Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2013

Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου «Εκ πίστεως εις πίστιν»


Ως χριστιανοί πιστεύουμε σε έναν προσωπικό και ζώντα Θεό και όχι σε κάποιου είδους μακρινό και εγωκεντρικό Θεό, βυθισμένο στη φίλαυτη ενατένιση του εαυτού του και ανίκανο να εισέλθει σε κοινωνία με τα κτιστά όντα. Για μας η απόδειξη της υπάρξεως του Θεού είναι η ενέργειά Του, η χάρη Του, με την οποία μετέχουμε στη ζωή Του. Ακόμη και όταν ο άνθρωπος είναι γεμάτος αμφιβολίες, το άγγιγμα της θείας χάριτος στην καρδιά του διασκορπίζει όλα τα νέφη και ενεργοποιεί μέσα του τη θεία ζωή. Η ζωή αυτή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, και κανένας ανθρώπινος συλλογισμός δεν μπορεί να της αντιταχθεί. Η πρώτη πίστη του ανθρώπου στρέφει την ύπαρξή του προς τον Θεό, ενσταλάζει μέσα του τον φόβο του Θεού και αιχμαλωτίζει την καρδιά.
Πράγματι, αυτός ακριβώς ο φόβος του Θεού βοηθεί την καρδιά μας να αναδυθεί. Η Γραφή αναφέρεται στη «βαθεία καρδία» (Ψαλμ. 62,7) του ανθρώπου, στην οποία απευθύνεται η επισκοπή του Θεού από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί (Ιώβ 7,18). Όταν ο Ιώβ ρωτά: «τί εστιν άνθρωπος, ότι εμεγάλυνας αυτόν;» (Ιώβ 7,17), η Αγία Γραφή δίνει την ακόλουθη χαρακτηριστική απάντηση: ο άνθρωπος είναι «κατεντευκτής Θεού» (Ιώβ 7,20). Δηλαδή ο άνθρωπος εκείνος, του οποίου η καρδιά έχει γίνει στόχος του Θεού, παρίσταται ενώπιόν Του και συνομιλεί μαζί Του επί ίσοις όροις, μεσιτεύοντας για τη σωτηρία όλου του κόσμου, γιατί ο Θεός του απένειμε την τιμή αυτή. Ο Θεός ποθεί αυτή την ισότητα επικοινωνίας με τον άνθρωπο· δεν τον θεωρεί ως ένα κτίσμα που απλώς το έφερε στο είναι, αλλά ως «εικόνα» Του, ως κάποιον ίσο με Αυτόν με τον οποίο μπορεί να συνδιαλέγεται.
abraham-and-isaac εκ πίστεως εις πίστιν
Σε όλη τη Γραφή βρίσκουμε αναρίθμητα περιστατικά, όπου ο Θεός απευθύνεται στον άνθρωπο ως προς ίσο Του: «Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10,32-33). Αν με τη χάρη του Πνεύματός Του εισέλθουμε σε προσωπική σχέση μαζί Του, τότε Τον ομολογούμε, όχι τόσο με λόγια, όσο με την αίσθηση της παρουσίας Του μέσα μας. Γιατί τότε Εκείνος εισδύει στην καρδιά μας και εκεί μαρτυρεί τη σωτηρία μας με τη χάρη Του. Ο άγιος Σιλουανός επιβεβαιώνει την παράδοξη αυτή αλήθεια, όταν λέει ότι το Πνεύμα μαρτυρεί στην καρδιά μας για τη σωτηρία μας .
Ένας άλλος τρόπος, όπου γίνεται φανερό ότι ο Θεός μας ομιλεί επί ίσοις όροις, είναι ο λόγος Του: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. 6,14). Η ισότητα αυτή επιβεβαιώνεται περαιτέρω στην Κυριακή Προσευχή: «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» (Ματθ. 6,12). Εκ πρώτης όψεως η άρνηση της συγχωρήσεως Του φαίνεται ίσως αυστηρή. Αν όμως λάβουμε υπ’ όψιν ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός και εμείς απλώς τα πλάσματά Του, τότε διαπιστώνουμε ότι οι όροι των λόγων Του είναι οι πλέον άνισοι: ο Θεός είναι απίστευτα οικτίρμων στην κρίση Του!
Ο Θεός στην επιθυμία Του να καταστήσει τον άνθρωπο αληθινά ίσο με Αυτόν, ομοίωσή Του, κατευθύνει προς αυτόν την «επισκοπή» Του και αναζητεί τη βαθεία καρδία του. Ποθεί να αποκτήσει η καρδιά του ανθρώπου «νοερά και θεία αίσθηση» (Παροιμ. 15,14), δηλαδή όχι απλώς τη λειτουργία της σκέψεως, αλλά ακριβώς αυτή τη μορφή εσωτερικής ζωής που ανυψώνει την ύπαρξή του πάνω από εκείνη των ζώων. Ο ορθός λόγος μας διαφοροποιεί από αυτά. Αν όμως υπηρετεί μόνο τη φυσική μας ευζωΐα, τότε ελάχιστα υπερβαίνουμε το επίπεδο των αυτοσυντηρούμενων ζώων. Αν επιπλέον η εσωτερική μας ζωή εκδαπανάται στις μέριμνες του κόσμου αυτού, θα καταλήξει σίγουρα στο μνήμα μαζί με το σώμα μας. Όπως όμως προαναφέραμε, η θεία κλήση μας είναι πολύ ανώτερη. Ο Θεός επιθυμεί να επισκεφθεί τη βαθειά καρδιά του ανθρώπου με τη ζωηφόρο, νοερή και θεία αίσθηση της παρουσίας Του. Όταν ο άνθρωπος αποκτήσει συναίσθηση του θησαυρού αυτού στην καρδιά του, τον επισκιάζει ο φόβος του Θεού.
Μόλις η καρδιά μας αιχμαλωτισθεί από το ιερό αυτό δέος και αρχίσουμε να αισθανόμαστε τη ζωοποιό ενέργεια του Θεού, εισερχόμαστε σε προσωπική κοινωνία με τον προσωπικό Θεό· Εκείνον που αποκάλυψε τον Εαυτό Του, τον Θεό-Πατέρα, τον Θεό-Υιό και τον Θεό-Άγιο Πνεύμα. Η σχέση αυτή συνιστά γεγονός που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη διάνοια. Κάποιοι αλλόθρησκοι αντιτείνουν: «Δεν μπορούμε να εννοήσουμε τον Χριστιανισμό. Πώς μπορεί να υποστηρίζει ότι ο Θεός είναι συγχρόνως Τρεις και Ένας; Η δική μας θρησκεία είναι λογικότερη, γιατί πρεσβεύει ότι ο Θεός είναι ένας, παντοδύναμος, έχει αυτό το χαρακτηριστικό, αυτό το ιδίωμα κλπ.». Αποδίδοντας όμως οι αλλόθρησκοι στον Χριστιανισμό το στοιχείο του υπέρλογου, απλώς επιβεβαιώνουν τον χαρακτήρα της θείας Αποκαλύψεως, που φέρει η πίστη μας, και συνεπώς την αλήθειά της. Η αποκεκαλυμμένη αλήθεια δεν υπόκειται στην ανθρώπινη λογική, αλλά την υπερβαίνει. Εμπιστεύονται έναν ορισμό της πίστεως, που αποτελεί προϊόν του ανθρώπινου ορθολογισμού. Με την επιμονή στη λογική της πίστεώς τους τελικά την απαξιώνουν, καταδεικνύοντας την απουσία από αυτήν του αληθινού χαρακτήρα της αποκαλύψεως, η οποία ξεπερνά κατά πολύ την ανθρώπινη αντίληψη.
Εισερχόμενοι σε κοινωνία με τον προσωπικό Θεό, με εμπιστοσύνη σε Αυτόν, που η ουσία και η φύση Του είναι απρόσιτες, ασύλληπτες και αψηλάφητες, Τον υποχρεώνουμε με την πίστη μας να μας επισκεφθεί με την άφθαρτη χάρη Του. Με την άκτιστη ενέργειά Του, που απορρέει από το Ίδιο το Είναι Του, θα γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην προαιώνια και άκτιστη ουσία Του και το περιορισμένο, πλην όμως λογικό, πλάσμα Του.
Ο Θεός αναζητεί ακατάπαυστα την καρδιά του ανθρώπου. Αυτός όμως με την εσφαλμένη χρήση της ελευθερίας του υποδουλώνεται σε πολλές προσκολλήσεις. Έτσι παρεμποδίζει την είσοδο της θείας χάριτος στην καρδιά του και την παραμονή της εκεί. Εντούτοις τα αμαρτήματα μας είναι ως μηδαμινά μπροστά στην ευσπλαχνία του Θεού. Στα μάτια Του φαίνονται σαν επιφανειακή σκόνη που εξαφανίζεται με ένα απλό φύσημα. Μόλις ο φόβος του Θεού κυριεύσει την καρδιά μας, αντιλαμβανόμαστε πόσο ανήμποροι είμαστε να καλλιεργήσουμε αληθινή σχέση με τον Θεό και διαπιστώνουμε ότι μόνο η χάρη Του μας καθιστά ικανούς γι’ αυτό.
Έτσι ο άνθρωπος εισέρχεται σε μια απίστευτα δημιουργική περιπέτεια με τον Θεό. Τώρα κατανοεί ότι αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο δημιουργήθηκε· ότι αυτό υπήρξε το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για το ανθρώπινο γένος και ότι ο αληθινός και τελικός προορισμός του είναι η ένωσή του με τον Θεό. Αλλά η σχέση αυτή με τον Θεό τον υποχρεώνει να διακινδυνεύσει την παραίτησή του από όλα. Αντιλαμβάνεται ότι η παρούσα κατάστασή του με τις ποικίλες προσκολλήσεις του αποτελεί εμπόδιο για τη διάβασή του στην απέναντι όχθη του ποταμού. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί ακόμη να ενωθεί με τον Θεό, καθώς «ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν Αυτού παν κοινόν» (Αποκ. 21,27). Κατανοεί ότι, αν θέλει να σωθεί, πρέπει να αναλάβει το έργο του εξαγιασμού του, «ού χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14). Για την επίτευξη του σκοπού αυτού επενδύει ολόκληρο το τάλαντο της επίγειας αυτής ζωής που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, χωρίς να παρακρατήσει τίποτα, έτσι ώστε να το πολλαπλασιάσει επί τριάντα, εξήντα ή εκατό (Μάρκ. 4,8, 20).
Τότε ακριβώς ο άνθρωπος εισάγεται στη γνώση του δεύτερου είδους πίστεως, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ελπίδα παρ’ ελπίδα». Όταν, ανθρωπίνως μιλώντας, εκλείψει μέσα του κάθε ελπίδα σωτηρίας, ο άνθρωπος κρεμά τα πάντα στο έλεος του Θεού και εναποθέτει όλη την εμπιστοσύνη του σε Αυτόν, τον μόνο ικανό να ανιστά και τους νεκρούς (Ρωμ. 4,17). Για παράδειγμα, ο απόστολος Παύλος λέει ότι ο Θεός επέτρεψε να εγγίσει στο κατώφλι του θανάτου, «για να μην έχει την πεποίθηση στον εαυτό του, αλλά στον Θεό που ζωοποιεί ακόμη και τους νεκρούς» (Β’ Κορ. 1,9).
Όταν ο άνθρωπος διακατέχεται από αυτή την πίστη που είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό, μπορεί να προοδεύσει πολύ. Ο Θεός ανταποκρίνεται, και η σχέση του ανθρώπου μαζί Του εντείνεται. Μερικοί ψαλμοί και ευχές, για παράδειγμα στην Ακολουθία του Μεσονυκτικού, περιλαμβάνουν την ικεσία: «Σος ειμι εγώ, σώσον με» (Ψαλμ. 118,94). Αλλά ανάξιοι όντες να εκφέρουμε τον λόγο αυτό: «είμαι δικός Σου, σώσε με», οφείλουμε πρώτα να αποδείξουμε στον Θεό ότι είμαστε δικοί Του, ενεργώντας σύμφωνα με τον χαρισματικό αυτό τύπο πίστεως.
Η πίστη αυτή συνδέεται με τη χαρισματική απόγνωση , που είναι ικανή να μας οδηγήσει αληθινά να διακινδυνεύσουμε τα πάντα για να ευαρεστήσουμε τον Θεό. Τέτοια απόγνωση είναι η μόνη αυθεντική οδός προς την παρ’ ελπίδα ελπίδα σε Αυτόν μόνο.
Συναντούμε πολλά παραδείγματα αυτού του είδους της πίστεως στις Γραφές. Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση του Αβραάμ, για τον οποίο γράφεται ότι πίστεψε στον Θεό που ζωοποιεί τους νεκρούς και καλεί τα μη όντα ως όντα (Ρωμ. 4,17) με τέτοια πίστη, που τον κατέστησε στη συνέχεια ικανό να πιστέψει «παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι» (Ρωμ. 4,18). Έχει μεγάλη σημασία για μας να διεισδύσουμε στην πίστη του, αφού είναι ο πατέρας όλων εκείνων που πίστεψαν μετά από αυτόν. Πρωτίστως ο Αβραάμ πίστεψε στον Θεό ως τον ζώντα Θεό, ο Οποίος με ένα μόνο νεύμα φέρει τα πάντα από το μη όν στο είναι και ζωοποιεί τους νεκρούς. Επιπλέον, στην εποχή του, η ανθρώπινη λογική έβλεπε μόνο την απόλυτη απελπισία, γεγονός που υπογραμμίζει την αυθεντικότητα της ελπίδας του Αβραάμ. Ήταν θεμελιωμένη σε ολοκάρδια πίστη που δεν ήταν απλώς διανοητική αποδοχή του μυστηρίου της θείας δυνάμεως. Γι’ αυτό του ενέπνευσε τέτοια εσωτερική πεποίθηση, που τον ενδυνάμωσε να παραδώσει όλη την ύπαρξή του στον λόγο του Θεού και να εγκαταλείψει όλη τη ζωή του στο θέλημά Του.
