Κάποτε φοβερή τρικυμία ξέσπασε στή θάλασσα. Ἕνα καράβι ναυάγησε στόν ὠκεανό. Οἱ σειρῆνες χτυποῦσαν συνεχῶς δίδοντας τό σῆμα τοῦ συναγερμοῦ. Ἀγωνία καί πανικός κατέλαβε ὅλους τούς ἐπιβάτες. Ὁ κίνδυνος ἦταν προφανής καί ὁ θάνατος πολύ κοντά. Οἱ ἔντρομοι ταξιδιῶται ζοῦν τίς τελευταῖες τους στιγμές… Ἀνάμεσα σ’ αὐτό τό πανικόβλητο πλῆθος μόνον ἕνας μικρός πανω στό κατάστρωμα παίζει καί τραγουδᾶ ἀμέριμνος. Ὁ μικρός ἔδειχνε νά μήν ἔχη ἐπαφή μέ τό περιβάλλον. Ἕνας ὀργισμένος ἐπιβάτης τόν παρετήρησε: «Μικρέ μου, τί τραγουδᾶς καί χοροπηδᾶς ἔτσι; Δέν βλέπεις ὅτι πνιγόμαστε; Ἐσύ δέν φοβᾶσαι;». Καί ὁ μικρός μέ ὅλη του τήν ἀφέλεια ἀπαντᾶ: «Τί νά φοβηθῶ; Καπετάνιος στό καράβι εἶναι ὁ πατέρας μου».
Ὁ μικρός ταξιδιώτης εἶχε τόση ἐμπιστοσύνη στόν πατέρα του, πού πίστευε πώς δέν θά διακινδυνεύση ποτέ. Γι’ αὐτό καί καμιά ταραχή καί ἀνησυχία στήν καρδιά του.
Στήν θέσι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ βρίσκεται πάντα ὁ Χριστιανός πού ἐμπιστεύεται τό καράβι τῆς ζωῆς του στόν κυβερνήτη Χριστό. Τότε, σάν τό ξένοιαστο πουλί μέσα στή θύελλα καί τήν ἀναταραχή διατηρεῖ τή γαλήνη τῆς ψυχῆς του. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐμπιστοσύνης τῆς καρδιᾶς τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἡ εἰρήνη. Στήν περίπτωση αὐτή βρίσκουν τήν πραγμάτωσί τους τά λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου· «Καί ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τάς καρδίας ἡμῶν καί τά νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Μέ πιό ἁπλά λόγια: Ἐμπιστευθῆτε τόν ἑαυτό σας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀναποθέστε στά πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου ὅλα σας τά προβλήματα καί ὁ Θεός θά σᾶς χαρίση τήν εἰρήνη Του πού δίδει στούς δικούς Του καί εἶναι ἀσύλληπτη ἀπ’ τόν ἀνθρώπινο νοῦ καί αὐτή ἡ εἰρήνη θά φρουρήση τίς σκέψεις σας καί τίς καρδιές σας.
Πηγή: † Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου, Ἡ πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολή, ἐκδόσεις ΟΧΑ ΛΥΔΙΑ.
το είδαμε εδώ