρόν εκεί. Όταν ο ληστής δεχόταν πρόσκληση στη ζωή, ενώ η ζωή του κόσμου συρόταν στο θάνατο, όταν έβγαζαν τις άτακτες και θεοκτόνες εκείνες φωνές «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Το αίμα του επάνω σ εμάς και τα παιδιά μας» (Ιω. 19, 15. Ματθ. 27, 25), οι φονιάδες του Κυρίου και των προφητών, οι θεομάχοι, οι μισόθεοι, οι υβριστές του νόμου, οι πολέμιοι της χάριτος, οι εχθροί της πίστης των πατέρων, οι συνήγοροι του διαβόλου, τα γεννήματα των εχιδνών, οι ψιθυριστές, οι καταλαλητές, εκείνοι που είχαν βουτηγμένο το νού τους στο σκοτάδι, η ζύμη των Φαρισαίων (Ματθ. 16, 6. Μάρκ. 8, 15. Λουκ. 12, 1), το συνέδριο των δαιμόνων, οι μιαροί, οι πάμφαυλοι, οι λιθοβολιστές, οι μισόκαλοι. Και δικαιολογημένα φώναζαν, «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν». Γιατί τους καταπλάκωνε η παρουσία της θεότητας με σάρκα και τους δυσαρεστούσε ο έλεγχος για τον τρόπο ζωής τους. Είναι συνήθεια πάγια των αμαρτωλών να μισούν τη συναναστροφή των δικαίων.
8. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν τον φραγγέλωσαν και βασάνιζαν το Άγιο σώμα εκείνου που υπέφερε θεληματικά τα πάθη, για να θεραπεύσει τις παλιές πληγές των αμαρτημάτων μας.όταν σήκωσε στους ώμους του το ξύλο του σταυρού το τρόπαιο κατά του διαβόλου, όταν έβαζαν στεφάνι από αγκάθια σ εκείνον που στεφανώνει όσους πιστεύουν σ αυτόν. Όταν φόρεσαν την πορφύρα σ αυτόν που χαρίζει αφθαρσία σε όσους αναγεννιούνται με νερό και Πνεύμα Άγιο (Ιω. 3, 5. Ματθ. 27, 48).όταν κάρφωσαν στο ξύλο αυτόν που είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου.
9. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τον Κύριο της στρατιάς των ουρανών.
10. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν έδεσαν στο καλάμι σπόγγο γεμάτο με ξίδι και τον πότιζαν δίνοντας χολή, αυτόν που τους έριξε το μάννα σά βροχή (Εξ. 16, 13-15).όταν έσπαζαν οι πέτρες και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού κατάπληκτα από το θράσος των αλιτηρίων, όταν ο ήλιος πενθούσε και φορούσε το σκότος σαν πένθιμο σάκκο πενθώντας την πτώση των Ιουδαίων, γιατί η ημέρα θρηνούσε τις συμφορές των Ιουδαίων, όταν η ζωή ήταν κρεμασμένη ανάμεσα στους ληστές και ο ένας τον χλεύαζε και τον κατηγορούσε, ενώ ο άλλος με τη μετάνοιά του λήστευε τον Παράδεισο (Λουκ. 23, 39-43).
11. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν το σώμα παραδινόταν για την ταφή.
12. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες φύλαγαν και η γη έκρυβε αυτόν που στήριξε τη γη πάνω στα νερά (Γεν. 1, 9).όταν οι απόστολοι κρύβονταν μη μπορώντας να υποφέρουν τον όγκο των πειρασμών.
13. Αλλά πρόσεχε, αγαπητέ, τα θαύματα του Θεού και τα κατορθώματα της χαράς μετά το πάθος. Ο περιφρονημένος μεταβαλλόταν σε ένδοξο και η χαρά του κόσμου ανασταίνεται άφθαρτη μαζί με το σώμα. Τότε είχε ωδίνες η γη και κυοφόρησε η ημέρα και ο θάνατος απέβαλε τη ζωή των όλων. Δεν ήταν δυνατό να κρατήσει ο θάνατος Εκείνον που κρατεί τα πάντα με το λόγο του.