Η εξαιρετική αυτή πίστη δικαίωσε τον Αβραάμ ενώπιον του Θεού και τον κατέστησε πατέρα όλων των πιστών. Όταν ο Θεός τον πρόσταξε: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και ακολούθει μοι», ο Αβραάμ δεν ρώτησε πού επρόκειτο να πάει. Ο Θεός του είπε: «Δεύρο εις την γην, ήν αν σοι δείξω» (Γέν. 12,1), χωρίς να του υποδείξει τη χώρα. Ο Αβραάμ έχοντας αγαπήσει τον Θεό με όλη την καρδιά του, χωρίς να υποβάλει καμία ερώτηση αλλά με απόλυτη υπακοή και τέλεια πίστη, Τον ακολούθησε με εμπιστοσύνη σε κάθε Του λόγο. Τότε Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα αποκτήσει απογόνους, παρά το προχωρημένο του γήρατός του. Πάλι, αψηφώντας την ηλικία του, πίστεψε ακλόνητα ότι ο Θεός που εγείρει τους νεκρούς θα μπορούσε να είναι και ο Δοτήρ της ζωής ανεξάρτητα από τις περιστάσεις. Έτσι τόσο πολύ ευαρέστησε στον Θεό, ώστε θεωρήθηκε άξιος να λάβει φοβερές υποσχέσεις από Αυτόν, όπως η ευλογία όλων των εθνών της γης μέσω του σπέρματός του (Γέν. 17,4-8). Αρχή της εκπληρώσεως της διαθήκης αυτής αποτέλεσε και η σύλληψη του υιού του Ισαάκ. Η Γραφή λέει στη συνέχεια πως ο Αβραάμ αγάπησε τον Ισαάκ (Γέν. 22,2), ώστε να μας προετοιμάσει για την παράδοξη παρέμβαση του Θεού που ακολουθεί παρακάτω, όταν ο Θεός τον προστάζει: «Λάβε τον Ισαάκ, πορεύθητι εφ’ έν των ορέων και ανένεγκον αυτόν εκεί εις ολοκάρπωσιν». Δηλαδή: «Θυσίασε τον υιό σου που είναι η θαυμαστή υπόσχεσή μου σε εσένα, τον υιό του θαύματος, με τον οποίο η Σάρρα λύθηκε από τα δεσμά της στειρότητάς της!» Εδώ κρύβεται μεγάλο μυστήριο. Ο Αβραάμ, πλήρως αφοσιωμένος στον Θεό, απολάμβανε όλη την εύνοιά Του. Όταν όμως απέκτησε τον υιό, κατά την υπόσχεση που του δόθηκε, η καρδιά του προσκολλήθηκε σε αυτόν και ως εκ τούτου μοιράσθηκε. Για να ελευθερώσει την καρδιά του, ο Θεός τον υπέβαλε σε φοβερή δοκιμασία, ζητώντας από αυτόν να θυσιάσει τον αγαπημένο υιό του. Ο Αβραάμ υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Όταν ο Θεός είδε ότι η καρδιά του είχε αποκατασταθεί στην πρώτη αγάπη της προς Αυτόν μέσα από την υπακοή και την ετοιμότητά του να προσφέρει θυσία τον υιό του, απέδωσε τον Ισαάκ πίσω σε αυτόν, που είχε αναθέσει όλη την εμπιστοσύνη του στον Θεό.
Ο δεύτερος αυτός βαθμός πίστεως συνέχει τη συνειδητή καρδιά του ανθρώπου, που ζωοποιήθηκε ήδη από το πρώτο στάδιο. Ο άνθρωπος έχει παραδώσει τώρα τον εαυτό του στα χέρια του ζώντος Θεού. Δεν οδηγείται πια προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά, όπως ο Αβραάμ, αρχίζει να δορυφορείται γύρω από τον Ήλιο της δικαιοσύνης, εναποθέτοντας όλη την εμπιστοσύνη του στον Θεό που εγείρει τους νεκρούς. Τέτοια πίστη επιτρέπει στον άνθρωπο να παραμένει στην παρουσία του Θεού, αφού έχει επιστηρίξει την ελπίδα του στην παντοκρατορική ισχύ και στον λόγο Του.
Κάθε άνθρωπος ωστόσο που έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του στον Θεό με πνεύμα πίστεως θα δοκιμασθεί διαφορετικά, κάποτε μάλιστα σκληρά. Ορισμένοι ενδέχεται να απειληθούν ακόμη και με θάνατο. Αλλά αν τη στιγμή της δοκιμασίας μείνουν ακλόνητοι αποδίδοντας δόξα και ευχαριστία στον Θεό, τότε η πίστη τους, όπως αυτή του Αβραάμ, υπερβαίνοντας όχι μόνο τον κόσμο αλλά τον ίδιο τον θάνατο, θα αναδειχθεί πιο ισχυρή από αυτόν. Γι’ αυτό τον λόγο είναι τόσο σημαντική η κατανόηση της πίστεως ως «παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι», ώστε αν αξιωθούν μιας τέτοιας ευκαιρίας, με σωστή αντιμετώπιση να κερδίσουν τον Χριστό και όλη την αιωνιότητα. Πράγματι, οποιοσδήποτε παραδοθεί ολόψυχα στο Πνεύμα του Θεού, θα οδηγηθεί από τον Θεό μέσα από τη στενή οδό. Θα απεκδυθεί τον παλαιό του άνθρωπο, για να μπορέσει να εισέλθει καθαρός στη Βασιλεία Του: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8).
Έχει λεχθεί ότι «ο Θεός φως εστι» (Α’ Ιωάν. 1,5), και όταν Τον δούμε, θα γίνουμε κι εμείς φως όπως Εκείνος (Α’ Ιωάν. 3,2). Αλλά χρειάζεται προηγουμένως να καθαρθούμε, για να γίνουμε άξιοι της μακαρίας οράσεως του αληθινού Θεού. Αυτός εποπτεύει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά ιδιαίτερα στρέφει την προσοχή Του σε όσους επιδεικνύουν προθυμία και ετοιμότητα να παραδώσουν τον εαυτό τους στα χέρια Του. Επιποθεί να περιποιείται τον καθένα μας ξεχωριστά, όπως έκανε με τον Αβραάμ και όλους τους εκλεκτούς Του. Πράγματι, ολόκληρη η Γραφή, που είναι η ιστορία των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, οφείλει να ανακεφαλαιωθεί στη ζωή κάθε προσώπου χωριστά. Όταν ο Θεός δει ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζει με σοβαρότητα το θέμα της σωτηρίας του, θέτει ένα εμπόδιο ενώπιον του, για να τον δοκιμάσει και να ενισχύσει την προθυμία και αποφασιστικότητα του. Τον εξετάζει και τον παιδεύει, όπως θα έκανε ένας πατέρας με τον αγαπημένο υιό του (Εβρ. 12,6-11). Διερχόμενος ο άνθρωπος τη δοκιμασία αυτή της πίστεώς του, διδάσκεται πώς να υπερπηδήσει το πρώτο αυτό πρόσκομμα. Τότε ο Θεός τοποθετεί μεγαλύτερα εμπόδια ενώπιόν του, ώστε να τον εκπαιδεύσει σε ακόμη υψηλότερα άλματα πίστεως προς Αυτόν. Με τον τρόπο αυτό ο Θεός τιμά τον άνθρωπο, απονέμοντάς του το προνόμια να επιδείξει, όπως ο Ιώβ, το είδος της πίστεως που θα τον καταστήσει κληρονόμο όλων των αγαθών του Παραδείσου Του. «Πάντα τα εμά σα εστιν», λέει ο πατέρας στον μεγαλύτερο αδελφό του ασώτου υιού (Λουκ. 15,31). Γι’ αυτό είναι μακάριος εκείνος που εγκαρτερεί σε καιρό δοκιμασίας και παραμένει ακλόνητος από τον πειρασμό, ακόμη και από την απειλή του θανάτου.
«Παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι» είναι ο ακριβής ορισμός της πίστεως εκείνης, με την οποία υπερπηδώνται και τα ανυπέρβλητα ακόμη εμπόδια. Αυτή η πίστη συγκεντρώνει όλες τις σκέψεις μας και τις δυνάμεις της καρδιάς μας σε ένα μοναδικό σημείο και με έναν σκοπό. Αυτό εφαρμόζεται επίσης στην τελειότητα της πνευματικής ζωής, όπου αγωνιζόμαστε να ενώσουμε τον νου με την καρδιά. Συσπειρώνουμε όλη την ύπαρξή μας στην καρδιά, ώστε να μπορούμε να προσευχόμαστε με μία μόνο σκέψη, σύμφωνα με τη διδασκαλία της ησυχαστικής μας παραδόσεως. Έτσι αποφασίζουμε να παλέψουμε ακόμη και μέχρι θανάτου, με τη βοήθεια του Θεού, για να υπερπηδήσουμε κάθε δυσκολία. Και πρέπει να το κάνουμε, γιατί από την υπέρβαση αυτή εξαρτάται η σωτηρία μας. Στο σημείο αυτό η καρδιά του ανθρώπου γίνεται ένας σφιχτός κόμπος, όπου έχει συγκεντρωθεί όλη του η ύπαρξη, και ο ίδιος ο άνθρωπος κρεμά τα πάντα στο έλεος του Θεού. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουμε να πιστεύουμε, όπως είπε ο απόστολος Παύλος για τον Αβραάμ, «παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι». Πιστεύουμε ότι ο Θεός «δύναται ημάς εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Ματθ. 3,9), και ότι «παρά τω Θεώ πάντα δυνατά εστι» (Ματθ. 19,26). Βαθμηδόν γινόμαστε έτοιμοι να προβούμε ακόμη και στο φοβερό εκείνο άλμα της πίστεως που υπερνικά τον θάνατο.
Η χαρισματική πίστη, όπως αυτή του Αβραάμ, μας διαβιβάζει από την όχθη της κτιστής πραγματικότητας στην όχθη της άκτιστης, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Και όταν ο άνθρωπος επιδείξει τέτοια πίστη, θα βρει τον ασφαλή λιμένα της αγάπης, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Η πρόσκαιρη ζωή του θα ενωθεί με την αθάνατη και αιώνια θεία ζωή, γεγονός που συνιστά το μεγαλειωδέστερο θαύμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Θεός εκτιμά την ανθρώπινη ζωή ως άξια για την ένωση με τη δική Του ζωή, με το δικό Του Είναι, με τη βοήθεια της χάριτος.
Η εκπλήρωση του δεύτερου αυτού βαθμού της πίστεως προϋποθέτει μεγάλη προσπάθεια που απαιτεί να ενθυμούμαστε την πρώτη μας αγάπη προς τον Θεό, να παραμένουμε προσηλωμένοι στην αγάπη αυτή με σταθερότητα, πιστότητα και εμπιστοσύνη. Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως διαβάζουμε: «Και υπομονήν έχεις, και εβάστασας διά το όνομά Μου, και ου κεκοπίακας. Αλλά έχω κατά σου, ότι την αγάπην σου την πρώτην αφήκας. Μνημόνευε ούν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον και τα πρώτα έργα ποίησον» (Αποκ. 2,3-5). Την ημέρα της Κρίσεως, όταν ο Κύριος μας θέσει ενώπιόν Του, μερικοί με τόλμη θα πουν: «Κύριε, Κύριε, ου τω Σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω Σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω Σω ονόματι δυνάμεις εποιήσαμεν;» (Ματθ. 7,22) και «εφάγομεν ενώπιον Σου και επίομεν, και εν ταις πλατείαις ημών εδίδαξας;» Και ο Κύριος θα αποκριθεί: «Λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ· απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργάται της αδικίας» (Λουκ. 13,26-27). Πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να θαυματουργούν στο Όνομά Του και όμως ο Κύριος να μην τους αναγνωρίζει; Όλοι μας, είτε για μερικά χρόνια προς το τέλος της ζωής μας είτε για μία μόνο ημέρα ή ακόμη και για μία στιγμή, θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε αρκετή δύναμη και να πιστέψουμε στον Θεό με όλη μας την καρδιά. Έχοντας το πνεύμα αυτό της πίστεως θα ήταν δυνατόν να αισθανθούμε την παντοδυναμία του Θεού και με τη βοήθειά της να επιτελέσουμε ακόμη και θαύμα. Ο Θεός όμως δεν αποδίδει αρκετή σημασία σε αυτό, γιατί περιμένει από εμάς σπουδαιότερα πράγματα. Αν επιθυμούμε να είμαστε δίκαιοι και ευάρεστοι ενώπιόν Του –εφόσον, όπως λέει ο Απόστολος, «ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1,17· Γαλ. 3,11· Εβρ. 10,38)–, τότε η πίστη μας οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή δναμική αύξηση, ώστε να αναγόμαστε «εκ πίστεως εις πίστιν» (Ρωμ. 1,17).
Με άλλα λόγια, οι δίκαιοι θα στέκονται «καλώς» στον δεύτερο αυτό βαθμό της χαρισματικής πίστεως. Θα στηρίζουν το καθετί στο έλεος του Θεού, διακινδυνεύοντας τα πάντα για χάρη Του, προκειμένου να κερδίσουν τα πάντα και να βλέπουν ακατάπαυστα το θείο θαύμα στη ζωή τους. Θα πολιτεύονται αταλάντευτοι με το είδος αυτό της πίστεως έως τέλους. Ο Απόστολος όμως μας προειδοποιεί: «Εάν [ο δίκαιος] υποστείληται, ουκ ευδοκεί η ψυχή μου εν αυτώ» (Εβρ. 10,38). «Υποστέλλω» σημαίνει ενδίδω στη νωθρότητα και την υπερηφάνεια, παραδίδομαι σε αμελή τρόπο ζωής, ελαττώνομαι ως προς την πνευματική ανδρεία. Αντιθέτως, η οδός της πίστεως είναι οδός δυναμικής αυξήσεως στην εν Θεώ ζωή (Α’ Κορ. 3,7· Κολ. 2,19), που μας οδηγεί από πίστη σε πίστη.
Ο πιο βαθύς πόθος του καθενός μας είναι να διατηρούμε ζωντανή τη σχέση μας με τον Θεό και να απολαμβάνουμε τα Τίμια Δώρα Του. Ακόμη και το ελάχιστο άγγιγμα της θείας χάριτος στην καρδιά μας είναι «κρείσσον υπέρ ζωάς» (Ψαλμ. 62,4), όπως βεβαιώνει ο ψαλμωδός· είναι πραγματικά πολυτιμότερο από πολλές ζωές. Εισερχόμαστε ωστόσο συνειδητά στη σοβαρή αυτή κοινωνία με τον Θεό, υπό τον όρο ότι θα επιδείξουμε τη σταθερότητα των δικαίων, δηλαδή θα ζούμε εφεξής «εκ πίστεως».
