Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

«Ἐκ πίστεως εἰς πίστιν»


ceb5ceb9cebacf8ccebdceb1-31457[1]

Ἀρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου
Ὡς χριστιανοί πιστεύουμε σέ ἕναν προσωπικό καί ζῶντα Θεό καί ὄχι σέ κάποιου εἴδους μακρινό καί ἐγωκεντρικό Θεό, βυθισμένο στή φίλαυτη ἐνατένιση τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἀνίκανο νά εἰσέλθει σέ κοινωνία μέ τά κτιστά ὄντα. Γιά μᾶς ἡ ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνέργειά Του, ἡ χάρη Του, μέ τήν ὁποία μετέχουμε στή ζωή Του. Ἀκόμη καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀμφιβολίες, τό ἄγγιγμα τῆς θείας χάριτος στήν καρδιά τοῦ διασκορπίζει ὅλα τά νέφη καί ἐνεργοποιεῖ μέσα του τή θεία ζωή. Ἡ ζωή αὐτή δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, καί κανένας ἀνθρώπινος συλλογισμός δέν μπορεῖ νά τῆς ἀντιταχθεῖ. Ἡ πρώτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στρέφει τήν ὕπαρξή του πρός τόν Θεό, ἐνσταλάζει μέσα του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί αἰχμαλωτίζει τήν καρδιά.
Πράγματι, αὐτός ἀκριβῶς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ βοηθεῖ τήν καρδιά μας νά ἀναδυθεῖ. Ἡ Γραφή ἀναφέρεται στή «βαθεία καρδία» (Ψαλμ. 62, 7) τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία ἀπευθύνεται ἡ ἐπισκοπή τοῦ Θεοῦ ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ καί ἀπό τό βράδυ ὡς τό πρωί (Ἰώβ 7, 18). Ὅταν ὁ Ἰώβ ρωτᾶ: «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι ἐμεγάλυνας αὐτόν;» (Ἰώβ 7, 17), ἡ Ἁγία Γραφή δίνει τήν ἀκόλουθη χαρακτηριστική ἀπάντηση: ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κατεντευκτής Θεοῦ» (Ἰώβ 7, 20). Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά ἔχει γίνει στόχος τοῦ Θεοῦ, παρίσταται ἐνώπιόν Του καί συνομιλεῖ μαζί Του ἐπί ἴσοις ὄροις, μεσιτεύοντας γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, γιατί ὁ Θεός τοῦ ἀπένειμε τήν τιμή αὐτή. Ὁ Θεός ποθεῖ αὐτή τήν ἰσότητα ἐπικοινωνίας μέ τόν ἄνθρωπο· δέν τόν θεωρεῖ ὡς ἕνα κτίσμα πού ἁπλῶς τό ἔφερε στό εἶναι, ἀλλά ὡς «εἰκόνα» Του, ὡς κάποιον ἴσο μέ Αὐτόν μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά συνδιαλέγεται.
Σέ ὅλη τή Γραφή βρίσκουμε ἀναρίθμητα περιστατικά, ὅπου ὁ Θεός ἀπευθύνεται στόν ἄνθρωπο ὡς πρός ἴσο Του: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθέν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 32-33). Ἄν μέ τή χάρη τοῦ Πνεύματός Του εἰσέλθουμε σέ προσωπική σχέση μαζί Του, τότε Τόν ὁμολογοῦμε, ὄχι τόσο μέ λόγια, ὅσο μέ τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του μέσα μας. Γιατί τότε Ἐκεῖνος εἰσδύει στήν καρδιά μας καί ἐκεῖ μαρτυρεῖ τή σωτηρία μας μέ τή χάρη Του. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ἐπιβεβαιώνει τήν παράδοξη αὐτή ἀλήθεια, ὅταν λέει ὅτι τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ στήν καρδιά μας γιά τή σωτηρία μας .
Ἕνας ἄλλος τρόπος, ὅπου γίνεται φανερό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ὁμιλεῖ ἐπί ἴσοις ὄροις, εἶναι ὁ λόγος Του: «Ἐάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. 6, 14). Ἡ ἰσότητα αὐτή ἐπιβεβαιώνεται περαιτέρω στήν Κυριακή Προσευχή: «Ἅφες ἠμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. 6, 12). Ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ ἄρνηση τῆς συγχωρήσεως φαίνεται ἴσως αὐστηρή. Ἄν ὅμως λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός καί ἐμεῖς ἁπλῶς τά πλάσματά Του, τότε διαπιστώνουμε ὅτι οἱ ὅροι τῶν λόγων Του εἶναι οἱ πλέον ἄνισοι: ὁ Θεός εἶναι ἀπίστευτα οἰκτίρμων στήν κρίση Του!
Ὁ Θεός στήν ἐπιθυμία Του νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο ἀληθινά ἴσο μέ Αὐτόν, ὁμοίωσή Του, κατευθύνει πρός αὐτόν τήν «ἐπισκοπή» Του καί ἀναζητεῖ τή βαθεία καρδία του. Ποθεῖ νά ἀποκτήσει ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου «νοερά καί θεία αἴσθηση» (Παροιμ. 15, 14), δηλαδή ὄχι ἁπλῶς τή λειτουργία τῆς σκέψεως, ἀλλά ἀκριβῶς αὐτή τή μορφή ἐσωτερικῆς ζωῆς πού ἀνυψώνει τήν ὕπαρξή του πάνω ἀπό ἐκείνη τῶν ζώων. Ὁ ὀρθός λόγος μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπό αὐτά. Ἄν ὅμως ὑπηρετεῖ μόνο τή φυσική μας εὐζωΐα, τότε ἐλάχιστα ὑπερβαίνουμε τό ἐπίπεδο τῶν αὐτοσυντηρούμενων ζώων. Ἄν ἐπιπλέον ἡ ἐσωτερική μας ζωή ἐκδαπανᾶται στίς μέριμνες τοῦ κόσμου αὐτοῦ, θά καταλήξει σίγουρα στό μνῆμα μαζί μέ τό σῶμα μας. Ὅπως ὅμως προαναφέραμε, ἡ θεία κλήση μας εἶναι πολύ ἀνώτερη. Ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ νά ἐπισκεφθεῖ τή βαθειά καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τή ζωηφόρο, νοερή καί θεία αἴσθηση τῆς παρουσίας Του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει συναίσθηση τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ στήν καρδιά του, τόν ἐπισκιάζει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
Μόλις ἡ καρδιά μας αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τό ἱερό αὐτό δέος καί ἀρχίσουμε νά αἰσθανόμαστε τή ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, εἰσερχόμαστε σέ προσωπική κοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό· Ἐκεῖνον πού ἀποκάλυψε τόν Ἑαυτό Του, τόν Θεό-Πατέρα, τόν Θεό-Υἱό καί τόν Θεό-Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ σχέση αὐτή συνιστᾶ γεγονός πού ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη διάνοια. Κάποιοι ἀλλόθρησκοι ἀντιτείνουν: «Δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τόν Χριστιανισμό. Πῶς μπορεῖ νά ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι συγχρόνως Τρεῖς καί Ἕνας; Ἡ δική μας θρησκεία εἶναι λογικότερη, γιατί πρεσβεύει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας, παντοδύναμος, ἔχει αὐτό τό χαρακτηριστικό, αὐτό τό ἰδίωμα κλπ.». Ἀποδίδοντας ὅμως οἱ ἀλλόθρησκοι στόν Χριστιανισμό τό στοιχεῖο τοῦ ὑπέρλογου, ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνουν τόν χαρακτήρα τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, πού φέρει ἡ πίστη μας, καί συνεπῶς τήν ἀλήθειά της. Ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια δέν ὑπόκειται στήν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλά τήν ὑπερβαίνει. Ἐμπιστεύονται ἕναν ὁρισμό τῆς πίστεως, πού ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ ἀνθρώπινου ὀρθολογισμοῦ. Μέ τήν ἐπιμονή στή λογική τῆς πίστεώς τους τελικά τήν ἀπαξιώνουν, καταδεικνύοντας τήν ἀπουσία ἀπό αὐτήν τοῦ ἀληθινοῦ χαρακτήρα τῆς ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ κατά πολύ τήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη.
Εἰσερχόμενοι σέ κοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό, μέ ἐμπιστοσύνη σέ Αὐτόν, πού ἡ οὐσία καί ἡ φύση Του εἶναι ἀπρόσιτες, ἀσύλληπτες καί ἀψηλάφητες, Τόν ὑποχρεώνει ἡ πίστη μας νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ μέ τήν ἄφθαρτη χάρη Του. Μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, πού ἀπορρέει ἀπό τό Ἴδιο τό Εἶναι Του, θά γεφυρώσει τό χάσμα ἀνάμεσα στήν προαιώνια καί ἄκτιστη οὐσία Του καί τό περιορισμένο, πλήν ὅμως λογικό, πλάσμα Του.
Ὁ Θεός ἀναζητεῖ ἀκατάπαυστα τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ὅμως μέ τήν ἐσφαλμένη χρήση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ὑποδουλώνεται σέ πολλές προσκολλήσεις. Ἔτσι παρεμποδίζει τήν εἴσοδο τῆς θείας χάριτος στήν καρδιά του καί τήν παραμονή της ἐκεῖ. Ἐντούτοις τά ἁμαρτήματά μας εἶναι ὡς μηδαμινά μπροστά στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Στά μάτια Του φαίνονται σάν ἐπιφανειακή σκόνη πού ἐξαφανίζεται μέ ἕνα ἁπλό φύσημα. Μόλις ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κυριεύσει τήν καρδιά μας, ἀντιλαμβανόμαστε πόσο ἀνήμποροι εἴμαστε νά καλλιεργήσουμε ἀληθινή σχέση μέ τόν Θεό καί διαπιστώνουμε ὅτι μόνο ἡ χάρη Του μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς γι’ αὐτό.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται σέ μία ἀπίστευτα δημιουργική περιπέτεια μέ τόν Θεό. Τώρα κατανοεῖ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μοναδικός σκοπός γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε· ὅτι αὐτό ὑπῆρξε τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τό ἀνθρώπινο γένος καί ὅτι ὁ ἀληθινός καί τελικός προορισμός του εἶναι ἡ ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Ἀλλά ἡ σχέση αὐτή μέ τόν Θεό τόν ὑποχρεώνει νά διακινδυνεύσει τήν παραίτησή του ἀπό ὅλα. Ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ παροῦσα κατάστασή του μέ τίς ποικίλες προσκολλήσεις τοῦ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά τή διάβασή του στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Γνωρίζει ὅτι δέν μπορεῖ ἀκόμη νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, καθώς «οὐ μή εἰσέλθη εἰς τήν Βασιλείαν Αὐτοῦ πᾶν κοινόν» (Ἀποκ. 21, 27). Κατανοεῖ ὅτι, ἄν θέλει νά σωθεῖ, πρέπει νά ἀναλάβει τό ἔργο τοῦ ἐξαγιασμοῦ του, «οὗ χωρίς οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον» (Ἑβρ. 12, 14). Γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ἐπενδύει ὁλόκληρο τό τάλαντο τῆς ἐπίγειας αὐτῆς ζωῆς πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, χωρίς νά παρακρατήσει τίποτα, ἔτσι ὥστε νά τό πολλαπλασιάσει ἐπί τριάντα, ἑξήντα ἤ ἑκατό (Μάρκ. 4, 8, 20).
