Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2014

αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου: "Ο άνθρωπος έρχεται εις εαυτόν" (Κυριακή του Ασώτου)



Η Εκκλησία, προκειμένου να μας ενθαρρύνει στην πορεία της αναγεννήσεώς μας, μας δίδει την ευκαιρία να μελετήσουμε την παραβολή του ασώτου υιού λίγο πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Πρόθεσή της είναι να καταδείξει ότι, όσο σκληρός και αν είναι ο αγώνας μας, η απόγνωση δεν έχει θέση στην εν Χριστώ ζωή. Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον ουράνιο Πατέρα, ο Οποίος μας αναζητεί και μας αναμένει με ανοιχτές αγκάλες. Όχι απλώς μας παρακολουθεί από μακριά, αλλά σπεύδει ακόμη και να μας συναντήσει, επιποθώντας να μας οδηγήσει στη Βασιλεία Του.

Τέτοια είναι η αγάπη του ουράνιου Πατρός. Το τροπάριο που ψάλλουμε στην αρχή της ακολουθίας της μοναχικής κουράς είναι γνωστό ως «αγκάλες πατρικές»: «Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαι μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον αφορών των οικτιρμών Σου Σωτήρ. Νυν πτωχεύουσαν, μη υπερίδης καρδίαν. Σοι γαρ, Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο μοναχισμός αποτελεί φοβερό άλμα πίστεως, στο επίμοχθο έργο της μετανοίας. Ωστόσο, από το ξεκίνημα ακόμη ψάλλουμε τον τρυφερό αυτό ύμνο, ως υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον, εφόσον γευθήκαμε την αγάπη του Θεού.

Ας εξετάσουμε την ίδια την παραβολή. Ο νεότερος γιος απαιτεί από τον πατέρα του: «Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Ο Θεός τρέφει ύψιστο σεβασμό για την ελευθερία των τέκνων Του και τους αποδίδει ανεπιφύλακτα όσα ισχυρίζονται ότι τους ανήκουν. Δεν μας επιβάλλει να Τον αγαπήσουμε, γιατί όποιο έργο αναλαμβάνεται με εξαναγκασμό δεν έχει καμία αξία στην αιωνιότητα. Η αγάπη καταξιώνεται, όταν προσφέρεται ελεύθερα από καρδιά γεμάτη με πίστη, διαφορετικά αποδεικνύεται ευτελής.

«Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόπρισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Εδώ φαίνεται καθαρά η δυναμική του κακού. Μόλις αποδεχθούμε και τον μηδαμινότερο κακό λογισμό, παραχωρούμε στον εχθρό ένα μικρό άνοιγμα, για να εισέλθει. Στη συνέχεια μας παρασύρει ολοένα και πιό κάτω, ενώ η δική μας αντίσταση διαρκώς εξασθενεί. Κατά την πατερική διδασκαλία, πρέπει να καταπνίγουμε τους λογισμούς αυτούς μόλις εμφανισθούν, διαφορετικά είναι αδύνατον να λυτρωθούμε από αυτούς χωρίς τη μεσιτεία των Αγίων της Εκκλησίας μας. Με τον τρόπο αυτό, η δύναμη του κακού επιφέροντας ραγδαία κατάπτωση μας καταποντίζει στο απύθμενο χάσμα της αμαρτίας και της απώλειας. Η τρομακτική μακρινή χώρα, απ’ όπου απουσιάζει ο Θεός αναφέρεται στις Γραφές ως άδης. Οποτεδήποτε εγκαταλείπουμε τον οίκο του Πατέρα, αποξενωνόμαστε από την αγάπη Του. Έχοντας εκλάβει την προστασία Του ως δεδομένη, την απορρίπτουμε και επιχειρούμε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, μακριά από τον εναγκαλισμό της πατρικής αγάπης Του.

«Διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Αυτό σημαίνει ότι εκδαπάνησε άσκοπα την ίδια του την ύπαρξη – την ουσία και την υπόστασή του. Απέρριψε το χάρισμα της υιοθεσίας. Εγκατέλειψε την τιμή της υιότητας του ενός αληθινού Πατέρα του και κατάντησε άγριο θηρίο. Όταν ο άνθρωπος παίρνει αψήφιστα τη χάρη που του απένειμε ο ουράνιος Πατέρας, τα χάνει όλα. Είναι αλήθεια ότι θα ήταν προτιμότερο να μην είχε έλθει στη ζωή αυτή, παρά να αποκοπεί από την ευδοκία της θεϊκής ευσπλαχνίας. Όπως διαβεβαιώνει ο Ψαλμωδός, το έλεος Του είναι πολυτιμότερο από τη ζωή.

«Εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι». Δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο από την ξηρασία που επακολουθεί την υποχώρηση της χάριτος. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόνο του χωρισμού από αυτήν. Και όταν η απομάκρυνση της οφείλεται στην παράβαση και στην ανυπακοή του ίδιου του ανθρώπου, η αγωνία του κορυφώνεται και αυτός αρχίζει να «υστερείται». Υποφέρει από πείνα και δίψα, και ενώ παλαιότερα απολάμβανε τον πατρικό εναγκαλισμό, τώρα βρίσκεται παγιδευμένος στον λιμό της καρδιάς του και μέσα στον τυραννικό κλοιό του θανάτου.

Η μακρινη χώρα του λιμού είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει· είναι ο κόσμος ο οποίος απέρριψε τον Θεό και τη χάρη Του, και οι κάτοικοί του ζουν μέσα σε βαθειά ερήμωση. Οι αποθήκες και οι τσέπες τους είναι ίσως ασφυκτικά γεμάτες, αλλά οι ξηρές καρδιές τους πλήττονται από τη φοβερή δυστυχία του λιμού. Καρδιά γεμάτη από τη χάρη του Θεού είναι ανενδεής, γιατί πλούτος της είναι ο Ίδιος ο Κύριος. Ο άνθρωπος τότε υποφέρει τη φτώχεια με χαρά, εκλαμβάνοντας όλες τις θλίψεις ως ευκαιρίες αγαλλιάσεως εν Κυρίω. Η ανέχεια μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του ανθρώπου στο Πνεύμα του Θεού σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απελευθερώσει μέσα του μεγάλη ενέργεια, ικανή να τον στηρίξει σε κάθε μορφή αντιξοότητας. Όσο για την κενή καρδιά, φαίνεται να μην υπάρχει τέλος στη δυστυχία της.

Ο λιμός της μακρινής εκείνης χώρας δεν είναι απλώς η πείνα μιας αποστεγνωμένης και απολιθωμένης καρδιάς που στερήθηκε τη χάρη. Ο ατυχής νέος, αφού απόλαυσε μεγάλη άνεση στον οίκο του πατέρα του, αποστασιοποιήθηκε από τον Θεό και τη Βασιλεία της αγάπης Του τόσο πολύ, ώστε να εξοικειωθεί με το απόκοσμο βασίλειο των δαιμόνων και να υποταχθεί στα καταχθόνια σχέδια τους. Όταν ο άνθρωπος δεν αναλαμβάνει το έργο του Θεού σε συνεργασία μαζί Του για την οικοδόμηση της σωτηρίας του, εύκολα οι δαίμονες τον θέτουν υπό τον έλεγχο και την εκδούλευση τους. Του αναθέτουν να βόσκει χοίρους, δηλαδή τον οδηγούν στο να τροφοδοτεί την ολέθρια φλόγα των παθών. Και η μόνη ανταμοιβή βέβαια από τέτοιο έργο είναι η κατάρα του θανάτου. Στην Παλαιά Διαθήκη η κατάρα επερχόταν ως συνέπεια αμαρτίας αλλά και ως επακόλουθο αμέλειας στην εκπλήρωση των έργων του Θεού. Όπως μαρτυρεί ο προφήτης Ιερεμίας: «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς» (Ιερ. 48,10). Αν ο άνθρωπος επιχειρήσει να επιτελέσει το έργο του Θεού με μισή καρδιά, θα επισύρει επάνω του κατάρα, ακόμη και αν ζει μέσα στον οίκο του Θεού. Ο Θεός μας είναι όντως ζηλωτής και δεν ανέχεται μερισμό στην καρδιά του ανθρώπου. Δεν αρκείται σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο. Ποθεί ολόκληρη την καρδιά όχι από ιδιοτέλεια, αλλά για να την γεμίσει με το πλήρωμα της θεϊκής ζωής Του.

Ο δυστυχής και επικατάρατος άσωτος υιός «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ». Ο στίχος αυτός ρίχνει φως σε μια τρομακτική πραγματικότητα. Όταν ο Θεός μας εγκαταλείψει, τότε οι ανθρώπινες αλλά ακόμη και οι αγγελικές δυνάμεις αδυνατούν να μας συνδράμουν. Φυσικά ο άνθρωπος εκούσια εγκαταλείπει τη θεϊκή Βασιλεία της ζωής και του φωτός, για να προσχωρήσει στο ζοφερό βασίλειο του θανάτου. Υπόκειται έτσι στη δυναμική του κακού και δαπανά εφεξής όλες τις δυνάμεις του μόνο για την επιβίωσή του. Καθώς όμως αγωνίζεται να επιζήσει, καταποντίζεται όλο και πιο βαθιά στην αμαρτία, ενώ η κατάρα που επισύρει επάνω του γίνεται δριμύτερη. Όσο περισσότερο ενδίδει στα πάθη, τόσο επιτείνεται η λιμοκτονία του από την απουσία του Θεού. Η καρδιά του ανθρώπου μένει απαράκλητη από τις πρόσκαιρες ηδονές του κόσμου τούτου. Μόνο η άφθαρτη παρηγοριά του Πνεύματος του Θεού μπορεί να την ικανοποιήσει αληθινά.

Ανεξάρτητα από το πόσο έχει εξαχρειωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία ή πόσο βαθιά έχει βυθισθεί στην άβυσσο της κολάσεως, διατηρεί πάντοτε μέσα του κάποια ευγένεια που δεν μπορεί να απαλειφθεί, δηλαδή την εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε. Ο Θεός εμφύτευσε στην ύπαρξή μας τη δυνατότητα της μετάνοιας, ώστε να μπορούμε να στρεφόμαστε προς Αυτόν και να ικετεύουμε για τη συγχώρηση Του οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας. Όταν ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν», εξετάζει προσεκτικά την καρδιά του και στη συνέχεια καταφεύγει στον Θεό με υπευθυνότητα, δηλαδή με την αλήθεια της μετάνοιάς του. Τότε Εκείνος του απονέμει μεγάλη τιμή, εκχέοντας πάνω του τους αναζωογονητικούς καταρράκτες του ελέους Του. Έχοντας δημιουργήσει τον άνθρωπο κατά την εικόνα και την ομοίωσή Του, εμφύσησε στη φύση του τον πόθο της θεϊκής υιοθεσίας, στον οποίο ο Θεός αποκρίνεται με τους ευλογημένους και σωτηριώδεις λόγους: «Πάντα τα εμά σα εστιν». Αυτό σημαίνει: «Το πλήρωμα της ζωής μου, ώ άνθρωπε, είναι τώρα δική σου ζωή». Όσα ιδιώματα έχει ο Θεός εκ φύσεως τα αποδίδει δωρεάν στον άνθρωπο ο οποίος γίνεται κατά χάριν θεός.

Η πείνα και η δίψα του ασώτου τον υποχρεώνουν σε βαθειά αυτοεξέταση. Όταν ο άνθρωπος συνέρχεται, απαιτείται μεγάλη ανδρεία, προκειμένου να εξετάσει την καρδιά του και να έλθει αντιμέτωπος με την αληθινή και ολέθρια πτωχεία που τον χαρακτηρίζει. Μόλις όμως αντιληφθεί και εξομολογηθεί την κατάσταση του, ο Θεός σπεύδει να του συμπαρασταθεί. Τον φωτίζει, υποδεικνύοντας του πού ακριβώς βρίσκεται. Με την παράδοξη αυτή όραση, όπως εξηγεί ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος δέχεται τον φωτισμό του Θεού «εκ των όπισθεν». Δεν βλέπει τον Θεό, αλλά μάλλον αποκτά επίγνωση των αμαρτημάτων του. Η χάρη του αποκαλύπτει τα υστερήματα του. Συναισθάνεται τότε την κόλαση στην οποία βρίσκεται, από την οποία απουσιάζει ο Θεός, όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν μία ακτίνα φωτός αποκαλύπτει ξαφνικά τη σκόνη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η επίγνωση της πνευματικής πτωχείας του προσδίδει στον άνθρωπο την ικανότητα να διακρίνει και να επιδιώκει μόνο τα άφθαρτα και θεϊκά πράγματα, ενώ συγχρόνως τον κάνει ικανό να περιφρονεί όλα τα φθαρτά της πρόσκαιρης αυτής υπάρξεως. Αυτή είναι η αρχή της σοφίας, εφόσον η γνώση της αληθινής μας καταστάσεως εμπνέει μέσα μας τον φόβο του Θεού (Ψαλμ. 110,10).

