Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος Λυράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος Λυράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 11, 2016

Πέρασε η εποχή του θελήματος του Θεού;




Υπάρχει όμως και άλλη δικαιολογία. Ότι η εποχή μας δεν τα σηκώνει. «Τι θέλετε, σας λένε, δεν λέω ότι δεν είναι καλά αυτά που ο Θεός θέλει από τον άνθρωπο, αλλά πέρασε πλέον η εποχή τους! Σήμερα ο κόσμος είναι διαφορετικός. Έγινε πονηρός. Είναι κατεργάρης! Αν θέλεις να πας με το Ευαγγέλιο, προκοπή δεν βλέπεις». «Άκουσε εμένα. Είσαι έξυπνος; Είσαι καπάτσος; Μπορείς να γελάς τους άλλους; Μόνο τότε θα προκόψεις»!

Δικαιολογημένη και εύλογη η θέση των ανθρώπων αυτών που κατ’ αυτόν τον τρόπο σκέπτονται. Δεν είναι όμως και πρωτάκουστη. Είχε έλθει και σε αγίους και θεόπνευστους ανθρώπους. Ο μεγάλος προφήτης Ιερεμίας, έκπληκτος και αυτός μπροστά στο παράδοξο αυτό φαινόμενο έλεγε στον Θεό:


«Ομολογώ και διακηρύττω ότι δίκαιος είσαι, Κύριε. Για τον λόγο αυτόν τολμώ να συζητήσω μαζί σου και να θέσω σε Σένα μερικά ερωτήματα, τα οποία σχετίζονται με τη δικαιοσύνη και στα οποία αδυνατώ να απαντήσω: Γιατί οι ασεβείς επιτυγχάνουν στις επιχειρήσεις και τα σχέδιά τους; Γιατί ευδοκιμούν και ευτυχούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι παραβαίνουν συνεχώς και συστηματικά τον άγιο νόμο Σου; Τους εφύτευσες, και αυτοί έρριψαν βαθιές και ισχυρές ρίζες. Εγέννησαν τέκνα και έτσι απέκτησαν ως καρπό απογόνους».(Ιερ. ΙΒ’ 1-2).


Και το φαινόμενο αυτό το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και στις ημέρες μας. Άρπαγες και άδικοι άνθρωποι, σκληροί τοκογλύφοι και ανάλγητοι εκμεταλλευτές πλουτίζουν και μεγαλύνονται. Απατεώνες και τυχοδιώκτες φαίνεται ότι επιτυγχάνουν στη ζωή. Και σου λέει ο άλλος: «Αυτός που περιφρονεί τον Θεό και τις εντολές Του, αυτός επιτυγχάνει στη ζωή».


Και γεννάται εύλογο ερώτημα: Πως συμβαίνει αυτό; Η Αγία Γραφή όμως έρχεται να μας πληροφορήσει ότι στην πραγματικότηταδεν πρόκειται περί επιτυχίας, αλλά περί αποτυχίας και συμφοράς.

Η επιτυχία των ανθρώπων αυτών είναι επιφανειακή και προσωρινή. Ο πλούτος, το αξίωμα και ό,τι άλλο έχει αποκτηθεί με το μικρόβιο της φθοράς και αποσυνθέσεως, το βαρύνει η οργή του Θεού.


Η καθημερινή πείρα παρουσιάζει συνεχώς τέτοια παραδείγματα. Εκατομμυριούχοι κατάντησαν πειναλέοι ψωμοζήτες. Τοκογλύφοι, εκμεταλλευτές, μαυραγορίτες, ανάλγητοι πλούσιοι «επτώχευσαν και επείνασαν». «Σής και βρώσις και κλέπται ηφάνησαν» τα πλούτη τους.


Επιβεβαιούται για πολλοστή φορά ο θεόπνευστος λόγος: «Είδα τον ασεβή να ακμάζει, να υπερυψώνεται πανίσχυρος και να εξαπλώνει την επιρροή του σαν τις κέδρους του Λιβάνου. Και μόλις πρόφθασα να περάσω απ’ εκεί, και ιδού αυτός στο μεταξύ είχε εκλείψει. Και πέρασα ξανά και ζήτησα αυτόν και δεν βρέθηκε όχι μόνο αυτός, αλλά ούτε ο τόπος, που βρισκόταν προτήτερα υψωμένος και αγέρωχος. Κάθε ίχνος του χάθηκε» (Ψαλμ. ΛΖ’ 35-36).


Τι τραγικό κατάντημα! Γι’ αυτό και ο θεόπνευστος ποιητής λέει: «Μην ερεθίζεσαι από φθόνο και μη παρακινήσαι προς μίμηση των πονηρευομένων, μηδέ ζήλευε βλέποντας την ευτυχία εκείνων, οι οποίοι ζουν μέσα στην παρανομία. Η ευτυχία τους είναι προσωρινή. Διότι γρήγορα σαν χορτάρι θα αποξηραθούν και σαν την πράσινη χλόη ταχέως θα μαρανθούν» (Ψαλμ. ΛΣΤ’ 1-2).

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον άνθρωπο που βαδίζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Όσοι αγωνίζονται να εφαρμόσουν τις εντολές του Θεού στη ζωή τους, βρίσκουν τον Κύριο πάντοτε κοντά τους προστάτη και τροφοδότη.

«Από τον Κύριο διευθύνονται, συνιστά ο Προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ, προς επιτυχία οι λεπτομέρειες και τύχες της ζωής του αγαθού ανθρώπου, και την όλη πορεία του βίου του θα ευλογήσει και θα αποδέχεται ο Θεός κατευοδώνοντας αυτή, ώστε πάντοτε να είναι αρεστή ενώπιόν του. Όταν ο δίκαιος προσκρούσει κάπου και πέσει, δεν θα ραγίσει και δεν θα συντριβεί, διότι ο Κύριος θέτει υποκάτω το χέρι του και τον υποβαστάζει. Υπήρξα νεώτερος άλλοτε και γήρασα βέβαια τώρα, αλλά δεν είδα δίκαιο να δυστυχεί και να είναι έρημος και εγαταλελειμμένος, ούτε είδα τους απογόνους του να ψωμοζητούν» (Ψαλμ. ΛΣΤ’ 23-25).

Γιατί; Διότι «εστήριξε την ελπίδα του σε μένα, λέει Κύριος. Και γι’ αυτό και θα τον ελευθερώνω. Θα τον σκεπάζω και θα τον προστατεύω, διότι με πλήρη επίγνωση και πίστη επικαλείται το όνομά μου. Θα φωνάζει προς εμέ, με θερμή και έντονη προσευχή και θα τον ακούω ευμενώς. Θα είμαι μαζί του κατά τις θλίψεις του. Θα τον ελευθερώνω από τις δυσκολίες και τα δεινά του και θα τον δοξάζω. Θα τον γεμίσω με μακρές ημέρες χαρίζοντας σ’ αυτόν μακροζωΐα, και θα δείχνω προς αυτόν καθ’ όλον τον μακρό βίο του τη σωτηρία μου» (Ψαλμ. 90, 14-16).

Η Κατοχή, ο συμμοριτοπόλεμος, οι σεισμοί, οι βομβαρδισμοί, επιβεβαιώνουν για άλλη μία φορά τα αθάνατα λόγια του Κυρίου: «Ζητείτε πρωτίστως και κυρίως τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός ζητεί από σάς ως όρο, για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά, και τότε όλα αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα» (Ματθ. Στ’ 33).

Εάν τις σωτήριες αυτές παραγγελίες έχουμε υπόψη μας, πραγματικά εκπληρώνουμε τον υψηλό προορισμό για τον οποίο μας προόρισε ο Θεός. Ο απ. Παύλος, ο οποίος εφήρμοζε στον τέλειο βαθμό τις εντολές του Χριστού και γι’ αυτό περισσότερο από κάθε άλλον κατανόησε την αξία της Εκκλησίας, ως εξής αποφαίνεται για την ύψιστη αξία του χριστιανού: «Έκανε την εκλογή μας αυτήν προτού να γίνει ο κόσμος, προς τον σκοπό, όταν θα ερχόταν ο καιρός να γεννηθούμε και να ζήσουμε στη γη, να είμαστε άγιοι και άμεμπτοι ενώπιόν Του». (Εφεσ. Α΄ 4-5).

Σχολιάζοντας τα παραπάνω λόγια ο αείμνηστος Καθηγητής Τρεμπέλας σημειώνει: «Πάντες όσοι είναι εκλελεγμένοι διά να απολαύσουν τας επουρανίους ευλογίας, έχουν εκλεγή και διά να είναι άγιοι και άμεμπτοι. Το ότι εξελέγησαν υπό του Θεού, δεν δίδει εις αυτούς την ελευθερίαν να ζουν όπως αυτοί θέλουν, αλλ’ οφείλουν να καταβάλλουν πάσαν προσπάθειαν, όπως καταστούν άγιοι και άμωμοι. 

Παρεξηγούν βλασφήμως την περί Θείου προορισμού διδασκαλίαν οι λέγοντες, ότι αφού ο Θεός με προώρισεν, ωρισμένως θα σωθώ, διότι η απόφασις του Θεού δεν επιδέχεται ανάκλησιν.


