Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2015

Β΄ Κυριακῆ Ματθαίου (Ματθ. 4, 18-23) Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου




Ὁ Χριστὸς ἀναζητᾶ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητὲς Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλό, μὲ ἐλεύθερο φυσικὸ ὁρίζοντα. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι καὶ ἀληθινοὶ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀνεπιτήδευτοι, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.


Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι' αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴ ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μία ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ. «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς» (Ἰω. 15,16), δὲν μὲ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς διάλεξα. Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατασκευάζει πανομοιότυπους ἁγίους.

Μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι oι ἄλλοι, oἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατί, ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη ὑπακοῆς.

Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ, λοιπόν, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός, ἡ ὑπακοὴ στὴν κλήση Του.

Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία νεφελώδης φιλοσοφία οὔτε μία ἀκατανόητη, ὑψηλὴ καὶ φλύαρη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κακοποιοῦμε ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του ποὺ σκέφτονται τὸν θερισμό, μιλᾶ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴ Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, τοὺς μιλᾶ γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.


Ἡ ἀπάντηση στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλευθερία

«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι' αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ κάθε δέσμευση μὲ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιὸτητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν.

Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη. Γιατί εἴμαστε αἰχμάλωτοι τῶν περιστάσεων καὶ τῶν συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ' αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορά τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωή, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὴν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ὑποταχθοῦμε στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία στὴν ὁποία εἴμαστε φυλακισμένοι, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.

Πέμπτη, Μαΐου 28, 2015

Πηγὴ ὕδατος ζῶντος

Ἀρχιμανδρίτης  Νικάνωρ Καραγιάννης





Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς θυμᾶται τὴ γενέθλια ἡμέρα της. Τότε ποὺ φανερώθηκε μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὸν κόσμο τὸ προαιώνιο «κεκρυμμένο» μυστήριό της. Τὸ γεγονὸς καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς γιορτῆς περιγράφουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐνῶ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε ὁ Χριστὸς μὲ ἕναν σαφῆ ὑπαινιγμὸ ἀναφέρεται στὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.



Γνωρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος», ὅποιος πιστεύει σὲ ἐμένα, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ του ποταμοὶ ζωντανοῦ νεροῦ. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει πόσο βασικὴ ἀλλὰ καὶ βασανιστικὴ ἀνάγκη εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ σωματικὴ καὶ πνευματικὴ δίψα. Ἀρχίζει νὰ διδάσκει: «ὅποιος διψᾶ ἂς ἔρθει σὲ ἐμένα καὶ ἂς πιεῖ». Τὸ φώναξε δυνατά, γιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν οἱ ἄνθρωποι μέσα στὸ θόρυβο καὶ τὴν ὀχλαγωγία ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡμέρας καὶ τόπου καὶ ἐποχῆς. Ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος, στὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του διψᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ, γιὰ νὰ μᾶς παραπέμψει στὴ ζωογόνο δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παρομοιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ νερὸ ἀστείρευτο ποὺ ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὴν ἀναγεννημένη καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Πράγματι, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρχεται σὲ κάθε βαπτισμένο πιστό, προσφέρεται ἀδιάκοπα. Ἀναβλύζει διαρκῶς καὶ δὲν ἀδειάζει ποτέ. Ρέει σταθερὰ καὶ ἀνεξάντλητα, ὅπως τὸ ποτάμι. Εἶναι τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», ποὺ δίνει τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Τὸ νερὸ καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι θεμελιώδη στοιχεῖα ποὺ συναντᾶμε στὴ δημιουργία καὶ τὴν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φυσικῆς καὶ πνευματικῆς του ζωῆς «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος». Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μυστηριωδῶς, ζωοποιεῖ καὶ γεμίζει τὰ πάντα. Μεταγγίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπινων προσώπων. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας λέει ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διαχέεται διαρκῶς μέσα στὸ Σῶμα Της. Ἀνακαινίζει, ἀναπλάθει, ἀνανεώνει καὶ μεταμορφώνει τὸν πιστὸ γιατί τὸ φῶς τοῦ Πνεύματος εἶναι καθαρτικὸ καὶ ἀποκαλυπτικό.

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ λόγος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι βαθύς, δυσνόητος καὶ δυσερμήνευτος. Ὅμως ὅσο φωτισμένες καὶ ἂν εἶναι οἱ προσεγγίσεις τους, καὶ ὅσο πλούσιες καὶ ἂν εἶναι οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τους, δὲν ἀναλύουν, δὲν ἐξηγοῦν καὶ δὲν ἑρμηνεύουν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ στὴν πληρότητά του. Αὐτὸ παραμένει στὴν οὐσία του ἀκατάληπτο. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι Θεός, καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, μὲ ὅλες τὶς ὁμοιότητες καὶ τὶς διαφορὲς ποὺ ἔχουν μεταξύ τους. Οἱ θεολογικὲς ὁρολογίες, δὲν ἀπαντοῦν στὸ γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ὅπως εἶναι, ἀλλὰ στὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος θὰ πετύχει τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἕνωσή του μαζί Του. Ἔτσι φωτιζόμαστε στὴν ὀρθὴ πίστη, καὶ ἐνισχυόμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.



Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁ κόσμος
Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς μας εἶναι στὴν οὐσία του ἀντιπνευματικός. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ὀρθολογιστὴς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἀρνεῖται πεισματικὰ νὰ παραδεχθεῖ τὴν ἀλήθεια τὸν Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἠθικὴ ἀταξία τῆς ζωῆς του φυγαδεύει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὴν πραγματικὴ χαρά, τὴ βαθιὰ εἰρήνη, τὴ μακροθυμία, καὶ τὴν πηγαία καλοσύνη. Ἀποθεώνει τὸ πρόσκαιρο, τὸ ἐπιφανειακό, τὸ φανταχτερό. Δὲν θέλει νὰ διακρίνει τὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὸ εὐτελές, τὸ ὀρθὸ ἀπὸ τὸ ἐσφαλμένο. Μὲ ἀλαζονεία ἰσχυρίζεται ὅτι ὅλα εἶναι σχετικὰ καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει νὰ ἐπιδιώκει κάποιος εἶναι τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ἰδιοτελές. Χωρὶς τὴν πνοὴ καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσο καὶ ἂν προσπαθεῖ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴ θολὴ σύγχυση καὶ τὸν παραλογισμὸ στὸν ὁποῖο ζεῖ. Μιλᾶ γιὰ τὴν ἑνότητα ἀλλὰ ζεῖ τὴ διαίρεση, τὸ διχασμὸ καὶ τὴ διάσπαση. Διακηρύττει ὅτι βρίσκεται στὴν ἐποχὴ τῆς ἐπικοινωνίας, ποὺ καταργεῖ σύνορα καὶ φραγμούς, καὶ ὅμως ἐγκλωβίζεται στὴν ἀπομόνωση, τὴ μοναξιά, τὴν πλήξη καὶ τὴν κατάθλιψη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ ὁ ἀγώνας μας νὰ ἔχει καρποὺς γιὰ νὰ ἐπανορθώνουμε τὴ σχέση μας, τὴν κοινωνία, μὲ τὸν ἑαυτό μας, τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἀμήν.

Τετάρτη, Μαΐου 20, 2015

Ἡ Δόξα καὶ τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ




«Ἐγὼ σὲ ἔδοξασα ἐπὶ τῆς γῆς...». Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων διαβάζουμε ἕνα ἀπόσπασμα τῆς συγκλονιστικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Σ' αὐτὴ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας διάλογος τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ἀκοῦμε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὁ Χριστὸς δόξασε τὸν Θεὸ καὶ ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά Του στοὺς ἀνθρώπους: «ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω».


Ἡ ἔννοια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ

Πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ γίνεται λόγος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ποιὰ ὅμως, ἄραγε, εἶναι ἡ ἔννοια αὐτῆς τῆς δόξας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματική. Ἔστω καὶ ἂν ἡ δημιουργικὴ κυριαρχία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀπόλυτη παντοδυναμία Του ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς δόξας Του, αὐτὴ κορυφώνεται στὴν ὑπέρτατη προσφορὰ τῆς ἀγάπης Του. Ἡ κατεξοχὴν δόξα Του βρίσκεται στὴ σταυρική Του θυσία. Τὸ ἀπόλυτο μεγαλεῖο Του στὶς τραγικὲς καὶ ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ Πάθους. Τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής Του στὶς ὧρες τοῦ ἔσχατου ἐξευτελισμοῦ στὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθᾶ. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος ὑπογραμμίζει ὅτι «ἡ δόξα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου εἶναι ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί, ἑπομένως, ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ ἡ σωτηρία». Γι' αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ καλούμαστε στὸν ἀγώνα τῆς σωτηρίας σὲ μία ἄλλου εἴδους δόξα.

Ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ δόξα εἶναι ἔμφυτη, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε πλασμένοι γι' αὐτή. Ὅμως ἡ ἁμαρτία, ὡς διεστραμμένη κατεύθυνση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἐσφαλμένο δρόμο. Ἔτσι, λοιπόν, ἀναζητοῦμε τὴν καταξίωση τῆς προσωπικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς μὲ ἀθέμιτα μέσα, καταδικασμένοι στὴ ματαιότητα καὶ τὸ κενό. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀναγνώρισης καὶ τῆς ἐπιβεβαίωσής μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἶναι ματαιοφροσύνη, ἀφοῦ ἀποδεικνύεται, ἂν ὄχι ψεύτικη, σίγουρα, ὅμως, σχετικὴ καὶ φευγαλέα. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐπιμένει νὰ ἀνατρέπει τὴ λογική μας. Μᾶς λέει ὅτι ὑψωνόμαστε κάθε φορὰ ποὺ θυσιαζόμαστε. Δοξαζόμαστε κάθε φορὰ ποὺ μαθαίνουμε νὰ ὑπομένουμε πειρασμούς, συκοφαντίες, ἀδικίες. Καταξιωνόμαστε κάθε φορὰ ποὺ συγχωροῦμε, κάθε φορὰ ποὺ σταυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὰ πάθη του.


Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ

«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις». Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἡ κυρίαρχη ἔννοια τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐκείνη τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Παντοκράτορος. Ὁ Χριστὸς ἀποδεικνύεται Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι φανερώνει τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Ὁ Πατέρας δοξάζεται διὰ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ φανέρωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι ἡ φανέρωση στὸν κόσμο τοῦ μυστηρίου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀγάπης τῶν προσώπων, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ τὸ μυστήριο διατύπωσαν μὲ προσευχὴ καὶ ὑπερασπίσθηκαν μὲ ἀγῶνες και δάκρυα οἱ Πατέρες τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ποὺ σήμερα τιμοῦμε.

Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «Ὤν», ὁ κατεξοχὴν ὑπάρχων. Τὰ πάντα ὑπάρχουν καὶ παίρνουν πνοὴ ζωῆς ἀπὸ Αὐτόν. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ὑπάρχουμε «κατ' εἰκόνα» Ἐκείνου ποὺ εἶναι τὸ πρωτότυπο. Εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ἀντλοῦμε δύναμη ἀπὸ τὴ χάρη Του. Εἴμαστε παιδιά Του, υἱοὶ καὶ θυγατέρες Του, «κεκλημένοι» νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πορευθοῦμε στὴν καινούργια ζωὴ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ὤστε «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». Κάθε φορὰ ποὺ γνωρίζουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἀπαντᾶμε στὸ ἐρώτημα ποιοὶ εἴμαστε καὶ γιατί ὑπάρχουμε. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ φανερώνει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι Μυστικός, αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυστικὰ βάθη. Δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὕπαρξής του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῆς ὀντότητάς του. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας στὴ φύση ἀλλὰ τριαδικὸς στὰ πρόσωπα, ἔχει δηλαδὴ κοινωνία προσώπων, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς κοινωνία, σχέση, ἐπικοινωνία καὶ ἀγάπη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα ἐξωτερικὸ καθῆκον ἡ μιὰ θρησκευτικὴ δοξασία. Εἶναι θεμελιώδης ἀλήθεια ὕπαρξης καὶ νοήματος ζωῆς ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, γιατί τότε ξεχνᾶμε τὸ ἀληθινό μας πρόσωπο, καὶ ἔτσι, ἄγνωστοι γιὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, χανόμαστε στὰ δαιδαλώδη μονοπάτια τοῦ κόσμου καὶ στὸ λαβύρινθο τῶν ποικίλων θεωριῶν καὶ ἀδιεξόδων του.

Τετάρτη, Μαΐου 13, 2015

Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ Τὰ φῶτα καὶ τὸ Φῶς Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης


 


Ἡ σημασία τοῦ φωτὸς κυριαρχεῖ καὶ στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς τελευταίας Κυριακῆς τῆς πασχαλινῆς περιόδου, τῆς Κυριακῆς πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη. Ἀνάσταση, φῶς καὶ ζωὴ εἶναι θεμελιώδεις ἀλήθειες τὶς ὁποῖες διακήρυξε τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Φῶς σημαίνει ζωὴ καὶ σκοτάδι θάνατος καὶ φθορά.


Τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας
Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ἂν καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ πραγματοποίησε ὁ Χριστός, ἔχει κάποια ἰδιαίτερα θεολογικὰ χαρακτηριστικά. Ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς μαθητές Του γιὰ τὴν αἰτία τῆς ἀρρώστιας, καὶ τὴ σχέση της μὲ τὴν ἁμαρτία. Ὁ συγκεκριμένος χρόνος τῆς θεραπείας καὶ τὸ νόημά της (χρήση πηλοῦ, δημιουργία-ἀναδημιουργία). Ἡ συμπεριφορὰ τῶν γονέων τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ (φόβος-οὐδετερότητα). Ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ ἄρνηση τῶν φαρισαίων μπροστὰ στὸ ὁλοφάνερο θαῦμα (προκατάληψη - ἐμπάθεια). Τὸ θάρρος καὶ ἡ ὁμολογία πίστεως τοῦ τυφλοῦ (φῶς -ἀλήθεια), εἶναι ἀξιοπρόσεκτα στοιχεῖα τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης.

Μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, ὅμως, ἀποκαλύπτεται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ τύφλωση, ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν πνευματικὴ τυφλότητα. Διαλύει τὴ σύγχυση καὶ τὰ σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας. Εὔκολα καταλαβαίνουμε ὅτι τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ δὲν περιορίζεται στὴν ἀποκατάσταση τῆς ὅρασης, ὅσο σημαντικὸ καὶ ἂν εἶναι αὐτό. Τὸ θαῦμα, ἴσως, ποὺ δὲν φαίνεται εἶναι πιὸ βαθὺ καὶ οὐσιαστικό. Εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς φωτισμός, ποὺ θεραπεύει καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴν πνευματικὴ τύφλωση.

Πόσο εὔστοχα ἕνας ὕμνος τῆς ἡμέρας ὑπογραμμίζει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅταν λέει: «Δικαιοσύνης ἥλιε νοητέ, Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ τὸν ἐκ μήτρας τὸ φῶς ἐστερημένον διὰ τῆς Σῆς ἀχράντου προψαύσεως φωτίσας κατ' ἄμφω, καὶ ἡμῶν τὰ ὄμματα τῶν ψυχῶν αὐγάσας υἱοὺς ἡμέρας δείξω, ἵνα πίστει βοῶμεν σοι, πολλή Σου καὶ ἄφατος ἡ εἰς ἡμᾶς εὐσπλαγχνία, φιλάνθρωπε δόξα σοι»• Ἥλιε νοητέ τῆς δικαιοσύνης Χριστέ, ἐσὺ ποὺ μὲ τὸ ἄχραντό Σου ἄγγιγμα φώτισες σωματικὰ καὶ πνευματικὰ τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, φώτισε καὶ τὰ μάτια τῶν ψυχῶν μας, κᾶνε μας υἱοὺς ἡμέρας, ὥστε μὲ πίστη νὰ δοξάζουμε τὴ μεγάλη καὶ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία Σου. Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Φανερώνει τὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἀποκαλύπτει τὸν προορισμὸ καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸ σκοπὸ ὅλων ὅσα ὑπάρχουν.



Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ
Ὅταν φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, σὲ μία τέτοια θέα τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς δημιουργίας, γεμίζουμε ἐλπίδα καὶ χαρά. Ἔστω καὶ ἂν μοιραζόμαστε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας τὴ γήινη «μοίρα», τὴν κοινὴ φύση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ ζωῆς, παρόλα αὐτά, ὅλα ἀλλάζουν καὶ μεταμορφώνονται μέσα μας. Ἀνατέλλει ἡ «καινὴ κτίση καὶ ζωή», δηλαδὴ μία καινούργια προοπτικὴ καὶ δυναμική. Χαρές, λύπες, ἐλπίδες, ἀγωνίες, θεραπεῖες, ἀρρώστιες, ἀκόμη καὶ ὁ θάνατος, σηματοδοτοῦν τὸ τέρμα τῆς προσωρινότητας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς αἰωνιότητας. Εἶναι ἡ προσδοκία νὰ ζήσουμε μία διαφορετικὴ πραγματικότητα καὶ κατάσταση ζωῆς, ὅπου δὲν θὰ ὑπάρχουν δάκρυα, θλίψεις καὶ στεναγμοί. Αὐτὸς εἶναι ὁ φωτισμὸς ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ ἀναστημένος Χριστὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, δὲν εἶναι ἕνα φυσικὸ φαινόμενο ποὺ μποροῦμε νὰ ἀποδείξουμε μὲ ἱστορικὰ τεκμήρια, λογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ θεολογικὲς ρητορεῖες. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο παρουσιάζει σὰν μία ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες «ἀντιφάσεις» τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὅταν λέει ὅτι «εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσιν καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» (Ἰω. 9,39). Ἐγὼ ἦρθα, γιὰ νὰ φέρω σὲ κρίση τὸν κόσμο ἔτσι, ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲν βλέπουν νὰ βροῦν τὸ φῶς τους, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν νὰ ἀποδειχθοῦν τυφλοί. Ἡ ἐπικαιρότητα αὐτῆς τῆς φράσης τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτονόητη. Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι τυφλωμένοι ἀπὸ τὰ πολλὰ «φῶτα» τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς γνώσης, τῆς ἀνάπτυξης καὶ τῆς προόδου, μέσα στὴν ἐγωιστική τους ἐμπάθεια ἀδιαφοροῦν, ἀμφισβητοῦν καί, τελικά, ἀρνοῦνται τὸ φῶς τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ. Οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν τὰ δικά τους φῶτα, τὶς δικές τους κοσμοθεωρίες καὶ ἰδεολογίες, ἐγκλωβίζονται μέσα στὴ λογική τους καὶ ἀσφυκτιοῦν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ζωὴ καὶ θάνατος, θὰ παραμένουν πάντοτε σκοτεινὰ αἰνίγματα ποὺ φωτίζονται μόνο ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ ἔκανε τὸν τυφλὸ ὄχι μόνο νὰ δεῖ τὸν κόσμο, ἀλλά, κυρίως, νὰ κατανοήσει τὸν προορισμὸ τὸ δικό του καὶ κάθε ἀνθρώπου, ποὺ δὲν βρίσκεται πουθενὰ ἀλλοῦ παρὰ μόνο «ἐν τῷ Θεῶ». Ἀμήν.

Τρίτη, Απριλίου 28, 2015

Ἀρρώστια καὶ μοναξιά (Ἰω. 5, 1-15)




Ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ βρίσκεται σὲ ἕνα ἱερὸ καὶ θαυματουργὸ τόπο, τὴν κολυμβήθρα Βηθεσδά. Ἐκεῖ συναντᾶ γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάγκη γιὰ βοήθεια, παρηγοριὰ καὶ θεραπεία. Στὸ διάλογό Του μὲ τὸν παράλυτο μαθαίνουμε ὅτι ἡ ἀρρώστια του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς γιὰ τριάντα ὀχτὼ ὁλόκληρα χρόνια ἦταν κατάκοιτος. Ὁ Χριστὸς «γνοὺς ὅτι πολὺν χρόνον ἤδη ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;».


Ἡ καρτερία στὴν ἀσθένεια καὶ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἄλλων
Ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴ Βηθεσδὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς θεραπεῖες ποὺ περιγράφουν τὰ Εὐαγγέλια. Κάθε φορά, ὅμως, ποὺ τὴ διαβάζουμε καλούμαστε μεταξὺ ἄλλων νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ πρόβλημα τῆς ἀνθρώπινης ἀρρώστιας, ὀδύνης καὶ μοναξιᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνάγκης γιὰ κατανόηση καὶ συμπαράσταση. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ καταλαβαίνει, νὰ μοῦ συμπαρασταθεῖ, νὰ μὲ βοηθήσει. Τὴν ἴδια κραυγὴ ἐπαναλαμβάνουν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας. Κάποτε, μάλιστα, καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ πικρὸ παράπονο γιὰ τὸ πρόβλημά μας. Τὸ παράπονο ἀπέναντι στὴν ἀδιαφορία τῶν ἄλλων κρύβει μέσα του θλίψη, πόνο, ἀδικία, πικρία, δυσαρέσκεια, ἴσως, ἀκόμη, καὶ θυμὸ γιὰ τὴ σκληρότητα τῶν ἄλλων γύρω μας. Ἀνορθώνει ἕνα τεῖχος ποὺ μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ δὲν μᾶς καταλαβαίνουν καὶ δὲν συμπάσχουν μαζί μας. Βέβαια, στὴν πραγματικότητα, κάθε φορὰ ποὺ παραπονιόμαστε ἐμεῖς ὀρθώνουμε ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦμε ὅπως ἀκριβῶς εἶναι.

Στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ ὑπάρχει μία εἰδοποιὸς διαφορά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται ὅτι εἶχε μεγάλη ὑπομονὴ γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. Δοκιμάζει, ὅμως, ἀμέτρητες ἀπογοητεύσεις. Ἐνῶ «ἄγγελος κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἔταρασσε τὸ ὕδωρ», καὶ κάθε φορὰ «ὁ πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο», αὐτὸς ἔμενε μὲ τὸ παράπονο ὅτι «ἄλλος πρὸ αὐτοῦ καταβαίνει» καὶ θεραπεύεται. Τὰ χρόνια περνᾶνε καὶ αὐτὸς ἐξακολουθεῖ νὰ προσδοκᾶ καὶ νὰ περιμένει. Νὰ ἀνανεώνει τὴν ἐλπίδα του γιὰ ἄλλη μία εὐκαιρία.

Ὅμως ὁ παραλυτικὸς ἦταν ἀνεκτικὸς καὶ μακρόθυμος καὶ μὲ τὴν ἀνάλγητη ἀπάθεια καὶ ἐγωιστικὴ ἀδιαφορία τῶν ἄλλων. Τριάντα ὀχτὼ χρόνια καθηλωμέvος στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου εἶχε κατανοήσει καὶ εἶχε ἀποδεχθεῖ τοὺς ἀνθρώπους ὅπως ἀκριβῶς ἦταν, σκληρούς, ἀδιάφορους καὶ ἀνάλγητους. Εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας του. Ζοῦσε τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ νιώθει μέσα στὴ μοναξιὰ του «ἀπερριμένος», ἄχρηστος, ξεχασμένος καὶ περιφρονημένος. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τρομακτικὸ αἴσθημα ποὺ μπορεῖ νὰ νιώσει κάποιος. Καὶ ὅμως, ὁ παραλυτικὸς δὲν φωνάζει. Δὲν διαμαρτύρεται ἐναντίον τῶν ἄλλων. Δὲν κρίνει καὶ δὲν καταδικάζει τοὺς γύρω του. Μέσα στὴν ἀδυναμία καὶ τὴ δυστυχία του δὲν στρέφεται κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν παραλογίζεται. Μὲ τὴν καρτερικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειάς του καὶ τὴν ἐπιείκειά του πρὸς τοὺς ἄλλους ἄνοιξε τὴν καρδιά του νὰ δεχθεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Περίμενε τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.


Ἡ ὑπερνίκηση τῆς μοναξιᾶς
Οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας μας ἐπιβεβαιώνουν τὴ φράση τοῦ λογοτέχνη: «ποτὲ ἄλλοτε οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν δὲν ἦταν τόσο κοντὰ ὅσο σήμερα, ἀλλὰ καὶ ποτὲ ἄλλοτε οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν τόσο μακριὰ ὅσο σήμερα». Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς τρομερῆς μοναξιᾶς τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἐπιτείνεται στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τῶν ποικίλων δυσχερειῶν τῆς ζωῆς. Τότε ὁ ἄνθρωπος πνίγεται μέσα στὴν ἀπομόνωσή του καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸ λόγο τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου «ἄνθρωπον ζητῶ», ἀφοῦ, σὰν τὸν παραλυτικό, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας ζωντανεύει τὸ διάλογο τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ἀνανεώνει τὴν πίστη μας καὶ μᾶς γεμίζει παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Στὸ ἄκουσμα τῆς φράσης τοῦ παραλύτου «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», παρουσιάζει τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ ἀπαντᾶ «διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὴν κάθε μοναξιά μας ἂς καλλιεργοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂς συναισθανόμαστε τότε περισσότερο τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κατανοεῖ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ μᾶς συμπαραστέκεται καὶ συμπάσχει μαζί μας. Ἂς στρέφουμε τὸ βλέμμα μας σὲ Ἐκεῖνον, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴ μοναξιὰ λέγοντάς του «ἐλθὲ ὁ Μόνος πρὸς μόνον, ὅτι μόνος εἰμὶ καθάπερ ὁρᾶς»- ἔλα ἐσὺ ποὺ εἶσαι Μοναδικὸς σὲ ἐμένα ποὺ εἶμαι μοναχικός, γιατί βλέπεις πὼς εἶμαι μόνος. Ἀμήν.

Παρασκευή, Απριλίου 24, 2015

Κυριακή των Μυροφόρων Τὸ θάρρος τῆς ἀγάπης



Τὸ θάρρος ποὺ πηγάζει καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὑπερνικᾶ φόβους καὶ δισταγμούς, ἐμπόδια καὶ κινδύνους. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει μὲ τὸν πλέον εὔγλωττο τρόπο τὸ περιστατικὸ τῶν τολμηρῶν μυροφόρων γυναικῶν. Ἀψηφώντας φόβους καὶ κινδύνους «ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν». Ξεκινοῦν νύχτα, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ἐντάφιες τιμὲς στὸ νεκρό, ὅπως νόμιζαν, διδάσκαλό τους.





Ἀφοσίωση, τόλμη καὶ ἀγάπη
Μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς ἐκπλήσσει τὸ φρόνημα καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν μυροφόρων γυναικῶν, καθὼς ξεπερνοῦν τὶς φοβίες καὶ τὶς δειλίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ γυναικείου φύλου τους. «Φύσις ἀσθενὴς τὴν ἀνδρείαν ἐνίκησεν ὅτι γνώμη συμπαθὴς τῷ Θεῷ εὐηρέστησε», ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εὐαρεστήθηκε ἀπὸ τὴν ψυχική τους διάθεση ἔκανε τὴν ἀσθενικὴ γυναικεία φύση τους, νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνδρική, τονίζει ὁ ὑμνογράφος. Καὶ ὅμως αὐτές οἱ ἡρωίδες τῆς πίστης γίνονται ταυτόχρονα τύπος καὶ εἰκόνα τῆς ἁπλῆς ἀνθρώπινης εὐαισθησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσίωσης καὶ ἀκλόνητης ἀγάπης. Ἡ διακριτική τους παρουσία εἶναι χαρακτηριστική. Βρίσκονται ἀθόρυβα στὴ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ. Στέκονται πλάι του στὶς τραγικὲς ὧρες τοῦ σταυρικοῦ πάθους «εἰστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφή τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ» (Ἰω. 19,25). Τότε ποὺ οἱ μαθητὲς Του Τὸν ἐγκατέλειψαν. Τότε ποὺ τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ Τὸν ἄφησαν μόνο. Ὅταν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἀποκοιμήθηκαν, ἐνῶ ὁ ἱδρώτας τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ γινόταν «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» λίγο πρὶν τὸ ἐπερχόμενο μαρτύριο. Ὅταν ὁ ἐνθουσιώδης καὶ παρορμητικὸς Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε καὶ ὁ ἀπογοητευμένος Ἰούδας Τὸν πρόδωσε.

Καὶ ὅμως ἡ γενναιότητα καὶ ἡ ἀφοσίωση τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι συγκλονιστική, ἔστω καὶ ἂν τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ἐλάχιστες μόνο φράσεις γιὰ αὐτές. Ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τους στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ δυναμισμοῦ τους. Ἀγαποῦν καὶ ἐμπιστεύονται. Ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους καὶ μέσα στὴν ἁπλότητά τους παραδίδουν τὸν ἑαυτό τους στὸν Χριστό. Πιστεύουν καὶ τολμοῦν. Τολμοῦν καὶ προχωροῦν. Ἄλλωστε ὅποιος πιστεύει γνωρίζει ὅτι «δύναται πάντα δρᾶν, καὶ αὐτὰ τὰ δοκοῦντα τοῖς πολλοῖς δυσχερῆ καὶ ἀκατόρθωτα», δηλαδὴ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει καὶ αὐτὰ ποὺ φαίνονται ἀκατόρθωτα. Ὑπερνικοῦν ἐμπόδια καὶ δυσκολίες καὶ ζοῦν τὸ θαῦμα τῆς ὑπέρβασης. Αὐτὲς ποὺ πόνεσαν τόσο πολὺ γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γίνονται πρῶτες μάρτυρες καὶ διάκονοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀνάστασής Του. Τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι εἶναι λίγο πρὶν ξημερώσει. Ἔτσι λοιπὸν στὸ σκοτάδι τῆς ὀδύνης τοῦ θανάτου, ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ζωῆς. Οἱ μυροφόρες ζοῦν τὴ νύχτα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ πορεύονται μὲ πίστη καὶ θάρρος καὶ βλέπουν νὰ ξημερώνει ἡ μυστικὴ ἡμέρα τῆς ζωῆς.


Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν μυροφόρων
Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν μυροφόρων ἐλέγχει τὴ δειλία καὶ τὴν ἀτολμία μας στὴν πραγμάτωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀπαιτεῖται ψυχικὴ δύναμη καὶ θάρρος γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς πίστης στὴν ἐπικίνδυνη ἐποχή μας. Χρειάζεται θάρρος στὰ δύσκολα διλήμματα καὶ στὶς κρίσιμες ἐπιλογὲς τῆς ζωῆς μας ποὺ ἀποδεικνύουν τὴ γνησιότητα τῶν χριστιανικῶν μας ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν. Χρειάζεται τόλμη ποὺ κοστίζει πολλὰ γιὰ μία στάση ζωῆς ποὺ ἀντιστέκεται στὶς ποικίλες προκλήσεις τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν ὑποκύπτει στὸν τυραννικὸ ὀρθολογισμὸ καὶ δὲν παρασύρεται στὴν παραζάλη τοῦ παραλογισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ τοῦ καιροῦ μας. Χρειάζεται θάρρος, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἡττοπάθεια κάθε πνευματικῆς προσπάθειας. Γιὰ νὰ μποροῦμε, ἀκόμη, νὰ πιστεύουμε, νὰ ἐλπίζουμε καὶ νὰ ἀγαπᾶμε σὲ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν πιστεύει ὀρθά, δὲν ἀγαπάει οὐσιαστικὰ καὶ ἔπαυσε πλέον νὰ ἐλπίζει πραγματικά.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸ θάρρος ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο ὅπλο τοῦ ἀνθρώπου στὸ δύσκολο ἀγώνα τῆς ζωῆς. Ἡ λογική τοῦ κόσμου ἰσχυρίζεται ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴν ἀρετή, χρειάζεται νὰ ἐνισχύσουμε τὴν αὐτοπεποίθησή μας. Νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς δυνατότητές του. Νὰ ἔχουμε ψύχραιμη καὶ θετικὴ σκέψη. Νὰ ἰσχυροποιήσουμε τὴ θέληση καὶ τὸ χαρακτήρα μας, ὥστε νὰ μὴ δειλιάζουμε, νὰ μὴν πανικοβαλλόμαστε καὶ νὰ μὴ μεμψιμοιροῦμε μπροστὰ στοὺς κινδύνους καὶ τὰ προβλήματα. Ἡ πίστη καὶ ἡ στάση ζωῆς τῶν μυροφόρων μας λέει κάτι ἀκατανόητο γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται, ἡ ἀφοσίωση ποὺ προσφέρει εἶναι ἡ δύναμη τοῦ θάρρους ποὺ ξεπερνᾶ ἀκόμη καὶ τὴ σκιὰ καὶ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ ὁδηγεῖ στὴ νίκη καὶ τὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς. Ἀμήν.

Τρίτη, Μαρτίου 31, 2015

Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα




Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο. Στὴ σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ' αὐτὸ τὸν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ἰω. 19,15). Μία χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει.

Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.


Τὸ νόημα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ


Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ' αὐτὴ τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μὲ κόπο καὶ θυσία. Ἀπογοητεύει, βέβαια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του καὶ τοὺς σημερινούς, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν βλέπουν ὠφελιμιστικά. Ἀπογυμνώνει κάθε θρησκευτικὴ πίστη ποὺ στοχεύει στὴν ὑπεροχή, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴν ἐπιτυχία, τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὅποιων ὀνείρων εὐτυχίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε γήινο καὶ ἐγκόσμιο. Ὅπως τότε παρεξηγήθηκε, ἔτσι καὶ σήμερα διαστρεβλώνεται στὴν ἐσφαλμένη σκέψη καὶ πρακτικὴ κάποιων χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ μυστηριακὰ στὴν Ἐκκλησία, κρυμμένη στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μελῶν Tnς, ποὺ περιμένουν τὴ φανέρωσή της.


«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

«...Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν• Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμεvος ἐν ὀνόματι Κυρίου...». Καθὼς ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει «διὰ τοῦτο Αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον• βασιλέας γὰρ ἐστιν τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια του πολιτισμοῦ. Μία ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ρίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικὰ συστήματα καὶ μέσα ἐνημέρωσης στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καὶ παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγώνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τὸν δικό Του παράδοξο καὶ μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015

Κυριακή Β Νηστειών Ἁμαρτία καὶ ἀρρώστεια- Λύτρωση καὶ θεραπεία

«Τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν παραλυτικό τῆς Καπερναοὺμ συνδέει τὴν ἀρρώστια μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ συγχώρηση μὲ τὴ θεραπεία. Γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς πρῶτα θεραπεύει τὸ κέντρο καὶ τὴ ρίζα τῆς ἀρρώστιας, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ στὴ συνέχεια προσφέρει τὴ σωματικὴ θεραπεία. Αὐτὴ ἡ θεραπεία εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας». Ἂν δὲν ὑπάρχει μία τέτοια σχέση καὶ συνάφεια μεταξύ τῆς συγχώρησης καὶ τῆς θεραπείας, τότε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκατανόητα, μετέωρα καὶ χωρὶς συνοχή. Ὁ Χριστὸς κηρύττει ὡς νικητὴς τῆς ἁμαρτίας, αἴρει καὶ παραμερίζει τὸ βάρος της καὶ θεραπεύει τὰ συμπτώματά της, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἡ ἀρρώστια.


Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἐπιστήμη

Ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται παράδοξα καὶ προκαλοῦν τὴ λογική τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀντίθετα μὲ τὸ ἐπιστημονικό του κοσμοείδωλο. Σὲ κανένα ἰατρικὸ βιβλίο δὲν φαίνεται ἡ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, οὔτε βέβαια τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία. Ὡστόσο κανεὶς γιατρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς καταπάτηση τῶν νόμων τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὁρίων τῆς φύσεως, ἀποτελεῖ ξένο σῶμα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι βάρος τὸ ὁποῖο πιέζει τὴν ψυχή, ἀμβλύνει τὴν ἀντοχή της καὶ ὁδηγεῖ στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀσθένεια καὶ μέσα ἀπ' αὐτὴ στὸ βιολογικὸ θάνατο. Συμπεραίνει λοιπὸν κανεὶς ὅτι τὸ φυσικὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἠθικό, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν πόνων καὶ τῶν θλίψεων τοῦ κόσμου.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐξετάζει τὰ ἐξωτερικὰ αἴτια ποὺ προκαλοῦν μία ἀσθένεια. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιολογικὰ αἴτια καὶ τοὺς ἰατρικοὺς τρόπους θεραπείας, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλεται νὰ ἐρευνᾶ ἡ ἐπιστήμη βελτιώνοντας τὴ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πίστη δὲν ὑποκαθιστᾶ τὴν ἐπιστήμη, οὔτε ἡ ἐπιστήμη καταργεῖ τὴν πίστη, γι' αὐτὸ καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν συγκρούονται ποτέ. Ὅταν καὶ οἱ δύο λειτουργοῦν σωστά, βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνορθώνεται ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ ἐπιστήμη, ὡς δυνατότητα τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει βέβαια κάποια ὅρια. Ὅμως πέρα καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὅρια ἀρχίζει ὁ ἀπέραντος χῶρος τῆς πίστεως. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐμβαθύνει στὴ ρίζα τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τοῦ θανάτου ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ διατάραξη τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀπάντηση στὸ πῶς προῆλθε τὸ κακὸ στὸν κόσμο καὶ στὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὀντολογικά.



Ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὴν ἀρρώστια καὶ τὴ θεραπεία

Ὁ Χριστὸς δὲν μιλᾶ πουθενὰ γιὰ τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, τὴν προϋποθέτει ὅμως στὸ κήρυγμά του σὰν μιὰ φοβερὴ καθημερινὴ πραγματικότητα ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅσο διαρκεῖ ὁ σημερινὸς κόσμος, ἡ ἀνθρωπότητα θὰ συνεχίζει νὰ ὑφίσταται τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ἡ ἀσθένεια. Ἡ ἁμαρτία γίνεται πρόξενος θλιβερῶν συνεπειῶν γιὰ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως. Ὅλοι γνωρίζουμε πόσο συχνὰ δοκιμάζεται ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὴν ἀγωνία, τὸ φόβο, τὴν ἀνασφάλεια, τὴν ἐσωτερικὴ διάσπαση καὶ διάσταση• μία πνευματικὴ καὶ σωματικὴ κατάσταση ἀρρώστιας καὶ φθορᾶς. Μόνο μέσα σ' αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ κατανοοῦμε τὴν ἐσωτερικὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Ὁ Χριστός, καθὼς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο, ζεῖ τὰ δεινὰ καὶ τὴν τραγωδία ποὺ προκαλεῖ τὸ κακὸ στὴ ζωή του. Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματά Του τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Τοῦ προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερνικήσει τὸ κακὸ ποὺ εἶναι ριζωμένο μέσα του καὶ ἀποτυπώνεται γύρω του. Ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου συνυπάρχουν στὸ ἔργο καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου. Ἡ σώζουσα δύναμη τῆς πίστεως καὶ ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ διοχετεύεται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ μεταμορφώνει.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἀρρώστια παραμένει μία μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ καὶ κάθε θεραπεία, εἴτε εἶναι καρπὸς τῆς θαυματουργικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἴτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν κατορθωμάτων τῆς ἐπιστήμης, εἶναι μία νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐνάντια στὴ φθορά. Ἕνα ἀκόμη βῆμα, γιὰ νὰ παραταθεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο μέχρι τὴν ὁριστικὴ ἐκμηδένισή του μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση στὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2015

Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ-Κυριακὴ Ὀρθοδοξίας


 



Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωή. Θυμᾶται τὸ ἱστορικὸ γεγovὸς τῆς ἀναστήλωσης τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διακηρύσσει τὴν αὐτοσυνείδησή της, δηλαδὴ φανερώνει τὸ πρόσωπο τnς. Γιατί μὲ τὸ πρόσωπο ἐκφράζουμε τὸ βαθύτερο εἶναι μας, τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στὴν προτροπὴ τοῦ Φιλίππου στὸ φίλο του Ναθαναήλ, «ἔρχου καὶ ἴδε», ἔλα νὰ δεῖς καὶ νὰ γνωρίσεις προσωπικὰ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσεις. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες, τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας Του καὶ τῆς ἐνέργειάς Του. Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ ἐμπειρία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ

Στὴν ἱστορία πολλοὶ ἀναζήτησαν καὶ ἀνακάλυψαν ἀποσπασματικὲς ἀλήθειες γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο. Κάποιοι ἄλλοι ἰσχυρίσθηκαν ὄχι ἦταν ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἐπινόησαν θρησκεῖες. Δημιούργησαν τὸ «εἴδωλο τοῦ Θεοῦ», ὄχι ὅμως τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Χριστὸς φέρνει τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Δὲν μιλάει ἁπλῶς γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι Αὐτὸς ἡ ἀλήθεια. Ἡ πίστη στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα θαῦμα «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α' Κορ. 12,3). Μία τέτοια πίστη εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο, μία προσωπικὴ ἀποκάλυψη καὶ ἐμπειρία μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τονίζει ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως», χωρὶς νὰ συγχέονται καὶ χωρὶς νὰ διαιροῦνται. Ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε. Γιατί ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν χωράει στὴ λογική τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μπαίνει στὸ μικροσκόπιο τῆς ἔρευνας καὶ τοῦ πειράματος. Τὰ δόγματα, ποὺ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς γιορτῆς καλούμαστε νὰ διαφυλάξουμε, χαράζουν τὰ ὅρια τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλὰ δὲν ἐξηγοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς προτρέπουν νὰ ἐμπιστευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε μὲ τὴν καρδιά μας αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε, ὄχι ὅμως νὰ ἀναλύσουμε μὲ τὸ μυαλὸ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσε.


Παραχαράξεις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ

Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ συνίσταται μεταξὺ ἄλλων στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «κρύβεται» πάντοτε πίσω ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ βρίσκεται τὸ σημεῖο ποὺ σκοντάφτει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ τότε καὶ σήμερα. Ἐδῶ ἀρχίζει ἡ τραγικὴ ἱστορία τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες νοθεύουν τὴν πίστη καὶ ἀκυρώνουν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ αἵρεση εἶναι ὁ πειρασμὸς τῆς λογικῆς πάνω στὴν ἀποκάλυψη τῆς πίστεως. Ὅσα στοιχεῖα τῆς πίστεως τὰ κατανοεῖ, τὰ ἀποδέχεται καὶ τὰ ὑπερτονίζει. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ προσπερνᾶ καὶ τὰ ὑποτιμᾶ. Διαχωρίζει τὸν Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄλλωστε, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὸν Χριστὸ τὸν συνάντησαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι στὴν ἐπίγεια διαδρομή του. Τὸν γνώρισαν ὡς «υἱὸ τῆς Μαρίας», ὡς προφήτη, ὡς χαρισματικὸ διδάσκαλο τῆς Ναζαρέτ. Δὲν μπόρεσαν ὅμως ὅλοι νὰ διακρίνουν πίσω ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία ἀποδεικνύει τὸ πέρασμά Του ἀπὸ τὸν κόσμο. Ψηλαφίζει τὰ τεκμήρια τῆς παρουσίας Του. Ἀναγνωρίζει τὸ μεγαλεῖο καὶ ἄλλοτε ἀμφισβητεῖ τὴν ὑπεροχή Του. Δὲν μπορεῖ ὅμως μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἐπιστημοσύνη νὰ ἀποδείξει τὴ θεότητά Του. Τὸ μυστήριο τοῦ θεανθρώπινου προσώπου τοῦ Χριστοῦ τὸ βιώνουμε «ἐν πίστει» μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀσυδοσία ἤ τὴ χυδαιότητα τῆς τέχνης, στὴν τόλμη ἤ στὴ βλασφημία τῆς διανόησης, στὰ πολύκροτα βιβλία καὶ τὶς κινηματογραφικὲς ὑπερπαραγωγές.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὰ ἀχαλίνωτα στοιχεῖα τοῦ κόσμου νὰ γίνονται κήρυκες τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἂν «κόσμος» εἶναι καθετὶ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε «τὰ τοῦ κόσμου» θὰ συγκρούονται πάντοτε μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ὅτι «αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α' Ἰω. 5,4), ἀφοῦ τὸν τελευταῖο λόγο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα τὸν ἔχει ὁ Θεός. Ἀμήν.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 21, 2015

Κυριακή της Τυροφάγου Ἡ δύναμη τῆς συγχωρητικότητας


Μία ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ἀποκαλύπτει μιὰ ξεκάθαρη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ. Νὰ δεχόμαστε καὶ νὰ προσφέρουμε τὴ συγνώμη μας στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τὴ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό. «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. 6,14).


Συγχώρηση, προϋποθέσεις καὶ συνέπειες

Ἡ συγχώρηση προϋποθέτει τὴ συνείδηση τῆς ἐνοχῆς. Τὴ συναίσθηση ἐκείνη ποὺ μᾶς λέει ὅτι μὲ τὶς πράξεις μας, τὶς παραλείψεις μας, τὶς νοοτροπίες μας καὶ τὶς συμπεριφορὲς μας βλάψαμε τοὺς ἄλλους καὶ πικράναμε τὸν Θεό. Διαχαράξαμε τὴν τάξη, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔθεσε μέσα μας καὶ γύρω μας. Ἀπὸ ἐδῶ, λοιπόν, πηγάζει αὐθόρμητα ἡ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ ἡ συγχώρηση. Χρειαζόμαστε τὴ συγχώρηση, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι. Γιατί ἡ φύση μας εἶναι ἀτελὴς καὶ λανθάνει συνεχῶς. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι «καὶ οἱ νόμοι γνωρίζουν νὰ συγχωροῦν τὰ ἀναπόφευκτα, ἀφοῦ τὸ νὰ κάνουμε λάθη καὶ νὰ πέφτουμε σὲ πλάνη εἶναι ἀνθρώπινο».

Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι γιὰ νὰ μάθουμε νὰ συγχωροῦμε, θὰ πρέπει νὰ ἀγνοήσουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων ποὺ μᾶς πλήγωσαν, θὰ πρέπει νὰ ξεχάσουμε τὰ σφάλματα αὐτῶν ποὺ μᾶς ζημίωσαν. Αὐτὸ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νὰ σβήσουμε ὁλοκληρωτικὰ τὴ μνήμη μας καὶ νὰ διαγράψουμε τὴ λογική μας. Ἄλλωστε, θυμόμαστε πράγματα ποὺ δὲν θέλουμε καὶ ἀδυνατοῦμε νὰ παραβλέψουμε τὴν πραγματικότητα τὴν ὁποία ζοῦμε. Εἶναι ἀνέφικτο νὰ ἀγνοοῦμε τὸ κακὸ ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ διαρκῶς.

Μὲ τὴ συγχώρηση δὲν σβήνουμε τὸ κακό. Καταλαβαίνουμε ὅμως, πὼς αὐτὸ μᾶς ἐξαπατᾶ καὶ μᾶς παραπλανᾶ καὶ ἔτσι μποροῦμε νὰ παλέψουμε ἐναντίον του. Μὲ τὴ συγχώρηση μποροῦμε νὰ καθαρίσουμε τὴ μνήμη ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ διαχωρίσουμε τὴν ὀρθὴ καὶ ἀντικειμενικὴ κρίση ἀπὸ τὴν κατάκριση καὶ τὸν κάθε εἴδους ἀρνητισμό. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὁ δρόμος φαίνεται νὰ εἶναι μακρὺς καὶ δύσκολος, σκληρὸς καὶ ὀδυνηρός. Καὶ ἐδῶ οἱ παγίδες εἶναι πολλὲς καὶ ποικίλες. Κάποτε ἡ συγχώρηση γίνεται ἐξωτερικὴ καὶ τυπικὴ καὶ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ βάθος «τῶν καρδιῶν ἡμῶν». Ἄλλοτε, πάλι, παρὰ τὰ ὅσα ἰσχυριζόμαστε στοὺς ἄλλους, ὑποκαθιστοῦμε τὴ συγχώρηση μὲ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν κρυμμένη ἐχθρότητα. Κάποιες ἄλλες φορὲς θέτουμε στὴ συγνώμη μας ὅρια καὶ προϋποθέσεις, κρατούμενα καὶ ὑπολογισμούς. Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι ἡ πληγωμένη ἀγάπη ποὺ δίνει πάντα εὐκαιρίες γιὰ μιὰ καινούργια ἀρχή. Εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ἀνανεώνει τὴν ἐμπιστοσύνη μας γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ προσπαθεῖ νὰ τοὺς κατανοεῖ καὶ νὰ τοὺς ἀποδέχεται.





Τὸ ἀδιέξοδό της μνησικακίας


Ὅποιος δὲν συγχωρεῖ, γκρεμίζει τὴ γέφυρα ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ χρειαστεῖ κάποτε νὰ περάσει καὶ ὁ ἴδιος. Ὁδηγεῖ τὶς καθημερινὲς διαπροσωπικές του σχέσεις σὲ ἀδιέξοδο καὶ διάλυση. Ποιά, ἄραγε, ἀνθρώπινη σχέση δὲν περνάει κρίση; Πῶς μποροῦμε νὰ κρατήσουμε ἀδιάσπαστη τὴ συζυγία, τὴν οἰκογένεια, τὴ φιλία, τὴ συνεργασία; Πῶς μποροῦμε νὰ διαφυλάξουμε τὴν ἀνθρώπινη σχέση καὶ τὸν πνευματικὸ σύνδεσμο, ὥστε νὰ μὴν παγώσουν καὶ διαλυθοῦν, ἂν δὲν μάθουμε νὰ συγχωροῦμε;

Ὁ δυνατὸς λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ πάλι μᾶς καθοδηγεῖ: «Ἔχεις ἀδικηθεῖ πολὺ καὶ στερήθηκες πολλὰ ἐξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες καὶ ζημιώθηκες σὲ πολὺ σοβαρὰ θέματά σου καὶ γι' αὐτὸ θέλεις νὰ δεῖς νὰ τιμωρεῖται ὁ ἀδελφός σου; Καὶ ἐδῶ πάλι εἶναι χρήσιμο νὰ τὸν συγχωρήσεις. Γιατί, ἐὰν θελήσεις ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ἐκδικηθεῖς καὶ νὰ ἐπιτεθεῖς ἐναντίον του εἴτε μὲ τὰ λόγια σου, εἴτε μὲ κάποια ἐνέργειά σου, ἤ μὲ τὴν κατάρα σου, ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβει κατ' αὐτοῦ -ἐφόσον ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του- ἀλλὰ ἐπιπλέον θὰ σὲ τιμωρήσει ὡς θεομάχο. Ἄφησε τὰ πράγματα στὸν Θεό. Αὐτὸς θὰ τὰ τακτοποιήσει πολὺ καλύτερα ἀπ' ὅ,τι ἐσὺ θέλεις».