Η πίστη μας οφείλει διαρκώς να κραταιώνεται, ωσότου φθάσει στον τρίτο βαθμό της πίστεως των δικαίων· στην πιστή αφοσίωση που μας καθιστά ικανούς να στεκόμαστε ακέραιοι και αταλάντευτοι καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της παιδείας του Θεού. Ο υψηλότατος αυτός βαθμός πίστεως είναι τόσο τέλεια σταθερός, ώστε δεν αφήνει περιθώριο και για το ελάχιστο ίχνος αμφιβολίας· είναι αδύνατον τέτοια πίστη να ελαττωθεί ή να υποχωρήσει από την πηγή της ζωής. Ο άνθρωπος ζει την κάθε ημέρα ως νέο γεγονός· ως νέα ευκαιρία που του χορηγεί η θεία χάρη. Στο πιο ώριμο αυτό στάδιο, το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτεται πολύ λεπτό και ευαίσθητο, ταυτόχρονα όμως και πολύ απαιτητικό.
Στην αρχή ωστόσο ο Θεός εμφανίζεται πολύ επιεικής. Ο άνθρωπος αποκτά εμπειρία της πνευματικής ανέσεως και χαράς που συνοδεύουν την πρώτη χάρη. Παρότι μετέχει ακόμη σε ρυπαρότητα, αδυναμία και άγνοια, η χάρη δεν παύει να ευφραίνει την καρδιά του και να τον ωθεί προς τα εμπρός – εξαιτίας της αθωότητάς του. Ο Θεός είναι οικτίρμων και επιποθεί πρώτα απ’ όλα να του διδάξει πώς εργάζεται η χάρη Του μέσα στην ψυχή. Το Άγιο Πνεύμα όμως θα υποχωρήσει από τον άνθρωπο εκείνον που δεν συμμορφώνεται προς τα προστάγματά Του. Η προς Εβραίους επιστολή αναφέρεται εκτενώς σε όσους δέχθηκαν μεγάλα δώρα, γνώρισαν τη δύναμη του λόγου του Θεού καθώς επίσης και την αναγέννηση της υπάρξεώς τους, αλλά εξέπεσαν στην πορεία. Διαβάζουμε στη Γραφή ότι είναι σχεδόν ακατόρθωτο «να ανακαινισθούν πάλιν εις μετάνοιαν» (Εβρ. 6,4-6), δηλαδή να αποκατασταθούν ξανά από τον Θεό μετά την πτώση τους. Με άλλα λόγια, όσο προσεγγίζουμε περισσότερο στον Θεό, τόσο πιο απαιτητικό γίνεται το Πνεύμα του Θεού, ώστε να ζούμε όσο το δυνατόν πλησιέστερά Του και να είμαστε αιώνια ενωμένοι μαζί Του. Όπως προαναφέρθηκε, ο Θεός επιθυμεί να συμπεριφέρεται στον άνθρωπο ως προς ίσο Του, ως προς εικόνα Του. Τον έχει προικίσει με μεγάλες δωρεές και δυνατότητες, ώστε να μπορεί να παρίσταται ενώπιον του Θεού και να προσλαμβάνει όλο τον πλούτο της θείας ζωής. «Πάντα τα εμά σα εστιν» (Λουκ. 15,31).
Όταν περάσουμε τους δύο πρώτους βαθμούς πίστεως (εισαγωγική πίστη και χαρισματική πίστη συνδυασμένη με τη χαρισματική απόγνωση), θα φθάσουμε στην πίστη που διακρίνεται από την εσωτερική σταθερότητα και αντανακλά την πιστότητα των δικαίων. Τότε θα έχουμε πείσει τον Θεό ότι είμαστε δικοί Του, ενώ Εκείνος θα μας απαντήσει με τον λόγο Του που μένει στην αιωνιότητα. Ο Θεός θα συνάψει μαζί μας οριστική διαθήκη αγάπης, η οποία, όπως γνωρίζουμε από τη Γραφή, θα είναι αιώνια. Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που απηύθυνε στον Μονογενή Του Υιό θα Τον ακούσουμε να μας αποκρίνεται, όχι μόνον: «εμός εί συ» (Ησ. 43,1), αλλά επίσης, «υιός μου εί συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Ψαλμ. 2,7). Αυτή είναι η μία και μοναδική αληθινή κλήση μας: να γίνουμε όμοιοι με τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού.
Ερωτήσεις και Απαντήσεις
Ερώτηση 1: Τί σημαίνει η έκφραση «χαρισματική απόγνωση», που αναφέρατε;
Απάντηση 1: Η χαρισματική απόγνωση συνοδεύεται από ορμή για αδιάλειπτη προσευχή. Χαρισματική είναι μόνο η απόγνωση που γεννά προσευχή που μας ωθεί να προσκολληθούμε με τέλεια εμπιστοσύνη στον Θεό και να στρεφόμαστε προς Αυτόν συνεχώς, επειδή κανένας άλλος εκτός από Εκείνον δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Όταν η απόγνωση είναι νοσηρή, δεν είμαστε σε θέση να προσευχηθούμε. Αν όμως υπάρχει προσευχή, η απόγνωση είναι θαυμάσια. Όσοι άνθρωποι προσεύχονται με απόγνωση δρέπουν καρπούς στη ζωή τους.
Ερώτηση 2: Έχει η χαρισματική απόγνωση στοιχεία κατάθλιψης μέσα της;
Απάντηση 2: Η χαρισματική απόγνωση είναι καρπός της χάριτος. Όταν βλέπουμε πόσο άσπιλη, άμωμη και μεγαλειώδης είναι η αγάπη του Θεού, απελπιζόμαστε τελείως από την κατάστασή μας, γιατί γνωρίζουμε ότι στον Θεό πρέπουν όλα τα άγια, τα τίμια και προσφιλή, όπως τα απαριθμεί ο Απόστολος (Φιλιπ. 4,8). Συνειδητοποιούμε, πόσο υστερούμε από αυτά, και έστι φθάνουμε στη χαρισματική απόγνωση. Αλλά η απόγνωση αυτή προέρχεται από τον Θεό, γιατί ενεργοποιείται από τη χάρη.
(Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου) «Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης», Ι.Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 2012, σ. 20-36)
Βλ. Αρχ. Σωφρονίου, Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ, Ι. Σ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, εκδ. 2010, σσ. 362, 367, 376, 393, 464, 507, 540, 589.
2Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ, Ι.Σ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, εκδ. 2010, σ. 92· Αρχιμ. Σωφρονίου, ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, Ι.Σ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, εκδ. 2009, σ. 104.
πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 03, 2013

«Ο άνθρωπος έρχεται εις εαυτόν» (Κυριακή του Ασώτου)


Η Εκκλησία, προκειμένου να μας ενθαρρύνει στην πορεία της αναγεννήσεώς μας, μας δίδει την ευκαιρία να μελετήσουμε την παραβολή του ασώτου υιού λίγο πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Πρόθεσή της είναι να καταδείξει ότι, όσο σκληρός και αν είναι ο αγώνας μας, η απόγνωση δεν έχει θέση στην εν Χριστώ ζωή. Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον ουράνιο Πατέρα, ο Οποίος μας αναζητεί και μας αναμένει με ανοιχτές αγκάλες. Όχι απλώς μας παρακολουθεί από μακριά, αλλά σπεύδει ακόμη και να μας συναντήσει, επιποθώντας να μας οδηγήσει στη Βασιλεία Του.
Τέτοια είναι η αγάπη του ουράνιου Πατρός. Το τροπάριο που ψάλλουμε στην αρχή της ακολουθίας της μοναχικής κουράς είναι γνωστό ως «αγκάλες πατρικές»: «Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαι μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον αφορών των οικτιρμών Σου Σωτήρ. Νυν πτωχεύουσαν, μη υπερίδης καρδίαν. Σοι γαρ, Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο μοναχισμός αποτελεί φοβερό άλμα πίστεως, στο επίμοχθο έργο της μετανοίας. Ωστόσο, από το ξεκίνημα ακόμη ψάλλουμε τον τρυφερό αυτό ύμνο, ως υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον, εφόσον γευθήκαμε την αγάπη του Θεού.
Ας εξετάσουμε την ίδια την παραβολή. Ο νεότερος γιος απαιτεί από τον πατέρα του: «Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Ο Θεός τρέφει ύψιστο σεβασμό για την ελευθερία των τέκνων Του και τους αποδίδει ανεπιφύλακτα όσα ισχυρίζονται ότι τους ανήκουν. Δεν μας επιβάλλει να Τον αγαπήσουμε, γιατί όποιο έργο αναλαμβάνεται με εξαναγκασμό δεν έχει καμία αξία στην αιωνιότητα. Η αγάπη καταξιώνεται, όταν προσφέρεται ελεύθερα από καρδιά γεμάτη με πίστη, διαφορετικά αποδεικνύεται ευτελής.
«Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόπρισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Εδώ φαίνεται καθαρά η δυναμική του κακού. Μόλις αποδεχθούμε και τον μηδαμινότερο κακό λογισμό, παραχωρούμε στον εχθρό ένα μικρό άνοιγμα, για να εισέλθει. Στη συνέχεια μας παρασύρει ολοένα και πιό κάτω, ενώ η δική μας αντίσταση διαρκώς εξασθενεί. Κατά την πατερική διδασκαλία, πρέπει να καταπνίγουμε τους λογισμούς αυτούς μόλις εμφανισθούν, διαφορετικά είναι αδύνατον να λυτρωθούμε από αυτούς χωρίς τη μεσιτεία των Αγίων της Εκκλησίας μας. Με τον τρόπο αυτό, η δύναμη του κακού επιφέροντας ραγδαία κατάπτωση μας καταποντίζει στο απύθμενο χάσμα της αμαρτίας και της απώλειας. Η τρομακτική μακρινή χώρα, απ’ όπου απουσιάζει ο Θεός αναφέρεται στις Γραφές ως άδης. Οποτεδήποτε εγκαταλείπουμε τον οίκο του Πατέρα, αποξενωνόμαστε από την αγάπη Του. Έχοντας εκλάβει την προστασία Του ως δεδομένη, την απορρίπτουμε και επιχειρούμε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, μακριά από τον εναγκαλισμό της πατρικής αγάπης Του.
«Διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Αυτό σημαίνει ότι εκδαπάνησε άσκοπα την ίδια του την ύπαρξη – την ουσία και την υπόστασή του. Απέρριψε το χάρισμα της υιοθεσίας. Εγκατέλειψε την τιμή της υιότητας του ενός αληθινού Πατέρα του και κατάντησε άγριο θηρίο. Όταν ο άνθρωπος παίρνει αψήφιστα τη χάρη που του απένειμε ο ουράνιος Πατέρας, τα χάνει όλα. Είναι αλήθεια ότι θα ήταν προτιμότερο να μην είχε έλθει στη ζωή αυτή, παρά να αποκοπεί από την ευδοκία της θεϊκής ευσπλαχνίας. Όπως διαβεβαιώνει ο Ψαλμωδός, το έλεος Του είναι πολυτιμότερο από τη ζωή.
«Εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι». Δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο από την ξηρασία που επακολουθεί την υποχώρηση της χάριτος. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόνο του χωρισμού από αυτήν. Και όταν η απομάκρυνση της οφείλεται στην παράβαση και στην ανυπακοή του ίδιου του ανθρώπου, η αγωνία του κορυφώνεται και αυτός αρχίζει να «υστερείται». Υποφέρει από πείνα και δίψα, και ενώ παλαιότερα απολάμβανε τον πατρικό εναγκαλισμό, τώρα βρίσκεται παγιδευμένος στον λιμό της καρδιάς του και μέσα στον τυραννικό κλοιό του θανάτου.
ο άσωτος υιός
Η μακρινη χώρα του λιμού είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει· είναι ο κόσμος ο οποίος απέρριψε τον Θεό και τη χάρη Του, και οι κάτοικοί του ζουν μέσα σε βαθειά ερήμωση. Οι αποθήκες και οι τσέπες τους είναι ίσως ασφυκτικά γεμάτες, αλλά οι ξηρές καρδιές τους πλήττονται από τη φοβερή δυστυχία του λιμού. Καρδιά γεμάτη από τη χάρη του Θεού είναι ανενδεής, γιατί πλούτος της είναι ο Ίδιος ο Κύριος. Ο άνθρωπος τότε υποφέρει τη φτώχεια με χαρά, εκλαμβάνοντας όλες τις θλίψεις ως ευκαιρίες αγαλλιάσεως εν Κυρίω. Η ανέχεια μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του ανθρώπου στο Πνεύμα του Θεού σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απελευθερώσει μέσα του μεγάλη ενέργεια, ικανή να τον στηρίξει σε κάθε μορφή αντιξοότητας. Όσο για την κενή καρδιά, φαίνεται να μην υπάρχει τέλος στη δυστυχία της.
Ο λιμός της μακρινής εκείνης χώρας δεν είναι απλώς η πείνα μιας αποστεγνωμένης και απολιθωμένης καρδιάς που στερήθηκε τη χάρη. Ο ατυχής νέος, αφού απόλαυσε μεγάλη άνεση στον οίκο του πατέρα του, αποστασιοποιήθηκε από τον Θεό και τη Βασιλεία της αγάπης Του τόσο πολύ, ώστε να εξοικειωθεί με το απόκοσμο βασίλειο των δαιμόνων και να υποταχθεί στα καταχθόνια σχέδια τους. Όταν ο άνθρωπος δεν αναλαμβάνει το έργο του Θεού σε συνεργασία μαζί Του για την οικοδόμηση της σωτηρίας του, εύκολα οι δαίμονες τον θέτουν υπό τον έλεγχο και την εκδούλευση τους. Του αναθέτουν να βόσκει χοίρους, δηλαδή τον οδηγούν στο να τροφοδοτεί την ολέθρια φλόγα των παθών. Και η μόνη ανταμοιβή βέβαια από τέτοιο έργο είναι η κατάρα του θανάτου. Στην Παλαιά Διαθήκη η κατάρα επερχόταν ως συνέπεια αμαρτίας αλλά και ως επακόλουθο αμέλειας στην εκπλήρωση των έργων του Θεού. Όπως μαρτυρεί ο προφήτης Ιερεμίας: «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς» (Ιερ. 48,10). Αν ο άνθρωπος επιχειρήσει να επιτελέσει το έργο του Θεού με μισή καρδιά, θα επισύρει επάνω του κατάρα, ακόμη και αν ζει μέσα στον οίκο του Θεού. Ο Θεός μας είναι όντως ζηλωτής και δεν ανέχεται μερισμό στην καρδιά του ανθρώπου. Δεν αρκείται σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο. Ποθεί ολόκληρη την καρδιά όχι από ιδιοτέλεια, αλλά για να την γεμίσει με το πλήρωμα της θεϊκής ζωής Του.