Είναι εξέχουσα η στιγμή, κατά την οποία ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν». Οι ησυχαστές του δέκατου τέταρτου αιώνα έκαναν συχνή χρήση της φράσεως αυτής, που υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η αμαρτία, διαχέει τον νου προς τον εξωτερικό κόσμο. Άσωτος υιός είναι, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, ο νους του ανθρώπου, ο οποίος, όταν αποχωρίζεται από τη μνήμη του Θεού, καθίσταται είτε θηριώδης είτε δαιμονιώδης. Τότε αρχίζει η ζωή της ασωτείας, που είναι αντίθετη προς τη σωφροσύνη και που προκαλεί τη διάσπαση και τη διάχυση του νου, των αισθήσεων και όλης της ζωής του ανθρώπου. Προκειμένου να ενοποιηθεί η φύση του ανθρώπου, ο νους πρέπει να ενωθεί και πάλι με την καρδιά με μια θεραπευτική κίνηση προς τα μέσα. Είναι αναγκαίο να κατεβεί και να αναπαυθεί στην καρδιά, ώστε ενωμένος πάλι με αυτήν να μπορεί να κυβερνά αποτελεσματικά την ύπαρξη του ανθρώπου. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου και του σώματος, συγκεντρωθεί στην καρδιά, συντελείται μια τρίτη κίνηση, αυτή τη φορά προς τον Ίδιο τον Θεό. Το συνολικό σχήμα έχει κυκλικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τους όσιους ησυχαστές. Αφού «διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού» στον εξωτερικό κόσμο (πρώτη κίνηση), ο άσωτος υιός «έρχεται εις εαυτόν» (δεύτερη κίνηση), ούτως ώστε να κατευθύνει όλη την ύπαρξη του προς τον εναγκαλισμό του Πατέρα (τρίτη κίνηση). Προκειμένου όμως ο άνθρωπος να επανασυνδέσει τον νου με την καρδιά του, πρέπει να αντιταχθεί στο πλήθος των λογισμών που του υποβάλλει ο εχθρός. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν τη ρίζα τους στην υπερηφάνεια. Ωστόσο έχοντας ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, αρχίζει να εντοπίζει την προέλευση τέτοιου είδους λογισμών καθώς επίσης και τον σκοπό τους. Δεν τον εξαπατούν οι λογισμοί πια με την ίδια ευκολία όπως παλιά, γιατί μαθαίνει να επιτηρεί την είσοδο της καρδιάς του. Όταν τελικά καταφέρει να ενοικήσει σε αυτήν, τότε μόνο ταπεινοί διαλογισμοί θα αναφύονται στο έδαφος της, που θα τρέφουν και θα ζωογονούν την ύπαρξή του.

Οι περισσότεροι από εμάς ζούμε δυστυχώς έξω από την καρδιά μας, και ο νους μας παραμένει σε διαρκή σύγχυση. Ορισμένοι καλοί λογισμοί αναδύονται κατά καιρούς στην επιφάνεια, αλλά οι σκέψεις μας στην πλειονότητα τους είναι επιβλαβείς. Όσο εξακολουθούμε να αγνοούμε την καρδιά μας θα βρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του ολέθριου αυτού καθεστώτος. Προς το τέλος όμως ο πόνος εντείνεται τόσο πολύ, ώστε ανήμποροι να τον ανεχθούμε αρχίζουμε να ψάχνουμε τον δρόμο της επιστροφής.

Ενθυμούμενος το πατρικό του σπίτι ο άσωτος υιός συνέρχεται και αναλογίζεται: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!» Όλοι έχουμε θαμμένες βαθιά μέσα μας αναμνήσεις από τον οίκο του Πατρός, γιατί η ψυχή μας διατηρεί παντοτινά τα ίχνη της χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος, όταν ενδυθήκαμε τον Χριστό. Επιπλέον, κάθε φορά που μετέχουμε στα Άχραντα Μυστήρια η ύπαρξή μας σημαδεύεται ανεξίτηλα από την αγαθότητα του Θεού. Στην καρδιά του ασώτου άλλη ταπεινή σκέψη αναδύεται τώρα: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου …» Η διαδικασία της ενδότερης αναγεννήσεως έχει πια ξεκινήσει, αφού αποφάσισε να ανασηκωθεί από την πτώση του. Έχοντας αντικρίσει την πραγματικότητα της απώλειάς του, επιστρέφει προς τον εαυτό του και τον Θεό. Αρχίζει η δυναμική εν Θεώ αύξησή του. Είναι έτοιμος να φωτισθεί και να καθαρισθεί, αφού άρχισε να μιλά με ειλικρίνεια στον Θεό από τα βάθη της καρδιάς του. Οι προσευχές μιάς κατακερματισμένης διάνοιας δεν έχουν ούτε ενάργεια ούτε βάθος, αλλά ο νους που επανασυνδέθηκε με την καρδιά ξεχειλίζει από ταπεινή προσευχή με τέτοια δύναμη, που φθάνει στα ώτα του Κυρίου Σαβαώθ. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τώρα την ισχύ της ταπεινώσεως. Διαπιστώνει ότι η μόνη ορθή στάση είναι να αποδώσει όλη τη δόξα και την τιμή στον Θεό, ενώ στον εαυτό του «την αισχύνη του προσώπου» (Δανιήλ 9,7) εξαιτίας των αμαρτιών του. Καταθέτει όλη την εμπιστοσύνη του στο έλεος του Πατρός και όχι πια στο διεφθαρμένο εγώ του, και υιοθετώντας τη στάση αυτή της καρδιάς οδηγείται σε αληθινή μετάνοια. Όπως διαβάζουμε σε μία από τις μεγάλες «ευχές της γονυκλισίας» κατά την Πεντηκοστή: «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Είμαστε αμαρτωλοί και ανάξιοι του ελέους Του, αλλά έχουμε πλήρη πεποίθηση σε Εκείνον τον Οποίο λατρεύουμε. Το «αλλά» αυτό δεν μπορεί να λεχθεί χωρίς πίστη, και ακριβώς η πίστη αυτή είναι ο βράχος πάνω στον οποίο οικοδομούμε την πνευματική ζωή μας.

Ο άσωτος υιός, στη συνέχεια, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο: «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησον με ως ένα των μισθίων σου». Δεν λέει «ένα των υπηρετών σου». Οι υπηρέτες ανήκαν γενικά στην οικογένεια του αφεντικού τους και περνούσαν τη ζωή τους μέσα στο οικιακό περιβάλλον. Απεναντίας οι μισθωτοί υπηρέτες δεν είχαν δικαίωμα να μένουν στο σπίτι του αφεντικού και μπορούσαν να απολυθούν ανά πάσαν στιγμήν. Έτσι ο άσωτος κρίνει ότι του αρμόζει να τοποθετηθεί στην ίδια τάξη με τους προσωρινούς εργάτες, τους πιο ασήμαντους υπηρέτες. Σε όσους μετανοούν αληθινά είναι πολύ χαρακτηριστικές τέτοιες ταπεινές σκέψεις, καθεμιά από τις οποίες εκφράζει βαθύτερη ταπεινοφροσύνη από τις προηγούμενες. Το πυρ της μετάνοιας βυθίζει τον άνθρωπο που μετανοεί στην άβυσσο της μηδαμινότητάς του, απ’ όπου μόνο ο Θεός μπορεί πάλι να τον ανυψώσει. (Ο Ίδιος ο Κύριος μας υπέδειξε την οδό αυτή: προηγήθηκε η κατάβασή Του στον Άδη, και από εκεί η ανάβασή Του υπεράνω όλων των ουρανών). Όσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος, τόσο κερδίζει σε σοφία, καλλιεργώντας αδιασάλευτη πίστη στο έλεος του Θεού και γνωρίζοντας ότι Αυτός θα τον ανυψώσει διαπαντός εν καιρώ ευθέτω (Α’ Πετρ. 5,6). Αφότου ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, μοναδική του μέριμνα είναι να καλλιεργεί τέτοιους λογισμούς, που τον τοποθετούν στην καθοδική πορεία της μετάνοιας. Γνωρίζουμε ότι, όποιος φέρεται από το Πνεύμα το Άγιο, δεν παύει να μέμφεται τον εαυτό του. Μάλιστα όσο περισσότερο οδεύει προς τα κάτω, ακολουθώντας το υπόδειγμα του Χριστού, τόσο υψηλότερα θα ανυψωθεί μαζί Του.

Όπως ακριβώς η ενέργεια του κακού ωθεί τον άνθρωπο στην απώλεια, έτσι και η ενέργεια της θείας χάριτος τον μετασχηματίζει, αν αυτός συμμορφώνει τη ζωή του με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος δέχεται τη σωτηρία, κάθε ταπεινός λογισμός γεννά άλλον ταπεινότερο, που αιχμαλωτίζει κάθε κακή σκέψη στην υπακοή των εντολών του Χριστού (Β’ Κορ. 10,15). Η χάρη του Θεού ανιστά τον άνθρωπο στη δόξα του εναγκαλισμού του από τον ουράνιο Πατέρα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία.

Η μεγάλη οδύνη βοήθησε τον άσωτο υιό να βρει την καρδιά του. Μέσα από τη δυναμική αλληλοδιαδοχή των ταπεινών λογισμών που αναζωογονούν την ψυχή του, οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του πνευματικού χώρου της μετάνοιας. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Τόσο μεγάλη είναι η ισχύς ενός ταπεινού λογισμού. Με λίγες μόνο λέξεις η Αγία Γραφή εστιάζει την προσοχή μας στη μεγαλειώδη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί και τον κεκρυμμένο σκοπό της παραβολής αυτής. Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στην καρδιά του και αρχίζει να αυξάνει μέσα του τη χάρη ταπεινώνοντας τον νου του, αποκτά ανδρεία λέοντος στη μετάνοιά του. Επιπλέον ο αυτοκαθορισμός του ενδυναμώνεται, ώστε είναι έτοιμος να υπομείνει ακόμη και την κάμινο του ίδιου του άδη. Όπως και αν διαμορφώνονται οι περιστάσεις του βίου του, είναι πια οπλισμένος με τέτοιο θάρρος και τόση παρρησία, που προσφεύγει πάντοτε στον Θεό με ακλόνητη ετοιμότητα για άλματα της πίστεως.

«Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαγχνίσθη». Ποιός άλλος πατέρας εκτός από τον ουράνιο έχει την ικανότητα να διακρίνει τόσο καθαρά και από τόσο μακριά, ακόμη και πίσω από τα βουνά των αμαρτιών μας; Αληθινά καταπλήττει το γεγονός ότι ο Θεός έφθασε ακόμη και στην άβυσσο της κολάσεως και της αμαρτίας για να αναζητήσει τα ίχνη του ανθρώπου. Πράγματι, η επισκοπή Του δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Μας παρατηρεί και καρτερεί υπομονετικά να έλθουμε εις εαυτόν και τότε μόνο μας ανιστά στο ύψος της δικής Του δόξας.

Ο πατέρας «ευσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» (Λουκ. 15,20). Τρέχει, πέφτει και καταφιλεί: τρία ρήματα που μεταδίδουν μεγάλη δύναμη. Ο Θεός τρέχει να συναντήσει τον άνθρωπο που μετανοεί, ώστε να του χορηγήσει τη δύναμη που απαιτείται, για να ολοκληρώσει την καλή πρόθεση της επιστροφής του. Πέφτει στον τράχηλο του ανθρώπου, για να τον καταστήσει θεοφόρο, «άλογο» που έχει καβαλάρη τον Θεό. Το Ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τις θαυμάσιες αυτές εικόνες, για να καταδείξει την άπειρη αγάπη και ταπείνωση του Θεού. Τι Θεό έχουμε! Έχοντας υπερβεί τον θάνατο της αμαρτίας, ταπεινώθηκε ενώπιόν μας από αγάπη. Χάρη στην υπερβάλλουσα αγάπη Του γίνεται υπηρέτης του ανθρώπου, συγκαταλέγοντάς τον στη ζωή και τη Βασιλεία Του. Ο Θεός επιχέει τα ελέη Του πάνω στον άνθρωπο που μετανοεί σηματοδοτώντας μαζί Του το προοίμιο της αιώνιας ζωής, η οποία δεν γνωρίζει ούτε φθορά ούτε τέλος. Καθώς ο άνθρωπος γίνεται θεοφόρος, μεταβαίνει από δύναμη σε δύναμη, ενώ η αγαλλίασή του μεγαλώνει συνεχώς από ένα πλήρωμα χαράς σε άλλο ακόμη μεγαλύτερο.

Δεν αργεί ο εύσπλαγχνος πατέρας να ακούσει τα λόγια του υιού του, και αμέσως τον σφίγγει στην αγκαλιά του και τον καταφιλεί. Ο πατέρας γνωρίζει την αλλοίωση της καρδιάς του και μέσα στη χαρά του ούτε καν ακούει την εξομολόγησή του. Ποθεί τόσο φλογερά να αποκαταστήσει τον μεταμελημένο γιο του, ώστε διατάζει τους υπηρέτες να φέρουν την πιο εκλεκτή στολή. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν στεκόμαστε με μετάνοια ενώπιον του Θεού και πενθούμε. Ο Θεός μας συγχωρεί, πριν ακόμη να το καταλάβουμε. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι η αλήθεια της μετάνοιάς μας επισφραγίζεται, μόνο όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον ενός «ομοιοπαθούς» ανθρώπου (Πράξ. 14,15), ενός ιερέα της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο πατέρας, όταν αγκαλιάζει τον υιό του, του μεταδίδει την ίδια τη ζωή του και του προσφέρει όλα τα πλούτη του, όπως ακριβώς θα έκανε, αν εκείνος δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ την πατρική εστία. Θεωρώντας τα αμαρτήματα του ως ελάχιστα ίχνη σκόνης πάνω σε έναν καθρέφτη τα εξαλείφει όλα, αφήνοντας τη γυάλινη επιφάνεια ολοκάθαρη, όπως ήταν στην αρχή. «Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην …» Ο πατέρας τον ενδύει με την περιβολή της τιμής και της δόξας και του φορεί δαχτυλίδι στο χέρι και υποδήματα στα πόδια. Σύμφωνα με τους Πατέρες η ενδυμασία δηλώνει την τιμή της υιοθεσίας. Το δαχτυλίδι συμβολίζει τη δύναμη που του παρέχεται, ώστε να ζήσει στο εξής αναμάρτητη ζωή, ενωμένος με τον Θεό και τηρώντας τις εντολές Του. Επιπλέον, στα αρχαία χρόνια, όταν κάποιος έδιδε το δαχτυλίδι του σε κάποιον άλλο, σήμαινε ότι του μεταβίβαζε την εξουσία του. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Θεός κατά την επιστροφή του αμαρτωλού. Του παραδίδει την εξουσία του κληρονόμου της ίδιας της ζωή Του. Τα υποδήματα αποτελούν επίσης σύμβολο υιοθεσίας. Μόνο οι υπηρέτες περπατούσαν ανυπόδητοι, ενώ τα υποδήματα συνιστούσαν το διακριτικό σημείο ελευθερίας του ανθρώπου.

«Ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν». Ο πατέρας, γεμάτος αγαλλίαση, ετοιμάζει λαμπρή εορτή για την επιστροφή του υιού του. Όπως βεβαιώνει ο Κύριος: «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι». Πράγματι, ζούμε στη γη μεταξύ δύο κόσμων: Καταυγαζόμαστε από τις ακτίνες φωτός της επουράνιας Βασιλείας και απειλούμαστε από τις ζοφερές σκιές του Άδη. Ανάλογα με την ελεύθερη επιλογή μας να ασπασθούμε είτε τον ένα κόσμο είτε τον άλλο, η στιγμή της διαβάσεώς μας θα αποδειχθεί πύλη εισόδου στην αιώνια μακαριότητα ή στο τυραννικό σκότος του ίδιου του παραλογισμού μας. Ο ουράνιος Πατέρας όμως έχει μία μόνο σκέψη: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη». Η χάρα του ουρανίου Πατρός είναι ανεκλάλητη, γιατί ανεξάντλητη είναι και η δίψα Του για τη σωτηρία μας! Στην ουσία είναι ο δικός Του σφοδρός πόθος για την επιστροφή μας που απεργάζεται τη δική μας μετάνοια.

Η επιστροφή του ασώτου υιού δεν χαροποίησε, ωστόσο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος εργαζόταν στους αγρούς, έξω από την πατρική οικία. Αυτός εκπροσωπεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι ποτέ δεν υποδέχονταν με χαρά τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού, θεωρώντας ότι του αξίζει η κόλαση. Εμπιστεύονταν μόνο τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά με την αυτοδικαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι βρίσκονταν στους αγρούς, δηλαδή έξω από τον οίκο της καρδιάς τους. Είχαν την πίστη ότι ανήκουν στον Θεό, όπως ο μεγάλος γιός της παραβολής, χωρίς να εννοούν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν δώσει ποτέ την καρδιά τους στον επουράνιο Πατέρα. Δεν είχαν καμιά γνώση του Θεού ούτε ήλθαν ποτέ σε κοινωνία με το Πνεύμα Του. Έτρεφαν μάλλον την πεποίθηση ότι η τυπική από μέρους τους τήρηση του Νόμου θα υποχρέωνε κατά κάποιον τρόπο τον Θεό να τους αποδώσει τη σωτηρία.

«Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα». Επειδή ήταν αδύνατον να εννοήσει ο μεγάλος γιός τι συνέβαινε, αναγκάσθηκε να ρωτήσει έναν υπηρέτη, ο οποίος και τον πληροφόρησε: «Ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν». Εκείνος τότε, υπό το κράτος της εγωιστικής ηθικής του, οργίσθηκε και αντέδρασε ως ακάρδιος ή μάλλον ως λιθοκάρδιος. Αρνήθηκε να μπει στο σπίτι σαν να δήλωνε στον Θεό: «Αν υποδέχεσαι αμαρτωλούς στη Βασιλεία σου, εγώ προτιμώ να μείνω έξω». Δυστυχώς η στάση αυτή χαρακτηρίζει πολλούς χριστιανούς. Λίγοι από μας χαιρόμαστε αληθινά για την επιστροφή ενός αδελφού που έζησε αμαρτωλή ζωή και πολύ συχνά μάλιστα αντιμετωπίζουμε με δυσφορία την πνευματική του σταθερότητα και πρόοδο.

«Ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Όπως ακριβώς ο πατέρας έσπευσε νωρίτερα να προϋπαντήσει τον άσωτο γιο του, έτσι εξέρχεται τώρα να συναντήσει και τον μεγάλο γιο του. Ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά στο καθένα από τα τέκνα Του, προκειμένου να τα οδηγήσει όλα κοντά Του. Πόσοι από μας όμως αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στη χαρά του επουράνιου Πατέρα μας! Αντιλέγουμε με αλαζονική αναισθησία: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολην σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Η απάντηση αυτή δείχνει ότι η σχέση μας με τον ουράνιο Πατέρα μας δεν αποτελεί σύνδεσμο αληθινής αγάπης. Αν όμως δεν συνδεόμαστε με τον Χριστό με ταπεινή αγάπη, απέχουμε πάρα πολύ από την τελειότητα και η σωτηρία μας είναι αβέβαιη. Τα λόγια του μεγάλου γιου συνιστούν σαφή ένδειξη ότι η καρδιά του στερείται του «άλατος» της αγάπης. Συνεχίζει τον λόγο με ακόμη εντονότερη πικρία: «Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Πόση αγανάκτηση αισθάνεται εναντίον του αδελφού του! Τον κατηγορεί, καταδικάζοντάς τον για τις αμαρτίες του, ανίκανος να διακρίνει τη μεταμόρφωση που επήλθε στην ψυχή του.

Τότε ο εύσπλαχνος πατέρας, μέσα στην άφατη αγαθότητά Του, αποκρίνεται: «Τέκνον, ου πάντοτε μετ’ εμού εί, και πάντα τα εμά σα εστιν;». Αυτή είναι ίσως η πιο συγκινητική ρήση σε όλη την παραβολή. Ο πατέρας κατακλύζεται από τον πόθο να θεραπεύσει τον φθόνο του γιου του και του θέτει τον προβληματισμό: «Σε σένα έχω δώσει ήδη όλη μου την περιουσία. Γιατί φθονείς τον αδελφό σου; Το μόνο που σου ζητώ είναι να με αγαπάς ως γιος μου». Αν η καρδιά του μεγαλύτερου υιού ήταν ενωμένη με την καρδιά του πατέρα του, τότε η χαρά του πατέρα θα ήταν και δική του χαρά. Η δόξα του αδελφού του θα ήταν και δική του δόξα, όπως ακριβώς το φως ενός κεριού δεν ελαττώνεται, όταν ανάβονται από αυτό άλλα κεριά. Όταν αποδεικνύουμε στον Θεό ότι Τον αγαπάμε ως αληθινοί υιοί, γινόμαστε ικανοί να λάβουμε όλα όσα είναι δικά Του, την ίδια τη ζωή Του και όλο τον ακένωτο πλούτο των χαρισμάτων Του.

Οι λόγοι του Κυρίου, διατυπωμένοι με εξαιρετική ευγένεια, φανερώνουν τον σφοδρό πόθο Του να μας θεραπεύσει από τη μικροπρέπεια της ζηλοτυπίας. Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου, μετά την Ανάστασή του Κυρίου, ο Πέτρος ζητεί να ενημερωθεί για τον Ιωάννη. Είχε δει τον αγαπημένο μαθητή να γέρνει στο στέρνο του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο και διατήρησε την εικόνα αυτή στη μνήμη του. Νιώθοντας ο ίδιος μεγάλη ντροπή για τη δική του προδοσία, ρωτά τον Χριστό: «Ούτος δε [ο Ιωάννης] τί;» Και ο Κύριος αποκρίνεται: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί προς σε; Συ ακολούθει μοι» (Ιωάν. 21,22). Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να μας απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να Τον ακολουθούμε με πίστη και αφοσίωση, ώστε να αξιωθούμε να ακούσουμε τον μακάριο λόγο: «Πάντα τα εμά σα εστι». Και πραγματικά, όταν η καρδιά μας ανήκει στον Θεό, δεν υστερούμε σε τίποτα, αφού ό,τι δωρίζει στους αδελφούς μας αποτελεί συγχρόνως και δικό μας χάρισμα.

«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη». Αν ακολουθούμε τα ίχνη του Κυρίου με πιστότητα, η σωτηρία όλων των ανθρώπων θα είναι η μόνη μας επιθυμία. Τότε και η δική μας σωτηρία θα αποτελεί φυσικό επακόλουθο, εφόσον η επιθυμία μας θα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόθο του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Γνώρισα έναν μοναχό που προσευχόταν για πολύ καιρό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε όλο τον κόσμο, και μένα». Με άλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε όλους τους ανθρώπους στον Παράδεισο, και ίσως τότε υπάρξει και για μένα κάποια ελπίδα».