Καὶ ὅμως, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, συχνὰ διαπιστώνουμε πόσο ἀβυσσαλέο εἶναι τὸ μίσος καὶ οἱ κακίες μας. Πόσο βαθιὰ ριζωμένα εἶναι στὴν καρδιά μας τὰ πάθη καὶ οἱ ἀδυναμίες μας. Ἐδῶ ἀκριβῶς κατανοοῦμε τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ. Συνειδητοποιοῦμε ὅτι, ὅσο καὶ ἂν προσπαθήσουμε, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ κακὸ μόνοι μας. Μόνο ἂν στραφοῦμε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, ἂν τοῦ ζητήσουμε μὲ πίστη τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη Του, θὰ συγχωρεθοῦμε καὶ θὰ συγχωρέσουμε, θὰ πάρουμε τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφεση, καὶ θὰ ζήσουμε τὴ λύτρωση. Ἀμήν.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 11, 2015

Ἀγάπη: Τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25, 31- 46)





Ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός, ποὺ θὰ τερματίσει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ θὰ σφραγίσει τὴν προσωπική μας ζωή, παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τῆς μέλλουσας κρίσης, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο τολμηρὸ καὶ παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ξαναέρθει, ἀφοῦ ἤδη εἶναι πανταχοῦ παρὼν στὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας, «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,22). Κάποτε, στὸν ἐπίλογο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἁπλῶς θὰ φανερωθεῖ, καὶ θὰ λάμψει αὐτὸ ποὺ τώρα δὲν βλέπουμε, καὶ ὅμως ὑπάρχει, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα Του. Τότε τὰ σκηνικά του κόσμου καὶ τὰ παρασκήνια τῆς ἱστορίας θὰ πέσουν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ κριθεῖ.


Ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Δυστυχῶς στὴ σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων τὸ προφητικὸ βάθος τῆς παραβολῆς τῆς μέλλουσας κρίσης διαστρέφεται ἐπικίνδυνα, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πανικοβάλλει καὶ τρομοκρατεῖ μὲ ἀπειλές, καταδίκες καὶ τιμωρίες. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς συμπεριφορές του, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ Χριστός, ὅταν λέει «καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστὶν» (Ἰω. 5,30). Ὁ Χριστὸς ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ δική μας ἀπόφαση. Ἀπὸ τὴ δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση Του. Κάθε φορὰ ποὺ ἀρνούμαστε τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτό, ἂν ἀδιαφορήσουμε καὶ δὲν ἀγαπήσουμε τὸν συνάνθρωπο, τότε θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, γίνεται τὸ ἀπόλυτο καὶ διαχρονικὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο κριτήριο τῆς κρίσεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλον ἀσφαλῆ τρόπο καὶ δρόμο, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπαρξιακή του εὐτυχία (αὐτὸ ποὺ λέμε σωτηρία), παρὰ μόνο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐδῶ σημασία δὲν ἔχει τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ σταθοῦμε ἐμεῖς «πλησίον», δηλαδή, κοντὰ στὸν ἄλλο.

Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι «ὅταν φθάνουμε στὴν ἀγάπη, φθάνουμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα μας τελειώνει». Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς θλιμμένους, τοὺς καταφρονημένους. Μᾶς ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ αὐτούς. Ὅταν πάσχει ὁ ἄνθρωπος, συμπάσχει μαζί του καὶ ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ἀποδεικνύει μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ χειροπιαστὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεό.



Ἡ ἀγάπη ὡς διακονία

«Καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι»; Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν διακονεῖ, τότε δὲν εἶναι γνήσια καὶ ξεπέφτει. Ἡ διακονία εἶναι κορυφαῖος τρόπος χριστιανικῆς παρουσίας καὶ μαρτυρίας. Εἶναι θυσία χωρὶς ὑπολογισμό, ἡ ὁποία θεραπεύει ὅ,τι πονάει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ φυλακισμένος, ὁ ἄρρωστος εἶναι καταστάσεις ζωῆς ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ δημιουργοῦν συνεχῶς ἀναρίθμητες ἑστίες καὶ πλέγματα ἀνάγκης ποὺ μᾶς κυκλώνουν. Ἀσθένειες, δυστυχία, θεομηνίες, πείνα, ἐγκληματικότητα, περιφρόνηση, μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἐκμετάλλευση, μετανάστευση, ἀδικία, ἀνεργία, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις ὕπαρξης τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, Πῶς τοὺς ἀντιμετωπίζουμε; Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἤ τοὺς «προσφέρουμε» ἁπλῶς τὸν οἶκτο μας. Περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ γεννᾶ μέσα μας ἡ ἀνωνυμία τοῦ ἀγνώστου συνανθρώπου μας, τοῦ πρόσφυγα καὶ τοῦ λαθρομετανάστη, τοῦ ἀποξενωμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου. Εἴμαστε τραγικὰ ἀνίκανοι νὰ κατέβουμε στὸν «ἅδη τῆς ζωῆς του», ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναστήσουμε στὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διπλανός, ὁ κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεινάει καὶ διψάει μόνο γιὰ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2015

Μετάνοια: ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία τοῦ κόσμου




Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου μέσα ἀπὸ τὸν παραστατικὸ λόγο της ἀπεικονίζει τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀποδοχῆς καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μὲ τρόπο ἀξεπέραστο παρουσιάζει τὴν πτώση καὶ τὴ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀποστασία του καὶ τὴν ἐπιστροφή του.



Ἡ περιπλάνησή μας στὸν κόσμο

Ὁ νεώτερος γιὸς «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ὁ ἄσωτος γιός, μᾶς λέει τὸ ἱερὸ κείμενο, ἔφυγε καὶ ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι του πηγαίνοντας σὲ μακρινὴ καὶ ξένη χώρα. Τὸ συμβολικὸ βάθος αὐτῆς τῆς εἰκόνας εἶναι σπουδαῖο. Ὅσο καὶ ἂν μᾶς φαίνεται παράξενο, ἡ ζωὴ μας σ' αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἀποδημία, εἶναι ἐξορία σὲ ξένη χώρα. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ περιπλάνησή μας στὸν κόσμο ἀναποδογυρίζει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Συσκοτίζει τὴ σκέψη μας καὶ διαβρώνει τὶς πνευματικές μας εὐαισθησίες. Ἀνατρέπει τὰ σταθερὰ μέτρα καὶ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ζυγίζουμε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ ἀξιολογοῦμε τὶς προτεραιότητες τῆς ζωῆς.

Ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ εἶναι ἀνίκανος νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν Θεὸ ὡς δημιουργὸ καὶ σωτήρα του, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω», δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἦταν μέσα στὸν κόσμο καὶ ἐξαιτίας του δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ὅμως «ὁ κόσμος» δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἡ διαδρομὴ τῆς ζωῆς μας γίνεται ἐξορία ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος, δημιουργημένος ἀπὸ τὸν Θεό, παραδίδεται καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν «ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου». Τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου διαστέλλεται καὶ διαχωρίζεται ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ μὲ μία κάθετη διαχωριστικὴ γραμμή, καθὼς «ὅστις φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζεῖ σὲ μία ἐξορία καὶ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καθὼς σπαταλᾶ τὰ ποικίλα χαρίσματά του ἀσώτως, χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεός, σὰν νὰ μὴν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ καὶ τότε ἡ τραγωδία τῆς ἐξορίας του γίνεται πιὸ πικρή. Στὴν προσπάθειά του νὰ γευθεῖ καὶ νὰ ἀπολαύσει τὸν πλοῦτο τῆς ζωῆς, νὰ κατακτήσει καὶ νὰ ἀποκτήσει πολλά, συνήθως τὸ πληρώνει ἀκριβά.



Ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα

Τὸ πατρικὸ σπίτι γίνεται ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ κοινωvίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ στὴ βασιλεία Του. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μᾶς βεβαιώνουν γιὰ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Μᾶς προτρέπουν γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἐξορίας τοῦ ἀσώτου. Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς κατανυκτικῆς περιόδου ποὺ διανύουμε μᾶς βοηθοῦν νὰ ξαναδοῦμε τὴν πνευματική μας κατάσταση μέσα σ' αὐτὴ τὴν προοπτική: «Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών» (Λκ. 15,17).

Ὅταν βρίσκουμε τὸν ἀληθινό μας ἑαυτό, ξαναβρίσκουμε τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ καὶ τῆς ἐπανασύνδεσής μας μὲ τὸν Θεό. Τότε ἡ μετάνοια γίνεται ἕνα βαθὺ βίωμα, μία πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας. Τότε ὁ ἀγώνας μας ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καὶ δυναμική. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἔστω καὶ ἂν οἱ πτώσεις καὶ οἱ ἀδυναμίες μας εἶναι πολλές, δὲν μᾶς βυθίζουν πλέον στὴν ἀπόγνωση. Ἔστω καὶ ἂν τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας, εἶναι μεγάλα καὶ μᾶς ταλαιπωροῦν δὲν μᾶς τρομάζουν πιά. Οἱ ἐνοχές μας, ὅσο βαριὲς καὶ ἂν εἶναι, δὲν μᾶς ἀρρωσταίνουν ψυχικά. Ἄλλο ἔμμονες ἐνοχές, κατάθλιψη, φόβος, ἄγχος, πληγωμένος ἐγωισμός, γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ λάθη ποὺ κάναμε, καὶ ἄλλο ἐσωτερικὴ συντριβή, ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ ψυχικὴ γαλήνη ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ἀποδέχεται καὶ μᾶς περιμένει ὑπερνικώντας τὴν ἁμαρτωλότητά μας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν αἰσθανόμαστε «εὐτυχισμένοι ὑπαρξιακά», ἄνετοι καὶ βολεμένοι στὸν παρόντα κόσμο, τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ βροῦμε μία εὐτυχία ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι χάσαμε ἤ τουλάχιστον δὲν νιώθουμε ὅτι μᾶς λείπει; Ἂν δὲν νιώθουμε ἐξόριστοι καὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ ποῦ πρέπει ἄραγε νὰ ἐπιστρέψουμε; Ἴσως θὰ πρέπει νὰ νοσταλγήσουμε τὴ χαμένη χαρὰ στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ὄντως ζωῆς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ἕνας ὀρθόδοξος μοναχός: «Πιστεύω Κύριε σὲ Ἐσένα γιατί ἔξω ἀπὸ Ἐσένα δὲν ὑπάρχει τίποτε γιὰ ἐμένα». Ἀμήν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2014

Κυριακή προ Χριστουγέννων Ὁ ἐρχομός τοῦ Θεοῦ στή γῆ καί τή zωή μας




Τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στή γῆ μᾶs προτρέπει νά ζήσουμε ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού πλησιάζει. Αὐτός ὁ ἐρχομός εἶναι μία θεμελιώδη ἀφετηρία πού βαθαίνει τό νόημα τῆς ζωῆs καί τῆς ὑπαρξήs μαs καί ἀνανεώνει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα μαs στή ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί γύρω μας. Ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει πανηγυρικά ὅτι ὁ Θεόs ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωποs Θεός. Αὐτή ἡ ἀλήθεια φωτίζει τά πιό σκοτεινά στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας. Αὐτή ἡ πίστη γίνεται πηγή χαρᾶς, πού ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς ὕπαρξής μας στόν ὑπερβατικό κόσμο τοῦ Θεοῦ. Τά Εὐαγγέλια, μᾶς λέει ἡ σημερινή περικοπή, περιγράφουν μέ λιτά χρώματα τήν παράδοξη γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν προσδοκία καί τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν. Οἱ Πατέρεs τῆς Ἐκκλησίαs θεολόγησαν φωτισμένα πάνω στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὑμνογράφοι ἐγκωμίασαν ἐκστατικοί τή συγκατάβαση καί τήν κάθοδο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν ἄνοδο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Δημιουργός γίνεται δημιούργημα. Ὁ Ἀόρατος ὁρᾶται, ὁ Ἄναρχος ψηλαφίζεται, ὁ ἀσώματος Θεόs λαμβάνει σῶμα, ὁ Ἄναρχος ἀρχίζει ὡς θεάνθρωποs τήν ἐπίγεια ζωή Του.

Ἔτσι λοιπόν «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», κατέβηκε ὁ Θεός ἀπό τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδή ἀπό τό ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπηs Του, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, «καί μή ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος». Εἰσέρχεται στή δική μας πραγματικότητα, μέσα στό εἶναι μας καί στή ζωή μας. Ὁ Θεός διάλεξε τό πιό σκοτεινό σημεῖο τῆς Ἱστορίας, γιά νά ἐκπληρώσει τίς ὑποσχέσειs Του, σέ ἕναν τόπο καί μέ ἕναν τρόπο πού μᾶς προκαλεῖ κατάπληξη. Ὁ ἀκατάληπτος καί παράδοξος τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἦλθε ὁ Θεόs στή γῆ μας, ἀλλά καί ἔρχεται κάθε φορὰ στή ζωή μας, ἀνατρέπει τά ἀνθρώπινα δεδομένα καί ἐπιβεβαιώνει ὅτι «τά ἀδύνατα παρ' ἀνθρώπου δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι». Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως», γιατί φανέρωσε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τέλειου ἀνθρώπου. Μία τέτοια γνώση εἶναι φῶς τῆς ψυχῆς. Νά γιατί ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ὡς γνώση τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας, δέν συγκρίνεται μέ καμιά ἄλλη γνώση καί ἀλήθεια τοῦ κόσμου, ἀφοῦ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ οὐρανός κατέβηκε στή γῆ καί ὁ ἄνθρωπος βρῆκε αὐτό πού ἀναζητοῦσε τόσο ἐπίμονα.

Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς, οἱ πιστοί, καλούμαστε νά ζήσουμε αὐτό τό μυστήριο τῆς ἱστορίας ὡς τό θαῦμα τῆς δικῆς μας ὕπαρξης καί ζωῆς. Γιατί ὅσο ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνηs» δέν ἀνατέλλει στήν ψυχή μαs, μάταια ἀναζητοῦμε νά βροῦμε μέσα στόν κόσμο τόν «τεχθέντα βασιλέα» τοῦ ὁράματος τῶν προφητειῶν καί τῆς βεβαιότητας τῶν Γραφῶν. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία διαρκὴς πρόσκληση νά ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά. Ἡ πνευματική ἀναγέννηση ἀποτελεῖ ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός, ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα νέο πρόσωπο. Ἕνας διαπρεπήs θεολόγοs μέ τή ρωμαλέα σκέψη του συνδέει τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ «ὡς παιδίου», ὅταν γράφει: «Οἱ λέξεις παιδίον καί Θεόs εἶναι ἀποκαλυπτικές γιά τό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατά κάποιον τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο πού ἀπευθύνεται στό παιδί πού συνεχίζει νά ζεῖ μυστικά μέσα στόν κάθε ἐνήλικο, στό παιδί πού συνεχίζει νά ἀκούει ὅτι ὁ ἐνήλικος ἔχει πάψει νά ἀκούει καί πού ἀνταποκρίνεται μέ μία χαρά, πού ὁ ἐνήλικοs μέσα στόν ὑπερώριμο, κουρασμένο καί κυνικό κόσμο πού ζεῖ ἀδυνατεῖ νά νιώσει».

Ἄλλωστε ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιό Του μᾶς λέει: «Γίνεσθε ὡς τά παιδία» (Ματθ. 18,3). Μέ τή φράση Του αὐτή δέν ὑπαινίσσεται μόνο τή χαμένη ἀθωότητα καί ἀνεξικακία, ἀλλά μᾶς παρακινεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι κάθε φορὰ πού γινόμαστε σάν τά παιδιά, ξαναγεννιόμαστε πνευματικά, ἀφοῦ βρίσκουμε αὐτό πού ἔχουμε χάσει, δηλαδή τή δυνατότητα νά παραδινόμαστε σέ αὐτό πού ἀγαπᾶμε καί ἐμπιστευόμαστε. Ἔτσι μόνο ζοῦμε τήν ὑπέρβαση, τό θαῦμα, τό μυστήριο.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἄς μή θρηνοῦμε τόν κοσμικό ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων. Τήν κομματιασμένη εἰκόνα τοῦ κόσμου γύρω μας καί τήν ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας ἦρθε νά συμμαζέψει καί νά ἀναπλάσσει ὁ «ἐν σπηλαίῳ γεννηθείs καί ἐν φάτνῃ ἀνακλιθεὶς Κύριος». Ἄν αὐτό μᾶς συγκλονίσει, θά ξαναγεννηθοῦμε μέσα μας, καί τότε μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θά ἀλλάξει καί ὁ κόσμος γύρω μας. Ἀμήν.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2014

Τύπος καὶ Οὐσία (Λουκ. 13, 10-17)



Μία ξεκάθαρη καὶ σαφέστατη καταδίκη τῆς θρησκευτικῆς τυπολατρίας ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε μετατρέψει τὶς ἐντoλὲs τοῦ Δεκαλόγου καὶ τοῦ Νόμου σὲ ἕνα στεῖρο σύστημα ὑποχρεώσεων καὶ περιορισμῶν. Ὁ παραλογισμὸς στὶς ἀντιδράσεις τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου τραγικός. Ὁ ἀρχισυνάγωγoς ἀγανακτεῖ, γιατί τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ μήνυμα, ἑπομένως, τῆς σημερινῆς περικoπῆς μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλoυς, ἀφοῦ συχνά, ἴσως καὶ ἀσυναίσθητα, προτάσσουμε κάποιους θpησκευτικoὺς καὶ τελετουργικoὺs τύπους xωρὶς ἀντίκρισμα καρδιᾶς καὶ ζωῆς. Οἱ θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου φανερώνουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπηs καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἡ οὐσία ὑπερβαίνει τὸν τύπο, παρόλ' αὐτὰ ὁ τύπος χρειάζεται στὸ βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ περιφρουρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία.


Τύπος, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία

Ἡ τυπολατρία, ὡς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσηλώνεται στοὺς τύπους καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, τῶν γεγονότων καὶ τῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ τὴν παθολογία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη τάση εἶναι μιὰ μορφὴ σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ βάζει, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κανόνες πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνάγκες του. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴ δομὴ κάθε θρησκευτικῆς ζωῆς, xωρὶς τυπικὲς διατάξεις, θεσμoὺs καὶ νόμoυς. Ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσύδοτη καὶ ἀνεύθυνη παραβίαση τοῦ τύπου, ἀλλὰ προτίμηση τῆς οὐσίας, ὅταν αὐτὴ ἀχρηστεύεται ἀπὸ τὸν τύπο. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι φτερὰ ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ ὄχι βαρίδια ποὺ μᾶς καταπιέζουν καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ εἶναι σκαλοπάτια, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι ἐμπόδια ποὺ μᾶς παγιδεύουν καὶ μᾶς κλειδώνουν στὴν τυπικότητά τους. Γιὰ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ὁ ἐξωτερικὸς θρησκευτικὸς τύπος εἶναι ἀπαραίτητος ἀλλὰ καὶ κρίσιμoς. Εἶναι ἡ λυδία λίθos ποὺ δοκιμάζει τὴν ἐσωτερική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους.

Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅπου δὲν θέλει νὰ προχωρήσει στὸν ἀπαιτητικὸ δρόμο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ποὺ κοστίζει πολλά, κλείνεται καὶ περιχαρακώνεται στὸν ἐξωτερικὸ τύπο ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε. Νά, γιατί ἡ τυπολατρία εἶναι ἑλκυστική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀλέθρια, ἀφοῦ ἡ στείρα εὐσέβεια εἶναι τὸ ἡμίμετρο τῆς εὔκoληs θpησκευτικότητάs μας. Ὅπου διαστρεβλώνει καὶ κακοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει τελικὰ μὲ τὸ ἄδειο κέλυφός της. Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στοὺς θpησκεuτικoὺς τύπους κρύβει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀπειλητικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέου εἴδους εἰδωλολατρία, ποὺ γίνεται πιὸ τρομακτική, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύλαξη τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τοῦ κάθε ἐξωτερικοῦ τύπου. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ προσέχουμε, κάθε φορὰ ποὺ μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ μένουμε στὴ μορφὴ καὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ νὰ χάνουμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀγάπη. Σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπoς γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ. 2,27)· καὶ δυστυχῶς σήμερα βλέπουμε τὸ θρίαμβο τοῦ «Σαββάτου» πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ θρίαμβos τῆς τυπoλατρίας ἐκδηλώνεται συχνὰ μὲ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῶν πιστῶν σὲ φατρίες, οἱ ὁπoῖες καταδικάζουν ὅλους τοὺς ἄλλouς ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Συγκρούονται μεταξὺ τους καὶ ἐξαντλοῦν τὸ ζῆλο τους στὴν ὀρθότητα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανονισμῶν, στὴ βαρύτητα τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν ἀπαγορεύεων, στὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ τῶν κανόνων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂs ἀναρωτηθοῦμε, ὁ τύπος τῆς εὐσέβειάς μας ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο; Ποῦ, ἄραγε, μέσα στὴν εὐσέβειά μας βρίσκεται ὁ ἀνθρωπos γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἄν, ἴσως, μέσα στοὺς τύπους τῆς εὐσέβειάς μας ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἄγαπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Οἱ γιορτὲs ποὺ ἔρχονται εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε. Ἀμήν.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2014

Ἡ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο (Λουκ. η΄41-56)




«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τότε ἔτσι καὶ σήμερα, προκαλεῖ τὴ λογική μας καὶ θὰ μᾶς προσκαλεῖ πάντοτε νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ παραδοθοῦμε μὲ ἐλπίδα στὴν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Θὰ μᾶς προσκαλεῖ, γιὰ νὰ δοῦμε μὲ τὴν πίστη τί κρύβεται στὸ σκοτεινὸ καθρέπτη τοῦ θανάτου. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἄλλη βεβαιότητα, παρὰ μόνο ὅτι κάποτε θὰ πεθάνει. Καὶ ὅμως, αὐτὴ ἡ βεβαιότητα παραμένει μιὰ ἄγνωστη ἐμπειρία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐμπειρία τοῦ θανάτου του. Κανεὶς δὲν «ἔζησε» τὸ βιολογικό του θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ τί σημαίνει αὐτό. Κανεὶς δὲν μᾶς εἶπε τί βιώνει, ὅταν εἶναι νεκρός. Βέβαια, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ χαρισματικὰ μέλη τοῦ Σώματός Του, οἱ Ἅγιοί Του, φανέρωσαν τὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ζωῆς, τὴν πραγματικὴ καὶ ἄφθαρτη ζωὴ τῆς αἰωνιότητας μετὰ τὸ θάνατο.

Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα, λοιπόν, εἶναι πίστη καὶ ἀποκάλυψη, εἶναι μιὰ ἄλλη διάσταση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ἡ ὁποία, ὅμως, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὑπερβαίνει πολὺ τὴ γήινη ἐμπειρία μας. Ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ μοναδικὰ σημεῖα στήριξης τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης καὶ ὑποδηλώνουν τὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας. Χωρὶς αὐτά, καμία λογικὴ καὶ καμία ἐπιστήμη, καμία φιλοσοφία καὶ καμία γνώση, καμία δύναμη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια καὶ νὰ διαλύσει τὰ ἀδιέξοδά μας. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται πίστη τοῦ ἄνθρωπου εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον τέρμα, ἀλλὰ ἔγινε ἐν Χριστῷ πέρασμα καὶ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα. Μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ ἄλλου εἴδους γέννηση στὴν ὄντως ζωή.

Ἡ ζωὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ θάνατο

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ ἔλθει τὴν τελευταία μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸ θάνατο. Ἡ σχέση μας μὲ τὸ θάνατο διαδραματίζει καθοριστικὸ ρόλο στὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας, σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε κοσμοθεωρία, δηλαδὴ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι διάλυση καὶ ἀποσύνθεση καὶ ἀφανισμός, τότε ὁδηγεῖται στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸ κενό. Μέσα στὸν παραλογισμὸ ὅτι ζεῖ γιὰ νὰ πεθάνει, δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ τὸ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑλιστής, ἰδιοτελὴς καὶ κυνικός, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ καθημερινή μας πείρα. Ἐδῶ ἡ πίστη εἶναι περιττὴ καὶ γραφική, ἐδῶ ἡ ἠθικὴ παραμερίζεται καὶ ἡ ἁμαρτία γελοιοποιεῖται. Ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος μικραίνει ἐπικίνδυνα καὶ ἐξαφανίζεται. Τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις, ἡ ὕλη καὶ οἱ ποικίλες ἀνάγκες της ἀπολυτοποιοῦνται. Τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιαστεῖ, γιὰ νὰ προλάβει νὰ χαρεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγωνία τοῦ τέλους ποὺ ἔρχεται καὶ διαλύει τὰ πάντα σκιάζει τὴν ὕπαρξή του. Καὶ μετὰ τὸ θάνατο, δὲν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτὴ εἶναι ρίζα τοῦ μηδενισμοῦ σὲ ὅλη τὴ γυμνότητά του. Ὅμως, εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τοῦ θανάτου καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς ὑποδεικνύει μιὰ ζωὴ μὲ νόημα καὶ πληρότητα, μᾶς ὑπόσχεται καὶ μᾶς ἐγγυᾶται τὸ «περισσόν τῆς ζωῆς», τὸ περίσσευμά της καὶ τὴ συνέχειά της στὴν αἰωνιότητα.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι καταπίεση, γιὰ νὰ ὑποτιμήσουμε καὶ νὰ ἀρνηθοῦμε αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ θελήσουμε ἕναν ἄλλον, ποὺ δὲν γνωρίσαμε. Δὲν εἶναι μιζέρια καὶ περιφρόνηση κάθε ὀμορφιᾶς καὶ χαρᾶς, ὅπως συχνὰ τὴν παραμορφώνουμε. Εἶναι ἀγώνας γιὰ ἀλήθεια, πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα. Εἶναι σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μιὰ τέτοια ζωὴ ὑπερφαλαγγίζει τὸ φράγμα τοῦ θανάτου καί, τότε, ὄχι μόνο οἱ χαρὲς καὶ οἱ ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὲς οἱ λύπες καὶ τὰ δάκρυά της μεταμορφώνονται λυτρωτικά. Ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔτσι βλέπουμε τὴ ζωὴ μποροῦμε ἐν Χριστῷ νὰ βιώσουμε τὸ θάνατο σὰν ὕπνο ποὺ θὰ μᾶς ξυπνήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση. Ἀμήν.
  Ἀρχιμανδρίτης  Νικάνωρ Καραγιάννης

Παρασκευή, Ιουλίου 25, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Τὰ θαύματα τοῦ θεοῦ καὶ ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου




Οἱ θαυματουργικὲς θεραπεῖες δύο τυφλῶν καὶ ἑνὸς κωφοῦ ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀντιπροσωπευτικὲς πολλῶν ἀνάλογων περιστατικῶν ποὺ συναντᾶμε πολὺ συχνὰ στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Θεμελιώδεις παράμετροι καὶ αὐτῶν τῶν θαυμάτων εἶναι ἡ ζωντανή, ἐπίμονη καὶ δυνατὴ πίστη τῶν ἀσθενῶν, ἡ μοναδικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δίψα τῆς σωτηρίας.


Πίστη καὶ θαῦμα

Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι μόνο ἕνα ἔκτακτο καὶ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς καταπλήσσει καὶ μᾶς ἐντυπωσιάζει. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ εὐεργετήσει, νὰ θεραπεύσει, νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ τονώσει τὸν πάσχοντα καὶ ἀδύνατο ἄνθρωπο. Τὸ πραγματικὸ θαῦμα εἶναι σημάδι καὶ γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς πίστης, ἀλλὰ καὶ ἐγγύηση τῆς ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ἀπαλλαγμένο ἀπὸ καθετὶ ἐγωιστικὸ καὶ ἰδιοτελές, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐπίδειξη καὶ τὴν ἐκμετάλλευση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴ γελοιοποίηση τῆς πίστης. Τὸ θαῦμα εἶναι καρπὸς τῆς πίστης καὶ συνέπεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκοδομεῖ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν στερεώνει στὴ δύσβατη χριστιανικὴ ζωή. Ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα καὶ ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἄρνηση τοῦ Κυρίου νὰ κάνει θαύματα στοὺς κατοίκους τῆς Ναζαρὲτ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα θαμπώνει τὸ βλέμμα, ξαφνιάζει, δημιουργεῖ ἀπορία καί, κάποτε, ἀντίδραση.

Γιὰ τὸν πιστό, ὅμως, κάθε θαῦμα εἶναι ἕνα παράθυρο ποὺ ἀνοίγει στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ὑπερβατικὸ κόσμο τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει μὲ μία ἀστραπὴ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς λογικῆς καὶ τῆς φθορᾶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε γιὰ λίγο αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργηθήκαμε καὶ αὐτὸ στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ φθάσουμε στὴν αἰωνιότητα. Τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μιὰ ὕπαρξη καὶ ζωὴ χωρὶς πόνο, δάκρυα, ἀρρώστια, φθορά, θάνατο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἀγωνία καὶ τὰ δάκρυα τῆς γῆς. Τὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ στερεώνει καὶ νὰ οἰκοδομεῖ τὴν πίστη, εἶναι, ὅμως, προσωρινό, γιατί, ἔστω καὶ ἂν θεραπευθοῦμε ἀπὸ μιὰ ἀρρώστια, ἔστω καὶ ἂν ὑπερνικήσουμε μιὰ δυσκολία, θὰ ἀρρωστήσουμε ξανὰ καὶ θὰ συναντήσουμε καὶ ἄλλη δυσκολία.

Ὅμως ἐμεῖς πήραμε δύναμη νὰ συνεχίσουμε. Συνειδητοποιήσαμε ὅτι τὸ κάθε θαῦμα στὴ ζωὴ μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε καὶ μιᾶς σοφίας ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ποὺ καλούμαστε, ὡστόσο, νὰ πιστεύσουμε, γιατί μόνο ἐκείνη ξέρει πότε καὶ τί πρέπει νὰ δίνει στὸν καθένα μας. Μιὰ τέτοια πίστη, ἕνα τέτοιο βίωμα ἐμπιστοσύνης στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγὴ δυνάμεως, ὅταν πρόσωπα, καταστάσεις καὶ γεγονότα μᾶς ἀπογοητεύουν, μᾶς πτοοῦν καὶ μᾶς λυγίζουν. Καὶ πορευόμαστε περιμένοντας νὰ ἀκούσουμε «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν», ἂς γίνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας.


Ὁ ἀρνητισμὸς ἀπέναντι στὸ θαῦμα

Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ συναντᾶ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, τότε δὲν πραγματώνεται μόνο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ἀλλὰ καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀντίδραση τῶν φαρισαίων ἀπέναντι στὸ θαῦμα εἶναι ἀξιοπρόσεκτη. Οἱ φαρισαῖοι δὲν ἀρνοῦνται τὸ θαῦμα, ἀλλὰ παραμορφώνουν ἐπικίνδυνα τὴν πραγματικότητα, διαστρεβλώνουν τὴν ἀλήθεια. Ἀναποδογυρίζουν τὴν πραγματικότητα, ποὺ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ταλαιπωρημένο καὶ ἀγνώριστο ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο, ἀποδίδοντας τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις· θὰ ἦταν, ὅμως, παιδαριῶδες καὶ ἁπλοϊκὸ νὰ δοῦμε στὴ συμπεριφορὰ τῶν φαρισαίων μόνο τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἀδίκησαν, κατηγόρησαν καὶ συκοφάντησαν ἀδίστακτα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ στάση τους ἀποκαλύπτει τοὺς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς οἱ ὁποῖοι ἔχουν μιὰ ἀντεστραμμένη συνείδηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκλωβισμένοι μέσα στὸν ὀρθολογισμὸ τους ἀπορρίπτουν ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ὀφθαλμοφανῆ καὶ ὁλοφάνερα θαύματα. Αὐτοὶ ποὺ σὲ κάθε θαῦμα βλέπουν ψυχολογικὰ αἴτια καὶ φαινόμενα, φαντασιώσεις καὶ αὐθυποβολές, φυσικὰ αἴτια, τυχαῖες συμπτώσεις καὶ ἀνεξήγητες συγκυρίες. Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν ἀποδείξεις «λογικῆς» γιὰ τὰ θαύματα. Τὰ θαύματα τὰ ἀναγνωρίζουν οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ τὰ δοῦν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ἂν νεκρώσουμε τὴν ἀλαζονεία τῆς λογικῆς μας καὶ τὴν ἐμπάθεια τοῦ ἐγωισμοῦ μας, θὰ μπορέσουμε νὰ ἀναστηθοῦμε σὲ μία νέα ζωή, ὅπου θὰ βλέπουμε καὶ θὰ καταλαβαίνουμε τὰ συνεχῆ θαύματα τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Παρασκευή, Ιουλίου 18, 2014

Κυριακή ΣΤ Ματθαίου Ἡ κοινωνικὴ διάσταση τῆς πίστεως (Ματθ θ, 1-8) Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης

Τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τὴν ξαναδιαβάσαμε τὴ δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν μὲ περισσότερες χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, ἔτσι ὅπως τὴ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος. Σ' αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἡ σύνδεση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια καὶ τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία εἶναι θεμελιώδης ὡς σχέση αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὅμως, μᾶς παρουσιάζει τὸ ἴδιο θαῦμα μὲ λιτότητα καὶ συντομία. Μπροστὰ στὸν Χριστὸ ποὺ διδάσκει σὲ ἕνα σπίτι στὴν Καπερναοὺμ φέρνουν ἕναν παράλυτο ἐπάνω σὲ κρεβάτι. Οἱ συνοδοὶ δὲν μποροῦν νὰ φτάσουν τὸν Χριστὸ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ ἀκούει τὴ διδασκαλία Του, γι' αὐτὸ ἀνοίγουν μία ὀπὴ στὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ κατεβάζουν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸν Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν ἐφευρετικότητα τῆς πίστης τους καὶ τὴν ἐπαινεῖ. Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ προσεγγίσουμε τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ καὶ νὰ σταθοῦμε στὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πίστεως.



Ἡ πίστη, κίνηση πρὸς τὸν ἄλλο ἄνθρωπο


Ἡ χριστιανικὴ πίστη καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀτομικότητάς του. Καλεῖ διαρκῶς τὸν ἄνθρωπο νὰ σπάει τὸ κέλυφος τοῦ ἐγωισμοῦ του καὶ νὰ μεταμορφώνεται ἀπὸ ἄτομο σὲ πρόσωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος-ἄτομο μεταβάλλεται σὲ πρόσωπο, σημαίνει ὅτι ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν ἐγωπαθῆ φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπου εἶναι ἐγκλωβισμένος, καὶ ἔρχεται νὰ συναντήσει μὲ κατανόηση, σεβασμὸ καὶ ἀγάπη τὸν συνάνθρωπο. Ἔτσι γίνεται τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μάρτυρας πίστεως καὶ ἀφορμὴ σωτηρίας γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιατί ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐφησυχάζει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀγνοώντας τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, ἀδιάφορος στὸ νὰ βρίσκει τρόπους θεραπείας.

Ἡ ἐφευρετικότητα τῆς πίστης τῶν συνοδῶν τοῦ παραλύτου, μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ γνήσια καὶ πραγματική, ἡ δυνατὴ καὶ θερμὴ πίστη, δὲν κάμπτεται ἀπὸ ἐμπόδια, δὲν σταματᾶ μπροστὰ σὲ δυσκολίες. Ἐπινοεῖ, ἐφευρίσκει, ἀγωνίζεται καὶ ἀγωνιᾶ προσευχόμενη νὰ βρεῖ τρόπους καὶ δρόμους συμπαράστασης καὶ ἐνίσχυσης, παρηγοριᾶς καὶ ἀνακούφισης μέσα ἀπὸ ἐκδηλώσεις καὶ ἔργα ἀγάπης. Βέβαια, ὅταν γυρίζουμε τὸ βλέμμα μας γύρω μας «εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, κάποτε ἀπογοητευόμαστε, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Συνειδητοποιοῦμε πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἤ, τέλος πάντων, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ γίνουμε· ἄνθρωποι μὲ ἐμπειρία «πίστεως δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλ. 5,6). Ἀναρωτηθήκαμε ἆραγε ποτέ, πόσο συχνὰ τὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὸ συνεχὲς κάλεσμα γιὰ τελείωση καὶ ὑπέρβαση, σηκώνει ψηλὰ τὸν πήχη στὸ στίβο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ ἐμεῖς περνᾶμε ἀπὸ κάτω; Ἡ ἀρετὴ τῆς ἀλληλεγγύης, δυστυχῶς, εἶναι σπάνια ἀκόμη κι ἐκεῖ ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι αὐτονόητη, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.


Δεδομένα καὶ ζητούμενα στὸν ἀγώνα τῆς πίστεως

«Θάρσει, τέκνον» εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στὸν παράλυτο καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν καὶ στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ταλαιπωρημένος, ἀπογοητευμένος καὶ προδομένος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐλπίδα καὶ στήριξη ψυχική. Ὄχι, βέβαια, ἀπὸ φθηνὲς παρηγοριές, θολὰ καὶ ἐπικίνδυνα συνθήματα, σὰν αὐτὰ ποὺ περισσεύουν στὶς μέρες μας καὶ κυκλοφοροῦν μέσα στὴν ἐλευθερία τοῦ κόσμου ἀσύδοτα καὶ ἀχαλίνωτα ὁδηγώντας πολλοὺς σὲ ἀδιέξοδα. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ σώζουσα ζωντανὴ πίστη, ποὺ ὅταν ὑπηρετεῖ τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο, ἀποδεικνύει μὲ τὸν πλέον χειροπιαστὸ τρόπο ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ μυαλοῦ μας, ἀλλὰ τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτό, βέβαια, δὲν σημαίνει ἕναν πρόχειρο συναισθηματισμὸ ποὺ ἀφορᾶ τοὺς ἀφελεῖς καὶ γραφικοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν ἰσχυρισμὸ μερικῶν, ζοῦν στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ εἶναι γνώρισμα τῶν ἀγωνιστῶν ποὺ ἀνακάλυψαν τὴν οὐσία τῆς ὕπαρξής τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ νικητὲς τῆς παρούσας ζωῆς καὶ οἱ κληρονόμοι τῆς αἰώνιας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅταν μελετᾶμε, στοχαζόμαστε καὶ ἑρμηνεύουμε τὸν διαχρονικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν Πατέρων μέσα στὴν Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι πολλὰ ἀπὸ ὅσα διαβάζουμε δὲν εἶναι δεδομένα τῆς δικῆς μας ζωῆς, ἀλλὰ ζητούμενα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας ἀγώνα. Πολλὰ ἀπὸ ὅσα μᾶς συγκινοῦν καὶ ἀγγίζουν τὴν ψυχή μας δὲν εἶναι ἐμπειρίες ποὺ φθάσαμε, ἀλλὰ μιὰ πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἀκόμη προσπαθοῦμε νὰ κατακτήσουμε, ἐν μέσω προκλήσεων, παγίδων καὶ πειρασμῶν πολλῶν. Γι' αὐτὸ ἂς προσπαθοῦμε μέσα στὸ περιβάλλον ὅπου ζοῦμε, μὲ τὴ στάση τῆς ζωῆς μας καὶ τὴ συμπεριφορά μας, νὰ ἐνισχύουμε τὴν πίστη τὴ δική μας καὶ τῶν ἄλλων. Ἀμήν.

Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Πίστη, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀπουσία της




Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μόνο σὲ δυὸ περιπτώσεις τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θαύμασε γιὰ κάτι. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις πρόκειται γιὰ τὴν πίστη. Γιὰ τὴν ἀξιοθαύμαστη δύναμή της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν τραγικὴ ἀπουσία της. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀνήκει τὸ ἐπεισόδιο τοῦ ἑκατόνταρχου τῆς Καπερναούμ, ποὺ περιγράφει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε».


Ἡ δύναμη τῆς «πίστεως»

Ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος, μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἐνδιαφέρεται ὄχι γιὰ κάποιον συγγενῆ του, ἀλλὰ ἱκετεύει τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παράλυτου ὑπηρέτη του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ξένος καὶ ἄσχετος μὲ τὴν πίστη καὶ τὶς παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων. Δὲν γνωρίζει τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἀλλὰ ἀγαπᾶ τὸν συνάνθρωπο, τὸν ὑπηρέτη του, καὶ ἔτσι συναντᾶ τὸν Χριστό. Ξεπερνᾶ ὅλους τοὺς περιορισμοὺς καὶ τὴν ἀρνητικὴ ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντός του. Ἀνοίγεται ὁλόκληρος στὸν Χριστό. Παραδίνει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγάπη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἕναν Κύριο καὶ λυτρωτή. Ὁ ἑκατόνταρχος ἀγνοοῦσε αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς γνωρίζουμε γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὅμως, Τὸν ἐμπιστεύθηκε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὸν ἐμπιστευόμαστε ἐμεῖς.

Αὐτὴ ἡ δυνατὴ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου γίνεται μία ὁρμητικὴ κίνηση τῆς ὅλης ὕπαρξής του πρὸς τὸν Χριστό. Μεταφράζεται στὴν πράξη σὲ βεβαιότητα, ποὺ δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἄρρωστου ὑπηρέτη. Ἁπλὰ ταπεινώνεται, περιμένει καὶ ἐξαρτᾶ τὰ πάντα ἀπὸ ἕναν καὶ μόνο λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἀλλὰ μόνο εἰπὲ λόγῳ». Ἐδῶ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἔκρηξη ἑνὸς πρόχειρου συναισθηματισμοῦ. Δὲν εἶναι μία θεωρητικὴ πεποίθηση δίπλα στὶς τόσες ἄλλες πεποιθήσεις καὶ ἰδεολογίες. Ἡ ζωντανὴ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου γίνεται τὸ μέτρο ποὺ ζυγίζει, κρίνει καὶ ἀξιολογεῖ ὄχι μόνο τὴν πίστη τῶν Ἰσραηλιτῶν τῆς ἐποχῆς του -«ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον», σᾶς βεβαιώνω ὅτι οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες δὲν βρῆκα τόση πίστη- ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν.


Ἡ ἀπουσία τῆς ζωντανῆς πίστεως

Τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅπως καὶ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ περιγράφονται στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι καρπὸς τῆς πίστεως καὶ ὄχι αἰτία της. Γιατί ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα, ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη, ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα ὁ Χριστὸς στὴ συναγωγὴ τῆς Ναζαρέτ. Ἐκεῖ οἱ συμπατριῶτες Του δὲν δέχονται τὸν Ἴδιο καὶ τὸ κήρυγμά Του: «καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ ποιῆσαι οὐδεμίαν δύναμιν [...] καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Μκ. 6,5-6), καὶ δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνει κανένα θαῦμα [...] καὶ ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἀπιστία τους.

Εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς θαυμάζει, αὐτὴ τὴ φορὰ ὄχι τὴν πίστη, ἀλλὰ τὴν ἀπουσία της. Καὶ ὅμως, οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ εἶχαν ὀρθὴ πίστη καὶ τελετουργικὸ σύμφωνο μὲ τὶς πατρικὲς παραδόσεις. Ἀλλὰ αὐτὸ ἂν καὶ εἶναι ἀπαραίτητο δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ὅταν ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι στείρα καὶ ἡ «ὀρθοδοξία» μας νεκρὴ καὶ κλειστὴ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, τότε δὲν μᾶς ὠφελεῖ. Τότε λειτουργεῖ μέσα μας ὅπως ἡ ἀπιστία. Ἡ ἀπιστία, ποὺ θέλει νὰ γίνει πίστη μόνο ὅταν δεῖ, ὅταν ἀγγίξει, ὅταν μετρήσει καὶ ὅταν ἀναλύσει καὶ ἐξηγήσει τὰ πράγματα καὶ τὰ θαύματα, εἶναι τραγική. Σκλαβώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ὑποτάσσει στὴ φυλακὴ τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων. Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, γιὰ νὰ κάνει θαύματα. Ὅμως ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ τοὺς τόπους ἐπιμένουν νὰ λένε ὅτι βλέπουν τὸν Θεὸ καὶ τὰ θαύματά Του, ὄχι, βέβαια, μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ξεπέφτει, ὅταν ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι, γιὰ νὰ πιστέψει, πρέπει νὰ μάθει νὰ ἐξηγεῖ, νὰ μετρᾶ, καὶ νὰ ἀναλύει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διεισδύει στὰ μύχια του ἑαυτοῦ μας, στὸ βαθύτερο εἶναι τῆς ὕπαρξής μας. Ἐκεῖ βλέπει τί ἔχουμε μέσα μας. Βρίσκει, ἄραγε, σὲ ἐμᾶς τὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου ἤ τὴν ἀπιστία τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ; θαυμάζει γιὰ τὴν πίστη μας ἤ γιὰ τὴν ἀπιστία μας; Μᾶς βρίσκει φυλακισμένους στὴ λογική μας ἤ παραδομένους στὴν ἀγάπη τῆς παρουσίας Του; Ἡ ἀπάντηση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν καθένα μας, ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ἀπὸ τὸν ἀγώνα του. Ἀμήν.

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2014

Κυριακή Β Ματθαίου Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου




Ὁ Χριστὸς ἀναζητᾶ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητὲς Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλό, μὲ ἐλεύθερο φυσικὸ ὁρίζοντα. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι καὶ ἀληθινοὶ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀνεπιτήδευτοι, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.


Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι' αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴ ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μία ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ. «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς» (Ἰω. 15,16), δὲν μὲ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς διάλεξα. Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατασκευάζει πανομοιότυπους ἁγίους.

Μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι oι ἄλλοι, oἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατί, ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη ὑπακοῆς.

Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ, λοιπόν, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός, ἡ ὑπακοὴ στὴν κλήση Του.

Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία νεφελώδης φιλοσοφία οὔτε μία ἀκατανόητη, ὑψηλὴ καὶ φλύαρη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κακοποιοῦμε ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του ποὺ σκέφτονται τὸν θερισμό, μιλᾶ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴ Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, τοὺς μιλᾶ γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.


Ἡ ἀπάντηση στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλευθερία

«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι' αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ κάθε δέσμευση μὲ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιὸτητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν.

Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη. Γιατί εἴμαστε αἰχμάλωτοι τῶν περιστάσεων καὶ τῶν συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ' αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορά τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωή, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὴν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ὑποταχθοῦμε στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία στὴν ὁποία εἴμαστε φυλακισμένοι, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.



Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Πηγὴ ὕδατος ζῶντος -Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης


Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς θυμᾶται τὴ γενέθλια ἡμέρα της. Τότε ποὺ φανερώθηκε μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὸν κόσμο τὸ προαιώνιο «κεκρυμμένο» μυστήριό της. Τὸ γεγονὸς καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς γιορτῆς περιγράφουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐνῶ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε ὁ Χριστὸς μὲ ἕναν σαφῆ ὑπαινιγμὸ ἀναφέρεται στὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.



Γνωρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος», ὅποιος πιστεύει σὲ ἐμένα, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ του ποταμοὶ ζωντανοῦ νεροῦ. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει πόσο βασικὴ ἀλλὰ καὶ βασανιστικὴ ἀνάγκη εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ σωματικὴ καὶ πνευματικὴ δίψα. Ἀρχίζει νὰ διδάσκει: «ὅποιος διψᾶ ἂς ἔρθει σὲ ἐμένα καὶ ἂς πιεῖ». Τὸ φώναξε δυνατά, γιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν οἱ ἄνθρωποι μέσα στὸ θόρυβο καὶ τὴν ὀχλαγωγία ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡμέρας καὶ τόπου καὶ ἐποχῆς. Ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος, στὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του διψᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ, γιὰ νὰ μᾶς παραπέμψει στὴ ζωογόνο δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παρομοιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ νερὸ ἀστείρευτο ποὺ ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὴν ἀναγεννημένη καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Πράγματι, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρχεται σὲ κάθε βαπτισμένο πιστό, προσφέρεται ἀδιάκοπα. Ἀναβλύζει διαρκῶς καὶ δὲν ἀδειάζει ποτέ. Ρέει σταθερὰ καὶ ἀνεξάντλητα, ὅπως τὸ ποτάμι. Εἶναι τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», ποὺ δίνει τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Τὸ νερὸ καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι θεμελιώδη στοιχεῖα ποὺ συναντᾶμε στὴ δημιουργία καὶ τὴν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φυσικῆς καὶ πνευματικῆς του ζωῆς «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος». Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μυστηριωδῶς, ζωοποιεῖ καὶ γεμίζει τὰ πάντα. Μεταγγίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπινων προσώπων. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας λέει ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διαχέεται διαρκῶς μέσα στὸ Σῶμα Της. Ἀνακαινίζει, ἀναπλάθει, ἀνανεώνει καὶ μεταμορφώνει τὸν πιστὸ γιατί τὸ φῶς τοῦ Πνεύματος εἶναι καθαρτικὸ καὶ ἀποκαλυπτικό.

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ λόγος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι βαθύς, δυσνόητος καὶ δυσερμήνευτος. Ὅμως ὅσο φωτισμένες καὶ ἂν εἶναι οἱ προσεγγίσεις τους, καὶ ὅσο πλούσιες καὶ ἂν εἶναι οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τους, δὲν ἀναλύουν, δὲν ἐξηγοῦν καὶ δὲν ἑρμηνεύουν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ στὴν πληρότητά του. Αὐτὸ παραμένει στὴν οὐσία του ἀκατάληπτο. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι Θεός, καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, μὲ ὅλες τὶς ὁμοιότητες καὶ τὶς διαφορὲς ποὺ ἔχουν μεταξύ τους. Οἱ θεολογικὲς ὁρολογίες, δὲν ἀπαντοῦν στὸ γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ὅπως εἶναι, ἀλλὰ στὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος θὰ πετύχει τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἕνωσή του μαζί Του. Ἔτσι φωτιζόμαστε στὴν ὀρθὴ πίστη, καὶ ἐνισχυόμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.



Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁ κόσμος

Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς μας εἶναι στὴν οὐσία του ἀντιπνευματικός. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ὀρθολογιστὴς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἀρνεῖται πεισματικὰ νὰ παραδεχθεῖ τὴν ἀλήθεια τὸν Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἠθικὴ ἀταξία τῆς ζωῆς του φυγαδεύει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὴν πραγματικὴ χαρά, τὴ βαθιὰ εἰρήνη, τὴ μακροθυμία, καὶ τὴν πηγαία καλοσύνη. Ἀποθεώνει τὸ πρόσκαιρο, τὸ ἐπιφανειακό, τὸ φανταχτερό. Δὲν θέλει νὰ διακρίνει τὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὸ εὐτελές, τὸ ὀρθὸ ἀπὸ τὸ ἐσφαλμένο. Μὲ ἀλαζονεία ἰσχυρίζεται ὅτι ὅλα εἶναι σχετικὰ καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει νὰ ἐπιδιώκει κάποιος εἶναι τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ἰδιοτελές. Χωρὶς τὴν πνοὴ καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσο καὶ ἂν προσπαθεῖ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴ θολὴ σύγχυση καὶ τὸν παραλογισμὸ στὸν ὁποῖο ζεῖ. Μιλᾶ γιὰ τὴν ἑνότητα ἀλλὰ ζεῖ τὴ διαίρεση, τὸ διχασμὸ καὶ τὴ διάσπαση. Διακηρύττει ὅτι βρίσκεται στὴν ἐποχὴ τῆς ἐπικοινωνίας, ποὺ καταργεῖ σύνορα καὶ φραγμούς, καὶ ὅμως ἐγκλωβίζεται στὴν ἀπομόνωση, τὴ μοναξιά, τὴν πλήξη καὶ τὴν κατάθλιψη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ ὁ ἀγώνας μας νὰ ἔχει καρποὺς γιὰ νὰ ἐπανορθώνουμε τὴ σχέση μας, τὴν κοινωνία, μὲ τὸν ἑαυτό μας, τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...