Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αναστασίου Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αναστασίου Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2012

Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Επιτακτική ανάγκη ο πνευματικός αναβαπτισμός



Πλήθος πιστών παρακολούθησε χθες το απόγευμα τη διάλεξη του πανοσιολογιότατου αρχιμανδρίτη π. Αθανασίου Μετεωρίτη, που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο «Imperial», στο πλαίσιο εκδήλωσης της ερανικής επιτροπής αποπερατώσεως του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας. Ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης μίλησε για την ανάγκη του πνευματικού αναβαπτισμού μέσω της αγιαστικής παράδοσης της εκκλησίας, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι μόνο η Εκκλησία μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο, να τον μεταμορφώσει, να τον απαλλάξει από τα πάθη και τις αδυναμίες του, να τον φωτίσει.
Επιπλέον, ανέφερε ότι ο αναβαπτισμός των πιστών μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας σηματοδοτεί, και τον αναβαπτισμό της κοινωνίας ολόκληρης και συμβάλλει κατά συνέπεια στην αναβάθμιση και την ποιότητα της πολιτείας, των θεσμών της αφού αυτός είναι ο ρόλος τελικά και η ευθύνη της Εκκλησίας, νά φανερώσει το αληθινό νόημα και τον σκοπό της ζωής μας, πού είναι ο ουρανός, η πραγματική δηλαδή και μόνιμη πατρίδα μας.

Ελευθερία Λάρισας 

Κυριακή, Ιανουαρίου 15, 2012

Ὁμιλία Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου: Τά βαθύτερα αἴτια καί ὁ χαρακτήρας τῆς κρίσεως, τρόποι ἀντιμετωπίσεώς της καί ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας



Τά βαθύτερα αἴτια καί ὁ χαρακτήρας τῆς κρίσεως, τρόποι ἀντιμετωπίσεώς της καί ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας
(Ὁμιλία στό Πολεμικό Μουσεῖο Ἀθηνῶν, 14 Ἰανουαρίου 2012)
Σε­βα­στοί πα­τέ­ρες, ἐλ­λο­γι­μώ­τα­τοι κ. Κα­θη­γη­τές, ἀξιότιμε κ. πρόεδρε τῆς Ἑστίας Πατερικῶν Σπουδῶν, ἀξιότιμε κ. συντονιστά τῆς ἀποψινῆς ἐκδηλώσεως, προ­σφι­λέ­στα­τοι ἀ­δελ­φοί μας.
Τό ζή­τη­μα τῆς κρί­σε­ως, πού μέ τό­ση σφο­δρό­τη­τα πλήτ­τει τήν χώ­ρα μας, ἔ­χει γί­νει ἀν­τι­κεί­με­νο σωρεί­ας με­λε­τῶν, προ­σεγ­γί­σε­ων, ἀ­να­λύ­σε­ων καί ἑρ­μη­νει­ῶν τά τε­λευ­ταῖα χρό­νια. Τά αἴ­τια καί οἱ συνέπει­ές της ἔ­χουν ἀ­πα­σχο­λή­σει πλη­θώ­ρα εἰ­δη­μό­νων, ἐμ­πει­ρο­γνω­μό­νων, εἰ­δι­κῶν ἐ­πι­τρο­πῶν καί ἔχουν ἀ­πο­τυ­πω­θεῖ σέ ποι­κί­λα πο­ρί­σμα­τα, ἄρ­θρα, με­λέ­τες, εἰ­ση­γή­σεις καί το­πο­θε­τή­σεις. Ἡ κρί­ση ἀποτε­λεῖ τό κυ­ρί­αρ­χο θέ­μα στήν εἰ­δη­σε­ο­γρα­φί­α, στίς συ­ζη­τή­σεις, στίς ἔ­ρευ­νες, στίς ἀ­να­φο­ρές.

Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, ἔ­χει γί­νει ὁ ἐ­φιά­λτης τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας τῶν πο­λι­τῶν· ἔ­χει γί­νει ἡ ἀ­γω­νί­α τοῦ κά­θε οἰ­κο­γε­νειά­ρχη, πού ἀ­δυ­να­τεῖ νά συν­τη­ρή­σει τά παι­διά του· ἔ­χει γί­νει τό δρά­μα τῶν ἀ­πο­λυ­μέ­νων, τῶν ἀ­νέρ­γων, τῶν ἀ­στέ­γων, τῶν φτω­χῶν καί τῶν πο­λυ­τέ­κνων· ἔ­χει γί­νει ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση καί ἀ­πελ­πι­σί­α γιά ὅ­λους αὐ­τούς πού βλέ­πουν τήν ζω­ή τους ρη­μαγ­μέ­νη καί χω­ρίς ἐλ­πί­δα, μέλ­λον καί προ­ο­πτι­κή.
Μά­ται­α οἱ οἰ­κο­νο­μο­λό­γοι καί οἱ ἀ­να­λυ­τές ἐ­πι­δί­δον­ται σέ μί­α σει­ρά ἀ­πό λο­γι­στι­κούς ὑ­πο­λο­γι­σμούς καί προ­σθα­φαι­ρέ­σεις γιά τήν μεί­ω­ση τοῦ δη­μο­σί­ου χρέ­ους, ἀ­φοῦ πα­ρα­δό­ξως ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ χρέ­ους συ­νε­χῶς δι­ογ­κώ­νε­ται καί κα­ταρ­τί­ζον­ται νέ­οι πί­να­κες μέ τούς ρυθ­μούς καί τά πο­σο­στά προ­σαυ­ξή­σε­ώς του μέ νέ­ες πε­ρι­κο­πές καί φο­ρο­ει­σπρα­κτι­κά μέ­τρα.
Μί­α τέ­τοι­α προ­σέγ­γι­ση, στη­ριγ­μέ­νη ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο σέ οἰ­κο­νο­μο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια, δέν λαμβάνει ὑ­πό­ψη της μί­α σει­ρά ἀ­πό ἄλ­λους πα­ρά­γον­τες ἐ­ξω­γε­νεῖς καί ἐν­δο­γε­νεῖς. Κι αὐ­τό για­τί ἡ κρί­ση δέν εἶ­ναι μο­νο­δι­ά­στα­τη, δέν εἶ­ναι ἀ­πο­κομ­μέ­νη καί ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό τήν σύ­νο­λη δι­ε­θνή, πολιτική, κοι­νω­νι­κή, θρη­σκευ­τι­κή, ἀλ­λά καί τήν προ­σω­πι­κή τοῦ κα­θε­νός μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Ἡ ἀ­πο­ρί­α, βε­βαί­ως, πού πλα­νᾶ­ται ἀ­να­πάν­τη­τη ἀ­φο­ρᾶ στήν ξαφ­νι­κή, ἀ­κα­ρια­ία σχε­δόν, ἐκ­δή­λω­ση αὐ­τῆς τῆς κρί­σε­ως ἤ ἔ­στω τῆς δη­μο­σι­ο­ποι­ή­σε­ώς της στήν πε­ρί­πτω­ση πού ἡ κρίση αὐτή προ­ϋ­πῆρ­χε σέ τέ­τοι­α ὀ­ξύ­τη­τα. Τό γε­γο­νός αὐ­τό πι­στο­ποι­εῖ ὅ­τι ἡ κρί­ση εἶ­ναι τε­χνη­τή, ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α κα­λή εὐ­και­ρί­α νά ἐ­πι­βλη­θοῦν μέ τόν πλέ­ον ἄ­με­σο καί ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό τρό­πο οἱ ἐ­πι­λο­γές καί οἱ σχε­δια­σμοί τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς στήν χώ­ρα μας καί ἡ εἴ­σο­δός μας στήν παγ­κό­σμια δι­α­κυ­βέρ­νη­ση. 
Ἡ αἰφ­νι­δι­α­στι­κή ἐκ­δή­λω­ση τῆς κρί­σης στήν ση­με­ρι­νή της τρα­γι­κή μορ­φή, εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­ση μί­ας ὁ­λό­κλη­ρης σει­ρᾶς σχε­δι­α­σμέ­νων καί στο­χευ­μέ­νων με­θό­δων πού ἐ­φαρ­μό­στη­καν τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες στήν πα­τρί­δα μας.
Ἡ κα­θο­λι­κή, δη­λα­δή, ἀ­πα­ξί­ω­ση τῶν πα­ρα­δό­σε­ων, ἡ ἀ­πο­κα­θή­λω­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν συμ­βό­λων, ἡ ἀ­πο­χρι­στι­α­νο­ποί­η­ση τοῦ κρά­τους καί τῆς κοι­νω­νί­ας μας, ὁ εὐ­νου­χι­σμός τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας κρί­σε­ως καί συ­νει­δή­σε­ως, ἡ νό­θευ­ση τῆς γλώσ­σας καί τῆς παι­δεί­ας μας, ἡ ἐ­πι­χεί­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς καί ἐ­θνο­λο­γι­κῆς μας με­ταλ­λά­ξε­ως, ἡ ἐ­πι­βο­λή τῆς πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας καί τοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ εἶ­ναι ὅ­λα ὅ­σα προ­η­γή­θη­καν, ὥ­στε νά ἀμ­βλυν­θοῦν οἱ συ­νει­δή­σεις καί νά καμ­φθοῦν οἱ πνευ­μα­τι­κές ἀν­τι­στά­σεις καί τά ἀν­τι­σώ­μα­τα τοῦ λα­οῦ μας.
Ὁ στό­χος εἶ­ναι ὁ­ρα­τός καί προ­δι­α­γε­γραμ­μέ­νος. Πρό­κει­ται γιά τήν σα­φή καί ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἐ­πι­δί­ω­ξη, ὄ­χι γιά τήν ἁ­πλή ἔν­τα­ξη, ἀλ­λά γιά τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ὑ­πο­δού­λω­ση τῆς πα­τρί­δος μας καί τοῦ λα­οῦ μας στούς σχε­δια­σμούς τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης, τῆς Νέ­ας Τά­ξης Πραγ­μά­των καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, γιά τήν ὑ­πα­γω­γή μας στήν δου­λεί­α καί τό πα­ρα­κρά­τος τῶν το­κο­γλύ­φων, τῶν κερ­δο­σκό­πων καί τῶν και­ρο­σκό­πων, τῶν πανίσχυρων οἰκονομικῶν λόμπυ, τῶν οἰκονομικῶν κολοσσῶν καί τῶν νεόκοπων κροίσων. Πρόκειται γιά τήν ὑ­πο­δού­λω­σή μας στό ἀ­νε­λεύ­θε­ρο κα­θε­στώς τῶν δι­ε­θνῶν κέν­τρων ἐ­ξου­σί­ας, τῶν κλει­στῶν ὁ­μά­δων ἀ­πο­φά­σε­ων, προωθήσεως καί ἐλέγχου τῆς ἐξουσίας, τύ­που Μπίλ­ντεμ­περγκ καί Τρι­με­ροῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς, τοῦ δι­ε­θνοῦς Σι­ω­νι­σμοῦ, τῆς Μα­σονί­ας, πού κα­τα­σκευά­ζουν ἡ­γέ­τες μα­ρι­ο­νέ­τες, πει­θή­νια ἐ­κτε­λε­στι­κά ὄρ­γα­να δι­κά τους, πρίν ἀ­κό­μη οἱ λα­οί τούς ἐ­πι­λέ­ξουν καί τούς ψη­φί­σουν. (Ἀνάλογα φαινόμενα βιώνουμε ἐσχάτως καί στήν χώρα μας μέ τίς γνωστές τραγικές καί καταστροφικές συνέπειες).
Προ­ε­πι­λέ­γουν καί προ­κα­τα­σκευά­ζουν, ἔ­τσι, τό πο­λι­τι­κό, κοι­νω­νι­κό, οἰ­κο­νο­μι­κό σύ­στη­μα, τό σύγ­χρο­νο παγ­κό­σμιο κα­τε­στη­μέ­νο πού ἐ­πι­βάλ­λουν στόν κό­σμο. Μέ­σῳ αὐ­τῶν τῶν ἐ­κλε­κτῶν καί δο­τῶν ἡ­γε­τῶν κυ­βερ­νᾶ τόν κό­σμο μιά πα­νί­σχυ­ρη πο­λι­τι­κή, οἰ­κο­νο­μι­κή, κοι­νω­νι­κή καί θρη­σκευ­τι­κή ὀλι­γαρ­χί­α προκαλώντας καί κατασκευάζοντας κοινωνικές, οἰκονομικές, θρησκευτικές, πολιτικές, ἐθνικές κρίσεις σέ ὅλο τόν κόσμο καί ἐπιβάλλοντας κατόπιν τίς δικές της «λύσεις» καί ἰσορροπίες. Εἶναι ἡ ἴδια αὐτή παγκόσμια ὀλιγαρχία πού, μέσῳ τῶν μηχανισμῶν τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ὁ­μο­γε­νο­ποι­εῖ, νω­θεύ­ει, με­ταλ­λάσ­σει, πα­ρα­λύ­ει, ἀ­πο­δυ­να­μώ­νει καί ἀ­πο­συν­θέ­τει θε­σμούς, πι­στεύ­μα­τα, πα­ρα­δό­σεις, πο­λι­τι­σμούς, ἤ­θη, ἀρ­χές, ἀ­ξί­ες, ἐ­θνό­τη­τες, λα­ούς καί πα­τρί­δες, πού ἀ­περ­γά­ζε­ται τήν φθο­ρά καί τήν ἐ­ξά­λει­ψη τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ καί ἐ­πε­νερ­γεῖ ἀλ­λοι­ω­τι­κά καί ἀλ­λο­τρι­ω­τι­κά εἰς βά­ρος τῶν ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων.
Εἶ­ναι, ὅ­μως, ἀ­λή­θεια ὅ­τι στά κε­λεύ­σμα­τα αὐ­τά τῶν ξέ­νων ἔ­χου­με ἐν­δώ­σει ἀ­συγ­χώ­ρη­τα καί ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι. Οἰ­κει­ο­ποι­η­θή­κα­με ἀ­βα­σά­νι­στα τά νέα ἤ­θη, τίς ἀ­ξί­ες, τά ἰ­δα­νι­κά, τίς συ­νή­θει­ες καί τά πρό­τυ­πα πού μᾶς προ­έ­βα­λαν. Ἐν­δώ­σα­με ἀ­μα­χη­τί στίς πι­έ­σεις, τίς ἀ­πει­λές, τούς πει­θα­ναγ­κα­σμούς. Πα­γι­δευ­τή­κα­με ἀ­δι­ά­κρι­τα στά ψευ­δο­δι­λήμ­μα­τα τῆς εὐ­η­με­ρί­ας, τῆς ἀ­να­πτύ­ξε­ως, τῆς προ­ό­δου, τῆς ἀ­σφά­λειας. Ἀ­πο­δε­χτή­κα­με αὐ­τά­ρε­σκα τήν εὐ­μά­ρεια, τήν ἄ­νε­ση, τήν πο­λυ­τέ­λεια, τήν εὐ­δαι­μο­νί­α καί τήν ἐ­πί­πλα­στη εὐ­τυ­χί­α πού μᾶς προ­σέφε­ραν.
Χάσαμε τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου στήν ζωή, στίς ἀ­πο­λαύ­σεις, στίς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, στίς ἐκ­δη­λώ­σεις, στίς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις, στά κέρ­δη. Χάσαμε τήν εὐλογημένη καί πάντοτε ἐπιτυχημένη μεσότητα, αὐτό τό μέτρο πού στήν ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τήν χαρ­μο­λύ­πη, μέ τήν σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μη πο­ρεί­α τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που, μέ τήν καρ­τε­ρι­κό­τη­τα καί τήν ὑ­πο­μο­νή στίς δο­κι­μα­σί­ες καί τίς θλί­ψεις. Ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τήν συμ­φι­λί­ω­ση καί τήν ὑπομονή στίς δυ­σκο­λί­ες καί τόν πό­νο, μέ τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ νο­ή­μα­τος τοῦ πό­νου, πού πάντοτε εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μος καί εὐ­ερ­γε­τι­κός γιά τήν ζω­ή μας.
Ἡ σύγ­χρο­νη κρί­ση εἶ­ναι κα­τά βά­θος κρί­ση πνευ­μα­τι­κή· κρί­ση ἀρ­χῶν καί ἀ­ξι­ῶν. Εἶ­ναι κρί­ση σκο­πῶν καί στο­χεύ­σε­ων, ἐ­πι­λο­γῶν καί προ­τε­ραι­ο­τή­των. Εἶ­ναι πρω­ταρ­χι­κά μί­α κρί­ση ταυ­τό­τη­τος· μιά κρί­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας καί αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ. Αὐ­τό πού κρί­θη­κε καί ἀ­πέ­τυ­χε ἦ­ταν ὁ τρό­πος πού ὀρ­γα­νώ­σα­με τήν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς μας τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες, σέ προ­σω­πι­κό, συλ­λο­γι­κό καί ἐ­θνι­κό ἐ­πί­πε­δο. Εἶ­ναι τρα­γι­κό νά δι­α­πι­στώ­νει κα­νείς ποι­ά πρό­ο­δο ἐ­πι­λέ­ξα­με, σέ ποι­ά ἀ­νά­πτυ­ξη ἐ­πεν­δύ­σα­με, ποι­οί ἦ­ταν οἱ τρό­ποι καί τά μέ­σα πού με­τήλ­θα­με γιά νά τά πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με ὅ­λα αὐ­τά. Ποι­ό ἦ­ταν τό νό­η­μα καί ὁ σκο­πός πού δώ­σα­με στήν ζω­ή μας· ποι­ά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σα­με ὡς οὐ­σι­ώ­δη καί ση­μαν­τι­κά καί ποι­ά ἀ­πορ­ρί­ψα­με ὡς πε­ρι­θω­ρια­κά, σέ ποι­ά ἀλ­λοί­ω­ση καί ἀλ­λο­τρί­ω­ση τε­λι­κά κα­τα­λή­ξα­με!