Όταν ακολουθούμε τον Κύριο, μοναδική μας μέριμνα είναι να Τον ευαρεστούμε και να Του αποδίδουμε ευχαριστία σε ό,τι κάνουμε. Προηγουμένως όμως είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε αυθεντική σχέση μαζί Του, καλλιεργώντας την ταπείνωση του τελώνη και την αποφασιστική μετάνοια του ασώτου υιού. Ο Θεός δημιούργησε κάθε άνθρωπο με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ιδιαίτερος και μοναδικός σύνδεσμός του με τον Δημιουργό του να τον ολοκληρώνει και να τον τελειοποιεί. Έτσι αποτελεί ύψιστη αποστολή και σκοπό μας η δημιουργία ισχυρής σχέσεως με τον Χριστό και ο αδιάλειπτος διάλογος μαζί Του. Τότε όλες οι ανθρώπινες σχέσεις μας θα αντλούν δύναμη από τον σύνδεσμό μας με τον Θεό και θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τα πάντα, κάθε στοιχείο του κτιστού κόσμου, στο φως της σχέσεως αυτής. Αν η βελτίωση της σχέσεώς μας μαζί Του καταστεί η μοναδική φροντίδα μας, τότε βαθειά μετάνοια θα εκπηγάσει από τα βάθη του είναι μας. Όσο περισσότερο αυξανόμαστε εν Χριστώ, τόσο εναργέστερα θα προβάλλει μπροστά μας η πτωχεία μας ανανεώνοντας διαρκώς την έμπνευσή μας. Δεν θα φοβόμαστε τίποτα, γιατί τίποτα δεν θα είναι ικανό να μας χωρίσει από την αγάπη Του.

Η σχέση που οικοδομήσαμε με τον Σωτήρα μας στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και στον μέλλοντα κόσμο. Θα κριθούμε ανάλογα με την αγάπη μας και σύμφωνα με κάθε λογο του Χριστού που είναι αποθησαυρισμένος στο Ευαγγέλιο. Όπως ακριβώς ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του έθεσε στον Πέτρο το ερώτημα: «Φιλείς με;», το ίδιο ερώτημα θα θέσει στον καθένα από μας στον μέλλοντα αιώνα: «Και συ, φιλείς με;» Και εμείς θα απαντήσουμε: «Ναι, Κύριε, Συ γνωρίζεις ότι φιλώ Σε». Ο δυναμισμός όμως και η παρρησία της αποκρίσεώς μας θα εξαρτηθούν εξ ολοκλήρου από το βάθος του συνδέσμου μας με το Πρόσωπο του Χριστού. Όποια στάση υιοθετήσουμε στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και μετά το μνήμα, γεγονός που γίνεται σαφές στην ευαγγελική αφήγηση περί της κρίσεως των δικαίων. «Κύριε, πότε πράξαμε κάτι καλό πάνω στη γη; Σε Σένα πρέπει δόξα, σε μας αισχύνη» (Ματθ. 25,37-39) είναι η ταπεινή σκέψη που προφέρουν οι δίκαιοι ενώπιον του Κριτού και η οποία έθρεψε τη μετάνοιά τους στη ζωή αυτή. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε και εμείς να μαθητεύσουμε στη στάση αυτή της ταπεινώσεως από τώρα, ώστε να αξιωθούμε της αιώνιας ζωής με τον Κύριο. Η αλαζονεία και η αυτοδικαίωση δεν έχουν θέση στη ζωή Του, μπορούν όμως να μας συνοδεύσουν τραγικά στην αιωνιότητα, καταδικάζοντάς μας σε αιώνιο χωρισμό από Αυτόν.

Για μας Παράδεισος είναι ο Χριστός. Ο άγιος Σιλουανός διαβεβαιώνει: «Αν όλοι οι άνθρωποι μετανοούσαν και τηρούσαν τις εντολές του Θεού, ο παράδεισος θα ήταν στη γη, γιατί η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν. Η Βασιλεία του Θεού είναι το Άγιο Πνεύμα και το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο στον ουρανό και στη γη». Ο Παράδεισος αρχίζει στη γη με την αγάπη προς τον Θεό και τους αδελφούς μας. Εδώ έγκειται όλος ο πλούτος της αιώνιας ζωής, γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, για να μεγαλύνει τον Θεό αποδίδοντάς Του αιώνια δόξα. Εκείνος πάλι αγάλλεται με την επιστροφή της δόξας αυτής στην εικόνα Του, τον άνθρωπο, ο οποίος τότε απονέμει ακόμη μεγαλύτερο αίνο στον Δημιουργό του. Έτσι εισχωρούμε στην αέναη αυτή ανακύκλωση της αγάπης και της δοξολογίας. Η «κατά Θεόν αύξηση» συνιστά την αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, ο οποίος κλήθηκε να ομοιωθεί με τον Ίδιο τον Θεό.

---------------------------------------------------------------
(Αρχιμ. Ζαχαρία, Πιστοί στη διαθήκη της Αγάπης, εκδ. Ι. Σταυροπηγιακής Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ Ἀγγλίας 2012, σ. 171-190)

Σάββατο, Αυγούστου 10, 2013

Οικοδομώντας τόν Ναό τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας. (Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας)

100_8211a1

Τήν Δευτέρα 15 Απριλίου ο π. Ζαχαρίας, επισκεπτόμενος τήν Ναύπακτο καί τήν Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Βομβοκούς τής οποίας είναι ο Πνευματικός, ομίλησε στήν Σύναξη τής Δευτέρας, αντί τού Σεβασμιωτάτου, ο οποίος απουσίαζε στήν Κρήτη. Τό κείμενο τής ενδιαφέρουσας ομιλίας τού π. Ζαχαρία δημοσιεύουμε κατωτέρω.