Τότε ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος εἰσάγεται στή γνώση τοῦ δεύτερου εἴδους πίστεως, πού μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς «ἐλπίδα παρ’ ἐλπίδα». Ὅταν, ἀνθρωπίνως μιλώντας, ἐκλείψει μέσα του κάθε ἐλπίδα σωτηρίας, ὁ ἄνθρωπος κρεμᾶ τά πάντα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἐναποθέτει ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη του σέ Αὐτόν, τόν μόνο ἱκανό νά ἀνιστᾶ καί τούς νεκρούς (Ρωμ. 4, 17). Γιά παράδειγμα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἐγγίσει στό κατώφλι τοῦ θανάτου, «γιά νά μήν ἔχει τήν πεποίθηση στόν ἑαυτό του, ἀλλά στόν Θεό πού ζωοποιεῖ ἀκόμη καί τούς νεκρούς» (Β΄ Κορ. 1, 9).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπό αὐτή τήν πίστη πού εἶναι τόσο εὐάρεστη στόν Θεό, μπορεῖ νά προοδεύσει πολύ. Ὁ Θεός ἀνταποκρίνεται, καί ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μαζί Του ἐντείνεται. Μερικοί ψαλμοί καί εὐχές, γιά παράδειγμα στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, περιλαμβάνουν τήν ἱκεσία: «Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με» (Ψαλμ. 118, 94). Ἀλλά ἀνάξιοι ὄντες νά ἐκφέρουμε τόν λόγο αὐτό: «εἶμαι δικός Σου, σῶσε με», ὀφείλουμε πρῶτα νά ἀποδείξουμε στόν Θεό ὅτι εἴμαστε δικοί Του, ἐνεργώντας σύμφωνα μέ τόν χαρισματικό αὐτό τύπο πίστεως.
Ἡ πίστη αὐτή συνδέεται μέ τή χαρισματική ἀπόγνωση, πού εἶναι ἱκανή νά μᾶς ὁδηγήσει ἀληθινά νά διακινδυνεύσουμε τά πάντα γιά νά εὐαρεστήσουμε τόν Θεό. Τέτοια ἀπόγνωση εἶναι ἡ μόνη αὐθεντική ὁδός πρός τήν παρ’ ἐλπίδα ἐλπίδα σέ Αὐτόν μόνο.
Συναντοῦμε πολλά παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς πίστεως στίς Γραφές. Ἐντυπωσιακή εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἀβραάμ, γιά τόν ὁποῖο γράφεται ὅτι πίστεψε στόν Θεό πού ζωοποιεῖ τούς νεκρούς καί καλεῖ τά μή ὄντα ὡς ὄντα (Ρωμ. 4, 17) μέ τέτοια πίστη, πού τόν κατέστησε στή συνέχεια ἱκανό νά πιστέψει «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» (Ρωμ. 4, 18). Ἔχει μεγάλη σημασία γιά μᾶς νά διεισδύσουμε στήν πίστη του, ἀφοῦ εἶναι ὁ πατέρας ὅλων ἐκείνων πού πίστεψαν μετά ἀπό αὐτόν. Πρωτίστως ὁ Ἀβραάμ πίστεψε στόν Θεό ὡς τόν ζῶντα Θεό, ὁ Ὁποῖος μέ ἕνα μόνο νεῦμα φέρει τά πάντα ἀπό τό μή ὄν στό εἶναι καί ζωοποιεῖ τούς νεκρούς. Ἐπιπλέον, στήν ἐποχή του, ἡ ἀνθρώπινη λογική ἔβλεπε μόνο τήν ἀπόλυτη ἀπελπισία, γεγονός πού ὑπογραμμίζει τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐλπίδας τοῦ Ἀβραάμ. Ἦταν θεμελιωμένη σέ ὁλοκάρδια πίστη πού δέν ἦταν ἁπλῶς διανοητική ἀποδοχή τοῦ μυστηρίου τῆς θείας δυνάμεως. Γι’ αὐτό τοῦ ἐνέπνευσε τέτοια ἐσωτερική πεποίθηση, πού τόν ἐνδυνάμωσε νά παραδώσει ὅλη τήν ὕπαρξή του στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ἐγκαταλείψει ὅλη τή ζωή του στό θέλημά Του.
Ἡ ἐξαιρετική αὐτή πίστη δικαίωσε τόν Ἀβραάμ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τόν κατέστησε πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν. Ὅταν ὁ Θεός τόν πρόσταξε: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου καί ἀκολούθει μοι», ὁ Ἀβραάμ δέν ρώτησε ποῦ ἐπρόκειτο νά πάει. Ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Δεῦρο εἰς τήν γῆν, ἤν ἄν σοί δείξω» (Γέν. 12, 1), χωρίς νά τοῦ ὑποδείξει τή χώρα. Ὁ Ἀβραάμ ἔχοντας ἀγαπήσει τόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά του, χωρίς νά ὑποβάλει καμία ἐρώτηση ἀλλά μέ ἀπόλυτη ὑπακοή καί τέλεια πίστη, Τόν ἀκολούθησε μέ ἐμπιστοσύνη σέ κάθε Του λόγο. Τότε Ἐκεῖνος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἀποκτήσει ἀπογόνους, παρά τό προχωρημένο τοῦ γήρατός του. Πάλι, ἀψηφώντας τήν ἡλικία του, πίστεψε ἀκλόνητα ὅτι ὁ Θεός πού ἐγείρει τούς νεκρούς θά μποροῦσε νά εἶναι καί ὁ Δοτήρ τῆς ζωῆς ἀνεξάρτητα ἀπό τίς περιστάσεις. Ἔτσι τόσο πολύ εὐαρέστησε στόν Θεό, ὥστε θεωρήθηκε ἄξιος νά λάβει φοβερές ὑποσχέσεις ἀπό Αὐτόν, ὅπως ἡ εὐλογία ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς μέσω τοῦ σπέρματός του (Γέν. 17, 4-8). Ἀρχή τῆς ἐκπληρώσεως τῆς διαθήκης αὐτῆς ἀποτέλεσε καί ἡ σύλληψη τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰσαάκ. Ἡ Γραφή λέει στή συνέχεια πώς ὁ Ἀβραάμ ἀγάπησε τόν Ἰσαάκ (Γέν. 22, 2), ὥστε νά μᾶς προετοιμάσει γιά τήν παράδοξη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ πού ἀκολουθεῖ παρακάτω, ὅταν ὁ Θεός τόν προστάζει: «Λάβε τόν Ἰσαάκ, πορεύθητι ἐφ’ ἕν τῶν ὀρέων καί ἀνένεγκον αὐτόν ἐκεῖ εἰς ὁλοκάρπωσιν». Δηλαδή: «Θυσίασε τόν υἱό σου πού εἶναι ἡ θαυμαστή ὑπόσχεσή μου σέ ἐσένα, τόν υἱό τοῦ θαύματος, μέ τόν ὁποῖο ἡ Σάρρα λύθηκε ἀπό τά δεσμά τῆς στειρότητάς της!» Ἐδῶ κρύβεται μεγάλο μυστήριο. Ὁ Ἀβραάμ, πλήρως ἀφοσιωμένος στόν Θεό, ἀπολάμβανε ὅλη τήν εὔνοιά Του. Ὅταν ὅμως ἀπέκτησε τόν υἱό, κατά τήν ὑπόσχεση πού τοῦ δόθηκε, ἡ καρδιά του προσκολλήθηκε σέ αὐτόν καί ὡς ἐκ τούτου μοιράσθηκε. Γιά νά ἐλευθερώσει τήν καρδιά του, ὁ Θεός τόν ὑπέβαλε σέ φοβερή δοκιμασία, ζητώντας ἀπό αὐτόν νά θυσιάσει τόν ἀγαπημένο υἱό του. Ὁ Ἀβραάμ ὑπάκουσε χωρίς δισταγμό. Ὅταν ὁ Θεός εἶδε ὅτι ἡ καρδιά του εἶχε ἀποκατασταθεῖ στήν πρώτη ἀγάπη της πρός Αὐτόν μέσα ἀπό τήν ὑπακοή καί τήν ἑτοιμότητά του νά προσφέρει θυσία τόν υἱό του, ἀπέδωσε τόν Ἰσαάκ πίσω σέ αὐτόν, πού εἶχε ἀναθέσει ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό.
Ὁ δεύτερος αὐτός βαθμός πίστεως συνέχει τή συνειδητή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού ζωοποιήθηκε ἤδη ἀπό τό πρῶτο στάδιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει παραδώσει τώρα τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Δέν ὁδηγεῖται πιά πρός κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ἀλλά, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ἀρχίζει νά δορυφορεῖται γύρω ἀπό τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ἐναποθέτοντας ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό πού ἐγείρει τούς νεκρούς. Τέτοια πίστη ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά παραμένει στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔχει ἐπιστηρίξει τήν ἐλπίδα του στήν παντοκρατορική ἰσχύ καί στόν λόγο Του.
Κάθε ἄνθρωπος ὡστόσο πού ἔχει ἐγκαταλείψει τόν ἑαυτό του στόν Θεό μέ πνεῦμα πίστεως θά δοκιμασθεῖ διαφορετικά, κάποτε μάλιστα σκληρά. Ὁρισμένοι ἐνδέχεται νά ἀπειληθοῦν ἀκόμη καί μέ θάνατο. Ἀλλά ἄν τή στιγμή τῆς δοκιμασίας μείνουν ἀκλόνητοι ἀποδίδοντας δόξα καί εὐχαριστία στόν Θεό, τότε ἡ πίστη τους, ὅπως αὐτή τοῦ Ἀβραάμ, ὑπερβαίνοντας ὄχι μόνο τόν κόσμο ἀλλά τόν ἴδιο τόν θάνατο, θά ἀναδειχθεῖ πιό ἰσχυρή ἀπό αὐτόν. Γι’ αὐτό τόν λόγο εἶναι τόσο σημαντική ἡ κατανόηση τῆς πίστεως ὡς «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι», ὥστε ἄν ἀξιωθοῦν μίας τέτοιας εὐκαιρίας, μέ σωστή ἀντιμετώπιση νά κερδίσουν τόν Χριστό καί ὅλη τήν αἰωνιότητα. Πράγματι, ὁποιοσδήποτε παραδοθεῖ ὁλόψυχα στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγηθεῖ ἀπό τόν Θεό μέσα ἀπό τή στενή ὁδό. Θά ἀπεκδυθεῖ τόν παλαιό του ἄνθρωπο, γιά νά μπορέσει νά εἰσέλθει καθαρός στή Βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ καθαροί τή καρδία, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5, 8).
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι «ὁ Θεός φῶς ἐστι» (Α΄ Ἰωάν. 1, 5), καί ὅταν Τόν δοῦμε, θά γίνουμε κι ἐμεῖς φῶς ὅπως Ἐκεῖνος (Α΄ Ἰωάν. 3, 2). Ἀλλά χρειάζεται προηγουμένως νά καθαρθοῦμε, γιά νά γίνουμε ἄξιοι τῆς μακαρίας ὁράσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἐποπτεύει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἰδιαίτερα στρέφει τήν προσοχή Του σέ ὅσους ἐπιδεικνύουν προθυμία καί ἑτοιμότητα νά παραδώσουν τόν ἑαυτό τους στά χέρια Του. Ἐπιποθεῖ νά περιποιεῖται τόν καθένα μας ξεχωριστά, ὅπως ἔκανε μέ τόν Ἀβραάμ καί ὅλους τούς ἐκλεκτούς Του. Πράγματι, ὁλόκληρη ἡ Γραφή, πού εἶναι ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ὀφείλει νά ἀνακεφαλαιωθεῖ στή ζωή κάθε προσώπου χωριστά. Ὅταν ὁ Θεός δεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει μέ σοβαρότητα τό θέμα τῆς σωτηρίας του, θέτει ἕνα ἐμπόδιο ἐνώπιόν του, γιά νά τόν δοκιμάσει καί νά ἐνισχύσει τήν προθυμία καί ἀποφασιστικότητά του. Τόν ἐξετάζει καί τόν παιδεύει, ὅπως θά ἔκανε ἕνας πατέρας μέ τόν ἀγαπημένο υἱό του (Ἑβρ. 12, 6-11). Διερχόμενος ὁ ἄνθρωπος τή δοκιμασία αὐτή τῆς πίστεώς του, διδάσκεται πῶς νά ὑπερπηδήσει τό πρῶτο αὐτό πρόσκομμα. Τότε ὁ Θεός τοποθετεῖ μεγαλύτερα ἐμπόδια ἐνώπιόν του, ὥστε νά τόν ἐκπαιδεύσει σέ ἀκόμη ὑψηλότερα ἅλματα πίστεως πρός Αὐτόν. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Θεός τιμᾶ τόν ἄνθρωπο, ἀπονέμοντάς του τό προνόμια νά ἐπιδείξει, ὅπως ὁ Ἰώβ, τό εἶδος τῆς πίστεως πού θά τόν καταστήσει κληρονόμο ὅλων τῶν ἀγαθῶν του Παραδείσου Του. «Πάντα τά ἐμά σά ἐστιν», λέει ὁ πατέρας στόν μεγαλύτερο ἀδελφό του ἀσώτου υἱοῦ (Λουκ. 15, 31). Γι’ αὐτό εἶναι μακάριος ἐκεῖνος πού ἐγκαρτερεῖ σέ καιρό δοκιμασίας καί παραμένει ἀκλόνητος ἀπό τόν πειρασμό, ἀκόμη καί ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου.
«Παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» εἶναι ὁ ἀκριβής ὁρισμός τῆς πίστεως ἐκείνης, μέ τήν ὁποία ὑπερπηδῶνται καί τά ἀνυπέρβλητα ἀκόμη ἐμπόδια. Αὐτή ἡ πίστη συγκεντρώνει ὅλες τίς σκέψεις μας καί τίς δυνάμεις τῆς καρδιᾶς μας σέ ἕνα μοναδικό σημεῖο καί μέ ἕναν σκοπό. Αὐτό ἐφαρμόζεται ἐπίσης στήν τελειότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπου ἀγωνιζόμαστε νά ἑνώσουμε τόν νοῦ μέ τήν καρδιά. Συσπειρώνουμε ὅλη τήν ὕπαρξή μας στήν καρδιά, ὥστε νά μποροῦμε νά προσευχόμαστε μέ μία μόνο σκέψη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς μας παραδόσεως. Ἔτσι ἀποφασίζουμε νά παλέψουμε ἀκόμη καί μέχρι θανάτου, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιά νά ὑπερπηδήσουμε κάθε δυσκολία. Καί πρέπει νά τό κάνουμε, γιατί ἀπό τήν ὑπέρβαση αὐτή ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας. Στό σημεῖο αὐτό ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἕνας σφιχτός κόμπος, ὅπου ἔχει συγκεντρωθεῖ ὅλη του ἡ ὕπαρξη, καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος κρεμᾶ τά πάντα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀρχίζουμε νά πιστεύουμε, ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τόν Ἀβραάμ, «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι». Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός «δύναται ἡμᾶς ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Ματθ. 3, 9), καί ὅτι «παρά τῷ Θεῶ πάντα δυνατά ἐστι» (Ματθ. 19, 26). Βαθμηδόν γινόμαστε ἕτοιμοι νά προβοῦμε ἀκόμη καί στό φοβερό ἐκεῖνο ἅλμα τῆς πίστεως πού ὑπερνικᾶ τόν θάνατο.