Τό εἶχε προδιαγράψει χρόνια πρίν ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου ὅταν παρατηροῦσε ὅτι «Ἡ ψευ­τιά καί ὁ πνευ­μα­τι­κός ἐκ­φυ­λι­σμός ἁ­πλώ­νει μέ­ρα μέ τήν ἡ­μέ­ρα ἀ­πά­νω στούς Ἕλ­λη­νες καί τούς πα­ρα­μορ­φώ­νει. Ἕ­ναν λα­ό πού ξε­χω­ρί­ζει ἀ­νά­με­σα σ’ ὅ­λα τά ἔ­θνη καί πού εἶ­ναι γε­μά­τος πνευ­μα­τι­κή ὑ­γεί­α, πᾶ­με νά τόν κά­νου­με ἐ­μεῖς, οἱ λο­γῆς-λο­γῆς κα­λα­μα­ρά­δες, κι οἱ ἄλ­λοι γραμ­μα­τι­ζού­με­νοι, σα­χλόν, χω­ρίς πνευ­μα­τι­κό νεῦ­ρο, χω­ρίς πνευ­μα­τι­κή ἀν­δρο­πρέ­πεια, χω­ρίς χα­ρα­κτῆ­ρα».
Εἶ­ναι πλέ­ον ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το τό γε­γο­νός ὅ­τι ὅ­λη ἡ εὐ­η­με­ρί­α καί ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν ὑ­πῆρ­ξε παν­τε­λῶς ἐ­πί­πλα­στη καί ἐ­πι­φα­νεια­κή καί στη­ρί­χθη­κε σέ μί­α παν­τε­λῶς σα­θρή καί ἀ­νορ­θο­λο­γι­κή βά­ση: Ἕ­να δι­α­βρω­μέ­νο πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, μί­α ἀ­χα­νής καί ἀ­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κή δη­μό­σια δι­οί­κη­ση, ἕ­νας στρα­τός δη­μο­σί­ων ὑ­παλ­λή­λων σέ ἕ­να δι­ογ­κω­μέ­νο δη­μό­σιο το­μέ­α, ἕ­να κρά­τος μέ ἔλ­λει­ψη προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ καί μα­κρό­πνο­ου σχε­δια­σμοῦ. Ἕ­να πλαί­σιο ἀ­να­ξι­ο­κρα­τί­ας, ἀ­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας, ἀ­δι­α­φά­νειας, κα­τα­χρή­σε­ων καί κα­κο­δι­οι­κή­σε­ως, τό ὁ­ποῖ­ο δι­α­μόρ­φω­σε τό νο­ση­ρό πο­λι­τι­κό μας σύ­στη­μα καί μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­πτύ­χθη­καν καί ἀ­φο­μοι­ώ­θη­καν οἱ λαν­θα­σμέ­νοι στό­χοι καί οἱ ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τῶν πο­λι­τῶν.
Καί γί­να­με, ἔ­τσι, κο­πι­ώ­δεις ἐκ­ζη­τη­τές τοῦ εὔ­κο­λου καί γρή­γο­ρου καί πολ­λές φο­ρές ἀ­θέ­μι­του κέρ­δους, τῆς εὐ­μά­ρειας, τῆς ἄ­νε­σης, τῆς εὐ­κο­λί­ας, τῆς κα­λο­πέ­ρα­σης, τοῦ κα­τα­να­λω­τι­σμοῦ. Πο­δο­πα­τή­σα­με ἀρ­χές, θε­σμούς, δί­και­α, γρα­πτούς καί ἄ­γρα­φους νό­μους, φι­λί­ες, οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἀν­θρώ­πους. Κλει­στή­κα­με στόν ἑ­αυ­τό μας, στόν ἀ­το­μι­σμό μας, στό ἰ­δι­ω­τι­κό μας συμ­φέ­ρον. Ἀ­πο­κο­πή­κα­με ἀ­πό τούς οἰ­κεί­ους μας, τούς συ­να­δέλ­φους μας, τούς γεί­το­νές μας, τούς συν­το­πί­τες μας. Γί­να­με ἀγ­χώ­δεις, νευ­ρι­κοί, ἄ­φι­λοι, μο­νί­μως βι­α­στι­κοί, κου­ρα­στι­κοί καί κου­ρα­σμέ­νοι. Γί­να­με ἀ­λα­ζό­νες, αὐ­τάρ­κεις καί μο­νί­μως αὐ­το­δι­και­ω­μέ­νοι καί δυ­στυ­χι­σμέ­νοι.
Κι ὅ­λα αὐ­τά μέ τί­μη­μα τήν ἀ­πώ­λεια τοῦ ἴ­διου τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας, τῆς ψυ­χι­κῆς μας ἠ­ρε­μί­ας καί ἰ­σορ­ρο­πί­ας, τῆς προ­σω­πι­κῆς, οἰ­κο­γε­νεια­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς μας γα­λή­νης καί εὐ­τυ­χί­ας.
Ξε­χά­σα­με τήν πα­ρά­δο­σή μας, ξε­χά­σα­με τήν πί­στη μας, ξε­χά­σα­με τήν πα­τρί­δα μας, τήν Ἑλ­λά­δα μας! Για­τί, ὅ­πως μᾶς λέ­ει ὁ Κόν­το­γλου: «Ὅ­ποι­ος με­τρᾶ τήν εὐ­τυ­χί­α καί τήν χα­ρά τῆς ζω­ῆς μέ τά χον­τρο­ει­δῆ μέ­τρα τῆς ὑ­λι­κῆς κα­λο­πέ­ρα­σης, δέν θά κα­τα­λά­βει τί­πο­τα ἀ­π’ τήν Ἑλ­λά­δα».
Ξε­χά­σα­με τήν πο­νε­μέ­νη ρω­μη­ο­σύ­νη. Ξε­χά­σα­με τούς ἁ­γί­ους της καί τούς ἥ­ρω­ές της, τίς ἀ­ρε­τές της καί τήν ἀρ­χέ­γο­νη σο­φί­α της. Νο­θεύ­σα­με τήν μα­κραί­ω­νη πα­τρο­πα­ρά­δο­τη βι­ο­θε­ω­ρί­α καί κο­σμο­θε­ω­ρί­α μας. Ἀ­πεμ­πο­λή­σα­με ἀ­πό τήν ζω­ή μας ὅ­λα αὐ­τά, στά ὁ­ποῖ­α ἐ­πί αἰ­ῶ­νες στη­ρι­ζό­ταν ὁ λα­ός μας: τήν ὀ­λι­γάρ­κεια καί τήν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τα, τόν ἀ­πέ­ριτ­το βί­ο, τήν λι­τή ἀρ­χον­τιά· τόν μό­χθο, τόν ἱ­δρώ­τα καί τήν τι­μι­ό­τη­τα γιά τήν ἐ­ξα­σφά­λι­ση τοῦ ἐ­πι­ού­σιου· τά στα­ρά­τα λό­για, τήν ντομ­προ­σύ­νη καί τήν εἰ­λι­κρί­νεια τῶν σχέ­σε­ων, τήν συμ­φω­νί­α κυ­ρί­ων. Ἀ­πο­ποι­η­θή­κα­με τίς ἀ­λη­θι­νές φι­λί­ες, τήν ἀν­θρω­πιά, τήν ἀ­δό­λευ­τη κα­λω­σύ­νη, τήν ζε­στή ἀ­γά­πη καί τήν πρό­θυ­μη προ­σφο­ρά· τά κα­θα­ρά μά­τια, τό σφί­ξι­μο τῶν χε­ρι­ῶν· τό φι­λό­τι­μο καί τήν ἀν­δρει­ο­σύ­νη, τόν πό­θο γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α καί τήν ἀ­λη­θι­νή δη­μο­κρα­τί­α.
Καί χα­ρά­ξα­με, ἔ­τσι, τήν ἀλ­λο­τρι­ω­τι­κή πο­ρεί­α μας πρός τήν πα­ρακ­μή καί τήν ἰ­σο­πέ­δω­ση, πρός τήν φθο­ρά καί τήν ἀ­πα­ξί­α· φτι­ά­ξα­με τόν λα­βύ­ριν­θο τῆς μα­ται­ο­πο­νί­ας, τῆς ἀ­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας, τῶν ἀ­τε­λέ­σφο­ρων ἐ­πι­λο­γῶν καί τῶν ἀ­δι­ε­ξό­δων, τήν δί­νη καί τόν κυ­κε­ώ­να τῶν κρί­σε­ων καί τῶν κα­τα­στρο­φι­κῶν συ­νε­πει­ῶν τους. Θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρή­σει κα­νείς βέ­βαι­ο ὅ­τι, ἀ­κό­μη κι ἄν, κα­τά ἀ­πρό­σμε­νο τρό­πο, τό ΔΝΤ καί οἱ δα­νει­στές μας χά­ρι­ζαν ὁ­λό­κλη­ρο τό δη­μό­σιο χρέ­ος τῆς χώ­ρας μας ἤ, καί στήν ἀ­πί­θα­νη ἀ­κό­μη πε­ρί­πτω­ση πού κά­ποι­α τρί­τη χώ­ρα μᾶς προ­σέ­φε­ρε ἐ­πι­πλέ­ον ἕ­να πο­λύ με­γά­λο χρη­μα­τι­κό πο­σό, δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων εὐ­ρώ, ὡς δω­ρε­ά, γιά τήν οἰ­κο­νο­μι­κή μας ἀ­νά­πτυ­ξη, δέν θά ἀρ­γού­σα­με καί πά­λι νά πε­ρι­έλ­θου­με, σέ μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, στήν ἴ­δια δει­νή θέ­ση, ἄν δέν ἀλ­λά­ξει ρι­ζι­κά, ἄν δέν ἀ­να­τρα­πεῖ ὁ­ρι­στι­κά ἡ πα­θο­γό­νος νο­ο­τρο­πί­α μας καί τό νο­ση­ρό καί δι­ε­φθαρ­μέ­νο σύ­στη­μα πού προ­κά­λε­σαν καί συν­τη­ροῦν τήν κρί­ση.
Δυ­στυ­χῶς, ὅ­μως, ἡ ποικιλόμορφη αὐτή κρίση δείχνει νά ἔχει ἐπηρεάσει καί τόν χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅπου, ἐπίσης, συ­ναν­τᾶ κα­νείς παθογένειες καί νο­ση­ρά φαι­νό­με­να. Πολλές φορές ἐ­πί­σκο­ποι, κλη­ρι­κοί, μο­να­χοί καί λα­ϊ­κοί, γι­νό­μα­στε ἀ­χθο­φό­ροι τοῦ ὀ­νό­μα­τος καί τῆς ἰ­δι­ό­τη­τός μας ὡς ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν με­τα­τρέ­που­με λα­θε­μέ­να σέ θρη­σκεί­α, σέ ἰ­δε­ο­λο­γί­α, σέ σύ­στη­μα κοι­νω­νι­κῆς πρό­νοι­ας, σέ πο­λι­τι­στι­κό καί οἰ­κο­νο­μι­κό ὀρ­γα­νι­σμό, σέ δι­οι­κη­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο. Τήν με­τα­τρέ­που­με σέ σύ­στη­μα ἐ­ξου­σί­ας, σέ ὁρ­μη­τή­ριο φι­λο­δο­ξι­ῶν καί σκο­πι­μο­τή­των, σέ πη­γή δι­ε­νέ­ξε­ων καί ἀν­τεγ­κλή­σε­ων.
Αὐ­τός, τα­πει­νά φρο­νοῦ­με, εἶ­ναι καί ὁ λό­γος, πού ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι στίς μέ­ρες μας ἀ­νε­παρ­κής καί ἔ­χει κλο­νι­σθεῖ στήν συ­νεί­δη­ση τῶν πι­στῶν. Καί αὐ­τό τό λέ­με ὄ­χι κα­τα­κρι­τι­κά οὔ­τε ἐ­λεγ­κτι­κά, ἀλ­λά μέ ἀ­λη­θι­νό πό­νο ψυ­χῆς κα­τα­θέ­τον­τας ἁ­πλά καί σε­μνά τόν κα­λο­γε­ρι­κό μας λο­γι­σμό, χω­ρίς νά ἐ­ξαι­ροῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας καί νά ἀ­πο­ποι­ού­μα­στε τό με­ρί­διο εὐ­θύ­νης πού μᾶς ἀ­να­λο­γεῖ, ἀφοῦ καί τά μο­να­στή­ρια μας, λό­γῳ τῆς ἐκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως καί τοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ, νο­σοῦν κα­τά ἀ­νά­λο­γο τρό­πο.
Ὅ­πως πα­ρα­τη­ροῦσε πο­λύ εὔ­στο­χα καί δι­α­χρο­νι­κά, ἀλ­λά καί προ­φη­τι­κά, γρά­φον­τας πολ­λά χρό­νια πρίν, ὁ Ὁ­μό­τι­μος Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Γε­ώρ­γιος Μαν­τζα­ρί­δης, «Τό αἴ­τη­μα πού ὑ­πάρ­χει γιά ἄ­με­ση μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στήν κοι­νω­νι­κή ἤ τήν πο­λι­τι­κή ζω­ή δέν ὀ­φεί­λε­ται οὐ­σι­α­στι­κά στήν ἀ­νε­πάρ­κεια τῆς μαρ­τυ­ρί­ας αὐ­τῆς ἀλ­λά στήν ἀ­που­σί­α της. Ὅ­ταν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς κα­τε­στη­μέ­νο, συ­χνά μά­λι­στα πιό δύ­σκαμ­πτο καί πιό ἀ­να­χρο­νι­στι­κό ἀ­πό τό κοι­νω­νι­κό ἤ τό πο­λι­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, ὅ­ταν ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή καί ἐ­σχα­το­λο­γι­κή προ­ο­πτι­κή της συμ­πι­έ­ζε­ται σέ μο­νο­λι­θι­κή καί ἐγ­κο­σμι­ο­κρα­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση, ὅ­ταν ἡ ἀρ­χή τῆς θυ­σί­ας καί τῆς δι­α­κο­νί­ας δι­α­στρέ­φε­ται σέ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κή ἐ­ξου­σί­α, πού ἀρ­νεῖ­ται μά­λι­στα κά­θε ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κή κρι­τι­κή καί ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τό κῦ­ρος τῆς θεί­ας αὐ­θεν­τί­ας, γιά νά κα­λύ­ψει τήν αὐ­θαι­ρε­σί­α καί τήν ἀ­συ­ναρ­τη­σί­α, δέν μπο­ρεῖ νά δώ­σει θε­τι­κή μαρ­τυ­ρί­α» (Γ. Μαν­τζα­ρί­δης, Χρι­στι­α­νι­κή Ἠ­θι­κή, σελ. 151).
Οἱ πο­λύ εὔ­στο­χες αὐ­τές πα­ρα­τη­ρή­σεις τοῦ σε­βα­στοῦ Κα­θη­γη­τοῦ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­πί­και­ρες ἀ­πό πο­τέ στίς ἡ­μέ­ρες μας, πού ἡ ἐκ­κω­φαν­τι­κή σι­ω­πή χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Οἱ τά πρῶ­τα φέ­ρον­τες στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, ἐ­πί­σκο­ποι, πρε­σβύ­τε­ροι καί μο­να­χοί, μέ πολ­λές, βέ­βαι­α, ἐ­ξαι­ρέ­σεις, δεί­χνουν ἀ­δύ­να­μοι νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­ν καί νά πα­ρα­κο­λου­θή­σουν τά τε­κται­νό­με­να τῶν και­ρῶν καί τίς σύγ­χρο­νες πνευ­μα­τι­κές ἀ­παι­τή­σεις καί ἀ­νάγ­κες τῶν πι­στῶν καί νά ἀν­τι­δρά­σουν σθε­να­ρά καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κά.