Ακόμη καί όταν βρισκόμαστε γιά πολλά χρόνια «επί τής οδού», καί πάλι δέν πρέπει νά χαλαρώσουμε. Οι Πατέρες συνήθιζαν νά λένε ότι κάθε μέρα πρέπει νά βάζουμε μιά καινούργια αρχή καί νά ζητάμε από τόν Θεό βοήθεια γιά νά κάνουμε αυτήν τήν καινούργια αρχή. Όταν έχουμε μιά τέτοια στάση καί προσευχόμαστε γιά νά κάνουμε μιά καινούργια αρχή, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στήν αρχή τής σωτηρίας. Εάν κάθε μέρα ζητάμε από τόν Θεό νά μάς βοηθήση νά κάνουμε μιά καινούργια αρχή καί εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στήν οδό πρός τήν σωτηρία. Έτσι, «ηρξαίμην ποτέ τή ευδοκία Σου».
Είναι πολύ σημαντικό νά εξετάζουμε τούς εαυτούς μας γιά νά δούμε κατά πόσον ίσως έχουμε χαλαρώσει, κατά πόσον έχουμε πέσει σέ αμέλεια. Δέν αρκεί τό νά απέχουμε από τό κακό, πρέπει νά εργαζόμαστε καί τό αγαθό. Δέν αρκεί τό νά έχουμε μιά ψυχολογική ειρήνη, πρέπει νά αποκτήσουμε τήν πνευματική ειρήνη πού προέρχεται από τό «περισσόν» τής παρακλήσεως πού μάς δίνει ο Θεός. Ακούμε στήν Παραβολή τών Ταλάντων νά κατακρίνεται ο οκνηρός δούλος, όχι επειδή έκανε κάτι κακό -μάλιστα είχε φυλάξει καί τό τάλαντο πού τού είχε δώσει ο κύριός του -, αλλά καταδικάζεται επειδή δέν τό πολλαπλασίασε, δέν εργάστηκε μέ αυτό, δέν έδειξε ζήλο. Τό νά έχουμε ζήλο είναι πολύ σημαντικό.
Βρισκόμαστε όλοι «επί τής οδού» καί δέν πρέπει νά ξεχνάμε ότι ο Χριστιανισμός ονομάζεται «η Οδός». Διαβάζουμε ότι ο Απ. Παύλος πήγαινε στήν Αντιόχεια γιά νά συλλάβη όλους εκείνους πού ήταν «επί τής οδού», «όπως εάν τινας εύρη τής οδού όντας» (Πρ. θ’ 2), τής οδού τού Ιησού, τής οδού τού νέου Προφήτη πού αποκαλούσε τόν Εαυτό του Μεσσία, Υιό τού Θεού. Βεβαίως, ο ίδιος ο Κύριος είπε «εγώ ειμι η οδός» (Ιω. ιδ’, 6) καί είναι σημαντικό νά γνωρίζουμε τήν δική Του οδό. Γνωρίζουμε ότι τό «σημείο» τής οδού τού Κυρίου είναι η ταπείνωση, επειδή η οδός Του είναι οδός καταβάσεως από τόν ουρανό μέχρις εμάς τούς ανθρώπους καί ακόμη περισσότερο μέχρι τά κατώτατα μέρη τής γής. Επομένως, καί εμείς γινόμαστε όμοιοι μέ τόν Κύριο, μόνον όταν ταπεινώσουμε τούς εαυτούς μας καί όχι όταν έχουμε υπερηφάνεια.
Όλοι οι λόγοι πού εκπορεύονται από τό στόμα τού Κυρίου είναι λόγοι ταπεινώσεως καί τόν λόγο πού δεχόμαστε από Εκείνον, όταν τόν εφαρμόσουμε στήν ζωή μας, κατεργάζεται μέσα μας πνεύμα ταπεινώσεως καί προετοιμάζει τήν καρδιά γιά νά μπορέση νά δεχθή τό έλεός Του, όπως Εκείνος είπε: «έλεον θέλω καί ου θυσίαν. ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’, 13), δηλαδή, «δέν θέλω εξωτερικές λατρευτικές πράξεις ευσεβισμού, θέλω η καρδιά σας νά μπορή νά ανοίξη γιά νά δεχθή τό έλεός μου».
Ο Κύριος ήλθε γιά τούς αδυνάτους καί τούς ασθενείς καί όχι γιά όσους είναι αυτάρκεις καί ικανοποιημένοι μέ τούς εαυτούς τους. Μέ άλλα λόγια, γιά νά πορευθούμε τήν οδό τού Κυρίου πρέπει νά έχουμε πνευματικό ζήλο. Ο πνευματικός ζήλος είναι κάτι πολύ παράδοξο, όπως καί όλα όσα έχουν νά κάνουν μέ τον Θεό μας είναι παράδοξα, καί τό Ευαγγέλιό Του είναι ένα παράδοξο Ευαγγέλιο, μέ τήν έννοια ότι δέν είναι κατά άνθρωπον, είναι από έναν άλλον κόσμο.Ο Απ. Παύλος λέει ότι τό Ευαγγέλιον τού Κυρίου δέν είναι κατά άνθρωπον «τό ευαγγέλιον τό ευαγγελισθέν υπ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον ουδέ γάρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12).
Έτσι, λοιπόν, τά λόγια τού Κυρίου μάς βάζουν μέσα στήν δική Του οδό. Είναι πολύ σημαντικό νά μπούμε καί πάλι στήν δική Του οδό, όσο μακριά καί άν βρισκόμαστε, αρκεί νά βρεθούμε καί πάλι μέσα στήν οδό τού Κυρίου, επειδή Εκείνος είναι η οδός καί Εκείνος θά γίνη καί ο δικός μας συνοδοιπόρος. Στήν παραβολή τών ταλάντων είδαμε ότι εκείνος πού δέχθηκε πέντε τάλαντα εργάσθηκε καί «εποίησεν» άλλα πέντε καί εκείνος πού έλαβε δύο εργάσθηκε καί κέρδισε καί άλλα δύο. Καί στούς δύο δόθηκε ο ίδιος έπαινος, η ίδια ανταμοιβή, επειδή εκείνο πού έχει σημασία είναι νά αυξηθούμε μέσα στήν οδό τού Κυρίου καί έτσι νά εισέλθουμε στήν αιώνια αύξησή μας εν τώ Θεώ. Στήν πρός Κολοσσαείς επιστολή του ο Απ. Παύλος μιλάει γιά τήν αιώνια αύξηση «τήν αύξησιν τού Θεού» (Κολ. β’ 19).
Πρέπει νά εξασκηθούμε σέ αυτήν τήν οδό καί ο ίδιος ο Κύριος μάς καθοδηγεί λέγοντάς μας: « Δεύτε πρός με καί μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια’, 28-29). Δέν είπε: «Δεύτε πρός με, ότι παντοδύναμος καί πάνσοφος ειμί», αλλά «ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία». Αυτοί είναι οι δύο απαραίτητοι όροι, νά είμαστε πράοι καί ταπεινοί τή καρδία, γιά νά μπορέσουμε νά νεκρώσουμε τόν εγωϊσμό μας, νά νεκρώσουμε τόν παλαιό εαυτό μας πού «απ’ αρχής» εξεγείρεται εναντίον τού Θεού. Πρέπει, λοιπόν, νά διδαχθούμε από τόν Κύριο ταπείνωση καί πραότητα.
Καί οι νόμοι πού μάς κατευθύνουν σέ αυτήν τήν οδό τού Κυρίου είναι οι Μακαρισμοί. Οι Μακαρισμοί είναι η περίληψη ολοκλήρου τού Ευαγγελίου καί απαρτίζουν τήν νομοθεσία πού μάς κατευθύνει στήν οδό. Ακόμη καί όταν μελετούμε ανώτερα Μαθηματικά, πρέπει νά θυμόμαστε καί τήν απλή αριθμητική, ότι ένα καί ένα κάνουν δύο. Μέ τόν ίδιο τρόπο καί η βάση τής νομοθεσίας τού Ευαγγελίου είναι η πνευματική πτωχεία «Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι ότι αυτών εστίν η βασιλεία τών ουρανών» (Ματθ. ε’, 3). Πάνω απ? όλα πρέπει νά έχουμε συναίσθηση τής μηδαμινότητάς μας, τής πτωχείας μας, τής αχρειότητάς μας, γιατί τότε μπορεί νά ποθήσουμε νά βγούμε πάνω από όλα αυτά. Εκτός τού ότι είναι ο πρώτος Μακαρισμός, αποτελεί καί τό θεμέλιο τής ζωής μας, πού είναι ταπείνωση καί αυταπάρνηση, δηλαδή, τό νά αποδεχτούμε τήν μηδαμινότητά μας, τήν αμαρτωλότητά μας, τήν αχρειότητά μας, πού είναι μία πραγματικότητα καί νά τά ξεπεράσουμε.
Αυτά είναι τα θεμέλια τού ναού τού Θεού μέσα μας. Βεβαίως, όταν έχουμε τέτοια στερεά θεμέλια, τότε αρχίζουμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτά καί αμέσως ακολουθεί ο δεύτερος Μακαρισμός, ο δεύτερος νόμος πού διέπει τήν οδό τού Θεού, πού λέει «Μακάριοι οι πενθούντες, (οι κλαίοντες λέει ο Λουκάς) ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’, 4). Βέβαια, εκείνοι πού έθεσαν τά σωστά θεμέλια καί στέκουν ενώπιον τού Θεού μεμφόμενοι τούς εαυτούς τους ως αχρείους καί αναξίους εξαιτίας τής αθλιότητάς τους, σίγουρα θά χύνουν δάκρυα, σίγουρα θά θρηνούν τόν νεκρό πού φέρουν μέσα τους, ο οποίος νεκρός είναι η καρδιά μας πού στερείται τής αισθήσεως τού Θεού. Φέρουμε μέσα μας ένα πτώμα. Εάν δέν ζωοποιηθή η καρδιά μας μέ τήν αίσθηση τού Θεού, νομίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί -έχουμε μία αντλία μέσα μας πού στέλνει αίμα, αλλά, όμως, εκείνο πού πραγματικά φέρουμε μέσα μας είναι ένα πτώμα. Η καρδιά μας είναι ζωντανή, μόνον όταν έχουμε τήν «ειρήνην τήν πάντα νούν υπερέχουσαν» (Βλ. Φιλιπ.δ’, 7), όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, καί τήν γλυκύτητα τής θείας παρακλήσεως.
Αρχίσαμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτό τό μονοπάτι, «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Καί άν δέν παρηγορηθούμε σέ αυτήν τήν ζωή, δέν θά μπορέσουμε νά κάνουμε πρόοδο, δέν θά μπορέσουμε νά δράμουμε τήν οδό τών εντολών Του, επειδή είναι η δική Του παρηγοριά πού μάς ενδυναμώνει γιά νά δράμουμε τήν οδόν Του.
«Ευλογητός ο Θεός καί Πατήρ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο πατήρ τών οικτιρμών καί Θεός πάσης παρακλήσεως, ο παρακαλών ημάς εν πάση τή θλίψει ημών, εις τό δύνασθαι ημάς παρακαλείν τούς εν πάση θλίψει διά τής παρακλήσεως ής παρακαλούμεθα αυτοί υπό τού Θεού» (Β’Κορ. α’, 3)
Η παρηγοριά πού μάς δίδεται είναι κατά τό μέτρο τών θλίψεων πού βαστάζουμε (Βλ. Β’ Κορ. α’, 5). Μέσα σέ πέντε στίχους ο Απόστολος χρησιμοποιεί δέκα φορές τή λέξη παράκληση ή παρηγοριά. Καί είναι απολύτως απαραίτητο γιά εμάς νά έχουμε αυτήν τήν παρηγοριά, γιά νά μπορέσουμε νά σταθούμε στήν μοναχική ζωή έναντι τών επιθέσεων τού εχθρού, καί γιά νά έχουμε έμπνευση νά δράμουμε τήν οδόν χαίροντες. Δέν υπάρχει καμία χαρά στή ζωή μας, εάν δέν μπορούμε νά τρέξουμε τήν οδό μέ προθυμία.
Ο λόγος πού τά λέω όλα αυτά είναι γιά νά δείξω ότι μέ τήν εφαρμογή τών Μακαρισμών η ταπείνωση πού εμπεριέχεται μέσα τους μεταδίδεται καί σέ εμάς. Καί συνεχίζει, «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κατακληρονομήσουσι τήν γήν» (Ματθ. ε’, 5). Πραότητα είναι, όπως συνήθιζε νά λέη ο Γέροντας, αυτό πού εκφράζει στήν Κλίμακα ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, τό νά παραμένη ασάλευτος ο άνθρωπος είτε τόν προσβάλουν είτε τόν επαινούν. Καί τά δύο είναι δύσκολα. Εάν καί στίς δύο περιπτώσεις παραμένουμε οι ίδιοι, αυτό είναι πραότητα. Αυτοί, λοιπόν, πού είναι πραείς καί έχουν πάντοτε ειρήνη, θά κληρονομήσουν τήν γή, θά κατέχουν, δηλαδή, τήν καρδιά τους. Ο Γέροντας συχνά χρησιμοποιεί τόν όρο γή, όταν αναφέρεται στήν καρδιά : «Γενηθήτω τό θέλημά σου, ως εν ουρανώ καί επί τής γής» (Ματθ. στ’ 10), δηλαδή, «μακάρι νά κυριαρχήση στήν καρδιά μας τό θέλημά Σου, όπως βασιλεύει καί στόν ουρανό».
Όταν είμαστε πράοι, μπορούμε νά κληρονομήσουμε τήν γή. Στήν αρχαιότητα η γή ήταν η Χαναάν, η Παλαιστίνη, τήν οποία ο Κύριος υποσχέθηκε στούς Εβραίους τόν καιρό τής αιχμαλωσίας. Η γή όμως τήν οποία ο Κύριος τώρα μάς υπόσχεται είναι η «καινή γή», η «καινή κτίσις» καί αυτή η «καινή κτίσις» μάς αποκαλύπτεται, όταν ακολουθούμε τούς Μακαρισμούς τού Κυρίου.
«Μακάριοι οι πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην ότι αυτοί χορτασθήσονται»(Ματθ. ε’ 6) Εδώ χρονίζοντες στήν μέση τών Μακαρισμών, ο Κύριος αναμοχλεύει τόν ζήλο μας, λέγοντας ότι η πείνα καί η δίψα μας δέν πρέπει ποτέ νά ελαττωθούν, αλλιώς δέν είμαστε γιά Εκείνον. Έχουμε ανάγκη από ζήλο. Ο Κύριος μάς αποκάλυψε τήν οδόν Του καί μάς αποκάλυψε καί τον δικό Του ζήλο. Καί ο ζήλος Του ήταν νά εξαγνίση τόν Οίκο τού Θεού, δηλαδή νά «κτίση καρδιές καθαρές» (Πρβλ. Ψαλ. ν’ 12) πού γνωρίζουν τόν Κύριο, πού δέν έχουν ανάγκη νά τούς διδάξουν οι άλλοι «Ου μή διδάξωσιν έκαστος τόν πολίτην αυτού καί έκαστος τόν αδελφόν αυτού, λέγων, γνώθι τόν Κύριον» (Εβρ. η’ 11), αλλά καρδιές πού ήδη γνωρίζουν τόν Κύριο. Η οδός τού Κυρίου είναι γεμάτη από τόν ζήλο Του γιά τόν ναό τού Θεού. Καί ο ζήλος Του ήταν τέτοιος, πού τελικά Τόν κατέφαγε καί ο Κύριος τό θεωρούσε αυτό ως τό βάπτισμα μέσα από τό οποίο επρόκειτο νά περάση γιά χάρη τών ανθρώπων. Αυτός ο ζήλος τού Κυρίου εκφράστηκε ακόμη καί μέ εξωτερικό τρόπο, όταν καθάρισε τόν Ναό καί προκάλεσε τήν οργή τών εχθρών Του καί όλη η οργή καί η κακία τών εχθρών Του έπεσε πάνω Του. Ο ζήλος τού Κυρίου νά οικοδομήση, νά χτίση τόν ναό Του μέσα μας ήταν τόσο μεγάλος, πού τελικά τόν κατέφαγε μέχρι τέλους.
Πρέπει καί εμείς νά έχουμε αυτόν τόν ζήλο γιά τόν ναό τού Θεού μέσα μας. Πρέπει πάντοτε νά διαφυλάττουμε αυτόν τόν ναό -καί ο τρόπος γιά νά κάνουμε αυτό είναι μέσα από τήν νήψη, όπως είπαμε, ώστε κανένας αλλότριος λογισμός νά μήν μπορή νά κυριαρχήση εκεί καί νά αιχμαλωτίση τήν καρδιά. Δέν φτάνει, όμως, νά μήν έχουμε κακούς λογισμούς, αλλά πρέπει καί νά εργαζόμαστε λίγο-λίγο, μέρα μέ τή μέρα, ώστε νά συσσωρευθή στήν καρδιά μας η αίσθηση τού Θεού, όλη η παρηγοριά τού Θεού ή ο εξαγνισμός τού ναού τού Κυρίου. Μέρα μέ τή μέρα «επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’Κορ. ζ’ 1). Εάν έχουμε αυτόν τόν ζήλο, τότε παραμένουμε στήν οδό τού Κυρίου. Εάν έχουμε ταπείνωση καί ζήλο, τότε όλες οι δυνάμεις τής ψυχής μας κατευθύνονται πρός τόν Θεό καί τότε χτίζουμε τόν ναό τού Κυρίου μέσα μας.
Ακόμη καί αυτό όμως δέν είναι αρκετό. Πρέπει νά φροντίσουμε τό ναό τού Θεού πού υπάρχει μέσα στούς άδελφούς μας καί νά κάνουμε ό,τι μάς είναι δυνατόν γιά νά προστατέψουμε τό ναό αυτόν μέσα τους, νά μήν προσβάλουμε μέ κανέναν τρόπο τόν αδελφό μας. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ει βρώμα σκανδαλίζει τόν αδελφόν μου, ου μή φάγω κρέα εις τόν αιώνα ίνα μή τόν αδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α’ Κορ. η’ 13). Επειδή γνώριζε αυτό τόν ζήλο καί φύλαγε καλή συνείδηση μέ τούς αδελφούς του, λέει, γιατί νά φέρω πρόσκομμα στόν αδελφό μου «δι’ όν Χριστός απέθανεν» (Α’Κορ. η’ 11), γιατί νά προσβάλλω τόν αδελφό μου καί νά τόν εμποδίσω από τό νά χτίση τόν δικό του ναό στήν καρδιά του;
Έτσι ο κάθε ένας από τούς εν Χριστώ αδελφούς μας, κάθε ένας από τούς αδελφούς μας είναι ναός τού Θεού, κατοικητήριον τού Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι τό καθήκον τής ζωής μας : νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί νά τόν διαφυλάξουμε ακόμα καί μέσα στούς αδελφούς μας, μέ τήν ευγένεια, μέ τήν προσευχή, μέ τήν αγαθοεργία μας, ό,τιδήποτε προωθεί τό χτίσιμο τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας, καί κατά έναν παράδοξο τρόπο αυτό θά αντανακλάται καί σέ εμάς τούς ίδιους.
Έτσι, όταν έχουμε μιά αρνητική σκέψη γιά τούς αδελφούς μας, αυτό είναι μία επίθεση – προσβολή κατά τού ναού τού Θεού πού υπάρχει μέσα τους. Καί όταν κρατάμε μνησικακία εναντίον τού αδελφού μας, αυτό διατηρεί τό πνεύμα τής κακίας μέσα μας καί διατηρεί τήν αντίσταση στήν οικοδόμηση τού ναού τού Θεού. Είναι όμως φοβερό νά ακούη κανείς τόν λόγο τού Κυρίου μέσω τού Αποστόλου Παύλου «Εί τις τόν ναόν τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α’Κορ. γ’ 17). Καθώς δουλεύουμε μαζί, πρέπει νά είμαστε προσεκτικοί μεταξύ μας, ώστε νά κάνουμε τά πάντα γιά νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί επίσης αυτόν τόν ναό νά τόν διαφυλάξουμε καί ακόμη καί νά προωθήσουμε τήν οικοδομή του μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν μάς έχουν προσβάλει μέ κάτι, δέν κερδίζουμε τίποτα μέ τό νά ανταποδώσουμε τήν προσβολή, εάν ακούσουμε έναν κακό λόγο γιά εμάς καί ανταποδίδουμε άλλους πέντε κακούς λόγους ή όταν μάς κάνουν κριτική καί δικαιολογούμαστε, μέ αυτόν τόν τρόπο δέν οικοδομούμε τόν ναό τού Θεού ούτε σέ μάς, αλλά ούτε καί στούς αδελφούς μας. Αλλά όταν μάς προσβάλλουν καί εμείς ταπεινωνόμαστε γιά χάρη τής προστασίας τού ναού τού Θεού, τότε σίγουρα θά φέρουμε σέ φιλότιμο τόν αδελφό μας, ώστε νά αρχίση καί εκείνος νά ταπεινώνη τόν εαυτό του καί νά αναζητά συμφιλίωση – καταλλαγή μέ τόν Θεό, νά αναζητά μιά καλύτερη σχέση μέ τόν Θεό καί μέ τούς αδελφούς του καί νά μπορέση τελικά νά οικοδομήση καί αυτός τόν ναό τού Θεού μέσα του.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι πού μπορεί νά γίνη αυτό. Ο πιό σημαντικός είναι τό νά προσευχόμαστε ο ένας για τόν άλλον. Όταν ετοιμαζόμαστε γιά τήν Λειτουργία, ο κάθε ένας έρχεται στήν Λειτουργία μέ μεγάλη αγωνία, ώστε νά τόν δεχθή ο Κύριος καί νά γίνη δεκτός σέ αυτήν τήν ανταλλαγή ζωής πού γίνεται μέσα στήν Λειτουργία. Η αγωνία μας είναι : «Θά μέ δεχθή ο Κύριος, εμένα πού είμαι τόσο ανάξιος;». Γιατί νά μήν θυμηθούμε τούς αδελφούς μας πού περνάνε μέσα από τήν ίδια αγωνία καί νά πούμε: «Κύριε, ευλόγησον καί τήν παράσταση τών αδελφών μου καί πλήρωσον τάς καρδίας αυτών μέ τά δώματα τού Πνεύματός Σου καί μέ τήν άφθαρτη παράκληση τής χάριτός Σου». Άν έχουμε τέτοιες διαθέσεις, η ζωή μας θά αυξάνη μέ θαυμαστό τρόπο, θά «κτίζουμε τήν ζωή», όπως θά έλεγε ο Γέροντας. Ο Γέροντας συχνά θά τό εξέφραζε αυτό μέ έναν πολύ γενικό τρόπο : «Νά κτίσουμε ζωή», καί εννοούσε τήν οικοδομή τού ναού τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας. Είναι πραγματικά θαυμάσιο, όταν ξέρουμε ότι ο αδελφός μας λειτουργεί ή προσέρχεται νά κοινωνήση, νά προσευχηθούμε ώστε νά έχη μία ευλογημένη παράσταση καί νά γίνη δεκτός από τόν Κύριο. Άν επιθυμούμε αυτό γιά τούς αδελφούς μας, σίγουρα καί η δική μας Θεία Μετάληψη θά ειναι διαφορετική. Δοκιμάστε καί θά δείτε, θά είναι σάν νά κοινωνείτε γιά πρώτη φορά. Ακόμη καί όταν δέν μπορούμε νά είμαστε στήν Λειτουργία καί βρισκόμαστε στό δωμάτιό μας λόγω κάποιας ασθένειας ή κάποιας επείγουσας εργασίας καί προσευχόμαστε γιά τούς αδελφούς μας πού είναι στήν Λειτουργία καί γιά τόν Ιερέα πού λειτουργεί, σάς λέω, θά λάβετε τήν ίδια χαρά καί τήν ίδια παρηγοριά, όπως καί οι αδελφοί σας μέσα στήν Λειτουργία. Έτσι, πρέπει νά κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν γιά νά στηρίξουμε, νά διατηρήσουμε τόν ναό τού Θεού.
Μέρα μέ τή μέρα πρέπει νά κάνουμε καινούργια αρχή. Εάν βάζουμε καινούργια αρχή, οι Πατέρες μας μάς διαβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε εις οδόν σωτηρίας. Μιά νέα αρχή οικοδόμησης τού ναού τού Θεού μέσα μας, αλλά καί διαφύλαξης τής οικοδομής τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν κάνουμε έτσι, εκπληρώνουμε τίς δύο μεγάλες εντολές από τίς οποίες κρέμονται τά πάντα: Τό νά αγαπούμε τόν Θεό δίνοντάς Του όλον τόν χώρο μέσα μας, καί νά αγαπούμε τούς αδελφούς μας, συμβάλλοντας στό νά γίνη τό ίδιο μέσα τους( δηλαδή νά δώσουν καί εκείνοι όλον τόν χώρο στόν Θεό).
Όταν ήμουν μικρό παιδί, άκουσα μιά γριά στό χωριό μας νά λέη στόν γιό της : «Μήν τό κάνεις αυτό, όχι επειδή είναι ανήθικο ή κακό, αλλά επειδή φθείρεις τόν ναό τού Θεού». Ήταν απλή γυναίκα, αλλά ο νούς της ήταν πολύ θεολογικός: δέν ήθελε τήν αμαρτία επειδή η αμαρτία φθείρει, καταστρέφει τόν ναό τού Θεού. Πολύ θεολογική, πολύ ευαγγελική! Ενώ, άν πούμε ότι η αμαρτία είναι κάτι ανήθικο, αντικοινωνικό ή κάτι κακό κλπ. θά υπάρχη πάντοτε ένα ενάντιο επιχείρημα σέ όλα αυτά. Όταν όμως βάλουμε τόν νού μας στήν οικοδομή τού ναού τού Θεού, αυτό είναι τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό καί αιώνιο πού δέν μπορεί νά υπάρξη αντίλογος.
Ο Κύριος επετέλεσε μία παγκόσμια νίκη κατά τού εχθρού καί κατά τού θανάτου – αυτούς τούς δύο εχθρούς τής ανθρωπότητας. Επετέλεσε αυτήν τήν νίκη μέ έναν παράδοξο τρόπο: οι επιθέσεις (προσβολές) καί η οργή τού εχθρού, όπως λέει ο Προφήτης Ησαΐας, συνέτριψαν τόν Κύριο. Εάν ήταν δυνατόν, ο εχθρός θά συνέτριβε ακόμη καί τά οστά του. Γιά χάρη μας ο Κύριος έγινε όλος μιά πληγή, από τήν κορυφή ως τά άκρα τών ποδών Του, έτσι πού νά μήν υπάρχη τόπος γιά νά μπή επίδεσμος πάνω Του, λέει ο Ησαΐας ( Βλ. Ησαΐα 1, 6). Διέκρινε ο Προφήτης μέ έναν τόσο ρεαλιστικό τρόπο τό τραγικό γεγονός τής θυσίας τού Θεού γιά τήν σωτηρία μας. Όλη η σκαιότητα τού κακού πού είχε συσσωρευθή από τήν αρχή τής πτώσεως τού Εωσφόρου μέχρι τήν πτώση τού ανθρώπου, έπεσε πάνω στόν Κύριο. Καί ο Κύριος έσκυψε κάτω από αυτό τό κύμα χωρίς νά αντισταθή. Τά αποδέχτηκε όλα γιά χάρη μας, επειδή «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν» (Ιω. γ’ 16). Αναδύθηκε πίσω από αυτό τό κύμα, εγηγερμένος εκ νεκρών, καί βασιλεύει εις τούς αιώνας. Έτσι καί εμείς, όταν ένας πειρασμός ξεσηκώνεται εναντίον μας, είτε από έναν αδελφό, είτε από μία ασθένεια ή από κάτι άλλο, καί εμείς ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας στερεώνοντας τό βλέμμα μας σέ Εκείνον πού πορεύθηκε αυτήν τήν οδό πρίν από εμάς καί μπορεί νά μάς ελεήση, καί πηγαίνουμε κάτω από τό κύμα, τότε θά αναδυθούμε αβλαβείς από τήν άλλη πλευρά τού κύματος, δηλαδή θά γίνουμε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου.
Αληθινά μεγάλος, λοιπόν, δέν είναι εκείνος πού δείχνει τήν δύναμή του, βάζει τόν «αντίπαλό» του στή θέση του καί αφήνει τόν εγωϊσμό του νά κυριαρχή. Αυτό δέν είναι νίκη γιατί τό κακό γίνεται διπλό, τριπλό καί πολλαπλασιάζεται. Η αληθινή νίκη είναι νά μπορούμε νά σκύψουμε κάτω καί νά αναδυθούμε από πίσω, μέτοχοι τής νίκης τού Χριστού. Η ταπείνωση είναι η νίκη. Τό έχουμε δεί αυτό πολλές φορές στίς διηγήσεις τών Πατέρων. Στόν άγιο Αββά Δωρόθεο διαβάζουμε ότι ένας από τούς συμμοναστές του, πού έμενε πάνω από τόν Αββά Δωρόθεο, έριχνε πάνω του τά ούρα του καί τίναζε τίς κουβέρτες του πού ήταν γεμάτες κοριούς. Ο Αββάς Δωρόθεος όπως ήταν κουρασμένος από τίς δουλειές πού έκανε γιά τή Μονή, κοιμόταν τήν νύχταν αλλά τό πρωΐ έβρισκε τόν εαυτό του τσιμπημένο παντού από τούς κοριούς πού είχε ρίξει ο συμμοναστής του πάνω του. Καί ποτέ του δέν είπε κουβέντα σέ αυτόν τόν μοναχό, γιά νά μήν ταράξη τήν συνείδησή του. Εκείνος ο μοναχός, όντας απλός καί χωρίς νά γνωρίζη ακριβώς τί έκανε, ίσως νά σώθηκε μέ τίς ευχές τού Αββά Δωροθέου. Καί ο Αββάς Δωρόθεος είναι ζωντανός καί δοξασμένος σέ όλη τήν αιωνιότητα ενώπιον τού Θεού καί εμείς τόν τιμούμε ως Διδάσκαλο καί Πατέρα μας.
Στούς Πατέρες τής ερήμου βρίσκουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Έβγαιναν νικητές όταν, ενώ τούς ράπιζαν “επί τήν δεξιά σιαγόνα» (Βλ. Ματθ. ε’, 39) αυτοί έστρεφαν καί τήν αριστερή χωρίς νά ανταποδίδουν τό κακό. Νίκη γιά αυτούς ήταν τό νά αντιδράσουν μέ ταπείνωση καί νά μήν ανταποδώσουν τό κακό. Ο θυμός είναι σάν νά ανάβη κανείς μιά φωτιά, όπως μάς λένε οι Πατέρες μας. Γι’ αυτόν τόν λόγο καί οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι απλώς καί μόνον τό νά δικαιολογούμε τόν εαυτό μας – πόσο μάλλον όταν ανταποδίδουμε τό κακό – σημαίνει ότι μισούμε τήν ψυχή μας, επειδή, όταν δικαιολογούμαστε καί υπερασπιζόμαστε τά δικαιώματά μας, χάνουμε τήν ευκαιρία πού μάς δίδεται νά αποκτήσουμε μιά νίκη γιά τήν ψυχή μας. Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; διατί ουχι μάλλον αποστερείσθε;» (Α’ Κορ. στ’, 7). Γιατί έτσι θά γίνετε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου, ο Οποίος είπε γιά τόν εαυτό του ότι: «Εγενόμην νεκρός, καί ιδού ζών ειμί εις τούς αιώνας τών αιώνων» (Αποκ. α’ 18).
Αυτή είναι η οδός γιά κάθε νίκη, νά μήν δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας καί μέ αυτόν τόν τρόπο θά βγαίνουμε νικητές. Άς είμαστε πάντοτε έτοιμοι νά ζητήσουμε συγνώμη, ακόμη καί όταν νομίζουμε ότι δέν φταίμε καί τόσο πολύ, γιατί είμαι βέβαιος ότι αυτό θά φέρη τόν αδελφό μας σέ φιλότιμο καί θά τόν κάνη νά υπολογίση σοβαρά καί εμάς, αλλά καί τίς εντολές τού Θεού καί νά βρή τήν δύναμη νά αρχίση καί αυτός νά κτίζη τόν ναό τού Θεού μέσα του. Αληθινή νίκη είναι νά μάθουμε ταπείνωση καί όλα όσα κάνουμε στήν μοναχική ζωή αποσκοπούν στό νά δράμουμε τήν ταπεινή οδό τού Κυρίου, επειδή «εν τή ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη» (Ησ. νγ’ 8), δηλαδή, μέσα από τήν ταπείνωσή Του ο Κύριος έφερε τή νίκη.
Εάν αγαπούμε τήν αθάνατη ψυχή μας – καί όχι τό κακό πού έχει γίνει ψυχή μας, τό οποίο θά έπρεπε νά μισούμε – τότε δέν πρέπει ποτέ νά δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ενώπιον τού Θεού καί κάνοντας αυτό εκπληρώνουμε όλες τίς εντολές. Ο Κύριος είπε: «Όταν ποιήσετε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’ 10).
Μόνον όταν ένεργούμε κατ’ αυτόν τόν τρόπο ανοίγουμε χώρο γιά τήν Χάρη τού Θεού νά εργαστή μέσα μας. Η αρχή είναι πάντοτε δύσκολη, όταν όμως δείξουμε επιμονή στό ξεκίνημα, τότε έρχεται η παράκληση τής Χάριτος τού Θεού καί αυτή η παράκληση κάνει τήν δουλειά γιά εμάς καί γίνεται εύκολη η οδός, τότε γνωρίζουμε μεγάλη ανάπαυση, μεγάλη παρηγοριά σέ αυτήν τήν οδό γιατί τότε πραγματικά αρχίζουμε νά γινόμαστε «διδακτοί θεού» (Ιω. στ’ 45).

