Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αββάς Δωρόθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αββάς Δωρόθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2013

Για τη συνείδηση

Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα του ἕνα θεῖο σπέρμα, σάν ἕνα εἶδος λογισμοῦ πιό θερμοῦ καί φωτεινοῦ, νά ἔχει τή θέση τῆς σπίθας, γιά νά φωτίζει τό νοῦ καί νά τοῦ δείχνει νά ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό1. Αὐτό ὀνομάζεται συνείδηση, καί εἶναι ὁ φυσικός νόμος (Ἰωαν. Χρυσ. P. G.49, 131-133). Αὐτός εἶναι τά πηγάδια πού ἄνοιγε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες, καί τά παράχωναν οἱ Φιλισταῖοι (Γεν. 26, 15). Μ’ αὐτό τό νόμο, δηλαδή μέ τή συνείδηση, συμμορφώθηκαν οἱ Πατέρες καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι πού ἔζησαν πρίν ἀπό τό γραπτό νόμο καί εὐαρέστησαν στόν Θεό. Ἐπειδή ὅμως αὐτή παραχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τήν προοδευτική ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τό γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους Προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἴδιου τοῦ Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά τήν ξαναφέρει στό φῶς καί νά τήν ἀναστήσει, γιά νά ξαναδώσει ζωή, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, σ’ ἐκείνη τήν σπίθα πού ἦταν παραχωμένη.

Τώρα λοιπόν, εἶναι στό χέρι μας ἤ νά τήν παραχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἄν συμμορφωνόμαστε μέ τίς ὑποδείξεις της. Γιατί ὅταν ἡ συνείδησή μας μᾶς ὑπαγορεύει νά κάνουμε αὐτό καί ἀδιαφοροῦμε, καί πάλι μᾶς λέει νά κάνουμε ἐκεῖνο καί δέν τό κάνουμε, ἀλλά σταθερά καί ἀδιάκοπα τήν καταπατοῦμε, ἔτσι τή θάβουμε καί δέν μπορεῖ πιά νά φωνάξει δυνατά μέσα μας, ἀπό τό βάρος πού τή σκεπάζει. Ὅπως ἀκριβῶς τό λυχνάρι πού δίνει θαμπό φῶς, ἔτσι καί αὐτή ἀρχίζει νά μᾶς δείχνει ὅλο πιό θολά, ὅλο πιό σκοτεινά τά πράγματα, ὅπως συμβαίνει καί μέ τό θολωμένο ἀπό τά πολλά χώματα νερό, πού δέν μπορεῖ νά δεῖ κανείς μέσα τό πρόσωπό του. Ἔτσι σιγά – σιγά καταντᾶμε νά μήν αἰσθανόμαστε ἐκεῖνα πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας καί νά φτάνουμε στό σημεῖο νά νομίζουμε ὅτι δέν τήν ἔχουμε καθόλου. Ὅμως δέν ὑπάρχει κανένας πού νά μήν τήν ἔχει. Γιατί αὐτό εἶναι κάτι θεϊκό, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί δέν χάνεται ποτέ, ἀλλά πάντα μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο πού ὀφείλουμε νά κάνουμε. Ἐμεῖς ὅμως δέν τήν αἰσθανόμαστε γιατί, ὅπως εἶπα, τήν καταφρονοῦμε καί τήν καταπατοῦμε.