Ἡ χαρισματική πίστη, ὅπως αὐτή τοῦ Ἀβραάμ, μᾶς διαβιβάζει ἀπό τήν ὄχθη τῆς κτιστῆς πραγματικότητας στήν ὄχθη τῆς ἄκτιστης, γεφυρώνοντας τό χάσμα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδείξει τέτοια πίστη, θά βρεῖ τόν ἀσφαλῆ λιμένα τῆς ἀγάπης, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ἡ πρόσκαιρη ζωή του θά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀθάνατη καί αἰώνια θεία ζωή, γεγονός πού συνιστᾶ τό μεγαλειωδέστερο θαῦμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ Θεός ἐκτιμᾶ τήν ἀνθρώπινη ζωή ὡς ἄξια γιά τήν ἕνωση μέ τή δική Του ζωή, μέ τό δικό Του Εἶναι, μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος.
Ἡ ἐκπλήρωση τοῦ δεύτερου αὐτοῦ βαθμοῦ τῆς πίστεως προϋποθέτει μεγάλη προσπάθεια πού ἀπαιτεῖ νά ἐνθυμούμαστε τήν πρώτη μας ἀγάπη πρός τόν Θεό, νά παραμένουμε προσηλωμένοι στήν ἀγάπη αὐτή μέ σταθερότητα, πιστότητα καί ἐμπιστοσύνη. Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως διαβάζουμε: «Καί ὑπομονήν ἔχεις, καί ἐβάστασας διά τό ὄνομά Μου, καί οὐ κεκοπίακας. Ἀλλά ἔχω κατά σοῦ, ὅτι τήν ἀγάπην σου τήν πρώτην ἀφήκας. Μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καί μετανόησον καί τά πρῶτα ἔργα ποίησον» (Ἀποκ. 2, 3-5). Τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν ὁ Κύριός μας θέσει ἐνώπιόν Του, μερικοί μέ τόλμη θά ποῦν: «Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ Σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ Σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῷ Σῷ ὀνόματι δυνάμεις ἐποιήσαμεν;» (Ματθ. 7, 22) καί «ἐφάγομεν ἐνώπιόν Σου καί ἐπίομεν, καί ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας;» Καί ὁ Κύριος θά ἀποκριθεῖ: «Λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργᾶται τῆς ἀδικίας» (Λουκ. 13, 26-27). Πῶς εἶναι δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά θαυματουργοῦν στό Ὄνομά Του καί ὅμως ὁ Κύριος νά μήν τούς ἀναγνωρίζει; Ὅλοι μας, εἴτε γιά μερικά χρόνια πρός τό τέλος τῆς ζωῆς μας εἴτε γιά μία μόνο ἡμέρα ἤ ἀκόμη καί γιά μία στιγμή, θά μπορούσαμε νά συγκεντρώσουμε ἀρκετή δύναμη καί νά πιστέψουμε στόν Θεό μέ ὅλη μας τήν καρδιά. Ἔχοντας τό πνεῦμα αὐτό τῆς πίστεως θά ἦταν δυνατόν νά αἰσθανθοῦμε τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί μέ τή βοήθειά της νά ἐπιτελέσουμε ἀκόμη καί θαῦμα. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἀποδίδει ἀρκετή σημασία σέ αὐτό, γιατί περιμένει ἀπό ἐμᾶς σπουδαιότερα πράγματα. Ἄν ἐπιθυμοῦμε νά εἴμαστε δίκαιοι καί εὐάρεστοι ἐνώπιόν Του –ἐφόσον, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1, 17· Γαλ. 3, 11· Ἑβρ. 10, 38)–, τότε ἡ πίστη μας ὀφείλει νά βρίσκεται σέ συνεχῆ δναμική αὔξηση, ὥστε νά ἀναγόμαστε «ἐκ πίστεως εἰς πίστιν» (Ρωμ. 1, 17).
Μέ ἄλλα λόγια, οἱ δίκαιοι θά στέκονται «καλῶς» στόν δεύτερο αὐτό βαθμό τῆς χαρισματικῆς πίστεως. Θά στηρίζουν τό καθετί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διακινδυνεύοντας τά πάντα γιά χάρη Του, προκειμένου νά κερδίσουν τά πάντα καί νά βλέπουν ἀκατάπαυστα τό θεῖο θαῦμα στή ζωή τους. Θά πολιτεύονται ἀταλάντευτοι μέ τό εἶδος αὐτό τῆς πίστεως ἕως τέλους. Ὁ Ἀπόστολος ὅμως μᾶς προειδοποιεῖ: «Ἐάν [ὁ δίκαιος] ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ» (Ἑβρ. 10, 38). «Ὑποστέλλω» σημαίνει ἐνδίδω στή νωθρότητα καί τήν ὑπερηφάνεια, παραδίδομαι σέ ἀμελῆ τρόπο ζωῆς, ἐλαττώνομαι ὡς πρός τήν πνευματική ἀνδρεία. Ἀντιθέτως, ἡ ὁδός τῆς πίστεως εἶναι ὁδός δυναμικῆς αὐξήσεως στήν ἐν Θεῷ ζωή (Α΄ Κορ. 3, 7· Κολ. 2, 19), πού μᾶς ὁδηγεῖ ἀπό πίστη σέ πίστη.
Ὁ πιό βαθύς πόθος τοῦ καθενός μας εἶναι νά διατηροῦμε ζωντανή τή σχέση μας μέ τόν Θεό καί νά ἀπολαμβάνουμε τά Τίμια Δῶρα Του. Ἀκόμη καί τό ἐλάχιστο ἄγγιγμα τῆς θείας χάριτος στήν καρδιά μας εἶναι «κρεῖσσον ὑπέρ ζωᾶς» (Ψαλμ. 62, 4), ὅπως βεβαιώνει ὁ ψαλμωδός· εἶναι πραγματικά πολυτιμότερο ἀπό πολλές ζωές. Εἰσερχόμαστε ὡστόσο συνειδητά στή σοβαρή αὐτή κοινωνία μέ τόν Θεό, ὑπό τόν ὄρο ὅτι θά ἐπιδείξουμε τή σταθερότητα τῶν δικαίων, δηλαδή θά ζοῦμε ἐφεξῆς «ἐκ πίστεως».
Ἡ πίστη μας ὀφείλει διαρκῶς νά κραταιώνεται, ὡσότου φθάσει στόν τρίτο βαθμό τῆς πίστεως τῶν δικαίων· στήν πιστή ἀφοσίωση πού μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά στεκόμαστε ἀκέραιοι καί ἀταλάντευτοι καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ σταδίου τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὑψηλότατος αὐτός βαθμός πίστεως εἶναι τόσο τέλεια σταθερός, ὥστε δέν ἀφήνει περιθώριο καί γιά τό ἐλάχιστο ἴχνος ἀμφιβολίας· εἶναι ἀδύνατον τέτοια πίστη νά ἐλαττωθεῖ ἤ νά ὑποχωρήσει ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τήν κάθε ἡμέρα ὡς νέο γεγονός· ὡς νέα εὐκαιρία πού τοῦ χορηγεῖ ἡ θεία χάρη. Στό πιό ὥριμο αὐτό στάδιο, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαλύπτεται πολύ λεπτό καί εὐαίσθητο, ταυτόχρονα ὅμως καί πολύ ἀπαιτητικό.
Στήν ἀρχή ὡστόσο ὁ Θεός ἐμφανίζεται πολύ ἐπιεικής. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ἀνέσεως καί χαρᾶς πού συνοδεύουν τήν πρώτη χάρη. Παρότι μετέχει ἀκόμη σέ ρυπαρότητα, ἀδυναμία καί ἄγνοια, ἡ χάρη δέν παύει νά εὐφραίνει τήν καρδιά του καί νά τόν ὠθεῖ πρός τά ἐμπρός – ἐξαιτίας τῆς ἀθωότητάς του. Ὁ Θεός εἶναι οἰκτίρμων καί ἐπιποθεῖ πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά τοῦ διδάξει πῶς ἐργάζεται ἡ χάρη Του μέσα στήν ψυχή. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως θά ὑποχωρήσει ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού δέν συμμορφώνεται πρός τά προστάγματά Του. Ἡ πρός Ἑβραίους ἐπιστολή ἀναφέρεται ἐκτενῶς σέ ὅσους δέχθηκαν μεγάλα δῶρα, γνώρισαν τή δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καθώς ἐπίσης καί τήν ἀναγέννηση τῆς ὑπάρξεώς τους, ἀλλά ἐξέπεσαν στήν πορεία. Διαβάζουμε στή Γραφή ὅτι εἶναι σχεδόν ἀκατόρθωτο «νά ἀνακαινισθοῦν πάλιν εἰς μετάνοιαν» (Ἑβρ. 6, 4-6), δηλαδή νά ἀποκατασταθοῦν ξανά ἀπό τόν Θεό μετά τήν πτώση τους. Μέ ἄλλα λόγια, ὅσο προσεγγίζουμε περισσότερο στόν Θεό, τόσο πιό ἀπαιτητικό γίνεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ζοῦμε ὅσο τό δυνατόν πλησιέστερά Του καί νά εἴμαστε αἰώνια ἑνωμένοι μαζί Του. Ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ νά συμπεριφέρεται στόν ἄνθρωπο ὡς πρός ἴσο Του, ὡς πρός εἰκόνα Του. Τόν ἔχει προικίσει μέ μεγάλες δωρεές καί δυνατότητες, ὥστε νά μπορεῖ νά παρίσταται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά προσλαμβάνει ὅλο τόν πλοῦτο τῆς θείας ζωῆς. «Πάντα τά ἐμά σά ἐστιν» (Λουκ. 15, 31).
Ὅταν περάσουμε τούς δύο πρώτους βαθμούς πίστεως (εἰσαγωγική πίστη καί χαρισματική πίστη συνδυασμένη μέ τή χαρισματική ἀπόγνωση), θά φθάσουμε στήν πίστη πού διακρίνεται ἀπό τήν ἐσωτερική σταθερότητα καί ἀντανακλᾶ τήν πιστότητα τῶν δικαίων. Τότε θά ἔχουμε πείσει τόν Θεό ὅτι εἴμαστε δικοί Του, ἐνῶ Ἐκεῖνος θά μᾶς ἀπαντήσει μέ τόν λόγο Του πού μένει στήν αἰωνιότητα. Ὁ Θεός θά συνάψει μαζί μας ὁριστική διαθήκη ἀγάπης, ἡ ὁποία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή Γραφή, θά εἶναι αἰώνια. Μέ τίς ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις πού ἀπηύθυνε στόν Μονογενῆ Του Υἱό θά Τόν ἀκούσουμε νά μᾶς ἀποκρίνεται, ὄχι μόνον: «ἐμός εἶ σύ» (Ἠσ. 43, 1), ἀλλά ἐπίσης, «υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Ψαλμ. 2, 7). Αὐτή εἶναι ἡ μία καί μοναδική ἀληθινή κλήση μας: νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Ἐρώτηση 1: Τί σημαίνει ἡ ἔκφραση «χαρισματική ἀπόγνωση», ποῦ ἀναφέρατε;
Ἀπάντηση 1: Ἡ χαρισματική ἀπόγνωση συνοδεύεται ἀπό ὁρμή γιά ἀδιάλειπτη προσευχή. Χαρισματική εἶναι μόνο ἡ ἀπόγνωση πού γεννᾶ προσευχή πού μᾶς ὠθεῖ νά προσκολληθοῦμε μέ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί νά στρεφόμαστε πρός Αὐτόν συνεχῶς, ἐπειδή κανένας ἄλλος ἐκτός ἀπό Ἐκεῖνον δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει. Ὅταν ἡ ἀπόγνωση εἶναι νοσηρή, δέν εἴμαστε σέ θέση νά προσευχηθοῦμε. Ἄν ὅμως ὑπάρχει προσευχή, ἡ ἀπόγνωση εἶναι θαυμάσια. Ὅσοι ἄνθρωποι προσεύχονται μέ ἀπόγνωση δρέπουν καρπούς στή ζωή τους.
Ἐρώτηση 2: Ἔχει ἡ χαρισματική ἀπόγνωση στοιχεῖα κατάθλιψης μέσα της;
Ἀπάντηση 2: Ἡ χαρισματική ἀπόγνωση εἶναι καρπός τῆς χάριτος. Ὅταν βλέπουμε πόσο ἄσπιλη, ἄμωμη καί μεγαλειώδης εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπελπιζόμαστε τελείως ἀπό τήν κατάστασή μας, γιατί γνωρίζουμε ὅτι στόν Θεό πρέπουν ὅλα τά ἅγια, τά τίμια καί προσφιλῆ, ὅπως τά ἀπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος (Φιλιπ. 4, 8). Συνειδητοποιοῦμε, πόσο ὑστεροῦμε ἀπό αὐτά, καί ἔτσι φθάνουμε στή χαρισματική ἀπόγνωση. Ἀλλά ἡ ἀπόγνωση αὐτή προέρχεται ἀπό τόν Θεό, γιατί ἐνεργοποιεῖται ἀπό τή χάρη.
«Πιστοί στή διαθήκη τῆς ἀγάπης», Ι.Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2012