Ο απόστολος ομιλεί περί εκλογής και προορισμού κυρίως, ίνα διεγείρη την ευγνωμοσύνην των χριστιανών και να προθυμοποιήση αυτούς, όπως καταβάλλουν πάσαν προσπάθειαν διά να γίνουν άγιοι».

Και εξακολουθεί να διασαφηνίζει τον αγιογραφικό λόγο ο Π.Ν. Τρεμπέλας γράφοντας: «Εφ’ όσον τοιαύτα είναι τα προνόμιά σας∙ εφ’ όσον ο Θεός σας έκαμε μίαν τόσον τιμητικήν κλήσιν εις την βασιλείαν Του και σας κατέστησε κοινωνούς του ελέους Του, σας παρακαλώ λοιπόν και εγώ να ζήσετε ζωήν σύμφωνον προς τα προνόμια των οποίων ο Θεός σας ηξίωσε. Σας παρακαλώ ουχί να μου στείλετε βοήθειάν τινα διά τας εν δεσμωτηρίω στερήσεις μου. Ουχί να ενδιαφερθήτε όπως απαλλαγώ των δεσμών μου. Ουχί να επιτύχετε διά των φροντίδων σας την απελευθέρωσιν και αθώωσίν μου, τουθ’ όπερ οι εν φυλακαίς υπόδικοι θα εζήτουν, από τους φίλους των. Αλλά σας παρακλώ να περιπατήσητε αξίως της κλήσεώς σας».

Και προσθέτει ο Καθηγητής Τρεμπέλας: «Ωνομάσθημεν Χριστιανοί. Ωφείλομεν να ανταποκριθώμεν εις την ονομασίαν μας ταύτην ζώντες ως Χριστιανοί. Εκλήθημεν εις την βασιλείαν και δόξαν του Θεού. Πρέπει λοιπόν την βασιλείαν ταύτην να σκεπτώμεθα και να συμπεριφερώμεθα ως κληρονόμοι ταύτης. Οφείλομεν όχι απλώς να ομολογώμεν την χριστιανικήν θρησκείαν μας αλλά να ζώμεν αυτήν. Να μας συντροφεύη αύτη πανταχού εις οιανδήποτε συναναστροφήν μας, εις οιονδήποτε έργον του επαγγελματός μας. Όχι να είμεθα Χριστιανοί μόνον κατά τας Κυριακάς ή μόνον όταν προσερχώμεθα εις την τράπεζαν του Κυρίου, αλλά καθ’ εκάστην ημέραν και εις οιονδήποτε τόπον. 

Οφείλομεν να ζώμεν ως πρόσωπα, τα οποία πρόκειται εντός ολίγου, ίσως και σήμερον, ίσως και αύριον, να κληθώμεν εις τους ουρανούς, όπως εγκατασταθώμεν εις την ητοιμασμένην εκεί κληρονομίαν μας.


Άνθρωπος αισθανόμενος τούτο δεν θα προσκολλάται εις την γην ως εις μόνιμον πατρίδα του, ούτε θα θεωρεί τα υλικά αγαθά ως εγκλείοντα υψίστην αξίαν. Άνθρωπος αισθανόμενος, ότι αύριον ίσως θα είναι εις τους ουρανούς, θα αισθάνεται συγχρόνως, ότι οφείλει να είναι άγιος».


(Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Κ. Διαθήκης, τόμος 2ος, σελ. 118-119).

«Η Εκκλησία, η αήττητη Βασιλεία», 
Αρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης, Αθήνα - Νοέμβριος 2007
το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Μαρτίου 20, 2014

Κυριακή Γ Νηστειών Η εντροπή για τον Χριστό και πως αυτή θεραπεύεται Αρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης

«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους

ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ,

καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν»

(Μαρκ. η’ 38).

Kυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Καί ἡ Ἐκκλησία µας προβάλλει τόν Τίµιο Σταυρό τοῦ Κυρίου. Καί συγχρόνως ἀναµεταδίδει τήν φωνή τοῦ Ἐσταυρωµένου Κυρίου. Τί λέει; Πῶς τόν θέλει τόν πιστό Του; Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ντραπεῖ Ἐµένα καί τούς λόγους Μου, ἐάν δειλιάσει καί διστάσει νά Μέ ὁµολογήσει Κύριο καί Ἀρχηγό του, ἐάν ὑπολογίσει τίς εἰρωνεῖες καί ἀντιδράσεις τῶν δικῶν του ἀνθρώπων, περισσότερο ἀπό τό χρέος τῆς ἀγάπης του πρός Ἐµένα, αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά τόν ἀποκηρύξω. Δέν θά τόν ὑπολογίσω ὡς δικό Μου. Θά τόν ἀρνηθῶ κατά τήν Δευτέρα Μου Παρουσία, πού θά ἔλθω συνοδευόµενος ἀπό ἁγίους Ἀγγέλους. Αὐτό ζητεῖ ἀπό ὅλους ἐκείνους πού θέλουν νά γίνουν µαθητές καί ὀπαδοί Του. «Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».

Ἡ ἀλήθεια αὐτή ὅλους µᾶς ἐνδιαφέρει.

Ἀλλά γιατί οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται τόν Χριστό καί τά λόγια Του; Καί πῶς θεραπεύεται ἡ ντροπή αὐτή;

Οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται διά τόν Χριστό καί τά λόγια Του, γιατί:

Ἐπηρεάζονται ἀπό τά φρονήµατα καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι στίς ἡµέρες µας πού ἀγνοοῦν τόν Θεό. Δέν διστάζουν νά ἐναντιωθοῦν πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ὡς σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους θέτουν τίς στιγµιαῖες ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς. Σύνθηµά τους ἔχουν «φάγωµεν, πίωµεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκοµεν». Συνέπεια τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὁ κοµπασµός, ἡ αὐτο¬διαφήµιση, ἡ αὐτοπροβολή. Ἡ µόδα, ἔπειτα, µέ τούς ἐξωφρενισµούς της, πού καταντᾶ µόνιµη φροντίδα τους. Πρότυπά τους καί ἰνδάλµατά τους ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τά πρόσωπα τῆς ξεπεσµένης κοινωνίας καί τούς ἀστέρες τῆς ὀθόνης. Ἐπιζητοῦν συνεχῶς τήν µαταίαν δόξαν, τούς φθηνούς ἐπαίνους, τά κολακευτικά χειροκροτήµατα. Γι’ αὐτούς οὔτε Θεός ὑπάρχει, οὔτε ἰδανικά, οὔτε ἠθικοί φραγµοί. Ἤ, µᾶλλον, Θεός τους εἶναι ἡ «κοιλία, τό χρῆµα, ἡ γλυκειά ζωή», ὅπως τήν ὀνοµάζουν σήµερα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χρησιµοποιοῦν τήν εἰρωνεία γιά τούς Χριστιανούς. Εἰρω-νεύονται τόν νέο ἤ τή νέα, διότι µελετᾶ θρησκευτικά βιβλία ἤ διότι πηγαίνει στό Κατηχητικό. Εἰρωνεύονται τόν τίµιο καί εὐσυνείδητο ἐργάτη ἤ ὑπάλληλο, διότι δέν καταδέχεται νά λερώσει τά χέρια του µέ τήν ἀδικία, νά πλουτίσει ἄκοπα καί ἄδικα. Εἰρωνεύονται τόν οἰκογενειάρχη, διότι κρατάει τήν οἰκογένειά του σέ ἀτµόσφαιρα ἱερή καί πειθαρχηµένη. Καί, γενικά, εἰρωνεύονται τίς Χριστιανικές ἰδέες καί ἀντιλήψεις, ὡς πράγµατα παιδαριώδη, ἀναχρονιστικά, κατώτερα τοῦ λογικοῦ δηµιουργήµατος. Ἡ στάση καί συµπεριφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἐπηρεάζει τούς Χριστιανούς σέ σηµεῖο, ὥστε δειλιάζουν νά ὁµολογήσουν τόν Χριστό καί τήν Ἀλήθειά Του. Ἀποφεύγουν νά παρουσιάζονται ὅτι θρησκεύουν. Μέ ἀποτέλεσµα νά «συσχηµατίζονται» πρός τίς ἀπαιτήσεις τους. Νά γίνονται πιστοί καί ἄπιστοι, θρῆσκοι καί ἄθρησκοι, ἠθικοί καί ἀνήθικοι. Καί νοµίζουν, ἔτσι, ὅτι µποροῦν νά τά ἔχουν καλά καί µέ τόν Χριστό καί µέ τόν κόσµο, ἀνώδυνα καί µέ τό ἀζηµίωτο. Καί καταντοῦν οἱ δυστυχεῖς ἀλλοπρόσαλλοι ἄνθρωποι. Ἠµπορεῖ τούς χριστιανούς αὐτούς νά τούς ἀναγνωρίσει ὁ Χριστός ὡς δικούς Του; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γι’ αὐτό διακηρύττει:

«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».

