Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Μακάριος Γρινιεζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Μακάριος Γρινιεζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

Έρευνα και Χρήση Βλαστικών Κυττάρων Θεολογική και βιοηθική προσέγγιση Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη


Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
Μακαρίου Γρινιεζάκη

Ἡ ἔρευνα τῶν βλαστικῶν κυττάρων ξεκίνησε μέ τά εὑρήματα τῶν Καναδῶν ἐρευνητῶν Ernest A. McCulloch and James E. Till στή δεκαετία τοῦ 60[1], ἐνῶ ἐπιβραβεύτηκε παγκοσμίως, ὅταν τό 2007 oἱ Mario Capecchi, Martin Evans καί Oliver Smithies κέρδισαν τό βραβεῖο Νόμπελ γιά τίς μελέτες τους ἐπί τῶν ἐμβρυϊκῶν βλαστικῶν κυττάρων[2]. Ἀπό τότε μέχρι καί σημέρα ὑπάρχει ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἐνδιαφέρον τῆς ἐρευνητικῆς κοινότητας γιά τή χρήση τους, ἀφοῦ ἡ πολλά ὑποσχόμενη ἔρευνα ἐγγυᾶται ἀντιμετώπιση ἀνίατων ἀσθενειῶν.
Τά βλαστικά κύτταρα εἶναι τά μή διαφοροποιημένα κύτταρα πού ὑπάρχουν σχεδόν σέ ὅλους τούς πολυκύτταρους ὀργανισμούς καί χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἱκανότητα νά αὐτοανανεώνονται καί νά αὐτοπολλαπλασιάζονται, καθώς ἐπίσης καί νά διαφοροποιοῦνται σέ διαφορετικούς τύπους κυττάρων ὀργάνων καί ἱστῶν[3]. Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες βλαστοκυττάρων: τά ὁλοδύναμα, τά πολυδύναμα καί τά μονοδύναμα.  
Ὁλοδύναμα  βλαστικά κύτταρα (totipotent stem cells) χαρακτηρίζονται αὐτά πού μποροῦν νά δώσουν ὅλους τούς τύπους κυττάρων καί ἱστῶν καί τά συναντοῦμε στόν ἄνθρωπο κατά τίς πρῶτες τρεῖς μέ τέσσερις ἡμέρες μετά τή γονιμοποίηση. Πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα (pluripotent stem cells), χαρακτηρίζονται αὐτά πού μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν σέ ὅλους τούς τύπους κυττάρων ἐκτός ἀπό τίς μεμβράνες καί τούς ἱστούς πού χρειάζονται γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ ἐμβρύου καί τέλος, μονοδύναμα (unipotent stem cells) βλαστοκύτταρα εἶναι αὐτά πού δέν μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν σέ κανένα τύπο κυττάρων παρά μόνο στόν τύπο στόν ὁποῖο ἔχουν προγραμματιστεῖ γιά ἀνάπτυξη καί πολλαπλασιασμό.
Στή βιβλιογραφία μποροῦμε νά βροῦμε ἀρκετές ἀναφορές θεραπευτικῶν ἀποτελεσμάτων μετά ἀπό τή χρήση βλαστοκυττάρων σέ ἀνθρώπους, ἐνῶ δέν πρέπει νά παραθεωροῦμε τό γεγονός ὅτι ἡ χρήση τους εἶναι ἀρκετά διαδεδομένη καί γιά θεραπεῖες ζώων[4]. Γιά τήν ἐφαρμογή τῶν βλαστοκυττάρων στόν ἄνθρωπο καί τό εὖρος τῶν ἐντυπωσιακῶν ἀποτελεσμάτων τους μποροῦν ἐνδεικτικά νά ἀναφερθοῦν δυό συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Στήν πρώτη περίπτωση μία ὁμάδα Κορεατῶν ἐρευνητῶν μεταμόσχευσε βλαστοκύτταρα στή σπονδυλική στήλη μιᾶς ἀσθενοῦς, ἡ ὁποία εἶχε ὑποστεῖ βλάβη, μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι ἀκίνητη στά κάτω ἄκρα γιά δεκαεννέα χρόνια. Ἡ ἀσθενής κατάφερε νά περπατήσει μετά ἀπό τή δεκαεννεάχρονη ἀναπηρία της καί αὐτό ὀφειλόταν σέ μεταμόσχευση πολυδύναμων βλαστικῶν κυττάρων πού ἀπομόνωσαν ἀπό ὀμφάλιο λῶρο καί κατόπιν τά τοποθέτησαν στό κατεστραμμένο τμῆμα τῆς σπονδυλικῆς στήλης τῆς ἀσθενοῦς μέ σκοπό τήν ἀναγέννησή του, σκοπός ὁ ὁποῖος τελικά ἐπετεύχθη[5].
Ἡ δεύτερη ἐνδιαφέρουσα θεραπευτική ἐφαρμογή ἀφορᾶ μεταμόσχευση βλαστικῶν κυττάρων ἀμφιβληστροειδοῦς σέ κατεστραμμένους ὀφθαλμούς μέ στόχο τήν ἐπαναφορά τῆς ὅρασης. Οἱ ἐπιστήμονες κατάφεραν νά μεγαλώσουν λεπτά φύλλα ὁλοδύναμων βλαστικῶν κυττάρων στό ἐργαστήριο καί στή συνέχεια τά ἐμφύτευσαν πάνω στούς κατεστραμμένους ἀμφιβληστροειδεῖς, μέ ἀποτέλεσμα τά βλαστοκύτταρα νά προκαλέσουν ἀνάπλαση καί τελική ἀποκατάσταση τῆς χαμένης ὄρασης[6]. Ἡ τεχνική αὐτή ἔχει ἐφαρμοστεῖ ἤδη σέ 40 ἀσθενείς στό νοσοκομεῖο Queen Victoria στό Σάσεξ τῆς Ἀγγλίας. Μάλιστα σέ αὐτή τήν περίπτωση τά βλαστικά κύτταρα πού χρησιμοποιήθηκαν προῆλθαν ἀπό βλαστοκύτταρα ἐνήλικων ἱστῶν τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἀπό συγγενές πρόσωπο ἤ ἀπό πτωματικό δότη[7].
Ἄλλες ἀσθένειες στίς ὁποῖες ἡ μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων προβλέπεται ὅτι θά φέρει ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα εἶναι ἡ νόσος τοῦ Πάρκινσον, ἡ νόσος Ἀλτσχάιμερ, οἱ τραυματισμοί τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ καρκίνος, ἡ σκλήρυνση κατά πλάκας, ἡ ἀπώλεια ὅρασης καί ἀκοῆς, τά ἐγκαύματα, ἡ ρευματοειδής ἀρθρίτιδα κ.ἄ.[8], ἐνῶ σήμερα ἤδη χρησιμοποιοῦνται βλαστοκύτταρα ἐνηλίκων ἱστῶν γιά κάποιες θεραπεῖες, ὅπως τή λευχαιμία[9] καί τά παλαιά καί νέα ἐμφράγματα τοῦ μυοκαρδίου[10].
Παρά ὅμως τίς τεράστιες ὑποσχέσεις τῶν ἐμβρυονικῶν βλαστικῶν κυττάρων στόν τομέα τῆς ἔρευνας καί τῆς θεραπείας θά διαπιστώσουμε, ὅτι ὁ ἐπιστημονικός κόσμος ἀλλά καί ἡ κοινή γνώμη προβάλλουν τεράστια ἠθικά διλήμματα πού σχετίζονται μέ τήν προέλευσή τους ἀπό ἔμβρυα στό ἀρχικό στάδιο τῆς ἐξελικτικῆς τους πορείας. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, βασικές πηγές βλαστοκυττάρων ἀποτελοῦν τά «περισσευούμενα» ἔμβρυα τῶν in vitro γονιμοποιήσεων[11], τά ἔμβρυα τῶν ἀμβλώσεων καί τά ἔμβρυα πού δημιουργοῦνται μέ τήν πυρηνική μεταφορά, δηλαδή μέ τή μέθοδο τῆς ἀναπαραγωγικῆς κλωνοποίησης γι’ αὐτό τό σκοπό. Καί στίς τρεῖς αὐτές περιπτώσεις τά βλαστικά κύτταρα λαμβάνονται ὅταν τό ἔμβρυο εἶναι στό στάδιο τῆς βλαστοκύστης, ἡλικίας πέντε ἕως ἑπτά ἡμερῶν, ἀλλά ἡ λήψη μιᾶς τέτοιας κυτταρικῆς σειρᾶς ὁδηγεῖ στήν καταστροφή τοῦ ἐμβρύου[12].
Ἑπομένως, τό βασικό ἠθικό ἐρώτημα πού τίθεται ἐπικεντρώνεται στή χρήση τῶν ἐμβρύων γιά ἐρευνητικούς ἤ ἀκόμη καί θεραπευτικούς σκοπούς.  Ἀπό τή μιά μεριά οἱ ὑποστηρικτές τῆς χρήσης τῶν βλαστοκυττάρων δίνουν ἔμφαση στά μεγάλα θεραπευτικά ὀφέλη καί στίς προοπτικές πού διανοίγονται γιά τήν ἀναγεννησιακή ἰατρική, παρουσιάζοντας ὡς βασικό ἐπιχείρημα ὅτι πηγή βλαστοκυττάρων γι’ αὐτούς εἶναι τά «περισσευούμενα» ἔμβρυα τῶν τεχνητῶν γονιμοποιήσεων, πού οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἀζήτητα, ἀπό τήν ἄλλη πάλι κάποιοι ἐναντιώνονται στή χρήση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων ὑποστηρίζοντας ὅτι καί τά ἔμβρυα ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ὑπάρξεις καί ἔτσι δικαιοῦνται προστασίας.
Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἀπάντηση στήν «ἠθικότητα» τῆς ἔρευνας καί χρήσης τῶν βλαστοκυττάρων συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἀρχή τῆς ζωῆς. Πολύ ἁπλᾶ μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ἄν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως, ἄν ἔχουμε δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή μία καθ’ ὁλοκληρίαν ψυχοσωματική ὀντότητα, τότε ἡ ἔρευνα καί ἡ χρήση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων παρουσιάζει ἔντονους ἠθικούς καί ἀνυπέρβλητους ἐνδοιασμούς. Ἄν ὅμως παρακάμψουμε τήν στιγμή τῆς συλλήψεως καί προσδιορίσουμε κάποια ἄλλη στιγμή ὡς ἀρχή τῆς ζωῆς, τότε τό ἔμβρυο μπορεῖ νά ἀποτελέσει πειραματικό ὑλικό καί βεβαίως χωρίς κανένα ἠθικό ἐνδοιασμό μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ γιά θεραπευτικούς ἤ ἀκόμη καί γιά ἐρευνητικούς σκοπούς.
Βέβαια ἐδῶ τίθεται ἕνα μεγάλο μεταφυσικό ἐρώτημα, στό ὁποῖο δέν ξέρουμε ἄν ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νά ἀπαντήσει. Εἶναι σάν νά προσπαθεῖ ἡ Θεολογία νά κάνει διάγνωση γιά τή νόσο τοῦ καρκίνου, μιά ἁρμοδιότητα πού ὁπωσδήποτε δέν τῆς ἀνήκει. Γι’ αὐτό καλό εἶναι οἱ θετικές κυρίως ἐπιστῆμες νά μήν ξεκινοῦν, νά μή συμπεριφέρονται καί νά μήν καταλήγουν ὡς μεταφυσικές, διότι ἄν κατανοήσουν τόν ἑαυτό τους ἔτσι, τότε ἁπλᾶ δέν μποροῦν νά ἀνήκουν στίς θετικές ἐπιστῆμες[13].
Αὐτό πού φαίνεται νά ἀποτελεῖ ὁρόσημο γιά τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἔλευση τῆς ψυχῆς, θεωρία πού ἐπηρεάζει καθοριστικά τίς περισσότερες θρησκευτικές θέσεις καί ἀπόψεις, καθώς κατά τό μεγαλύτερο ποσοστό τους ταυτίζουν τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς μέ τήν ἔλευση τῆς ψυχῆς, ὅπως θά δοῦμε ἐν συντομίᾳ ἀμέσως παρακάτω[14].
Ἔτσι, στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν κύρια αἰτία τῶν ἀπαγορεύσεων στήν Εὐρώπη σχετικά μέ τήν ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων, τό ἔμβρυο θεωρεῖται πλῆρες πρόσωπο. Ἀπό τή στιγμή τῆς συλλήψεως, εἶναι ὑποκείμενο δικαίου καί φορέας ἰσοτίμων δικαιωμάτων. Κατά τή βιοηθική τοῦ ὀντολογικοῦ περσοναλισμού[15], «οἱ ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζουν ἀπό τή σύλληψη, δέν ἀποκτῶνται κατά τήν πορεία τῆς ἐξέλιξης τοῦ ἐμβρύου ἀλλά ἁπλῶς ἐκφράζονται. Τό ἔμβρυο δέν ἀναπτύσσεται «πρός» ἄνθρωπο ἀλλά «ὡς» ἄνθρωπος. Ὁποιοδήποτε καί ἄν εἶναι τό μέλλον τοῦ ἐμβρύου, ἔστω καί ἄν ὁδεύει στήν καταστροφή, δέν μπορεῖ νά σταθμίζεται ἡ ζωή του μέ τρίτα συμφέροντα καί σκοπούς, γιατί τότε ὑποβιβάζεται ὁ ἄνθρωπος σε «ὄργανο» σέ «ἀντικείμενο» σέ «μέσον», γεγονός πού ἐναντιώνεται στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια»[16].