Ο δυστυχής και επικατάρατος άσωτος υιός «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ». Ο στίχος αυτός ρίχνει φως σε μια τρομακτική πραγματικότητα. Όταν ο Θεός μας εγκαταλείψει, τότε οι ανθρώπινες αλλά ακόμη και οι αγγελικές δυνάμεις αδυνατούν να μας συνδράμουν. Φυσικά ο άνθρωπος εκούσια εγκαταλείπει τη θεϊκή Βασιλεία της ζωής και του φωτός, για να προσχωρήσει στο ζοφερό βασίλειο του θανάτου. Υπόκειται έτσι στη δυναμική του κακού και δαπανά εφεξής όλες τις δυνάμεις του μόνο για την επιβίωσή του. Καθώς όμως αγωνίζεται να επιζήσει, καταποντίζεται όλο και πιο βαθιά στην αμαρτία, ενώ η κατάρα που επισύρει επάνω του γίνεται δριμύτερη. Όσο περισσότερο ενδίδει στα πάθη, τόσο επιτείνεται η λιμοκτονία του από την απουσία του Θεού. Η καρδιά του ανθρώπου μένει απαράκλητη από τις πρόσκαιρες ηδονές του κόσμου τούτου. Μόνο η άφθαρτη παρηγοριά του Πνεύματος του Θεού μπορεί να την ικανοποιήσει αληθινά.
Ανεξάρτητα από το πόσο έχει εξαχρειωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία ή πόσο βαθιά έχει βυθισθεί στην άβυσσο της κολάσεως, διατηρεί πάντοτε μέσα του κάποια ευγένεια που δεν μπορεί να απαλειφθεί, δηλαδή την εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε. Ο Θεός εμφύτευσε στην ύπαρξή μας τη δυνατότητα της μετάνοιας, ώστε να μπορούμε να στρεφόμαστε προς Αυτόν και να ικετεύουμε για τη συγχώρηση Του οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας. Όταν ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν», εξετάζει προσεκτικά την καρδιά του και στη συνέχεια καταφεύγει στον Θεό με υπευθυνότητα, δηλαδή με την αλήθεια της μετάνοιάς του. Τότε Εκείνος του απονέμει μεγάλη τιμή, εκχέοντας πάνω του τους αναζωογονητικούς καταρράκτες του ελέους Του. Έχοντας δημιουργήσει τον άνθρωπο κατά την εικόνα και την ομοίωσή Του, εμφύσησε στη φύση του τον πόθο της θεϊκής υιοθεσίας, στον οποίο ο Θεός αποκρίνεται με τους ευλογημένους και σωτηριώδεις λόγους: «Πάντα τα εμά σα εστιν». Αυτό σημαίνει: «Το πλήρωμα της ζωής μου, ώ άνθρωπε, είναι τώρα δική σου ζωή». Όσα ιδιώματα έχει ο Θεός εκ φύσεως τα αποδίδει δωρεάν στον άνθρωπο ο οποίος γίνεται κατά χάριν θεός.
Η πείνα και η δίψα του ασώτου τον υποχρεώνουν σε βαθειά αυτοεξέταση. Όταν ο άνθρωπος συνέρχεται, απαιτείται μεγάλη ανδρεία, προκειμένου να εξετάσει την καρδιά του και να έλθει αντιμέτωπος με την αληθινή και ολέθρια πτωχεία που τον χαρακτηρίζει. Μόλις όμως αντιληφθεί και εξομολογηθεί την κατάσταση του, ο Θεός σπεύδει να του συμπαρασταθεί. Τον φωτίζει, υποδεικνύοντας του πού ακριβώς βρίσκεται. Με την παράδοξη αυτή όραση, όπως εξηγεί ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος δέχεται τον φωτισμό του Θεού «εκ των όπισθεν». Δεν βλέπει τον Θεό, αλλά μάλλον αποκτά επίγνωση των αμαρτημάτων του. Η χάρη του αποκαλύπτει τα υστερήματα του. Συναισθάνεται τότε την κόλαση στην οποία βρίσκεται, από την οποία απουσιάζει ο Θεός, όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν μία ακτίνα φωτός αποκαλύπτει ξαφνικά τη σκόνη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η επίγνωση της πνευματικής πτωχείας του προσδίδει στον άνθρωπο την ικανότητα να διακρίνει και να επιδιώκει μόνο τα άφθαρτα και θεϊκά πράγματα, ενώ συγχρόνως τον κάνει ικανό να περιφρονεί όλα τα φθαρτά της πρόσκαιρης αυτής υπάρξεως. Αυτή είναι η αρχή της σοφίας, εφόσον η γνώση της αληθινής μας καταστάσεως εμπνέει μέσα μας τον φόβο του Θεού (Ψαλμ. 110,10).
Είναι εξέχουσα η στιγμή, κατά την οποία ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν». Οι ησυχαστές του δέκατου τέταρτου αιώνα έκαναν συχνή χρήση της φράσεως αυτής, που υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η αμαρτία, διαχέει τον νου προς τον εξωτερικό κόσμο. Άσωτος υιός είναι, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, ο νους του ανθρώπου, ο οποίος, όταν αποχωρίζεται από τη μνήμη του Θεού, καθίσταται είτε θηριώδης είτε δαιμονιώδης. Τότε αρχίζει η ζωή της ασωτείας, που είναι αντίθετη προς τη σωφροσύνη και που προκαλεί τη διάσπαση και τη διάχυση του νου, των αισθήσεων και όλης της ζωής του ανθρώπου. Προκειμένου να ενοποιηθεί η φύση του ανθρώπου, ο νους πρέπει να ενωθεί και πάλι με την καρδιά με μια θεραπευτική κίνηση προς τα μέσα. Είναι αναγκαίο να κατεβεί και να αναπαυθεί στην καρδιά, ώστε ενωμένος πάλι με αυτήν να μπορεί να κυβερνά αποτελεσματικά την ύπαρξη του ανθρώπου. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου και του σώματος, συγκεντρωθεί στην καρδιά, συντελείται μια τρίτη κίνηση, αυτή τη φορά προς τον Ίδιο τον Θεό. Το συνολικό σχήμα έχει κυκλικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τους όσιους ησυχαστές. Αφού «διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού» στον εξωτερικό κόσμο (πρώτη κίνηση), ο άσωτος υιός «έρχεται εις εαυτόν» (δεύτερη κίνηση), ούτως ώστε να κατευθύνει όλη την ύπαρξη του προς τον εναγκαλισμό του Πατέρα (τρίτη κίνηση). Προκειμένου όμως ο άνθρωπος να επανασυνδέσει τον νου με την καρδιά του, πρέπει να αντιταχθεί στο πλήθος των λογισμών που του υποβάλλει ο εχθρός. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν τη ρίζα τους στην υπερηφάνεια. Ωστόσο έχοντας ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, αρχίζει να εντοπίζει την προέλευση τέτοιου είδους λογισμών καθώς επίσης και τον σκοπό τους. Δεν τον εξαπατούν οι λογισμοί πια με την ίδια ευκολία όπως παλιά, γιατί μαθαίνει να επιτηρεί την είσοδο της καρδιάς του. Όταν τελικά καταφέρει να ενοικήσει σε αυτήν, τότε μόνο ταπεινοί διαλογισμοί θα αναφύονται στο έδαφος της, που θα τρέφουν και θα ζωογονούν την ύπαρξή του.
Οι περισσότεροι από εμάς ζούμε δυστυχώς έξω από την καρδιά μας, και ο νους μας παραμένει σε διαρκή σύγχυση. Ορισμένοι καλοί λογισμοί αναδύονται κατά καιρούς στην επιφάνεια, αλλά οι σκέψεις μας στην πλειονότητα τους είναι επιβλαβείς. Όσο εξακολουθούμε να αγνοούμε την καρδιά μας θα βρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του ολέθριου αυτού καθεστώτος. Προς το τέλος όμως ο πόνος εντείνεται τόσο πολύ, ώστε ανήμποροι να τον ανεχθούμε αρχίζουμε να ψάχνουμε τον δρόμο της επιστροφής.
Ενθυμούμενος το πατρικό του σπίτι ο άσωτος υιός συνέρχεται και αναλογίζεται: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!» Όλοι έχουμε θαμμένες βαθιά μέσα μας αναμνήσεις από τον οίκο του Πατρός, γιατί η ψυχή μας διατηρεί παντοτινά τα ίχνη της χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος, όταν ενδυθήκαμε τον Χριστό. Επιπλέον, κάθε φορά που μετέχουμε στα Άχραντα Μυστήρια η ύπαρξή μας σημαδεύεται ανεξίτηλα από την αγαθότητα του Θεού. Στην καρδιά του ασώτου άλλη ταπεινή σκέψη αναδύεται τώρα: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου …» Η διαδικασία της ενδότερης αναγεννήσεως έχει πια ξεκινήσει, αφού αποφάσισε να ανασηκωθεί από την πτώση του. Έχοντας αντικρίσει την πραγματικότητα της απώλειάς του, επιστρέφει προς τον εαυτό του και τον Θεό. Αρχίζει η δυναμική εν Θεώ αύξησή του. Είναι έτοιμος να φωτισθεί και να καθαρισθεί, αφού άρχισε να μιλά με ειλικρίνεια στον Θεό από τα βάθη της καρδιάς του. Οι προσευχές μιάς κατακερματισμένης διάνοιας δεν έχουν ούτε ενάργεια ούτε βάθος, αλλά ο νους που επανασυνδέθηκε με την καρδιά ξεχειλίζει από ταπεινή προσευχή με τέτοια δύναμη, που φθάνει στα ώτα του Κυρίου Σαβαώθ. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τώρα την ισχύ της ταπεινώσεως. Διαπιστώνει ότι η μόνη ορθή στάση είναι να αποδώσει όλη τη δόξα και την τιμή στον Θεό, ενώ στον εαυτό του «την αισχύνη του προσώπου» (Δανιήλ 9,7) εξαιτίας των αμαρτιών του. Καταθέτει όλη την εμπιστοσύνη του στο έλεος του Πατρός και όχι πια στο διεφθαρμένο εγώ του, και υιοθετώντας τη στάση αυτή της καρδιάς οδηγείται σε αληθινή μετάνοια. Όπως διαβάζουμε σε μία από τις μεγάλες «ευχές της γονυκλισίας» κατά την Πεντηκοστή: «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Είμαστε αμαρτωλοί και ανάξιοι του ελέους Του, αλλά έχουμε πλήρη πεποίθηση σε Εκείνον τον Οποίο λατρεύουμε. Το «αλλά» αυτό δεν μπορεί να λεχθεί χωρίς πίστη, και ακριβώς η πίστη αυτή είναι ο βράχος πάνω στον οποίο οικοδομούμε την πνευματική ζωή μας.
Ο άσωτος υιός, στη συνέχεια, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο: «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησον με ως ένα των μισθίων σου». Δεν λέει «ένα των υπηρετών σου». Οι υπηρέτες ανήκαν γενικά στην οικογένεια του αφεντικού τους και περνούσαν τη ζωή τους μέσα στο οικιακό περιβάλλον. Απεναντίας οι μισθωτοί υπηρέτες δεν είχαν δικαίωμα να μένουν στο σπίτι του αφεντικού και μπορούσαν να απολυθούν ανά πάσαν στιγμήν. Έτσι ο άσωτος κρίνει ότι του αρμόζει να τοποθετηθεί στην ίδια τάξη με τους προσωρινούς εργάτες, τους πιο ασήμαντους υπηρέτες. Σε όσους μετανοούν αληθινά είναι πολύ χαρακτηριστικές τέτοιες ταπεινές σκέψεις, καθεμιά από τις οποίες εκφράζει βαθύτερη ταπεινοφροσύνη από τις προηγούμενες. Το πυρ της μετάνοιας βυθίζει τον άνθρωπο που μετανοεί στην άβυσσο της μηδαμινότητάς του, απ’ όπου μόνο ο Θεός μπορεί πάλι να τον ανυψώσει. (Ο Ίδιος ο Κύριος μας υπέδειξε την οδό αυτή: προηγήθηκε η κατάβασή Του στον Άδη, και από εκεί η ανάβασή Του υπεράνω όλων των ουρανών). Όσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος, τόσο κερδίζει σε σοφία, καλλιεργώντας αδιασάλευτη πίστη στο έλεος του Θεού και γνωρίζοντας ότι Αυτός θα τον ανυψώσει διαπαντός εν καιρώ ευθέτω (Α’ Πετρ. 5,6). Αφότου ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, μοναδική του μέριμνα είναι να καλλιεργεί τέτοιους λογισμούς, που τον τοποθετούν στην καθοδική πορεία της μετάνοιας. Γνωρίζουμε ότι, όποιος φέρεται από το Πνεύμα το Άγιο, δεν παύει να μέμφεται τον εαυτό του. Μάλιστα όσο περισσότερο οδεύει προς τα κάτω, ακολουθώντας το υπόδειγμα του Χριστού, τόσο υψηλότερα θα ανυψωθεί μαζί Του.
Όπως ακριβώς η ενέργεια του κακού ωθεί τον άνθρωπο στην απώλεια, έτσι και η ενέργεια της θείας χάριτος τον μετασχηματίζει, αν αυτός συμμορφώνει τη ζωή του με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος δέχεται τη σωτηρία, κάθε ταπεινός λογισμός γεννά άλλον ταπεινότερο, που αιχμαλωτίζει κάθε κακή σκέψη στην υπακοή των εντολών του Χριστού (Β’ Κορ. 10,15). Η χάρη του Θεού ανιστά τον άνθρωπο στη δόξα του εναγκαλισμού του από τον ουράνιο Πατέρα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία.
Η μεγάλη οδύνη βοήθησε τον άσωτο υιό να βρει την καρδιά του. Μέσα από τη δυναμική αλληλοδιαδοχή των ταπεινών λογισμών που αναζωογονούν την ψυχή του, οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του πνευματικού χώρου της μετάνοιας. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Τόσο μεγάλη είναι η ισχύς ενός ταπεινού λογισμού. Με λίγες μόνο λέξεις η Αγία Γραφή εστιάζει την προσοχή μας στη μεγαλειώδη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί και τον κεκρυμμένο σκοπό της παραβολής αυτής. Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στην καρδιά του και αρχίζει να αυξάνει μέσα του τη χάρη ταπεινώνοντας τον νου του, αποκτά ανδρεία λέοντος στη μετάνοιά του. Επιπλέον ο αυτοκαθορισμός του ενδυναμώνεται, ώστε είναι έτοιμος να υπομείνει ακόμη και την κάμινο του ίδιου του άδη. Όπως και αν διαμορφώνονται οι περιστάσεις του βίου του, είναι πια οπλισμένος με τέτοιο θάρρος και τόση παρρησία, που προσφεύγει πάντοτε στον Θεό με ακλόνητη ετοιμότητα για άλματα της πίστεως.
«Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαγχνίσθη». Ποιός άλλος πατέρας εκτός από τον ουράνιο έχει την ικανότητα να διακρίνει τόσο καθαρά και από τόσο μακριά, ακόμη και πίσω από τα βουνά των αμαρτιών μας; Αληθινά καταπλήττει το γεγονός ότι ο Θεός έφθασε ακόμη και στην άβυσσο της κολάσεως και της αμαρτίας για να αναζητήσει τα ίχνη του ανθρώπου. Πράγματι, η επισκοπή Του δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Μας παρατηρεί και καρτερεί υπομονετικά να έλθουμε εις εαυτόν και τότε μόνο μας ανιστά στο ύψος της δικής Του δόξας.
Ο πατέρας «ευσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» (Λουκ. 15,20). Τρέχει, πέφτει και καταφιλεί: τρία ρήματα που μεταδίδουν μεγάλη δύναμη. Ο Θεός τρέχει να συναντήσει τον άνθρωπο που μετανοεί, ώστε να του χορηγήσει τη δύναμη που απαιτείται, για να ολοκληρώσει την καλή πρόθεση της επιστροφής του. Πέφτει στον τράχηλο του ανθρώπου, για να τον καταστήσει θεοφόρο, «άλογο» που έχει καβαλάρη τον Θεό. Το Ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τις θαυμάσιες αυτές εικόνες, για να καταδείξει την άπειρη αγάπη και ταπείνωση του Θεού. Τι Θεό έχουμε! Έχοντας υπερβεί τον θάνατο της αμαρτίας, ταπεινώθηκε ενώπιόν μας από αγάπη. Χάρη στην υπερβάλλουσα αγάπη Του γίνεται υπηρέτης του ανθρώπου, συγκαταλέγοντάς τον στη ζωή και τη Βασιλεία Του. Ο Θεός επιχέει τα ελέη Του πάνω στον άνθρωπο που μετανοεί σηματοδοτώντας μαζί Του το προοίμιο της αιώνιας ζωής, η οποία δεν γνωρίζει ούτε φθορά ούτε τέλος. Καθώς ο άνθρωπος γίνεται θεοφόρος, μεταβαίνει από δύναμη σε δύναμη, ενώ η αγαλλίασή του μεγαλώνει συνεχώς από ένα πλήρωμα χαράς σε άλλο ακόμη μεγαλύτερο.
Δεν αργεί ο εύσπλαγχνος πατέρας να ακούσει τα λόγια του υιού του, και αμέσως τον σφίγγει στην αγκαλιά του και τον καταφιλεί. Ο πατέρας γνωρίζει την αλλοίωση της καρδιάς του και μέσα στη χαρά του ούτε καν ακούει την εξομολόγησή του. Ποθεί τόσο φλογερά να αποκαταστήσει τον μεταμελημένο γιο του, ώστε διατάζει τους υπηρέτες να φέρουν την πιο εκλεκτή στολή. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν στεκόμαστε με μετάνοια ενώπιον του Θεού και πενθούμε. Ο Θεός μας συγχωρεί, πριν ακόμη να το καταλάβουμε. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι η αλήθεια της μετάνοιάς μας επισφραγίζεται, μόνο όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον ενός «ομοιοπαθούς» ανθρώπου (Πράξ. 14,15), ενός ιερέα της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο πατέρας, όταν αγκαλιάζει τον υιό του, του μεταδίδει την ίδια τη ζωή του και του προσφέρει όλα τα πλούτη του, όπως ακριβώς θα έκανε, αν εκείνος δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ την πατρική εστία. Θεωρώντας τα αμαρτήματα του ως ελάχιστα ίχνη σκόνης πάνω σε έναν καθρέφτη τα εξαλείφει όλα, αφήνοντας τη γυάλινη επιφάνεια ολοκάθαρη, όπως ήταν στην αρχή. «Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην …» Ο πατέρας τον ενδύει με την περιβολή της τιμής και της δόξας και του φορεί δαχτυλίδι στο χέρι και υποδήματα στα πόδια. Σύμφωνα με τους Πατέρες η ενδυμασία δηλώνει την τιμή της υιοθεσίας. Το δαχτυλίδι συμβολίζει τη δύναμη που του παρέχεται, ώστε να ζήσει στο εξής αναμάρτητη ζωή, ενωμένος με τον Θεό και τηρώντας τις εντολές Του. Επιπλέον, στα αρχαία χρόνια, όταν κάποιος έδιδε το δαχτυλίδι του σε κάποιον άλλο, σήμαινε ότι του μεταβίβαζε την εξουσία του. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Θεός κατά την επιστροφή του αμαρτωλού. Του παραδίδει την εξουσία του κληρονόμου της ίδιας της ζωή Του. Τα υποδήματα αποτελούν επίσης σύμβολο υιοθεσίας. Μόνο οι υπηρέτες περπατούσαν ανυπόδητοι, ενώ τα υποδήματα συνιστούσαν το διακριτικό σημείο ελευθερίας του ανθρώπου.
«Ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν». Ο πατέρας, γεμάτος αγαλλίαση, ετοιμάζει λαμπρή εορτή για την επιστροφή του υιού του. Όπως βεβαιώνει ο Κύριος: «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι». Πράγματι, ζούμε στη γη μεταξύ δύο κόσμων: Καταυγαζόμαστε από τις ακτίνες φωτός της επουράνιας Βασιλείας και απειλούμαστε από τις ζοφερές σκιές του Άδη. Ανάλογα με την ελεύθερη επιλογή μας να ασπασθούμε είτε τον ένα κόσμο είτε τον άλλο, η στιγμή της διαβάσεώς μας θα αποδειχθεί πύλη εισόδου στην αιώνια μακαριότητα ή στο τυραννικό σκότος του ίδιου του παραλογισμού μας. Ο ουράνιος Πατέρας όμως έχει μία μόνο σκέψη: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη». Η χάρα του ουρανίου Πατρός είναι ανεκλάλητη, γιατί ανεξάντλητη είναι και η δίψα Του για τη σωτηρία μας! Στην ουσία είναι ο δικός Του σφοδρός πόθος για την επιστροφή μας που απεργάζεται τη δική μας μετάνοια.
Η επιστροφή του ασώτου υιού δεν χαροποίησε, ωστόσο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος εργαζόταν στους αγρούς, έξω από την πατρική οικία. Αυτός εκπροσωπεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι ποτέ δεν υποδέχονταν με χαρά τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού, θεωρώντας ότι του αξίζει η κόλαση. Εμπιστεύονταν μόνο τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά με την αυτοδικαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι βρίσκονταν στους αγρούς, δηλαδή έξω από τον οίκο της καρδιάς τους. Είχαν την πίστη ότι ανήκουν στον Θεό, όπως ο μεγάλος γιός της παραβολής, χωρίς να εννοούν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν δώσει ποτέ την καρδιά τους στον επουράνιο Πατέρα. Δεν είχαν καμιά γνώση του Θεού ούτε ήλθαν ποτέ σε κοινωνία με το Πνεύμα Του. Έτρεφαν μάλλον την πεποίθηση ότι η τυπική από μέρους τους τήρηση του Νόμου θα υποχρέωνε κατά κάποιον τρόπο τον Θεό να τους αποδώσει τη σωτηρία.
«Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα». Επειδή ήταν αδύνατον να εννοήσει ο μεγάλος γιός τι συνέβαινε, αναγκάσθηκε να ρωτήσει έναν υπηρέτη, ο οποίος και τον πληροφόρησε: «Ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν». Εκείνος τότε, υπό το κράτος της εγωιστικής ηθικής του, οργίσθηκε και αντέδρασε ως ακάρδιος ή μάλλον ως λιθοκάρδιος. Αρνήθηκε να μπει στο σπίτι σαν να δήλωνε στον Θεό: «Αν υποδέχεσαι αμαρτωλούς στη Βασιλεία σου, εγώ προτιμώ να μείνω έξω». Δυστυχώς η στάση αυτή χαρακτηρίζει πολλούς χριστιανούς. Λίγοι από μας χαιρόμαστε αληθινά για την επιστροφή ενός αδελφού που έζησε αμαρτωλή ζωή και πολύ συχνά μάλιστα αντιμετωπίζουμε με δυσφορία την πνευματική του σταθερότητα και πρόοδο.
«Ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Όπως ακριβώς ο πατέρας έσπευσε νωρίτερα να προϋπαντήσει τον άσωτο γιο του, έτσι εξέρχεται τώρα να συναντήσει και τον μεγάλο γιο του. Ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά στο καθένα από τα τέκνα Του, προκειμένου να τα οδηγήσει όλα κοντά Του. Πόσοι από μας όμως αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στη χαρά του επουράνιου Πατέρα μας! Αντιλέγουμε με αλαζονική αναισθησία: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολην σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Η απάντηση αυτή δείχνει ότι η σχέση μας με τον ουράνιο Πατέρα μας δεν αποτελεί σύνδεσμο αληθινής αγάπης. Αν όμως δεν συνδεόμαστε με τον Χριστό με ταπεινή αγάπη, απέχουμε πάρα πολύ από την τελειότητα και η σωτηρία μας είναι αβέβαιη. Τα λόγια του μεγάλου γιου συνιστούν σαφή ένδειξη ότι η καρδιά του στερείται του «άλατος» της αγάπης. Συνεχίζει τον λόγο με ακόμη εντονότερη πικρία: «Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Πόση αγανάκτηση αισθάνεται εναντίον του αδελφού του! Τον κατηγορεί, καταδικάζοντάς τον για τις αμαρτίες του, ανίκανος να διακρίνει τη μεταμόρφωση που επήλθε στην ψυχή του.
Τότε ο εύσπλαχνος πατέρας, μέσα στην άφατη αγαθότητά Του, αποκρίνεται: «Τέκνον, ου πάντοτε μετ’ εμού εί, και πάντα τα εμά σα εστιν;». Αυτή είναι ίσως η πιο συγκινητική ρήση σε όλη την παραβολή. Ο πατέρας κατακλύζεται από τον πόθο να θεραπεύσει τον φθόνο του γιου του και του θέτει τον προβληματισμό: «Σε σένα έχω δώσει ήδη όλη μου την περιουσία. Γιατί φθονείς τον αδελφό σου; Το μόνο που σου ζητώ είναι να με αγαπάς ως γιος μου». Αν η καρδιά του μεγαλύτερου υιού ήταν ενωμένη με την καρδιά του πατέρα του, τότε η χαρά του πατέρα θα ήταν και δική του χαρά. Η δόξα του αδελφού του θα ήταν και δική του δόξα, όπως ακριβώς το φως ενός κεριού δεν ελαττώνεται, όταν ανάβονται από αυτό άλλα κεριά. Όταν αποδεικνύουμε στον Θεό ότι Τον αγαπάμε ως αληθινοί υιοί, γινόμαστε ικανοί να λάβουμε όλα όσα είναι δικά Του, την ίδια τη ζωή Του και όλο τον ακένωτο πλούτο των χαρισμάτων Του.
Οι λόγοι του Κυρίου, διατυπωμένοι με εξαιρετική ευγένεια, φανερώνουν τον σφοδρό πόθο Του να μας θεραπεύσει από τη μικροπρέπεια της ζηλοτυπίας. Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου, μετά την Ανάστασή του Κυρίου, ο Πέτρος ζητεί να ενημερωθεί για τον Ιωάννη. Είχε δει τον αγαπημένο μαθητή να γέρνει στο στέρνο του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο και διατήρησε την εικόνα αυτή στη μνήμη του. Νιώθοντας ο ίδιος μεγάλη ντροπή για τη δική του προδοσία, ρωτά τον Χριστό: «Ούτος δε [ο Ιωάννης] τί;» Και ο Κύριος αποκρίνεται: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί προς σε; Συ ακολούθει μοι» (Ιωάν. 21,22). Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να μας απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να Τον ακολουθούμε με πίστη και αφοσίωση, ώστε να αξιωθούμε να ακούσουμε τον μακάριο λόγο: «Πάντα τα εμά σα εστι». Και πραγματικά, όταν η καρδιά μας ανήκει στον Θεό, δεν υστερούμε σε τίποτα, αφού ό,τι δωρίζει στους αδελφούς μας αποτελεί συγχρόνως και δικό μας χάρισμα.
«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη». Αν ακολουθούμε τα ίχνη του Κυρίου με πιστότητα, η σωτηρία όλων των ανθρώπων θα είναι η μόνη μας επιθυμία. Τότε και η δική μας σωτηρία θα αποτελεί φυσικό επακόλουθο, εφόσον η επιθυμία μας θα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόθο του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Γνώρισα έναν μοναχό που προσευχόταν για πολύ καιρό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε όλο τον κόσμο, και μένα». Με άλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε όλους τους ανθρώπους στον Παράδεισο, και ίσως τότε υπάρξει και για μένα κάποια ελπίδα».
Όταν ακολουθούμε τον Κύριο, μοναδική μας μέριμνα είναι να Τον ευαρεστούμε και να Του αποδίδουμε ευχαριστία σε ό,τι κάνουμε. Προηγουμένως όμως είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε αυθεντική σχέση μαζί Του, καλλιεργώντας την ταπείνωση του τελώνη και την αποφασιστική μετάνοια του ασώτου υιού. Ο Θεός δημιούργησε κάθε άνθρωπο με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ιδιαίτερος και μοναδικός σύνδεσμός του με τον Δημιουργό του να τον ολοκληρώνει και να τον τελειοποιεί. Έτσι αποτελεί ύψιστη αποστολή και σκοπό μας η δημιουργία ισχυρής σχέσεως με τον Χριστό και ο αδιάλειπτος διάλογος μαζί Του. Τότε όλες οι ανθρώπινες σχέσεις μας θα αντλούν δύναμη από τον σύνδεσμό μας με τον Θεό και θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τα πάντα, κάθε στοιχείο του κτιστού κόσμου, στο φως της σχέσεως αυτής. Αν η βελτίωση της σχέσεώς μας μαζί Του καταστεί η μοναδική φροντίδα μας, τότε βαθειά μετάνοια θα εκπηγάσει από τα βάθη του είναι μας. Όσο περισσότερο αυξανόμαστε εν Χριστώ, τόσο εναργέστερα θα προβάλλει μπροστά μας η πτωχεία μας ανανεώνοντας διαρκώς την έμπνευσή μας. Δεν θα φοβόμαστε τίποτα, γιατί τίποτα δεν θα είναι ικανό να μας χωρίσει από την αγάπη Του.