Ερώτηση: Πάτερ, σέ περίπτωση ασθένειας πώς πηγαίνει κάποιος κάτω από τό κύμα;
Απάντηση: Μέ τό νά λέμε στόν Κύριο: «Κύριε, γνωρίζω πώς είσαι αγαθός καί η πηγή κάθε αγαθού καί άν Εσύ επέτρεψες νά μέ βρή αυτή η ασθένεια, αυτό σημαίνει πώς είναι γιά τό καλό μου. Αλλά όμως, επειδή είμαι τυφλός, βοήθησέ με νά δώ πώς θά βρώ αυτό πού είναι καλό γιά εμένα βοήθησέ με νά μάθω ταπείνωση, ώστε νά αποκτήσω τήν χάρη Σου, καί η δική Σου χάρη θά σκεπάση τήν ασθένειά μου καί ακόμη θά αναπληρώση τά υστερήματά μου».
Πολλές φορές, εάν ταπεινωθούμε, μπορεί νά μήν γίνουμε καλά, αλλά όμως η παρηγοριά πού θά λάβουμε θά μάς ανεβάση πάνω από τήν ασθένειά μας, καί αυτή είναι η αληθινή νίκη.
Εάν μετατρέπουμε τήν ασθένειά μας σέ γιορτή, έχουμε τήν άφθαρτη παρηγοριά τού Θεού πού μάς σκεπάζει καί αυτό είναι «κρείσσον υπέρ ζωάς» (Πρβλ. Ψαλ. ξδ’ 4). Έτσι, πρέπει πάντοτε νά μαθαίνουμε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ότι πάνω από όλα μάς αξίζει αυτή η ασθένεια πού μάς βρήκε, ότι ίσως ο Θεός τό επέτρεψε γιά νά μάς διδάξη κάτι καινούργιο, νά μάς θυμίση τήν ταπεινή οδό πού θά έπρεπε νά έχουμε στήν ζωή μας. Πρέπει νά πιστεύουμε πώς είναι γιά τό καλό μας καί ακόμη καί όταν δέν τό βλέπουμε αυτό, πρέπει νά ζητάμε από τόν Θεό νά μάς τό δείχνη. Ο Θεός, όμως, πάντα παραμένει ευλογητός εις τούς αιώνας (Βλ. Ιώβ α’ 21), όπως συνήθιζε νά μάς διδάσκη ο Γέροντας. Αυτή είναι μία σταθερά στή ζωή μας, ότι ο Θεός παραμένει ευλογητός επειδή είναι αγαθός. Κρατάμε αυτήν τήν σταθερά ως ένα στύλο τής ζωής μας καί περιστρεφόμαστε γύρω του, μέχρι νά δούμε τό καλό πού βγαίνει από τήν ασθένειά μας.
Μερικές φορές φοβόμαστε νά μιλήσουμε, όμως άν μελετήσουμε τήν οδό τού Κυρίου, θά δούμε τί υπέφερε Εκείνος σέ αυτήν τήν οδό, καί θά δούμε καί όλα όσα είναι πολύτιμα στά μάτια τού Κυρίου. Γι’ αυτό τό νά πάσχη κανείς μέ καλή συνείδηση ενώπιον τού Θεού, δηλαδή, γιά χάρη τών εντολών Του, έχει μεγάλη δόξα, λέει ο Απόστολος Πέτρος (Α’Πετ. α’ 20) Κάθε είδους πάθημα όμως μπορεί νά γίνη δεκτό μέ τρόπο σύμφωνο πρός τίς εντολές Του, εάν ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας, οπότε καί θά λάβουμε μεγαλύτερη δόξα.