14. Ας εορτάσομε λοιπόν την τριήμερη ανάσταση που έγινε πρόξενος αιώνιας ζωής. Γιατί, όπως η Θεοτόκος Μαρία δε δοκίμασε παρθενικές ωδίνες κόρης ανύμφευτης, αλλά με τη θέληση του Θεού και τη χάρη του Πνεύματος γέννησε τον Δημιουργό των αιώνων, τον Θεό Λόγο του Θεού, έτσι και η γη από τις λαγόνες της, αποφεύγοντας τις ωδίνες του θανάτου (Πράξ. 2, 24), άφησε ελεύθερο, όταν διατάχτηκε τον Κύριο των Ιουδαίων, γιατί δεν μπορούσε να κατέχει ένα σώμα που είχε γίνει φορέας αθανασίας. Φέροντας λοιπόν στο νού ο προφήτης Δαβίδ την αποκατάσταση του μεγαλείου, την κατάργηση του θανάτου, την ελευθερία όσων ήταν κάποτε δούλοι, φωνάζει και λέει, «ο Κύριος έγινε βασιλιάς, φόρεσε το μεγαλείο του» (Ψαλμ. 92, 1).
15. Ποιο μεγαλείο ντύθηκε; Την αφθαρσία, την αθανασία, τη σύναξη των αποστόλων, το στεφάνι της Εκκλησίας. Δεν προδίδει πια ο Ιούδας, δεν απειλεί ο Καϊάφας, δεν αρματώνεται ο Ηρώδης για το φόνο των παιδιών, δεν δικάζει ο Πιλάτος, ούτε φυλακίζουν οι Ισραηλίτες. Το φθαρτό έγινε άφθαρτο κι Εκείνος που τον θεωρούσαν απλό άνθρωπο μόνο, αποδείχτηκε Θεός αληθινός. Γι αυτό φωνάζομε κι εμείς, «που είναι, θάνατε, το κεντρί της δύναμης; Που είναι, άδη, η νίκη σου;» (Α' Κορ. 15, 55). «Ο Κύριος έγινε βασιλιάς, ντύθηκε μεγαλείο, ντύθηκε και ζώστηκε δύναμη» (Ψαλμ. 92, 1). Δύναμη εννοεί την οικονομία της ένσαρκης παρουσίας του, γιατί δεν είναι τίποτα δυνατότερο από αυτήν.με το σώμα του ο ασώματος νίκησε τους δαίμονες, με το σταυρό υποδούλωσε τις αντίπαλες δυνάμεις.
16. Επειδή δηλαδή στην αρχή η αμαρτία συγκλόνιζε τη γη, αφού αναστήθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όπως προείπε, τη στερέωσε με το ξύλο του σταυρού, για να μην βαδίζει στον γκρεμό της απώλειας ούτε να την δέρνουν οι άνεμοι της πλάνης. Και μάρτυρα του λόγου μας ας φέρουμε τον μακάριο Παύλο που λέει τα εξής.«πρέπει τούτο το φθαρτό να ντυθεί αφθαρσία και το θνητό αυτό να ντυθεί αθανασία» (Α' Κορ. 15, 53). Γι αυτό κι ο ψαλμωδός λέει.«έτοιμος είναι ο θρόνος σου από τότε, εσύ υπάρχεις από τον αιώνα» (Ψαλμ. 92, 2) και «η βασιλεία σου είναι βασιλεία αιώνια, που δε θα καταλυθεί» (Δαν. 7, 14). Και πάλι, «η βασιλεία σου είναι βασιλεία όλων των αιώνων» (Ψαλμ. 144, 13), και πάλι, «ο Κύριος έγινε βασιλιάς, ας αναγαλλιάσει η γη, ας ευφρανθούν νησιά πολλά» (Ψαλμ. 96, 1), γιατί σ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...