41.—. Γι’ αὐτό ὁ Πρόφήτης θρηνεῖ τόν Ἐφραίμ καί λέει: «Καταδυνάστευσε ὁ Ἐφραίμ τόν ἀντίπαλό του καί κατέπνιξε τή φωνή του» (Ὡσ. 5, 11). Ἀντίπαλο ὀνομάζει τή συνείδηση. Γι’ αὐτό καί στό Εὐαγγέλιο λέει: «Νά ἔχεις καλές σχέσεις μέ τόν ἀντίπαλό σου, ὅσο περπατᾶτε ἀκόμη μαζί στό δρόμο, μήπως κάποτε σέ παραδώσει στόν κριτή, καί ὁ κριτής στούς ὑπηρέτες καί σέ βάλουν στή φυλακή. Ἀληθινά, σοῦ λέω, δέν θά βγεῖς ἀπό ἐκεῖ μέχρις ὅτου ξεπληρώσεις καί τήν τελευταία δεκάρα τοῦ χρέους σου» (Ματθ. 5, 25-26)2. Γιατί ὅμως ὀνομάζει τή συνείδηση ἀντίπαλο; Ἀντίπαλος λέγεται, ἐπειδή ἐναντιώνεται πάντοτε στό θέλημά μας τό κακό, καί μᾶς ἐλέγχει γι’ αὐτά πού πρέπει νά κάνουμε καί δέν τά κάνουμε καί μᾶς κατηγορεῖ γι’ αὐτά πού κάνουμε ἐνῶ δέν πρέπει νά τά κάνουμε. Γι’ αὐτό τήν ὀνομάζει ἀντίπαλο καί μᾶς παραγγέλει λέγοντας: «Νά ἔχεις καλές σχέσεις μέ τόν ἀντίπαλό σου, ὅσο περπατᾶτε ἀκόμα μαζί στό δρόμο.

42.—. Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, νά φυλᾶμε τή συνείδησή μας, ὅσο ἀκόμα βρισκόμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, χωρίς νά τήν προκαλοῦμε νά μᾶς ἐλέγξει γιά κάποιο πράγμα, χωρίς νά τήν καταπατοῦμε σέ τίποτα ἀπολύτως οὔτε καί στό ἐλάχιστο. Γιατί ξέρετε καλά ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά καί ἀσήμαντα, ὅπως λένε, φτάνουμε νά καταφρονοῦμε καί τά μεγάλα. Γιατί ὅταν ἀρχίσει κανείς νά λέει: «Τί σημασία ἔχει, ἄν πῶ αὐτό τό λόγο. Τί σημασία ἔχει ἄν φάω λιγάκι; Τί σημασία ἔχει ἄν δώσω προσοχή σ’ αὐτό τό πράγμα»; Ἀπό τό «τί σημασία ἔχει αὐτό καί τί σημασία ἔχει ἐκεῖνο», ἀποκτάει κανείς κακή καί διεστραμμένη διάθεση3 καί ἀρχίζει νά καταφρονεῖ καί τά μεγάλα καί βαρύτερα, καί νά καταπατεῖ τήν ἴδια τή συνείδησή του.

Γι’ αὐτό, προσέξτε, ἀδελφοί μου, νά μήν ἀμελήσουμε τά μικρά, προσέξτε νά μήν καταφρονήσουμε αὐτά σάν ἀσήμαντα. Δέν εἶναι μικρά, γιατί ἀπ’ αὐτά τρέφεται ἡ ψυχή, ἀπ’ αὐτά δημιουργεῖται κακή συνήθεια. Ἄς ἀγρυπνήσουμε, ἄς φροντίσουμε τά ἐλαφρά, ὅσο εἶναι ἀκόμη ἐλαφρά, γιά μή γίνουν βαριά. Καί ἡ πρόοδός μας στήν ἀρετή καί ἡ ἁμαρτία, ξεκινᾶνε ἀπό τά μικρά καί κατραλήγουν σέ μεγάλα, εἴτε καλά εἴτε κακά4. Γι’ αὐτό μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος νά φυλᾶμε τή συνείδησή μας, σάν νά θέλει νά κάνει κάποιον ἰδιαίτερα προσεκτικό καί τοῦ λέει: «Πρόσεξε τί κάνεις, ταλαίπωρε, ξύπνα, δημιούργησε καλές σχέσεις μέ τόν ἀντίπαλό σου, ὅσο ἀκόμη βρίσκεσαι στό δρόμο μαζί του». Καί προσθέτει τό φόβο καί τόν κίνδυνο πού ἔχει ἡ ὑπόθεση λέγοντας: «Μήπως κάποτε σέ παραδώσει στόν κριτή καί ὁ κριτής στούς ὑπηρέτες καί σέ βάλουν στή φυλακή». Καί τί ἄλλο; «Ἀληθινά, σοῦ λέω, δέν θά βγεῖς ἀπό ἐκεῖ, μέχρις ὄτου ξεπληρώσεις καί τήν τελευταία δεκάρα τοῦ χρέους σου». Γιατί ἡ συνείδηση μᾶς ἐλέγχει, ὅπως εἶπα, γιά τό καλό καί γιά τόκακό, καί μᾶς ὑποδεικνύει τί νά κάνουμε καί τί ὄχι. Καί αὐτή πάλι θά μᾶς κατηγορήσει καί στή μέλλουσα ζωή. Γι’ αὐτό λέει: Μήπως κάποτε σέ παραδώσει στόν κριτή» κ.τ.λ.