Αυτό πού πραγματικά όμως ήθελα νά πώ είναι: Νά θυμόμαστε ότι είμαστε ο ναός τού Θεού καί πώς ο σκοπός τής ζωής μας είναι νά κτίσουμε αυτόν τόν ναό μέσα μας. Αλλά αυτό είναι μόνον τό μισό τού πράγματος. Τό άλλο μισό είναι νά βοηθήσουμε τούς αδελφούς μας καί νά έχουμε τέτοια συναναστροφή μαζί τους, ώστε να στηρίζουμε καί νά διαφυλάττουμε τόν ναό τού Θεού μέσα τους. Όλο αυτό γιά νά γίνη πρέπει νά φυλάττουμε τά λόγια τού Κυρίου, επειδή τά λόγια Του καί οι εντολές Του προέρχονται από τό ταπεινό Πνεύμα καί η ταπείνωση φέρνει τήν χάρη πού κάνει τά πάντα γιά εμάς.
Σέ όλα τά αναγνώσματα τών Ευαγγελίων τών Κυριακών πρίν τήν Μεγάλη Σαρακοστή -τού Τελώνη καί τού Φαρισαίου, τού Ασώτου υιού, τών Ταλάντων, τής Κυριακής τής Κρίσεως- βλέπουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα χωρίζεται σέ δύο κατηγορίες: σέ εκείνους πού δικαιώνουν τούς εαυτούς τους καί σέ εκείνους πού μέμφονται τούς εαυτούς τους καί παίρνουν τό πταίσμα επάνω τους. Εκείνοι πού μπορούν νά μεμφθούν τούς εαυτούς τους στέκουν μέ τόλμη ενώπιον τού Κυρίου, όπως γιά παράδειγμα αυτοί πού εργάστηκαν μέ επιμέλεια τά τάλαντα πού τούς δόθηκαν είπαν: «Κύριε, ιδού…», καί ο Κύριος τούς δόξασε, αλλά αντίθετα καταδίκασε εκείνους πού δικαίωναν τούς εαυτούς τους.
Αυτές είναι οι δύο στάσεις πού βρίσκουμε στίς δύο κατηγορίες τής ανθρωπότητας, οι οποίες μάς συνοδεύουν καί μετά τόν τάφο.
Άς επιλέξουμε τήν αγαθή στάση.
Συγχωρέστε με.
ΠΗΓΗ.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ
πηγή  /  αντιγραφή

Σάββατο, Ιουνίου 29, 2013

"Η αυταπάρνηση της Θεομήτορος"


(αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου) 

Στον γάμο της Κανά (Ιωάν. 2), η Μητέρα του Κυρίου πλησίασε τον Υιό της με πολλή διακριτικότητα και ταπείνωση, όντας ταπεινή και αγία Παρθένος, για να του αναγγείλει με πραότητα: «Οίνον ουκ έχουσιν». Ενώ ακόμη πρόφερε τα λόγια αυτά, γεννήθηκε στην καρδιά της η σκέψη ότι ίσως είχε έλθει η ώρα να φανερώσει ο Κύριος τη δόξα Του, γιατί το πνεύμα της μελετούσε τα μεγαλειώδη γεγονότα, στα οποία η ίδια είχε παραστεί ως μάρτυρας από την ημέρα ακόμη του Ευαγγελισμού. Ο Κύριος αποκρίθηκε στον βαθύ αυτό συλλογισμό της καρδιάς της, και η απάντησή Του καταδεικνύει με ποιόν τρόπο η επικοινωνία στο πνευματικό επίπεδο στοχεύει την ουσία του θέματος, παρακάμπτοντας τα προκαταρκτικά στάδια της συνήθους συζητήσεως.

Η αγία Παρθένος είχε παρευρεθεί στο επίκεντρο των πιο ασυνήθιστων και υπερφυσικών γεγονότων: της συλλήψεως και γεννήσεως του Υιού του Θεού, της λατρευτικής προσκυνήσεως των Μάγων που ακολούθησε τη γέννησή Του, της εμφανίσεως της χορείας των Αγγέλων, του ονείρου του Ιωσήφ, με το οποίο ο Κύριος απομάκρυνε κάθε αμφιβολία από την καρδιά του, της φυγής στην Αίγυπτο, της προστασίας του Θεού κατά τη διάρκεια της σφαγής χιλιάδων βρεφών από τον Ηρώδη, της κλήσεως των πρώτων μαθητών μετά τη Βάπτιση του Κυρίου. Όλα αυτά τα γεγονότα πρόσφεραν πλούσια και εύγλωττη μαρτυρία εκ μέρους του Θεού για τα πρόσωπα του Χριστού και της Υπεραγίας Μητρός Του. Επί τριάντα χρόνια η Θεομήτωρ τα είχε φυλάξει ως πολύτιμο θησαυρό μέσα στην καρδιά της. Όταν το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε από τους ουρανούς και αναπαύθηκε πάνω στον Κύριο κατά τη Βάπτισή Του –«εν είδει περιστεράς», προκειμένου να μαρτυρήσει τη θεότητα του Υιού πριν από όλους τους αιώνες–, η καρδιά της άρχισε να πλημμύριζει από άγια προσδοκία. Ανέμενε να δει την στιγμή, που ο Κύριος θα αποκάλυπτε τη δόξα Του. Τώρα λοιπόν η Μαριάμ, η Μητέρα του Θεού, προσεγγίζει τον Υιό της με μεγάλη συστολή, όπως θα άρμοζε σε κόρη μάλλον παρά σε μητέρα, και Του λέει: «Οίνον ουκ έχουσιν». Ο Κύριος αποκαλεί τη Μητέρα Του «γυναίκα», προσηγορία που θα Της απευθύνει επίσης και κατά τη σταύρωση: «Γύναι, ίδε ο υιός σου!» (Ιωάν. 19,26). Η απάντησή Του είναι ίσως αρκετά αυστηρή, αλλά οπωσδήποτε ευγενής: «“Γύναι, τί εμοί και σοι;” Αδυνατώ να εκπληρώσω τις επιθυμίες της μητέρας μου, γιατί πρέπει να φέρω εις πέρας την αποστολή του Πατέρα μου και η ώρα μου δεν έχει έλθει ακόμη».


Με τον τρόπο αυτό ο Κύριος εκκόπτει τις επιθυμίες της μητέρας Του και φαίνεται να τις αγνοεί. Αν δεν είχε υιοθετήσει τη στάση αυτή, δεν θα μπορούσε αργότερα να προφέρει τον λόγο: «Εί τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται μου μαθητής είναι» (Λουκ. 14,26). Όπως έλεγε ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο Κύριος ποτέ δεν παρέδωσε εντολές, τις οποίες δεν είχε ο Ίδιος πρώτα τηρήσει στη ζωή Του. Ζώντας σύμφωνα με τις δικές Του εντολές, Αυτός που είναι η Οδός, παρέδωσε στους μαθητές Του οδό ζωής. Επί τριάντα χρόνια έζησε με υπακοή στους γονείς Του, σύμφωνα με το κατά Λουκάν ευαγγέλιο. Αλλά είχε έλθει η ώρα να τα αφήσει όλα πίσω Του χάριν της θεϊκής αποστολής Του για τη σωτηρία του κόσμου.

Ο εχθρός ωστόσο κατεδίωκε τον Κύριο αμείλικτα, προσπαθώντας να συλλάβει Εκείνον, ο Οποίος ήταν ακηλίδωτος και ως προς την ελάχιστη αμαρτία, γιατί αυτό θα ήταν αρκετό, για να ακυρωθεί όλο το σωτηριώδες έργο Του. Ο Κύριος όφειλε, κατά συνέπεια, να τηρεί πολύ αυστηρή στάση σε κάθε περίσταση, ώστε να μην παραχωρήσει στον εχθρό καμία πρόφαση. Πράγματι, ο Ίδιος εξεπλήρωσε τον νόμο με τέλεια υποταγή στο θείο θέλημα του Πατρός Του. Η υπακοή στους επίγειους προστάτες Του είχε, σε τελική ανάλυση, δευτερεύουσα σημασία. Η αδιαφορία του Κυρίου για το θέλημα των συγγενών Του εκδηλώθηκε και σε άλλη περίπτωση, όταν η Μητέρα Του και οι αδελφοί Του ήθελαν να Τον απομακρύνουν από το πλήθος που απειλούσε να Τον σκοτώσει: «Τίς εστιν η μήτηρ μου και τίνες εισίν οι αδελφοί μου;» (Ματθ. 12,48).

Η Θεομήτωρ αποδέχθηκε την απάντηση του Υιού της με ακράδαντη πίστη, παραμερίζοντας τη δική της επιθυμία με πράξη αυτοκενώσεως. Ήταν έτοιμη να ελπίσει παρ’ ελπίδα, όπως έκανε ο Αβραάμ. Μπορεί να μην εννόησε τους λόγους της αρνήσεως του Κυρίου, αλλά είχε απόλυτη εμπιστοσύνη ότι κάθε ενέργειά Του ήταν ορθή. Στην Κανά παρά το ότι ταπεινώνεται από τον Υιό της, εμφορούμενη από τέλεια πίστη, προτρέπει τους υπηρέτες: «Ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε».

Ο Κύριος τίμησε τη Μητέρα Του. Το νερό μετατράπηκε σε κρασί και ο αρχιτρίκλινος της εορτής επαίνεσε τον γαμπρό λέγοντας: «Πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι, και όταν μεθυσθώσι, τότε τον ελάσσω· συ τετήρηκας τον καλόν οίνον έως άρτι». Οι Πατέρες μας διδάσκουν ότι ο Θεός πάντοτε διαφυλλάσει τον «καλόν οίνον» για το τέλος. Προηγούνται παθήματα και θλίψεις, και μόνο προς το τέλος μας προσφέρεται το εκλεκτό κρασί της χάριτός Του.

Σε όλη τη διάρκεια της επίγειας αποστολής Του ο Κύριος κατέστησε σαφές ότι χρεωστούσε αφοσίωση πρωτίστως στον Θεό, με την υπακοή στις εντολές Του. Αποδεικνύοντας στους μαθητές Του ότι είχε έλθει στη γη, για να εκπληρώσει το θέλημα του Ουρανίου Πατρός Του, εντούτοις ποτέ δεν παραμέλησε τη Μητέρα Του. Εξαρχής η Παναγία αποτέλεσε το μεγαλύτερο όργανο για την πραγμάτωση του σωτηριώδους έργου Του. Την ώρα της σταυρώσεώς Του, και ενώ ολόκληρη η επίγεια αποστολή Του φαινόταν να αιωρείται πάνω από την άβυσσο του αιώνιου θανάτου, ακόμη και τότε, επιδείκνυε άγρυπνο ενδιαφέρον για την προστασία της (Ιωάν. 19,26-27). Ποιός άλλος θα μπορούσε να εμφορείται από πνεύμα υπακοής και αυτοθυσίας περισσότερο από την Αγία Μητέρα Του; Αποδέχθηκε το θέλημα του Υιού της, θυσιάζοντας το δικό της με τέλεια ταπείνωση, πίστη και υπομονή. Ο Κύριος της αντέτεινε: «Ούπω ήκει η ώρα μου». Αλλά καθώς η Θεομήτωρ εγκολπώθηκε την ταπείνωση αυτή με μεγάλη πραότητα, έδωσε στον Κύριο τη δυνατότητα να εκδηλώσει πολύ σύντομα το μεγαλείο της δόξας Του. Με την ταπείνωση και την κένωσή της η Αγία Παρθένος επέσπευσε την ώρα της δόξας του Υιού της. Στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο η «ώρα» Του είναι αυτή της φανερώσεώς Του ως Μεσσία (Ιωάν. 5,25,28· 7,30· 8,20· 13,1), ενώ σε πολλά άλλα χωρία αναφέρεται στη σταύρωσή Του. Τότε η δόξα Του επρόκειτο να αποκαλυφθεί σε υπέρτατο βαθμό στην έως θανάτου αγάπη Του, την ολοκλήρωση του έργου Του για τη σωτηρία του κόσμου. (Ματθ. 26,45· Μαρκ. 14,41).

Το ίδιο είδος κενώσεως συναντούμε στους βίους πολλών Αγίων, όπως και πολλών πιστών χριστιανών. Την ώρα της εγκαταλείψεως, του πόνου και της δοκιμασίας εναποθέτουν όλη την εμπιστοσύνη τους στον Κύριο, και παρότι είναι βυθισμένοι σε ολέθριο και ζοφερό άδη, με ένα άλμα γεμάτο ανδρεία βρίσκονται απροσδόκητα στο φως της Βασιλείας των ουρανών. Όπως προφητικά γράφει ο βασιλιάς Δαβίδ στους Ψαλμούς του: «Εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου· απέρριμαι από προσώπου των οφθαλμών σου. Δια τούτο εισήκουσας της φωνής της δεήσεώς μου» (Ψαλμ. 31,22). Ο Θεός παραχωρεί στους Αγίους να υποστούν πλήρη κένωση, την οποία εκείνοι αποδέχονται με απόλυτη εμπιστοσύνη, προσηλωμένοι με αταλάντευτη διάνοια στην αιώνια μακαριότητα που επιφυλάσσει ο Θεός στους δικαίους Του. Έτσι πραγματοποιείται η διάβαση από το ψυχολογικό επίπεδο στο οντολογικό, όπως έλεγε συχνά ο Γέροντας Σωφρόνιος. Στην κατάσταση ακριβώς αυτή γινόμαστε μέτοχοι της θεϊκής ενέργειας του μεγάλου ελέους του Χριστού.

Όπως ακριβώς η κένωση της Θεομήτορος διευκόλυνε την έλευση της ώρας του Υιού της, κατά την οποία αποκάλυψε τη δόξα Του και οι μαθητές Του στερεώθηκαν στην πίστη τους, παρόμοια και στους βίους όλων των Αγίων, η απαρασάλευτη πίστη τους και η παρ’ ελπίδα ελπίδα τους επισπεύδει την ώρα του μεγάλου ελέους του Κυρίου. Μερικές φορές δεν είναι σε θέση να εννοήσουν τους λόγους για τη δοκιμασία που υφίστανται, αλλά γνωρίζουν με απόλυτη βεβαιότητα ένα πράγμα: ότι η δικαιοσύνη και η αρετή ανήκουν μόνο στον Θεό, ο Οποίος μένει αγαπητός και ευλογητός εις τους αιώνας. Ο Γέροντας Σωφρόνιος βεβαίωνε ότι, όταν προσφέρουμε γνήσια μετάνοια έως θανάτου, κατά τα πρότυπα των Αγίων, δεν αρμόζουν σε μας ερωτήματα του είδους: «Γιατί μου συμβαίνει αυτό; Γιατί μου το κάνεις αυτό, Κύριε;». Σε μας η αληθινή σοφία υπαγορεύει το ερώτημα: «Πώς πρέπει να ενεργήσω τώρα, Κύριε, ώστε να αποφύγω την αμαρτία και την αποτυχία στις επαγγελίες Σου;».

Όσον αφορά τη ζωή της Θεομήτορος, έχουν καταγραφεί στις Γραφές πολύ λίγοι αλλά εξαιρετικά σημαντικοί μαργαρίτες, οι οποίοι ως θυρίδες μας επιτρέπουν να εισδύσουμε στο εξέχον μυστήριο Της. Ο σκοπός του θαύματος του Κυρίου στην Κανά ήταν να ενισχύσει την πίστη των μαθητών Του. Η αποκάλυψη Του σε αυτούς έπρεπε να προηγηθεί της φανερώσεώς Του στα πλήθη. Όταν ο Κύριος μετέτρεψε το νερό σε κρασί, οι οφθαλμοί των μαθητών διανοίχθησαν. Συντελέσθηκε όμως μεγάλη αλλαγή στη ζωή της Θεομήτορος. Ο Χριστός, πειθαρχώντας στον νόμο, είχε πλήρως υποταχθεί σε Αυτήν, εφεξής όμως εκείνη γίνεται υποτακτική Του, ως Μητέρα και ως διάκονός Του.

Ο σκοπός της ζωής μας είναι να αναγγείλουμε με τα έργα μας τη δόξα του Θεού, για την οποία εξαρχής μας δημιούργησε και μας συντηρεί. Ακόμη και όταν πεθαίνουμε, αποβλέπουμε στη δόξα Του, στη μετοχή μας και στην αιώνια παραμονή μας σε αυτήν. Ο Κύριος μετέσχε στην ανθρώπινη ζωή ως ξένος, ως επισκέπτης, και χάρη στην ταπεινή εμφάνισή Του μπόρεσε να εδραιώσει τη Βασιλεία Του. Υπήρξε προσκεκλημένος και στον γάμο της Κανά, αλλά αξιοποίησε την ευκαιρία, για να ιδρύσει τη δική Του θεϊκή οικογένεια, την Εκκλησία, την επίγεια Βασιλεία Του, κάνοντας αρχή από την Πανάχραντο Μητέρα Του και τους μαθητές Του.

Όπως ο Κύριος από το νερό προκάλεσε αφθονία εκλεκτού κρασιού, έτσι και όταν επεμβαίνει στην ενδεή ζωή μας, εκχέει μέσα της τον πλούτο της δικής Του ζωής, ανακαινίζει, ομορφαίνει και νοηματοδοτεί όλη την ύπαρξη μας. Εξάλλου ο Ίδιος ανήγγειλε: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιωάν. 10,10).

------------------------------------------------------------------------------------
(Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης, εκδ. Ι.Σταυροπηγιακή Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2012, σ. 298-303).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...