«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους
ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ,
καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν»
(Μαρκ. η’ 38).
Kυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Καί ἡ Ἐκκλησία µας προβάλλει τόν Τίµιο Σταυρό τοῦ Κυρίου. Καί συγχρόνως ἀναµεταδίδει τήν φωνή τοῦ Ἐσταυρωµένου Κυρίου. Τί λέει; Πῶς τόν θέλει τόν πιστό Του; Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ντραπεῖ Ἐµένα καί τούς λόγους Μου, ἐάν δειλιάσει καί διστάσει νά Μέ ὁµολογήσει Κύριο καί Ἀρχηγό του, ἐάν ὑπολογίσει τίς εἰρωνεῖες καί ἀντιδράσεις τῶν δικῶν του ἀνθρώπων, περισσότερο ἀπό τό χρέος τῆς ἀγάπης του πρός Ἐµένα, αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά τόν ἀποκηρύξω. Δέν θά τόν ὑπολογίσω ὡς δικό Μου. Θά τόν ἀρνηθῶ κατά τήν Δευτέρα Μου Παρουσία, πού θά ἔλθω συνοδευόµενος ἀπό ἁγίους Ἀγγέλους. Αὐτό ζητεῖ ἀπό ὅλους ἐκείνους πού θέλουν νά γίνουν µαθητές καί ὀπαδοί Του. «Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Ἡ ἀλήθεια αὐτή ὅλους µᾶς ἐνδιαφέρει.
Ἀλλά γιατί οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται τόν Χριστό καί τά λόγια Του; Καί πῶς θεραπεύεται ἡ ντροπή αὐτή;
Οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται διά τόν Χριστό καί τά λόγια Του, γιατί:
Ἐπηρεάζονται ἀπό τά φρονήµατα καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι στίς ἡµέρες µας πού ἀγνοοῦν τόν Θεό. Δέν διστάζουν νά ἐναντιωθοῦν πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ὡς σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους θέτουν τίς στιγµιαῖες ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς. Σύνθηµά τους ἔχουν «φάγωµεν, πίωµεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκοµεν». Συνέπεια τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὁ κοµπασµός, ἡ αὐτο¬διαφήµιση, ἡ αὐτοπροβολή. Ἡ µόδα, ἔπειτα, µέ τούς ἐξωφρενισµούς της, πού καταντᾶ µόνιµη φροντίδα τους. Πρότυπά τους καί ἰνδάλµατά τους ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τά πρόσωπα τῆς ξεπεσµένης κοινωνίας καί τούς ἀστέρες τῆς ὀθόνης. Ἐπιζητοῦν συνεχῶς τήν µαταίαν δόξαν, τούς φθηνούς ἐπαίνους, τά κολακευτικά χειροκροτήµατα. Γι’ αὐτούς οὔτε Θεός ὑπάρχει, οὔτε ἰδανικά, οὔτε ἠθικοί φραγµοί. Ἤ, µᾶλλον, Θεός τους εἶναι ἡ «κοιλία, τό χρῆµα, ἡ γλυκειά ζωή», ὅπως τήν ὀνοµάζουν σήµερα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χρησιµοποιοῦν τήν εἰρωνεία γιά τούς Χριστιανούς. Εἰρω-νεύονται τόν νέο ἤ τή νέα, διότι µελετᾶ θρησκευτικά βιβλία ἤ διότι πηγαίνει στό Κατηχητικό. Εἰρωνεύονται τόν τίµιο καί εὐσυνείδητο ἐργάτη ἤ ὑπάλληλο, διότι δέν καταδέχεται νά λερώσει τά χέρια του µέ τήν ἀδικία, νά πλουτίσει ἄκοπα καί ἄδικα. Εἰρωνεύονται τόν οἰκογενειάρχη, διότι κρατάει τήν οἰκογένειά του σέ ἀτµόσφαιρα ἱερή καί πειθαρχηµένη. Καί, γενικά, εἰρωνεύονται τίς Χριστιανικές ἰδέες καί ἀντιλήψεις, ὡς πράγµατα