Κυριακή, Ιανουαρίου 15, 2017

Γέροντας Ζαχαρίας: Ἡ παρουσία τῶν ἐσχάτων στὴ Θεία Λειτουργία


Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου μιλάει γιὰ τὸ μυστήριο τῶν ἐσχάτων στὴ Θεία Λειτουργία ὡς παρουσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας. Στὸ λόγο του ὁ πατήρ Ζαχαρίας τονίζει τὴν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου τῆς ἐσχάτης ἡμέρας πρὶν τὴν ἔλευση τῶν Ἐσχάτων, ὅπως...

ἀκριβῶς καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦσε πρὶν τὴ θυσία καὶ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.

Δευτέρα, Μαΐου 30, 2016

«Αρετή είναι η αίσθηση του Θεού»



Ο Αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου μιλάει για τα πάθη ως φθορά και αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου και για τις αρετές ως την αίσθηση του Θεού στην ανθρώπινη καρδιά.

ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ
το είδαμε εδώ

Τρίτη, Μαρτίου 01, 2016

Ἡ ἀφύπνιση τῆς καρδιᾶς μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ

 Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου
imagesCA9TM1X3Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ὡς συνάντηση μὲ τὴ ζῶσα αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, πλήττει ἀποφασιστικὰ τὸν ὅλο ἄνθρωπο, γιατί φανερώνει τὸν ἅδη τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν καρδιά του καὶ ἀποκαλύπτει τὴν πνευματικὴ πτώχεια καὶ ἐρήμωση τοῦ νοῦ.
Ἡ ὀδυνηρὴ αὐτὴ ἐμπειρία γεννᾶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀρχίζει νὰ περιβάλλει τὴν καρδιὰ καὶ νὰ ἀλλάζει τὸ φρόνημά του. Ὅπως ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἔτσι καὶ ὁ Θεῖος φόβος ποὺ τὴν διαδέχεται, δὲν εἶναι ψυχολογικὸ συναίσθημα ἀλλὰ πνευματικὴ κατάσταση, δῶρο τῆς Xάριτος.
Κάθε εἴδους ἐπαφὴ μὲ τὴν αἰωνιότητα, καὶ μάλιστα στὰ ἀρχικὰ στάδια, προξενεῖ φόβο στὴν ψυχή, γιατί ἡ αἰωνιότητα βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου προκαλεῖ τὴ χαρισματικὴ ἀπόγνωση στὸν ἄνθρωπο, χάρη στὴν ὁποία ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἕλξη τῶν παθῶν καὶ τῶν κτισμάτων.
Ὁμοίως καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, προερχόμενος ἀπὸ ἄνωθεν ἔλλαμψη, βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνανήψει ἀπὸ τὸν μακραίωνα ὕπνο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἐγκράτεια. Ἐνισχύει τὴν καρδιά του, ὥστε μὲ σταθερὴ βούληση νὰ προτιμᾶ «τὰ μὴ βλεπόμενα» καὶ «αἰώνια» ἀντὶ τῶν «βλεπομένων» καὶ «πρόσκαιρων». Ἀκριβῶς στὴν προτίμηση αὐτή ἔγκειται τὸ νόημα καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου».
Ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος τὴ σοφὴ αὐτὴ στάση πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὰ χαρίσματά Του συνάπτει, κατὰ κάποιον τρόπο, μαζί Του μία πνευματικὴ διαθήκη. Προκρίνει ἀποφασιστικὰ νὰ μὴν παραδοθεῖ στὴ φθορὰ καὶ στὸν αἰώνιο θάνατο ποὺ τὸν κυκλώνουν, ἀλλὰ νὰ ἐκζητήσει διὰ παντὸς τὸ Πρόσωπο τοῦ Ὑψίστου, φιλοτιμούμενος νὰ ἐκπληρώσει «τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον». Γιὰ τὴν ἀγαθὴ αὐτὴ προαίρεσή του ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὸν φωτισμὸ τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναζωπυρώνει τὴν καρδιά του.
Μὲ τὸν ἐσωτερικὸ φωτισμὸ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ γνώση τῆς ἀληθινῆς καταστάσεώς του. Ἀρχίζει νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του, ὅπως τὸν βλέπει ὁ Θεός. Πείθεται ὅτι γύρω του βασιλεύει τὸ ἀπαράδεκτο κράτος τοῦ θανάτου καὶ ὅτι μέσα του ἑδρεύει τὸ σκότος τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἄγνοιας, σὲ βαθμὸ μάλιστα ποὺ προκαλεῖ μαρτυρικὴ βάσανο στὸ πνεῦμα του.
Ἀνακαλύπτει βαθμηδὸν τὴν κρυφὴ δολιότητα καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ποὺ ἐμφωλεύουν στὴν καρδιά του καὶ τρέμει γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς αἰώνιας ἀπώλειάς του. Ἂν καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀτενίσει κατὰ πρόσωπο τὴν πηγὴ τοῦ Φωτός, ὡστόσο γίνεται ἱκανὸς νὰ ἀποτιμήσει τὸ κατάντημά του.
Τὸ σημαντικότερο ὅμως εἶναι ὅτι δὲν ἀπελπίζεται γιὰ τὴν αἴσθηση τῆς ἀθλιότητάς του, γιατί δὲν τὴν ἀποκόμισε μὲ τὴ βοήθεια κάποιας ψυχολογικῆς μεθόδου, ἀλλὰ εἶναι πολύτιμος καρπὸς τῆς ἐνέργειας τῆς Χάριτος. Ἀπεναντίας, ἐμπνέεται νὰ ἐκχύσει τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του στὴν προσευχὴ καὶ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν κάθαρση καὶ τὴ θεραπεία του.
Ἀπὸ τὰ πρῶτα στάδια τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεραπείας της ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου συλλαμβάνει μερικὲς ἀλήθειες. Διαισθάνεται τὸ ἄμετρο μεγαλεῖο τῆς εὐαγγελικῆς κλήσεως καὶ τὸ ἀνέφικτο ὕψος τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ποὺ νομοθετοῦν τὴν ὁδό Του.
Συνειδητοποιεῖ ἐξίσου σαφῶς τὸ μέγεθος τῆς ρυπαρότητάς του. Συνέχεται ἀπὸ φόβο μήπως παραβεῖ τὰ Θεία προστάγματα καὶ κατανοεῖ ὅτι ἡ σταύρωση εἶναι ἀναπόφευκτη γιὰ νὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία. Τὸ ὕψος τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ καὶ τὰ παθήματα ποὺ συνδέονται μὲ τὴν πραγμάτωσή του αὐξάνουν τὸν φόβο. Καρδιὰ καὶ νοῦς κυριεύονται ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη μέριμνα νὰ μὴν ἀποδειχθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀνάξιος τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Ὅπως ὁ Κύριος ἔδειξε τὴν τελειότητα τῆς ἀγάπης Του «διὰ παθημάτων», ἔτσι καὶ ὁ μαθητής Του, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ εἰσέλθει στὴν Οὐράνια Βασιλεία, πρέπει νὰ ὑπομείνει θλίψεις καὶ παθήματα, γιὰ νὰ ἐξαγνίσει τὴν καρδιά του. Καθὼς ὅμως τὰ μετέρχεται μὲ καρτερία, ἔρχεται σὲ ἐπίγνωση τῆς ἀστάθειας τῆς φύσεώς του. Ἀποδεικνύεται ἀνίκανος νὰ ἀγαπήσει μὲ σταθερότητα τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος «πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς».
Γνωρίζει τότε ἐμπειρικὰ τὴν ἀσθένειά του καὶ βεβαιώνεται ὅτι «πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης», γιατί δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὸ ἴδιο μέτρο ἀγάπης. Ἡ θλιβερὴ αὐτὴ διαπίστωση ἐντείνει τὸν Θεῖο φόβο ποὺ συντρίβει καὶ ταπεινώνει τὴν καρδιά, ὥστε νὰ γίνει εὔθετη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ποικιλοτρόπως στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὰ διάφορα στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀρχικά τοῦ δίδει τὴ σύνεση νὰ προτιμᾶ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ τὴν ἔμπνευση νὰ τὰ ἀναζητεῖ. Στὴ συνέχεια τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἐπίγνωση τῶν μέτρων τῆς ἀσθενικῆς φύσεώς του, ὥστε νὰ μάθει νὰ διαφυλάττει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ κενοδοξία ἀφανίζει τὸν τόπο τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι συνεπῶς ἀπαραίτητος, γιὰ νὰ διδάξει τὸν ἄνθρωπο «μὴ ὑπερφρονεῖν παρ’ ὁ δεῖ φρονεῖν», ἀλλὰ μὲ ταπείνωση νὰ διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά του.
Τελικά, ὅταν ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πληθύνει στὴν καρδιά, τότε ὁ Θεῖος φόβος γίνεται προστατευτικός. Μεταδίδει τὸ τέλειο φρόνημα τῆς ταπεινώσεως, τὴ βαθειὰ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητας τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον ἑνὸς τέτοιου Θεοῦ, Θεοῦ τῆς ἀγάπης, ὅπως εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ταπεινὴ εὐγνωμοσύνη δὲν παύει τότε νὰ αὐξάνει τὸ πλήρωμα τῆς Θείας ἀγάπης, ὡσότου ἐπιτελεσθεῖ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου: «Ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἕνα».
Κατὰ τὸ μέτρο ποὺ ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ τὴν ἀγάπη. Ἔτσι συναγωνίζεται τὰ Χερουβίμ, τὰ ὁποῖα τρέμουν καὶ φρίττουν, ἀλλὰ καὶ ἀγαποῦν τὸν Κύριο μὲ ὅλο τους τὸ εἶναι. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς αἰσθήσεις ὀφείλουν νὰ συνοδεύουν τὸν ἄνθρωπο καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, ὥστε νὰ κατορθώσει νὰ διαφυλάξει ἐκείνη τὴν καρδιὰ τὴν ὁποία ἀναγνωρίζει ὁ Θεός, καὶ στὴν ὁποία ἀναπαύεται τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου.
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο φυσικὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν γεύθηκε τὴ Θεία Χάρη, γιατί δὲν γνωρίζει τὸ μέγεθος τῆς ταπεινώσεως, τῆς πραότητας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου. Ὡστόσο, καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ ἁρπαγοῦν στὴ φωτοφόρο ἀπειρότητα τοῦ Οὐρανοῦ, καὶ ἐπιστρέψει ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πανηγύρι τῆς Θείας ἀγάπης στὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, εἰσβάλλει ἐκ νέου ὁ φόβος μὲ τὴ σκέψη: θὰ ἐπιστρέψει ἄραγε ποτὲ ὁ Ἀπελθών;
Στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει φόβο, γιατί δὲν εἶναι οἰκεῖος μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου.
Ὅταν ὅμως γνωρίσει τὸ μέγεθος τῆς εὐσπλαχνίας Του, τότε τρέμει καὶ συντρίβεται γιὰ τὸ κενὸ ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἡ ἀποχώρησή Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ τέλειος φόβος τῶν δικαίων. Καίτοι οἱ Ἅγιοι μετὰ τὴν ἁρπαγή τους καὶ τὴν ὅραση τοῦ Θείου Φωτὸς ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, παρ’ ὅλα αὐτὰ διατηροῦν τὴ σύνεσή τους, ὥστε καὶ τότε νὰ μὴν ἔχουν ὑπερβολικὴ παρρησία καὶ ἔτσι νὰ φυλάγουν ἀταλάντευτη τὴν παράστασή τους ἐνώπιόν τοῦ Κυρίου. Συνεπῶς ἡ ταπείνωση τοῦ τέλειου φόβου κατασφαλίζει τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποθησαυρίζει στὴν καρδιὰ τὴν πνευματικὴ γνώση.
Ὁ ἅγιος φόβος διακατέχει τὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ καθ’ ὅλη τὴν πορεία του πίσω ἀπὸ τὸν Κύριο. Σὲ κάθε βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ἀναβάσεως ὁ φόβος αὐτὸς προηγεῖται τῆς ἀγάπης καὶ ἀκολουθεῖ πάντοτε ὡς ἀκόμη πιὸ βαθειὰ ταπείνωση. Ὅταν τελικὰ ὁ ἄνθρωπος ἀξιωθεῖ νὰ κατοπτεύσει τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου, τότε ἐμφορεῖται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ διπλὸ καὶ ὑγιὲς αἴσθημα τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀγάπης. Αἰσθάνεται φόβο, γιατί ὁ Κύριος εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ ἡ ἁγιωσύνη Του ἀνέφικτη. Αἰσθάνεται ἀγάπη, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι πολυέλεος Πατέρας ποὺ συγκαταβαίνει ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς δόξας Του νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά του. Ἡ τέλεια ὅμως αὐτὴ ἀγάπη, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ μεγάλος μαθητὴς τῆς ἀγάπης Ἰωάννης, διώχνει τὸν ἀτελῆ ἐκεῖνο φόβο, ποὺ «κόλασιν ἔχει».
Βλέπουμε, ἑπομένως, ὅτι ὁ Θεῖος φόβος ἀφυπνίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν καλλιεργεῖ καὶ τὴν τελειοποιεῖ μὲ τὴ Θεία ἀγάπη, γιὰ νὰ καταστεῖ ἱκανὴ νὰ δεχθεῖ τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ τῆς γνώσεως καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς ἀναγεννημένη καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος «ματαιοῦται ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτοῦ» καὶ ἀποδεικνύεται ἀδόκιμος γιὰ τὴν ἀπόκτηση σοφίας.
Ἀκόμη καὶ ἂν ἡ εὐχάριστη διάθεση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἁγνὰ ἐλατήρια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ τὸν συμβουλεύει νὰ καλλιεργεῖ πάντοτε τὴ σύνεση, κατὰ τὸ ρῆμα Του: «Δουλεύσατε τῷ Κυρίω ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιάσθε Αὐτῷ ἐν τρὸμῳ». Βαδίζοντας σοφὰ πάνω στὴ γῆ μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, κάθε μέρα ἐπιτελεῖ ἁγιωσύνη καὶ λαμβάνει τὴν κληρονομιὰ τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ἀδιάσειστη ὑπόσχεσή Του: «Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ Ὄνομά Σου, Κύριε».
Ἀκόμη καὶ κατὰ τὶς μεγάλες στιγμὲς τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐξάρσεως ἀπὸ τὴ Χάρη Του, ὁ ἄνθρωπος διδάσκεται νὰ περιορίζει μὲ διάκριση τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ περιφρουρώντας ταπεινὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Βαδίζει ἔτσι μέσα στὴν εὐδοκία τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ μολύνεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη τόλμη. «Ἐπὶ τινα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;» λέει ὁ Κύριος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ σύνεση κατὰ τὶς μεγαλειώδεις στιγμὲς τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, συμβουλεύει τὰ ἑξῆς: «Μὴ παρρησιάζου, κἄν καθαρότητα κέκτησαι· ταπεινοφροσύνη δὲ μᾶλλον πολλὴ πρόσελθε, καὶ πλέον παρρησιασθήση». Δυστυχῶς, τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποβαίνουν ἐπικίνδυνο ὅπλο, ὅταν ὑπερισχύσουν στὸν ἄνθρωπο ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ὑπερηφάνεια.

Ἀπό τό βιβλίο: «Ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος»,
ἔκδ. Ι. Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ, Ἀγγλίας

Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2015

Κυριακή της Συγχωρήσεως

Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Σαρακοστής είναι γεμάτη από χάρη γιατί η Εκκλησία του Θεού, σε όλη τη γη, κάνει ένα μεγάλο αγώνα για πνευματική ανανέωση. Πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Θεό που και μείς, ως ταπεινά μέλη της μεγάλης Εκκλησίας του Χριστού, μπαίνουμε μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία της χάριτος πού βασιλεύει μέσα στην Εκκλησία Του. Μόνο με τη χάρη του Θεού είναι δυνατό να επιτελέσουμε το έργο της ανακαινίσεως μας, της αναγεννήσεως μας της πνευματικής. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(1), λέει ο Κύριος. Χρειαζόμαστε τη χάρη του Θεού, με την όποια είναι γεμάτη αύτη η περίοδος, για να βρούμε την καρδιά μας, για να ζήσει πάλι η καρδιά μας, και να αισθανθεί τη μεγάλη αγάπη του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Η προσέγγιση μας στον Χριστό και η ανανέωση της ζωής μας με την αίσθηση της Παρουσίας Του μέσα στην καρδιά μας, είναι για μας το Πάσχα το αιώνιο.
Για όλα τα μεγάλα που θέλει να κάνει μαζί μας ο Κύριος, για όλη την τιμή που μας κάνει να θέλει να μας θεωρεί Γιους Του, βάζει έναν ορό στη ζωή μας. Αυτόν τον ορό τον επαναλαμβάνουμε κάθε μέρα όταν λέμε την Κυριακή Προσευχή, το Πάτερ ημών: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Για να συγχωρέσει ο Θεός τις αμαρτίες μας, να μας δώσει τη χάρη Του, ώστε να βρούμε τη βαθιά καρδιά μας και να εργαστούμε τη σωτηρία μας, μας βάζει μόνο ένα όρο. Σαν να είμαστε ίσοι λέει: «αν εσείς συγχωρήσετε τους ανθρώπους θα συγχωρήσω και εγώ εσάς». Τι μεγάλη τιμή μας κάνει ο Θεός! Διότι Αυτός είναι ο αιώνιος Θεός, ο Παντοκάτωρ, ο Δημιουργός μας και Σωτήρας μας, ενώ εμείς είμαστε ταπεινά και πεπτωκότα πλάσματα, ξεπεσμένοι άνθρωποι.
Για ν’ ανοίξει η καρδιά μας στη χάρη του Θεού πρέπει να συγχωρήσουμε τους συνανθρώπους μας. Να μην υπάρχει στην καρδιά μας ψυχρότητα για κανένα άνθρωπο. Οπωσδήποτε όταν φταίξουμε σε κάποιον πρέπει να ζητήσουμε συγχώρεση. Αυτό το κάνουν και οι άνθρωποι έξω από την Εκκλησία. Άλλα από μας που θέλουμε να είμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού, παιδιά του Θεού μέσα στην Εκκλησία, ζητάει κάτι παραπάνω. Όταν, λέει ο Κύριος, ερχόμαστε μπροστά στο θυσιαστήριο Του. στο ναό Του, για να προσφέρουμε δώρα στον Θεό, πρέπει να είμαστε συμφιλιωμένοι με όλους. Και αν κάποιος έχει κάτι εναντίον μας, δηλαδή αν κάποιος έχει μια εχθρότητα και μια ψυχρότητα, πριν να προσφέρουμε το δώρο μας πρέπει να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να συμφιλιωθούμε μαζί του. Ακόμα και όταν κάποιος, για κάποιο λόγο που δεν καταλαβαίνουμε, έχει μια ψυχρότητα απέναντι μας, ένα παράπονο, πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε τρόπους να τον αναπαύσουμε. Κάνοντας αυτό ίσως συγκινήσουμε τον αδελφό μας. Θα μαλακώσει και εκείνου η καρδιά, θ’ ανοίξει για τη χάρη του Θεού και θ’ αρχίσει και η δική του πνευματική αναγέννηση. Τότε γίνεται αυτό που θέλει ο Θεός από εμάς. Να γίνουμε συνεργοί Του σ’ αυτό το μεγαλειώδες έργο της σωτηρίας όλων των ανθρώπων. Γι’ αυτό μας έδωσε εντολές, όπως για παράδειγμα: «αν κάποιος σε αγγαρέψει ένα μίλι, πήγαινε δύο μίλια μαζί του», και «αν κάποιος σου ζητήσει τον χιτώνα δώστου και το ιμάτιο»(2). Αν κάνουμε έτσι, οι άλλοι οπωσδήποτε θα συγκινηθούν και, όταν ακούσουν ότι ανήκουμε στον Χριστό, ότι είμαστε δούλοι του Χριστού (δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι είμαστε δικοί Του, μέλη της Σαρκός Του), θα ζητήσουν και αυτοί να γνωρίσουν έναν τόσο αγαθό και φιλάνθρωπο Θεό πού μέσα στους δούλους Του δείχνει τέτοια αρετή, τέτοια ανιδιοτελή αγάπη.
Πρέπει να έχουμε τη συνείδηση μας συμφιλιωμένη με όλους τους ανθρώπους όταν ερχόμαστε στον Θεό να προσφέρουμε τα δώρα μας. Όταν ερχόμαστε να επιτελέσουμε τον αγώνα της ανακαινίσεως μας, της αναγεννήσεως μας, της ανανεώσεως μας της πνευματικής. Είμαστε όλοι μέλη του Σώματος του Χριστού. Δεν μπορούμε να ζούμε όπως θέλουμε. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε πολλές φορές αμαρτάνουμε και επιβαρύνουμε όλα τα άλλα μέλη του ίδιου Σώματος. Όταν πάσχει ένα μέλος, λέει ο απόστολος, συμπάσχουν όλα τα άλλα μέλη. Και όταν ένα μέλος έχει υγεία, έχει ευρωστία πνευματική, μεταδίδει αύτη τη δύναμη και στα υπόλοιπα μέλη του Σώματος του Χριστού. Ο απόστολος Παύλος λέει, όταν ερχόμαστε στην Εκκλησία για να απαρτίσουμε και να φανερώσουμε αυτό το θαυμαστό Σώμα του Οποίου κεφαλή είναι ο ίδιος ο Χριστός, πρέπει ο καθένας από μας να φέρει ότι καλύτερο έχει. Ό,τι καλύτερο δώρο έχει να το προσφέρει στον Θεό και στην υπηρεσία των αδελφών του. Ο καθένας πού έρχεται στην Λειτουργία, στην εκκλησία, πρέπει να έρχεται με την καρδιά του γεμάτη από αγαθές διαθέσεις, από ζωντανή πίστη, όπως την πίστη που είχε ο Αβραάμ. Να έρχεται γεμάτος με ταπείνωση, με διαθέσεις πνευματικές, γεμάτος από αγάπη για τον Θεό και για όλους τους ανθρώπους. Ό,τι καλύτερη διάθεση και αίσθημα υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη ζωή, πρέπει να το φέρει μέσα στην καρδιά του και, να το συνεισφέρει σ’ αυτήν την αγία σύναξη της Λειτουργίας. Όταν ερχόμαστε όλοι με τέτοιες καλές και αγαθές διαθέσεις, με γεμάτη την καρδιά μας από προσευχή, από πίστη, από μετάνοια, τότε θα δημιουργηθεί αυτό που λέει ο απόστολος, ένας παροξυσμός αγάπης για έργα αγαθά. Δηλαδή θα βλέπουμε ο ένας τον άλλο και θα παροξύνουμε, θα προτρέπουμε ο ένας τον άλλο μέσα σ’ ένα πνεύμα αγάπης για έργα πού θα συμβάλλουν για τη σωτηρία μας. Αύτη ήτανε η αποστολική εκκλησία πού περιγράφει ο απόστολος.
Όταν σκεφτούμε αυτό βλέπουμε πόσο πταίστες είμαστε. Πόσες φορές ερχόμαστε στην εκκλησία γεμάτοι από κακές σκέψεις, γεμάτοι από βάρος στην ψυχή μας για τυχόν πράξεις μας πού δεν αρμόζουν στα μέλη του Χριστού. Πόσες φορές ερχόμαστε με το πνεύμα της ακηδίας και αυτό είναι ένα βάρος πού φέρουμε μέσα μας. Ερχόμαστε και αντί να φέρουμε δώρα στον Θεό, φέρουμε σ’ αυτήν την αγία σύναξη τα βάρη των δικών μας πλημμελημάτων και επιβαρύνουμε όλο το Σώμα της Εκκλησίας. Πόσο γινόμαστε πταίστες ο ένας απέναντι όλων! Πταίουμε και αδικούμε τον Θεό, πταίουμε και αδικούμε και όλη την συναγωγή μας, όλη τη σύναξη, όλο το Σώμα του Χριστού.
Τώρα πού βρισκόμαστε στα πρόθυρα της Μεγάλης Σαρακοστής είναι ευκαιρία να ζητήσουμε συγχώρεση ο ένας από τον άλλο και όλοι μαζί να ζητήσουμε συγχώρεση από τον Θεό, για όλα πού έχουμε πταίσει, είτε πού γνωρίζουμε, είτε πού δεν γνωρίζουμε. Είτε πού έχουμε φταίξει ο ένας στον άλλο, είτε πού έχουμε φταίξει γενικά απέναντι σ’ αυτό το θαυμαστό και άγιο και μεγαλειώδες Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Διότι δεν προσέξαμε την παράσταση μας ενώπιον του Θεού μέσα στην Λειτουργία.
Η προετοιμασία θα μας βοηθήσει πρακτικά. Όταν έχουμε σκοπό να παρασταθούμε ενώπιον του Κυρίου την Κυριακή, από το Σαββάτο πρέπει αυτό να μας κατέχει. Ν’ αρχίσουμε τις προσευχές μας, ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με ποιο καλύτερο τρόπο θα παρασταθούμε ενώπιον του Κυρίου, ώστε να ανανεώσει τη ζωή μας και να φύγουμε με χαρά, μεθυσμένοι από την αγία παρηγοριά του Θεού. Πολλές φορές είμαστε γεμάτοι από κοσμικές μέριμνες μέχρι τα μεσάνυχτα, ή και πέρα, του Σαββάτου, ή παρακολουθούμε θεάματα κοσμικά και γεμίζει ο νους και η καρδιά μας με ένα σωρό εντυπώσεις, με ένα σωρό διαθέσεις αρνητικές και την επόμενη ερχόμαστε μ’ αυτό το πνεύμα της ακηδίας στον ναό του Θεού και επιβαρύνουμε όλους τους αδελφούς μας με αυτό πού φέρουμε στην καρδιά μας. Αντί να έρθουμε με τις καλύτερες πνευματικές διαθέσεις και να υπηρετήσουμε και την δική μας σωτηρία και να βοηθήσουμε και τους αδελφούς μας. Βλέπετε πώς μπορούμε να φταίμε μπροστά στον Θεό και μπροστά σ’ αυτό το άγιο Σώμα, πού είμαστε όλοι, του Χριστού; Όταν η παράσταση μας δεν προσφέρει στον Θεό ό,τι καλύτερο μπορούμε να έχουμε μέσα στην καρδιά μας.
Γι’ αυτούς τους λόγους και ίσως και για πολλούς άλλους, πρέπει με μεγάλη ταπείνωση και με μεγάλο φόβο να ζητήσουμε συγχώρεση από τον Θεό, διότι Τον αδικούμε. Έπρεπε να είμαστε καλύτεροι απέναντι Του. Έπρεπε να Του προσφέρουμε ο,τι υπάρχει αγιότερο, σεμνότερο, δικαιότερο, ο,τι υπάρχει καλύτερο, όταν ερχόμαστε να παρασταθούμε ενώπιον Του. Να ζητήσουμε συγχώρεση επίσης από τους αδελφούς μας, διότι τους επιβαρύνουμε με τα δικά μας πλημμελήματα, με τα δικά μας πταίσματα. Αντί να τους μεταδίδουμε χαρά, ζωή και ειρήνη, τους μεταδίδουμε το βαρύ πνεύμα της ακηδίας πού έχουμε μέσα μας, της ραθυμίας της πνευματικής. Έπρεπε η κάθε επαφή μας να είναι ένα άνοιγμα ζωής και από εμάς και από αυτούς, ώστε ο Θεός να το βλέπει αυτό, να ευαρεστείται και να ευλογεί όλη τη συναγωγή Του, να την επισκιάζει με το Πνεύμα Του το Άγιο. Να μην αφήνει κανένα από τους αδελφούς μας πού είναι παρόντες, πού επιτελούν αυτήν την παράσταση, να φύγει από τον ναό του Θεού χωρίς την άφθαρτη παρηγοριά του Πνεύματος Του. Αυτός είναι ο σκοπός της παραστάσεως μας ενώπιον του Θεού.
Τώρα που τη Μεγάλη Σαρακοστή σκοπεύουμε να κάνουμε μια παράσταση ενώπιον του Θεού με την μετάνοια μας, με τις προσευχές μας, με όλη την ένταση της ζωής πού έχει αύτη η περίοδος, ας παρακαλούμε τον Θεό να συγχωρέσει όλες τις αμαρτίες πού κάναμε απέναντι Του και απέναντι στους αδελφούς μας και να μας δώσει αυτήν την περίοδο ό,τι καλύτερο μπορούμε να έχουμε, για να δικαιώσουμε τον ερχομό μας σ’ αυτήν την ζωή και να αισθανθούμε εκείνη την θαυμαστή και άμωμη αγάπη του Χριστού να ζωοποιεί την καρδιά μας. Αυτό θα είναι για μας το Πάσχα του Χριστού, το Πάσχα το αιώνιο.
Αρχίζουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή και να θυμώμαστε ότι ο Θεός μας κάνει μια μεγάλη τιμή, μας δίνει μια μεγάλη ευκαιρία ν’ ανανεώσουμε την ζωή μας, να κάνουμε την παράσταση μας απέναντι Του και να γεμίσει Αυτός την καρδιά μας με την άφθαρτη παρηγοριά του Πνεύματος Του και την θεία και άμωμη αγάπη Του. Αύτη είναι η μόνη πού μπορεί να ζωοποιήσει και να αναστήσει τις ψυχές μας. Αμήν.
1. Ιωάν. 15,5.
2. Βλ. Ματθ. 5,40-41.
Πηγή: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΗΡΥΞ» (Περιοδικό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας), αρ. τεύχους  256-257, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2010.
πηγή

Σάββατο, Φεβρουαρίου 07, 2015

αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου: «Ο άνθρωπος έρχεται εις εαυτόν» (Κυριακή του Ασώτου)

Η Εκκλησία, προκειμένου να μας ενθαρρύνει στην πορεία της αναγεννήσεώς μας, μας δίδει την ευκαιρία να μελετήσουμε την παραβολή του ασώτου υιού λίγο πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Πρόθεσή της είναι να καταδείξει ότι, όσο σκληρός και αν είναι ο αγώνας μας, η απόγνωση δεν έχει θέση στην εν Χριστώ ζωή. Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον ουράνιο Πατέρα, ο Οποίος μας αναζητεί και μας αναμένει με ανοιχτές αγκάλες. Όχι απλώς μας παρακολουθεί από μακριά, αλλά σπεύδει ακόμη και να μας συναντήσει, επιποθώντας να μας οδηγήσει στη Βασιλεία Του.

Τέτοια είναι η αγάπη του ουράνιου Πατρός. Το τροπάριο που ψάλλουμε στην αρχή της ακολουθίας της μοναχικής κουράς είναι γνωστό ως «αγκάλες πατρικές»: «Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαι μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον αφορών των οικτιρμών Σου Σωτήρ. Νυν πτωχεύουσαν, μη υπερίδης καρδίαν. Σοι γαρ, Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο μοναχισμός αποτελεί φοβερό άλμα πίστεως, στο επίμοχθο έργο της μετανοίας. Ωστόσο, από το ξεκίνημα ακόμη ψάλλουμε τον τρυφερό αυτό ύμνο, ως υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον, εφόσον γευθήκαμε την αγάπη του Θεού.

Ας εξετάσουμε την ίδια την παραβολή. Ο νεότερος γιος απαιτεί από τον πατέρα του: «Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Ο Θεός τρέφει ύψιστο σεβασμό για την ελευθερία των τέκνων Του και τους αποδίδει ανεπιφύλακτα όσα ισχυρίζονται ότι τους ανήκουν. Δεν μας επιβάλλει να Τον αγαπήσουμε, γιατί όποιο έργο αναλαμβάνεται με εξαναγκασμό δεν έχει καμία αξία στην αιωνιότητα. Η αγάπη καταξιώνεται, όταν προσφέρεται ελεύθερα από καρδιά γεμάτη με πίστη, διαφορετικά αποδεικνύεται ευτελής.

«Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόπρισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Εδώ φαίνεται καθαρά η δυναμική του κακού. Μόλις αποδεχθούμε και τον μηδαμινότερο κακό λογισμό, παραχωρούμε στον εχθρό ένα μικρό άνοιγμα, για να εισέλθει. Στη συνέχεια μας παρασύρει ολοένα και πιό κάτω, ενώ η δική μας αντίσταση διαρκώς εξασθενεί. Κατά την πατερική διδασκαλία, πρέπει να καταπνίγουμε τους λογισμούς αυτούς μόλις εμφανισθούν, διαφορετικά είναι αδύνατον να λυτρωθούμε από αυτούς χωρίς τη μεσιτεία των Αγίων της Εκκλησίας μας. Με τον τρόπο αυτό, η δύναμη του κακού επιφέροντας ραγδαία κατάπτωση μας καταποντίζει στο απύθμενο χάσμα της αμαρτίας και της απώλειας. Η τρομακτική μακρινή χώρα, απ’ όπου απουσιάζει ο Θεός αναφέρεται στις Γραφές ως άδης. Οποτεδήποτε εγκαταλείπουμε τον οίκο του Πατέρα, αποξενωνόμαστε από την αγάπη Του. Έχοντας εκλάβει την προστασία Του ως δεδομένη, την απορρίπτουμε και επιχειρούμε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, μακριά από τον εναγκαλισμό της πατρικής αγάπης Του.

«Διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Αυτό σημαίνει ότι εκδαπάνησε άσκοπα την ίδια του την ύπαρξη – την ουσία και την υπόστασή του. Απέρριψε το χάρισμα της υιοθεσίας. Εγκατέλειψε την τιμή της υιότητας του ενός αληθινού Πατέρα του και κατάντησε άγριο θηρίο. Όταν ο άνθρωπος παίρνει αψήφιστα τη χάρη που του απένειμε ο ουράνιος Πατέρας, τα χάνει όλα. Είναι αλήθεια ότι θα ήταν προτιμότερο να μην είχε έλθει στη ζωή αυτή, παρά να αποκοπεί από την ευδοκία της θεϊκής ευσπλαχνίας. Όπως διαβεβαιώνει ο Ψαλμωδός, το έλεος Του είναι πολυτιμότερο από τη ζωή.

«Εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι». Δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο από την ξηρασία που επακολουθεί την υποχώρηση της χάριτος. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόνο του χωρισμού από αυτήν. Και όταν η απομάκρυνση της οφείλεται στην παράβαση και στην ανυπακοή του ίδιου του ανθρώπου, η αγωνία του κορυφώνεται και αυτός αρχίζει να «υστερείται». Υποφέρει από πείνα και δίψα, και ενώ παλαιότερα απολάμβανε τον πατρικό εναγκαλισμό, τώρα βρίσκεται παγιδευμένος στον λιμό της καρδιάς του και μέσα στον τυραννικό κλοιό του θανάτου.

