Υπάρχει όμως και άλλη δικαιολογία. Ότι η εποχή μας δεν τα σηκώνει. «Τι θέλετε, σας λένε, δεν λέω ότι δεν είναι καλά αυτά που ο Θεός θέλει από τον άνθρωπο, αλλά πέρασε πλέον η εποχή τους! Σήμερα ο κόσμος είναι διαφορετικός. Έγινε πονηρός. Είναι κατεργάρης! Αν θέλεις να πας με το Ευαγγέλιο, προκοπή δεν βλέπεις». «Άκουσε εμένα. Είσαι έξυπνος; Είσαι καπάτσος; Μπορείς να γελάς τους άλλους; Μόνο τότε θα προκόψεις»!
Δικαιολογημένη και εύλογη η θέση των ανθρώπων αυτών που κατ’ αυτόν τον τρόπο σκέπτονται. Δεν είναι όμως και πρωτάκουστη. Είχε έλθει και σε αγίους και θεόπνευστους ανθρώπους. Ο μεγάλος προφήτης Ιερεμίας, έκπληκτος και αυτός μπροστά στο παράδοξο αυτό φαινόμενο έλεγε στον Θεό:
«Ομολογώ και διακηρύττω ότι δίκαιος είσαι, Κύριε. Για τον λόγο αυτόν τολμώ να συζητήσω μαζί σου και να θέσω σε Σένα μερικά ερωτήματα, τα οποία σχετίζονται με τη δικαιοσύνη και στα οποία αδυνατώ να απαντήσω: Γιατί οι ασεβείς επιτυγχάνουν στις επιχειρήσεις και τα σχέδιά τους; Γιατί ευδοκιμούν και ευτυχούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι παραβαίνουν συνεχώς και συστηματικά τον άγιο νόμο Σου; Τους εφύτευσες, και αυτοί έρριψαν βαθιές και ισχυρές ρίζες. Εγέννησαν τέκνα και έτσι απέκτησαν ως καρπό απογόνους».(Ιερ. ΙΒ’ 1-2).
Και το φαινόμενο αυτό το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και στις ημέρες μας. Άρπαγες και άδικοι άνθρωποι, σκληροί τοκογλύφοι και ανάλγητοι εκμεταλλευτές πλουτίζουν και μεγαλύνονται. Απατεώνες και τυχοδιώκτες φαίνεται ότι επιτυγχάνουν στη ζωή. Και σου λέει ο άλλος: «Αυτός που περιφρονεί τον Θεό και τις εντολές Του, αυτός επιτυγχάνει στη ζωή».
Και γεννάται εύλογο ερώτημα: Πως συμβαίνει αυτό; Η Αγία Γραφή όμως έρχεται να μας πληροφορήσει ότι στην πραγματικότηταδεν πρόκειται περί επιτυχίας, αλλά περί αποτυχίας και συμφοράς.
Η επιτυχία των ανθρώπων αυτών είναι επιφανειακή και προσωρινή. Ο πλούτος, το αξίωμα και ό,τι άλλο έχει αποκτηθεί με το μικρόβιο της φθοράς και αποσυνθέσεως, το βαρύνει η οργή του Θεού.
Η καθημερινή πείρα παρουσιάζει συνεχώς τέτοια παραδείγματα. Εκατομμυριούχοι κατάντησαν πειναλέοι ψωμοζήτες. Τοκογλύφοι, εκμεταλλευτές, μαυραγορίτες, ανάλγητοι πλούσιοι «επτώχευσαν και επείνασαν». «Σής και βρώσις και κλέπται ηφάνησαν» τα πλούτη τους.
Επιβεβαιούται για πολλοστή φορά ο θεόπνευστος λόγος: «Είδα τον ασεβή να ακμάζει, να υπερυψώνεται πανίσχυρος και να εξαπλώνει την επιρροή του σαν τις κέδρους του Λιβάνου. Και μόλις πρόφθασα να περάσω απ’ εκεί, και ιδού αυτός στο μεταξύ είχε εκλείψει. Και πέρασα ξανά και ζήτησα αυτόν και δεν βρέθηκε όχι μόνο αυτός, αλλά ούτε ο τόπος, που βρισκόταν προτήτερα υψωμένος και αγέρωχος. Κάθε ίχνος του χάθηκε» (Ψαλμ. ΛΖ’ 35-36).