παιδαριώδη, ἀναχρονιστικά, κατώτερα τοῦ λογικοῦ δηµιουργήµατος. Ἡ στάση καί συµπεριφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἐπηρεάζει τούς Χριστιανούς σέ σηµεῖο, ὥστε δειλιάζουν νά ὁµολογήσουν τόν Χριστό καί τήν Ἀλήθειά Του. Ἀποφεύγουν νά παρουσιάζονται ὅτι θρησκεύουν. Μέ ἀποτέλεσµα νά «συσχηµατίζονται» πρός τίς ἀπαιτήσεις τους. Νά γίνονται πιστοί καί ἄπιστοι, θρῆσκοι καί ἄθρησκοι, ἠθικοί καί ἀνήθικοι. Καί νοµίζουν, ἔτσι, ὅτι µποροῦν νά τά ἔχουν καλά καί µέ τόν Χριστό καί µέ τόν κόσµο, ἀνώδυνα καί µέ τό ἀζηµίωτο. Καί καταντοῦν οἱ δυστυχεῖς ἀλλοπρόσαλλοι ἄνθρωποι. Ἠµπορεῖ τούς χριστιανούς αὐτούς νά τούς ἀναγνωρίσει ὁ Χριστός ὡς δικούς Του; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γι’ αὐτό διακηρύττει:
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Τί χρειάζεται γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ ἐπηρεασµός αὐτός;
1. Νά κόψωµε τούς δεσµούς. Ποιούς δεσµούς; Τούς δεσµούς µέ τόν κόσµο, µέ τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσµου. Δέν καλούµαστε νά πάρουµε τά βουνά καί τά ὄρη καί νά γίνουµε ἀσκητές καί ἐρηµῖτες. Μέσα στόν κόσµο θά µείνουµε, ἀλλά δέν θά συµµορφούµαστε µέ τό πνεῦµα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. «Ἐξέλθετε ἐκ µέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου µή ἅπτεσθε» (Β’ Κορ. στ’ 17). Δηλαδή µή πλησιάζετε τούς παραστρατηµένους ἀνθρώπους. Μή τούς χαρίζετε τή φιλία σας. Σταθῆτε µακρυά ἀπό αὐτούς. Διότι «ἐάν τις ἀγαπᾶ τόν κόσµον οὐκ ἔστι ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ιωάν. β’ 15). Ἐάν κανείς ἀγαπᾶ τόν κόσµο, ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη δέν ὑπάρχει µέσα του. Γι’ αὐτό «µή ἀγαπᾶτε τόν κόσµον, µηδέ τά ἐν τῷ κόσµῳ» (Α’ Ἰωαν. β’ 15). Μή ἀγαπᾶτε τόν µάταιο καί µακριά τοῦ Θεοῦ εὑρισκόµενο κόσµο, οὔτε τίς ἀπολαύσεις πού προσφέρει ὁ κόσµος, πού ἀποχωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Διότι ὁ Θεός καί ὁ κόσµος εἶναι δυό πράγµατα ἀσυµβίβαστα. Μᾶς τό λέει καθαρά ὁ θεῖος Ἱάκωβος «οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσµου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; Ὅστις ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσµου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. δ’ 4). Ἐκεῖνος πού θά θελήσει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσµου δηλ. τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου, πού δέν φοβοῦνται καί δέν σέβονται τόν Θεό, θά γίνει ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἀπό µᾶς θά θελήσει νά γίνει ἐχθρός τοῦ Ἁγίου Θεοῦ; Ἀσφαλῶς κανείς. Χρειάζεται, ὅµως, νά λάβουµε τήν ἀπόφαση νά ἐξέλθουµε ἀπό τόν κόσµο. Ἄνθρωποι τοῦ κόσµου εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ µητέρα µας, ὁ πατέρας µας, τό παιδί µας, ἡ κόρη µας, ὁ σύζυγος ἤ ἡ σύζυγος, ὁ ἀδελφός ἤ ἡ ἀδελφή µας, ὁ παιδικός µας φίλος. Ἀφοῦ, ὅµως, τό ζητεῖ ὁ Θεός θά πρέπει νά τό κάνουµε. Ἔτσι θά παύσουµε νά ἐπηρεαζόµαστε ἀπό τήν νοοτροπία, τά φρονήµατα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Φθάνει αὐτό; Ὄχι. Χρειάζεται συγχρόνως:
2. Νά ἀγαπήσουµε τόν Χριστό. Γιατί εἶναι ἀδύνατον νά συγκινού¬µαστε ἀπό τήν κοσµική ζωή καί ταὐτόχρονα νά ἀγαποῦµε τόν Χριστό. Ὅσο ὑπερισχύει µέσα µας ἡ ἀγάπη πρός τόν κόσµο, τόσο ἀτονεῖ ἡ ἀγάπη µας πρός τόν Χριστό. Ἀπεναντίας, ὅταν ἡ καρδιά µας φλέγεται καί πυρπολεῖται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, εἶναι ἀδύνατον νά µᾶς συγκινήσουν οἱ ψευτοχαρές τοῦ κόσµου. Κοιτάξατε τόν ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Κύριο µέ ὅλη του τήν καρδιά, ἔµεινε ἐντελῶς ἀπρόσβλη¬τος ἀπό τό ἰσχυρό εἰδωλολατρικό πνεῦµα τῆς ἐποχῆς Του. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τόν ἔκανε νά θεωρεῖ τίς ἀπολαύσεις, τήν δόξα καί τίς τιµές, πού τοῦ πρόσφερε ὁ κόσµος, «ὡς σκύβαλα», ὡς σκουπίδια, ἄξια κάθε περιφρονήσεως. Στό ἐσωτερικό του δέν ὑπῆρχε καθόλου χῶρος γιά πρόσωπα καί καταστάσεις ἄλλες ἐκτός ἀπό τόν Χριστό. Ὅσες ψυχές κατορθώνουν ὁλόψυχα νά ἀγαπήσουν τόν Χριστό, αὐτές οἱ ψυχές καί Τόν ὁµολογοῦν. Ὅπου σταθοῦν καί ὅπου βρεθοῦν διακηρύσσουν µέ σύνεση καί ἀκρίβεια τήν ἀλήθειά Του. Ἡ ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του ἔρχεται ώς φυσικό ἐπακόλουθο. Διότι «ἐκ τοῦ περισσεύµατος τῆς καρδίας τό στόµα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ’ 34). Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ντροπῆς τῆς ὁµολογίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του.
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Ἡ ἀπό µέρους τοῦ Χριστοῦ ἀποκήρυξή µας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του ἐφ’ ὅσον θά ἐξακολουθήσουµε νά ντρεπόµαστε νά Τόν ὁµολογοῦµε, θά πρέπει ἰδιαίτερα νά µᾶς ἀπασχολήσει. Διότι πρόκειται γιά τήν αἰώνια ἀπώλεια τῆς ψυχῆς µας. Θά εἶναι τροµερό. Νά θυσιάζει στόν Σταυρό τόν Ἑαυτό Του ὁ Κύριος καί νά µᾶς προειδοποιεῖ κατ’ ἐπανάληψη, ὅπως τήν Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν µέ τήν Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ Του, ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπό µέρους µας ὁµολογία τοῦ ὀνόµατός Του καί τῶν λόγων Του καί ἐµεῖς νά ἀδιαφοροῦµε! Καιρός νά ἀνανήψωµε. Νά ἀποµακρύνοµε τόν ἑαυτό µας ἀπό τό κοσµικό πνεῦµα. Νά ἀγαπήσουµε Τόν Σταυρωθέντα γιά µᾶς Κύριο µέ ὅλη µας τήν καρδιά. Ὁπότε καί ἐµεῖς θά ὁµολογοῦµε παντοῦ καί πάντοτε µέ θάρρος καί παρρησία τόν Χριστό καί τήν ἀλήθειά Του. Καί Ἐκεῖνος θά µᾶς ἀναγνωρίσει δικούς Του ὀπαδούς, ἄξιους νά κληρονοµήσουµε τήν αἰωνία δόξαν τῆς Βασιλείας Του.
Ἀρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
τ. Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀπρίλιος 2013
ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ,
καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν»
(Μαρκ. η’ 38).
Kυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Καί ἡ Ἐκκλησία µας προβάλλει τόν Τίµιο Σταυρό τοῦ Κυρίου. Καί συγχρόνως ἀναµεταδίδει τήν φωνή τοῦ Ἐσταυρωµένου Κυρίου. Τί λέει; Πῶς τόν θέλει τόν πιστό Του; Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ντραπεῖ Ἐµένα καί τούς λόγους Μου, ἐάν δειλιάσει καί διστάσει νά Μέ ὁµολογήσει Κύριο καί Ἀρχηγό του, ἐάν ὑπολογίσει τίς εἰρωνεῖες καί ἀντιδράσεις τῶν δικῶν του ἀνθρώπων, περισσότερο ἀπό τό χρέος τῆς ἀγάπης του πρός Ἐµένα, αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά τόν ἀποκηρύξω. Δέν θά τόν ὑπολογίσω ὡς δικό Μου. Θά τόν ἀρνηθῶ κατά τήν Δευτέρα Μου Παρουσία, πού θά ἔλθω συνοδευόµενος ἀπό ἁγίους Ἀγγέλους. Αὐτό ζητεῖ ἀπό ὅλους ἐκείνους πού θέλουν νά γίνουν µαθητές καί ὀπαδοί Του. «Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Ἡ ἀλήθεια αὐτή ὅλους µᾶς ἐνδιαφέρει.
Ἀλλά γιατί οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται τόν Χριστό καί τά λόγια Του; Καί πῶς θεραπεύεται ἡ ντροπή αὐτή;
Οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται διά τόν Χριστό καί τά λόγια Του, γιατί:
Ἐπηρεάζονται ἀπό τά φρονήµατα καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι στίς ἡµέρες µας πού ἀγνοοῦν τόν Θεό. Δέν διστάζουν νά ἐναντιωθοῦν πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ὡς σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους θέτουν τίς στιγµιαῖες ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς. Σύνθηµά τους ἔχουν «φάγωµεν, πίωµεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκοµεν». Συνέπεια τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὁ κοµπασµός, ἡ αὐτο¬διαφήµιση, ἡ αὐτοπροβολή. Ἡ µόδα, ἔπειτα, µέ τούς ἐξωφρενισµούς της, πού καταντᾶ µόνιµη φροντίδα τους. Πρότυπά τους καί ἰνδάλµατά τους ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τά πρόσωπα τῆς ξεπεσµένης κοινωνίας καί τούς ἀστέρες τῆς ὀθόνης. Ἐπιζητοῦν συνεχῶς τήν µαταίαν δόξαν, τούς φθηνούς ἐπαίνους, τά κολακευτικά χειροκροτήµατα. Γι’ αὐτούς οὔτε Θεός ὑπάρχει, οὔτε ἰδανικά, οὔτε ἠθικοί φραγµοί. Ἤ, µᾶλλον, Θεός τους εἶναι ἡ «κοιλία, τό χρῆµα, ἡ γλυκειά ζωή», ὅπως τήν ὀνοµάζουν σήµερα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χρησιµοποιοῦν τήν εἰρωνεία γιά τούς Χριστιανούς. Εἰρω-νεύονται τόν νέο ἤ τή νέα, διότι µελετᾶ θρησκευτικά βιβλία ἤ διότι πηγαίνει στό Κατηχητικό. Εἰρωνεύονται τόν τίµιο καί εὐσυνείδητο ἐργάτη ἤ ὑπάλληλο, διότι δέν καταδέχεται νά λερώσει τά χέρια του µέ τήν ἀδικία, νά πλουτίσει ἄκοπα καί ἄδικα. Εἰρωνεύονται τόν οἰκογενειάρχη, διότι κρατάει τήν οἰκογένειά του σέ ἀτµόσφαιρα ἱερή καί πειθαρχηµένη. Καί, γενικά, εἰρωνεύονται τίς Χριστιανικές ἰδέες καί ἀντιλήψεις, ὡς πράγµατα παιδαριώδη, ἀναχρονιστικά, κατώτερα τοῦ λογικοῦ δηµιουργήµατος. Ἡ στάση καί συµπεριφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἐπηρεάζει τούς