Στούς Προτεστάντες ἡ ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων θεωρεῖται περισσότερο ἀνεκτική, ὅταν αὐτή στοχεύει στήν ἴαση καί τή θεραπεία[17]. Μάλιστα κάποιες πιό φιλελεύθερες Εὐαγγελικές Ἐκκλησίες, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ Εὐαγγελική Ἐκκλησία τῆς Αὐστρίας, ἐπιχείρησαν νά συμβιβάσουν τήν ἔρευνα καί τή χρήση βλαστοκυττάρων μέ τήν προστασία τοῦ ἐμβρύου, θέτοντας κάποιους ὅρους, ὅπως νά χρησιμοποιοῦνται τά πλεονάζοντα ἔμβρυα τῶν in vitro γονιμοποιήσεων, νά γίνεται ἔρευνα πού ἀποβλέπει ὁπωσδήποτε σέ θεραπευτικά ὀφέλη καί νά ὑπάρχει συναίνεση τῶν δοτῶν τῶν ἐμβρύων, καθώς καί πλήρη διαφάνεια τῶν διαδικασιῶν[18]
Στήν ἑβραϊκή θρησκεία καί στό μουσουλμανισμό θεωρεῖται ὅτι μετά τή 40η ἡμέρα τό ἔμβρυο κατέχει πλήρη ἀνθρώπινη ἰδιότητα, ἀφοῦ τότε ἀποκτᾶ τήν ψυχή. Ἔτσι ἡ ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα εἶναι ἠθικά ἀποδεκτή, ἐφόσον δέν πρόκειται νά καταστραφεῖ ἐμψυχωμένη ὀντότητα[19]. Στόν Ἰνδουισμό δέν θεωρεῖται ἠθική ἡ καταστροφή ἐμβρύων[20], ἐνῶ στό Βουδισμό εἶναι πολύ σημαντική ἡ πρόθεση γιά τήν ὁποία κάποιος κάνει ἔρευνα καί ἔτσι εἶναι γενικά ἀποδεκτή ἡ ἔρευνα πού ἀποβλέπει στή θεραπεία καί βελτίωση τῆς ζωῆς ἀσθενῶν, ἀλλά μή ἀποδεκτή ἐκείνη πού γίνεται γιά ἀπόκτηση χρήματος. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Βουδισμός εἶναι ἀντίθετος στήν πρόκληση πόνου σέ ὅλα τά ἔμβια ὄντα, γι’ αὐτό μιά ὁμάδα Βουδιστῶν ἀντιτίθεται στήν ἔρευνα βλαστικῶν κυττάρων. Παρόλα αὐτά πολλοί θεωροῦν ὅτι τό ἔμβρυο πρό τῶν 14 ἡμερῶν δέν αἰσθάνεται πόνο καί ἔτσι ἀποδέχονται τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα[21].
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ψυχή ὑπάρχει ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἑνώσεως τοῦ ὠαρίου μέ τό σπερματοζωάριο, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[22]. Μάλιστα ἡ ἀνάπτυξη τῆς ψυχῆς εἶναι παράλληλη μέ ἐκείνη τοῦ σώματος καί ἡ ζωή πού ὑπάρχει στό ἔμβρυο εἶναι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς ψυχῆς. Ἄν δέν ὑπάρχει ψυχή, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καί ζωή. Γι’ αὐτό κατά τή βιβλική θεολογία ἡ ψυχή ὁρίζεται ὡς «πνοή ζωῆς». Ἑπομένως, βασικό ἀξίωμα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ὅτι ἡ ψυχή κινεῖ τό σῶμα καί δίδει τήν ὕπαρξη. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει στιγμή κατά τήν ὁποία τό ἔμβρυο εἶναι χωρίς ψυχή, δηλαδή χωρίς ζωή, χωρίς ὑπόσταση καί προσωπικότητα. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὑποστηρίζοντας καί ἀποδεχόμενος αὐτή τήν μεγάλη πραγματικότητα, θά σημειώσει ὅτι, ἐφόσον τό ἔμβρυο ζεῖ, ἔχει ψυχή καί ἐπειδή ἔχει ψυχή «νεκρόν εἶναι οὐ δύναται», διότι «ἡ νεκρότης κατά ψυχῆς στέρησιν γίνεται»[23].
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι δύσκολο νά μελετήσουμε τό θέμα τῶν βλαστοκυττάρων μέ ὅλες τίς παραμέτρους πού αὐτό συνεπάγεται ὑπό τό πρῖσμα μιᾶς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς προσέγγισης, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν θά μᾶς δώσει μία ἠθική μέ δεσμεύσεις ἤ ἀπελευθερώσεις διανοητικῆς καί ἀντιληπτικῆς φύσεως, ἀλλά θά μᾶς προσανατολίσει στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ἐξάλλου, ἄν κάποιος δέν ζεῖ χριστιανικά, ἀγωνιστικά καί πνευματικά, δέν εἶναι εὔκολο νά κατανοήσει καί νά ἐφαρμόσει τίς θέσεις τῆς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς, ἡ ὁποία ἔχει ὑπερβατικό καί ἐσχατολογικό προσανατολισμό.
Ἔτσι κάποιοι, ἐπειδή εἶναι σίγουροι ὅτι ἡ ἔρευνα καί ἡ χρήση τῶν ἐμβρυϊκῶν πολυδύναμων βλαστικῶν κυττάρων παρέχει μιά θεραπευτική δυναμική εἶναι ἀδύνατο νά κατανοήσουν κάθε ἐνδοιασμό, πολύ περισσότερο ἄν αὐτός προέρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν «παρωχημένη» θεολογία της. Τίθεται μάλιστα ἔντονα ὁ προβληματισμός: Ἐνώπιον μιᾶς πρακτικῆς πού ὑπόσχεται θεραπεία ἀπό ποικίλες νευρολογικές καί ὄχι μόνο ἀσθένειες πῶς μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐκφράζει ἐνστάσεις ἤ νά ἀρνεῖται ἀδιάλλακτα νά προτρέψει ἕναν πάσχοντα νά προχωρήσει σέ μιά τέτοιου εἴδους θεραπευτική ἐφαρμογή; 
Γιά νά δώσουμε μία ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, θά πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη τή μεγάλη πραγματικότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποφασίζει μέ βάση τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου καί ὄχι μέ βάση τήν κοσμική ἠθική πού συνεχῶς μεταβάλλεται καί προσαρμόζεται. Στήν ἠθική τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐννοεῖται οὔτε κατά διάνοια ἡ ὕπαρξη τοῦ ὠφελιμισμοῦ καί τῆς ἰδιοτέλειας, ἐνῶ στήν ἠθική τοῦ κόσμου μιά πράξη μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ, ἄν τό ἀποτέλεσμα εἶναι τό ἀναμενόμενο. Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα δέν μπορεῖ νά δικαιολογήσει μιά ἀνήθικη πράξη.
Παρά ταῦτα, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀπορριπτική γιά τήν προόδο καί τήν ἐπιστήμη. Μάλιστα διδάσκει ὅτι ὁ Θεός κατά τή Δημιουργία ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ὅλα τά ἐφόδια, γιά νά ἀναπτύξει τίς δεξιότητές του καί νά ἐργάζεται γιά τό καλό[24]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε μία δυναμική, καί κατά συνέπεια, κάθε ἐπιστημονικό ἐπίτευγμα εἶναι ἀπόρροια αὐτῆς τῆς δυναμικῆς του[25]. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἡ Ἐκκλησία θά μποροῦσε νά δεχθεῖ καί μάλιστα νά ἐπευλογήσει τήν ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων πού ἀποβλέπει στή δημιουργία μοσχευμάτων, στήν ἀναγέννηση κατεστραμένων ὀργάνων καί ἱστῶν ἤ ἀκόμη στή θεραπεία νευρολογικῶν καί ἄλλων ἀσθενειῶν, μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι αὐτά τά βλαστικά κύτταρα δέν προέρχονται ἀπό ἔμβρυα τῶν ὁποίων ἀνακόπτεται ἡ πορεία πρός τή ζωή. Θά μποροῦσε νά ἀποδεχθεῖ ἄλλες ἐναλλακτικές λύσεις ἐξίσου ἔγκυρες ἐπιστημονικά οὕτως, ὥστε νά μή μεταποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος σέ καταναλωτικό ἀγαθό, τό ὁποῖο δημιουργοῦμε μέ σκοπό νά χρησιμοποιηθεῖ χρηστικά γιά τή θεραπεία ἤ τήν παράταση τῆς ζωῆς ἄλλου προσώπου.
Πιό συγκεκριμένα, θά μπορούσαμε νά ἀποδεχθοῦμε ὡς πηγή λήψεως βλαστοκυττάρων τό μορίδιο, τό ἀναπτυξιακό στάδιο τοῦ ἐμβρύου πρίν ἀπό τό στάδιο τῆς βλαστοκύστης, πού συνίσταται ἀπό μία συμπαγῆ σφαῖρα δεκαέξι ἕως τριάντα κυττάρων. Εἶναι ἀποδεδειγμένο πλέον ὅτι τό μορίδιο μπορεῖ νά ἀντέξει τήν ἀφαίρεση μερικῶν μόνο κυττάρων, δίχως ἡ πράξη αὐτή νά ἀνακόπτει τήν περαιτέρω ἀνάπτυξη καί γέννηση τοῦ ἐμβρύου. «Ἐρευνητές μάλιστα ἀπέδειξαν ὅτι τά κύτταρα πού ἀπομονώθηκαν ἀπό μορίδια ποντικοῦ, μποροῦν νά παράγουν ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, ἐνῶ τά ἐναπομείναντα κύτταρα τοῦ μοριδίου ἀναπτύσστοναι σέ ἕνα ὑγιῆ ποντικό»[26].
Μᾶς εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι σήμερα γίνονται μεγάλες προσπάθειες νά καθοδηγηθοῦν τά ὥριμα κύτταρα, ὥστε νά δροῦν ὡς ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα. Βέβαια, αὐτή ἡ ἔρευνα εἶναι ἀκόμη σέ ἀρχικά στάδια, ὡστόσο εἶναι πολύ πιθανό σέ πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ἡ ἐπιστήμη νά καταφέρει τόν ἐπαναπρογραμματισμό τῶν ἐνήλικων κυττάρων σέ ἐβρυϊκά βλαστοκύτταρα, μιά διαδικασία πλήρως ἀποδεκτή, ἀφοῦ δέν καταστρέφει ζωή καί δέν δημιουργεῖ ἔμβρυα γιά συγκεκριμένο χρηστικό σκοπό, ἐνῶ πρακτικά θά ἔχει τεράστιες θεραπευτικές ἐφαρμογές.
Ἡ Ἐκκλησία πάντως δέν μπορεῖ νά υἱοθετήσει καμιά πρακτική πού καταστρέφει τό ἔμβρυο. Πολύ σωστά ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα προυραλιστικό περιβάλλον ὅλα ἐπιτρέπονται, ἰδιαιτέρως ἄν ἀξιοποιηθοῦν γιά χρηστικούς σκοπούς, ὅπως εἶναι ἡ βελτίωση τῆς ἀνθρώπινης ὑγείας καί ἡ ἐπιμήκυνση τῆς ζωῆς. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐκφράστηκε μέ τήν ἐκούσια θυσία Του, μᾶς ὠθεῖ στό νά ἀπορρίψουμε τό καλό, ὅταν αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν καταστροφή μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς, τοῦ ἐμβρύου. Καί αὐτό, διότι σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο δέν ἔχουμε δικαίωμα νά σώσουμε ἤ νά βελτιώσουμε τίς συνθῆκες μιᾶς ζωῆς θυσιάζοντας μιά ἄλλη, παρά μόνο ἄν αὐτό γίνει μέ τήν προσωπική μας θυσία καί τή δωρεά τῆς δικῆς μας ζωῆς[27]. Αὐτό εξάλλου ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός μέ τό σταυρικό Του θάνατο[28].
Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται καί ἐλπίζει ὅτι ἡ ἔρευνα μέ ἐπαναπρογραμματισμένα βλαστικά κύτταρα, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό ὤριμους ἱστούς, θά ξεπεράσει τά τεχνικά προβλήματα πού τώρα ἀντιμετωπίζει καί θά δώσει θεραπευτικές λύσεις πού δέν θά ἐγείρουν ἠθικά καί θεολογικά διλήμματα, ἀφοῦ θά ἐξασφαλίζουν σεβασμό στήν ἱερότητα τῆς ζωῆς πρίν ἀκόμη καί ἀπό αὐτή τή γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως.



[1] Becker AJ, McCulloch EA, Till JE., «Cytological demonstration of the clonal nature of spleen colonies derived from transplanted mouse marrow cells», Nature 1963, Vol. 197, pg. 452-454.
[2] nobelprize.org. http://nobelprize.org/nobel_prizes/medicine/laureates/2007/index.html. [Online] 2007
[3] Scholer H.R. «The potential of stem cells: an inventory». In the book: Schipanski D. Sorgner S.L. Knoepffler N., «Humanbiotechnology as social challenge», Ashgate Publishing Ltd, 2007, pg. 28.
[4] Wikipedia. Stem cell treatments. [Online] http://en.wikipedia.org/wiki/Stem_cell_treatments.
[5] Kang KS, Kim SW, Oh YH et al., «A 37-year-old spinal cord-injured female patient, transplanted of multipotent stem cells from human UC blood, with improved sensory perception and mobility, both functionally and morphologically: a case study», Cytotherapy, 2005, Vol. 7, 4, pg. 368-73.
[6] Medical news today. http://www.medicalnewstoday.com/medicalnews.php?newsid=15535. [Online] 2004.
[7] bbc news. http://news.bbc.co.uk/1/hi/england/southern_counties/4495419.stm. [Online] 2005.
[8] Lindval O, l., «Stem cells for cell therapy in Parkinson's disease», Pharmacology resources 2003, Vol. 47, 4, pg. 279-287. Βλέπε Ἐπίσης: α. Cell Basics: what are the potential uses of human stem cells and the obstacles that must be overcome before these potential uses will be realized. Stem cell information world wide web site. [Online] April 26, 2009, β. Goldman S, Windrem M., «Cell replacement therapy in neurological disease», Philos Trans R Soc Lond B Biol Sci. 2006, Vol. 361, 1473, pg. 1463-1475, γ. Tuch BE., «Stem cells, a clinical update», ibid. καί δ. Kochar PG. What are stem cells. [Online] www.csa.com/discoveryguides/stemcell/overview.php.
[9] Gahrton G, Bjorkstrand B., «Progress in haematopoietic stem cell transplantation for multiple myeloma», Journal of Internal Medicine 2000, Vol. 248, 3, pg. 185-201.
[10] Strauer BE, Schannwell CM, Brehm M., «Therapeutic potentials of stem cells in cardiac diseases», Minerva Cardioangiology 2009, Vol. 57, 2, pg. 249-67.
[11] Πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι προτιμοῦνται τά ἐμβυϊκά βλαστοκύτταρα ἔναντι τῶν ἐνηλίκων, διότι ἀφενός εἶναι πιό εὐέλικτα στό ἐργαστήριο καί διατηροῦν πολυδυναμία, μποροῦν δηλαδή νά ἐξελιχθοῦν σέ ὅλους τούς κυτταρικούς τύπους ὀργνάνων καί ἱστῶν, καί ἀφετέρου ἐκλείπει τό ἐνδεχόμενο πού ὑπάρχει στά βλαστικά κύτταρα τῶν ὥριμων ἱστῶν νά παρουσιάζουν ἀνωμαλίες στό DNA τους, γεγονός πού ἀναστέλει τή χρήση τους γιά θεραπευτικούς σκοπούς. Βλέπε: Arguments for stem cell research. [Online] 12 26, 2007. http://www.spinneypress.com.au/178_book_desc.html.
[12] Fishbach GD, Fischbach RL., «Stem cells: science, policy and ethics», Journal of Clinical Investigation, 2004, Vol. 114, pg. 1364-70. Βλέπε Ἐπίσης: Thomson Α, Itskovitz-Eldor J, Shapiro SS, Waknitz MA, Swiergiel JJ, Marshall VS, Jones JM., «Embryonic stem cell lines derived from human blastocysts», ibid.
[13] Νικολαΐδη Ἀποστόλου, «Θεσμικές προκλήσεις ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς κλωνοποίησης στόν ἄνρθωπο», Ε.Ε.Θ.Σ.Α., Τόμος 23, Ἀθήνα 2002, σελ. 500.
[14] Hug H., «Therapeutic perspectives of human embryonic stem cell research versus the moral status of a human embryo – does one have to be compromised for the other?», Medicina (Kaunas) 2006, Vol. 42, 2, pg. 107-114.
[15] Palazzani L., Sgreccia E., “Il dibattito sulla fondazione etica in bioetica” Medicina e Morale 1992, 5 pg. 847-870. Βλέπε ἐπίσης: Serra A., Colombo R., “Identita e statuo dell’ embrione umano: il contri-buto della biologia”, in Prontificia Academia pro vita, Identita e Statuo dell dell’ embrione umano, Libreria Editrice Vaticana, Citta del Vaticano 1998, pg.106-158.
[16] Βούλτου Πολυχρόνη καί Χατζητόλιου Ἀποστόλη, «Ἠθικὲς καί νομικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χώρες», ὅπ. π., σελ. 32-39.
[17] Bruce D. Therapeutic uses of cloning and embryonic stem cells. Church and society commission of the conference of European churches. [Online] 2000. http://www.srtp.org.uk/clonin50.htm.
[18] Βούλτου Πολυχρόνη καί Χατζητόλιου Ἀποστόλη, «Ἠθικές καί νομικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χώρες», ὅπ. π., σελ. 32-39.
[19] Sullivan B. Religions reveal little consensus on cloning. MSNBC News. [Online] 2004. http://msnbc.msn.com/id/3076930. Βλέπε ?πίσης: Beloucif S. The Muslim's perspective related to stem cell research. Ethical aspects of human stem cells research and uses. [Online] 2000. http://europa.eu.int/comm/european_group_ethics/docs/dp15rev.pdf.
[20] Sullivan B. Religions reveal little consensus on cloning. MSNBC News. [Online] 2004. http://msnbc.msn.com/id/3076930.
[21] Walters L., «Human embryonic stem cell research: an intercultural perspective», Kennedy institute ethics journal, 2004, Vol. 14, pg. 3-38.
[22] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις Ἀκριβῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», PG Migne 94, 1088.
[23] Γρηγορίου Νύσσης, «Περί Ψυχῆς καί Ἀναστάσεως», PG Migne 46, 125C.
[24] Γεν. 2, 15.
[25] Σκουτέρη Κωνσταντίνου, «Βιοηθική καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἐπίσκεψις, Ἔτος 30ο, Τεῦχος 575, Γενεύη 1999, σελ. 24.
[26] U.S. National Academy of Sciences, www.nationalacademies.org/stemcells.
[27] Ἰωάν. 15, 13.
[28] Μπρέκ π. Ιωάννου καί Μπρέκ Λύν, «Ἀπό τή γέννηση ὡς τό θάνατο, Ὀρθόδοξες προσεγγίσεις σέ Βιοηθικά διλήμματα», Ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, Ἀθήνα 2008, σελ. 94.

Έρευνα και Χρήση Βλαστικών Κυττάρων Θεολογική και βιοηθική προσέγγιση Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη


Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
Μακαρίου Γρινιεζάκη

Ἡ ἔρευνα τῶν βλαστικῶν κυττάρων ξεκίνησε μέ τά εὑρήματα τῶν Καναδῶν ἐρευνητῶν Ernest A. McCulloch and James E. Till στή δεκαετία τοῦ 60[1], ἐνῶ ἐπιβραβεύτηκε παγκοσμίως, ὅταν τό 2007 oἱ Mario Capecchi, Martin Evans καί Oliver Smithies κέρδισαν τό βραβεῖο Νόμπελ γιά τίς μελέτες τους ἐπί τῶν ἐμβρυϊκῶν βλαστικῶν κυττάρων[2]. Ἀπό τότε μέχρι καί σημέρα ὑπάρχει ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἐνδιαφέρον τῆς ἐρευνητικῆς κοινότητας γιά τή χρήση τους, ἀφοῦ ἡ πολλά ὑποσχόμενη ἔρευνα ἐγγυᾶται ἀντιμετώπιση ἀνίατων ἀσθενειῶν.
Τά βλαστικά κύτταρα εἶναι τά μή διαφοροποιημένα κύτταρα πού ὑπάρχουν σχεδόν σέ ὅλους τούς πολυκύτταρους ὀργανισμούς καί χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἱκανότητα νά αὐτοανανεώνονται καί νά αὐτοπολλαπλασιάζονται, καθώς ἐπίσης καί νά διαφοροποιοῦνται σέ διαφορετικούς τύπους κυττάρων ὀργάνων καί ἱστῶν[3]. Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες βλαστοκυττάρων: τά ὁλοδύναμα, τά πολυδύναμα καί τά μονοδύναμα.  
Ὁλοδύναμα  βλαστικά κύτταρα (totipotent stem cells) χαρακτηρίζονται αὐτά πού μποροῦν νά δώσουν ὅλους τούς τύπους κυττάρων καί ἱστῶν καί τά συναντοῦμε στόν ἄνθρωπο κατά τίς πρῶτες τρεῖς μέ τέσσερις ἡμέρες μετά τή γονιμοποίηση. Πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα (pluripotent stem cells), χαρακτηρίζονται αὐτά πού μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν σέ ὅλους τούς τύπους κυττάρων ἐκτός ἀπό τίς μεμβράνες καί τούς ἱστούς πού χρειάζονται γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ ἐμβρύου καί τέλος, μονοδύναμα (unipotent stem cells) βλαστοκύτταρα εἶναι αὐτά πού δέν μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν σέ κανένα τύπο κυττάρων παρά μόνο στόν τύπο στόν ὁποῖο ἔχουν προγραμματιστεῖ γιά ἀνάπτυξη καί πολλαπλασιασμό.
Στή βιβλιογραφία μποροῦμε νά βροῦμε ἀρκετές ἀναφορές θεραπευτικῶν ἀποτελεσμάτων μετά ἀπό τή χρήση βλαστοκυττάρων σέ ἀνθρώπους, ἐνῶ δέν πρέπει νά παραθεωροῦμε τό γεγονός ὅτι ἡ χρήση τους εἶναι ἀρκετά διαδεδομένη καί γιά θεραπεῖες ζώων[4]. Γιά τήν ἐφαρμογή τῶν βλαστοκυττάρων στόν ἄνθρωπο καί τό εὖρος τῶν ἐντυπωσιακῶν ἀποτελεσμάτων τους μποροῦν ἐνδεικτικά νά ἀναφερθοῦν δυό συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Στήν πρώτη περίπτωση μία ὁμάδα Κορεατῶν ἐρευνητῶν μεταμόσχευσε βλαστοκύτταρα στή σπονδυλική στήλη μιᾶς ἀσθενοῦς, ἡ ὁποία εἶχε ὑποστεῖ βλάβη, μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι ἀκίνητη στά κάτω ἄκρα γιά δεκαεννέα χρόνια. Ἡ ἀσθενής κατάφερε νά περπατήσει μετά ἀπό τή δεκαεννεάχρονη ἀναπηρία της καί αὐτό ὀφειλόταν σέ μεταμόσχευση πολυδύναμων βλαστικῶν κυττάρων πού ἀπομόνωσαν ἀπό ὀμφάλιο λῶρο καί κατόπιν τά τοποθέτησαν στό κατεστραμμένο τμῆμα τῆς σπονδυλικῆς στήλης τῆς ἀσθενοῦς μέ σκοπό τήν ἀναγέννησή του, σκοπός ὁ ὁποῖος τελικά ἐπετεύχθη[5].
Ἡ δεύτερη ἐνδιαφέρουσα θεραπευτική ἐφαρμογή ἀφορᾶ μεταμόσχευση βλαστικῶν κυττάρων ἀμφιβληστροειδοῦς σέ κατεστραμμένους ὀφθαλμούς μέ στόχο τήν ἐπαναφορά τῆς ὅρασης. Οἱ ἐπιστήμονες κατάφεραν νά μεγαλώσουν λεπτά φύλλα ὁλοδύναμων βλαστικῶν κυττάρων στό ἐργαστήριο καί στή συνέχεια τά ἐμφύτευσαν πάνω στούς κατεστραμμένους ἀμφιβληστροειδεῖς, μέ ἀποτέλεσμα τά βλαστοκύτταρα νά προκαλέσουν ἀνάπλαση καί τελική ἀποκατάσταση τῆς χαμένης ὄρασης[6]. Ἡ τεχνική αὐτή ἔχει ἐφαρμοστεῖ ἤδη σέ 40 ἀσθενείς στό νοσοκομεῖο Queen Victoria στό Σάσεξ τῆς Ἀγγλίας. Μάλιστα σέ αὐτή τήν περίπτωση τά βλαστικά κύτταρα πού χρησιμοποιήθηκαν προῆλθαν ἀπό βλαστοκύτταρα ἐνήλικων ἱστῶν τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἀπό συγγενές πρόσωπο ἤ ἀπό πτωματικό δότη[7].
Ἄλλες ἀσθένειες στίς ὁποῖες ἡ μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων προβλέπεται ὅτι θά φέρει ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα εἶναι ἡ νόσος τοῦ Πάρκινσον, ἡ νόσος Ἀλτσχάιμερ, οἱ τραυματισμοί τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ καρκίνος, ἡ σκλήρυνση κατά πλάκας, ἡ ἀπώλεια ὅρασης καί ἀκοῆς, τά ἐγκαύματα, ἡ ρευματοειδής ἀρθρίτιδα κ.ἄ.[8], ἐνῶ σήμερα ἤδη χρησιμοποιοῦνται βλαστοκύτταρα ἐνηλίκων ἱστῶν γιά κάποιες θεραπεῖες, ὅπως τή λευχαιμία[9] καί τά παλαιά καί νέα ἐμφράγματα τοῦ μυοκαρδίου[10].
Παρά ὅμως τίς τεράστιες ὑποσχέσεις τῶν ἐμβρυονικῶν βλαστικῶν κυττάρων στόν τομέα τῆς ἔρευνας καί τῆς θεραπείας θά διαπιστώσουμε, ὅτι ὁ ἐπιστημονικός κόσμος ἀλλά καί ἡ κοινή γνώμη προβάλλουν τεράστια ἠθικά διλήμματα πού σχετίζονται μέ τήν προέλευσή τους ἀπό ἔμβρυα στό ἀρχικό στάδιο τῆς ἐξελικτικῆς τους πορείας. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, βασικές πηγές βλαστοκυττάρων ἀποτελοῦν τά «περισσευούμενα» ἔμβρυα τῶν in vitro γονιμοποιήσεων[11], τά ἔμβρυα τῶν ἀμβλώσεων καί τά ἔμβρυα πού δημιουργοῦνται μέ τήν πυρηνική μεταφορά, δηλαδή μέ τή μέθοδο τῆς ἀναπαραγωγικῆς κλωνοποίησης γι’ αὐτό τό σκοπό. Καί στίς τρεῖς αὐτές περιπτώσεις τά βλαστικά κύτταρα λαμβάνονται ὅταν τό ἔμβρυο εἶναι στό στάδιο τῆς βλαστοκύστης, ἡλικίας πέντε ἕως ἑπτά ἡμερῶν, ἀλλά ἡ λήψη μιᾶς τέτοιας κυτταρικῆς σειρᾶς ὁδηγεῖ στήν καταστροφή τοῦ ἐμβρύου[12].
Ἑπομένως, τό βασικό ἠθικό ἐρώτημα πού τίθεται ἐπικεντρώνεται στή χρήση τῶν ἐμβρύων γιά ἐρευνητικούς ἤ ἀκόμη καί θεραπευτικούς σκοπούς.  Ἀπό τή μιά μεριά οἱ ὑποστηρικτές τῆς χρήσης τῶν βλαστοκυττάρων δίνουν ἔμφαση στά μεγάλα θεραπευτικά ὀφέλη καί στίς προοπτικές πού διανοίγονται γιά τήν ἀναγεννησιακή ἰατρική, παρουσιάζοντας ὡς βασικό ἐπιχείρημα ὅτι πηγή βλαστοκυττάρων γι’ αὐτούς εἶναι τά «περισσευούμενα» ἔμβρυα τῶν τεχνητῶν γονιμοποιήσεων, πού οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἀζήτητα, ἀπό τήν ἄλλη πάλι κάποιοι ἐναντιώνονται στή χρήση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων ὑποστηρίζοντας ὅτι καί τά ἔμβρυα ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ὑπάρξεις καί ἔτσι δικαιοῦνται προστασίας.
Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἀπάντηση στήν «ἠθικότητα» τῆς ἔρευνας καί χρήσης τῶν βλαστοκυττάρων συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἀρχή τῆς ζωῆς. Πολύ ἁπλᾶ μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ἄν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως, ἄν ἔχουμε δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή μία καθ’ ὁλοκληρίαν ψυχοσωματική ὀντότητα, τότε ἡ ἔρευνα καί ἡ χρήση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων παρουσιάζει ἔντονους ἠθικούς καί ἀνυπέρβλητους ἐνδοιασμούς. Ἄν ὅμως παρακάμψουμε τήν στιγμή τῆς συλλήψεως καί προσδιορίσουμε κάποια ἄλλη στιγμή ὡς ἀρχή τῆς ζωῆς, τότε τό ἔμβρυο μπορεῖ νά ἀποτελέσει πειραματικό ὑλικό καί βεβαίως χωρίς κανένα ἠθικό ἐνδοιασμό μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ γιά θεραπευτικούς ἤ ἀκόμη καί γιά ἐρευνητικούς σκοπούς.
Βέβαια ἐδῶ τίθεται ἕνα μεγάλο μεταφυσικό ἐρώτημα, στό ὁποῖο δέν ξέρουμε ἄν ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νά ἀπαντήσει. Εἶναι σάν νά προσπαθεῖ ἡ Θεολογία νά κάνει διάγνωση γιά τή νόσο τοῦ καρκίνου, μιά ἁρμοδιότητα πού ὁπωσδήποτε δέν τῆς ἀνήκει. Γι’ αὐτό καλό εἶναι οἱ θετικές κυρίως ἐπιστῆμες νά μήν ξεκινοῦν, νά μή συμπεριφέρονται καί νά μήν καταλήγουν ὡς μεταφυσικές, διότι ἄν κατανοήσουν τόν ἑαυτό τους ἔτσι, τότε ἁπλᾶ δέν μποροῦν νά ἀνήκουν στίς θετικές ἐπιστῆμες[13].
Αὐτό πού φαίνεται νά ἀποτελεῖ ὁρόσημο γιά τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἔλευση τῆς ψυχῆς, θεωρία πού ἐπηρεάζει καθοριστικά τίς περισσότερες θρησκευτικές θέσεις καί ἀπόψεις, καθώς κατά τό μεγαλύτερο ποσοστό τους ταυτίζουν τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς μέ τήν ἔλευση τῆς ψυχῆς, ὅπως θά δοῦμε ἐν συντομίᾳ ἀμέσως παρακάτω[14].
Ἔτσι, στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν κύρια αἰτία τῶν ἀπαγορεύσεων στήν Εὐρώπη σχετικά μέ τήν ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων, τό ἔμβρυο θεωρεῖται πλῆρες πρόσωπο. Ἀπό τή στιγμή τῆς συλλήψεως, εἶναι ὑποκείμενο δικαίου καί φορέας ἰσοτίμων δικαιωμάτων. Κατά τή βιοηθική τοῦ ὀντολογικοῦ περσοναλισμού[15], «οἱ ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζουν ἀπό τή σύλληψη, δέν ἀποκτῶνται κατά τήν πορεία τῆς ἐξέλιξης τοῦ ἐμβρύου ἀλλά ἁπλῶς ἐκφράζονται. Τό ἔμβρυο δέν ἀναπτύσσεται «πρός» ἄνθρωπο ἀλλά «ὡς» ἄνθρωπος. Ὁποιοδήποτε καί ἄν εἶναι τό μέλλον τοῦ ἐμβρύου, ἔστω καί ἄν ὁδεύει στήν καταστροφή, δέν μπορεῖ νά σταθμίζεται ἡ ζωή του μέ τρίτα συμφέροντα καί σκοπούς, γιατί τότε ὑποβιβάζεται ὁ ἄνθρωπος σε «ὄργανο» σέ «ἀντικείμενο» σέ «μέσον», γεγονός πού ἐναντιώνεται στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια»[16].
Στούς Προτεστάντες ἡ ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων θεωρεῖται περισσότερο ἀνεκτική, ὅταν αὐτή στοχεύει στήν ἴαση καί τή θεραπεία[17]. Μάλιστα κάποιες πιό φιλελεύθερες Εὐαγγελικές Ἐκκλησίες, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ Εὐαγγελική Ἐκκλησία τῆς Αὐστρίας, ἐπιχείρησαν νά συμβιβάσουν τήν ἔρευνα καί τή χρήση βλαστοκυττάρων μέ τήν προστασία τοῦ ἐμβρύου, θέτοντας κάποιους ὅρους, ὅπως νά χρησιμοποιοῦνται τά πλεονάζοντα ἔμβρυα τῶν in vitro γονιμοποιήσεων, νά γίνεται ἔρευνα πού ἀποβλέπει ὁπωσδήποτε σέ θεραπευτικά ὀφέλη καί νά ὑπάρχει συναίνεση τῶν δοτῶν τῶν ἐμβρύων, καθώς καί πλήρη διαφάνεια τῶν διαδικασιῶν[18]
Στήν ἑβραϊκή θρησκεία καί στό μουσουλμανισμό θεωρεῖται ὅτι μετά τή 40η ἡμέρα τό ἔμβρυο κατέχει πλήρη ἀνθρώπινη ἰδιότητα, ἀφοῦ τότε ἀποκτᾶ τήν ψυχή. Ἔτσι ἡ ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα εἶναι ἠθικά ἀποδεκτή, ἐφόσον δέν πρόκειται νά καταστραφεῖ ἐμψυχωμένη ὀντότητα[19]. Στόν Ἰνδουισμό δέν θεωρεῖται ἠθική ἡ καταστροφή ἐμβρύων[20], ἐνῶ στό Βουδισμό εἶναι πολύ σημαντική ἡ πρόθεση γιά τήν ὁποία κάποιος κάνει ἔρευνα καί ἔτσι εἶναι γενικά ἀποδεκτή ἡ ἔρευνα πού ἀποβλέπει στή θεραπεία καί βελτίωση τῆς ζωῆς ἀσθενῶν, ἀλλά μή ἀποδεκτή ἐκείνη πού γίνεται γιά ἀπόκτηση χρήματος. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Βουδισμός εἶναι ἀντίθετος στήν πρόκληση πόνου σέ ὅλα τά ἔμβια ὄντα, γι’ αὐτό μιά ὁμάδα Βουδιστῶν ἀντιτίθεται στήν ἔρευνα βλαστικῶν κυττάρων. Παρόλα αὐτά πολλοί θεωροῦν ὅτι τό ἔμβρυο πρό τῶν 14 ἡμερῶν δέν αἰσθάνεται πόνο καί ἔτσι ἀποδέχονται τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα[21].
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ψυχή ὑπάρχει ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἑνώσεως τοῦ ὠαρίου μέ τό σπερματοζωάριο, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[22]. Μάλιστα ἡ ἀνάπτυξη τῆς ψυχῆς εἶναι παράλληλη μέ ἐκείνη τοῦ σώματος καί ἡ ζωή πού ὑπάρχει στό ἔμβρυο εἶναι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς ψυχῆς. Ἄν δέν ὑπάρχει ψυχή, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καί ζωή. Γι’ αὐτό κατά τή βιβλική θεολογία ἡ ψυχή ὁρίζεται ὡς «πνοή ζωῆς». Ἑπομένως, βασικό ἀξίωμα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ὅτι ἡ ψυχή κινεῖ τό σῶμα καί δίδει τήν ὕπαρξη. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει στιγμή κατά τήν ὁποία τό ἔμβρυο εἶναι χωρίς ψυχή, δηλαδή χωρίς ζωή, χωρίς ὑπόσταση καί προσωπικότητα. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὑποστηρίζοντας καί ἀποδεχόμενος αὐτή τήν μεγάλη πραγματικότητα, θά σημειώσει ὅτι, ἐφόσον τό ἔμβρυο ζεῖ, ἔχει ψυχή καί ἐπειδή ἔχει ψυχή «νεκρόν εἶναι οὐ δύναται», διότι «ἡ νεκρότης κατά ψυχῆς στέρησιν γίνεται»[23].
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι δύσκολο νά μελετήσουμε τό θέμα τῶν βλαστοκυττάρων μέ ὅλες τίς παραμέτρους πού αὐτό συνεπάγεται ὑπό τό πρῖσμα μιᾶς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς προσέγγισης, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν θά μᾶς δώσει μία ἠθική μέ δεσμεύσεις ἤ ἀπελευθερώσεις διανοητικῆς καί ἀντιληπτικῆς φύσεως, ἀλλά θά μᾶς προσανατολίσει στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ἐξάλλου, ἄν κάποιος δέν ζεῖ χριστιανικά, ἀγωνιστικά καί πνευματικά, δέν εἶναι εὔκολο νά κατανοήσει καί νά ἐφαρμόσει τίς θέσεις τῆς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς, ἡ ὁποία ἔχει ὑπερβατικό καί ἐσχατολογικό προσανατολισμό.
Ἔτσι κάποιοι, ἐπειδή εἶναι σίγουροι ὅτι ἡ ἔρευνα καί ἡ χρήση τῶν ἐμβρυϊκῶν πολυδύναμων βλαστικῶν κυττάρων παρέχει μιά θεραπευτική δυναμική εἶναι ἀδύνατο νά κατανοήσουν κάθε ἐνδοιασμό, πολύ περισσότερο ἄν αὐτός προέρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν «παρωχημένη» θεολογία της. Τίθεται μάλιστα ἔντονα ὁ προβληματισμός: Ἐνώπιον μιᾶς πρακτικῆς πού ὑπόσχεται θεραπεία ἀπό ποικίλες νευρολογικές καί ὄχι μόνο ἀσθένειες πῶς μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐκφράζει ἐνστάσεις ἤ νά ἀρνεῖται ἀδιάλλακτα νά προτρέψει ἕναν πάσχοντα νά προχωρήσει σέ μιά τέτοιου εἴδους θεραπευτική ἐφαρμογή; 
Γιά νά δώσουμε μία ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, θά πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη τή μεγάλη πραγματικότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποφασίζει μέ βάση τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου καί ὄχι μέ βάση τήν κοσμική ἠθική πού συνεχῶς μεταβάλλεται καί προσαρμόζεται. Στήν ἠθική τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐννοεῖται οὔτε κατά διάνοια ἡ ὕπαρξη τοῦ ὠφελιμισμοῦ καί τῆς ἰδιοτέλειας, ἐνῶ στήν ἠθική τοῦ κόσμου μιά πράξη μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ, ἄν τό ἀποτέλεσμα εἶναι τό ἀναμενόμενο. Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα δέν μπορεῖ νά δικαιολογήσει μιά ἀνήθικη πράξη.
Παρά ταῦτα, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀπορριπτική γιά τήν προόδο καί τήν ἐπιστήμη. Μάλιστα διδάσκει ὅτι ὁ Θεός κατά τή Δημιουργία ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ὅλα τά ἐφόδια, γιά νά ἀναπτύξει τίς δεξιότητές του καί νά ἐργάζεται γιά τό καλό[24]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε μία δυναμική, καί κατά συνέπεια, κάθε ἐπιστημονικό ἐπίτευγμα εἶναι ἀπόρροια αὐτῆς τῆς δυναμικῆς του[25]. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἡ Ἐκκλησία θά μποροῦσε νά δεχθεῖ καί μάλιστα νά ἐπευλογήσει τήν ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων πού ἀποβλέπει στή δημιουργία μοσχευμάτων, στήν ἀναγέννηση κατεστραμένων ὀργάνων καί ἱστῶν ἤ ἀκόμη στή θεραπεία νευρολογικῶν καί ἄλλων ἀσθενειῶν, μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι αὐτά τά βλαστικά κύτταρα δέν προέρχονται ἀπό ἔμβρυα τῶν ὁποίων ἀνακόπτεται ἡ πορεία πρός τή ζωή. Θά μποροῦσε νά ἀποδεχθεῖ ἄλλες ἐναλλακτικές λύσεις ἐξίσου ἔγκυρες ἐπιστημονικά οὕτως, ὥστε νά μή μεταποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος σέ καταναλωτικό ἀγαθό, τό ὁποῖο δημιουργοῦμε μέ σκοπό νά χρησιμοποιηθεῖ χρηστικά γιά τή θεραπεία ἤ τήν παράταση τῆς ζωῆς ἄλλου προσώπου.
Πιό συγκεκριμένα, θά μπορούσαμε νά ἀποδεχθοῦμε ὡς πηγή λήψεως βλαστοκυττάρων τό μορίδιο, τό ἀναπτυξιακό στάδιο τοῦ ἐμβρύου πρίν ἀπό τό στάδιο τῆς βλαστοκύστης, πού συνίσταται ἀπό μία συμπαγῆ σφαῖρα δεκαέξι ἕως τριάντα κυττάρων. Εἶναι ἀποδεδειγμένο πλέον ὅτι τό μορίδιο μπορεῖ νά ἀντέξει τήν ἀφαίρεση μερικῶν μόνο κυττάρων, δίχως ἡ πράξη αὐτή νά ἀνακόπτει τήν περαιτέρω ἀνάπτυξη καί γέννηση τοῦ ἐμβρύου. «Ἐρευνητές μάλιστα ἀπέδειξαν ὅτι τά κύτταρα πού ἀπομονώθηκαν ἀπό μορίδια ποντικοῦ, μποροῦν νά παράγουν ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, ἐνῶ τά ἐναπομείναντα κύτταρα τοῦ μοριδίου ἀναπτύσστοναι σέ ἕνα ὑγιῆ ποντικό»[26].
Μᾶς εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι σήμερα γίνονται μεγάλες προσπάθειες νά καθοδηγηθοῦν τά ὥριμα κύτταρα, ὥστε νά δροῦν ὡς ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα. Βέβαια, αὐτή ἡ ἔρευνα εἶναι ἀκόμη σέ ἀρχικά στάδια, ὡστόσο εἶναι πολύ πιθανό σέ πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ἡ ἐπιστήμη νά καταφέρει τόν ἐπαναπρογραμματισμό τῶν ἐνήλικων κυττάρων σέ ἐβρυϊκά βλαστοκύτταρα, μιά διαδικασία πλήρως ἀποδεκτή, ἀφοῦ δέν καταστρέφει ζωή καί δέν δημιουργεῖ ἔμβρυα γιά συγκεκριμένο χρηστικό σκοπό, ἐνῶ πρακτικά θά ἔχει τεράστιες θεραπευτικές ἐφαρμογές.
Ἡ Ἐκκλησία πάντως δέν μπορεῖ νά υἱοθετήσει καμιά πρακτική πού καταστρέφει τό ἔμβρυο. Πολύ σωστά ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα προυραλιστικό περιβάλλον ὅλα ἐπιτρέπονται, ἰδιαιτέρως ἄν ἀξιοποιηθοῦν γιά χρηστικούς σκοπούς, ὅπως εἶναι ἡ βελτίωση τῆς ἀνθρώπινης ὑγείας καί ἡ ἐπιμήκυνση τῆς ζωῆς. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐκφράστηκε μέ τήν ἐκούσια θυσία Του, μᾶς ὠθεῖ στό νά ἀπορρίψουμε τό καλό, ὅταν αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν καταστροφή μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς, τοῦ ἐμβρύου. Καί αὐτό, διότι σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο δέν ἔχουμε δικαίωμα νά σώσουμε ἤ νά βελτιώσουμε τίς συνθῆκες μιᾶς ζωῆς θυσιάζοντας μιά ἄλλη, παρά μόνο ἄν αὐτό γίνει μέ τήν προσωπική μας θυσία καί τή δωρεά τῆς δικῆς μας ζωῆς[27]. Αὐτό εξάλλου ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός μέ τό σταυρικό Του θάνατο[28].
Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται καί ἐλπίζει ὅτι ἡ ἔρευνα μέ ἐπαναπρογραμματισμένα βλαστικά κύτταρα, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό ὤριμους ἱστούς, θά ξεπεράσει τά τεχνικά προβλήματα πού τώρα ἀντιμετωπίζει καί θά δώσει θεραπευτικές λύσεις πού δέν θά ἐγείρουν ἠθικά καί θεολογικά διλήμματα, ἀφοῦ θά ἐξασφαλίζουν σεβασμό στήν ἱερότητα τῆς ζωῆς πρίν ἀκόμη καί ἀπό αὐτή τή γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως.



[1] Becker AJ, McCulloch EA, Till JE., «Cytological demonstration of the clonal nature of spleen colonies derived from transplanted mouse marrow cells», Nature 1963, Vol. 197, pg. 452-454.
[2] nobelprize.org. http://nobelprize.org/nobel_prizes/medicine/laureates/2007/index.html. [Online] 2007
[3] Scholer H.R. «The potential of stem cells: an inventory». In the book: Schipanski D. Sorgner S.L. Knoepffler N., «Humanbiotechnology as social challenge», Ashgate Publishing Ltd, 2007, pg. 28.
[4] Wikipedia. Stem cell treatments. [Online] http://en.wikipedia.org/wiki/Stem_cell_treatments.
[5] Kang KS, Kim SW, Oh YH et al., «A 37-year-old spinal cord-injured female patient, transplanted of multipotent stem cells from human UC blood, with improved sensory perception and mobility, both functionally and morphologically: a case study», Cytotherapy, 2005, Vol. 7, 4, pg. 368-73.
[6] Medical news today. http://www.medicalnewstoday.com/medicalnews.php?newsid=15535. [Online] 2004.
[7] bbc news. http://news.bbc.co.uk/1/hi/england/southern_counties/4495419.stm. [Online] 2005.
[8] Lindval O, l., «Stem cells for cell therapy in Parkinson's disease», Pharmacology resources 2003, Vol. 47, 4, pg. 279-287. Βλέπε Ἐπίσης: α. Cell Basics: what are the potential uses of human stem cells and the obstacles that must be overcome before these potential uses will be realized. Stem cell information world wide web site. [Online] April 26, 2009, β. Goldman S, Windrem M., «Cell replacement therapy in neurological disease», Philos Trans R Soc Lond B Biol Sci. 2006, Vol. 361, 1473, pg. 1463-1475, γ. Tuch BE., «Stem cells, a clinical update», ibid. καί δ. Kochar PG. What are stem cells. [Online] www.csa.com/discoveryguides/stemcell/overview.php.
[9] Gahrton G, Bjorkstrand B., «Progress in haematopoietic stem cell transplantation for multiple myeloma», Journal of Internal Medicine 2000, Vol. 248, 3, pg. 185-201.
[10] Strauer BE, Schannwell CM, Brehm M., «Therapeutic potentials of stem cells in cardiac diseases», Minerva Cardioangiology 2009, Vol. 57, 2, pg. 249-67.
[11] Πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι προτιμοῦνται τά ἐμβυϊκά βλαστοκύτταρα ἔναντι τῶν ἐνηλίκων, διότι ἀφενός εἶναι πιό εὐέλικτα στό ἐργαστήριο καί διατηροῦν πολυδυναμία, μποροῦν δηλαδή νά ἐξελιχθοῦν σέ ὅλους τούς κυτταρικούς τύπους ὀργνάνων καί ἱστῶν, καί ἀφετέρου ἐκλείπει τό ἐνδεχόμενο πού ὑπάρχει στά βλαστικά κύτταρα τῶν ὥριμων ἱστῶν νά παρουσιάζουν ἀνωμαλίες στό DNA τους, γεγονός πού ἀναστέλει τή χρήση τους γιά θεραπευτικούς σκοπούς. Βλέπε: Arguments for stem cell research. [Online] 12 26, 2007. http://www.spinneypress.com.au/178_book_desc.html.
[12] Fishbach GD, Fischbach RL., «Stem cells: science, policy and ethics», Journal of Clinical Investigation, 2004, Vol. 114, pg. 1364-70. Βλέπε Ἐπίσης: Thomson Α, Itskovitz-Eldor J, Shapiro SS, Waknitz MA, Swiergiel JJ, Marshall VS, Jones JM., «Embryonic stem cell lines derived from human blastocysts», ibid.
[13] Νικολαΐδη Ἀποστόλου, «Θεσμικές προκλήσεις ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς κλωνοποίησης στόν ἄνρθωπο», Ε.Ε.Θ.Σ.Α., Τόμος 23, Ἀθήνα 2002, σελ. 500.
[14] Hug H., «Therapeutic perspectives of human embryonic stem cell research versus the moral status of a human embryo – does one have to be compromised for the other?», Medicina (Kaunas) 2006, Vol. 42, 2, pg. 107-114.
[15] Palazzani L., Sgreccia E., “Il dibattito sulla fondazione etica in bioetica” Medicina e Morale 1992, 5 pg. 847-870. Βλέπε ἐπίσης: Serra A., Colombo R., “Identita e statuo dell’ embrione umano: il contri-buto della biologia”, in Prontificia Academia pro vita, Identita e Statuo dell dell’ embrione umano, Libreria Editrice Vaticana, Citta del Vaticano 1998, pg.106-158.
[16] Βούλτου Πολυχρόνη καί Χατζητόλιου Ἀποστόλη, «Ἠθικὲς καί νομικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χώρες», ὅπ. π., σελ. 32-39.
[17] Bruce D. Therapeutic uses of cloning and embryonic stem cells. Church and society commission of the conference of European churches. [Online] 2000. http://www.srtp.org.uk/clonin50.htm.
[18] Βούλτου Πολυχρόνη καί Χατζητόλιου Ἀποστόλη, «Ἠθικές καί νομικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χώρες», ὅπ. π., σελ. 32-39.
[19] Sullivan B. Religions reveal little consensus on cloning. MSNBC News. [Online] 2004. http://msnbc.msn.com/id/3076930. Βλέπε ?πίσης: Beloucif S. The Muslim's perspective related to stem cell research. Ethical aspects of human stem cells research and uses. [Online] 2000. http://europa.eu.int/comm/european_group_ethics/docs/dp15rev.pdf.
[20] Sullivan B. Religions reveal little consensus on cloning. MSNBC News. [Online] 2004. http://msnbc.msn.com/id/3076930.
[21] Walters L., «Human embryonic stem cell research: an intercultural perspective», Kennedy institute ethics journal, 2004, Vol. 14, pg. 3-38.
[22] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις Ἀκριβῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», PG Migne 94, 1088.
[23] Γρηγορίου Νύσσης, «Περί Ψυχῆς καί Ἀναστάσεως», PG Migne 46, 125C.
[24] Γεν. 2, 15.
[25] Σκουτέρη Κωνσταντίνου, «Βιοηθική καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἐπίσκεψις, Ἔτος 30ο, Τεῦχος 575, Γενεύη 1999, σελ. 24.
[26] U.S. National Academy of Sciences, www.nationalacademies.org/stemcells.
[27] Ἰωάν. 15, 13.
[28] Μπρέκ π. Ιωάννου καί Μπρέκ Λύν, «Ἀπό τή γέννηση ὡς τό θάνατο, Ὀρθόδοξες προσεγγίσεις σέ Βιοηθικά διλήμματα», Ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, Ἀθήνα 2008, σελ. 94.

Δωρεά Oργάνων - Mεταμοσχεύσεις Ηθική και Θεολογική Θεώρηση Αρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη




Μακαρίου Γρινιεζάκη
Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου
  
Εισαγωγή.

Η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, τόσο της θεραπευτικής όσο και της γενετικής, παρουσιάζει αλματώδη πρόοδο, που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης προσδοκίας. Πολλά είναι αυτά τα οποία έχουν ανακαλυφθεί στον τομέα της θεραπείας. Μάλιστα κάποιοι ομολογούν πως, ό,τι δεν κατάφερε η ιατρική τους περασμένους αιώνες, το κατόρθωσε τα τελευταία έτη και συγκεκριμένα τον 20ο αιώνα. Τρανότερη απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι οι μεταμοσχεύσεις, ένα κορυφαίο επίτευγμα, που απογείωσε την πρόκληση της χειρουργικής με αναμφισβήτητα θεαματικά αποτελέσματα για την παράταση της ανθρώπινης ζωής.
Παρά τα θετικά αποτελέσματα όμως και τις προσδοκίες για την παράταση της ανρθώπινης ζωής που υπόσχονται οι μεταμοσχεύσεις το επίτευγμα δεν φαίνεται να είναι τελείως ανώδυνο από πλευράς ηθικής. Από τη μια αναγνωρίζεται η απόλυτη ανάγκη να εξασφαλισθούν όργανα ζωντανά και υγιή, από την άλλη όμως διαφαίνεται και ο κίνδυνος, εν ονόματι αυτής ακριβώς της εξασφάλισης μοσχευμάτων, να δημιουργηθούν ηθικές παρεκτροπές, όπως είναι η ανακήρυξη των ανεγκέφαλων βρεφών ως νεκρών, η διακοπή της ζωής του δότη ή η επίσπευση του θανάτου του για την όσο το δυνατόν γίνεται ταχύτερη λήψη των μοσχευμάτων. Με δυό λόγια, στη φαντασία του απλού ανθρώπου, έχει δημιουργηθεί το φάσμα μιας ομάδας μεταμόσχευσης που «τριγυρίζει» πάνω από το σώμα ενός ετοιμοθάνατου, έτοιμη να αφαιρέσει ζωτικά όργανα πριν πραγματικά πεθάνει[1].
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι: «οι δύο βασικοί άξονες του ηθικού προβληματισμού για τη δωρεά οργάνων είναι αφ’ ενός το ενδεχόμενο της εκμετάλλευσης του αυτεξουσίου του δότη, αφ’ ετέρου, του αυθαίρετου προσδιορισμού της στιγμής του θανάτου. Για το πρώτο επινοήθηκε η αντιφατική έννοια της εικαζομένης συναινέσεως και για το δεύτερο προέκυψε ο καινοφανής όρος εγκεφαλικός θάνατος. Όλη η δυναμική της βιοηθικής στο θέμα αυτό, εστιάζεται στο πόσο συναίνεση είναι η εικαζομένη και πόσο θάνατος είναι ο εγκεφαλικός»[2].
Η Εκκλησία για το θέμα των μεταμοσχεύσεων δεν έχει λάβει επίσημη θέση, παρ’ ότι είναι ένα θέμα που την αφορά άμεσα. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει σαφές πως ό,τι κατά καιρούς ακούγεται ή δημοσιεύεται εκφράζει μεμονωμένες απόψεις που συνήθως προέρχονται από πρόσωπα τα οποία επιθυμούν να συμβάλλουν στο φλέγον ζήτημα και τα οποία έχουν γνώση και εμπειρία της εκκλησιαστικής και της θεολογικής μας παράδοσης.
Μπορεί, ωστόσο, για την εκκλησιαστική συνείδηση να μην υπάρχουν ετοιμοπαράδοτες απαντήσεις ή μπορεί η Εκκλησία να μην θελήσει να δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για το ζήτημα, όμως η ίδια έχει τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τη διαμόρφωση θέσεων από τον κάθε πιστό της που επιθυμεί να συμμετέχει προσωπικά στο μυστήριο της σωτηρίας του[3]. «Άλλωστε, η πατερική περίοδος δεν εξέλιπε. Κάθε εκκλησιαστική περίοδος είναι πατερική, αρκεί να διασώζει τα ορθόδοξα εκκλησιαστικά κριτήρια ερμηνείας των προβλημάτων και των πραγμάτων. Οπότε, μεγαλύτερη σημασία μπορούμε να δώσουμε όχι τόσο στις λύσεις, αλλά στις προϋποθέσεις που καθορίζουν τη στάση μας απέναντι στα προβλήματα και στις λύσεις. Αυτό είναι το έργο της Ορθοδόξου Θεολογίας»[4].
Για να οριοθετήσουμε μια θέση εκκλησιολογική και θεολογική επί της δωεράς οργάνων θεωρούμε ότι θα πρέπει να μελετήσουμε τρία επί μέρους θέματα: α. Την επιθυμία για παράταση της ζωής, β. Την ιδιαιτερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και γ. Την προϋπόθεση της αγάπης. 

Α. Η επιθυμία για παράταση της ζωής.
Η Εκκλησία δεν έχει καμία αμφιβολία ότι οι μεταμοσχεύσεις αποτελούν ένα κορυφαίο βιοτεχνολογικό επίτευγμα που αποβλέπει όχι μονάχα στην καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής του ανθρώπου, αλλά συνιστά και μια λύση επιβίωσης. Γι’ αυτό σέβεται την προσπάθεια της επιστήμης και αντιλαμβάνεται την αγωνία του λήπτη για την παράταση της ζωής του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι ο Εζεκίας στην προσευχή του παρακαλούσε έντονα το Θεό να του χαρίσει δεκαπέντε έτη επιπλέον ζωής, και ο Θεός, σεβόμενος την επιθυμία του, του απήντησε: «και προσθήσω επί τας ημέρας σου πέντε και δέκα έτη και εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων σώσω σε»[5].
Πρέπει, ωστόσο, να συνειδητοποιήσουμε ότι οι προσπάθειες για την παράταση της ζωής είναι εμβαλοματικές μια και ασχολούμασθε με κάτι που όσο και να το παρατείνουμε κάποια στιγμή θα τελειώσει. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία δεν εμποδίζει την ιατρική στην προσπάθειά της, ούτε φυσικά την απορρίπτει. Δεν μπορεί όμως να μην λάβει υπόψη της και την σχετικότητά της. Σημειώνει σοφά ο Ιερός Χρυσόστομος ότι ο χριστιανός δεν έχει κανένα λόγο να αποφεύγει την ιατρική ή να μην αναζητεί τους πιο έμπειρους γιατρούς[6]. Είτε όμως καταφεύγει στη βοήθεια των ιατρών, είτε παραιτείται από αυτούς, πρέπει να προσβλέπει στον Θεό και την ωφέλεια της ψυχής του: «είτε ουν εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε»[7].
Άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός στην επίγεια παρουσία Του έκαμε πολλά θαύματα, καλυτερεύοντας με τον τρόπο αυτό την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Όμως ο απώτερος σκοπός και στόχος του Θεανθρώπου δεν ήταν το δώρο της βιολογικής ζωής, που οπωσδήποτε ήταν με ημερομηνία λήξεως, αλλά το δώρο της αθανασίας. Γι’ αυτό όταν θεράπευε παράλληλα και συγχωρούσε. Από την άλλη, ο ίδιος ο Χριστός θυσιάζεται για τον κόσμο, προσφέρει το σώμα Του και το αίμα Του όχι όμως για να παρατείνει τη βιολογική ζωή αλλά κυρίως για να την ανακαινίσει και να της προσφέρει αιωνιότητα.
Αντιλαμβανόμαστε ότι, με την μονοδιάστατη εφαρμογή των μεταμοσχεύσεων και την εγκόσμια επιθυμία για παράταση της ζωής, δίδεται μεγάλη βαρύτητα στο σώμα και στην υλική υπόσταση του ανθρώπου. Η προσπάθεια αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοσκοπό για τον ορθόδοξο πιστό διότι η Εκκλησία ενδιαφέρεται για τον καθαγιασμό του ανθρώπου ως συνόλου και την σωτηρία του ως ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας.
Δεν υπερτονίζει την ύπαρξη της ψυχής θεωρώντας ως υποδεέστερο το σώμα, ούτε όμως και καταφρονεί την ψυχή εμμένοντας στον ανθρώπινο και σωματικό βιολογισμό.
Συνεπώς, είναι καθ’ όλα ορθό κάποιο από τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας να αναζητήσει βοήθεια για να παρατείνει τη ζωή του και να εφαρμόσει ό,τι η ιατρική του υπαγορεύει. Ωστόσο, και ο ίδιος και οι επιστήμονες θα πρέπει να ενεργούν με πλήρη επίγνωση ότι: α) η εξασφάλιση της υγείας και η ζωή γίνεται πρωτίστως με τη βοήθεια του ιατρού των ψυχών και των σωμάτων και β) η χρήση της επιστήμης δεν πρέπει να αποβλέπει μόνο στην βιολογική παράταση της ζωής αλλά στην παράταση της ζωής ως μιας ακόμη ευκαιρίας για περαιτέρω πνευματική πρόοδο και κυρίως για απόκτηση της αθανασίας.

Β. Η ιδιαιτερότητα του προσώπου.
Είναι λανθασμένη η νοοτροπία να ξεκινούμε με την πεποίθηση ότι το θέμα της δωρεάς οργάνων είναι δεδομένο για την Εκκλησία και ότι η Εκκλησία πρέπει οπωσδήποτε να λάβει θέση επ’ αυτού. Διότι έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως είναι καθήκον της Εκκλησίας να αποφαίνεται για όλα τα ζητήματα και μάλιστα οι θέσεις της θα πρέπει να είναι πάντα θετικές. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι περισσότεροι που ζητούν να ακούσουν άποψη εκκλησιαστική το κάνουν διότι περιμένουν η Εκκλησία να επικροτήσει τις μεταμοσχεύσεις και να επαινέσει τη δωρεά οργάνων. Όμως το ζήτημα των μεταμοσχεύσεων δεν είναι μόνο βιολογικό ή ανθρωπιστικό ή κοινωνικό αλλά και πνευματικό. Κυρίως πνευματικό. Είναι θέμα καθαρά προσωπικό και συγκεκριμένο. Αυτό σημαίνει ότι για την Εκκλησία είναι δύσκολο με ένα γενικό αφορισμό να αποφανθεί περί του θέματος. Όσο και να προσπαθούμε να κωδικοποιήσουμε συνολικές λύσεις ή προτάσεις, άλλο τόσο θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ειδικό μέρος, δηλαδή με το προσωπικό και ιδιαίτερο για την κάθε περίπτωση.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα μπορούσαμε να μελετήσουμε, εκτός από την πιθανή περίπτωση όπου κάποιος ζητά την ευλογία της Εκκλησίας για να παρατείνει τη ζωή του, το αντίθετο ενδεχόμενο, δηλαδή κάποιον να προτιμά να πεθάνει, παρά να εφαρμόσει μια μέθοδο θεραπείας που θα δημιουργούσε και το παραμικρό ηθικό δίλημμα. Η εξασφάλιση της υγείας και η παράταση της ζωής μας, που ενδεχομένως γίνεται εις βάρος κάποιας άλλης, φαίνεται να κρύβει ένα μονόπλευρο παραγκωνισμό της ψυχικής διαστάσεως του ανθρώπου, και μια λανθασμένη και αντιεκκλησιαστική πεποίθηση ότι τελικά δεν «μεταβαίνουμε εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Αξίζει, στο σημείο αυτό να μελετήσουμε τα αισθήματα και τον εσωτερικό κόσμο που είχε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος κατά τη διάρκεια μιας θεωρίας του Θεού, όπως αυτά εκφράζονται σε ένα από τα ποιητικά του κείμενα. Ο ίδιος ομολογεί ότι έβλεπε ολόκληρο το σώμα του ως σώμα Χριστού:
«Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου, σώτερ;
Πως ηξίωσας μέλος σόν με γενέσθαι,
τον ακάθαρτον, τον άσωτον....;
Πώς ενέδυσας στολήν με λαμπροτάτην,
απαστράπτουσαν αίγλην αθανασίας
και φως ποιούσαν άπαντά μου τα μέλη;
Σώμα γάρ το σον, το άχραντον και θείον
απαστράπτει όλον πυρί θεότητός σου
αναφυραθέν και συμμιγέν αρρήτως
τούτο ου καμοί εδωρήσω, Θεέ μου.
Το γάρ ρυπαρόν και φθαρτόν τούτο σκήνος
τω παναχράντω ενωθέν σώματί σου
και μιγέν το αίμα μου τω αίματί σου
ηνώθην, οίδα και τη θεότητί σου
και γέγονα σον καθαρώτατον σώμα,
μέλος εκλάμπον, μέλος άγιον όντως,
μέλον τηλαυγές και διαυγές και λάμπον»[8].
Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: «δεν μπορώ να εισέλθω στην καρδιά του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου για να γνωρίσω τι θα έκανε ύστερα από αυτήν την εμπειρία, εάν του ζητούσαν να γίνη δωρητής σώματος. Δεν μπορώ ακόμη να εισέλθω στην καρδιά του θεουμένου αυτού ανθρώπου και να εξετάσω αν θα ήθελε να δεχθή μόσχευμα για να επιμηκύνει τον χρόνο υπάρξεώς του επάνω στη γη»[9].
Γι’ αυτό η Εκκλησία πέρα από οποιαδήποτε ωφέλεια σωματική και βιολογική δεν μπορεί να παραβλέψει και τον εσωτερικό, τον ψυχικό κόσμο του κάθε ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να επιθυμεί την μεταμόσχευση για λόγους βιολογικούς, όμως για λόγους καθαρά πνευματικούς μπορεί και να την απορρίπτει για τον εαυτό του.
Συνεπώς, πρέπει να σεβαστούμε το πρόσωπο, να αποδεχθούμε κάποιον που θέλει να λάβει μόσχευμα ή κάποιον που θέλει να γίνει δωρητής, αλλά παράλληλα να κατανοήσουμε και όποιον έχει ενδοιασμούς ή φόβους ή οποιεσδήποτε αναστολές στο να δωρίσει τα όργανά του, ιδιαιτέρως τα ζωτικά.
Επομένως, «Η Εκκλησία αισθάνεται το φιλάνθρωπο χρέος της έναντι στο λήπτη – ο οποίος έχει ανάγκην να ζήση – αντιλαμβάνεται όμως περισσότερο και τόν ρόλον της στο πλευρό του δότου – ο οποίος μπορεί ελευθέρως να προσφέρη. Επ’ ουδενί λόγω και με κανένα τρόπο δεν θυσιάζει τον σεβασμό προς τον δότη στην ανάγκη επιβιώσεως του λήπτη. Ο σκοπός μας δεν πρέπει να είναι να ζήση ο λήπτης, ο σκοπός πρέπει να εστιαστεί στο να δώση ο δότης[10]. Εάν κάποιος επιθυμή να γίνη δωρητής τον ευλογεί. Εάν δυσκολεύηται τον κατανοή. Αυτή είναι η προστασία του προσώπου. Το πνεύμα της δεν υποτάσσεται στην ανάγκην των μεταμοσχεύσεων, αλλά υπηρετεί τον σεβασμόν του προσώπου»[11].