43.—. Ἡ προσπάθειά μας, γιά νά φυλάξουμε τή συνείδησή μας ἄγρυπνη καί νά συμμοργωνόμαστε μέ τίς ὑποδείξεις της, παίρνει πολλές καί ποικίλες μοργές. Γιατί πρέπει νά ἐνεργεῖ κανείς «κατά συνείδηση» καί πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον καί πρός τά πράγματα. Πρός μέν τό Θεό, γιά νά μήν καταφρονεῖ τίς ἐντολές Του, καί ὅταν δέν τόν βλέπει ἄνθρωπος καί ὅταν κανείς δέν ἀπαιτεῖ τίποτε ἀπ’ αὐτόν. Αὐτός ἐνεργεῖ «κατά συνείδηση» ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μυστικά. Νά, τί θέλω νά πῶ. Ἀμέλησε τήν προσευχή, ἀνέβηκε στήν καρδιά του «ἐμπαθής λογισμός» καί δέν πρόσεξε καί δέν πίεσε τόν ἑαυτό του, ἀλλά συγκατατέθηκε. Εἶδε τόν πλησίον του νά λέει ἤ νά κάνει κάτι καί κατά τή φαντασία του τόν ὑποψιάστηκε καί τόν κατέκρινε. Καί μέ λίγα λόγια, σέ ὅσα γίνονται ἐσωτερικά, μυστικά, πού κανένας δέν ξέρει, παρά μόνο ὁ Θεός καί ἡ συνείδησή μας, σ’ αὐτά πρέπει νά συμμορφωνόμαστε μέ τή φωνή τῆς συνειδήσεως. Αὐτό σημαίνει τό νά τηροῦμε τή συνείδησή μας πρός τό Θεό.

44.—. Ἡ τήρηση τῆς συνειδήσεως πρός τόν πλησίον εἶναι νά μήν κάνει κανείς τίποτε ἀπολύτως πού καταλαβαίνει ὅτι θλίβει ἤ πληγώνει τόν πλησίον, εἴτε μέ ἔργο, εἴτε μέ λόγο, εἴτε μέ κάποια κίνηση εἴτε μ’ ἕνα βλέμμα, γιατί μπορεῖ κανείς καί μέ μιά κίνηση, ὅπως πολλές φορές λέω, νά πληγώσει τόν πλησίον, μπορεῖ καί μ’ ἕνα βλέμμα. Καί μέ λίγα λόγια, ὁ ἄνθρωπος μολύνει τή συνείδησή του μέ ὅσα καταλαβαίνει ὅτι κάνει ἐπίτηδες γιά νά προκαλέσει λογισμό στόν πλησίον, ἐπειδή ξέρει ὅτι τό κάνει ἐπίτηδες γιά νά τόν βλάψει ἤ νά τόν στεναχωρήσει. Τό νά φυλάξει λοιπόν τή συνείδηση καί νά μήν κάνει κάτι τέτοιο, εἶναι αὐτό πού λέμε, «νά ἐνεργεῖ κατά συνείδηση» πρός τον πλησίον.