Η σχέση που οικοδομήσαμε με τον Σωτήρα μας στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και στον μέλλοντα κόσμο. Θα κριθούμε ανάλογα με την αγάπη μας και σύμφωνα με κάθε λογο του Χριστού που είναι αποθησαυρισμένος στο Ευαγγέλιο. Όπως ακριβώς ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του έθεσε στον Πέτρο το ερώτημα: «Φιλείς με;», το ίδιο ερώτημα θα θέσει στον καθένα από μας στον μέλλοντα αιώνα: «Και συ, φιλείς με;» Και εμείς θα απαντήσουμε: «Ναι, Κύριε, Συ γνωρίζεις ότι φιλώ Σε». Ο δυναμισμός όμως και η παρρησία της αποκρίσεώς μας θα εξαρτηθούν εξ ολοκλήρου από το βάθος του συνδέσμου μας με το Πρόσωπο του Χριστού. Όποια στάση υιοθετήσουμε στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και μετά το μνήμα, γεγονός που γίνεται σαφές στην ευαγγελική αφήγηση περί της κρίσεως των δικαίων. «Κύριε, πότε πράξαμε κάτι καλό πάνω στη γη; Σε Σένα πρέπει δόξα, σε μας αισχύνη» (Ματθ. 25,37-39) είναι η ταπεινή σκέψη που προφέρουν οι δίκαιοι ενώπιον του Κριτού και η οποία έθρεψε τη μετάνοιά τους στη ζωή αυτή. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε και εμείς να μαθητεύσουμε στη στάση αυτή της ταπεινώσεως από τώρα, ώστε να αξιωθούμε της αιώνιας ζωής με τον Κύριο. Η αλαζονεία και η αυτοδικαίωση δεν έχουν θέση στη ζωή Του, μπορούν όμως να μας συνοδεύσουν τραγικά στην αιωνιότητα, καταδικάζοντάς μας σε αιώνιο χωρισμό από Αυτόν.
Για μας Παράδεισος είναι ο Χριστός. Ο άγιος Σιλουανός διαβεβαιώνει: «Αν όλοι οι άνθρωποι μετανοούσαν και τηρούσαν τις εντολές του Θεού, ο παράδεισος θα ήταν στη γη, γιατί η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν. Η Βασιλεία του Θεού είναι το Άγιο Πνεύμα και το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο στον ουρανό και στη γη». Ο Παράδεισος αρχίζει στη γη με την αγάπη προς τον Θεό και τους αδελφούς μας. Εδώ έγκειται όλος ο πλούτος της αιώνιας ζωής, γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, για να μεγαλύνει τον Θεό αποδίδοντάς Του αιώνια δόξα. Εκείνος πάλι αγάλλεται με την επιστροφή της δόξας αυτής στην εικόνα Του, τον άνθρωπο, ο οποίος τότε απονέμει ακόμη μεγαλύτερο αίνο στον Δημιουργό του. Έτσι εισχωρούμε στην αέναη αυτή ανακύκλωση της αγάπης και της δοξολογίας. Η «κατά Θεόν αύξηση» συνιστά την αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, ο οποίος κλήθηκε να ομοιωθεί με τον Ίδιο τον Θεό.
(Αρχιμ. Ζαχαρία, Πιστοί στη διαθήκη της Αγάπης, εκδ. Ι. Σταυροπηγιακής Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ Ἀγγλίας 2012, σ. 171-190)
πηγή

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013

Η αφύπνιση της καρδιάς με τη μνήμη του θανάτου



Η αίσθηση, την οποία επιφέρει η χάρη της μνήμης του θανάτου, μπορεί να ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλη η ιστορία και τα γεγονότα του σύμπαντος να φαίνονται ως ονειρικός αντικατοπτρισμός και κακός εμπαιγμός του ανθρώπου, γιατί πουθενά δεν υπάρχει η αυθεντική ζωή, αντιθέτως, παντού βασιλεύει ο θάνατος. Στην ουσία όμως είναι ο άνθρωπος που φωτίζεται, ώστε να δει την πνευματική του κατάσταση, από την οποία απουσιάζει η ζώσα αιωνιότητα του Θεού. Πείθεται ότι με τον προσωπικά του θάνατο πεθαίνουν όλα όσα συνέλαβε ως τότε η συνείδησή του, ακόμη και ο Θεός. Ενώ πλάσθηκε για να ζήσει αιώνια με τον Δημιουργό του, τώρα βλέπει ανεκπλήρωτη την προαιώνια θεία Βουλή.
Η απειλή του θανάτου ως αιώνια λήθη και απόσβεση του φωτός της συνειδήσεως προξενεί στην ψυχή φρίκη, συντριβή και αφόρητο εσωτερικό μαρτύριο. Ξαφνικά ο άνθρωπος ξυπνά από τον παρατεταμένο λήθαργό του. Αισθάνεται την αιωνιότητα του Θεού να τον καλεί από παντού, αλλά δεν είναι ικανός να αντέξει κατά ...πρόσωπο την παρουσία της ούτε διαθέτει κατάλληλο χώρο, για να την προσλάβει μέσα του. Ωστόσο, το πνεύμα του απαιτεί την αιώνια ζωή και μόνο αυτήν. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να αναπαύσει τα σπλάγχνα του. Πάσχει βαθιά, με ένταση που υπερβαίνει τα όρια των ανθρωπίνων δυνάμεων. (Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν την εμπειρία αυτή, πριν γίνουν μοναχοί και μοναχές, και γι’ αυτό αισθάνονται τη μοναχική ζωή ως κατηγορική προσταγή του πνεύματός τους. Δεν πρόκειται για επιλογή που κάνουν κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως, αλλά μάλλον αισθάνονται ότι ή θα γίνουν μονάχοι ή θα πεθάνουν αιώνια). Τότε όμως συντελείται η αρχή του πιο σημαντικού θαύματος στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αναδύεται η καρδιά, το πνευματικό κέντρο του ανθρώπου.
Το οχληρό και καυτό θέαμα της απουσίας του Θεού από την κτίση, όπως το παρουσιάζει η ενέργεια της μνήμης του θανάτου, αποσπά την προσοχή του νου από κάθε κτίσμα και από κάθε γήινη φιλοδοξία, και τον ανακαλεί στον εαυτό του, στην καρδιά. Η μνήμη αυτή αποδεικνύεται ισχυρότερη από κάθε εμπαθή προσκόλληση, ενώ ο νους ελεύθερος κατεβαίνει στην καρδιά και ενώνεται μαζί της. Η εύρεση της καρδιάς σηματοδοτεί την αρχή της σωτηρίας του ανθρώπου.

Όταν η θαυμαστή αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου αρχίσει να απασχολεί τη βαθειά καρδιά και να ελκύει τον νου προς αυτήν, οι σκέψεις γεννιούνται «έσωθεν» και με δυνατή αίσθηση. Ανταποκρίνονται στα ισχυρά βιώματα και τη φρικτή θεωρία που τη συνοδεύει. Ο Γέροντας Σωφρόνιος διατυπώνει την πνευματική αυτή κατάσταση ως εξής: «Όλα όσα γνώριζα, όλα όσα αγαπούσα και καθετί
που με ζωοποιούσε και με ενέπνεε -τα πάντα απολύτως ακόμη και ο ίδιος ο Θεός- πεθαίνουν μέσα μου και για μένα, αν εγώ αφανίζομαι τελείως». Σε άλλο πάλι σημείο ο Γέροντας γράφει: «Μέσα μου και μαζί μου πέθαινε καθετί που συνέλαβε η συνείδησή μου· οι κοντινοί μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη τους, όλη η εξέλιξη της ιστορίας, όλη η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρο διάστημα- ακόμη και ο Ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και Αυτός πέθαινε μέσα μου· ολόκληρο γενικά το είναι καταβροχθιζόταν από το σκοτάδι της λήθης». Η προκαταρκτική αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου φωτίζει τον άνθρωπο από έξω και από μακριά. Τον πείθει για το ανωφελές και μάταιο όλης της κτίσεως, όταν βρίσκεται έξω από τη χάρη του Θεού. Ταυτόχρονα του αποκαλύπτει την εσωτερική του ερήμωση, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό.
Και τα δύο αυτά ενεργήματα της χάριτος είναι άκρως ευεργετικά. Το πρώτο προξενεί αγαθή απόγνωση που αποδεσμεύει τον νου από την προσκόλληση και την περιπλάνησή του στα κτίσματα. Το δεύτερο εμπνέει στην ψυχή τον φόβο για την αιώνια απώλεια. Η αιωνιότητα τότε προβάλλει με την αρνητική της μορφή: Μπορεί μεν ο άνθρωπος να έχει βιώσει τη συνάντησή του με τον Θεό, αλλά στερείται ακόμη του χαρίσματος της μετοχής στη ζωή Του. Τα παράδοξα και ισχυρά αυτά βιώματα της απογνώσεως και του φόβου ταπεινώνουν το πνεύμα του και συγκεντρώνουν την προσοχή του νου του στην καρδιά, τον τόπο όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια του Θεού και η πλάνη του ανθρώπου. Τώρα εναπόκειται στον άνθρωπο η επιλογή του θείου θελήματος. Στο σημείο αυτό, έκτος από τον ταπεινό φόβο του Θεού αποκτά επίσης κάποιο μέτρο αυτογνωσίας. Αν αποδεχθεί την Ευαγγελική Αποκάλυψη, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι το αληθινό Είναι, ο Ων, ο νικητής του θανάτου και η αιώνια ζωή, ελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που ενώνει τον νου με την καρδιά και αποκαθιστά την ενότητα των ψυχικών του δυνάμεων.
Η ενοποίηση αυτή των δυνάμεων της ψυχής είναι η πρώτη φάση της θεραπείας του ανθρώπου, διότι έχει επιτέλους τη δυνατότητα να στραφεί με προσευχή στον Θεό και να βρει αισίως λύση και παρήγορη διέξοδο στα παθήματα του πνεύματός του.
Όταν ο άνθρωπος δέχεται την «παιδεία» του Θεού με τη μνήμη του θανάτου, αρχίζει να κατανοεί την παγκόσμια τραγωδία. Βλέπει ότι τα παθήματά του ταυτίζονται με τα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Προβάλλει την κατάσταση της εσωτερικής του ερημώσεως σε όλη τη δημιουργία. Αντιλαμβάνεται, έστω και με αρνητικό τρόπο, ότι είναι το κέντρο όλης της κτίσεως, την οποία βλέπει να διηγείται μια ατελεύτητη ματαιότητα. Το βίωμα αυτό είναι η αρχή της αγάπης και συνεπώς γίνεται το προοίμιο της τελειωτικής του αναγεννήσεως, όταν αυτός, ενισχυμένος πλέον από τη χάρη του Θεού, πρεσβεύει για τη σωτηρία όλου του κόσμου και αποκτά τότε την ορθή πνευματική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ουρανός και η γη διηγούνται τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Είναι λοιπόν φανερό πως η μνήμη του θανάτου είναι το χάρισμα του Θεού, που βοηθεί τον άνθρωπο να βρει την καρδιά του, γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή στη θεραπεία της προσωπικότητάς του. Στη συνέχεια, θα ερ¬γασθεί για την αποκατάσταση της ορθής κοινωνίας του με τον Θεό και με όλο το γένος του Αδάμ. Έτσι σημειώνεται το πρώτο παράδοξο: Η μνήμη του θανάτου ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον φόβο του θανάτου και τον εισάγει στην προοπτική της αγάπης του Θεού. Ο θάνατος που επήλθε ως συνέπεια της αμαρτίας προμνηστεύεται τώρα τη Ζωή. Η μνήμη του θέτει με τόσο απόλυτο και καθοριστικό τρόπο την υπεροχή της αιωνιότητας έναντι των κτιστών, ώστε, και αν ακόμη ο πειραστής του υποσχόταν αιώνες επίγειας ευδαιμονίας και επιτυχίας, ο πιστός θα προτιμούσε τα στίγματα του Σταυρού, με τον οποίο ήλθε στον κόσμο η αληθινή χαρά και η αιώνια σωτηρία.
Με τη μνήμη του θανάτου προβάλλεται η θεία αιωνιότητα, αλλά στην αρνητική της όψη. Το φαινόμενο, ωστόσο, αυτό δεν είναι ψυχολογικό αλλά πνευματικό και προσκομίζει γνώση πνευματικής φύσεως. Μυσταγωγεί ταυτόχρονα σε διπλή γνώση και σε διπλή θεωρία. Καθιστά την καρδιά πεδίο πάλης, η οποία διαδραματίζεται σε δύο επίπεδα: Από τη μία βεβαιώνει τον άνθρωπο για την ύπαρξη του αληθινού Θεού και τη σωτηριώδη Του δύναμη, ενώ από την άλλη διεγείρει τη φρικτή αίσθηση της μηδαμινότητάς του αλλά και τον απερίγραπτο φόβο για το ενδεχόμενο της αιώνιας απώλειάς του.
Η αποκάλυψη της αιωνιότητας, έστω και στην αρνητική της μορφή, είναι συνάντηση του Ζώντος Θεού με τον άνθρωπο. Ως ένα σημείο φθάνουν στον άνθρωπο τα τέλη των αιώνων. Ενώ αισθάνεται τον θάνατό του ως απειλή αφανισμού κάθε ζωής, δέχεται ταυτόχρονα την κλήση να αναχθεί σε απείρως ανώτερη μορφή υπάρξεως. Διαμένοντας στη μνήμη θανάτου ο άνθρωπος βιώνει με το πνεύμα του τον άδη της απουσίας του Θεού. Αναζητώντας με αγωνία διέξοδο από την κατάσταση αυτή αποσπάται από κάθε εμπαθή προσκόλληση στον ορατό κόσμο και παραδίδεται με ισχυρότερο πόθο προς τον Θεό. Τότε με αυθεντικό τρόπο νικώνται τα πάθη και αυτή ακόμη η επιθυμία της ίδιας της πρόσκαιρης ζωής. Η αυταπάρνηση την οποία εμπνέει η μνήμη του θανάτου αποβαίνει η καταλληλότερη προϋπόθεση για πύρινη προσευχή, που αναγεννά πλήρως τον άνθρωπο και συνάπτει το πνεύμα του με τον αιώνιο Θεό.