Ἰ­δι­αι­τέ­ρως δέ στίς τό­σο δύ­σκο­λες καί ἐ­πώ­δυ­νες στιγ­μές γιά τήν πα­τρί­δα μας, πού βρί­σκε­ται ὑ­πό νέ­α κα­το­χή, χει­ρό­τε­ρη ἐ­κεί­νης τοῦ 1940-41, καί ἀ­σφυ­κτι­ᾶ κά­τω ἀ­πό τήν βάρ­βα­ρη καί ἀ­νε­λέ­η­τη πί­ε­ση τῶν ξέ­νων κέν­τρων ἐ­ξου­σί­ας καί ἐ­λέγ­χου, ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ δέν εἶναι δυνατόν νά ἐγ­κα­τα­λεί­πε­ται ἀ­πορ­φα­νι­σμέ­νος ἀ­πό τούς τα­γούς του καί νά ὁ­δη­γεῖ­ται στήν ἀ­πελ­πι­σί­α καί τήν ἀ­πό­γνω­ση, πού ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο πλη­θαί­νει στίς μέ­ρες μας ὡς συ­νέ­πεια τοῦ τρα­γι­κοῦ ἀ­δι­ε­ξό­δου πού βι­ώ­νει.
Γιά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση καί τήν ἔ­ξο­δο ἀ­πό τήν πο­λύ­μορ­φη αὐ­τή κρί­ση ἔ­χουν δι­α­τυ­πω­θεῖ ποι­κί­λες προ­τά­σεις καί σω­ρεί­α με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων καί ἀλ­λα­γῶν ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πο­λύ πιό εἰ­δι­κούς ἀ­πό ἐ­μᾶς. Δέν πα­ρα­βλέ­που­με, βε­βαί­ως, τήν κυ­ρί­αρ­χη οἰ­κο­νο­μι­κή πα­ρά­με­τρο τῆς ὅ­λης ὑ­πο­θέ­σε­ως καί τίς ἀ­ναγ­καῖ­ες δι­ορ­θώ­σεις πού ἐ­πι­βάλ­λον­ται.
Πι­στεύ­ου­με, ὅ­μως, ἀ­κρά­δαν­τα καί μέ ὅ­λη μας τήν ψυ­χή ὅ­τι τήν λύ­ση στήν γε­νι­κευ­μέ­νη κρί­ση πού πλήτ­τει τήν πα­τρί­δα μας μπο­ρεῖ νά τήν δώ­σει μό­νον ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ μό­νη πού μπορεῖ νά ἀλ­λάξει τόν ἄν­θρω­πο, νά τόν με­τα­μορ­φώ­σει, νά τόν ἀ­να­και­νί­σει, νά τόν κα­θα­ρί­σει ἀ­πό τά πά­θη καί τίς ἀ­δυ­να­μί­ες του, νά τόν φω­τί­σει, νά τόν ἁ­γιά­σει, νά τόν θε­ώ­σει.
Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, μπορεῖ νά συγχωρεῖ ὀντολογικά, πραγματικά,μπο­ρεῖ νὰ παίρ­νει λη­στές, φο­νιά­δες, ἐγ­κλη­μα­τί­ες· ἔκ­φυ­λους, πόρ­νους καὶ μοι­χούς· φι­λάρ­γυ­ρους, φί­λαυ­τους, κλέφτες, ἀπατεώνες καὶ διεφθαρ-μένους καί καὶ νὰ τοὺς με­τα­πλά­θει σὲ δι­καί­ους καὶ ἁ­γί­ους. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ παίρ­νει σκι­ὲς ἀν­θρώ­πων, συν­τρίμ­μα­τα ψυ­χῶν· νὰ παίρ­νει λά­σπη καὶ βοῦρ­κο καὶ μὲ αὐ­τὰ τὰ ὑ­λι­κὰ νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ καλ­λι­τε­χνή­μα­τα, ἀν­θρώ­πι­να πρό­τυ­πα. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, μπο­ρεῖ νὰ παίρ­νει βα­ρυ­ποι­νί­τες ἀ­πὸ τὰ κά­τερ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ νὰ τοὺς ἀ­να­δει­κνύ­ει ἀ­σκη­τὲς καὶ ὁ­σί­ους, μάρ­τυ­ρες καὶ ὁ­μο­λο­γη­τές.
Κι ὅ­λα αὐ­τά για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τήν ἁ­γι­α­στι­κή χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων της θε­ρα­πεύ­ει τούς ἀν­θρώ­πους. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι νο­σοκο­μεῖ­ο ψυ­χῶν καί θε­ρα­πευ­τή­ριο πα­θῶν. «Εἶ­ναι πάν­τα, ὅ­πως μᾶς λέ­ει ὁ π. Μω­υ­σής ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, ἕ­να ἀ­νοι­χτό φαρ­μα­κεῖ­ο καί θε­ρα­πευ­τή­ριο γιά τόν ἄν­θρω­πο πού τόν πε­ρι­μέ­νει γιά νά τόν σώ­σει ὡς μό­νη πη­γή ἁ­για­σμοῦ καί σω­τη­ρί­ας».
Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Κα­θη­γη­τής π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε συ­χνά στίς ὁ­μι­λί­ες του καί στά γρα­πτά του ὅ­τι σκο­πός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι «νά θε­ρα­πεύ­η τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό τήν κα­τά­στα­ση πού βρί­σκον­ται, νά τούς πε­ρά­ση ἀ­πό τήν κά­θαρ­ση στόν φω­τι­σμό». (Ἐμ­πει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, τό­μος Β΄, σελ. 275). Γι’ αὐ­τό καί πα­ρο­μοί­α­ζε τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ νο­σο­κο­μεῖ­ο «τό ὁ­ποῖ­ο θε­ρα­πεύ­ει τούς ἀρ­ρώ­στους. Ὁ­πό­τε ὁ ἀρ­χη­γός τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου αὐ­τοῦ λέ­γε­ται Ἐ­πί­σκο­πος. Καί οἱ για­τροί λέ­γον­ται Πρε­σβύ­τε­ροι καί Δι­ά­κο­νοι. Οἱ δι­ά­κο­νοι καί Δι­α­κό­νισ­σες, ἄς ποῦ­με, εἶ­ναι οἱ νο­σο­κό­μες. Καί οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι εἶ­ναι οἱ για­τροί». (Ἐμ­πει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, τό­μος Β΄, σελ. 273).
Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος το­νί­ζει, ἐ­πί­σης, τόν θε­ρα­πευ­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας:
«Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός δέν εἶ­ναι οὔτε φι­λο­σο­φί­α οὔ­τε θρη­σκεί­α μέ τήν ἔν­νοι­α πού χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τίς “φυ­σι­κές” θρη­σκεῖ­ες, ἀλ­λά εἶναι κυ­ρί­ως θε­ρα­πεί­α. Εἶναι θε­ρα­πεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τά πά­θη του γιά νά φθά­ση στήν συ­νέ­χεια σέ κοι­νω­νί­α καί ἑ­νό­τη­τα μέ τόν Θε­ό». Καί συμ­πλη­ρώ­νει: «Ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά θε­ρα­πεί­α ἀ­πό ὀρ­θο­δό­ξου πλευ­ρᾶς, θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἕ­να πνευ­μα­τι­κό θε­ρα­πευ­τή­ριο-νο­σο­κο­μεῖ­ο, ἡ ὁ­ποί­α μέ τά Μυ­στή­ρια καί τήν ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή θε­ρα­πεύ­ει τόν ἄν­θρω­πο. Οἱ θε­ρα­πευ­τές-πνευ­μα­τι­κοί ἰα­τροί εἶ­ναι οἱ Κλη­ρι­κοί, κυ­ρί­ως ὅ­μως οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι. Ὅ­ποι­ος θέ­λει νά θε­ρα­πευ­θῆ πα­ρα­μέ­νει στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέ­χε­ται τήν πνευ­μα­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση ἀ­πό τούς πνευ­μα­τι­κούς ἰα­τρούς, πού κά­νουν δι­ά­γνω­ση καί θε­ρα­πεί­α, καί συμ­με­τέ­χον­τας στά Μυ­στή­ρια ἀ­πο­κτᾶ σι­γά-σι­γά τήν πνευ­μα­τι­κή ὑ­γεί­α».
Ἡ στορ­γι­κή μας Μά­να, ἡ Ἁγία μας Ἐκ­κλη­σί­α, λοι­πόν, πρέ­πει νά ξα­να­κά­νει καί πά­λι κύ­ριο μέ­λη­μά της, κύ­ριο ἔρ­γο καί σκο­πό της τήν θε­ρα­πευ­τι­κή της ἰ­δι­ό­τη­τα γιά ὅ­λα τά μέ­λη της, κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς. Καί ἡ θε­ρα­πεί­α αὐ­τή θά πρέ­πει νά ξε­κι­νή­σει πρῶ­τα ἀ­πό τούς ἴ­διους τούς ἰα­τρούς καί τούς νο­ση­λευ­τές τῶν πνευ­μα­τι­κῶν νο­σο­κο­μεί­ων καί θε­ρα­πευ­τη­ρί­ων της, δη­λα­δή ἀ­πό τούς ἐ­πι­σκό­πους, τούς πρε­σβυ­τέ­ρους, τούς δι­α­κό­νους, τούς μο­να­χούς καί τίς μο­να­χές.
Θά πρέ­πει νά θε­ρα­πευ­θοῦν νο­ση­ρά φαι­νό­με­να, πού ἐκ­δη­λώ­νον­ται συ­χνά στούς κόλ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως ἡ ἰ­δι­ο­ποί­η­ση καί ὁ σφε­τε­ρι­σμός τῶν θεί­ων χα­ρι­σμά­των γιά ἴ­διον ὄ­φε­λος καί προ­σω­πι­κή προβολή.
Στήν Ἐκκλησία, ἄλλωστε, δέν ὑπάρχουν ἐξουσιαστικά ἀξιώματα, ἀλλά διακονήματα ἀγάπης, θυσίας καί χάριτος. Γι’ αὐτό καί δέν νοεῖται ἡ διάκριση σέ ἄρχοντες καί ἀρχομένους, σέ προϊσταμένους καί ὑφισταμένους, δέν νοεῖται ὁ δεσποτισμός, ὡς κτητικότητα καί ἀναγκαστική ἐπιβολή καί ὁ ραγιαδισμός, ὡς δειλία καί δουλική ὑποτέλεια, καθώς καί ὁ ταξικός χαρακτήρας στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Θά πρέ­πει, ἐ­πί­σης, νά θε­ρα­πευ­θεῖ ὁ πνευ­μα­τι­κός ἐ­φη­συ­χα­σμός, ἡ ἔλ­λει­ψη ὁ­μο­λο­για­κοῦ φρο­νή­μα­τος, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά τήν ἀλ­λοί­ω­ση τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς καί δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως καί τῆς λα­τρευ­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας. Νά θε­ρα­πευ­θεῖ ἡ δι­α­βρω­τι­κή ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί ὁ ἀλλοτριωτικός νε­ω­τε­ρι­σμός, ἡ χλι­α­ρό­τη­τα καί μαλ­θα­κό­τη­τα τοῦ βί­ου, ἡ ἀ­πο­φυ­γή τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης ἀ­σκή­σε­ως, ἡ πο­λυ­τέ­λεια καί ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α πλου­τι­σμοῦ καί ἐ­πι­δεί­ξε­ως. Νά θε­ρα­πευ­θεῖ ἡ κε­νο­δο­ξί­α, ἡ ἀλα­ζο­νεί­α, ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός, ἡ αὐ­τάρ­κεια, ἡ αὐ­το­δι­καί­ω­ση καί ἡ αὐ­το­νο­μί­α, ἡ ἐμ­μο­νή σέ ἀ­το­μι­κές θέ­σεις καί ἀ­πό­ψεις, πού ὁ­δη­γεῖ ἀ­κό­μη καί στήν πλά­νη.
Καί ταυτόχρονα μέ τήν θεραπεία τους νά ξεκινήσει μέ γοργούς ρυθμούς ὁ κα­ταρ­τι­σμός καί ἡ ἐκ­παί­δευ­σή τους σέ ἰα­τρούς καί νο­ση­λευ­τές ὑ­ψη­λοῦ ἐ­πι­πέ­δου, πού θά συμ­βά­λει κα­τα­λυ­τι­κά στήν ἐ­πάν­δρω­ση, τήν ἀ­να­καί­νι­ση, τήν ἀ­να­βάθ­μι­ση καί τήν ἀ­να­νε­ω­μέ­νη λει­τουρ­γί­α τῶν πνευ­μα­τι­κῶν νο­σο­κο­μεί­ων, θε­ρα­πευ­τη­ρί­ων καί κλι­νι­κῶν, πού εἶ­ναι οἱ ἐ­νο­ρί­ες καί τά μο­να­στή­ρια καί οἱ Μη­τρο­πό­λεις μέ τό συ­νο­λι­κό ποι­μαν­τι­κό, φι­λαν­θρω­πι­κό καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό τους ἔρ­γο, τό ὁποῖο ἐ­πι­τε­λεῖ­ται στά ποι­κί­λα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ἱ­δρύ­μα­τα μέ σκο­πό τήν πνευ­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α τῶν ἀν­θρώ­πων πα­ράλ­λη­λα μέ τήν σω­μα­τι­κή καί ὑ­λι­κή ἀ­να­κού­φι­ση καί ὑ­πο­στή­ρι­ξη.
Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α κα­θί­στα­ται ὁ ἀ­να­και­νι­στής, ὁ ἀ­να­μορ­φω­τής καί ὁ ἀ­να­δη­μι­ουρ­γός τοῦ λα­οῦ μας, τῆς πα­τρί­δας μας, τῆς οἰ­κου­μέ­νης ὁλόκληρης. Ἡ προ­σω­πι­κή θε­ρα­πεί­α τῶν πι­στῶν καί ὁ ἀ­να­βα­πτι­σμός τους στήν χά­ρη καί τόν ἁ­για­σμό τῶν μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ση­μα­το­δο­τεῖ, κα­τά ἀ­νά­λο­γο τρό­πο, τήν θε­ρα­πεί­α καί τόν ἀ­να­βα­πτι­σμό τῆς κοι­νω­νί­ας μας καί συμ­βά­λλει κατά συνέπεια στήν ἀ­να­βάθ­μι­ση καί τήν ποι­ό­τη­τα τῆς πο­λί­τειας, τῶν θε­σμῶν της καί τῆς λει­τουρ­γί­ας της, ἀφοῦ ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί πο­λί­τες τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς πο­λι­τεί­ας.
Γιά τόν λό­γο αὐ­τό ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νά ἀν­τι­τα­χθεῖ στίς αἰ­τί­ες πού προ­κά­λε­σαν καί προ­κα­λοῦν κά­θε φο­ρά τήν κρί­ση. Νά ἐ­ξα­λεί­ψει τήν φθο­ρά καί τήν ἀλ­λο­τρί­ω­ση πού τήν ἐ­ξέ­θρε­ψαν· νά θε­ρα­πεύ­σει τόν κα­τα­να­λω­τι­σμό, τήν πλε­ο­νε­ξί­α καί τήν ἔμ­μο­νη ἐκ­ζή­τη­ση τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καί τοῦ ἄκοπου κί ἄλυπου βίου καί νά ἐμ­πνεύ­σει τήν ὀ­λι­γάρ­κεια, τήν ἀ­ρε­τή καί τήν ἐν­τι­μό­τη­τα τοῦ βί­ου· νά ἀ­να­χαι­τί­σει τόν ὀ­ρυ­μα­γδό τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ, τῆς ἀ­πορ­θο­δο­ξο­ποι­ή­σε­ως καί τῆς λε­η­λα­σί­ας τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ καί ἐ­θνι­κοῦ πλού­του τῆς πα­τρί­δας μας καί τῆς συνειδήσεως τοῦ λα­οῦ μας· νά ὑ­ψώ­σει κυ­μα­το­θραῦ­στες στήν φουρ­τού­να καί τήν δο­κι­μα­σί­α τοῦ λα­οῦ πού ὑ­πο­φέ­ρει κά­τω ἀ­πό ἀ­σή­κω­τα οἰ­κο­νο­μι­κά μέ­τρα· νά ἀ­φουγ­κρα­σθεῖ τόν βα­θύ πό­νο τῆς κου­ρα­σμέ­νης ψυ­χῆς του, νά ἐ­που­λώ­σει τίς ἀ­νοι­χτές πλη­γές του.­ Νά τοῦ προ­σφέ­ρει καί πά­λι ὅρα­μα καί ἐλ­πί­δα. Ὅρα­μα καί ἐλ­πί­δα γιά ἕ­να νέ­ο ξε­κί­νη­μα, γιά μί­α ἄλ­λη προ­ο­πτι­κή, γιά τήν ἠ­θι­κή, πνευ­μα­τι­κή καί ἐ­θνι­κή μας ἀ­νόρ­θω­ση.
Ὁ ρό­λος τε­λι­κά καί ἡ εὐ­θύ­νη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶναι νά φανερώσει τό ἀ­λη­θι­νό νό­η­μα καί τόν σκο­πό τῆς ζω­ῆς μας, πού εἶ­ναι ὁ οὐ­ρα­νός, ἡ πραγ­μα­τι­κή δη­λα­δή καί μό­νι­μη πα­τρί­δα μας. Σέ αὐ­τή τήν πρό­σκαι­ρη ζω­ή εἴ­μα­στε, ἄλ­λω­στε, ὁ­δί­τες καί ὄ­χι κά­τοι­κοι καί ἔ­νοι­κοι τῆς γῆς. Γι’ αὐ­τό καί θά πρέ­πει νά πο­ρευ­ό­μα­στε ἐ­δῶ μέ τήν προ­ο­πτι­κή τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος.
Ὅ­λη, ἄλ­λω­στε, ἡ θε­ο­λο­γί­α, ἡ φι­λο­σο­φί­α, ἡ κουλ­τού­ρα, ὁ πο­λι­τι­σμός, καί ἡ ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τῆς ἑλ­λη­νορ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ώς μας συν­τεί­νουν πάν­το­τε καί ἐμ­πνέ­ουν τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, τήν ἄ­κτι­στη Δό­ξα καί Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, τήν κα­τά χά­ριν θέ­ω­ση τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που, μᾶς προ­σφέ­ρουν τόν ἰδα­νι­κό­τε­ρο σκο­πό καί τόν ὑ­ψη­λό­τε­ρο προ­ο­ρι­σμό τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς.
Ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ὁ τό­σο δο­κι­μα­σμέ­νος καί πο­νε­μέ­νος στίς μέ­ρες μας, πε­ρι­μέ­νει νά βρεῖ καί νά ἀ­να­γνω­ρί­σει στήν Ἐκ­κλη­σί­α του τήν ἀ­λη­θι­νή καί στορ­γι­κή Μά­να. Πε­ρι­μέ­νει τήν ἀ­παν­το­χή, τό κα­τα­φύ­γιο, τήν πα­ρη­γο­ριά, τήν πνευ­μα­τι­κή καί ὑ­λι­κή στή­ρι­ξη καί τήν θαλ­πω­ρή, πού θα τόν ἐ­νι­σχύ­σουν καί θά τόν ἐν­δυ­να­μώ­σουν στόν ἀ­γώ­να του. Πε­ρι­μέ­νει τήν ἀ­λη­θι­νή θε­ο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α γιά τήν αἰ­τί­α, τίς συ­νέ­πει­ες, ἀλ­λά καί τόν τρό­πο ἀν­τι­με­τω­πί­σε­ως ὅ­λων τῶν δει­νῶν πού τόν πλήτ­τουν. Ἀ­να­ζη­τᾶ τό χα­ρο­ποι­ό νό­η­μα τοῦ πό­νου καί τῶν θλί­ψε­ων, τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς με­τά­νοι­ας καί τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, τοῦ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμοῦ καί τῆς ἐ­πα­να­νο­η­μα­το­δο­τή­σε­ως τῆς προ­σω­πι­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς μας. Πρω­τί­στως, ὅ­μως, προσ­δο­κᾶ τήν πί­στη καί τήν ἐλ­πί­δα γιά τήν ὑ­πέρ­βα­ση, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, τῶν δυ­σχε­ρει­ῶν καί τῶν προ­βλη­μά­των στήν οἰ­κο­γε­νεια­κή καί ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή του κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα· προσ­δο­κᾶ ἀ­νυ­πό­μο­να τήν θε­ρα­πευ­τι­κή καί με­τα­μορ­φω­τι­κή δύ­να­μη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τήν ἐ­ξυ­γί­αν­ση τό­σο τῶν ἀρ­χόν­των ὅ­σο καί τῶν πο­λι­τῶν τοῦ τό­που μας, ὥ­στε νά ἀ­να­τρα­πεῖ τό δι­ε­φθαρ­μέ­νο καί νο­ση­ρό προ­σω­πι­κό, κοι­νω­νι­κό καί πο­λι­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο καί νά φθά­σου­με μέ γορ­γούς ρυθ­μούς στήν ἀ­νά­καμ­ψη καί τήν προ­κο­πή, τήν πνευ­μα­τι­κή καί τήν οἰ­κο­νο­μι­κή. Προσ­δο­κᾶ, ἐ­πί­σης, τήν ποι­μαν­τι­κή της μέ­ρι­μνα καί κα­θο­δή­γη­ση καί τήν ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νη πρω­το­βου­λί­α καί δρα­στη­ρι­ο­ποί­η­σή της γιά τήν ἔγ­και­ρη πρό­λη­ψη καί ἀ­να­χαί­τι­ση τῶν ἀ­πει­λῶν καί τῶν ἐ­πι­βου­λῶν τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, πού βρί­σκον­ται πλέ­ον ὄ­χι πρό, ἀλ­λά ἐν­τός τῶν πυ­λῶν.
Βι­ώ­νον­τας αὐ­τή τήν τόσο τραγική καί ὀδυνηρή πραγματικότητα, εἶ­ναι κατε­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νά βροῦμε, σύν Θεῶ, διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων μας, τήν δύναμη καί τό κουράγιο νά ἀντιταχθοῦμε, νά ἀν­τι­δρά­σου­με, νά ἀν­τι­στα­θοῦ­με γεν­ναῖ­α, νά ἀ­να­νε­ώ­σου­με καί πά­λι τίς ἀ­πο­φά­σεις μας καί νά μεί­νου­με ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στίς πα­τρο­γο­νι­κές μας ρί­ζες. Ἡ Οἰ­κου­με­νι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας καί μέ­σῳ αὐ­τῆς ὁ οἰ­κου­με­νι­κός Ἑλ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός μας, ἡ πνευ­μα­τι­κή καί ἐ­θνι­κή κα­τα­γω­γή μας, ξε­περ­νοῦν κά­θε παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση καί νέα Ἐποχή. Ἀ­πο­τε­λοῦν τή Μο­να­δι­κή Ἐ­πο­χή στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, πού εἶ­ναι καί Πα­λαι­ά καίΝέ­α καί Μέλ­λου­σα καί Παν­το­τι­νή, για­τί εἶ­ναι ἡ Ἐ­πο­χή τῆς Ἀ­λή­θειας τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ μας.
Ἐ­πι­βάλ­λε­ται σθε­να­ρή καί ἄ­καμ­πτη ἀν­τί­στα­ση σέ ὅ­λα τά ἐ­πί­πε­δα καί πρός κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. Ἀν­τί­στα­ση στήν δι­α­φθο­ρά, τήν ἀ­να­ξι­ο­κρα­τί­α, τήν κοι­νω­νι­κή ἀ­δι­κί­α καί τό δι­α­βρω­μέ­νο πο­λι­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο. Ἀν­τί­στα­ση στόν ἀ­φελ­λη­νι­σμό καί τήν πα­ρα­χά­ρα­ξη τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας, ἀν­τί­στα­ση στήν πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση καί τόν ὑ­πο­βι­βα­σμό τῶν ἀρ­χῶν τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος μας, ἀν­τί­στα­ση στήν πο­δη­γέ­τη­ση καί τόν ἔ­λεγ­χο τῶν ἐ­πι­λο­γῶν καί τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας, ἀν­τί­στα­ση στούς σχε­δια­σμούς καί τίς ἐ­πι­βο­λές τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς καί τῶν ἐγ­χώ­ρι­ων ἐν­το­λο­δό­χων τους.
Ἀν­τί­στα­ση συνειδητοποιημένη, ὀρ­γα­νω­μέ­νη καί ὄ­χι ἐ­πι­φα­νεια­κή, πού θά στη­ρί­ζε­ται στόν προ­σω­πι­κό μας ἁ­για­σμό, στήν μετάνοιά μας καί τόν ἀ­να­βα­πτι­σμό μας στά νά­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας μας Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῆς ἑλ­λη­νορ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ώς μας. Ἀν­τί­στα­ση ὀρ­γα­νω­μέ­νη σέ προ­σω­πι­κό, οἰ­κο­γε­νεια­κό, ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κό καί κοι­νω­νι­κό ἐ­πί­πε­δο. Ἀν­τί­στα­ση παν­τί σθέ­νει καί πά­σῃ δυ­νά­μει.
Ἄς κά­νου­με τά σπί­τια μας, τίς ἐκκλησιές μας καί τά μοναστήρια μας ντάπιες καί μετερίζια, ἐπάλξεις καί ὀχυρά, θύλακες πνευματικῆς ἀντιστάσεως καί βάσεις ὀρθοδόξου ἀνεφοδιασμοῦ, κέντρα ἁγιασμοῦ καί κατηχήσεως. Ἄς τά κάνουμε κρυ­φά καί φανερά σχο­λειά κι ἄς γα­λου­χή­σου­με τά παι­διά μας μέ τίς ζωηφόρες πα­ρα­δό­σεις τοῦ γέ­νους μας ὑ­πο­κα­θι­στών­τας ἐ­μεῖς τήν πλημ­με­λή σχο­λι­κή ἐκ­παί­δευ­ση πού τούς πα­ρέ­χε­ται. Νά προ­βά­λου­με στά παι­διά μας τά πρό­τυ­πα τῶν ἁ­γί­ων καί τῶν ἡ­ρώ­ων μας, νά τούς ἐμ­πνεύ­σου­με τήν φι­λο­πα­τρί­α, νά τούς δι­δά­ξου­με σω­στά τήν γλώσ­σα μας καί τήν ἱ­στο­ρί­α μας.
Ἄς κρα­τή­σου­με ζων­τα­νή τήν ἐλ­πί­δα στίς καρ­δι­ές μας, ἄς ἔ­χου­με ἀ­κλό­νη­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν γλυκύτατο Κύ­ριό μας καί Σωτήρα μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ὅ­λα μπο­ρεῖ νά τά δι­ορ­θώ­σει καί νά τά ἀ­να­τρέ­ψει καί νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι θά τά διορθώσει καί θά τά ἀνατρέψει. Ὁ κόσμος λέγει ὅτι ἡ ἐλπίδα πεθαίνει τελευταία.
Ἀδελφοί, ἡ δική μας Ἐλπίδα εἶναι ὁ Χρι­στός καί ἡ ἐλ­πί­δα αὐ­τή δέν πε­θαί­νει πο­τέ! Εὐχαριστῶ.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2012