45.—. Νά ἐνεργεῖ κανείς «κατά συνείδηση» πρός τά ὑλικά πράγματα σημαίνει νά μήν κάνει κατάχρηση κανενός πράγματος, νά μήν ἀφήνει κάτι νά καταστραφεῖ ἤ νά πεταχθεῖ. Ἀλλά, καί ἄν ἀκόμα δεῖ κάτι πεταμένο, νά μήν τό ἀγνοήσει, ἔστω καί ἄν εἶναι ἀσήμαντο, ἀλλά νά τό μαζέψει καί νά τό βάλει στή θέση του. Νά μή χρησιμοποιεῖ ἀπρόσεκτα τά ροῦχα του. Γιατί, ἄς ὑποθέσουμε ὅτι μπορεῖ νά φορέσει κανείς τό ροῦχο του ἄλλη μιά ἤ δυό ἑβδομάδες καί πηγαίνει καί τό βάζει καί τό πλένει, πρίν τῆς ὥρας του, καί τό φθείρει. Καί ἀντί νά τό χρησιμοποιήσει ἄλλους πέντε μῆνες ἤ καί περισσότερο, μέ τό πλῦνε-πλῦνε το παλιώνει καί τό ἀχρηστεύει. Καί αὐτό γίνεται «παρά συνείδηση».
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό στρῶμα. Πολλές φορές μπορεῖ κανείς νά βολευτεῖ μ’ ἕνα παπλωματάκι καί ζητάει παχύ στρῶμα. Ἄλλοτε πάλι ἔχει τρίχινο καί θέλει νά τό ἀλλάξει καί νά πάρει ἄλλο καινούργιο καί ὄμορφο ἀπό ματαιοδοξία ἤ ἀπό ἀκηδία. Μπορεῖ ν’ ἀρκεστεῖ σ’ ἕνα παλιόρουχο καί ζητάει μάλλινο καί δημιουργεῖ ζητήματα, ἄν δέν τοῦ τό δώσουν. Ἄν δέ καί ἀρχίσει νά προσέχει τόν ἀδελφό του καί νά λέει: «Γιατί αὐτός ἔχει αὐτό καί ἐγώ δέν ἔχω»; Ἔ, αὐτός εἶναι μακάριος! Τότε πρόκοψε!5. Ἄλλοτε πάλι ἁπλώνει κανείς τό ροῦχο του ἤ τό σκέπασμά του στόν ἥλιο καί ἀμελεῖ νά τό μαζέψει καί τό ἀφήνει καί καίγεται. Καί αὐτό εἶναι «παρά συνείδηση».
Παρόμοια καί μέ τά φαγητά. Μπορεῖ κανείς νά βολευτεῖ μέ μικρό λάχανο ἤ μέ λίγα ὄσπρια ἤ λίγες ἐλιές, καί δεν τό σηκώνει, ἀλλά ζητάει ἄλλο φαγητό πιό γευστικό καί πιό πολυτελές. Ὅλα αὐτά εἶναι «παρά συνείδηση»6.

46.—. Οἱ Πατέρες ὅμως λένε ὅτι δεν πρέπει ὁ μοναχός ν’ ἀφήσει ποτέ τή συνείδησή του νά τόν κατατυραννεῖ γιά ὁποιοδήποτε θέμα7. Πρέπει λοιπόν, ἀδελφοί μου, ν’ ἀγρυπνοῦμε πάντοτε καί νά φυλαγόμαστε ἀπ’ ὅλα αὐτά, γιά νά μήν πέσουμε σέ κίνδυνο. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τό προεῖπε, ὅπως τό ξανάπαμε. Ὁ Θεός νά δώσει νά τά ἀκοῦμε καί νά τά τηροῦμε ὅλα αὐτά, γιά νά μήν μᾶς κατακρίνουν οἱ λόγοι τῶν Πατέρων μας. Ἀμήν. Ἀπό τό βιβλίο,
«Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, ἔργα ἀσκητικά»

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2012

Η πιο εύκολη αμαρτία , η κατάκριση !