Τί χρειάζεται γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ ἐπηρεασµός αὐτός;

1. Νά κόψωµε τούς δεσµούς. Ποιούς δεσµούς; Τούς δεσµούς µέ τόν κόσµο, µέ τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσµου. Δέν καλούµαστε νά πάρουµε τά βουνά καί τά ὄρη καί νά γίνουµε ἀσκητές καί ἐρηµῖτες. Μέσα στόν κόσµο θά µείνουµε, ἀλλά δέν θά συµµορφούµαστε µέ τό πνεῦµα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. «Ἐξέλθετε ἐκ µέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου µή ἅπτεσθε» (Β’ Κορ. στ’  17). Δηλαδή µή πλησιάζετε τούς παραστρατηµένους ἀνθρώπους. Μή τούς χαρίζετε τή φιλία σας. Σταθῆτε µακρυά ἀπό αὐτούς. Διότι «ἐάν τις ἀγαπᾶ τόν κόσµον οὐκ ἔστι ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ιωάν. β’ 15). Ἐάν κανείς ἀγαπᾶ τόν κόσµο, ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη δέν ὑπάρχει µέσα του. Γι’ αὐτό «µή ἀγαπᾶτε τόν κόσµον, µηδέ τά ἐν τῷ κόσµῳ» (Α’ Ἰωαν. β’ 15). Μή ἀγαπᾶτε τόν µάταιο καί µακριά τοῦ Θεοῦ εὑρισκόµενο κόσµο, οὔτε τίς ἀπολαύσεις πού προσφέρει ὁ κόσµος, πού ἀποχωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Διότι ὁ Θεός καί ὁ κόσµος εἶναι δυό πράγµατα ἀσυµβίβαστα. Μᾶς τό λέει καθαρά ὁ θεῖος Ἱάκωβος «οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσµου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; Ὅστις ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσµου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. δ’ 4). Ἐκεῖνος πού θά θελήσει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσµου δηλ. τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου, πού δέν φοβοῦνται καί δέν σέβονται τόν Θεό, θά γίνει ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἀπό µᾶς θά θελήσει νά γίνει ἐχθρός τοῦ Ἁγίου Θεοῦ; Ἀσφαλῶς κανείς. Χρειάζεται, ὅµως, νά λάβουµε τήν ἀπόφαση νά ἐξέλθουµε ἀπό τόν κόσµο. Ἄνθρωποι τοῦ κόσµου εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ µητέρα µας, ὁ πατέρας µας, τό παιδί µας, ἡ κόρη µας, ὁ σύζυγος ἤ ἡ σύζυγος, ὁ ἀδελφός ἤ ἡ ἀδελφή µας, ὁ παιδικός µας φίλος. Ἀφοῦ, ὅµως, τό ζητεῖ ὁ Θεός θά πρέπει νά τό κάνουµε. Ἔτσι θά παύσουµε νά ἐπηρεαζόµαστε ἀπό τήν νοοτροπία, τά φρονήµατα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Φθάνει αὐτό; Ὄχι. Χρειάζεται συγχρόνως:

2. Νά ἀγαπήσουµε τόν Χριστό. Γιατί εἶναι ἀδύνατον νά συγκινού¬µαστε ἀπό τήν κοσµική ζωή καί ταὐτόχρονα νά ἀγαποῦµε τόν Χριστό. Ὅσο ὑπερισχύει µέσα µας ἡ ἀγάπη πρός τόν κόσµο, τόσο ἀτονεῖ ἡ ἀγάπη µας πρός τόν Χριστό. Ἀπεναντίας, ὅταν ἡ καρδιά µας φλέγεται καί πυρπολεῖται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, εἶναι ἀδύνατον νά µᾶς συγκινήσουν οἱ ψευτοχαρές τοῦ κόσµου. Κοιτάξατε τόν ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Κύριο µέ ὅλη του τήν καρδιά, ἔµεινε ἐντελῶς ἀπρόσβλη¬τος ἀπό τό ἰσχυρό εἰδωλολατρικό πνεῦµα τῆς ἐποχῆς Του. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τόν ἔκανε νά θεωρεῖ τίς ἀπολαύσεις, τήν δόξα καί τίς τιµές, πού τοῦ πρόσφερε ὁ κόσµος, «ὡς σκύβαλα», ὡς σκουπίδια, ἄξια κάθε περιφρονήσεως. Στό ἐσωτερικό του δέν ὑπῆρχε καθόλου χῶρος γιά πρόσωπα καί καταστάσεις ἄλλες ἐκτός ἀπό τόν Χριστό. Ὅσες ψυχές κατορθώνουν ὁλόψυχα νά ἀγαπήσουν τόν Χριστό, αὐτές οἱ ψυχές καί Τόν ὁµολογοῦν. Ὅπου σταθοῦν καί ὅπου βρεθοῦν διακηρύσσουν µέ σύνεση καί ἀκρίβεια τήν ἀλήθειά Του. Ἡ ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του ἔρχεται ώς φυσικό ἐπακόλουθο. Διότι «ἐκ τοῦ περισσεύµατος τῆς καρδίας τό στόµα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ’ 34). Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ντροπῆς τῆς ὁµολογίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του.

«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».

Ἡ ἀπό µέρους τοῦ Χριστοῦ ἀποκήρυξή µας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του ἐφ’ ὅσον θά ἐξακολουθήσουµε νά ντρεπόµαστε νά Τόν ὁµολογοῦµε, θά πρέπει ἰδιαίτερα νά µᾶς ἀπασχολήσει. Διότι πρόκειται γιά τήν αἰώνια ἀπώλεια τῆς ψυχῆς µας. Θά εἶναι τροµερό. Νά θυσιάζει στόν Σταυρό τόν Ἑαυτό Του ὁ Κύριος καί νά µᾶς προειδοποιεῖ κατ’ ἐπανάληψη, ὅπως τήν Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν µέ τήν Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ Του, ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπό µέρους µας ὁµολογία τοῦ ὀνόµατός Του καί τῶν λόγων Του καί ἐµεῖς νά ἀδιαφοροῦµε! Καιρός νά ἀνανήψωµε. Νά ἀποµακρύνοµε τόν ἑαυτό µας ἀπό τό κοσµικό πνεῦµα. Νά ἀγαπήσουµε Τόν Σταυρωθέντα γιά µᾶς Κύριο µέ ὅλη µας τήν καρδιά. Ὁπότε καί ἐµεῖς θά ὁµολογοῦµε παντοῦ καί πάντοτε µέ θάρρος καί παρρησία τόν Χριστό καί τήν ἀλήθειά Του. Καί Ἐκεῖνος θά µᾶς ἀναγνωρίσει δικούς Του ὀπαδούς, ἄξιους νά κληρονοµήσουµε τήν αἰωνία δόξαν τῆς Βασιλείας Του.

                                                Ἀρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης

                                    τ. Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν

                                        «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀπρίλιος 2013

Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2014

Η ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ

1Ο απόστολος  Παύλος, ο οποίος αξιολόγησε κατά Χριστόν τα πράγµατα του κόσµου, διακηρύττει: «’Eγω έχω σταυρωθεί και αποθάνει µαζί µέ τον Χριστό. Δεν ζω πια εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει µέσα µου ο Χριστός».1 Και καυχάται: «Μη γένοιτο ποτέ εγώ να καυχηθώ για τίποτε άλλο, παρά για το ότι για µένα έλαβε δούλου µορφή και σταυρώθηκε για τη σωτηρία µου ο Ιησούς Χριστός. Μόνο καύχηµά µου είναι του Κυρίου ο σταυρικός θάνατος, µέ την πίστη δε στον θάνατο αυτόν έχει νεκρωθεί και έχει χάσει τη δύναµή του ως προς εµέ ο κόσµος. Αλλά και εγώ έχω νεκρωθεί ως προς τον κόσµο».

Ναι. Η αυταπάρνηση του απ. Παύλου είχε φθάσει σε τέτοιο ύψος, ώστε να βιώνει µιά σταυροαναστάσιµη ζωή. Γιατί ο Απόστολος των Εθνών ήταν νεκρός ως προς την αµαρτία, καθ’ ον χρόνο ο Χριστός ζούσε εντός του και αγίαζε την όλη ύπαρξή του και διακονία του. 

Η διάθεση αυτή της καρδίας του Παύλου πρέπει να γίνει κτήµα κάθε χριστιανού, που θέλει να ελευθερωθεί από την αµαρτία. Άλλωστε αυτός ο συνεχής και αδιάλειπτος αγώνας διεξάγεται κάτω από τα βλέµµατα ανθρώπων και αγγέλων και αγωνοθέτης του είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Οποίος έπαθε στο Σταυρό για τη λύτρωση των αµαρτωλών ανθρώπων. Και ο Εσταυρωµένος Κύριος δεν παρακολουθεί αµέτοχος και απαθής τους αγωνιζόµενους, όπως συµβαίνει µέ τους κριτές των αθλητικών επιγείων αγώνων. Ο Κύριος µετέχει ενεργώς στον «καλόν αγώνα», διότι ενισχύει µέ την πανσθενουργό Χάρη Του µυστικώς τους πιστούς και έτσι προπαρασκευάζει τη νίκη, την οποία ήδη έχει κερδήσει γι’ αυτούς µέ το προσωπικό Θείο Πάθος Του και την Ανάστασή Του. Και ο ιερός Χρυσόστοµος ένθερµα προτρέπει τους πιστούς να σηκώνουν τον σταυρό της αυταπάρνησης, ενώ παράλληλα τους φιλοτιµεί µέ το να τους υπενθυµίζει την άφατη πατρική αγάπη του Θεού, ο Οποίος πάντοτε κλίνει το ους Του µέ ευµένεια προς τα πλάσµατα Του, όταν εκείνα µέ την προσευχή Τον παρακαλούν. Γράφει, λοιπόν, ο ιερός Πατήρ:

«Θα ήθελα, µαζί µέ τον Παύλο να µπορούσα να λέω ότι «µέ την πίστη σ’ Αυτόν, ο κόσµος έχει σταυρωθεί ως προς εµένα και εγώ ως προς το κόσµο», αλλά δεν µπορώ, διότι είµαι κυριευµένος από διάφορα πάθη. Γι’ αυτό συµβουλεύω και σας, και µάλιστα πριν από σας τον εαυτό µου, να σταυρωθούµε ως προς τον κόσµο και να µήν έχοµε τίποτε το κοινό µέ τη γη, αλλά να επιθυµούµε µέ ενθουσιασµό την ουράνια πατρίδα και τη δόξα και τα ουράνια αγαθά, τα οποία πηγάζουν από εκεί… Γι’ αυτό και ο Προφήτης έλεγε: «Δεν θα φοβηθώ τα κακά, διότι Εσύ είσαι µαζί µου» (Ψαλµ. κβ  4). Και σ’ άλλη περίπτωση ο ίδιος ο Θεός έλεγε: «Εγώ είµαι Θεός, ο Οποίος βρίσκοµαι κοντά και όχι Θεός, ο Οποίος βρίσκεται µακριά» (Ιερ. κγ  23). Όπως ακριβώς, λοιπόν, οι αµαρτίες µάς αποµακρύνουν από τον Θεό, έτσι και οι αρετές µάς φέρνουν κοντά Του. Διότι λέγει: «Μόλις αρχίσεις να µιλάς εσύ, εγώ θα πω· ιδού, είµαι παρών» (Ησ. νη  9). Ποιός πατέρας θα ήταν ποτέ δυνατό να ανταποκριθεί τόσο εύκολα στο κάλεσµα των παιδιών του; Ποιά µητέρα είναι τόσο προετοιµασµένη και περιµένει συνεχώς, µήπως και την ζητήσουν ποτέ τα παιδιά της; Δεν υπάρχει κανείς, ούτε πατέρας, ούτε µητέρα, µόνο ο Θεός στέκεται και περιµένει συνεχώς µή τυχόν και τον καλέσει κάποτε κάποιος από τους δούλους του· και ουδέποτε ο Θεός παρήκουσε αίτηµα µας, που έγινε όπως έπρεπε. Γι’ αυτό λέει:«Ενώ ακόµη θα µιλάς εσύ, δεν περιµένω να τελειώσεις και υπακούω αµέσως στο αίτηµα σου».3

Αλλά ακόµη άρση του σταυρού είναι και το καθήκον. Το καθήκον δεν είναι παιχνίδι. Δεν είναι κάτι το εύκολο. Η εκπλήρωσή του ζητεί συχνά κόπο και ιδρώτα. Απαιτεί συνέπεια, που κουράζει τον άνθρωπο. Το καθήκον απαιτεί θυσίες, ακόµη και µέχρι θανάτου ορισµένες φορές. Και για να το εκπληρώσει κανείς πρέπει να υπερνικήσει το εγώ του και τη φιλαυτία του. Να λησµονήσει ίσως και τα δικαιώµατά του. Να αγρυπνήσει και να λιώσει σαν λαµπάδα, για να ανταποκριθεί στο χρέος της αποστολής του. Ο χριστιανός εκπαιδευτικός π.χ., ο ευσυνείδητος ιατρός, η αδελφή νοσοκόµος, ο υπάλληλος που κατέχει εµπιστευτική αποστολή, οι χριστιανοί γονείς, αλλά και καθένας που ασκεί ένα έργο, όλοι πρέπει να αισθάνονται την ιερότητα και την ευθύνη του έργου, το οποίο επιτελούν. Και το καθήκον τους να το εκπληρώνουν µέ αυταπάρνηση, µέ πνεύµα αυτοθυσίας, µέ απόφαση να φθάσουν και µέχρι θανάτου ακόµη.

«Κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού», έλεγε ο απ. Παύλος προς τον µαθητή του τον Τιµόθεο (Β  Τιµ. β  3), ο οποίος είχε επωµισθεί το καθήκον να ποιµαίνει την Εκκλησία της Εφέσου. Μάλιστα.Το καθήκον για τους πιστούς είναι συνυφασµένο µέ την κακοπάθεια. Είναι ένα είδος σταυρού, που πρέπει να είµαστε πρόθυµοι να σηκώνουµε µέ υποµονή και καρτερία κατά το παράδειγµα του Κυρίου Ιησού.

Επίσης σταυρός, τον οποίο ζητεί ο Κύριος να σηκώνουµε, είναι οι δοκιµασίες και οι θλίψεις της ζωής. Διότι στην παρούσα ζωή δεν έρχονται όλα τα γεγονότα ευνοϊκά και ευχάριστα. Δεν επικρατεί πάντοτε γαλήνη και αιθρία στη ζωή. Αλλά έρχονται και σύννεφα και τρικυµίες. Παρουσιάζονται ασθένειες, αποτυχίες, δοκιµασίες, που γεµίζουν την καρδιά του ανθρώπου µέ πόνο και πικρία. Ανατρέπουν τα σχέδια και τους υπολογισµούς και φέρνουν αναστάτωση. Έρχονται θλίψεις και θάνατοι, που βυθίζουν στο πένθος και τη λύπη.

Μπροστά στα θλιβερά αυτά γεγονότα και οι πιστοί υποφέρουν, διότι είναι άνθρωποι και αυτοί. Θλίβονται, αλλά δεν συνθλίβονται. Δεν απελπίζονται. Δεν τα βάζουν µέ τον Θεό και δεν γογγύζουν εναντίον Του. Σηκώνουν τον σταυρό της δοκιµασίας µέ υποµονή και είναι «τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υποµένοντες» (Ρωµ. IB  12)» Δηλαδή, η ελπίδα τους στα µέλλοντα αγαθά τους γεµίζει χαρά και τους βοηθεί να υποµένουν τις θλίψεις.

Γνωρίζουν οι πιστοί ότι οι θλίψεις άλλοτε µάς δίδονται από την θεία Πρόνοια για να γίνοµε ταπεινότεροι και να αισθανόµαστε τη µικρότητα και την αδυναµία µας και να στηριζόµαστε περισσότερο στον Θεό. Άλλοτε πάλι προέρχονται από την κακία και την αδικία των ανθρώπων και άλλοτε οφείλονται στη δική µας απροσεξία και ασθένεια.

Πάντως, είτε κατ’ αυτόν τον τρόπο, είτε κατ’ άλλον οι πιστοί σηκώνουν τον σταυρό τους µέ υποµονή και ειρήνη ψυχής. Και επιζητούν να εννοήσουν ποιό είναι το σχέδιο του Θεού γι’ αυτούς, δηλαδή τι ζητεί ο ουράνιος Πατήρ µέ την Α  ἤ Β  δοκιµασία που επιτρέπει να τους έλθει. Και στον ανήφορο της ζωής τους εµπνέονται από τον Κύριο Ιησού, τον Πρώτο Σταυροφόρο.

Αυτή η ολόψυχη απόφαση της θυσίας του παλαιού ανθρώπου, η αναντίρρητη και µέ γενναίο φρόνηµα εσταυρωµένη πορεία του χριστι¬ανού, αυτός ο ολόψυχος πόθος να αντιγράφουµε ολοένα και περισσότερο το πανάγιο παράδειγµα του σταυροφόρου Χριστού ενισχυόµενοι από την παντοδύναµη χάρη Του, όλα αυτά συνιστούν αυτό που ορίσαµε ως «άρση του σταυρού».

Αρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
Ιεροκήρυκας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αρ. Τεύχους 139
Έτος 2014


1. «Χριστώ συνεσταύρωµαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εµοί Χριστός» (Γαλ. στ  4).

2. «Εµοι δε µή γένοιτο καυχάσθαι ει µή εν τω σταυρώ του Κυρίου ηµών Ιησού Χριοτού, δι’ ου εµοί κόσµος εσταύρωται καγώ τω κόσµω» (Γαλ. στ  4).

3. «Εβουλόµην και µετά Παύλου δύνασθαι λέγειν, ότι «δι’ ου εµοί κόσµος εσταύρωται, καγώ τω κόσµω», αλλ’ ου δύναµαι, ποικίλοις πάθεσι κατεχόµενος. Διο παραινώ και υµίν και προ γε υµών εµαυτώ, σταυρωθήναι τω κόσµω, και µηδέν κοινόν έχειν προς την γην, αλλά της άνω πατρίδος εράν,και της εκείθεν δόξης και των αγαθών. Δια τούτο και ο προφήτης έλεγεν «ου φοβηθήσοµαι κακά, ότι συ µετ’ εµού ει»· και αυτός πάλιν ο Θεός· «Θεός εγγίζων εγώ ειµι, και ουχί Θεός πόρρωθεν». Ώσπερ ουν «αι αµαρτίαι διϊστώσιν ηµάς απ’ αυτού, ούτω και αι δικαιοσύναι συνάγουσιν ηµάς προς αυτόν· «έτι γαρ λαλούντός σου, φησιν, ερώ, ιδού πάρειµι». Ποίος πατήρ ούτως αν υπήκουσε ποτε τοις εγγόνοις; ποία µήτηρ ούτως εστί παρασκευασµένη και διηνεκώς εστηκυία, µή ποτε καλέσειε αυτήν τα παιδία; Ουκ εστιν ουδείς, ου πατήρ, ου µήτηρ· αλλ’ ο Θεός διηνεκώς έστηκεν αναµένων, ει τις ποτε κάλεσειεν αυτόν των οικετών, και ουδέποτε καλεσάντων ηµών ως δει, παρήκουσε. Δια τούτο φησίν· «έτι λαλούντός σου ουκ αναµένω σε πληρώσαι, και ευθέως υπακούω» (Ε.Π.Ε. 11,196198). 
πηγή

Σάββατο, Απριλίου 06, 2013

Η ΕΝΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΕΤΑΙ Ἀρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης









" Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους
ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ,
καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν"
(Μαρκ. η’ 38).





Kυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. 
Καί ἡ Ἐκκλησία µας προβάλλει τόν Τίµιο Σταυρό τοῦ Κυρίου. 
Καί συγχρόνως ἀναµεταδίδει τήν φωνή τοῦ Ἐσταυρωµένου Κυρίου. 



Τί λέει; Πῶς τόν θέλει τόν πιστό Του; Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ντραπεῖ Ἐµένα καί τούς λόγους Μου, ἐάν δειλιάσει καί διστάσει νά Μέ ὁµολογήσει Κύριο καί Ἀρχηγό του, ἐάν ὑπολογίσει τίς εἰρωνεῖες καί ἀντιδράσεις τῶν δικῶν του ἀνθρώπων, περισσότερο ἀπό τό χρέος τῆς ἀγάπης του πρός Ἐµένα, αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά τόν ἀποκηρύξω. Δέν θά τόν ὑπολογίσω ὡς δικό Μου. Θά τόν ἀρνηθῶ κατά τήν Δευτέρα Μου Παρουσία, πού θά ἔλθω συνοδευόµενος ἀπό ἁγίους Ἀγγέλους. Αὐτό ζητεῖ ἀπό ὅλους ἐκείνους πού θέλουν νά γίνουν µαθητές καί ὀπαδοί Του. «Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Ἡ ἀλήθεια αὐτή ὅλους µᾶς ἐνδιαφέρει.
Ἀλλά γιατί οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται τόν Χριστό καί τά λόγια Του; Καί πῶς θεραπεύεται ἡ ντροπή αὐτή;
Οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται διά τόν Χριστό καί τά λόγια Του, γιατί:



Ἐπηρεάζονται ἀπό τά φρονήµατα καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι στίς ἡµέρες µας πού ἀγνοοῦν τόν Θεό. Δέν διστάζουν νά ἐναντιωθοῦν πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ὡς σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους θέτουν τίς στιγµιαῖες ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς. Σύνθηµά τους ἔχουν «φάγωµεν, πίωµεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκοµεν». Συνέπεια τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὁ κοµπασµός, ἡ αὐτο­διαφήµιση, ἡ αὐτοπροβολή. Ἡ µόδα, ἔπειτα, µέ τούς ἐξωφρενισµούς της, πού καταντᾶ µόνιµη φροντίδα τους. Πρότυπά τους καί ἰνδάλµατά τους ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τά πρόσωπα τῆς ξεπεσµένης κοινωνίας καί τούς ἀστέρες τῆς ὀθόνης. Ἐπιζητοῦν συνεχῶς τήν µαταίαν δόξαν, τούς φθηνούς ἐπαίνους, τά κολακευτικά χειροκροτήµατα. 



Γι’ αὐτούς οὔτε Θεός ὑπάρχει, οὔτε ἰδανικά, οὔτε ἠθικοί φραγµοί. Ἤ, µᾶλλον, Θεός τους εἶναι ἡ «κοιλία, τό χρῆµα, ἡ γλυκειά ζωή», ὅπως τήν ὀνοµάζουν σήµερα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χρησιµοποιοῦν τήν εἰρωνεία γιά τούς Χριστιανούς. Εἰρω­νεύονται τόν νέο ἤ τή νέα, διότι µελετᾶ θρησκευτικά βιβλία ἤ διότι πηγαίνει στό Κατηχητικό. Εἰρωνεύονται τόν τίµιο καί εὐσυνείδητο ἐργάτη ἤ ὑπάλληλο, διότι δέν καταδέχεται νά λερώσει τά χέρια του µέ τήν ἀδικία, νά πλουτίσει ἄκοπα καί ἄδικα. Εἰρωνεύονται τόν οἰκογενειάρχη, διότι κρατάει τήν οἰκογένειά του σέ ἀτµόσφαιρα ἱερή καί πειθαρχηµένη. Καί, γενικά, εἰρωνεύονται τίς Χριστιανικές ἰδέες καί ἀντιλήψεις, ὡς πράγµατα παιδαριώδη, ἀναχρονιστικά, κατώτερα τοῦ λογικοῦ δηµιουργήµατος. Ἡ στάση καί συµπεριφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἐπηρεάζει τούς Χριστιανούς σέ σηµεῖο, ὥστε δειλιάζουν νά ὁµολογήσουν τόν Χριστό καί τήν Ἀλήθειά Του. Ἀποφεύγουν νά παρουσιάζονται ὅτι θρησκεύουν. Μέ ἀποτέλεσµα νά «συσχηµατίζονται» πρός τίς ἀπαιτήσεις τους. Νά γίνονται πιστοί καί ἄπιστοι, θρῆσκοι καί ἄθρησκοι, ἠθικοί καί ἀνήθικοι. Καί νοµίζουν, ἔτσι, ὅτι µποροῦν νά τά ἔχουν καλά καί µέ τόν Χριστό καί µέ τόν κόσµο, ἀνώδυνα καί µέ τό ἀζηµίωτο. Καί καταντοῦν οἱ δυστυχεῖς ἀλλοπρόσαλλοι ἄνθρωποι. Ἠµπορεῖ τούς χριστιανούς αὐτούς νά τούς ἀναγνωρίσει ὁ Χριστός ὡς δικούς Του; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γι’ αὐτό διακηρύττει:
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».


Τί χρειάζεται γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ ἐπηρεασµός αὐτός;




1. Νά κόψωµε τούς δεσµούς. Ποιούς δεσµούς; Τούς δεσµούς µέ τόν κόσµο, µέ τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσµου. Δέν καλούµαστε νά πάρουµε τά βουνά καί τά ὄρη καί νά γίνουµε ἀσκητές καί ἐρηµῖτες. Μέσα στόν κόσµο θά µείνουµε, ἀλλά δέν θά συµµορφούµαστε µέ τό πνεῦµα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. «Ἐξέλθετε ἐκ µέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου µή ἅπτεσθε» (Β’ Κορ. στ’  17). Δηλαδή µή πλησιάζετε τούς παραστρατηµένους ἀνθρώπους. Μή τούς χαρίζετε τή φιλία σας. Σταθῆτε µακρυά ἀπό αὐτούς. Διότι «ἐάν τις ἀγαπᾶ τόν κόσµον οὐκ ἔστι ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ιωάν. β’ 15). Ἐάν κανείς ἀγαπᾶ τόν κόσµο, ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη δέν ὑπάρχει µέσα του. Γι’ αὐτό «µή ἀγαπᾶτε τόν κόσµον, µηδέ τά ἐν τῷ κόσµῳ» (Α’ Ἰωαν. β’ 15). Μή ἀγαπᾶτε τόν µάταιο καί µακριά τοῦ Θεοῦ εὑρισκόµενο κόσµο, οὔτε τίς ἀπολαύσεις πού προσφέρει ὁ κόσµος, πού ἀποχωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Διότι ὁ Θεός καί ὁ κόσµος εἶναι δυό πράγµατα ἀσυµβίβαστα. Μᾶς τό λέει καθαρά ὁ θεῖος Ἱάκωβος «οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσµου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; Ὅστις ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσµου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. δ’ 4). Ἐκεῖνος πού θά θελήσει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσµου δηλ. τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου, πού δέν φοβοῦνται καί δέν σέβονται τόν Θεό, θά γίνει ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἀπό µᾶς θά θελήσει νά γίνει ἐχθρός τοῦ Ἁγίου Θεοῦ; Ἀσφαλῶς κανείς. Χρειάζεται, ὅµως, νά λάβουµε τήν ἀπόφαση νά ἐξέλθουµε ἀπό τόν κόσµο. Ἄνθρωποι τοῦ κόσµου εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ µητέρα µας, ὁ πατέρας µας, τό παιδί µας, ἡ κόρη µας, ὁ σύζυγος ἤ ἡ σύζυγος, ὁ ἀδελφός ἤ ἡ ἀδελφή µας, ὁ παιδικός µας φίλος. Ἀφοῦ, ὅµως, τό ζητεῖ ὁ Θεός θά πρέπει νά τό κάνουµε. Ἔτσι θά παύσουµε νά ἐπηρεαζόµαστε ἀπό τήν νοοτροπία, τά φρονήµατα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου.Φθάνει αὐτό; Ὄχι. Χρειάζεται συγχρόνως:



2. Νά ἀγαπήσουµε τόν Χριστό. Γιατί εἶναι ἀδύνατον νά συγκινού­µαστε ἀπό τήν κοσµική ζωή καί ταὐτόχρονα νά ἀγαποῦµε τόν Χριστό. Ὅσο ὑπερισχύει µέσα µας ἡ ἀγάπη πρός τόν κόσµο, τόσο ἀτονεῖ ἡ ἀγάπη µας πρός τόν Χριστό. Ἀπεναντίας, ὅταν ἡ καρδιά µας φλέγεται καί πυρπολεῖται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, εἶναι ἀδύνατον νά µᾶς συγκινήσουν οἱ ψευτοχαρές τοῦ κόσµου. Κοιτάξατε τόν ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Κύριο µέ ὅλη του τήν καρδιά, ἔµεινε ἐντελῶς ἀπρόσβλη­τος ἀπό τό ἰσχυρό εἰδωλολατρικό πνεῦµα τῆς ἐποχῆς Του. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τόν ἔκανε νά θεωρεῖ τίς ἀπολαύσεις, τήν δόξα καί τίς τιµές, πού τοῦ πρόσφερε ὁ κόσµος, «ὡς σκύβαλα», ὡς σκουπίδια, ἄξια κάθε περιφρονήσεως. Στό ἐσωτερικό του δέν ὑπῆρχε καθόλου χῶρος γιά πρόσωπα καί καταστάσεις ἄλλες ἐκτός ἀπό τόν Χριστό. Ὅσες ψυχές κατορθώνουν ὁλόψυχα νά ἀγαπήσουν τόν Χριστό, αὐτές οἱ ψυχές καί Τόν ὁµολογοῦν. Ὅπου σταθοῦν καί ὅπου βρεθοῦν διακηρύσσουν µέ σύνεση καί ἀκρίβεια τήν ἀλήθειά Του. Ἡ ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του ἔρχεται ώς φυσικό ἐπακόλουθο. Διότι «ἐκ τοῦ περισσεύµατος τῆς καρδίας τό στόµα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ’ 34). Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ντροπῆς τῆς ὁµολογίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του.
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».



Ἡ ἀπό µέρους τοῦ Χριστοῦ ἀποκήρυξή µας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του ἐφ’ ὅσον θά ἐξακολουθήσουµε νά ντρεπόµαστε νά Τόν ὁµολογοῦµε, θά πρέπει ἰδιαίτερα νά µᾶς ἀπασχολήσει. Διότι πρόκειται γιά τήν αἰώνια ἀπώλεια τῆς ψυχῆς µας. Θά εἶναι τροµερό. Νά θυσιάζει στόν Σταυρό τόν Ἑαυτό Του ὁ Κύριος καί νά µᾶς προειδοποιεῖ κατ’ ἐπανάληψη, ὅπως τήν Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν µέ τήν Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ Του, ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπό µέρους µας ὁµολογία τοῦ ὀνόµατός Του καί τῶν λόγων Του καί ἐµεῖς νά ἀδιαφοροῦµε! Καιρός νά ἀνανήψωµε. Νά ἀποµακρύνοµε τόν ἑαυτό µας ἀπό τό κοσµικό πνεῦµα. Νά ἀγαπήσουµε Τόν Σταυρωθέντα γιά µᾶς Κύριο µέ ὅλη µας τήν καρδιά. Ὁπότε καί ἐµεῖς θά ὁµολογοῦµε παντοῦ καί πάντοτε µέ θάρρος καί παρρησία τόν Χριστό καί τήν ἀλήθειά Του. Καί Ἐκεῖνος θά µᾶς ἀναγνωρίσει δικούς Του ὀπαδούς, ἄξιους νά κληρονοµήσουµε τήν αἰωνία δόξαν τῆς Βασιλείας Του.

                Ἀρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
          τ. Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
          «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀπρίλιος 2013
                                                 Ἀρ. Τεύχους 128

Παρασκευή, Απριλίου 05, 2013

Κυριακή Γ Νηστειών Η εντροπή για τον Χριστό και πως αυτή θεραπεύεται Αρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης


Η  εντροπή  για  τον  Χριστό και  πως  αυτή  θεραπεύεται
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους
ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ,
καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν»
(Μαρκ. η’ 38).

Kυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Καί ἡ Ἐκκλησία µας προβάλλει τόν Τίµιο Σταυρό τοῦ Κυρίου. Καί συγχρόνως ἀναµεταδίδει τήν φωνή τοῦ Ἐσταυρωµένου Κυρίου. Τί λέει; Πῶς τόν θέλει τόν πιστό Του; Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ντραπεῖ Ἐµένα καί τούς λόγους Μου, ἐάν δειλιάσει καί διστάσει νά Μέ ὁµολογήσει Κύριο καί Ἀρχηγό του, ἐάν ὑπολογίσει τίς εἰρωνεῖες καί ἀντιδράσεις τῶν δικῶν του ἀνθρώπων, περισσότερο ἀπό τό χρέος τῆς ἀγάπης του πρός Ἐµένα, αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά τόν ἀποκηρύξω. Δέν θά τόν ὑπολογίσω ὡς δικό Μου. Θά τόν ἀρνηθῶ κατά τήν Δευτέρα Μου Παρουσία, πού θά ἔλθω συνοδευόµενος ἀπό ἁγίους Ἀγγέλους. Αὐτό ζητεῖ ἀπό ὅλους ἐκείνους πού θέλουν νά γίνουν µαθητές καί ὀπαδοί Του. «Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Ἡ ἀλήθεια αὐτή ὅλους µᾶς ἐνδιαφέρει.
Ἀλλά γιατί οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται τόν Χριστό καί τά λόγια Του; Καί πῶς θεραπεύεται ἡ ντροπή αὐτή;
Οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται διά τόν Χριστό καί τά λόγια Του, γιατί:
Ἐπηρεάζονται ἀπό τά φρονήµατα καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι στίς ἡµέρες µας πού ἀγνοοῦν τόν Θεό. Δέν διστάζουν νά ἐναντιωθοῦν πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ὡς σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους θέτουν τίς στιγµιαῖες ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς. Σύνθηµά τους ἔχουν «φάγωµεν, πίωµεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκοµεν». Συνέπεια τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὁ κοµπασµός, ἡ αὐτο¬διαφήµιση, ἡ αὐτοπροβολή. Ἡ µόδα, ἔπειτα, µέ τούς ἐξωφρενισµούς της, πού καταντᾶ µόνιµη φροντίδα τους. Πρότυπά τους καί ἰνδάλµατά τους ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τά πρόσωπα τῆς ξεπεσµένης κοινωνίας καί τούς ἀστέρες τῆς ὀθόνης. Ἐπιζητοῦν συνεχῶς τήν µαταίαν δόξαν, τούς φθηνούς ἐπαίνους, τά κολακευτικά χειροκροτήµατα. Γι’ αὐτούς οὔτε Θεός ὑπάρχει, οὔτε ἰδανικά, οὔτε ἠθικοί φραγµοί. Ἤ, µᾶλλον, Θεός τους εἶναι ἡ «κοιλία, τό χρῆµα, ἡ γλυκειά ζωή», ὅπως τήν ὀνοµάζουν σήµερα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χρησιµοποιοῦν τήν εἰρωνεία γιά τούς Χριστιανούς. Εἰρω-νεύονται τόν νέο ἤ τή νέα, διότι µελετᾶ θρησκευτικά βιβλία ἤ διότι πηγαίνει στό Κατηχητικό. Εἰρωνεύονται τόν τίµιο καί εὐσυνείδητο ἐργάτη ἤ ὑπάλληλο, διότι δέν καταδέχεται νά λερώσει τά χέρια του µέ τήν ἀδικία, νά πλουτίσει ἄκοπα καί ἄδικα. Εἰρωνεύονται τόν οἰκογενειάρχη, διότι κρατάει τήν οἰκογένειά του σέ ἀτµόσφαιρα ἱερή καί πειθαρχηµένη. Καί, γενικά, εἰρωνεύονται τίς Χριστιανικές ἰδέες καί ἀντιλήψεις, ὡς πράγµατα παιδαριώδη, ἀναχρονιστικά, κατώτερα τοῦ λογικοῦ δηµιουργήµατος. Ἡ στάση καί συµπεριφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἐπηρεάζει τούς Χριστιανούς σέ σηµεῖο, ὥστε δειλιάζουν νά ὁµολογήσουν τόν Χριστό καί τήν Ἀλήθειά Του. Ἀποφεύγουν νά παρουσιάζονται ὅτι θρησκεύουν. Μέ ἀποτέλεσµα νά «συσχηµατίζονται» πρός τίς ἀπαιτήσεις τους. Νά γίνονται πιστοί καί ἄπιστοι, θρῆσκοι καί ἄθρησκοι, ἠθικοί καί ἀνήθικοι. Καί νοµίζουν, ἔτσι, ὅτι µποροῦν νά τά ἔχουν καλά καί µέ τόν Χριστό καί µέ τόν κόσµο, ἀνώδυνα καί µέ τό ἀζηµίωτο. Καί καταντοῦν οἱ δυστυχεῖς ἀλλοπρόσαλλοι ἄνθρωποι. Ἠµπορεῖ τούς χριστιανούς αὐτούς νά τούς ἀναγνωρίσει ὁ Χριστός ὡς δικούς Του; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γι’ αὐτό διακηρύττει:
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Τί χρειάζεται γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ ἐπηρεασµός αὐτός;
1. Νά κόψωµε τούς δεσµούς. Ποιούς δεσµούς; Τούς δεσµούς µέ τόν κόσµο, µέ τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσµου. Δέν καλούµαστε νά πάρουµε τά βουνά καί τά ὄρη καί νά γίνουµε ἀσκητές καί ἐρηµῖτες. Μέσα στόν κόσµο θά µείνουµε, ἀλλά δέν θά συµµορφούµαστε µέ τό πνεῦµα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. «Ἐξέλθετε ἐκ µέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου µή ἅπτεσθε» (Β’ Κορ. στ’  17). Δηλαδή µή πλησιάζετε τούς παραστρατηµένους ἀνθρώπους. Μή τούς χαρίζετε τή φιλία σας. Σταθῆτε µακρυά ἀπό αὐτούς. Διότι «ἐάν τις ἀγαπᾶ τόν κόσµον οὐκ ἔστι ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ιωάν. β’ 15). Ἐάν κανείς ἀγαπᾶ τόν κόσµο, ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη δέν ὑπάρχει µέσα του. Γι’ αὐτό «µή ἀγαπᾶτε τόν κόσµον, µηδέ τά ἐν τῷ κόσµῳ» (Α’ Ἰωαν. β’ 15). Μή ἀγαπᾶτε τόν µάταιο καί µακριά τοῦ Θεοῦ εὑρισκόµενο κόσµο, οὔτε τίς ἀπολαύσεις πού προσφέρει ὁ κόσµος, πού ἀποχωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Διότι ὁ Θεός καί ὁ κόσµος εἶναι δυό πράγµατα ἀσυµβίβαστα. Μᾶς τό λέει καθαρά ὁ θεῖος Ἱάκωβος «οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσµου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; Ὅστις ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσµου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. δ’ 4). Ἐκεῖνος πού θά θελήσει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσµου δηλ. τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου, πού δέν φοβοῦνται καί δέν σέβονται τόν Θεό, θά γίνει ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἀπό µᾶς θά θελήσει νά γίνει ἐχθρός τοῦ Ἁγίου Θεοῦ; Ἀσφαλῶς κανείς. Χρειάζεται, ὅµως, νά λάβουµε τήν ἀπόφαση νά ἐξέλθουµε ἀπό τόν κόσµο. Ἄνθρωποι τοῦ κόσµου εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ µητέρα µας, ὁ πατέρας µας, τό παιδί µας, ἡ κόρη µας, ὁ σύζυγος ἤ ἡ σύζυγος, ὁ ἀδελφός ἤ ἡ ἀδελφή µας, ὁ παιδικός µας φίλος. Ἀφοῦ, ὅµως, τό ζητεῖ ὁ Θεός θά πρέπει νά τό κάνουµε. Ἔτσι θά παύσουµε νά ἐπηρεαζόµαστε ἀπό τήν νοοτροπία, τά φρονήµατα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Φθάνει αὐτό; Ὄχι. Χρειάζεται συγχρόνως:
2. Νά ἀγαπήσουµε τόν Χριστό. Γιατί εἶναι ἀδύνατον νά συγκινού¬µαστε ἀπό τήν κοσµική ζωή καί ταὐτόχρονα νά ἀγαποῦµε τόν Χριστό. Ὅσο ὑπερισχύει µέσα µας ἡ ἀγάπη πρός τόν κόσµο, τόσο ἀτονεῖ ἡ ἀγάπη µας πρός τόν Χριστό. Ἀπεναντίας, ὅταν ἡ καρδιά µας φλέγεται καί πυρπολεῖται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, εἶναι ἀδύνατον νά µᾶς συγκινήσουν οἱ ψευτοχαρές τοῦ κόσµου. Κοιτάξατε τόν ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Κύριο µέ ὅλη του τήν καρδιά, ἔµεινε ἐντελῶς ἀπρόσβλη¬τος ἀπό τό ἰσχυρό εἰδωλολατρικό πνεῦµα τῆς ἐποχῆς Του. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τόν ἔκανε νά θεωρεῖ τίς ἀπολαύσεις, τήν δόξα καί τίς τιµές, πού τοῦ πρόσφερε ὁ κόσµος, «ὡς σκύβαλα», ὡς σκουπίδια, ἄξια κάθε περιφρονήσεως. Στό ἐσωτερικό του δέν ὑπῆρχε καθόλου χῶρος γιά πρόσωπα καί καταστάσεις ἄλλες ἐκτός ἀπό τόν Χριστό. Ὅσες ψυχές κατορθώνουν ὁλόψυχα νά ἀγαπήσουν τόν Χριστό, αὐτές οἱ ψυχές καί Τόν ὁµολογοῦν. Ὅπου σταθοῦν καί ὅπου βρεθοῦν διακηρύσσουν µέ σύνεση καί ἀκρίβεια τήν ἀλήθειά Του. Ἡ ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του ἔρχεται ώς φυσικό ἐπακόλουθο. Διότι «ἐκ τοῦ περισσεύµατος τῆς καρδίας τό στόµα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ’ 34). Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ντροπῆς τῆς ὁµολογίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του.
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Ἡ ἀπό µέρους τοῦ Χριστοῦ ἀποκήρυξή µας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του ἐφ’ ὅσον θά ἐξακολουθήσουµε νά ντρεπόµαστε νά Τόν ὁµολογοῦµε, θά πρέπει ἰδιαίτερα νά µᾶς ἀπασχολήσει. Διότι πρόκειται γιά τήν αἰώνια ἀπώλεια τῆς ψυχῆς µας. Θά εἶναι τροµερό. Νά θυσιάζει στόν Σταυρό τόν Ἑαυτό Του ὁ Κύριος καί νά µᾶς προειδοποιεῖ κατ’ ἐπανάληψη, ὅπως τήν Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν µέ τήν Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ Του, ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπό µέρους µας ὁµολογία τοῦ ὀνόµατός Του καί τῶν λόγων Του καί ἐµεῖς νά ἀδιαφοροῦµε! Καιρός νά ἀνανήψωµε. Νά ἀποµακρύνοµε τόν ἑαυτό µας ἀπό τό κοσµικό πνεῦµα. Νά ἀγαπήσουµε Τόν Σταυρωθέντα γιά µᾶς Κύριο µέ ὅλη µας τήν καρδιά. Ὁπότε καί ἐµεῖς θά ὁµολογοῦµε παντοῦ καί πάντοτε µέ θάρρος καί παρρησία τόν Χριστό καί τήν ἀλήθειά Του. Καί Ἐκεῖνος θά µᾶς ἀναγνωρίσει δικούς Του ὀπαδούς, ἄξιους νά κληρονοµήσουµε τήν αἰωνία δόξαν τῆς Βασιλείας Του.
                                                Ἀρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
                                    τ. Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
                                        «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀπρίλιος 2013

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ Ἀρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης


 περίοδος τοῦ Τριωδίου ἀρχίζει μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει τὸν Τελώνη ὡς παράδειγμα ἀνθρώπου, πού ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του. Δέστε τον. Πηγαίνει στὸ Ναὸ νὰ προσευχηθεῖ. Ἀλλὰ «ὁ Τελώνης μακρόθεν ἔστώς οὐκ ἤθελε οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι». Πηγαίνει σὲ μιὰ ἄκρη τοῦ Ναοῦ. Δὲν πλησιάζει τὸ ἱερό. Καὶ πῶς στέκει; Σκύβει. Δὲν ἔχει τὸ θάρρος νὰ σηκώσει τὰ μάτια του νὰ δεῖ τὸν οὐρανό. Καὶ μόνο αὐτό; Κτυπᾶ τὸ στῆθος του. Καὶ ἀφήνει μιὰ μικρὴ φράση, ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ πολλὲς φορές, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ χείλη. Τὴ λέει καὶ τὴν ἐπαναλαμβάνει. Τὴν ἀκοῦνε ὅλοι: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητι μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Συναισθάνεται βαθύτατα ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Καὶ τὸ ὁμολογεῖ. Τὸ κραυγάζει πρὸς τὸν Κύριο ἐκ βάθους ψυχῆς.


Βέβαια, δὲν φαίνεται καὶ πολὺ μεγάλη ἡ....ἀρετὴ τοῦ Τελώνη. Διότι αὐτὸ ποῦ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, τὸ συζητεῖ καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνει ὅλος ὁ κόσμος. Μήπως καὶ ὁ Φαρισαῖος, πού τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του, δὲν εἶπε: «Δὲν εἶμαι σὰν αὐτὸν τὸν Τελώνη»; Ναί, ὅλοι τὸ ἔλεγαν, ὅλοι τὸ ἐγνώριζαν. Ὅλοι τὸ συζητοῦσαν αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁμολόγησε ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως ἀκριβῶς γιὰ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ δικαιώθηκε ὁ Τελώνης. Διότι σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ἔκανε τὸ καθῆκον του.

Ἄραγε πόση αὐτογνωσία διαθέτουμε ἐμεῖς; Πόσο γνωρίζουμε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μας; Εἶναι ἀνάγκη νὰ συναισθανθοῦμε καὶ ἐμεῖς βαθύτατα ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἐὰν περάσει ἀπὸ τὸ νοῦ μας ὅτι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε καὶ τόσο ἁμαρτωλοί, ἢ ὅτι βρισκόμαστε σὲ καλὸ δρόμο, τότε «ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α' Ἰω. Α' 8), ἔρχεται νὰ μᾶς βεβαιώσει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἐξαπατοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια μέσα μας. Καὶ συνεχίζει ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης: «Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α' Ἴω. Α' 10). Ἐὰν κανένας τολμήσει νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶμαι ἁμαρτωλός, τότε κάνει ψεύστη τὸν Θεό. Καὶ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς λέει καθαρὰ ὅτι κανένας ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν ἔζησε καὶ μιὰ μόνο ἡμέρα ἐδῶ στὴ γῆ, δὲν θὰ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅλοι, λοιπόν, εἴμαστε ἁμαρτωλοί!

Καὶ ὅμως! Ἐὰν προσέξουμε βαθύτερα τὴ συμπεριφορά μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι δὲν ἔχομε πραγματικὴ συνείδηση ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἀπόδειξη: Πῶς προσῆλθε ἐκεῖ στὸν περίβολο τοῦ Ναοῦ ὁ Τελώνης; Πῶς προσερχόμαστε καὶ εἰσερχόμαστε ἐμεῖς στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ; Πῶς καθόμαστε; Πῶς κοιτάζομε τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας ἐκεῖ στὴν ἁγία εἰκόνα Του; Συντριβόμαστε μπροστά Του; Ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι; Πῶς βλέπομε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Μήπως τοὺς βλέπομε ὡς κατώτερούς μας; Μήπως ξεχωρίζομε τὸν ἑαυτό μας, διότι ἔχουμε φρόνημα φαρισαϊκό; Μιὰ μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ μας θὰ μᾶς κάμει νὰ ἀναρωτηθοῦμε πραγματικά, ἐὰν ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Ἐὰν φέρουμε μπροστὰ μας τοὺς λογισμούς μας, τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὰ ἔργα μας, τί θὰ διαπιστώσουμε; «Ὑπερεπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία»! Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀδελφοι. Καὶ ὅμως δὲν τὸ συναισθανόμαστε!!!

Ὁ Τελώνης πού εἶχε συναίσθηση ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός, τί ἔκαμε; Τὸν εἴδαμε. Παρουσιάσθηκε ὁ ἄνθρωπος συντετριμμένος, ταπεινωμένος, καὶ ὁμολόγησε. Καὶ ἐμεῖς στὶς συζητήσεις μας νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ λάθη μας. Ἀπὸ τὰ λόγιά μας νὰ βγαίνει ἡ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι μὲ ἐλαττώματα, μὲ παραβάσεις, ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ καὶ στὴν προσευχή μας νὰ τὸ λέμε. Ὅπως τὸ ἔλεγε καὶ ὁ Τελώνης. Νὰ τὸ λέμε διαρκῶς, μὲ πόνο, μὲ συντριβή, μὲ κραυγὴ ἰσχυρή: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητι μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Λυπήσου καὶ συγχώρησε μὲ τὸν ἁμαρτωλό, Κύριε καὶ Θεέ μου. «Μὴ ἐγκαταλίπης με, Κύριε ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῆς ἀπ' ἐμοῦ» (Ψάλμ. ΛΖ' 22). Μὴ φύγεις μακριά μου. Μὴ Σὲ διώξουν οἱ ἁμαρτίες μου. Μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις ἀβοήθητο ποτέ.

Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο, νὰ ὁμολογοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητα μας ἐνώπιόν του Πνευματικοῦ. Διότι ἡ ἱερὴ Ἐξομολόγηση εἶναι τὸ μυστήριο, πού μᾶς ἔδωσε ὁ ἀγαθὸς Θεὸς γιὰ νὰ λαμβάνουμε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Στὴν Ἐξομολόγηση πηγαίνουμε νὰ κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ὁμολογήσουμε τὰ σφάλματά μας. Ἂς τὸ προσέξουμε αὐτό, διότι ὑπάρχουν καὶ χριστιανοὶ πού πηγαίνουν στὴν Ἐξομολόγηση γιὰ νὰ ἐπιρρίψουν τὴν εὐθύνη τους στοὺς ἄλλους. «Ξέρετε, λένε, ἔκαμα αὐτά, ἀλλά ἔφταισε ὁ Α, ὁ Β καὶ ὁ Γ». Δὲν κατακρίνουμε τότε τὸν ἑαυτό μας. Δὲν ὁμολογοῦμε μὲ συντριβὴ τὰ ἁμαρτήματά μας. Καὶ ἑπομένως δὲν ἑλκύουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπιπλέον δὲν μπορεῖ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅταν ἐξομολογούμαστε, νὰ αἰσθανόμαστε ἀναπαυμένοι. Ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας μας, αὐτὴ ἑλκύει τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τί βεβαιώνει ὁ Κύριος; Ἐκεῖνος πού ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του, θὰ σωθεῖ. Ὁ Θεὸς «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Παροιμ. Γ 34). Στοὺς ταπεινούς, σ' ἐκείνους πού ὁμολογοῦν τὰ πταίσματά τους, σ’ αὐτοὺς δίδει ἄφεση, ἐκείνους χαριτώνει, ἀνεβάζει καὶ δοξάζει.

Λοιπόν, θέλουμε νὰ εἴμαστε χαριτωμένοι ἀπὸ τὸν Θεό; Νὰ ἔχουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας; Θὰ πρέπει νὰ συναισθανόμαστε τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ νὰ ταπεινωνόμαστε ἐνώπιόν του Θεοῦ. Τότε καὶ θὰ δικαιωθοῦμε ἐνώπιόν Του. Τὸ παράδειγμα τοῦ Τελώνη ἂς μᾶς συγκινήσει καὶ ἂς τὸ μιμηθοῦμε.

Ἀρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης

Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2012

Η πνευματική διάσταση της ζωής -Αρχιμ. Καλλίστρατου Ν. Λυράκη



Οι άγιοι δεν ενδιαφέρονται 
μόνο για να μας απομακρύνουν 
και προφυλάξουν από ό,τι
 αρνητικό. Προχωρούν και
 στη θέση. Και θέση στην εγωιστική
 απομόνωση του υλισμού . είναι
 η πνευματική διάσταση της ζωής· 
ο ορίζοντας του ουρανού. 
Η είσοδος του ανθρώπου
 -απ`αυτή τη ζωή - στο χώρο και το χρόνο της αιωνιότητος.
 Κι αυτό πραγματώνεται όσες φορές κινούμαστε στον άξονα 
του αθάνατου προορισμού μας , όσες φορές υπολογίζουμε πάνω 
απ`όλα τη μονογενή ψυχή μας· όσες φορές προσέχουμε την 
πατερική φωνή :
'' Μέχρι πότε θα ζούμε άσκοπα και μάταια ; 
Μάλλον δε όχι μόνο μάταια ζούμε , αλλά και για το κακό ;
 Θα φύγουμε από τον κόσμο αυτόν και θα υποστούμε την
 πιο βαριά τιμωρία για την άσκοπη δαπάνη.
Ο Θεός δεν μας έφερε στην παρούσα ζωή για να πράττουμε
 τα πάντα αποβλέποντες μόνο στη γη , αλλά και προς τη
 μέλλουσα ζωή. Έχουμε αθάνατη ψυχή , ώστε να ετοιμάζουμε 
τα πάντα για χάρη εκείνης της ουράνιας ζωής , για να
 συμπεριληφθούμε στο χορό των αγγέλων και να στεκόμαστε 
συνέχεια πλησίον του Κυρίου στους απέραντους αιώνες.
 Το σώμα θα καταστεί αθάνατο , για να απολαύσουμε τα
 ατελεύτητα αγαθά. Αν όμως παραμένεις προσκολλημένος 
στη γη , ενώ σου προσφέρονται οι ουρανοί , συλλογίσου 
πόσο μεγάλη προσβολή γίνεται σ`Εκείνον που προσφέρει
 αυτά τα αγαθά ( ... ). Μακάρι όμως να
 μη συμβεί να γνωρίσουμε την κόλαση εκείνη , αλλά να φανούμε
 ευάρεστοι στον Χριστό '' .
Και αυτό θα επιτευχθεί , αν σπάσουμε τον εγωιστικό κλοιό μέσα στον 
οποίο μας απομονώνει ο φυσικός άνθρωπος της ύλης , στην πλάνη του 
να ζητεί τη ζωή και την ευτυχία εκεί , όπου υπάρχει η δυστυχία 
και ο αθάνατος θάνατος.

                                                                                                    
 Αρχιμ. Καλλίστρατου Ν. Λυράκη


                                                       ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...