Τι τραγικό κατάντημα! Γι’ αυτό και ο θεόπνευστος ποιητής λέει: «Μην ερεθίζεσαι από φθόνο και μη παρακινήσαι προς μίμηση των πονηρευομένων, μηδέ ζήλευε βλέποντας την ευτυχία εκείνων, οι οποίοι ζουν μέσα στην παρανομία. Η ευτυχία τους είναι προσωρινή. Διότι γρήγορα σαν χορτάρι θα αποξηραθούν και σαν την πράσινη χλόη ταχέως θα μαρανθούν» (Ψαλμ. ΛΣΤ’ 1-2).
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον άνθρωπο που βαδίζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Όσοι αγωνίζονται να εφαρμόσουν τις εντολές του Θεού στη ζωή τους, βρίσκουν τον Κύριο πάντοτε κοντά τους προστάτη και τροφοδότη.
«Από τον Κύριο διευθύνονται, συνιστά ο Προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ, προς επιτυχία οι λεπτομέρειες και τύχες της ζωής του αγαθού ανθρώπου, και την όλη πορεία του βίου του θα ευλογήσει και θα αποδέχεται ο Θεός κατευοδώνοντας αυτή, ώστε πάντοτε να είναι αρεστή ενώπιόν του. Όταν ο δίκαιος προσκρούσει κάπου και πέσει, δεν θα ραγίσει και δεν θα συντριβεί, διότι ο Κύριος θέτει υποκάτω το χέρι του και τον υποβαστάζει. Υπήρξα νεώτερος άλλοτε και γήρασα βέβαια τώρα, αλλά δεν είδα δίκαιο να δυστυχεί και να είναι έρημος και εγαταλελειμμένος, ούτε είδα τους απογόνους του να ψωμοζητούν» (Ψαλμ. ΛΣΤ’ 23-25).
Γιατί; Διότι «εστήριξε την ελπίδα του σε μένα, λέει Κύριος. Και γι’ αυτό και θα τον ελευθερώνω. Θα τον σκεπάζω και θα τον προστατεύω, διότι με πλήρη επίγνωση και πίστη επικαλείται το όνομά μου. Θα φωνάζει προς εμέ, με θερμή και έντονη προσευχή και θα τον ακούω ευμενώς. Θα είμαι μαζί του κατά τις θλίψεις του. Θα τον ελευθερώνω από τις δυσκολίες και τα δεινά του και θα τον δοξάζω. Θα τον γεμίσω με μακρές ημέρες χαρίζοντας σ’ αυτόν μακροζωΐα, και θα δείχνω προς αυτόν καθ’ όλον τον μακρό βίο του τη σωτηρία μου» (Ψαλμ. 90, 14-16).
Η Κατοχή, ο συμμοριτοπόλεμος, οι σεισμοί, οι βομβαρδισμοί, επιβεβαιώνουν για άλλη μία φορά τα αθάνατα λόγια του Κυρίου: «Ζητείτε πρωτίστως και κυρίως τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός ζητεί από σάς ως όρο, για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά, και τότε όλα αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα» (Ματθ. Στ’ 33).
Εάν τις σωτήριες αυτές παραγγελίες έχουμε υπόψη μας, πραγματικά εκπληρώνουμε τον υψηλό προορισμό για τον οποίο μας προόρισε ο Θεός. Ο απ. Παύλος, ο οποίος εφήρμοζε στον τέλειο βαθμό τις εντολές του Χριστού και γι’ αυτό περισσότερο από κάθε άλλον κατανόησε την αξία της Εκκλησίας, ως εξής αποφαίνεται για την ύψιστη αξία του χριστιανού: «Έκανε την εκλογή μας αυτήν προτού να γίνει ο κόσμος, προς τον σκοπό, όταν θα ερχόταν ο καιρός να γεννηθούμε και να ζήσουμε στη γη, να είμαστε άγιοι και άμεμπτοι ενώπιόν Του». (Εφεσ. Α΄ 4-5).