Χριστιανούς σέ σηµεῖο, ὥστε δειλιάζουν νά ὁµολογήσουν τόν Χριστό καί τήν Ἀλήθειά Του. Ἀποφεύγουν νά παρουσιάζονται ὅτι θρησκεύουν. Μέ ἀποτέλεσµα νά «συσχηµατίζονται» πρός τίς ἀπαιτήσεις τους. Νά γίνονται πιστοί καί ἄπιστοι, θρῆσκοι καί ἄθρησκοι, ἠθικοί καί ἀνήθικοι. Καί νοµίζουν, ἔτσι, ὅτι µποροῦν νά τά ἔχουν καλά καί µέ τόν Χριστό καί µέ τόν κόσµο, ἀνώδυνα καί µέ τό ἀζηµίωτο. Καί καταντοῦν οἱ δυστυχεῖς ἀλλοπρόσαλλοι ἄνθρωποι. Ἠµπορεῖ τούς χριστιανούς αὐτούς νά τούς ἀναγνωρίσει ὁ Χριστός ὡς δικούς Του; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γι’ αὐτό διακηρύττει:
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Τί χρειάζεται γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ ἐπηρεασµός αὐτός;
1. Νά κόψωµε τούς δεσµούς. Ποιούς δεσµούς; Τούς δεσµούς µέ τόν κόσµο, µέ τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσµου. Δέν καλούµαστε νά πάρουµε τά βουνά καί τά ὄρη καί νά γίνουµε ἀσκητές καί ἐρηµῖτες. Μέσα στόν κόσµο θά µείνουµε, ἀλλά δέν θά συµµορφούµαστε µέ τό πνεῦµα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. «Ἐξέλθετε ἐκ µέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου µή ἅπτεσθε» (Β’ Κορ. στ’ 17). Δηλαδή µή πλησιάζετε τούς παραστρατηµένους ἀνθρώπους. Μή τούς χαρίζετε τή φιλία σας. Σταθῆτε µακρυά ἀπό αὐτούς. Διότι «ἐάν τις ἀγαπᾶ τόν κόσµον οὐκ ἔστι ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ιωάν. β’ 15). Ἐάν κανείς ἀγαπᾶ τόν κόσµο, ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη δέν ὑπάρχει µέσα του. Γι’ αὐτό «µή ἀγαπᾶτε τόν κόσµον, µηδέ τά ἐν τῷ κόσµῳ» (Α’ Ἰωαν. β’ 15). Μή ἀγαπᾶτε τόν µάταιο καί µακριά τοῦ Θεοῦ εὑρισκόµενο κόσµο, οὔτε τίς ἀπολαύσεις πού προσφέρει ὁ κόσµος, πού ἀποχωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Διότι ὁ Θεός καί ὁ κόσµος εἶναι δυό πράγµατα ἀσυµβίβαστα. Μᾶς τό λέει καθαρά ὁ θεῖος Ἱάκωβος «οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσµου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; Ὅστις ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσµου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. δ’ 4). Ἐκεῖνος πού θά θελήσει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσµου δηλ. τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου, πού δέν φοβοῦνται καί δέν σέβονται τόν Θεό, θά γίνει ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἀπό µᾶς θά θελήσει νά γίνει ἐχθρός τοῦ Ἁγίου Θεοῦ; Ἀσφαλῶς κανείς. Χρειάζεται, ὅµως, νά λάβουµε τήν ἀπόφαση νά ἐξέλθουµε ἀπό τόν κόσµο. Ἄνθρωποι τοῦ κόσµου εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ µητέρα µας, ὁ πατέρας µας, τό παιδί µας, ἡ κόρη µας, ὁ σύζυγος ἤ ἡ σύζυγος, ὁ ἀδελφός ἤ ἡ ἀδελφή µας, ὁ παιδικός µας φίλος. Ἀφοῦ, ὅµως, τό ζητεῖ ὁ Θεός θά πρέπει νά τό κάνουµε. Ἔτσι θά παύσουµε νά ἐπηρεαζόµαστε ἀπό τήν νοοτροπία, τά φρονήµατα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσµου. Φθάνει αὐτό; Ὄχι. Χρειάζεται συγχρόνως:
2. Νά ἀγαπήσουµε τόν Χριστό. Γιατί εἶναι ἀδύνατον νά συγκινού¬µαστε ἀπό τήν κοσµική ζωή καί ταὐτόχρονα νά ἀγαποῦµε τόν Χριστό. Ὅσο ὑπερισχύει µέσα µας ἡ ἀγάπη πρός τόν κόσµο, τόσο ἀτονεῖ ἡ ἀγάπη µας πρός τόν Χριστό. Ἀπεναντίας, ὅταν ἡ καρδιά µας φλέγεται καί πυρπολεῖται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, εἶναι ἀδύνατον νά µᾶς συγκινήσουν οἱ ψευτοχαρές τοῦ κόσµου. Κοιτάξατε τόν ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Κύριο µέ ὅλη του τήν καρδιά, ἔµεινε ἐντελῶς ἀπρόσβλη¬τος ἀπό τό ἰσχυρό εἰδωλολατρικό πνεῦµα τῆς ἐποχῆς Του. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τόν ἔκανε νά θεωρεῖ τίς ἀπολαύσεις, τήν δόξα καί τίς τιµές, πού τοῦ πρόσφερε ὁ κόσµος, «ὡς σκύβαλα», ὡς σκουπίδια, ἄξια κάθε περιφρονήσεως. Στό ἐσωτερικό του δέν ὑπῆρχε καθόλου χῶρος γιά πρόσωπα καί καταστάσεις ἄλλες ἐκτός ἀπό τόν Χριστό. Ὅσες ψυχές κατορθώνουν ὁλόψυχα νά ἀγαπήσουν τόν Χριστό, αὐτές οἱ ψυχές καί Τόν ὁµολογοῦν. Ὅπου σταθοῦν καί ὅπου βρεθοῦν διακηρύσσουν µέ σύνεση καί ἀκρίβεια τήν ἀλήθειά Του. Ἡ ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του ἔρχεται ώς φυσικό ἐπακόλουθο. Διότι «ἐκ τοῦ περισσεύµατος τῆς καρδίας τό στόµα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ’ 34). Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ντροπῆς τῆς ὁµολογίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν λόγων Του.
«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ µε καί τούς ἐµούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ µοιχαλίδι καί ἁµαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».
Ἡ ἀπό µέρους τοῦ Χριστοῦ ἀποκήρυξή µας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του ἐφ’ ὅσον θά ἐξακολουθήσουµε νά ντρεπόµαστε νά Τόν ὁµολογοῦµε, θά πρέπει ἰδιαίτερα νά µᾶς ἀπασχολήσει. Διότι πρόκειται γιά τήν αἰώνια ἀπώλεια τῆς ψυχῆς µας. Θά εἶναι τροµερό. Νά θυσιάζει στόν Σταυρό τόν Ἑαυτό Του ὁ Κύριος καί νά µᾶς προειδοποιεῖ κατ’ ἐπανάληψη, ὅπως τήν Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν µέ τήν Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ Του, ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπό µέρους µας ὁµολογία τοῦ ὀνόµατός Του καί τῶν λόγων Του καί ἐµεῖς νά ἀδιαφοροῦµε! Καιρός νά ἀνανήψωµε. Νά ἀποµακρύνοµε τόν ἑαυτό µας ἀπό τό κοσµικό πνεῦµα. Νά ἀγαπήσουµε Τόν Σταυρωθέντα γιά µᾶς Κύριο µέ ὅλη µας τήν καρδιά. Ὁπότε καί ἐµεῖς θά ὁµολογοῦµε παντοῦ καί πάντοτε µέ θάρρος καί παρρησία τόν Χριστό καί τήν ἀλήθειά Του. Καί Ἐκεῖνος θά µᾶς ἀναγνωρίσει δικούς Του ὀπαδούς, ἄξιους νά κληρονοµήσουµε τήν αἰωνία δόξαν τῆς Βασιλείας Του.
Ἀρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
τ. Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀπρίλιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά