Κυριακή της Σαμαρείτιδος, σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί και η Αγία μας Εκκλησία στο Αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας -που προέρχεται από το ιερό βιβλίο Πράξεις Αποστόλων της Καινής μας Διαθήκης- μας μεταφέρει νοερά σ’ ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο. Μας γυρίζει εκατοντάδες χρόνια πριν, τότε που η Εκκλησία του Ιησού Χριστού έκανε τα πρώτα βήματά της στην ιερή γη της Παλαιστίνης και λίγο έξω από αυτήν. Ας δούμε όμως πρώτα, στην δική μας καθημερινή γλώσσα, το περιεχόμενο του αναγνώσματος, ώστε στη συνέχεια να διατυπώσουμε κάποιες ωφέλιμες πνευματικές σκέψεις με αφορμή αυτό.
Γράφεται λοιπόν στο ιερό κείμενο: «Εκείνες τις μέρες, οι απόστολοι που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα, μετά τον διωγμό που ακολούθησε τον λιθοβολισμό του Στεφάνου, έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια. Σε κανέναν δεν κήρυτταν για τον Χριστό παρά μόνο στους Ιουδαίους. Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, που είχαν έρθει στην Αντιόχεια και κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους, και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Οι ειδήσεις γι’ αυτά έφτασαν και στην εκκλησία των Ιεροσολύμων· έτσι έστειλαν τον Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε, και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη. Έτσι, πολύς κόσμος προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου. Ύστερα ο Βαρνάβας πήγε στην Ταρσό για να αναζητήσει τον Σαύλο. Όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια. Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν πολύ κόσμο. Επίσης στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του Ιησού «χριστιανοί». Εκείνες τις μέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες στην Αντιόχεια. Ένας απ’ αυτούς που τον έλεγαν Άγαβο, προανάγγειλε με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ότι θα πέσει σ’ όλη την οικουμένη μεγάλη πείνα, πράγμα που έγινε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος. Οι χριστιανοί στην Αντιόχεια αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Αυτό κι έκαναν: έστειλαν τη βοήθειά τους με τον Βαρνάβα και τον Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων»(Πράξεων, κεφ. 11, στίχ. 19-30).
Στα όσα μόλις ακούσαμε, περιγράφονται όλα εκείνα που συνέβησαν στην ζωή της Εκκλησίας, αμέσως μετά το λιθοβολισμό του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Ήταν τότε που οι πιστοί διωγμένοι από την πόλη των Ιεροσολύμων και τα περίχωρά τους, σκορπίστηκαν στις γύρω κοντινές αλλά και πιο μακρινές περιοχές. Κι ενώ οι διώκτες τους πίστευαν πως είχαν απαλλαγεί μια και καλή από τους «οπαδούς του Ναζωραίου» και πως με το φόβο είχαν καταφέρει να πνίξουν στο σκοτάδι του θρησκευτικού κατεστημένου τους την «αίρεση» -όπως τη θεωρούσαν- του «πλάνου» Ιησού, στην πραγματικότητα προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στο σχέδιο του Θεού για την εξάπλωσή της. Κι αυτό γιατί οι διωκόμενοι πιστοί του Θεανθρώπου, μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες, μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντα που μπόρεσαν να διασώσουν από την μανία των εχθρών τους, πρωτίστως το φως του Θείου Λόγου που είχε ανάψει για τα καλά στις καρδιές τους. Αυτό το φως που κανένα σκοτάδι δεν θα μπορούσε πια να νικήσει, γιατί δεν προερχόταν από υλική φωτιά, αλλά από το πυρ της Θεότητος του Αναστάντος Κυρίου, «η δύναμη -του οποίου- ήταν μαζί τους».
Έτσι το «διωκόμενο» φως του Ευαγγελίου του Χριστού, έλαμψε στη Φοινίκη, στην Κύπρο, στη Μικρά Ασία. Εκεί, στην περίφημη πόλη της Αντιόχειας, φώτισε τη ζωή των κατοίκων της σε τέτοιο βαθμό, ώστε προκάλεσε το θαυμασμό ακόμα και αυτών των ίδιων των Αποστόλων, που απέστειλαν τον Βαρνάβα, «άνθρωπο αγαθό, γεμάτο Άγιο Πνεύμα και πίστη» για να στηρίξει με τη διδασκαλία και το παράδειγμα της αγίας και ενάρετης ζωής του όλους όσους «πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους».
Το φως του Ευαγγελίου όμως, προκάλεσε και την αντίδραση όλων εκείνων των κακοπροαίρετων και σκοτισμένων ανθρώπων που μισούν το φως και φοβούνται την αλήθεια. Ήταν αυτοί που δεν ανέχονταν να αντικρίζουν τη φωτεινή ζωή των πιστών του Χριστού γιατί αυτό ήλεγχε τη βεβαρημένη συνείδησή τους και τους υπενθύμιζε το σκοτάδι που κυριαρχούσε στη δική τους καρδιά και ζωή. Και μη μπορώντας να αντέξουν τη λάμψη του Θείου φωτός, τα αρρωστημένα από τα πάθη, μάτια της ψυχής τους, αποκάλεσαν υποτιμητικά (όπως πίστευαν) για πρώτη φορά τους πιστούς του Χριστού με το προσωνύμιο «χριστιανοί». Αυτό όμως που για εκείνους ήταν προσβλητική κοροϊδία, για τους πιστούς έγινε όνομα ένδοξο και ιερό!
Και πραγματικά. Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από το να φέρει κάποιος μπροστά και πάνω από το όνομά του, το όνομα του Χριστού; Φυσικά και όχι. Κι αν μάλιστα το ιερό όνομα «Χριστιανός» στολίζεται και με το ένδοξο επίθετο «Ορθόδοξος», τότε η τιμή για μας που το φέρουμε είναι διπλή.
Και τι θα πει «Χριστιανός»; Είναι αυτός που -όπως συμβούλευε και ο Απόστολος Βαρνάβας- παραμένει αφοσιωμένος στον Κύριο Ιησού Χριστό με όλη του την καρδιά. Για εμάς, Αυτός είναι τα πάντα: Θεός, Κύριος, Φως, Αλήθεια, Ζωή, Ανάσταση, Οδός, Σωτήρας, Λυτρωτής, Διδάσκαλος, Αδελφός, Φίλος! Ας τιμήσουμε το όνομά Του με τη ζωή μας! Αμήν.
αρχιμ.Διονύσιος Ανθόπουλος