Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
Μακαρίου Γρινιεζάκη
Ἡ ἔρευνα τῶν βλαστικῶν κυττάρων ξεκίνησε μέ τά εὑρήματα τῶν Καναδῶν ἐρευνητῶν Ernest A. McCulloch and James E. Till στή δεκαετία τοῦ 60[1], ἐνῶ ἐπιβραβεύτηκε παγκοσμίως, ὅταν τό 2007 oἱ Mario Capecchi, Martin Evans καί Oliver Smithies κέρδισαν τό βραβεῖο Νόμπελ γιά τίς μελέτες τους ἐπί τῶν ἐμβρυϊκῶν βλαστικῶν κυττάρων[2]. Ἀπό τότε μέχρι καί σημέρα ὑπάρχει ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἐνδιαφέρον τῆς ἐρευνητικῆς κοινότητας γιά τή χρήση τους, ἀφοῦ ἡ πολλά ὑποσχόμενη ἔρευνα ἐγγυᾶται ἀντιμετώπιση ἀνίατων ἀσθενειῶν.
Τά βλαστικά κύτταρα εἶναι τά μή διαφοροποιημένα κύτταρα πού ὑπάρχουν σχεδόν σέ ὅλους τούς πολυκύτταρους ὀργανισμούς καί χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἱκανότητα νά αὐτοανανεώνονται καί νά αὐτοπολλαπλασιάζονται, καθώς ἐπίσης καί νά διαφοροποιοῦνται σέ διαφορετικούς τύπους κυττάρων ὀργάνων καί ἱστῶν[3]. Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες βλαστοκυττάρων: τά ὁλοδύναμα, τά πολυδύναμα καί τά μονοδύναμα.
Ὁλοδύναμα βλαστικά κύτταρα (totipotent stem cells) χαρακτηρίζονται αὐτά πού μποροῦν νά δώσουν ὅλους τούς τύπους κυττάρων καί ἱστῶν καί τά συναντοῦμε στόν ἄνθρωπο κατά τίς πρῶτες τρεῖς μέ τέσσερις ἡμέρες μετά τή γονιμοποίηση. Πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα (pluripotent stem cells), χαρακτηρίζονται αὐτά πού μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν σέ ὅλους τούς τύπους κυττάρων ἐκτός ἀπό τίς μεμβράνες καί τούς ἱστούς πού χρειάζονται γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ ἐμβρύου καί τέλος, μονοδύναμα (unipotent stem cells) βλαστοκύτταρα εἶναι αὐτά πού δέν μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν σέ κανένα τύπο κυττάρων παρά μόνο στόν τύπο στόν ὁποῖο ἔχουν προγραμματιστεῖ γιά ἀνάπτυξη καί πολλαπλασιασμό.
Στή βιβλιογραφία μποροῦμε νά βροῦμε ἀρκετές ἀναφορές θεραπευτικῶν ἀποτελεσμάτων μετά ἀπό τή χρήση βλαστοκυττάρων σέ ἀνθρώπους, ἐνῶ δέν πρέπει νά παραθεωροῦμε τό γεγονός ὅτι ἡ χρήση τους εἶναι ἀρκετά διαδεδομένη καί γιά θεραπεῖες ζώων[4]. Γιά τήν ἐφαρμογή τῶν βλαστοκυττάρων στόν ἄνθρωπο καί τό εὖρος τῶν ἐντυπωσιακῶν ἀποτελεσμάτων τους μποροῦν ἐνδεικτικά νά ἀναφερθοῦν δυό συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Στήν πρώτη περίπτωση μία ὁμάδα Κορεατῶν ἐρευνητῶν μεταμόσχευσε βλαστοκύτταρα στή σπονδυλική στήλη μιᾶς ἀσθενοῦς, ἡ ὁποία εἶχε ὑποστεῖ βλάβη, μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι ἀκίνητη στά κάτω ἄκρα γιά δεκαεννέα χρόνια. Ἡ ἀσθενής κατάφερε νά περπατήσει μετά ἀπό τή δεκαεννεάχρονη ἀναπηρία της καί αὐτό ὀφειλόταν σέ μεταμόσχευση πολυδύναμων βλαστικῶν κυττάρων πού ἀπομόνωσαν ἀπό ὀμφάλιο λῶρο καί κατόπιν τά τοποθέτησαν στό κατεστραμμένο τμῆμα τῆς σπονδυλικῆς στήλης τῆς ἀσθενοῦς μέ σκοπό τήν ἀναγέννησή του, σκοπός ὁ ὁποῖος τελικά ἐπετεύχθη[5].
Ἡ δεύτερη ἐνδιαφέρουσα θεραπευτική ἐφαρμογή ἀφορᾶ μεταμόσχευση βλαστικῶν κυττάρων ἀμφιβληστροειδοῦς σέ κατεστραμμένους ὀφθαλμούς μέ στόχο τήν ἐπαναφορά τῆς ὅρασης. Οἱ ἐπιστήμονες κατάφεραν νά μεγαλώσουν λεπτά φύλλα ὁλοδύναμων βλαστικῶν κυττάρων στό ἐργαστήριο καί στή συνέχεια τά ἐμφύτευσαν πάνω στούς κατεστραμμένους ἀμφιβληστροειδεῖς, μέ ἀποτέλεσμα τά βλαστοκύτταρα νά προκαλέσουν ἀνάπλαση καί τελική ἀποκατάσταση τῆς χαμένης ὄρασης[6]. Ἡ τεχνική αὐτή ἔχει ἐφαρμοστεῖ ἤδη σέ 40 ἀσθενείς στό νοσοκομεῖο Queen Victoria στό Σάσεξ τῆς Ἀγγλίας. Μάλιστα σέ αὐτή τήν περίπτωση τά βλαστικά κύτταρα πού χρησιμοποιήθηκαν προῆλθαν ἀπό βλαστοκύτταρα ἐνήλικων ἱστῶν τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἀπό συγγενές πρόσωπο ἤ ἀπό πτωματικό δότη[7].
Ἄλλες ἀσθένειες στίς ὁποῖες ἡ μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων προβλέπεται ὅτι θά φέρει ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα εἶναι ἡ νόσος τοῦ Πάρκινσον, ἡ νόσος Ἀλτσχάιμερ, οἱ τραυματισμοί τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ καρκίνος, ἡ σκλήρυνση κατά πλάκας, ἡ ἀπώλεια ὅρασης καί ἀκοῆς, τά ἐγκαύματα, ἡ ρευματοειδής ἀρθρίτιδα κ.ἄ.[8], ἐνῶ σήμερα ἤδη χρησιμοποιοῦνται βλαστοκύτταρα ἐνηλίκων ἱστῶν γιά κάποιες θεραπεῖες, ὅπως τή λευχαιμία[9] καί τά παλαιά καί νέα ἐμφράγματα τοῦ μυοκαρδίου[10].
Παρά ὅμως τίς τεράστιες ὑποσχέσεις τῶν ἐμβρυονικῶν βλαστικῶν κυττάρων στόν τομέα τῆς ἔρευνας καί τῆς θεραπείας θά διαπιστώσουμε, ὅτι ὁ ἐπιστημονικός κόσμος ἀλλά καί ἡ κοινή γνώμη προβάλλουν τεράστια ἠθικά διλήμματα πού σχετίζονται μέ τήν προέλευσή τους ἀπό ἔμβρυα στό ἀρχικό στάδιο τῆς ἐξελικτικῆς τους πορείας. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, βασικές πηγές βλαστοκυττάρων ἀποτελοῦν τά «περισσευούμενα» ἔμβρυα τῶν in vitro γονιμοποιήσεων[11], τά ἔμβρυα τῶν ἀμβλώσεων καί τά ἔμβρυα πού δημιουργοῦνται μέ τήν πυρηνική μεταφορά, δηλαδή μέ τή μέθοδο τῆς ἀναπαραγωγικῆς κλωνοποίησης γι’ αὐτό τό σκοπό. Καί στίς τρεῖς αὐτές περιπτώσεις τά βλαστικά κύτταρα λαμβάνονται ὅταν τό ἔμβρυο εἶναι στό στάδιο τῆς βλαστοκύστης, ἡλικίας πέντε ἕως ἑπτά ἡμερῶν, ἀλλά ἡ λήψη μιᾶς τέτοιας κυτταρικῆς σειρᾶς ὁδηγεῖ στήν καταστροφή τοῦ ἐμβρύου[12].
Ἑπομένως, τό βασικό ἠθικό ἐρώτημα πού τίθεται ἐπικεντρώνεται στή χρήση τῶν ἐμβρύων γιά ἐρευνητικούς ἤ ἀκόμη καί θεραπευτικούς σκοπούς. Ἀπό τή μιά μεριά οἱ ὑποστηρικτές τῆς χρήσης τῶν βλαστοκυττάρων δίνουν ἔμφαση στά μεγάλα θεραπευτικά ὀφέλη καί στίς προοπτικές πού διανοίγονται γιά τήν ἀναγεννησιακή ἰατρική, παρουσιάζοντας ὡς βασικό ἐπιχείρημα ὅτι πηγή βλαστοκυττάρων γι’ αὐτούς εἶναι τά «περισσευούμενα» ἔμβρυα τῶν τεχνητῶν γονιμοποιήσεων, πού οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἀζήτητα, ἀπό τήν ἄλλη πάλι κάποιοι ἐναντιώνονται στή χρήση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων ὑποστηρίζοντας ὅτι καί τά ἔμβρυα ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ὑπάρξεις καί ἔτσι δικαιοῦνται προστασίας.
Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἀπάντηση στήν «ἠθικότητα» τῆς ἔρευνας καί χρήσης τῶν βλαστοκυττάρων συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἀρχή τῆς ζωῆς. Πολύ ἁπλᾶ μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ἄν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως, ἄν ἔχουμε δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή μία καθ’ ὁλοκληρίαν ψυχοσωματική ὀντότητα, τότε ἡ ἔρευνα καί ἡ χρήση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων παρουσιάζει ἔντονους ἠθικούς καί ἀνυπέρβλητους ἐνδοιασμούς. Ἄν ὅμως παρακάμψουμε τήν στιγμή τῆς συλλήψεως καί προσδιορίσουμε κάποια ἄλλη στιγμή ὡς ἀρχή τῆς ζωῆς, τότε τό ἔμβρυο μπορεῖ νά ἀποτελέσει πειραματικό ὑλικό καί βεβαίως χωρίς κανένα ἠθικό ἐνδοιασμό μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ γιά θεραπευτικούς ἤ ἀκόμη καί γιά ἐρευνητικούς σκοπούς.
Βέβαια ἐδῶ τίθεται ἕνα μεγάλο μεταφυσικό ἐρώτημα, στό ὁποῖο δέν ξέρουμε ἄν ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νά ἀπαντήσει. Εἶναι σάν νά προσπαθεῖ ἡ Θεολογία νά κάνει διάγνωση γιά τή νόσο τοῦ καρκίνου, μιά ἁρμοδιότητα πού ὁπωσδήποτε δέν τῆς ἀνήκει. Γι’ αὐτό καλό εἶναι οἱ θετικές κυρίως ἐπιστῆμες νά μήν ξεκινοῦν, νά μή συμπεριφέρονται καί νά μήν καταλήγουν ὡς μεταφυσικές, διότι ἄν κατανοήσουν τόν ἑαυτό τους ἔτσι, τότε ἁπλᾶ δέν μποροῦν νά ἀνήκουν στίς θετικές ἐπιστῆμες[13].
Αὐτό πού φαίνεται νά ἀποτελεῖ ὁρόσημο γιά τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἔλευση τῆς ψυχῆς, θεωρία πού ἐπηρεάζει καθοριστικά τίς περισσότερες θρησκευτικές θέσεις καί ἀπόψεις, καθώς κατά τό μεγαλύτερο ποσοστό τους ταυτίζουν τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς μέ τήν ἔλευση τῆς ψυχῆς, ὅπως θά δοῦμε ἐν συντομίᾳ ἀμέσως παρακάτω[14].
Ἔτσι, στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν κύρια αἰτία τῶν ἀπαγορεύσεων στήν Εὐρώπη σχετικά μέ τήν ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων, τό ἔμβρυο θεωρεῖται πλῆρες πρόσωπο. Ἀπό τή στιγμή τῆς συλλήψεως, εἶναι ὑποκείμενο δικαίου καί φορέας ἰσοτίμων δικαιωμάτων. Κατά τή βιοηθική τοῦ ὀντολογικοῦ περσοναλισμού[15], «οἱ ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζουν ἀπό τή σύλληψη, δέν ἀποκτῶνται κατά τήν πορεία τῆς ἐξέλιξης τοῦ ἐμβρύου ἀλλά ἁπλῶς ἐκφράζονται. Τό ἔμβρυο δέν ἀναπτύσσεται «πρός» ἄνθρωπο ἀλλά «ὡς» ἄνθρωπος. Ὁποιοδήποτε καί ἄν εἶναι τό μέλλον τοῦ ἐμβρύου, ἔστω καί ἄν ὁδεύει στήν καταστροφή, δέν μπορεῖ νά σταθμίζεται ἡ ζωή του μέ τρίτα συμφέροντα καί σκοπούς, γιατί τότε ὑποβιβάζεται ὁ ἄνθρωπος σε «ὄργανο» σέ «ἀντικείμενο» σέ «μέσον», γεγονός πού ἐναντιώνεται στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια»[16].
Στούς Προτεστάντες ἡ ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων θεωρεῖται περισσότερο ἀνεκτική, ὅταν αὐτή στοχεύει στήν ἴαση καί τή θεραπεία[17]. Μάλιστα κάποιες πιό φιλελεύθερες Εὐαγγελικές Ἐκκλησίες, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ Εὐαγγελική Ἐκκλησία τῆς Αὐστρίας, ἐπιχείρησαν νά συμβιβάσουν τήν ἔρευνα καί τή χρήση βλαστοκυττάρων μέ τήν προστασία τοῦ ἐμβρύου, θέτοντας κάποιους ὅρους, ὅπως νά χρησιμοποιοῦνται τά πλεονάζοντα ἔμβρυα τῶν in vitro γονιμοποιήσεων, νά γίνεται ἔρευνα πού ἀποβλέπει ὁπωσδήποτε σέ θεραπευτικά ὀφέλη καί νά ὑπάρχει συναίνεση τῶν δοτῶν τῶν ἐμβρύων, καθώς καί πλήρη διαφάνεια τῶν διαδικασιῶν[18].
Στήν ἑβραϊκή θρησκεία καί στό μουσουλμανισμό θεωρεῖται ὅτι μετά τή 40η ἡμέρα τό ἔμβρυο κατέχει πλήρη ἀνθρώπινη ἰδιότητα, ἀφοῦ τότε ἀποκτᾶ τήν ψυχή. Ἔτσι ἡ ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα εἶναι ἠθικά ἀποδεκτή, ἐφόσον δέν πρόκειται νά καταστραφεῖ ἐμψυχωμένη ὀντότητα[19]. Στόν Ἰνδουισμό δέν θεωρεῖται ἠθική ἡ καταστροφή ἐμβρύων[20], ἐνῶ στό Βουδισμό εἶναι πολύ σημαντική ἡ πρόθεση γιά τήν ὁποία κάποιος κάνει ἔρευνα καί ἔτσι εἶναι γενικά ἀποδεκτή ἡ ἔρευνα πού ἀποβλέπει στή θεραπεία καί βελτίωση τῆς ζωῆς ἀσθενῶν, ἀλλά μή ἀποδεκτή ἐκείνη πού γίνεται γιά ἀπόκτηση χρήματος. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Βουδισμός εἶναι ἀντίθετος στήν πρόκληση πόνου σέ ὅλα τά ἔμβια ὄντα, γι’ αὐτό μιά ὁμάδα Βουδιστῶν ἀντιτίθεται στήν ἔρευνα βλαστικῶν κυττάρων. Παρόλα αὐτά πολλοί θεωροῦν ὅτι τό ἔμβρυο πρό τῶν 14 ἡμερῶν δέν αἰσθάνεται πόνο καί ἔτσι ἀποδέχονται τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα[21].
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ψυχή ὑπάρχει ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἑνώσεως τοῦ ὠαρίου μέ τό σπερματοζωάριο, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[22]. Μάλιστα ἡ ἀνάπτυξη τῆς ψυχῆς εἶναι παράλληλη μέ ἐκείνη τοῦ σώματος καί ἡ ζωή πού ὑπάρχει στό ἔμβρυο εἶναι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς ψυχῆς. Ἄν δέν ὑπάρχει ψυχή, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καί ζωή. Γι’ αὐτό κατά τή βιβλική θεολογία ἡ ψυχή ὁρίζεται ὡς «πνοή ζωῆς». Ἑπομένως, βασικό ἀξίωμα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ὅτι ἡ ψυχή κινεῖ τό σῶμα καί δίδει τήν ὕπαρξη. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει στιγμή κατά τήν ὁποία τό ἔμβρυο εἶναι χωρίς ψυχή, δηλαδή χωρίς ζωή, χωρίς ὑπόσταση καί προσωπικότητα. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὑποστηρίζοντας καί ἀποδεχόμενος αὐτή τήν μεγάλη πραγματικότητα, θά σημειώσει ὅτι, ἐφόσον τό ἔμβρυο ζεῖ, ἔχει ψυχή καί ἐπειδή ἔχει ψυχή «νεκρόν εἶναι οὐ δύναται», διότι «ἡ νεκρότης κατά ψυχῆς στέρησιν γίνεται»[23].
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι δύσκολο νά μελετήσουμε τό θέμα τῶν βλαστοκυττάρων μέ ὅλες τίς παραμέτρους πού αὐτό συνεπάγεται ὑπό τό πρῖσμα μιᾶς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς προσέγγισης, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν θά μᾶς δώσει μία ἠθική μέ δεσμεύσεις ἤ ἀπελευθερώσεις διανοητικῆς καί ἀντιληπτικῆς φύσεως, ἀλλά θά μᾶς προσανατολίσει στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ἐξάλλου, ἄν κάποιος δέν ζεῖ χριστιανικά, ἀγωνιστικά καί πνευματικά, δέν εἶναι εὔκολο νά κατανοήσει καί νά ἐφαρμόσει τίς θέσεις τῆς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς, ἡ ὁποία ἔχει ὑπερβατικό καί ἐσχατολογικό προσανατολισμό.
Ἔτσι κάποιοι, ἐπειδή εἶναι σίγουροι ὅτι ἡ ἔρευνα καί ἡ χρήση τῶν ἐμβρυϊκῶν πολυδύναμων βλαστικῶν κυττάρων παρέχει μιά θεραπευτική δυναμική εἶναι ἀδύνατο νά κατανοήσουν κάθε ἐνδοιασμό, πολύ περισσότερο ἄν αὐτός προέρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν «παρωχημένη» θεολογία της. Τίθεται μάλιστα ἔντονα ὁ προβληματισμός: Ἐνώπιον μιᾶς πρακτικῆς πού ὑπόσχεται θεραπεία ἀπό ποικίλες νευρολογικές καί ὄχι μόνο ἀσθένειες πῶς μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐκφράζει ἐνστάσεις ἤ νά ἀρνεῖται ἀδιάλλακτα νά προτρέψει ἕναν πάσχοντα νά προχωρήσει σέ μιά τέτοιου εἴδους θεραπευτική ἐφαρμογή;
Γιά νά δώσουμε μία ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, θά πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη τή μεγάλη πραγματικότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποφασίζει μέ βάση τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου καί ὄχι μέ βάση τήν κοσμική ἠθική πού συνεχῶς μεταβάλλεται καί προσαρμόζεται. Στήν ἠθική τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐννοεῖται οὔτε κατά διάνοια ἡ ὕπαρξη τοῦ ὠφελιμισμοῦ καί τῆς ἰδιοτέλειας, ἐνῶ στήν ἠθική τοῦ κόσμου μιά πράξη μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ, ἄν τό ἀποτέλεσμα εἶναι τό ἀναμενόμενο. Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα δέν μπορεῖ νά δικαιολογήσει μιά ἀνήθικη πράξη.
Παρά ταῦτα, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀπορριπτική γιά τήν προόδο καί τήν ἐπιστήμη. Μάλιστα διδάσκει ὅτι ὁ Θεός κατά τή Δημιουργία ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ὅλα τά ἐφόδια, γιά νά ἀναπτύξει τίς δεξιότητές του καί νά ἐργάζεται γιά τό καλό[24]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε μία δυναμική, καί κατά συνέπεια, κάθε ἐπιστημονικό ἐπίτευγμα εἶναι ἀπόρροια αὐτῆς τῆς δυναμικῆς του[25]. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἡ Ἐκκλησία θά μποροῦσε νά δεχθεῖ καί μάλιστα νά ἐπευλογήσει τήν ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων πού ἀποβλέπει στή δημιουργία μοσχευμάτων, στήν ἀναγέννηση κατεστραμένων ὀργάνων καί ἱστῶν ἤ ἀκόμη στή θεραπεία νευρολογικῶν καί ἄλλων ἀσθενειῶν, μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι αὐτά τά βλαστικά κύτταρα δέν προέρχονται ἀπό ἔμβρυα τῶν ὁποίων ἀνακόπτεται ἡ πορεία πρός τή ζωή. Θά μποροῦσε νά ἀποδεχθεῖ ἄλλες ἐναλλακτικές λύσεις ἐξίσου ἔγκυρες ἐπιστημονικά οὕτως, ὥστε νά μή μεταποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος σέ καταναλωτικό ἀγαθό, τό ὁποῖο δημιουργοῦμε μέ σκοπό νά χρησιμοποιηθεῖ χρηστικά γιά τή θεραπεία ἤ τήν παράταση τῆς ζωῆς ἄλλου προσώπου.
Πιό συγκεκριμένα, θά μπορούσαμε νά ἀποδεχθοῦμε ὡς πηγή λήψεως βλαστοκυττάρων τό μορίδιο, τό ἀναπτυξιακό στάδιο τοῦ ἐμβρύου πρίν ἀπό τό στάδιο τῆς βλαστοκύστης, πού συνίσταται ἀπό μία συμπαγῆ σφαῖρα δεκαέξι ἕως τριάντα κυττάρων. Εἶναι ἀποδεδειγμένο πλέον ὅτι τό μορίδιο μπορεῖ νά ἀντέξει τήν ἀφαίρεση μερικῶν μόνο κυττάρων, δίχως ἡ πράξη αὐτή νά ἀνακόπτει τήν περαιτέρω ἀνάπτυξη καί γέννηση τοῦ ἐμβρύου. «Ἐρευνητές μάλιστα ἀπέδειξαν ὅτι τά κύτταρα πού ἀπομονώθηκαν ἀπό μορίδια ποντικοῦ, μποροῦν νά παράγουν ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, ἐνῶ τά ἐναπομείναντα κύτταρα τοῦ μοριδίου ἀναπτύσστοναι σέ ἕνα ὑγιῆ ποντικό»[26].
Μᾶς εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι σήμερα γίνονται μεγάλες προσπάθειες νά καθοδηγηθοῦν τά ὥριμα κύτταρα, ὥστε νά δροῦν ὡς ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα. Βέβαια, αὐτή ἡ ἔρευνα εἶναι ἀκόμη σέ ἀρχικά στάδια, ὡστόσο εἶναι πολύ πιθανό σέ πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ἡ ἐπιστήμη νά καταφέρει τόν ἐπαναπρογραμματισμό τῶν ἐνήλικων κυττάρων σέ ἐβρυϊκά βλαστοκύτταρα, μιά διαδικασία πλήρως ἀποδεκτή, ἀφοῦ δέν καταστρέφει ζωή καί δέν δημιουργεῖ ἔμβρυα γιά συγκεκριμένο χρηστικό σκοπό, ἐνῶ πρακτικά θά ἔχει τεράστιες θεραπευτικές ἐφαρμογές.
Ἡ Ἐκκλησία πάντως δέν μπορεῖ νά υἱοθετήσει καμιά πρακτική πού καταστρέφει τό ἔμβρυο. Πολύ σωστά ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα προυραλιστικό περιβάλλον ὅλα ἐπιτρέπονται, ἰδιαιτέρως ἄν ἀξιοποιηθοῦν γιά χρηστικούς σκοπούς, ὅπως εἶναι ἡ βελτίωση τῆς ἀνθρώπινης ὑγείας καί ἡ ἐπιμήκυνση τῆς ζωῆς. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐκφράστηκε μέ τήν ἐκούσια θυσία Του, μᾶς ὠθεῖ στό νά ἀπορρίψουμε τό καλό, ὅταν αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν καταστροφή μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς, τοῦ ἐμβρύου. Καί αὐτό, διότι σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο δέν ἔχουμε δικαίωμα νά σώσουμε ἤ νά βελτιώσουμε τίς συνθῆκες μιᾶς ζωῆς θυσιάζοντας μιά ἄλλη, παρά μόνο ἄν αὐτό γίνει μέ τήν προσωπική μας θυσία καί τή δωρεά τῆς δικῆς μας ζωῆς[27]. Αὐτό εξάλλου ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός μέ τό σταυρικό Του θάνατο[28].
Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται καί ἐλπίζει ὅτι ἡ ἔρευνα μέ ἐπαναπρογραμματισμένα βλαστικά κύτταρα, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό ὤριμους ἱστούς, θά ξεπεράσει τά τεχνικά προβλήματα πού τώρα ἀντιμετωπίζει καί θά δώσει θεραπευτικές λύσεις πού δέν θά ἐγείρουν ἠθικά καί θεολογικά διλήμματα, ἀφοῦ θά ἐξασφαλίζουν σεβασμό στήν ἱερότητα τῆς ζωῆς πρίν ἀκόμη καί ἀπό αὐτή τή γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως.
[1] Becker AJ, McCulloch EA, Till JE., «Cytological demonstration of the clonal nature of spleen colonies derived from transplanted mouse marrow cells», Nature 1963, Vol. 197, pg. 452-454.
[2] nobelprize.org. http://nobelprize.org/nobel_prizes/medicine/laureates/2007/index.html. [Online] 2007
[3] Scholer H.R. «The potential of stem cells: an inventory». In the book: Schipanski D. Sorgner S.L. Knoepffler N., «Humanbiotechnology as social challenge», Ashgate Publishing Ltd, 2007, pg. 28.
[4] Wikipedia. Stem cell treatments. [Online] http://en.wikipedia.org/wiki/Stem_cell_treatments.
[5] Kang KS, Kim SW, Oh YH et al., «A 37-year-old spinal cord-injured female patient, transplanted of multipotent stem cells from human UC blood, with improved sensory perception and mobility, both functionally and morphologically: a case study», Cytotherapy, 2005, Vol. 7, 4, pg. 368-73.
[6] Medical news today. http://www.medicalnewstoday.com/medicalnews.php?newsid=15535. [Online] 2004.
[7] bbc news. http://news.bbc.co.uk/1/hi/england/southern_counties/4495419.stm. [Online] 2005.
[8] Lindval O, l., «Stem cells for cell therapy in Parkinson's disease», Pharmacology resources 2003, Vol. 47, 4, pg. 279-287. Βλέπε Ἐπίσης: α. Cell Basics: what are the potential uses of human stem cells and the obstacles that must be overcome before these potential uses will be realized. Stem cell information world wide web site. [Online] April 26, 2009, β. Goldman S, Windrem M., «Cell replacement therapy in neurological disease», Philos Trans R Soc Lond B Biol Sci. 2006, Vol. 361, 1473, pg. 1463-1475, γ. Tuch BE., «Stem cells, a clinical update», ibid. καί δ. Kochar PG. What are stem cells. [Online] www.csa.com/discoveryguides/stemcell/overview.php.
[9] Gahrton G, Bjorkstrand B., «Progress in haematopoietic stem cell transplantation for multiple myeloma», Journal of Internal Medicine 2000, Vol. 248, 3, pg. 185-201.
[10] Strauer BE, Schannwell CM, Brehm M., «Therapeutic potentials of stem cells in cardiac diseases», Minerva Cardioangiology 2009, Vol. 57, 2, pg. 249-67.