Γ. Η προϋπόθεση της αγάπης.
Αν κάνουμε μια αναδρομή στην εκκλησιαστική ιστορία θα συναντήσουμε πολλά παραδείγματα ανθρώπων που οδηγήθηκαν στο μαρτύριο και έχυσαν το αίμα τους για την αγάπη του Χριστού, που πούλησαν τους εαυτούς τους ως δούλους για να ελευθερώσουν άλλους και που παρακαλούσαν το Θεό να λάβουν την ασθένεια του αδελφού τους προκειμένου να θεραπευθεί ο πλησίον[12].
Είναι σαφές ότι σύμφωνα με την χριστιανική ηθική ο κάθε άνθρωπος μπορεί ανά πάσα ώρα και στιγμή να γίνει δωρητής οργάνων και ιστών, όταν ο ίδιος αυτοβούλως το επιθυμεί και το θεωρεί ως μια εσωτερική και πνευματική ανάγκη, η οποία εκφράζεται με το κένωμα της αγάπης του προς τον πλησίον. Η προσφορά αυτή μπορεί να περιορίζεται στην χορήγηση αίματος, μπορεί να προχωρεί στην προσφορά ενός εκ των διπλών οργάνων, για παράδειγμα νεφρού, μπορεί όμως και να κορυφώνεται με την προσφορά ζωτικού οργάνου, που επιφέρει το θάνατο του δότη και ακολούθως την εξασφάλιση της ζωής του λήπτη.
Η πράξη αυτή, που από πολλούς μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη αυτοκτονίας, αφού ο δότης όταν δωρίζει ζωτικό όργανο αποθνήσκει, ουσιαστικά για την Εκκλησία, που βλέπει τα πράγματα εσχατολογικά, θεωρείται ως μια πράξη αυτοθυσίας. Η αυτοκτονία προέρχεται από τον πολύ εγωισμό και την έλλειψη της αγάπης, η αυτοθυσία όμως εμπνέεται από την πολλή ταπείνωση και την υπερβάλλουσα αγάπη. Στην αυτοκτονία τα κίνητρα είναι ιδιοτελή και χρησιμοθηρικά, στην αυτοθυσία όμως είναι ανιδιοτελή και πνευματικά. Στην περίπτωση της αυτοκτονίας ο άνθρωπος βιώνει έναν μηδενισμό, ενώ στην περίπτωση της αυτοθυσίας χορηγεί ακόμα και το σώμα του βιώνοντας έτσι μια πληρότητα αγάπης. Αυτό πρότεινε ο Χριστός όταν έλεγε: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού»[13].
Η άποψη αυτή, βέβαια, μπορεί να θεωρηθεί ως απαράδεκτη ακόμη και από θεολογικής πλευράς. Η αρνητική επιχειρηματολογία επικεντρώνεται στο ότι το σώμα μας δεν μας ανήκει, ούτε η ζωή είναι προσωπικό δικαίωμα του καθενός μας. Είναι δώρα του Θεού και κατά συνέπεια κανείς δεν μπορεί να διαχειρίζεται αυτοβούλως το σώμα του και να δωρίζει μέλη και όργανα όταν αυτά θα του στερήσουν την ζωή, ακόμη και αν αυτή η πράξη φαίνεται ότι εκπληρώνει τον ιερότερο σκοπό.
«Ωστόσο, όταν ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι οι Γαλάτες θα ήταν έτοιμοι να του προσφέρουν και τα μάτια τους ακόμη, αν ήταν δυνατόν, περιγράφει την προθυμία τους για αυτοθυσία[14]. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Αββάς-Άγιος Αγάθων, όταν λέει ότι θα ήταν ευτυχής, αν μπορούσε να δώσει το σώμα του σε κάποιον λεπρό και να πάρει το δικό του εκφράζει την πλησμονή της αγάπης του, που πρακτικοί λόγοι δεν επέτρεπαν να υλοποιήσει[15]. Αν μια τέτοια αγάπη διευκολύνεται σήμερα με την παρέμβαση της ιατρικής, όχι μόνο δεν μπορεί να κατακριθεί, αλλά είναι επόμενο και να επαινεθεί. Ποιος δεν θα επαινέσει κάποια μητέρα, που δίνει το μάτι ή το νεφρό της, για να δει ή να ζήσει το παιδί της; Και τι θα μπορούσε να πει κάποιος, αν αυτή η μητέρα προσφερόταν να δώσει το ήπαρ ή την καρδιά της, για να ζήσει το παιδί της; Βέβαια δεν θα βρισκόταν μάλλον ο γιατρός για να πραγματοποιήσει την μεταμόσχευση αυτή. Ποιος όμως θα μπορούσε να αρνηθεί  το μεγαλείο της προσφοράς αυτής»[16];
Από την άλλη, μιλώντας κανείς για μια τέτοιας μορφής αγάπη πολύ εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί και να ταυτίσει την γνήσια αγάπη με συναισθηματισμούς ή άλλες ιδιοτέλειες, που πόρρω απέχουν από την θυσιαστική αγάπη του Χριστού στην οποία αναφερόμαστε. «Εκείνο το οποίο μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν αρκεί για την σωτηρία η λεγόμενη φυσική αγάπη, την οποία μπορεί να έχουν και οι άθεοι, αλλά η λεγόμενη πνευματική αγάπη, που είναι καρπός και αποτέλεσμα της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό εν προσώπω Ιησού Χριστού. Ο αλτρουισμός έχει την κοινωνική και ανθρωπιστική του αξία, αλλά πρέπει να συντονίζεται στον ρυθμό της πνευματικής αγάπης»[17].
Συνεπώς, είναι βασικό κάθε πράξη μεταμόσχευσης να έχει ως κίνητρο και βάση την αγάπη, η οποία μπορεί κάποιες φορές να είναι θυσιαστική. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το ενδεχόμενο της αλλοτρίωσης αυτής της αγάπης από εξωγενείς παράγοντες, ιδιοτελείς και συναισθηματικούς. Όταν η αγάπη της προσφοράς δεν εξυπηρετεί τη σωτηρία μας, τότε εκλείπουν οι πνευματικοί λόγοι των μεταμοσχεύσεων. Είναι ενδεικτικό αυτό που σημειώνει ο Παύλος: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω ουδέν ωφελούμαι»[18].

Ε. Επίλογος-Συμπεράσματα.
Μετά από όλα όσο αναφέρθηκαν παραπάνω θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στις εξής συμπερασματικές θέσεις:
  1. Είναι καθ’ όλα ορθό κάποιο από τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας να αναζητήσει βοήθεια για να παρατείνει τη ζωή του και να εφαρμόσει ό,τι η ιατρική του υπαγορεύει. Ωστόσο, και ο ίδιος και οι επιστήμονες θα πρέπει να ενεργούν με πλήρη επίγνωση ότι δεν πρέπει να αποβλέπουμε μόνο στην βιολογική παράταση της ζωής αλλά στην παράταση της ζωής ως μιας ακόμη ευκαιρίας για περαιτέρω πνευματική πρόοδο και κυρίως για μετοχή στην εν Χριστώ Ζωή.  Αυτό το οποίο είναι σημαντικό είναι να ανακαινίσουμε τη ζωή μας και όχι να την παρατείνουμε, αφού η οποιαδήποτε παράταση κάποια στιγμή θα τελειώσει.
  2. Η Εκκλησία σέβεται απολύτως το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου και τις επιλογές του. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχθούμε κάποιον που επιθυμεί να λάβει μόσχευμα, αλλά παράλληλα να κατανοήσουμε και κάποιον ο οποίος για πνευματικούς λόγους δεν επιθυμεί να λάβει. Επίσης να αποδεχθούμε κάποιον που θέλει να γίνει δωρητής, αλλά παράλληλα να κατανοήσουμε και όποιον έχει ενδοιασμούς ή φόβους ή οποιεσδήποτε αναστολές στο να δωρίσει τα όργανά του, ιδιαιτέρως τα ζωτικά.
  3. Η Εκκλησία στην προσπάθειά της για τη διαμόρφωση οποιασδήποτε γνώμης επί του θέματος των μεταμοσχεύσεων θα πρέπει να θέσει άλλα κριτήρια και όχι να περιοριστεί μόνο στον προσδιορισμό του θανάτου. Η προσφορά οργάνων για το χριστιανό δεν πρέπει να συνδέεται με το θάνατο αλλά με την αυτοθυσία και την αγάπη. Επανεξετάζοντας την ηθική των μεταμοσχεύσεων από μια θεολογική σκοπιά ίσως θα κριθεί σκόπιμο να μετατεθεί η βαρύτητα που δίδεται στον προσδιορισμό και τα κριτήρια του εγκεφαλικού θανάτου σε άλλους παράγοντες όπως η αγάπη και η ελευθερία.
  4. Είναι βασικό κάθε πράξη μεταμόσχευσης να έχει ως κίνητρο και βάση την αγάπη, η οποία μπορεί κάποιες φορές να είναι θυσιαστική. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το ενδεχόμενο της αλλοτρίωσης αυτής της αγάπης από εξωγενείς παράγοντες, ιδιοτελείς και συναισθηματικούς. Όταν η αγάπη της προσφοράς δεν εξυπηρετεί τη σωτηρία μας, τότε εκλείπουν οι πνευματικοί λόγοι των μεταμοσχεύσεων. Είναι ενδεικτικό αυτό που σημειώνει ο Παύλος: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω ουδέν ωφελούμαι»[19].
  5. Η Εκκλησία σε κάθε περίπτωση μεταμόσχευσης θα επιθυμούσε να εξασφάλιζε την ελευθερία του δότη. Είναι σημαντικό στην υπόθεση των μεταμοσχεύσεων ο δότης να είναι δωρητής, που σημαίνει ότι ο ίδιος ελεύθερα συναινεί.
  6. Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία εν συνόλω δεν έχει λάβει επίσημη θέση για το ζήτημα των μεταμοσχεύσεων. Όμως η μέχρι τώρα στάση της δεν είναι ούτε προτρεπτική, ούτε αποτρεπτική αλλά επιτρεπτική.
  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πηγές.
Αγία Γραφή.
Αποφθέγματα αγίων Γερόντων, περί Αββά Αγάθωνος, PG 65, 116C.
Ειρηναίου Λουγδούνων, Έλεγχος Ψευδονύμου Γνώσεως 6, PG, 7, 1137.
Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προς Ολυμπιάδα 17, PG Migne 52, 590.
Συμεών Νεόυ Θεολόγου, S.C. 156, 176-178.

Βοηθήματα.
Andronikof Marc, Μεταμοσχεύσεις και Εγκεφαλικός Θάνατος, Σύναξη, Τεύχος 68, Οκτώβριος-Δεκέμβριος, 1998.
Βλάχου Ιεροθέου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Η Θέση της Εκκλησίας για τις Μεταμοσχεύσεις, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001.
Brech John, Βιοηθικά διλήμματα και Ορθοδοξία, Σύναξη, Τεύχος 68, Οκτώβριος-Δεκέμβριος, 1998.
Childress James F, Who shall live when not all can live, Abridged from Soundings, Vol. 53,1970.
Γρινιεζάκη Μακαρίου Αρχιμανδρίτου, Κλωνοποίηση: Ηθικοκοινωνικές και Θεολογικές Συνιστώσες, Εκδόσεις Ακρίτας, Σειρά: Παντοδαπά της Βιοηθικής, Τόμος 1ος, Αθήνα 2005.
Joel L. Swerdlow, Μεταμοσχεύσεις Ένα Ελπιδοφόρο Είδος Συγγενείας, Γαιόραμα, Έτος 7ο, Ιούλιος Αύγουστος 2000, τεύχος 38.
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Βασικαί θέσεις επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων. Το κείμενο έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επιμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001.
Κεσελόπουλου Ανέστη, Προσεγγίζοντας τις Μεταμοσχεύσεις, Περιοδικό Ίνδικτος, Τεύχος 14, Ιούνιος 2001.
Μαντζαρίδη Γεωργίου, Θεολογική Προβληματική των Μεταμοσχεύσεων, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001.
Μπούμη Παναγιώτου, Μεταμοσχεύσεις Προβληματισμοί-Θεολογική Θεώρηση, Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα 1999.
Συναξάρι των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού της 1ης Νοεμβρίου.
Τούντα Κ., Μεταμοσχεύσεις οργάνων, Επιστήμη και Ζωή, τόμ. 12.
Χατζηγιαννάκη Μ. Κλινική Ανοσολογία, Δ. Απόρριψη Μοσχευμάτων, Τόμος Β΄, Έκδοσις Πασχαλίδης, Αθήνα 1989.
Χατζηνικολάου Νικολάου Αρχιμανδρίτου, Πνευματική ηθική και παθολογία των μεταμοσχεύσεων, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επιμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001.
Χριστοδουλίδη Κυπριανού, Μεταμοσχεύσεις: Λύση ή Πρόβλημα;, Εκδόσεις Υπακοή, Αθήνα 1995, σελ. 25.




[1] Breck John, Βιοηθικά διλήμματα και Ορθοδοξία, Σύναξη, Τεύχος 68, Οκτώβριος-Δεκέμβριος, 1998, σελ. 16.
[2] Αρχιμανδρίτου Νικολάου Χατζηνικολάου, Πνευματική ηθική και παθολογία των μεταμοσχεύσεων, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επιμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ. 288.
[3] Αρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, Κλωνοποίηση: Ηθικοκοινωνικές και Θεολογικές Συνιστώσες, Εκδόσεις Ακρίτας, Σειρά: Παντοδαπά της Βιοηθικής, Τόμος 1ος, Αθήνα 2005, σελ. 15.
[4] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Η Θέση της Εκκλησίας για τις Μεταμοσχεύσεις, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ. 338.
[5] Δ΄ Βασ. 20, 6.
[6] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προς Ολυμπιάδα 17, PG Migne 52, 590.
[7] Α Κορ. 10, 31.
[8] Συμεών Νεόυ Θεολόγου, S.C. 156, 176-178.
[9] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, όπ. π. σελ. 355.
[10] Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Βασικαί θέσεις επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων. Το κείμενο έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επιμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ. 22.
[11] Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Βασικαί θέσεις επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων, όπ. π. σελ. 34.
[12] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, όπ. π., σελ. 357.
[13] Ιωάν.15, 13.
[14] Γαλ. 4, 15.
[15] Αποφθέγματα αγίων Γερόντων, περί Αββά Αγάθωνος, PG 65, 116C.
[16] Ματζαρίδου Γεωργίου, όπ. π., 265.
[17] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, όπ. π., σελ. 358.
[18] Α΄ Κορ. 13, 3.
[19] Α΄ Κορ. 13, 3.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...