 

Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν.

Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μια μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει: «Τί σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τί σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος»; Αρχίζει ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ απασχολείται με τη ζωή του πλησίον.

Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουθένωση. Από εκεί πέφτει σ’ όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουθένωση του πλησίον.

Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουθένωση.

Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.

Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πει: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία.

Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει το νου του στον εαυτόν του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ’ όλα αυτά, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει. Διαφορετικά, βέβαια, κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;

Τίποτα απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνον Αυτός είναι Εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνος αυτός γνωρίζει.

Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πώς μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις, και χάνεις τη ψυχή σου; Πού ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό, ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουθενώνουμε.

Εξουθένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.

Όσοι όμως θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί λέγοντας ότι: «Οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν’ ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».

Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ’ αυτόν.

Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: «Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Αλλά ενώ κάνουμε διαβολικό έργο δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τί άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον.

Από ποιον άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νου μας στα ελαττώματα του πλησίον. Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν. Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται.

Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ’ αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος.

Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.

(Αββά Δωροθέου, Έργα Ασκητικά, Εκδόσεις «Ετοιμασία», Ι. Μ. Αγίου Ιωάννου Προδρόμου )
 

Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2012

Ας πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο!


Αββάς Δωρόθεος, Έργα Ασκητικά, ΣΤ΄Διδασκαλία
” Φροντίστε όσο μπορεί ο καθένας να ενωθείτε μεταξύ σας. Γιατί όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο ενώνεται και με το Θεό.
Και για να καταλάβετε τη σημασία αυτού του λόγου θα σας πω ένα παράδειγμα από τους Πατέρες.
Φανταστείτε ένα κύκλο πάνω στη γη, σαν ένα σχήμα στρογγυλό που χάραξε κάποιος με διαβήτη από ένα κέντρο. Κέντρο λέγεται το μέσο του κύκλου. Προσέξτε τώρα. Υποθέστε ότι ο κύκλος αυτός είναι ο κόσμος και ότι το κέντρο του κύκλου είναι ο Θεός. Οι ακτίνες του κύκλου από την περιφέρεια προς το κέντρο είναι οι δρόμοι για το Θεό, δηλαδή οι τρόποι ζωής των ανθρώπων.
Προχωρούν λοιπόν οι άγιοι προς το εσωτερικό του κύκλου επιθυμώντας να πλησιάσουν το Θεό. Και όσο προχωρούν προς το κέντρο τόσο πλησιάζουν και το Θεό και μεταξύ τους. Το ίδιο σκεφθείτε και για το χωρισμό. Γιατί όταν μακραίνουν από το Θεό και στρέφονται προς τα έξω, είναι φανερό πως όσο βγαίνουν και απομακρύνονται από το Θεό τόσο απομακρύνονται και από τους άλλους. Και αντίστοιχα, όσο απομακρύνονται από τους άλλους τόσο απομακρύνονται και από το Θεό.
Να λοιπόν ποια είναι η φύση της αγάπης. Όταν είμαστε έξω και δεν αγαπάμε το Θεό, τότε είμαστε και απομακρυσμένοι ο καθένας από τον πλησίον. Αν όμως αγαπήσουμε το Θεό, όσο πλησιάζουμε το Θεό με την αγάπη για Kείνον, τόσο ενωνόμαστε με την αγάπη για τον πλησίον, και όσο ενωνόμαστε με τον πλησίον, τόσο ενωνόμαστε και με το Θεό. “