[11] Πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι προτιμοῦνται τά ἐμβυϊκά βλαστοκύτταρα ἔναντι τῶν ἐνηλίκων, διότι ἀφενός εἶναι πιό εὐέλικτα στό ἐργαστήριο καί διατηροῦν πολυδυναμία, μποροῦν δηλαδή νά ἐξελιχθοῦν σέ ὅλους τούς κυτταρικούς τύπους ὀργνάνων καί ἱστῶν, καί ἀφετέρου ἐκλείπει τό ἐνδεχόμενο πού ὑπάρχει στά βλαστικά κύτταρα τῶν ὥριμων ἱστῶν νά παρουσιάζουν ἀνωμαλίες στό DNA τους, γεγονός πού ἀναστέλει τή χρήση τους γιά θεραπευτικούς σκοπούς. Βλέπε: Arguments for stem cell research. [Online] 12 26, 2007. http://www.spinneypress.com.au/178_book_desc.html.
[12] Fishbach GD, Fischbach RL., «Stem cells: science, policy and ethics», Journal of Clinical Investigation, 2004, Vol. 114, pg. 1364-70. Βλέπε Ἐπίσης: Thomson Α, Itskovitz-Eldor J, Shapiro SS, Waknitz MA, Swiergiel JJ, Marshall VS, Jones JM., «Embryonic stem cell lines derived from human blastocysts», ibid.
[13] Νικολαΐδη Ἀποστόλου, «Θεσμικές προκλήσεις ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς κλωνοποίησης στόν ἄνρθωπο», Ε.Ε.Θ.Σ.Α., Τόμος 23, Ἀθήνα 2002, σελ. 500.
[14] Hug H., «Therapeutic perspectives of human embryonic stem cell research versus the moral status of a human embryo – does one have to be compromised for the other?», Medicina (Kaunas) 2006, Vol. 42, 2, pg. 107-114.
[15] Palazzani L., Sgreccia E., “Il dibattito sulla fondazione etica in bioetica” Medicina e Morale 1992, 5 pg. 847-870. Βλέπε ἐπίσης: Serra A., Colombo R., “Identita e statuo dell’ embrione umano: il contri-buto della biologia”, in Prontificia Academia pro vita, Identita e Statuo dell dell’ embrione umano, Libreria Editrice Vaticana, Citta del Vaticano 1998, pg.106-158.
[16] Βούλτου Πολυχρόνη καί Χατζητόλιου Ἀποστόλη, «Ἠθικὲς καί νομικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χώρες», ὅπ. π., σελ. 32-39.
[17] Bruce D. Therapeutic uses of cloning and embryonic stem cells. Church and society commission of the conference of European churches. [Online] 2000. http://www.srtp.org.uk/clonin50.htm.
[18] Βούλτου Πολυχρόνη καί Χατζητόλιου Ἀποστόλη, «Ἠθικές καί νομικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χώρες», ὅπ. π., σελ. 32-39.
[19] Sullivan B. Religions reveal little consensus on cloning. MSNBC News. [Online] 2004. http://msnbc.msn.com/id/3076930. Βλέπε ?πίσης: Beloucif S. The Muslim's perspective related to stem cell research. Ethical aspects of human stem cells research and uses. [Online] 2000. http://europa.eu.int/comm/european_group_ethics/docs/dp15rev.pdf.
[20] Sullivan B. Religions reveal little consensus on cloning. MSNBC News. [Online] 2004. http://msnbc.msn.com/id/3076930.
[21] Walters L., «Human embryonic stem cell research: an intercultural perspective», Kennedy institute ethics journal, 2004, Vol. 14, pg. 3-38.
[22] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις Ἀκριβῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», PG Migne 94, 1088.
[23] Γρηγορίου Νύσσης, «Περί Ψυχῆς καί Ἀναστάσεως», PG Migne 46, 125C.
[24] Γεν. 2, 15.
[25] Σκουτέρη Κωνσταντίνου, «Βιοηθική καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἐπίσκεψις, Ἔτος 30ο, Τεῦχος 575, Γενεύη 1999, σελ. 24.
[26] U.S. National Academy of Sciences, www.nationalacademies.org/stemcells.
[27] Ἰωάν. 15, 13.