Η μακρινη χώρα του λιμού είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει· είναι ο κόσμος ο οποίος απέρριψε τον Θεό και τη χάρη Του, και οι κάτοικοί του ζουν μέσα σε βαθειά ερήμωση. Οι αποθήκες και οι τσέπες τους είναι ίσως ασφυκτικά γεμάτες, αλλά οι ξηρές καρδιές τους πλήττονται από τη φοβερή δυστυχία του λιμού. Καρδιά γεμάτη από τη χάρη του Θεού είναι ανενδεής, γιατί πλούτος της είναι ο Ίδιος ο Κύριος. Ο άνθρωπος τότε υποφέρει τη φτώχεια με χαρά, εκλαμβάνοντας όλες τις θλίψεις ως ευκαιρίες αγαλλιάσεως εν Κυρίω. Η ανέχεια μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του ανθρώπου στο Πνεύμα του Θεού σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απελευθερώσει μέσα του μεγάλη ενέργεια, ικανή να τον στηρίξει σε κάθε μορφή αντιξοότητας. Όσο για την κενή καρδιά, φαίνεται να μην υπάρχει τέλος στη δυστυχία της.

Ο λιμός της μακρινής εκείνης χώρας δεν είναι απλώς η πείνα μιας αποστεγνωμένης και απολιθωμένης καρδιάς που στερήθηκε τη χάρη. Ο ατυχής νέος, αφού απόλαυσε μεγάλη άνεση στον οίκο του πατέρα του, αποστασιοποιήθηκε από τον Θεό και τη Βασιλεία της αγάπης Του τόσο πολύ, ώστε να εξοικειωθεί με το απόκοσμο βασίλειο των δαιμόνων και να υποταχθεί στα καταχθόνια σχέδια τους. Όταν ο άνθρωπος δεν αναλαμβάνει το έργο του Θεού σε συνεργασία μαζί Του για την οικοδόμηση της σωτηρίας του, εύκολα οι δαίμονες τον θέτουν υπό τον έλεγχο και την εκδούλευση τους. Του αναθέτουν να βόσκει χοίρους, δηλαδή τον οδηγούν στο να τροφοδοτεί την ολέθρια φλόγα των παθών. Και η μόνη ανταμοιβή βέβαια από τέτοιο έργο είναι η κατάρα του θανάτου. Στην Παλαιά Διαθήκη η κατάρα επερχόταν ως συνέπεια αμαρτίας αλλά και ως επακόλουθο αμέλειας στην εκπλήρωση των έργων του Θεού. Όπως μαρτυρεί ο προφήτης Ιερεμίας: «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς» (Ιερ. 48,10). Αν ο άνθρωπος επιχειρήσει να επιτελέσει το έργο του Θεού με μισή καρδιά, θα επισύρει επάνω του κατάρα, ακόμη και αν ζει μέσα στον οίκο του Θεού. Ο Θεός μας είναι όντως ζηλωτής και δεν ανέχεται μερισμό στην καρδιά του ανθρώπου. Δεν αρκείται σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο. Ποθεί ολόκληρη την καρδιά όχι από ιδιοτέλεια, αλλά για να την γεμίσει με το πλήρωμα της θεϊκής ζωής Του.

Ο δυστυχής και επικατάρατος άσωτος υιός «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ». Ο στίχος αυτός ρίχνει φως σε μια τρομακτική πραγματικότητα. Όταν ο Θεός μας εγκαταλείψει, τότε οι ανθρώπινες αλλά ακόμη και οι αγγελικές δυνάμεις αδυνατούν να μας συνδράμουν. Φυσικά ο άνθρωπος εκούσια εγκαταλείπει τη θεϊκή Βασιλεία της ζωής και του φωτός, για να προσχωρήσει στο ζοφερό βασίλειο του θανάτου. Υπόκειται έτσι στη δυναμική του κακού και δαπανά εφεξής όλες τις δυνάμεις του μόνο για την επιβίωσή του. Καθώς όμως αγωνίζεται να επιζήσει, καταποντίζεται όλο και πιο βαθιά στην αμαρτία, ενώ η κατάρα που επισύρει επάνω του γίνεται δριμύτερη. Όσο περισσότερο ενδίδει στα πάθη, τόσο επιτείνεται η λιμοκτονία του από την απουσία του Θεού. Η καρδιά του ανθρώπου μένει απαράκλητη από τις πρόσκαιρες ηδονές του κόσμου τούτου. Μόνο η άφθαρτη παρηγοριά του Πνεύματος του Θεού μπορεί να την ικανοποιήσει αληθινά.

Ανεξάρτητα από το πόσο έχει εξαχρειωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία ή πόσο βαθιά έχει βυθισθεί στην άβυσσο της κολάσεως, διατηρεί πάντοτε μέσα του κάποια ευγένεια που δεν μπορεί να απαλειφθεί, δηλαδή την εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε. Ο Θεός εμφύτευσε στην ύπαρξή μας τη δυνατότητα της μετάνοιας, ώστε να μπορούμε να στρεφόμαστε προς Αυτόν και να ικετεύουμε για τη συγχώρηση Του οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας. Όταν ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν», εξετάζει προσεκτικά την καρδιά του και στη συνέχεια καταφεύγει στον Θεό με υπευθυνότητα, δηλαδή με την αλήθεια της μετάνοιάς του. Τότε Εκείνος του απονέμει μεγάλη τιμή, εκχέοντας πάνω του τους αναζωογονητικούς καταρράκτες του ελέους Του. Έχοντας δημιουργήσει τον άνθρωπο κατά την εικόνα και την ομοίωσή Του, εμφύσησε στη φύση του τον πόθο της θεϊκής υιοθεσίας, στον οποίο ο Θεός αποκρίνεται με τους ευλογημένους και σωτηριώδεις λόγους: «Πάντα τα εμά σα εστιν». Αυτό σημαίνει: «Το πλήρωμα της ζωής μου, ώ άνθρωπε, είναι τώρα δική σου ζωή». Όσα ιδιώματα έχει ο Θεός εκ φύσεως τα αποδίδει δωρεάν στον άνθρωπο ο οποίος γίνεται κατά χάριν θεός.

Η πείνα και η δίψα του ασώτου τον υποχρεώνουν σε βαθειά αυτοεξέταση. Όταν ο άνθρωπος συνέρχεται, απαιτείται μεγάλη ανδρεία, προκειμένου να εξετάσει την καρδιά του και να έλθει αντιμέτωπος με την αληθινή και ολέθρια πτωχεία που τον χαρακτηρίζει. Μόλις όμως αντιληφθεί και εξομολογηθεί την κατάσταση του, ο Θεός σπεύδει να του συμπαρασταθεί. Τον φωτίζει, υποδεικνύοντας του πού ακριβώς βρίσκεται. Με την παράδοξη αυτή όραση, όπως εξηγεί ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος δέχεται τον φωτισμό του Θεού «εκ των όπισθεν». Δεν βλέπει τον Θεό, αλλά μάλλον αποκτά επίγνωση των αμαρτημάτων του. Η χάρη του αποκαλύπτει τα υστερήματα του. Συναισθάνεται τότε την κόλαση στην οποία βρίσκεται, από την οποία απουσιάζει ο Θεός, όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν μία ακτίνα φωτός αποκαλύπτει ξαφνικά τη σκόνη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η επίγνωση της πνευματικής πτωχείας του προσδίδει στον άνθρωπο την ικανότητα να διακρίνει και να επιδιώκει μόνο τα άφθαρτα και θεϊκά πράγματα, ενώ συγχρόνως τον κάνει ικανό να περιφρονεί όλα τα φθαρτά της πρόσκαιρης αυτής υπάρξεως. Αυτή είναι η αρχή της σοφίας, εφόσον η γνώση της αληθινής μας καταστάσεως εμπνέει μέσα μας τον φόβο του Θεού (Ψαλμ. 110,10).

Είναι εξέχουσα η στιγμή, κατά την οποία ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν». Οι ησυχαστές του δέκατου τέταρτου αιώνα έκαναν συχνή χρήση της φράσεως αυτής, που υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η αμαρτία, διαχέει τον νου προς τον εξωτερικό κόσμο. Άσωτος υιός είναι, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, ο νους του ανθρώπου, ο οποίος, όταν αποχωρίζεται από τη μνήμη του Θεού, καθίσταται είτε θηριώδης είτε δαιμονιώδης. Τότε αρχίζει η ζωή της ασωτείας, που είναι αντίθετη προς τη σωφροσύνη και που προκαλεί τη διάσπαση και τη διάχυση του νου, των αισθήσεων και όλης της ζωής του ανθρώπου. Προκειμένου να ενοποιηθεί η φύση του ανθρώπου, ο νους πρέπει να ενωθεί και πάλι με την καρδιά με μια θεραπευτική κίνηση προς τα μέσα. Είναι αναγκαίο να κατεβεί και να αναπαυθεί στην καρδιά, ώστε ενωμένος πάλι με αυτήν να μπορεί να κυβερνά αποτελεσματικά την ύπαρξη του ανθρώπου. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου και του σώματος, συγκεντρωθεί στην καρδιά, συντελείται μια τρίτη κίνηση, αυτή τη φορά προς τον Ίδιο τον Θεό. Το συνολικό σχήμα έχει κυκλικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τους όσιους ησυχαστές. Αφού «διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού» στον εξωτερικό κόσμο (πρώτη κίνηση), ο άσωτος υιός «έρχεται εις εαυτόν» (δεύτερη κίνηση), ούτως ώστε να κατευθύνει όλη την ύπαρξη του προς τον εναγκαλισμό του Πατέρα (τρίτη κίνηση). Προκειμένου όμως ο άνθρωπος να επανασυνδέσει τον νου με την καρδιά του, πρέπει να αντιταχθεί στο πλήθος των λογισμών που του υποβάλλει ο εχθρός. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν τη ρίζα τους στην υπερηφάνεια. Ωστόσο έχοντας ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, αρχίζει να εντοπίζει την προέλευση τέτοιου είδους λογισμών καθώς επίσης και τον σκοπό τους. Δεν τον εξαπατούν οι λογισμοί πια με την ίδια ευκολία όπως παλιά, γιατί μαθαίνει να επιτηρεί την είσοδο της καρδιάς του. Όταν τελικά καταφέρει να ενοικήσει σε αυτήν, τότε μόνο ταπεινοί διαλογισμοί θα αναφύονται στο έδαφος της, που θα τρέφουν και θα ζωογονούν την ύπαρξή του.

Οι περισσότεροι από εμάς ζούμε δυστυχώς έξω από την καρδιά μας, και ο νους μας παραμένει σε διαρκή σύγχυση. Ορισμένοι καλοί λογισμοί αναδύονται κατά καιρούς στην επιφάνεια, αλλά οι σκέψεις μας στην πλειονότητα τους είναι επιβλαβείς. Όσο εξακολουθούμε να αγνοούμε την καρδιά μας θα βρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του ολέθριου αυτού καθεστώτος. Προς το τέλος όμως ο πόνος εντείνεται τόσο πολύ, ώστε ανήμποροι να τον ανεχθούμε αρχίζουμε να ψάχνουμε τον δρόμο της επιστροφής.

Ενθυμούμενος το πατρικό του σπίτι ο άσωτος υιός συνέρχεται και αναλογίζεται: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!» Όλοι έχουμε θαμμένες βαθιά μέσα μας αναμνήσεις από τον οίκο του Πατρός, γιατί η ψυχή μας διατηρεί παντοτινά τα ίχνη της χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος, όταν ενδυθήκαμε τον Χριστό. Επιπλέον, κάθε φορά που μετέχουμε στα Άχραντα Μυστήρια η ύπαρξή μας σημαδεύεται ανεξίτηλα από την αγαθότητα του Θεού. Στην καρδιά του ασώτου άλλη ταπεινή σκέψη αναδύεται τώρα: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου …» Η διαδικασία της ενδότερης αναγεννήσεως έχει πια ξεκινήσει, αφού αποφάσισε να ανασηκωθεί από την πτώση του. Έχοντας αντικρίσει την πραγματικότητα της απώλειάς του, επιστρέφει προς τον εαυτό του και τον Θεό. Αρχίζει η δυναμική εν Θεώ αύξησή του. Είναι έτοιμος να φωτισθεί και να καθαρισθεί, αφού άρχισε να μιλά με ειλικρίνεια στον Θεό από τα βάθη της καρδιάς του. Οι προσευχές μιάς κατακερματισμένης διάνοιας δεν έχουν ούτε ενάργεια ούτε βάθος, αλλά ο νους που επανασυνδέθηκε με την καρδιά ξεχειλίζει από ταπεινή προσευχή με τέτοια δύναμη, που φθάνει στα ώτα του Κυρίου Σαβαώθ. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τώρα την ισχύ της ταπεινώσεως. Διαπιστώνει ότι η μόνη ορθή στάση είναι να αποδώσει όλη τη δόξα και την τιμή στον Θεό, ενώ στον εαυτό του «την αισχύνη του προσώπου» (Δανιήλ 9,7) εξαιτίας των αμαρτιών του. Καταθέτει όλη την εμπιστοσύνη του στο έλεος του Πατρός και όχι πια στο διεφθαρμένο εγώ του, και υιοθετώντας τη στάση αυτή της καρδιάς οδηγείται σε αληθινή μετάνοια. Όπως διαβάζουμε σε μία από τις μεγάλες «ευχές της γονυκλισίας» κατά την Πεντηκοστή: «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Είμαστε αμαρτωλοί και ανάξιοι του ελέους Του, αλλά έχουμε πλήρη πεποίθηση σε Εκείνον τον Οποίο λατρεύουμε. Το «αλλά» αυτό δεν μπορεί να λεχθεί χωρίς πίστη, και ακριβώς η πίστη αυτή είναι ο βράχος πάνω στον οποίο οικοδομούμε την πνευματική ζωή μας.

Ο άσωτος υιός, στη συνέχεια, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο: «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησον με ως ένα των μισθίων σου». Δεν λέει «ένα των υπηρετών σου». Οι υπηρέτες ανήκαν γενικά στην οικογένεια του αφεντικού τους και περνούσαν τη ζωή τους μέσα στο οικιακό περιβάλλον. Απεναντίας οι μισθωτοί υπηρέτες δεν είχαν δικαίωμα να μένουν στο σπίτι του αφεντικού και μπορούσαν να απολυθούν ανά πάσαν στιγμήν. Έτσι ο άσωτος κρίνει ότι του αρμόζει να τοποθετηθεί στην ίδια τάξη με τους προσωρινούς εργάτες, τους πιο ασήμαντους υπηρέτες. Σε όσους μετανοούν αληθινά είναι πολύ χαρακτηριστικές τέτοιες ταπεινές σκέψεις, καθεμιά από τις οποίες εκφράζει βαθύτερη ταπεινοφροσύνη από τις προηγούμενες. Το πυρ της μετάνοιας βυθίζει τον άνθρωπο που μετανοεί στην άβυσσο της μηδαμινότητάς του, απ’ όπου μόνο ο Θεός μπορεί πάλι να τον ανυψώσει. (Ο Ίδιος ο Κύριος μας υπέδειξε την οδό αυτή: προηγήθηκε η κατάβασή Του στον Άδη, και από εκεί η ανάβασή Του υπεράνω όλων των ουρανών). Όσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος, τόσο κερδίζει σε σοφία, καλλιεργώντας αδιασάλευτη πίστη στο έλεος του Θεού και γνωρίζοντας ότι Αυτός θα τον ανυψώσει διαπαντός εν καιρώ ευθέτω (Α’ Πετρ. 5,6). Αφότου ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, μοναδική του μέριμνα είναι να καλλιεργεί τέτοιους λογισμούς, που τον τοποθετούν στην καθοδική πορεία της μετάνοιας. Γνωρίζουμε ότι, όποιος φέρεται από το Πνεύμα το Άγιο, δεν παύει να μέμφεται τον εαυτό του. Μάλιστα όσο περισσότερο οδεύει προς τα κάτω, ακολουθώντας το υπόδειγμα του Χριστού, τόσο υψηλότερα θα ανυψωθεί μαζί Του.