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2012

Αββάς Δωρόθεος: προσπάθεια, α-προσπάθεια, α-πάθεια


πηγή


Ἂν λοιπὸν θέλουμε ν' ἁπαλλαγοῦμε τέλεια καὶ να ἐλευθερωθοῦμε, ἂς μάθουμε να κόβουμε τὰ θελήματα μας, καὶ ἔτσι προκόβοντας λίγο - λίγο, μὲ τῇ Χαρῇ τοῦ Θεοῦ, θὰ φτάσουμε στην «ἀπροσπάθεια». Γιατὶ τίποτα δεν ὠφελεῖ τόσο τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸ να κόψουν τὸ θέλημα τούς. Πραγματικά, προοδεύει κανεὶς ἀπ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σχεδὸν περισσότερο ἀπ' ὄσο με ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀρετή. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος ποῦ περπατάει στο δρόμο καὶ βρίσκει ἕνα μονοπάτι καὶ τὸ ἀκολουθεῖ, μ' ἐκεῖνο τὸ μονοπάτι κερδίζει πολὺ μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ δρόμο, τὸ 'ἴδιο συμβαίνει καὶ μ' αὐτὸν ποῦ ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο τῆς «ἐκκοπὴς τοῦ θελήματος». Γιατί με τὸ να κόβει κανεὶς τὸ θέλημα τοῦ, ἀποκτᾷ τὴν «ἀπροσπάθεια» καὶ ἀπὸ τὴν «ἀπροσπάθεια» ἔρχεται, μὲ τῇ Χαρῇ τοῦ Θεοῦ, σὲ τέλεια «ἀπάθεια». Μπορεῖ δὲ σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα να κόψει κανεὶς δέκα θελήματα, καὶ σᾶς λεὼ πῶς: Κάνει ἕνα μικρὸ περιπατο καὶ βλέπει κάτι, καὶ τοῦ λέει ὁ λογισμός: «Κοίταξε ἐκεῖ», καὶ λέει στο λογισμό: «Ὄχι δεν κοιτάζω καθόλου», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν προσέχει. Πάλι συναντάει μερικοὺς ποῦ κουβεντιάζουν, καὶ τοῦ λέει ὃ λογισμός: «Πες καὶ σὺ αὐτό», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν τὸ λέει. Πάλι τοῦ λέει ὁ λογισμός: «Πήγαινε καὶ ῥώτησε τὸ μάγειρά τι μαγειρεύει», καὶ δεν πάει, ἀλλὰ κόβει τὸ θέλημά του. Βλέπει κάτι καὶ τοῦ λέει ὃ λογισμός: «Ῥώτησε ποῖος τὸ ἔφερε», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν ῥωτάει. Καὶ ἔτσι κόβοντας συχνὰ - πυκνὰ τὸ θέλημά του, συνηθίζει να τὸ κόβει καὶ ἀρχιζοντας ἀπὸ τὰ μικρὰ φτάνει να κόβει με ἄνεση καὶ χαρὰ καὶ τὰ μεγάλα. Ἔτσι καταλήγει να μὴν ἔχει καθόλου θέλημα, ἀλλὰ ὀτιδήποτε συμβεῖ τὸν ἀναπαύει, σὰν να γίνεταί με τὸ θέλημά του. Καὶ χωρὶς να θέλει ὃ 'ἴδιος να κάνει τὸ θέλημά του βρίσκεται πάντοτε να τὸ κάνει. Γιατὶ για ὁποῖον δεν ἔχει δικὸ τοῦ θέλημα, καθετὶ ποῦ γίνεται εἶναι καὶ δικὸ τοῦ. Καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο φτάνει, ὅπως εἴπαμε, να μὴν ἔχει «προσπάθεια» καὶ ἀπὸ τὴν «ἀπροσπάθεια» ἔρχεται στην «ἀπάθεια».
ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ, έργα ασκητικά, 
Εκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 
σελ 101- 103 Α΄ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ 

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2012

Αββάς Δωρόθεος: προσπάθεια, α-προσπάθεια, α-πάθεια



 
 