Το εκπληκτικότερο ωστόσο ενέργημα της μνήμης του θανάτου είναι η αίσθηση που δημιουργεί για τη μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου. Όταν ο άνθρωπος ταυτίζει τον ατομικό του θάνατο με τον γενικό αφανισμό κάθε ζωής και εμπειρίας που αγκάλιασε ως τότε η συνείδησή του, με το τέλος όλης της ιστορίας του κόσμου, όπως και της σχέσεως του Θεού με τη δημιουργία Του, επαληθεύει το γεγονός ότι πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού και με προορισμό να γίνει το κέντρο ολόκληρης της κτίσεως. Η οδύνη του βιώματος αυτού, ενώ φέρει κατ’ αρχάς μάλλον αρνητικό χαρακτήρα, συνδέει ωστόσο τον άνθρωπο άρρηκτα με τα πεπρωμένα όλων των ομοιοπαθών συνανθρώπων του και γεννά τη συμπόνια γι’ αυτούς. Το πνευματικό αυτό αίσθημα αρχίζει να ζωογονεί την καρδιά του ανθρώπου και να αποκαθιστά την κοινωνία του με όλο το γένος του Αδάμ. Και όταν ο εσωτερικός φωτισμός φθάσει σε κάποια πληρότητα και η καρδιά πλατυνθεί και ενισχυθεί με τη θεία χάρη, ακολουθεί το θετικό αίσθημα της αγάπης, με το οποίο ο άνθρωπος αγκαλιάζει όλη την κτίση και την προσάγει με εκτενή πρεσβεία στον Θεό. Τότε οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν» της αγάπης του Θεού και καταξιώνεται ως αληθινό πρόσωπο«καθ’ ομοίωσιν» του Νέου Αδάμ, του Χριστού, που ανα-κεφαλαιώνει στο Πρόσωπό Του «τα πάντα τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης».
Ο θάνατος εισήλθε ως κατάρα και βλάστησε ως ζιζάνιο στη ζωή των ανθρώπων εξαιτίας της αμαρτίας. Ο Χρι¬στός όμως με τον αναμάρτητο θάνατό Του για χάρη του ανθρώπου μετέβαλε την κατάρα σε ευλογία και πρόσφερε το «περισσόν» της ζωής. Η μνήμη του θανάτου εισάγει τον άνθρωπο στο μεγαλύτερο αυτό θαύμα που γνώρισε ποτέ η οικουμένη. Αποκαλύπτει τον δικό μας άδη και γίνεται πρόσκληση και ευαγγέλιο αιώνιας ζωής. Όποιος υπακούει και πιστεύει, δέχεται χάρη που αναζωπυρώνει την καρδιά του. Η αφύπνιση αυτή της καρδιάς είναι και το πρώτο βήμα προς τον μακάριο χώρο της ακατάλυτης ζωής και σωτηρίας.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 38-48)

Σάββατο, Ιανουαρίου 26, 2013

Η καλλιέργεια της καρδιάς με τη νήψη και την προσευχή


Βασικός παράγοντας για την καλλιέργεια της καρδιάς και την άσκηση της προσευχής είναι η προσοχή. Για να στρέψει ο άνθρωπος τον νου στην καρδιά του και ακολούθως στον Θεό, χρειάζεται να ενεργοποιήσει ιδιαίτερα την προσοχή του. Με την προσοχή συγκεντρώνεται ο όλος άνθρωπος στην προσπάθεια να σταθεί στην παρουσία του Θεού και να εκπληρώσει τις εντολές Του.
Η προσπάθεια αυτή στην ασκητική παράδοση ονομάζεται νήψη ή τήρηση του νου. Η νήψη είναι απαραίτητη στην προσευχή για την εκπλήρωση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της αγάπης προς τον Θεό. Ελέγχει κάθε κίνηση του νου και της καρδιάς, ώστε η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό να είναι καθολική και σύμφωνη με το Πνεύμα Του. Ο Θεός είναι ζηλωτής και επιθυμεί ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός από την αρχή της ημέρας ρυθμίζει τη στάση του ενώπιον του Θεού. Τοποθετεί τον νου στην καρδιά του και διατηρεί τα νοήματα και τις αισθήσεις του στην παρουσία τού Κυρίου.
Οι «σκληροί λόγοι» των αγίων Γραφών προκαλούν στην
καρδιά προφητικό «συσσεισμό». Όπως κατά την ήμερα της Πεντηκοστής έπνευσε πρώτα η βίαιη πνοή και ύστερα ξεχύθηκε το Άγιο Πνεύμα «επί πάσαν σάρκα», έτσι και τώρα ο πνευματικός συσσεισμός κάνει να αναφανεί η καινή καρδιά· όχι η λίθινη, αλλά η ευαίσθητη που είναι ικανή να προσλάβει το χάρισμα της Πεντηκοστής. Η καρδιά αυτή είναι τόσο πολύτιμη ενώπιον του Κυρίου, ώστε κάθε κραυγή ή επίκληση της συγκεντρώνει όλη την προσοχή Του και ελκύει τη χάρη Του.
Στην ίδια προοπτική εντάσσεται και η εκούσια άσκηση της αυτομεμψίας. Κρίνοντας αυστηρά τον εαυτό του ο άνθρωπος συντρίβεται και συνάγει όλο τον νου στην καρδιά. Τότε μπορεί να βοά «εν όλη καρδία» προς τον Θεό και να δέχεται από Αυτόν τη δικαίωση. Έτσι επιτελείται η νήψη και δυσχεραίνεται η διείσδυση του εχθρού με δόλιο τρόπο στην καρδιά του πιστού.
Η προσοχή του πιστού κατά την προσευχή, που ονομάζεται και ευκτική προσοχή, πρέπει να συνοδεύεται με αυτοπεριορισμό και υπομονή. Αυτά παρεμποδίζουν τη διάχυση του νου και τον διατηρούν απερίσπαστο στο έργο της προσευχής. Αλλά και η ίδια η προσευχή, όπως έχει διαμορφωθεί στην ορθόδοξη παράδοση ως μονολόγιστη επίκληση του Ονόματος του Κυρίου, συντελεί προς τον σκοπό αυτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Στο πρώτο μέρος της ευχής αυτής περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος, «ελέησόν με», γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου· αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.
Η μονολόγιστη αυτή προσευχή γίνεται κατ’ αρχάς προφορικά. Ακολούθως τελείται με τον νου και τελικά, με τη συνεργεία της χάριτος, ο νους κατεβαίνει στη βαθειά καρδιά του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό, η προσευχή αυτή ονομάζεται νοερά ή καρδιακή.
Με τη διαρκή επίκληση του Ονόματος του Χριστού και την προσήλωση του νου στις λέξεις της προσευχής καλλιεργείται μια μόνιμη ευχητική διάθεση. Έτσι η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ένδυμα της ψυχής του και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα κατά την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοεράς προσευχής αποβαίνει εξάσκηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε η γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να συντελεσθεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και ακίνδυνα.
Η κάθοδος του νου στην καρδιά του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται με τεχνητά μέσα, Όπως είναι η στάση του σώματος ή η ελεγχόμενη αναπνοή. Βέβαια και τα μέσα αυτά δεν είναι τελείως άχρηστα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούνται βοηθητικά κατά τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής, πάντοτε με την επίβλεψη του πνευματικού οδηγού και την ταπεινή στάση του αρχάριου μαθητή. Ο κυριότερος παράγοντας για την κατάβαση τού νου και την ένωσή του με την καρδιά είναι η χάρη του Θεού.
Πολλές φορές επικρατεί σύγχυση και πλάνη μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον «υπερβατικό διαλογισμό» και τα όμοια απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως που υπάρχει ανάμεσά τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η προσευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου.
Στον ασκητισμό της μη χριστιανικής ανατολής προβάλλεται η άσκηση της νοεράς απεκδύσεως από κάθε σχετικό και παρερχόμενο, για να ταυτισθεί ο άνθρωπος με κάποιο απρόσωπο Απόλυτο, με το οποίο πιστεύεται ότι είναι του ιδίου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά με τον ερχομό του στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στη θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει στο ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ψυχή (atman) στον ανώνυμο ωκεανό του Υπερπροσωπικού Απολύτου.
Για να φθάσει στο τέλος αυτό, ο ασκητής των ανατολικών θρησκειών αγωνίζεται να απεκδυθεί κάθε πάθος και μορφή αστάθειας της παροδικής υπάρξεως και να βυ¬θισθεί σε κάποια αφηρημένη νοητή σφαίρα της καθαράς Υπάρξεως. Η άσκηση αυτή είναι αρνητική και απρόσωπη. Δεν έχει θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Η καρδιά δεν μετέχει. Πουθενά στις Ουπανισάδες δεν αναφέρεται η υπερηφάνεια ως εμπόδιο για την άσκηση ή η ταπείνωση ως αρετή. Η πρόοδος στη μορφή αυτή του ασκητισμού εξαρτάται από τη θέληση του ιδίου του ανθρώπου που την προκαθορίζει. Απουσιάζει επίσης η θετική διάσταση της ασκήσεως ως πρόσληψη υπερφυσικής ζωής, που έχει πηγή μόνο τον Θεό της αποκαλύψεως. Η τεχνική απέκδυση που εφαρμόζεται στον Βουδισμό, και στην πιο εξευγενισμένη εκδήλωσή του, δεν αποτελεί παρά μόνο το ασήμαντο ήμισυ της υποθέσεως. Υπάρχει ο κίνδυνος, όταν ο νους βρίσκεται γυμνός στον «γνόφο της απεκδύσεως», να στραφεί προς τον εαυτό του, να θαυμάσει το φωτεινό αλλά κτιστό του κάλλος και να «λατρεύσει τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Και τότε, κατά τον λύγο του Κυρίου, «γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου… χείρονα των πρώτων».
Η θεωρία λοιπόν αυτή της Ανατολής δεν είναι θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού ούτε εγγίζει το πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ενδεχομένως η άσκηση αυτή να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά «το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ έστι» και «Θεώ αρέσαι ου δύναται».
Η πλέον αυθεντική απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία αυτού του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας. Ο καρδιακός πόνος που γεννάται από τη χάρη της μετανοίας, όχι μόνο αποδε¬σμεύει τον νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει στα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η απέκδυση είναι, όπως μόλις είπαμε, μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στον Χριστιανισμό, όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη συνακόλουθη χάρη του Θεού και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου.
Πολλοί θαυμάζουν τον Βούδα και τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ό Βούδας σπλαχνίσθηκε τήν ανθρώπινη δυστυχία και με ωραία λόγια δίδαξε τη δυνατότητα και τον τρόπο να αποσπάται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάστασή Του προσέλαβε τον πόνο εκούσια και αναμάρτητα και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τέλειας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε «καινήν κτίσιν». Γι’ αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και η παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και άγια οδό της αγάπης προς τον Θεό. Την αγάπη αυτή εκφράζει ο άνθρωπος με την προσευχή του.
Κατά συνέπεια, η προσευχή είναι θέμα αγάπης. Αν προσευχόμαστε, σημαίνει ότι αγαπάμε τον Θεό. Αν αγαπάμε τον Θεό, προσευχόμαστε. Το μέτρο της προσευχής φανερώνει το μέτρο της αγάπης που έχουμε για τον Θεό. Έτσι, ο άγιος Σιλουανός ταυτίζει τη μνήμη του Θεού με την προσευχή, ενώ οι άγιοι Πατέρες λένε ότι η λήθη του Θεού συνιστά το μεγαλύτερο πάθος. Όταν μας πολεμεί ένα πάθος, μπορούμε και εμείς να του αντιταχθούμε με το Όνομα του Θεού. Όσο πιο πολύ ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και καλούμε τον Θεό σε βοήθεια μας, τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε και νικούμε το πάθος. Όταν όμως λησμονούμε τον Θεό, ο εχθρός μας φονεύει ολοσχερώς. Γι’ αυτό και οι Πατέρες επισημαίνουν ότι η λήθη του Θεού είναι το μεγαλύτερο πάθος.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 110-116)

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2012

Περί μετανοίας μέσα στο σώμα της Εκκλησίας


Αναφερθήκαμε στη μετάνοια και το πνευματικό πένθος, στην κάθαρση από τα πάθη και την πάλη για την υπέρβασή τους. Τονίσαμε ότι στη μετάνοια, όπως και στον αγώνα για τον εξαγνισμό μας, δεν αποβλέπουμε σε τίποτε άλλο από την «ενεργοποίηση» όλων των χαρισμάτων, τα οποία μας μεταδόθηκαν στο άγιο Βάπτισμα. Όλες μας οι προσπάθειες συνθέτουν τον εντατικό αγώνα για την ανάκτηση της σφραγίδας της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας χαρίσθηκε εκείνη τη μεγάλη ημέρα. Στο άγιο Βάπτισμα μάς κληροδοτήθηκαν όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Από αυτή την άποψη την ημέρα εκείνη δεν διαφέρουμε σε τίποτε από τους μεγαλύτερους Αγίους: Λάβαμε τις ίδιες δωρεές όπως εκείνοι και τίποτε λιγότερο.
Στο άγιο Βάπτισμα γινόμαστε ζωντανά μέλη του Σώματος του Χριστού, επειδή μετέχουμε στη ζωή της Κεφαλής του Σώματος, η οποία ρέει άφθονα δι’ Αυτού σε όλα τα μέλη του. Είμαστε ενωμένοι με τον Χριστό· «Χριστόν ενεδύθημεν!». Δυστυχώς, αργά ή γρήγορα, αυτή η χάρη θάβεται μέσα μας εξαιτίας της εμμονής μας στην κατάχρηση της ελεύθερης προαιρέσεως. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο όλη η προσπάθεια και ο ασκητικός αγώνας μας να κατευθυνθούν προς τον επιμελή καθαρισμό, την απάλειψη του «επικαλύμματος» της ρυπαρότητας που συσσωρεύθηκε στην πνευματική καρδιά. Όπως διαπιστώσαμε προηγουμένως, αυτή η πάλη για την κάθαρση ελευθερώνει σταδιακά χώρο μέσα στην καρδιά για την ανάπτυξη πνευματικών δραστηριοτήτων, όπου καθένας από μας έχει τη δυνατότητα να καλλιεργήσει το χάρισμα της βασιλικής ιερωσύνης -ένα από τα πολυτιμότερα δώρα που μας παρέχονται στο άγιο Βάπτισμα. Ιερατεύουμε δηλαδή την προσωπική τελείωση και σωτηρία του εαυτού μας και τελικά εκείνην του σύμπαντος κόσμου.