Όπως ακριβώς η ενέργεια του κακού ωθεί τον άνθρωπο στην απώλεια, έτσι και η ενέργεια της θείας χάριτος τον μετασχηματίζει, αν αυτός συμμορφώνει τη ζωή του με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος δέχεται τη σωτηρία, κάθε ταπεινός λογισμός γεννά άλλον ταπεινότερο, που αιχμαλωτίζει κάθε κακή σκέψη στην υπακοή των εντολών του Χριστού (Β’ Κορ. 10,15). Η χάρη του Θεού ανιστά τον άνθρωπο στη δόξα του εναγκαλισμού του από τον ουράνιο Πατέρα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία.

Η μεγάλη οδύνη βοήθησε τον άσωτο υιό να βρει την καρδιά του. Μέσα από τη δυναμική αλληλοδιαδοχή των ταπεινών λογισμών που αναζωογονούν την ψυχή του, οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του πνευματικού χώρου της μετάνοιας. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Τόσο μεγάλη είναι η ισχύς ενός ταπεινού λογισμού. Με λίγες μόνο λέξεις η Αγία Γραφή εστιάζει την προσοχή μας στη μεγαλειώδη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί και τον κεκρυμμένο σκοπό της παραβολής αυτής. Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στην καρδιά του και αρχίζει να αυξάνει μέσα του τη χάρη ταπεινώνοντας τον νου του, αποκτά ανδρεία λέοντος στη μετάνοιά του. Επιπλέον ο αυτοκαθορισμός του ενδυναμώνεται, ώστε είναι έτοιμος να υπομείνει ακόμη και την κάμινο του ίδιου του άδη. Όπως και αν διαμορφώνονται οι περιστάσεις του βίου του, είναι πια οπλισμένος με τέτοιο θάρρος και τόση παρρησία, που προσφεύγει πάντοτε στον Θεό με ακλόνητη ετοιμότητα για άλματα της πίστεως.

«Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαγχνίσθη». Ποιός άλλος πατέρας εκτός από τον ουράνιο έχει την ικανότητα να διακρίνει τόσο καθαρά και από τόσο μακριά, ακόμη και πίσω από τα βουνά των αμαρτιών μας; Αληθινά καταπλήττει το γεγονός ότι ο Θεός έφθασε ακόμη και στην άβυσσο της κολάσεως και της αμαρτίας για να αναζητήσει τα ίχνη του ανθρώπου. Πράγματι, η επισκοπή Του δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Μας παρατηρεί και καρτερεί υπομονετικά να έλθουμε εις εαυτόν και τότε μόνο μας ανιστά στο ύψος της δικής Του δόξας.

Ο πατέρας «ευσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» (Λουκ. 15,20). Τρέχει, πέφτει και καταφιλεί: τρία ρήματα που μεταδίδουν μεγάλη δύναμη. Ο Θεός τρέχει να συναντήσει τον άνθρωπο που μετανοεί, ώστε να του χορηγήσει τη δύναμη που απαιτείται, για να ολοκληρώσει την καλή πρόθεση της επιστροφής του. Πέφτει στον τράχηλο του ανθρώπου, για να τον καταστήσει θεοφόρο, «άλογο» που έχει καβαλάρη τον Θεό. Το Ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τις θαυμάσιες αυτές εικόνες, για να καταδείξει την άπειρη αγάπη και ταπείνωση του Θεού. Τι Θεό έχουμε! Έχοντας υπερβεί τον θάνατο της αμαρτίας, ταπεινώθηκε ενώπιόν μας από αγάπη. Χάρη στην υπερβάλλουσα αγάπη Του γίνεται υπηρέτης του ανθρώπου, συγκαταλέγοντάς τον στη ζωή και τη Βασιλεία Του. Ο Θεός επιχέει τα ελέη Του πάνω στον άνθρωπο που μετανοεί σηματοδοτώντας μαζί Του το προοίμιο της αιώνιας ζωής, η οποία δεν γνωρίζει ούτε φθορά ούτε τέλος. Καθώς ο άνθρωπος γίνεται θεοφόρος, μεταβαίνει από δύναμη σε δύναμη, ενώ η αγαλλίασή του μεγαλώνει συνεχώς από ένα πλήρωμα χαράς σε άλλο ακόμη μεγαλύτερο.

Δεν αργεί ο εύσπλαγχνος πατέρας να ακούσει τα λόγια του υιού του, και αμέσως τον σφίγγει στην αγκαλιά του και τον καταφιλεί. Ο πατέρας γνωρίζει την αλλοίωση της καρδιάς του και μέσα στη χαρά του ούτε καν ακούει την εξομολόγησή του. Ποθεί τόσο φλογερά να αποκαταστήσει τον μεταμελημένο γιο του, ώστε διατάζει τους υπηρέτες να φέρουν την πιο εκλεκτή στολή. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν στεκόμαστε με μετάνοια ενώπιον του Θεού και πενθούμε. Ο Θεός μας συγχωρεί, πριν ακόμη να το καταλάβουμε. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι η αλήθεια της μετάνοιάς μας επισφραγίζεται, μόνο όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον ενός «ομοιοπαθούς» ανθρώπου (Πράξ. 14,15), ενός ιερέα της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο πατέρας, όταν αγκαλιάζει τον υιό του, του μεταδίδει την ίδια τη ζωή του και του προσφέρει όλα τα πλούτη του, όπως ακριβώς θα έκανε, αν εκείνος δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ την πατρική εστία. Θεωρώντας τα αμαρτήματα του ως ελάχιστα ίχνη σκόνης πάνω σε έναν καθρέφτη τα εξαλείφει όλα, αφήνοντας τη γυάλινη επιφάνεια ολοκάθαρη, όπως ήταν στην αρχή. «Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην …» Ο πατέρας τον ενδύει με την περιβολή της τιμής και της δόξας και του φορεί δαχτυλίδι στο χέρι και υποδήματα στα πόδια. Σύμφωνα με τους Πατέρες η ενδυμασία δηλώνει την τιμή της υιοθεσίας. Το δαχτυλίδι συμβολίζει τη δύναμη που του παρέχεται, ώστε να ζήσει στο εξής αναμάρτητη ζωή, ενωμένος με τον Θεό και τηρώντας τις εντολές Του. Επιπλέον, στα αρχαία χρόνια, όταν κάποιος έδιδε το δαχτυλίδι του σε κάποιον άλλο, σήμαινε ότι του μεταβίβαζε την εξουσία του. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Θεός κατά την επιστροφή του αμαρτωλού. Του παραδίδει την εξουσία του κληρονόμου της ίδιας της ζωή Του. Τα υποδήματα αποτελούν επίσης σύμβολο υιοθεσίας. Μόνο οι υπηρέτες περπατούσαν ανυπόδητοι, ενώ τα υποδήματα συνιστούσαν το διακριτικό σημείο ελευθερίας του ανθρώπου.

«Ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν». Ο πατέρας, γεμάτος αγαλλίαση, ετοιμάζει λαμπρή εορτή για την επιστροφή του υιού του. Όπως βεβαιώνει ο Κύριος: «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι». Πράγματι, ζούμε στη γη μεταξύ δύο κόσμων: Καταυγαζόμαστε από τις ακτίνες φωτός της επουράνιας Βασιλείας και απειλούμαστε από τις ζοφερές σκιές του Άδη. Ανάλογα με την ελεύθερη επιλογή μας να ασπασθούμε είτε τον ένα κόσμο είτε τον άλλο, η στιγμή της διαβάσεώς μας θα αποδειχθεί πύλη εισόδου στην αιώνια μακαριότητα ή στο τυραννικό σκότος του ίδιου του παραλογισμού μας. Ο ουράνιος Πατέρας όμως έχει μία μόνο σκέψη: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη». Η χάρα του ουρανίου Πατρός είναι ανεκλάλητη, γιατί ανεξάντλητη είναι και η δίψα Του για τη σωτηρία μας! Στην ουσία είναι ο δικός Του σφοδρός πόθος για την επιστροφή μας που απεργάζεται τη δική μας μετάνοια.

Η επιστροφή του ασώτου υιού δεν χαροποίησε, ωστόσο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος εργαζόταν στους αγρούς, έξω από την πατρική οικία. Αυτός εκπροσωπεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι ποτέ δεν υποδέχονταν με χαρά τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού, θεωρώντας ότι του αξίζει η κόλαση. Εμπιστεύονταν μόνο τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά με την αυτοδικαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι βρίσκονταν στους αγρούς, δηλαδή έξω από τον οίκο της καρδιάς τους. Είχαν την πίστη ότι ανήκουν στον Θεό, όπως ο μεγάλος γιός της παραβολής, χωρίς να εννοούν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν δώσει ποτέ την καρδιά τους στον επουράνιο Πατέρα. Δεν είχαν καμιά γνώση του Θεού ούτε ήλθαν ποτέ σε κοινωνία με το Πνεύμα Του. Έτρεφαν μάλλον την πεποίθηση ότι η τυπική από μέρους τους τήρηση του Νόμου θα υποχρέωνε κατά κάποιον τρόπο τον Θεό να τους αποδώσει τη σωτηρία.

«Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα». Επειδή ήταν αδύνατον να εννοήσει ο μεγάλος γιός τι συνέβαινε, αναγκάσθηκε να ρωτήσει έναν υπηρέτη, ο οποίος και τον πληροφόρησε: «Ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν». Εκείνος τότε, υπό το κράτος της εγωιστικής ηθικής του, οργίσθηκε και αντέδρασε ως ακάρδιος ή μάλλον ως λιθοκάρδιος. Αρνήθηκε να μπει στο σπίτι σαν να δήλωνε στον Θεό: «Αν υποδέχεσαι αμαρτωλούς στη Βασιλεία σου, εγώ προτιμώ να μείνω έξω». Δυστυχώς η στάση αυτή χαρακτηρίζει πολλούς χριστιανούς. Λίγοι από μας χαιρόμαστε αληθινά για την επιστροφή ενός αδελφού που έζησε αμαρτωλή ζωή και πολύ συχνά μάλιστα αντιμετωπίζουμε με δυσφορία την πνευματική του σταθερότητα και πρόοδο.

«Ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Όπως ακριβώς ο πατέρας έσπευσε νωρίτερα να προϋπαντήσει τον άσωτο γιο του, έτσι εξέρχεται τώρα να συναντήσει και τον μεγάλο γιο του. Ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά στο καθένα από τα τέκνα Του, προκειμένου να τα οδηγήσει όλα κοντά Του. Πόσοι από μας όμως αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στη χαρά του επουράνιου Πατέρα μας! Αντιλέγουμε με αλαζονική αναισθησία: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολην σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Η απάντηση αυτή δείχνει ότι η σχέση μας με τον ουράνιο Πατέρα μας δεν αποτελεί σύνδεσμο αληθινής αγάπης. Αν όμως δεν συνδεόμαστε με τον Χριστό με ταπεινή αγάπη, απέχουμε πάρα πολύ από την τελειότητα και η σωτηρία μας είναι αβέβαιη. Τα λόγια του μεγάλου γιου συνιστούν σαφή ένδειξη ότι η καρδιά του στερείται του «άλατος» της αγάπης. Συνεχίζει τον λόγο με ακόμη εντονότερη πικρία: «Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Πόση αγανάκτηση αισθάνεται εναντίον του αδελφού του! Τον κατηγορεί, καταδικάζοντάς τον για τις αμαρτίες του, ανίκανος να διακρίνει τη μεταμόρφωση που επήλθε στην ψυχή του.

Τότε ο εύσπλαχνος πατέρας, μέσα στην άφατη αγαθότητά Του, αποκρίνεται: «Τέκνον, ου πάντοτε μετ’ εμού εί, και πάντα τα εμά σα εστιν;». Αυτή είναι ίσως η πιο συγκινητική ρήση σε όλη την παραβολή. Ο πατέρας κατακλύζεται από τον πόθο να θεραπεύσει τον φθόνο του γιου του και του θέτει τον προβληματισμό: «Σε σένα έχω δώσει ήδη όλη μου την περιουσία. Γιατί φθονείς τον αδελφό σου; Το μόνο που σου ζητώ είναι να με αγαπάς ως γιος μου». Αν η καρδιά του μεγαλύτερου υιού ήταν ενωμένη με την καρδιά του πατέρα του, τότε η χαρά του πατέρα θα ήταν και δική του χαρά. Η δόξα του αδελφού του θα ήταν και δική του δόξα, όπως ακριβώς το φως ενός κεριού δεν ελαττώνεται, όταν ανάβονται από αυτό άλλα κεριά. Όταν αποδεικνύουμε στον Θεό ότι Τον αγαπάμε ως αληθινοί υιοί, γινόμαστε ικανοί να λάβουμε όλα όσα είναι δικά Του, την ίδια τη ζωή Του και όλο τον ακένωτο πλούτο των χαρισμάτων Του.

Οι λόγοι του Κυρίου, διατυπωμένοι με εξαιρετική ευγένεια, φανερώνουν τον σφοδρό πόθο Του να μας θεραπεύσει από τη μικροπρέπεια της ζηλοτυπίας. Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου, μετά την Ανάστασή του Κυρίου, ο Πέτρος ζητεί να ενημερωθεί για τον Ιωάννη. Είχε δει τον αγαπημένο μαθητή να γέρνει στο στέρνο του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο και διατήρησε την εικόνα αυτή στη μνήμη του. Νιώθοντας ο ίδιος μεγάλη ντροπή για τη δική του προδοσία, ρωτά τον Χριστό: «Ούτος δε [ο Ιωάννης] τί;» Και ο Κύριος αποκρίνεται: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί προς σε; Συ ακολούθει μοι» (Ιωάν. 21,22). Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να μας απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να Τον ακολουθούμε με πίστη και αφοσίωση, ώστε να αξιωθούμε να ακούσουμε τον μακάριο λόγο: «Πάντα τα εμά σα εστι». Και πραγματικά, όταν η καρδιά μας ανήκει στον Θεό, δεν υστερούμε σε τίποτα, αφού ό,τι δωρίζει στους αδελφούς μας αποτελεί συγχρόνως και δικό μας χάρισμα.