Μικρό Ωρολόγιο

Ἂν λοιπὸν θέλουμε ν' ἁπαλλαγοῦμε τέλεια καὶ να ἐλευθερωθοῦμε, ἂς μάθουμε να κόβουμε τὰ θελήματά μας, καὶ ἔτσι προκόβοντας λίγο - λίγο, μὲ τῇ Χαρῇ τοῦ Θεοῦ, θὰ φτάσουμε στην «ἀπροσπάθεια». Γιατὶ τίποτα δεν ὠφελεῖ τόσο τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸ να κόψουν τὸ θέλημά τους. 


Πραγματικά, προοδεύει κανεὶς ἀπ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σχεδὸν περισσότερο ἀπ' ὄσο με ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀρετή. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος ποῦ περπατάει στο δρόμο καὶ βρίσκει ἕνα μονοπάτι καὶ τὸ ἀκολουθεῖ, μ' ἐκεῖνο τὸ μονοπάτι κερδίζει πολὺ μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ δρόμο, τὸ 'ἴδιο συμβαίνει καὶ μ' αὐτὸν ποῦ ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο τῆς «ἐκκοπὴς τοῦ θελήματος». Γιατί με τὸ να κόβει κανεὶς τὸ θέλημα τοῦ, ἀποκτᾷ τὴν «ἀπροσπάθεια» καὶ ἀπὸ τὴν «ἀπροσπάθεια» ἔρχεται, μὲ τῇ Χαρῇ τοῦ Θεοῦ, σὲ τέλεια «ἀπάθεια». 

Μπορεῖ δὲ σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα να κόψει κανεὶς δέκα θελήματα, καὶ σᾶς λεὼ πῶς: Κάνει ἕνα μικρὸ περιπατο καὶ βλέπει κάτι, καὶ τοῦ λέει ὁ λογισμός: «Κοίταξε ἐκεῖ», καὶ λέει στο λογισμό: «Ὄχι δεν κοιτάζω καθόλου», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν προσέχει. Πάλι συναντάει μερικοὺς ποῦ κουβεντιάζουν, καὶ τοῦ λέει ὃ λογισμός: «Πες καὶ σὺ αὐτό», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν τὸ λέει. Πάλι τοῦ λέει ὁ λογισμός: «Πήγαινε καὶ ῥώτησε τὸ μάγειρά τι μαγειρεύει», καὶ δεν πάει, ἀλλὰ κόβει τὸ θέλημά του. Βλέπει κάτι καὶ τοῦ λέει ὃ λογισμός: «Ῥώτησε ποῖος τὸ ἔφερε», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν ῥωτάει. 

Καὶ ἔτσι κόβοντας συχνὰ - πυκνὰ τὸ θέλημά του, συνηθίζει να τὸ κόβει καὶ ἀρχιζοντας ἀπὸ τὰ μικρὰ φτάνει να κόβει με ἄνεση καὶ χαρὰ καὶ τὰ μεγάλα. Ἔτσι καταλήγει να μὴν ἔχει καθόλου θέλημα, ἀλλὰ ὀτιδήποτε συμβεῖ τὸν ἀναπαύει, σὰν να γίνεταί με τὸ θέλημά του. Καὶ χωρὶς να θέλει ὃ 'ἴδιος να κάνει τὸ θέλημά του βρίσκεται πάντοτε να τὸ κάνει. Γιατὶ για ὁποῖον δεν ἔχει δικὸ τοῦ θέλημα, καθετὶ ποῦ γίνεται εἶναι καὶ δικὸ τοῦ. Καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο φτάνει, ὅπως εἴπαμε, να μὴν ἔχει «προσπάθεια» καὶ ἀπὸ τὴν «ἀπροσπάθεια» ἔρχεται στην «ἀπάθεια». 

ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ, έργα ασκητικά, 

Εκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 
σελ 101- 103 Α΄ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...