Σχολιάζοντας τα παραπάνω λόγια ο αείμνηστος Καθηγητής Τρεμπέλας σημειώνει: «Πάντες όσοι είναι εκλελεγμένοι διά να απολαύσουν τας επουρανίους ευλογίας, έχουν εκλεγή και διά να είναι άγιοι και άμεμπτοι. Το ότι εξελέγησαν υπό του Θεού, δεν δίδει εις αυτούς την ελευθερίαν να ζουν όπως αυτοί θέλουν, αλλ’ οφείλουν να καταβάλλουν πάσαν προσπάθειαν, όπως καταστούν άγιοι και άμωμοι.
Παρεξηγούν βλασφήμως την περί Θείου προορισμού διδασκαλίαν οι λέγοντες, ότι αφού ο Θεός με προώρισεν, ωρισμένως θα σωθώ, διότι η απόφασις του Θεού δεν επιδέχεται ανάκλησιν.
Ο απόστολος ομιλεί περί εκλογής και προορισμού κυρίως, ίνα διεγείρη την ευγνωμοσύνην των χριστιανών και να προθυμοποιήση αυτούς, όπως καταβάλλουν πάσαν προσπάθειαν διά να γίνουν άγιοι».
Και εξακολουθεί να διασαφηνίζει τον αγιογραφικό λόγο ο Π.Ν. Τρεμπέλας γράφοντας: «Εφ’ όσον τοιαύτα είναι τα προνόμιά σας∙ εφ’ όσον ο Θεός σας έκαμε μίαν τόσον τιμητικήν κλήσιν εις την βασιλείαν Του και σας κατέστησε κοινωνούς του ελέους Του, σας παρακαλώ λοιπόν και εγώ να ζήσετε ζωήν σύμφωνον προς τα προνόμια των οποίων ο Θεός σας ηξίωσε. Σας παρακαλώ ουχί να μου στείλετε βοήθειάν τινα διά τας εν δεσμωτηρίω στερήσεις μου. Ουχί να ενδιαφερθήτε όπως απαλλαγώ των δεσμών μου. Ουχί να επιτύχετε διά των φροντίδων σας την απελευθέρωσιν και αθώωσίν μου, τουθ’ όπερ οι εν φυλακαίς υπόδικοι θα εζήτουν, από τους φίλους των. Αλλά σας παρακλώ να περιπατήσητε αξίως της κλήσεώς σας».
Και προσθέτει ο Καθηγητής Τρεμπέλας: «Ωνομάσθημεν Χριστιανοί. Ωφείλομεν να ανταποκριθώμεν εις την ονομασίαν μας ταύτην ζώντες ως Χριστιανοί. Εκλήθημεν εις την βασιλείαν και δόξαν του Θεού. Πρέπει λοιπόν την βασιλείαν ταύτην να σκεπτώμεθα και να συμπεριφερώμεθα ως κληρονόμοι ταύτης. Οφείλομεν όχι απλώς να ομολογώμεν την χριστιανικήν θρησκείαν μας αλλά να ζώμεν αυτήν. Να μας συντροφεύη αύτη πανταχού εις οιανδήποτε συναναστροφήν μας, εις οιονδήποτε έργον του επαγγελματός μας. Όχι να είμεθα Χριστιανοί μόνον κατά τας Κυριακάς ή μόνον όταν προσερχώμεθα εις την τράπεζαν του Κυρίου, αλλά καθ’ εκάστην ημέραν και εις οιονδήποτε τόπον.
Οφείλομεν να ζώμεν ως πρόσωπα, τα οποία πρόκειται εντός ολίγου, ίσως και σήμερον, ίσως και αύριον, να κληθώμεν εις τους ουρανούς, όπως εγκατασταθώμεν εις την ητοιμασμένην εκεί κληρονομίαν μας.
Άνθρωπος αισθανόμενος τούτο δεν θα προσκολλάται εις την γην ως εις μόνιμον πατρίδα του, ούτε θα θεωρεί τα υλικά αγαθά ως εγκλείοντα υψίστην αξίαν. Άνθρωπος αισθανόμενος, ότι αύριον ίσως θα είναι εις τους ουρανούς, θα αισθάνεται συγχρόνως, ότι οφείλει να είναι άγιος».