«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη». Αν ακολουθούμε τα ίχνη του Κυρίου με πιστότητα, η σωτηρία όλων των ανθρώπων θα είναι η μόνη μας επιθυμία. Τότε και η δική μας σωτηρία θα αποτελεί φυσικό επακόλουθο, εφόσον η επιθυμία μας θα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόθο του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Γνώρισα έναν μοναχό που προσευχόταν για πολύ καιρό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε όλο τον κόσμο, και μένα». Με άλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε όλους τους ανθρώπους στον Παράδεισο, και ίσως τότε υπάρξει και για μένα κάποια ελπίδα».

Όταν ακολουθούμε τον Κύριο, μοναδική μας μέριμνα είναι να Τον ευαρεστούμε και να Του αποδίδουμε ευχαριστία σε ό,τι κάνουμε. Προηγουμένως όμως είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε αυθεντική σχέση μαζί Του, καλλιεργώντας την ταπείνωση του τελώνη και την αποφασιστική μετάνοια του ασώτου υιού. Ο Θεός δημιούργησε κάθε άνθρωπο με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ιδιαίτερος και μοναδικός σύνδεσμός του με τον Δημιουργό του να τον ολοκληρώνει και να τον τελειοποιεί. Έτσι αποτελεί ύψιστη αποστολή και σκοπό μας η δημιουργία ισχυρής σχέσεως με τον Χριστό και ο αδιάλειπτος διάλογος μαζί Του. Τότε όλες οι ανθρώπινες σχέσεις μας θα αντλούν δύναμη από τον σύνδεσμό μας με τον Θεό και θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τα πάντα, κάθε στοιχείο του κτιστού κόσμου, στο φως της σχέσεως αυτής. Αν η βελτίωση της σχέσεώς μας μαζί Του καταστεί η μοναδική φροντίδα μας, τότε βαθειά μετάνοια θα εκπηγάσει από τα βάθη του είναι μας. Όσο περισσότερο αυξανόμαστε εν Χριστώ, τόσο εναργέστερα θα προβάλλει μπροστά μας η πτωχεία μας ανανεώνοντας διαρκώς την έμπνευσή μας. Δεν θα φοβόμαστε τίποτα, γιατί τίποτα δεν θα είναι ικανό να μας χωρίσει από την αγάπη Του.

Η σχέση που οικοδομήσαμε με τον Σωτήρα μας στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και στον μέλλοντα κόσμο. Θα κριθούμε ανάλογα με την αγάπη μας και σύμφωνα με κάθε λογο του Χριστού που είναι αποθησαυρισμένος στο Ευαγγέλιο. Όπως ακριβώς ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του έθεσε στον Πέτρο το ερώτημα: «Φιλείς με;», το ίδιο ερώτημα θα θέσει στον καθένα από μας στον μέλλοντα αιώνα: «Και συ, φιλείς με;» Και εμείς θα απαντήσουμε: «Ναι, Κύριε, Συ γνωρίζεις ότι φιλώ Σε». Ο δυναμισμός όμως και η παρρησία της αποκρίσεώς μας θα εξαρτηθούν εξ ολοκλήρου από το βάθος του συνδέσμου μας με το Πρόσωπο του Χριστού. Όποια στάση υιοθετήσουμε στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και μετά το μνήμα, γεγονός που γίνεται σαφές στην ευαγγελική αφήγηση περί της κρίσεως των δικαίων. «Κύριε, πότε πράξαμε κάτι καλό πάνω στη γη; Σε Σένα πρέπει δόξα, σε μας αισχύνη» (Ματθ. 25,37-39) είναι η ταπεινή σκέψη που προφέρουν οι δίκαιοι ενώπιον του Κριτού και η οποία έθρεψε τη μετάνοιά τους στη ζωή αυτή. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε και εμείς να μαθητεύσουμε στη στάση αυτή της ταπεινώσεως από τώρα, ώστε να αξιωθούμε της αιώνιας ζωής με τον Κύριο. Η αλαζονεία και η αυτοδικαίωση δεν έχουν θέση στη ζωή Του, μπορούν όμως να μας συνοδεύσουν τραγικά στην αιωνιότητα, καταδικάζοντάς μας σε αιώνιο χωρισμό από Αυτόν.

Για μας Παράδεισος είναι ο Χριστός. Ο άγιος Σιλουανός διαβεβαιώνει: «Αν όλοι οι άνθρωποι μετανοούσαν και τηρούσαν τις εντολές του Θεού, ο παράδεισος θα ήταν στη γη, γιατί η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν. Η Βασιλεία του Θεού είναι το Άγιο Πνεύμα και το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο στον ουρανό και στη γη». Ο Παράδεισος αρχίζει στη γη με την αγάπη προς τον Θεό και τους αδελφούς μας. Εδώ έγκειται όλος ο πλούτος της αιώνιας ζωής, γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, για να μεγαλύνει τον Θεό αποδίδοντάς Του αιώνια δόξα. Εκείνος πάλι αγάλλεται με την επιστροφή της δόξας αυτής στην εικόνα Του, τον άνθρωπο, ο οποίος τότε απονέμει ακόμη μεγαλύτερο αίνο στον Δημιουργό του. Έτσι εισχωρούμε στην αέναη αυτή ανακύκλωση της αγάπης και της δοξολογίας. Η «κατά Θεόν αύξηση» συνιστά την αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, ο οποίος κλήθηκε να ομοιωθεί με τον Ίδιο τον Θεό.

—————————————————————
(Αρχιμ. Ζαχαρία, Πιστοί στη διαθήκη της Αγάπης, εκδ. Ι. Σταυροπηγιακής Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ Ἀγγλίας 2012, σ. 171-190)

Παρασκευή, Ιουλίου 11, 2014

Οι τελευταίες μέρες του Γέρ. Σωφρονίου, της I.Μ. Τιμ. Προδρόμου Έσσεξ (+11/7/1993)


Τέσσερις μέρες πριν πεθάνει έκλεισε τα μάτια του και δεν ήθελε να μας μιλήσει περαιτέρω. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό κι όχι θλιμμένο, αλλά γεμάτο ένταση. Είχε την ίδια έκφραση, όπως όταν θα τελούσε τη λειτουργία. Δεν άνοιγε τα μάτια του, ούτε πρόφερε λέξεις αλλά σήκωνε το χέρι του ευλογώντας μας. Μας ευλογούσε χωρίς λόγια κι εγώ κατάλαβαινα ότι θα έφευγε. Έτσι δεν ήθελα να τον απασχολώ. Προηγουμένως συνήθιζα να προσεύχομαι ώστε ο Θεός να επεκτείνει το γήρας του, όπως λέμε στη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου «το γήρας περικράτησον». Αλλά κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών είδα ότι έφευγε κι έτσι άρχισα να λέγω: «Κύριε δώρισε στο δούλο σου πλουσίαν είσοδον στη βασιλεία σου». Προσευχόμουν χρησιμοποιώντας τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, όπως διαβάζουμε στη Β’ Επιστολή του (Β’ Πέτρου α’ 11).
sophronius2
Έτσι έλεγα επιμόνως :«Θεέ μου, δώρισε πλουσίαν είσοδον στο δούλο σου και τοποθέτησε την ψυχή του μαζί με τους Πατέρες του» και ονόμαζα όλους τους συντρόφους του ασκητές πού ήξερα ότι είχε στο Αγιον Όρος, αρχίζοντας από τον Άγιο Σιλουανό και μετά όλους τους άλλους.
Την τελευταία μέρα πήγα να τον δω στις έξι το πρωΐ. Ηταν Κυριακή και τελούσα την πρωϊνή λειτουργία, ενώ ο πάτερ Κύριλλος μαζί με τους άλλους ιερείς θα τελούσαν τη δεύτερη. Αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο να μας αφήσει τη μέρα εκείνη. Πήγα και άρχισα την Πρόθεση. Οι Ώρες άρχισαν στις εφτά και μετά ακολούθησε η λειτουργία. Είπα μόνο τις ευχές της Αναφοράς, διότι στο μοναστήρι μας έχουμε τη συνήθεια να τις διαβάζουμε εκφώνως. Για τις υπόλοιπες η προσευχή μου ήταν συνεχώς: «Κόριε, δώρισε πλουσίαν είσοδο στη βασιλεία σου στο δούλο σου». Η λειτουργία εκείνη ήταν διαφορετική απ΄όλες τις άλλες. Τη στιγμή που είπα «Τα άγια τοις αγίοις» ο πάτερ Κύριλλος εισήλθε το ιερό. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο, άρχισε να κλαίει κι εννόησα ότι ο πάτερ Σωφρόνιος είχε φύγει. Ρωτώντας ποιά ώρα είχε αναχωρήσει ήξερα ότι ήταν η ώρα πού διάβαζα το ευαγγέλιο.
Πήγα παράμερα, διότι ο πάτερ Κύριλλος ήθελε να μιλήσει μαζί μου και μου είπε: «Μετάδωσε την Κοινωνία στους πιστούς και μετά ανακοίνωσε την αναχώρηση του πατρός Σωφρονίου και κάνε το πρώτο Τρισάγιο θα κάνω το ίδιο στη δεύτερη λειτουργία». Έτσι διαμοίρασα τον Αμνό και μετάλαβα· μετέδωσα στους πιστούς τη Θεία Κοινωνία και τελείωσα τη Θεία Λειτουργία. Δεν γνωρίζω πώς τα κατάφερα. Μετά βγήκα έξω και είπα στον κόσμο:
«Αγαπητοί μου αδελφοί, ο Χριστός ο Θεός μας είναι το σημείο του Θεού για όλες τις γενεές αυτής της εποχής, διότι στα λόγια του βρίσκουμε τη σωτηρία και τη λύση κάθε ανθρώπινου προβλήματος. Και τώρα πρέπει να κάνουμε όπως μας διδάσκει η λειτουργία, δηλαδή να ευχαριστήσουμε, να ικετεύσουμε, να παρακαλέσουμε. Έτσι ας ευχαριστήσουμε το Θεό πού μας έχει δώσει τέτοιο πατέρα κι ας προσευχηθούμε για την ανάπαυση της ψυχής του». «Ευλογητός ο Θεός ήμων …;», κι άρχισα το Τρισάγιο. Τον βάλαμε στην εκκλησία για τέσσερις μέρες, διότι η Κρύπτη δεν ήταν ακόμη τελειωμένη κι ο τάφος δεν είχε ακόμην κτισθεί. Τον αφήσαμε ακάλυπτο στην εκκλησία για τέσσερι μέρες και συνεχώς διαβάζαμε τα άγια Ευαγγέλια από την αρχή ως το τέλος, ξανά και ξανά, όπως είναι το έθος για ιερείς. Διαβάζαμε τα άγια εϋαγγέλία και διαβάζαμε Τρισάγια καιι άλλες προσευχές. Είχαμε τις ακολουθίες, τη λειτουργία αυτός ήταν εκεί, στη μέση της εκκλησίας για τέσσερεις μέρες
Ήταν σαν Πάσχα, ήταν τέτοια όμορφη κι ευλογημένη ατμόσφαιρα! Κανένας δεν έδειξε οποιανδήποτε υστερία, καθένας προσευχόταν με έμπνευση. Είχα ένα φίλο αρχιμανδρίτη πού συνήθιζε να έρχεται στο Μοναστήρι κάθε χρόνο και να περνά λίγες εβδομάδες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τον πατέρα Ιερόθεο Βλάχο, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Μια βραδιά στην έρημο του Αγίου Όρους». Τώρα είναι μητροπολίτης Ναυπάκτου. Έφτασε μόλις έμαθε ότι ο πάτερ Σωφρόνιος πέθανε. Αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα και μου είπε: «Αν ο πάτερ Σωφρόνιος δεν είναι άγιος, τότε δεν υπάρχουν άγιοι». Έτυχε να έχουμε μερικούς μοναχούς από το Άγιον Όρος, οι οποίοι ήρθαν για να δουν τον πάτερ Σωφρόνιο, μα δεν τον βρήκαν ζωντανό. Ο πάτερ Τύχων από τη Σιμωνόπετρα ήταν ένας από αυτούς. Κάθε φορά πού έρχονταν Έλληνες στην Αγγλία για ιατρικούς λόγους είχαν την συνήθεια να έρχονται στο Μοναστήρι για να τους διαβαστεί μια προσευχή από τον πάτερ Σωφρόνιο, διότι πολλοί είχαν θεραπευθεί.
Την τρίτη ή την τέταρτη μέρα μετά το θάνατο του π. Σωφρονίου ήρθε μια οικογένεια με ένα παιδί δεκατριών χρονών. Είχε όγκο στον εγκέφαλο κι η εγχείρηση του ήταν καθορισμένη για την επόμενη μέρα. Ο πάτερ Τύχων ο Σιμωνοπετρίτης ήλθε και μου είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ λυπημένοι ήρθαν και δεν βρήκαν τον πάτερ Σωφρόνιο. Γιατί δεν διαβάζεις μερικές προσευχές για το παιδί»; Του είπα: «ας πάμε μαζί. Έλα και κάνε μου τον αναγνώστη. Θα διαβάσουμε μερικές προσευχές στο άλλο παρεκκλήσι». Πήγαμε και διαβάσαμε τις προσευχές για το παιδί και στο τέλος ο πάτερ Τύχων είπε: «Ξέρεις, γιατί δεν περνάτε το παιδί κάτω από το φέρετρο του πάτερ Σωφρονίου; Θα θεραπευθεί. Χάνουμε το χρόνο μας διαβάζοντας προσευχές». Του απάντησα ότι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, διότι ο κόσμος μπορούσε να πει ότι μόλις έχει πεθάνει και ήδη προσπαθούμε να προωθήσουμε την αγιοποίηση του.
«Να το κάνεις εσύ», του είπα. «Είσαι Αγιορείτης μοναχός. Δεν θα πει κανένας τίποτε». Πήρε το αγόρι από το χέρι και το πέρασε κάτω από το φέρετρο. Την επομένη έκαναν εγχείρηση στο παιδί και δεν βρήκαν τίποτε. Έκλεισαν το κρανίο και είπαν: «Λανθασμένη διάγνωση. Θα ήταν πιθανώς φλόγωση». Έτυχε το παιδί να συνοδεύεται από ένα γιατρό από την Ελλάδα, πού είχε τις πλάκες ακτίνων Χ πού έδειχναν τον όγκο, πού τους είπε: «Ξέρετε καλά τί σημαίνει αυτή η “λανθασμένη διάγνωση”». Το παιδί μεγάλωσε. Τώρα είναι 27 χρονών και είναι πολύ καλά.
Πηγή: Αρχ. Ζαχαρίας – Μετάφραση Θ. Κυριάκου, Οι τελευταίες μέρες του Γέροντος Σωφρονίου (+11 Ιουλίου 1993), Περιοδικό «Παρά την Λίμνην», Μηνιαία έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, περίοδος β΄, έτος ιη΄, αρ. 7, Ιούλιος 2008
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...