Ένας φίλος μου εμπιστεύθηκε κάποτε με ποιόν τρόπο ανακάλυψε τη δυναμική αυτού του θησαυρού, ο οποίος συνιστά το βασίλειο ιεράτευμα, και απαλλάχθηκε από κάθε πιθανή σκέψη και διάθεση για τη χειροτονία του σε ιερέα. Εισέδυσε στο νόημα της αληθινής Λειτουργίας με τη μετάνοια· η μετάνοιά του είχε αποβεί γι’ αυτόν η λειτουργία του. Τα δάκρυα που έχυνε κάθε νύκτα στο κελλί του συνέθεταν τη φλογερή δοξολογία και ικεσία του ενώπιον του Θεού. Πιστεύω ότι όταν μετανοούμε, όταν πενθούμε και αγωνιζόμαστε να εξαγνίσουμε τον εαυτό μας από τα πάθη, προσφέρουμε πράγματι ευάρεστη θυσία στον Θεό. Αυτή είναι η λογική μας λατρεία, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, η οποία δεν συμμορφώνεται με την υλική πραγματικότητα του ορατού κόσμου, αλλά μέσα από την επίπονη προσπάθεια της μετανοίας απεργάζεται τον ανακαινισμό της υπάρξεώς μας, την ανάπλασή μας ως εικόνων Εκείνου ο Οποίος μας δημιούργησε. Ας εξετάσουμε στο σημείο αυτό τη διαφορά μεταξύ μετανοίας και πνευματικού πένθους. Η μετάνοια συμπεριλαμβάνει το παν: περικλείει πνευματικό πένθος και δάκρυα. Με έναν γενικό τρόπο ορίζεται από τους Πατέρες ως η οριστική απομάκρυνση από την αμαρτία. Τα έργα της μετανοίας είναι γι’ αυτό τον λόγο πολλά. Μεταξύ αυτών υπερέχει το πνευματικό πένθος το οποίο είναι πολύ ευάρεστο στον Θεό. Η ευδοκία Του εκδηλώνεται με τα πνευματικά δάκρυα που μας χαρίζει, αφού αυτά αποτελούν ασφαλές σημείο της ενέργειας της θεϊκής αγάπης σε ένα πρόσωπο. Όπως διαβεβαιώνει ο Γέροντας Σωφρόνιος, δεν υπάρχει αγάπη χωρίς δάκρυα.
Όταν ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στην αγάπη, συνειδητοποιεί ότι πάνω από όλα είναι ον λατρευτικό. Η χάρη του Θεού που έχει αγγίξει την καρδιά του τον καθιστά ικανό να συλλάβει την Εικόνα του Θεού, ο Οποίος είναι το αληθινό υπόδειγμα της ζωής του, και εντείνει μέσα του τον πόθο να ζήσει για άλλη μια φορά σύμφωνα με τον αρχικό σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε. Η χάρη πυροδοτεί βέβαια αυτή την εσωτερική αλλοίωση, για να μπορέσει όμως να καρποφορήσει ο άνθρωπος, οφείλει να ζήσει ως μέλος του λατρευτικού Σώματος της Εκκλησίας που είναι η σύναξη των Αγίων, διά των οποίων ομιλεί ο Θεός και στους οποίους αντικατοπτρίζεται. Η κοινή μας μετοχή στο Σώμα της, ως μελών Της, μας συναρμόζει με τους αδελφούς μας που παρίστανται αδιαλείπτως ενώπιον του Θεού. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να ελέγχουμε τον εαυτό μας με ασφάλεια, αφού οι Άγιοι έχουν οι ίδιοι διανύσει την οδό της καθάρσεως. Ως μέλη του λατρευτικού Σώματος της Εκκλησίας συμμετέχουμε στη θεϊκή καθαρότητα, που δεν μπορεί να ανευρεθεί πουθενά αλλού έξω από το Σώμα αυτό, και έτσι επιτυγχάνουμε την κάθαρσή μας.
Η κάθαρση αυτή δεν συντελείται μηχανικά• είναι θέμα συνέργειας. Η ανθρώπινη θέληση πρέπει να συνεργήσει με τη χάρη του Θεού. Για να γίνει κάποιος μέλος ενός συλλόγου (ζητώ συγγνώμη για την αναλογία!), πρέπει κανονικά να έλθει σε επαφή με τη γραμματεία του. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ποθούμε να μυηθούμε στο επίμοχθο έργο της μετανοίας, απευθυνόμαστε σε κάποιον από τους «γραμματείς» της Εκκλησίας, δηλαδή επιδιώκουμε τη συνάντηση μας με έναν ιερέα, ο οποίος διακονεί το μυστήριο της συμφιλιώσεώς μας με τον Θεό. Μας δίδεται έτσι στην εξομολόγηση η δυνατότητα να αποκαλύψουμε ή να ομολογήσουμε την αλήθεια για τις αμαρτίες μας. Μέσω αυτής της πράξεως βάζουμε το χέρι μας στο άροτρο που διαπερνά το έδαφος της ψυχής οργώνοντας βαθιά τη γη της καρδιάς μας. Καθώς κοπιάζουμε, τα αγκάθια και τα τριβόλια της καρδιάς μας εκριζώνονται, και το έδαφος της ψυχής ετοιμάζεται για να υποδεχθεί τον υετό της χάριτος. Και αν συνεργασθούμε σύμφωνα με την πρακτική της Εκκλησίας, ο σπόρος αυτός στον κατάλληλο καιρό θα καρποφορήσει, και ο καρπός του δεν θα είναι άλλος από την αιώνια σωτηρία.
Ως εκ τούτου η μετάνοια είναι προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή μας σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας. Τα μυστήρια αποτελούν τον μυστικό εκείνο τόπο, Όπου η ανθρώπινη θέληση συναντάται με τη θέληση του Θεού, και η σωτηρία μας έγκειται στη συνάντηση και στη συνέργεια με αυτή. Προηγουμένως τονίσαμε ότι η μετάνοια συμπεριλαμβάνει όλες τις αρετές, και ως τέτοια συνιστά το ασφαλές θεμέλιο της ζωής μας μέσα στην Εκκλησία. Στο μυστήριο του Βαπτίσματος, για παράδειγμα, διά της καταδύσεως στο νερό ο άνθρωπος υπόσχεται στον Θεό -και αυτή είναι η διαθήκη μαζί Του- ότι στο εξής θα είναι νεκρός για την αμαρτία. Στο Βάπτισμα διενεργείται μια νέκρωση, ένας πραγματικός θάνατος. Ο άνθρωπος πεθαίνει, στην πραγματικότητα, για την αμαρτία, για όλη τη ματαιότητα της ζωής του, για τις ορέξεις της σαρκός, για τα πάθη, για όλη τη σαρκική νοοτροπία του. Τα εγκαταλείπει όλα πίσω του μια για πάντα, με την απόφαση που εμπεριέχει η συμβολική πράξη της καταδύσεώς του στο νερό. Και εφόσον νεκρωθεί για την αμαρτία με πραγματικό θάνατο, όταν αναδύεται από την κολυμβήθρα, λαμβάνει την καινότητα της ζωής, την αληθινή ζωή της Αναστάσεως. Πράγματι, νεκρωνόμαστε για όσα στερούνται νοήματος και αξίας, για να αξιωθούμε να αναστηθούμε για όλα τα πολύτιμα και αιώνια. Το σύνολο της χριστιανικής μας ζωής συνίσταται στην απόδειξη της πιστότητάς μας στη διαθήκη που συνάπτεται στο άγιο Βάπτισμα και στην προσπάθειά μας να ζήσουμε κατά τρόπο αντάξιο της τιμής που μας απονεμήθηκε από τον Θεό.
Η διαθήκη του Βαπτίσματος ανανεώνεται στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Στην εξομολόγηση στρεφόμαστε προς την Εκκλησία, φέροντας όλη την ασχήμια μας, τις αστοχίες και τις παρεκκλίσεις μας. Εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας γυμνό μπροστά στην Εκκλησία, με πολλή ταπείνωση, και Εκείνη μας παρέχει ελεύθερα ό,τι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να επιτύχουμε μόνοι μας. Το τονίζω· η Εκκλησία προσφέρει γενναιόδωρα. Είναι το Σώμα των Αγίων, τόσο στον ουρανό όσο και στη γη, και μεταδίδει ελεύθερα τον θησαυρό της αγιότητας και της καθαρότητάς Της στα μέλη Της. Στο μυστήριο της εξομολογήσεως λαμβάνουμε τη χάρη του Χριστού μέσα από τη συναναστροφή μας με τους Αγίους Του.
Η Θεία Ευχαριστία, το επισφράγισμα της διαθήκης μας με τον Θεό, έχει στην πραγματικότητα ως βάση τον λόγο του Κυρίου. Και το πλήρωμα του λόγου Του εντοπίζεται ασφαλώς στην Αρχιερατική Προσευχή, στο 17ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, που έχει τώρα σφραγισθεί με το Αίμα Του. Στο 6ο κεφάλαιο του ίδιου Ευαγγελίου ο Κύριος ομιλεί για τον ζώντα λόγο της διαθήκης Του και την αιώνια παρουσία Του στο μυστήριο: «Καθώς απέστειλε με ο ζων Πατήρ καγώ ζω διά τον Πατέρα, και ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι’ εμέ». Εντούτοις οι Απόστολοι είχαν καθαρθεί από τον Κύριο πριν από τη μετοχή τους στον Μυστικό Δείπνο. Ο Κύριος είχε κατά νου την Καινή Διαθήκη, όταν ζήτησε να πλύνει τα πόδια του Πέτρου. Ο Πέτρος, με τον συνήθη αυθορμητισμό του, είπε στον Κύριο: «Ου μη νίψης τους πόδας μου εις τον αιώνα». Και ο Κύριος αποκρίθηκε: «Εάν μη νίψω σε, ουκ έχεις μέρος μετ’ εμού». Ο Πέτρος, ταραγμένος από το ενδεχόμενο αυτό, πρόσθεσε: «Κύριε, μη τους πόδας μου μόνον, αλλά και τας χείρας και την κεφαλήν». Στο ίδιο Ευαγγέλιο ακούμε τον Κύριο να βεβαιώνει τους Αποστόλους Του: «Ήδη υμείς καθαροί έστε διά τον λόγον ον λελάληκα υμίν».
Είδαμε ότι δεν είναι δυνατόν να μυηθούμε αληθινά στα μυστήρια, χωρίς προηγουμένως να προετοιμασθούμε κατάλληλα. Γι’ αυτό τον λόγο οι Ευχές πριν από τη Θεία Μετάληψη είναι γεμάτες από το ταπεινό πνεύμα της μετανοίας, γιατί ποτέ δεν θα κατορθώσουμε να φανούμε αντάξιοι της μεγαλειώδους δωρεάς της θείας ζωής που μας προσφέρεται. Μπορούμε μόνο να δασωθούμε τον Κύριο ικετεύοντάς Τον να μας καθαρίσει, ώστε να μπορέσουμε να ανανεώσουμε τη διαθήκη μας μαζί Του και να μετέχουμε πλήρως στην αγιότητά Του. Κάθε φορά που ανανεώνεται η υπόσχεσή μας προς τον Κύριο, Αυτός μας καθιστά ικανούς να βαδίζουμε επάξια της κλήσεώς μας για την αιώνια ζωή. Υπάρχουν φορές που ακόμη και μια απεγνωσμένη υπόσχεση προσευχής προς τον Κύριο αποδεικνύεται αρκετή, για να επιφέρει έναν τέτοιον ανακαινιστό: «Κύριε, βοήθησέ με να βάλω καινούργια αρχή». «Κύριε, βοήθησέ με σε αυτή τη δυσκολία, και θα αγωνισθώ για τη διόρθωσή μου στο μέλλον». Βεβαίως ο άνθρωπος πάντοτε αποδεικνύεται «ψεύστης», αλλά μια ταπεινή κίνηση της καρδιάς ποτέ δεν αποτυγχάνει να συγκινήσει τον Κύριο, ο Οποίος συγκαταβαίνει να μας μεταδώσει όση χάρη χρειαζόμαστε, για να αρχίσουμε πάλι τον αγώνα μας.
Στο πέρασμα του χρόνου παρατηρούμε ότι ορισμένοι άνθρωποι αξιώθηκαν μεγάλης χάριτος μετά από μια απλούστατη ταπεινή σκέψη ή προσευχή, και αυτή η χάρη τους έδωσε τη δύναμη να κόψουν τελείως ένα πάθος και ποτέ να μην επιστρέψουν σε αυτό. Πώς συμβαίνει να ανταποκρίνεται ο Κύριος τόσο «δυσανάλογα» σε παρόμοιες κινήσεις της καρδιάς; Η αλήθεια είναι ότι είναι πιστός στις υποσχέσεις Του, πιστός στη διαθήκη Του με μας, και «αρνήσασθαι Εαυτόν ου δύναται». Το όνομά Του είναι «Πιστός». Στο βιβλίο τής Αποκαλύψεως καλείται «ο μάρτυς ο πιστός». Είναι πιστός, διότι είναι ο αεί ων, ωσαύτως ων, και οι υποσχέσεις Του μένουν εις τον αιώνα και εκπληρώνονται αμετάθετα. Ο λόγος του Κυρίου προς τον προπάτορά μας Αβραάμ πιστοποιεί την αλήθεια του πράγματος: «Και στήσω την διαθήκην μου ανά μέσον σου και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε, εις τας γενεάς αυτών, εις διαθήκην αιώνιον, είναι σου Θεός και του σπέρματός σου μετά σε». Αν αποτυγχάνουμε, η ευθύνη βαραίνει εμάς που είμαστε αναξιόπιστοι, χωρίς αφοσίωση και πιστότητα, και δεν τιμούμε το δικό μας μερίδιο στη διαθήκη μαζί Του. Αυτός ωστόσο είναι βέβαιος και αληθής. Κάθε ημέρα της ζωής μας είναι μία χάρη, γιατί μας δίδεται για να προσφέρουμε μετάνοια, και δι’ αυτής να εισέλθουμε στο πλήρωμα της ζωής, αφού η διαθήκη του Κυρίου με τον λαό του είναι ατελεύτητη.
(Αρχιμ. Ζαχαρία, Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας σ. 208-215)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...