«Σημεῖα τριβῆς Μονῶν καί Ἐπισκόπων». Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου Προηγουμένου Ι. Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου



πηγή


«Σημεῖα τριβῆς Μονῶν καί Ἐπισκόπων»

Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου

Εἰσήγηση στό Μοναχικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικοδήμου
Γουμένισσα 31/8 – 1/9 2001
 Τό ζή­τη­μα τῶν σχέ­σε­ων τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν καί τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου Ἐ­πι­σκό­που καί τῶν τρι­βῶν πού προ­κα­λοῦν­ται με­τα­ξύ τους εἶ­ναι με­γά­λο καί πα­λαι­ό καί δέν μπο­ρεῖ βε­βαί­ως νά ἐ­ξαν­τλη­θεῖ στά στε­νά ὅ­ρια τῆς πα­ρού­σης εἰ­ση­γή­σε­ως.
Πολ­λές ἀ­πό τίς τρι­βές αὐ­τές ἔ­χουν ἱ­στο­ρι­κά καί πνευ­μα­τι­κά αἴ­τια καί κα­τά συ­νέ­πεια εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη ἡ ἀ­να­φο­ρά μας καί σέ ση­μαν­τι­κά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα τῆς νε­ώ­τε­ρης ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας μας, ὥστε νά καταφανοῦν οἱ λόγοι πού προκαλοῦν διαχρονικά τήν δυσπιστία στίς σχέσεις Μονῶν καί Ἐπισκόπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ   Α΄
Θά θέ­λα­με, πρός ἀ­πο­φυ­γή κά­θε πα­ρε­ξη­γή­σε­ως, νά κά­νου­με ἐκ τῶν προ­τέ­ρων μί­α ἀ­πα­ραί­τη­τη καί πο­λύ ση­μαν­τι­κή δι­ευ­κρί­νη­ση: Οἱ ἀ­να­φο­ρές μας στούς Ἐ­πι­σκό­πους καί στά ση­μεῖ­α τρι­βῆς τους μέ τούς μο­να­χούς δέν ἔ­χουν βε­βαί­ως προ­σω­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα, δέν ἀ­φο­ροῦν συλ­λή­βδην ὅ­λους τούς Ἐ­πι­σκό­πους ἤ ὅ­λους τούς μο­να­χούς καί σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν συ­νι­στοῦν δι­α­χω­ρι­σμό ἀ­νά­με­σα σέ «κα­λούς» μο­να­χούς καί «κα­κούς» Ἐ­πι­σκό­πους. 
Γιά τό θέ­μα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων στήν λει­τουρ­γί­α τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν ἔ­χουν γρα­φεῖ καί ἔ­χουν εἰ­πω­θεῖ πά­ρα πολ­λά, κα­θώς ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ὅ­ρου «πνευ­μα­τι­κή ἐ­πο­πτεί­α» (ἄρ­θρο 39 παρ. 6 τοῦ ν. 590/1977)  πού ἀ­σκεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν τῆς ἐ­παρ­χί­ας του εἶ­ναι αὐ­τή πού κυ­ρί­ως γεν­νᾶ τίς τρι­βές με­τα­ξύ τους.
Τήν ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν πε­ρι­γρά­φει μέ πει­στι­κή εὐ­κρί­νεια, πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀρ­τι­ό­τη­τα, ἱ­ε­ρο­κα­νο­νι­κή καί νο­μι­κή θε­με­λί­ω­ση ὁ Ὁ­μό­τι­μος Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν κ. Βλά­σιος Φει­δᾶς στό Κα­νο­νι­κό του Ση­μεί­ω­μα μέ θέ­μα: Πε­ρί τῶν ὁ­ρί­ων τῆς ἐ­πο­πτεί­ας τοῦ ἐ­πι­σκό­που στίς Ἱ­ε­ρές Μο­νές [1]πού συ­νέ­τα­ξε κα­τό­πιν αἰ­τή­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς μας τόν Αὔ­γου­στο τοῦ 2000.

Τίς ἴ­δι­ες θέ­σεις μέ τόν κ. Φει­δᾶ ἀ­να­πτύσ­σουν καί μί­α σει­ρά δι­α­κε­κρι­μέ­νων νο­μι­κῶν καί θε­ο­λό­γων σέ ἀ­νά­λο­γες με­λέ­τες καί γνω­μα­τεύ­σεις τους. Ἀ­να­φέ­ρου­με δειγ­μα­το­λη­πτι­κά τούς κα­θη­γη­τές κ. Σπυ­ρί­δω­να Τρω­ϊ­ά­νο, Χα­ρά­λαμ­πο Πα­πα­στά­θη, Ἰ­ω­άν­νη Κο­νι­δά­ρη, Σπυ­ρί­δω­να Κον­το­γιά­ννη, Πα­να­γι­ώ­τη Μπερ­νί­τσα, τόν Ἐ­φέ­τη κ. Γε­ώρ­γιο Ἀ­πο­στο­λά­κη καί πολλούς ἄλλους.
Κα­τά τόν Κα­θη­γη­τή, λοι­πόν, κ. Φει­δᾶ «τό ζή­τη­μα τῆς σχέ­σε­ως τοῦ ἐ­πι­σκό­που μέ τά μο­να­στή­ρια τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς του πε­ρι­φέ­ρειας ἀ­να­φε­ρό­ταν ἀ­φ' ἑ­νός μέν στήν εὔ­λο­γη ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν μο­να­χῶν νά δι­α­φυ­λά­ξουν τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τοῦ μο­να­χι­κοῦ τους βί­ου, ἀ­φ' ἑ­τέ­ρου δέ στήν ἐ­πί­σης εὔ­λο­γη ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που νά ὑ­πα­γά­γη τά μο­να­στή­ρια στήν ἐ­πι­σκο­πι­κή του δι­και­ο­δο­σί­α»[2].

Τά πρῶ­τα ση­μεῖ­α τρι­βῆς πα­ρα­τη­ροῦν­ται κα­τά τόν 4ο κυ­ρί­ως αἰ­ώ­να, ὅ­ταν πλέ­ον αὐ­ξά­νει δυ­να­μι­κά τό κί­νη­μα τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμοῦ στό Βυ­ζάν­τιο καί ὁ μο­να­χι­σμός δι­α­δί­δε­ται σέ ὅ­λες τίς ἐ­παρ­χί­ες τῆς ἀ­χα­νοῦς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.
Ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, ἡ με­γά­λη αἴ­γλη καί τό κῦ­ρος πού δια­ρκῶς προ­σε­λάμ­βα­νε, ἡ πο­λύ­πλευ­ρη μαρ­τυ­ρί­α καί δρα­στη­ρι­ο­ποί­η­ση τῶν μο­να­χῶν στά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, πο­λι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν σύγ­κρου­ση τῶν ρό­λων καί τῶν ἁρ­μο­δι­ο­τή­των με­τα­ξύ τῶν μο­να­χῶν καί τῶν οἰ­κεί­ων Ἐ­πι­σκό­πων. Ὑ­πῆρ­χαν μά­λι­στα πε­ρι­πτώ­σεις πού οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες αὐ­τές τῶν μο­να­χῶν ὑ­πε­ρέ­βαι­ναν κα­τά πο­λύ τήν ἰ­δι­ό­τη­τά τους καί τόν ἡ­συ­χα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ μο­νή­ρους βί­ου τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν ἐ­πι­λέ­ξει, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά προ­κα­λοῦν μεί­ζο­να προ­βλή­μα­τα στίς το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες.

Κά­ποι­α ἀ­πό τά προ­βλή­μα­τα αὐ­τά τέ­θη­καν καί ἀν­τι­με­τω­πί­στη­καν στήν Σύ­νο­δο τῆς Γάγ­γρας τό 340-341. Ἡ Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, ὅ­μως, ἦ­ταν αὐ­τή πού ἔ­θε­σε τίς βά­σεις καί τά ὅ­ρια τῆς πα­ρου­σί­ας τῶν μο­να­χῶν καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν.
Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ δ΄ Κα­νό­νας τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ὁ­ρί­ζει ὅ­τι:
«οἱ ἀ­λη­θῶς καὶ εἰ­λι­κρι­νῶς τὸν μο­νή­ρη με­τι­όν­τες βί­ον τῆς προ­ση­κο­ύ­σης ἀ­ξι­ο­ύ­σθω­σαν τι­μῆς. Ἐ­πει­δὴ δέ τι­νες, τῷ μο­να­χι­κῷ κε­χρη­μέ­νοι προ­σχή­μα­τι, τάς τε Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὰ πο­λι­τι­κὰ δι­α­τα­ράσ­σου­σι πράγ­μα­τα,­.­.­.. ἔ­δο­ξε μη­δέ­να μὲν μη­δα­μοῦ οἰ­κο­δο­μεῖν, μη­δὲ συ­νι­στᾶν μο­να­στή­ριον ἤ εὐ­κτή­ριον οἶ­κον, πα­ρὰ γνώ­μην τοῦ τῆς πό­λε­ως ἐ­πι­σκό­που· τοὺς δὲ κα­θ' ἑ­κά­στην πό­λιν καὶ χώ­ραν μο­νά­ζον­τας, ὑ­πο­τε­τά­χθαι τῷ ἐ­πι­σκό­πῳ καὶ τὴν ἡ­συ­χί­αν ἀ­σπά­ζε­σθαι καὶ προ­σέ­χειν μό­νῃ τῇ νη­στε­ί­ᾳ καὶ τῇ προ­σευ­χῇ, ἐν οἷς τό­ποις ἀ­πε­τά­ξαν­το προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες.­.­.­.. Τόν μέν­τοι ἐ­πί­σκο­πον τῆς πό­λε­ως χρὴ δέ­ου­σαν πρό­νοι­αν ποι­εῖ­σθαι τῶν μο­να­στη­ρί­ων»[3].
Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Βλά­σιος Φει­δᾶς «Ἡ Δ´ Οἰ­κου­με­νι­κή σύ­νο­δος (451) κα­θό­ρι­σε στόν δ´ κα­νό­να της τά αὐ­στη­ρά κα­νο­νι­κά ὅ­ρια δι­α­κρί­σε­ως τῶν ἑ­τε­ρό­κεν­τρων ἐ­πι­θυ­μι­ῶν. Ἔ­τσι, οἱ μέν μο­να­χοί δι­α­τη­ροῦν τήν πλή­ρη ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τους στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή πνευ­μα­τι­κή ζωή τῶν μο­να­στη­ρί­ων τους, χω­ρίς ὅ­μως νά δι­α­τα­ράσ­σουν μέ τή δρά­ση τους τή ζωή τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ δέ ἐ­πι­χώ­ριος ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πο­κτᾶ τό δι­κα­ί­ω­μα νά ἐγ­κρί­νη τήν ἵ­δρυ­ση τῶν μο­να­στη­ρί­ων καί νά ἐ­λέγ­χη κυ­ρί­ως τήν ἐ­κτός μο­να­στη­ρί­ων δρά­ση τῶν μο­να­χῶν»[4]
Ὁ Κα­νό­νας δέν μι­λᾶ γιά τό σύ­νο­λο τῶν μο­να­χῶν, ἀλ­λά γιά τίς ἐ­ξαι­ρέ­σεις, γι’ αὐ­τούς δη­λα­δή πού «τῷ μο­να­χι­κῷ κε­χρη­μέ­νοι προ­σχή­μα­τι, τάς τε Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὰ πο­λι­τι­κὰ δι­α­τα­ράσ­σου­σι πράγ­μα­τα».Ἀ­φο­ρᾶ δη­λα­δή μο­να­χούς πού χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν ὡς πρό­σχη­μα τήν μο­να­χι­κή τους ἰ­δι­ό­τη­τα γιά νά ἀ­να­μει­γνύ­ον­ται καί νά πα­ρεμ­βαί­νουν σέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα καί ὄ­χι αὐ­τούς πού ζοῦν συν­τε­ταγ­μέ­να καί σύμ­φω­να μέ τήν μο­να­χι­κή τά­ξη στά ὀρ­γα­νω­μέ­να κοι­νό­βια, τούς «κυ­κλευ­τές» δη­λα­δή μο­να­χούς ἤ ἐ­πί τό λα­ϊ­κώ­τε­ρον τρι­γυ­ρι­στές μο­να­χούς πού πε­ρι­φέ­ρον­ταν στίς πό­λεις καί τίς ἐ­παρ­χί­ες ἀ­να­τα­ράσ­σον­τας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή καί εἰ­ρή­νη.
Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος πού ἡ ἵ­δρυ­ση μο­να­στη­ρί­ων ἐ­τί­θε­το πλέ­ον ὑ­πό τήν εὐ­λο­γί­α καί τήν ἔγ­κρι­ση τῶν οἰ­κεί­ων Ἐ­πι­σκό­πων. Κατά τόν Ἀρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου:
«Ἡ ὑ­πα­γω­γή τῆς Μο­νῆς εἰς τόν Ἐ­πί­σκο­πον ἀ­σφα­λί­ζει αὐ­τήν ἀ­πό κά­θε μορ­φήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἐ­γω­κεν­τρι­σμοῦ, ἀ­πο­κλει­στι­κι­σμοῦ καί αὐ­ταρ­κεί­ας. Διά τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἡ Μο­νή ἔ­χει τήν ἀ­να­φο­ράν καί τόν σύν­δε­σμόν της με­θ’ ὅ­λης τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς καί με­τά τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­πει­δή, ὅ­μως, λό­γῳ τῆς ἀν­θρω­πί­νης ἀ­δυ­να­μί­ας καί ἀ­τε­λεί­ας εἶ­ναι εὔ­κο­λον νά πα­ρερ­μη­νευ­θεῖ ἡ ἔν­νοι­α τῶν δι­καί­ων τῶν ἐ­πι­σκό­πων ἐ­πί τῶν μο­νῶν, οἱ ἱ­ε­ροί κα­νό­νες ὁ­ρί­ζουν τά τῆς δι­και­ο­δο­σί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων»[5].
Κα­τά τά ἄλ­λα ὁ Κα­νό­νας δέν εἰ­σχω­ρεῖ κα­θό­λου στά ἐ­σω­τε­ρι­κά τῶν μο­να­στη­ρι­ῶν καί τήν λει­τουρ­γί­α τους, κα­θώς θε­ω­ρεῖ τό αὐ­το­δι­οί­κη­το τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄ­νευ. «Τά μο­να­στή­ρια δι­α­τή­ρη­σαν πάν­το­τε τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τοῦ μο­να­στι­κοῦ τους βί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θο­ρι­ζό­ταν μέν συ­νή­θως ἀ­πό τό ἰ­δι­α­ί­τε­ρο μο­να­στη­ρια­κό τους Τυ­πι­κόν, ἀλ­λά πάν­το­τε μέ­σα στά πλα­ί­σια τῆς κα­θι­ε­ρω­μέ­νης κα­νο­νι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως»[6].
Ἡ «πρό­νοι­α» πού θά πρέ­πει νά λαμ­βά­νει ὁ Ἐ­πί­σκο­πος γιά τίς Μο­νές μέ βά­ση τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο Κα­νό­να ἀ­φο­ρᾶ συγ­κε­κρι­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις καί ζη­τή­μα­τα. «Ἡ ἐμ­μο­νή στήν ὀρ­θο­δο­ξί­α τῆς πί­στε­ως, -κα­τά τόν Κα­θη­γη­τή κ. Φει­δᾶ- ἡ τή­ρη­ση τῆς κα­νο­νι­κῆς καί τῆς λει­τουρ­γι­κῆς τά­ξε­ως, ὁ σε­βα­σμός τῶν κα­θι­ε­ρω­μέ­νων ἀρ­χῶν τῆς μο­να­στι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως καί οἱ ἐ­κτός μο­να­στη­ρί­ου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές ἤ ἄλ­λες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν μο­να­χῶν ἀ­πο­τε­λοῦν τά κύ­ρια στοι­χεῖ­α τῆς ποι­μαν­τι­κῆς «πρό­νοι­ας» τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που γιά τά μο­να­στή­ρια τῆς  ἐ­πι­σκο­πι­κῆς του πε­ρι­φέ­ρειας. Ὡ­στό­σο, ἡ «πρό­νοι­α» αὐ­τή ἐκ­φρά­ζε­ται ὄ­χι βε­βα­ί­ως μέ ὑ­πο­κει­με­νι­κές ἤ αὐ­θα­ί­ρε­τες πα­ρεμ­βά­σεις, ἀλ­λά μέ τήν ἐ­νερ­γο­πο­ί­η­ση τῶν κα­νο­νι­κῶν δι­α­δι­κα­σι­ῶν τῶν ἁρ­μο­δί­ων σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση συ­νο­δι­κῶν ὀρ­γά­νων, ὥ­στε νά μήν δι­α­τα­ράσ­σε­ται ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή αὐ­το­τέ­λεια τῆς ἀ­σκή­σε­ως ἀ­πό αὐ­θα­ί­ρε­τες ἐ­πεμ­βά­σεις τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­φα­σί­ζον­ται ‘‘κα­τά προ­σπά­θειαν ἤ ἀν­τι­πά­θεια­ν’’ πρός το­ύς μο­να­χο­ύς ἤ καί ‘‘δι' οἰ­κε­ί­αν φι­λο­νει­κί­α­ν’’»[7].
Σχετικά μέ τήν «πρόνοια» καί τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων ἐπί τῶν Μονῶν ὁ Καθηγούμενος  τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου γράφει:
«Τό θέ­μα τῆς ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης καί τῶν δι­καί­ων τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἐ­πί τῶν Μο­νῶν δέν πρέ­πει νά θε­ω­ρεῖ­ται ὡς θέ­μα πει­θαρ­χί­ας καί ἐ­ξου­σί­ας ἐν κο­σμι­κῇ ἐν­νοί­ᾳ, ἀλ­λά πρω­τί­στως ὡς θέ­μα πνευ­μα­τι­κόν καί θε­ο­λο­γι­κόν. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐν τῇ ἐ­πι­σκο­πῇ αὐ­τοῦ εἶ­ναι ἡ ζῶ­σα εἰ­κών τοῦ Χρι­στοῦ καί τό ὁ­ρα­τόν κέν­τρον ἑ­νό­τη­τος τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ὁ πα­τήρ ὅ­στις “χρή τήν δέ­ου­σαν πρό­νοι­αν ποι­εῖ­σθαι τῶν μο­να­στη­ρί­ων” (δ΄ Δ΄­)»[8].
Καί ὁ γνωστός κανονολόγος Βαλ­σα­μών (12ος αἰ.) στήν ἑρ­μη­νεί­α του στόν Κα­νό­να 1 τῆς Πρω­το­δευ­τέ­ρας Συ­νό­δου, σα­φῶς ἀ­πο­φαί­νε­ται ὅ­τι: «Οὐκ ἐ­νε­δό­θη τ ἐ­πι­σκό­πῳ κα­τε­ξου­σιά­ζειν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου ὡς δε­σπο­τι­κῶς δι­α­φέ­ρον­τος τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ αὐ­τοῦ.­.., ἀλ­λ’ ἔ­χειν μό­να δί­και­α ἐ­πι­σκο­πι­κά ἐ­π’ αὐ­τ. Εἰ­σί δέ ταῦ­τα.­.. ἀ­νά­κρι­σις τῶν ψυ­χι­κῶν σφαλ­μά­των, ἐ­πι­τή­ρη­σις τῶν δι­οι­κούν­των αυ­τ, ἀ­να­φο­ρά τοῦ ὀ­νό­μα­τος τού­του καί σφρα­γίς τοῦ ἡ­γου­μέ­νου»[9].
Ὅ­λα ὅ­σα θε­σπί­ζον­ται μέ τόν δ΄ Κα­νό­να τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου θέ­τουν οὐ­σι­α­στι­κά τίς βά­σεις γιά τίς σχέ­σεις τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν μέ τόν ἐ­πι­χώ­ριο Ἐ­πί­σκο­πο, τήν δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς αὐ­το­τέ­λειας τῶν Μο­νῶν καί τά ὅ­ρια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τοῦ οἰ­κεί­ου Ἐ­πι­σκό­που.
Πά­νω σέ αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν βά­ση στη­ρί­χθη­κε ἡ ἰ­σχύ­ου­σα νο­μο­θε­σί­α πού δι­έ­πει τίς σχέ­σεις Μο­νῶν καί Ἐ­πι­σκό­πων: τό ἄρ­θρο 39 τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος (Ν. 590/1977)[10] καί ὁ Κα­νο­νι­σμός 39/1972 «Πε­ρί τῶν ἐν Ἑλ­λά­δι Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν καί τῶν Ἡ­συ­χα­στη­ρί­ων»[11].
Ὁ Κα­τα­στα­τι­κός Χάρ­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τήν μορ­φή Νό­μου (Νό­μος 590/1977, ΦΕΚ 146 Α) ἐκ­πο­νή­θη­κε ἀ­πό μι­κτή κλη­ρι­κο­λα­ϊ­κή συν­τα­κτι­κή ἐ­πι­τρο­πή, ἡ ὁ­ποί­α συγ­κρο­τή­θη­κε δυ­νά­μει τοῦ Ν.462/1976 ἀ­πό ἐ­ξέ­χου­σες προ­σω­πι­κό­τη­τες, ἀπό Πα­νε­πι­στη­μια­κούς τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ καί Νο­μι­κοῦ χώ­ρου, γνῶ­στες τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγμάτων καί ὅ­λων τῶν προ­βλη­μά­των τους, καί ἀ­πό Βου­λευ­τές τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κοι­νο­βου­λί­ου. Ἡ ἐ­πι­τρο­πή αὐ­τή ἐρ­γά­σθη­κε βά­σει τῶν ὑ­πο­βλη­θέν­των ὑ­πο­μνη­μά­των τῶν ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νων φο­ρέ­ων. «Εἰ­δι­κώ­τε­ρον -σύμ­φω­να μέ αὐ­τά πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν Εἰ­ση­γη­τι­κή Ἔκ­θε­ση πρός τήν Βου­λή τῶν Ἑλ­λή­νων γι­ά τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο Νό­μο- ἐ­λή­φθη­σαν ὑπ᾿ ὄ­ψιν ἡ ἐ­πί τοῦ σχε­δί­ου γνώ­μη τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, τά αἰ­τή­μα­τα τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Συν­δέ­σμου Κλη­ρι­κῶν Ἑλ­λά­δος καί γε­νι­κώ­τε­ρον πᾶ­σαι αἱ προ­τά­σεις, αἱ ὁ­ποῖ­αι ἦ­σαν σύμ­φω­νοι πρός τό Σύν­ταγ­μα, τούς Ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νας, τήν κει­μέ­νην Νο­μο­θε­σί­αν καί τήν Νο­μο­λο­γί­αν τῶν Δι­κα­στη­ρί­ων τῆς Χώ­ρας[12]».
Ὁ Κα­νο­νι­σμός 39/1972 ἐκ­πο­νή­θη­κε καί ψη­φί­στη­κε ἀ­πό τήν ἴ­δια τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο, χω­ρίς τήν συμ­με­το­χή λα­ϊ­κῶν καί οὐ­σι­α­στι­κά εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μος, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στό θέ­μα τῶν κα­νο­νι­κῶν ἁρ­μο­δι­ο­τή­των τῶν Μη­τρο­πο­λι­τῶν ἐ­πί τῶν Μο­νῶν, μέ τό ἄρ­θρο 39 τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος[13].
Ἡ πα­ρά­γρα­φος 6 τοῦ ἄρ­θρου 39 τοῦ Ν. 590/1977 λύ­νει ὁ­ρι­στι­κά καί ἀ­με­τά­κλη­τα τό ζή­τη­μα τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τοῦ ὅ­ρου «πνευ­μα­τι­κή ἐ­πο­πτεί­α» τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν, κα­θώς πε­ρι­γρά­φει ἐ­ξαν­τλη­τι­κά καί πε­ρι­ο­ρι­στι­κά τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ὅ­ρου «ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­λύ­πτει μό­νο τά ρη­τῶς ἀ­να­γρα­φό­με­να κα­νο­νι­κά δι­και­ώ­μα­τα τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που, ἤ­τοι[14]»:

Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2012

Η έννοια και ο ρόλος της Ορθόδοξης εκκλησίας!



Ενδιαφέρον θεολογικό πόνημα του Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου Αρχιμ. Αθανασίου Αναστασίου 
 
Του Γρηγόρη Γ. Καλύβα 

Ένα ενδιαφέρον θεολογικό πόνημα για την έννοια και τον ρόλο της εκκλησίας στην σημερινή κοινωνική

 πραγματικότητα, 
κάτω από την σκιά της τεχνοκρατούμενης εποχής, «έπεσε» στα χέρια μου εντελώς τυχαία θα έλεγα και ομολογώ
 πως 
ξεφυλλίζοντάς το επαναπροσδιόρισα πολλές συγκεχυμένες έννοιες που βρίσκονται παγιωμένες σε ατομικό και
συλλογικό
 επίπεδο.
Και το πόνημα έχει μια επικαιρότητα καθώς η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία καθώς το

 σημερινό μοντέλο ανάπτυξης που μέσα από τον υπερκαταναλωτισμό και ην ευζωία έχει ανατρέψει το παραδοσιακό 
αξιακό σύστημα αφήνοντας τον σύγχρονο έλληνα μετάρσιο στο κενό να αιωρείται χωρίς σταθερό προσανατολισμό,
 χωρίς αξίες, χωρίς αρχές, χωρίς πίστη για την ζωή του την ίδια. 
«Η Ορθόδοξη εκκλησία μας ως θεραπευτήριο ψυχών»
Γράφει λοιπόν ο προηγούμενος : «…ο όρος εκκλησία προέρχεται από το ρήμα εκκαλώ, που σημαίνει καλώ σε 

συγκέντρωση, σε συνάθροιση. Η εκκλησία είναι η Σύναξη στο δείπνο της Ευχαριστίας όλων όσων έχουν την
ίδια ορθή πίστη και αποτελούν τα μέλη της …
«Το άθροισμα των αγίων, το εξ’ ορθής πίστεως και πολιτείας αρίστης συγκεγκροτημένον, καλείται εκκλησία» 

παρατηρεί
ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης.
«…η Αγία μας εκκλησία είναι η καλή και σοφή και στοργική μας Μάνα. Η γαλακτοτροφούσα, η 

παιδαγωγούσα, η θεραπεύουσα, η συγχωρούσα, η αγιάζουσα, η ουρανοδρομούσα. Μέσα σ’ αυτήν
αναγεννιόμαστε πναυματικά, στην αγκαλιά της γαλουχούμαστε και ανδρωνόμαστε και επιτυγχάνουμε 
την σωτηρία μας …», τονίζει ο π. Αθανάσιος για να θυμίσει: «εάν είσαι αμαρτωλός, έλα στην Εκκλησία
 να πεις τις αμαρτίες σου, Κι’ αν δίκαιος, έλα για να μην χάσεις την αρετή σου. Γιατί η Εκκλησία
 είναι λιμάνι και για τους δύο»(αγ. Χρισοστόμου, περί μετανοίας Β΄1, ΕΠΕ 30,113).
Για να καταλήξει στο εξής σημαντικό : «…Η Αγία μας Εκκλησία και μόνον αυτή, έχει την δύναμη να

 παίρνει σκιές ανθρώπων, συντρίμμια ψυχών, να παίρνει λάσπη και βούρκο και με αυτά τα υλικά να 
δημιουργεί καλλιτεχνήματα, ανθρώπινα πρότυπα.
Η Εκκλησία μας και μόνο αυτή, μπορεί να παίρνει βαρυποινίτες από τα κάτεργα της αμαρτίας και ν

α τους αναδεικνύει ασκητές και οσίους, μάρτυρες και ομολογητές. Και αυτά τα θαυμάσια με μοναδικό
αντίτιμο ένα δάκρυ, ένα λόγο «αμάρτησα Κύριε», ένα «Θεέ μου, ελέησέμε και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό»
, ένα ταπεινό γονάτισμα και μια ταπεινή ομολογία κάτω από το πετραχήλι του πνευματικού…».
Και συνεχίζει ο γέροντας για τον ρόλο της Εκκλησίας σήμερα : «…Η κραυγή αγωνίας του εγκαταλελειμμένου και

 αποπροσανατολισμένου λαού που σχοινοβατεί, η κραυγή της Ιστορίας που παραχαράσσεται, της πίστεως
 και των ιδανικών που διακυβεύονται, της ελευθερίας και των αρχών που βιάζονται, αυτή η κραυγή, ταπεινά
 φρονούμε, πως θα πρέπει να φθάνει στ’ αυτιά των εκκλησιαστικών μας εκπροσώπων, των ποιμένων και πατέρων
 μας …».
Για να καταλήξει : «…Η Αγία μας Εκκλησία είναι η Κιβωτός της σωτηρίας μας…, νοσοκομείο ψυχών και

 θεραπευτήριο παθών…».
Επίλογος
Αν επεσήμανα μερικά από τα ωραία που εμπεριέχει αυτό το θεολογικό πόνημα είναι γιατί το περιεχόμενό 

του κυρίως απευθύνεται στην διοικούσα εκκλησία και ειδικά την ηγεσία της η οποία αυτή πρώτη οφείλει
 να μεταλαμπαδεύσει τον σωτηριολογικό της λόγο και ρόλο.
Ο βαθύτατα θρησκευόμενος Ελληνικός λαός τώρα έχει ανάγκη πνευματικής και ηθικής στήριξης, τώρα έχει

ανάγκη την παρουσία της, τον παρηγορητικό της λόγο, την πρόταση για τον επαναπροσδιορισμό της ζωής τηw
ανθρώπινης υπάρξεως. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...